«Το νέο μεγάλο άλμα προς τα εμπρός»: Η Κίνα είναι αυτή που κερδίζει στην Ουκρανία.
Ο εντεινόμενος ρωσο-ουκρανικός πόλεμος είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα τελειώσει άσχημα για την Ουκρανία. Υπήρξε μια τεράστια έξοδος Ουκρανών προς γειτονικές χώρες που θέλησαν να αποφύγουν τον πόλεμο (3 εκατομμύρια και η φυγή συνεχίζεται) και ό,τι έχει απομείνει από τη χώρα, είναι πιθανό να διαμελιστεί. Ο πόλεμος έχει επίσης προκαλέσει σημαντική οικονομική πίεση στη Ρωσία, καθώς οι ολοένα και πιο εκτεταμένες κυρώσεις της Δύσης έχουν αρχίσει να προκαλούν πληγές. Μέχρι στιγμής, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Αμερικής έχουν αποφύγει να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ στην πλήρη απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αυτό είναι κάτι που θα ακρωτηρίαζε την Ευρώπη και θα έστελνε περισσότερα ρωσικά προϊόντα περισσότερο προς την Ανατολή παρά τη Δύση: υπήρξε ένα ίχνος λογικής εν μέσω φρενίτιδας λανθασμένων εκτιμήσεων.
Αλλά ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθούν τελικά τα γεγονότα στην Ουκρανία, η Κίνα είναι αυτή που πιθανότατα θα αναδειχθεί ο μακροπρόθεσμος νικητής. Παραδόξως, ή μάλλον απροσδόκητα, η ουκρανική σύγκρουση άνοιξε μια ευκαιρία για μια διπλωματική επανάσταση που θα μπορούσε να αναδείξει το Πεκίνο ως ειρηνοποιό –όχι μόνο στη γειτονιά του αλλά και στην Ευρώπη– με μια Pax Sinica, αν θέλετε. Όσο βαθιά κι αν είναι η εμπλοκή της Κίνας σε αυτό που σήμερα είναι κυρίως μια σλαβική διαμάχη, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η κρίση θα λειτουργήσει ως καταλύτης για μια συνεχιζόμενη μετατόπιση της οικονομικής δύναμης, η οποία είναι πλέον εμφανής εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα, από τις ΗΠΑ, προς μια κυριαρχούμενη από την Κίνα περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού.
Απαλά αλλά σταθερά, η Κίνα έχει αναλάβει έναν πιο κεντρικό ρόλο στην κρίση. Ενώ το Πεκίνο υποστήριξε την επέμβαση της Μόσχας στην Ουκρανία από την πρώτη στιγμή, έχει επίσης ξεκαθαρίσει από την πρώτη στιγμή, την επιθυμία του να δει μια διπλωματική λύση σε μια αντιπαράθεση που μετατράπηκε από ψυχρό σε θερμό πόλεμο στις 24 Φεβρουαρίου. Ο Πρόεδρος Σι έκτοτε το έχει πει με ευγενικούς αλλά ολοένα και πιο ξεκάθαρους όρους.
Η Κίνα πρέπει εδώ να κινηθεί με λεπτότητα: Νωρίτερα, αυτήν την εβδομάδα, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Προέδρου Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν, απείλησε το Πεκίνο με «συνέπειες», σε τυχόν οποιαδήποτε μεγάλης κλίμακας αποφυγή των κυρώσεων των ΗΠΑ ή σε υποστήριξη προς τη Ρωσία για να τις ξεπεράσει. Σε απάντηση, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Ζάο Λιζιάν, διέψευσε επιθετικά τα υπονοούμενα του Σάλιβαν ότι το Πεκίνο εργαζόταν για να υπονομεύσει τις κυρώσεις και προέτρεψε τις ΗΠΑ «να αναλογιστούν βαθιά τον ρόλο που έπαιξαν στην ανάπτυξη και την εξέλιξη της ουκρανικής κρίσης», αντανακλώντας μια ευρέως διαδεδομένη άποψη, στην Κίνα (και σε άλλους), ότι η Ρωσία προκλήθηκε από την επέκταση του ΝΑΤΟ και τις απειλές για την ασφάλειά της. Οι δηλώσεις του Ζάο ενισχύθηκαν στη συνέχεια κατά την τηλεφωνική επικοινωνία του Κινέζου Προέδρου Σι Τζινπίνγκ με τον Πρόεδρο Μπάιντεν, τονίζοντας ότι οι πιεστικές προτεραιότητες του Πεκίνου ήταν «να συνεχίσει ο διάλογος και η διαπραγμάτευση, να αποφευχθούν θύματα σε αμάχους, να αποτραπεί μια ανθρωπιστική κρίση και να σταματήσουν οι εχθροπραξίες, το συντομότερο δυνατό».
Πράγματι, το Πεκίνο έχει επισημάνει επανειλημμένα ότι είναι έτοιμο να παίξει εποικοδομητικό ρόλο στην επίτευξη εκεχειρίας, λέγοντας ότι «λυπάται» για τον συνεχιζόμενο πόλεμο και ότι «ανησυχεί εξαιρετικά» για τις απώλειες σε αμάχους στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, έχοντας μαζί με τον Πρόεδρο Πούτιν υπογράψει την πολυσήμαντη «Κοινή Δήλωση για τις Διεθνείς Σχέσεις που Εισέρχονται σε μια Νέα Εποχή», 20 ημέρες πριν η Ρωσία κάνει την κίνησή της, το Πεκίνο δεν ενδιαφέρεται να υπονομεύσει τη σημασία αυτού που οι δύο ηγέτες ουσιαστικά δήλωσαν ως αναδυόμενη στρατηγική συμμαχία.
Ας μην υποτιμήσουμε τη φιλοδοξία που εξέφρασαν οι δύο ηγέτες σε αυτό το έγγραφο. Όπως ξεκαθάρισαν, βλέπουν αυτή τη στιγμή ως το άνοιγμα μιας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων που βασίζεται σε μια αυθεντική πολυπολικότητα και στον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των εθνών. Ενώ οι δύο τους τόνισαν ότι η δήλωσή τους δεν «στόχευε» κανένα άλλο έθνος, στην πραγματικότητα αν κανείς πρόκειται να σταθεί ενάντια στη μονοπολική ηγεμονία στον 21ο αιώνα, έχει μόνο ένα έθνος για το οποίο μπορεί να μιλήσει. Η Ουκρανία, ιδωμένη μέσα από αυτό το πλαίσιο, είναι ένα υποσύνολο μιας πολύ μεγαλύτερης δυναμικής. Την Τετάρτη, πράγματι, ο Πούτιν δήλωσε ότι η κρίση στην Ουκρανία θα σηματοδοτήσει το τέλος της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας της Δύσης.
Ακόμη και πριν από την πρόσφατη σύγκρουση με την Ουκρανία, η Ρωσία και η Κίνα είχαν αρχίσει να επεξεργάζονται μια πολύ ευρύτερη συμμαχία όσον αφορά το εμπόριο, την αμοιβαία αναπτυξιακή βοήθεια, τις πάγιες επενδύσεις, την τεχνολογική συνεργασία και άλλα παρόμοια. Αυτό έχει σχεδόν σίγουρα καθοδηγήσει τους υπολογισμούς του Πούτιν σχετικά με την Ουκρανία. Χωρίς την υποστήριξη του Πεκίνου, είναι πολύ απίθανο ο Ρώσος πρόεδρος να είχε την αυτοπεποίθηση να κάνει τις ενέργειες που έκανε πριν από περίπου τρεις εβδομάδες.
«Οι προσπάθειες των αρχών των ΗΠΑ να πολιτικοποιήσουν ή να κλείσουν μονομερώς την πρόσβαση στο σύστημα SWIFT για τη διασφάλιση των στόχων της πολιτικής των ΗΠΑ κινδυνεύουν να αποτύχουν, όσον αφορά τη διατήρηση της ηγεμονίας του δολαρίου».
Υπάρχει επίσης μια οικονομική διάσταση: Η αναδυόμενη ρωσο-κινεζική συνεργασία αντανακλά την αυξανόμενη εισαγωγή συναλλαγών σε γιουάν και ρούβλια. Αυτό αναμφίβολα θα αυξηθεί τώρα που σε μεγάλο αριθμό ρωσικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής τράπεζας, έχει αποκλειστεί η χρήση του ελεγχόμενου από τις ΗΠΑ συστήματος χρηματοοικονομικών διακανονισμών SWIFT.
Οι συνέπειες της απόπειρας να χρησιμοποιηθεί το SWIFT ως πολεμικό όπλο από την Ουάσιγκτον είναι κατανοητές και σε άλλες πρωτεύουσες: η Ινδία σχεδιάζει να αγοράσει ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ανεξάρτητα από τις αμερικανικές κυρώσεις. Και ως πρόσθετη προστασία κατά της Ουάσιγκτον, εξετάζει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει το κινεζικό γουάν ως νόμισμα αναφοράς σε έναν ινδο-ρωσικό μηχανισμό διακανονισμού, αντανακλώντας την αυξανόμενη απογοήτευση που νιώθει το Νέο Δελχί, καθώς προσπαθεί να βρει το δρόμο του μέσα από τις κυρώσεις των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας. Αυτή είναι μια ελάχιστα παρατηρήσιμη αλλά ενδιαφέρουσα εξέλιξη υπό το φως της πρόσφατης προσπάθειας της Ουάσιγκτον να ενσωματώσει το Νέο Δελχί στην άτυπη ομάδα που είναι γνωστή ως Quadrilateral Security Dialogue, γνωστή και ως «the Quad», η οποία έχει περιγραφεί ως μια ασιατική εκδοχή του ΝΑΤΟ που προορίζεται να περιορίσει την Κίνα. αναδειχθεί ως δύναμη του Ειρηνικού.
Από τότε που το δολάριο αντικατέστησε τον χρυσό στο επίκεντρο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, μετά το λεγόμενο «σοκ του Νίξον» στις αρχές της δεκαετίας του 1970, πολλές χώρες τάχθηκαν ενάντια στο «υπερβολικό προνόμιο» που αποκτούν οι ΗΠΑ λόγω αυτής της ηγεμονίας του δολαρίου. Ακόμη και πριν ο Ρίτσαρντ Νίξον σπάσει τη σχέση μεταξύ του δολαρίου και του χρυσού, ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας εκείνη την εποχή, θρηνούσε για την κεντρική θέση του δολαρίου στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο Ζισκάρ υποστήριξε ότι αυτό προσέφερε στις Ηνωμένες Πολιτείες μοναδικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, υποστηρίζοντας έτσι το υπερεκτεταμένο βιοτικό τους επίπεδο.
Σε γενικές γραμμές, το «υπερβολικό προνόμιο» και η «ηγεμονία του δολαρίου» χρησιμοποιούνται εναλλακτικά ως ευφημισμοί για μια χούφτα οικονομικών ελέγχων που ασκούν οι ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία, κυρίως, αλλά όχι μόνο από αυτούς που προέρχονται από τη θέση του δολαρίου ως το κύριο αποθεματικό νόμισμα που διατηρείται από ξένες κυβερνήσεις, εταιρείες και ιδιώτες. Παρά την έδρα της στο Βέλγιο, η Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication, SWIFT, έχει γίνει το κεντρικό σύστημα πληρωμών που έχει παγιώσει τον κεντρικό ρόλο του δολαρίου στα παγκόσμια χρηματοοικονομικά.
Το SWIFT είναι ένα βασικό συστατικό της ρευστότητας σε δολάρια, το οποίο οι ΗΠΑ εκτιμούν ιδιαιτέρως και βασίζονται πάνω του σε μεγάλο βαθμό, καθώς παρέχει την πρόσβαση στο παράθυρο της Federal Reserve (το μέσο μέσω του οποίου τα κορυφαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του κόσμου δανείζονται χρήματα). Αν και εδρεύει στις Βρυξέλλες (και φαινομενικά ουδέτερο με πολιτική έννοια), το διοικητικό συμβούλιο κυριαρχείται από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ και ο ομοσπονδιακός νόμος των ΗΠΑ δίνει στην αμερικανική κυβέρνηση τη δυνατότητα να κλείσει την πρόσβαση στο σύστημα, ως μέρος ενός οπλοστασίου πιθανών κυρώσεων. Οι ΗΠΑ το έχουν κάνει στο παρελθόν με χώρες όπως η Κούβα, το Ιράν, το Αφγανιστάν, και τώρα ως ένα βαθμό με κορυφαίες ρωσικές τράπεζες και την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, η οποία βλέπει τώρα περίπου το ήμισυ των συναλλαγματικών της αποθεμάτων ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων, παγωμένα από την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της. Μην νομίζετε ότι αυτό δεν έχει παρατηρηθεί από άλλα καθεστώτα που θεωρούνται “rogue states” (σ.μ. κράτη που κατά τις ΗΠΑ θεωρούνται απειλή για την παγκόσμια ειρήνη) από την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Εδώ όμως είναι το πρόβλημα με τη χρήση του συστήματος SWIFT που κάνει η Ουάσιγκτον, μέσω μονομερών εξώσεων από αυτό: Οποιεσδήποτε προσπάθειες των αρχών των ΗΠΑ να πολιτικοποιήσουν ή να κλείσουν μονομερώς την πρόσβαση στο σύστημα SWIFT ως μέσο διασφάλισης των στόχων της πολιτικής των ΗΠΑ, κινδυνεύουν να αποτύχουν βαθιά, κυρίως σε ότι αφορά τη διατήρηση της ηγεμονίας του δολαρίου.
Υπάρχουν δύο κύριοι λόγοι για αυτό:
– Όσο περισσότερο οι ΗΠΑ επιδιώκουν να επιβάλουν κυρώσεις στους λεγόμενους “κακούς”, κόβοντας την πρόσβασή τους στο SWIFT, τόσο λιγότερο το ίδιο το σύστημα θα θεωρείται ως ένα ουδέτερο διεθνές διατραπεζικό δίκτυο, και τόσο περισσότερο θα αντιμετωπίζεται ως το όργανο της αυθαίρετης ισχύος των ΗΠΑ που υπόκειται στις ιδιοτροπίες της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
– Καθώς όλο και περισσότερες χώρες αρχίζουν να βλέπουν το SWIFT με αυτούς τους όρους, αναπόφευκτα θα προκληθούν κινήσεις για τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης. Αυτό θα μειώσει περαιτέρω τη ρευστότητα σε δολάρια, και θα ενισχύσει τη ρευστότητα για εναλλακτικά νομίσματα, καθώς θα παρέχουν την υποστήριξή τους σε αυτό το νέο σύστημα.
Περιγράφω μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Ωστόσο, η κρίση στην Ουκρανία και η υπερβολική απάντηση της Ουάσιγκτον σε αυτήν φαίνεται να έχουν επιταχύνει σε μεγάλο βαθμό μια διαδικασία που οι άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στις αγορές δεν πίστευαν μέχρι πολύ πρόσφατα ότι θα μπορούσε να συμβεί κατά τη διάρκεια μιας ζωής ή έστω δύο.
Οι θεωρητικοί των οικονομικών δικτύων —ναι, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι— μιλούν για «εξωτερικότητες που δρουν θετικά αλληλοσχετιζόμενες μεταξύ τους». Αυτά προκύπτουν, καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός οντοτήτων χρησιμοποιεί ένα δεδομένο δίκτυο και επομένως ενισχύονται τα συνολικά οφέλη του σε όλους τους χρήστες. Το ανάποδο, «εξωτερικότητες που δρουν αρνητικά», ισχύει επίσης: Τα οφέλη του συστήματος («οριακή χρησιμότητα» λέγεται στα οικονομικά), μειώνονται ανάλογα με τον μειούμενο αριθμό χρηστών. Εάν αυτές οι αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις αρχίσουν να πλήττουν το SWIFT, αυτό αναπόφευκτα θα μειώσει τη ρευστότητα του δολαρίου και, ως εκ τούτου, θα επιδεινώσει τις προοπτικές να συνεχιστεί η ηγεμονία του.
Αυτό ακριβώς αρχίζει να συμβαίνει ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου. Αν μη τι άλλο, η σύγκρουση (και η αντίστοιχη στρατιωτικοπολεμική χρήση του SWIFT) επιταχύνει την προσπάθεια αναζήτησης εναλλακτικών, ανταγωνιστικών συστημάτων πληρωμών. Αξίζει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι παρόλο που η Ε.Ε. τώρα κινείται στην ίδια γραμμή με την Ουάσιγκτον όσον αφορά τη Ρωσία, στο παρελθόν έχει εξερευνήσει ένα εναλλακτικό σύστημα πληρωμών ξεχωριστό από το επικρατούν σύστημα SWIFT. Η Ευρώπη μπορεί να επανεξετάσει αυτήν την επιλογή στο μέλλον εάν και όταν τα συμφέροντά της αρχίσουν να αποκλίνουν ξανά από τις επιταγές της Ουάσιγκτον.
Η Κίνα είναι ο μεγάλος νικητής εδώ, ωστόσο, επειδή το Διασυνοριακό Σύστημα Διεθνών Πληρωμών της Κίνας, το CIPS έναντι του SWIFT της Δύσης, έχει τώρα την καλύτερη θέση εκκίνησης στο να αναδειχθεί ως ο πιθανός κύριος ανταγωνιστής του SWIFT. Όπως σημείωσε πρόσφατα ο οικονομολόγος Ντέιβιντ Γκόλντμαν στους Asia Times:
Στο παρελθόν, ο αποκλεισμός από το SWIFT σήμαινε πλήρη απομόνωση από τις παγκόσμιες αγορές και της κανονικής χρηματοδότησης του εμπορίου, όπως στην περίπτωση των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν. Όμως το σύστημα CIPS, το οποίο η Κίνα άρχισε να αναπτύσσει το 2015, είναι πλέον πλήρως λειτουργικό.
Το CIPS είναι πλήρως λειτουργικό και ο πόλεμος της Ουκρανίας θα επεκτείνει τη χρήση και τις δυνατότητες του δικτύου του. Σημειώστε ότι καθώς το ευρώ και άλλα σημαντικά νομίσματα υποχωρούν κατά τη διάρκεια της εντεινόμενης σύγκρουσης στην Ουκρανία, το γιουάν αυξάνεται ολοένα και περισσότερο ως νόμισμα «ασφαλούς καταφυγίου»—ένας ρόλος όπου μέχρι τότε κυριαρχούσε ο Βασιλιάς Δολάριο.
Ομολογουμένως, η άνοδος του CIPS κινδυνεύει να δημιουργήσει κάποιο βραχυπρόθεσμο κόστος για το Πεκίνο, εάν οι ΗΠΑ επιλέξουν να επιβάλουν κυρώσεις σε κινεζικές τράπεζες, στο βαθμό που αυτές ενισχύσουν την ικανότητα της Μόσχας να αποφύγει τις αμερικανικές κυρώσεις. Ακόμη και απουσία της σημερινής σύγκρουσης στην Ουκρανία, η ηγεσία της Κίνας έχει κάθε κίνητρο να ενωθεί με τη Ρωσία στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων σε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που κυριαρχούν οι ΗΠΑ. Παραδόξως, όσο περισσότερο οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν το SWIFT ως μέσο οικονομικού πολέμου, τόσο περισσότερο θα αποδυναμώνεται η βιωσιμότητα του SWIFT ως κυρίαρχου συστήματος πληρωμών: Καθώς η Ουάσιγκτον επηρεάζει το σύστημα πληρωμών με τρόπο που περιπλέκει την επίλυση της αποπληρωμής του χρέους, η πυραμίδα ολόκληρου του χρήματος μπορεί γίνει ασταθής ή, τουλάχιστον, να γίνει αναξιόπιστη, προκαλώντας σε αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με τον μεγαλύτερο πιστωτή του κόσμου. Καθώς η παγκόσμια πόλωση αυξάνεται, η Κίνα θα είναι λιγότερο πιθανό να υποταχθεί αντανακλαστικά στο τρέχον νομισματικό σύστημα, με επίκεντρο το δολάριο.
Ως εκ τούτου, οι μέρες του SWIFT ως μονοπωλίου, πλησιάζουν στο τέλος τους. Ενώ το SWIFT διαχειρίζεται καθημερινές συναλλαγές αξίας 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων, έναντι 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων του CIPS, το τελευταίο έχει δει τον όγκο του να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Αν μη τι άλλο, η σύγκρουση στην Ουκρανία και η επιταχυνόμενη επέκταση του εμπορίου με τη Ρωσία, θα αυξήσουν περαιτέρω το μέγεθος του CIPS, το οποίο θα είναι μια βιώσιμη εναλλακτική λύση για τα έθνη που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ευάλωτα στις επιταγές της Ουάσιγκτον.
Η Ρωσία θα είναι σχεδόν σίγουρα ο μικρότερος εταίρος εδώ, δεδομένων των αντίστοιχων μεγεθών της κινεζικής και της ρωσικής οικονομίας: το ΑΕΠ της Ρωσίας είναι το ένα δέκατο του ΑΕΠ της Κίνας. Ωστόσο, η Μόσχα παρέχει στο Πεκίνο πλούτο εμπορευμάτων—ιδίως πετρέλαιο, φυσικό αέριο, σιτάρι (σύμφωνα με μια διμερή συμφωνία που συνήφθη τον περασμένο μήνα), καθώς και τα στρατηγικά μέταλλα που απαιτούνται για την τροφοδοσία εναλλακτικών επενδύσεων στον χώρο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας— και αυτό δίνει στη Ρωσία μια βασική θέση στην αναδυόμενη συμμαχία από τη μεριά του Πεκίνου.
«Η ιδέα ότι η Κίνα θα απωλέσει τις μοναδικές ευκαιρίες που έρχονται τώρα μπροστά της, επιτιθέμενη στην Ταϊβάν, δεν είναι τίποτα άλλο από φαντασιώσεις».
Η εγγύηση μιας τεράστιας νέας πηγής πετρελαίου, φυσικού αερίου και άλλων στρατηγικών εμπορευμάτων από τη Ρωσία, θα βοηθήσει να αντιμετωπιστεί το μακροχρόνιο συγκριτικό μειονέκτημα της Κίνας σε αυτούς τους τομείς σε σχέση με τις ΗΠΑ, κάτι το οποίο θα διαλύσει τη μοναδική περίοδο κυριαρχίας των ΗΠΑ αμέσως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Η Pax Americana –η κατάσταση σχετικής διεθνούς ειρήνης που εποπτεύεται από τις ΗΠΑ– μπορεί να ήταν πιο επιτυχημένη αν η Ουάσιγκτον εννοούσε περισσότερο την «pax» και λιγότερο την «Americana», ώστε να δημιουργήσει νέα είδη παγκόσμιων δομών για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου μια για πάντα.
Προσθέστε σε αυτό τις άνευ προηγουμένου διπλωματικές ευκαιρίες που συγκεντρώνονται τώρα στην Κίνα. Όπως σημειώνει ο Ντέιβιντ Γκόλντμαν, το Πεκίνο «δεν κινδυνεύει από τα λάθη που οδήγησαν στην κρίση, τόσο επειδή έχει καλές σχέσεις με τους αντιμαχόμενους, όσο και γιατί διατηρεί ένα συνεχόμενο διάλογο με την Ευρώπη. Ο περίεργος σε αυτή την υπόθεση, φυσικά, θα ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες».
Υπάρχει η διάσταση της Ταϊβάν σε όλα αυτά. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει διάσταση στην Ταϊβάν στην κρίση της Ουκρανίας, αλλά καθώς τόσοι πολλοί τολμηροί, αλλά ταυτόχρονα κακώς ενημερωμένοι νεοσυντηρητικοί, υποστηρίζουν παράλογα ότι η Κίνα θα διεκδικήσει εκ νέου το νησί με τη βία ως συνέπεια της επέμβασης της Ρωσίας στην Ουκρανία, ας εξετάσουμε αυτή την ανύπαρκτη διάσταση, εν συντομία. Αλίμονο, δεν υπάρχει κάτι χειρότερο, όπως έλεγε ένας Γάλλος νομοθέτης την εποχή της εισβολής στο Ιράκ το 2003, από την αλαζονεία και την άγνοια σε συνδυασμό.
Η ιδέα ότι η Κίνα θα σπαταλήσει τις μοναδικές ευκαιρίες που έρχονται τώρα μπροστά της, επιτιθέμενη στην Ταϊβάν, δεν είναι τίποτα άλλο από φαντασιακή προβολή εκ μέρους εκείνων που υποθέτουν ότι επειδή η Αμερική έχει σπαταλήσει τη θέση της παγκόσμιας ισχύος και επιρροής μέσω ενός μάταιου εναγκαλισμού διαρκούς πολέμου, η Κίνα είναι πιθανό να κάνει το ίδιο. Οι νεοσυντηρητικοί που διατυπώνουν αυτήν την κατηγορία όσον αφορά την Ταϊβάν δεν παρέχουν αποδείξεις. Ήταν αυτοί που διαψεύστηκαν όταν υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση του Σαντάμ Χουσεΐν στη Βαγδάτη είχε συνεχή συνεργασία με την Αλ Κάιντα για να δικαιολογήσουν τον μοιραίο πόλεμο της Αμερικής στο Ιράκ.
Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει μια τέτοια ενέργεια από την Κίνα θα ήταν η Ουάσιγκτον να κινηθεί ενεργητικά για να αναβαθμίσει τις διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν, σε κάτι παρόμοιο με την παλιά συνθήκη αμοιβαίας άμυνας, που ίσχυε πριν από την αναγνώριση του Πεκίνου από την Ουάσιγκτον το 1979. Εγκαταλείποντας την εξαιρετικά επιτυχημένη πολιτική της στρατηγικής ασάφειας σχετικά με τη μία κυρίαρχη κυβέρνηση που εκπροσωπεί την Κίνα, οι ΗΠΑ θα προκαλούσαν σχεδόν σίγουρα μια πιο επιθετική απάντηση από το Πεκίνο.
Εναπόκειται στην Ουάσιγκτον να κάνει μια τόσο ανόητη επιλογή, όπως παροτρύνουν ή επιμένουν τα γεράκια της πρωτεύουσας. Εάν επικρατήσει η βλακεία, το Πεκίνο έχει ξεκαθαρίσει εδώ και πολλές δεκαετίες, με κάθε ευκαιρία, ότι θα απαντήσει – απρόθυμα, αλλά στρατιωτικά, αν κρίνει ότι πρέπει. Σε αυτό το σημείο, είναι πολύ ασφαλές να πούμε, ότι μια κίνηση επιθετική κίνηση προς το νησί δεν είναι καθόλου μέσα στα σχέδια της Κίνας.
Όσον αφορά την Ουκρανία, ως αναδυόμενος στρατηγικός σύμμαχος της Ρωσίας και βασικός εμπορικός εταίρος της Ουκρανίας, η Κίνα είναι η μόνη παγκόσμια δύναμη με ισχυρές σχέσεις και με τις δύο πλευρές της σύγκρουσης. Οι ευκαιρίες που εντοπίζω πηγάζουν σε μεγάλο βαθμό από αυτή τη θέση.
Ο Τζον Φ. Κένεντι, κατά τη διάρκεια των ημερών του ως γερουσιαστής, δήλωσε το περίφημο: «Στην κινεζική γλώσσα, η λέξη «κρίση» αποτελείται από δύο χαρακτήρες, ο ένας αντιπροσωπεύει τον κίνδυνο και ο άλλος, την «ευκαιρία». Η σύγκρουση αντιπροσωπεύει μια ζωντανή εκδήλωση της συγκεκριμένης έννοιας. Αλλά μακροπρόθεσμα, αυτή η διττή έννοια της «κρίσης» δεν ανήκει όλη σε ένα μέρος: Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος αφορά σε μεγάλο βαθμό την Ουάσιγκτον και την Ευρώπη, και η ευκαιρία δίνεται στο Πεκίνο.
Πηγή: The Scrum
Μετάφραση: antapocrisis
Αναλυτής οικονομικών, ερευνητής στο Ινστιτούτο Levy, συγγραφέας.