Για το ρόλο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων ως βραχίονα του νεοφιλελευθερισμού

Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) παραμένουν πανταχού παρούσες στις ζωές των περισσότερων ανθρώπων (είτε αυτοί το συνειδητοποιούν είτε όχι).

Θα αποτελούσε, λοιπόν, αυτονόητη πράξη ο ενδελεχής έλεγχος των δραστηριοτήτων των ΜΚΟ, προκειμένου να διακριβωθεί η ακριβής πολιτική τους λειτουργία στο πλαίσιο της «δικής μας» νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, ωστόσο αυτό κατά κανόνα δεν γίνεται. Προσπαθώντας να καλύψει αυτό το κενό δημόσιας διαβούλευσης, ο Issa Shivji, καθηγητής Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Dares Salaam (Τανζανία) υποστηρίζει ότι υφίσταται επείγουσα ανάγκη για μια τέτοια κριτική έρευνα στο πολύ χρήσιμο βιβλίο του «Σιγή ιχθύος στην συζήτηση για τις ΜΚΟ: Ο Ρόλος και το Μέλλον των ΜΚΟ στην Αφρική» (Pambazuka Press, 2007). Όπως παρατηρεί και ο Firoze Manji στον πρόλογο της έκδοσης: «οι αναπτυξιακές ΜΚΟ, συχνά χρησιμοποιώντας όλη την φρασεολογία των συμμετοχικών προσεγγίσεων, έχουν γίνει τις τελευταίες δύο δεκαετίες αναπόσπαστο και απαραίτητο κομμάτι ενός συστήματος που θυσιάζει το σεβασμό στη δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα». Το παρελθόν του ίδιου του Shivji βοηθάει στην συγκέντρωση πληροφοριών για το έργο του και στην εισαγωγή του παρατηρεί:

«Πριν ξεκινήσω, πρέπει να εξομολογηθώ δύο πράγματα: Πρώτον, η διατριβή μου είναι αναμφίβολα επικριτική προς τις ΜΚΟ, ορισμένες φορές μάλιστα κατά τρόπο ανηλεή, αλλά δεν είναι κυνική. Δεύτερον, η κριτική αυτή έχει, επίσης, και αυτοκριτικό χαρακτήρα, καθώς ο γράφων έχει αναμιχθεί  στον ακτιβισμό των ΜΚΟ για περίπου 15 χρόνια. Τέλος, πρέπει να καταστήσω σαφές ότι δεν αμφισβητώ τα ευγενή κίνητρα και τις καλές προθέσεις των ηγετών και των ακτιβιστών που συμμετέχουν στις ΜΚΟ. Δεν κρίνουμε, όμως, το αποτέλεσμα μιας διεργασίας εκ των προθέσεων των πρωτεργατών της. Στόχος μας είναι η ανάλυση των αντικειμενικών αποτελεσμάτων των πράξεων τους, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους».

Το παραπάνω απόσπασμα είναι σημαντικό και κατά συνέπεια, αφότου παρουσιάσω συνοπτικά την κριτική του Shivji για την κοινότητα των ΜΚΟ, στοχεύω να «αναλύσω τα αντικειμενικά αποτελέσματα» του βιβλίου του, σε μια προσπάθεια να προσδιορίσω τα όρια που έχει η καυστική κριτική του.

Ο Shivji ορθώς διαγιγνώσκει ότι η διαρκής ανάπτυξη του «μη κερδοσκοπικού» τομέα συνδέεται στενά με τις επιταγές του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης, το οποίο «εξόρισε τα ζητήματα της ισότητας και της δικαιοσύνης αποκλειστικά στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όχι της οικονομικής ανάπτυξης». Έτσι, τα «δικαιώματα» «περιορίζονται στα στενά πλαίσια των ΜΚΟ που ασχολούνται με την υπεράσπισή τους και παύουν να αποτελούν πεδίο λαϊκών αγώνων». «Οι ΜΚΟ αποδεχόμενες τον μύθο τουότι έχουν δήθεν μη-πολιτικό χαρακτήρα, συμβάλλουν στην σύγχυση του κόσμου, με αποτέλεσμα να συντάσσονται αντικειμενικά με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, κατ’ αντίθεση με την εκφρασμένη τους επιθυμία για αλλαγή». Καθώς μια τέτοια, «ενοχλητική» συζήτηση αμφισβητούνταν σθεναρά εδώ και καιρό τόσο στους ακαδημαϊκούς κύκλους όσο και στον απλό κόσμο, δυστυχώς, όπως παρατηρεί ο Shivji: «Μεγάλο μέρος της αφρικανικής πνευματικής ελίτ έχει προσχωρήσει και ενσωματωθεί στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο συζήτησης για το θέμα».

Έτσι, η θέση του είναι ότι «η ξαφνική άνοδος των ΜΚΟ και ο προφανώς διακεκριμένος ρόλος που παίζουν στην Αφρική είναι μέρος αυτής της νεοφιλελεύθερης επίθεσης». Υποστηρίζει ότι οι ΜΚΟ αντιπροσωπεύουν απλώς την «συνεχιζόμενη κυριαρχία του ιμπεριαλισμού… με άλλη μορφή».

«Εντός αυτού του πλαισίου, οι ΜΚΟ δεν αποτελούν ούτε τομέα τρίτο προς το κράτος ούτε ανεξάρτητο από αυτό. Αποτελούν, περισσότερο, αναπόσπαστο μέρος της νεοφιλελεύθερης στραγητικής επίθεσης, που ακολουθεί κατά πόδας την κρίση του εθνικού μοντέλου.Εάν οι ΜΚΟ δεν έχουν επίγνωση  αυτής της κρισιμότητας του αγώνα ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και το εθνικό κράτος , καταλήγουν να παίζουν το ρόλο του ιδεολογικού και οργανωτικού υπηρέτη του ιμπεριαλισμού, με όποιο περιτύλιγμα κι αν εμφανίζονται».

Σύμφωνα με τον Shivji, η σιγή ιχθύος στο δημόσιο διάλογο για το ζήτημα των ΜΚΟ αποκρύπτει από το κοινό τα πέντε παρακάτω στοιχεία: (1) Οι ΜΚΟ είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό μέρος της νεοφιλελεύθερης επέλασης ενάντια στη δημοκρατία, καθώς όντως «η αντι-κρατική στάση της λεγόμενης φιλανθρωπικής κοινότητας ήταν αυτή που έδωσε την πραγματική ώθηση για την ραγδαία ανάπτυξη της δραστηριότητας των ΜΚΟ»· (2) «Οι ΜΚΟ διοικούνται  και σε μεγάλο βαθμό αποτελούνται από την εκπαιδευμένη ελίτ» (η οποία μπορεί να διακριθεί σε τρεις κατηγορίες, σε αυτούς που «ενεπλάκησαν στο παρελθόν σε πολιτικούς αγώνες», στους αλτρουϊστές που «κινητοποιούνται με βάση ηθικά κριτήρια» και σε όσους ανήκουν στην κυρίαρχη «καριερίστικη» ελίτ και κινητοποιούνται από τις προσωπικές τους φιλοδοξίες»)· (3) «ένας τεράστιος αριθμός ΜΚΟ χρηματοδοτούνται από κάποιον μεγαλοδωρητή»· (4) «πιθανώς η πιο κυρίαρχη μορφή ΜΚΟ είναι αυτές που διοικούνται από κάποιον μεγαλοδωρητή»· (5) όλο και περισσότερο, κερδίζει έδαφος ως πρότυπο «επιτυχημένης» ΜΚΟ το επιχειρησιακό μοντέλο οργάνωσης».

Εκτός από αυτές τις «βουβές» και αυταπόδεικτες αλήθειες, είναι σαφές ότι το σύγχρονο πολιτικό τοπίο είναι λιγότερο θετικό στην κοινωνική αλλαγή που υποκινείται από τους ανθρώπους από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Έτσι, ενώ τα προηγούμενα χρόνια «η ριζοσπαστική συζήτηση στους κύκλους των διανοουμένων συνδεόταν άμεσα με τον μαχητικό ακτιβισμό, […] στην σημερινή εποχή της εμφανούς «θριαμβολογίας» του ιμπεριαλισμού, η συζήτηση γύρω από τις ΜΚΟ αποφεύγει το θεωρητικό προβληματισμό, ενώ τονίζει και προωθεί  τον ακτιβισμό. Στην Αφρική, συγκεκριμένα, ό,τι έχει απομείνει στο επίπεδο του κριτικού πνευματικού προβληματισμού, κατά βάση στα πανεπιστήμια, κινείται παράλληλα προς τον ακτιβισμό των ΜΚΟ και είναι διαχωρισμένο απ’ αυτόν. Οι προϋποθέσεις που θέτουν οι οργανισμοί χρηματοδότησης υπονομεύουν τεχνιέντως ή και δείχνουν ξεκάθαρη επιθετικότητα προς μια ιστορική, κοινωνική και ιδεολογική αντίληψη της ανάπτυξης, της φτώχειας και των διακρίσεων. Οι πάλαι ποτέ ευεργέτες μας λένε τώρα: «απλά δράστε, μην σκέφτεστε· Και θα σας χρηματοδοτήσουμε για να τα κάνετε και τα δύο».

Η προκατάληψη ενάντια στην πολιτική θεωρία μέσα στις ΜΚΟ εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, που περιλαμβάνουν την διευθυντική «αρέσκεια για την ιδιωτική χρηματοδότηση των σχεδίων”, την μονοθεματική προσέγγιση των ζητημάτων (που σημαίνει ότι «η διασύνδεσή τους με άλλα ζητήματα και με το όλον χάνεται»), και στην τελική με προγράμματα δράσης «προσανατολισμένα σε ένα μόνο ζήτημα και εκτεινόμενα σε περιορισμένο χρόνο, που δεν αφήνουν περιθώρια για οποιουδήποτε είδους μακρόχρονη, βασική έρευνα που να στηρίζεται σε αδιάσειστα θεωρητικά και ιστορικά στοιχεία». Αυτή η θεωρητική απόσπαση από τον περιβάλλοντα κόσμο  σημαίνει ότι «η θεωρητική παραδοχή της “κοινής λογικής” της εποχής μας, που λειτουργεί ως έρεισμα των ρόλων και των δράσεων των ΜΚΟ,είναι στην πραγματικότητα αποδοχή της λογικής του νεοφιλελευθερισμού,  που λειτουργεί σύμφωνα με τα συμφέροντα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού».  Σε αυτό το σημείο ο Shivji παραθέτει ένα απόσπασμα του Brian  Murphy που γράφει ότι: «αυτό που ένας διευθυντής δημοσίων σχέσεων μιας μεγάλης εταιρίας αντιλαμβάνεται σιωπηρά ότι αποτελεί οικονομική προπαγάνδα, οι άνθρωποι των ΜΚΟ συχνά το αναπαράγουν σαν να αποτελεί θρησκευτικό δόγμα».

«Το να παριστάνεις ότι η κοινωνία είναι ένα αρμονικό σύνολο αποτελούμενο από εν δυνάμει επενδυτές αποτελεί στην ουσία έναν περίτεχνο τρόπο να διαιωνίσεις την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων προς το συμφέρον των κυρίαρχων τάξεων και δυνάμεων. Στην πάλη ανάμεσα στην εθνική απελευθέρωση και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, και ανάμεσα στην κοινωνική χειραφέτηση και την καπιταλιστική σκλαβιά, οι ΜΚΟ πρέπει να διαλέξουν πλευρά. Σε αυτήν την πάλη δεν χωρούν ίσες αποστάσεις».

Ο Shivji συμπεραίνει ότι: «Πέρα από αυτούς τους περιορισμούς, πιστεύω ότι οι ΜΚΟ δύνανται να παίξουν κάποιον αξιόλογο ρόλο. Αλλά θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε ότι δεν το κάνουμε». Αυτό ίσως να ισχύει, όμως θα ήθελα να αναφέρω ότι η επιλογή του Shivji να μην αγγίξει το ζήτημα της ιμπεριαλιστικής ιστορίας της φιλελεύθερης φιλανθρωπίας θολώνει την ικανότητα των αναγνωστών του να διακρίνουν μεταξύ των δωρητών που εκμεταλλεύονται την φιλανθρωπία με προφανή τρόπο, όπως είναι η Παγκόσμια Τράπεζα και η Υπηρεσία των ΗΠΑ για την Διεθνή Ανάπτυξη, και αυτών που συχνά θεωρούνται (λανθασμένα) ως καλοήθεις δωρητές, όπως είναι διάφορα φιλελεύθερα ιδρύματα. Αυτό είναι προβληματικό στο βαθμό που η κατανόηση της μακράς και βρώμικης ιστορίας της φιλελεύθερης φιλανθρωπίας είναι καίριας σημασίας για την κατανόηση των βαθύτερων φαινομένων που υποστηρίζουν την ιμπεριαλιστική εξέλιξη της «βιομηχανίας αλλαγής του κόσμου μέσω των ΜΚΟ».

Πιθανώς ζητάω πολλά αν περιμένω ότι ο Shivji θα έπρεπε να δαγκώσει το χέρι που τον ταΐζει και σύμφωνα με αυτήν την οπτική είναι σημαντικό να επεκτείνουμε την κριτική που ασκεί εξετάζοντας το υπόβαθρο των εκδοτών των βιβλίων του, της Pambazuka News. Στον πρόλογο του έργου του, ο εκδότης περιγράφεται ως εξής:

«Η Pambazuk aNews αποτελεί μία έγκυρη παναφρικανική ενημερωτική πλατφόρμα για την κοινωνική δικαιοσύνη στην Αφρική, που προσφέρει εμπεριστατωμένη εβδομαδιαία  κάλυψη, πρωτοποριακό σχολιασμό και βαθιά ανάλυση στην πολιτική και την επικαιρότητα, την ανάπτυξη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το προσφυγικό, τα ζητήματα φύλου και πολιτισμού στην Αφρική. Στόχος είναι να λειτουργήσει ως εργαλείο για προοδευτική αλλαγή της κοινωνίας».

Αυτό που δεν αναφέρεται στον πρόλογο είναι ότι η PambazukaNews, που παράγεται και εκδίδεται από την εταιρία “Fahamu: Δίκτυα για την Κοινωνική Δικαιοσύνη”, χρηματοδοτείται η ίδια από την κυρίαρχη φιλελεύθερη ελίτ του κόσμου, που περιλαμβάνει ιδρύματα όπως η Χριστιανική Αρωγή (Christian Aid), το Ίδρυμα Ford καιη Πρωτοβουλία για την Νότια Αφρική «Ανοιχτή Κοινωνία» του Τζωρτζ Σόρος. Όπως έχει δείξει η ιστορία, οι ελίτ αυτές χρηματοδοτούν ή ακόμη και προωθούν με σχετική προθυμία ριζοσπαστικές κριτικές της κοινωνίας (τουλάχιστον εντός περιορισμένων κύκλων), μόνο υπό την προϋπόθεση ότι αυτό τους διευκολύνει να ενσωματώσουν τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους με πιο αποτελεσματικό τρόπο.  Στην πραγματικότητα, η επιφανειακή κριτική του Shivji για τις ΜΚΟ εντάσσεται ακριβώς σε αυτόν τον τύπο των έργων που κατεξοχήν προωθούνται από τις ρεφορμιστικές ελίτ· στον αντίποδα, οι πιο ριζοσπαστικές κριτικές, όπως για παράδειγμα το βιβλίο «Η Επανάσταση δεν θα χρηματοδοτηθεί: Υπερβαίνοντας τη Βιομηχανία των Μη Κερδοσκοπικών Οργανώσεων» (South End Press, 2007), που επιμελήθηκε το δίκτυο INCITE!, αγνοούνται κατά πολύ βολικό τρόπο.

Τα παραπάνω δεν τα λέω προκειμένου να υποστηρίξω ότι δεν μπορούμε να συλλέξουμε χρήσιμες πληροφορίες από τον Shivji, όμως πρέπει να κατανοήσουμε πως οι άνθρωποι που έχουν ενσωματωθεί για χρόνια στην βιομηχανία των ΜΚΟ δεν είναι απαραιτήτως και οι πιο κατάλληλοι να ασκήσουν κριτική. Κατά συνέπεια, αντί να βασιζόμαστε στα πανεπιστήμια που κυριαρχούνται από τις ελίτ, προκειμένου να μας παρέχουν τέτοιου είδους κριτικές προσεγγίσεις, χρειάζεται να στραφούμε στους ανθρώπους γύρω μας και να δουλέψουμε μαζί τους για να αναπτύξουμε εκείνον τον τύπο ερευνητικών φορέων, που θα συνδυάζουν θεωρητικές και ακτιβιστικές αναζητήσεις, κατά τρόπο τέτοιον που να προωθεί πραγματικά την επαναστατική κοινωνική αλλαγή.


*O Michael Barker έχει γράψει το βιβλίο «Πίσω από τη Μάσκα της Φιλανθρωπίας». Ήταν υποψήφιος βουλευτής του  Συνδικαλιστικού και Σοσιαλιστικού Συνασπισμού στην εκλογική περιφέρεια του Leicester East.

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

Πηγή: CounterPunch

Το σχέδιο των ΗΠΑ για τη Μακεδονία (ΠΓΔΜ): Κρατήστε τη Σερβία υπό έλεγχο και τη Ρωσία μακριά

Ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στην διάλυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας συχνά παραβλέπεται από τους ανθρώπους που είναι επικριτικοί της παρέμβασης της Ουάσινγκτον στις εσωτερικές υποθέσεις των ανεξάρτητων, κυρίαρχων κρατών.

Γιατί ήταν στην πρώην Γιουγκοσλαβία που δημιουργήθηκε προηγούμενο για την επερχόμενη Αμερικανική παρέμβαση στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία. Η Κροατία, η Βοσνία και το Κόσοβο παρείχαν το σημείο εκκίνησης για τη Δυτική αντίληψη της ανθρωπιστικής παρέμβασης, η οποία, στην πραγματικότητα, είναι ένα πρόσχημα για τη διαφύλαξη και την ενίσχυση της παγκόσμιας ηγεμονίας των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ωστόσο, η παρέμβαση της Ουάσιγκτον στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990 υπηρέτησε έναν πιο άμεσο στόχο για τους Αμερικανούς. Ενώ ο Otto von Bismarck, ο θρυλικός πρώτος καγκελάριος της Γερμανίας, χλεύαζε την ιδέα της παρέμβασης στα Βαλκάνια, λέγοντας ότι η περιοχή «δεν αξίζει τα κόκκαλα ούτε ενός πομεράνιου γρεναδιέρου», οι ΗΠΑ είχαν μια αναμφισβήτητα διαφορετική άποψη επί του θέματος.

Για την Ουάσιγκτον, η συμβολή στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας όχι μόνο θα δημιουργούσε κράτη-πελάτες για τις ΗΠΑ, αλλά επίσης, στην καλύτερη περίπτωση, θα κρατούσε τη Ρωσία έξω από τα Βαλκάνια, ή, στη χειρότερη περίπτωση, θα περιόριζε τη ρωσική επιρροή στην περιοχή (ιστορικά, η Ρωσία έχει στενές διασυνδέσεις εκεί με βάση Πανσλαβισμό και την Ορθόδοξη πίστη). Μια αμερικανική παρουσία στα Βαλκάνια θα επέτρεπε επίσης αμερικανούς φορείς χάραξης πολιτικής να προβάλλουν την αμερικανική ισχύ πέρα ​​από την περιοχή, όπως το στρατόπεδο Bondsteel, στο Κόσοβο, έχει βοηθήσει να κάνουν για σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα. Παρεμπιπτόντως, πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες εξωτερικές στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στον κόσμο, που φιλοξενεί έως και επτά χιλιάδες στρατιώτες και μια σειρά στρατιωτικού εξοπλισμού.

Σήμερα η Κροατία, η Βοσνία και το Κόσοβο είναι κράτη-πελάτες των ΗΠΑ. Αλλά για την Ουάσινγκτον η διαδικασία αποικιοποίησης των Βαλκανίων δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Εμπόδιο στο δρόμο των ΗΠΑ για την επίτευξη πλήρους κυριαρχίας στην περιοχή στέκονται η Σερβία και η Ρωσία.

Σε όλη την ιστορία της, η Σερβία έχει αντισταθεί στους ξένους κατακτητές, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία εώς την Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία, εώς τη γερμανική αυτοκρατορία και το Τρίτο Ράιχ. Ωστόσο, μετά την ανατροπή του Slobodan Milosevic, το 2000, σε μια εκλογή στην οποία οι Αμερικανοί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, η Σερβία έχει αρχίσει να αποικίζεται από τις ΗΠΑ. Σήμερα, υπάρχουν γραφεία εποπτείας του ΝΑΤΟ σε βασικούς θεσμούς της Σερβίας, από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας ως το Υπουργείο Εξωτερικών κι από το δικαστικό σώμα ως τις δημόσιες υπηρεσίες. Το πρώτο είναι και το πιο ειρωνικό και ταπεινωτικό για τους Σέρβους, δεδομένου ότι οι εκπρόσωποι του ΝΑΤΟ βρίσκονται στο ίδιο ακριβώς κτίριο που το ΝΑΤΟ σχεδόν κατέστρεψε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας βομβαρδισμού ενάντια στη Σερβία το 1999.

Εκτός αυτού, για να αποδυναμώσουν τη Σερβία και να διασφαλίσουν ότι δεν θα αντισταθεί στις υπαγορεύσεις της Ουάσιγκτον, οι ΗΠΑ ενθαρρύναν και αναγνώρισαν τη μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου το 2008, καθώς επίσης και υπεκίνησαν και επέβλεψαν το απατηλό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανεξαρτησίας του Μαυροβουνίου το 2006. Ως συνέπεια και των δύο παρανόμων ενεργειών, το Βελιγράδι έχασε τον έλεγχο του Κοσόβου και του Μαυροβουνίου, μειώνοντας τη Σερβία σε μέγεθος και επιρροή.

Όμως, παρά τη διείσδυση της Ουάσιγκτον στη Σερβία, επικουρούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και επιταχυνόμενη υπό το σημερινό πρωθυπουργό, Alexander Vucic, όλο και περισσότεροι καθημερινοί Σέρβοι πολίτες αρχίζουν να συνειδητοποιούν τις εξαιρετικά βλαβερές συνέπειες της αμερικανικής επιρροής στη χώρα τους – πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά και κοινωνικά – και έτσι το αντι-δυτικό συναίσθημα στη Σερβία είναι πλέον ευρέως διαδεδομένο.

Ξεχωρίζοντας από την εμφατική επιστροφή της στη διεθνή σκηνή, καθώς και από τις επιτυχίες της εξωτερικής πολιτικής της στην Κριμαία και στη Συρία, η Ρωσία έχει αρχίσει να δείχνει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα Βαλκάνια. Η Μόσχα καταλαβαίνει τη γεωστρατηγική σημασία των Βαλκανίων για τη Ρωσική εθνική ασφάλεια και, όπως η τσαρική Ρωσία έχει αρχίσει να αξιοποιεί το φιλορωσικό αίσθημα στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Δημοκρατία Σέρπσκα (τη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας, δηλαδή τη Σερβική οντότητα της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης) και της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ). Και είναι η Μακεδονία (ΠΓΔΜ) εκείνη που σήμερα οι ΗΠΑ θεωρούν ότι αποτελεί ένα αποτελεσματικό μέσο για να κρατήσει τους Αμερικάνους στα Βαλκάνια, τους Σέρβους υπό έλεγχο στα Βαλκάνια και τους Ρώσους έξω από τα Βαλκάνια.

Η Ουάσινγκτον, η οποία επιδιώκει ενεργά την ένταξη της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) τόσο σε ΝΑΤΟ όσο και σε ΕΕ, γνωρίζει πολύ καλά ότι οι πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Μακεδονίας έχουν σταθερή πρόοδο τα τελευταία χρόνια, όπως αποδεικνύεται από την κατασκευή της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αγίας Τριάδος στα Σκόπια, το 2015. Την τελετή έναρξης εργασιών προήδρευσε ο Αρχιεπίσκοπος Stefan, ο επικεφαλής της Ορθόδοξης Εκκλησίας της ΠΓΔΜ, ο οποίος ευλόγησε και την τοποθεσία.

Ενώ η Μακεδονία είναι ανεξάρτητη εδώ και 26 χρόνια, είναι μια πολύ εύθραυστη χώρα και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανήσυχη αλβανική κοινότητα, η οποία αποτελεί το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ). Εισάγετε τις ΗΠΑ.

Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ βομβάρδισαν τη Σερβία για τη στήριξη του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου, αλβανική τρομοκρατική οργάνωση με ισχυρές διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, η Ουάσιγκτον έχει καλλιεργήσει μια εξαιρετικά ισχυρή σχέση με τους Αλβανούς των Βαλκανίων – στην Αλβανία, το Κόσοβο και την πΓΔΜ. Η υπεροχή των ΗΠΑ στην περιοχή στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ένθερμη υποστήριξη που λαμβάνει από τους Αλβανούς εκεί (πράγματι, οι Αλβανοί είναι από τους πιο πιστούς υποστηρικτές της Αμερικής στον κόσμο). Πρόκειται για μια αμοιβαίως επωφελή σχέση, επίσης, καθώς ο αλβανικός στόχος για την πάλη του Κοσόβου ενάντια στη Σερβία πραγματοποιήθηκε χάρη στο νατοϊκό βομβαρδισμό κατά της Σερβίας και την επακόλουθη απόσυρση του Βελιγραδίου από τον στρατό και στην αστυνομία της Σερβικής επαρχίας, ενώ η τεράστια πολιτική δύναμη που ασκεί σήμερα η εθνότητα των Αλβανών στη Μακεδονία (ΠΓΔΜ), οφείλεται στη συμφωνία της Οχρίδας η οποία επέβαλε το ΝΑΤΟ στα Σκόπια το 2001, μετά από μια αλβανική τρομοκρατική εκστρατεία στη χώρα.

Υπό την Αμερικανική πατρωνία, τα θεμέλια για μια Μεγάλη Αλβανία έχουν αρχίσει να παίρνουν μορφή. Και οι περιοχές που εμπίπτουν στη Μεγάλη Αλβανία περιλαμβάνουν το Κόσοβο, τμήματα της ΠΓΔΜ, όπως το Tetovo, την κοιλάδα του Presevo στη Σερβία, και τμήματα του Μαυροβουνίου, όπως η Malesia.

Με ιστορικούς δεσμούς μεταξύ της Σερβίας και της ΠΓΔΜ (Πανσλαβισμός, Ορθόδοξη πίστη και επιφυλακτικότητα για τις αλβανικές εδαφικές διεκδικήσεις στα Βαλκάνια), και με την ανάπτυξη δεσμών μεταξύ της Ρωσίας και της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), και με το αντι-δυτικό συναίσθημα να αυξάνεται ραγδαία στη Σερβία, και με μια ρωσική αναζωπύρωση στη διεθνή σκηνή, οι ΗΠΑ έχουν αρχίσει να λαμβάνουν μέτρα για τη διατήρηση κυριαρχία της στα Βαλκάνια. Και με ποια μέσα; Παίζοντας τον άσσο τους στην περιοχή: τους Αλβανούς.

Επί του παρόντος, στη Μακεδονία, υπάρχει μια εσωτερική κρίση, στην οποία οι δύο αντιτιθέμενες πλευρές είναι ο Πρόεδρος της Μακεδονίας Gjorge Ivanov και τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Zoran Zaev, ο οποίος υποστηρίζεται από πολιτικά κόμματα των Αλβανών. Ο κύριος Ivanov δεν θα χορηγήσει άδεια στον κύριο Zaev να σχηματίσει κυβέρνηση, δικαίως φοβούμενος ότι οι Αλβανοί αυτονομιστές στη Μακεδονία θα το εκμεταλλευτούν και θα διακόψουν τις σχέσεις με τα Σκόπια για την επίτευξη μιας Μεγάλης Αλβανίας.

Εξωτερικοί υποστηρικτές της Μεγάλης Αλβανίας έχουν αποδείξει ξεκάθαρα την εμπλοκή τους στην κρίση στη Μακεδονία. Ο αυτοαποκαλούμενος πρόεδρος του Κοσόβου, Hashim Thaci, ζήτησε από τους Αλβανούς στην ΠΓΔΜ να«πάρουν τη μοίρα των δικαιωμάτων τους στα χέρια τους».

Ανταποκρινόμενο στη μακεδονική κρίση, το Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών κατηγόρησε τις ΗΠΑ και την ΕΕ ότι παρεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας και υποστηρίζουν«το σχέδιο της Μεγάλης Αλβανίας που περιλαμβάνει τεράστιες εκτάσεις σε διάφορες βαλκανικές χώρες».

Με την Ουάσιγκτον να παίζει το αλβανικό χαρτί στη Μακεδονία (ΠΓΔΜ), η χώρα θα μπορούσε να πάψει να υπάρχει ή θα μπορούσε να μειωθεί σημαντικά σε μέγεθος, περιορίζοντας έτσι οποιαδήποτε μελλοντική ρωσική παρουσία εκεί. Οι αλβανοκυριαρχούμενες περιοχές της Μακεδονίας θα μπορούσαν να ενοποιηθούν σε ένα ενιαίο φορέα και αναπαράγουν ό,τι έκανε και το Κόσοβο: να γίνουν επί του πρακτέου ανεξάρτητες και τότε, μια μέρα να δηλώσουν μονομερώς την ανεξαρτησία τους. Αυτό θα χρησιμεύσει επίσης ως προειδοποίηση προς τη Σερβία: δηλαδή, αν οι Σέρβοι συνεχίζουν με τα τρέχοντα αντι-Δυτικά συναισθήματα τους, στη συνέχεια, Μεγάλη Αλβανία θα μπορούσε να επεκταθεί στη Σερβία, με την αμερικανική ενθάρρυνση και τον εξοπλισμό των αυτονομιστών στην κοιλάδα του Presevo, η οποία θα μπορούσε να μειώσει ακόμη περισσότερο το μέγεθος της χώρας.

Παρά την ύπαρξη μιας νέας αμερικανικής κυβέρνησης, υπάρχει πολύ μικρή πιθανότητα ο Πρόεδρος Donald Trump να αλλάξει την πολιτική της Ουάσινγκτον στα Βαλκάνια και να εγκαταλείψει τους Αλβανους εκεί. Μάλιστα, ο κύριος Trump εξέφρασε την πλήρη υποστήριξή του στο Κόσοβο αυτό το Φεβρουάριο, όταν έστειλε ένα μήνυμα προς τον αυτοαποκαλούμενο Πρόεδρο του Κοσόβου Thaci (ενός άνθρωπος με ιστορικούς δεσμούς με το οργανωμένο έγκλημα) συνεχάρη το Κόσοβο για την λεγόμενη ανεξαρτησία του.

Στην επιστολή του, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ έγραψε ότι:«Εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών, είμαι στην ευχάριστη θέση να συγχαρώ το λαό του Κοσόβου για την ημέρα της Ανεξαρτησίας σας στις 17 Φεβρουαρίου Η συνεργασία μεταξύ των χωρών μας βασίζεται σε κοινές αξίες και κοινά συμφέροντα. Ένα κυρίαρχο, πολυεθνικό, δημοκρατικό μέλλον του Κόσοβο βρίσκεται σε μια σταθερή και ευημερούσα περιοχή των Βαλκανίων, που είναι πλήρως ενσωματωμένη στη διεθνή κοινότητα… Ανυπομονούμε να συνεχίσουμε την ευρεία και βαθιά συνεργασία μας».

Ο κ Τραμπ, ο οποίος, όπως και ο Thaci, έχει διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, δεν πρόκειται να παραιτηθεί από το κράτημα της Αμερικής στα Βαλκάνια, καθώς η συνέχιση της αμερικανικής κυριαρχίας στην περιοχή θα συμβάλει στην επίτευξη του στόχου του Αμερικανού Πρόεδρου για να διασφαλίσει ότι η Αμερικανική παγκόσμια εξουσία θα παραμένει αξιόλογη, μαζί με υπόσχεσή του να αυξήσει τον ήδη φουσκωμένο αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ και να κάνει το αμερικανικό πυρηνικό οπλοστάσιο το μεγαλύτερο στον κόσμο.

Η Μακεδονία (ΠΓΔΜ) είναι η χώρα όπου έχει αρχίσει να εξελίσσεται η αποφασιστικότητα της Ουάσινγκτον να παραμείνει κυρίαρχη στα Βαλκάνια. Η Αμερικανό-αλβανική συμμαχία είναι θανατηφόρα για την ασφάλεια και τη σταθερότητα αυτής της ιστορικά ασταθούς περιοχής. Ωστόσο, για τους Αμερικανούς και τους Αλβανούς, είναι μια κατάσταση win-win, διπλής ωφέλειας. Με τη βοήθεια των Αλβανών, οι ΗΠΑ θα παραμείνουν η κύρια εξωτερική δύναμη στα Βαλκάνια. Και με τη βοήθεια των Αμερικανών, ο αλβανικός στόχος για την υλοποίηση μιας Μεγάλης Αλβανίας θα λάβει άλλο ένα άλμα προς τα εμπρός.

Ο Πρόεδρος Trump έχει αρχίσει να παίζει το ατού της Ουάσιγκτον – τους Αλβανούς – στη Μακεδονία. Το να γίνει «Η Αμερική μεγάλη και πάλι» αρχίζει να παίρνει άλλη διάσταση.


Ο Dr Marcus Papadopoulos είναι ο εκδότης και συντάκτης της Politics First, μιας μη κομματικής δημοσίευσης για το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατέχει διδακτορικό στην ιστορία της Ρωσίας και ειδικεύεται στη Ρωσία και το υπόλοιπο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Μετάφραση: Μαρίνα Παπαδοπούλου

Πηγή: RT

Θα σφετεριστεί η «εναλλακτική δεξιά» το αντιπολεμικό κίνημα;

Εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ φοβούμενοι ότι θα προκαλέσει  καταστροφή τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και εκτός των συνόρων τους.  Αυτό το κίνημα αντίστασης εξακολουθεί να αποτελεί μια ισχυρή κοινωνική δύναμη και πρόσφατα ένας από τους μεγαλύτερους φόβους του –η εξαπόλυση ενός νέου πολέμου–  πραγματοποιήθηκε, όταν ο Τραμπ βομβάρδισε τη Συρία και επέκτεινε τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή σε μια περίοδο που εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.

Αμέσως μετά το βομβαρδισμό της Συρίας, η κυβέρνηση του Τραμπ έστειλε πολεμικά πλοία στη Βόρεια Κορέα και την απείλησε με «προληπτικά» πλήγματα, όπως ακριβώς έγινε στο Ιράκ το 2003. Στη συνέχεια, κλιμάκωσε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν εξαπολύοντας τη μεγαλύτερη μη πυρηνική βόμβα στον κόσμο, ισχύος 21.000 λιβρών, η ενός μιλίου ακτίνα της οποίας δημιουργεί πυρηνικής έκτασης χάος, χωρίς την ενοχλητική ταμπέλα του «πυρηνικού όπλου». Το μήνυμα είναι σαφές: ο Τραμπ έγινε ένας επικίνδυνα πολεμοχαρής πρόεδρος, το φίδι απέβαλε το «απομονωτιστικό» δέρμα του.

Η κοινωνία κλονίστηκε από αυτές τις πολεμικές ενέργειες, αλλά στο εύφορο έδαφος για διαμαρτυρία δεν φύτρωσαν βλαστάρια. Το κατεστημένο «υποστήριξε» τον νέο πόλεμο είτε άμεσα χειροκροτώντας είτε έμμεσα σιωπώντας.

Η αριστερά είναι κατά του πολέμου, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να οργανώσει κάποια διαμαρτυρία. Η μόνη αξιοσημείωτη ομάδα που το έκανε— ο συνασπισμός  ANSWER  — υποστηρίχθηκε ελάχιστα από άλλες αριστερές ομάδες. Οι λίγες διαδηλώσεις που οργανώθηκαν ήταν μικρές ή καταγγέλθηκαν από άλλους αριστερούς ότι είναι «υπέρ του Άσαντ». Ο Τραμπ, βεβαίως, είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένος από τη μη εκδήλωση αντίθεσης στις ενέργειές  του και από τη διαίρεση που επικρατεί εν όψει ενός νέου πολέμου.

Μέσα σ’ αυτό το γιγαντιαίο αντιπολεμικό κενό έρπουν οι νεοναζιστικές ομάδες της «εναλλακτικής δεξιάς», με  ηγετική παρουσία του λευκού σοβινιστή Ρίτσαρντ Σπένσερ, ο οποίος απέσυρε ηχηρά την υποστήριξή του προς τον Τραμπ, οργανώνοντας διαδήλωση μπροστά στον Λευκό Οίκο για τους βομβαρδισμούς στη Συρία.  Άλλες οργανώσεις ή άτομα που συνδέονται με την «εναλλακτική δεξιά» –συμπεριλαμβανομένων των altright.comκαι Infowars— αποκήρυξαν επίσης τον πρώην φίρερ τους.

Έτσι, οι οπαδοί της λευκής υπεροχής διαμαρτυρήθηκαν πιο ηχηρά και μαχητικά από ό,τι η αριστερά, η οποία αρνήθηκε να κρούσει το καμπανάκι του κινδύνου και επέλεξε να υποβαθμίσει την επίθεση, βαφτίζοντας την εξαπόλυση των εξήντα «Τόμαχοκ» κατά της Συρίας «συμβολικό» πλήγμα ή «ρουτίνα».

Έτσι, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της «εναλλακτικής δεξιάς» κατήγγειλε κατηγορηματικά τους βομβαρδισμούς, ορισμένοι στην αριστερά τους νομιμοποίησαν εν μέρει, εστιάζοντας κατά το ήμισυ τη μετά τους βομβαρδισμούς ενεργητικότητά τους  σε καταγγελίες κατά του στόχου  του Τραμπ, του Άσαντ, και  βοηθώντας να γυρίσει το αμερικανικό κοινό στον καναπέ, αντί να βγει στους δρόμους.

Προφανώς, ο Τραμπ επέβαλε τη σιωπή στους επικριτές του, κάνοντας αυτό που φοβούνταν περισσότερο. Πώς συνέβη αυτό;

Στην πολιτική σφαίρα, η θεωρία και η πράξη είναι αδιαχώριστες. Για τους επαναστάτες η ουσία της πολιτικής θεωρίας/ανάλυσης βρίσκεται στο ότι τους οδηγεί να παρεμβαίνουν άμεσα, πιο αποτελεσματικά, μέσω της οργάνωσης/δράσης. Το «τι» της θεωρίας πρέπει να συνδέεται στενά με το «πώς» της οργανωμένης δράσης — μ’ αυτό που συχνά λέγεται «πράξη».

Στην περίπτωση της θεωρίας/ανάλυσης για τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, η ουσία δεν είναι μόνο το να κατανοεί κανείς το «ποιος», το «τι» και το «γιατί» της πολεμικής σύγκρουσης, αλλά το «πώς» θα παρέμβει άμεσα για να τη σταματήσει.

Σε τελευταία ανάλυση, ο μόνος τόπος όπου μπορούν οι Αμερικανοί πολίτες να παρέμβουν άμεσα κατά του πολέμου είναι η χώρα τους, και γι’ αυτό ακριβώς η όποια επαναστατική ανάλυση της συριακής σύγκρουσης πρέπει να προσανατολίζεται στην κινητοποίηση του λαού  εναντίον των πολεμικών ενεργειών της κυβέρνησής «του».  Οτιδήποτε λιγότερο είναι είτε αφηρημένος σχολιασμός είτε αναποτελεσματική ηθικολογία.

Επειδή η ουσία της θεωρίας είναι η προετοιμασία της εργατικής τάξης  ώστε να μπορεί να αναπτύσσει δράση, μια λανθασμένη θεωρία καταλήγει στην αδρανοποίησή της και στην πολιτική παράλυση εν όψει του πολέμου. Ο Λέων Τρότσκι συνέκρινε κάποτε τη λανθασμένη θεωρία με μια τρύπια ομπρέλα, «άχρηστη ακριβώς όταν βρέχει».

Και τώρα βρέχει καταρρακτωδώς και αντί για μαζικές διαδηλώσεις έχουμε μια ναρκωμένη αριστερά, ως αποτέλεσμα μιας πολυετούς λανθασμένης ανάλυσης για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, ακριβώς τη στιγμή που βρέχει βόμβες εναντίον άλλης μιας χώρας.

Ποιο ήταν το λάθος;  Η αριστερά αγνοούσε ή υποβάθμιζε  κάθε κλιμάκωση της αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία. Αντί να διαφωτίζει τον λαϊκό κόσμο  ότι οι ΗΠΑ οργάνωναν ανοιχτά έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων  –κάτι που οδηγεί σε άμεση στρατιωτική επέμβαση— το μεγαλύτερο μέρος της  είχε συγκεντρώσει την προσοχή  στο πόσο «τερατώδης» ήταν ο πρόεδρος  της Συρίας, Μπ. Άσαντ.

Η αριστερά αγνόησε  το ρεπορτάζ των “NewYorkTimes” ότι ο Ομπάμα συνεργαζόταν με περιφερειακούς συμμάχους για τη στρατολόγηση, εκπαίδευση και εξοπλισμό στρατιωτών, ενώ ταυτόχρονα τους χρηματοδοτούσε για να επιτίθενται κατά της συριακής κυβέρνησης. Το 2013, οι « NewYorkTimes» αποκάλυψαν ότι οι ΗΠΑ επέβλεπαν τον περιφερειακό «αγωγό όπλων» προς τους ενόπλους μέσα στη Συρία. Αυτές οι ειδήσεις δεν καταγράφηκαν από τα αριστερά ραντάρ.

Αντί να απαιτούν να σταματήσει η επέμβαση, πολλοί στην αριστερά έδωσαν το πράσινο φως για τη διεξαγωγή της – ορισμένοι δε απαίτησαν, στην πραγματικότητα, να στρατιωτικοποιήσουν οι ΗΠΑ τη σύγκρουση εξοπλίζοντας ακόμη περισσότερο τους  Σύρους αντάρτες ή μεταδίδοντας την απαίτηση ορισμένων απ’ αυτούς να επιβληθεί  στρατιωτική «ζώνη απαγόρευσης πτήσεων» στη Συρία (μια ενέργεια που απαιτεί  πόλεμο).

Χωρίς την άμεση  αμερικανική παρέμβαση, η σύγκρουση πιθανώς θα είχε τερματιστεί αρκετά χρόνια πριν, διότι οι ΗΠΑ όχι μόνο έδωσαν όπλα και παρείχαν στρατιωτική εκπαίδευση, αλλά υποσχέθηκαν και αλλαγή καθεστώτος στους συμμάχους τους που έτσι ενθαρρύνθηκαν να  στραφούν «με όλα τα μέσα» ενάντια στο συριακό καθεστώς, βοηθώντας τους ενόπλους και κατακρεουργώντας  όλη την περιοχή μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία.

Το μέγιστο μέρος της ανάλυσης της αριστεράς εστίαζε στο πόσο φρικτός ήταν ο Άσαντ, σαν να μην είχε γνώση  το αμερικανικό κοινό της συνεχούς κάλυψης από τα κατεστημένα ΜΜΕ που τον χαρακτήριζαν «τέρας», «χασάπη» «Χίτλερ» κοκ.  Έτσι η αριστερά διακατέχεται σήμερα από πολύ μεγάλη σύγχυση που την καθιστά ανίκανη να αντιδράσει — η σύγκρουση εμφανίζεται «πολύ περίπλοκη». Ο κόσμος μισεί τον Τραμπ, αλλά του λένε ότι ο Άσαντ είναι χειρότερος, συνεπώς γιατί να διαμαρτυρηθεί ενάντια σε έναν νέο αμερικανικό πόλεμο, εάν ο στόχος του αξίζει να θανατωθεί;

Όμως, αυτό ακριβώς το συμπέρασμα ελπίζει να προκαλέσει η αμερικανική κυβέρνηση σε κάθε πόλεμο. Ο Σαντάμ ήταν «τέρας», ο Καντάφι ήταν «τέρας», οι Ταλιμπάν είναι «τέρατα», ο Μιλόσεβιτς ήταν «τέρας», οι Βιετναμέζοι ήταν «τέρατα» κοκ. Κάθε καινούργιος εχθρός του αμερικανικού στρατού συγκρίνεται με τον Χίτλερ, επειδή είναι «ηθικό» να δολοφονείται ο Χίτλερ, μια ιδέα που σήμερα παρουσιάζεται με το νέο περιτύλιγμα των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων». Όποιος πόλεμος διεξάχθηκε από τις ΗΠΑ ονομάστηκε «ανθρωπιστικός», ακόμη και η «εξημέρωση των αγρίων» κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των Αμερικανών ιθαγενών.

Η αριστερά δεν θα έπρεπε να γίνεται θύμα της απανθρωποποίησης εκείνων που κηρύσσουν ως εχθρούς τους  οι ΗΠΑ.  Βεβαίως, ο Άσαντ δεν είναι κανένας  ευγενής πρίγκιπας, αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουν οι Σύροι και όχι οι ΗΠΑ.  Οι πολίτες των ΗΠΑ πρέπει να ασχοληθούν με τη χώρα τους, να αντιμετωπίσουν τον Τραμπ. Τα περισσότερα κράτη έχουν φρικτούς ηγέτες και όλες οι καπιταλιστικές χώρες θα αντιδρούσαν παρόμοια με τον Άσαντ εάν αντιμετώπιζαν διαμαρτυρίες που θα μεταμορφώνονταν σε ένοπλη ανταρσία: θα χρησιμοποιούσαν άγρια καταστολή.

Ο Σαντάμ ήταν εξίσου «τυραννικός» με τον Άσαντ, πνίγοντας στο  αίμα κάθε απειλή εναντίον του. Όμως, δεν είδαμε αντισανταμικές διαδηλώσεις στους δρόμους κατά τη διάρκεια του μαζικού αντιπολεμικού κινήματος το 2003. Η απαίτηση ήταν απλή: «Μην επιτεθείτε στο Ιράκ» ή « Όχι στον πόλεμο». Ουδείς κατηγορήθηκε τότε ως «υποστηρικτής του Σαντάμ».

Εν όψει του πολέμου με τη Συρία, πολλές αριστερές οργανώσεις έχουν ξεχάσει τελείως αυτά τα αντιπολεμικά αιτήματα. Αντίθετα επικεντρώνουν στην «καταδίκη» όλων των μερών. Κάθε μέρος που συμμετέχει στη σύγκρουση  κηρύσσεται εξίσου ένοχο, πράγμα το οποίο απαλλάσσει κάθε μεμονωμένο μέρος, εφόσον «αν όλοι είναι ένοχοι, κανείς δεν είναι ένοχος».  Αυτός είναι ο πιο σίγουρος δρόμος προς την αμφιβολία και την αδράνεια, εάν ο στόχος είναι ένα αντιπολεμικό κίνημα.  Αυτή η απουσία προτεραιοτήτων οδηγεί στην αναποτελεσματική οργάνωση και στους άδειους δρόμους. Η επείγουσα ανάγκη να κινητοποιηθεί ο κόσμος ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό ουσιαστικά αποσιωπάται. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι ένα αφηρημένο σύνθημα, αλλά μια επείγουσα κλήση σε κινητοποίηση.

Ο κόσμος θα πρέπει να δικάσει μόνο μία κυβέρνηση για τη συριακή σύγκρουση: τη δική του κυβέρνηση. Οι Σύροι θα πρέπει να εστιάζουν στη Συρία και οι Ρώσοι στη Ρωσία. Οι πολίτες των ΗΠΑ είναι οι μόνοι που έχουν δικαιοδοσία για τη δική τους χώρα, όπου έχουν το δικαίωμα να κατηγορήσουν, να καταδικάσουν και να τιμωρήσουν άμεσα τον ένοχο, την κυβέρνησή τους, μέσω της οργάνωσης και της κινητοποίησης της κοινωνίας.

Η αμερικανική εργατική τάξη ελάχιστα μπορεί να κάνει για να σταματήσει οποιαδήποτε ενέργεια της συριακής κυβέρνησης, ούτε υπάρχουν συριακές επαναστατικές ομάδες  με κάποια υπόσταση στις οποίες θα μπορούσε ο αμερικανικός λαός να προσφέρει την υποστήριξή του (εξαιρούνται οι Σύροι Κούρδοι της Ροτζάβα).

Ο αμερικανικός λαός  μπορεί να επιδράσει μόνο στο εσωτερικό των ΗΠΑ,   όπου η κυβέρνηση μπορεί να αμφισβητηθεί άμεσα, ακόμη και να ανατραπεί επαναστατικά, όταν χρειαστεί.  Γι’ αυτό ακριβώς επί δεκαετίες τα αντιπολεμικά κινήματα παγκοσμίως χρησιμοποιούσαν μια γενική στρατηγική οργάνωσης εναντίον του πολέμου, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στην αρχή  «ο κύριος εχθρός είναι η δική σου κυβέρνηση».  Αυτή είναι η μόνη διεθνιστική προσέγγιση της αντιπολεμικής δραστηριότητας. Τώρα, πρέπει να αναπτυχθεί η αληθινή δύναμη για να σταματήσει την περαιτέρω εξάπλωση του πολέμου. Οι Αμερικανοί πολίτες μπορούν να δείξουν πραγματική αλληλεγγύη στον συριακό λαό σταματώντας την επέμβαση της  μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης του κόσμου στη χώρα του.

Αιτήματα και κοινωνικά κινήματα

Τα στρατηγικά αιτήματα αποτελούν το ιδιαίτερο όπλο της εργατικής τάξης. Είναι αναντικατάστατα εργαλεία οργάνωσης και τα πραγματικά αιτήματα είναι εκείνα που κινητοποιούν τον ευρύτερο πληθυσμό. Επειδή το μεγαλύτερο μέρος του δεν θα ενωθεί πάνω σε μια λιτανεία αιτημάτων, τα πιο αποτελεσματικά είναι τα περιορισμένα ή  ιδιαίτερα αιτήματα, συχνά αναφέρονται και ως αιτήματα «ενιαίου μετώπου», που μπορούν να ενώσουν και να κινητοποιήσουν μεγάλα τμήματα του λαού.

Το πιο αποτελεσματικό αίτημα ενιαίου μετώπου κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού πάντα ήταν μια παραλλαγή του «Σταματήστε τον πόλεμο» ή «Κάτω τα χέρια από το Ιράκ» (ή το Αφγανιστάν, τη Λιβύη, τη Συρία κοκ). Είναι ενοποιητικό αίτημα στο οποίο μπορεί να συμφωνήσουν οι εργαζόμενοι σε αντίθεση με το πλυντήριο των καταγγελιών προς πάσα κατεύθυνση που προκαλεί σύγχυση και διαίρεση, με κατάληξη την παθητικότητα.

Τα λαϊκά αιτήματα  δεν είναι λίστα γνωμών για το ποιος μας αρέσει ή δεν μας αρέσει. Οι Αμερικανοί εργαζόμενοι δεν έχουν κυρίως ανάγκη να ξέρουν «ποιον» θα υποστηρίξουν σ’ αυτή τη σύγκρουση, πρέπει να ξέρουν «πώς» θα σταματήσουν τον πόλεμο. Καμιά αντιπολεμική ομάδα σε οποιαδήποτε χώρα δεν σπαταλά τις δυνάμεις της για να καταγγέλλει το στόχο της ιμπεριαλιστικής επίθεσης.

Ορισμένες αριστερές ομάδες συνδυάζουν τα αιτήματά τους, όπως «Όχι υποστήριξη στον Τραμπ ούτε στον Άσαντ». Χρειάζονται άραγε  τα εκατομμύρια των ανθρώπων που διαδήλωσαν κατά του Τραμπ –και καθημερινά ακούν την εναντίον του Άσαντ προπαγάνδα των ΜΜΕ— να τους πουν «Όχι υποστήριξη στον Τραμπ ούτε στον Άσαντ»; Θα τους κινητοποιήσει αυτό το σύνθημα; Η προφανής απάντηση είναι «όχι» , εφόσον τους λένε κάτι που ήδη ξέρουν, ενώ τους ζητούν να μην κάνουν τίποτε.

Αυτό που χρειάζεται ο κόσμος είναι να ξέρει τι θα κάνει τώρα που η κυβέρνησή του βομβαρδίσει άλλη μια χώρα. Ο κόσμος καταλαβαίνει ότι αυτό είναι πολύ σοβαρό, εφόσον η Συρία και η Ρωσία συνδέονται στενά και η κατάσταση εξελίσσεται εκτός ελέγχου.

Η επικίνδυνη μεταβολή της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ

Εφόσον δεν οργανώνονται λαϊκές διαμαρτυρίες ενάντια στην επέκταση του πολέμου στη Συρία αφήνεται το πεδίο ελεύθερο στον Τραμπ και οι νεοναζιστές που αυτοαποκαλούνται «εναλλακτική δεξιά» έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν κι άλλα διαπιστευτήρια, κάνοντας αυτό που πάντα έκανε η αριστερά: να αποκηρύσσουν κατηγορηματικά, και χωρίς να απολογούνται, τους πολέμους των ΗΠΑ.

Επίσης, φαίνεται ότι η «εναλλακτική δεξιά» έχει μια πιο καθαρή ανάλυση για το τι συμβαίνει στον Λευκό Οίκο. Η εκλογή του Τραμπ περιθωριοποίησε το τμήμα του κατεστημένου που χειριζόταν την εξωτερική πολιτική επί δεκαετίες και συχνά αναφέρεται ως οι «νεοσυντηρητικοί». Ο Τραμπ τους παραγκώνισε εφόσον παρουσιάστηκε στην προεκλογική καμπάνια ως «οπαδός του απομονωτισμού» που επιδίωκε την επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία. Η τάση αυτή εκφράστηκε με τον διορισμό του στρατηγού Φλιν και του φασίστα Στιβ Μπάνον σε θέσεις ισχύος όπου λαμβάνονται οι στρατιωτικές αποφάσεις.

Ο Τραμπ διακήρυξε τον τερματισμό της πολιτικής περί «αλλαγής καθεστώτος» στη Συρία και η ειρηνευτική διαδικασία που ήδη είχε αρχίσει –από την οποία ουσιαστικά είχαν αποκλειστεί οι ΗΠΑ—θα συγκεκριμενοποιούσε σύντομα αυτό που όλοι γνώριζαν: ότι ο Άσαντ είχε νικήσει στον πόλεμο και θα ανακτούσε τη «νομιμοποίησή» του στην παγκόσμια διπλωματία.

Η ήττα της στρατηγικής του Ομπάμα περί αλλαγής καθεστώτος από τον Άσαντ έκανε έξαλλους τους νεοσυντηρητικούς που ήθελαν να πετάξουν  τη Ρωσία έξω  από τη Μέση Ανατολή και από την Ανατολική Ευρώπη, διατηρώντας την επί δεκαετίες αμερικανική ηγεμονία σ’ αυτές τις περιοχές.

Η Χίλαρι Κλίντον ήταν η υποψήφια των μεγάλων τραπεζών και των νεοσυντηρητικών, χρησιμοποιώντας τον ευφημισμό της «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων» για να απαλλαγούν από τον Άσαντ.  Ένα μεγάλο μέρος του λαϊκισμού του Τραμπ έγινε αντιληπτό ως «στάση κατά του πολέμου» (με εξαίρεση το Ισλαμικό Κράτος).

Μετά από τις προεδρικές εκλογές, οι «νεοσυντηρητικοί» διεξήγαγαν εσωτερική πάλη με τον Τραμπ την οποία και κέρδισαν πρόσφατα, μετατρέποντας τον Τραμπ από οπαδό του απομονωτισμού στον επιθυμητό  πολεμοκάπηλο. Απόδειξη είναι το αποτέλεσμα: ο απομονωτιστής στρατηγός Φλιν απολύθηκε μέσω εσωτερικών διαρροών προς τα ΜΜΕ και αντικαταστάθηκε από τον νεοσυντηρητικό στρατηγό ΜακΜάστερ, ο οποίος, σύμφωνα με την εφημερίδα “WashingtonPost” ήταν εκείνος που ώθησε στην αποπομπή του απομονωτιστή/φασίστα Στιβ Μπάνον από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, λίγες μόνο ημέρες πριν βομβαρδίσει ο Τραμπ τη Συρία, χωρίς καμιά απόδειξης  για την επίθεση του Άσαντ με χημικά στην επαρχία Ιντλίμπ (η «εναλλακτική δεξιά» απαίτησε να δοθούν αποδείξεις για την επίθεση με αέρια, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς αποδέχθηκε το πρόσχημα του Τραμπ για την εξαπόλυση της πυραυλικής επίθεσης στη Συρία).

Η εσωτερική ισορροπία ισχύος έχει μεταβληθεί και το κυρίαρχο τμήμα του αμερικανικού κατεστημένου επιβεβαίωσε τη θέση του στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής. Ο Τραμπ έμαθε ποια είναι η θέση του και ο κόσμος είναι πολύ πιο επικίνδυνο μέρος πλέον: οι εντάσεις με τη Βόρεια Κορέα έφτασαν σε εκρηκτικό σημείο και ταυτόχρονα οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν την  υπερ-βόμβα στο Αφγανιστάν.

Η «εναλλακτική δεξιά» θα χρησιμοποιήσει τον πόλεμο του Τραμπ για να ενισχύσει τη θέση της, αλλά είναι πολύ αδύναμη για να ηγηθεί οποιουδήποτε κινήματος. Εάν, όμως, η αριστερά μείνει στην παραλυτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται  σήμερα, ως προς αυτό το θέμα,  θα βρει χώρο για να αναπτυχθεί.

Υπάρχει τεράστιο επαναστατικό δυναμικό για ένα αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ. Οι κινητοποιήσεις κατά του Τραμπ έχουν προετοιμάσει τον κόσμο για τα επόμενα βήματα και εναπόκειται στην αριστερά να δείξει το δρόμο σε μια εποχή που ο Τραμπ κλιμακώνει τους πολέμους και ο στρατιωτικός προϋπολογισμός γονατίζει τη χώρα.

Κανονικά, είναι έργο της αριστεράς των ΗΠΑ να ενώσει τον ευρύτερο πληθυσμό γύρω από το αίτημα να σταματήσει ο πόλεμος στη Συρία ή  σε κάτι παρόμοιο που θα μετασχηματίσει την ενεργητικότητα σε ισχυρή δύναμη η οποία μπορεί να ωθήσει το κίνημα κατά του Τραμπ στο επόμενο επίπεδο, όπου θα είναι ικανός ο λαός να σταματήσει τον πόλεμο με τη Συρία, τη Ρωσία, τη Βόρεια Κορέα ή με οποιαδήποτε άλλη χώρα.


Ο Shamus Cooke είναι κοινωνικός λειτουργός, συνδικαλιστής και γράφει εκ μέρους της Workers Action (www.workerscompass.org).

Πηγή: counterpunch.org

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Οι ΗΠΑ προκλητικά και απρόσκλητα κλιμακώνουν τον πόλεμο στη Συρία. Οι πρόθυμοι της ΕΕ μαζί με τους «φονιάδες των λαών».

Ποιος θυμάται το περιβόητο – και ψευδές όπως αποδείχτηκε – «ο Σαντάμ ρίχνει χημικά» με το οποίο ξεκίνησαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους την ανατροπή καθεστώτων και την καταστροφή στη Μ. Ανατολή το 1991; Ποιος θυμάται το «ο Καντάφι ρίχνει χημικά» για να έχουμε και εκεί την ίδια κατάληξη; Οι ομοιότητες με το τελευταίο δράμα που εκτυλίσσεται εδώ και δύο μέρες στη Συρία είναι κάτι παραπάνω από κραυγαλέες. Μέσα μαζικής ενημέρωσης, η αντιπολίτευση στον Άσαντ και διάφορα «παρατηρητήρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων» καταδικάζουν την αποτρόπαια ρήξη χημικών σε περιοχή της Συρίας και ζητούν από τη Δύση «να κάνει κάτι». Τρεις μέρες μετά οι ΗΠΑ, βγάζουν πόρισμα ότι η ρίψη έγινε  από το καθεστώς «Άσαντ» και κλιμακώνουν τη συμμετοχή τους στον πόλεμο με τη ρίψη 59 πυραύλων Τόμαχοκ. Και όλα αυτά τη στιγμή που ο πόλεμος είχε γείρει αποφασιστικά, μετά το Χαλέπι και με την αποφασιστική εμπλοκή της Ρωσίας, υπέρ του Άσαντ. Έχει  συμφέρον και ποιό ο Άσαντ να προκαλέσει την «διεθνή κοινή γνώμη»;

Στο κουβάρι των αντιθέσεων στην περιοχή, με κεντρική την επιδίωξη των ΗΠΑ, να υποστηρίξουν την ηγεμονία τους, να θωρακίσουν την παρουσία τους στην ευρύτερη περιοχή κατα συνέπεια   να ανατρέψουν το οποιοδήποτε φιλορώσικο  καθεστώς – όπως αυτό του Άσαντ, προστίθενται το τελευταίο διάστημα και οι αντιθέσεις στους κόλπους του κατεστημένου των ΗΠΑ. Ο Τραμπ υποτίθεται, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, ότι υποστήριζε μια πολιτική κατευνασμού με τη Ρωσία. Πρόσφατα μάλιστα ο εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου και η αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δήλωναν ότι η “αλλαγή καθεστώτος” στη Δαμασκό δεν αποτελεί την προτεραιότητα της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Λίγες μέρες μετά ο Τραμπ υλοποιεί την πολιτική για την οποία κατήγγειλλε την Χίλαρι Κλίντον. Η ισχύς του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος στις ΗΠΑ; Κάτι άλλο; Ότι και να είναι όμως αυτό, σημαίνει για τους λαούς της περιοχής πολέμους, φτωχεια, μετανάστευση…

Σαουδική Αραβία, Τουρκία, Ισραήλ και λοιπές «δημοκρατικές» δυνάμεις στην περιοχή έσπευσαν να χαιρετήσουν την μεγαλύτερη εμπλοκή των ΗΠΑ. Από κοντά και η ηγεσία της «δημοκρατικής Ευρώπης», Μέρκελ και Ολάντ. Αυτοι ειναι οι πρόθυμοι των ΗΠΑ και ταυτόχρονα οι σκληροί επίτροποι του κατάπτυστου μνημονιακού καθεστώτος  στην Ελλάδα και της κυβέρνησης. Μιας καθυποταγμένης κυβέρνησης που φορά την προβιά της αριστεράς και ντροπιάζει τόσο την λέξη αριστερά όσο και τους πολύχρονους φιλειρηνικούς αντιιμπεριαλιστικόυς αγώνες του λαού μας, μιας κυβέρνησης  που όχι μόνο σιωπά αλλά και παραχωρεί Ελληνικό έδαφος στους «φονιάδες των λαών» που σκύβει ευχαριστώντας για την παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, μιας κυβέρνησης που αποτελείται απο κυβερνολάγνους που γλείφουν εκεί που προηγούμενα νόμιζαν οτι έφτυναν αρκεί να κυβερνάνε. Τι αλήθεια τους διακρίνει απο την κυβέρνηση Πάγκαλου Σημίτη;

Η απάντηση  Πούτιν  ήταν οργισμένη και ανακοίνωσε ότι αναστέλει το μνημόνιο συνεργασίας με τις ΗΠΑ για αποφυγή «ατυχήματος» μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας στο Συριακό εναέριο χώρο, κατά τις επιδρομές για την καταπολέμηση του Isis. Μυρίζει μπαρούτι στην περιοχή και οι γύπες των εξοπλιστικών προγραμμάτων και οι πολεμόφιλοι ιμπεριαλιστές ετοιμάζονται για νέους τυχοδιωκτισμούς με γνωστα τα θύματα εκ των προτέρων.

Για την αριστερά, τις δημοκρατικές και φιλειρηνικές δυνάμεις, το πάθημα πρέπει να γίνει μάθημα.

Γνωρίζοντας ότι ο Άσαντ έχει μεγάλες ευθύνες για τις τραγικές εξελίξεις στη χώρα του και ότι η Ρωσική πολιτική κινείται – προφανώς – με γνώμονα τα συμφέροντά της απέναντι στην περικύκλωση των ΗΠΑ, ο βασικός αντίπαλος και το βασικό πρόβλημα στην περιοχή είναι η πολιτική διαμελισμού, καταστροφής και ελέγχου των χωρών της ευαίσθητης αυτής ενεργειακά περιοχής των ΗΠΑ και των ποικίλων συμμάχων τους στην Ευρώπη αλλά και στη Μ. Ανατολή. Ο εχθρός έχει ονοματεπώνυμο και είναι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός με τα τσιράκια του και τους προβοκατορες του

Γι’ αυτό και στις ειδήσεις περί «χημικών όπλων» που επιβάλλουν «δράση» (από ποιον αλήθεια; Είναι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ οι παγκόσμιοι χωροφύλακες;) οι δημοκρατικοί πολίτες θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί. Όπως και στις «δημοκρατικές» αντιπολιτεύσεις στη Συρία που ζητούν νέους βομβαρδισμούς από τις ΗΠΑ. Φαίνεται ότι οι νεκροί Σύριοι από τις αμερικάνικες βόμβες είναι λιγότερο σημαντικοί. Το ιστορικό υποδαύλισης «αντιπολιτεύσεων», προβοκάτσιας και διασποράς ψευδών ειδήσεων από τις ΗΠΑ είναι πλούσιο και συγκεκριμένο, στην περιοχή και σε όλον τον πλανήτη.

Άρα η πρώτη κατεύθυνση του αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος που πρέπει να οικοδομηθεί επειγόντως απο ένα αντίστοιχο μέτωπο, για να σταματήσει το δράμα στη Συρία, είναι η απαίτηση να φύγουν οι ΗΠΑ από την περιοχή και να σταματήσουν οι βομβαρδισμοί. Και αυτό για την κυβέρνηση και τη χώρα μας σημαίνει καμία παραχώρηση από τη βάση της Σούδας και από αεροπορικές βάσεις σε πλοία και αεροπλάνα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Η δεύτερη κατεύθυνση είναι να ηττηθεί ο ISIS στρατιωτικά, ηθικά, πολιτικά.

Η τρίτη κατεύθυνση είναι να υπάρξει άμεση παύση του πολέμου με δημοκρατική διευθέτηση των αντιθέσεων στους κόλπους του Συριακού λαού και αναγνώριση της νόμιμης κυβέρνησης της Συρίας.

Τέταρτο και τελευταίο, όχι άλλα δάκρυα για τους πρόσφυγες από όσους ζητούν περισσότερες αμερικάνικες βόμβες. Το προσφυγικό πρόβλημα θα διογκωθεί από τους πυρομανείς του πολέμου. Η λύση είναι η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, η τήρηση του διεθνούς δικαίου, η κατάργηση της κατάπτυστης συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας.

Το βαθύ κράτος και οι σκοτεινές τέχνες – Η μεγάλη εικόνα πίσω από την αντιρωσική υστερία

Υπάρχει μια υπέροχη σκηνή στην κινηματογραφική ταινία «Συριάνα» όπου οι γραφειοκράτες της CIA αποστασιοποιούνται από τον πράκτορά τους Μπομπ, ρόλο που παίζει ο Τζορτζ Κλούνεϊ, ο οποίος τους δημιουργεί προβλήματα. Ο επικεφαλής αρχίζει να αυτοσχεδιάζει μια αφήγηση για τους υφισταμένους του και με ψυχρή αδιαφορία τούς λέει: «Δημιουργείστε απόσταση ανάμεσα σ’ εμάς και τον Μπομπ. Ο Μπομπ έχει πολύχρονη ιστορία επιχειρησιακών δράσεων. Στην πραγματικότητα, δεν τον ελέγχουμε εδώ και πολλά χρόνια. Μετά τις 11/9, κάποιοι άνθρωποι απέκτησαν μεγάλη ελευθερία κινήσεων, αφέθηκαν να λειτουργούν συναισθηματικά. Οι καιροί είναι περίπλοκοι. Διεξάγεται ήδη έρευνα για τις δραστηριότητες του Μπομπ … βοηθήστε με να λύσουμε το πρόβλημα».

 

Σ’ αυτό το σημείο, η ομάδα συμπληρώνει τις λεπτομέρειες για το πώς θα καταστρέψει  τις διασυνδέσεις της CIA με τον Μπομπ, περιγράφοντάς τον ως έναν πράκτορα που έγινε απατεώνας, ξεγλιστρώντας από το δίχτυ εποπτείας της CIA, αρνούμενος τα πρωτόκολλα και τελικά ξεπουλώντας τον εαυτό του σε αηδιαστικούς ανθρώπους που θέλουν νεκρούς τους  πράκτορες των ΗΠΑ.  Με αυτό τον τρόπο, το κτήνος αποβάλλει έναν αφοσιωμένο υπηρέτη, με ψεύδη και συκοφαντίες, καθαγιασμένα με τη σφραγίδα της επίσημης αρχής.

 

Θα πρέπει να σημειώσουμε τη σημασία των ΜΜΕ σ’ όλη αυτή την ιστορία, παρόλο που είναι φανταστική. Οι σκοτεινές τέχνες της προπαγάνδας δεν αναφέρονται ρητώς, αλλά αποτελούν βασικά εργαλεία που θα δώσουν σάρκα και οστά στην καταστροφή της καριέρας του Μπομπ.  Μήπως όλα αυτά ακούγονται οικεία; Θα έπρεπε. Είναι εκείνο ακριβώς το σενάριο που χρησιμοποιούν οι μυστικές υπηρεσίες ως modus operandi τους, όταν χρειάζεται να αντιμετωπίσουν έναν μη βολικό δημόσιο υπάλληλο.

Θέατρο του παραλόγου

Με τις φήμες της ύφεσης να κροταλίζουν στους αιθέρες, ο ιμπεριαλιστικός μηχανισμός της αντιρωσικής εξωτερικής πολιτικής άρχισε να γυρίζει τα γρανάζια του με ταχύτητα, χρησιμοποιώντας διαρροές και τον Τύπο για να  αποσοβήσει τα κάποια ανοίγματα ειρήνης του Τραμπ. Τον περασμένο μήνα, οι διαρροές προς την Washington Post  οδήγησαν στην αποπομπή του Μάικλ Φλιν από τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφαλείας. Τον Φλιν τον «άδειασε»  μάλλον εύκολα  μια διαρροή που προήλθε από το εσωτερικό των μυστικών υπηρεσιών που τον κατηγορούσε ως συνομιλητή και στην πιο κομψή εκδοχή της ως άνθρωπο ευάλωτο στους εκβιασμούς του Κρεμλίνου.

Μετά την απότομη εκδίωξη του Φλιν, επόμενος στόχος ήταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς, που τον διαπομπεύουν οι Δημοκρατικοί για τις επαφές του με τον Ρώσο πρέσβη Σεργκέι Κισλιάκ, επαφές τις οποίες δεν ανέφερε στις ακροάσεις για την επικύρωση του διορισμού του.  Εξαπολύονται επίμονες φήμες ότι ο Σέσιονς βρέθηκε στην ίδια αίθουσα με τον Κισλιάκ, στη διάρκεια ενός κοκτέιλ πάρτι.  Συνωμοτούσαν πάνω από τα καναπεδάκια; Αντάλλασσαν κρυφά οδηγίες τυλιγμένες σε προσούτο;  Πιπεριές παραγεμισμένες με πυρηνικούς κωδικούς;  Οι εικασίες φουσκώνουν σαν πυρηνικό μανιτάρι. Δεν αισθάνεστε το ρίγος της προδοσίας;

Βεβαίως, το  FBI  ερευνά τις πιο πεζές επαφές μεταξύ της ομάδας του Τραμπ και της Μόσχας,  ένα σχέδιο που θα καταλήξει είτε στην παραπομπή του Τραμπ για κάποιο είδος προδοσίας ή στην πλήρη και απόλυτη υποταγή του στις επιθυμίες του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής. Ένα άρθρο των  Times ανέφερε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα, τις τελευταίες ημέρες της προεδρίας  του «ειρηνοποιού», έβαλε με σπουδή τα θεμέλια γι’ αυτή την έρευνα διασπείροντας υπαινιγμούς  ότι ο Τραμπ ήταν υπό ρωσική επιρροή. Ως συνήθως, πρόκειται για ανεπίσημα σχόλια που επαινούν τον πατριωτισμό του Ομπάμα, παρόλο που  αυτός ο πιστός υπηρέτης της Γουόλ Στριτ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προσφέρει υπηρεσίες συντήρησης της τελευταίας στιγμής στο επιρρεπές στο χρηματισμό κόμμα του.

Λίγες εβδομάδες πριν, ένας βουλευτής (Ρεπουμπλικάνος, Ντάρελ Άισα) μίλησε αορίστως για το διορισμό ειδικού εισαγγελέα. Τη θέση  του υιοθέτησε ο (Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής) Λίντσεϊ Γκρέιαμ, προτείνοντας να διοριστεί ειδικός εισαγγελέας,  εάν βρεθεί ότι έγιναν επαφές ανάμεσα σε βοηθούς του Τραμπ και τη Μόσχα, ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους. Θυμίζει την παροιμία ότι η γυναίκα του Καίσαρα πρέπει να είναι υπεράνω και αβάσιμων υποψιών, όχι απλώς πραγματικών ατοπημάτων. Εν πάση περιπτώσει, ο Γκρέιαμ και ο μονομανής φίλος του Τζον Μακέιν συνεχίζουν τις έντονες δηλώσεις στον Τύπο, επιδιώκοντας τώρα να κλητεύσουν τις μυστικές υπηρεσίες, προκειμένου να αποδειχθεί εάν ισχύουν οι ισχυρισμοί του Τραμπ  για την παγίδευση των τηλεφώνων του από την κυβέρνηση Ομπάμα, αν και ο πρώην διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (DNI) Τζέιμς Κλάπερ διέψευσε τη φήμη για την παγίδευση, όπως και ο διευθυντής του FBI Τζέιμς Κομέι,  ζητώντας όμως πλαγίως να  κάνει το ίδιο και  το υπουργείο Δικαιοσύνης. Όπως και να έχει, η απαγόρευση του Φλιν, ο στιγματισμός του Σέσιονς και το πέπλο υποψίας που απλώνεται σε όλη την κυβέρνηση του Τραμπ αποτελούν ισχυρές προειδοποιήσεις των αναστατωμένων παραγόντων της εξωτερικής πολιτικής, ένα σύγχρονο ισοδύναμο των κομμένων κεφαλιών Ρωμαίων στρατιωτών που καρφώνονταν πάνω σε δόρατα σαν μήνυμα από τις ορδές των Βησιγότθων.

Η κακοφωνία υπαινιγμών που περιβάλλει τον Τραμπ είναι  πιθανώς αποτέλεσμα μιας συνεργασίας ανάμεσα στο  υπουργείο Δικαιοσύνης, την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, τη CIA και, αυτό είναι κρίσιμο,  τον κατεστημένο Τύπο. Πέρα από τους διαδρόμους του Καπιτωλίου, οργανώσεις όπως η χρηματοδοτούμενη από τον Τζ. Σόρος MoveOn.org  και η ισχυρή Organizing for Action (OFA) του Μπαράκ Ομπάμα ανεβάζουν τη θερμοκρασία στους δρόμους, δημιουργώντας ορατά σημάδια αναταραχής, μερικές φορές βίαιης, του τύπου που έχει ανατρέψει κυβερνήσεις από τη Βενεζουέλα μέχρι την Ουκρανία εξ ονόματος των δυτικών ολιγαρχών.

Τις τελευταίες εβδομάδες, ο διορισμός από τον Τραμπ του πολεμοκάπηλου  Χ. Ρ. ΜακΜάστερ ως συμβούλου εθνικής ασφαλείας, η ανακοίνωση για την  αχρείαστη αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού κατά 54 δισ. δολάρια, η αιφνίδια απαίτηση του Τραμπ για επιστροφή της Κριμαίας στην Ουκρανία, η επικίνδυνη επαναφορά της υστερίας της κυβέρνησης Μπους για το Ιράν, ανάμεσα σε αρκετές άλλες πολεμοχαρείς εκδηλώσεις, μπορούν να ερμηνευτούν ως προσπάθειες ενός νευρικού προέδρου να κατευνάσει το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής  που χρησιμοποιεί ανελέητα τα ΜΜΕ για να υπονομεύσει και να κυριαρχήσει  ως μόνιμος φύλακας της αυτοκρατορίας.

Απόλυτη κυριαρχία εναντίον της διορατικής ύφεσης

Γιατί, όμως, η Ρωσία αποτελεί μόνιμο στόχο της Ουάσιγκτον; Γιατί λοιδορούνται τα ειρηνικά ανοίγματα προς τη Μόσχα; Όπως διαπίστωσε η ομάδα του Τραμπ, η αποκλιμάκωση της έντασης είναι μη αποδεκτή στην Ουάσιγκτον. Η Ρωσία, μαζί με την Κίνα, αποτελούν τους κορυφαίους στόχους της μακροπρόθεσμης αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Αντιπροσωπεύουν τις δύο μοναδικές χώρες που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν σοβαρά τις ΗΠΑ στην Ευρασία, η οποία θεωρείται το επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομίας του 21 ου αιώνα. Η αποτροπή της εμφάνισης νέων αντιπάλων αποτελεί μακροχρόνια αμερικανική πολιτική, που διατυπώθηκε σαφώς από τον Πολ Γούλφοβιτς εκ μέρους της κυβέρνησης Κλίντον στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Τίποτε απ’ αυτά δεν εκπλήσσει. Ας αναλογιστούμε απλώς τι διακυβεύεται. Στο μακρο-επίπεδο, το συνολικό πρόγραμμα για την παγκόσμια ηγεμονία απειλείται. Όπως έχει σκιαγραφηθεί επί δεκαετίες από τους φωστήρες της εξωτερικής πολιτικής όπως οι Τζορτζ Κέναν, Άλεν Ντάλες, Γούλφοβιτς και  Ζ. Μπρεζίνσκι, το γενικό σχέδιο είναι η απόλυτη  κυριαρχία σε όλο το φάσμα , που σημαίνει έλεγχο της γης, της θάλασσας, του αέρα και του διαστήματος σε πλανητική βάση, με ιδιαίτερη έμφαση στη «μεγάλη ευρασιατική περιοχή», όπως την αποκάλεσε ο αποκρουστικός ΜακΜάστερ σε μια πρόσφατη αντιρωσική ομιλία του.

Εάν η ιστορία αποτελεί οδηγό, για τον Αμερικανό πρόεδρο είναι απαράδεκτο να ξεπαγώσει τις σχέσεις με τη Ρωσία, παρεκτός αν αυτό  συνεπάγεται την παράδοση της Ρωσίας στις αμερικανικές απαιτήσεις. Η εμπιστοσύνη που έδειξε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διαλύοντας τη Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας οδήγησε σε μια δεκαετία δυτικής λεηλασίας της χώρας του. Ο Βλάντιμιρ Πούτιν έκτοτε αποκατέστησε εν μέρει την οικονομική και στρατιωτική δύναμη της Ρωσίας. Εκεί όπου ο Γκορμπατσόφ ήταν εκμεταλλεύσιμος, ο Πούτιν αποδεικνύεται ανθεκτικός και ανθιστάμενος σε τέτοιες πιέσεις, εκτός από το πεδίο της οικονομίας όπου φαίνεται να έχει υιοθετήσει εν μέρει τη δυτική νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Συνεπώς, ο Πούτιν αποτελεί μια απειλή για το προχώρημα της νεοσυντηρητικής εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον. Προώθησε πολλά σχέδια αγωγών που επιταχύνουν τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Δυτική Ευρώπη, μειώνοντας τα κέρδη των δυτικών πολυεθνικών εταιρειών και  εθίζοντας χώρες του ΝΑΤΟ στην κατανάλωση ενέργειας από τη Ρωσική Ομοσπονδία.   Και έχει κάνει κάποιους στρατιωτικούς ελιγμούς που εξόργισαν την ελίτ της Ουάσιγκτον η οποία είχε συνηθίσει να τη γλείφουν οι παρακμασμένες ελίτ των αναπτυσσόμενων χωρών. Εδώ πρόκειται για κάτι διαφορετικό. Για μια χώρα με πυρηνική ισχύ που δεν μπορεί να κατακτηθεί ή να βομβαρδιστεί μέχρι να υποταχθεί. Και το δείχνει.

Μετά τον πετυχημένο διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, του Κονγκό, του Αφγανιστάν, του Ιράκ, της Λιβύης, της Υεμένης, το χάος που έσπειρε η Δύση στη Μέση Ανατολή εμποδίστηκε στη Συρία. Ύστερα από την επιτυχή επέκταση του ΝΑΤΟ σ’ όλη την Ανατολική Ευρώπη με ελάχιστη εναντίωση, η εξάπλωσή του βρήκε τοίχο στην Ουκρανία. Και στις δύο περιπτώσεις, πίσω από την παρακώλυση της προώθησης του αμερικανικού σχεδίου για παγκόσμια κυριαρχία βρίσκεται η Ρωσία. Γι’ αυτό ακριβώς ο Πούτιν πήρε τη θέση του  Τσάβες ως η πιο δαιμονοποιημένη δημόσια προσωπικότητα στη Δύση.

Ανησυχητικό για τους πλεονέκτες πολιτικούς σχεδιαστές της Ουάσιγκτον είναι το ότι υπάρχει πλήθος νέων οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρασία σε ελάχιστες εκ των οποίων συμμετέχουν οι ΗΠΑ. Αυτές οι δραστηριότητες περιλαμβάνουν σχέδια για μια Ευρασιατική Ένωση με επικεφαλής τη Ρωσία, ως εξέλιξη του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, και το όραμα των Κινέζων για τη γρήγορη ανάπτυξη μιας Ενιαίας ζώνης, και ενός Δρόμου. Αυτός θα ήταν στην ουσία ο νέος Δρόμος του Μεταξιού  που εκτείνεται από το Βλαδιβοστόκ μέχρι τη Λισαβόνα, δίνοντας δυναμική στην κινεζική και ρωσική οικονομική επιρροή στην ασιατική και ευρωπαϊκή ήπειρο και ανυψώνοντας χώρες όπως το Κιργιστάν, το Καζαχστάν, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Αυτό είναι εφιαλτικό σενάριο για την Ουάσιγκτον, εφόσον κανένας σοβαρός γεωστρατηγικός αναλυτής δεν πιστεύει ότι είναι εφικτή η παγκόσμια ηγεμονία χωρίς την κυριαρχία στην Κεντρική Ασία. Αυτή η κατανόηση τροφοδοτεί την υποκείμενη εχθρότητα απέναντι στη Μόσχα και το Πεκίνο. Δεν έχει καμιά σχέση με τα ακαταπαύστως επαναλαμβανόμενα ψεύδη σχετικά με τη ρωσική επιθετικότητα στην Ανατολική Ευρώπη και την κινεζική επιθετικότητα στη Θάλασσα της  Νότιας Κίνας.  Και δεν έχει καμιά σχέση με τα ψεύδη σχετικά με την παρέμβαση της Μόσχας στις αμερικανικές εκλογές υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ ή με το ότι ο Μάικλ Φλιν θα καταργούσε τις κυρώσεις ως ανόσιο αντάλλαγμα.

Το βαθύ κράτος εναντίον του έθνους – κράτους

Ο Μάικλ Λόφγκριν, επί μακρόν μέλος του προσωπικού του Κογκρέσου, ονομάζει  τις σκοτεινές υπηρεσίες που εργάζονται για να διασφαλίσουν αυτό το πλανητικό σχέδιο, ακολουθώντας το με επιμονή, «βαθύ κράτος», στο ομότιτλο βιβλίο του.

Γράφει ότι το «βαθύ κράτος» περιλαμβάνει βασικά στοιχεία του κράτους εθνικής ασφάλειας, το οποίο εξασφαλίζει τη συνέχιση της πολιτικής παρά τις επιφανειακές αλλαγές από τη μια κυβέρνηση στην επόμενη. Το βαθύ κράτος είναι μια πολεμοχαρής ολιγαρχία, φανατικά προσηλωμένη στην πλήρη κυριαρχία, ορμώμενη από τον πόθο για πλούτο και δύναμη και με το άγχος να χαράξει το όνομά της στην ιστορία. Πιο συγκεκριμένα, λέει ο Λόφγκριν, το βαθύ κράτος περιλαμβάνει το υπουργείο Άμυνας, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τις Εθνικές Υπηρεσίες Πληροφοριών, τη Γουόλ Στριτ, την πολεμική βιομηχανία και το κονσόρτσιουμ της ενέργειας μεταξύ άλλων μεγάλων ιδιωτών παραγόντων.  Μοιράζονται κοινές ατζέντες, λειτουργούν με το σύστημα εναλλαγής υπαλλήλων και όλοι απεχθάνονται τη δημοκρατία, τη διαφάνεια και τη ρύθμιση. Το βαθύ κράτος είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στις στρατιωτικές επεμβάσεις και  τις εμπορικές συμφωνίες  του Ειρηνικού, ανάμεσα στην επιβολή κυρώσεων και στα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Όλα αυτά τα εργαλεία, είτε είναι όπλα, δάνεια ή νομικές δομές, υπηρετούν έναν και μοναδικό σκοπό: τον έλεγχο των  πόρων του πλανήτη  από μια παγκόσμια ομάδα εταιρικών ελίτ. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει πώς αυτά τα τρία εργαλεία πολιτικής και ισχύος προκαλούν τεράστια ζημιά σε μια συγκεκριμένη οντότητα, το έθνος- κράτος. Διότι το έθνος-κράτος θεωρείται πλέον από τις ελίτ ως το μοναδικό εναπομένον οδόφραγμα ανάμεσα στους πληθυσμούς των κατ’ όνομα δημοκρατιών και την ανεμπόδιστη εκμετάλλευσή τους από τις πολυεθνικές, παρόλο που θα μπορούσε λογικά να υποστηρίξουμε ότι το κράτος πιο συχνά υποθάλπει την εκμετάλλευση παρά την αποτρέπει.

Η Δυστοπία που έρχεται

Ποια είναι,  λοιπόν,  η κατεύθυνση όλων αυτών; Ας αφήσουμε στην άκρη τους θεατρινισμούς της προεδρίας Τραμπ και την απομόνωση ή εξάλειψή της.  Με τι θα έμοιαζε μια απόλυτη κυριαρχία αυτών των ελίτ; Πιθανώς θα ήταν σαν μια ενιαία παγκόσμια αγορά, με αδύναμα κράτη, που κυβερνιέται από μια σειρά συνυφασμένων συμφωνιών για τα δικαιώματα των επενδυτών, οι οποίες θα δίνουν τη δυνατότητα στο ιδιωτικό κεφάλαιο να λεηλατεί τους φυσικούς πόρους απελευθερωμένο από κρατικούς περιορισμούς, όπως τα εργατικά δικαιώματα, η περιβαλλοντική προστασία, η φορολόγηση, οι έλεγχοι κεφαλαίων ή οι συνοριακοί δασμοί. Απρόσωπες πολυεθνικές θα ρήμαζαν τον πλανήτη, οι ανώνυμοι διορισμένοι τους θα επάνδρωναν τους μοχλούς της εξουσίας πίσω από τα αντανακλαστικά τζάμια των τυλιγμένων στα σύννεφα πύργων τους, απρόσιτοι και μη εκλεγμένοι από τις στρατιές των άπορων που θα περιφέρονται στις κατεστραμμένες εκτάσεις από κάτω τους. Οι συγχωνευμένες δυνάμεις του εταιρικού ελιτισμού θα μετακινούσαν ψυχρά εργαζόμενους μεταξύ των ηπείρων, θα απειλούσαν και θα κατέστρεφαν τις απείθαρχες οικονομίες μέσω της νομισματικής φυγής και του ελέγχου των τροφίμων και θα συνέχιζαν να καταναλώνουν ένα υπερμέγεθες ποσοστό των παγκόσμιων πόρων. Αυτό θα εκπλήρωνε τα ηγεμονικά όνειρα του πάλαι ποτέ διευθυντή πολιτικού σχεδιασμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζορτζ Κέναν, ο οποίος κάποτε υποστήριξε ότι πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τις ανθρωπιστικές ανησυχίες και  να «ασχοληθούμε με τις έννοιες της καθαρής ισχύος», ώστε να ελέγχουμε καλύτερα και να καταναλώνουμε το μέγιστο μέρος των παγκόσμιων πόρων, προφανώς ένα προνόμιο που το αξίζουν οι ελίτ των λευκών  και κάποιοι επιλεγμένοι μανδαρίνοι από τις άλλες εθνότητες με ειδική άδεια.

Μια εγκληματική εταιρική κοινοπολιτεία, που θα στηρίζεται στο δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, ενισχυμένο με την απειλή του πολέμου και της οικονομικής κατάρρευσης, θα κωφεύει στις διαμαρτυρίες των από κάτω και οι οπλισμένοι δορυφόροι της θα στοχεύουν τους πληθυσμούς όπως οι ηλιόλουστοι μεγεθυντικοί φακοί πάνω σε μια φάλαγγα μυρμηγκιών. Το νόμισμα θα ήταν εξ ολοκλήρου ψηφιοποιημένο. Αυτή η ενέργεια θα πλασαριζόταν ως θετική, εφόσον θα εξασφάλιζε καλύτερη φορολογική λογοδοσία και συνεπώς χρηματοδότηση μελλοντικών προγραμμάτων κοινωνικής ανάτασης. Μάλλον θα χρησιμοποιηθεί ως μέσο ολοκληρωτικού οικονομικού ελέγχου των πληθυσμών. Ο πλούτος των ελίτ θα θεσμοποιηθεί. Η ιδέα ότι μπορεί κάποιος να πάρει τα χρήματά του θα σβήσει μαζί με την πλασματική ιδιοκτησία τους.

Το επιλεγμένο εργαλείο εξουσίας αυτής της εταιρικής ελίτ θα είναι η τρομοκρατία (στο βαθμό που δεν είναι ήδη). Πλήγματα χειρουργικής ακρίβειας, στρατιωτικά, οικονομικά ή ειδησεογραφικά, θα «κρατούν πειθαρχημένο τον όχλο» , καθώς όλες οι κοινωνίες υποδουλώνονται  στους οιωνούς του πολέμου, στο φόβο της μη πρόσβασης σε χρήματα και στη λάσπη των ανήθικων ΜΜΕ. Το «βαθύ κράτος» θα γίνει ένας όρος  παρωχημένος, καθώς το έθνος-κράτος θα υποχωρεί στη μνήμη ως κατάλοιπο μιας σκοτεινής εποχής αλληλοσπαραγμών.

Σε τελική ανάλυση, η θρησκεία της ελεύθερης αγοράς που επικρατεί στα κέντρα εξουσίας πραγματικά πρεσβεύει πως ο πλανήτης θα ευημερούσε χωρίς τα έθνη-κράτη. Όπως  μας θυμίζει μια άλλη σκηνή του «Συριάνα», το κεφάλαιο έχει μια πολύ διαφορετική κοσμοθεώρηση από την πλειονότητα των εργαζομένων που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι το κράτος μπορεί να παίξει κάποιο  ρόλο στην υπεράσπιση των συμφερόντων τους.  Σε κάποιο σημείο της ταινίας, ένας πετρελαιάς του Τέξας ονόματι Ντάνι Ντάλτον  κάνει διάλεξη  στον δικηγόρο Μπένετ Χόλιντεϊ για  τον αληθινό ορισμό της διαφθοράς. «Η διαφθορά!; Διαφθορά είναι η κυβερνητική παρέμβαση στην αγορά με τη μορφή των κρατικών ρυθμίσεων. Αυτό λέει ο Μίλτον Φρίντμαν. Και πήρε Νόμπελ!».

Οι ΗΠΑ ήδη εφαρμόζουν το μιλιταρισμό της ελεύθερης αγοράς, αρνούνται να αναγνωρίσουν σύνορα, νομικούς περιορισμούς ή γεωστρατηγικές δικαιοδοσίες. Γιατί να μην το κάνει η ελεύθερη αγορά και το εμπόριο;

Τα καλά νέα είναι ότι, αν κανείς σκαρφάλωνε στο υπερπρονομιούχο 1% του αμερικανικού πληθυσμού, υπηρετώντας  σαν παράσιτο στα γκριζομάλλικα οπίσθια του εταιρικού κτήνους, θα μπορούσε να έχει ένα μερίδιο αφάνταστης πολυτέλειας, εκεί ψηλά στα σύννεφα, ρουφώντας σαμπάνια με χυμό πορτοκάλι καθώς ταξιδεύει ανάμεσα στις περιφραγμένες μητροπόλεις του κόσμου, όπου αναμειγνύονται οι απάτριδες ελίτ.


Ο Jason Hirthler είναι βετεράνος του κλάδου των επικοινωνιών και συγγραφέας του The Sins of Empire: Unmasking American Imperialism. Ζει στη Νέα Υόρκη.

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Αναταραχή στα Σκόπια. Ο εθνικισμός σανίδα σωτηρίας για τις εγκληματικές ελίτ

Το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει γρήγορα εδώ και αρκετό καιρό στα Σκόπια. Έφτασε σε πολύ υψηλό σημείο την 1η Μαρτίου, όταν ο πρόεδρος Τζόρτζε Ιβάνοφ αρνήθηκε να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στη Σοσιαλδημοκρατική Ένωση της Μακεδονίας (SDSM — Social Democratic Union of Macedonia).

Ούτε το κυβερνών δεξιό κόμμα VMRO-DPMNE (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση- Δημοκρατικό Κόμμα για τη Μακεδονική Εθνική Ενότητα, αυτοαποκαλείται χριστιανοδημοκρατικό), ούτε η αντιπολιτευόμενη SDSM κέρδισαν την αναγκαία πλειοψηφία, στις εκλογές του περασμένου Δεκεμβρίου, ώστε να σχηματιστεί κυβέρνηση. Μόνο πρόσφατα και αφού την υποστήριξαν βουλευτές από τρία εθνοτικά αλβανικά κόμματα, απέκτησε η SDSM τις υπογραφές βουλευτών που την καθιστούσαν ικανή να ζητήσει την εντολή. Η άρνηση του προέδρου να δώσει την εντολή στο εν λόγω κόμμα υπερβαίνει τις αρμοδιότητές του και αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του συντάγματος – ο πρόεδρος είναι υποχρεωμένος να δίνει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε όποιο κόμμα ή συνασπισμό έχει τον αναγκαίο αριθμό υπογραφών βουλευτών.Δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρόεδρος Ιβάνοφ ενεργεί σαν πιόνι του κόμματος VMRO-DPMNE, το οποίο κατέχει την κυβερνητική εξουσία από το 2006. Το 2016, η παραχώρηση εκ μέρους του προληπτικής αμνηστίας σε εγκληματίες πολιτικούς[1] έδωσε το έναυσμα για ένα κύμα αντικυβερνητικών διαδηλώσεων. Έτσι, η έκπληξη που εξέφρασε η αντίδραση στην τρέχουσα εντελώς προβλέψιμη προεδρική ενέργεια μπορεί να είναι μόνο προϊόν κακής ανάλυσης ή απλοϊκών προσδοκιών ότι οι νομικοί ή συνταγματικοί κανόνες μπορούν να συνιστούν δυνητικό περιορισμό για τους εγκληματίες πολιτικούς που θέλουν να επιβιώσουν. Διότι η πραγματικότητα έχει δείξει επανειλημμένα το αντίθετο.

Το γεγονός ότι αυτή η ενέργεια του προέδρου ευνοεί το VMRO-DPMNE, και είναι αντισυνταγματική και αποσταθεροποιητική για τη χώρα συνολικά, δεν καθιστά λιγότερο ορθολογική γι’ αυτό το κόμμα τη χρησιμοποίησή της , προκειμένου να διασωθεί. Η απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας σημαίνει ότι θα κληθούν να λογοδοτήσουν για εγκληματικές πράξεις πολλοί υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι και συνεργάτες του VMRO-DPMNE (όπως επίσης και της DUI–Democratic Union for Integration, Δημοκρατικής Ένωσης για την Ενσωμάτωση, του κόμματος που σχηματίστηκε από τους Αλβανούς αντάρτες της σύγκρουσης του 2001, το οποίο από το 2008 έχει συνασπιστεί με το VMRO-DPMNE). Υπάρχει αφθονία αποδεικτικών στοιχείων –τα περισσότερα από αυτά αποκαλύφθηκαν το 2015, με το σκάνδαλο της παρακολούθησης 20.000 πολιτών μέσω παγίδευσης των τηλεφώνων– ορισμένα από τα οποία ήδη ερευνώνται από την προσφάτως ιδρυθείσα Ειδική Εισαγγελική Υπηρεσία, οι δραστηριότητες της οποίας είναι πιθανόν να αποκτήσουν δυναμική υπό μια νέα κυβέρνηση χωρίς το VMRO-DPMNE.

Η συμπεριφορά του εν λόγω κόμματος κινείται και συχνά ξεπερνά τα όρια της νομιμότητας, αλλά είναι πολύ λογική. Το πιο δύσκολο είναι να αποκωδικοποιηθούν οι αντιδράσεις της SDSM, των αλβανικών κομμάτων και της «διεθνούς κοινότητας», που παίζουν αρνητικό ρόλο εντείνοντας αντί να συμβάλουν στο ξεκαθάρισμα του σημερινού χάους.

Ο πρόεδρος Ιβάνοφ επικαλέστηκε απειλές για την κυριαρχία και ανεξαρτησία της χώρας ως δικαιολογίες για την άρνηση της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης. Στη δημόσια δήλωσή του, ως βασικό λόγο της απόφασής του ανέφερε τη λεγόμενη «Αλβανική Πλατφόρμα». Δήλωσε: “η πλατφόρμα είναι ένα μετεκλογικό ντοκουμέντο που συντάχθηκε και υπογράφηκε σε μια ξένη χώρα, στο υπουργικό συμβούλιο ενός ξένου κρατικού παράγοντα και με τη μεσολάβηση του πρωθυπουργού μιας ξένης χώρας (του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα)”. Πρόσθεσε επίσης ότι «η πλατφόρμα απειλεί την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της χώρας, φέρνοντάς την σε θέση υποτέλειας και εξάρτησης από άλλο κράτος. Με αυτή την πλατφόρμα η Δημοκρατία της Μακεδονίας εκβιάζεται και τίθενται σε κίνδυνο ο ενιαίος χαρακτήρας της, η κυριαρχία και η ανεξαρτησία της».

Τι είναι αυτή η «Αλβανική Πλατφόρμα» στην οποία αναφέρεται;

Βασικά, είναι ένας κατάλογος αξιώσεων που πρόβαλαν τα τέσσερα αλβανικά κόμματα (DUI, DPA, BESA και Συμμαχία για τους Αλβανούς), που όλα μαζί κατέλαβαν 20 έδρες στις εκλογές του Δεκεμβρίου, ως όρο για να παράσχουν την υποστήριξή τους σε ενδεχόμενο κυβερνητικό συνασπισμό. Μετά τις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις μεταξύ του VMRO-DPMNE και του DUI–του εταίρου του επί οκτώ χρόνια—η SDSM πέτυχε να συγκεντρώσει τις αναγκαίες, για να έχει δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, υπογραφές από αλβανικά κόμματα. Και το πέτυχε αποδεχόμενη την «Αλβανική Πλατφόρμα» ή τμήματά της. Μπορεί κανείς μόνο να εικάσει το περιεχόμενο της πλατφόρμας και τι έχει συμφωνηθεί, καθώς η διαδικασία της διαπραγμάτευσης κάθε άλλο παρά διαφανής ήταν. Οι ασαφείς και διφορούμενες αντιδράσεις των αξιωματούχων της SDSM όσον αφορά αυτό το θέμα όχι μόνο δεν κατεύνασαν τις υποψίες, αντίθετα διευκόλυναν την προπαγανδιστική μηχανή του VMRO-DPMNE. Επίσης δυνάμωσαν τους φόβους για υποτιθέμενες παραχωρήσεις, όπως το να γίνουν τα αλβανικά επίσημη γλώσσα τους κράτους (δηλαδή και σε περιοχές της χώρας που δεν κατοικούνται από αλβανόφωνους πληθυσμούς), και για ανακίνηση θεμάτων που προκαλούν ανησυχίες ακόμη και σε γειτονικές χώρες, π.χ. στη Σερβία, όπως η υποτιθέμενη συμφωνία να αναγνωριστεί «η γενοκτονία που διαπράχθηκε εις βάρος των Αλβανών από το 1912-1956».

Τόσο η χρονική στιγμή όσο και το ασαφές περιεχόμενο της «Αλβανικής Πλατφόρμας» έχουν αποδειχθεί επιζήμια. Αφ’ ενός χρησιμεύουν ως δικαιολογία για τον πρόεδρο ώστε να μην αναθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αφ’ ετέρου χρησιμεύουν ως εργαλείο για να επιταθεί αντί να επιλυθεί το τρέχον πολιτικό αδιέξοδο. Δεδομένου ότι οι κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και εθνοτικές αδικίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο αυτής της εκρηκτικής πολιτικής αναμονής στην οποία βρίσκεται τώρα η χώρα, είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς ποια είναι η κοινωνική αξία αυτής της πλατφόρμας.

Το πιο σοβαρό είναι ότι η «Αλβανική Πλατφόρμα» χρησιμεύει για να μετατοπιστεί η οξυμένη πολιτική συζήτηση και οι διαχωριστικές γραμμές από το πλαίσιο της λογοδοσίας για την εγκληματική πολιτική και τις κοινωνικές αδικίες στο πλαίσιο της πολιτικής των εθνοτικών ταυτοτήτων και του εθνικισμού. Πριν από την αναγγελία της «Αλβανικής Πλατφόρμας», οι εθνοτικές αξιώσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό απούσες από τον δημόσιο λόγο. Τα περασμένα δύο χρόνια, την κοινή γνώμη, ανεξαρτήτως εθνοτικής προέλευσης, την απασχολούσε, και κινητοποιούνταν με μαζικές διαδηλώσεις, η νεοφιλελεύθερη λεηλασία της χώρας, του κράτους, των θεσμών και των κοινών αγαθών από την εγκληματική συμμαχία, του VMRO-DPMNE με το αλβανικό κόμμα   DUI – από κόμματα, δηλαδή, και των δύο εθνοτήτων. Η παράδοση σε εθνοτικές αξιώσεις και παραχωρήσεις τούτη τη στιγμή το μόνο που εξυπηρετεί είναι να αποσπαστεί η προσοχή από τα πραγματικά προβλήματα, που αφορούν τη λογοδοσία για τα αδικήματα του παρελθόντος και το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο μέσα στο οποίο ανθεί η εγκληματική πολιτική.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το ότι τέθηκαν ξανά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης εθνοτικές αξιώσεις ήταν η χρυσή ευκαιρία για την προπαγανδιστική μηχανή του VMRO-DPMNE. Η ασάφεια και η μυστικότητα που περιβάλλουν την «Αλβανική Πλατφόρμα» δημιουργεί εκείνο το κλίμα μέσα στο οποίο οξύνονται οι εθνικιστικές διαθέσεις. Υπέρ του VMRO διαδηλώσεις έγιναν σε όλη τη χώρα και ήταν πολύ αποτελεσματικές στο να παρεμποδίζουν διαδηλώσεις κατά της απόφασης του προέδρου, λόγω του φόβου των συγκρούσεων ανάμεσα στις δύο ομάδες. Και ενώ η πιο πρόσφατη κινητοποίηση που οργανώθηκε από το VMRO-DPMNE φαινόταν άτονη και υπαγορευμένη, το εθνικιστικό συναίσθημα που εξαπέλυσε η «Αλβανική Πλατφόρμα» φαίνεται να έχει διαποτίσει τις κινητοποιήσεις με νέα ενεργητικότητα. Αν και αυτό δεν αποκλείει το ότι οι κινητοποιήσεις ενορχηστρώνονται απευθείας από το VMRO-DPMNE, όπως μαρτυρούν αναφορές ότι οι μαθητές των σχολείων αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν μαζικά στις διαδηλώσεις.

Εν τω μεταξύ, με μια ευφυή προπαγανδιστική κίνηση, το VMRO-DPMNE εξέδωσε δημόσια δήλωση την επομένη της απόφασης του προέδρου, λέγοντας ότι μετά χαράς θα συμφωνούσε σε μια νέα κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών της SDSM, αν εγκατέλειπαν την «Αλβανική Πλατφόρμα», παρουσιάζοντας μια εικόνα θύματος που θυσιάζεται για το καλό της χώρας.

Αντιδρώντας στους φόβους για την έλλειψη σαφήνειας της «Αλβανικής Πλατφόρμας» , η SDSM και οι διάφορες φιλελεύθερες οργανώσεις πολιτών υιοθέτησαν μια χαλαρή μετα-εθνική προσέγγιση και διαβεβαίωσαν ότι είναι προσηλωμένες στον πολυπολιτισμό και σε θετικές ενέργειες, κάνοντας ελάχιστα για να διαλύσουν τους φόβους, θεωρώντας τους κατάλοιπα καιρών που έχουν παρέλθει προ πολλού. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με δύο τρόπους: ή ότι, λόγω της αδύναμης προπαγανδιστικής τακτικής και της λανθασμένης ανάλυσης, δεν μπορούν να προβλέψουν και να προλάβουν την αντίδραση του VMRO-DPMNE, ή όντως έχουν συμφωνήσει σε αντιλαϊκές παραχωρήσεις, προκειμένου να πάρουν τελικά την εξουσία από το VMRO-DPMNE.

Το αριστερό κόμμα “Levica” (Αριστερά)[2], που ιδρύθηκε πρόσφατα, καυτηρίασε έμμεσα στην «Αλβανική Πλατφόρμα», με την πρότασή του να υιοθετηθεί αντί αυτής μια «Πλατφόρμα Κοινωνικής Δικαιοσύνης». Είναι ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, στην τρέχουσα κατάσταση, πρέπει να συνοδευτεί από ένα συνολικό αντι-εθνικιστικό λόγο, ο οποίος δεν θα σταματήσει να επικρίνει τον σλαβομακεδονικό εθνικισμό, αλλά θα είναι επίσης κριτικός και απέναντι στον αλβανικό εθνικισμό. Τα κατά του εθνικισμού επιχειρήματα είναι ιδιαίτερα ισχυρά όταν προέρχονται από «μέλη» του έθνους που κριτικάρεται. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι το «Levica» είναι η μόνη πολιτική δύναμη σήμερα που αντέδρασε στον εθνικισμό με εκκλήσεις για κοινωνική δικαιοσύνη και αντι-εθνικιστικές πλατφόρμες δείχνει πόσο σημαντικός και εποικοδομητικός είναι ο πολιτικός του ρόλος στην τρέχουσα ατμόσφαιρα της χώρας και το πόσο επείγον για την κοινωνία είναι να γίνει πιο ισχυρό και με πιο δυνατή φωνή.

Παράλληλα, σημαντικοί περιφερειακοί παίκτες συνέβαλαν στο να μετατραπεί μια ουσιαστικά στρατηγική προσπάθεια του VMRO-DPMNE να διασωθεί σε ένα θέμα «διακρίσεων εις βάρος των Αλβανών». Ο πρόεδρος του Κοσόβου, Χασίμ Θάτσι, σχολίασε στο φέισμπουκ ότι «οι Αλβανοί θα πρέπει να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους». Παρόμοια, ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα, σε μια ανάρτηση που προσέλκυσε 30.000 «likes» έγραψε, «χωρίς τους Αλβανούς δεν υπάρχει Μακεδονία». Αυτή η παρέμβαση των γειτονικών κρατών όχι μόνο δεν βοηθά, αντιθέτως ωθεί στην επαναφορά της πολιτικής των εθνοτικών ταυτοτήτων, αντί της κοινωνικής δικαιοσύνης και της λογοδοσίας για εγκληματικές πράξεις, ως βάση ενός νέου ξεκινήματος της χώρας. Αυτές οι δηλώσεις, που συμβάλλουν στη συνέχιση του σημερινού καθεστώτος, αφήνουν διάπλατα ανοιχτή την πόρτα στη ρητορική εκείνη που κατέληξε στην ένοπλη σύγκρουση του 2001.

Από την άλλη, οι αντιδράσεις των διεθνών δυνάμεων μέχρι στιγμής εστιάζουν κυρίως στη νομικίστικη καταδίκη της αντισυνταγματικής απόφασης του προέδρου. Ο Αμερικανός πρέσβης Μπέιλι, π.χ., καταδίκασε την ενέργεια του προέδρου ως «αντίθετη στις δημοκρατικές αρχές και το κράτος δικαίου», καλώντας τον να ξανασκεφθεί την απόφασή του. Παρόμοια, ο επίτροπος διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Κρίστοφερ Χαν, έγραψε στο τουίτερ ότι «σε μια δημοκρατία πρέπει να αναγνωρίζει κανείς τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, ακόμη κι αν δεν του αρέσουν». Η Φεντερίκα Μονγκερίνι, εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής, που επισκέφθηκε τα Σκόπια στις 2 Μαρτίου, ζήτησε από τον πρόεδρο να ανακαλέσει την απόφασή του.

Οι αντιδράσεις αυτές είναι ελάχιστες και έρχονται πολύ καθυστερημένα και ιδίως από δυνάμεις όπως οι προαναφερθείσες που βοήθησαν να νομιμοποιηθεί και να αποκατασταθεί το VMRO-DPMNE[3], δίνοντάς του τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί τη διέξοδό του από την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει λόγω των μαζικών διαμαρτυριών του 2015 και 2016 και να γαντζωθεί στην εξουσία για ακόμη δύο χρόνια αφότου άρχισε η αναταραχή ενάντια στην εγκληματική του διακυβέρνηση.

Επιπλέον, αυτές οι παρεμβάσεις έρχονται σε μια περίοδο αναδιατάξεων της εξουσίας στις γραμμές της πιο σημαντικής ξένης δύναμης στην περιοχή – των ΗΠΑ. Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ποια θα είναι η κατάληξη, και ίσως αποτελεί ένα σύμπτωμα το ότι το Judicial Watch–ένα συντηρητικό ερευνητικό δίκτυο που ασχολείται με τη διαφθορά και παραδοσιακά ήταν κατά της Κλίντον— εξέφρασε πρόσφατα ισχυρισμούς εναντίον του σημερινού πρέσβη στα Σκόπια. Η έρευνά του υποστηρίζει ότι ο Μπέιλι «συνεργάστηκε παρασκηνιακά με το Ίδρυμα για την Ανοικτή Κοινωνία του Σόρος, με σκοπό να διοχετεύσει μεγάλα ποσά αμερικανικών δολαρίων για την παρέμβαση του Αμερικανού πρέσβη στις εσωτερικές υποθέσεις, παραβιάζοντας τη Σύμβαση της Βιέννης για τις Διπλωματικές Σχέσεις». Το πώς θα προσδιορίσει η νέα αμερικανική κυβέρνηση τους σκοπούς και τα συμφέροντά της στην περιοχή μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στους πολιτικούς προσανατολισμούς, κάτι στο οποίο πιθανώς εναποθέτει τις ελπίδες του το VMRO-DPMNE.

Όπως και να ’χει, η χώρα βρίσκεται τώρα σε μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση αναμονής. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι το VMRO-DPMNE είναι έτοιμο να διακινδυνεύσει ακόμη και εμφύλιο πόλεμο, εάν μ’ αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζε την επιβίωσή του και την ποινική ατιμωρησία του. Από την άλλη όμως, αρνητικό ρόλο έπαιξε το ότι δόθηκαν στην κρίση εθνοτικά χαρακτηριστικά, μια εξέλιξη που προκάλεσε η «Αλβανική Πλατφόρμα». Η κοινωνική δικαιοσύνη και η λογοδοσία για εγκληματικές πράξεις θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για μια νέα πορεία της χώρας, στην οποία πρέπει ν’ αρχίσουν να λύνονται πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα με την αντιμετώπιση όλων των πλευρών της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής λεηλασίας, συμπεριλαμβανομένων, αλλά με κανέναν τρόπο αποκλειστικά, των εθνοτικών προβλημάτων.

*Η Adela Gjorgjioska είναι υποψήφια διδάκτωρ Κριτικής Κοινωνικής Ψυχολογίας, στο Πανεπιστήμιο Sapienza . Είναι μέλος του Κοινωνικού Κέντρου Dunja στα Σκόπια και του αριστερού κινήματος Solidarnost.

Πηγή: http://www.criticatac.ro/lefteast/nationalism-at-the-rescue-of-macedonias-criminal-elite/

Αναδημοσίευση από sxedio-b.gr

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

 


[1] Δόθηκε γενική προεδρική αμνηστία σε 56 αξιωματούχους που βαρύνονταν με κατηγορίες οι οποίες κυμαίνονταν από την εκλογική νοθεία , την κατάχρηση δημοσίου χρήματος και δημόσιας περιουσίας μέχρι την κομματική διαφθορά κρατικών θεσμών. Αυτή η ενέργεια επιβεβαίωσε ότι το προεδρικό αξίωμα αποτελεί άλλο ένα στοιχείο στον κατάλογο των θεσμών που ιδιωτικοποιούνται από μια ελίτ καπιταλιστών- πολιτικών στην υπηρεσία των δικών τους συμφερόντων ( http://www.criticatac.ro/lefteast/social-upheaval-in-times-of-neoliberalism-the-deep-roots-of-macedonias-protest-wave/). (Σ.τ.Μ.)

[2] «Η ιστορική εξέλιξη της αριστεράς στη [π.Γ.Δ. της] Μακεδονίας, η οποία άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία ενός πραγματικά αριστερού κόμματος ανάγεται στις αντινατοϊκές διαδηλώσεις (2007-8), που κατά κάποιον τρόπο ήταν ο κατώτερος κοινός παρονομαστής των αγωνιστών όλης της αριστερής πολιτικής σκηνής στη χώρα. Επίσης στην αντιιμπεριαλιστική δράση „Не пиеме нафта“– για την απόσυρση των στρατιωτών από τον πόλεμο στο Ιράκ— στις διαδηλώσεις κατά του περιορισμού του δικαιώματος στις αμβλώσεις, στα κινήματα κατά της αστυνομικής βίας κοκ. Σ’ αυτό τον περιθωριακό χώρο που μέρα με τη μέρα σμίλευε την ορατότητά του στον δημόσιο λόγο, σχηματίστηκε το κίνημα για την κοινωνική δικαιοσύνη Lenka (και αργότερα Solidarnost), ενσωμάτωσε αριστερούς αγωνιστές από διαφορετικές αριστερές παραδόσεις σε μια πιο δομημένη οργανωτική μορφή και άρθρωσε μια αριστερή, κατά του καπιταλισμού, ανάλυση των βασικών κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων της κοινωνίας» . Από συνέντευξη των   Dzejlan Veliu και Recep Haktan Ismail, εκ των ιδρυτών του Levica και υποψήφιων βουλευτών στις εκλογές του περασμένου Δεκεμβρίου, στις οποίες το κόμμα τους πήρε το 1%.Για πιο αναλυτική παρουσίαση της συγκρότησης και του προγράμματος του κόμματος “Levica”, βλ.http://www.criticatac.ro/lefteast/a-spark-in-the-dark-new-left-party-levica-determined-to-enter-macedonias-parliament/. (Σ.τ.Μ.)

[3] Για τη διαπραγμάτευση, τη διάσωση και τη συνέχιση της διακυβέρνησης από το VMRO-DPMNE μεσολάβησε η Ευρωπαϊκή Ένωση. (Σ.τ.Μ.)

Μία ζώνη, Ένας δρόμος. Η στρατηγική της Κίνας για μια Νέα Παγκόσμια Οικονομική Τάξη

Στα τέλη του 2013, ο Κινέζος πρωθυπουργός XiJinping ανακοίνωσε ένα ζεύγος νέων αναπτυξιακών και εμπορικών πρωτοβουλιών για την Κίνα και την ευρύτερη περιοχή: “την οικονομική ζώνη του δρόμου του μεταξιού” και “ θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού του 21ου αιώνα”, από κοινού γνωστές με τη φράση: Μια ζώνη, Ένας δρόμος (One Belt, One Road: OBOR)[1]. Μαζί με την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asia Infrastructure Investment Bank: AIIB), οι πολιτικές του σχεδίου OBOR αντιπροσωπεύουν μια φιλόδοξη χωρική επέκταση του Κινεζικού κρατικού καπιταλισμού, οδηγούμενη από την πλεονάζουσα ικανότητα βιομηχανικής παραγωγής, όπως επίσης και από τα αναδυόμενα συμφέροντα του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου. Η κινεζική κυβέρνηση έχει δημοσίως τονίσει τα διδάγματα από την κρίση πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας της δεκαετίας του 1930 στη Δύση που επίσπευσε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και προώθησε αυτές τις νέες πρωτοβουλίες στο όνομα της “ειρηνικής ανάπτυξης”. Ωστόσο, η στροφή στην πολιτική OBOR δηλώνει ένα περιφερειακό σενάριο παρόμοιο με αυτό που ακολουθούνταν στην Ευρώπη μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και των χρόνων πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ισχυρά κράτη διαγκωνίζονταν για βιομηχανική και στρατιωτική κυριαρχία. Η στρατηγική OBOR συνδυάζει χερσαία και ναυτιλιακή ισχύ, ενισχύοντας την υπάρχουσα Κινεζική ηγεμονία στον ωκεανό της Ανατολικής Ασίας.

Ιστορικά, κατά την δυναστεία Tang (618-907 μ.Χ.), το επεκτεινόμενο εμπόριο της Κίνας με τη Δύση, κινητοποίησε τον Ισλαμικό κόσμο να ασκήσει έλεγχο στους εμπορικούς δρόμους της Κεντρικής και Δυτικής Ασίας, αναγκάζοντας την Ευρώπη – υπό την πίεση της κρίσης αργύρου που είχε προκληθεί από τα συνεχή εμπορικά ελλείμματα – να αναζητήσει εμπορικούς δρόμους στην Ανατολή που θα επέτρεπαν την παράκαμψη των Ισλαμικών περιοχών. Μία μετά την άλλη, η Ισπανία, οι Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν κυρίαρχες ναυτιλιακές δυνάμεις, προστατεύοντας και ενισχύοντας τα εμπορικά τους συμφέροντα στην Ανατολική Ασία.

Εάν το σχέδιο OBOR ήταν απλώς “ένας δρόμος”, θα περιοριζόταν στο να είναι μια παραδοσιακή χερσαία στρατηγική, αλλά το σχέδιο OBOR διευρύνει τη δευτερεύουσα ναυτιλιακή ισχύ κατά μήκος της Κινεζικής Ακτής που υποστηρίζεται από την τεράστια έκταση της χώρας.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Άγγλος γεωγράφος Halford John Mackinder υποστήριζε ότι μια ισχυρή δύναμη που θα ενοποιούσε τα κανάλια των μεταφορών και του εμπορίου της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής δημιουργώντας ένα “παγκόσμιο-νησί”, θα ήταν έτοιμη να κυριαρχήσει στην υδρόγειο[2]. Το 1919 έγραψε ότι “όποιος κυβερνά την Ανατολική Ευρώπη ελέγχει την ενδοχώρα· όποιος κυβερνά το “παγκόσμιο νησί” ελέγχει τον κόσμο”[3]. Πρακτικά,ωστόσο, είναι ακόμη αναγκαίο να συντονίζονται ο έλεγχος των χερσαίων δρόμων με τις θαλάσσιες μεταφορές κατά μήκος των ακτών αυτού του “παγκόσμιου-νησιού”.

Το σχέδιο OBOR εξαρτάται από μια σειρά λεπτών γεωπολιτικών σχεδιασμών. Σήμερα, μόνο τρία κράτη μπορούν να θεωρηθούν ηπειρωτικές δυνάμεις: η Κίνα, η Ρωσία και οι Η.Π.Α. Η Κίνα δεν μπορεί απλά να ανοίξει έναν νέο χερσαίο Δρόμο του Μεταξιού, επειδή αναπόφευκτα αυτός θα έπρεπε να περάσει μέσα από τη Ρωσία. Από την ανάδυση της ως αυτοκρατορική δύναμη στα τέλη του 18ου αιώνα, η γεωπολιτική στρατηγική της Ρωσίας ήταν προσανατολισμένη προς την Ευρώπη, δίνοντας δευτερεύουσα μόνο προσοχή στην Ανατολική Ασία. Αυτή εν μέρει εξηγεί γιατί, ενώ η οικονομία της επωφελήθηκε από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου πριν μερικά χρόνια, η Ρωσία μικρή σημασία έδωσε στην πρόταση της Κίνας για τον Δρόμο του Μεταξιού. Ομοίως, η Ρωσία πρωτοστάτησε στη διαπραγμάτευση της νέας Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης που στοχεύει να εντάξει και να συνδέσει την Ευρώπη με τις πρώην σοβιετικές χώρες της Κεντρικής Ασίας. Θέτοντάς το ωμά, n Κίνα δεν ενέχονταν στην ενοποίηση της Κεντρικής Ασίας. Ωστόσο, στον απόηχο της ουκρανικής κρίσης, η Ρωσία αντιμετωπίζει την εχθρότητα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, και με την παγκόσμια κάμψη των τιμών του πετρελαίου, η χώρα δεν έχει άλλη επιλογή από το να στραφεί ανατολικά και σοβαρά να λάβει υπόψη της την πρόταση της Κίνας για διηπειρωτική στρατηγική συνεργασίας. Παρόλα αυτά εάν οι σχέσεις με την Ευρώπη βελτιώνονταν, η Ρωσία γοργά θα στρεφόταν προς την Ευρώπη. Όσο στενά κι αν συνδεθούν τα περιφερειακά τους συμφέροντα, ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα μπορούν να μην έχουν εναλλακτική. Αυτός είναι ο λόγος που η γεωπολιτική στρατηγική της Κίνας παρουσιάζεται ως το σχέδιο OBOR, ένα διακριτά κινεζικό σχέδιο.

Εντούτοις, η Κίνα γνωρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν την απόπειρα OBOR ενισχύοντας τη συμμαχία τους με ομάδες κεφαλαιακών συμφερόντων – τόσο εντός όσο και εκτός της άρχουσας κλίκας – για να επαναβεβαιώσουν την επιρροή τους επί της μελλοντικής Κινεζικής ανάπτυξης. Πράγματι, από αυτή την άποψη οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη μεγάλη επιτυχία: η Κινεζική οικονομική γραφειοκρατία αποδέχεται την σταθερή υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιας κεντρικής τράπεζας, καθιστώντας απίθανη την επερώτηση, πολλώ δε μάλλον την υπονόμευση της ηγεσίας των Η.Π.Α. στην παγκόσμια τάξη. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσαρμόσουν τη διπλωματική στρατηγική τους αναφορικά με το σχέδιο OBOR. Το Ιράν για παράδειγμα, είναι ένα σημαντικό μέρος της πρότασης OBOR, και ανεξάρτητα από τους άλλους σκοπούς της, η συμφωνία των Η.Π.Α. με το Ιράν για τα πυρηνικά ήταν μια στρατηγική προσαρμογή που στόχευε να εξισορροπήσει την επιρροή της Κίνας στην περιοχή.

Θαλάσσια Ισχύς και η περιοχή της ASEAN

Για τόσο μικρός τόπος, η Σιγκαπούρη έχει επί μακρόν μεγάλη επιρροή και στρατηγική σημασία. Με τα στενά της Μαλάκα, ελέγχει ένα ζωτικό σημείο πρόσβασης για τις εμπορικές θαλάσσιες οδούς που συνδέουν την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Η Σιγκαπούρη σαφώς κατανοεί ότι η επιβίωσή της εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ Δύσης και Κίνας. Η Δύση θεωρούσε τον πρώτο πρωθυπουργό της Σιγκαπούρης, Lee Kuan Yew, έναν φλογερό μαχητή του Ψυχρού Πολέμου, αποφασισμένο να σταματήσει την εξάπλωση του Κομμουνισμού στην περιοχή. Έτσι, παρά τους στενούς δεσμούς του Lee με Κινέζους αξιωματούχους και την συμπάθειά τους για την αυταρχική αποδοτικότητα και τον κορπορατισμό της “ασιατικών αξιών” ιδεολογίας του, η Σιγκαπούρη ποτέ δεν θα γινόταν σύμμαχος της Κίνας. Ο Lee παρέμεινε πιστός στα Αμερικανικά συμφέροντα μέχρι τέλους: άμεσα μετά την ανάληψη της προεδρείας από τον Ομπάμα, ο Lee παρώθησε την διπλωματική “στροφή” στην Ασία και τον Ειρηνικό, και άνοιξε στρατιωτικά λιμάνια για να υποστηρίξει την ανάπτυξη νέων στρατιωτικών δυνάμεων εντός της περιοχής της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). Δεδομένης αυτής της κληρονομιάς, η Κίνα δεν τρέφει αυταπάτες για την αφοσίωση της Σιγκαπούρης.

Για αυτούς και άλλους λόγους, η Κίνα επιθυμεί να ανοίξει άλλο κανάλι μεταφοράς από την νοτιοδυτική Κίνα προς τον Ινδικό Ωκεανό, παρακάμπτοντας τα στενά της Μαλάκα. Μία άλλη πιθανή νότια διαδρομή θα περνούσε μέσω του Πακιστάν ή του Μπαγκλαντές στον Ινδικό Ωκεανό. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος θα ήταν να συνδεθεί με τη Σρι Λάνκα, όπου ένα νέο παγκόσμιας κλάσης λιμάνι θα ανοίξει ένα νέο διαμετακομιστικό κέντρο στον Ινδικό Ωκεανό. Η ASEAN είναι το σημείο εκκίνησης του θαλάσσιου δρόμου του μεταξιού που προτείνεται από την Κίνα, αλλά είναι επίσης και περιοχή γεμάτη με σύνθετα προβλήματα και όπου η επιρροή των Η.Π.Α. είναι βαθιά ριζωμένη.

Η ανάπτυξη της Κίνας και το σύστημα του Αμερικανικού Δολαρίου

Τα τελευταία χρόνια η Κίνα έχει αναλάβει έναν ηγετικό ρόλο στην εγκαθίδρυση μιας νέας σειράς διεθνών οικονομικών θεσμών, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης (New Development Bank), το Αποθεματικό Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης (Contingent Reserve Arrangement), την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asia Infrastructure Investment Bank: AIIB) και το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού (Silk Road Fund), όπως επίσης και τον οργανισμό συνεργασίας της Σαγκάης. Μαζί αντιπροσωπεύουν ένα περιφερειακό αντίβαρο σε οργανισμούς δυτικής επιρροής όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα – και πιο πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – που έχουν κυριαρχήσει στην παγκόσμια οικονομική τάξη από την εποχή της υιοθέτησης του συστήματος Bretton Woods μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Κίνα ίσως είναι μόλις η τρίτη χώρα στην ιστορία, μετά την Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την ικανότητα να διαμορφώσει και να ηγηθεί ενός παγκόσμιου συστήματος οικονομίας και εμπορίου. Φυσικά, στο άμεσο μέλλον, η Κίνα δεν θα αντικαταστήσει το σύστημα του αμερικανικού δολαρίου· Θα μπορούσε το πολύ να σταθεί επί ίσοις όροις. Αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες υπερκέρασαν το Ηνωμένο Βασίλειο αναφορικά με την βιομηχανική παραγωγική ικανότητα στα τέλη του 19ου αιώνα, χρειάστηκαν άλλα 50 χρόνια και δύο παγκοσμίους πολέμους προτού μπορέσουν να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια οικονομία. Η Κίνα αναγνωρίζει αυτήν την πραγματικότητα, και έχει με συνέπεια προωθήσει την AIIB και άλλους οργανισμούς ως συμπληρώματα, όχι ως ανταγωνιστές της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης (ADB).

Σε δέκα περίπου χρόνια, εφόσον κάποια μείζονα αστάθεια δεν αναστατώσει την κινεζική οικονομία, μοιάζει αναπόφευκτο ότι το νόμισμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας θα γίνει ένα από τα πιο σημαντικά διεθνή νομίσματα. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι καθόλου σαφές εάν το γουάν-ρενμίνμπι, ακόμη και σε 20 χρόνια, θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ηγεμονική θέση του αμερικανικού δολαρίου. Καθώς μια καπιταλιστική οικονομία βιομηχανοποιείται, η ισχύς του νομίσματός της εξαρτάται από την διαρκή παραγωγική ικανότητα, υποστηριζόμενη από την κυβέρνηση και την κοινωνία των πολιτών. Ωστόσο στην επόμενη φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, κύρια πηγή της αξιοπιστίας του νομίσματος είναι η πολιτική και στρατιωτική ισχύς της χώρας. Από αυτή τη σκοπιά, η αδιαμφισβήτητη θέση του αμερικανικού δολαρίου ως παγκόσμιο πιστωτικό νόμισμα προκύπτει κυρίως από την τεράστια στρατιωτική δύναμη των Η.Π.Α.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσωπεύουν το 40% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, ποσοστό μεγαλύτερο από το σύνολο των δαπανών των επόμενων 10 χωρών.

Φυσικά, μια συνεχώς επεκτεινόμενη στρατιωτική ηγεμονία δεν είναι η μόνη πηγή της οικονομικής κυριαρχίας των Η.Π.Α. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδιωτικές εταιρείες και κυβερνητικοί οργανισμοί στις Η.Π.Α. έχουν ηγηθεί παγκοσμίως στην τεχνολογική καινοτομία, όχι μόνο στην βιομηχανία όπλων αλλά και στα χημικά προϊόντα, τους ημιαγωγούς, το σινεμά και την τηλεόραση, την αεροπλοΐα, τους υπολογιστές, την οικονομία, τις επικοινωνίες και την πληροφορική. Όλες αυτές οι καινοτομίες έχουν διευκολύνει την παγκόσμια επέκταση της υψηλής προστιθέμενης αξίας του κεφαλαίου. Το θεμέλιο της αξίας του αμερικανικού δολαρίου, εκτός της αμερικανικής στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης, είναι επομένως η μονοπωλιακή καινοτόμα ικανότητα των Η.Π.Α. να αυξάνει την προστιθέμενη αξία του κεφαλαίου.

Στην Κίνα σήμερα, το πνεύμα του ουτοπικού καπιταλισμού, ανεξέλεγκτο σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας, οδηγείται από την πεποίθηση ότι εφόσον η κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις συνεχώς θα αποσύρονται ή θα διαλύονται για να αντικατασταθούν από ιδιωτικές επιχειρήσεις, η Κίνα θα ευλογείται από κάποια θαυματουργή δύναμη της αγοράς με την καινοτόμο ικανότητα για υψηλή προστιθέμενη αξία.

Αλλά χωρίς τεράστιες επενδύσεις στη συστηματική έρευνα και ανάπτυξη, είναι ασαφές το πως διάσπαρτες συγκεντρώσεις ιδιωτικού κεφαλαίου στην Κίνα θα μπορούσαν να κάνουν τέτοιες προόδους στο εγγύς μέλλον. Συνεπώς, το νόμισμα της Κίνας είναι απίθανο να αμφισβητήσει το αμερικανικό δολάριο ή ακόμη και το Ευρώ. Κατά ειρωνικό τρόπο, η μόνη δύναμη που φαίνεται ικανή να καταποντίσει το δολάριο είναι το ίδιο το όλο και πιο εικονικό χρηματοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α.

Στην εξαγωγή κεφαλαίου την τελευταία δεκαετία, η Κίνα δεν είχε κανέναν συνολικό προγραμματισμό για ξένες επενδύσεις και ανάπτυξη, εμπλεκόμενη μερικές φορές σε γεωπολιτικές κρίσεις, όπως στη Λιβύη ή το Σουδάν, άλλες φορές σε γραφειοκρατικά τέλματα, όπως στο ρόλο που έπαιξε στον μεξικανικό σιδηρόδρομο υψηλής ταχύτητας και στα έργα στο λιμάνι της Σρι Λάνκα. Αυτή η αστοχία στον προσανατολισμό ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης ισχυρής υποστήριξης και συντονισμού από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως η AIIB. Ενώ η Κίνα έχει γίνει μια σημαντική χώρα εξαγωγής κεφαλαίου, έχει σε μεγάλο βαθμό αποφύγει να προσχωρήσει σε ρητές πολιτικές ή οικονομικές συμμαχίες που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τις μεγάλης κλίμακας ξένες επενδύσεις. Με την ίδρυση της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης και την AIIB, ωστόσο, οι οικονομικοί δεσμοί της Κίνας με τις γειτονικές χώρες έχουν γίνει πιο επίσημες και πιο εκτεταμένες. Από αυτή την άποψη, αντιπροσωπεύουν το είδος του διακρατικού θεσμικού οικοδομήματος που είναι αναγκαίο για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση και στρατηγικό πλεονέκτημα στις εξαγωγές κεφαλαίου της Κίνας.

Ένας στόχος της «στροφής» της κυβέρνησης Ομπάμα στην Ασία-Ειρηνικό ήταν να αποτρέψει την ανάδυση μια αμοιβαία επωφελούς ασιατικής νομισματικής συμμαχίας ανάμεσα στην Κίνα, την Ιαπωνία και την Νότια Κορέα, που θα απειλούσε την υπεροχή του αμερικανικού νομίσματος στην περιοχή. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενθάρρυναν την παλινόρθωση της δεξιάς πτέρυγας υπό τον Σίνζο Άμπε, βοηθώντας τη διαμόρφωση ενός αμυντικού δακτυλίου στον Ειρηνικό για να περιορίσει την Κίνα. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρηματοδότησαν την Δια-ειρηνική εμπορική συμφωνία (Trans-Pacific Partnership: TPP), εν μέρει για να διασφαλίσουν ότι η περιοχή Ασίας- Ειρηνικού θα παραμείνει οχυρό του δολαρίου. HAIIB αποτελεί την απάντηση της Κίνας. Παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν ισχυρές πιέσεις στους Ευρωπαίους και Ασιάτες συμμάχους τους να μην ενταχθούν στην τράπεζα, από την ίδρυσή της το 2015, η AIIB έχει ήδη προσελκύσει σημαντικές διεθνείς συμμετοχές, που περιλαμβάνουν όχι μόνο μείζονες αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως είναι της Βραζιλίας, τη Ινδίας και της Ρωσίας, αλλά επίσης και οικονομίες όπως της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ένας λόγος για την αργή πρόοδο των διαπραγματεύσεων για την TPP είναι ότι η συμφωνία έχει επικεντρωθεί στα συμφέροντα των Η.Π.Α., και η οριακή ανταπόδοση από την επίτευξη δασμολογικών μειώσεων μπορεί να αποδειχθεί ελάχιστη σε σύγκριση με τις οικονομικές επιπτώσεις.

Ωστόσο, η ίδρυση της ΑΙΙΒ ανάγκασε τις Ηνωμένες Πολιτείες και να επιταχύνουν αυτές τις διαπραγματεύσεις και να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις, φθάνοντας τελικά σε μια συμφωνία τον Οκτώβριο του 2015. (Παρά ταύτα, μετά από όλες αυτές τις προσπάθειες, η εκλογή του DonaldTrump έχει θέσει το μέλλον της TPP σε απρόβλεπτο κίνδυνο.)

Παραδόξως για τις Ηνωμένες Πολιτείες – οι οποίες ξεκίνησαν την ΤΡΡ με αρχική πρόθεση τον αποκλεισμό της Κίνας – η ΑΙΙΒ σηματοδοτεί την πρώτη φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποκλειστεί από μια σημαντική διεθνή οικονομική δομή, κάτι που έχει να συμβεί πριν από τη συμφωνία BrettonWoods. Όταν πιστοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελβετία και άλλοι ανακοίνωσαν τη συμμετοχή τους, ο Ομπάμα κάλεσε μια συνάντηση έκτακτης ανάγκης για την εθνική ασφάλεια. Ο λόγος είναι ξεκάθαρος: Η ΑΙΙΒ αμφισβητεί, αν και ακόμη εντός ενός θεσμικού πλαισίου, την οικονομική ηγεμονία των Η.Π.Α. που επικρατούσε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Φυσικά, αυτοί οι σύμμαχοι δεν επιθυμούν ακόμη να εγκαταλείψουν το σύστημα που κυριαρχείται από το δολάριο, αλλά απλά να περιορίσουν τους κινδύνους, καθώς η ηγεμονία του δολαρίου δείχνει σαφή σημάδια εξάντλησης. Κατά την συγκρότηση της ΑΙΙΒ, η Κίνα έχει τονίσει τα κοινά συμφέροντα και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών, ό,τι καλύτερο για να προσελκύσουν τους ενδιαφερόμενους συμμάχους.

Η πρώτη χώρα που φέρεται να εντάχθηκε στην ΑΙΙΒ είναι η Ελβετία. Ωστόσο, επειδή οι Ελβετοί ιθύνοντες επιθυμούσαν να κρατήσουν τις διαπραγματεύσεις μυστικές και ανέβαλαν την ανακοίνωση της απόφασης, η Βρετανία ήταν η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα που επίσημα ανακοίνωσε τη συμμετοχής της. Το ό,τι τόσο η Ελβετία όσο και το Λουξεμβούργο, οχυρά του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που είχαν στο παρελθόν αρνηθεί να ενταχθούν στους περισσότερους διεθνείς οργανισμούς, εργάζονται τώρα με την ΑΙΙΒ, καταδεικνύει ότι η συμμαχία του BrettonWoods αντιμετωπίζει βαθιές εσωτερικές ρηγματώσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για το δίλημμα του Τρίφιν για το σύστημα Bretton Woods: τα συμφέροντα των Η.Π.Α. και των διαχρονικών συμμάχων τους αρχίζουν να εμφανίζουν ανυπέρβλητες ενδεχομένως αντιφάσεις.

Η θεσμική συνοχή αυτής της συμμαχίας διολισθαίνει για καιρό. Πρωταρχικός σκοπός του συστήματος BrettonWoods ήταν να διευκολύνει τις εξαγωγές πλεονάζουσας βιομηχανικής παραγωγικής ικανότητας και κεφαλαίου από τις Η.Π.Α. Τα συμφέροντα της μεταπολεμικής ανάπτυξης και η ανάκαμψη της Ευρώπης ήταν ευθυγραμμισμένα. Το 1971, όταν η κυβέρνηση Νίξον αποσυνέδεσε το δολάριο από τον χρυσό και οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να εξάγουν ρευστότητα σε μεγάλη κλίμακα, οι κινήσεις αυτές έμοιαζαν να εξυπηρετούν και τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ομοίως. Ωστόσο, τα τελευταία 20 χρόνια, οι θεμελιώδεις ανάγκες των δύο φαίνεται να έχουν έλθει σε σύγκρουση. Οι μεταρρυθμίσεις εντός του Δ.Ν.Τ. έχουν καθυστερήσει, επειδή οι Η.Π.Α. δεν θέλουν να παραιτηθούν από το δικαίωμα άσκησης βέτο, ενώ άλλοι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κυριαρχούμενοι επί μακρόν από τις Η.Π.Α. έχουν αποδειχθεί ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την ταχεία ανάδυση των οικονομιών της Ανατολικής Ασίας. Η ΑΙΙΒ, υπό την Κίνα, είναι ένα σαφές αποτέλεσμα αυτών των τάσεων.

Η συμμαχία ανταλλαγής ρευστότητας που σχηματίστηκε τον Οκτώβριο του 2013 μεταξύ 6 κεντρικών τραπεζών –της Τράπεζας του Καναδά, της Τράπεζας της Αγγλίας, της Τράπεζας της Ιαπωνίας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Η.Π.Α., και της Εθνικής Τράπεζας της Ελβετίας – είναι σχεδιασμένη για να αποτρέψει μια άλλη μεγάλης κλίμακας κρίση ρευστότητας στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική όπως αυτή που επιτάχυνε την οικονομική κρίση του 2008-9. Όμως η συμμαχία αυτή είναι μόνο προληπτική. Το νέο παγκόσμιο παράδειγμα χρειάζεται τώρα νέους θεσμούς και δυναμικές ενεργητικές προτάσεις. Το Δ.Ν.Τ. και η Παγκόσμια Τράπεζα (και η θυγατρική της ΑDB), περιορισμένα από τα αμερικανικά συμφέροντα, δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτό. Μπορεί η Κίνα να αξιοποιήσει την ευκαιρία να εποπτεύσει την ανάπτυξη μια νέας παγκόσμιας οικονομικής συμμαχίας; Για μια μεγάλη βιομηχανική χώρα που μόλις εισέρχεται στην φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, όλο και περισσότερο αντιμετωπίζει εσωτερικές διαταραχές, η πρόκληση είναι πρωτοφανής και τεράστια.

Αποδυναμώνοντας Συμμαχίες

Η ίδρυση της ΑΙΙΒ φέρνει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε δύσκολη θέση, καθώς σηματοδοτεί την πρώτη σημαντική αποσκίρτηση στενών συμμάχων τους από την δημιουργία του ενιαίου μετώπου των δυτικών καπιταλιστικών χωρών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έντονα επικρίνει τους Ευρωπαίους εταίρους τους, ιδίως το Ηνωμένο Βασίλειο που έχει απαντήσει αναλόγως. Η Νότια Κορέα και η Αυστραλία αποθαρρύνονταν να συμμετέχουν, κάτι που έκαναν την τελευταία στιγμή. Από τους μείζονες συμμάχους των Η.Π.Α., μένει μόνο η Ιαπωνία που επιθυμεί να ανακτήσει την περιφερειακή στρατιωτική της θέση, και τον Καναδά που υπήρξε αδιάφορος από την αρχή.

Επιπρόσθετα σε αυτές τις εντάσεις εντός της υπό αμερικανική ηγεσία οικονομικής τάξης, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι πολιτικές συμμαχίες των Ηνωμένων Πολιτειών και στην Ευρώπη και στην Ασία βρίσκονται σε παρόμοια ένταση. Για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο για τους Ευρωπαίους συμμάχους, ιδίως την Γερμανία, να ακολουθήσει την σκληρή, νέο-ψυχροπολεμική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στη Ρωσία, όπου τα γερμανικά οικονομικά συμφέροντα είναι βαθιά ριζωμένα. Βεβαίως, πέρα από την εκτόξευση απειλών, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν πραγματικά να κάνουν πόλεμο με την Ρωσία. Ο ευρύτερος γεωπολιτικός τους στόχος είναι να υποδαυλίσουν συγκρούσεις ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Ρωσία, ό,τι καλύτερο για να αναστείλουν την ανάπτυξη μιας ισχυρής σύνδεσης Ευρώπης-Ρωσίας- Κεντρικής Ασίας. Με την Ουκρανική Κρίση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ελπίζουν να απομονώσουν περαιτέρω τη Ρωσία από την υπόλοιπη Ευρώπη, με τις ίδιες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να στηρίζουν απρόθυμα.

Παρόμοιες αντιφάσεις έχουν προκύψει και στην Ασία. Η Νότια Κορέα και η Αυστραλία είναι βασικοί εταίροι στις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να περιορίσουν την Κίνα, καθώς και μέλη της ΤΡΡ. Ωστόσο, έχουν επίσης προσχωρήσει και στην ΑΙΙΒ, σε μια έμμεση εναντίωση στην κυριαρχική επιρροή των Η.Π.Α. Μόνο η Ιαπωνία, βρισκόμενη εκτός και της ΤΡΡ και της ΑΙΙΒ, παραμένει πιστός σύμμαχος, σε μεγάλο βαθμό λόγω της συνεχούς αμερικανικής υποστήριξης στην στρατιωτική της ανάπτυξη. Τα μακρόστενα ιαπωνικά νησιά είναι ελλιπή σε πόρους και για να γίνει ένα ισχυρό κράτος η Ιαπωνία, είναι αναγκαίο να αναπτύξει ναυτική δύναμη και να επεκταθεί. Στο τέλος του19ου αιώνα, η Ιαπωνία νίκησε το ναυτικό της Κινεζικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια σημείωσε νίκη εναντίον της Ρωσίας για να δεσπόσει στην περιοχή. Έπειτα η Ιαπωνία θέλησε να αμφισβητήσει την ισχυρή ναυτική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ηττήθηκε και καταλήφθηκε, για να γίνει εν τέλει υποτελής της αμερικανικής ναυτικής δύναμης. Σε κάθε περίπτωση, οι επικρατούσες πολιτικές ιδεολογίες στις δύο χώρες είναι επί μακρόν συμβατές μεταξύ τους.

Η Νότια Κορέα έχει υπάρξει για δεκαετίες ο κυριότερος περιφερειακός αντίπαλος της Ιαπωνίας. Μια ενωμένη Κορέα θα ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την Ιαπωνία όσον αφορά τις πληθυσμιακές , στρατιωτικές και βιομηχανικές δυνατότητες. Αλλά προς το παρόν, η Νότια Κορέα έχει καταστήσει την Κίνα τον πιο σημαντικό εμπορικό εταίρο της, και τα δύο κράτη έχουν υπογράψει τη δική τους συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Ακόμη και υπό το πρίσμα μια μελλοντικής ενοποίησης, η Νότια Κορέα θα χρειαστεί εντέλει την βοήθεια της Κίνας. Ωστόσο η προοπτική μιας ενωμένης Κορεατικής χερσονήσου, δεν είναι καθόλου ελκυστική για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αφού η τρομερή τριάδα της Κίνας, της Κορέας και της Ιαπωνίας θα ανταγωνιζόταν ευθέως με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ανατολική Ασία. Επιπλέον, σε περίπτωση ένωσης, είναι αμφίβολο η νέα Κορέα να θελήσει να εγκαταλείψει τις πυρηνικές της δυνατότητες, οδηγώντας την τελικά να αναζητήσει στρατιωτική ανεξαρτησία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, παρά τους φαινομενικού δεσμούς, τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Νότιας Κορέας είναι προορισμένα να έρθουν σε σύγκρουση.

Ακόμη και η Ιαπωνία, ο στενότερος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία, μπορεί να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο. Η χώρα παλεύει να αντιμετωπίσει το πλεόνασμα κεφαλαίου, και ανησυχεί για την εύρεση νέων αγορών για τις βιομηχανικές εξαγωγές της. Οι κορυφαίες εταιρείες της χώρας συνεπώς ελπίζουν η Ιαπωνία να προσχωρήσει στην ΑΙΙΒ. Αυτές οι τάσεις δεν είναι καινούριες: μετά την Ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997, η Ιαπωνία κινήθηκε προς την ίδρυση, του Ασιατικού Ταμείου Σταθερότητας, που θα μπορούσε να γίνει η κυρίαρχη οικονομική δύναμη στην Ασία που όμως συνάντησε το βέτο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ιαπωνία ηγείται της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης (Asia Development Bank: ADB), αλλά εντέλει συμμορφώνεται με τις αμερικανικές οδηγίες. Η περιοχή έχει ετήσιες απαιτήσεις 800 δις δολαρίων για επενδύσεις σε υποδομές, αλλά η ADB έχει εγκρίνει μόλις 13.5 δις δολάρια. Η επιθυμία για στρατιωτική ανάπτυξη έχει κρατήσει την άρχουσα φιλελεύθερη δημοκρατική ελίτ της Ιαπωνίας σταθερά προσδεδεμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά μακροπρόθεσμα η καθυπόταξη των ιαπωνικών συμφερόντων στην αμερικανική στρατηγική μπορεί να αποδειχθεί μη βιώσιμη.

Καθώς η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως μόνη υπερδύναμη έχει υποχωρήσει, τα συμφέροντα άλλων εθνικών συνασπισμών και συμμάχων έχει αναπτυχθεί ποικιλόμορφα. Οι εσωτερικές αντιφάσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των στενών τους συμμάχων βαθαίνουν μέρα με την ημέρα. Θα απαιτήσει προσεχτικό σχεδιασμό και επιμελή στρατηγική από την Κίνα για να βρει την καλύτερη θέση σε αυτήν την μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη. Για πάνω από δύο δεκαετίες, η Κίνα έχει κρατήσει χαμηλό διπλωματικό προφίλ σε σχέση με το μέγεθος και την ισχύ της. Στο προσεχές μέλλον, η κινεζική διπλωματία θα χρειαστεί νέες ιδέες και τακτικές.

Πέρα από την Ανάπτυξη, Προς την Κοινωνική Δικαιοσύνη

Από τη δεκαετία του 1950 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτυχώς εξήγαγαν την ιδεολογία της βιομηχανικής ανάπτυξης που εξυπηρετούσε εξίσου και τα οικονομικά και τα στρατιωτικά συμφέροντά τους. Ωστόσο, αφότου αυτή η κατευθυνόμενη από την Παγκόσμιο Τράπεζα “αναπτυξιοκρατία” είχε αφήσει πολλές αναδυόμενες χώρες εξαθλιωμένες και βουλιαγμένες στο εξωτερικό χρέος, ο αμερικανικός διπλωματικός λόγος μετατοπίστηκε τη δεκαετία του 1980 προς την οικοδόμηση θεσμών, τη δημοκρατία και την ελευθερία. Ειδικότερα, μετά τον Α΄ Πόλεμο του Κόλπου, ο αγώνας για “ελευθερία και δημοκρατία” έγινε η βασική θεματική της αμερικανικής γεωπολιτικής ιδεολογίας. Παρ΄ όλα αυτά, την τελευταία δεκαετία, οι ιμπεριαλιστικές εκστρατείες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν έχουν πυροδοτήσει μια αλληλουχία τοπικών συγκρούσεων που προκαλούν όχι μόνο τον θάνατο και τον εκτοπισμό πληθυσμών σε μαζική κλίμακα αλλά και προωθούν την άνοδο οργανώσεων όπως το Ισλαμικό Κράτος. Ο επίσημος λόγος της δημοκρατίας και της ελευθερίας, πάντα ανειλικρινής, έχει απαξιωθεί σημαντικά. Η “ασφάλεια” και η “ σταθερότητα” είναι τώρα τα συνθήματα της αμερικανικής στρατηγικής· Οι παλαιοί σκοποί της παγκόσμιας ειρήνης και της ευημερίας έχουν πέσει θύμα των καταστροφικών παρεμβάσεων των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η επίσημη ιδεολογία πίσω από το σχέδιο OBOR, αντίθετα, είναι η ειρηνική ανάπτυξη – για να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις στις υποδομές και να διευκολυνθεί η οικονομική ανάπτυξη, να προωθηθεί η συνεργασία και να ελαχιστοποιηθούν οι συγκρούσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ειρηνική ανάπτυξη είναι πιο συνετή και βιώσιμη από την αμερικανικού στυλ στρατιωτικοποιημένη “ασφάλεια”· η φτώχεια και η αδικία είναι θερμοκήπια του εξτρεμισμού.

Εντούτοις, ο λόγος για “ειρηνική ανάπτυξη” έχει τα δικά του τυφλά σημεία που αντικατοπτρίζουν τις εσωτερικές αντιφάσεις της Κίνας. Για παράδειγμα, πώς μπορεί η ΑΙΙΒ να αποφύγει τη ζημία που επέφεραν η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλοι στο περιβάλλον και στους ντόπιους βιοτικούς πόρους; Πώς μπορεί η Κίνα να προωθήσει επενδύσεις σε υποδομές που οδηγούν στην τοπική ανάπτυξη μέσω της ποικιλότητας και της βιωσιμότητας, και όχι επενδύσεις που απλά υπηρετούν την ανάγκη εξεύρεσης αγορών για τις εξαγωγές της;

Η πρόκληση, με άλλα λόγια, είναι να διασφαλιστεί ότι η ΑΙΙΒ και το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού δεν θα γίνουν απλά εταίροι του Δ.Ν.Τ. και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ανατολική Ασία. Δεδομένου ότι το σχέδιο OBORείναι ένας αγώνας για θεσμική επιρροή στην Ανατολική Ασία, ο αποφασιστικός παράγοντας επιτυχίας ή αποτυχίας του σχεδίου μπορεί να είναι η ανταγωνιστικότητα των κατευθυντηρίων αρχών του. Η Κίνα οφείλει να προωθήσει το μήνυμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δίκαιης ανάπτυξης για να αντιμετωπίσει την “ήπιας ισχύος” πολιτική της θεσμικής μετάβασης που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προωθήσει από την δεκαετία του 1980.

Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η υπεροχή στο επίπεδο του λόγου θα εξαρτηθεί τόσο από τις πράξεις όσο και από τις διατυπώσεις. Εάν η Κίνα συνεχίσει να απορροφά την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα μέσω της ταχείας αστικοποίησης χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αγροτική, πολιτισμική και οικολογική βιωσιμότητα, και αν η κυβέρνηση αποτύχει να αντιμετωπίσει τις οξείες κοινωνικές αντιθέσεις που προκαλούνται από τις διευρυνόμενες οικονομικές ανισότητες, τις εργατικές διαφορές, την περιβαλλοντική επιδείνωση και την επίσημη διαφθορά, τότε τα συνθήματα για “αναπτυξιοκρατία βασισμένη στις υποδομές” λίγη πειθώ θα έχουν στο εξωτερικό.

Τελευταία Επισήμανση: Μαθαίνοντας από την αγροτική κοινωνία

Από το τέλος της δυναστείας των Τσινγκ (1644-1911), καθώς η Κίνα έχει περάσει από μια σειρά αγώνων για εθνική ανεξαρτησία και ενότητα, η αγροτική κοινωνία ήταν πάντοτε κεντρικό στοιχείο στη δομή της διακυβέρνησης. Όποτε ένας από τους παραδοσιακούς μηχανισμούς της τοπικής διακυβέρνησης δέχονταν επίθεση, που απειλούσε τους βιοτικούς πόρους των χωρικών και των χωριών, ξεσπούσαν σοβαρές κοινωνικές συγκρούσεις, που προκαλούσαν μερικές φορές την εξέγερση των χωρικών. Από την κατάρρευση της δυναστείας Τσινγκ έως την πτώση της Δημοκρατίας της Κίνας το 1949, οι βίαιες εξεγέρσεις οδηγούμενες από τους αγρότες ήταν πάρα πολύ κοινές. Αλλά όπου ήταν δυνατόν να γίνει αποτελεσματική χρήση των παραδοσιακών κοινωνικών και οικονομικών θεσμών της αγροτικής κοινωνίας, οι αγροτικές κοινότητες υπήρξαν αναπόσπαστο στοιχείο της ανάπτυξης της χώρας. Ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες της βιομηχανοποίησης, η κινεζική ύπαιθρος έχει καταστεί πηγή τεράστιου “αποθέματος εργασίας”, επιτρέποντας στο κράτος να βασιστεί στο τρίπτυχο Sannong – το αποκαλούμενο τα “τρία στοιχεία της υπαίθρου”, των χωρικών, των χωριών και της γεωργίας – ως θεμέλιο του ταραχώδους αλλά διαρκούς εκσυγχρονισμού τα τελευταία 60 χρόνια.

Η κινεζική αγροτική κοινωνία έχει μπορέσει να απορροφήσει τους κινδύνους αυτού του εκσυγχρονισμού εξ’ αιτίας της σχέσης της με τη φύση, ένα πλεονέκτημα που ποτέ δεν έχει επαρκώς εκτιμηθεί. Η κινεζική αγροτική κοινωνία έχει διαμορφωθεί στην βάση κοινών αναγκών, όπως η άρδευση και η πρόληψη καταστροφών. Αυτή η αλληλεξάρτηση δημιουργεί έναν συλλογικό ορθολογισμό, όπου η κοινότητα, αντί του αγρότη ως άτομο ή της οικογένειας, είναι η βασική μονάδα διανομής και κατανομής των κοινωνικών πόρων. Αυτή η έμφαση στις συλλογικές ανάγκες έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την έμφαση της Δύσης στα ατομικά συμφέροντα. Επί χιλιάδες χρόνια, η κινεζική αγροτική κοινωνία είναι οργανικά ενσωματωμένη με την ποικιλομορφία της φύσης, επιτρέποντας την ανάδυση μιας ενδογενούς πολυθεϊστικής θρησκείας. Καθώς σχεδιάζει και προωθεί το όραμα της για αειφόρο ανάπτυξη και ειρηνικό εμπόριο, η Κίνα πρέπει να κοιτάξει προς τα μέσα, προς αυτές τις πανάρχαιες κοινωνικές δομές, ως οδηγό για το μέλλον.

Πηγή: Monthly Review


[1] This paper is an outcome of the sub-project on International Comparative Studies on National Security in the Process of Globalization” led by Sit Tsui, Southwest University, as part of a larger project, “A Study of the Structure and Mechanism of Rural Governance Basic to the Comprehensive National Security” led by Wen Tiejun at Renmin University, Beijing, and funded by the National Social Science Foundation of China (No. 14ZDA064)

[2] H. J. Mackinder, “The Geographical Pivot of History,”Geographical Journal23 (1904): 421–37.

[3] H. J. Mackinder, Democratic Ideals and Reality: A Study in the Politics of Reconstruction (Washington, DC: National Defense University Press, 1996), 150.

Το ανεξέλεγκτο της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου

Το παρακάτω κείμενο του István Mészáros είναι η εισαγωγή στην ιρανική έκδοση του σημαντικού βιβλίου του Ούγγρου μαρξιστή “Beyond Capital”. Γράφτηκε το 1998 και δημοσιεύτηκε στο Monthly Review. O Μεζάρος αναφέρεται στην επέκταση του κεφαλαίου ως αυτοσκοπού, και στον καπιταλισμό ως ένα ανεπανόρθωτα φυγόκεντρο σύστημα των συστατικών του μερών, που δεν μπορεί παρά να οξύνει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό αν δεν επικρατήσει ο σοσιαλισμός. Γραμμένο στα τέλη του εικοστού αιώνα το σύντομο αυτό κείμενο του Ούγγρου μαρξιστή, εκτιμά ότι η αναπόφευκτη άνοδος της Κίνας θα οδηγήσει το κεφάλαιο σε παροξυσμό και σε θανάσιμες για την ανθρωπότητα αντιπαραθέσεις.

Ζούμε σε μια εποχή πρωτοφανούς ιστορικής κρίσης. Η σοβαρότητά της μπορεί να εκτιμηθεί από το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζουμε μια περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη κυκλική κρίση του καπιταλισμού, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά την εμβάθυνση της δομικής κρίσης του ίδιου του κεφαλαιακού συστήματος. Ως τέτοια κρίση επηρεάζει -για πρώτη φορά στην ιστορία- το σύνολο της ανθρωπότητας, απαιτώντας αρκετά θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο ελέγχεται ο κοινωνικός μεταβολισμός, αν η ανθρωπότητα θέλει να επιβιώσει.

Συστατικά στοιχεία του κεφαλαιακού συστήματος (όπως το νομισματικό και το εμπορικό κεφάλαιο, καθώς και η αρχική σποραδική εμπορευματική παραγωγή) χρονολογούνται χιλιάδες χρόνια πίσω στην ιστορία. Ωστόσο, για το μεγαλύτερο μέρος αυτών των χιλιάδων ετών όλα αυτά παρέμειναν υποδεέστερα μέρη των συγκεκριμένων συστημάτων ελέγχου του κοινωνικού μεταβολισμού που ιστορικά επικρατούσαν εκείνη την εποχή, συμπεριλαμβανομένων των δουλοκτητικών και φεουδαρχικών τρόπων παραγωγής και διανομής. Μόνο τους τελευταίους αιώνες, υπό την αστική καπιταλιστική μορφή, το κεφάλαιο μπόρεσε να διεκδικήσει με επιτυχία την κυριαρχία του ως ένα περιεκτικό “οργανικό σύστημα”.

Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι νέες δυνάμεις της παραγωγής και οι σχέσεις παραγωγής δεν αναπτύσσονται από το τίποτα, ούτε πέφτουν από τον ουρανό, ούτε από τη μήτρα της αυτοθέσμισης της Ιδέας, αλλά από μέσα και σε αντίθεση με την υπάρχουσα ανάπτυξη της παραγωγής και τις κληρονομημένες, παραδοσιακές σχέσεις ιδιοκτησίας. Ενώ στο ολοκληρωμένο αστικό σύστημα κάθε οικονομική σχέση προϋποθέτει κάθε άλλη στην αστική οικονομική της μορφή, και κάθε τι που τίθεται είναι έτσι επίσης μια προϋπόθεση, αυτό συμβαίνει με κάθε οργανικό σύστημα. Αυτό το ίδιο το οργανικό σύστημα, ως ολότητα, έχει τις προϋποθέσεις του, και η ανάπτυξή του προς την ολότητα του συνίσταται ακριβώς στο να υποτάξει όλα τα στοιχεία της κοινωνίας στον εαυτό του ή να δημιουργήσει από αυτήν τα όργανα που της λείπουν ακόμη- έτσι γίνεται ιστορικά ολότητα.[1]

Με αυτόν τον τρόπο, απεγκλωβίζοντας τα πανάρχαια οργανικά συστατικά του από τα δεσμά των προηγούμενων οργανικών συστημάτων και γκρεμίζοντας τα εμπόδια που εμπόδιζαν την ανάπτυξη κάποιων ζωτικών νέων συστατικών[2] το κεφάλαιο ως ένα ολοκληρωμένο οργανικό σύστημα μπόρεσε να επιβάλει την κυριαρχία του τους τελευταίους τρεις αιώνες ως γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή. Υποβαθμίζοντας και υποβαθμίζοντας τους ανθρώπους στο καθεστώς του απλού “κόστους παραγωγής” ως “αναγκαίας εργατικής δύναμης”, το κεφάλαιο θα μπορούσε να μεταχειρίζεται ακόμη και τη ζωντανή εργασία ως τίποτε περισσότερο από ένα “εμπορεύσιμο εμπόρευμα”, όπως κάθε άλλο, υποβάλλοντάς την στους απάνθρωπους προσδιορισμούς του οικονομικού καταναγκασμού.

Οι προηγούμενες μορφές παραγωγικής ανταλλαγής των ανθρώπων μεταξύ τους και με τη φύση ήταν στο σύνολό τους προσανατολισμένες προς την παραγωγή για χρήση, με συστηματικό προσδιορισμό έναν μεγάλο βαθμό αυτάρκειας. Αυτό τους επέβαλε μια μεγάλη ευπάθεια στις έντονα αντίθετες αναπαραγωγικές αρχές του κεφαλαίου, οι οποίες ήδη λειτουργούσαν, έστω και σε πολύ μικρή κλίμακα, μέσα στα όρια των παλαιών συστημάτων. Διότι κανένα από τα συστατικά στοιχεία του δυναμικά αναπτυσσόμενου οργανικού συστήματος του κεφαλαίου δεν είχε ποτέ ανάγκη, ούτε ήταν ποτέ ικανό να περιοριστεί στους δομικούς περιορισμούς της αυτάρκειας. Το κεφάλαιο ως σύστημα ελέγχου του κοινωνικού μεταβολισμού θα μπορούσε να αναδυθεί και να θριαμβεύσει επί των ιστορικών του προγενέστερων, εγκαταλείποντας όλες τις εκτιμήσεις για τις ανθρώπινες ανάγκες που συνδέονται με τους περιορισμούς των μη ποσοτικοποιήσιμων “αξιών χρήσης”, επιθέτοντας στις τελευταίες – ως απόλυτη προϋπόθεση της νομιμοποίησής τους για να γίνουν αποδεκτοί στόχοι παραγωγής – τις φετιχιστικές επιταγές της ποσοτικοποιήσιμης και διαρκώς επεκτεινόμενης “ανταλλακτικής αξίας”. Έτσι προέκυψε η ιστορικά συγκεκριμένη μορφή του κεφαλαιακού συστήματος- η αστική καπιταλιστική του ποικιλία. Έπρεπε να υιοθετήσει τον συντριπτικά οικονομικό τρόπο απόσπασης της υπερεργασίας ως αυστηρά ποσοτικοποιημένης υπεραξίας -σε αντίθεση τόσο με τις προκαπιταλιστικές όσο και με τις μετακαπιταλιστικές, κυρίως πολιτικές, μορφές ελέγχου της απόσπασης της υπερεργασίας σοβιετικού τύπου- ως τον τότε μακράν πιο δυναμικό τρόπο υλοποίησης της επεκτατικής επιταγής του νικηφόρου συστήματος. Επιπλέον, χάρη στη διεστραμμένη κυκλικότητα του πλήρως ολοκληρωμένου οργανικού συστήματος του κεφαλαίου -όπου “κάθε οικονομική σχέση προϋποθέτει κάθε άλλη στην αστική οικονομική της μορφή” και “κάθε τι που τίθεται είναι επίσης προϋπόθεση”- ο κόσμος του κεφαλαίου μπορούσε επίσης να διεκδικήσει τους ισχυρισμούς του ότι είναι ένα για πάντα ανθεκτικό στη σκουριά “σιδερένιο κλουβί” από το οποίο δεν θα μπορούσε ή δεν θα έπρεπε να διανοηθεί κανείς να ξεφύγει.

Ωστόσο, η απόλυτη ανάγκη να ανταποκριθεί με επιτυχία στις απαιτήσεις της ανεξέλεγκτης επέκτασης -το μυστικό της ακαταμάχητης προέλασης του κεφαλαίου- είχε φέρει μαζί της και έναν ανυπέρβλητο ιστορικό περιορισμό. Αυτό συνέβη όχι μόνο για την κοινωνικοϊστορικά συγκεκριμένη μορφή του αστικού καπιταλισμού, αλλά συνολικά για τη βιωσιμότητα του κεφαλαιακού συστήματος εν γένει. Διότι αυτό το σύστημα ελέγχου του κοινωνικού μεταβολισμού έπρεπε είτε να καταφέρει να επιβάλει στην κοινωνία την αδίστακτη και τελικά ανορθολογική επεκτατική λογική του, όσο καταστροφικές κι αν ήταν οι συνέπειες- είτε έπρεπε να υιοθετήσει κάποιους ορθολογικούς περιορισμούς που να έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον ενδόμυχο προσδιορισμό του ως ανεξέλεγκτου επεκτατικού συστήματος. Ο εικοστός αιώνας είχε γίνει μάρτυρας πολλών αποτυχημένων προσπαθειών που στόχευαν στην υπέρβαση των συστημικών περιορισμών του κεφαλαίου, από τον κεϋνσιανισμό μέχρι τον κρατικό παρεμβατισμό σοβιετικού τύπου, μαζί με τις πολιτικές και στρατιωτικές πυρκαγιές στις οποίες οδήγησαν. Και όμως, το μόνο που μπόρεσαν να επιτύχουν αυτές οι προσπάθειες ήταν μόνο η “υβριδοποίηση” του κεφαλαιακού συστήματος, σε σύγκριση με την κλασική οικονομική του μορφή (με εξαιρετικά προβληματικές συνέπειες για το μέλλον), αλλά όχι δομικά βιώσιμες λύσεις.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό από αυτή την άποψη ότι, στην πραγματικότητα -και παρά τον θριαμβολογία που πανηγύριζε τα τελευταία χρόνια τόσο τις μυθικές αρετές μιας εξιδανικευμένης “κοινωνίας της αγοράς” (για να μην αναφέρουμε την απολογητική προπαγανδιστική χρήση στην οποία είχε τεθεί η έννοια μιας εντελώς φανταστικής “κοινωνικής αγοράς”) όσο και το “τέλος της ιστορίας” υπό την ποτέ ξανά αμφισβητήσιμη ηγεμονία των φιλελεύθερων καπιταλιστικών αρχών- το κεφαλαιακό σύστημα δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί ως παγκόσμιο σύστημα με τη σωστή καπιταλιστική του μορφή- δηλ. δηλ. κάνοντας να επικρατήσει καθολικά ο συντριπτικά οικονομικός τρόπος εξαγωγής και ιδιοποίησης της υπερεργασίας ως υπεραξίας. Το κεφάλαιο τον εικοστό αιώνα αναγκάστηκε να απαντήσει σε όλο και πιο εκτεταμένες κρίσεις (που έφεραν μαζί τους ακόμη και δύο προηγουμένως αδιανόητους παγκόσμιους πολέμους) αποδεχόμενο την “υβριδοποίηση” -με τη μορφή μιας όλο και μεγαλύτερης εισβολής του κράτους στη διαδικασία της κοινωνικοοικονομικής αναπαραγωγής- ως διέξοδο από τις δυσκολίες του, αγνοώντας τους μακροπρόθεσμους κινδύνους της υιοθετημένης θεραπείας για τη βιωσιμότητα του συστήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι προσπάθειες να γυρίσουν πίσω το χρόνο (ακόμη και στην εποχή ενός κατάφωρα παραποιημένου Άνταμ Σμιθ) είναι εμφανείς μεταξύ των άκριτων υπερασπιστών του συστήματος του κεφαλαίου. Έτσι, οι εκπρόσωποι της “Ριζοσπαστικής Δεξιάς” συνεχίζουν να φαντασιώνονται την “οπισθοχώρηση των ορίων του κράτους”, αν και στην πραγματικότητα παρατηρείται σαφώς η αντίθετη τάση, λόγω της αδυναμίας του συστήματος να εξασφαλίσει την επέκταση του κεφαλαίου στην απαιτούμενη κλίμακα χωρίς τη χορήγηση όλο και μεγαλύτερων δόσεων “ξένης βοήθειας” από το κράτος με τη μία ή την άλλη μορφή.

Ο καπιταλισμός μπορεί να έχει κερδίσει το πάνω χέρι στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά είναι εντελώς λάθος να περιγράψουμε τη σημερινή κατάσταση του κόσμου ως επιτυχημένη κυριαρχία του καπιταλισμού παντού, παρόλο που είναι σίγουρα υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου. Στην Κίνα, για παράδειγμα, ο καπιταλισμός έχει εγκαθιδρυθεί με τη βία μόνο σε παράκτιους “θύλακες”, αφήνοντας τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού (δηλαδή, πολύ πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους) έξω από το πλαίσιό του. Και ακόμη και σε αυτές τις περιορισμένες περιοχές της Κίνας, όπου επικρατούν οι καπιταλιστικές αρχές, η οικονομική εξόρυξη της υπερεργασίας πρέπει να στηρίζεται από βαριές πολιτικές συνιστώσες, ώστε να διατηρείται τεχνητά χαμηλό το κόστος της εργασίας. Ομοίως, η Ινδία -μια άλλη χώρα με τεράστιο πληθυσμό- βρίσκεται μόνο εν μέρει υπό την επιτυχή διαχείριση του καπιταλιστικά ρυθμιζόμενου κοινωνικοοικονομικού μεταβολισμού, αφήνοντας τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού σε μια πολύ διαφορετική κατάσταση μέχρι στιγμής.[3] Ακόμα και στην πρώην Σοβιετική Ένωση θα ήταν αρκετά ανακριβές να μιλήσουμε για την επιτυχή αποκατάσταση του καπιταλισμού παντού, παρά την πλήρη αφοσίωση των κυρίαρχων πολιτικών σωμάτων σε αυτό το έργο για όχι λιγότερο από τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Επιπλέον, ο αποτυχημένος “εκσυγχρονισμός” του λεγόμενου “τρίτου κόσμου”, σύμφωνα με τις συνταγές που προπαγάνδιζαν επί δεκαετίες οι “προηγμένες καπιταλιστικές” χώρες, υπογραμμίζει το γεγονός ότι τεράστιος αριθμός ανθρώπων -όχι μόνο στην Ασία, αλλά και στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική- δεν μπόρεσε να μπει στην πολυπόθητη γη της φιλελεύθερης καπιταλιστικής χιλιετίας. Έτσι, το κεφάλαιο θα μπορούσε να καταφέρει να προσαρμοστεί στις πιέσεις που προέρχονται από το τέλος της “ιστορικής του ανόδου” μόνο γυρίζοντας την πλάτη στη δική του προοδευτική φάση ανάπτυξης και εγκαταλείποντας εντελώς το φιλελεύθερο καπιταλιστικό σχέδιο, παρά όλες τις ιδιοτελείς ιδεολογικές μυστικοποιήσεις περί του αντιθέτου. Γι’ αυτό πρέπει να είναι σήμερα ακόμη πιο προφανές από ποτέ άλλοτε ότι ο στόχος του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού δεν μπορεί να είναι μόνο ο καπιταλισμός, αν πρόκειται να έχει διαρκή επιτυχία- πρέπει να είναι το ίδιο το κεφαλαιακό σύστημα.

Αυτό το σύστημα σε όλες τις καπιταλιστικές ή μετακαπιταλιστικές μορφές του είναι (και πρέπει να παραμείνει) προσανατολισμένο στην επέκταση και καθοδηγούμενο από τη συσσώρευση.[4] Φυσικά, το ζητούμενο από αυτή την άποψη δεν είναι μια διαδικασία σχεδιασμένη για την αυξανόμενη ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Αντίθετα, είναι η επέκταση του κεφαλαίου ως αυτοσκοπός, που εξυπηρετεί τη διατήρηση ενός συστήματος το οποίο δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς τη συνεχή επιβεβαίωση της δύναμής του ως εκτεταμένου τρόπου αναπαραγωγής. Το σύστημα του κεφαλαίου είναι ανταγωνιστικό στον εσωτερικό του πυρήνα, λόγω της ιεραρχικής δομικής υποταγής της εργασίας στο κεφάλαιο, το οποίο σφετερίζεται πλήρως -και πρέπει πάντα να σφετερίζεται- την εξουσία λήψης αποφάσεων. Αυτός ο δομικός ανταγωνισμός επικρατεί παντού, από τους μικρότερους συστατικούς “μικρόκοσμους” μέχρι τους “μακρόκοσμους” που αγκαλιάζουν τις πιο ολοκληρωμένες αναπαραγωγικές δομές και σχέσεις. Και ακριβώς επειδή ο ανταγωνισμός είναι δομικός, το σύστημα του κεφαλαίου είναι -και πρέπει πάντα να παραμένει- μη μεταρρυθμίσιμο και ανεξέλεγκτο. Η ιστορική αποτυχία της ρεφορμιστικής σοσιαλδημοκρατίας παρέχει μια εύγλωττη μαρτυρία για το μη μεταρρυθμίσιμο του συστήματος- και η εμβάθυνση της δομικής κρίσης, με τους κινδύνους που εγκυμονεί για την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας, αναδεικνύει έντονα το ανεξέλεγκτο του συστήματος. Πράγματι, είναι αδιανόητο να εισαχθούν οι θεμελιώδεις αλλαγές που απαιτούνται για τη διόρθωση της κατάστασης χωρίς να ξεπεραστεί ο καταστροφικός δομικός ανταγωνισμός τόσο στον αναπαραγωγικό “μικρόκοσμο” όσο και στον “μακρόκοσμο” του κεφαλαιακού συστήματος ως ενός συνολικού τρόπου ελέγχου του κοινωνικού μεταβολισμού. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την τοποθέτηση στη θέση του μιας ριζικά διαφορετικής μορφής κοινωνικής μεταβολικής αναπαραγωγής, προσανατολισμένης προς την ποιοτική αναδιαστασιολόγηση και την αυξανόμενη ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών- ενός τρόπου ανθρώπινης ανταλλαγής που ελέγχεται όχι από ένα σύνολο φετιχιστικών υλικών προσδιορισμών αλλά από τους ίδιους τους σχετιζόμενους παραγωγούς.

Το κεφαλαιακό σύστημα χαρακτηρίζεται από ένα τριπλό ρήγμα μεταξύ (1) της παραγωγής και του ελέγχου της, (2) της παραγωγής και της κατανάλωσης και (3) της παραγωγής και της (εσωτερικής και διεθνούς) κυκλοφορίας των προϊόντων. Ως αποτέλεσμα, πρόκειται για ένα ανεπανόρθωτα “φυγόκεντρο” σύστημα στο οποίο τα αντικρουόμενα και εσωτερικά ανταγωνιστικά μέρη έλκονται προς πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις. Στις θεωρίες που διατυπώθηκαν από τη σκοπιά του κεφαλαίου στο παρελθόν, οι θεραπείες για την ελλείπουσα συνεκτική διάσταση ήταν στο σύνολό τους ευσεβώς νοηματοδοτημένες. Αρχικά, από τον Άνταμ Σμιθ, ως “το αόρατο χέρι”, το οποίο υποτίθεται ότι θα καθιστούσε τις πολιτικές παρεμβάσεις του κράτους και των πολιτικών του -που ρητά καταδικάστηκαν από τον Σμιθ ως οι πλέον επιβλαβείς- εντελώς περιττές. Αργότερα ο Καντ προσέφερε μια παραλλαγή του “Εμπορικού Πνεύματος” του Άνταμ Σμιθ, υποστηρίζοντας την υλοποίηση της “ηθικής πολιτικής” και (μάλλον αφελώς) προσδοκώντας από τη δράση του “Εμπορικού Πνεύματος” όχι μόνο καθολικά διαχεόμενα οικονομικά οφέλη αλλά και μια πολιτικά αξιέπαινη βασιλεία “αιώνιας ειρήνης” στο πλαίσιο μιας αρμονικής “Κοινωνίας των Εθνών”. Ακόμα αργότερα, στο αποκορύφωμα αυτής της κατεύθυνσης σκέψης, ο Χέγκελ εισήγαγε την ιδέα της “πονηριάς του Λόγου”, αποδίδοντάς της την εκπλήρωση μιας πολύ παρόμοιας λειτουργίας με το “αόρατο χέρι” του Άνταμ Σμιθ. Ωστόσο, σε πλήρη αντίθεση με τον Σμιθ -και αντανακλώντας την πολύ πιο συγκρουσιακή δυσπραγία της δικής του εποχής- ο Χέγκελ είχε αποδώσει άμεσα τον ολοκληρωτικό/συμπαντικό ρόλο της Λογικής στις ανθρώπινες υποθέσεις στο εθνικό κράτος, περιφρονώντας την πίστη του Καντ στην επερχόμενη βασιλεία της “αιώνιας ειρήνης”. Ωστόσο, επέμενε επίσης ότι “το Οικουμενικό βρίσκεται στο κράτος, στους νόμους του, στις καθολικές και ορθολογικές ρυθμίσεις του. Το Κράτος είναι η Θεία Ιδέα όπως υπάρχει στη Γη “[5], αφού στον σύγχρονο κόσμο “το Κράτος ως εικόνα και πραγματικότητα του Λόγου έχει γίνει αντικειμενικό” [6]. Έτσι, ακόμη και οι σπουδαιότεροι στοχαστές που εννοιολόγησαν αυτά τα προβλήματα από τη σκοπιά του κεφαλαίου δεν μπορούσαν παρά να προσφέρουν κάποιες εξιδανικευμένες λύσεις στις υποκείμενες αντιφάσεις -δηλαδή στο τελικά ανεπανόρθωτο τριπλό ρήγμα που αναφέρθηκε παραπάνω. Παρ’ όλα αυτά, αναγνώρισαν έστω και εμμέσως την ύπαρξη τέτοιων αντιφάσεων, σε αντίθεση με τους σημερινούς απολογητές του κεφαλαίου -όπως για παράδειγμα οι εκπρόσωποι της “Ριζοσπαστικής Δεξιάς”- οι οποίοι δεν θα παραδεχόντουσαν ποτέ την ύπαρξη κάποιου σημείου που χρήζει ουσιαστικής θεραπείας στο λατρεμένο τους σύστημα.

Με δεδομένο τον φυγόκεντρο εσωτερικό προσδιορισμό των συστατικών του μερών, το σύστημα του κεφαλαίου θα μπορούσε να βρει μια πολύ προβληματική συνεκτική διάσταση μόνο με τη μορφή των εθνικών κρατικών σχηματισμών. Τα τελευταία ενσάρκωσαν την ολοκληρωτική/συμπεριληπτική πολιτική δομή διοίκησης του κεφαλαίου, η οποία αποδείχθηκε επαρκής για το ρόλο της καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής ανόδου του συστήματος. Ωστόσο, το γεγονός ότι αυτή η επανορθωτική συνεκτική διάσταση αρθρώθηκε ιστορικά με τη μορφή των κάθε άλλο παρά φιλικών και αρμονικών εθνικών κρατών, χωρίς καμία διάθεση συμμόρφωσης προς την καντιανή επιταγή της επερχόμενης “αιώνιας ειρήνης”, σήμαινε ότι το κράτος στην πραγματικότητά του ήταν πράγματι “μολυσμένο από την ενδεχομενικότητα” [7] με περισσότερους από έναν τρόπους. Πρώτον, επειδή οι δυνάμεις καταστροφής που διαθέτει ο σύγχρονος πόλεμος έχουν καταστεί απολύτως απαγορευτικές, στερώντας έτσι από τα εθνικά κράτη την τελική τους κύρωση για την επίλυση των πιο ολοκληρωμένων διεθνών ανταγωνισμών με τη μορφή ενός ακόμη παγκόσμιου πολέμου. Δεύτερον, επειδή το τέλος της ιστορικής υπεροχής του κεφαλαίου έφερε στο προσκήνιο την παράλογη σπατάλη και την καταστροφικότητα του συστήματος στο επίπεδο της παραγωγής [8] , εντείνοντας έτσι την ανάγκη για την εξασφάλιση νέων διεξόδων για τα εμπορεύματα του κεφαλαίου μέσω της ηγεμονικής/ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας υπό συνθήκες όπου ο παραδοσιακός τρόπος επιβολής της δεν θα μπορούσε πλέον να θεωρηθεί άμεσα διαθέσιμη επιλογή- όχι μόνο για αυστηρά στρατιωτικούς λόγους αλλά και λόγω της σοβαρής πιθανότητας που ενέχουν τέτοια βήματα για έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο. Και τρίτον, επειδή η αντίφαση, συγκαλυμμένη μέχρι πρόσφατα, μεταξύ της ασυγκράτητης επεκτατικής κίνησης του κεφαλαίου (που τείνει προς την πλήρη παγκόσμια ολοκλήρωση) και των ιστορικά αρθρωμένων κρατικών σχηματισμών του -ως ανταγωνιστικών εθνικών κρατών- είχε βγει στο φως, υποκρύπτοντας όχι μόνο την καταστροφικότητα του συστήματος αλλά και την ανεξέλεγκτη λειτουργία του. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι το τέλος της ιστορικής ανόδου του κεφαλαίου στον εικοστό αιώνα έφερε μαζί του και τη βαθιά κρίση όλων των γνωστών κρατικών σχηματισμών του.

Σήμερα, ως αυτόματη λύση σε όλα τα προβλήματα και τις αντιφάσεις που αντιμετωπίστηκαν, μας προσφέρεται το μαγικό ραβδί της παγκοσμιοποίησης. Η λύση αυτή παρουσιάζεται ως κάτι εντελώς καινούργιο, σαν το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης να εμφανίστηκε στον ιστορικό ορίζοντα μόλις την τελευταία δεκαετία ή δύο, με την υπόσχεσή του για καθολική καλοσύνη στο ίδιο επίπεδο με την κάποτε παρόμοια χαιρετισμένη και σεβαστή έννοια του “αόρατου χεριού”. Ωστόσο, στην πραγματικότητα το κεφαλαιακό σύστημα κινούνταν αναπόφευκτα προς την “παγκοσμιοποίηση” από την ίδρυσή του. Με δεδομένη την ασυγκράτητη κίνηση των συστατικών του μερών, δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς σε οποιαδήποτε άλλη μορφή παρά μόνο ως ένα περιεκτικό παγκόσμιο σύστημα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κεφάλαιο έπρεπε να επιχειρήσει να γκρεμίσει όλα τα εμπόδια που στέκονταν στο δρόμο της πλήρους εκτύλιξής του- και γι’ αυτό πρέπει να συνεχίσει να το κάνει για όσο το σύστημα επιβιώνει.

Εδώ είναι που γίνεται καθαρά ορατή μια τεράστια αντίφαση. Διότι ενώ το κεφάλαιο στην παραγωγική του άρθρωση -στην εποχή μας κυρίως μέσω του φορέα των γιγάντιων εθνικών-διεθνικών επιχειρήσεων- τείνει προς μια παγκόσμια ολοκλήρωση (και με αυτή την έννοια πραγματικά και ουσιαστικά προς την παγκοσμιοποίηση), η ζωτική διαμόρφωση του “συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου” ή του “παγκόσμιου κεφαλαίου” στερείται μέχρι σήμερα παντελώς της κατάλληλης κρατικής του συγκρότησης. Αυτό είναι που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τον εγγενή προσδιορισμό του ίδιου του συστήματος ως αναπόδραστα παγκόσμιου και ανεξέλεγκτου. Έτσι, η ελλείπουσα “κατάσταση του κεφαλαιακού συστήματος” ως τέτοια καταδεικνύει την αδυναμία του κεφαλαίου να μεταφέρει την αντικειμενική λογική του ασυγκράτητου του συστήματος στην τελική της κατάληξη. Είναι αυτή η περίσταση που πρέπει να θέσει τις αισιόδοξες προσδοκίες της “παγκοσμιοποίησης” υπό τη σκιά μιας οδυνηρής αποτυχίας, χωρίς ωστόσο να απομακρύνει το ίδιο το πρόβλημα -δηλαδή την αναγκαιότητα μιας πραγματικά παγκόσμιας ολοκλήρωσης των αναπαραγωγικών ανταλλαγών της ανθρωπότητας- για την οποία μόνο μια σοσιαλιστική λύση μπορεί να οραματιστεί. Διότι χωρίς σοσιαλιστική λύση, ο αναγκαστικά αυξανόμενος θανάσιμος ανταγωνισμός και οι ηγεμονικές αντιπαραθέσεις των κύριων ανταγωνιστικών δυνάμεων για τις απαιτούμενες διεξόδους -για να πάρουμε μάλιστα ένα μόνο παράδειγμα, μέσα σε δύο ή τρεις δεκαετίες η οικονομία της Κίνας (ακόμη και με τον σημερινό ρυθμό ανάπτυξής της) είναι βέβαιο ότι θα υπερβεί κατά πολύ την οικονομική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών, με ένα αντίστοιχο στρατιωτικό δυναμικό- δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μια καταστροφική απειλή για την επιβίωση της ανθρωπότητας.

Η δομική κρίση του κεφαλαίου είναι η απογοητευτική εκδήλωση της σύγκρουσης του συστήματος με τα ίδια του τα εγγενή όρια. Η προσαρμοστικότητα αυτού του τρόπου ελέγχου του κοινωνικού μεταβολισμού θα μπορούσε να φτάσει τόσο μακριά όσο η “ξένη βοήθεια” που είναι συμβατή με τους συστηματικούς του προσδιορισμούς του το επιτρέπει. Το ίδιο το γεγονός ότι η ανάγκη για μια τέτοια “ξένη βοήθεια” εμφανίστηκε -και παρ’ όλη τη μυθολογία περί του αντιθέτου συνέχισε να αυξάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα- ήταν πάντα μια ένδειξη ότι έπρεπε να εισαχθεί κάτι μάλλον διαφορετικό από την κανονικότητα της οικονομικής εξόρυξης του κεφαλαίου και της ιδιοποίησης της υπερεργασίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι σοβαρές “δυσλειτουργίες” του συστήματος. Ωστόσο, για το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα μας το κεφάλαιο μπορούσε να χωνέψει τις χορηγούμενες δόσεις της θεραπείας, και στις λίγες “προηγμένες καπιταλιστικές χώρες” -αλλά μόνο εκεί- μπορούσε να γιορτάσει ακόμη και την πιο προφανώς επιτυχημένη επεκτατική φάση της ανάπτυξής του υπό τις μεταπολεμικές δεκαετίες του κεϋνσιανού κρατικού παρεμβατισμού.

Η σοβαρότητα της δομικής κρίσης του συστήματος του κεφαλαίου φέρνει τους σοσιαλιστές αντιμέτωπους με μια μεγάλη στρατηγική πρόκληση, προσφέροντας όμως ταυτόχρονα και κάποιες ζωτικές νέες δυνατότητες για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης. Αυτό που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι, ανεξάρτητα από το πόσο άφθονες και πόσο ποικίλες ήταν οι μορφές της “ξένης βοήθειας” του 20ου αιώνα -σε αντίθεση με τις πρώτες φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όταν η απολυταρχική πολιτική “ξένη βοήθεια” (όπως επισήμανε ο Μαρξ αναφερόμενος στον Ερρίκο Η’ και άλλους) ήταν καθοριστική, ναι ζωτικής σημασίας, για την εδραίωση της κανονικότητας και της υγιούς λειτουργίας του κεφαλαίου ως ενός συνολικού συστήματος-, όλες αυτές οι βοήθειες στην εποχή μας αποδείχθηκαν ανεπαρκείς για την εξασφάλιση της μόνιμης σταθερότητας και της αδιαμφισβήτητης ζωτικότητας του συστήματος. Ακριβώς το αντίθετο. Διότι οι κρατικές παρεμβάσεις του εικοστού αιώνα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να εντείνουν την “υβριδοποίηση” του κεφαλαίου ως κοινωνικού αναπαραγωγικού συστήματος, συσσωρεύοντας έτσι προβλήματα για το μέλλον. Στα χρόνια που έχουμε μπροστά μας η δομική κρίση του κεφαλαίου -που εκδηλώνεται ως η χρόνια ανεπάρκεια “ξένης βοήθειας” στο παρόν στάδιο ανάπτυξης- είναι βέβαιο ότι θα βαθύνει. Είναι επίσης βέβαιο ότι θα αντηχεί σε ολόκληρο τον πλανήτη, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα μέρη του κόσμου, επηρεάζοντας κάθε πτυχή της ζωής, από τις άμεσα υλικές αναπαραγωγικές διαστάσεις μέχρι τις πιο διαμεσολαβημένες πνευματικές και πολιτιστικές ανησυχίες.

Σίγουρα, μια ιστορικά βιώσιμη αλλαγή μπορεί να είναι μόνο μια πραγματικά εποχιακή αλλαγή, θέτοντας το καθήκον να υπερβεί το ίδιο το κεφάλαιο ως τρόπο ελέγχου του κοινωνικού μεταβολισμού. Αυτό σημαίνει μια κίνηση πολύ μεγαλύτερου μεγέθους από την αντικατάσταση του φεουδαρχικού συστήματος από την ιεραρχική δομική υπαγωγή της εργασίας σε οποιαδήποτε ξένη δύναμη ελέγχου- σε αντίθεση με την απλή αλλαγή της συγκεκριμένης ιστορικής μορφής με την οποία διαιωνίζεται η εξαγωγή και η ιδιοποίηση της υπερεργασίας, όπως συνέβαινε πάντα στο παρελθόν.

Οι “προσωποποιήσεις του κεφαλαίου” μπορούν να πάρουν πολλές διαφορετικές μορφές, από την ιδιωτική καπιταλιστική ποικιλία μέχρι τη σημερινή θεοκρατία, και από ιδεολόγους και πολιτικούς της “Ριζοσπαστικής Δεξιάς” μέχρι μετακαπιταλιστικούς κομματικούς και κρατικούς γραφειοκράτες. Μπορούν ακόμη και να παρουσιαστούν ως πολιτικοί τραβεστί, φορώντας την ενδυμασία των “Νέων Εργατικών” (όπως κάνει σήμερα η κυβέρνηση στη Βρετανία, για παράδειγμα), ώστε να διαδώσουν τη μυστικοποίηση προς το συμφέρον της συνέχισης της κυριαρχίας του κεφαλαίου με τόσο μεγαλύτερη ευκολία. Όλα αυτά, ωστόσο, δεν μπορούν να επιλύσουν τη δομική κρίση του συστήματος και την ανάγκη υπέρβασής της μέσω της ηγεμονικής εναλλακτικής λύσης της εργασίας στην κοινωνική μεταβολική τάξη του κεφαλαίου. Αυτό είναι που θέτει στην ιστορική ατζέντα το καθήκον για τη ριζική επαναδιατύπωση του σοσιαλιστικού κινήματος ως ασυμβίβαστου μαζικού κινήματος. Ο τερματισμός του τραγικά αυτοαφοπλιστικού διαχωρισμού του “βιομηχανικού βραχίονα” της εργασίας (τα συνδικάτα) από τον “πολιτικό βραχίονα” της (τα παραδοσιακά κόμματα) και η έναρξη της πολιτικά συνειδητής άμεσης δράσης, σε αντίθεση με την ήπια αποδοχή των ολοένα και χειρότερων συνθηκών που επιβάλλουν στους παραγωγούς οι ψευδοδημοκρατικοί κανόνες του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, αποτελούν τους αναγκαίους προσανατολιστικούς στόχους και τις μεταβατικές κινήσεις ενός αναζωογονημένου σοσιαλιστικού κινήματος στο ορατό μέλλον. Η συνεχής υποταγή στην παγκοσμιοποιητική καταστροφική πορεία ανάπτυξης του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου δεν αποτελεί πραγματικά καμία επιλογή.

Σημειώσεις

  1. Μαρξ, Grundrisse, σ. 278.
  2. Πάνω απ’ όλα με την υπέρβαση της απαγόρευσης της πώλησης και της αγοράς τόσο της γης όσο και της εργασίας, εξασφαλίζοντας έτσι τον θρίαμβο της αλλοτρίωσης σε κάθε τομέα.
  3. Τεράστιοι αριθμοί απλώς επιβιώνουν (αν επιβιώνουν) “από το χέρι στο στόμα” στην “παραδοσιακή οικονομία”, και ο αριθμός εκείνων που παραμένουν εντελώς περιθωριοποιημένοι, έστω και αν εξακολουθούν να ελπίζουν -κυρίως μάταια- για κάποια δουλειά στο καπιταλιστικό σύστημα, σχεδόν δεν είναι κατανοητός. Έτσι, “ενώ ο συνολικός αριθμός των ανέργων που ήταν εγγεγραμμένοι στα γραφεία ευρέσεως εργασίας ανερχόταν σε 336 εκατομμύρια το 1993, ο αριθμός των απασχολούμενων το ίδιο έτος σύμφωνα με την Επιτροπή Σχεδιασμού ανερχόταν σε μόλις 307,6 εκατομμύρια, πράγμα που σημαίνει ότι ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των απασχολούμενων. Και το ποσοστό της ποσοστιαίας αύξησης της απασχόλησης είναι σχεδόν αμελητέο”. Σουκομάλ Σεν, Η εργατική τάξη της Ινδίας: History of the Emergence and Movement 1830-1990, With an Overview up to 1955 (Calcutta: K.P. Bagchi & Co., 1997) σ. 554.
  4. Η χρόνια κρίση της συσσώρευσης ως σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα έχει επισημανθεί πολλές φορές από τους Paul Sweezy και Harry Magdoff.
  5. Georg Hegel, Η φιλοσοφία της ιστορίας, σ. 39.
  6. ό.π., σ. 223.
  7. ό.π., σ. 214.
  8. Ο Σουμπέτερ συνήθιζε να επαινεί τον καπιταλισμό -μάλλον με αυταρέσκεια- ως μια αναπαραγωγική τάξη “παραγωγικής καταστροφής”- σήμερα θα ήταν πολύ πιο σωστό να τον χαρακτηρίσουμε ως ένα σύστημα “καταστροφικής παραγωγής” που διαρκώς αυξάνεται.

Ο κόσμος, όπως τον βλέπει ο Donald Trump

Προωθώντας τα συμφέροντα της Αμερικής σε έναν πολυπολικό κόσμο

Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του Trump, η Αμερική έρχεται πρώτη και όλοι οι άλλοι αποτελούν ατού ή εμπόδιο. Η Ευρώπη αξίζει λιγότερη προσοχή από τη Ρωσία, με την οποία οι σχέσεις θα πρέπει να βελτιωθεί εν συντομία, και η Κίνα, η οποία αναμένεται να έχει τη Βόρεια Κορέα υπό έλεγχο.

Η κατανόηση της εξωτερικής πολιτικής του Trump δεν ήταν εύκολη δουλειά. Σε αντίθεση με άλλους μέλλοντες προέδρους, δεν έχει εκδώσει περίτεχνα κείμενα θέσεων σχετικά με τις πρωτιμώμενές του πολιτικές, ούτε έχει πραγματοποιήσει μακροσκελείς ομιλίες. Τα μόνα στοιχεία που έχουμε είναι κάποιες συνεντεύξεις και εμφανίσεις στα πλαίσια της καμπάνιας του, και τώρα τις επιλογές του για τις κορυφαίες κυβερνητικές θέσεις. Για ορισμένους παρατηρητές, αυτό δείχνει μια απαίδευτη ή ασυνάρτητη προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική, προερχόμενη κυρίως από τίτλους ειδήσεων και τις εμπειρίες του ως κοσμογυρισμένος επιχειρηματίας. Αλλά αν κανείς το εξετάσει προσεκτικότερα, συγκεκριμένα μοτίβα αρχίζουν να εμφανίζονται. Ο Donald Trump έχει μια σαφή οπτική για τον κόσμο και τη θέση της Αμερικής μέσα σε αυτόν – και σε ορισμένες πτυχές τους, οι αντιλήψεις του είναι πολύ πιο κοντινές στις παγκόσμιες πραγματικότητες από εκείνες των, χαιρόντων μεγάλης εκτίμησης, σοφών και παραγωγών πολιτικής στην Ουάσινγκτον.

Περάστε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα στην πρωτεύουσα του έθνους και θα δείτε τον κόσμο με έναν ορισμένο τρόπο. Αυτό είναι ένα σύμπαν φτιαγμένο από ομόκεντρους κύκλους που εκτείνονται έξω από τον Λευκό Οίκο, με τον Καναδά, τη Βρετανία και άλλες αγγλόφωνες χώρες-συμμάχους στον πρώτο δακτύλιο· τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΝΑΤΟ συν την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και το Ισραήλ στο δεύτερο· τους μακροχρόνιους οικονομικούς και στρατιωτικούς εταίρους, όπως την Ταϊβάν, τις Φιλιππίνες και τη Σαουδική Αραβία στον τρίτο και ούτω καθεξής. Έξω από αυτό το σύστημα εξαρτώμενων σχέσεων βρίσκονται οι αντιπάλοι της Αμερικής: η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα. Για δεκαετίες, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είχε ως στόχο την ενίσχυση των δεσμών με και ανάμεσα στις φιλικές προς τη Ουάσιγκτον χώρες, και προσπαθούσε να αποδυναμώσει και να απομονώσει τους «outsider». Μερικές φορές αυτό σήμαινε πόλεμο, για να προστατευτούν εκείνοι στο εξωτερικό δίκτυο συμμαχιών, ή για να αποφευχθεί κάποιοι στους εσωτερικούς κύκλους να εκτεθούν σε κίνδυνο.

Ο Trump δεν έχει περάσει πολύ χρόνο μέσα στον δακτύλιο (σ.μτφ. Inside the Beltway, αμερικάνικος ιδιωματισμός που χαρακτηρίζει τα ζητήματα που κρίνουν αναγκαία η εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ, οι λομπίστες και τα media) και δεν συμμερίζεται την Ουάσιγκτον-κεντρική άποψη της πλειονότητας των πολιτικών των ΗΠΑ. Είναι ένας επιχειρηματίας της Νέας Υόρκης με συμφέροντα σε όλο τον κόσμο, εντελώς αποκομμένος από κάθε δομική αντίληψη των συμμάχων, φίλων και εχθρών. Σε αυτό, μοιάζει πολύ με τον Rex W. Tillerson, διευθύνων σύμβουλο της Exxon Mobil και επιλογή του Trump ως υπουργό. Για τους δύο αυτούς άνδρες, ο κόσμος είναι μια τεράστια ανταγωνιστική ζούγκλα, με ευκαιρίες και κινδύνους παντού, χωρίς σεβασμό για την υποτιθέμενη πίστη ή εχθρότητα οποιασδήποτε κυβέρνησης προς την Ουάσιγκτον.

Στον κόσμο όπως τον βλέπει ο Donald Trump, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι ο πυρήνας μιας εκτεταμένης οικογένειας εξαρτώμενων μελών στα οποία οφείλει την προστασία, αλλά ένα από τα πολλά κέντρα εξουσίας που συναγωνίζονται για τον πλούτο και το πλεονέκτημα σε μια έντονα ανταγωνιστική παγκόσμια σκακιέρα. Ο στόχος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ σε αυτό το περιβάλλον είναι να προωθήσει τα συμφέροντα της Αμερικής πάνω απ’ όλα, και να ματαιώσει τα σχέδια όλων εκείνων που αναζητούν να κερδίσουν εις βάρος της. Σε αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου κάθε κυβέρνηση θα κριθεί αποκλειστικά από το τι μπορεί να κάνει για να προωθήσει τα συμφέροντα της Αμερικής ή να εμποδίσει την πρόοδό της, ο Trump θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο που έχει στη διάθεσή του για να ανταμείψει τους συνεργάτες και να τιμωρήσει τους αντιπάλους. Οι πρόθυμοι συνεργάτες μπορούν να αναμένουν κρατικές επισκέψεις στο Λευκό Οίκο, ευνοϊκότερες εμπορικές συμφωνίες και εξαίρεση από τις αναθεωρήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα· οι αντίπαλοι θα αντιμετωπίσουν υψηλούς εισαγωγικούς δασμούς, διπλωματική απομόνωση και, σε περίπτωση ακραίας πρόκλησης, στρατιωτική δράση. Η ενδεχόμενη μορφή την οποία μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να λάβει δεν μπορεί να προβλεφθεί, μιας και ο Trump έχει πει λίγα για το θέμα, αλλά είναι πιθανό να είναι δυναμικού χαρακτήρα (αναμενόμενα αεροπορικά πλήγματα και πύραυλοι ενάντια σε στόχους υψηλής αξίας).

Για να εξασφαλιστεί ότι η Ουάσιγκτον είναι σε θέση να πράξει και τις δύο πλευρές αυτής της εξίσωσης, ο Trump έχει συγκεντρώσει μια ομάδα ανώτερης ηγεσίας. που αποτελείται από ανθρώπους που ξέρουν πώς να ανταμείψουν τους συνεργάτες με επικερδείς συμφωνίες (τον Tillerson ως υπουργό), αλλά ταυτόχρονα και από εκείνους που είναι έμπειροι στο κυνήγι της βίας ενάντια στους εχθρούς του έθνους (το στρατηγό Michael T. Flynn ως σύμβουλο εθνικής ασφάλειας και το στρατηγό James Ν. Mattis ως γραμματέα άμυνας). Και για να βεβαιωθεί ότι οι στρατηγοί του θα είναι σε κυρίαρχη θέση, αν και όταν απαιτηθεί να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική επιλογή, ο ίδιος ζήτησε μαζική επέκταση των ενόπλων δυνάμεων – και κυρίως του ναυτικού, την πιο κατάλληλη υπηρεσία για δραστηριότητες επίδειξης δύναμης και γρήγορων χτυπημάτων.

Ο πόλεμος εναντίον του ISIS

Πώς θα επηρεάσουν αυτά τις σχέσεις των ΗΠΑ με συγκεκριμένες περιοχές και χώρες; Ας εξετάσουμε πρώτα τη Μέση Ανατολή και τον πόλεμο κατά του ISIS (του λεγόμενου ισλαμικού κράτους). Από την αρχή, ο Trump κατέστησε σαφές ότι ο κορυφαίος στόχος του για το εξωτερικό θα είναι να «καταστρέψει τον ISIS» και να συντρίψει άλλες εκδηλώσεις της «ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας». «Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου», δήλωσε στη Φιλαδέλφεια στις 7 Σεπτεμβρίου 2016, «θα ζητήσω από τους στρατηγούς μου να μου παρουσιάσουν ένα σχέδιο εντός 30 ημερών για να νικήσουμε και να καταστρέψουμε τον ISIS».

Σε ένα σημαντικό βαθμό, ο πόλεμος των ΗΠΑ κατά του ISIS είναι περισσότερο εγχώριο παρά θέμα εξωτερικής πολιτικής: η έκδηλη αποφασιστικότητα του Trump να καταστρέψει την ομάδα προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από το φόβο των υποστηρικτών του για τη «διεθνή του εμβέλεια» και την απέχθειά τους για το μαχητικό Ισλάμ. Στην καταπολέμηση του ISIS, υποσχέθηκε, δε θα υπάρξουν ημίμετρα: κάθε εργαλείο στη διάθεσή του στρατού θα εξαπολυθεί σε μια αμείλικτη εκστρατεία αφανισμού· αν τα μέλη της οικογένειας και των πολιτικών συνεργατών του ISIS παγιδεύονται στη δίνη, ας είναι.

Όμως, ενώ η εκστρατεία ενάντια στον ISIS θα ανατεθεί στον στρατό σε μεγάλο βαθμό, εγείρει σημαντικά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Υπάρχει, για να αρχίσουμε με αυτό, το ερώτημα του ποιος θα μπορούσε να κληθεί να βοηθήσει στην τελική πάλη ενάντια στον ISIS. Το πιο αξιοσημείωτο σχετικό συμβάν είναι η συζήτηση του Trump για τον Vladimir Putin ως πιθανό σύμμαχο. «Δεν θα ήταν ωραίο αν συναντιόμασταν με τη Ρωσία και χτυπούσαμε αλύπητα τον ISIS;», είπε σε ένα συλλαλητήριο τον Ιούλιο του 2016 στη Βόρεια Καρολίνα. Ο Trump έχει επίσης υπαινιχθεί μια πιθανή σχέση εργασίας με τον Bashar al-Assad της Συρίας. «Δεν μου αρέσει καθόλου ο Assad, αλλά ο Assad σκοτώνει τον ISIS», είπε κατά τη διάρκεια του δεύτερου ντιμπέιτ με τη Hillary Clinton στις 9 Οκτωβρίου. Οι ηγέτες των χωρών αυτών, φυσικά, θα περιμένουν κάποιες παραχωρήσεις σε αντάλλαγμα – για τη Ρωσία, την αναγνώριση της προσάρτησης της Κριμαίας και την άρση των κυρώσεων· για τον Assad, την παύση όλων των ενισχύσεων προς τους αντικυβερνητικούς αντάρτες.

Ο Trump θα επιδιώξει επίσης συμφωνίες με άλλους σημαντικούς παράγοντες της περιοχής. Θα πρέπει να περιμένουμε μια σύντομη συμφωνία με τον πρόεδρο της Τουρκίας Recep Tayyip Erdoğan σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι θα αυξήσουν την πίεση τους προς τον ISIS σε αντάλλαγμα για τη μείωση της στήριξης των ΗΠΑ στους Κούρδους αντάρτες στη βόρεια Συρία – ακόμα κι αν αυτές οι ομάδες έχουν αποδειχθεί η πιο αποτελεσματική δύναμη πάλης στην εκστρατεία ενάντια στον ISIS. Ο Erdoğan ήταν μεταξύ των πρώτων ξένων ηγετών που συγχάρηκαν τον Trump μετά την εκλογική του νίκη, και οι δύο τους μίλησαν για τη βελτίωση της συνεργασίας σε δραστηριότητες αντι-τρομοκρατίας. Είναι επίσης πιθανό ότι ο Trump θα συμφωνήσει να εκδώσει τον αυτοεξόριστο Τούρκο κληρικό Fethullah Gulen, ο οποίος κατηγορείται από την Άγκυρα για το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.

Οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με τη Σαουδική Αραβία θα μπορούσαν να υποστούν πλήγμα, ως αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης επιθετικότητας των ΗΠΑ ενάντια στον ISIS. Η ηγεσία του, όπως και της Σαουδικής Αραβίας, αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από σουνίτες – και πολλοί από εκείνους που είναι πιθανό να υποφέρουν από οποιαδήποτε αύξηση των αεροπορικών επιδρομών των ΗΠΑ σε θέσεις του ISIS είναι σουνίτες πολίτες. Ωστόσο, πολλές από τις δυνάμεις που αντιμάχονται τον ISIS αποτελούνται από σιίτες – είτε μιλάμε για την πολιτοφυλακή στο Ιράκ, προωθούμενη από το Ιράν, είτε για τους Αλεβίτες και τους συμμάχους τους στη Συρία. Αναπόφευκτα, μια νίκη των πολιτοφυλακών και η επιβίωση του Assad θα προβληθούν στη Ριάντ ως θρίαμβος για το Ιράν, τον αρχι-ανταγωνιστή της Σαουδικής Αραβίας στον αγώνα για την κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή του Κόλπου. Μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη η επισκευή των τεταμένων σχέσεων των ΗΠΑ με τη Ριάντ, ειδικά με την επιμονή του Trump ότι η Σαουδική Αραβία θα πρέπει να πληρώσει ακριβά για την προστασία που ισχυρίζεται ότι λαμβάνει από τις ΗΠΑ.

Με μια πρώτη ματιά, οι Ιρανοί έχουν πολλά να φοβηθούν από την άνοδο του Trump στο Λευκό Οίκο. Καθ ‘όλη την εκστρατεία του, αποκάλεσε την πυρηνική συμφωνία Ιράν – επίσημα, το κοινό γενικό σχέδιο δράσης – «το χειρότερο deal στην ιστορία» και υποσχέθηκε να «το διαλύσει» ξεκινώντας τη θητεία. Ο Flynn, στην εθνική ασφάλεια, είναι ένας ιδιαίτερα ειλικρινής αντίπαλος του Ιράν και αναμένεται να συνεχίσει την πίεση στον Trump να δώσει συνέχεια σε αυτή του την υπόσχεση. Αλλά η προτεραιότητα της νίκης κατά του ISIS μπορεί να υπερισχύει της διάθεσης για απομόνωση του Ιράν· ο Trump μπορεί να δει κάποιο πλεονέκτημα σε μια σιωπηρή συμφωνία με την Τεχεράνη σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα της καταπολέμησης του ISIS τώρα και αναβολή άλλων ζητημάτων για αργότερα.

Μήνας του μέλιτος ΗΠΑ-Ρωσίας

Αν κάτι είναι πιθανό να αλλάξει κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της διοίκησης του Trump, είναι οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία. Ο Trump μίλησε σε αρκετές περιπτώσεις για τον θαυμασμό του για τον Vladimir Putin, προσφερόμενος να τον συναντήσει, σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις διμερείς σχέσεις. Μετά την διάσκεψη του Putin με τον εκλεγέντα πρόεδρο από το τηλέφωνο, το Κρεμλίνο εξέδωσε δήλωση αναφέροντας ότι οι δύο ηγέτες είχαν συμφωνήσει να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους και να συνεχίσουν την εποικοδομητική συνεργασία στο ευρύτερο δυνατό φάσμα θεμάτων». Πολλοί παρατηρητές πιστεύουν επίσης ότι επέλεξε τον Tillerson ως γραμματέας του κράτους, εν μέρει λόγω τους μακροχρόνιούς του δεσμούς με το Κρεμλίνο σχετικά με την ενέργεια, που διαμορφώθηκε μέσω περίτεχνων κοινοπραξιών μεταξύ Exxon και ρωσικών επιχειρήσεων στην Αρκτική και το νησί Σαχαλίνη.

Αλλά θα ήταν λάθος για τον Putin να υποθέσει ότι οποιοσδήποτε μήνας του μέλιτος στις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις θα καταστεί μόνιμος. Όπως ο Trump έχει καταστήσει σαφές, κύριο ενδιαφέρον του είναι να προωθήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ πάνω απ ‘όλα, και αυτό δεν θα επιτρέψει οποιαδήποτε ρύθμιση που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως την παράδοση της δεσπόζουσας θέσης της Αμερικής στην παγκόσμια σκακιέρα. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε σε ποιο σημείο κάποια διεκδικητική ρωσική ενέργεια στην Ανατολική Ευρώπη θα μπορούσε να δοκιμάσει αυτή τη στάση, αλλά ο Trump δεν θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να χαρακτηριστούν ως αναποφάσιστες ή άβουλες σε οποιαδήποτε τέτοια αντιπαράθεση. Οι μυστικές Ρώσικες παρεμβάσεις στις χώρες της Βαλτικής ή τα βαλκανικά κράτη μάλλον δεν θα διεγείρουν την οργή του, αλλά μια απροκάλυπτη επίθεση σε σύμμαχο των ΗΠΑ θα προκαλούσε αναμφίβολα μια σκληρή απάντηση.

Το καθεστώς Putin θα πρέπει να ανησυχεί και για την πρόθεση του Trump να αναζωογονήσει τον αμερικάνικο στρατό. Ενώ πολλές από τις προτάσεις του, όπως μια σημαντική επέκταση του ναυτικού, εμφανίζονται να απευθύνονται κυρίως στην Κίνα, ορισμένες από αυτές θα αποδειχθούν ενοχλητικές στη Ρωσία. Αυτές περιλαμβάνουν την έκκληση του Trump για τον εκσυγχρονισμό του στρατηγικού βομβαρδιστικού στόλου των ΗΠΑ και την απόκτηση ενός «αριστοτεχνικού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας». Ενώ απειλεί την Κίνα, οι πρωτοβουλίες αυτές θα αποδειχθούν ιδιαίτερα ανησυχητικές για τη Ρωσία, δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης της από τα πυρηνικά όπλα για να αποτρέψει τη στρατιωτική δράση από τη Δύση. Ο ίδιος ο Putin εξέφρασε την ανησυχία του για τις προτάσεις αυτές κατά την ετήσια ομιλία του για την κατάσταση του έθνους την 1η Δεκεμβρίου: «Θα ήθελα να τονίσω ότι οι προσπάθειες να σπάσει η στρατηγική ισοτιμία είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και μπορεί να οδηγήσουν σε παγκόσμια καταστροφή», δήλωσε.

Καθ ‘όλη την εκστρατεία του, ο Trump επέπληξε τους Κινέζους για την χρήση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών εναντίον των ΗΠΑ και για προσβολή του Πρόεδρου Ομπάμα μέσω των ξεδιάντροπων δραστηριοτήτων οικοδόμησης βάσης στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. «Η Κίνα παίζει μαζί μάς … ενώ χτίζουν στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας,» είπε στην εφημερίδα New York Times στις 26 Μαρτίου. «Δεν έχουν κανένα σεβασμό για τη χώρα μας και δεν έχουν κανένα σεβασμό για την προεδρία μας».

Το δίλημμα της Κίνας

Ο Trump προβλέπει μια πιο αμφιλεγόμενη σχέση με το Πεκίνο και επιδιώκει να αντισταθεί σε αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως καταχρηστική και ασεβή στάση της Κίνας προς τις ΗΠΑ. Θα οδηγήσει αυτό σε μία πλήρως ανταγωνιστική σχέση, ή ακόμα και στρατιωτική σύγκρουση; Ερωτηθείς αν θα χρησιμοποιήσει βία για να αποσπάσει τις βάσεις από τους Κινέζους στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ο Trump απάντησε: «. Ίσως … αλλά έχουμε μεγάλη οικονομική δύναμη στην Κίνα … τη δύναμη του εμπορίου» χωρίς να επεκταθεί, ανέφερε ότι ο ίδιος προτιμά τη χρήση δασμών και άλλων εμπορικών μηχανισμών για να αλλάξει τη συμπεριφορά της Κίνας. Η τηλεφωνική κλήση του Trump με τον Πρόεδρο Tsai Ing-Wen της Ταϊβάν, την 1η Δεκεμβρίου – η πρώτη γνωστή συνομιλία μεταξύ ενός προέδρου των ΗΠΑ ή εκλεγέντα Προέδρου με Ταϊβανέζο ηγέτη από πριν οι ΗΠΑ να σπάσουν τις διπλωματικές σχέσεις με το νησί το 1979 – μπορεί να ειδωθεί με τον ίδιο τρόπο, ως προειδοποίηση για τη λήψη αυστηρότερων μέτρων εάν η Κίνα δεν συναινέσει με τις προτιμήσεις των ΗΠΑ. Χωρίς να ειπωθεί, αλλά σαφώς κατανοητή από τους κινέζους ηγέτες, είναι η προοπτική περαιτέρω σοκ: η αναγνώριση της Ταϊβάν, ας πούμε, ή στρατιωτικά πλήγματα κατά των κινεζικών εγκαταστάσεων στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Παρ ‘όλα αυτά, ο Trump κατανοεί ότι σε ορισμένα βασικά ζητήματα θα πρέπει να εξασφαλίσει την κινεζική βοήθεια. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την απειλή από τη Βόρεια Κορέα – ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα εθνικής ασφάλειας που θα αντιμετωπίσει στην ανάληψη των καθηκόντων. Παρότι αποκομμένοι από το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, οι Βορειοκορεάτες έχουν προφανώς καταφέρει να επεκτείνουν το πυρηνικό οπλοστάσιό τους και την ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων ικανών να χτυπούν εδάφη της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ στον Ειρηνικό. Οι Κινέζοι εμφανίζονται φοβισμένοι στο ενδεχόμενο κατάρρευσης του καθεστώτος – ενδέχεται να οδηγήσει σε μια πλημμύρα απελπισμένων προσφύγων στην βόρεια Κίνα και τη δημιουργία μιας ενωμένης Κορέας υπό αμερικανική κηδεμονία – και έχουν παράσχει στη χώρα την απαραίτητη υλική υποστήριξη.

Ο Trump αναγνωρίζει ότι αν είναι να αναγκάσει την Πιονγιάνγκ να εγκαταλείψει το πυρηνικό της πρόγραμμα, θα χρειαστεί μια κινεζική υπόσχεση να μειώσει σημαντικά το εμπόριο με τη Βόρεια Κορέα. «Η Κίνα πρέπει να λύσει αυτό το πρόβλημα για εμάς», δήλωσε στο πρώτο ντιμπέιτ με την Clinton. Αλλά αυτό, φυσικά, θα συνεπάγεται περίπλοκες διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο, και θα πρέπει να υπάρξει ένα αντάλλαγμα. Ενώ αναμένει μια υποχώρηση από την Κίνα σε ορισμένους τομείς που έχουν σημασία για τον ίδιο, όπως το εμπόριο, ο ίδιος κατανοεί πλήρως ότι θα χρειαστεί τη συνεργασία του Πεκίνου σε άλλες περιοχές ανησυχίας, και θα πρέπει να είναι έτοιμη να κάνει και αυτός παραχωρήσεις.

Η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ

Η διαφορά μεταξύ των πεποιθήσεών του Trump και των προκατόχων του, όμως, φαίνονται ιδιαίτερα όσον αφορά την Ευρώπη και τη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Παρότι όλοι οι προηγούμενο Αμερικάνοι πρόεδροι έβλεπαν το ΝΑΤΟ ως τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής ασφάλειας των ΗΠΑ και την Ευρώπη ως ένα προπύργιο της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, ο Trump δεν έχει τέτοιες πεποιθήσεις. Σε ό, τι τον αφορά, η Ατλαντική Συμμαχία λείπει στον πιο σημαντικό αγώνα αυτή τη φορά – τον πόλεμο κατά της ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας. Και η Ευρώπη, ως συλλογική οντότητα, δεν έχει την εκτελεστική ικανότητα για να προωθήσει τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, και έτσι αξίζει λιγότερη προσοχή από ό, τι άλλες, πιο διεκδικητική δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Κίνα.

Σε τηλεφωνική συνομιλία με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Jens Stoltenberg στις 18 Νοεμβρίου, ο Trump επιβεβαίωσε την πίστη του στη «διαρκή σημασία» της συμμαχίας· από τότε, όμως, δεν έχει προσφέρει καμία άλλη διαβεβαιώσεις της δέσμευσής του, και κανένας από τους διορισμένους ανώτερους στρατιωτικούς του δεν έχει προτείνει να δοθεί έμφαση στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Πράγματι, το ενδιαφέρον του για το ΝΑΤΟ φαίνεται να αρκείται σε μόλις δύο βασικές προτάσεις: τα μέλη της συμμαχίας πρέπει να πληρώσουν περισσότερα για την κοινή άμυνα και το ΝΑΤΟ πρέπει να συμμετέχουν πιο δυναμικά στον πόλεμο εναντίον του ISIS. Σε όλα τα άλλα σημαντικά θέματα, όπως η υπεράσπιση της «ανατολικής πλευράς» έναντι πιθανών ρωσική επίθεση, έχει εμφανιστεί πολύ μικρή ανησυχία – αν και, όπως σημειώνεται, ο ίδιος δεσμεύεται να απαντήσει δυναμικά σε οποιαδήποτε κίνηση από τη Μόσχα που φαίνεται να αμφισβητεί την τιμή και τη θέληση των ΗΠΑ.

Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι μια δευτερεύουσα θέση έριδος στην παγκόσμια σκακιέρα. Εκτός αν διασταυρωθεί με τα βασικά συμφέροντα των ΗΠΑ, είναι πιθανό να αγνοείται. Και αυτό, φυσικά, ταιριάζει με το μεγαλύτερο σχέδιο της εξωτερικής πολιτικής του Trump: η Αμερική έρχεται πρώτη, όλοι οι άλλοι μετρούν μόνο στο βαθμό που είναι ένα ατού ή εμπόδιο για την επίτευξη των θεμελιωδών στόχων των ΗΠΑ.


Ο Michael Klare είναι καθηγητής στις σπουδές ειρήνης και παγκόσμιας ασφάλειας στο Hampshire College στο Amherst της Μασαχουσέτης, και συγγραφέας, πιο πρόσφατα, του «The Race for What’s Left» («Αγώνας για ότι έχει απομείνει/ την Αριστερά») (Picador, 2012)

Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη

Πηγή: Le Monde Diplomatique

Η Πορεία των Γυναικών ήταν μια ζοφερή αποτυχία και ένα ελπιδοφόρο σημάδι

Οι πορείες αλληλεγγύης σε όλη τη χώρα αποτέλεσαν πόλο έλξης για εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια διαδηλωτές.

Η προσέλευση ήταν εντυπωσιακή. Εκνεύρισε το νέο πρόεδρο. Αλλά τι σήμαινε η Πορεία των Γυναικών;

Παρά το ότι λένε οι σχολιαστές, οι πορείες των Γυναικών δεν ήταν κίνημα. Ούτε ήταν η αρχή ενός κινήματος.

Ήταν μια στιγμή: μια ανάταση των χειρών. “Είμαι ενάντια στον Τραμπ”, είπαν στον κόσμο οι γυναίκες (και οι άντρες). Η ερώτηση ήταν, ποιος/τι θέλουν να τον αντικαταστήσει;

Όπως σημείωσε ο υποκινητής του Occupy Wall Street, Micah White, οι διαδηλώτριες δεν εξέφρασαν κάποιες απαιτήσεις, ούτε, ακόμα περισσότερο, έθεσαν την επιθυμία να αποκτήσουν πολιτικη δύναμη. Προειδοποίησε πως “Χωρίς μια ξεκάθαρη διαδρομη από τις πορείες στην εξουσία, οι διαμαρτυρίες προορίζονται να είναι ένα αναποτελεσματικό θέαμα για να ‘νιώσουμε καλά’, διακοσμημένο με ροζ γατίσια καπέλα”. Όπως και οι άλλες διαμαρτυρίες των τελευταίων δεκαετιών, η Πορεία των Γυναικών ήταν ένας σπασμός, μια αυθόρμηση έκφραση απέχθειας και αγανάκτησης καταδικασμένη να μην οδηγήσει πουθενά.

Αν δεν απαιτείς τίποτα, πώς θα το αποκτήσεις;

Αν δεν αποτελέσεις απειλή για το κατεστημένο, γιατί να νιώσουν φοβισμένοι;

Παρόλα αυτά, υπό το ρίσκο του Mansplaining* αλλά και του Leftsplaining*, μια ανάταση χειρών έχει σημασία. Γεγονότα όπως η Πορεία των Γυναικών είναι σημαντικά γιατί η Αμερικανική πολιτική περιστρέφεται (με κάθε πρόθεση για λογοπαίγνιο) γύρω από τη μυθοπλασία ότι τα αριστερά πολιτικά κινήματα που είναι δεδομένα σε άλλα έθνη – κομμουνισμός, σοσιαλισμός και αριστερός αναρχισμός – δεν έχουν θέση στην κάλπη ή στα μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ, γιατί οι αμερικανοί ψηφοφόροι δεν ενδιαφέρονται.

Στιγμές όπως του Σαββάτου αποδεικνύουν πως αυτό είναι ψέμα.

Η Νέα Αριστερά (New Left) ήταν το τελευταίο οργανωμένο μαζικό αριστερό κίνημα στην αμερικανική ιστορία. Από τη στιγμή που η οργανωμένη Αριστερά κατέρευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έχουμε δει κι άλλες στιγμές όπως αυτή του Σαββάτου, ένδειξη ότι υπάρχουν αμερικανοί, δεκάδες εκατομμύρια από αυτούς, οι οποίοι πολιτικά ανήκουν στα αριστερά του ψευτοαριστερού Δημοκρατικού κόμματος και του συμβαδίζοντος κεντροδεξιού επιχειρηματικού και μιντιακού συστήματος που το υποστηρίζει και του «αντίπαλου» Ρεπουμπλικανικού brand. Σημάδια ότι αυτή η Αριστερά-εν-αναμονή υπάρχει έρχονται σε αντίθεση με την κομματική γραμμή ότι δεν υπάρχει αγορά για σφυροδρέπανα στις παλιές καλές ΗΠΑ.

Ακόμη και στην ”κοιμισμένη” δεκαετία του 1980, εκατοντάδες χιλιάδες εμφανίστηκαν για να διαδηλώσουν ενάντια στον Ρήγκαν σε διαδηλώσεις όπως αυτή της Ημέρας Αλληλεγγύης. Υπήρχαν βίαιες, αποτελεσματικές οικο-τρομοκρατικές επιθέσεις και διαμαρτυρίες ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, όπως η Μάχη του Σιάτλ τη δεκαετία του 1990. Εκατομμύρια διαδήλωσαν ενάντια στην εισβολή στο Ιρακ το 2003. Αυτή η δεκαετία μας έφερε το Occupy Wall Street, την παραδόξως δημοφιλή υποψηφιότητα του Bernie Sanders για την προεδρία, και δημοσκοπήσεις που δείχνουν πως το 37% των Αμερικανών θα ξεφορτώνονταν τον καπιταλισμό – το οικονομικό σύστημα που συνεχώς μας λένε πως είναι πιο ιερό και πιο δημοφιλές από τον Ιησού, τη μαμά και το φραπουτσίνο μήλο.

Αυτές οι πολιτικές παρορμήσεις – η αντίθεση στον πόλεμο και το μιλιταρισμό, η πάλη ενάντια στις συμφωνίες ελευθερου εμπορίου και εξαγωγής εργασίας και η καχυποψία για τον απελευθερωμένο καπιταλισμό – δεν έχουν καμία θέση στο Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανό κόμμα. Αντίθετα, ο πόλεμος, το ελεύθερο εμπόριο και η άγρια απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας είναι σε αηδιαστικό βαθμό χαρακτηριστικά και των δύο κομμάτων.

Έτσι, περισσότερο από το ένα τρίτο των αμερικανών δε βρίσκουν τίποτα ενδιαφέρον στην αμερικανική αγορά πολιτικών ιδεών(ιδεολογιών). Αυτή αποτελεί μια αχανή δεξαμενή από εν δυνάμει “καταναλωτές”. Αυτοί οι άνθρωποι – θα έλεγα ψηφοφόροι, αλλά πολλοί από αυτούς δεν μπαίνουν στον κόπο να ψηφίσουν γιατί μισούν και τα δύο κόμματα – αντιπροσωπεύουν μια αναποτελεσματικότητα στην αγορά. Στιγμές όπως το Occupy, o Bernie και η Πορεία των Γυναικών μας υπενθυμίζουν την ύπαρξη της εν-αναμονή-αριστεράς. Κάποια μέρα, προφανώς, κάποιος ή κάποιοι θα χτίσουν μια οργάνωση που θα προσελκύσει τους για καιρό παραμελημένους αμερικάνους αριστερούς και θα διοχετεύσουν την ενέργειά τους σε κάτι αρκετά δυνατό για να κατακτήσουν την εξουσία και αρκετά έξυπνο για να κυβερνήσουν.

Μέχρι τότε, η πραγματική αριστερά θα αυτοαναπαράγονται στα πλαίσια των Δημοκρατικών.

Το οποίο και συνέβη στην Πορεία των γυναικών.

Για την ακρίβεια, πολλοί διαδηλωτές στις Πορείες των Γυναικών ήταν Δημοκρατικοί υποστηρικτές της Hillary Clinton. Τα πλακάτ “Love Trumps Hate”, γραμμένα στο χέρι παρά τυπωμένα από τη Δημοκρατική Εθνική Επιτροπή, όπως κατά τη διάρκεια της φθινοπωρινής εκστρατείας και τα κουμπιά Hillary, το αποδεικνύουν.  Ωστόσο, ακόμα περισσότεροι διαδηλωτές ήταν προοδευτικοί υποστηρικτές του Bernie Sanders, σοσιαλιστές και κομμουνιστές που θέλουν να δουν μια ριζική αλλαγή στην κοινωνία και την οικονομία – και αυτοί οι καλοί αριστεριστές (το ένα τρίτο της χώρας, και η πλειοψηφία της αριστεράς συνολικά) επέτρεψαν στον εαυτό τους να εμφανιστούν χωρίς αντιπροσώπευση.

Μια καλή ένδειξη ότι η Πορεία των Γυναικών ενσωματώθηκαν σε μια θορυβώδη εκλογική καμπάνια για τη Hillary και τον Cory Booker-το-2020 pep rally ήταν ότι οι ομιλήτριες περιορίστηκαν σε εκατομμυριούχους φιλελεύθερους Δημοκρατικούς celebrities όπως το Michael Moore, την Ashley Judd και τη Gloria Steinem και παροπλισμένους πρώην ριζοσπαστικούς όπως η Angela Davis. Αν αυτή ήταν μια ακτιβιστική δράση (για παράδειγμα μια που θα φόβιζε τον Τραμπ και το GOP, δηλαδή το Ρεπουμπλικανό Κόμμα, στμ), ή ένας συνασπισμός φιλελεύθερων οι οποίοι θα καλωσόριζαν και θα σέβονταν τους αριστερούς συμμάχους τους, αντί να θέλουν απλώς να βρικολακιάσουν τον δίκαιο θυμό τους και την ενέργεια τους σε ενδιάμεσες (στο μέσο της θητείας) ψήφους, η λίστα των ομιλητών θα περιλάμβανε ανθρώπους που θα καλούσαν σε επαναστατική αλλαγή και δράση έξω από το υπάρχον σύστημα. Θα υπήρχαν επίσης μερικοί ριζοσπαστικοί ακτιβιστές που θα έκαναν σημαντική δουλειά.

Ο φιλελευθερισμός των διασημοτήτων και η έκκληση για ψήφο στους Δημοκρατικούς είναι αυτά που άφησαν την Αριστερά να πεθάνει.

Δεν είναι περίεργο που η Πορεία των Γυναικών είναι καταδικασμένη να προστεθεί στη λίστα με τις άκαρπες φιλελεύθερες πορείες! Επείδη είναι Δημοκρατικοί, κανένας από τους ομιλητές δεν πρότειναν την απόρριψη ολόκληρου του άρρωστου συστήματος της συστηματοποιημένης φτώχειας, των βιομηχανοποιημένων φυλακών, του πολέμου και της εργασιακής σκλαβιάς. Αντίθετα, στους διαδηλωτές δόθηκε ένας φθαρμένος δημιουργός ντοκιμαντέρ να τους καλεί να απομνημονεύσουν έναν αριθμό τηλεφώνου με τον οποίο μπορούν να καλέσουν στο Κογκρέσσο γιατί, ναι, αυτό θα προσφέρει κάτι, ειδικά αυτήν την περίοδο, με τους Ρεπουμπλικανούς να κάνουν κουμάντο σε όλα.

Ωστόσο, παρά τις μαλακίες των Δημοκρατικών, αυτά τα τεράστια πλήθη ήταν θριαμβευτικά. Εμφανίστηκαν, ακούστηκαν και υπαινίσσονται την καλύτερη χώρα που θα μπορούσαμε να έχουμε.


Ο Ted Rall, συνδικαλιστής συγγραφέας και καρτουνίστας για το ANewDomain.net, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου “Snowden”, της βιογραφίας του πληροφοριοδότη του NSA.

*Ο όρος Μansplaining λοιπόν προέρχεται από το πάντρεμα των λέξεων man και explaining και πλέον χρησιμοποιείται  ευρέως για να περιγράψει την τάση των ανδρών να κάνουν μάθημα στις γυναίκες πολλές φορές μάλιστα πάνω σε θέματα σχετικά με τις εμπειρίες των ίδιων των γυναικών ,όπως ο σεξισμός ή η έκτρωση χωρίς να ενδιαφέρονται ή να αναγνωρίζουν την γνώση της γυναίκας πάνω στο θέμα. Αντίστοιχα χρησιμοποιείται και ο όρος leftsplaining για την αριστερά και τις αναλύσεις της.

Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη, Μαρίνα Παπαδοπούλου

Πηγή: Rall.com