Άρθρα

Ερωτήματα, αντιπαραθέσεις και διαπιστώσεις για την πανδημία και την αριστερά (α’ μέρος)

Πόλεμος, φόβος, εγκλεισμός και θάνατος, οι λέξεις που μονοπώλησαν τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων σχεδόν καθημερινά και στις περισσότερες –αν όχι σε όλες– τις γωνιές του πλανήτη. Πληθώρα ερωτημάτων τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον, το ατομικό, το συλλογικό, το κοινωνικό, το οικονομικό, το διεθνές.

Η πανδημία μας βυθίζει στα καθημερινά ζητήματα επιβίωσης, αλλά ταυτόχρονα μας εξαναγκάζει να σκεφτούμε πώς θα είναι ο κόσμος μετά, αν θα υπάρξει νέα «ισορροπία», πότε, πώς και ποια θα είναι αυτή. Ποιο είναι και ποιο μπορεί να γίνει το κεντρικό κοινωνικό αίτημα ή αιτήματα, ποιες αλλαγές-ανατροπές κυοφορούνται, ποιες κοινωνικές δυνάμεις ηγεμονεύουν και ποιες υποβαθμίζονται…

Είναι ευνόητο και καθόλου υπερβολικό να ισχυριστούμε το ότι το 2020 και η πανδημία αποτελούν μια καμπή στην ανθρώπινη ιστορία. Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα σκοντάφτουν τόσο στην οικονομική κρίση όσο και στην πανδημία και στις αναταράξεις που δημιούργησαν και δημιουργούν και τα δύο αυτά γεγονότα.

Όσοι είναι στρατευμένοι ή πιστεύουν στην «ουτοπία του σοσιαλισμού» αντιλαμβάνονται τις αλλαγές με βάση την κατάσταση κίνησης – δράσης – ηγεμονίας των κοινωνικών δυνάμεων. Αναζητούν το ιστορικό διεθνές αίτημα της εποχής και πασχίζουν για το πρόγραμμα και την πράξη των πολιτικών δυνάμεων που μπορούν να θέσουν αξιόπιστα το ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό αίτημα της περιόδου, που δοκιμάζουν να το απλώσουν πλατιά, οργανωμένα και μεθοδικά και να το συζεύξουν με το διεθνές ιστορικό αίτημα της εποχής.

Να μην αθωωθεί το σύστημα, η φιλοσοφία του, το μοντέλο ζωής, οι πολιτικές του

Στην αρχή της πανδημίας, εμφανίστηκε ένα πλήθος ανορθολογικών, συνωμοσιολογικών, αντιεπιστημονικών απόψεων, οργίασε η φαντασία και η προπαγάνδα διαφόρων κυβερνητών παγκόσμιας εμβέλειας (κυρίως του δυτικού κόσμου), θρησκευτικών ιεραρχών (χριστιανικού και αραβικού κόσμου) και των κάθε λογής παπαγάλων ή κενόδοξων φανφαρόνων, ακόμα και πανεπιστημιακής κοπής, για την προέλευση της πανδημίας. Μετά κυριάρχησε παγκόσμια η γραμμή της ατομικής ευθύνης. Έτσι, μέρα με τη μέρα οικοδομήθηκε η απόκρυψη του βασικού υπεύθυνου για την τραγική εξέλιξη της πανδημίας, η απόσειση ευθυνών από πρόσωπα και πολιτικές, στοχεύοντας να αθωωθεί:

1. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και η οργάνωση της σύγχρονης καθημερινής ζωής σε ανταγωνιστική σχέση με τη φύση και τις μορφές ζωής που υπάρχουν σ’ αυτήν.

Η βίαιη και ανεξέλεγκτη διατάραξη της ισορροπίας της φύσης από τον καπιταλισμό και την τεχνολογία του, διευκολύνει τη μεταφορά ιών στο ανθρώπινο είδος, με αρκετές, επικίνδυνες μεταλλάξεις. Η κλιματική αλλαγή, η ρύπανση του αέρα, του εδάφους, των υδάτων, οι βίαιες αλλαγές χρήσης γης (είτε για να στεγαστούν πυκνοί ανθρώπινοι πληθυσμοί, είτε τροποποιώντας τη γεωργική παραγωγή ή και καλλιεργώντας μεταλλαγμένα είδη, είτε για τη δημιουργία κάθε είδους βιομηχανιών χωρίς έλεγχο, σεβασμό στο περιβάλλον και όρια), υποσημειώνουν δραματικά την άγρια και επικίνδυνη μεταμόρφωση της φύσης.

2. Η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση των ανοιχτών συνόρων, των γρήγορων και παγκόσμιων μεταφορών, των τεράστιων ροών και κίνησης κεφαλαίων, προϊόντων, ανθρώπων προς όφελος των πολυεθνικών, της «παγκόσμιας αγοράς», σε τελική ανάλυση της σχέσης κεφάλαιο. Η πανδημία έδειξε ότι όσο περισσότερο παγκοσμιοποιημένες είναι οι περιοχές, τα κράτη, οι χώρες, οι αγορές τους, τόσο ταχύτερη, διευρυμένη και ανεξέλεγκτη γίνεται η διάδοση του ιού. Ο περιορισμός κίνησης ανθρώπων και εμπορευμάτων είναι μέτρο που δεν επιτράπηκε από τις κυβερνήσεις της Δύσης, ιεραρχώντας τις ανοιχτές ροές κεφαλαίων, ανθρώπων και εμπορευμάτων πιο πάνω από τη δημόσια υγεία. Οι μακράν χειρότερες επιδόσεις της κατά τα άλλα πλούσιας, αναπτυγμένης και ισχυρής Δύσης στην αντιμετώπιση της πανδημίας, κατά ένα μέρος, οφείλονται στην αδυναμία – απροθυμία της να βάλει φρένο στην αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση των αγορών της.

Το σύγχρονο καπιταλιστικό μοντέλο και τρόπος ζωής που επιβλήθηκε και που ενσωμάτωσε μεσαία και μικροαστικά στρώματα και που προβάλλεται σαν η κυρίαρχη ιδεολογία που καθοδηγεί το σύνολο των ανθρώπων, οδηγεί σε έναν τρόπο ζωής και σκέψης, σε ένα νέο τύπο ανθρώπου που καθοδηγείται από τον εγωκεντρικό ατομισμό. Η αποκλειστική του θρησκεία είναι η αγορά, η κατανάλωση, τα «ατομικά δικαιώματα», η «ατομική ελευθερία», η πάση θυσία αναζήτηση του ευδαιμονισμού, του ηδονισμού, της επιβεβαίωσης και του κύρους. Είναι αυτονόητη η γενικευμένη ανευθυνότητα και αδιαφορία για τις συλλογικές ανάγκες και δικαιώματα, για την κοινωνική αναφορά και ταυτότητα. Κονιορτοποιήθηκε το ψέμα της παγκόσμιας αλληλεγγύης και συνεργασίας που φέρνει η παγκοσμιοποίηση, που στην πανδημία αντικαταστάθηκε από την πραγματικότητα του «ο καθένας μόνος του και εναντίον των υπολοίπων». Αυτή η κακοχωνεμένη, καθυστερημένη και εξατομικευμένη μετάφραση της κληρονομιάς του ευρωπαϊκού διαφωτισμού αποκλειστικά ως ανθρώπινο και ατομικό δικαίωμα και καθόλου ως συλλογική και κοινωνικό πρόοδο, είναι ένας ακόμα λόγος για την παταγώδη αποτυχία των ισχυρότερων χωρών της Δύσης στην πανδημία. Η συλλογική ανάγκη ιεραρχήθηκε και ιεραρχείται πολύ χαμηλότερα από το ατομικό δικαίωμα. Αυτός ο homo homini lupus, ο άνθρωπος που είναι λύκος για τον συνάνθρωπό του, δεν ήταν μια συμπεριφορά της στιγμής, αλλά αποτέλεσμα μιας κατεργασίας δεκαετιών υπό την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και της πιο κυνικής εκδοχής του καπιταλισμού.

3. Το σύστημα αξιών και ηθικής καθορίζεται από την αγορά και το κέρδος. Πάνω απ’ όλα είναι αυτό το δίπτυχο. Καθόλου τυχαία για παράδειγμα, η πολιτική των ακραίων νεοφιλελεύθερων αγγλοσαξώνων Τραμπ και Τζόνσον, αλλά και του φασίστα Μπολσονάρο, που στην αρχή της πανδημίας φλέρταραν με την ανοσία της αγέλης, προφανώς δεν την κατάφεραν, αλλά γι’ αυτούς παρέμεινε η οικονομία τους να είναι πάνω από την ανθρώπινη ζωή. (Ο Τραμπ για να υποσκελίσει την τότε δοκιμαζόμενη Κίνα, ο Τζόνσον για να ρεφάρει και να διασκεδάσει το BREXIT απέναντι στην ΕΕ). Από την άλλη, προκαλεί τουλάχιστον ερωτηματικά η στάση του ΠΟΥ και προσωπικά του προέδρου του, για τη δίμηνη καθυστέρηση κήρυξης της πανδημίας. Όταν κηρύχθηκε πανδημία στις 11 Μαρτίου 2020, είχε ξεπεραστεί το σημείο καμπής και ελέγχου του ιού, είχαμε ήδη 118.000 κρούσματα σε 114 χώρες. Η παγκοσμιοποιημένη αγορά και ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός έχουν βάλει το χέρι τους, (ή μάλλον έχουν βάλει στο χέρι τους) τον ΠΟΥ, ο οποίος άλλωστε χρηματοδοτείται απ’ αυτούς. Τα μέτρα που πάρθηκαν για τον γεωγραφικό περιορισμό –με αφορμή την Ιταλία– άργησαν κατά πολύ και ο λόγος γι’ αυτό δεν ήταν η δημοκρατία και ελευθερία, αλλά η αγορά και η παραγωγή.

4. Δεν υπήρξε καμιά κρατική προετοιμασία και φροντίδα. Αντίθετα, προνομοποιούνταν διαρκώς και παγκοσμίως η διάλυση και η συρρίκνωση των δημόσιων συστημάτων υγείας. Κι αν αυτό συνέβαινε στον λεγόμενο ανεπτυγμένο κόσμο σε Δύση κι Ανατολή, στον υπόλοιπο κόσμο είναι άγνωστη έννοια η δημόσια υγεία, και ίσως περισσότερο άγνωστη η λέξη υγεία.

Η νεοφιλελεύθερη πολιτική επί 40 και πλέον χρόνια ξήλωνε και ξηλώνει το όποιο κοινωνικό κράτος κατακτήθηκε υπό τον φόβο του κομμουνισμού και από τη δύναμη και τις κατακτήσεις των εργατικών αγώνων και κινημάτων, ενισχύοντας μια εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση της υγείας. Ενίσχυση του κράτους σημαίνει για τους ιθύνοντες θωράκιση των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού, τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες για εξοπλισμούς (αυτό μοιάζει παράλογο, αλλά αυτός είναι ο καπιταλισμός), σημαίνει ολοένα και πιο αυταρχικά θεσμικά, νομικά και τεχνολογικά πλαίσια ελέγχου, παρακολούθησης, καταστολής, πειθάρχησης, τιμωρίας όσων αντιστέκονται ή διεκδικούν.

Η πρόληψη δεν φέρνει κέρδη στον καπιταλισμό, τα δημόσια συστήματα επιβαρύνουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς, η ιδιωτικοποίηση υγείας, πρόνοιας και ασφάλισης αποτελούν αστείρευτες κερδοφόρες πηγές για το σύστημα, η έρευνα και η τεχνολογία έχει υπαχθεί στα μονοπώλια και τις πολυεθνικές… Γι’ αυτό και προνομοποιείται η αντιμετώπιση της πανδημίας με εμβόλια και φάρμακα για να υπάρχει μια αέναη «νόμιμη» κερδοφορία (τόσο στην πραγματική οικονομία, όσο και στα χρηματιστήρια).

5. Η ανισότητα απέναντι στην πανδημία. Αποδείχτηκε για άλλη μια φορά πως στην εποχή του ιμπεριαλισμού απέναντι στις κρίσεις και τις καταστροφές δεν είμαστε όλοι ίσοι. Δεν είναι ίσες οι χώρες και οι λαοί, δεν είναι ίσοι οι άνθρωποι. Η επικινδυνότητα και η διασπορά του ιού είναι ταξικό ζήτημα. Καθορίζεται από την αντίθεση πλούσιων/φτωχών λαών και ανθρώπων. Πολλές και διαφορετικές οι αποδείξεις. Η πυκνότητα πληθυσμού (Ν. Υόρκη, Βραζιλία, Ινδία κ.ά.), οι φαβέλες, τα γκέτο φτωχών, μαύρων, λατίνων, μεταναστών. Οι εργαζόμενοι στα μεγάλα εργοστάσια, στα ορυχεία, στις νέες υπηρεσίες όπου συνυπάρχει μαζικά το νέο προλεταριάτο, στις υπηρεσίες τουρισμού και εστίασης (όποτε λειτουργήσουν), στις κατασκευές… Οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία, κυρίως νοσηλευτές, βοηθητικό προσωπικό και γιατροί χαμηλής βαθμίδας. Επιπλέον, είναι γνωστές και παρούσες οι «συνήθεις» διακρίσεις πρόσβασης στην υγεία και στη θεραπεία ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Και στην πανδημία έπαιξαν το ρόλο τους. Το παράδειγμα της Β. Ιταλίας στην πρώτη φάση της πανδημίας με τα ανοιχτά εργοστάσια και τα μέσα μεταφοράς να μοιάζουν με ανθρώπινες κονσέρβες, τα λέει όλα. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς μέτρα υγιεινής και προστασίας στους τόπους και χώρους παραγωγής, οι τελευταίοι θα γίνονταν βόμβες επέκτασης και διασποράς κρουσμάτων και θανάτων.

Όλοι, μπορεί να κολλήσουν τον ιό. Αλλά δεν είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στον ιό. Δεν είναι ίσος ο πλούσιος και ισχυρός που θα βρει αμέσως κλίνη ΜΕΘ σε άρτια στελεχωμένο νοσοκομείο με τον αδύναμο και φτωχό που θα ξεψυχήσει περιμένοντας τη διακομιδή. Δεν ίση η οικογένεια που θα περάσει την πανδημία σε ένα στριμωγμένο διαμέρισμα χωρίς φως και αέρα, με την οικογένεια που θα περάσει την πανδημία στην άνετη μονοκατοικία ή βίλα της. Δεν είναι ίσος ο Ευρωπαίος πολίτης που ήδη εμβολιάζεται, με τον Αφρικανό που θα κάνει -ίσως- το εμβόλιο στα τέλη του 2022. Δεν είναι ίσοι οι εργαζόμενοι που χάνουν την εργασία τους και το εισόδημά τους με τα στελέχη που εξακολουθούν να διευθύνουν το ίδιο καλά εξ αποστάσεως.

Ελλάδα: Αλαζονεία χωρίς στρατηγική. Επικοινωνιακή αισιοδοξία μπροστά σε σκοτεινό ορίζοντα. Ένδεια ανεξάρτητης πολιτικής διεξόδου.

Χωρίς να έχουμε φτάσει στο τέλος της πανδημίας και μετρώντας αρκετές χιλιάδες νεκρούς, υπάρχουν αρκετά συμπεράσματα και ερωτήματα τόσο για το παρόν όσο και για την επόμενη μέρα μετά την πανδημία.

1. Η κυβερνητική πολιτική κινήθηκε πάνω στα μνημονιακά και νεοφιλελεύθερα ερείπια του δημόσιου συστήματος υγείας, πάνω σε μια ανύπαρκτη πρωτοβάθμια περίθαλψη, έχοντας δεδομένο τον χαρακτήρα μιας οικονομίας υπηρεσιών με λοκομοτίβα τον τουρισμό. Με ανοιχτά και οξυμένα τα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο μεταναστευτικό. Με οικονομικές πληγές μιας 10ετούς κρίσης που είχαν σαν αποτέλεσμα να υπάρχει ένα ποσοστό φτώχειας και ανεργίας πάνω από 20%. Με δραματική υποβάθμιση και συρρίκνωση των μικροαστικών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στρωμάτων. Το θλιβερό παράδειγμα της Ιταλίας οδήγησε την κυβέρνηση να ακολουθήσει τη γραμμή του lockdown, αποφεύγοντας το ολικό κλατάρισμα και σώζοντας πολιτικά τον εαυτό της. Η επιτυχία διαχείρισης του πρώτου κύματος που πολλαπλασιαζόταν από την αγοραία πρωτοφανή υποστήριξή της από τα ΜΜΕ και που οφείλεται κυρίως στην τύχη και καθόλου στην οργάνωση, ενίσχυσε και ανέπτυξε την υπάρχουσα αλαζονεία της «άριστης» φυλής που νόμιζε ότι η τύχη θα συνεχιστεί. Το δεύτερο κύμα προέκυψε κυρίως από το άνοιγμα των συνόρων λόγω τουριστικής βιομηχανίας, κατ’ επιταγή διεθνών και ντόπιων συμφερόντων, χωρίς την παραμικρή προετοιμασία ενίσχυσης της πρόληψης και της αντιμετώπισης της πανδημίας (πρωτοβάθμια, υγειονομικό προσωπικό, ΜΕΘ, τεστ, κεντρική και περιφερειακή οργάνωση…) και χωρίς αυτονόητα και αποδεδειγμένα μέτρα επιδημιολογικής επιτήρησης (γρήγορα τεστ, αντιδραστήρια, μηχανήματα, έλεγχος ιχνηλασίας, βαθμός διασποράς κλπ). Η αλλοπρόσαλλη γραμμή –λόγω ανικανότητας αλλά και ομηρίας από διαφορετικά συμφέροντα– του «βλέποντας και κάνοντας» με εναλλαγές μερικού και ολικού lockdown, υπηρέτης αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων που την στηρίζουν, καθώς και η αναμενόμενη αποτυχία της στο δεύτερο κύμα, γέννησε μια πλατιά δυσαρέσκεια και εμφάνισε όρους φθοράς της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

2. Η επιδοματική πολιτική-σε αναντιστοιχία με μια πολιτική ανασυγκρότησης- που ακολούθησε και συνεχίζει να ακολουθεί η κυβέρνηση αντιμετωπίζοντας προσωρινά την οικονομική καταστροφή εργαζομένων και μικρομεσαίων στον τομέα της αγοράς καταναλωτικών προϊόντων και στην εστίαση/τουρισμό κλπ, δεν μπορεί να κρύψει το πραγματικό πρόβλημα που είναι ο προσανατολισμός και οι βάσεις της οικονομίας της Ελλάδας. Για άλλη μια φορά ακόμα αποδείχτηκε πως οι οικονομίες που στηρίζονται στις υπηρεσίες θα αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες συνέπειες στις κρίσεις (οικονομικές, υγειονομικές ή φυσικές καταστροφές και γεωπολιτικές αναταραχές) από τις οικονομίες που στηρίζονται στον δευτερογενή και τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας. Επίσης, πρέπει να προστεθεί ότι σε τέτοιου είδους κρίσεις πιο ανθεκτική είναι μια οικονομία του μεγέθους και των ορίων της ελληνικής όταν έχει περισσότερο εσωστρεφή παρά εξωστρεφή προσανατολισμό. Από την ένταξη στην ΕΕ/ΕΟΚ και ακολουθώντας με πλήρη υποταγή τις επιλογές, εντολές, οδηγίες, προσανατολισμούς για την ελληνική οικονομία και τον χαρακτήρα της, απουσιάζει μια πολιτική εγχώριας παραγωγής και στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έτσι κι αλλιώς αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, αύξησης των δημόσιων επενδύσεων στο χώρο των υποδομών και της δημιουργίας ικανών μονάδων πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής. Αλλά για να ανοίξει η συζήτηση για μια τέτοια πολιτική, απαιτείται να την ανοίξει ή να την επιβάλει σοβαρά και αξιόπιστα κάποια πολιτική ή κοινωνική δύναμη ξεπερνώντας το δόγμα μιας πολιτικής που αρχίζει και τελειώνει με το ευρώ και την ΕΕ. Με αυτή την οπτική, τα ζητήματα της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της διεύρυνσης του δημόσιου και κοινωφελούς χώρου και της κοινωνικής οργανωμένης αλληλεγγύης θα έπρεπε να τεθούν σαν πρώτη προτεραιότητα.

3. Η σιωπή της αντιπολίτευσης, ο λήθαργος του ΣΥΡΙΖΑ, οφείλεται στο αμαρτωλό παρελθόν αλλά και στο υποταγμένο παρόν του στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και πολιτικές. Παλινδρόμησε μεταξύ της γραμμής του lockdown, της επιδοματικής πολιτικής (πάρτε λεφτά από το μαξιλάρι), του ανοίγματος του τουρισμού και των επιχειρήσεων. Σεβάστηκε τα μνημονιακά όρια και δεσμά, υπηρέτησε μια επιδοματική πολιτική αντί μιας παραγωγικής και οικονομικής ανασυγκρότησης, άφησε αβοήθητους στα πελάγη του χρέους τους μικρομεσαίους, και τελείωσε τη δυνατότητα και την προσδοκία μιας εναλλακτικής λύσης και διεξόδου βυθίζοντας στην απογοήτευση τον κόσμο που τον εμπιστεύτηκε, και προβοκάροντας από «τα μέσα» την έννοια και τις αξίες της αριστεράς. Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που ομοίως με τη ΝΔ είχε μια αλλοπρόσαλλη πολιτική που τον καθιστούσε ακόμα πιο ανίκανο και αφερέγγυο από τη ΝΔ για να αντιμετωπίσει την πανδημία, που από τον Μάιο φώναζε για το άνοιγμα του τουρισμού και της οικονομίας, ο ίδιος που τώρα φωνάζει για τις συνέπειες της πανδημίας. Καθοδηγείται μόνο από τον στόχο της εναλλαγής στην κυβέρνηση προσπαθώντας να συγκροτήσει ένα αντιδεξιό-αντιΜητσοτακικό μέτωπο για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Η στρατηγική του εξαντλείται στην αναμονή συσσώρευσης δυσαρέσκειας προς τη ΝΔ που θα αναγκάζει ψηφοφόρους να την αποδοκιμάζουν χωρίς ωστόσο να επιδοκιμάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Η άμεση ταχτική του αφορά στην επανασύσταση του κεντρώου χώρου διεμβολίζοντας ή συμπράττοντας με το υπό διπλή λεηλάτηση ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ. Δικομματισμός των ομοίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στο ίδιο πλαίσιο με αυτό που υπηρετεί η ΝΔ και η αστική τάξη της χώρας. Αδυνατεί ή και αρνείται να αντιληφθεί τις παγκόσμιες αλλαγές που προκαλούνται από την πανδημία και την οικονομική κρίση. Δεν βλέπει στις επερχόμενες αναταραχές την ευκαιρία να τεθεί το ερώτημα η πρόκληση και η ανάγκη για μια ριζική αλλαγή της πορείας της χώρας και της τύχης του λαού της. Παρά τις φραστικές οξύνσεις, στην Ελλάδα έχουμε δύο, όχι ίδια, αλλά πάντως όμοια κόμματα.

Η πανδημία συναντά τον καπιταλισμό: ο κορονοϊός και το μεγάλο κραχ

Τα χρηματιστήρια είναι συνήθως ένα καλό μέτρο για να προβλέψει κανείς επικείμενα οικονομικά προβλήματα ή ακόμα και προβλήματα στην παραγωγή του κέρδους. Η πανδημία ξεκινάει από την πρώτη παραγωγό χώρα στον κόσμο, την Κίνα. Η μητρόπολη Wuhan στην καρδιά της χώρας μπαίνει σε καραντίνα και τα χρηματιστήρια της Δύσης αρχίζουν να σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Ο Dax κλείνει στις 19 Φεβρουαρίου στις 13.795 μονάδες, ιστορικό υψηλό, και υποχωρεί έπειτα σταθερά. Οι κυβερνήσεις της Δύσης αρχίζουν να αναγνωρίζουν, η μία μετά την άλλη, πως ο ιός θα χρειαστεί δραστικά μέτρα. Η αρχή γίνεται από την ιταλική κυβέρνηση με λοκντάουν και αποκοπή ολόκληρων περιοχών της Λομβαρδίας και της Βενετίας από την υπόλοιπη χώρα. Κάπου εκεί καταλαβαίνουν επενδυτές και κερδοσκόποι πως ο ιός δεν απειλεί μοναχά την ανθρώπινη ζωή, μπορεί να οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία σε βαθιά κρίση.

Και η κρίση ήρθε. Μετά το υψηλό του Φεβρουαρίου ο Dax και οι υπόλοιποι διεθνείς δείκτες έχασαν περίπου το 40% της αξίας τους. Για τους κερδοσκόπους φάνηκε να πραγματοποιείται το χειρότερο δυνατό σενάριο. Πρώτον, συνεχίστηκε η πτώση της κερδοφορίας των μεγάλων εταιρειών που είχε ξεκινήσει από το 2018 και η οποία, υπό την πίεση του κορονοϊού, απειλεί να μετατραπεί σε μια βαριά ύφεση. Δεύτερον, αδύναμες επιχειρήσεις σχεδόν έφτασαν στο χείλος της χρεοκοπίας και αδυνατούν να πληρώσουν τα χρέη τους, τα οποία έχουν περίπου διπλασιαστεί από το 2009. Τρίτον, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τους χρηματοδότες τους και κυρίως για τις τράπεζες και να θέσει ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε κίνδυνο. Η σχεδόν σε πανικό ατμόσφαιρα των χρηματιστηρίων ενισχύθηκε και από την κατάσταση στην αγορά πετρελαίου. Η τιμή του απαραίτητου για την βιομηχανική παραγωγή ορυκτέλαιου αποτελεί συχνά βάσιμο παγκόσμιο οικονομικό δείκτη. Η ζήτηση και οι τιμές του πετρελαίου έχουν υποχωρήσει εδώ και μήνες κυρίως λόγω της αργής και ασθενικής ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής στην Κίνα. Στο τέλος Φεβρουαρίου και στο ξεκίνημα του Μαρτίου κατέρρευσε επίσης και μια συμφωνία μεταξύ των δύο μεγαλύτερων εξαγωγών ορυκτέλαιων του κόσμου, της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης πετρελαίου έγιναν προσωρινά αρνητικά. Ο αγοραστής λάμβανε ουσιαστικά μπόνους για να πάρει πετρέλαιο. Τις μέρες εκείνες εμφανίστηκαν και οι πρώτες συγκρίσεις με το 1929, όταν μειώθηκαν δραματικά οι τιμές των βιομηχανικών πρώτων υλών και των αγροτικών αγαθών.

Άξιο απορίας είναι το γεγονός πως τα χρηματιστήρια αρχίζουν ήδη από τον Απρίλιο να σημειώνουν άνοδο. Μέχρι τον Μάιο δε, είχε ανακτηθεί περισσότερο από το μισό των απωλειών του Μαρτίου. Στις ΗΠΑ το αρνητικό ρεκόρ της αρχής του έτους ξεπεράστηκε τον Σεπτέμβριο, με τα μεγάλα ιντερνετικά συμφέροντα που επωφελήθηκαν από την κρίση, τις Amazon, Alphabet, Apple, Facebook, Microsoft κ.α., να σημειώνουν σημαντικά κέρδη.

Τα κράτη στηρίζουν την ζήτηση και τις αγορές, αλλά η καθοδική πορεία απειλεί ακόμα την παγκόσμια οικονομία.

Η γρήγορη και – μέχρι στιγμής – βιώσιμη ανάκαμψη των χρηματιστηρίων κατέστη δυνατή καθώς ήταν αδύνατο να υπολογίσει κανείς το βάθος της κρίσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα, τη διάρκεια και τις μακροπρόθεσμες συνέπειές της. Αρκούσε πιθανά πως οι κεντρικές τράπεζες των ισχυρών κρατών, κυρίως η αμερικανική FED και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρείχαν στις τράπεζες και έμμεσα και στις αγορές δάνεια πολλαπλάσια των προηγούμενων με ευνοϊκούς όρους. Οι τραπεζίτες των κεντρικών τραπεζών δήλωσαν έτσι προς πάσα κατεύθυνση πως δεν θα επέτρεπαν την κατάρρευση καμίας συστημικής τράπεζας, κανενός ταμείου και καμίας σκιώδους τραπεζικής αγοράς. Όπως έδειξε η έκβαση των πρώτων ημερών του Μαρτίου όμως, αυτή η χωρίς προηγούμενο ένεση ρευστότητας μέσω των κεντρικών τραπεζών δεν θα έφτανε. Κρίθηκε αναγκαίο, οι κυβερνήσεις των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών να απελευθερώσουν κεφάλαια από τον κρατικό προϋπολογισμό σε μια εντελώς νέα κλίμακα, πρώτον για να αποτρέψουν την πτώχευση μεγάλων εταιρειών, δεύτερον για να αποκαταστήσουν μερικά την απώλεια της ζήτητσης που προκάλεσε το λοκντάουν και τρίτον για να ενισχύσουν τις επενδύσεις μετά την καταστροφή που προκάλεσε ο κορονοϊός μέσω γενναίων παροχών.

Τα οικονομικά προγράμματα των κυβερνήσεων ήρθαν γρηγορότερα από ποτέ. Στη Γερμανία, ο υπουργός Οικονομίας Peter Altmaier (CDU) και ο υπουργός Οικονομικών Olaf Scholz (SPD) ανακοίνωσαν το γερμανικό πρόγραμμα βοήθειας στις 14 Μαρτίου. Αρχικά ήταν περίπου 900 δισεκατομμύρια ευρώ, περίπου διπλάσιο από το θρυλικό πρόγραμμα διάσωσης τραπεζών του Οκτωβρίου του 2008, στο αποκορύφωμα της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα. Επιπλέον, τέθηκε σε αναστολή η απαίτηση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς που είχε ενσωματωθεί στο σύνταγμα το 2009. Το ύψος του προγράμματος κρίθηκε θετικά. «Μπορούμε να το σηκώσουμε» είπαν υπουργοί, βουλευτές και ΜΜΕ. Οι καπιταλιστικές ενώσεις φαινόταν πολύ ικανοποιημένες που απαλλάχτηκαν τόσο εύκολα από την απαγόρευση της δημιουργίας χρέους, η οποία πρόσφατα τους έγινε βάρος, σίγουροι βέβαια πως ανα πάσα στιγμή μπορούν και την αναβιώσουν.

Η επιδημία σε καμία περίπτωση δεν έχει ξεπεραστεί, στη Δύση δεν έχει τεθεί καν υπό κάποιον έλεγχο. Οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για την οικονομική συρρίκνωση κατά το επόμενο έτος είναι -4,4% για τις ΗΠΑ, -8,3% για την ΕΕ, -6% για την Γερμανία και ένα μικρό συν σχεδόν δύο τοις εκατό για την Κίνα. Σύμφωνα με αυτήν την εκτίμηση, ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου αναμένεται να μειωθεί κατά δέκα τοις εκατό το 2020. Ακόμα και σύμφωνα με αυτή τη φιλική εκτίμηση του ΔΝΤ, το 2021 δεν θα είναι σε θέση να αντισταθμίσει τη χειρότερη ύφεση που έχει βιώσει η παγκόσμια οικονομία μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό θα απαιτούσε από τα οικονομικά ισχυρά κράτη προγράμματα διάσωσης. Λόγω των περιστάσεων, συνετοί ηγέτες θα αναγκαστούν να δημιουργήσουν νέα ζήτηση (εξοπλισμοί, πράσινη ανάπτυξη, υποδομές, μπόνους κατά την αγορά καταναλωτικών αγαθών) και ταυτόχρονα να χρηματοδοτήσουν μέρος του κόστους παραγωγής αυτών. Στον κρατικό-μονοπωλιακό καπιταλισμό, εν μέσω ακόμα του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος, το κράτος γίνεται όλο και πιο απαραίτητο. Αντί για ανοδική πορεία ή ακόμη και για στασιμότητα, απειλεί η οικονομική ύφεση.

Πηγή: Junge Welt

Μετάφραση: antapocrisis

Ρέπουν οι νέοι μας προς τον κομμουνισμό;

Στις αρχές Νοέμβρη το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) δημοσίευσε μια έρευνα του αναφορικά με τις αντιλήψεις των νέων της Ελλάδας για τον κομμουνισμό, 31 χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Το ΚΕΦΙΜ είναι ένα think tank που στόχο έχει τη διάδοση των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων απόψεων. Στο ΚΕΦΙΜ συμμετέχουν η Μιράντα Ξαφά, ο Πέτρος Δούκας κ.α. ενώ πρόεδρος είναι ο κ. Σκούρας με ισχυρές σχέσεις με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα στις ΗΠΑ.

Τα αποτελέσματα της έρευνας, που μεταξύ άλλων φρίκαραν το ακραία φιλελεύθερο think tank, έδειξαν ότι περίπου το 60% των νέων της χώρας εκτιμά σήμερα ότι η πορεία της Ελλάδας θα ήταν καλύτερη αν βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.

Ας ξεκινήσουμε με το προφανές. Γιατί να απασχολεί τους φιλελεύθερους της χώρας σήμερα η αντίληψη των νέων για τον «κομμουνισμό» 30 χρόνια μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού; Γιατί τόση ανησυχία για κάτι που κατέρρευσε 30 χρόνια πριν;

Τη στιγμή μάλιστα που στην ιστοσελίδα τους υπερηφανεύονται ότι το σύστημα της οικονομίας της αγοράς πατάει πάνω σε πλάτες γιγάντων γιατί έχει αποδείξει την υπεροχή του; Μήπως δεν είναι οι ίδιοι άνθρωποι που διατείνονται παντού και σε όλους τους τόνους ότι ο κομμουνισμός είναι αποτυχημένο σύστημα και ανήκει στο παρελθόν; Δεν είναι εκείνοι που είναι βέβαιοι ότι ο καπιταλισμός είναι το σύστημα εκείνο που εξασφαλίζει την ευημερία, την ειρήνη και την ανάπτυξη; Γι’ ακόμη μια φορά οι κύριοι του ΚΕΦΙΜ και οι ιδεολογικοί τους φίλοι δεν είναι εκείνοι που δηλώνουν με αυταρέσκεια ότι ο καπιταλισμός είναι το βέλτιστο δυνατό κοινωνικό σύστημα και δεν απειλείται από τίποτα; Δεκαετίες τώρα έχουν όλα τα μέσα (μίντια, ντοκιμαντέρ και ταινίες, εκπαίδευση) και ξαναγράφουν την ιστορία του 20ου αιώνα, ώστε να νομίζει ο κόσμος ότι ο φασισμός νικήθηκε στο Περλ Χάρμπορ και στη Νορμανδία και ότι ο Στάλιν κάθε μήνα έσφαζε κάποια εκατομμύρια αντιφρονούντες. Έχουν όλα τα μέσα (καταναλωτισμός, πολιτιστικά σκουπίδια, χειραγωγούμενα social media) για να χειραγωγούν τις συνειδήσεις, ειδικά των νέων. Δεν έχουν αντίπαλο. Τι φοβούνται; Γιατί τόση πρεμούρα;

Την έρευνα μονοπωλούν ερωτήματα του στυλ: «Ήταν ίδια η αγοραστική δύναμη Ελλάδας-Βουλγαρίας μετά το 1990;» ή «Ποια από τα ακόλουθα προϊόντα μπορούσε να αγοράσει ο μέσος πολίτης ελεύθερα στην Σοβιετική Ένωση το 1985 και να παραλάβει την ίδια μέρα;» και στη λίστα συμπεριλαμβάνονται τα… καλσόν.

Με τέτοιου είδους ερωτήματα προσπαθεί η «έρευνα» να εκμαιεύσει την απάντηση που θέλει. Ότι δηλαδή ο κομμουνισμός είναι ένα αποτυχημένο σύστημα και ο καπιταλισμός το πιο αποτελεσματικό σύστημα. Ακόμα όμως και με στημένες ερωτήσεις δεν τους βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα. Κι αυτό γιατί πέρα από τις στημένες ερωτήσεις, υπάρχει και η ωμή πραγματικότητα. Οι νέοι, στους οποίους απευθύνονται τα ερωτήματα, ίσως παίρνουν μισθούς πείνας. Ίσως είναι υποχρεωμένοι να ζουν με τους γονείς τους ως τα 40. Ίσως είναι άνεργοι. Ίσως να μπορούν να αγοράσουν ένα καλσόν, αλλά η ζωή τους να είναι διαρκώς βουλιαγμένη στο οικονομικό αδιέξοδο. Ίσως να μη στήνονται στην ουρά για ένα τζήν, αλλά να ζουν για να δουλεύουν και όχι να δουλεύουν για να ζουν.

Στην έρευνα υπάρχουν αρκετά ερωτήματα με σαφή προσανατολισμό. Πατάνε πάνω στα αδιέξοδα του υπαρκτού σοσιαλισμού, στην ύστερη μεταβατική πορεία του προς την παλινόρθωση του καπιταλισμού, κυρίως στην οικονομία και στον τομέα των αγαθών. Οι ίδιοι φιλελεύθεροι που το 1988 πανηγύριζαν για την Περεστρόικα, σήμερα βάζουν την ερώτηση «ποια ήταν η διαφορά στην αγοραστική δύναμη μεταξύ των πολιτών ΗΠΑ και ΕΣΣΔ το 1992». Δηλαδή οι ίδιοι που έλεγαν τότε ότι η λύση είναι η παλινόρθωση του καπιταλισμού, διατυπώνουν το ερώτημα γιατί η λύση που πρότειναν δεν ήταν τελικά λύση. Βεβαίως δε συζητάμε κάποια πιο σοβαρή μελέτη, ότι για παράδειγμα οι καπιταλιστικές σχέσεις (κίνητρο του κέρδους, ανταγωνισμός, μαύρη αγορά) που είχαν διευρυνθεί δεκαετίες πριν στην οικονομία του υπαρκτού σοσιαλισμού, φταίνε για τα αδιέξοδα που δημιουργήθηκαν. Για το ΚΕΦΙΜ το ερώτημα αφορά που έβρισκες πιο εύκολα καλσόν και αυτοκίνητα BMW το 1992. Στις ΗΠΑ ή στην ΕΣΣΔ; Σοβαρό think tank.

Από την άλλη απουσιάζουν εκκωφαντικά ερωτήσεις που θέτουν άλλες προτεραιότητες. Αν πραγματικά τα think tank των φιλελευθέρων υπερασπίζονται τον «ελεύθερο» διάλογο και την ανοιχτότητα, γιατί δεν υπάρχει καμία ερώτηση για την παιδεία, την υγεία, τον πολιτισμό, το δικαίωμα στη στέγη ή το δικαίωμα στα αξιοπρεπή γηρατειά; Όπως για παράδειγμα, υπήρχαν άστεγοι στην ΕΣΣΔ; Σε μια πανδημία πόσο κόστιζε στον ασθενή η περίθαλψη στη σοσιαλιστική Βουλγαρία, συγκριτικά με τα 35 χιλ δολάρια που κοστίζει σήμερα στις ΗΠΑ; Ποιο ποσοστό του πληθυσμού είχε πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στις ΗΠΑ και ποιο στην ΕΣΣΔ και με ποια κριτήρια; Που ήταν τα μεγαλύτερα ποσοστά αναλφαβητισμού, αλκοολισμού, σχετικού και απόλυτου κοινωνικού αποκλεισμού; Στην καπιταλιστική Βραζιλία ή στη σοσιαλιστική Κούβα; Πιστεύετε ότι σε μια πανδημία η διαχείριση σε ένα άλλο κοινωνικό σύστημα με άλλες προτεραιότητες θα είχε σαν αποτέλεσμα εκατομμύρια νεκρούς και εκατοντάδες εκατομμύρια πεινασμένους, ανέργους και με ψυχολογικά προβλήματα; Κανένα τέτοιο ερώτημα δεν υπάρχει. Γιατί τότε τα συμπεράσματα θα ήταν… ασυμμάζευτα.

Αυτό που δείχνει έμμεσα η έρευνα του ΚΕΦΙΜ πρέπει ωστόσο να μας απασχολεί. 31 χρόνια μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ το φάντασμα του κομμουνισμού στοιχειώνει τους φιλελεύθερους αυτής της χώρας παρ’όλες τις παρόλες τους για το αντίθετο. Γιατί διαφορετικά δε θα είχαν λόγο να ασχοληθούν μαζί του. Γιατί το αύριο προμηνύεται σκοτεινό για τη νεολαία και καμία καπιταλιστική φόρμουλα δεν το σώζει κι αυτό οι κύριοι και οι κυρίες των φιλελεύθερων think tank το γνωρίζουν παρά τις αγκυλώσεις τους.

Το πρόβλημα τους δεν είναι η ΕΣΣΔ του Μπρέζνιεφ και του Γκορμπατσόφ. Το πρόβλημα είναι να μην τεθούν ως  βασικές προτεραιότητες μιας κοινωνίας η υγεία και η παιδεία και όχι τα… καλσόν. Ξέρουν ότι σε αυτό το γήπεδο θα χάσουν από έναν ανώτερο αντίπαλο. Το Σοσιαλισμό.

Γιατί ο καπιταλισμός παράγει δουλειές του κώλου

Το antapocrisis αναδημοσιεύει από τον ιστότοπο koinoi-topoi.gr τον πρόλογο του βιβλίου του συγγραφέα David Graeber “Για το φαινόμενο των δουλειών του κώλου”, καθώς και το εισαγωγικό σημείωμα της μετάφρασης. Ο David Graeber που άφησε την τελευταία του πνοή στις 2/9/2020 ήταν καθηγητής ανθρωπολογίας στο LSE, ακτιβιστής και συγγραφέας. Το 2013 δημοσίευσε στο περιοδικό Strike ένα ομώνυμο άρθρο που πραγματευόταν το φαινόμενο των άχρηστων εργασιών που παράγει ο καπιταλισμός. Το άρθρο έκανε εξαιρετική αίσθηση και μετεξελίχθηκε σε βιβλίο.

Την άνοιξη του 2013, άθελά μου, ξεκίνησα μια μικρή διεθνή αναταραχή.

Όλα ξεκίνησαν όταν μου ζητήθηκε να γράψω ένα κείμενο για ένα νέο ριζοσπαστικό περιοδικό ονόματι “Strike!”. Ο εκδότης του με ρώτησε αν είχα κάτι προκλητικό, το οποίο κανείς άλλος δεν προσφέρεται να δημοσιεύσει. Συνήθως, έχω μία ή δύο τέτοιες ιδέες πρόχειρες οπότε έφτιαξα ένα προσχέδιο και του το παρουσίασα με τον τίτλο «Γιατί ο καπιταλισμός παράγει άχρηστες δουλειές».

Το κείμενο βασιζόταν σε ένα προαίσθημα. Όλοι μας γνωρίζουμε το είδος εκείνο των εργασιών οι οποίες δεν μοιάζουν, στους τρίτους, να προσφέρουν επί της ουσίας το παραμικρό: σύμβουλοι ανθρώπινου δυναμικού, υπεύθυνοι επικοινωνίας, υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων, οικονομικοί σύμβουλοι, εταιρικοί δικηγόροι ή το είδος εκείνο των (εξαιρετικά γνώριμων στο ακαδημαϊκό περιβάλλον) ανθρώπων που περνούν τον χρόνο τους στελεχώνοντας επιτροπές που διαβουλεύονται πάνω στο πρόβλημα της ύπαρξης περιττών επιτροπών. Η λίστα φαινόταν ατελείωτη. Κι αν -αναρωτήθηκα- αυτές οι δουλειές είναι πράγματι άχρηστες, και εκείνοι που τις ασκούν έχουν επίγνωση αυτού του πράγματος; Όλοι μας, που και που, συναντούμε ανθρώπους οι οποίοι φαίνεται να αισθάνονται πως η δουλειά τους είναι άχρηστη και περιττή. Θα μπορούσε να υπάρξει τίποτα πιο αποθαρρυντικό από το να έχεις να ξυπνήσεις τις πέντε από τις επτά ημέρες κάθε βδομάδας της ενήλικης ζωής σου προκειμένου να εκτελέσεις ένα καθήκον που σιωπηρά κάποιος θα πίστευε ότι είναι περιττό – ότι απλούστατα είναι χάσιμο χρόνου ή πόρων, ή ακόμη και ότι κάνει τον κόσμο μας χειρότερο; Δεν θα ήταν ένα φρικτό ψυχικό τραύμα που θα διαπερνούσε την κοινωνία μας; Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, ήταν κάτι για το οποίο κανένας δεν φαινόταν να μιλάει. Υπήρχαν δεκάδες έρευνες γύρω από το αν οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι στη δουλειά τους. Δεν υπήρχε καμία, απ’ όσο ήμουν σε θέση να γνωρίζω, έρευνα σχετικά με το αν ένιωθαν ότι η δουλειά τους είχε οποιονδήποτε πραγματικό λόγο να υπάρχει.

Το ενδεχόμενο η κοινωνία μας να περιλαμβάνει πλήθος από άχρηστες δουλειές για τις οποίες κανένας δεν θέλει να μιλήσει φαινόταν αρκετά πιθανό. Το ζήτημα της εργασίας βρίθει από ταμπού. Ακόμη και το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν απολαμβάνει τη δουλειά της και θα απολάμβανε μια δικαιολογία προκειμένου να μην πάει στη δουλειά, θεωρείται ως κάτι που δεν μπορεί, στην πραγματικότητα, να ομολογήσει κανείς στην τηλεόραση – σίγουρα, πάντως, όχι στις ειδήσεις, ακόμη κι αν γίνεται κάποια περιστασιακή μνεία σε ντοκιμαντέρ και σε αστεία stand-up κωμικών. Είχα προσωπική εμπειρία από τα εν λόγω ταμπού: κάποια στιγμή είχα υπάρξει εκπρόσωπος τύπου για μια ομάδα ακτιβιστών που φημολογείτο ότι σχεδίαζε μια καμπάνια πολιτικής ανυπακοής προκειμένου να διακοπεί η λειτουργία του συστήματος μεταφορών της Ουάσιγκτον, ως μέρος των γενικότερων κινητοποιήσεων ενάντια σε μια παγκόσμια οικονομική διάσκεψη που θα λάμβανε χώρα στην πόλη. Αν έμοιαζες με αναρχικό, τις ημέρες που προηγήθηκαν, μετά βίας μπορούσες να πας οπουδήποτε χωρίς κάποιος ευδιάθετος δημόσιος υπάλληλος να σε πλησιάσει και να σε ρωτήσει αν ήταν πράγματι αλήθεια ότι δεν θα μπορούσε να πάει στη δουλειά του τη Δευτέρα. Παρόλα αυτά, την ίδια στιγμή τα τηλεοπτικά επιτελεία κατάφεραν με υπευθυνότητα να πάρουν συνεντεύξεις από δημοτικούς υπαλλήλους της πόλης -και δεν θα με εξέπληττε αν κάποιοι από αυτούς ήταν οι ίδιοι υπάλληλοι που με σταμάταγαν στον δρόμο- οι οποίοι σχολίαζαν πόσο απαράδεκτο θα ήταν να μην μπορούν να πάνε στη δουλειά τους, αφού γνώριζαν τι θα σήμαινε το να βγουν στην τηλεόραση. Κανένας δεν φαίνεται να νιώθει ελεύθερος να πει τι πραγματικά νιώθει για τέτοιου είδους ζητήματα – τουλάχιστον δημόσια.

Φάνταζε πιθανό, αλλά δεν ήμουν κι απολύτως σίγουρος. Κατά κάποιον τρόπο, έγραψα το κείμενο σαν ένα είδος πειραματισμού. Με ενδιέφερε να δω τι είδους αντιδράσεις θα προκαλούσε.

Ιδού τι έγραψα για το ζήτημα τον Αύγουστο του 2013:

Γιατί ο καπιταλισμός παράγει άχρηστες δουλειές

Το 1930 ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς προέβλεψε ότι, έως το τέλος του αιώνα, η τεχνολογία θα είχε προχωρήσει τόσο πολύ ώστε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία ή οι ΗΠΑ θα πετύχαιναν την καθιέρωση μόλις 15 ωρών εργασίας την εβδομάδα. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι είχε δίκιο. Με τεχνολογικούς όρους, είμαστε πράγματι ικανοί για κάτι τέτοιο. Και, παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Αντ’ αυτού, η τεχνολογία χρησιμοποιείται προκειμένου να βρίσκει τρόπους για να μας κάνει να δουλεύουμε περισσότερο. Προκειμένου να το πετύχει, έπρεπε να δημιουργηθούν δουλειές που, στην ουσία, είναι άχρηστες. Ολόκληρες στρατιές ανθρώπων, πρωτίστως στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, αναλώνουν το σύνολο του εργασιακού τους βίου εκτελώντας καθήκοντα που μέσα τους πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να εκτελούν. Η ηθική και πνευματική ζημία που απορρέει από αυτή την κατάσταση είναι βαθύτατη. Είναι μια πληγή στον συλλογικό μας ψυχισμό. Και, παρόλα αυτά, κανένας δεν μιλάει γι’ αυτό.

Γιατί η υποσχόμενη ουτοπία του Κέυνς -ήδη πολυαναμενόμενη από τη δεκαετία του ‘60- δεν πραγματώθηκε ποτέ; Η συνήθης σημερινή απάντηση είναι ότι ο Κέυνς δεν υπολόγισε την τεράστια αύξηση του καταναλωτισμού. Ανάμεσα στο δίλημμα λιγότερων ωρών εργασίας ή περισσότερων παιχνιδιών και απολαύσεων, διαλέξαμε συλλογικά το δεύτερο. Πρόκειται για ένα όμορφο ηθικοπλαστικό παραμύθι· αρκεί, ωστόσο, μια στιγμή σκέψης προκειμένου να αποδειχθεί ότι δεν στέκει κάτι τέτοιο. Πράγματι, από τη δεκαετία του ‘20, έχουμε γίνει μάρτυρες της δημιουργίας ενός πελώριου αριθμού νέων θέσεων και κλάδων εργασίας· εντούτοις, η παραγωγή και η διανομή σούσι, iPhones ή φανταχτερών αθλητικών παπουτσιών αφορά ελάχιστους.

Οπότε σε τι ακριβώς συνίστανται αυτές οι νέες δουλειές; Ένα πρόσφατο ρεπορτάζ που συνέκρινε την εργασία στις ΗΠΑ μεταξύ 1910 και 2000 μάς δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα (εικόνα που -υπογραμμίζω- αντανακλάται και στο Ηνωμένο Βασίλειο). Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, ο αριθμός των εργατών που ασχολούνται με τα οικιακά, τη βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα έχει υποστεί δραματική ύφεση. Την ίδια στιγμή, νέου τύπου «επαγγελματίες» όπως managers, υπάλληλοι, πωλητές και «εργαζόμενοι παροχής υπηρεσιών» έχουν τριπλασιαστεί, αυξανόμενοι, πλέον, «από το ένα στα τρία τέταρτα του συνολικού αριθμού απασχολουμένων». Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς είχε προβλεφθεί, οι παραγωγικές δουλειές έχουν αυτοματοποιηθεί σε τρομακτικά μεγάλο βαθμό (ακόμη κι αν συνυπολογίσει κανείς τους βιομηχανικούς εργάτες που υπάρχουν παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της στρατιάς ανθρώπων που μοχθούν στην Ινδία και στην Κίνα, τέτοιου τύπου εργάτες δεν αγγίζουν ούτε μετά βίας ένα υπολογίσιμο ποσοστό του συνολικού παγκόσμιου πληθυσμού, όπως συνέβαινε παλαιότερα).

Αλλά αντί η συγκεκριμένη εξέλιξη να οδηγήσει σε μια δραστική μείωση των ωρών εργασίας, απελευθερώνοντας τον πληθυσμό του πλανήτη προκειμένου να ασχοληθεί με τις προσωπικές του ασχολίες, τις απολαύσεις, τα οράματα και τις ιδέες του, αυτό που συναντούμε είναι η υπερδιόγκωση, όχι τόσο του τομέα των «υπηρεσιών», όσο του διοικητικού τομέα, έως το σημείο που δημιουργεί ολόκληρες νέες βιομηχανίες όπως αυτή των οικονομικών υπηρεσιών ή του telemarketing, ή την άνευ προηγουμένου επέκταση τομέων όπως το εταιρικό δίκαιο, η διοίκηση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και της υγείας, του ανθρωπίνου δυναμικού και των δημοσίων σχέσεων. Και αυτοί οι αριθμοί δεν αντανακλούν καν όλους εκείνους τους ανθρώπους των οποίων η δουλειά είναι να παρέχουν διοικητική και τεχνική υποστήριξη ή ασφάλεια σε αυτές τις βιομηχανίες, ή, πολύ πιο πέρα από αυτά, μια πλειάδα υποστηρικτικών υπηρεσιών (κομμωτήρια σκύλων, ολονύκτιες διανομές πίτσας) που υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή όλοι οι υπόλοιποι ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο στη δουλειά τους.

Είναι αυτές που αποκαλώ «δουλειές του κώλου».

Είναι σαν κάποιος εκεί έξω να επινοεί άσκοπες δουλειές μόνο και μόνο για να μας κρατάει όλους απασχολημένους. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το μυστήριο. Στον καπιταλισμό, αυτό ακριβώς είναι που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Ασφαλώς, στα παλιά και αναποτελεσματικά σοσιαλιστικά κράτη όπως η Σοβιετική Ένωση, όπου η εργασία αποτελούσε όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και ιερό καθήκον, το σύστημα δημιουργούσε όσες θέσεις εργασίας χρειαζόταν (γι’ αυτό και στα σοβιετικά πολυκαταστήματα χρειάζονταν τρεις υπάλληλοι για να πουλήσουν ένα κομμάτι κρέας). Προφανώς, όμως, αυτό ακριβώς είναι το είδος του προβλήματος που ο ανταγωνισμός της αγοράς υποτίθεται ότι πρέπει να επιλύσει. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, το τελευταίο πράγμα που θα έκανε μια εταιρεία που στοχεύει στο κέρδος, θα ήταν να ξοδέψει χρήματα σε εργαζόμενους που δεν της χρειάζονται. Ωστόσο, κατά κάποιον περίεργο τρόπο, αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει.

Παρόλο που οι εταιρείες μπορεί να επιδίδονται σε αδίστακτες μειώσεις προσωπικού, οι απολύσεις και η εντατικοποίηση των ωραρίων επιβαρύνουν, χωρίς εξαίρεση, την τάξη των ανθρώπων που επί της ουσίας φτιάχνουν, κινούν, επιδιορθώνουν και διατηρούν τα πράγματα σε τάξη. Με κάποια παράξενη αλχημεία την οποία κανείς δεν μπορεί ακριβώς να εξηγήσει, ο αριθμός των έμμισθων χαρτογιακάδων δείχνει τελικά να διογκώνεται, ενώ ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι βρίσκονται -σχεδόν όπως και στη Σοβιετική Ένωση, στην πραγματικότητα- να δουλεύουν 40 ή ακόμα και 50 ώρες την εβδομάδα – τουλάχιστον στα χαρτιά, καθώς στην πραγματικότητα δουλεύουν μόλις 15 ώρες, όπως ακριβώς ο Κέυνς προέβλεψε, ενώ ο υπόλοιπος χρόνος τους αναλώνεται στην οργάνωση ή παρακολούθηση σεμιναρίων ψυχικής ενδυνάμωσης, στην ενημέρωση του προφίλ τους στο Facebook ή στο κατέβασμα τηλεοπτικών σειρών.

Η απάντηση δεν είναι οικονομικής φύσεως: είναι ξεκάθαρα ηθική και πολιτική. Η άρχουσα τάξη έχει καταλάβει ότι ένας ευτυχισμένος και παραγωγικός πληθυσμός με ελεύθερο χρόνο αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο (σκεφτείτε μόνο την κατάσταση που προέκυψε όταν κάτι αντίστοιχο άρχισε απλώς να συμβαίνει, κατά τη δεκαετία του ‘60). Και, από την άλλη πλευρά, αποτελεί μια εξαιρετικά βολική ιδέα γι’ αυτούς η αίσθηση ότι η εργασία αποτελεί μια ηθική αξία καθαυτή, και ότι οποιοσδήποτε δεν προτίθεται να υποβάλλει τον εαυτό του σε κάποιο είδος εντατικής εργασιακής πειθαρχίας για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του, δεν δικαιούται απολύτως τίποτα.

Κάποια στιγμή, καθώς μελετούσα την ατελείωτη, προφανώς, ραγδαία αύξηση των διοικητικών καθηκόντων στα βρετανικά ακαδημαϊκά τμήματα, βρέθηκα μπροστά σε μια πιθανή εκδοχή της κόλασης. Η κόλαση είναι μια συγκέντρωση ατόμων που περνούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους δουλεύοντας σε ένα αντικείμενο που δεν τους αρέσει και στο οποίο δεν είναι και ιδιαίτερα καλοί. Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι κάποιοι προσελήφθησαν επειδή ήταν εξαιρετικοί επιπλοποιοί, και στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι θα πρέπει να ξοδεύουν ένα μεγάλο μέρος του χρόνου τους τηγανίζοντας ψάρια. Ούτε καν η ίδια η διαδικασία δεν χρειάζεται να πραγματοποιηθεί – αν μη τι άλλο, υπάρχει ένας πολύ περιορισμένος αριθμός ψαριών που πρέπει να τηγανιστούν. Ωστόσο, με κάποιο τρόπο, όλοι αποκτούν μια μνησίκακη εμμονή στη σκέψη ότι κάποιοι από τους συναδέλφους τους θα μπορούσαν να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο φτιάχνοντας έπιπλα, αντί να επωμίζονται το μερίδιό τους στο τηγάνισμα ψαριών, έτσι ώστε, σχετικά σύντομα, ατελείωτες στοίβες από άχρηστα κακοτηγανισμένα ψάρια να συσσωρεύονται στο εργαστήριό τους, αποτελώντας το μόνο τους πραγματικό επίτευγμα.

Πιστεύω ότι αυτή είναι μια αρκετά ακριβής περιγραφή της ηθικής δυναμικής της σύγχρονης οικονομίας.

Ξέρω ότι οποιοδήποτε τέτοιο επιχείρημα αίρει άμεσες αντιρρήσεις: «Ποιος είσαι εσύ που θα μάς πεις ποιες δουλειές είναι πραγματικά “απαραίτητες”; Και τι σημαίνει τελικά πως κάτι είναι ή δεν είναι απαραίτητο; Είσαι ένας καθηγητής ανθρωπολογίας, ποια η “χρησιμότητα” σ’ αυτό;» (και, πράγματι, πολλοί αναγνώστες κουτσομπολίστικων εφημερίδων θα έπαιρναν την ύπαρξη του επαγγέλματός μου ως τον ορισμό της κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος). Και, σ’ ένα βαθμό, αυτά τα επιχειρήματα είναι καταφανώς αληθή. Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικό μέτρο της κοινωνικής αξίας.

Δεν θα τολμούσα να πω σε κάποιον που είναι πεπεισμένος πως έχει μια ουσιώδη συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Αλλά τι γίνεται με αυτούς που είναι πεπεισμένοι ότι τα επαγγέλματά τους είναι άσκοπα; Πρόσφατα ξαναβρέθηκα με έναν φίλο από το σχολείο τον οποίο είχα να δω από 15 χρονών. Έμεινα έκπληκτος όταν ανακάλυψα ότι στο μεσοδιάστημα είχε γίνει πρώτα ποιητής και κατόπιν τραγουδιστής μιας indie ροκ μπάντας. Είχα ακούσει κάποια από τα τραγούδια του στο ραδιόφωνο, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα ότι ο τραγουδιστής ήταν κάποιος που τελικά γνώριζα. Ήταν καταφανώς έξυπνος, ευρηματικός, και η δουλειά του είχε χωρίς αμφιβολία κάνει τις ζωές ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη πιο φωτεινές και πιο όμορφες. Κι όμως, μετά από μερικά ανεπιτυχή άλμπουμς, έχασε το συμβόλαιό του, και, βυθισμένος στα χρέη και με μια νεογέννητη κόρη, κατέληξε, όπως το έθεσε, «να ακολουθήσει την πεπατημένη επιλογή τόσων άλλων ματαιόδοξων τύπων: τη Νομική». Πλέον είναι δικηγόρος σ’ ένα διακεκριμένο δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης. Ήταν ο πρώτος που παραδέχτηκε ότι η δουλειά του ήταν εντελώς ανούσια· ότι δεν προσέφερε το παραμικρό στον κόσμο και ότι, κατά τη δική του άποψη, στην πραγματικότητα το επάγγελμά του δεν θα έπρεπε να υπάρχει.

Πολλά ερωτηματικά ανακύπτουν, με πρώτο και κύριο τι σημαίνει για την κοινωνία μας το γεγονός ότι δείχνει να παράγει μια εξαιρετικά περιορισμένη ζήτηση για ταλαντούχους νέους ποιητές – μουσικούς, αλλά αντίθετα παράγει μια εμφανώς απεριόριστη ζήτηση για ειδικούς στο εταιρικό δίκαιο; (Απάντηση: αν το 1% του πληθυσμού ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου πλούτου, αυτό που αποκαλούμε «η αγορά», αντανακλά αυτό που εκείνοι πιστεύουν ότι είναι χρήσιμο ή σημαντικό – κανείς άλλος). Πέραν αυτού, δείχνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι με άχρηστες δουλειές έχουν τελικώς επίγνωση της κατάστασής τους. Για την ακρίβεια, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι έχω ποτέ συναντήσει κάποιον εταιρικό δικηγόρο που να μη θεωρεί ότι η δουλειά του είναι παντελώς άχρηστη. Το ίδιο ισχύει και για όλες σχεδόν τις νέες βιομηχανίες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Υπάρχει μια ολόκληρη τάξη έμμισθων επαγγελματιών που, αν τους συναντήσει κανείς σε πάρτυ και βρουν τη δουλειά του ενδιαφέρουσα (το να είναι κανείς ανθρωπολόγος, για παράδειγμα), θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να μην αναφερθούν στη δική τους δουλειά. Δώστε τους μερικά ποτά και θα ξεκινήσουν τους εξάψαλμους για το πόσο άχρηστη και βλακώδης είναι στην πραγματικότητα.

Υπάρχει μια βαθιά ψυχολογική βία εδώ. Πώς μπορεί κάποιος ακόμη και να ξεκινήσει να μιλά για αξιοπρέπεια στη δουλειά, όταν ενδόμυχα πιστεύει ότι η δουλειά του δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει; Πώς μπορεί να μην προκαλείται βαθιά οργή και μνησικακία; Κι όμως, όπως είδαμε στο παράδειγμα με τα τηγανητά ψάρια, η σύγχρονη κοινωνία έχει μια ιδιάζουσα ικανότητα να στρέφει την οργή των ανθρώπων με άχρηστες δουλειές όχι προς την ελίτ αλλά, αντιθέτως, προς εκείνους που στην ουσία καταφέρνουν να κάνουν δουλειές με νόημα. Για παράδειγμα: στην κοινωνία μας, φαίνεται ότι υπάρχει ένας γενικός κανόνας που λέει πως όσο πιο προφανές είναι ότι η δουλειά κάποιου ανθρώπου ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, τόσο χειρότερα αμειβόμενη είναι. Και πάλι, ένα αντικειμενικό μέτρο είναι δύσκολο να βρεθεί, αλλά ένας εύκολος τρόπος για να το καταλάβουμε είναι να αναρωτηθούμε: τί θα γινόταν αν ολόκληρη αυτή η τάξη ανθρώπων εξαφανιζόταν; Πείτε ό,τι θέλετε για τις νοσοκόμες, τους οδοκαθαριστές ή για τους τεχνίτες· είναι φανερό ότι αν γινόταν ξαφνικά καπνός, τα αποτελέσματα θα ήταν άμεσα και καταστροφικά. Ένας κόσμος χωρίς δασκάλους ή λιμενεργάτες πολύ γρήγορα θα είχε προβλήματα· ακόμη κι ένας κόσμος χωρίς συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας ή μουσικούς σκα θα ήταν αναμφισβήτητα φτωχός. Δεν είναι καθόλου σαφές το πόσο θα υπέφερε η ανθρωπότητα αν εξαφανίζονταν διαμιάς όλοι οι CEOs, οι λομπίστες, οι δημοσιοσχεσίτες, οι λογιστές, οι τηλεπλασιέ, οι δικαστικοί επιμελητές ή οι νομικοί σύμβουλοι (πολλοί υποπτεύονται ότι θα την βελτίωνε θεαματικά)1. Πλην ορισμένων κραυγαλέων εξαιρέσεων (όπως οι γιατροί), ο κανόνας παραμένει όλως παραδόξως εν ισχύ.

Ακόμη πιο διεστραμμένη είναι η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι τα πράγματα θα έπρεπε να είναι πράγματι έτσι. Αυτή είναι μια από τις συγκεκαλυμμένες δυνάμεις του δεξιού λαϊκισμού. Μπορείτε να τη δείτε όταν οι εφημερίδες εξαπολύουν επιθέσεις ενάντια στους εργαζομένους του μετρό για το ότι παραλύουν το Λονδίνο όταν απεργούν: το ίδιο το γεγονός ότι οι εργάτες του μετρό μπορούν να παραλύσουν το Λονδίνο αποδεικνύει ότι η δουλειά τους είναι στην πραγματικότητα απαραίτητη, αλλά αυτό είναι ακριβώς που φαίνεται να ενοχλεί τον κόσμο. Στην περίπτωση των ΗΠΑ έγινε ακόμα σαφέστερο, με την αξιοσημείωτη επιτυχία των Ρεπουμπλικάνων να κινητοποιήσουν τη μνησικακία εναντίον των δασκάλων και των εργατών στις αυτοκινητοβιομηχανίες (και όχι, κατά κύριο λόγο, εναντίον των διευθυντών των σχολείων ή των διοικητικών στελεχών της βιομηχανίας αυτοκινήτων οι οποίοι, στην πραγματικότητα, προκάλεσαν το πρόβλημα) για τους υποτιθέμενα παχυλούς μισθούς και τα προνόμιά τους. Είναι σαν να τους λένε «Μα διδάσκετε παιδιά! Ή φτιάχνετε αμάξια! Έχετε αληθινές δουλειές! Και έχετε από πάνω το θράσος να ζητάτε παχυλές συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη;».

Αν κάποιος σχεδίαζε ένα εργασιακό καθεστώς πλήρως προσαρμοσμένο στο να διατηρεί τη δύναμη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, είναι δύσκολο να σκεφτούμε πώς θα μπορούσε να είχε κάνει καλύτερη δουλειά.

Οι πραγματικά παραγωγικοί εργάτες υφίστανται πραγματική πίεση και εκμετάλλευση. Όσοι απομένουν, χωρίζονται σε ένα τρομοκρατημένο (και διεθνώς επικρινόμενο) στρώμα ανεργίας και ενός μεγαλύτερου στρώματος ανθρώπων που βασικά πληρώνονται για να μην κάνουν τίποτα, σε θέσεις που είναι σχεδιασμένες ώστε να τους κάνουν να ταυτίζονται με τις προοπτικές και τις ευαισθησίες της άρχουσας τάξης (managers, διευθυντές κ.λπ.) -και κυρίως με τα οικονομικά της avatars- ενώ, την ίδια στιγμή, υιοθετούν μια αναβράζουσα μνησικακία εναντίον οποιουδήποτε έχει μια δουλειά της οποίας η αξία είναι κοινωνικά καθαρή και αναντίρρητη. Είναι προφανές, το σύστημα αυτό δε συνιστά προϊόν συνειδητού σχεδιασμού, αλλά αναδύθηκε σταδιακά, μέσα από έναν αιώνα λαθών και πειραματισμών. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση στο γιατί, παρά τις τεχνολογικές μας δυνατότητες, δεν δουλεύουμε όλοι μας 3 με 4 ώρες την ημέρα.

Vladimir Polivanov – Window cleaning, 2017

Vladimir Polivanov – Window cleaning, 2017

Αν ποτέ η επιβεβαίωση κάποιας υπόθεσης καθορίστηκε από την υποδοχή που επιφύλαξε το αναγνωστικό κοινό, δεν θα μπορούσε παρά να είναι η περίπτωση αυτή. «Το φαινόμενο των δουλειών του κώλου» προκάλεσε έκρηξη.

Η ειρωνεία έγκειται στο ότι οι δύο εβδομάδες που ακολούθησαν την έκδοση του κειμένου ήταν οι ίδιες δύο εβδομάδες που η σύντροφός μου κι εγώ είχαμε αποφασίσει να περάσουμε ολομόναχοι, με μόνη συντροφιά μερικά βιβλία, σε μια καλύβα στην εξοχή του Κεμπέκ. Ψάξαμε επί τούτου για ένα μέρος που θα ήταν εκτός της εμβέλειας οποιουδήποτε wi-fi δικτύου, πράγμα που με ανάγκασε να παρακολουθώ τις αντιδράσεις που προκάλεσε το κείμενό μου αποκλειστικά και μόνο από τη σύνδεση του κινητού. Το κείμενο έγινε viral σχεδόν αμέσως. Μέσα σε λίγες εβδομάδες είχε μεταφραστεί σε τουλάχιστον μια ντουζίνα ξένων γλωσσών, περιλαμβανομένων των Γερμανικών, Νορβηγικών, Σουηδικών, Γαλλικών, Τσέχικων, Ρουμάνικων, Ρωσικών, Τουρκικών, Λεττονικών, Πολωνικών, Ελληνικών, Εσθονικών, Καταλανικών και Κορεάτικων, ενώ είχε αναδημοσιευθεί σε εφημερίδες από την Ελβετία έως την Αυστραλία. Η αρχική σελίδα του Strike! ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο επισκέψεις και κατέρρευσε επανειλημμένως λόγω της μεγάλης επισκεψιμότητας. Blogs ξεφύτρωσαν· χώροι σχολιασμού γέμισαν με εξομολογήσεις από υπαλλήλους και εξειδικευμένους επαγγελματίες· άνθρωποι μού έγραψαν ζητώντας συμβουλές ή για να μου πούνε ότι τους ενέπνευσα να παραιτηθούν από τις δουλειές τους ώστε να βρούνε κάτι ουσιαστικότερο. Ιδού μια ενθουσιώδης απάντηση (έχω κρατήσει εκατοντάδες) από τον χώρο σχολιασμού της ιστοσελίδας της αυστραλιανής εφημερίδας Canberra Times:

Πέτυχες διάνα! Είμαι δικηγόρος (στον τομέα του φορολογικού δικαίου, για να είμαι ακριβής). Δεν συνεισφέρω απολύτως τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο και είμαι σε διαρκή και απόλυτη δυστυχία. Δυσανασχετώ όταν άνθρωποι βρίσκουν το θάρρος να μου πούνε «Γιατί το κάνεις, τότε;», διότι καταφανώς δεν είναι κάτι τόσο απλό. Για την ώρα είναι ο μόνος τρόπος ώστε να παρέχω τις υπηρεσίες μου στο περίφημο 1% του κόσμου, το οποίο με τη σειρά του θα με ανταμείψει με ένα σπίτι στο Σύδνεϋ ώστε να μεγαλώσω τα παιδιά μου… Η τεχνολογία μάς επιτρέπει πλέον να κάνουμε σε δύο μέρες όσα παλαιότερα κάναμε σε πέντε. Αλλά χάρη στην απληστία και κάποιου είδους συνδρόμου της εργατικής μέλισσας, μας ζητείται να παραμείνουμε σκλάβοι χάριν του κέρδους άλλων, ενώπιον ανεκπλήρωτων φιλοδοξιών. Είτε πιστεύεις στον ευφυή σχεδιασμό2 είτε στη δαρβινική θεωρία της εξέλιξης, οι άνθρωποι δεν φτιάχτηκαν για να δουλεύουν – επομένως, για ‘μένα, όλα αυτά είναι απλώς απληστία, υποβασταζόμενη από παραφουσκωμένες τιμές αναγκαίων αγαθών3.

Κάποια στιγμή, δέχτηκα ένα μήνυμα από κάποιον ανώνυμο φαν ο οποίος μου είπε πως ήταν μέρος μιας άτυπης ομάδας που κυκλοφόρησε το κείμενο μέσα στους κύκλους των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών· είχε δεχτεί πέντε emails με το κείμενο μόνον εκείνη τη μέρα (αδιαμφισβήτητο δείγμα ότι μεγάλο μέρος όσων δουλεύουν στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών δεν έχει να κάνει και πολλά). Όλα αυτά βέβαια δεν απαντούν στο ερώτημα αναφορικά με το πόσοι πραγματικά ένιωθαν έτσι για τη δουλειά τους -σε αντίθεση, π.χ., με την προώθηση του άρθρου μου στους άλλους συναδέλφους ως κίνηση με σαφή υπονοούμενα- ωστόσο, πολύ σύντομα, τα στατιστικά στοιχεία έκαναν την εμφάνισή τους.

Στις 5 Ιανουαρίου του 2015, έναν περίπου χρόνο μετά τη δημοσίευση του κειμένου, την πρώτη Δευτέρα του νέου έτους -τη μέρα, δηλαδή, που οι περισσότεροι Λονδρέζοι επιστρέφουν στις δουλειές τους από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές- κάποιος αφαίρεσε αρκετές εκατοντάδες διαφημίσεων από το τα βαγόνια του μετρό στο Λονδίνο, αντικαθιστώντας τις με μια σειρά από αφίσες οι οποίες περιείχαν φράσεις του αρχικού κειμένου. Ιδού μερικές που επέλεξαν:

– Ολόκληρες στρατιές ανθρώπων αναλώνουν το σύνολο του εργασιακού τους βίου εκτελώντας καθήκοντα που ενδόμυχα πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να εκτελούνται.
– Είναι σαν κάποιος εκεί έξω να επινοεί άσκοπες δουλειές μόνο και μόνο για να μας κρατάει όλους απασχολημένους.
– Η ηθική και πνευματική ζημία που απορρέει από αυτή την κατάσταση είναι βαθύτατη. Είναι μια πληγή στον συλλογικό μας ψυχισμό. Και, παρόλα αυτά, κανένας δεν μιλάει γι’ αυτό.
– Πώς μπορεί κάποιος ακόμη και να ξεκινήσει να μιλά για αξιοπρέπεια στη δουλειά, όταν ενδόμυχα πιστεύει ότι η δουλειά του δεν θα έπρεπε να υπάρχει;

Το αποτέλεσμα της εν λόγω καμπάνιας ήταν ένας καταιγισμός συζητήσεων στα μέσα (εμφανίστηκα για λίγο έως και στο Russia Today), που είχαν ως συνέπεια η δημοσκοπική εταιρεία YouGov να αναλάβει τη διερεύνηση της υπόθεσης στη Βρετανία, διεξάγοντας μια δημοσκόπηση η οποία χρησιμοποιούσε απευθείας τις φράσεις του κειμένου: για παράδειγμα, «Έχει η δουλειά σας κάποια ουσιώδη συνεισφορά στον κόσμο»; Όλως παραδόξως, πάνω από το ένα τρίτο -37%- απάντησε αρνητικά (όταν το 50% ήταν καταφατικό, και ένα 13% εμφανιζόταν αβέβαιο).

Ήταν σχεδόν διπλάσιο αυτού που ανέμενα – φανταζόμουν ότι το ποσοστό των άχρηστων δουλειών κυμαινόταν πιθανώς κάπου γύρω στο 20%. Συμπληρωματικά προς αυτά, μια μεταγενέστερη δημοσκόπηση στην Ολλανδία είχε σχεδόν πανομοιότυπα ευρήματα: στην πραγματικότητα, λίγο πιο αυξημένα, καθώς το 40% των Ολλανδών εργαζομένων ανέφερε ότι οι δουλειές τους δεν είχαν κανέναν πραγματικό λόγο ύπαρξης.
Επομένως, όχι απλώς η υπόθεση επιβεβαιώθηκε από τις δημόσιες αντιδράσεις, είχε (επι)πλέον επιβεβαιωθεί και από στατιστικές έρευνες.

Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός σημαντικότατου κοινωνικού φαινομένου, το οποίο δεν έχει λάβει παρά ελάχιστης προσοχής. Και μόνο το γεγονός πως κάποιος άρχισε να μιλά γι’ αυτό, υπήρξε για πολλούς λυτρωτικό. Ήταν σαφές ότι μια εκτενέστερη διερεύνηση εκκρεμούσε. […]

Το κείμενο του 2013 ήταν για ένα περιοδικό σχετικό με την επαναστατική πολιτική, και έδινε έμφαση στις πολιτικές διαστάσεις του προβλήματος. Στην πραγματικότητα, το κείμενο ήταν μόνο το πρώτο από μια σειρά επιχειρημάτων που επεξεργαζόμουν εκείνη την περίοδο αναφορικά με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία περί «ελεύθερης αγοράς» η οποία, έχοντας επικρατήσει στον κόσμο από την εποχή της Θάτσερ και του Ρήγκαν, ήταν στην πραγματικότητα το ακριβώς αντίθετο αυτού που ισχυριζόταν ότι είναι· ήταν ένα βαθύτατα πολιτικό πρόταγμα μεταμφιεσμένο σε οικονομικό.

Είχα καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα καθώς φαινόταν να αποτελεί τη μόνη δυνατή ερμηνεία αναφορικά με το πως πραγματικά συμπεριφέρονται οι άνθρωποι που κατέχουν την εξουσία. Ενώ η νεοφιλελεύθερη ρητορική περιστρεφόταν πάντοτε γύρω από μια μυθική απελευθέρωση των αγορών, τοποθετώντας την οικονομική αποδοτικότητα πάνω από κάθε άλλη αξία, η συνολική επίδραση των πολιτικών της ελεύθερης αγοράς έχει να κάνει με το ότι οι δείκτες οικονομικής μεγέθυνσης έχουν επιβραδυνθεί περίπου παντού, με εξαίρεση την Ινδία και την Κίνα· η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη είχε λιμνάσει· και, στις πιο πλούσιες χώρες, η νεότερη γενιά μπορεί, για πρώτη φορά στους αιώνες, να περιμένει να ζήσει μια λιγότερο ευκατάστατη ζωή από τους γονείς της. Κι όμως, παρατηρώντας αυτές τις συνέπειες, οι υπέρμαχοι της ιδεολογίας των αγορών απαντούν πάντοτε με καλέσματα για ακόμη πιο γερές δόσεις του ίδιου φαρμάκου, και οι πολιτικοί νομοθετούν αναλόγως. Αυτό με αφήνει εμβρόντητο. Αν μια ιδιωτική εταιρεία προσλάμβανε έναν σύμβουλο προκειμένου να της παρουσιάσει ένα επιχειρηματικό πλάνο, και κατέληγε σε μια κάθετη πτώση των κερδών, ο εν λόγω σύμβουλος θα απολυόταν πάραυτα. Στην καλύτερη περίπτωση, θα του είχε ζητηθεί να παρουσιάσει ένα διαφορετικό πλάνο. Με τις μεταρρυθμίσεις της ελεύθερης αγοράς αυτό δεν φάνηκε να συμβαίνει ποτέ. Όσο περισσότερο αποτύγχαναν, τόσο περισσότερο ακολουθούνταν. Το μόνο λογικό συμπέρασμα ήταν ότι οι οικονομικές επιταγές δεν ήταν αυτές που στην πραγματικότητα καθόριζαν τις αποφάσεις.

Τι συνέβαινε λοιπόν; Απ’ ό,τι φάνηκε, η απάντηση έπρεπε να αναζητηθεί στις αντιλήψεις της πολιτικής τάξης. Σχεδόν όλοι όσοι παίρνουν καθοριστικές αποφάσεις είχαν πάει σε πανεπιστήμια της δεκαετίας του 1960, όταν τα κάμπους ήταν στο επίκεντρο της πολιτικής αναταραχής, και ένιωσαν, με έντονο τρόπο, ότι τέτοια πράγματα δεν θα έπρεπε να επαναληφθούν. Ως εκ τούτου, παρόλο που μπορεί να βρέθηκαν αντιμέτωποι με αρνητικούς οικονομικούς δείκτες, διαπίστωσαν με χαρά ότι ο συνδυασμός παγκοσμιοποίησης, περιστολής της δύναμης των συνδικάτων και η δημιουργία ενός επισφαλούς και εξαντλημένου εργατικού δυναμικού -από κοινού με τα επιθετικά καλέσματα σε ηδονιστική προσωπική απελευθέρωση (ό,τι έγινε γνωστό ως «απελευθερωμένα ήθη, δημοσιονομική αυστηρότητα»)- είχε σαν αποτέλεσμα την ταυτόχρονη μετακίνηση ολοένα και περισσότερου πλούτου και δύναμης στους πλούσιους, καταστρέφοντας σχεδόν ολοκληρωτικά τα θεμέλια οργανωμένης αμφισβήτησης της εξουσίας τους. Μπορεί να μην λειτούργησε τόσο καλά σε επίπεδο οικονομικό, ωστόσο σε επίπεδο πολιτικό λειτούργησε ονειρεμένα. Αν μη τι άλλο, είχαν ελάχιστα κίνητρα να εγκαταλείψουν τέτοιου είδους πολιτικές. Το μόνο που έκανα στο εν λόγω κείμενο ήταν να αναλύσω αυτό που ήταν προφανές: όταν βρίσκεις κάποιον ο οποίος κάνει κάτι στο όνομα της οικονομικής αποδοτικότητας, το οποίο οικονομικά φαντάζει πλήρως παράλογο (όπως, ας πούμε, το να πληρώνεις με υπερβολικά πολλά λεφτά ανθρώπους οι οποίοι δεν κάνουν απολύτως τίποτα), θα πρέπει κανείς να διερωτηθεί, όπως οι αρχαίοι Ρωμαίοι το έκαναν, “Qui bono?” -Ποιος ωφελείται;- και πως.

Δεν πρόκειται τόσο για μια θεωρία συνομωσίας όσο για το αντίθετό της, μια θεωρία αντισυνομωσιολογική. Αναρωτιόμουν γιατί κανείς δεν έκανε τίποτα. Οι οικονομικές τάσεις εμφανίζονται για όλους τους λόγους του κόσμου, αλλά αν προκαλούν προβλήματα στους πλούσιους και στους ισχυρούς, αυτοί οι ίδιοι είναι που θα ασκήσουν πιέσεις στους θεσμούς προκειμένου να παρέμβουν και να κάνουν κάτι σχετικά με το ζήτημα. Γι’ αυτό, άλλωστε, αμέσως μετά την οικονομική κρίση του 2008-2009, μεγάλες επενδυτικές τράπεζες διασώθηκαν αλλά καθημερινοί ομολογιούχοι όχι. Η ραγδαία εξάπλωση των δουλειών του κώλου συνέβη για μια σειρά από λόγους. Το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί κανένας δεν παρενέβη («συνωμότησε», αν το προτιμάτε) προκειμένου να γίνει κάτι για το ζήτημα αυτό.

1. Νιώθω πραγματική αποστροφή για τους λογιστές και, πλέον, νομίζω ότι υπήρξα άδικος μαζί τους. Είναι γεγονός ότι ορισμένες πτυχές της λογιστικής έχουν πραγματική συνεισφορά. Παραμένω, ωστόσο, πεπεισμένος ότι οι υπόλοιπες θα μπορούσαν να εκλείψουν χωρίς την οποιαδήποτε αρνητική συνέπεια.

2. Σ.τ.μ.: Πρόκειται για ψευδο-επιστημονική θεωρία που ισχυρίζεται ότι η πολυπλοκότητα του πλανήτη μας σχεδιάστηκε και προέκυψε από έναν αόρατο νου με ευφυΐα, θέση βαθύτατα θεολογική και προερχόμενη από συντηρητικές δεξαμενές σκέψης των ΗΠΑ. Παρότι αρνείται τον αναγωγισμό και την παραδοσιακή εξελιξιαρχία, είναι περιττό (όσο και αδιάφορο) να υπογραμμίσουμε την προδηλότητα του ετερόνομου χαρακτήρα της.

3. David Graeber, “The Modern Phenomenon of Bullshit Jobs”, Canderra (Australia) Times online, τελευταία πρόσβαση στις 3 Σεπτεμβρίου 2013.


Εισαγωγικό σημείωμα της μετάφρασης

David Graeber, “Preface: On the Phenomenon of Bullshit Jobs”, Bullshit Jobs: A Theory, Μεγάλη Βρετανία, Allen Lane, 2018, σσ. xiii-xxv. Πρόκειται για τον πρόλογο του βιβλίου που αποτέλεσε την επεξεργασμένη μετεξέλιξη του άρθρου “Why capitalism creates pointless jobs” [Γιατί ο καπιταλισμός παράγει άχρηστες δουλειές] (άρθρο-έναυσμα για μια συνολικότερη θεωρία την οποία πραγματεύεται το ομώνυμο βιβλίο). Παρά την εκ των υστέρων τροποποίηση, για λόγους ιστορικότητας διατηρήθηκε ο τίτλος του αρχικού άρθρου (που, άλλωστε, υπάρχει αυτούσιο εντός του αποσπάσματος-προλόγου που μεταφράζουμε εδώ). On the Phenomenon of Bullshit Jobs: ανάμεσα από μια σειρά από όρους («σκατοδουλειές», «κωλοδουλειές», «άχρηστες δουλειές»), επιλέχθηκε η -οικεία στην ελληνική γλώσσα- έκφραση «δουλειές του κώλου» για την απόδοση του φαινομένου που ο Graeber περιγράφει ως “bullshit jobs”. Καθόλου τυχαία, στον κόσμο μας υπάρχει μια παράδοξη αντιστροφή της πραγματικότητας βάσει της οποίας οι δουλειές που προσφέρουν κοινωνικό έργο, αμειβόμενες, ωστόσο, πενιχρά, χαρακτηρίζονται ως «δουλειές του κώλου» (δεν θα μπορούσε, πιθανώς, να υπάρχει τυπικότερο παράδειγμα από αυτό των οδοκαθαριστών). Επιλέγουμε, υπό αυτή την έννοια, την εν λόγω απόδοση με τη βαθιά πεποίθηση ότι συμβάλλουμε, έστω μερικώς, σε μια διαυγέστερη κατανόηση της πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας όπου ως δουλειές του κώλου θα έπρεπε να νοούνται μια σειρά από σύγχρονες μορφές απασχόλησης (τις οποίες το κείμενο πραγματεύεται εν εκτάσει): managers, γραφειοκράτες, δημοσιοσχεσίτες και ούτω καθεξής (με την αμέριστη συμπάθειά μας σε όλες και όλους όσους, δυστυχώς, αναγκάζονται να τις ασκούν).


Μετάφραση: Σταύρος Πασχαλάκης – Επιμέλεια: Νίκος Μάλλιαρης

Πηγή: koinoi-topoi.gr

Η πανδημία επιστρέφει. Ο καπιταλισμός παρατηρεί. Εμείς;

Όταν ενέσκηψε η πανδημία είναι σαφές ότι οι κυβερνήσεις βρέθηκαν μπροστά σε ένα δίλημμα: ανοσία της αγέλης ή καραντίνα; Πίσω και από τα δυο ερωτήματα βρισκόταν η οικονομία και η πολιτική. Στην πρώτη περίπτωση η οικονομία έπρεπε να λειτουργήσει απρόσκοπτα με οποιοδήποτε τίμημα (εν προκειμένω χιλιάδες ανθρώπινες ζωές), στη δεύτερη περίπτωση εκτιμήθηκε πως θα αποφεύγονταν φαινόμενα κατάρρευσης του δημόσιου τομέα υγείας κάτι που θα έφερνε γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια ενώ μεσομακροπρόθεσμα θα σήμαινε επανεκκίνηση της οικονομίας σε καλύτερη βάση.

Η πανδημία επανέρχεται παρά τις προβλέψεις για ύφεσή της τους θερινούς μήνες. Η πολιτική της ανοσίας της αγέλης απέτυχε πλήρως. Αρκεί κάποιος να δει τι συμβαίνει στις ΗΠΑ και τη Βραζιλία. Με αποτυχία στέφθηκε και η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης που τόσο πολύ εκθειάστηκε από τα μπουκωμένα με ευρώ ΜΜΕ. Και στέφθηκε με αποτυχία όχι όσον αφορά τον αριθμό των κρουσμάτων και των νεκρών, αλλά τις οικονομικές επιπτώσεις στα λαϊκά στρώματα.

Αναρωτιέται, ωστόσο, κανείς: μήπως είναι υπερβολικό να ζητάμε την επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημίας από τις κυβερνήσεις; Μήπως οι συνεχώς «ξινοί» κομμουνιστές απαιτούν κάτι που είναι ανέφικτο και οχυρωμένοι πίσω από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του βρήκαν ευκαιρία να χτυπήσουν τον καπιταλισμό, τους καπιταλιστές και τους γραφειοκράτες τους; Απαντάμε κατηγορηματικά όχι και αυτό για τους εξής λόγους:

1. Ο καπιταλισμός ξοδεύει τεράστια ποσά που είναι άχρηστα για τη λαϊκή ευημερία π.χ. οπλικά συστήματα, έρευνα στο διάστημα. Δεν θα έπρεπε τα τεράστια αυτά ποσά που ξοδεύονται να ρίχνονταν στην έρευνα για την υγεία του ανθρώπου; Για την εξεύρεση εμβολίων και θεραπειών για τον καρκίνο, τις πανδημίες, τα αυτοάνοσα νοσήματα;

2. Η όποια έρευνα γίνεται είναι από ιδιωτικές εταιρείες και όχι από κρατικούς φορείς. Οι πρώτες επιδιώκουν το κέρδος και μόνο το κέρδος, ανεξάρτητα αν στις διαφημίσεις τους ενδύουν τη δράση τους με ανθρωπιστικά μηνύματα. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο με υπερτιμηλογημένα φάρμακα που θα μπορούσαν να διατίθενται είτε σε πολύ χαμηλό κόστος είτε δωρεάν αν η παραγωγή τους γινόταν από κρατικούς φορείς. Τα υψηλά κόστη σημαίνουν το γνωστό: έχεις χρήματα; Μπορεί και να σωθείς. Δεν έχεις; Απλώς αφήνεις το μάταιο τούτο κόσμο.

3. Η εξεύρεση φαρμάκων και εμβολίων πρέπει να γίνεται με σχεδιασμό ανάμεσα στα αρμόδια υπουργεία, τους επιστημονικούς φορείς, τα ερευνητικά κέντρα και τις κυβερνήσεις. Ο καπιταλισμός, όμως, όλα αυτά τα αφήνει στον αυτόματο πιλότο, αυτό που ψευδώς ονομάζει ελεύθερη αγορά. Το θέμα είναι ποιος θα βρει πρώτος εμβόλια ή θεραπείες για να μαζέψει το ρευστό. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει επίσπευση των σχετικών διαδικασιών. Η επίσπευση μπορεί να επιτευχθεί με την ανταλλαγή γνώσης και εμπειρίας και όχι με την κατά μόνας δράση.

Το τι θα γίνει από Σεπτέμβρη κανείς δεν το γνωρίζει. Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις της πανδημίας; Πόσους νεκρούς θα θρηνήσουμε; Οι κυβερνήσεις τι τακτική θα ακολουθήσουν; Θα πάμε σε μία μορφή ανοσίας της αγέλης με τοπικές καραντίνες; Ποια θα είναι η κατάσταση των εργαζομένων με την επιβολή νέων εργασιακών συνθηκών που λήφθηκαν εν ονόματι της πανδημίας; Προς το παρόν παρατηρούμε την εξέλιξη στις ΗΠΑ και όχι μόνο με πάνω από 1000 ανθρώπους να πεθαίνουν καθημερινά από τις επιπτώσεις της πανδημίας και τα εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα των ανθρώπων να συρρικνώνονται και άλλο σε όλες τις γωνιές του πλανήτη.

Ο καπιταλισμός φτάνει σε μία οριακή κατάσταση αλλά ως συνήθως υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στο αντικειμενικό και υποκειμενικό. Η λύση για τη γεφύρωση αυτού του χάσματος πρέπει να καλυφθεί, όσο είναι δυνατό, τάχιστα. Διαφορετικά ο καπιταλισμός απλώς θα παρατηρεί απαθής τους θανάτους ανήμπορων ανθρώπων κι εμείς θα παρατηρούμε τον καπιταλισμό που θα παρατηρεί.

Πηγή: Σελίδα του συγγραφέα στο Facebook

Η Πανδημία και η Παγκόσμια Οικονομία

Οι αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετωπίζουν κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου, πτώση εμβασμάτων, απότομες αντιστροφές ροών κεφαλαίων και υποτίμηση νομισμάτων. Μόνο οι τολμηρές πολιτικές – ελάφρυνση του χρέους, διεθνής χρηματοδότηση, προγραμματισμός και πολλά άλλα – θα αποτρέψουν περαιτέρω καταστροφή.

Υπάρχει ακόμη πολλή αβεβαιότητα σχετικά με την πανδημία COVID-19: όσον αφορά στην έκταση της εξάπλωσής της, τη σοβαρότητά της σε διάφορες χώρες, τη διάρκεια της έξαρσης και το αν μια αρχική βελτίωση της κατάστασης θα δώσει τη θέση της σε μια επανεμφάνιση. Αλλά ορισμένα πράγματα είναι ήδη σίγουρα: γνωρίζουμε ότι ο οικονομικός αντίκτυπος αυτής της πανδημίας είναι ήδη τεράστιος, με αποτέλεσμα οτιδήποτε έχουμε βιώσει στη ζωή μας μέχρι σήμερα να μοιάζει ασήμαντο. Το τρέχον σοκ στην παγκόσμια οικονομία είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 και είναι πιθανό να είναι πιο έντονο από τη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Ακόμη και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του εικοστού αιώνα, ενώ διέκοψαν τις αλυσίδες εφοδιασμού και κατέστρεψαν φυσική υποδομή και πληθυσμούς, δεν περιελάμβαναν τους περιορισμούς στην κινητικότητα και την οικονομική δραστηριότητα που ισχύουν σήμερα στην πλειονότητα των χωρών. Πρόκειται, επομένως, για μια πρωτοφανή παγκόσμια πρόκληση και απαιτεί πρωτοφανείς απαντήσεις.

Αυτός ο πολύ σοβαρός οικονομικός αντίκτυπος προφανώς δεν απορρέει από την ίδια την πανδημία, αλλά από μέτρα που έχουν υιοθετηθεί σε ολόκληρο τον κόσμο για τη συγκράτησή της, τα οποία έχουν κυμανθεί από σχετικά ήπιους περιορισμούς στην κινητικότητα και τις δημόσιες συναθροίσεις έως ολοκληρωτικά lockdown (και λήψη αυστηρών μέτρων) που έχουν επιφέρει τη διακοπή των περισσότερων οικονομικών δραστηριοτήτων.

Αυτό έχει σημάνει μια ταυτόχρονη πίεση και στη ζήτηση και στην προσφορά. Κατά τη διάρκεια του κλειδώματος (lockdown), ο κόσμος (ειδικά όσοι είναι χωρίς μόνιμες συμβάσεις εργασίας) στερείται εισοδημάτων και η ανεργία αυξάνεται δραστικά, προκαλώντας τεράστιες μειώσεις στη ζήτηση κατανάλωσης που θα συνεχιστούν στην περίοδο μετά την άρση του κλειδώματος. Ταυτόχρονα, η παραγωγή και η διανομή σταματούν για όλα εκτός από τα βασικά προϊόντα και υπηρεσίες – και ακόμη και για αυτούς τους τομείς, ο εφοδιασμός επηρεάζεται άσχημα λόγω ανεπαρκούς εφαρμογής και ανισορροπιών στις εισροές και εκροές που επιτρέπουν την παραγωγή και διανομή. Προηγούμενες περιφερειακές και παγκόσμιες κρίσεις δεν οδήγησαν σε αυτήν την σχεδόν απόλυτη παύση κάθε οικονομικής δραστηριότητας. Ο θανατηφόρος συνδυασμός της κατάρρευσης τόσο στη ζήτηση όσο και στην προσφορά είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή τη φορά η κρίση είναι πραγματικά διαφορετική και πρέπει να αντιμετωπιστεί διαφορετικά.

Το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών καταρρέει ήδη. Ο ΠΟΕ αναμένει ότι το εμπόριο θα μειωθεί σε ποσοστό μεταξύ 13 έως 32% το 2020. Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι δυσοίωνες προβλέψεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν μετριοπαθείς, επειδή σιωπηρά βασίζονται στη σχετικά γρήγορη συγκράτηση του ιού και στην άρση του λοκ ντάουν μέσα στο καλοκαίρι. Οι εξαγωγές αγαθών – εκτός από εκείνα που θεωρούνται “απαραίτητα” – έχουν σταματήσει ουσιαστικά. Τα ταξίδια έχουν περιοριστεί δραματικά σε σχέση με το παρελθόν και ο τουρισμός έχει επίσης σταματήσει προς το παρόν. Διάφορες άλλες διασυνοριακές υπηρεσίες που δεν μπορούν να παρασχεθούν ηλεκτρονικά, συρρικνώνονται απότομα. Οι τιμές του εμπορίου έχουν καταρρεύσει και θα συνεχίσουν να μειώνονται. Τον μήνα που προηγήθηκε έως τις 20 Μαρτίου 2020, οι τιμές των πρωτογενών εμπορευμάτων μειώθηκαν κατά 37%, με τις τιμές της ενέργειας και των βιομηχανικών μετάλλων να μειώνονται κατά 55%.

Εντός των εθνικών συνόρων, η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώνεται με έως τώρα αδιανόητα ποσοστά, επιφέροντας όχι μόνο μια δραματική άμεση κατάρρευση αλλά προοιωνίζει και μια  μελλοντική συρρίκνωση, καθώς θα υπάρξουν αρνητικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου 22 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους σε τέσσερις εβδομάδες, ενώ το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα συρρικνωθεί κατά 10 έως 14% από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο. Αλλού η κατάσταση δεν είναι διαφορετική, πιθανά μάλιστα να είναι χειρότερη, καθώς οι περισσότερες χώρες αντιμετωπίζουν πολλαπλούς παράγοντες οικονομικής ύφεσης. Το ΔΝΤ προέβλεψε στις 14 Απριλίου ότι η παγκόσμια παραγωγή θα μειωθεί κατά 3% το 2020 και κατά 4,5% σε κατά κεφαλήν όρους – και αυτό βασίζεται στις πιο αισιόδοξες προβλέψεις.

Αυτή η κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας επηρεάζει αναγκαστικά την παγκόσμια χρηματοδότηση, η οποία βρίσκεται επίσης σε ανισορροπία. Η πάγια άποψη ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ατελείς, όχι μόνο λόγω ασύμμετρης αλλά και ελλιπούς πληροφόρησης, επιβεβαιώνεται από την πράξη: οι αγορές έχουν να κάνουν με την πρόβλεψη στον χρόνο και τώρα πρέπει οδυνηρά να αποδεχθούμε ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το μέλλον, ακόμη και λίγους μήνες μπροστά. Τα οικονομικά στοιχήματα και τα συμβόλαια που έγιναν πριν από λίγους μήνες τώρα φαίνεται εντελώς παράλογο να ισχύουν. Τα περισσότερα χρέη είναι σαφώς μη βιώσιμα. Οι ασφαλιστικές απαιτήσεις θα είναι τόσο ακραίες, με αποτέλεσμα να “γονατίζουν” τους περισσότερους ασφαλιστές. Οι χρηματιστηριακές αγορές καταρρέουν, καθώς οι επενδυτές συνειδητοποιούν ότι καμία από τις εικασίες στις οποίες στηρίχθηκαν οι προηγούμενες επενδύσεις δεν ισχύει πλέον. Αυτές οι αρνητικές δυνάμεις μαζί ισοδυναμούν με τεράστιες απώλειες που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ίδια τη βιωσιμότητα της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης (μια τάξη που πάσχιζε χωρίς αποτέλεσμα να δείξει κάποιο δυναμισμό την τελευταία δεκαετία).

Άνισα αποτελέσματα

Σε έναν ήδη πολύ άνισο κόσμο, αυτή η κρίση έχει ήδη αυξήσει και θα συνεχίσει να αυξάνει απότομα την παγκόσμια ανισότητα. Ένα μεγάλο μέρος αυτού οφείλεται στις πολύ διαφορετικές πολιτικές απαντήσεις στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες (εκτός από την Κίνα, την χώρα προέλευσης της πανδημίας, η οποία κατάφερε να συγκρατήσει τη διάδοσή της και να αναγεννήσει την οικονομική δραστηριότητα σχετικά γρήγορα), σε σύγκριση με τις προηγμένες οικονομίες. Το τρομακτικά τεράστιο μέγεθος της κρίσης προφανώς έχει χρεωθεί στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στον ανεπτυγμένο κόσμο, οι οποίοι (πιθανώς προσωρινά) εγκατέλειψαν όλες τις συζητήσεις για τη δημοσιονομική λιτότητα και ξαφνικά φαίνεται ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα απλώς να χρηματοδοτήσουν πολιτικές από τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Είναι πιθανό ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα είχε καταρρεύσει υπό το κράτος του πανικού που προέκυψε την τρίτη εβδομάδα του Μαρτίου, χωρίς μαζική παρέμβαση από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του ανεπτυγμένου κόσμου – όχι μόνο την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, αλλά και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Τράπεζα της Ιαπωνίας, την Τράπεζα της Αγγλίας και άλλες.

Το «τεράστιο προνόμιο» των Ηνωμένων Πολιτειών ως κατόχων του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, τους δίνει προφανώς μεγαλύτερη ελευθερία να στηρίξουν τη δική τους οικονομία. Ωστόσο, άλλες ανεπτυγμένες χώρες προτείνουν, επίσης, αρκετά μεγάλα δημοσιονομικά πακέτα, από 5% του ΑΕΠ στη Γερμανία έως 20% στην Ιαπωνία, εκτός από διάφορα άλλα επεκτατικά και σταθεροποιητικά μέτρα μέσω των κεντρικών τραπεζών τους.

Αντίθετα, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες έχουν πολύ λιγότερα περιθώρια να συμμετάσχουν σε τέτοιες πολιτικές, και ακόμη και εκείνες οι μεγαλύτερες αναπτυσσόμενες οικονομίες που θα μπορούσαν να το πράξουν, φαίνεται να περιορίζονται από τον φόβο ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα τιμωρήσουν σκληρά τυχόν δημοσιονομικές ατασθαλίες. Αυτό είναι από μόνο του τρομερό: οι οικονομικές ανάγκες τους είναι ήδη πολύ μεγαλύτερες από αυτές στον ανεπτυγμένο κόσμο. Οι αναπτυσσόμενες χώρες -πολλές από τις οποίες δεν έχουν ακόμη ζήσει την πανδημία στην πραγματική της έκταση- έχουν πληγεί από μια αληθινή καταιγίδα κατάρρευσης του παγκόσμιου εμπορίου, πτώσης εμβασμάτων, απότομων αντιστροφών των ροών κεφαλαίων και υποτίμησης του νομίσματος. Μόνο τον Μάρτιο, η διαφυγή κεφαλαίων από περιουσιακά στοιχεία αναδυόμενων αγορών ήταν περίπου 83 δισεκατομμύρια δολάρια και από τον Ιανουάριο σχεδόν 100 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν φύγει έξω από τις αναπτυσσόμενες χώρες – σε σύγκριση με 26 δισεκατομμύρια δολάρια μετά την οικονομική κρίση του 2008. Οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου μειώθηκαν κατά τουλάχιστον 70% από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2020 και τα spread στα ομόλογα των αναδυόμενων αγορών έχουν αυξηθεί απότομα. Τα νομίσματα των αναπτυσσόμενων χωρών έχουν υποτιμηθεί ως επί το πλείστον απότομα, εκτός από της Κίνας. Η κρίση του συναλλάγματος δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, κάτι που είναι πιο δύσκολο να γίνει λόγω της συρρίκνωσης των εισροών συναλλάγματος και της αύξησης του εγχώριου κόστους για την εξυπηρέτησή τους. Στις αρχές του Απριλίου, ογδόντα πέντε χώρες είχαν προσεγγίσει το ΔΝΤ για βοήθεια έκτακτης ανάγκης λόγω σοβαρών προβλημάτων στις υποχρεώσεις πληρωμής σε ξένο νόμισμα και ο αριθμός αυτός είναι πιθανό να αυξηθεί.

Αυτές οι εξωτερικές πιέσεις, οι οποίες είναι ήδη πολύ μεγαλύτερες από οποιοδήποτε φαινόμενο κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929, συνδέονται πια με οικονομίες που ήδη παλεύουν με τις τρομερές εγχώριες οικονομικές συνέπειες των στρατηγικών τους για τον περιορισμό του ιού. Το βάρος αυτών των διαδικασιών έχει βαρύνει υπερβολικά τους άτυπους και επισφαλώς εργαζόμενους και τους αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι στερούνται βασικά μέσα για τη διαβίωσή τους και βυθίζονται στη φτώχεια με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Το 70% των εργαζομένων στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι εκτός τυπικής και δηλωμένης καταγραφής και είναι απίθανο να πληρώνονται έστω και στο ελάχιστο κατά τη διάρκεια του λοκ ντάουν, κατά το οποίο αναγκάζονται να είναι ανενεργοί. Οι εργαζόμενοι με τυπικές συμβάσεις έχουν επίσης αρχίσει να χάνουν τις δουλειές τους. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας υπολόγισε στις αρχές του Απριλίου ότι περισσότεροι από τέσσερις στους πέντε εργαζόμενους στον κόσμο αντιμετωπίζουν τις δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας και των συναφών πολιτικών απαντήσεων, και οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούν στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οι  εργαζόμενες γυναίκες είναι πιο πιθανό να επηρεαστούν δυσανάλογα: να χάσουν θέσεις εργασίας και να αντιμετωπίσουν σημαντικές περικοπές αμοιβών, να πεταχθούν έξω από την αγορά εργασίας όταν υπάρξουν ξανά διαθέσιμες θέσεις, να υποφέρουν κατά τη διάρκεια του κλειδώματος λόγω αυξημένης πιθανότητας ενδοοικογενειακής βίας, να υποφέρουν από κακή διατροφή σε μια περίοδο έλλειψης τροφίμων στα νοικοκυριά.

Σε πολλές χώρες, οι ελλείψεις αγαθών συνδέονται με δραματικές αυξήσεις στην έκταση της απόλυτης φτώχειας και της αυξανόμενης πείνας, ακόμη και μεταξύ εκείνων που προηγουμένως δεν θεωρούνταν φτωχοί. Πράγματι, η επανεμφάνιση της πείνας σε παγκόσμια κλίμακα είναι πιθανώς μια ατυχής συνέπεια της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού που προέκυψαν. Επιπρόσθετα σε όλες αυτές τις καταθλιπτικές ειδήσεις, τα περισσότερα κράτη στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε υψηλά επίπεδα χρηματοδότησης του ελλείμματος (με δανεισμό από τις κεντρικές τράπεζες) ώστε να επιτρέψουν υψηλές δημόσιες δαπάνες, λόγω των συναλλαγματικών περιορισμών και της εντονότερης πίεσης που θα ασκήσουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές εξαιτίας ακριβώς των ελλειμμάτων τους.

Οι συνέπειες

Αυτό, δυστυχώς, είναι μόνο η αρχή. Τι θα συμβεί όταν τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία; Να θυμόμαστε ότι μετά από ένα σεισμικό σοκ αυτού του μεγέθους, οι οικονομίες σε ολόκληρο τον κόσμο δεν θα είναι σε θέση να συνεχίσουν απλώς όπως πριν, ξεκινώντας από το σημείο που είχαν σταματήσει πριν από αυτήν την κρίση. Κατά το επόμενο έτος, πολλά πράγματα είναι πιθανό να αλλάξουν, συμπεριλαμβανομένης της παγκόσμιας αναδιοργάνωσης του εμπορίου και των ροών κεφαλαίων. Το διεθνές εμπόριο θα παραμείνει συγκρατημένο για μια περίοδο. Οι περισσότερες τιμές των εμπορευμάτων θα παραμείνουν επίσης χαμηλές, διότι η παγκόσμια ζήτηση θα χρειαστεί κάποιο χρόνο για να ανακάμψει. Αυτό θα επηρεάσει τα έσοδα των εξαγωγέων εμπορευμάτων, αλλά δεν πρόκειται να έχουν πλεονέκτημα ούτε οι εισαγωγείς εμπορευμάτων καθώς θα επικρατήσουν οι συνολικότερες αποπληθωριστικές πιέσεις που απορρέουν από την υποτονική ζήτηση.

Από την άλλη πλευρά, η διάσπαση των αλυσίδων εφοδιασμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκεκριμένες ελλείψεις, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων βασικών στοιχείων, δημιουργώντας πληθωρισμό κόστους, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι διασυνοριακές ροές κεφαλαίων θα είναι ρευστές και ασταθείς, και οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες θα αγωνιστούν να προσελκύσουν επαρκές και ασφαλές κεφάλαιο ώστε να προστεθεί στις εγχώριες αποταμιεύσεις και να καλύψει το κόστος χρηματοδότησης του εμπορίου. Οι απότομες υποτιμήσεις νομισμάτων που έχουν ήδη συμβεί είναι απίθανο να αντιστραφούν εντελώς και θα μπορούσαν ακόμη και να επιταχυνθούν περαιτέρω, ανάλογα με τις στρατηγικές που ακολουθούνται τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτές οι πτώσεις των νομισματικών αξιών, τα υψηλότερα περιθώρια επί των τόκων που καταβάλλονται και οι αυξανόμενες αποδόσεις στα ομόλογα θα συνεχίσουν να κάνουν το εξυπηρετούμενο χρέος ένα τεράστιο πρόβλημα. Πράγματι, το χρέος των περισσότερων αναπτυσσόμενων χωρών θα είναι απλώς μη βιώσιμο.

Εκτός από τα προβλήματα στις εγχώριες τράπεζες και τους λοιπούς δανειστές εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα από μια πιθανή αδυναμία πληρωμής μεγάλης κλίμακας, θα υπάρξουν τεράστια προβλήματα στις ασφαλιστικές αγορές, με την αποτυχία ορισμένων ασφαλιστικών εταιρειών και την αύξηση των ασφαλίστρων που θα αποτελέσουν αντικίνητρο ασφάλισης για τις περισσότερες μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις. Τα έσοδα από ταξίδια και τουρισμό θα περιοριστούν επίσης σημαντικά μεσοπρόθεσμα, καθώς η πρότερη εμπιστοσύνη που υπήρχε σε αυτά τα ταξίδια θα έχει διαβρωθεί. Ομοίως, πολλοί μετανάστες θα έχουν χάσει τη δουλειά τους. Η ζήτηση για ξένη εργασία είναι πιθανό να μειωθεί σε πολλές χώρες υποδοχής, με αποτέλεσμα να μειωθούν και τα εμβάσματα. Όλα αυτά θα συνεχίσουν να ασκούν πίεση στα οικονομικά της κυβέρνησης, ειδικά (αλλά όχι μόνο) στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Αποφυγή της καταστροφής

Αυτή η λιτανεία της φρίκης βρίσκεται όντως μέσα στη σφαίρα του πιθανού. Ευτυχώς αυτά τα αποτελέσματα δεν είναι αναπόφευκτα: εξαρτώνται καθοριστικά από τις πολιτικές απαντήσεις. Οι τρομερές συνέπειες που περιγράφονται παραπάνω βασίζονται στους διεθνείς οργανισμούς και στις εθνικές κυβερνήσεις που δεν λαμβάνουν τα μέτρα που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την κατάσταση. Υπάρχουν τόσο εθνικές όσο και παγκόσμιες πολιτικές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, αλλά πρέπει να εφαρμοστούν γρήγορα, προτού η κρίση προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικές απαντήσεις δεν αυξάνουν (όπως συμβαίνει σήμερα) τις εθνικές και παγκόσμιες ανισότητες. Αυτό σημαίνει ότι οι στρατηγικές ανάκαμψης πρέπει να αναπροσανατολιστούν μακριά από τις παραχωρήσεις σε μεγάλες εταιρείες χωρίς επαρκή ρύθμιση των δραστηριοτήτων τους, και προς τη διευκόλυνση της επιβίωσης, της απασχόλησης και της συνεχιζόμενης ζήτησης της κατανάλωσης των ανθρώπων με μικρά και μεσαία εισοδήματα, και της επιβίωσης και επέκτασης πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

Υπάρχουν ορισμένα προφανή βήματα που πρέπει να λάβει άμεσα η διεθνής κοινότητα. Αυτά τα βήματα βασίζονται στην υπάρχουσα παγκόσμια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική – όχι επειδή αυτή η αρχιτεκτονική είναι θεμιτή, δίκαιη ή αποτελεσματική (δεν είναι), αλλά επειδή, δεδομένης της ανάγκης για ταχεία και ουσιαστική ανταπόκριση, απλώς δεν υπάρχει πιθανότητα κατασκευής σοβαρών εναλλακτικών θεσμών και ρυθμίσεων αρκετά γρήγορα. Τα υπάρχοντα θεσμικά όργανα – ειδικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – πρέπει να επιτύχουν, γεγονός που απαιτεί την παύση της μεροληπτικής υποστήριξης του κεφαλαίου και την προώθηση της δημοσιονομικής λιτότητας.

Το ΔΝΤ είναι το μόνο πολυμερές ίδρυμα που έχει την ικανότητα να δημιουργεί παγκόσμια ρευστότητα και αυτή είναι η στιγμή που πρέπει να το κάνει σε μεγάλη κλίμακα. Μια άμεση θέσπιση  Ειδικών Τραβηχτικών Δικαιωμάτων (SDR), τα οποία είναι συμπληρωματικά αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία (καθορίζονται από ένα σταθμισμένο καλάθι πέντε κύριων νομισμάτων), θα δημιουργούσε πρόσθετη διεθνή ρευστότητα χωρίς επιπλέον κόστος. Δεδομένου ότι μια εκ νέου θέσπιση SDR πρέπει να διανεμηθεί σύμφωνα με την ποσόστωση κάθε χώρας στο ΔΝΤ, δεν μπορεί να είναι σε διακριτική ευχέρεια και δεν μπορεί να υπόκειται σε άλλα είδη προϋποθέσεων ή πολιτικής πίεσης. Πρέπει να δημιουργηθούν και να διανεμηθούν τουλάχιστον 1 έως 2 τρισεκατομμύρια SDR. Αυτό θα έχει τεράστια σημασία ώστε να διασφαλιστεί ότι οι παγκόσμιες διεθνείς οικονομικές συναλλαγές απλά δεν θα “παγώσουν” ακόμη και μετά την άρση των lockdown, και ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα μπορούν να ασχοληθούν με το διεθνές εμπόριο.

Οι προηγμένες οικονομίες με διεθνή αποθεματικά είναι πολύ λιγότερο πιθανό να χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσουν, αλλά τα SDR μπορούν να αποδειχθούν σωτήρια για τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, παρέχοντας πρόσθετους πόρους για την καταπολέμηση τόσο της πανδημίας όσο και της οικονομικής καταστροφής.

Αυτό είναι πολύ καλύτερο από την εξάρτηση από το ΔΝΤ για την παροχή δανείων, τα οποία συχνά απαιτούν όρους. (Στο βαθμό που απαιτούνται πρόσθετα δάνεια έκτακτης ανάγκης από το ΔΝΤ, πρέπει επίσης να παρέχονται χωρίς όρους, ως καθαρά αντισταθμιστική χρηματοδότηση για αυτό το άνευ προηγουμένου σοκ.)

Η έκδοση περισσότερων SDR είναι επίσης προτιμότερη από το να επιτρέπεται στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να διαδραματίσει το ρόλο του μοναδικού σταθεροποιητή του συστήματος. Οι πολιτικές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας παρέχουν επί του παρόντος σε κεντρικές τράπεζες μερικών μόνο επιλεγμένων χωρών ρευστότητα δολαρίου. Αλλά αυτό δεν είναι μια πολυμερής κατανομή βασισμένη σε κανόνες. Αυτές οι ανταλλαγές αντικατοπτρίζουν τα στρατηγικά εθνικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και επομένως ενισχύουν τις παγκόσμιες ανισορροπίες ισχύος.

Ένας λόγος για τον οποίο υπήρξε μόνο περιορισμένη θέσπιση των SDR μέχρι στιγμής (η τελευταία αύξηση ήταν μετά την κρίση του 2008, αλλά μόνο με περίπου 276 δισεκατομμύρια SDR) είναι ο φόβος ότι μια τέτοια αύξηση της παγκόσμιας ρευστότητας θα προκαλούσε πληθωρισμό. Όμως, η παγκόσμια οικονομία έζησε χωρίς πληθωρισμό για περισσότερο από μια δεκαετία, ακόμα και αν είχαν γίνει οι μεγαλύτερες αυξήσεις ρευστότητας ποτέ, μέσω της «ποσοτικής χαλάρωσης» από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, ακριβώς επειδή η παγκόσμια ζήτηση παρέμεινε χαμηλή.

Η τρέχουσα κατάσταση είναι διαφορετική μόνο επειδή είναι πιο οξυμμένη.

Το δεύτερο σημαντικό διεθνές μέτρο είναι η αντιμετώπιση προβλημάτων εξωτερικού χρέους. Θα πρέπει να υπάρξει αμέσως αναστολή ή πάγωμα όλων των αποπληρωμών χρέους (τόσο του χρεολύσιου όσο και των τόκων) για τους επόμενους έξι μήνες τουλάχιστον, καθώς οι χώρες αντιμετωπίζουν τόσο την εξάπλωση της νόσου όσο και τις συνέπειες του κλειδώματος. Αυτό το μέτρο πρέπει επίσης να διασφαλίσει ότι οι τόκοι δεν θα συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Είναι προφανές ότι πολύ λίγες αναπτυσσόμενες χώρες θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους όταν οι εισροές συναλλάγματος έχουν σταματήσει. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, αν όλα τα άλλα είναι σε αναμονή στην παγκόσμια οικονομία σήμερα, γιατί οι στις πληρωμές χρέους πρέπει να γίνει κάτι διαφορετικό;

Η προαναφερθείσα αναστολή είναι μια προσωρινή κίνηση για να σωθούν αυτές οι χώρες σε  μια περίοδο που η πανδημία και οι περιορισμοί στην οικονομία βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους. Ωστόσο, είναι πιθανό να χρειαστεί ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους, και πρέπει να παρέχεται πολύ σημαντική ελάφρυνση του χρέους, ιδίως σε χώρες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Ο διεθνής συντονισμός θα ήταν πολύ καλύτερος για όλους τους ενδιαφερόμενους από τις άτακτες αθετήσεις χρεών που θα ήταν διαφορετικά αναπόφευκτες.

Στα έθνη-κράτη, ο θεσμός των ελέγχων κεφαλαίου (capital controls) θα επέτρεπε στις αναπτυσσόμενες χώρες να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον εν μέρει αυτούς τους παγκόσμιους μετωπικούς ανέμους, περιορίζοντας την αστάθεια των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ροών. Τέτοιοι έλεγχοι κεφαλαίου πρέπει να επιτρέπονται και να ενθαρρύνονται ρητά, προκειμένου να περιοριστεί η άνοδος των εκροών, να συγκρατηθεί η μείωση της ρευστότητας λόγω των πωλήσεων στις αναδυόμενες αγορές και να σταματήσει η πτώση των τιμών του νομίσματος και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων. Στην ιδανική περίπτωση, θα πρέπει να υπάρξει κάποια συνεργασία μεταξύ των χωρών για να αποφευχθεί η επιλογή μιας μόνο χώρας από τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Το επακόλουθο αυτής της κρίσης θα απαιτήσει επίσης μια αναβίωση του σχεδιασμού – κάτι που σχεδόν έχει ξεχαστεί σε πάρα πολλές χώρες στη νεοφιλελεύθερη εποχή. Η κατάρρευση των συστημάτων παραγωγής και διανομής κατά τη διάρκεια του κλειδώματος σημαίνει ότι ο καθορισμός και η διατήρηση της προσφοράς βασικών εμπορευμάτων είναι κρίσιμης σημασίας. Τέτοιες αλυσίδες εφοδιασμού θα πρέπει να μελετηθούν ως προς τις εμπλεκόμενες σχέσεις εισροών-εκροών, οι οποίες με τη σειρά τους απαιτούν συντονισμό μεταξύ διαφορετικών επιπέδων και υπηρεσιών στις κυβερνήσεις καθώς και μεταξύ των επαρχιών – και ενδεχομένως και σε περιφερειακό επίπεδο.

Η πανδημία είναι πιθανό να επιφέρει αλλαγή στη στάση απέναντι στη δημόσια υγεία σε όλες σχεδόν τις χώρες. Δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ηγεμονίας έχουν οδηγήσει σε δραστικές μειώσεις των κατά κεφαλήν δαπανών για τη δημόσια υγεία σε πλούσιες και φτωχές χώρες. Είναι πλέον περισσότερο από προφανές ότι δεν ήταν απλώς μια άνιση και άδικη στρατηγική, αλλά μια ανόητη: χρειάστηκε μια μολυσματική ασθένεια για να καταδείξει ότι η υγεία της ελίτ εξαρτάται τελικά από την υγεία των φτωχότερων μελών της κοινωνίας. Εκείνοι που υποστήριξαν τη μείωση των δαπανών για τη δημόσια υγεία και την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας το έκαναν θέτοντας σε κίνδυνο τον εαυτό τους. Αυτό ισχύει και σε παγκόσμια κλίμακα. Οι τρέχουσες αξιολύπητες εθνικές διαμάχες σχετικά με την πρόσβαση σε προστατευτικό εξοπλισμό και φάρμακα, προδίδουν μια πλήρη έλλειψη συνειδητοποίησης της φύσης του “θηρίου”. Αυτή η ασθένεια δεν θα τεθεί υπό έλεγχο πουθενά, εκτός εάν τεθεί υπό έλεγχο παντού. Η διεθνής συνεργασία δεν είναι μόνο επιθυμητή αλλά απαραίτητη.

Ενώ πιέζουμε για αυτές τις μεγάλες στρατηγικές για τις εθνικές κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς, πρέπει να έχουμε επίγνωση ορισμένων ανησυχιών. Η μία είναι ο φόβος ότι οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο θα χρησιμοποιήσουν την ευκαιρία που παρουσιάζεται από την πανδημία για να πιέσουν για την συγκέντρωση της εξουσίας, με σημαντικά αυξημένη παρακολούθηση και επιτήρηση των πολιτών, και αυξημένη λογοκρισία και έλεγχο των ροών πληροφοριών ώστε να μειώσουν τη δική τους ευθύνη. Αυτό έχει ήδη ξεκινήσει σε πολλές χώρες και ο φόβος της μόλυνσης οδηγεί πολλούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να αποδεχθούν “εισβολές” στην ατομική σφαίρα και μορφές κρατικού ελέγχου στην ιδιωτική ζωή που πριν από μήνες θα θεωρούνταν απαράδεκτες. Θα είναι πιο δύσκολο να διατηρηθεί ή να αναβιώσει η δημοκρατία σε τέτοιες συνθήκες. Απαιτείται πολύ μεγαλύτερη δημόσια επαγρύπνηση τόσο στο παρόν όσο και μετά το τέλος της κρίσης.

Υπάρχει επίσης ο φόβος ότι οι αυξημένες ανισότητες που δημιουργούνται από αυτήν την κρίση θα ενισχύσουν τις υπάρχουσες μορφές κοινωνικών διακρίσεων. Κατ’ αρχήν, ένας ιός δεν σέβεται την τάξη ή άλλες κοινωνικοοικονομικές διακρίσεις. Ωστόσο, υπάρχει η γνωστή σύνδεση ανάμεσα στην εισοδηματική φτώχεια και στις μολυσματικές ασθένειες. Στις άνισες κοινωνίες μας, οι φτωχές και οι κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες είναι πιο πιθανό να εκτεθούν στον COVID-19 και πιο πιθανό να πεθάνουν από αυτόν, επειδή η ικανότητα των ανθρώπων να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα, η ευαισθησία τους σε ασθένειες και η πρόσβασή τους στη θεραπεία ποικίλλουν πολύ, ανάλογα με το εισόδημα, τα περιουσιακά στοιχεία, το επάγγελμα και την τοποθεσία. Ίσως ακόμη χειρότερα, οι πολιτικές περιορισμού του COVID-19 εντός των χωρών δείχνουν ακραία ταξική προκατάληψη. Η «κοινωνική αποστασιοποίηση» (καλύτερα περιγράφεται ως φυσική απόσταση) υπονοεί σιωπηρά ότι τόσο οι κατοικίες όσο και οι χώροι εργασίας δεν είναι τόσο γεμάτοι και υπό συμφόρηση, οπότε τάχα οι προδιαγεγραμμένοι κανόνες μπορούν εύκολα να διατηρηθούν. Ο φόβος της μόλυνσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας έφερε κάποιες πιο δυσάρεστες μορφές κοινωνικών διακρίσεων και προκαταλήψεων σε πολλές χώρες, από την αντιπάθεια στους μετανάστες, έως τη διαφοροποίηση βάσει της φυλής, της κάστας, της θρησκείας και της τάξης. Σε μια εποχή που η καθολικότητα της ανθρώπινης κατάστασης καθίσταται εμφανής λόγω ενός ιού, οι απαντήσεις σε πάρα πολλές χώρες έχουν επικεντρωθεί σε εξειδικευμένες διαιρέσεις, οι οποίες προμηνύουν δυσάρεστα για τη μελλοντική πρόοδο.

Παρά αυτές τις καταθλιπτικές πιθανότητες, είναι επίσης αλήθεια ότι η πανδημία, ακόμη και η τεράστια οικονομική κρίση που έχει προκαλέσει, θα μπορούσαν επίσης να επιφέρουν κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά που οδηγούν σε ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον. Τρεις πτυχές αυτού του θέματος αξίζουν σχόλιο.

Το πρώτο είναι η αναγνώριση της ουσιαστικής φύσης και της κοινωνικής σημασίας των επαγγελμάτων περίθαλψης, και του μεγαλύτερου σεβασμού και αξιοπρέπειας που δείχνουμε στους αμειβόμενους και στους μη αμειβόμενους εργαζόμενους. Αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα οι κοινωνίες να αυξήσουν τον αριθμό των αμειβόμενων εργαζομένων στον τομέα της περίθαλψης, να παρέχουν την απαιτούμενη κατάρτιση για αυτούς λόγω της μεγαλύτερης εκτίμησης των δεξιοτήτων που απαιτούνται σε μια τέτοια εργασία, και να προσφέρουν σε αυτούς τους εργαζομένους καλύτερες αποδοχές, περισσότερη νομική και κοινωνική προστασία και μεγαλύτερη αξιοπρέπεια.

Δεύτερον, η ευρύτερη συνειδητοποίηση από το λαό της πραγματικής πιθανότητας ότι μπορεί να συμβούν αδιανόητα γεγονότα και αδιανόητα φοβερές διεργασίες που εξαπολύονται από τον τρόπο ζωής μας, μπορεί επίσης να αποδείξει την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής και τις καταστροφές που θα προκαλέσει. Αυτό θα μπορούσε να κάνει περισσότερους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη αλλαγής του τρόπου με τον οποίο ζούμε, παράγουμε και καταναλώνουμε, προτού να είναι πολύ αργά. Μερικές από τις λιγότερο ορθολογικές πτυχές των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, ειδικά στην πολυεθνική βιομηχανία τροφίμων (η οποία έχει ενθαρρύνει τα προϊόντα από ένα μέρος του κόσμου να αποστέλλονται σε άλλο μέρος του κόσμου για επεξεργασία, προτού επιστρέψουν σε μέρη κοντά στην προέλευσή τους προς κατανάλωση), θα πρέπει να εξεταστούν και θα μπορούσαν να μειωθούν σημαντικά. Θα μπορούσαν να ακολουθηθούν και άλλες αλλαγές στον τρόπο ζωής και την κατανάλωση και τους τρόπους διανομής.

Τέλος, σε ένα πιο φιλοσοφικό επίπεδο, οι υπαρξιακές απειλές όπως οι πανδημίες ενθαρρύνουν την μεγαλύτερη αναγνώριση των πραγμάτων που έχουν σημασία στην ανθρώπινη ύπαρξη: καλή υγεία, ικανότητα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με άλλους ανθρώπους και συμμετοχή σε δημιουργικές διαδικασίες που φέρνουν χαρά και ικανοποίηση. Αυτές οι συνειδητοποιήσεις θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τα πρώτα βήματα προς πολιτιστικές αλλαγές που οδηγούν στην αναδιοργάνωση των κοινωνιών μας. Υπάρχει μια ευκαιρία να απομακρυνθούμε από κυρίαρχες ιδεολογίες σχετικά με τον ατομικισμό, τη μέτρηση όλων με βάση τη χρηστικότητα και το κέρδος, σε πιο κοινωνικά πλαίσια φροντίδας και συνεργασίας.

Πηγή: Dissent Magazine

Μετάφραση: antapocrisis

Το στίγμα που αφήνει η πανδημία στην οικονομία

Η αισιοδοξία κυριαρχεί στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές, ιδιαίτερα σε αυτές των ΗΠΑ. Μετά την πτώση τους κατά 30% περίπου όταν επιβλήθηκαν τα μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας για να περιοριστεί η μετάδοση του κορωνοϊού, τα αμερικανικά χρηματιστήρια ανέβηκαν απότομα κατά 30% τον Απρίλιο. Γιατί; Για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα παρενέβη με τεράστιες ενέσεις ρευστότητας μέσω της εξαγοράς ομολόγων και της αξιοποίησης ποικίλων χρηματοοικονομικών εργαλείων. Και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες έχουν αντιδράσει με παρόμοιο τρόπο παρέχοντας ενέσεις ρευστότητας, όμως καμία από αυτές τις κινήσεις δεν μπορεί να συγκριθεί με την νομισματική ώθηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.

Ως αποτέλεσμα, οι εκτιμήσεις των αμερικανικών χρηματιστηρίων σχετικά με τα μελλοντικά εταιρικά κέρδη εκτοξεύθηκαν κατά λογική ακουλουθία με τις ενέσεις ρευστότητας που παρείχε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Εάν η κεντρική τράπεζα αγοράσει οποιοδήποτε ομόλογο ή άλλο χρηματοοικονομικό προϊόν έχετε στα χέρια σας, πώς θα μπορούσατε να αποτύχετε;

Ο δεύτερος λόγος που τα χρηματιστήρια εκτοξεύονται την ίδια στιγμή που τα στοιχεία για την «πραγματική» οικονομία αποκαλύπτουν την κατάρρευση της εθνικής παραγωγής, των επενδύσεων και της απασχόλησης σχεδόν παντού (με τα χειρότερα να έπονται), είναι η πίστη ότι τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας θα σταματήσουν σύντομα· ότι οι θεραπείες και τα εμβόλια που θα σταματήσουν τον ιό θα είναι σύντομα διαθέσιμα· και ότι ως αποτέλεσμα οι οικονομίες θα ανακάμψουν μέσα σε 3 έως 6 μήνες και η πανδημία θα ξεχαστεί σύντομα.

Για παράδειγμα, ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Mnuchin, επανέλαβε την άποψη που εξέφρασε όταν ξεκίνησαν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας ότι «θα δείτε την οικονομία να επανακάμπτει πραγματικά τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο». Και ο Hassett, οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, εκτίμησε ότι κατά το 4ο τρίμηνο του 2020, η αμερικανική οικονομία «θα είναι και πάλι πολύ ισχυρή και η επόμενη χρονιά θα είναι απίθανη». Ο Moynihan, διευθύνων σύμβουλος της Bank of America, εκτίμησε ότι η κατανάλωση έχει ήδη φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της και ότι σύντομα θα επανακάμψει κατά το 4ο τρίμηνο του 2020, συνοδευόμενη από μία διψήφια αύξηση του ΑΕΠ το 2021!

Το ότι η ιδιωτική κατανάλωση έχει ήδη φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της φαίνεται δύσκολο να δικαιολογηθεί εάν κοιτάξει κανείς τα στοιχεία του πρώτο τριμήνου του 2020. Πράγματι, το Μάρτιο η ιδιωτική κατανάλωση στις ΗΠΑ μειώθηκε κατά 7,5% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα και αποτελεί την μεγαλύτερη πτώση στην ιδιωτική κατανάλωση που έχει καταγραφεί ποτέ.

Δεν είναι όμως μόνο οι κυβερνητικές και οι τραπεζικές φωνές που εκτιμούν ότι οι οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία και τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας θα είναι σύντομες αν και όχι τόσο ευχάριστες. Πολλοί κεϋνσιανοί οικονομολόγοι στις ΗΠΑ ισχυρίζονται το ίδιο πράγμα. Σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, αναφέρθηκα στον ισχυρισμό του γκουρού του κεϋνσιανισμού, Larry Summers, πρώην Υπουργού Οικονομικών επί Κλίντον, ότι η απότομη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας που έφεραν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας είναι αντίστοιχη προς την πτώση που σημειώνεται σε καλοκαιρινά τουριστικά θέρετρα όταν οι επιχειρήσεις κλείνουν το χειμώνα. Η πανδημία είναι, κατά την άποψη αυτή, ένα παρόμοιο εποχιακό φαινόμενο.

Ο υπέρτατος γκουρού του κεϋνσιανισμού, Paul Krugman, εκτιμά ότι η απότομη πτώση της οικονομίας που έφερε η πανδημία, η οποία μέχρι στιγμής έχει πολύ χειρότερες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία από ότι είχε η Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 1929, δεν είναι μία οικονομική κρίση αλλά μία «κατάσταση διαχείρισης των συνεπειών μίας κρίσης». Ο Krugman υποστηρίζει ότι πρόκειται για «μία φυσική καταστροφή, η οποία, όπως και ένας πόλεμος, είναι ένα προσωρινό γεγονός».  Οπότε για αυτόν η απάντηση που πρέπει να δοθεί είναι «ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά βάση μέσω αύξησης της φορολογίας και περικοπής των δαπανών μάλλον στο μέλλον και όχι άμεσα, πράγμα που σημαίνει ότι η αντιμετώπιση της κρίσης θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί μέσω μίας προσωρινής αύξησης του ελλείμματος». Εάν λοιπόν αυτή η προσωρινή χρηματοδότηση των δαπανών λειτουργούσε, η οικονομία θα επανερχόταν στα προηγούμενα επίπεδα και το έλλειμμα θα ήταν απλώς «προσωρινό». Και ο Robert Reich, ο υποτιθέμενος αριστερός Υπουργός Εργασίας επίσης επί Clinton, εκτίμησε ότι η κρίση δεν ήταν οικονομική, αλλά κρίση που αφορά τη δημόσια υγεία και ότι μόλις περιοριζόταν το υγειονομικό πρόβλημα (κατά πάσα πιθανότητα μέσα στο καλοκαίρι), η οικονομία θα επανερχόταν γρήγορα στην πρότερη κατάσταση.

Είναι αναμενόμενο οι  σύμβουλοι του Τραμπ και οι παράγοντες της Wall Street να διακηρύττουν την άμεση επιστροφή στην κανονικότητα (ακόμη κι εάν οι οικονομολόγοι των επενδυτικών εταιριών έχουν κατά βάση διαφορετική άποψη), αυτό όμως που μπορεί να προκαλέσει έκπληξη είναι ότι και οι εξέχοντες κεϋνσιανοί οικονομολόγοι συμφωνούν σε αυτήν την εκτίμηση. Η κεϋνσιανή οικονομική θεωρία έχει ως αφετηρία την άποψη ότι οι οικονομικές υφέσεις είναι το αποτέλεσμα της κατάρρευσης της «ενεργού ζήτησης», η οποία με την σειρά της οδηγεί στη μείωση της παραγωγής και της απασχόλησης. Όπως όμως εξήγησα και σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, η παρούσα ύφεση δεν είναι αποτέλεσμα μίας κατάρρευσης της «ζήτησης», αλλά του σταματήματος της παραγωγής, και στο βιομηχανικό τομέα αλλά ειδικά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών. Πρόκειται για ένα «σοκ στην προσφορά», όχι ένα «σοκ στη ζήτηση». Κατ’ αντιστοιχία, οι θεωρητικοί της «χρηματιστικοποίησης» που ακολουθούν τη σχολή σκέψης του Hyman Minsky είναι επίσης σαστισμένοι, επειδή η παρούσα ύφεση δεν είναι αποτέλεσμα μίας πιστωτικής κρίσης ή μίας χρηματοοικονομικής κατάρρευσης, αν και μία τέτοια μπορεί να επέλθει.

Οι κεϋνσιανοί πιστεύουν λοιπόν ότι μόλις οι άνθρωποι επιστρέψουν στις δουλειές τους και αρχίσουν να καταναλώνουν, η «ενεργός ζήτηση» (ή ακόμη και η «συσσωρευμένη» ζήτηση) θα εκτοξευτεί και η καπιταλιστική οικονομία θα επιστρέψει στην κανονικότητα. Εάν όμως προσεγγίσει κανείς την παρούσα ύφεση από την σκοπιά της προσφοράς ή παραγωγής, και ειδικότερα από τη σκοπιά της αποδοτικότητας της επανεκκίνησης της παραγωγής και της απασχόλησης, δηλαδή από τη μαρξιστική σκοπιά, τότε τόσο η αιτία της ύφεσης όσο και η πιθανότητα μίας αργής και ισχνής επαναφοράς της οικονομίας φαίνεται ξεκάθαρα.

Ας θυμηθούμε λίγο τι συνέβη μετά το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης του 2008-2009. Το χρηματιστήριο ευημερούσε χρόνο με το χρόνο, όμως η «πραγματική» οικονομία της παραγωγής, των επενδύσεων και των εισοδημάτων των εργαζομένων σερνόταν. Από το 2009, η ετήσια ανάπτυξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ΗΠΑ ήταν κατά μέσο όρο περίπου 1,6%. Στα τέλη λοιπόν του 2019, το ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν κατά 13% χαμηλότερο από αυτό που θα ήταν αν ακολουθούνταν η αυξητική τάση που υπήρχε μέχρι το 2008. Το χάσμα αυτό ισοδυναμεί με μία μόνιμη απώλεια κατά κεφαλήν εισοδήματος της τάξης των 10.200 δολλαρίων ετησίως.

Και τώρα η Goldman Sachs προβλέπει μία μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ η οποία μπορεί να εξαλείψει ακόμη και όσα ανακτήθηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια!

Ο κόσμος είναι σήμερα πολύ πιο διασυνδεδεμένος οικονομικά από ότι ήταν το 2008. Η παγκόσμια αλυσίδα είναι σήμερα μεγάλη και εξαπλωμένη παντού. Ακόμη και αν κάποιες χώρες μπορούν να αρχίσουν την επαναφορά της οικονομίας, τα προβλήματα στο παγκόσμιο εμπόριο μπορούν να παρακωλύσουν σημαντικά την ταχύτητα και την δυναμική αυτής της προσπάθειας ανάκαμψης. Πάρτε για παράδειγμα την Κίνα, όπου η επανεκκίνηση της οικονομίας μετά το lockdown έχει ξεκινήσει. Η οικονομική δραστηριότητα παραμένει πολύ κάτω από τα επίπεδα του 2019 και ο ρυθμός της ανάκαμψης φαίνεται αργός – κυρίως επειδή οι Κινέζοι βιομήχανοι και εξαγωγοί δεν έχουν σε ποιον να πουλήσουν.

Αυτό δεν είναι ούτε σύμπτωμα του ιού ούτε ζήτημα υγείας. Η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου είναι περίπου ίση με την ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ από το 2009 και μετά (απεικονίζεται στο παρακάτω γράφημα με την μπλε γραμμή), δηλαδή κάτω από τον ρυθμό ανάπτυξης που είχε το παγκόσμιο εμπόριο πριν το 2009 (διακεκομμένη μπλε γραμμή). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου δεν θεωρεί δυνατή την επιστροφή ακόμη και σε αυτήν την χαμηλότερη αυξητική τροχιά (κίτρινη διακεκομμένη γραμμή) τουλάχιστον για τα επόμενα 2 έτη.

Η τεράστια αύξηση των δημοσίων δαπανών (πάνω από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια) που αποφάσισε το αμερικανικό Κονγκρέσο και η νομισματική ένεση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (4 τρισεκατομμύρια δολάρια) δεν πρόκειται να σταματήσει αυτήν την βαθιά ύφεση ούτε καν να επαναφέρει την αμερικανική οικονομία στα προηγούμενα (χαμηλά) επίπεδά της. Πράγματι, οι αναλυτές του Oxford Economics εκτιμούν ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας που μπορεί να οδηγήσει σε νέα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και να κρατήσει την αμερικανική οικονομία σε ύφεση και στασιμότητα μέχρι και το 2023!

Γιατί όμως οι καπιταλιστικές οικονομίες (τουλάχιστον κατά τον 21ο αιώμα) αδυνατούν να επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδά τους; Έχω υποστηρίξει σε αρκετές αναρτήσεις μου ότι αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι η αποδοτικότητα του κεφαλαίου στις μεγάλες οικονομίες δεν επέστρεψε ποτέ στα επίπεδα που άγγιξε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, πολλώ δε μάλλον σε αυτά της «χρυσής εποχής» της οικονομικής ανάπτυξης και των ήπιων υφέσεων του τέλους της δεκαετίας του ’50 και της δεκατίας του ’60.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτήν την πτώση της αποδοτικότητας κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις αύξησαν το επίπεδο του χρέους τους, τάση που πυροδοτήθηκε και από το χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων, με σκοπό είτε να διατηρήσουν την παραγωγή τους ή/ και να μεταφέρουν κεφάλαια στο τομέα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και της κερδοσκοπίας.

Με αυτές τις υποκείμενες αιτίες συνδέεται όμως στενά και μία ακόμη: πρόκειται για αυτό που αποκαλείται «ουλές» της οικονομίας ή υστέρηση. Η υστέρηση στο πεδίο των οικονομικών αναφέρεται σε ένα συμβάν στην οικονομία τα αποτελέσματα του οποίου διατηρούνται στο μέλλον, ακόμη και όταν οι παράγοντες που οδήγησαν στο συμβάν αυτό έχουν εξαλειφθεί. Η υστέρηση είναι ο όρος που περιγράφει την αντίληψη ότι τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα ενός γεγονότος μπορούν να εξελιχθούν σε μακροχρόνια προβλήματα που περιορίζουν την ανάπτυξη και καθιστούν δύσκολη την «επιστροφή στην κανονικότητα».

Οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι παραδοσιακά εκτιμούν ότι η δημοσιονομική ώθηση μπορεί να επαναφέρει τις υφεσιακές οικονομίες στην ανάπτυξη. Έχουν, ωστόσο, αναγνωρίσει ότι βραχυπρόθεσμες οικονομικές καταστάσεις μπορούν να έχουν διαρκείς συνέπειες. Το πάγωμα των πιστωτικών αγορών και η μειωμένη κατανάλωση μπορούν να σταματήσουν την δημιουργία των υπό άλλες συνθήκες ζωηρών μικρών επιχειρήσεων. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις μπορούν να αναβάλλουν ή να περικόψουν τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων.

Όπως ορθά το έθεσε σε μία πρόσφατη ανάρτηση στο blog του ο Jack Rasmus, «Χρειάζεται αρκετό καιρό για να αποκατασταθεί η «εμπιστοσύνη» τόσο των επιχειρήσεων όσο και των καταναλωτών στην οικονομία και να αντικατασταθεί η εξαιρετικά επιφυλακτική επενδυτική και καταναλωτική συμπεριφορά τους από μία πιο αισιόδοξη καταναλωτική-επενδυτική αντίληψη. Τα επίπεδα της ανεργίας παραμένουν υψηλά και ρίχνουν τη σκιά τους στην οικονομία για αρκετό καιρό. Πολλές μικρές επιχειρήσεις δεν ανοίγουν ποτέ ξανά και όσες το κάνουν απασχολούν λιγότερο προσωπικό, συχνά με μικρότερους μισθούς. Οι μεγαλύτερες εταιρίες συσσωρεύουν το ρευστό τους. Οι τράπεζες κατά κανόνα έχουν αργά αντανακλαστικά στο να δώσουν δάνεια από ίδιους πόρους. Κάποιες επιχειρήσεις είναι πολύ επιφυλακτικές στο να επενδύσουν, να επεκταθούν και άρα να επαναπροσλάβουν εργαζόμενους, δεδομένης της επιφυλακτικής καταναλωτικής συμπεριφοράς, της συσσώρευσης των επιχειρήσεων και της συντηρητικής πολιτικής δανεισμού των τραπεζών. Η κεντρική τράπεζα, μπορεί να δώσει πρόσβαση σε μεγάλο όγκο δωρεάν χρηματοδότησης και φθηνών δανείων, όμως οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πιθανώς να είναι διστακτικά στο να δανειστούν και να προτιμήσουν να σωρρεύσουν το ρευστό τους – καθώς και τα δάνειά τους». Με άλλα λόγια, μία οικονομική ύφεση μπορεί να αφήσει «στίγματα», δηλαδή μακροχρόνια ζημιογόνα αποτελέσματα στην οικονομία.

Πριν από μερικά χρόνια, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε μία μελέτη σχετικά με τα «στίγματα» που αφήνουν οι οικονομικές υφέσεις στην οικονομία. Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ σημείωναν ότι μετά από περιόδους ύφεσης δεν ακολουθεί πάντοτε ανάκαμψη τύπου V στα προηγούμενα επίπεδα. Αξιοποιώντας επικαιροποιημένα στοιχεία της περιόδου 1974 έως 2012, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ανεπανόρθωτες βλάβες στην παραγωγή δεν προκύπτουν μόνο μετά από τις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Κάθε είδος οικονομικής ύφεσης οδηγεί, κατά κανόνα, σε απώλειες στην παραγωγή.

«Σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη για το κύκλο λειτουργίας των επιχειρήσεων, μία ύφεση συνίσταται σε μία πρόσκαιρη πτώση της παραγωγής κάτω από τα συνηθισμένα της επίπεδα, η οποία όμως συνοδεύεται, κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάκαμψης, από μία ταχεία επιστροφή στα προηγούμενα επίπεδά της και στην ανοδική της πορεία (βλ. το πρώτο γράφημα στον παρακάτω πίνακα). Αντίθετα με τα παραπάνω, τα στοιχεία μας καταδεικνύουν ότι η ανάκαμψη μετά από μία ύφεση συνίσταται μόνο στην επιστροφή στο μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της παραγωγής, χωρίς να προηγηθεί μία ταχεία επαναφορά στα προ ύφεσης επίπεδα (βλ. το δεύτερο γράφημα στον παρακάτω πίνακα). Με άλλα λόγια, οι υφέσεις μπορούν να αφήσουν μόνιμα στίγματα στην οικονομία».

Ο παραπάνω κανόνας δεν ισχύει μόνο για την οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας, αλλά και για το χάσμα ανάμεσα σε ισχυρές και αδύναμες οικονομίες. Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι: «Οι φτωχότερες χώρες πλήττονται από πιο συχνές και πιο βαθιές υφέσεις και κρίσεις που οδηγούν κάθε φορά σε μόνιμες απώλειες στην παραγωγή και σε απώλεια εδάφους στο διεθνή ανταγωνισμό (βλ. τις συνεχείς γραμμές στο παρακάτω γράφημα).

Η μελέτη του ΔΝΤ συμφωνεί με την άποψη που εξέφρασα το 2016 στο βιβλίο μου «Η Μακρά Ύφεση» περί διάκρισης των κλασικών «υποχωρήσεων» της οικονομίας από τις διαρκείς υφέσεις[1]. Στο βιβλίο μου αυτό καταδεικνύω ότι στις διαρκείς υφέσεις η οικονομική ανάκαμψη δεν ακολουθεί το σχήμα V, αλλά το σχήμα της τετραγωνικής ρίζας, πράγμα που σημαίνει ότι η οικονομία τίθεται σε μία νέα, χαμηλότερη τροχιά ανάπτυξης (βλ. το παρακάτω γράφημα).

Εκτιμώ ότι η ύφεση λόγω της πανδημίας θα αφήσει πολλά στίγματα στον καπιταλιστικό τομέα παραγωγής. Η Min Ouyang, συνεργαζόμενη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Tsinghua του Πεκίνου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις παρελθούσες οικονομικές υφέσεις το μόνιμο «στίγμα» που άφησε στους επιχειρηματίες η κατάρρευση ρευστότητας υπερακόντισε τα θετικά αποτελέσματα που είχε γι’ αυτούς η εξώθηση των μικρών επιχειρήσεων σε λουκέτο και το «άνοιγμα» του δρόμου για όσες επιχειρήσεις επιβίωσαν. «Τα μόνιμα βλαπτικά αποτελέσματα που θα αφήσει πίσω της αυτή η ύφεση θα είναι κατά πάσα πιθανότητα πολύ πιο σοβαρά από αυτά των προηγούμενων υφέσεων… Εφόσον λέμε ότι η πανδημία θα είναι η νέα κανονικότητα, τότε οι άνθρωποι θα είναι πολύ πιο διστακτικοί στην ανάληψη ρίσκων», υποστηρίζει η καθηγήτρια.

Τα νοικοκυριά και οι εταιρίες θα επιθυμούν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους και να μειώσουν το οικονομικό ρίσκο προκειμένου να προστατευτούν από πιθανά μελλοντικά μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, ενώ οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συσσωρεύσουν εξοπλισμό αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών και να διασφαλίσουν ότι θα μπορούν να τον παράγουν σε μεγαλύτερο βαθμό εντός των εθνικών ορίων τους. Ακόμη κι αν αποδειχθεί ότι η πανδημία μας χτύπησε «μια και έξω», πολλοί άνθρωποι θα διστάζουν να κοινωνικοποιηθούν μετά την λήξη των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας, πράγμα που θα έχει αρνητικά αποτελέσματα για τις εταιρίες και τις οικονομίες που στηρίζονται στον τουρισμό, τις ταξιωτικές υπηρεσίες, την εστίαση και τη μαζική διασκέδαση.

Η ύφεση αυτή, θα επιταχύνει επίσης προϋπάρχουσες τάσεις καπιταλιστικής συσσώρευσης κεφαλαίου: Η Lisa B. Kahn, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Yale, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μετά από υφέσεις οι εταιρίες προσπαθούν να αντικαταστήσουν τους εργαζόμενους με μηχανές και να αναγκάσουν έτσι τους εργαζόμενους που επιστρέφουν στη δουλειά τους να αποδεχθούν χαμηλότερους μισθούς ή να αναζητήσουν νέες θέσεις εργασίες, με μικρότερες απολαβές (εδώ η σχετική μελέτη). Εξάλλου, ένας από τους βασικούς σκοπούς που έχει η διαδικασία «ξεκαθαρίσματος» για το κεφάλαιο είναι η μείωση του κόστους της εργασίας και η αύξηση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου. Η διαδικασία αυτή αφήνει λοιπόν μόνιμα «στίγματα» στην εργασία.

«Η εμπειρία της πανδημίας θα αφήσει βαθιές ουλές στην οικονομία και στην συμπεριφορά των καταναλωτών, των επενδυτών και των επιχειρήσεων. Θα στιγματίσει μία ολόκληρη γενιά τόσο βαθιά όσο στιγμάτισε και η Μεγάλη Κρίση του 1929 του γονείς και τους παππούδες μας» (από άρθρο του John Mauldin).

Πηγή: Michael Roberts Blog

Μετάφραση: antapocrisis

[1] Σ.τ.Μ: Ο Michael Roberts στο βιβλίο του “The Long Depression” εισάγει μία διάκριση ανάμεσα στους όρους “recession”, στον οποίο αποδίδει το νόημα μίας πρόσκαιρης υποχώρησης της οικονομίας, και “depression”, στον οποίο αποδίδει το νόημα της κατάστασης διαρκούς ύφεσης.

Εταιρείες ως κυρίαρχα ιδιωτικά κράτη: η περίπτωση της Total

H Total θεωρείται μια «γαλλική εταιρεία πετρελαίου» αλλά στην πραγματικότητα – όπως πολλές άλλες πολυεθνικές εταιρείες – πρόκειται για μια κυρίαρχη δύναμη ιδιωτικών συμφερόντων.

Έχοντας μελετήσει, γράψει (γι’ αυτές) και συμμετάσχει στο δημόσιο διάλογο για τις πολυεθνικές εταιρείες, έχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι δεν είμαστε συλλογικά καταρτισμένοι να σκεφτούμε τη δύναμη που αντιπροσωπεύουν, τις σιωπηρές μεθόδους με τις οποίες ασκούν την ιδιαίτερη μορφή κυριαρχίας τους καθώς και τους πολυάριθμους μηχανισμούς που τους επιτρέπουν να παρακάμπτουν το νόμο οπουδήποτε έχουν συμφέροντα.

Για να μορφοποιήσω το συμπέρασμα αυτό, θα εστιάσω σε μια μόνο εταιρεία – την Total – σαν τυπική περίπτωση και θα δείξω για τι είναι πράγματι ικανή σε διεθνές επίπεδο και δε θα συνθέσω μεμονωμένα παραδείγματα που θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για σκοπιμότητες προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ερευνητικές μας ανάγκες.

Η Total είναι ένας επιχειρηματικός όμιλος που εδρεύει στη Γαλλία, με δραστηριότητα σε 130 χώρες, 100.000 υπαλλήλους και «συνεργάτες» και μια ημερήσια παραγωγή 2,8 εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου. Το 2018 η Total ανακοίνωσε καθαρά κέρδη 13,6 δις δολαρίων. Αυτός ο ενεργειακός γίγαντας, η πέμπτη μεγαλύτερη εταιρεία πετρελαίου του κόσμου που λειτουργεί για σχεδόν έναν αιώνα, κερδίζει την προσοχή λόγω του ότι έχει υπάρξει το θέμα πολύ περιορισμένης ανάλυσης και προβολής, παρά την εκπληκτική σωρεία παραβιάσεων αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον, τη δημόσια υγεία και την επιχειρηματική ηθική.

Για παράδειγμα, κοινότητες στη Μιανμάρ υποχρεώθηκαν να εργαστούν στην κατασκευή ενός αγωγού πετρελαίου. Δικτατορίες στην Γκαμπόν και το Κονγκό-Μπραζαβίλ έχουν υποστηριχθεί  επί δεκαετίες από την εταιρεία. Η εταιρεία ανοιχτά χρησιμοποίησε την Βερμούδα σαν φορολογικό παράδεισο για να αποφύγει την καταβολή φόρων στη Γαλλία. Ας μην αναφέρουμε μάλιστα τις δραστηριότητες διερεύνησης κοιτασμάτων πετρελαίων στο βόρειο Καναδά που συνέβαλαν στην μόλυνση του περιβάλλοντος, ή στις αγορές που εξασφάλισε αμέσως μετά τους βομβαρδισμούς στη Λιβύη, για να απαριθμήσουμε μόνο μερικά παραδείγματα.

Ξεκινάμε λοιπόν δίνοντας τον ορισμό των πολυεθνικών εταιρειών, διαψεύδοντας το προφίλ της Total ως «μιας γαλλικής εταιρείας πετρελαίου» όπως ευρέως θεωρείται. Ο καθένας από τους κάτωθι όρους: «μία», «γαλλική», «πετρελαϊκή» και «εταιρεία» είναι αποπροσανατολιστικός.

«Μια»

Πρώτα απ’ όλα, αναφορικά με τον προσδιορισμό, οι πολυεθνικές δεν είναι «η» ή «μια» εταιρεία και τυπικά δεν συνιστούν μια νομική οντότητα, αλλά εκατοντάδες – συμπεριλαμβανομένων των διάφορων θυγατρικών, τα τραστ, τα περιουσιακά στοιχεία, τα ιδρύματα, τις εταιρείες ειδικού σκοπού και τις ιδιωτικές τράπεζες. Αυτές οι δομές είναι νομικά αυτόνομες, οριζόμενες μόνο από τους νόμους της νομοθεσίας κατά την οποία συστάθηκαν, αλλά στην πραγματικότητα συνιστούν μέρος των δικτύων που συγκροτούν τους πολυεθνικούς ομίλους. Χρέωνουν, αλλά ακόμη και προσφέρουν δάνεια η μία στην άλλη.

Η Total δεν έχει τίποτα κοινό με το μπακάλικο της γειτονιάς∙ συσπειρώνει 1.046 συγκροτημένες εταιρείες που ελέγχονται από το συμβούλιο των διευθυντών της εκπροσωπώντας μια κοινή βάση μετόχων. Αν μπορούσαμε να φανταστούμε την Total σαν ένα χταπόδι στο μέγεθος της γης, τα πολυάριθμα κράτη, όπου και απλώνονται τα πλοκάμια, νομοθετούν μόνο πάνω σε ό,τι επιχειρεί το μεμονωμένο πλοκάμι στο δεδομένο σημείο. Αντιμετωπίζονται μεμονωμένα, σαν να μην διευθύνονταν νομικά από τον ίδιο ιθύνοντα νου, σαν τίποτε άλλο πέρα από μεμονωμένα πλοκάμια. Οι θυγατρικές της Total στην Αλγερία, τη Βερμούδα, τη Βολιβία, τη Μιανμάρ, το Κατάρ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ δεν έχουν επίσημους δεσμούς με την μητρική εταιρεία που εδράζεται στη La Défense του Παρισιού, ακόμη κι αν αυτή η τελευταία συντονίζει τις λειτουργίες όλων.

Μονάχα ένα νόμος αναφορικά με την «υποχρέωση ευθύνης», που πέρασε το 2013 από την Γαλλική Εθνοσυνέλευση, επιβάλλει τους δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους σε περιπτώσεις όπου τα θεμελιώδη δικαιώματα τους έχουν παραβιαστεί. Στον υπόλοιπο κόσμο, μέσω των θυγατρικών της, η Total χρησιμοποιεί όλο το ειδικό της βάρος για να επηρεάσει κάθε μεμονωμένο κράτος όπου και τις έχει εγκαταστήσει, ενώ κανένα από αυτά τα κράτη δεν είναι σε θέση να νομοθετεί σε διεθνές επίπεδο, πάνω στο οποίο ο όμιλος διευρύνει την αυτοκρατορία του.

Κάθε θυγατρική είναι αγκυρωμένη στη δεδομένη της επικράτεια σαν τοπικός «παίκτης» την ίδια ώρα που υποκλίνεται στα συνολικά οικονομικά της συμφέροντα. Στην παγκόσμια οικονομία η Total βρίσκει όλη την ευελιξία που χρειάζεται για να ξεφύγει από τη συνδυασμένη ισχύ όλης της κρατικής νομοθεσίας και των εθνικών δικαιοδοσιών. Είναι ακριβώς λοιπόν σ’ αυτό το επίπεδο, με πλήρη έλεγχο στην πρόσβαση στον πλούτο, που η θυγατρική συμπράττει με τις άλλες πολυεθνικές και μπορεί αποτελεσματικά να ελέγχει κράτη.

«Γαλλική»

Όσον αφορά δε τον όρο «γαλλική», μόνο το 28% της Total βρίσκεται σε γαλλικά χέρια. Η Γαλλία δεν έχει πια καμία άμεση κυριότητα και οι θεσμικοί επενδυτές κατέχουν το 72% της εταιρείας παγκοσμίως. Σε μια σειρά κυμάτων ιδιωτικοποίησης επί Σιράκ, Μπαλαντούρ και Ζοσπέν μεταξύ των ετών 1986-1998, η Γαλλία ξεφορτώθηκε τις μετοχές της στην Γαλλική Εταιρεία Πετρελαίων (CFP, κάτοχο του λογότυπου της Total), και στην Εθνική Εταιρεία Elf Aquitaine (εντολοδόχου της εταιρείας Elf). Μετά από έντονες διαπραγματεύσεις, οι προαναφερθείσες εταιρείες συγχωνεύτηκαν με την PetroFina στην αλλαγή της χιλιετίας για να συγκροτήσουν την Total, όπως την ξέρουμε σήμερα. Οι κινεζικές αρχές και η κυβέρνηση του Κατάρ υπήρξαν από τότε μέτοχοι της, όπως το ίδιο έκαναν και οι οικογένειες που συγκροτούν τις κυβερνήσεις σ’ αυτές τις χώρες, όπως η οικογένεια Frère στο Βέλγιο ή η οικογένεια Desmarais στον Καναδά. Αυτοί οι τελευταίοι κατέχουν μια έδρα στο διοικητικό συμβούλιο της Total από το 2001 ως το 2017. Σήμερα, η BlackRock με έδρα τις ΗΠΑ κατέχει το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της Total.

Οι κύριοι μέτοχοι της Total προέρχονται από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και αλλού. Ως σήμερα η εταιρεία έχει διαθέσει 2,6 δις μετοχές που δεν κατέχονται από μετόχους αναφοράς. Το 2017 διένειμε 6,1 δις € σε μερίσματα «για να ικανοποιήσει το κτήνος» και υιοθέτησε το στόχο της αύξησης του ποσοστού από 5 σε 6% το χρόνο, περισσότερο από το προηγηθέν 3%. Μόλις το 2018 κέρδισε 11,4 δις €.

Εφόσον η Total δεν έχει μετοχικούς δεσμούς με τη Γαλλία, η «γαλλική» της πλευρά αφορά βασικά την επικοινωνιακή της στρατηγική. Πίσω στο 2015 η ιστοσελίδα Énergies & Environnement ανέφερε ότι «το 2012, το 65% του επενδυμένου κεφαλαίου της στη διύλιση και τα πετροχημικά προϊόντα συγκεντρωνόταν στην Ευρώπη αλλά η γαλλική εταιρεία πετρελαίου επιθυμεί να αντιστρέψει την τάση αυξάνοντας το ποσοστό αυτού του κεφαλαίου στην Ασία και τη Μέση Ανατολή κατά 70% μέχρι το 2017».

Η εταιρεία έχει προχωρήσει σε τεράστιες επενδύσεις στις μεγάλες υποδομές, όπως σ’ εκείνη στην Jubail της Σαουδικής Αραβίας: επενδύσεις περίπου 10 δισ $ εξασφαλίζουν στην Total 400.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα. Οι κοινωνικές και φορολογικές υποχρεώσεις στη Σαουδική Αραβία είναι λιγότερο αυστηρές απ’ ότι στη Γαλλία. Η εταιρεία περιόρισε τον αριθμό διυλιστηρίων στον αστικό χώρο (Jubail) από 8 σε 5 –τα έξι αφορούσαν πετροχημικές δραστηριότητες. Αυτά είτε πλέον προχωρούν σε γενικές απώλειες είτε οι εγκαταστάσεις τους χρησιμοποιούνται για εξειδικευμένες δραστηριότητες.

«Πετρελαϊκή»

Η Total, η «εταιρεία πετρελαίου», περιορίζει το ενδιαφέρον της στο πετρέλαιο και τα πετροχημικά και οδεύει σε διαφοροποίηση δραστηριοτήτων προκειμένου να δημιουργήσει ένα πεδίο για την ίδια στους τομείς που θα ευνοηθούν, όταν εκείνη και οι συνεργάτες της θα έχουν εξαντλήσει και το τελευταίο απόθεμα πετρελαίου. Η Total ξεκάθαρα σχεδιάζει να εκμεταλλευτεί τα αποθέματα της μέχρι τελευταίας σταγόνας.

Το 2017 απέκτησε εκτάσεις προς εξόρυξη και εκμετάλλευση καθώς και μετοχές σε 2 εργοστάσια από την βραζιλιάνικη εταιρεία Petrobras για συνολικά 2,2 δις $. Συμπληρωματικά σ’ αυτά ήδη εκμεταλλεύεται  κοιτάσματα στην Gonfreville-l’Orcher (Γαλλία), στην Anvers (Βέλγιο), στη Jubail (Σαουδ. Αραβία), στο Port Arthur (ΗΠΑ) και στη Ras Laffan (Κατάρ) ενώ το 2017 απέκτησε μια ενοποιημένη πλατφόρμα διύλισης και πετροχημικών στη Νότια Κορέα. Το ίδιο διάστημα κατείχε μερίδια σε άλλα 19 διυλιστήρια σε παγκόσμιο επίπεδο ενώ συνεχίζει να εκμεταλλεύεται την εξαιρετικά μολυσματική για το περιβάλλον πισσώδη άμμο του Καναδά.

Μέχρι το 2040, το 35% της ενέργειας της Total αναμένεται να παράγεται από πετρέλαιο, το 50% από φυσικό αέριο και το 15% από πηγές χαμηλής εκπομπής άνθρακα όπως η βιομάζα, η ηλιακή ενέργεια και αποθήκευση. Αν η κλιματική αλλαγή δεν νικήσει την ανθρωπότητα μετά την καύση όλων των διαθέσιμων καυσίμων, η Total προσδοκά ότι θα έχει ήδη ανακατευθύνει τους διακεκριμένους της πελάτες προς τις νέες της ενεργειακές αγορές.

Ακριβώς όπως οι χημικές βιομηχανίες BASF, Bayer, και Monsanto αναδεικνύονται ταχύτατα ως οι πρωτοπόρες εταιρείες στον τομέα της οργανικής καλλιέργειας, η Total επανακτά τον έλεγχο των αγορών που συναγωνίζονται στην παραγωγή πετρελαίου και στην μετατροπή της εξάντλησης του στην αγορά του μέλλοντος. Η θυγατρική «Φυσικού Αερίου, Ανακυκλώσιμων πηγών και Ενέργειας» είναι πλέον ο τέταρτος κατά σειρά επιχειρηματικός τομέας της Total. Πριν από τη συγκρότηση του μάλιστα η διοίκηση της εταιρείας είχε σχέδια για τους τομείς της Εξερεύνησης και της Παραγωγής (EP), της Διύλισης και των Χημικών (RC) καθώς και του Μάρκετινγκ και των Υπηρεσιών (MS). «Ο τομέας Φυσικού Αερίου, Ανακυκλώσιμων πηγών και Ενέργειας αποτελεί την αιχμή του δόρατος στις φιλοδοξίες της Total αναφορικά με τις επιχειρήσεις χαμηλής εκπομπής άνθρακα, διευρύνοντας τις δραστηριότητες της στην προμήθεια φυσικού αερίου και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καθώς και στις επιχειρήσεις ενεργειακής επάρκειας» δήλωνε με το δικό της μοναδικό στυλ.

Έχοντας μόνο για τακτικούς λόγους αναγνωρίσει την ευθύνη της για την κλιματική αλλαγή ως πετρελαϊκή εταιρεία, η Total πλέον υφίσταται μια μεταμόρφωση για να κάνει τους αφελείς να πιστέψουν ότι το «φυσικό αέριο», που εξίσου εκμεταλλεύεται, είναι μια λύση. Ο CEO του ομίλου συνιστά επίσης την παγίωση μιας ενδεικτικής τιμής άνθρακα, που θα συμπεριλαμβάνει το κόστος της εκπομπής άνθρακα, προκειμένου η τιμή του να λειτουργεί ως μέσο προστασίας για τον τομέα του φυσικού αερίου. Ωστόσο επιλέγοντας την παραγωγή λιγότερου πετρελαίου μακροπρόθεσμα και απεναντίας την εξαγωγή περισσότερου σχιστολιθικού πετρελαίου, φαίνεται ότι επιλέγει να μολύνει λιγότερο την ατμόσφαιρα – αν κάνουμε πως αγνοούμε το ακανθώδες ζήτημα της εκπομπής μεθανίου-απειλώντας όμως με καταστροφή τις υπόγειες υδάτινες πηγές.

Η Total εφαρμόζει την επικίνδυνη τεχνική της «υδραυλικής θραύσης» – γνωστής ως fracking – στην Αυστραλία, τη Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο και αποβιβάζεται ή επιστρέφει στις ΗΠΑ, την Αργεντινή ή την Αλγερία για να εξορύξει φυσικό αέριο εγκλωβισμένο σε πετρώματα, προκαλώντας όμως υπόγειους τριγμούς και δίνες που δυνητικά απειλούν συνολικά το υπόγειο δίκτυο υδάτων, αυτό συμβαίνει όταν δεν προχωρά σε επιχειρήσεις ανίχνευσης και εξόρυξης μεγάλου βάθος, όπως στην Κύπρο, το Ιράν ή την Ελλάδα.

Η Total αναπτύσσει επίσης τις επιχειρήσεις της στο σχιστολιθικό αέριο έχοντας ως στόχο τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Για κάποιο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να βασιστεί στην υποστήριξη του Jean-Louis Borloo, του πρώην Γάλλου υπουργού περιβάλλοντος, ο οποίος αργότερα έγινε «σούπερ λομπίστας της ηλεκτρικής ενέργειας στην Αφρική», όπως το έθεσε η εφημερίδα Le Monde. Ο Borloo προσπάθησε να ανοίξει το δρόμο για τη δημιουργία σχέσεων στην Αφρική μεταξύ διευθυντών ταμείων ανάπτυξης, αφρικανικών ηγετών και γαλλικών εταιρειών, όπως οι Bolloré, Dassault, EDF, Total και Veolia που υποστηρίζουν την ανάπτυξη μιας τεράστιας ηπειρωτικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Ξεκινώντας παρόμοια project πετρελαίου και φυσικού αερίου βαθέων υδάτων, η Total συνεχίζει να ωθεί την εξόρυξη από τον πυθμένα του ωκεανού σε νέα όρια σε όλο τον κόσμο.

Αυτό, ωστόσο, δεν εμποδίζει την Total να υποστηρίζει μια καθαρή οικονομία, καθώς παράγει επίσης ηλιακούς συλλέκτες. Έγινε παγκόσμιος ηγέτης της ηλιακής ενέργειας μετά την απόκτηση της εταιρείας SunPower με έδρα τις ΗΠΑ το 2011 και στη συνέχεια της Saft το 2016 ενώ κυριαρχεί και στον τομέα αποθήκευσης ενέργειας.

Αυτό θα την καθιστούσε μια πράσινη εταιρεία εάν αγνοούσαμε – όπως προσπαθεί να κάνει η ίδια – τα βαρέα μέταλλα που απαιτεί αυτή η βιομηχανία. Η Total διεξάγει επίσης έρευνα στον τομέα της ενεργειακής συγκομιδής με την υποστήριξη της νορβηγικής κυβέρνησης. Αυτή η νέα πρακτική βασίζεται στη χρήση διαλυτών που μπορούν να απορροφήσουν το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) υπό ορισμένες συνθήκες και την υπόγεια αποθήκευση του. Οι προσπάθειες της Total σε αυτόν τον τομέα είναι εντελώς ιδιοτελείς, θέτοντας τον εαυτό της «προανταγωνιστικά» για να ανταποκριθεί σε μια τεχνολογική ζήτηση που αναμένεται από την Κίνα.

H Total επίσης στρέφεται προς τα αγροκαύσιμα παρά την απειλή που αντιπροσωπεύουν στην τροφική κυριαρχία, ιδίως στον Παγκόσμιο Νότο. Εισάγει τεράστιες ποσότητες φοινικέλαιου από τη Νοτιοανατολική Ασία στη γαλλική εγκατάστασή της στη La Mède – όπου χρειάζεται 450.000 τόνους για να παράγει περίπου 500.000 τόνους αγροκαυσίμων ετησίως – παρόλο που αυτή η λειτουργία είναι δαπανηρή από την άποψη της παραγωγής, της μεταφοράς, της επεξεργασίας και κατά συνέπεια της ενέργειας. Πολύ λίγο ανακυκλωμένο λάδι θα συμπεριληφθεί εντέλει στη σύνθεσή τους.

Όπως έγραψε ο εκπρόσωπος της CGT (Γαλλική Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) Fabien Cros στον ιστότοπο της Total, «Όλα αυτά έχουν πολύ μεγαλύτερο αποτύπωμα άνθρακα από ό,τι αν το ντίζελ είχε χρησιμοποιηθεί άμεσα! Εν ολίγοις, για την παραγωγή αυτής της λεγόμενης πράσινης ενέργειας, θα μολύνουμε τον υπόλοιπο κόσμο».  Τα κράτη δορυφόροι στο πλαίσιο της Françafrique, όπως η Γκαμπόν, ακολουθούν το ίδιο παράδειγμα και σχεδιάζουν να μετατραπούν σταδιακά σε οικονομία των αγροκαυσίμων, αντί να υιοθετήσουν γεωργικές πολιτικές για την προώθηση της δικής τους κυριαρχίας τροφίμων.

Καθώς η οικονομία με αρχή τη μεγέθυνση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να σταματήσει, η Total επιδιώκει να τη διαφοροποιήσει. Υπάρχουν μάλιστα πολλά παραδείγματα αυτής της αρχής μέσα στο 2019. Εκτός από την ανάπτυξη αγωγών, λιπαντικών, πλαστικών και άλλων πετροχημικών προϊόντων, η εταιρεία συμμετέχει στον τομέα των συσσωρευτών και των πέλετ ενώ έχει επίσης διεισδύσει και στον τομέα του υδρογόνου. Παρά το υψηλό κόστος της χημικής αντίδρασης που απαιτείται για την παραγωγή όλης αυτής της ενέργειας, υπάρχει ήδη ένα λόμπι για την προώθησή της. Έτσι, δίπλα στη βενζίνη που πωλείται μέσω του τεράστιου παγκόσμιου δικτύου πρατηρίων λιανικής της Total, μπορούμε πλέον να προσθέσουμε το φυσικό αέριο και τους σταθμούς φόρτισης για τα ηλεκτρικά οχήματα.

Η Total δεν δραστηριοποιείται μόνο στην παραγωγή αυτών των πηγών ενέργειας αλλά και στην εμπορία τους. Επενδύει σε δομές που έχουν σχεδιαστεί για την ανάπτυξη πολύπλοκων τρόπων πώλησης αυτών των αγαθών και έχει σημειώσει πρόοδο στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Το 2017, η θυγατρική της Total Marine Fuels Global Solutions ανέλαβε να πουλήσει τεράστιες ποσότητες καυσίμων για πλοία, που παράγονται από υγροποιημένο φυσικό αέριο στη Σιγκαπούρη. Το 2016, εξαγόρασε τη βελγική εταιρεία Lampiris, η οποία αγοράζει το 78% της ηλεκτρικής ενέργειας που πωλεί η ίδια. Επέστρεψε στη Γαλλία το 2018 με την Direct Energy.

Σχεδιάζει επίσης να επενδύσει απευθείας στα κεφάλαια των ανταγωνιστών της, όπως στη θυγατρική της Shell στη Νιγηρία ή στη Saudi Aramco στη Σαουδική Αραβία. Επιπλέον, έχει επενδύσει στο Διαδίκτυο των πραγμάτων και στην προηγμένη έρευνα υπολογιστών. Η εταιρεία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι δραστηριότητές της είναι μηδενικού κινδύνου όταν αναπτύσσει ένα drone που προορίζεται να «εκτιμήσει την έκταση της τυχαίας ρύπανσης».

«Εταιρεία»

Δεδομένης της κλίμακας και του επιπέδου ποικιλομορφίας της Total – όπως και των συνεργατών της – δεν συνιστά πλέον μια «εταιρεία» υπό την έννοια της συνάντησης των νομίμως αναγνωρισμένων επιχειρηματικών συνεργατών ούτε μια «επιχείρηση» που νοείται ως μια δομή που ασχολείται με έναν συγκεκριμένο τομέα. Αντίθετα, έχει γίνει μια δύναμη, μια κυρίαρχη οντότητα που ξεχωρίζει εαυτόν από τα κράτη και τα χειραγωγεί για να επιτύχει τους δικούς της σκοπούς.

Το να είσαι μια κυρίαρχη οντότητα και όχι μια απλή εταιρεία, απαιτεί το να γνωρίζεις πώς να εκμεταλλευτείς όλες τις καταστάσεις – ακόμη κι όταν η κατάσταση δεν είναι υπό τον έλεγχό σου. Αυτή η ποικιλία δραστηριοτήτων και το γεγονός ότι η εταιρεία ελέγχει πολλές πτυχές στον ενεργειακό τομέα – την αναζήτηση, εκμετάλλευση, μεταφορά, διύλιση, επεξεργασία, αποθήκευση, διανομή, εμπόριο και ούτω καθεξής – της επιτρέπει να επωφεληθεί από κάθε κατάσταση. Παρόλο που η τιμή του πετρελαίου μειώθηκε κατά 17% το 2016, η εταιρεία εξασφάλισε κέρδη τουλάχιστον 8,29 δις $.

Ο Johann Corric του Le Revenu παρατήρησε ότι «οι λογαριασμοί του ομίλου συνεχίζουν να διατηρούνται από τις μεταγενέστερες δραστηριότητές του (διύλιση, πετροχημικά) και από ένα σχέδιο μείωσης του κόστους που εφαρμόστηκε νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Ξεπέρασε εντέλει τον στόχο του για την εξοικονόμηση 2,4 δις $ για το 2016 κατά 400 εκατομμύρια δολάρια».

Η Total έχει θέσει ως προτεραιότητα της τη μείωση του κόστους παραγωγής, πρακτική που οδηγεί σε άθλιους μισθούς, απαιτητικές συνθήκες εργασίας, διαφορετική μεταχείριση για τους ντόπιους βιοτέχνες και τους ομογενείς – μέθοδοι που προφανώς ευχαριστούν μόνο τους πιο ισχυρούς παίκτες της εταιρείας: ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Fitch αποζημίωσε μάλιστα την Total για τις αυστηρές της πολιτικές διαχείρισης, σταθεροποιώντας την βαθμολογία του ομίλου στο «AA–».

Εκείνοι που νοσταλγούν την εθνική κυριαρχία διστάζουν να αντιληφθούν το ενοχλητικό πρίσμα αυτών των νέων σχέσεων εξουσίας. Θεωρητικά, ως θεματοφύλακας της νόμιμης άσκησης της βίας και της αποκλειστικής δυνατότητας να νομοθετεί, μόνο το κράτος θα έπρεπε να είναι σε θέση να επιβεβαιώνει τα δικαιώματα του έναντι των ιδιωτικών εταιρειών και των ξένων οντοτήτων που δραστηριοποιούνται στο έδαφος του. Ωστόσο μια νέα μορφή κυριαρχίας αναδύεται. Οι εκπρόσωποι της Total, η προωθητική της βιομηχανία και οι διευρυμένες υπηρεσίες PR έχουν πλέον βαρύτητα και επεμβαίνουν στα πάντα.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Total, Patrick Pouyanné, όπως και ο προκάτοχός του Christophe de Margerie, εμπλέκεται σε όλα: στο ζήτημα των Σύριων προσφύγων, στο εμπορικό εμπάργκο που επιβλήθηκε στη Ρωσία, στην ακαδημαϊκή έρευνα, στην αναβίωση των τοπικών βιομηχανιών, στην οικονομική ή τεχνική υποστήριξη για τις μικρές επιχειρήσεις, στον αγώνα κατά του διαβήτη, σε εκθέσεις μουσείων, στην αποκατάσταση ιστορικών μνημείων και την απόρριψη όλων των κοινωνικών κινημάτων. Αναγνωρισμένη από τα κράτη ως κυρίαρχη δύναμη, η Total υπέγραψε δήλωση υποστήριξης για τη Συμφωνία του Παρισιού στο COP21 στην οποία δεσμεύεται να εργαστεί προκειμένου να διατηρήσει την υπερθέρμανση του πλανήτη στους 2 ° C – παρόλο που σε ιδιωτικό επίπεδο, ο Pouyanné μίλησε για σημαντική αύξηση 3 ° C έως 3,5 ° C.

Η ιδεολογία της δύναμης

Το ενδιαφέρον μας για την Total ως περιπτωσιολογική μελέτη πηγάζει επίσης από το γεγονός ότι οι εκπρόσωποί της εκφράζονται πλέον ανοιχτά. Οι διαδοχικοί διευθύνοντες σύμβουλοι και οι διάφοροι εκπρόσωποι της δεν διστάζουν να σχολιάσουν τις δραστηριότητές τους και ακόμη και τις τρέχουσες πολιτικές υποθέσεις, δίνοντάς μας μια εικόνα για τη θεμελιώδη ιδεολογία τους. Κατ ‘αυτόν τον τρόπο, ενημερώνουν το κοινό για τα ιδεολογικά μέσα που χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν, στα μάτια τους, την εξουσία τους. Παρουσιάζονται μακροπρόθεσμα λοιπόν ως αποφασιστικά κυρίαρχοι.

Αναλύσαμε λοιπόν τρεις τύπους πηγών:

  1. Τα έγγραφα και τις δημόσιες δηλώσεις της Total, καθώς και τις δημοσιεύσεις των ιστορικών και των άλλων διανοούμενων της, που μας επιτρέπουν να επιβεβαιώσουμε με τη δική της πλέον παραδοχή μια ολόκληρη σειρά γεγονότων.
  2. Ειδικά νομικά έγγραφα που, ανάλογα με την κατάστασή τους, παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία για συγκεκριμένα θέματα.
  3. Κρίσιμα και ενοχοποιητικά έγγραφα που αφορούν ισχυρισμούς στους οποίους οι διευθυντές της εταιρείας έχουν συχνά απαντήσει.

Εντοπίσαμε όμως και τρεις σταθερές στον επίσημο λόγο της εταιρείας.

Πρώτη σταθερά: το τεκμήριο της νομιμότητας

Όποια και αν είναι η μορφή της απάντησης, οι εκπρόσωποι της Total επιμένουν πάντα στη νομική φύση των δραστηριοτήτων της εταιρείας. Είτε πρόκειται για την ιστορική της συνεργασία με το καθεστώς του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, τις διαβουλεύσεις που αφήνουν απογοητευμένους τους αυτόχθονες της Λατινικής Αμερικής, την επιρροή που παρατηρείται στο Ιράκ ή το Ιράν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, την καταστροφή της περιοχής του Δέλτα του Νίγηρα ή την πρόσβαση στον αλγερινό πλούτο μέσω απεχθών χρεών, η ρητορική της μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: σεβόμαστε το νόμο, λειτουργούμε σύμφωνα με το νόμο, αυτό που κάνουμε είναι νόμιμο και αρκεί να μην απαγορεύεται – ή να επιβάλλεται κύρωση – τότε λοιπόν επιτρέπεται. Αυτές είναι οι βασικές φράσεις που χρησιμοποιούν οι εκπρόσωποι του ομίλου.

Αντιμετωπίσαμε σοβαρά αυτούς τους ισχυρισμούς, οπότε η δουλειά μας δεν ήταν τόσο μια κριτική για τις ενέργειες της Total όσο μια ανάλυση ενός συστήματος που επιτρέπει σε πολλές ενέργειες να φαίνονται νόμιμες. Στη συνέχεια, αναρωτηθήκαμε για την ίδια την έννοια της φράσης «είναι νόμιμο» στα διάφορα πλαίσια στα οποία χρησιμοποιείται. Εξετάσαμε επίσης πώς μερικές φορές η ίδια η εταιρεία βοηθά στη σύνταξη των νομικών πλαισίων που επιτρέπουν τέτοιες ενέργειες να θεωρηθούν νόμιμες.

Δεύτερη σταθερά: τα περασμένα ανήκουν στο παρελθόν

Όταν ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο Christophe de Margerie σχετικά με τις ύποπτες προμήθειες που πλήρωσε η Total στο ιρανικό καθεστώς ως αντάλλαγμα για τις παραχωρήσεις που της είχε αναθέσει στη δεκαετία του 1990, απάντησε: «Είναι καλό που αρχίζετε να κάνετε ερωτήσεις σχετικά με τις ημερομηνίες, επειδή μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για τη σφαγή του Saint-Barthélemy»- που πραγματοποιήθηκε το 1572. Οι εκπρόσωποι της εταιρείας προτείνουν ότι η ιστορική καταγραφή πρέπει να διαγραφεί εντελώς, ίσως για να καθαρίσει τη συνείδησή τους. Κατ’ αυτούς, η συνεργασία της Total με το καθεστώς του απαρτχάιντ δεν είναι πλέον ζήτημα προς συζήτηση, ακόμα κι αν τα δικά της έγγραφα καυχιούνται ότι η εταιρεία βρίσκεται στη Νότια Αφρική από το 1954.

Ο λόγος της πολυεθνικής ελαχιστοποιεί τη βαρύτητα του παρελθόντος για να ευνοεί μόνο το παρόν ή το προβλεπόμενο μέλλον. Ωστόσο, το κεφάλαιο μιας εταιρείας, ειδικά όταν είναι κολοσσιαίο, είναι επίσης το υπόμνημα της, καταγράφοντας τις ενέργειές της σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια. Το κεφάλαιο είναι σαφώς ζωτικής σημασίας για οποιαδήποτε εταιρεία, επιτρέποντάς της να λάβει δάνεια, να δημιουργήσει συνεργασίες, να αυξήσει την αξία της μετοχής της στο χρηματιστήριο και να επενδύσει σε νέα έργα, προκειμένου να το επεκτείνει συνεχώς.

Η υποβάθμιση του παρελθόντος εμποδίζει το κοινό από το να κατανοήσει πως συσσωρεύεται το κεφάλαιο – το ίδιο το κεφάλαιο που δίνει τώρα στον όμιλο τα μέσα για να ξεκινήσει πολλαπλές πρωτοβουλίες, υπενθυμίζοντας το ρητό, «το παρελθόν εγγυάται το μέλλον».

Τρίτη σταθερά: μην εμπλέκετε την πολιτική

Σε ζητήματα που αφορούν την Total στη Γαλλία και στο εξωτερικό, οι εκπρόσωποί της επιμένουν να λένε «ότι δεν ασκούν πολιτική», ενώ στη συνέχεια προσθέτουν, «μόνο γεωπολιτική». Μαζί με άλλες ιδιωτικές εταιρείες του ίδιου μεγέθους, η εταιρεία καταφέρνει να διαμορφώσει μεγάλο μέρος της παγκόσμιας βιομηχανικής και χρηματοοικονομικής τάξης πραγμάτων μέσω μιας σειράς επιταγών που καθιστούν δύσκολο για τα κράτη να ασκήσουν σαφώς την κυριαρχία τους.

Είτε αναφορικά με τις προμήθειες, τις τιμές, τη διπλωματία και τις αγωγές που έχουν υποβληθεί σε ad hoc δικαστήρια για «την επίλυση εμπορικών διαφορών με κράτη», πιέσεις και δημιουργία σχέσεων εξουσίας αναφορικά με επενδυτικά σχέδια – όλα γίνονται για να καταπνίξουν τη συζήτηση για το πως λειτουργεί η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Αυτό ακριβώς οδήγησε τον σημερινό Διευθύνοντα Σύμβουλο της Total, τον Patrick Pouyanné, να πει ότι η διαίρεση ανάμεσα σε αριστερά και δεξιά είναι ξεπερασμένη ενώ οι εκλογές τώρα υποστηρίζουν απλώς τη νεοφιλελεύθερη τάξη, που η ομάδα του και αρκετοί άλλοι συνέβαλαν στη συγκρότηση της. Επιπλέον, δεδομένου ότι η Total δραστηριοποιείται σε όλες τις φάσεις της αλυσίδας διερεύνησης, εκμετάλλευσης, επεξεργασίας και διανομής ενεργειακών περιουσιακών στοιχείων, μπορεί συχνά να αποφύγει να επηρεάσει το ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο, παραχωρώντας στον εαυτό της το πλεονέκτημα του σταδίου της αλυσίδας που ευνοείται από την κατάσταση των πραγμάτων τη δεδομένη στιγμή.

Δεν πρόκειται απλά λοιπόν για μια μεγάλη εταιρεία ενέργειας

Ακριβώς όλες αυτές οι σκέψεις οδήγησαν τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Total να παρουσιαστεί ως κυρίαρχος κυβερνήτης. Μετά το τετ α τετ του Patrick Pouyanné με τον Vladimir Putin, ο οποίος έλαβε όλη τη δόξα που προοριζόταν συνήθως για αρχηγούς κρατών, ανέφερε ακόμη ότι «Ακόμη κι αν η Total είναι ιδιωτική εταιρεία, είναι η μεγαλύτερη γαλλική εταιρεία και, κατά κάποιον τρόπο, αντιπροσωπεύει την ίδια τη χώρα”.

Πέρα από αυτήν την εξωφρενική δήλωση, η οποία δεν προκαλεί καμία αντίδραση εκ μέρους του Γάλλου προέδρου, η εξουσία που ισχυρίζονται ότι κατέχουν οι εταιρικοί διευθυντές είναι υπερεθνική και ειδικά σχετική με τον κόσμο των επιχειρήσεων. Αυτή είναι ακριβώς η δύναμη που απαιτεί τώρα περαιτέρω αναλύσεις αλλά και μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση του κοινού.

Σχόλια μετάφρασης

Françafrique: Το σύνολο των διπλωματικών, οικονομικών και πολιτικών σχέσεων που δεσμεύουν τις πρώην γαλλικές αποικίες στην Αφρική απέναντι στη μητρόπολη Γαλλία ακόμη και μετά την ανεξαρτησία τους.

Direct Energy: εταιρεία-πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

Διαδίκτυο των πραγμάτων: το σύνολο των συσκευών και των μηχανών που μπορούν να συνδεθούν και να ανταλλάξουν δεδομένα στο διαδίκτυο.

Le Revenu: γαλλικό χρηματιστηριακό και επενδυτικό έντυπο.

COP21: Η Διάσκεψη για το κλίμα και την κλιματική αλλαγή στο Παρίσι το 2015.

Σφαγή του Saint-Barthélemy (νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου): η σφαγή δεκάδων χιλιάδων Γάλλων προτεσταντών την 24η Αυγούστου 1572 στο Παρίσι, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Βαρθολομαίου.

Πηγή: ROAR

Μετάφραση: antapocrisis

Ο κόσμος μας στη δίνη απρόβλεπτων αλλαγών μεγάλης κλίμακας

Καθώς οι κυβερνήσεις αρχίζουν να σχεδιάζουν τη σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, οι πάντες κατανοούν ότι ο κόσμος στον οποίο θα επιστρέψουμε διαγράφεται πολύ διαφορετικός από εκείνον που αφήσαμε. Ωστόσο, πολιτικοί και αναλυτές διχάζονται ως προς την έκταση, το βάθος και τον χαρακτήρα των ανατροπών που ήδη αλλάζουν την ανθρώπινη συνθήκη σε πλανητική κλίμακα.

Ύστερα από κάθε μεγάλο σοκ, προσδοκίες Αναγέννησης και προφητείες Αποκάλυψης βρίσκουν γόνιμο έδαφος. Αυτό συνέβη την τελευταία εικοσαετία με την 11η Σεπτεμβρίου, όπως και με τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008-9. Και στις δύο περιπτώσεις, ο πλανήτης έζησε μεγάλες αναστατώσεις, αλλά δεν υπήρξε αλλαγή υποδείγματος. Η Ιστορία δεν άλλαξε τροχιά.

Αυτή τη φορά, τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν πολύ διαφορετικά, καθώς βιώνουμε μια οικουμενική, αστραπιαία και εξαιρετικά βίαιη κρίση, χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη Ιστορία. Όχι τόσο στην υγειονομική της διάσταση (η ισπανική γρίπη του 1918 αφάνισε 50 εκατομμύρια ανθρώπους, περίπου το 2% του τότε παγκόσμιου πληθυσμού), όσο στο πεδίο της οικονομίας. Στην Αμερική 17 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους μέσα σε τρεις μόνο εβδομάδες και στο σύνολο των αναπτυγμένων χωρών η οικονομία θα συρρικνωθεί φέτος περισσότερο κι από τη Μεγάλη Ύφεση του 1929-33, εκτιμά το ΔΝΤ.

Ένας τόσο έντονος, ιστορικών διαστάσεων, κλονισμός δεν μπορεί παρά να φέρει εξίσου ιστορικές αλλαγές στη διεθνή τάξη πραγμάτων και στη ζωή των ανθρώπων, σκέφτονται πολλοί. Άλλοι δεν είναι τόσο σίγουροι: “Ο Covid-19 δεν θα αλλάξει τόσο πολύ τη βασική κατεύθυνση της Ιστορίας, αλλά θα την επιταχύνει. Ο κόσμος που θα αναδυθεί από την κρίση θα είναι αναγνωρίσιμος: εξασθένιση της αμερικανικής ηγεμονίας, απορρύθμιση της παγκόσμιας συνεργασίας, εντεινόμενη διαμάχη μεγάλων δυνάμεων”, εκτιμά ο Ρίτσαρντ Χάας, πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, ενός από τα σοβαρότερα think tank των ΗΠΑ. Το στοίχημα για την κατεύθυνση που θα πάρει ο κόσμος είναι ανοιχτό, καθώς η μεγάλη δοκιμασία βγάζει στην επιφάνεια τα καλύτερα και τα χειρότερα στοιχεία του καθένα μας και των κοινωνιών μας, υποστήριξε στο Πασχαλινό μήνυμά του ο Γερμανός πρόεδρος Φρανκ- Βάλτερ Στάινμαγερ, πεισμένος ότι αυτοί που θα κρίνουν τελικά πού θα γείρει η πλάστιγγα, δεν θα είναι μόνο οι πολιτικοί και οι επιστήμονες, αλλά οι ίδιοι οι λαοί.

Το κράτος ενισχύεται, αλλά ποιο κράτος;

Η ιδέα ότι όλα τα προβλήματα προέρχονται από το κράτος και όλες οι λύσεις από την αγορά ήταν από τα πρώτα θύματα του Covid-19. Ένας πρωθυπουργός των Τόρις, ο Μπόρις Τζόνσον, εθνικοποίησε τους σιδηροδρόμους που είχαν ιδιωτικοποιήσει Θάτσερ και Μέιτζορ. Ο Τραμπ αποφάσισε να επιτάξει το μεγαθήριο General Motors για την κατασκευή δεκάδων χιλιάδων αναπνευστήρων. Σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία, οι κυβερνήσεις υιοθετούν προγράμματα οικονομικής στήριξης που φτάνουν το 10% ή και το 20% του ΑΕΠ και πολλά κράτη μετατρέπονται στον εργοδότη τελευταίας καταφυγής, καλύπτοντας το 80% ή και το 90% των μισθών εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.

Όσοι όμως οραματίζονται μια αναβίωση του ισχυρά παρεμβατικού, σοσιαλδημοκρατικού κράτους- πρόνοιας, πιθανότατα θα απογοητευτούν. Τα έκτακτα μέτρα είναι προσωρινά και ο λογαριασμός δεν θα αργήσει να έρθει- όπως έγινε και στην κρίση του 2008, όπου εφαρμόστηκε η συνταγή «σοσιαλισμός για τις τράπεζες, νεοφιλελευθερισμός για τους πολλούς». Οι Αντριάν Γούλντριτζ και Μάικλ Μίκλετγουέιτ γράφουν στο πρακτορείο Bloomberg ότι «οι κυβερνήσεις θα συμπιέζονται από δύο αντίρροπες τάσεις. Η πρώτη είναι να αναπτύξουν το κοινωνικό κράτος, ιδιαίτερα στο σύστημα Υγείας και την κοινωνική ασφάλιση, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν ανάλογες κρίσεις στο μέλλον. Η άλλη είναι να ισορροπήσουν τους προϋπολογισμούς τους, καθώς το δημόσιο χρέος εκτοξεύεται σε απαράδεκτα επίπεδα».

Παράλληλα, οι δύο αναλυτές ανησυχούν για τον κίνδυνο να αναδυθεί, μέσα από αυτή την κρίση, ένα αυταρχικό «κράτος- Λεβιάθαν», στο πρότυπο που μας άφησε ο Άγγλος φιλόσοφος Τόμας Χομπς. «Σε όλο τον κόσμο, ο φόβος επελαύνει και, προκειμένου να προστατευτούμε από τον τρομερό ιό, παραιτούμαστε εθελουσίως από βασικά δικαιώματα στον Λεβιάθαν του κράτους», υποστηρίζουν. Ήδη, αυταρχικοί ηγέτες όπως ο Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, εκμεταλλεύονται την κρίση για να κυβερνούν με διατάγματα επ’ αόριστον, αλλά η καμπάνα χτυπάει για όλους. Η μετά την 11η Σεπτεμβρίου Αμερική μας δίδαξε ότι αδιανόητα μέχρι χθες μέτρα, τύπου νόμου PATRIOT, που θεσπίζονται ως προσωρινά σε μια κατάσταση εξαίρεσης, μπορεί να επιβιώσουν και μετά τη λήξη του συναγερμού.

Η παγκοσμιοποίηση σε υποχώρηση

Ο Ρόμπερτ Νίμπλετ από το Βασιλικό Ινστιτούτο Διεθνών Μελετών (Chatam House) της Βρετανίας βλέπει την πανδημία ως «σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι της παγκοσμιοποίησης». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο διεθνούς φήμης Γάλλος οικονομολόγος Ντανιέλ Κοέν εκτιμά ότι «βλέπουμε το τέλος ή τουλάχιστον την αρχή του τέλους του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού όπως τον γνωρίσαμε τα τελευταία σαράντα χρόνια».

Το φαινόμενο είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, με τους εμπορικούς πολέμους και τη νίκη του Τραμπ να αποτελούν χαρακτηριστικά συμπτώματα. Στην παρούσα δοκιμασία, η δυναμική επιταχύνεται. Σε αντίθεση με το 2008, όπου η συνεργασία σε επίπεδο G8 βοήθησε στη γρήγορη υπέρβαση της ύφεσης, αυτή τη φορά κυριάρχησε το πνεύμα «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Διεθνείς παραγωγικές αλυσίδες σπάνε και βιομηχανίες επαναπατρίζονται, καθώς ισχυρά κράτη όπως η Αμερική και η Γαλλία διαπιστώνουν ότι το μοντέλο της εντατικής εξαγωγής κεφαλαίων στις χώρες χαμηλού εργατικού κόστους τις μετέτρεψε σε ομήρους της Κίνας ακόμη και για μάσκες των 75 σεντς.

Μένει να αποδειχθεί, όμως, αν θα πρόκειται για αναπροσαρμογή ή για πλήρη κατάρρευση της διεθνούς οικονομικής τάξης. Η αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών, ιδίως μεταξύ ΗΠΑ- Κίνας, είναι τόσο βαθιά που το κόστος της ρήξης και των ανοιχτών εμπορικών πολέμων θα ήταν τεράστιο για όλους, όπως έδειξε και η πρόσφατη συνεννόηση ΗΠΑ- Ρωσίας- Σαουδικής Αραβίας για τον τερματισμό του πολέμου των τιμών πετρελαίου.

Επιπλέον, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι το τέλος της παγκοσμιοποίησης θα ευνοούσε προοδευτικές λύσεις. Λεπέν και Σαλβίνι εμφανίζουν εαυτούς δικαιωμένους, ενώ στις ΗΠΑ πυκνώνουν τα κρούσματα ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον κινεζικής καταγωγής Αμερικανών και στο Παρίσι ασιατικής προέλευσης πολίτες φορούν T- shirt που γράφουν «δεν είμαι ιός». Στο μεταξύ, ο Τραμπ κόβει τη χρηματοδότηση στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για να καλύψει τα δικά του, εγκληματικά λάθη, την ώρα που η ανθρωπότητα χρειάζεται όσο ποτέ τη διεθνή συνεργασία για την αντιμετώπιση της μάστιγας.

Εξασθένιση της αμερικανικής ηγεμονίας

«Πολύ προτού o Covid- 19 αφανίσει τον πλανήτη, το αμερικανικό μοντέλο βρισκόταν σε απότομη πτώση», διαπιστώνει ο Χάας. Το σχέδιο των νεοσυντηρητικών επί προεδρίας υιού Μπους για έναν «Νέο Αμερικανικό Αιώνα» μέσω του λεγόμενου πολέμου κατά της τρομοκρατίας λειτούργησε ως μπούμπερανγκ, αναδεικνύοντας τα όρια της στρατιωτικής ισχύος.

Η παρούσα κρίση αποκάλυψε την εξασθένιση της ήπιας ισχύος της υπερδύναμης. Και πάλι ο Χάας: «Το εσωτερικό πολιτικό αδιέξοδο, η οπλοκατοχή, η κακή διαχείριση που οδήγησε στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η επιδημία των οπιοειδών και άλλα πολλά έκαναν την Αμερική ολοένα και λιγότερο ελκυστική. Η αργή, ασυνάρτητη και κατά κανόνα αναποτελεσματική απάντηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στην πανδημία θα ενισχύσει τη διάχυτη εντύπωση ότι οι ΗΠΑ έχουν χάσει το δρόμο τους». Άλλοι αναλυτές βιάστηκαν να ανακηρύξουν την πανδημία ως τη «στιγμή Σουέζ» της Αμερικής, κατ’ αναλογία με τη γεωστρατηγική σύγκρουση του 1956, που αποτέλεσε τη χαριστική βολή για τη βρετανική Αυτοκρατορία.

Έχοντας τραυματιστεί από την αποτυχία της να ελέγξει την επιδημία στα αρχικά της στάδια, προτού ξεφύγει από το Γουχάν και διαδοθεί σε όλο τον κόσμο, η Κίνα επένδυσε στην αποτελεσματική απάντησή της, σε δεύτερο χρόνο, και στη διπλωματία της μάσκας, των γιατρών και των αναπνευστήρων, διεκδικώντας να καλύψει το κενό που άφησε η Αμερική. Ωστόσο το τελικός απολογισμός δεν έχει γραφτεί ακόμη, καθώς ένα δεύτερο κύμα της επιδημίας απειλεί την Κίνα και όλη την Ανατολική Ασία. Σε κάθε περίπτωση, ο μετα- αμερικανικός κόσμος διαγράφεται όχι κινεζικός, αλλά χαοτικά ασταθής.

Υπαρξιακά διλήμματα για την ΕΕ

«Σήμερα η ΕΕ αντιμετωπίζει μια ιστορική πρόκληση, από την οποία θα κριθεί το μέλλον της και εκείνο ολόκληρου του κόσμου», τόνισε στο Πασχαλινό του μήνυμα ο Πάπας Φραγκίσκος, καλώντας την Ένωση να υιοθετήσει «καινοτόμες λύσεις», έκφραση που στη σκληρά δοκιμαζόμενη Ιταλία έχει γίνει συνώνυμο των ποθητών ευρωομολόγων. Ωστόσο η άρνηση της Γερμανίας και άλλων βορείων χωρών να προχωρήσουν σε ριζοσπαστικά μέτρα ενεργητικής αλληλεγγύης, έχει φέρει την ΕΕ στα πρόθυρα υπαρξιακής κρίσης, πιο επικίνδυνης από την κρίση χρέους του 2010, την πρόκληση του προσφυγικού το 2015 και τη δοκιμασία του Brexit.

«Σε τι χρειάζεται λοιπόν η ΕΕ αν δεν αποδείξει, στην εποχή του κορωνοϊού, ότι οι Ευρωπαίοι μάχονται από κοινού για ένα κοινό μέλλον», αναρωτιέται ο Γιούργκεν Χάμπερμας. Ο Γερμανός φιλόσοφος κατηγορεί και τα δύο κόμματα του κυβερνώντος συνασπισμού στη χώρα του για «εγωκεντρισμό, οικονομικό εθνικισμό και αυτοδικαίωση», σημειώνοντας: «Ακόμη και σήμερα, Μέρκελ και Σολτς μένουν πεισματικά αγκυροβολημένοι στην πολιτική που ακολούθησαν στην κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, παρά τις διαμαρτυρίες των χωρών του Νότου, προς μεγάλο όφελος της Γερμανίας και των χωρών του Βορρά».

Είναι αλήθεια ότι, μετά την αποκαρδιωτικά αναιμική απάντησή τους στα αρχικά στάδια της κρίσης, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ανέλαβαν πιο ουσιαστικές πρωτοβουλίες, όπως η μεγάλη ένεση ρευστότητας, ύψους 750 δισ με αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ και η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup για πακέτο στήριξης ύψους 540 (κυρίως με δάνεια και εγγυήσεις) μέσω του ESM, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του μηχανισμού SURE. Ωστόσο η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι η ΕΕ εξακολουθεί να τρέχει πίσω από τα γεγονότα, κατά το “too little, too late”.

Το κυριότερο, βέβαιο αποτέλεσμα της τρέχουσας κρίσης θα είναι η γιγάντωση των ήδη εκρηκτικών αντιθέσεων μεταξύ Βορρά- Νότου. Ειδικά η Ιταλία θα δει το ήδη πολύ μεγάλο χρέος της να εκτοξεύεται σε αστρονομικά ύψη. Η Γερμανία και οι σύμμαχοί της θα βρεθούν μπροστά στο σκληρό δίλημμα είτε να αποδεχτούν το αδιανόητο, δηλαδή μια Ένωση μεταφοράς πόρων, είτε να διακινδυνέψουν τη διάρρηξη της ευρωζώνης, από την οποία αντλούν το μεγαλύτερο μέρος των πλεονασμάτων τους.  Οι Γάλλοι οικονομολόγοι Λοράνς Σιαλόν και Μπατίστ Μπριντονό προτείνουν μερική διαγραφή των κρατικών χρεών από την ΕΚΤ με ρήτρα η οποία θα δεσμεύει τα ευνοούμενα κράτη με ενίσχυση της βιώσιμης ανάπτυξης και της περιβαλλοντικής προστασίας.

Προς το οικουμενικό βασικό εισόδημα;

Πρόσφατα η συντακτική επιτροπή των Financial Times πρότεινε την καθιέρωση Οικουμενικού Βασικού Εισοδήματος (UBI) για όλους τους πολίτες, στο πλαίσιο ενός “νέου κοινωνικού συμβολαίου” για την αντιμετώπιση της επαπειλούμενης οικονομικής καταστροφής και της μαζικής ανεργίας.

Η ιδέα του UBI κέρδιζε έδαφος αρκετά χρόνια τώρα λόγω των φόβων για τις επιπτώσεις της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης- κυρίως της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης- στην απασχόληση. Οι υποστηρικτές τους απλώνονται σε ένα ευρύ φάσμα, από τους μεγαλοεπιχειρηματίες Ίλον Μασκ της Tesla και Μαρκ Ζάκερμπεργκ της Facebook μέχρι στοχαστές της ελευθεριακής Αριστεράς όπως ο Τόνι Νέγκρι. Σε προηγούμενες δεκαετίες, είχε βρει υποστήριξη από διάσημους οικονομολόγους διαφορετικών σχολών σκέψης, όπως ο Κεϋνσιανός Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ και ο ιδρυτής- πατέρας του νεοφιλελευθερισμού Μίλτον Φρίντμαν.

Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες πειραματίστηκαν με το εν λόγω μέτρο, χωρίς ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Η κεντροδεξιά κυβέρνηση της Φινλανδίας το εφάρμοσε σε περιορισμένη κλίμακα για δύο χρόνια, αλλά το εγκατέλειψε στα τέλη του 2018. Πέρα από την επιβάρυνση στα δημόσια οικονομικά, οι δύσπιστοι θεωρούν ότι ισοδυναμεί με παραίτηση του κράτους στην προοπτική της μαζικής ανεργίας και απλά εξασφαλίζει στοιχειώδη επιβίωση, στο κατώτατο επίπεδο, των ανθρώπων που πετιούνται εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Ο ίδιος ο Τζον Μέιναρντ Κέινς ήταν, στην εποχή του, αντίθετος με αυτό το μέτρο, επισημαίνοντας την ψυχολογική φθορά των ανθρώπων που μένουν μακροχρόνια εκτός εργασίας. Ένα επίδομα ανεργίας δεν μπορεί να είναι η απάντηση στον μαρασμό ολόκληρων βιομηχανικών, αγροτικών και αλιευτικών κοινοτήτων, που αφανίζονται από την κρίση.

Ηλεκτρονικό χρήμα ή το τέλος των μετρητών

Τα capital controls το δραματικό καλοκαίρι του 2015 οδήγησαν μεγάλα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού που δεν ήταν μέχρι τότε εξοικειωμένα με το πλαστικό χρήμα στις χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα, σε παγκόσμια κλίμακα, με το ηλεκτρονικό χρήμα, καθώς οι διαδικτυακές συναλλαγές εκτοξεύονται, ενώ το ρευστό, στη μεταλλική ή στη χάρτινη μορφή του, γίνεται ανεπιθύμητο, ως δυνητικός παράγοντας μόλυνσης.

Η συζήτηση για το επικείμενο “τέλος των μετρητών” βρισκόταν στην ατζέντα ήδη προ κορωνοϊού. Τεχνολογικά αναπτυγμένες χώρες, όπως η Φινλανδία και η Νότια Κορέα, προσανατολίζονταν προς την πλήρη κατάργηση των συναλλαγών με ρευστό. Η εμφάνιση των κρυπτονομισμάτων, τύπου bitcoin, έδωσε ώθηση σε αυτή την τάση, ενώ το Facebook ανακοίνωσε το δικό του κρυπτονόμισμα, τη Libra, αν και τελευταία φαίνεται να κάνει πίσω. Στις αρχές Φεβρουαρίου, προτού ενσκήψει για τα καλά η κρίση του Covid- 19 στη Δύση, έξι κεντρικές τράπεζες (Αγγλίας, Ιαπωνίας, Καναδά, Ελβετίας, Σουηδίας και η ΕΚΤ) σε συνεργασία με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) δημιούργησαν ομάδα εργασίας η οποία ανέλαβε να μελετήσει τη δημιουργία ψηφιακών νομισμάτων.

Ο αντίλογος στο ψηφιακό χρήμα δεν λείπει. Το bitcoin έχει επικριθεί ως σχήμα τύπου “πυραμίδα” ή “αεροπλανάκι”, ευάλωτο σε απρόβλεπτες διακυμάνσεις της αγοράς και μέσο για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος από μαφίες και τρομοκράτες. Η πλήρης κατάργηση των μετρητών θεωρείται αδύνατη για πολλές χώρες, ιδιαίτερα της περιφέρειας, ενώ το ψηφιακό χρήμα θα καταργήσει κάθε ιδιωτικότητα των συναλλαγών, δίνοντας στις τράπεζες δεδομένα ακόμη και για τις πιο προσωπικές συναλλαγές μας.

Επέλαση του ψηφιακού καπιταλισμού

Ενώ βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις αφανίζονται ή κινδυνεύουν να αφανιστούν από το τσουνάμι της ύφεσης, οι μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες επωφελούνται τα μέγιστα από τα περιοριστικά μέτρα. Ο όμιλος Alphabet της Google  είδε τα κέρδη του να εκτοξεύονται και η κίνηση στο Facebook αυξήθηκε κατά 50% στις αναπτυγμένες χώρες. Η Amazon ανακοίνωσε προσλήψεις 275.000 υπαλλήλων, κυρίως οδηγών και χειριστών στις αποθήκες, αυξάνοντας το εργατικό της δυναμικό κατά 20% μέσα σε δύο εβδομάδες. Μικρότεροι παίκτες αναπτύσσονται με εκθετικούς ρυθμούς, όπως η πλατφόρμα τηλεδιασκέψεων Zoom, που έχει μπει πια σε σχολεία, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, καθώς η τηλεργασία και η τηλεκπαίδευση γενικεύονται.

Η πανδημία λειτουργεί ως καταλύτης για την ανάδυση “ενός νέου, ψηφιακού καπιταλισμού”, εκτιμά ο Ντανιέλ Κοέν, κάνοντας λόγο για “ακραία αριθμοποίηση”, δηλαδή για μετατροπή των πάντων σε αλληλουχίες αριθμών. Ο Γάλλος οικονομολόγος και συγγραφέας δεν κρύβει την ανησυχία του για τις αρνητικές πλευρές αυτής της τάσης: όταν η τηλεργασία αντικαθιστά τη δουλειά στον κοινό εργασιακό χώρο, η τηλεϊατρική την άμεση επαφή με τον γιατρό, η κατ’ οίκον ψυχαγωγία μέσω Netflix τον κινηματογράφο, οι άνθρωποι θα ζουν πολύ περισσότερο από ό,τι χθες σε έναν εικονικό κόσμο, με πιο ατροφικές κοινωνικές σχέσεις.

Από την πλευρά του, ο διευθυντής της Le Monde Diplomatique Σερζ Αλιμί εφιστά την προσοχή στη γενίκευση των πρακτικών ηλεκτρονικής παρακολούθησης των πολιτών. Στο Παρίσι, drones παρακολουθούν πάρκα και άλλους δημόσιους χώρους μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας, στη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν όποιος δεν έχει το κινητό του σε λειτουργία για κάμποσα λεπτά μπορεί να δεχθεί έφοδο της αστυνομίας που ελέγχει την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων, στην Κίνα οι πολίτες χωρίζονται σε τρεις χρωματικές κατηγορίες ανάλογα με την επικινδυνότητά τους ως προς τον ιό. Σε έκτακτες συνθήκες σαν τη σημερινή, παρόμοια μέτρα γίνονται ευρέως αποδεκτά, αλλά ο κίνδυνος να μακροημερεύσουν φαίνεται υπαρκτός. Ήδη προ κορωνοϊού η καθηγήτρια του Χάρβαρντ Σοσάνα Ζούμποφ προειδοποιούσε, στο βιβλίο της “Κατασκοπευτικός Καπιταλισμός”, που έγινε διεθνές μπεστ σέλερ, για τις τεράστιες δυνατότητες κλοπής και εκμετάλλευσης των προσωπικών δεδομένων πολιτών όχι τόσο από κρατικές υπηρεσίες, όσο από τους γίγαντες της ψηφιακής οικονομίας.

Εύθραυστα κράτη στην περιφέρεια

Για λόγους που δεν είναι απολύτως κατανοητοί, τα κράτη της περιφέρειας δεν έχουν γνωρίσει μέχρι τώρα τις σφοδρές εκδηλώσεις της πανδημίας που βιώνουν οι πιο αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Ενδεχομένως η κατάσταση σε αρκετές χώρες της Αφρικής, της Ασίας, ίσως και της Λατινικής Αμερικής να υποεκτιμάται λόγω ελλιπούς καταγραφής κρουσμάτων και θανάτων.

Σε κάθε περίπτωση, πολλοί φοβούνται ότι μια εφιαλτικών διαστάσεων υγειονομική κρίση σε αυτές τις πολυπληθείς περιοχές του πλανήτη δεν μπορεί να αποκλειστεί στο προσεχές μέλλον. Ο διάσημος Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί προειδοποιεί ότι τα συστήματα Υγείας αυτών των χωρών είναι πολύ αδύναμα για να αντέξουν σε μεγάλων διαστάσεων κρίση και εφιστά την προσοχή στην πρώτη εξέγερση εσωτερικών μεταναστών στην Ινδία, οι οποίοι έχουν μείνει χωρίς δουλειά και εμποδίζονται να γυρίσουν στα χωριά τους. Ο ακραίος συνωστισμός στις παραγκουπόλεις καθιστά πρακτικά αδύνατο να εφαρμοστεί το social distancing, ενώ τεράστια πλήθη που επιβιώνουν στην άτυπη οικονομία ανησυχούν περισσότερο για την πείνα και λιγότερο για την αρρώστια.

Στο μεταξύ, η έκρηξη του χρέους απειλεί να αποσταθεροποιήσει πλήρως πολλά εύθραυστα κράτη της περιφέρειας, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλης κλίμακας μεταναστευτικά κύματα προς το Βορρά. Την περασμένη Κυριακή, η G20 άρχισε να προσανατολίζεται σε μορατόριουμ αποπληρωμής του χρέους των 76 φτωχότερων χωρών, αλλά είναι πολύ αμφίβολο ότι αυτό το (εν πολλοίς αναγκαστικό) μέτρο θα καταφέρει να ανακόψει την πορεία προς την οικονομική και κοινωνική αποδιάρθρωση.

Η κλιματική αλλαγή στο ψυγείο;

Μια από τις θετικές συνέπειες της κατά τα άλλα δραματικής περιπέτειας που ζούμε ήταν η σοβαρή μείωση των ρύπων που επιβαρύνουν την κλιματική αλλαγή σε παγκόσμια κλίμακα, όπως και η γενικότερη περιστολή επιβλαβών για το περιβάλλον δραστηριοτήτων. Ωστόσο, και στην κρίση του 2008 είχε συμβεί κάτι παρόμοιο, για να αποδειχθεί μόνο βραχύβια παρένθεση. Η πανδημία ήταν μια καταστροφή που κλιμακώθηκε με αστραπιαία ταχύτητα, ενώ η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται σε πιο αργούς ρυθμούς, κάτι που επιτρέπει στις κυβερνήσεις να βαυκαλίζονται ότι έχουν ευρύ χρονικό περιθώριο για την αντιμετώπισή της.

‘Ηδη η Βρετανία ανακοίνωσε την αναβολή της Διεθνούς Διάσκεψης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP26), που επρόκειτο να φιλοξενήσει τον Νοέμβριο, καθώς η πανδημία δεν άφηνε τον απαραίτητο χρόνο για τις κοπιώδεις διπλωματικές προετοιμασίες που απαιτούνταν προς αναζήτηση συμφωνίας. Τα χειρότερα, πιθανότατα, έπονται. Αντιμέτωπες με την ασφυκτική πίεση για επανεκκίνηση της οικονομίας, οι κυβερνήσεις είναι πολύ πιθανό να άρουν περιβαλλοντικούς περιορισμούς που ήδη είχαν επιβάλει. Όχι απροσδόκητα, πρώτη άνοιξε το χορό η κυβέρνηση Τραμπ, δίνοντας την άδεια σε επιχειρήσεις να παραβιάζουν τα περιβαλλοντικά όρια εφόσον αποδεδειγμένα υπέστησαν σοβαρή ζημιά από την πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα.

Ασφαλώς, οικολογικές οργανώσεις και κινήματα θα συγκρουστούν με παρόμοιες επιλογές, τονίζοντας ότι ίσα- ίσα η περιβαλλοντική καταστροφή, η αποψίλωση των δασών, η πυρετική αστικοποίηση και η καταστροφή βιότοπων ευνοούν τη μετάδοση φονικών ιών στον άνθρωπο και τη γρήγορη εξάπλωση των επιδημιών. Ωστόσο ο αγώνας τους θα δοθεί σε πιο δυσμενές, ανηφορικό έδαφος.

Κοινωνικές εντάσεις στην ημερήσια διάταξη

Η περασμένη χρονιά σημαδεύτηκε από ένα πλανητικό κύμα μεγάλων λαϊκών εξεγέρσεων διαρκείας από το Χονγκ Κονγκ μέχρι τη Χιλή και από τα Κίτρινα Γιλέκα της Γαλλίας μέχρι τον Λίβανο και το Ιράκ. Ο κορωνοϊός έβαλε φρένο σε αυτό το φαινόμενο, αλλά μόνο για το μεταφέρει προσωρινά στο Διαδίκτυο.

“Ο ιός ξυπνά την πάλη των τάξεων”, έγραφαν την περασμένη Τρίτη οι Times του Λονδίνου και επεξηγούσαν: “Φτωχοί και πλούσιοι βιώνουν την κρίση με διαφορετικούς τρόπους, κάτι που δημιουργεί κοινωνικές αντιθέσεις, οι οποίες είναι πιθανό να επιβιώσουν για μεγάλο διάστημα, αφότου η μάστιγα θα έχει φύγει… Οι μη προνομιούχοι και οι εθνικές μειονότητες κάνουν τις πιο επικίνδυνες δουλειές, αρρωσταίνουν και πεθαίνουν πιο γρήγορα από τους πλούσιους, τους λευκούς και τους προνομιούχους”.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο αναλυτής του Bloomberg Αντρέας Κλουντ εκτιμά ότι η πανδημία “ενισχύει τις προϋπάρχουσες συνθήκες κοινωνικής ανισότητας απ’ όπου περνάει. Σύντομα αυτό θα προκαλέσει κοινωνική αναταραχή, ακόμη και εξεγέρσεις ή επαναστάσεις”. Ο Κλουντ εκτιμά ότι η απώλεια εισοδημάτων και κυρίως η μαζική ανεργία θα ενισχύσουν “νέα λαϊκιστικά ή και ριζοσπαστικά κινήματα”, τα οποία απεύχεται μεν, αλλά θεωρεί πολύ πιθανό να προκύψουν τους επόμενους μήνες.

Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή

Πηγή: ppapacon.blogspot.com

Ο Covid-19 και η αποτυχία του καπιταλισμού

Η απεγνωσμένη αντίδραση των πανικοβλημένων κυβερνήσεων μπροστά στην απειλή του κορωνοϊού ήταν να ρίξουν χρήμα στις κατεστραμμένες οικονομίες. Οι κεντρικές τράπεζες τυπώνουν χρήμα και το δανείζουν με χαμηλό επιτόκιο σε μεγάλες επιχειρήσεις, και συγκεκριμένα στις μεγάλες τράπεζες με σκοπό «να ενισχυθούν στη διάρκεια της κρίσης». Τα κράτη δανείζονται μεγάλα ποσά, στην προσπάθειά τους να επαναφέρουν την οικονομία σε αυτό που θεωρούν ως την «κανονική κατάστασή της, προ-κορωνοϊού». Οι πολιτικοί του καπιταλισμού, πέφτουν διαρκώς σε λάθη κι αδιέξοδα, εξαιτίας των ιδεολογικών τους παρωπίδων.

Το πρόβλημα σε αυτή την προσπάθεια επιστροφής στην πρότερη κατάσταση είναι το εξής: ο καπιταλισμός του 2019 ήταν από μόνος του, και χωρίς τον κορωνοϊό, μία από τις αιτίες που οδήγησαν στην κρίση που βιώνουμε το 2020. Οι οικονομίες δεν κατάφεραν να επανέλθουν από τις κρίσεις του 2000 και του 2008-2009. Χρόνια δανεισμού με σχεδόν μηδενικά επιτόκια επέτρεπαν στις μεγάλες επιχειρήσεις να επιβιώνουν με δανεικά. Το καινούριο χρήμα που έριξαν στην οικονομία οι κεντρικές τράπεζες, προκάλεσε αύξηση του πληθωρισμού, κυρίως όμως έφερε προβλήματα στο χρηματιστήριο, όπου οι τιμές απομακρύνθηκαν επικίνδυνα από την πραγματική αξία των μετοχών και της οικονομίας. Η ανισότητα εισοδημάτων και πλούτου έφτασε σε πρωτοφανή σημεία.

Με λίγα λόγια, ο καπιταλισμός χτίστηκε πάνω σε σαθρό έδαφος, και έτσι πολλά γεγονότα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να προκαλέσουν την κατάρρευσή του. Αυτή τη φορά όμως, ο λόγος δεν ήταν η εξάπλωση των ηλεκτρονικών επιχειρήσεων (κρίση του dot.com του 2000), ούτε η κρίση με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου (κρίση του 2008-2009), αλλά ένας ιός. Και φυσικά η συντηρητική λογική, την πιο κρίσιμη στιγμή, οδήγησε στο να αντιμετωπίσουμε την αφορμή της κρίσης και όχι τη βαθύτερη αιτία, δηλαδή το σαθρό του συστήματος. Έτσι, επιστρατεύει τρόπους επαναφοράς στην πρότερη κατάσταση, δηλαδή στον υφιστάμενο πριν την εξάπλωση του ιού, καπιταλισμό. Ακόμα κι αν ένα τέτοιο εγχείρημα πετύχαινε, το γεμάτο ρωγμές σύστημα σύντομα θα καταρρεύσει και πάλι, με κάποια άλλη αφορμή.

Υπό το φως της πανδημίας, υπάρχουν αρκετοί λόγοι που πρέπει κανείς να εστιάσει στα προβλήματα του καπιταλισμού. Οι ιοί είναι κομμάτι της φύσης. Έχουν επιτεθεί πολλές φορές στο ανθρώπινο είδος, και στο κοντινό και στο απώτερο παρελθόν, προκαλώντας πολλούς θανάτους. Το 1918, ο ιός της ισπανικής γρίπης σκότωσε περίπου 700.000 ανθρώπους στις ΗΠΑ και εκατομμύρια ανθρώπους σε άλλες χώρες. Πιο πρόσφατοι είναι οι ιοί SARS, MERS και Ebola. Τη μεγαλύτερη σημασία σε τέτοιες περιπτώσεις έχει η ετοιμότητα των εθνικών συστημάτων υγείας: η διαθεσιμότητα των διαγνωστικών τεστ, των νοσοκομειακών κλινών και του εκπαιδευμένου προσωπικού, καθώς και η προμήθεια μασκών και αναπνευστήρων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι επιδημίες. Στις ΗΠΑ, το ρόλο αυτό αναλαμβάνουν κυρίως ιδιωτικές επιχειρήσεις με μόνο στόχο το κέρδος. Δεν ήταν και εξακολουθεί να μην είναι, κερδοφόρα η παραγωγή και συγκέντρωση τέτοιων προϊόντων. Αυτός είναι και ο λόγος που μια τέτοια προετοιμασία δεν γίνεται.

Ούτε η αμερικάνικη κυβέρνηση όμως παρήγαγε και συγκέντρωσε αναλώσιμα. Κύριο μέλημα της αμερικανικής κυβέρνησης είναι η προστασία και η ενίσχυση του καπιταλισμού. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι ούτε η κυβέρνηση, ούτε η ιδιωτική πρωτοβουλία θωράκισαν τη δημόσια υγεία την κρίσιμη στιγμή. Η απάντηση του αμερικάνικου καπιταλισμού στην πανδημία εξακολουθεί να παραμένει ίδια από το Δεκέμβριο του 2019: δρα πάντα ανεπαρκώς και καθυστερημένα. Και αποτυγχάνει. Αυτό είναι το πρόβλημα.

Ένας ακόμη λόγος για να εστιάσει κανείς στα προβλήματα του καπιταλισμού είναι ότι ούτε οι ρεπουμπλικάνοι ούτε οι δημοκρατικοί θεωρούν τον καπιταλισμό υπαίτιο για την τωρινή οικονομική κατάρρευση μπροστά στην απειλή της πανδημίας. Όλοι μιλούν για τον ιό, την Κίνα, άλλες πολιτικές, αλλά ποτέ το σύστημα που όλοι τους υπηρετούν. Το γεγονός ότι ο Τραμπ και άλλοι πολιτικοί, προέτρεπαν τον κόσμο να γυρίσει στις εκκλησίες και στη δουλειά του -θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του και τη ζωή των άλλων- δείχνει ότι είναι μεγαλύτερη προτεραιότητα γι’ αυτούς η συντήρηση του καπιταλισμού από τη δημόσια υγεία.

Επίσης, συγκριτικά με τον καπιταλισμό, άλλα οικονομικά συστήματα – που δεν θέτουν ως προτεραιότητα το κέρδος- θα αντιμετώπιζαν καλύτερα μια πιθανή πανδημία. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι κερδοφόρα η παραγωγή και η συγκέντρωση αναλώσιμων ειδών, αδιαμφισβήτητα είναι αποτελεσματική. Συνολικά, το κόστος της πανδημίας στην οικονομία τώρα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό της παραγωγής μασκών και αναπνευστήρων, η έλλειψη των οποίων μας οδήγησε μάλιστα σε αυτή την κατάσταση. Συχνά, ο καπιταλισμός προωθεί το κέρδος έναντι βασικών ανθρώπινων αναγκών και αξιών, πράγμα που τον κάνει βαθιά αναποτελεσματικό. Και η πανδημία μας αποκαλύπτει πια την αλήθεια.

Μια οικονομία όπου η εργατική τάξη θα διηύθυνε δημοκρατικά τις επιχειρήσεις και θα αποφάσιζε τι, πώς και πού θα παρήγαγε, και πώς θα αξιοποιούσε τα κέρδη, θα αποτελούσε σίγουρα μια οικονομία πιο προετοιμασμένη απέναντι σε πανδημίες, η οποία θα έθετε τις κοινωνικές ανάγκες και παροχές πάνω από τα κέρδη. Η εργατική τάξη εξάλλου είναι η πολυπληθέστερη σε όλα τα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη και αναπόφευκτα τα συμφέροντα της ταυτίζονται με αυτά της πλειοψηφίας. Η εργοδοτική πλευρά είναι μειονότητα, και τα συμφέροντα της είναι «ειδικά συμφέροντα» σχετικά με αυτά της πλειοψηφίας. Ο καπιταλισμός, λοιπόν, παράδοξα, δίνει σε αυτή τη μειονότητα τη θέση, τα κέρδη και την εξουσία να αποφασίζει για το πώς θα ζει η πλειοψηφία του λαού. Γι’ αυτό και όλοι τώρα αναρωτιούνται, για πόσο ακόμα θα έχουν δουλειά, σπίτι και χρήματα για να το συντηρούν. Η μειοψηφία (εργοδότες) δίνει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές, ενώ αποκλείει τη συμμετοχή της πλειοψηφίας (εργατική τάξη) στη λήψη των αποφάσεων, παρά το γεγονός ότι είναι αυτή που υφίσταται κυρίως τις συνέπειες.

Σίγουρα, προτεραιότητα τώρα είναι να διασφαλιστεί η δημόσια υγεία και ασφάλεια. Με βάση αυτό, πολλοί εργαζόμενοι παγκοσμίως αρχίζουν να αντιδρούν στην ιδέα της εργασίας σε ένα μη ασφαλές περιβάλλον. Δευτερευόντως, οφείλουμε να μάθουμε από αυτή την κατάσταση και να εντοπίσουμε τα σφάλματα του καπιταλισμού και την αναποτελεσματικότητά του στη διαχείριση της πανδημίας. Δεν πρέπει να βρεθούμε αντιμέτωποι ξανά με τέτοια κοινωνική κατάρρευση.

Πηγή: CounterPunch

Μετάφραση: antapocrisis