Άρθρα

Τι πραγματικά αποκαλύπτουν οι διάλογοι Παππά – Μιωνή

Αναμφισβήτητα, οι αποκαλύψεις του πρώην εκπροσώπου Τύπου του ισραηλινού στρατού και απόφοιτου του Κολλεγίου Αθηνών Σάμπυ Μιωνή αποτελούν μια προσπάθεια αλλαγής ατζέντας, ώστε τα φώτα της δημοσιότητας να φύγουν από δύο ζητήματα που φθείρουν, όσο τίποτε άλλο μέχρι στιγμής, το προφίλ της κυβέρνησης: Το πρώτο αφορά τα 2,6 εκατ. ευρώ που ο Σταύρος Παπασταύρος, στενός συνεργάτης του Αντώνη Σαμαρά, φέρεται να του παρέδωσε τον Ιανουάριο του 2015 για τη χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας του σημερινού κυβερνώντος κόμματος. Το δεύτερο είναι οι αποκαλύψεις για το ζεστό χρήμα που μοίρασε η κυβέρνηση της ΝΔ σε ανύπαρκτα μέσα ενημέρωσης πολιτικών της φίλων.

Αναμφισβήτητα επίσης οι διάλογοι που περιλαμβάνονται στο στικάκι Μιωνή είναι “πετσοκομμένοι” και προϊόν μοντάζ. Μια προσεκτική ανάγνωση διακρίνει πλήθος ασυνεχειών, με τους δύο ομιλητές να πετάγονται από το ένα θέμα στο άλλο. Ωστόσο, η επιλεκτική δημοσιοποίηση αποσπασμάτων από την επίμαχη συνομιλία δεν αποτελεί ελαφρυντικό για τον τότε υπουργό Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Παππά. Ενδέχεται να περιλαμβάνει εμπιστευτικές πληροφορίες που κανένας δεν ήθελε να βγουν στην δημοσιότητα. Ενδέχεται να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για έναν δεύτερο γύρο αποκαλύψεων.

Πρόκειται δε για αποκαλύψεις που σε κάθε περίπτωση σήμερα ευνοούν τη ΝΔ, αν δεν γίνονται κατά παραγγελία της, που είναι και το πιθανότερο. Αρκεί να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι ο Θάνος Πλεύρης ήξερε το περιεχόμενο των συνομιλιών, όπως προκύπτει από τις ερωτήσεις που υπέβαλε στην προανακριτική επιτροπή. Τούτου δοθέντος, καθόλου δεν αποκλείεται οι αποκαλύψεις να είναι ένα ακόμη σέρβις του Μιωνή προς τη ΝΔ, ώστε η κυβέρνηση να του κάνει τις χάρες που ζητούσε από τον Νίκο Παππά.

Παρόλα αυτά, οι διάλογοι που περιλαμβάνονται στο στικάκι Μιωνή ντροπιάζουν και ξεγυμνώνουν τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή αποκαλύπτουν το βάθος των σχέσεων που ανέπτυξε με το Ισραήλ. Αυτές οι σχέσεις επωάστηκαν από την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην αντιπολίτευση (ποιος ξεχνάει την επίσκεψη Πέρες τον Αύγουστο του 2012;). Κορυφώθηκαν ωστόσο όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την εξουσία, με τις πέντε επισκέψεις του Τσίπρα στο Ισραήλ (Νοέμβριο 2015, Γενάρη 2016, Δεκέμβριο 2016, Ιούνιο 2017 και Δεκέμβριο 2018) να αποτελούν ιστορικό ρεκόρ.

Οι ηχογραφημένοι διάλογοι αποτελούν ντροπή για ένα αριστερό κόμμα όχι επειδή ο Νίκος Παππάς ζητάει στοιχεία για την Μαρέβα Μητσοτάκη, ως αντάλλαγμα για να βοηθήσει τον Μιωνή να πληρώσει μικρότερο πρόστιμο στην εφορία. Οι στιχομυθίες Παππά – Μιωνή αποτελούν ντροπή ακόμη και για τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δείχνουν την υποταγή του στο Ισραήλ. Ας κρατήσουμε τις ακόλουθες φράσεις του τότε υπουργού: “Μας έχει φλομώσει η Μοσάντ στην πληροφορία!”. Επίσης, “ο Μπίμπι του ζήτησε τρία πράγματα και ο Τσίπρας του τα έκανε, ο Τσίπρας του ζήτησε 4-5, ο Μπίμπι του τα έκανε αμέσως… δεν γίνεται δουλειά. Δηλαδή αυτή (η κόκκινη γραμμή) ότι σηκώνει ένα τηλέφωνο και του μιλάει ‘Τι γίνεται; Πώς πας;’ αυτό πρέπει να διαφυλαχθεί”.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ το ζητούμενο δεν είναι η απομόνωση του κράτους-τρομοκράτη της Μέσης Ανατολής που εφαρμόζει ένα ρατσιστικό απαρτχάιντ σε βάρος εκατομμυρίων Παλαιστινίων. Δεν είναι καν ο σεβασμός στις αποφάσεις του ΟΗΕ για δημιουργία δύο κρατών. Αν κάτι πρέπει να διαφυλαχθεί για τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι η κόκκινη γραμμή μεταξύ του υπόδικου Μπίμπι Νετανιάχου και του Τσίπρα…

Η συζήτηση του Μιωνή με τον Παππά είναι διαφωτιστική επίσης λόγω των αποκαλύψεων που περιλαμβάνονται για τον ρόλο των εβραϊκών οργανώσεων, όπως το ακροδεξιό, φιλοσιωνιστικό World Jewish Congress. Ο Μιωνής λέει ότι αν δεν τον βοηθήσουν εισαγγελείς και εφορίες να καθαρίσει από τις καταδίκες για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος “θα βγουν και θα κατηγορήσουν την Ελλάδα για αντισημιτισμό”. Πιο μεγάλο ενδιαφέρον έχει η συνέχεια: “Εμένα μου είπαν ευθέως ‘εσύ κουβέντα για αντισημιτισμό’, μου είπαν από την Αμερική. Εμείς! Εδώ!”. Η τελευταία φράση σημαίνει ότι αμερικανο-εβραϊκές οργανώσεις ήταν ήδη “πιασμένες” και είχαν συμφωνήσει να εξαπολύσουν τα βέλη με τις κατηγορίες του αντισημιτισμού στην περίπτωση που οι αρχές στην Ελλάδα δεν κάνουν τα χατίρια του Μιωνή. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τους επικαλείται εν αγνοία τους. Το δείχνει ένας καταμερισμός εργασίας που τον έχουμε δει να “χτυπάει” πολλές φορές μέχρι σήμερα. Αποδεικνύεται έτσι ότι το εβραϊκό λόμπι χρησιμοποιεί την κατηγορία του αντισημιτισμού κατά το δοκούν όχι για να προστατεύσει τους Εβραίους από τον αντισημιτισμό, όπως είναι υποτίθεται η αποστολή του, αλλά για να διευκολύνει διεφθαρμένους επιχειρηματίες να γλυτώσουν πρόστιμα των εφοριακών αρχών! Ως μέσο άσκησης πολιτικής και δουλειών! Θα τρίζουν τα κόκκαλα των εξοντωμένων Εβραίων, τη μνήμη των οποίων υποτίθεται ότι προστατεύουν…

Υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί η συνέντευξη που παραχώρησε ο πρέσβης του Ισραήλ στην Αθήνα στην εφημερίδα “Τα Νέα”, με αφορμή την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Ισραήλ. Το μήνυμα μάλλον αφορούσε τη σταθερότητα των σχέσεων ανεξαρτήτως διαρροών και αδειασμάτων. Για μια άλλη δε “σύμπτωση”, την επίσκεψη του Νίκου Παππά στην πρεσβεία του Ισραήλ στο Ψυχικό την επομένη των αποκαλύψεων, αν μπορούσε να κάνει κάτι ο πρέσβης μάλλον θα το είχε κάνει πριν το στικάκι πάει για επίσημη μετάφραση. Πλέον είναι αργά. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι έρμαιο των πολιτικών και ενίοτε προσωπικών επιλογών που τον έφεραν στην εξουσία και τον στήριξαν και ήμερα δεν διστάζουν να τον “πουλήσουν” μέρα – μεσημέρι!

Η προδοσία και οι προσωπικές στρατηγικές ποτέ δεν ήταν δρόμος μονής κατεύθυνσης…

Υ.Γ.: στο πλαίσιο των ίδιων αποκαλύψεων για τη δράση του “πολυπράγμονα” Μιωνή αποκαλύφθηκε ότι επιχειρήσεις του ίδιου και συμφέροντα που συνδέονται στενά μαζί του εποφθαλμιούν την ΛΑΡΚΟ. Στο ίδιο μάλιστα ρεπορτάζ αποκαλύπτεται ότι η ΝΔ με προσεκτικές κινήσεις οδηγούσε από τη κυβέρνηση Σαμαρά ακόμη την ΛΑΡΚΟ στον πρώην εκπρόσωπο Τύπου του ισραηλινού στρατού. Οι μαφιόζικοι χειρισμοί που έχουν προηγηθεί δείχνουν ότι πίσω από τα μεγάλα λόγια περί εξυγίανσης της εταιρείας η ΝΔ την παραδίδει με σκανδαλώδεις, γκανγκστερικές διαδικασίες σαν λάφυρο πολέμου σε σκοτεινά κέντρα κι από κει κατ’ ευθείαν στο Ισραήλ. Μόνο που αυτό ούτε κατ’ ευφημισμό δεν λέγεται ελεύθερος ανταγωνισμός. Μαφιακός καπιταλισμός είναι το όνομά του.

Πηγή: Κοσμοδρόμιο

Τι έκανε και τι δεν εκανε ο ΣΥΡΙΖΑ για τη δημοσια υγεία

Η πανδημία, πέρα από την πρωτοφανή υγειονομική κρίση που προκαλεί, δοκιμάζει και γκρεμίζει  ιδεολογήματα και πολιτικές, κλυδωνίζει συστήματα υγείας και ολόκληρα κοινωνικά μοντέλα, υποχρεώνει όλους σε ξεκάθαρες τοποθετήσεις και απαντήσεις, σε αναμέτρηση με το παρελθόν και αναστοχασμό για το μέλλον.

Η χώρα μας, με ένα δημόσιο υγειονομικό σύστημα, που σε καμία περίπτωση δεν ήταν θωρακισμένο, «βρίσκεται στη δίνη της κρίσης». Υποστελεχωμένο και γερασμένο, οικονομικά στραγγαλισμένο, με τους νέους γιατρούς εκπατρισμένους κατά χιλιάδες, με τις μεγαλύτερες πανευρωπαϊκά ιδιωτικές δαπάνες των νοικοκυριών για την υγεία. Με ένα κρατικοδίαιτο ιδιωτικό κεφάλαιο στο χώρο της υγείας που κερδίζει πόντους από κάθε πόντο ξηλώματος του ΕΣΥ. Κι όμως αυτό το συστηματικά και συνειδητά υποβαθμισμένο και λοιδωρημένο δημόσιο σύστημα, αποδεικνύεται στην πράξη η μοναδική ασπίδα του λαού απέναντι στην πανδημία.

Η σκόπιμη υποστελέχωση της Δημόσιας Υγείας, ώστε η ταλαιπωρία των ασθενών να οδηγεί στην απαξίωση του ΕΣΥ και στην προσφυγή στην ιδιωτική υγεία ως «αναπόφευκτη» κατάληξη, ήταν ένα διαχρονικό σχέδιο. Εκτελέστηκε αυτό το σχέδιο με πάθος και επιμονή από όσους βρέθηκαν σε θέσεις ευθύνης για τη δημόσια υγεία, λειτουργώντας ως εκπρόσωποι του ιδιωτικού κεφαλαίου στο χώρο της υγείας. Υπηρετήθηκε και από όσους υπάκουαν πειθήνια στις απαιτήσεις των δανειστών και της Ε.Ε. για διαδοχικές απανωτές μειώσεις των δημοσίων δαπανών στην υγεία, ώστε να εκτοξεύονται οι ιδιωτικές δαπάνες και να απελευθερώνεται χώρος κερδοφορίας για την ιδιωτική υγεία.

Το πρώτο επίσημο κρούσμα κορωνοϊού στην Ελλάδα στις 28 Φεβρουαρίου βρήκε το δημόσιο σύστημα υγείας σε μια κατάσταση που δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Οι ευθύνες για την προ-κορωνοϊού κατάσταση βαραίνουν ασφαλώς τη ΝΔ (και παλιότερα και το ΠΑΣΟΚ) που μεροληπτεί προκλητικά εναντίον του ΕΣΥ επί χρόνια. Αφορούν όμως και τον  ΣΥΡΙΖΑ, που επί τεσσεράμιση χρόνια, είτε έκανε αλλαγές που επιδείνωσαν την κατάσταση που παρέλαβε από τους προκατόχους του, είτε δεν έκανε αλλαγές που θα μπορούσαν να φέρουν το ΕΣΥ σε καλύτερη θέση μπροστά στην πανδημία.

Η αντιπαράθεση στον βασικό αντίπαλο της Δημόσιας Υγείας που είναι η κυβέρνηση της ΝΔ και τα σχέδιά της για έμμεση ή άμεση ιδιωτικοποίηση των συστημάτων υγείας και ασφάλισης, δεν πρέπει να κρύψει την κριτική για την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που κινήθηκε σε όμοιες ράγες με αυτές του καθαρού νεοφιλελευθερισμού.

Έργα και Ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ στην Υγεία

1. Επί ΣΥΡΙΖΑ η δημόσια δαπάνη για την υγεία συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο φτάνοντας στο ιστορικό χαμηλό 5% του ΑΕΠ το 2019, από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ. Το Μνημόνιο διαρκείας που υπέγραψε με τα σφιχτά πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον μέχρι το 2022, δεσμεύει εσαεί τη χώρα σ’ αυτά τα επίπεδα. Η πανδημία όμως, αποδεικνύει ότι βασική προϋπόθεση για να λειτουργεί ένα δημόσιο σύστημα υγείας και να προσφέρει υπηρεσίες σε έκτακτες καταστάσεις, είναι η επαρκής κρατική χρηματοδότηση που εξασφαλίζει τη στελέχωση και τον εξοπλισμό του, αλλά και τη δυνατότητα ταχείας μεγέθυνσης για να καλύψει τις έκτακτες υγειονομικές ανάγκες. Τι έκαναν οι «φανατικοί οπαδοί της δημόσιας υγείας» στον τομέα αυτό επί 4,5 χρόνια; Πώς θωράκισαν χθες το ΕΣΥ για να κάνουν σήμερα εύκολη και εκ του ασφαλούς αντιπολίτευση; Μια απλή αναζήτηση των στοιχείων της πρόσφατης έκθεσης ΟΟΣΑ και Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρκεί για να διαπιστώσει κανείς σε ποιες θέσεις κατρακύλησε η χώρα μας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στους σχετικούς δείκτες χρηματοδότητης.

Στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, από το οποίο η χώρα εξήλθε τον Αύγουστο του 2018, τέθηκαν σε εφαρμογή πολιτικές για τη συγκράτηση του κόστους και τη μείωση της σπατάλης. Η κυβέρνηση διατήρησε το ανώτατο όριο των δημόσιων δαπανών για την υγεία στο 6% του ΑΕΠ και επέβαλε περικοπές δαπανών σε ολόκληρο τον τομέα της υγείας. Ως εκ τούτου, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία κατ’ άτομο μειώθηκαν σημαντικά. Πιο πρόσφατα, η μετέπειτα ανάπτυξη περιορίστηκε και ο κρατικός προϋπολογισμός για την υγεία το 2019 έφτασε στα 9,1 δισ. ΕΥΡΩ ή λίγο κάτω από το 5% του ΑΕΠ. Οι υποχρεώσεις που συνεχίζει να έχει η Ελλάδα μετά την έξοδό της από το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής απαιτούν τη διατήρηση του πλεονάσματος του προϋπολογισμού στο 3,5% τουλάχιστον έως το 2022. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των δημόσιων δαπανών για την υγεία θα συνεχίσει πιθανότατα να δεσμεύεται από δημοσιονομικούς περιορισμούς. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι είναι απίθανο να μειωθούν βραχυπρόθεσμα οι δαπάνες σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές. 

Έχοντας ψηφίσει το τρίτο Μνημόνιο, μαζί με το διαρκές Μνημόνιο υποτέλειας των πρωτογενών πλεονασμάτων, παίρνει συγχαρητήρια και εύσημα από τους θεσμούς. Οι «καλές προθέσεις» και η ιεράρχηση της Δημόσιας Υγείας σε «ύψιστη κυβερνητική προτεραιότητα» εξαερώθηκαν μπροστά στους κόφτες της τρόικα.

Για ποιο λόγο κατηγορεί λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ τη ΝΔ;

Απλώς και μόνο επειδή αυτή λαχταρά να γίνει πιο γρήγορα αυτό που θα γινόταν, αν συνέχιζε την «αριστερή» διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων ο ΣΥΡΙΖΑ;

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι απλά δεν φρόντισε να θωρακίσει το ΕΣΥ ενόψει της «επέλασης των νεοφιλελεύθερων βαρβάρων της ΝΔ», αλλά τους έστρωσε το δρόμο με ροδοπέταλα. Έχει ευθύνες, έβαλε κι αυτός το «προοδευτικό» λιθαράκι του για το αθωράκιστο και ανοχύρωτο απέναντι στην πανδημία ΕΣΥ.

Ιδεολογικά, με τη λογική του μικρότερου κακού, με το «τι να κάνουμε, αυτά έχουμε, σ’ αυτά θα προσαρμοστούμε», με τη νομιμοποίηση του ευρωμνημονιακού βρόγχου που σφίγγει έως ασφυξίας τα δημόσια κοινωνικά αγαθά. Θεσμικά-νομοθετικά με δεκάδες υπουργικές αποφάσεις, προεδρικά διατάγματα και νομοσχέδια που βήμα-βήμα εφάρμοζαν όλες τις μνημονιακές δεσμεύσεις και την ουσία του νεοφιλευθερισμού για την υγεία.

2. Επί ΣΥΡΙΖΑ οι μεικτές δαπάνες υγείας έφτασαν να σημειώνουν αθροιστική πτώση στο 30% σε σύγκριση με την προ-μνημονιακή περίοδο, κατατάσσοντας τη χώρα στην 21ηθέση της σχετικής λίστας. Πάνω από το ένα τρίτο των δαπανών υγείας προέρχεται από τα νοικοκυριά, το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ, με τις άτυπες πληρωμές (φακελάκι) να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των άμεσων ιδιωτικών δαπανών.

Συνολικά, στην Ελλάδα μόνο το 61% των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη προέρχεται από δημόσιες πηγές, ενώ το 35% χρηματοδοτείται απευθείας από τα νοικοκυριά. Το ποσοστό αυτό κυμάνθηκε ανάμεσα στο 28% το 2010, που ήταν το χαμηλότερο σημείο, έως το 37% το 2014, που ήταν το υψηλότερο σημείο. Τα υψηλά ποσοστά οφείλονται κυρίως στις συμμετοχές των ασφαλισμένων για τα φάρμακα και στις άμεσες πληρωμές για υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στη δέσμη παροχών, επισκέψεις σε ειδικούς ιατρούς, νοσηλευτική περίθαλψη, καθώς και οδοντιατρική περίθαλψη.

Ποια ακριβώς μέτρα πάρθηκαν από την «κυβέρνηση της Αριστεράς» για να σταματήσουν να επιβαρύνονται οι ασθενείς από την τσέπη τους;

Με πόση υποκρισία κατηγορούν τη ΝΔ ότι «μεροληπτεί υπέρ της ιδιωτικής υγείας» εν μέσω πανδημίας, όταν και οι ίδιοι εφάρμοσαν όμοια πολιτική;

3. Ο ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσε την αντικοινωνική και επικίνδυνη λογική «κόστος-οφέλος» στην Υγεία. Η ΕΣΑΝ ΑΕ που επιβλέπει και επιβάλλει τη λογική των «ματωμένων εξιτηρίων» –που ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταργούσε–  συνέχισε να λειτουργεί κανονικότατα.  Μάλιστα, πήγε ένα βήμα παραπέρα, με τη θέσπιση των DRG’s πιλοτικά σε 18 νοσοκομεία, μετεξέλιξη των –γερμανικής έμπνευσης– ΚΕΝ (Κλειστά Ενοποιημένα Νοσήλεια), που η κυβέρνηση της ΝΔ σχεδιάζει να επεκτείνει σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας. Τα DRG’s προβλέπουν συγκεκριμένη κοστολόγηση κάθε ιατρικής πράξης, συγκεκριμένο χρόνο νοσηλείας για κάθε πάθηση επιβάλλοντας κυρώσεις σε όποιον γιατρό ή νοσκομείο τον υπερβαίνει, με τη λογική ελέγχου και μείωσης δαπανών και κόστους για ασφαλιστικά ταμεία και κράτος.

Επίσης φτιάχνει ένα ενιαίο σύστημα «κοστολόγησης της νοσηλείας-περίθαλψης» πάνω στο οποίο μπορούν να βασιστούν, να λειτουργήσουν και να χρεώνουν τους ασθενείς οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες στις οποίες μελλοντικά θα παραχωρηθούν κλίνες δημόσιων νοσοκομείων για τη νοσηλεία των πελατών τους.

Σε τι διαφέρουν τα παραπάνω απ’ τις προτάσεις του ΠΙΣ για βελτίωση της «αποδοτικότητας των Δημοσίων Νοσοκομείων που αποτελεί σήμερα απαγορευμένη έννοια»;

4. Ο ΣΥΡΙΖΑ έστρωσε το δρόμο ίδρυσης ιδιωτικών νοσοκομείων, μέσω δωρεών και χορηγιών, τον δρόμο των ΣΔΙΤ. Γιατί οι «δωρεές» από τους ιδιώτες ακούγονται ωραίες και συγκινητικές, αλλά δεν γίνονται χωρίς ανταλλάγματα και -κυρίως- χωρίς σκοπιμότητες. Το παιδιατρικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, δωρεά του ιδρύματος Νιάρχος, η ίδρυση του περίφημου νοσοκομείου Σαντορίνης που ανήκει στην ΑΕΜΥ Α.Ε – Ανώνυμη Εταιρεία Μονάδων Υγείας ΑΕ, και πολυδιαφημίστηκαν, είναι ή όχι πρότυπες κρατικοδίαιτες ιδιωτικές μονάδες υγείας υπό την «εποπτεία του Υπουργείου Υγείας»; “Το σύνολο των Δημοσίων Νοσοκομείων θα πρέπει να υπάγονται απευθείας σε ένα νέο εξειδικευμένο Δημόσιο Οργανισμό, το «ΕΣΥ ΝΠΔΔ», ο οποίος θα αναλάβει την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία όλης της προσφοράς Δημοσίων Υπηρεσιών Υγείας στη χώρα, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Το «ΕΣΥ ΝΠΔΔ» θα αποτελεί τον μητρικό φορέα…”

Σε τι διαφέρει το μοντέλο «δημόσιας» υγείας του ΣΥΡΙΖΑ απ’ το μοντέλο που πρότεινε ο ΠΙΣ και διακαώς θέλει να εφαρμόσει η ΝΔ;

Σε τι διαφέρουν τα παραπάνω νοσοκομεία από το καταγγελόμενο ως δήθεν «πρώτο ιδιωτικό νοσοκομείο της χώρας», νοσοκομείο Κομοτηνής, που ίδρυσε η ΝΔ;

Οι πρώην κυβερνητικοί κατηγορούν τους σημερινούς κυβερνητικούς που μίλησαν ευθαρσώς για ΣΔΙΤ, που ενισχύουν απρόκλητα -εν μέσω πανδημίας- με εκατομμύρια ευρώ τον ιδιωτικό τομέα, που διπλασιάζουν τα ενοίκια των ιδιωτικών ΜΕΘ κτλ.

Ποια μέτρα πήραν άραγε οι ίδιοι για τη θωράκιση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας που να μην επιτρέπουν ούτε τώρα ούτε σε καμιά επόμενη κυβέρνηση στο μέλλον, την πριμοδότηση του ιδιωτικού κεφαλαίου;

Με ποια μέτρα εκφράστηκε στην πράξη η περίφημη «μεροληψία υπέρ του δημοσίου»; Κι αν τη Μνημονιακή περίοδο «ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν» γιατί στη «μετα»Μνημονική περίοδο δεν ξεδίπλωσαν το σχέδιό τους;

5. Η πολυδιαφημισμένη καθολική υγειονομική κάλυψη και πρόσβαση των ανασφάλιστων δεν είναι τελικά και τόσο καθολική. Η Ελλάδα επί ΣΥΡΙΖΑ είχε το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο μη καλυπτόμενων αναγκών  ιατρικής περίθαλψης –κυρίως λόγω κόστους στην ΕΕ (μετά την Εσθονία), με το ποσοστό να διπλασιάζεται για τα φτωχότερα νοικοκυριά.

Παρά το θετικό και πολυδιαφημισμένο μέτρο της καθολικής πρόσβασης των ανασφάλιστων στα νοσοκομεία, δεν υπήρξε η αντίστοιχη κρατική χρηματοδότηση και στελέχωση των νοσοκομείων για να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες ανάγκες.

O κ. Ξανθός, παραδέχτηκε, ότι η πρόσθετη δαπάνη για την περίθαλψη των ανασφάλιστων ανέρχεται μόλις στα 250 εκ., που αντιστοιχεί σε 100 ευρώ, δηλαδή ένα εμβόλιο πνευμονιόκοκκου και ένα για τη γρίπη για κάθε ανασφάλιστο τον χρόνο!

H ίδια η Ε.Ε υπογραμμίζει ότι η νομοθεσία του 2016 αποτέλεσε σημαντικό βήμα. Εξακολουθεί, ωστόσο, να υπάρχει διαφορά ως προς τα επίπεδα πρόσβασης: όσοι καλύπτονται από τη νομοθεσία μπορούν να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης μόνο στις δημόσιες δομές, ενώ υπηρεσίες όπως οι διαγνωστικές εξετάσεις παρέχονται σε μεγάλο βαθμό από ιδιωτικούς παρόχους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ και είναι διαθέσιμες για τον ασφαλισμένο πληθυσμό σε βάση επιμερισμού του κόστους.

6. Επί ΣΥΡΙΖΑ συνεχίστηκαν και διευρύνθηκαν οι ανισότητες πρόσβασης στο δημόσιο σύστημα υγείας. Σύμφωνα, πάλι με την ΕΕ ένα στα δέκα νοικοκυριά δεν είχε δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας όταν τις χρειαζόταν. Μη καλυπτόμενες ανάγκες αναφέρθηκαν επίσης από σχεδόν ένα στα πέντε νοικοκυριά στο φτωχότερο πεμπτημόριο εισοδήματος, αλλά μόλις από το 3% των πλουσιότερων νοικοκυριών, γεγονός που αποκαλύπτει το μεγαλύτερο χάσμα όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα. Τα στοιχεία αναφέρονται σε μη καλυπτόμενες ανάγκες για ιατρική εξέταση ή αγωγή λόγω κόστους, απόστασης που πρέπει να διανυθεί ή χρόνου αναμονής. Το κόστος αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση στην περίθαλψη, ιδίως για τα άτομα με χαμηλό εισόδημα.

7. Η μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Υγεία, με τις ΤΟΜΥ και τον θεσμό του οικογενειακού γιατρού είχε σαν στόχο τη μείωση της πρόσβασης των ασθενών σε ειδικούς γιατρούς, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη, με κριτήριο την περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών.Το καλοκαίρι του 2019 περισσότερες από τις μισές (127) από τις 239 σχεδιαζόμενες τοπικές μονάδες υγείας είχαν ιδρυθεί σε όλη τη χώρα, καλύπτοντας 2 εκατομμύρια κατοίκους. Η βασική πηγή χρηματοδότησης είναι τα προγράμματα ΕΣΠΑ που έχουν ημερομηνία λήξης και θεωρητικά υπάρχει η κρατική υποχρέωση στη συνέχεια για ανάληψη της χρηματοδότησης από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Το προσωπικό τον ΤΟΜΥ είναι επικουρικοί-συμβασιούχοι, επίσης με ημερομηνία λήξης.

Όλο το εγχείρημα σε σύντομο χρονικό διάστημα θα βρεθεί κυριολεκτικά στον αέρα. Αυτό είναι το πολυδιαφημισμένο στρατηγικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για την Πρωτοβάθμια. Με προσωρινό προσωπικό, με αβέβαιη τη χρηματοδότηση, με φιλοσοφία τη μνημονιακή δέσμευση του gatekeeping. Πλάι σ’αυτά, η αποδυνάμωση των Κέντρων Υγείας των μητροπόλεων και της περιφέρειας, με μετακινήσεις προσωπικού στα νοσοκομεία για κάλυψη των εκεί αναγκών, χωρίς ακτινολογικά ή μκροβιολογικά εργαστήρια, σε ακατάλληλα κτίρια, λόγω υποχρηματοδότησης.

8. Επί ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε ο αριθμός κλινών ΜΕΘ να παραμένει στα χαμηλότερα επίπεδα της Ευρώπης, με το 25% αυτών να παραμένει διαρκώς κλειστό και εκτός λειτουργίας. «Το 2015 παραλάβαμε 438 κρεβάτια ΜΕΘ. Τον Ιούλιο 2019 παραδώσαμε 568 κρεβάτια» ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Το Δεκέμβριο του 2019 επί ΝΔ, τα επισήμως καταγραμμένα κρεβάτια μειώθηκαν στα 555, λόγω έλλειψης προσωπικού. Ακόμα κι έτσι, η χώρα συνέχισε να υπολείπεται κατά πολύ από τις 2.000 αναγκαίες κλίνες ΜΕΘ και τις 1.500 κλίνες ΜΑΦ που είναι ο στόχος για να πλησιάσει έστω τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έφτασε καν τις κλίνες ΜΕΘ στο σημείο που ήταν το 2010. Αποτελούν ακραία υποκρισία και πολιτικαντισμό οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για εδώ και τώρα διπλασιασμό των ΜΕΘ. Αντίστοιχη πορεία ακολούθησε επί ΣΥΡΙΖΑ ο αριθμός των κοινών κλινών νοσηλείας, κολλημένος στις 400 κλίνες ανά 100.000 κατοίκους, από 500 που ήταν προ κρίσης.

Τέλος, επί ΣΥΡΙΖΑ δεν επαναλειτούργησε ούτε ένα κλεισμένο ή συγχωνευμένο νοσοκομείο απ’ αυτά που οι Σαμαράς, Βενιζέλος, Γεωργιάδης, Βορίδης και Λοβέρδος είχαν κλείσει. Τα δάκρυα για τα κλειστά νοσοκομεία θα ήταν κατανοητά, αν δεν μεσολαβούσαν τεσσεράμισι χρόνια κυβερνητικής θητείας κατά την οποία δεν άνοιξε ούτε ένα από αυτά.

9. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσέλαβε ελάχιστους μόνιμους γιατρούς και νοσηλευτές, κατά πολύ λιγότερους απ’ όσους συνταξιοδοτήθηκαν και εγκατέλειψαν το ΕΣΥ. Τα οργανικά κενά του ΕΣΥ (Νοσοκομεία – Κέντρα Υγείας – ΕΚΑΒ), προ covid, σε νοσηλευτικό και παραϊτρικό βοηθητικό προσωπικό ξεπερνούσαν τις 30.000, ενώ των ειδικευμένων γιατρών τις 10.000, με βάση στοιχεία από τις ομοσπονδίες, που δεν αμφισβητεί κανένα κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ καυχιέται –διά στόματος Πολάκη– ότι επί θητείας του προσλήφθηκαν «με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο» περίπου 20.000 εργαζόμενοι στο ΕΣΥ. Η αλήθεια είναι ότι η πλειοψηφία των «προσλήψεων» αυτών είναι συμβασιούχοι με ημερομηνία λήξης, με διετείς συμβάσεις, ΕΣΠΑ, κοινωφελή προγράμματα ΟΑΕΔ, που αρκετές φορές διπλο/τριπλο-μετρώνται στις προσλήψεις εργαζόμενοι που έληξε η σύμβασή τους και την ανανέωσαν ή την επέκτειναν για λίγους μήνες.

Οι προσλήψεις μόνιμων γιατρών τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια ήταν κάτω από 1.000, τη στιγμή που οι συνταξιοδοτήσεις την αντίστοιχη περίοδο ήταν περίπου 2.500. «Η κυβέρνησή σας πάγωσε τις 4.000 μόνιμες προσλήψεις γιατρών και λοιπού προσωπικού, που η δική μας είχε προκηρύξει για φέτος. Τώρα πρέπει να τις προχωρήσει, γιατί τώρα είναι η ώρα της επένδυσης στο ΕΣΥ και στη Δημόσια Υγεία» , ανέφερε ο κ. Τσίπρας, «κατακεραυνώνοντας» τη ΝΔ.

Διερωτώμαστε για ποιο λόγο ο κ. Τσίπρας δεν προχώρησε ο ίδιος σε αυτή την «επένδυση» επί 4,5 ολόκληρα χρόνια ή έστω μετά την «έξοδο από τα Μνημόνια» τον Αύγουστο του 2018, που άρθηκε ο κανόνας 1:5 και έγινε 1:1;

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ευτελούς δικομματικού επικοινωνιακού παιχνιδιού και εμπαιγμού υγειονομικών και κοινωνίας: προκηρύσσω 950 μόνιμες θέσεις γιατρών, λίγα 24ωρα πριν τις εκλογές, γνωρίζοντας ότι η ΝΔ θα τις παγώσει ή θα τις καθυστερήσει, για να έχω τη δυνατότητα πλασαρίσματος την επόμενη μέρα ως αντιπολίτευση της «Δεξιάς που παγώνει τις προσλήψεις που θα κάναμε, αν μας ψηφίζατε».

10. Επί ΣΥΡΙΖΑ η αναλογία συμβασιούχων γιατρών / μόνιμων γιατρών έφτασε στο υψηλότερο σημείο 2:5. Ο κ. Πολάκης καμαρώνει ότι παρέλαβε 800 επικουρικούς γιατρούς και παρέδωσε 3.500, ξεχνώντας ότι το κόμμα του είχε προεκλογικά υποσχεθεί την κατάργηση αυτού του «απαράδεκτου και ντροπιαστικού θεσμού ομηρίας» και την αντικατάστασή του από μόνιμο προσωπικό.

Όμως, στα πλαίσια της μνημονιακής προσαρμογής αυτά ξεχάστηκαν, για να ξανατολμήσει προχθές ο κ. Τσίπρας να καταγγείλει την ΝΔ ότι είναι απαράδεκτο να δίνουμε αυτή τη μάχη με προσλήψεις συμβασιούχων «μιας χρήσης», διατηρώντας τις ίδιες ιδεοληψίες για «λιγότερο κράτος» στην Υγεία.

Να γιατί ισχυριζόμαστε ότι οι πολιτικές είναι όμοιες, ότι η κατεύθυνση είναι κοινή, ότι ο ένας έστρωσε το δρόμο για τον άλλον.

Και τα δύο κόμματα, δήλωσαν με αυτόν τον τρόπο προς τους νέους γιατρούς, ότι αν μείνουν στην Ελλάδα, το μέλλον τους στη Δημόσια Υγεία είναι, μετά από χρόνια ταλαιπωρίας, το πολύ να βρουν θέση ως επικουρικοί. Με την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα για το εργασιακό τους μέλλον και τον βιοπορισμό των οικογενειών τους να κρέμεται ως σπάθη πάνω από το κεφάλι τους.

11. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε κανένα μέτρο για το φρενάρισμα του brain drain. Αντιθέτως συνέχισε την ίδια πολιτική που διώχνει ακόμα περισσότερους νέους επιστήμονες στο εξωτερικό. Την τελευταία δεκαετία υπολογίζεται ότι έχουν φύγει συνολικά πάνω από 20.000 έλληνες γιατροί, κυρίως για χώρες της Β. Ευρώπης. Μια αποστέρηση, που γίνεται περισσότερο αισθητή σήμερα εν μέσω εθνικής υγειονομικής κρίσης. Εκατοντάδες θέσεις ειδικευόμενων –ακόμα και σε μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας– είναι κενές. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία, τα νοσοκομεία θα έχουν αποψιλωθεί πλήρως από ειδικευόμενους και νέους επιμελητές.

Η εικόνα των 60άρηδων γιατρών, που ανήκουν στις «ευπαθείς ομάδες» και καλούνται να δουλεύουν σε πτέρυγες covid, τα σχέδια για επίταξη συνταξιούχων 70άρηδων, είναι δραματικές εικόνες που συνθέτουν το παζλ μιας ρημαγμένης υγειονομικά και επιστημονικά χώρας.

Ένα βιολογικά γερασμένο ΕΣΥ, χωρίς «ενδιάμεση»  γενιά, είναι λειτουργικά γερασμένο και καταδικασμένο σε κατάρρευση όταν η παλιά γενιά αποστρατευθεί.

Ενδεικτικά, ο Ιατρικός Σύλλογος Αθήνας, από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Δεκέμβριο του 2019, εξέδωσε συνολικά 6.270 πιστοποιητικά για εύρεση εργασίας στο εξωτερικό, εξ αυτών 4.522 για ειδικευμένους και 1.748 για ανειδίκευτους γιατρούς. Σε τι διαφέρει η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ απ’ αυτή της ΝΔ;

Μετατρέπουν τις Ιατρικές Σχολές των ελληνικών Πανεπιστημίων σε γραφεία διασύνδεσης και ευρέσεως εργασίας για την Δύση, και τα Υπουργεία Υγείας σε γκισέδες σφραγίσματος διαβατηρίων.

Χαρίζουν τσάμπα στις πλούσιες χώρες του Βορρά το πληρωμένο ακριβά από το ελληνικό κράτος και τις ελληνικές οικογένειες, εξειδικευμένο και υψηλής ποιότητας επιστημονικό δυναμικό.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ούτε ο κ. Μητσοτάκης ούτε ο κ. Τσίπρας δεν αφιέρωσαν ούτε ένα λεπτό απ’ τις ομιλίες τους στο κάλεσμα για επαναπατρισμό των ελλήνων γιατρών του εξωτερικού, με δέσμη ισχυρών κινήτρων.

Έστω για τα μάτια του κόσμου.

12. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεσμοθέτησε νομικά την πλήρη απαξίωση των ελάχιστων νέων επιστημόνων που έμειναν στην χώρα για να βοηθήσουν. Παγίωσε την εικόνα του αναλώσιμου και υπερεκμεταλλευόμενου επικουρικού-συμβασιούχου γιατρού με διετή σύμβαση εργασίας, που περιφέρεται από νοσοκομείο σε νοσοκομείο μπαλώνοντας κενά, που καλύπτει «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» αλλά έχει μερικά μισθολογικά και επαγγελματικά δικαιώματα και πετιέται σαν στυμένη λεμονόκουπα μετά τη λήξη της σύμβασης.

Οι μηδαμινές μόνιμες θέσεις επιμελητών Β’ που προκηρύχθηκαν, τα μισθολογικά αντικίνητρα, τα απαγορευτικά φορολογικά και ασφαλιστικά πλαίσια για έναρξη ελεύθερου επαγγέλματος που εντάθηκαν με το νόμο Κατρούγκαλου, έκαναν ακόμα πιο ασφυκτικό το πλαίσιο για το επιστημονικό και επαγγελματικό μέλλον ενός νέου γιατρού.

Επίπρόσθετα, οι αλχημείες του ΚΕΣΥ για τους ειδικευόμενους που δεν θα διορίζονται σε ένα συγκεκριμένο νοσοκομείο αλλά σε μια ολόκληρη περιφέρεια, η νομιμοποίηση του rotation και της περιφοράς τους από πόλη σε πόλη για να καλύπτουν τρύπες ανάλογα με τα κενά του συστήματος, το απαράδεκτο logbook (βιβλιάριο προσόντων), ο εξαναγκασμός τους στο κυνήγι συνεδρίων και η πλήρης εξάρτηση από τις φαρμακευτικές εταιρίες για να μαζέψουν μόρια είναι μερικά μόνο από τα κατορθώματα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Και ακόμα παραπέρα, η αξιολόγηση (με βάση της υλικοτεχνικές δυνατότητες και τη στελέχωση που είναι γνωστό ότι υστερούν) και κατάταξη των νοσοκομείων σε κατηγορίας Α και Β, που καταργεί τη δυνατότητα κάποιων μικρότερων νοσοκομείων να παρέχουν αναγνωρισμένη εκπαίδευση ειδικότητας, οδηγώντας τα στο κλείσιμο, έκανε τους «άριστους» της ΝΔ να ζηλέψουν το μεταρρυθμιστικό ζήλο του ΣΥΡΙΖΑ.

13. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εφάρμοσε την δεσμευτική για την πολιτεία απόφαση του ΣτΕ για επαναφορά του ιατρικού μισθολογίου στα προ-Μνημονίων επίπεδα, παραπέμποντάς την στη δεύτερη-φορά-αριστερά. Η απόφαση του ΣτΕ που εκδόθηκε στις 27/02/18, παρότι δικαίωνε αναδρομικά μόνο όσους γιατρούς είχαν προσφύγει ατομικά ή ομαδικά, έκρινε ως άδικη και αντισυνταγματική την μισθολογική περικοπή στο ειδικό ιατρικό μισθολόγιο (που έφτανε έως και 50%) του μνημονιακού νόμου 4093/12, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση –με βάση το Σύνταγμα– να επαναφέρει από 28/02/18 τους μισθούς των γιατρών στα προ- Μημονίων επίπεδα, αποκαθιστώντας τις απώλειες.

Με πολιτική απόφαση του κ. Τσίπρα, για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους και εν μέσω προεκλογικής περιόδου, δόθηκαν τα αναδρομικά 25 μηνών σε όσους γιατρούς δούλευαν στο ΕΣΥ την περίοδο 13/11/2014 ως 31/12/2016, ως αντιστάθμισμα για την μη συμμόρφωση της κυβέρνησης με την κατηγορηματική απόφαση του ΣτΕ και το επιτακτικό αίτημα της ΟΕΝΓΕ για άρση της μισθολογικής περικοπής του ν. 4093/12 στους σημερινούς μισθούς.

Άρα κ. Τσίπρα μας δουλεύετε κατάμουτρα όταν κατηγορείτε τη σημερινή κυβέρνηση ότι «δεν έχει ούτε στο ελάχιστο εφαρμόσει όσα οι άνθρωποι με τις πράσινες και λευκές μπλούζες ζητούν με αγωνία». Μήπως δεν είχαμε απαιτήσει αγωνιωδώς την αυτονόητη υποχρέωσή σας να συμμορφωθείτε με τις αποφάσεις του ΣτΕ;

14. Νομιμοποίησε την «αμυντική ιατρική» και έδωσε το πράσινο φως για βιομηχανία ανυπόστατων δικαστικών διώξεων απέναντι στους γιατρούς με την κατάργηση του τεκμηρίου αθωότητας. Με υπουργική απόφαση Πολάκη (ΦΕΚ (1373/22-4-2019 τΒ΄), υποχρέωσε τον ΠΙΣ σε αυτόματη αναστολή της άδειας άσκησης ιατρικού επαγγέλματος εάν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του γιατρού και μέχρι να εκδοθεί τελική δικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως αν είναι αθωωτική ή καταδικαστική!

Καταργείται δηλαδή αυτόματα το τεκμήριο αθωότητας των γιατρών της χώρας, αντιβαίνοντας ακόμα στην πάγια αρχή του ευρωπαϊκού πολιτισμού και την ενσωμάτωσή του στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Πρόκειται για απαράδεκτη προσπάθεια στοχοποίησης και διαπόμπευσης του ιατρικού κόσμου και καταστροφής της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, χωρίς επαρκή δικαστική τεκμηρίωση.

Καθιστά τον μαχόμενο γιατρό ανυπεράσπιστο θύμα σε πιθανές πολιτικές ή προσωπικές σκοπιμότητες, σε ανυπόστατη προσβολή της προσωπικότητας και της επαγγελματικής του φήμης. Γιατί τέτοια απαξίωση απέναντι στους «ήρωες με τις πράσινες και άσπρες μπλούζες»;

15. Ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε την εγκύκλιο Χουλιαράκη, ευνοώντας προκλητικά τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες εις βάρος των μαχόμενων γιατρών και της δημόσιας περίθαλψης. Αυτές οι διατάξεις αφορούν τον καταλογισμό σε «αμελείς υπαλλήλους» αποζημιώσεων που καταβάλλει σε πολίτες το δημόσιο και οργανισμοί του δημοσίου και μάλιστα αναδρομικά για ιατρικές επιπλοκές που έχουν ήδη επισυμβεί και αποζημιώσεις που έχουν ήδη καταβληθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Ήταν ανενεργές πέντε χρόνια μέχρι που ο κ. Χουλιαράκης τις ενεργοποίησε.

Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι δύο μήνες νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 2017, συγκεκριμένες ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες είχαν αρχίσει να βομβαρδίζουν τους νοσοκομειακούς γιατρούς με διαφημιστικές προσφορές για ιδιωτικά ασφαλιστήρια συμβόλαια αστικής ευθύνης και αποζημιώσεων.

Ο μαζικός εξαναγκασμός των νοσοκομειακών γιατρών να κάνουν ιδιωτική ασφάλεια αστικής ευθύνης για ιατρικές επιπλοκές (το ύψος των ασφαλίστρων αναμένεται να εκτοξευθεί αμέσως τουλάχιστον στα 10 χιλιάδες ευρώ ετησίως) οδηγεί άμεσα είτε στην ομαδική παραίτηση είτε στη λευκή απεργία, στην άρνηση δηλαδή εκτέλεσης ιατρικών πράξεων με διάφορα προσχήματα, με αποτέλεσμα την κατάργηση παροχής δωρεάν περίθαλψης στον πληθυσμό. Ας φανταστούμε τις συνέπειες μιας τέτοιας εγκυκλίου στις σημερινές συνθήκες, αν ένας ασθενής δικδικήσει αποζημίωση από την ιατρική ομάδα που θα θεωρηθεί υπεύθυνη για την μη νοσηλεία του σε κλίνη ΜΕΘ.

16. Ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε από κοινού με τη ΝΔ, με τη δικαιολογία της επιβολής προστίμου από την ΕΕ, τον εκτρωματικό νόμο 4498/2017 για το ωράριο που κάνει λάστιχο τους γιατρούς και διαλύει τη λειτουργία νοσοκομείων και Κ.Υ. Ο νόμος καθιερώνει την «ατομική δήλωση συναίνεσης» (opt out) από τον γιατρό για την παραβίαση του ανώτατου εβδομαδιαίου ορίου ωρών εργασίας. Η δήλωση αυτή θα ζητείται όπου οι ώρες εργασίας είναι άνω των 48 και ως τις 60 εβδομαδιαίως. Μάλιστα αναφέρεται ανερυθρίαστα πως αυτό θα ισχύει για τρία χρόνια μέχρι να γίνουν οι αναγκαίες προσλήψεις. Συμπερασματικά, νομιμοποίηση του καταναγκασμού σε υπερεργασία που ούτως ή άλλως γίνεται σήμερα σε πολλά τμήματα λόγω της υποστελέχωσης.

Κάτω από την πίεση των κινητοποιήσεων της Ομοσπονδίας των νοσοκομειακών γιατρών και των Ενώσεών τους, ο νόμος ανεστάλη προσωρινά  με απόφαση του Γ.Γραμματέα του Υπουργείου.  Η τριετής αναστολή του νόμου αυτού λήγει στις 18/11/2020, συμπίπτοντας με την κυβερνητική θητεία της ΝΔ, που θα έχει πεδίο δόξης λαμπρό να ενεργοποιήσει το νόμο του ΣΥΡΙΖΑ και να τον εφαρμόσει μέχρι κεραίας και μετά χαράς διαλύοντας ό,τι θα έχει μείνει όρθιο.

Για ποιον λόγο δεν κατήργησε τελείως αυτόν τον εκτρωματικό νόμο ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να τον αναστείλει προσωρινά;

Η ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση του δημόσιου συστήματος Υγείας είναι διακομματική και διαχρονική. ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ έβαλαν και συνεχίζουν να βάζουν, ο καθένας το δικό του λιθαράκι στο συνεχιζόμενο έγκλημα της διάλυσης. 

Η αντιστροφή της κατάστασης προϋποθέτει συγκρούσεις και ρήξεις. Κανείς δεν μπορεί να υπηρετεί δύο αφέντες. Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο: Ή με την δημόσια υγεία και την υπεράσπιση του λαού ή με τα συμφέροντα των υπερεθνικών οργανισμών και των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων.

Πολιτική πατώντας σε πτώματα

Η ανάρτηση μέλους του ΣΥΡΙΖΑ που μετρά τους νεκρούς περιμένοντας να «ισοφαριστούν» οι απώλειες από το Μάτι για να αρχίσει να αποκαλεί «δολοφόνο» τον Μητσοτάκη, είναι τοξική και λερώνει. Ας μην μας διαφεύγει όμως ότι η πολιτική που πατά στον αριθμό των πτωμάτων, ούτε ξένη είναι, ούτε πρωτόγνωρη, για όσους δεν ιεραρχούν ως πρώτη πολιτική προτεραιότητα τον άνθρωπο και τη ζωή, και όχι τα κέρδη και τα μνημόνια. Και αυτό αφορά και τις δύο πλευρές.

Όσο κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμως αποστασιοποιήθηκε, με την επίσημη γραμμή του κόμματος μέσα από τις τοποθετήσεις Τσίπρα και Ξανθού να αναδύουν άρωμα συναίνεσης, η τοξικότητα τέτοιων τοποθετήσεων είναι μαζικό φαινόμενο. Η αντιπολίτευση περιμένει από την κυβέρνηση να αποτύχει. Και το ανάποδο. Δεν αφορά φυσικά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντίστοιχες τοξικές τοποθετήσεις υπήρχαν από οπαδούς και μέλη της ΝΔ στο Μάτι. Συμψηφισμοί και συγκρίσεις ήταν τόσο διαδεδομένοι ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ που δημοσιογράφοι μετρούσαν φέρετρο το φέρετρο, για να πανηγυρίσουν την «νίκη» των δικών τους ή την «ήττα» των αντιπάλων.

Ποια αξία νομιμοποιεί το να χαίρεσαι από τον θάνατο; Και μάλιστα από τον θάνατο απλών άγνωστων συνανθρώπων σου, όχι εχθρών, τυράννων ή βασανιστών;

Δεν είναι μόνο ο τυφλός κομματισμός ή η προσδοκία κομματικών κερδών πάνω σε ερείπια και τάφους. Είναι και η αίσθηση ότι σε μια κοινωνία που πολιτικά υποτάσσεται χωρίς δεύτερη κουβέντα στις ορέξεις της αγοράς, η πολιτική στράτευση, σε τελική ανάλυση, δεν αφορά την υπεράσπιση κάποιων ιδεών, αλλά την εναλλαγή ενός πολιτικού δυναμικού σε θέσεις εξουσίας. Πράγματι, αν λίγο ή πολύ, όσοι κυβέρνησαν ακολούθησαν παρόμοια πολιτική, σε τι να διαφοροποιηθούν από τον εχθρό, αν όχι στην θλιβερή καταμέτρηση απωλειών;

Πολιτική πάνω σε πτώματα δεν κάνουν μόνο οι θλιβεροί της αντιπολίτευσης που μετρούν τους νεκρούς περιμένοντας «ισοφάριση». Κάνουν και οι θλιβεροί της κυβέρνησης που βρήκαν ώρα να «κεφαλαιοποιήσουν» την υπεροχή Μητσοτάκη, θεωρώντας ότι τα ανθρώπινα κέρδη από τις χαμηλές απώλειες πρέπει να γίνουν πολιτικά κέρδη για την παράταξή τους. Βγήκαν λοιπόν συντεταγμένα και με άνωθεν σχεδιασμό, (ας μην γελιόμαστε για την ομοβροντία δημοσιευμάτων), να ρίξουν την ιδέα για πρόωρες εκλογές. Στο σενάριο της καλής εξέλιξης της επιδημίας, οι πρόωρες εκλογές προφανώς θα τελειώσουν τον Τσίπρα.

Το επιχείρημα είναι εξίσου χυδαίο, με αυτό των πωρωμένων οπαδών εκατέρωθεν: Αφού το δημοσκοπικό προβάδισμα εκτοξεύεται όσο ο αριθμός των νεκρών παραμένει χαμηλός, ας χρησιμοποιήσουμε την πανδημία προς κομματικό όφελος. Θανατοπολιτική από την ανάποδη, σε μια συγκυρία μάλιστα που ουδείς γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί η υγειονομική μάχη στον κόσμο και στη χώρα, τουλάχιστον στη δεύτερή της φάση, μετά το φθινόπωρο. Που δεν έχει ίχνος της τόσο διαφημιζόμενης εθνικά υπεύθυνης, ωφέλιμης, ενωτικής, εμπνευσμένης, αποφασιστικής, θαρραλέας, σοφής, μελετημένης, περίπου θεϊκής ηγεσίας που αποδίδεται στον Μητσοτάκη από τα αδέκαστα ΜΜΕ.

Η παράταξη Μητσοτάκη, ευνοούμενη εμμέσως από την μέχρι τώρα (και μακάρι και στο μέλλον) θετική εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα, σκέφτεται να το εξαργυρώσει μικροκομματικά. Η παράταξη Τσίπρα, απεύχεται τη συγκεκριμένη εξαργύρωση, ενώ οι πελταστές της, είτε αναμένουν η επιδημία να ξεφύγει, είτε προσδοκούν γραμμή άμυνας στην κατακραυγή από το πρωτοφανές εργασιακό και οικονομικό σφαγείο που θα ακολουθήσει.

Πόσο όμοιοι είναι στα αλήθεια οι επίσημοι κομματικοί σχεδιασμοί και οι καθωσπρέπει υπολογισμοί, με τις ασχήμιες των οπαδών τους!

Και πόσο διαφορετική είναι η πολιτική που βάζει σε πρώτη θέση, ανεξαρτήτως σκοπιμοτήτων, προσωρινών ή απώτερων κερδών και συσχετισμών, την κοινωνία, τον άνθρωπο, τη Δημόσια Υγεία.

Γιατί η πραγματική διαχωριστική γραμμή δεν είναι μέσα στις νοσηρές αντεγκλήσεις του διαδικτύου με το τοξικό και σάπιο κλίμα των κομματικών αψιμαχιών. Η διαχωριστική γραμμή ορίζεται από την πολιτική που θεωρεί ότι για να σωθούν οι ανθρώπινες ζωές, χρειάζεται πρόληψη (άρα κλείσιμο της αγοράς και περιοριστικά μέτρα), αλλά και αντιμετώπιση (άρα στήριξη του ΕΣΥ). Και ζητά να λογαριαστεί με την διακομματική πολιτική που αποδυνάμωσε απελπιστικά το δημόσιο σύστημα υγείας. Γιατί μόνο ο θάνατος αυτής της πολιτικής μπορεί να εξασφαλίσει την ζωή και την υγεία της κοινωνίας. Στόχος πολύ σημαντικότερος από το ονοματεπώνυμο του ενοίκου του Μαξίμου.

ΣΥΡΙΖΑ και Δημόσια Υγεία: Μήπως παράγεται περισσότερη υποκρισία απ’ όση τελικά μπορούμε να καταναλώσουμε;

Μια μεγάλη δημόσια αντιπαράθεση έχει ανοίξει τις τελευταίες μέρες με αφορμή τις απαράδεκτες θέσεις του μειοψηφικού προεδρείου του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου[1]. Μεταξύ άλλων προτείνει την ιδιωτικοποίηση των νοσοκομείων, με μετατροπή τους από Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου Μη Κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

Οι προτάσεις αυτές έχουν δικιολογημένα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από την ομοσπονδία των νοσοκομειακών γιατρών[2], τις τοπικές ενώσεις της, ακόμα και από συνδικαλιστές της κυβερνητικής παράταξης. Έχουν δημιουργήσει έντονη ανησυχία και προβληματισμό στην πλειοψηφία των εργαζόμενων υγειονομικών. Το υπουργείο υγείας και η κυβέρνηση για την ώρα συναινούν δια της σιωπής τους.

Περισσεύει να επιχειρηματολογήσουμε για την αντίθεση στην ουσία των προτάσεων αυτών. Εν ολίγοις,  καταργούν την ύπαρξη του ΕΣΥ ως δημόσιο σύστημα που εγγυάται και προσφέρει δωρεάν περίθαλψη στην πλειοψηφία του πληθυσμού. Πλέον, μόνο οι έχοντες θα έχουν πρόσβαση σ’αυτό. Οι υπόλοιποι στον Καιάδα. Πλέον, μόνο όσα νοσοκομεία έχουν δυνατότητα «αυτοχρηματοδότησης» και προσέλκυσης χορηγιών θα επιβιώνουν. Τα υπόλοιπα αντικειμενικά θα κλείνουν ή θα χαρίζονται ως φιλέτα σε ιδιωτικούς ομίλους για να «σωθούν».

Αυτό που προκαλεί έκπληξη, είναι η σφοδρότητα και το αντιπολιτευτικό μένος του ΣΥΡΙΖΑ. Όλες αυτές τις μέρες έχει κατακλυστεί ο έντυπος, ηλεκτρονικός, τηλεοπτικός και ραδιοφωνικός τύπος από πολυσέλιδα κείμενα και μακρόσυρτες συνεντεύξεις πρώην κυβερνητικών και κρατικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που κυριολεκτικά έχουν ανέβει στα κεραμίδια. Μάλιστα, η Αυγή με το τεθλιμμένο άγαλμα της θεάς Υγείας στο πρωτοσέλιδο της 17/10, κήρυξε την έναρξη του αγώνα απέναντι στη Δεξιά που «βάζει νάρκη στη Δημόσια Υγεία».[3]

Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ρεφάρει ως αντιπολίτευση και να σβήσει με μια μονοκοντυλιά την πρόσφατη μνήμη μας για τα δικά του πεπραγμένα και ευθύνες. Ειδικά σε ένα θέμα που καίει την κοινωνία και είχε ως νούμερο ένα στην επικοινωνιακή του ατζέντα ως κυβέρνηση. Οι προτάσεις του ΠΙΣ του δίνουν την ευκαιρία να αναβαπτιστεί σε σφοδρό αντιπολιτευόμενο της «ακραίας νεοσυντηρητικής δεξιάς που έρχεται να ξηλώσει το έργο του». Είναι βολικό το σχήμα «μεροληπτούμε για το Δημόσιο» όπως έλεγε σε όλους τους τόνους και κλίσεις ο Ξανθός, ενώ «αυτοί μεροληπτούν για το ιδιωτικό».

Έχουν όντως έτσι τα πράγματα;

Ως γνωστόν βασική προϋπόθεση για να υφίστανται τα δημόσια νοσοκομεία και Κέντρα Υγείας και να προσφέρουν υπηρεσίες, είναι η επαρκής κρατική χρηματοδότηση και στελέχωση με προσωπικό. Αλλιώς, ανοίγει ο δρόμος και η «νομιμοποίηση» της συζήτησης για ιδιωτικοποίηση ως ώριμο φρούτο – λύση ανάγκης. Αυτή τη στρατηγική ακολουθεί ο νεοφιλελευθερισμός τις τελευταίες δεκαετίες σε όλα τα δημόσια αγαθά και υπηρεσίες. Πρώτα κλείνει η στρόφιγγα της κρατικής χρηματοδότησης, επέρχεται η υποστελέχωση και η απαξίωση και  τέλος ανοίγει η συζήτηση επί του «αντικειμενικού αδιεξόδου». Τότε, όλες οι προτάσεις σωτηρίας ακούγονται λογικές. Χορηγοί, προσέλκυση επενδυτών, ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια και ανταποδοτική λειτουργία, συγχώνευση και κλείσιμο νοσοκομείων, συμβασιούχοι εργαζόμενοι, επικουρικοί, μετακινήσεις για κάλυψη κενών, μπλοκάκι κτλ. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία, αποσπάται και η κοινωνική συναίνεση, αφού στα μάτια των «καταναλωτών» οι δομές υγείας καθίστανται άχρηστες.

Τι έκαναν οι φανατικοί οπαδοί της δημόσιας υγείας στον τομέα αυτό επί 4,5 χρόνια; Τίποτα! Μια απλή αναζήτηση των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρκεί για να διαπιστώσει κανείς σε ποιες θέσεις βρίσκεται κολλημένη η χώρα μας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στους δείκτες κρατικής χρηματοδότητης, ιδιωτικών δαπανών (απ’ την τσέπη των ασθενών), αναλογίας γιατρών/ νοσηλευτών – πληθυσμού, προληπτικής ιατρικής/γενικοί γιατροί κτλ[4]. Τα οργανικά κενά του ΕΣΥ σε νοσηλευτικό προσωπικό ξεπερνούν τις 20.000, ενώ των γιατρών τις 10.000. Ο ΣΥΡΙΖΑ καυχιέται ότι αύξησε τους επικουρικούς γιατρούς από 800 σε 3500, ενώ δεν κατάφερε καν να καλύψει τις συνταξιοδοτήσεις μόνιμου προσωπικου. Αυτή η συζήτηση όμως είναι απαγορευμένη, αφού η δημόσια αντιπαράθεση για την υγεία περιορίζεται στην πρόσβαση των ανασφάλιστων, η οποία σημειωτέον δεν αντιστοιχήθηκε από την αναγκαία αύξηση προϋπολογισμών και προσωπικού.

Έχοντας καταπιεί δύο Μνημόνια και ψηφίσει ένα ακόμα, μαζί με το διαρκές Μνημόνιο υποτέλειας των πρωτογενών πλεονασμάτων, ήταν αναμενόμενη η εξαέρωση των «καλών προθέσων» για προσλήψεις και αύξηση της χρηματοδότησης, στους κόφτες της τρόϊκα και των θεσμών. Για ποιο λόγο κατηγορεί λοιπόν τη ΝΔ που τόλμησε να μιλήσει για ιδιωτικοποίηση; Επειδή λαχταρά να γίνει πιο γρήγορα αυτό που με μαθηματική ακρίβεια θα γινόταν, αν συνέχιζε την αριστερή διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού και των Μνημονίων ο ΣΥΡΙΖΑ; Εκτός κι αν υπονοεί ότι έκανε δύο βήματα πίσω με τη συνθηκολόγησή του, αλλά δεν του έφταναν τα 4,5 χρόνια για να κάνει το μεγάλο άλμα προς τα μπρος, της ρήξης δηλαδή με επιτροπείες, θεσμούς, δανειστές, για να εξασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση για την δημόσια υγεία. Εκτός κι αν κρύβει σαν άσσο στο μανίκι για την επόμενη διακυβέρνηση, ένα πρόγραμμα όπου μπορείς και χωρίς κεντρική κρατική χρηματοδότηση, και με ημι-πτωχευμένα ασφαλιστικά ταμεία, και χωρίς ιδιώτες και χωρίς ΣΔΙΤ, να έχεις δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγείας. Ή μπορεί να έχει εξασφαλίσει κρυφά κονδύλια από ΔΝΤ και ΕΕ, που μετά από καιρό κατάλαβαν ότι οι σύμμαχοι πρέπει να ανταποδώσουν τις θυσίες του ελληνικού λαού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι απλά δεν φρόντισε να θωρακίσει το ΕΣΥ με άψυχο και έμψυχο δυναμικό ενόψει της «επέλασης των νεοφιλελεύθερων βαρβάρων της ΝΔ», αλλά τους έστρωσε το δρόμο με ροδοπέταλα. Ιδεολογικά, με το ΤΙΝΑ, τη λογική του μικρότερου κακού, με το «τι να κάνουμε, αυτά έχουμε μ’ αυτά θα βολευτούμε». Θεσμικά – νομοθετικά με δεκάδες υπουργικές αποφάσεις, προεδρικά διατάγματα και νομοσχέδια που βήμα – βήμα εφάρμοζαν όλες τις Μνημονιακές δεσμεύσεις και την ουσία του νεοφιλευθερισμού για την υγεία. Μερικά μόνο παραδείγματα:

Η ΕΣΑΝ ΑΕ που επιβλέπει και επιβάλλει τη λογική των «ματωμένων εξιτηρίων»[5] – που ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταργούσε[6] –  συνέχισε να λειτουργεί κανονικότατα.  Μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε ένα βήμα παραπέρα, με τη θέσπιση των DRGs πιλοτικά σε 18 νοσοκομεία, μετεξέλιξη των ΚΕΝ (Κλειστά Ενοποιημένα Νοσήλεια), που η κυβέρνηση της ΝΔ σχεδιάζει να επεκτείνει σε όλα τα νοσοκομεία το αργότερο μέχρι τον Μάη του 2020. Σε τι διαφέρουν τα παραπάνω απ’τις προτάσεις του ΠΙΣ για βελτίωση της «αποδοτικότητας των Δημοσίων Νοσοκομείων που αποτελεί σήμερα απαγορευμένη έννοια»;

Το παιδιατρικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, δωρεά του ιδρύματος Νιάρχος[7], η ίδρυση του περίφημου νοσοκομείου Σαντορίνης που ανήκει στην ΑΕΜΥ Α.Ε – Ανώνυμη Εταιρεία Μονάδων Υγείας ΑΕ[8] και πολυδιαφημίστηκαν, είναι ή όχι πρότυπες κρατικοδίαιτες ιδιωτικές μονάδες υγείας υπό την «εποπτεία του Υπουργείου Υγείας»; Σε τι διαφέρει αυτό το μοντέλο «δημόσιας» υγείας απ’ το μοντέλο που προτείνει ο ΠΙΣ; “Το σύνολο των Δημοσίων Νοσοκομείων θα πρέπει να υπάγονται απευθείας σε ένα νέο εξειδικευμένο Δημόσιο Οργανισμό, το «ΕΣΥ ΝΠΔΔ», ο οποίος θα αναλάβει την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία όλης της προσφοράς Δημοσίων Υπηρεσιών Υγείας στη χώρα, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Το «ΕΣΥ ΝΠΔΔ» θα αποτελεί τον μητρικό φορέα…”

Ο νόμος 4498/2017 (για την εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/88/ΕΚ ως προς την οργάνωση του χρόνου εργασίας των ιατρών και οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ), που συντάχθηκε από τον πρώην Γενικό Γραμματέα κ. Γ. Γιαννόπουλο και ψηφίστηκε από ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, για να ανασταλεί προσωρινά από τον ίδιο το συντάκτη του, λίγες μέρες αργότερα, αποτελεί την επιτομή του νεοφιλελευθερισμού στις εργασιακές σχέσεις των γιατρών, με ολέθριες συνέπειες στη λειτουργία των νοσοκομείων και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας στους ασθενείς, με βάση την ευρωπαϊκή εμπειρία[9].

Η τριετής αναστολή του νόμου αυτού λήγει στις 18/11 του 2020. Η ΝΔ έχει πεδίο δόξης λαμπρό να ενεργοποιήσει το νόμο του ΣΥΡΙΖΑ και να εφαρμόσει μέχρι κεραίας της «ακραίες» προτάσεις του ΠΙΣ, χωρίς καν να τις επικαλεστεί: Παροχή στις δομές του ΕΣΥ της δυνατότητας να συνάπτουν ειδικές συμβάσεις με Ιδιώτες ιατρούς… προκειμένου να καλύπτουν επιτακτικές ανάγκες εφόσον οι τοπικές συνθήκες το επιβάλλουν… Θεσμοθέτηση της δυνατότητας πρόσληψης για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν, ιατρικού ή νοσηλευτικού προσωπικού εις «αναπλήρωσιν» (locum) ελλείποντος (ευρισκομένου εν αδεία, ασθενούντος, συνταξιοδοτηθέντος κλπ) προσωπικού, μέχρι ολοκλήρωσης της διαδικασίας κανονικής πρόσληψης.

«Από την άλλη, μια μερίδα των νοσοκομειακών γιατρών θα διεκδικήσουν να δραστηριοποιηθούν κι αυτοί στον ιδιωτικό τομέα. Να σταματήσει δηλαδή η πλήρης κι αποκλειστική απασχόλησή τους στα δημόσια νοσοκομεία και να ανοίξουν και αυτοί ιδιωτικά ιατρεία. Αυτό θα το κάνουν και για να έχουν πρόσθετα έσοδα σημειώνει ο ΔΒ». Αυτά γράφει ο βουλευτής Αχαϊας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Κώστα Μάρκου σε άρθρο του με τίτλο Έρχεται Αρμαγεδδώνας στα δημόσια νοσοκομεία.[10] Ο κ. Μάρκου, καθηγητής ενδοκρινολογίας, πρόεδρος του ΚΕΣΥ και ο κ.ΔΒ, editor του ygeianet.gr, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ Υγείας και μέλος του Δ.Σ του ΠΙΣ, προβληματίζονται από κοινού για τη μερίδα των νοσοκομειακών γιατρών που θα διεκδικήσουν να δραστηριοποιηθούν στον ιδιωτικό τομέα αν εφαρμοστούν οι προτάσεις του ΠΙΣ. Ένα πολύ απλό ερώτημα:  Γιατί δεν έδωσαν σαν αριστεροί το καλό παράδειγμα καταργώντας πρώτα και κύρια τα προνόμια του μεγαλοκαθηγητικού ιατρικού κατεστημένου που έχει ακόμα τη δυνατότητα να δραστηριοποιείται νόμιμα και στα δημόσια νοσοκομεία και να διατηρεί και ιδιωτικό ιατρείο; Η «μεροληψία για το δημόσιο σύστημα υγείας» όμως σταματά εκεί που ξεκινά η συνειδητή μεροληψία για τα ιδιωτικά συμφέροντα.

Κατά τ’ άλλα είμαστε όλοι ενάντια στις προτάσεις του ΠΙΣ που «φέρνουν το ΕΣΥ στην προ-Γεννηματά εποχή που για να χειρουργηθείς έπρεπε να πουλήσεις χωράφι» όπως καυστικά σχολίασε ο ΔΒ που στήριξε μέχρι θανάτου τα έργα και τις ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ στην υγεία.

Οι έντιμοι – μισθοσυντήρητοι γιατροί και υγειονομικοί, οι νέοι επιστήμονες, που καθημερινά δίνουν τη μάχη κάτω από αντίξοες συνθήκες για να κρατηθεί όρθιο το ΕΣΥ, οφείλουν να πρωταγωνιστήσουν σε έναν παρατεταμένο αγώνα υπεράσπισης της Δημόσιας και Δωρεάν Υγείας απέναντι στα «αριστερά» ή δεξιά σχέδια ισοπέδωσής της. Μαζί με την κοινωνία που δοκιμάζεται , τους εργαζόμενους και τους ανέργους να οικοδομήσουν μέτωπα αμφισβήτησης και αντίστασης στις πολιτικές που μετατρέπουν το κοινωνικό αγαθό της υγείας σε εμπορεύσιμο είδος για λίγους και εκλεκτούς.

[1] Αθήνα 16.10.2019 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Προτάσεις του ΠΙΣ για το σύστημα Υγείας μετά τη Σύνοδο της Ολομέλειας των Προέδρων  (ΕΔΩ)

[2]ΟΕΝΓΕ για τη Συνέντευξη Τύπου του ΠΙΣ 17/10/19  Α.Π: 9788 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ (ΕΔΩ )

[3] Πρωτοσέλιδο εφημερίδας ΑΥΓΗ 17/10/19 (ΕΔΩ)

[4] State of Health in the EU Ελλάδα Προφίλ Υγείας 2017 (ΕΔΩ)

[5] Έρη Σαμικού – ΕΣΑΝ ΑΕ: Η θεμελίωση μιας εμπορευματοποιημένης κλινικής πραγματικότητας (ΕΔΩ)

[6] άρθρο της Αυγής της 30/08/14: ΣΥΡΙΖΑ: σε αιματηρά εξιτήρια ασθενών από το ΕΣΥ οδηγεί η ΕΣΑΝ ΑΕ (ΕΔΩ)

[7] άρθρο της Αυγής της 22/03/2018: Στην τελική ευθεία για το νοσοκομείο Παίδων Θεσσαλονίκης(ΕΔΩ)

[8] Τετράδια μαρξισμού – Πάνος Παπανικολάου:Το νέο μοντέλο ιδιωτικοποίησης στην Υγεία –  (ΕΔΩ)

[9] έρευνα Μαστρογιάννη: Η εφαρμογή της οδηγίας 2003/88/ΕΚ περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας στο τομέα της υγείας,  Νομικό πλαίσιο και πρακτική εφαρμογή στα κράτη μέλη (ΕΔΩ)

[10]  Κώστας Μάρκου – thebest.gr :Έρχεται Αρμαγεδδώνας στα δημόσια νοσοκομεία (ΕΔΩ)

κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πολιορκητικός κριός του νεοφιλελευθερισμού

Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: πολιορκητικός κριός του νεοφιλελευθερισμού

Το κείμενο που ακολουθεί ήταν η παρέμβαση του Π. Κουτσιανά στο αντιΕΕ Φόρουμ στη Ρώμη στις 13-14 Απριλίου 2019 με θέμα την κατάσταση στην Ελλάδα και την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Το 2019 είναι μια σημειακή χρονιά για την Ελλάδα. Βρισκόμαστε σήμερα περίπου δέκα χρόνια μετά την έναρξη της πιο βαθειάς και γενικευμένης κρίσης που έχει βιώσει η χώρα στη μέχρι τώρα ιστορία της, μιας κρίση που ξέρασε τις παθογένειες του ελληνικού καπιταλισμού, που διέλυσε τη χώρα και τις παραγωγικές της δυνατότητες, που την έριξε στο ζυγό του χρέους και στο έλεος των δανειστών, που καταδίκασε τις μελλοντικές γενιές στη μετανάστευση και την ανεργία. Όσο και αν τα διεθνή ΜΜΕ πανηγυρίζουν την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, την επιστροφή της στις αγορές, την οικονομική ανάκαμψη και την υποτιθέμενη μείωση της ανεργίας, η πραγματικότητα συνεχίζει να είναι δύσκολη και διέξοδος δεν φαίνεται ουσιαστικά να υπάρχει. Η χώρα θα βρίσκεται υπό οικονομική επιτήρηση, υποχρέωση πρωτογενών πλεονασμάτων και, άρα, καθεστώς αυστηρής λιτότητα  τουλάχιστον μέχρι το 2060. Σήμερα λοιπόν, βρισκόμαστε εν τω μέσω μια παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου και μιας χρονιάς τριπλών εκλογών (τοπικών-περιφερειακών και ευρωεκλογών την άνοιξη και εθνικών εκλογών το φθινόπωρο) που, όπως όλα δείχνουν, θα εδραιώσουν ένα σύστημα ανανεωμένου διπολισμού με δύο βασικούς πρωταγωνιστικούς πόλους, τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου είναι η απουσία ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης.  Δεν υπάρχουν σχέδια που αναμετρώνται, δεν υπάρχουν απόψεις που κονταροχτυπιούνται, η πολιτική κουβέντα αναλώνεται σε δευτερεύοντα, ανούσια ζητήματα και σε μάχες χωρίς περιεχόμενο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ συνυπόγραψαν ουσιαστικά τα μνημόνια των τελευταίων οκτώ χρόνων, συμφωνούν κατ’ αρχήν στο προς τα που πρέπει να πάει το καράβι, υπόσχονται να τηρήσουν τις «μεταμνημονιακές» δεσμεύσεις της χώρας, υπηρετούν την ίδια ακριβώς πολιτική, αυτήν της ΕΕ, των αγορών και των δανειστών: ψηλά πρωτογενή πλεονάσματα  με στόχο την αποπληρωμή του χρέους, περαιτέρω μείωση των δημοσίων δαπανών, αύξηση της φορολογίας στα μεσαία και χαμηλά στρώματα, ιδιωτικοποιήσεις και προσέλκυση ξένων επενδύσεων με φοροελαφρύνσεις στο επιχειρηματικό κεφάλαιο. Όσο και αν οι δύο κυρίαρχοι αντίπαλοι προσπαθούν να πείσουν το λαό ότι υπάρχουν αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ τους, όσο και αν προσπαθούν να στήσουν ένα σκηνικό πολιτικής πόλωσης και μίσους, τόσο αποδεικνύουν πόσο ίδιοι είναι.

Με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά αποδέχτηκε την κυριαρχία της ΕΕ και στήριξε την πολιτική που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από το 2010 και μετά στο σύνολο της, μια καθόλα ταξική πολική που όχι μόνο μετακύλησε τα βάρη της κρίσης στην εργατική τάξη και τα εργαζόμενα στρώματα αλλά συνέβαλε στο να γείρει ο ταξικός συσχετισμός ακόμα περισσότερο υπέρ του κεφαλαίου. Η πολιτική που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα δεν αποτελεί «εξαίρεση». Είναι το νέο σχέδιο της νεοφιλελεύθερης ΕΕ και αφορά τις εργατικές τάξεις στο σύνολο των κρατών μελών. Υπό αυτήν την έννοια η Ελλάδα αποτέλεσε όντως ένα πείραμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε στην επιτυχία του. Από την μία, το μνημόνιο στην Ελλάδα δημιούργησε γενιές εργαζομένων, έτοιμων να εργαστούν χωρίς δικαιώματα και για ελάχιστα χρήματα, ικανοποιημένων και μόνο από το γεγονός ότι εργάζονται μπροστά στην απειλή της παρατεταμένης, μακροχρόνιας ανεργίας. Ο μπαμπούλας της ανεργίας αποτέλεσε και αποτελεί το μαστίγιο στα χέρια του κεφαλαίου για να επιβάλει τις χειρότερες συνθήκες εργασίας, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνει τις συνειδήσεις της εργατικής τάξης, τώρα και για το μέλλον. Από την άλλη, η πολιτική των υποχρεωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων για την αποπληρωμή του χρέους αποτέλεσε το μέσο εδραίωσης ενός σκληρού νεοφιλελεύθερου καθεστώτος που περνάει μέσα από την μονιμοποίηση της λιτότητας και της επιτήρησης και τη λογική της άμεσης συρρίκνωσης του κράτους.

Από το 2015 και έπειτα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι η πρωταθλήτρια των ιδιωτικοποιήσεων με συνολικά 27 ιδιωτικοποιήσεις σημαντικής αξίας, τη στιγμή που όλες οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις μαζί, από το 2010 έως το 2015, είχαν καταφέρει περίπου 14 ιδιωτικοποιήσεις μικρής σχετικά αξίας. Με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ περνά στην ίδρυση ενός υπερταμείου με ορίζοντα ζωής 99 ετών, το οποίο στην ουσία αποτελεί το μεγαλύτερο πρόγραμμα μαζικών ιδιωτικοποιήσεων που έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα. Στόχος του είναι κατά βάσιν η αποπληρωμή του δανείου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και η στήριξη των τραπεζών. Από τα συνολικά προβλεπόμενα έσοδα του ταμείου ύψους 50 δις με ορίζοντα 30ετίας, το 50% προορίζεται για εγγυήσεις τραπεζών, ενώ 25% προορίζεται για την αποπληρωμή του χρέους. Λιμάνια, περιφερειακά αεροδρόμια, τρένα, τραπεζικές μετοχές, ΔΕΚΟ, ακίνητη περιουσία του δημοσίου άνω των 70.000 ακινήτων, συμπεριλαμβανομένων αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, όλα περνούν υπό τον έλεγχο του υπερταμείου και ξεπουλιούνται στο βωμό του χρέους. Τον έλεγχο των ιδιωτικοποιήσεων αναλαμβάνει ένα εποπτικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου ορίζονται ουσιαστικά από τους πιστωτές, ενώ το ταμείο λειτουργεί απόλυτα ανεξάρτητα από το κράτος. Ήδη μέχρι σήμερα έχουν πουληθεί τα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά σε κινεζικά συμφέροντα, η πλειοψηφία των περιφερειακών αεροδρομίων στη γερμανική Fraport, η Τραινοσέ και φυσικά η έκταση του παλαιού αεροδρομίου της Αθήνας στο Ελληνικό, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση δημόσιας περιουσίας έως σήμερα. Το 2019 προβλέπονται έσοδα 1 δις, με την ολοκλήρωση της πώλησης του νερού σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, της ΔΕΣΦΑ, των Ελληνικών Πετρελαίων, της ΔΕΗ, των περιφερειακών λιμανιών, του αεροδρομίου της Αθήνας και της Εγνατίας οδού.

Την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίστηκε και εντάθηκε η πολιτική μείωσης των δημοσίων δαπανών, μέσω της υποχρηματοδότησης του δημοσίου και της μετακύλησης των δαπανών στους ιδιώτες. Στην υγεία η δημόσια χρηματοδότηση μειώθηκε στο 8,08% του ΑΕΠ για το 2017, την ώρα που η ήδη μειωμένη δαπάνη του πρώτου μνημονίου το 2011 ανέρχονταν σε 9,56% του ΑΕΠ. Το 2017 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διέθεσε μόλις 3,98 δις για την υγεία ενώ η επιβάρυνση του πολίτη, τόσο σε ασφαλιστικές εισφορές όσο και σε ιδιωτικές δαπάνες αυξήθηκε κατά 1,2% σε σχέση με το 2016 και ανήλθε σε 5,05 δις. Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και η δημόσια παιδεία. Την περίοδο του μνημονίου και έως το 2015 η δαπάνη για την δημόσια παιδεία μειώθηκε από 3,2% σε 2,8% του ΑΕΠ, ενώ ο συνολικός προϋπολογισμός του υπουργείου παιδείας μειώθηκε την περίοδο αυτή κατά 34% περίπου. Την ίδια περίοδο οι δημόσιες σχολικές μονάδες μειώθηκαν κατά 13%, με τους μαθητές να βιώνουν τα άμεσα αποτελέσματα των συγχωνεύσεων και της κατάργησης σχολικών μονάδων. Επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και σύμφωνα με έρευνα της ΓΣΕΕ του 2016, το 21% των μαθητών ηλικίας 15 ετών φοιτούσε σε σχολεία με ελλιπή θέρμανση και φωτισμό ενώ το 34,8% σε σχολεία με ελλείψεις και κτηριακές ανεπάρκειες σε βαθμό που να παρεμποδίζεται η φοίτηση. Ο προϋπολογισμός του 2017 αύξησε τις δημόσιες δαπάνες για την παιδεία κατά 0,5% δηλαδή – ποσοστό πενιχρό αν σκεφτεί κανείς τις υπάρχουσες ανάγκες – ενώ το 2018 οι δαπάνες ανήλθαν στο αστρονομικό 2,88% του ΑΕΠ! Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας παραμένει υποστελεχωμένος λόγω της μαζικής φυγής δημοσίων υπαλλήλων (πάνω από 400.000 έχουν αποχωρήσει τα τελευταία οκτώ χρόνια) και της διάλυσης υπηρεσιών. Σήμερα ο δημόσιος τομέας δεν καταμετρά περισσότερους από 560.000 δημοσίους υπαλλήλους, παρά τον μύθο του υπέρογκου ελληνικού δημόσιου, ενώ πληθώρα θέσεων να παραμένουν ακάλυπτες εξ’ αιτίας της πολιτικής μηδενικών προσλήψεων (το προσωπικό έχει πάνω από μια δεκαετία να ανανεωθεί καθώς λαμβάνουν χώρα λιγότερες από 1000 προσλήψεις συνολικά το χρόνο). Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής τα ζήσαμε εντονότατα το περσινό καλοκαίρι, όταν η αδυναμία της πολιτικής προστασίας να οργανωθεί απέναντι στις εποχικές πυρκαγιές στοίχισε τη ζωή σε 100 συμπολίτες μας στο Μάτι, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ να επέρριπτε τις ευθύνες στον στρατηγό άνεμο και στα ακραία καιρικά φαινόμενα.

Λίγους μήνες πριν ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίαζε τον εαυτό του ως σωτήρα των συντάξεων. Πριν από δύο χρόνια, βέβαια, και υπό την πίεση των δανειστών για ακόμα μεγαλύτερα πλεονάσματα, ο ΣΥΡΙΖΑ με τον γνωστό ως νόμο Κατρούγκαλου προχωρούσε σε μια θεμελιώδη αναδιάρθρωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, βασισμένη στις περικοπές, στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και στις συγχωνεύσεις ασφαλιστικών ταμείων. Το νέο σύστημα που δημιουργήθηκε ενσωματώνει ουσιαστικά όλες τις νομοθεσίες που έχουν περάσει την περίοδο του μνημονίου, θεσμοθετώντας έτσι ένα ληστρικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εντός του οποίου και σε βάθος χρόνου οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι θα πληρώνουν πολλά περισσότερα σε εισφορές από αυτά που θα γυρίζουν σε αυτούς ως σύνταξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι με το νόμο Κατρούγκαλου η ανταποδοτικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης πέφτει στο 89% μόλις. Ο νόμος προβλέπει μειώσεις στις νέες κύριες συντάξεις έως και 30%, μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις και τις συντάξεις χηρείας και αναπηρίας και περικοπές στα εφάπαξ και τις νόμιμες αυξήσεις. Ταυτόχρονα προβλέπει αύξηση των εισφορών και σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ μέχρι το 2020. Με τον νέο νόμο θεσπίζεται εθνική, κρατικά εγγυημένη σύνταξη στα 384 ευρώ για 20ετία και 345 ευρώ για 15ετία – στο όριο δηλαδή της φτώχειας, η σύνταξη υπολογίζεται με βάση το σύνολο των μισθών του εργάσιμου βίου και όχι των τελευταίων ετών που είναι συνήθως και οι υψηλότεροι, και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης αυξάνονται στα 62 έτη για 20ετία και τα 67 για 15ετία. Την τελευταία 7ετία το ελληνικό ασφαλιστικό επένδυσε στα εθνικά πλεονάσματα περίπου 62 δις ευρώ, με την κυβέρνηση να υπολογίζει τα άμεσα κέρδη από τον νόμο Κατρούγκαλου για την τριετία 2016-2019 στα 8 δις ευρώ και στα 20 δις ευρώ για τα μέτρα που θα θεσπιστούν από το 2019 και έπειτα. Δεν είναι τυχαίο πως οι δανειστές σήμερα δηλώνουν πως το ασφαλιστικό δεν αποτελεί πλέον δημοσιονομικό βάρος. Την ίδια στιγμή βέβαια 1 στους 10 συνταξιούχους ζει στο όριο της φτώχειας ενώ 1,5 εκατ. ζουν με ετήσιο εισόδημα περίπου 4500 ευρώ.

Η πολιτική των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν θα μπορούσε να στηριχθεί χωρίς μια γενναία αύξηση των έμμεσων και άμεσων φόρων, αύξηση που τσάκισε τη μεσαία τάξη και τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, την εκλογική βάση ουσιαστικά του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ανώτατος οριακός συντελεστής του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων ανέβηκε από 40% το 2009 σε 55% το 2017, με το φόρο ακίνητης περιουσίας να αυξάνεται κατά 4% την ίδια περίοδο. Ταυτόχρονα μειώθηκε σημαντικά το αφορολόγητο. Ο ΦΠΑ ανήλθε στο το 2016 24% από 19%, πέφτοντας κυρίως στις πλάτες των μεσαίων και χαμηλότερων στρωμάτων που είδαν τις τιμές των προϊόντων να αυξάνονται. Εδώ θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η αύξηση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης στο 24% αλλά και στα οινοπνευματώδη, στα τσιγάρα και τον καφέ. Το 2017 αυξήθηκαν εκ νέου οι φόροι στα καύσιμα και το πετρέλαιο θέρμανσης, το 2018 καταργήθηκε η έκπτωση λόγω ιατρικών δαπανών που αφορά πολίτες με προβλήματα υγείας, αυξήθηκαν οι εισφορές για ελεύθερους επαγγελματίες και επιτηδευματίες και μειώθηκαν οι δικαιούχοι του επιδόματος θέρμανσης. Ειδικά την περίοδο 2015-2017, η Ελλάδα υπήρξε πρώτη ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ σε αυξήσεις φόρων, από 35,7% σε 39,4% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν το 2017 κατά 3,5% ενώ η πτώση της ανεργίας που διαφημίζει η κυβέρνηση βασίζεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό σε θέσεις εποχιακές, κυρίως με βάση τον τουρισμό.

Η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε ότι θα σκίσει τα μνημόνια και θα αλλάξει την Ευρώπη έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο ακολούθησε την ίδια πολιτική με τους προκατόχους του, τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και τους διάφορους συμμάχους τους, αλλά δικαίωσε ουσιαστικά όσους υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, δεν μπορεί να υπάρξει ένα άλλο σχέδιο, δεν μπορεί να χαραχθεί ένας άλλος δρόμος. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρόδωσε τον λαό και την ξεκάθαρη θέληση του, ξεπούλησε τους λαϊκούς αγώνες και το μεγαλόπρεπο λαϊκό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, έκαμψε το αγωνιστικό φρόνημα μιας κοινωνίας που από την πρώτη στιγμή βρέθηκε στο δρόμο ενάντια στην σκληρή πολιτική των μνημονίων, διέλυσε την ελπίδα για μια μεγάλη πολιτική αλλαγή. Και αυτό ίσως ήταν το μεγαλύτερο έγκλημα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, το ότι κατάφερε να ισοπεδώσει το εμπόδιο που σκόνταφταν οι προηγούμενοι, την λαϊκή αντίσταση, να εμπεδώσει στο λαό τη λογική της ήττας και της έλλειψης εναλλακτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τσίπρας έγινε το αγαπημένο παιδί της Μέρκελ και του Μακρόν. Σήμερα η αριστερά βιώνει την μεγαλύτερη κρίσης απονομιμοποίησης των τελευταίων 30 χρόνων και αυτή η κρίση απονομιμοποίησης μας αφορά αρχικά όλους. Θεωρητικοί διαχωρισμοί τύπου «ριζοσπαστική αριστερά», «αντικαπιταλιστική αριστερά» «κομμουνιστική αριστερά» λίγα πράγματα λένε στο λαό και το επιχείρημα «δεν είμαστε όλοι ίδιοι» σήμερα δεν περνάει. Στα μάτια της κοινωνίας η αριστερά είναι μία, δοκιμάστηκε, ηττήθηκε, πρόδωσε και είναι άρα ίδια με τη δεξιά. Η αριστερά έχει χάσει το ιστορικό και αδιαπραγμάτευτο ηθικό πλεονέκτημά της και αυτό θα πάρει πολλές δεκαετίες να αποκατασταθεί, εάν καταφέρει να αποκατασταθεί ποτέ.

Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά μόνο την πρόσδεσή του ιδεολογικά, πολιτικά και ταξικά στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο. Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είναι το αγαπημένο παιδί μονάχα της Ευρώπης. Είναι η πιο αμερικανόφιλη κυβέρνηση μετά την Χούντα του ’67-’74, δεκανίκι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην ανατολική μεσόγειο και τη βαλκανική χερσόνησο. Η στροφή αυτή του ΣΥΡΙΖΑ φυσικά δεν έρχεται από το πουθενά, σχετίζεται δε με την συνολικότερη πρόσδεση του στο αστικό στρατόπεδο, το οποίο στην Ελλάδα υπήρξε ιστορικά συνδεδεμένο με τον ευρωατλαντισμό ως ιδεολογία και επιλογή. Η επιθυμία του ελληνικού αστικού μπλοκ στο σήμερα είναι να αναβαθμίσει τον περιφερειακό του ρόλο στην περιοχή – εκμεταλλευόμενο και τις προβληματικές σχέσεις ανάμεσα ΗΠΑ και Τουρκία – και να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστική δύναμη στα Βαλκάνια και την ΝΑ Μεσόγειο. Η «επίλυση» εξπρές του Μακεδονικού ζητήματος, κατ’ εντολή των ΗΠΑ και με στόχο την επέλαση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, δεν είναι τυχαία. Επιπλέον, η κυβέρνηση υπόσχεται στους Αμερικανούς νέες βάσεις σε νησιά και ενδοχώρα – φιλοδοξώντας να παίξει τον σταθερό παράγοντα απέναντι στην αστάθεια της πολιτικής του Ερντογάν – και με πρόσχημα τον τουρκικό κίνδυνο συμμαχεί με το Ισραήλ, την χώρα-δολοφόνο και τοποτηρητή του αμερικανικού παράγοντα στη μέση ανατολή,. Συμμετέχει σε αντιρωσικές ασκήσεις του ΝΑΤΟ στη Συρία, αγοράζει οπλικά συστήματα από τις ΗΠΑ και παρακαλάει για αμερικανικές επενδύσεις. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ξεπουλά ουσιαστικά τους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες δεκαετιών της αριστεράς, την αντιιμπεριαλιστική φύση του λαϊκού κινήματος στην Ελλάδα, παίρνοντας ξεκάθαρη θέση στο γεωπολιτικό παιχνίδι και στηρίζοντας άνευ όρων το ΝΑΤΟ και τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή αλλά και διεθνώς.

Για να είμαστε ξεκάθαροι, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκινά με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Ξεκινά ήδη το 2012, με την άρνηση του να εκφράσει ξεκάθαρη θέση ρήξης απέναντι στην ΕΕ και το ευρώ και συγκεκριμένο και συνολικό πολιτικό σχέδιο διεξόδου πέρα από γενικόλογα συνθήματα, ευκολίες και ευχολογίες.  Με την ανικανότητά του να οργανώσει ουσιαστικά τον λαό στη βάση του. Με τις διφορούμενες θέσεις του που άφηναν περιθώριο ερμηνείας, ανάλογα με το ακροατήριο στο οποίο απευθυνόταν. Αν όχι προδιαγεγραμμένη, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε τουλάχιστον διαφαινόμενη. Για να είμαστε, όμως, και πάλι ξεκάθαροι, για την ήττα της Αριστεράς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο μόνος υπεύθυνος. Από τη μία το κομμουνιστικό κόμμα βυθίστηκε σε μια λογική ήττας και συντήρησης δυνάμεων, χαλαρής καταγγελίας χωρίς όμως να γίνεται ουσιαστικά επικίνδυνο. Το ΚΚΕ απουσίασε από τα μαζικά κινήματα, συχνά καταγγέλλοντάς τα. Σε ολόκληρη την περίοδο της κρίσης το ΚΚΕ έβαλε μπροστά το κόμμα και όχι το κίνημα, θέτοντας την επιβίωση ως αυτοσκοπό και την επιβεβαίωση ως επιτυχία. Από την άλλη η εξωκοινοβουλευτική αριστερά όλων των αποχρώσεων, πολυδιασπασμένη, σεχταριστική και ηττοπαθής δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον εαυτό της, βούλιαξε στις αδυναμίες και τα προβλήματά της, έχασε τη λογική σε ορισμένες περιπτώσεις. Η αριστερά στο σύνολο της υποτίμησε και υποτιμά τον λαϊκό παράγοντα, γύρισε την πλάτη στον λαό, κλείστηκε στον μικρόκοσμο της δήθεν επαναστατικής της πρωτοπορίας χάνοντας εντελώς το πεδίο της πραγματικής πολιτικής πάλης. Βούλιαξε στο συστημισμό της ακόμα και αν δεν υπηρέτησε άμεσα το σύστημα. Στην Ελλάδα υπήρξε μια ευκαιρία, η ίδια η κρίση ήταν μια ευκαιρία για την ανασυγκρότηση της επαναστατικής αριστεράς και του λαϊκού κινήματος, για την συγκέντρωση και τη συγκρότηση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων γύρω από ένα άλλο σχέδιο, για την αμφισβήτηση του καπιταλισμού, του νεοφιλελευθερισμού και του ιμπεριαλισμού στην πράξη. Αυτό που είδαμε τελικά ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο, τόσο για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα όσο και για την οργανωμένη αριστερά. Το σημερινό τοπίο είναι ένα τοπίο διάλυσης, απογοήτευσης και ιδιώτευσης, απουσίας πολιτικής πρότασης, πλήρους κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού σχεδίου, ρεβανσισμού της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Το ερώτημα του πως συνεχίζουμε είναι βασανιστικό και δύσκολο, απαραίτητο όμως στο σήμερα. Γιατί υπάρχει μια κοινωνική πλειοψηφία που δεν συμφωνεί με τον δρόμο που έχουν πάρει τα πράγματα, δεν ξέρει όμως τι να κάνει και δεν πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει κάτι. Μια μάζα που βρίσκεται στην αναμονή, που σήμερα αναθέτει και περιμένει αλλά που αύριο θα μπορούσε να αποτελέσει μαγιά για το νέο. Όσο δε η συνολικότερη κρίση του καπιταλισμού δεν οδηγείται στο τέλος της και το σύστημα δεν ισορροπεί, τόσο θα θέτονται μοιραία ερωτήματα και θα αναδύεται αμφισβήτηση. Εδώ πρέπει να μπει και ένα ακόμα στοιχείο: δεν έχουμε πλέον χρόνο. Όσο η αριστερά δεν ανασυγκροτείται και δεν βγαίνει στο προσκήνιο,  τόσο θα κερδίζουν δυνάμεις δήθεν αντισυστημικές, δήθεν ενάντια των ελίτ, που υπηρετούν όμως βαθιά το σύστημα, αναπαράγοντας τις βασικές σχέσεις εκμετάλλευσης. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούν το βασικό μέσο του συστήματος για τη χαλιναγώγηση της λαϊκής αγανάκτησης και τη διοχέτευσή της σε συστημικά κανάλια, σιγουρεύοντας ότι οι λαϊκές δυνάμεις δε θα γίνουν ποτέ επικίνδυνες για το σύστημα. Αυτό αφορά και την άνοδο της ακροδεξιάς παγκόσμια αλλά και την άνοδο μια σειράς νεοπροοδευτικών δυνάμεων που υπόσχονται πως ένας άλλος καπιταλισμός είναι εφικτός.

Η κρίση της αριστεράς  αγγίζει και την ευρωπαϊκή αριστερά στο σύνολό της: ευρωπαϊσμός και συστημισμός, λογική της ήττας, δικαιωματισμός, απουσία ιδεολογικής και πολιτικής συγκρότησης και σχεδίου. Σήμερα, με τον λάθος νοούμενο διεθνισμό της, η αριστερά γίνεται στήριγμα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της ΕΕ: από τη μία ένα μέρος της την υπερασπίζεται άνευ όρων και κριτικής, ενώ ένα άλλο βουλιάζει στην αυταπάτη ότι μπορεί δήθεν να υπάρξει μια άλλη ΕΕ εντός των υπαρχουσών δομών ολοκλήρωσης. Πρέπει να σπάσουμε αυγά με όλες τις λανθασμένες λογικές που ταλανίζουν την αριστερά, υπερασπιζόμενοι την ανάγκη για επιστροφή της αριστεράς στην ταξική πολιτική ως απάντηση στην ταξική φύση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου. Η ελληνική εμπειρία μας έδειξε ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια ανατρεπτική αριστερά στο σήμερα που να μην βάλει σε πρώτο πλάνο την πάλη για τη διάλυση του ευρωσυστήματος και της ΕΕ, για την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας ενάντια στο καθεστώς της επιβολής και της επιτήρησης. Να στήσουμε κοινά μέτωπα ενάντια στην επιβολή ενός πανευρωπαϊκού σχεδίου παρατεταμένης λιτότητας. Να χαράξουμε τον δικό μας δρόμο, κόντρα τόσο στα εθνικιστικά όσο και στα κοσμοπολιτικά σχέδια των δύο πόλων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Ηλιόπουλος

Ποιος πιστεύει τον Νάσο Ηλιόπουλο;

Οι δηλώσεις και οι δεσμεύσεις του υποψήφιου δήμαρχου Νάσου Ηλιόπουλου, επιβεβαιώνουν ότι ο γάμος του ΣΥΡΙΖΑ με την άρχουσα τάξη προϋποθέτει το διαζύγιο των επιχειρημάτων του με την κοινή λογική.

Ξεκίνησε με τις κενολογίες για το Airbnb στο οποίο ο Νάσος Ηλιόπουλος θα αντισταθεί ως Δήμαρχος Αθηναίων. Αποφάσισε βλέπετε, ότι είναι προτιμότερο να λύσει το πρόβλημα του Airbnb ως Δήμαρχος (ο οποίος δεν έχει αρμοδιότητα στο συγκεκριμένο θέμα), παρά να το λύσει ως υφυπουργός μιας κυβέρνησης (που όχι μόνο έχει πλήρη αρμοδιότητα, αλλά έκλεισε και τέσσερα χρόνια στην εξουσία). Αυτό το χοντροκομμένο δούλεμα είναι πολύ της μόδας σε όλους τους χώρους, αλλά ο Νάσος (σ.σ. ο λαός αναγνωρίζει τους μεγάλους πολιτικούς με το μικρό τους όνομα) το έχει κλιμακώσει.

Να είσαι επί χρόνια κυβερνητικό στέλεχος, να έχεις επιτρέψει στο Airbnb να εκτινάξει τα ενοίκια σε ολόκληρες γειτονιές της Αθήνας, και μετά, ως υποψήφιος δήμαρχος να υπόσχεσαι έλεγχο της βραχυχρόνιας μίσθωσης, θα έπρεπε σε κάνει πιο μαζεμένο.

Όμως ο Νάσος δεν έχει πρόβλημα.

Χρημάτισε (με τρομακτική επιτυχία κατά τις δηλώσεις του εαυτού του και του Τσίπρα) γραμματέας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και Υφυπουργός Εργασίας. Χθες βγήκε στη δημοσιότητα το έγγραφο μιας διευθύντριας των My Market που στο όνομα του μηνιάτικου των 300 ευρώ και με ευθείες απειλές για απολύσεις, απαιτούσε χυδαία από τους εργαζόμενους να χαμογελούν στον πελάτη. Υπό κανονικές συνθήκες, ούτε μισθοί των 300 ευρώ θα ήταν επιτρεπτοί, ούτε τέτοιες συμπεριφορές θα ήταν ανεκτές, ούτε η συγκεκριμένη αλυσίδα θα την έβγαζε καθαρή (με υποκριτικές επανορθώσεις). Είτε το ΣΕΠΕ, είτε το Υπουργείο Εργασίας, θα είχαν ήδη πάρει μέτρα. Και όποιος χρημάτισε πολιτικός προϊστάμενος εκεί, θα όφειλε τουλάχιστον να προβληματίζεται.

Όχι όμως ο Νάσος.

Το νέο χτύπημα του Νάσου στην κοινή λογική, στην νοημοσύνη του ακροατηρίου του και στην ψυχική υγεία ημών των υπολοίπων, είναι η διαχείριση των απορριμμάτων. Δήλωσε -από τη Φυλή που βρέθηκε- ότι «ο Χρόνος μετράει αντίστροφα: ο ΧΥΤΑ Φυλής κλείνει το 2020». Συμπλήρωσε βέβαια πονηρά, ότι «ο Δήμος Αθηναίων δεν διαθέτει ένα σύγχρονο τοπικό σχέδιο διαχείρισης απορριμμάτων, ενώ η υλοποίηση του στόχου του ΕΣΔΑ για ανάκτηση του 75% και ταφή του 25% των αποβλήτων, ως το 2020, έχει καταστεί ανέφικτη», ώστε να ρίξει την ευθύνη στο Δήμο.

Φυσικά και ο Δήμος Αθηναίων και κάθε Δήμος έχει ευθύνες.

Όμως, η διαχείριση των απορριμμάτων κεντρικά για το λεκανοπέδιο, είναι ευθύνη της Περιφέρειας Αττικής, υπό το πλαίσιο που ορίζει η νομοθετική εξουσία. Ευθύνη των Δήμων είναι να ορίσουν τοπικά σχέδια διαχείρισης, στο πλαίσιο όμως του ΠΕΣΔΑ, του Περιφερειακού Σχεδιασμού για τη Διαχείριση των Αποβλήτων που ψηφίστηκε από την Περιφέρεια.

Εντελώς τυχαία, τόσο η νομοθετική εξουσία, εδώ και τέσσερα χρόνια, όσο και η Περιφέρεια Αττικής, εδώ και τεσσεράμισι χρόνια, ελέγχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η δε καθ’ ύλην αρμόδια για τη διαχείριση των απορριμμάτων (άρα και για το έγκλημα που συντελείται επί δεκαετίες στη Φυλή και συνεχίζεται απρόσκοπτα την τελευταία τετραετία) είναι η Ρένα Δούρου.

Τι έχει κάνει η Ρένα Δούρου για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του κορεσμού της Φυλής; Τι έχει κάνει η Περιφέρεια Αττικής, καθώς και η κυβέρνηση;

Ό,τι ακριβώς έκαναν και οι προηγούμενοι: Επεκτείνουν τον ΧΥΤΑ Άνω Λιοσίων – Φυλής όλο και περισσότερο.

Η διοίκηση Δούρου ψήφισε έναν ΠΕΣΔΑ που δεν όριζε νέες χωροθετήσεις για ΧΥΤΥ, οδηγώντας έτσι αναγκαστικά σε διαρκείς επεκτάσεις της χωματερής που πνίγει τη Δυτική Αττική. Με την πολιτική και της κυβέρνησης και της Περιφέρειας, ακυρώνεται στην πράξη η αποκεντρωμένη διαχείριση, που όφειλε να δίνει έμφαση στην πρόληψη, στην επαναχρησιμοποίηση και στην προδιαλογή των υλικών, ενώ δεν υπάρχει ούτε καν σκέψη για εναλλακτικές υποδομές που θα επιτρέψουν την ελάφρυνση της Φυλής.

Κατόπιν τούτων, έρχεται ο Νάσος να μας προειδοποιήσει ότι ο ΧΥΤΑ της Φυλής οδηγείται σε κορεσμό. Μόνο που οι κατεξοχήν υπεύθυνοι για τη σημερινή διαχείριση του προβλήματος είναι η κυβέρνηση και η Περιφέρεια. Δηλαδή το κόμμα του. Και σκόπιμα και συνειδητά έχουν αρνηθεί να κάνουν βήματα προς τη λύση του. Φέρνοντας, ως «λογική» και «αναπόφευκτη» τελικά λύση, την καύση και την ιδιωτικοποίηση. Στην οποία βέβαια, ο Νάσος θα είναι ενάντια ως Δήμαρχος, αλλά ως εξέχον στέλεχος της εκτελεστικής εξουσίας θα την επιτρέπει (με όσα κάνει και με όσα παραλείπει).

Αν ο Νάσος Ηλιόπουλος ήταν ειλικρινής, θα ζήταγε την ψήφο των Αθηναίων επειδή είναι πιο γλυκομίλητος από τον Μπακογιάννη. Ή επειδή το μούσι του είναι καλύτερο από του Γερουλάνου. Ή επειδή αντιγράφει μέχρι κεραίας τα λογότυπα και τα εικαστικά της καμπάνιας της Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ.

Όχι όμως επειδή θα κάνει ως δήμαρχος όσα δεν έκανε ως κυβερνητικό στέλεχος, ως υφυπουργός ή ως ΣΥΡΙΖΑ στην Περιφέρεια.

Ευρωατλαντικός διπολισμός χωρίς βαρίδια: για την αποχώρηση Καμμένου από την κυβέρνηση

Η αποχώρηση (μερικών εκ) των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση και η ψήφος εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση Τσίπρα αποτελούν μια προαναγγελθείσα εδώ και καιρό εξέλιξη που σηματοδοτεί τη μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού στη «μεταμνημονιακή» Ελλάδα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στρέφεται ανοικτά στο νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονιστικό ακραίο κέντρο, αφήνοντας πίσω λαϊκιστικά και πατριδοκάπηλα βαρίδια. Θα μπορεί πλέον να εκφράσει ανοικτά και χωρίς εμπόδια τις προσδοκίες της ελληνικής άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλισμού.

Ο Τσίπρας αναδεικνύεται στον αγαπημένο άνθρωπο των δυναμικών κέντρων σε όλα τα επίπεδα. Η ολοφάνερη στήριξη της Μέρκελ με αφορμή το Μακεδονικό, σημαίνει ταυτόχρονα πολλαπλή στήριξη της ευρωπαϊκής ηγεσίας σε όλες τις κρίσιμες και στρατηγικές κατευθύνσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ: Ευθυγράμμιση με διακυβέρνηση Τραμπ, ένταξη στον αντιδραστικό άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ, δέσμευση της Ελλάδας επί δεκαετίες σε σκληρό «μεταμνημονιακό» αλλά στην ουσία μνημονιακό πρόγραμμα, επίλυση παλιών εθνικιστικών διαφορών στα Βαλκάνια σε όφελος της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης και του ΝΑΤΟ, εξασφάλιση κοινωνικής νηνεμίας. Όλα αυτά δεν θα υπήρχαν χωρίς τον Τσίπρα. Το γεγονός αυτό του το αναγνωρίζουν οι χθεσινοί αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ ανά την Ευρώπη και τον κόσμο και για αυτό ακριβώς (και όχι μόνο για τις Πρέσπες) τον «ευγνωμονούν», όπως ανέφερε η Μέρκελ.

Η κίνηση προς τα μπρος του Τσίπρα, σηματοδοτεί ακόμα την αδήριτη -για τον αμερικανικό και ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό- ανάγκη να περάσει και να εφαρμοστεί η συμφωνία των Πρεσπών. Να ανοίξει δηλαδή διάπλατα και χωρίς αστερίσκους ο δρόμος για την ολοκληρωτική εμπέδωση του ΝΑΤΟ στη Βαλκανική, την ακόμα στενότερη περικύκλωση της Ρωσίας, την αύξηση της πίεσης στη Σερβική παραφωνία. Αποτελεί βροντερή δήλωση του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν θα διστάσει προ ουδενός προκειμένου να αναδειχθεί στη βασική και αποτελεσματικότερη μέχρι σήμερα πολιτική δύναμη σε όφελος του ξένου παράγοντα.

Οι ΑΝΕΛ επιδιώκουν με τη θεατρική τους έξοδο την κοινοβουλευτική τους επιβίωση, πράγμα όμως εξαιρετικά δύσκολο. Αφενός ο Τσίπρας τους διαλύει ως κόμμα αφαιρώντας τους τη μισή και πλέον κοινοβουλευτική ομάδα, αφετέρου – και σημαντικότερο – η μεταμνημονιακή πραγματικότητα δεν έχει ανάγκη καμμιά πατριδοκάπηλη ρητορεία στο πλάι ενός εκσυγχρονισμένου, ευρωπαϊκής κοπής νεοφιλελευθερισμού. Δίπλα στη γενικευμένη αναξιοπιστία του Καμμένου βαραίνει η νέα φάση των πολιτικών εξελίξεων και η ανάγκη συγκρότησης δύο καθαρών πόλων κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς που θα εναλλάσσονται ομαλά, εφαρμόζοντας όμοια πολιτική. Σε αυτή τη νέα περίοδο οι ΑΝΕΛ δεν χρειάζονται πλέον.

Η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση Τσίπρα, είναι μάλλον δεδομένη, αν και στην πολιτική υπάρχουν πάντα εκπλήξεις. Δύο μέρες μετά την επίσκεψη και την έγκριση/επιβράβευση του ΣΥΡΙΖΑ από τη Μέρκελ, η προσφυγή στην ανανέωση της κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης είναι δείγμα ανάκτησης της πρωτοβουλίας των κινήσεων στο αστικό στρατόπεδο, και όχι αδυναμίας. Ενόψει μάλιστα της ψηφοφορίας στη Βουλή, είναι αναμενόμενο να κυριαρχήσουν τα πιο ποταπά προσωπικά και οικονομικά κίνητρα, ειδικά μάλιστα από αυτό το πολιτικό και κοινοβουλευτικό προσωπικό και την ιδιαίτερη ποιότητα που το διακρίνει. Είναι επίσης αναμενόμενο ο ξένος παράγοντας και ειδικά η πρεσβεία των ΗΠΑ να έχει αυξημένο ρόλο και λόγο τα επόμενα εικοσιτετράωρα καθώς θα θέλει να στηρίξει τον εκλεκτό της.

Ουδείς επιδιώκει αυτή τη στιγμή την καταψήφιση της κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα είναι ίσως ο μοναδικός λιγότερο χαμένος αν η κυβέρνηση Τσίπρα δεν πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Σε μία τέτοια περίπτωση θα παραδώσει στον Μητσοτάκη το Μακεδονικό και θα υπερασπιστεί την πολιτική ασφυκτικής πρόσδεσης στο άρμα των ΗΠΑ. Αντίθετα, ο Μητσοτάκης παραλαμβάνοντας την καυτή πατάτα της συμφωνίας των Πρεσπών, θα υποχρεωθεί σε μεγαλοπρεπή κωλοτούμπα καθώς αυτή θα είναι η επιθυμία και διαταγή ΗΠΑ και ΕΕ. Ανάληψη τώρα της πρωθυπουργίας από τον Μητσοτάκη συνιστά τεράστιο πρόβλημα για τη ΝΔ. Οι ενδιάμεσες δυνάμεις (ΚΙΝΑΛ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων) έχουν κάθε συμφέρον να κερδίσουν πολιτικό χρόνο και παράταση παραμονής σε υψηλά αμοιβόμενες καρέκλες, καθώς θα συμπιεστούν ακόμη περισσότερο από το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ. Με δύο λόγια, όλοι – αν και δεν μπορούν να το πουν ανοικτά – είναι υπέρ της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση.

Ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής σημαίνει μια νέα προσπάθεια στήριξης των δανειστών -και ειδικά της ηγεσίας της ΕΕ- προς τον Τσίπρα, με διάφορα ανταλλάγματα και δωράκια που θα στηρίζουν τον μύθο της διαφορετικότητας ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ. Η δήλωση Τσίπρα ότι πάει για τους 151 θετικές ψήφους ώστε να περάσει μια σειρά από «φιλολαϊκά» νομοσχέδια για τον κατώτατο μισθό, την προστασία της πρώτης κατοικίας, την αποκατάσταση των παλαιότερων αδικιών, καθώς και η ίδια η συνταγματική αναθεώρηση, σηματοδοτούν την φιλοδοξία ΣΥΡΙΖΑ να δώσει με φιλοδοξίες τη μάχη των εκλογών και αν χάσει, να χάσει με τέτοια διαφορά που να του επιτρέπουν να ανακάμψει με αφορμή τις Προεδρικές εκλογές του 2020.

Η πανταχόθεν στήριξη Τσίπρα στο Μακεδονικό και όχι μόνο δημιουργεί δυσχέρειες στη ΝΔ, καθώς μπορεί να τρώει από την φυσιολογική φθορά μιας κυβέρνησης που έβγαλε δύσκολο έργο, αλλά εμφανίζεται διπρόσωπη και αναξιόπιστη απέναντι στα φυσικά και ιστορικά της στηρίγματα (ΗΠΑ, αγορές, άρχουσα τάξη). Ειδικά η επιθετική κίνηση Τσίπρα να αναζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης δύο μέρες μετά την συνάντησή του με τη Μέρκελ δείχνει ότι έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και ότι επιχειρεί να ορίσει την αστική ατζέντα με τη σύμφωνη γνώμη των επικυρίαρχων της χώρας.

Ο κόσμος που ζει στην πραγματική κοινωνία και στην πραγματική οικονομία δεν δίνει καμιά ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Τσίπρα. Ωστόσο η παθητική στάση δεν αλλάζει, καθώς μάλιστα ο διπολισμός ενισχύεται και στήνεται το σκηνικό για ένταση ενός καβγά χωρίς πραγματική ουσία και νόημα. Οι πολιτικές ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι όμοιες, βρίσκονται στο ίδιο πλαίσιο, υπηρετούν με διαφορετικές ταχύτητες και προσωπεία τον ίδιο στόχο. Τα λαϊκά συμφέρονται βρίσκονται στην εντελώς αντίπαλη όχθη από την όχθη στην οποία κοκορομαχούν Τσίπρας και Μητσοτάκης.

Ας ξαναθυμηθούμε -με αφορμή τον Νίκο Μανιό- τον Τσολάκογλου

Του antapoΚΡΙΤΗ.

Εμποδίστηκε σήμερα, νωρίς το πρωί, αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ που πήγε να «τιμήσει» το Πολυτεχνείο. Η αντιπροσωπεία ήταν διαλεγμένη. Ο Π. Ρήγας ως κυβερνητικό στέλεχος, ο Ν. Τόσκας για να μας θυμίσει ότι αν και Εύελπις επί Χούντας, υπήρξε και αντιστασιακός, ο Θ. Δρίτσας γιατί ακατάβλητος νομίζει εδώ και τρία χρόνια ότι παραμένει αριστερός, και ο Ν. Μανιός ως χαρακτηριστική φιγούρα της ένοπλης αντίστασης στη Χούντα με το Κίνημα 20ης Οκτώβρη.

Όλοι οι προαναφερθέντες διαμαρτυρήθηκαν εντόνως για τον προπηλακισμό που υπέστησαν από τους φοιτητές, ξεχνώντας σκόπιμα ότι τέτοιον ή αντίστοιχο προπηλακισμό υφίσταται κάθε κυβέρνηση, στη συγκεκριμένη επέτειο, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία. Η στήλη διατηρεί το δικαίωμά της να μην καταδικάζει αυτούς τους προπηλακισμούς. Προτιμά να διαμαρτύρεται για τον εξοντωτικό οικονομικό και κοινωνικό προπηλακισμό που υφίσταται ο λαός τα τελευταία χρόνια, από όλες διαδοχικά τις κυβερνήσεις και σήμερα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Ανάμεσα στις διαμαρτυρίες, ξεχώρισε αυτή του Ν. Μανιού που με αμετροέπεια και απόλυτη έλλειψη συναίσθησης του τι είναι και τι εκφράζει σήμερα αυτός και το κόμμα του, χαρακτήρισε τους φοιτητές που τον εμπόδισαν να «τιμήσει» το Πολυτεχνείο ως «αυριανούς φασίστες».

Φυσικά τίποτα δεν μας διαβεβαιώνει ότι κάποιοι από όσους σήμερα διαμαρτύρονται ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ και στη φιλοαμερικάνικη, νεοφιλελεύθερη πολιτική του, δεν θα καταλήξουν αύριο στον ΣΥΡΙΖΑ, στη ΝΔ ή και στην ακροδεξιά. Ο ίδιος άλλωστε ο Ν. Μανιός, επί χούντας έβαζε βόμβες ενάντια στη δικτατορία και στους Αμερικάνους και σήμερα υπηρετεί τα μνημόνια, τις αντιλαϊκές πολιτικές και στηρίζει τη φιλοαμερικανικότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης.

Κανένας δεν μας λέει ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Μανιό ανάμεσα στους φοιτητές που διαμαρτυρήθηκαν σήμερα για την κυβερνητική υποκρισία. Κανένας δεν μας λέει ότι δεν μπορούν και σήμερα και αύριο να υπάρξουν Μανιοί που να μετατραπούν από αγωνιστές σε όργανα της εξουσίας, από αντιστασιακούς σε ντήλερ των ΗΠΑ, από αριστερούς σε μνημονιακούς.

Με αφορμή όμως την αμετροέπεια Μανιού, που έσπευσε να χαρακτηρίσει φασίστες όσους τον αποδοκίμασαν, δεν μπορέσαμε παρά να θυμηθούμε τον Τσολάκογλου.

Όχι, δεν θέλουμε να ταυτίσουμε τον έναν με τον άλλον. Ούτε να εκτοξεύσουμε τον χαρακτηρισμό “Τσολάκογλου” με την ίδια ευκολία που πλείστοι υποστηρικτές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το έκαναν για τις προηγούμενες κυβερνήσεις, οι οποίες τελικά αποδείχθηκε ότι εφάρμοζαν ότι εφαρμόζει και ο ΣΥΡΙΖΑ λίγο νωρίτερα. Μας ενδιαφέρει όμως μια ανατριχιαστική ομοιότητα.

Ο στρατηγός Τσολάκογλου έμεινε στην ιστορία ως κουίσλιγκ, προδότης της πατρίδας, που υπέγραψε -επειδή έτσι έκρινε- συνθηκολόγηση με τη ναζιστική Γερμανία και στη συνέχεια ανέλαβε τη διακυβέρνηση ως δοτός, κατοχικός πρωθυπουργός.

Νωρίτερα όμως, ο Τσολάκογλου υπήρξε, για τα αστικά δεδομένα, έξοχος και ικανός στρατιωτικός, και αναμφισβήτητα πατριώτης. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Πρώτο Παγκόσμιο, στη Μικρασιατική εκστρατεία και ήταν παρών όπου η πατρίδα τον κάλεσε. Τον Νοέμβριο του 1940, ως αντιστράτηγος πλέον, ηγήθηκε του μετώπου στη Δυτική Μακεδονία και με έναν ευφυέστατο ελιγμό, παρά τους δισταγμούς των ανωτέρων του, κέρδισε τη μάχη του Μόραβα, ξεκινώντας έτσι την ελληνική αντεπίθεση στα εδάφη της Αλβανίας.

Το παρελθόν του, για τα αστικά δεδομένα, υπήρξε σπουδαίο. Ο Τσολάκογλου υπήρξε πατριώτης και όχι προδότης. Με τη βεβαιότητα ότι είναι πατριώτης, αποφάσισε, τον Απρίλη του 41, τη συνθηκολόγηση. Σκέφτηκε με ψυχρό κεφάλι τις συνέπειες από μια παράλογη συνέχιση της ένοπλης αντίστασης στους Γερμανούς. Πρόσφατα άλλωστε μας υπενθύμισε ο Α. Τσίπρας από το Βερολίνο ότι έτσι πρέπει να παίρνονται οι σωστές αποφάσεις.

Ο Τσολάκογλου την ώρα που υπέγραφε, αλλά και χρόνια αργότερα, ισχυριζόταν ότι ήταν πατριώτης. Υπέγραψε γιατί δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Το ίδιο όμως έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπήρχε εναλλακτική και υπέγραψε.

Ο Τσολάκογλου ισχυρίστηκε  ότι αν δεν υπέγραφε οι συνέπειες θα ήταν ανυπολόγιστες. Το ίδιο όμως ισχυρίστηκε και ο Τσίπρας με τον Μανιό και τον κάθε Μανιό.

Με την ίδια βεβαιότητα που ο Τσολάκογλου επικαλούνταν το παρελθόν του για να πείσει τον εαυτό του ότι είναι πατριώτης, ο Μανιός επικαλείται το παρελθόν του για να πείσει τον εαυτό του ότι είναι αγωνιστής. Ούτε ο πρώτος έπειθε, ούτε ο δεύτερος πείθει. Το επιχείρημά τους όμως είναι απελπιστικά όμοιο.

Το παρελθόν και του ενός και του άλλου, είναι κάτι σαν πασαπόρτι για κάθε τι που μπορουν να κάνουν στο παρόν και στο μέλλον. Για κάθε λάθος, για κάθε έγκλημα, για κάθε προδοσία.

Υπήρξα πατριώτης, είπε ο Τσολάκογλου, και ορκίστηκε κατοχικός πρωθυπουργός μετά τη συνθηκολόγηση του στρατού το 1941. Με την αμετροέπεια που του έδινε το παρελθόν, όχι απλά δικαιολογούσε τη στάση του, αλλά κατηγορούσε τους αντιπάλους του για προδότες.

Υπήρξα αγωνιστής, είπε ο Μανιός, και έφτυσε στις αξίες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μετά τη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης το 2015. Με την αμετροέπεια που του δίνει το παρελθόν, όχι απλά δικαιολογεί τη στάση του, αλλά κατηγορεί όσους τον αποδοκίμασαν για φασίστες.

Τα στερνά τιμούν τα πρώτα λέει ο λαός. Και τα στερνά είναι αμείλικτα και για τον Τσολάκογλου, και για τον Μανιό.

Ντροπή!

Σχόλιο του antapocrisis.

Η ενός λεπτού σιγή που σήμερα κράτησε η Βουλή στη μνήμη του Κατσίφα αποτελεί ντροπή για το ελληνικό Κοινοβούλιο, μεγαλύτερη ντροπή για τον ΣΥΡΙΖΑ και ακόμα μεγαλύτερη ντροπή για το ΚΚΕ. Ακόμα χειρότερα αποτελεί καρφί στο φέρετρο των δημοκρατικών αξιών, καθώς η ελληνική Βουλή ομόφωνα και απερίφραστα στρώνει το έδαφος στην κοινωνική ακροδεξιά, στη μισαλλοδοξία και στον φανατισμό.

Η ανάδειξη σε εθνικό ήρωα ενός ανθρώπου, που εισέβαλε ένοπλος στην Αλβανία και άδειασε τρεις γεμιστήρες εναντίον αστυνομικών, επειδή θεωρεί ότι τα ελληνικά σύνορα εκτείνονται πολύ περισσότερο από τις αποδεκτές εδώ και έναν αιώνα συνθήκες, δεν είναι πλέον μόνο έργο των ΜΜΕ. Είναι επίσημη πολιτική θέση της Βουλής και σύσσωμων των κοινοβουλευτικών κομμάτων.

Η νεοναζιστική ακροδεξιά και ο φασισμός γίνονται κανονικότητα. Η Χρυσή Αυγή βαρά το ταμπούρλο και στο ρυθμό της χορεύουν όλοι. Μα όλοι.

Από τον ΣΥΡΙΖΑ που επίτηδες αφήνει χώρο και χρόνο στη Χρυσή Αυγή μήπως και εκλογικά ζημιώσει τη ΝΔ, μέχρι το ΚΚΕ που με τους δύο παρόντες βουλευτές του δεν διαμαρτυρήθηκε για την εισήγηση της Ζαρούλια και την πρόταση Κακλαμάνη.

Η ιστορία άλλωστε με την Εκκλησία, το θέατρο του «εξορθολογισμού» αντί του διαχωρισμού των σχέσεων με το κράτος, καθώς και η πρωτοφανής υποχώρηση στις παράλογες διεκδικήσεις της ιεραρχίας για τα αμφισβητούμενα εκκλησιαστικά εδάφη, δείχνουν ότι ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τον παραμικρό ηθικό φραγμό. Μπορεί να κάνει τα πάντα για να κρατηθεί στην εξουσία. Χθες κολάκευε το χριστεπώνυμο ποίμνιο και τον εκλογικό στρατό της Εκκλησίας. Σήμερα κολακεύει τα ακροδεξιά ένστικτα. Μετά, ο Τσίπρας θα έχει το θράσος να καμώνεται ότι είναι διαφορετικός από τον Μητσοτάκη.

Ο Λαφαζάνης αφελώς πήγε στο κανάλι των ακροδεξιών και επί ημέρες έτρωγε ξύλο για την επιλογή του. Όλοι όσοι αποδέχτηκαν τη σημερινή Χρυσαυγίτικη φιέστα στη Βουλή, δυστυχώς αποδεικνύονται όχι αφελείς, αλλά επικίνδυνοι. Το δε ΚΚΕ, εάν υποτεθεί ότι διαχωρίζεται από τη συγκεκριμένη ενέργεια οφείλει να κάνει αυτοκριτική και να ζητήσει συγνώμη για τη στάση των δύο παρόντων βουλευτών του.

Η Αριστερά του εκλογικού κρετινισμού, η Αριστερά που θα κάνει τα πάντα για τις ψήφους, η Αριστερά που αντί να θέτει καθήκοντα και να παίρνει πρωτοβουλίες ανατροπής, υποτάσσεται στα καθυστερημένα ένστικτα μιας μερίδας της κοινωνίας πρέπει να τελειώσει για πάντα.

Για τη σημερινή στάση στη Βουλή, αρμόζει μόνο μία λέξη: Ντροπή.

Μεγάλος κερδισμένος ο ΣΥΡΙΖΑ από το συλλαλητήριο

Τα φαινόμενα ίσως απατούν, αλλά το σημερινό συλλαλητήριο για τη Μακεδονία βγάζει κερδισμένο τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πρώτον επειδή αποδεικνύει για μια ακόμα φορά, και στην ελληνική άρχουσα τάξη και στον ιμπεριαλισμό, ότι το κόμμα που εξυπηρετεί πιο αποτελεσματικά και ικανά τα αστικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις του ευρωατλαντικού άξονα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Η άρχουσα τάξη έχει γραμμή για το μακεδονικό και είναι ανταγωνιστική με το κεντρικό σύνθημα του συλλαλητηρίου. Δεν είμαστε στα 1992 όταν σύσσωμος ο αστικός κόσμος οχυρώθηκε πίσω από τη μη παράδοση του ονόματος. Η σημερινή γραμμή του αστισμού είναι η αποδοχή σύνθετης ονομασίας ανοίγοντας το δρόμο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και (μελλοντικά) και στην ΕΕ. Είναι η γραμμή που επιβάλουν με κάθε μέσο οι διεθνείς οργανισμοί και τα επιχειρηματικά συμφέροντα, είναι η λύση που επιζητά το ελληνικό κεφάλαιο. Στη γραμμή αυτή συντάσσονται σημαντικά τμήματα της ΝΔ, ακόμη και αν η πατριδοκαπηλεία και ο εθνικισμός παραμένουν αναγκαίες γέφυρες της αξιωματικής αντιπολίτευσης με το εκλογικό της ακροατήριο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποκαθιστά ανοικτά τη ΝΔ ως το κατεξοχήν κόμμα της αστικής τάξης. Αφού κατακάτσει ο κουρνιαχτός από το συλλαλητήριο ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει κι άλλους πόντους στην εμπιστοσύνη του αστισμού και των δανειστών. Η αλλοπρόσαλη και αντιφατική στάση της ΝΔ που από την αποδοχή της σύνθετης ονομασίας εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, μεταπήδησε στο «καμιά παραχώρηση στο όνομα» για λόγους εκλογικού ακροατηρίου, θα πιστωθεί αρνητικά.

Δεύτερον, επειδή ο αντίπαλος της κυβέρνησης, όπως αναδείχθηκε από το συλλαλητήριο δεν είναι ένα μαζικό κίνημα πρώτα και κύρια ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και στην άνωθεν (και σε αυτά τα πλαίσια) επιβαλλόμενη λύση του ονοματολογικού. Στο συλλαλητήριο εκφράστηκε ένα συνονθύλευμα δυνάμεων, που ακόμα και αν στο σύνολό τους δεν είναι εθνικιστικές, συγκροτείται κάτω από το εθνικιστικό, ρηχό, ανιστόρητο και επικίνδυνο «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική». Η πατριδοκαπηλεία και ο εθνικισμός για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όχι απλά δεν είναι επικίνδυνος αντίπαλος, αλλά είναι ένας βολικός αντίπαλος. Η μετακύλιση της κρίσης στον εθνικισμό είναι μια διαχρονικά καλή συνταγή για την άρχουσα τάξη. Το συλλαλητήριο, υπό αυτούς τους όρους, ήταν λοιπόν καλοδεχούμενο από ισχυρό τμήμα του κατεστημένου, ακόμη και αν το επί της ουσίας αίτημά του (“όχι στη σύνθετη ονομασία”) δεν είναι αποδεκτό και θα ανατραπεί πανεύκολα σε λίγες μέρες. Τα πράγματα θα ήταν αλλιώς αν αντί για έναν εθνικιστικό και εύκολα αντιμετωπίσιμο αντίπαλο, υπήρχε ένα αντιμπεριαλιστικό κίνημα που υπερασπίζεται την εθνική ανεξαρτησία και κατανοεί ότι αυτός που την απειλεί δεν είναι η σύνθετη ονομασία αλλά η διαχρονική βαλκανοποίηση της Βαλκανικής από τους ευρωατλαντικούς προστάτες. Στην περίπτωση αυτή η κυβέρνηση Τσίπρα θα έπρεπε να απολογείται, όχι γιατί αποδέχεται τη σύνθετη ονομασία, αλλά γιατί έχει καταντήσει το πιστότερο σκυλάκι των ΗΠΑ και της ΕΕ και μετά την κοινωνική και οικονομική καταστροφή των μνημονίων, βάζει και την ίδια τη χώρα στον πάγκο του χασάπη ιμπεριαλισμού.

Τρίτον, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ εύκολα πλέον θα πιέσει και θα κερδίσει από τα δεξιά του, καθώς από τα αριστερά του δεν απειλείται από κανέναν. Θα πιέσει αποτελεσματικά το ακραίο κέντρο και τον λεγόμενο μεσαίο χώρο, θα ζορίσει ακόμη και τη ΝΔ που με το ένα πόδι παραβρίσκεται στα συλλαλητήρια της πατριδοκαπηλείας και με το άλλο πόδι διεκδικεί να είναι το σύγχρονο ευρωπαϊκό αστικό κόμμα, το αγαπημένο των δανειστών και της άρχουσας τάξης. Σε αντίθεση με αυτά που φανταζόμαστε, τα συλλαλητήρια δεν υπαγορεύουν την πολιτική των κυβερνήσεων (το 2015 δεν είναι μακριά), ούτε κερδίζουν εκλογές. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ παίζουν πλέον στο ίδιο γήπεδο, καθώς εκφράζουν τα ίδια ταξικά συμφέροντα. Νικητής θα είναι αυτός που θα πείσει ότι εκφράζει καλύτερα τα συμφέροντα της τάξης που υπηρετεί. Η κυβέρνηση Τσίπρα αποδείχθηκε ικανότερη να εμπεδώσει κοινωνικά και οικονομικά τα μνημόνια και να δεσμεύσει τη χώρα σε επιτροπεία διαρκείας και εσαεί λιτότητα. Ακόμη περισσότερο, στο μακεδονικό, η κυβέρνηση Τσίπρα εκφράζει πολύ πιο καθαρά τις επιδιώξεις της ελληνικής άρχουσας τάξης. Η επίλυση του θέματος της ονομασίας και η συνακόλουθη ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ είναι η κατεύθυνση που έχει χαράξει ο ευρωατλαντικός άξονας και ακολουθεί πλήρως ο ελληνικός αστισμός. Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μετά την κατραπακιά των μνημονίων και της οικονομικής καθίζησης, βλέπει πεδίο δόξης λαμπρόν, συνοδευόμενο από ανταλλάγματα (έστω και ελάχιστα), αν η Ελλάδα εδραιωθεί ως η σταθερή, δυτικόφιλη, υπάκουη δύναμη της περιοχής.

Τέταρτον, γιατί το συλλαλητήριο της Αθήνας, παρά το ότι πολιτικά μετατοπίστηκε από τον ακραιφνή εθνικιστικό χαρακτήρα του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης, δεν δίνει διέξοδο στο πρόβλημα. Η συμμετοχή του Μίκη επιχείρησε να ξεπλύνει τον χαρακτηρισμό του συλλαλλητηρίου ως ακροδεξιό, αλλά η ομιλία του ήταν χειρότερη από τη συμμετοχή του. Η αποθέωση του μέχρι πρότινος «εθνολαϊκιστή αντιμνημονιακού» Μίκη από το ΣΚΑΙ είναι ενδεικτική. Δεν είναι το πρώτο, ίσως ούτε το χειρότερο λάθος που κάνει ο Μ.Θεοδωράκης ως πολιτικός, αλλά το πρόβλημα είναι βαθύτερο για τους υποστηρικτές του συλλαλητηρίου. Το πλαίσιο που συγκρότησε το σημερινό συλλαλητήριο είναι παιχνιδάκι για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η δε αποστροφή του Μίκη «αφήστε τους Σκοπιανούς να ζουν τον εθνικό τους μύθο, αλλά εμείς δεν θα τους παραδεχτούμε ποτέ ως Μακεδόνες» σημαίνει ότι η μόνη εναλλακτική στη σύνθετη ονομασία υπό το ΝΑΤΟ, είναι η διπλή ονομασία που ντε φάκτο υπάρχει: Οι Έλληνες θα αποκαλούν τη γειτονική χώρα Σκόπια και όλος ο άλλος κόσμος Μακεδονία. Σπουδαία επιτυχία… Απέναντι σε αυτό η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει μια πολύ πειστικότερη αφήγηση: Εμπέδωση του ρόλου της χώρας ως πειθήνιας και σταθερής δυτικόφιλης δύναμης, εκμετάλλευση των προβλημάτων των ΗΠΑ με την άτακτη Τουρκία και προβολή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ως της φιλοαμερικανικότερης κυβέρνησης της περιοχής, ολοσχερής προσχώρηση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αίγυπτος, παραχώρηση στη σύνθετη ονομασία για να ενταχθεί η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και να επιταχυνθεί/διασφαλιστεί η αμερικανική απόβαση στα Δυτικά Βαλκάνια. Στα πλαίσια αυτά όλο και κάποιο αντάλλαγμα μπορεί να έρθει, σε μια καθημαγμένη από τα μνημόνια χώρα. Αν συγκρίνουμε τις δύο, τάχα αντιπαραθετικές πολιτικές, η αφήγηση ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πειστικότερη από τις ρηχές και διόλου αντιμπεριαλιστικές κραυγές του συλλαλητηρίου. Πειστικότερη όχι μόνο για την άρχουσα τάξη, αλλά και για ισχυρά τμήματα κοσμοπολίτικων μεσαίων στρωμάτων.

Συμπέρασμα;

Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως η λογική και ήρεμη δύναμη που βγάζει όλη τη δύσκολη δουλειά για την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Πέραν της εμπέδωσης των μνημονίων (εργασία ιδιαίτερα δύσκολη προ του 2015 και με τεράστιο πολιτικό κόστος), προβάλει ως ικανός διαχειριστής των ευνοϊκών συγκυριών στα εθνικά θέματα (πίεση ΝΑΤΟ για επίλυση του ονοματολογικού). Η κόντρα του δεν είναι με ένα αντιμπεριαλιστικό λαϊκό κίνημα, αλλά με ένα συνονθύλευμα εθνικιστικών και πατριδοκάπηλων δυνάμεων, εύκολα διαχειρίσιμων. Ταυτόχρονα το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ VS Ακροδεξιά λειτουργεί ως ευτυχής σανίδα σωτηρίας για την ίδια την κυβέρνηση Τσίπρα. Τέλος η δεξιά πολυκατοικία μπαίνει σε φάση τριγμών καθώς θα πρέπει να συμβιβάσει την κληρονομιά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για ένα κόμμα καθαρόαιμο εκφραστή των συμφερόντων των ΗΠΑ και του αστισμού, με τη σημερινή διαχείριση του Κυριάκου Μητσοτάκη που αποδεικνύει για δεύτερη φορά μετά τον ΓΑΠ ότι «τα παιδιά δεν κάνουν για τη δουλειά» την οποία τους αναθέτουν.

Κοντολογίς, ο ΣΥΡΙΖΑ ανασυντάσσεται σε βάθος χρόνου, υποκαθιστά τη ΝΔ ως το αποτελεσματικότερο αστικό/φιλοΕΕ/φιλοΗΠΑ κόμμα, εκφράζει το μεσαίο χώρο του «ακραίου κέντρου» και της «κοινής λογικής», υποβιβάζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε απολογητή των ρηχών, εθνικιστικών και αναποτελεσματικών γραφικοτήτων, ενώ στριμώχνει και τις όποιες εξ αριστερών του δυνάμεις κάτω από τη δική του ομπρέλα προβάλλοντας (και τεχνηέντως υπερτονίζοντας) τον κίνδυνο της ακροδεξιάς. Τρία χρόνια μετά τη μεγάλη απάτη του Γενάρη του 2015, εξακολουθεί να αναζητείται αντιπολίτευση.