Άρθρα

Έχει ελεγχθεί η πτώση του ρουβλίου;

Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε μια παρατεταμένη πτώση του εθνικού νομίσματος της Ρωσίας, του ρουβλίου, έναντι του δολαρίου. Παρόλου που, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο διάστημα, στις διαδικασίες της κίνησης κεφαλαίων έχουν εμπλακεί και τα γνωστά (σε τέτοιες περιπτώσεις) κερδοσκοπικά κεφάλαια, εν τούτοις η πτώση δεν μπορεί να εξηγηθεί από τις βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές κινήσεις τους και αποκαλύπτει μια έξοδο κεφαλαίων από τη Ρωσία που συνδυάζεται με δυσμενείς εξελίξεις στο εμπορικό ισοζύγιο—αν και το πρόβλημα του εμπορικού ισοζυγίου δείχνει να μετριάζεται κατά το τελευταίο διάστημα.

Διάγραμμα της ισοτιμίας δολαρίου-ρουβλίου κατά το διάστημα Σεπτ. 2022-Αύγ. 2023.
Παρατηρούμε την έναρξη ανοδικής τάσης για το δολάριο από τον Δεκέμβριο του 2022.
Πηγή: tradingview.com

Τη Δευτέρα, 14 Αυγούστου η ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ρουβλίου έσπασε το θεωρούμενο ως ψυχολογικό φράγμα των 100 ρουβλίων ανά δολάριο (δηλαδή 1 ρούβλι = 1 σεντ) σημειώνοντας χαμηλό 16 μηνών. Βέβαια, από την έναρξη της Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης (ΕΣΕ) της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι αυτή η χειρότερη τιμή στην ισοτιμία των δύο νομισμάτων. Την Τρίτη 8 Μαρτίου του 2022 το δολάριο είχε φτάσει τα 138.25 ρούβλια σημειώνοντας και ενδοσυνεδριακό υψηλό στα 154.25 ρούβλια. Η τότε άνοδος του δολαρίου (που μάλιστα από την άποψη της τεχνικής ανάλυσης είχε ξεκινήσει από τις 23 Φεβρουαρίου, δηλαδή μία ημέρα πριν την έναρξη της ΕΣΕ) οφειλόταν στα πρωτοφανή μέτρα των κυρώσεων που οδηγούσαν τη Ρωσική οικονομία σε αχαρτογράφητα νερά.

Η άνοδος αυτή ελέγχθηκε με συνδυασμένα μέτρα νομισματικής πολιτικής (ραγδαία αύξηση του επιτοκίου βάσης από το 8.5% στο 20%) και ελέγχου κεφαλαιακών ροών. Ειδικότερα επιβλήθηκε η υποχρεωτική μετατροπή του 80% των κερδών των Ρωσικών εξαγωγικών επιχειρήσεων σε ρούβλια, δηλαδή η υποχρεωτική επανεισαγωγή αυτών των κερδών στη χώρα. Επιπλέον απαγορεύτηκε η πώληση Ρωσικών αξιογράφων (ομόλογα, μετοχές, κ.λπ.) από τους ξένους κατόχους τους και ταυτόχρονα επιβλήθηκαν περιορισμοί στην εξαγωγή συναλλάγματος από Ρώσους πολίτες. Και τέλος είχαμε τη γνωστή υποχρέωση της αγοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ρούβλια από τους Δυτικούς πελάτες της Ρωσίας, στην οποία οι περισσότεροι υποχρεώθηκαν να πειθαρχήσουν εκόντες άκοντες.

Σαν αποτέλεσμα των επιτυχημένων αυτών μέτρων το δολάριο σταδιακά κατέρρευσε κάτω από τα 52 ρούβλια, με αυτό το χαμηλό να σημειώνεται στις 29 Ιουνίου του 2022. Η Ρωσική Κεντρική Τράπεζα (ΡΚΤ) σε συνεργασία με τα αρμόδια υπουργεία σταδιακά ήραν τις περισσότερες από αυτές τις απαγορεύσεις και περιορισμούς ενώ και το βασικό επιτόκιο τον Σεπτέμβριο του 2022 είχε πέσει στο 7.5%, δηλαδή χαμηλότερα από το σημείο που βρισκόταν όταν ξεκίνησε η ΕΣΕ, και μάλιστα παρέμεινε σταθερό σε αυτό το επίπεδο μέχρι πριν από ένα μήνα που ανέβηκε στο 8.5%.

Η κίνηση της ισοτιμίας δολαρίου-ρουβλίου κατά το διάστημα Ιαν. 2022-Νοε. 2022.
Πηγή: tradingview.com

Όμως, σταδιακά άρχισε να παρατηρείται μια εκ νέου άνοδος του δολαρίου στην ισοτιμία του με το ρούβλι, γεγονός που πιστοποιεί την συνισταμένη έξοδο κεφαλαίων από τη Ρωσία. Η ΡΚΤ έδειξε να μην ενοχλείται, για να μην πούμε ότι έμμεσα ενθάρρυνε κιόλας αυτήν τη τάση (βλ. παρακάτω). Από την άλλη, τα οικονομικά υπουργεία δεν έδειξαν να ενοχλούνται καθώς η υποτίμηση του νομίσματος βοηθούσε την αντιμετώπιση του προβλήματος του προϋπολογισμού που έχει πέσει έξω.

Αλλά ο θεσμός που ενοχλήθηκε ήταν, κατά τα φαινόμενα, η Ρωσική προεδρία—ενδεχομένως λόγω της αύξησης των πληθωριστικών πιέσεων που οπωσδήποτε δημιουργούν προβλήματα στα λαϊκά εισοδήματα και άρα και στην αποδοχή του προέδρου Πούτιν που εξακολουθεί να κινείται στην περιοχή τους εντυπωσιακού 80%.

Έτσι τη Δευτέρα 14 Αυγούστου, ο Maxim Oreshkin σύμβουλος σε οικονομικά θέματα του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας δημοσίευσε ένα άρθρο γνώμης στο ρωσικό TASS που αναμεταδόθηκε πλατιά στα υπόλοιπα Ρωσικά ΜΜΕ (μετάφραση στα Ελληνικά εδώ). Ο τίτλος του άρθρου ήταν: «Ένα ισχυρό ρούβλι είναι προς το συμφέρον της ρωσικής οικονομίας» και ο υπότιτλος: «Ο Maxim Oreshkin σχετικά με τον διαρθρωτικό μετασχηματισμό της οικονομίας και την αναγκαία συναλλαγματική ισοτιμία του ρουβλίου».

Την ίδια μέρα η ΡΚΤ ανακοίνωσε έκτακτη σύγκλιση του Συμβουλίου των Διοικητών της την επομένη, πράγμα που οι αγορές ορθώς εξέλαβαν ως επικείμενη άμεση άνοδο του ρωσικού βασικού επιτοκίου. Δεν είναι γνωστό (αν και κάποιος εύκολα μπορεί να το εικάσει) ποια ακριβώς ήταν η σχέση του ‘άρθρου γνώμης’ του συμβούλου του Ρώσου προέδρου με την αιφνίδια σύγκλιση του ΔΣ της ΡΚΤ.

Προσωπικά, διαβάζοντάς το άρθρο, δεν διαπίστωσα κάποια αλλαγή στην ακολουθούμενη πολιτική στήριξης της οικονομίας της χώρας στην παραγωγή πρώτων υλών ούτε διέκρινα κάποια έμφαση σε “διαρθρωτικές αλλαγές” όπως υποσχόταν ο υπότιτλος. Έγραψα τότε:

«Αν διαβάζω τελικά σωστά μέσα από τις γραμμές αυτού του άρθρου, πρόκειται για μια κλήση προς τις αρχές της ΡΚΤ να σκληρύνουν την επιτοκιακή πολιτική–άλλωστε αύριο συγκαλείται έκτακτα επί τούτου, για να εξετάσει το θέμα, το συμβούλιο των διοικητών της ΡΚΤ, οπότε το σημείο αυτό θα αποσαφηνιστεί.

»Συμπερασματικά, δεν βλέπω κάποια αλλαγή πολιτικής στο θέμα της φορολογικής πολιτικής ούτε διάβασα κάτι για την αλλαγή προσανατολισμού της χώρας όσο αφορά την έμφαση στην παραγωγή και εξαγωγή πρώτων υλών. Απλά, μια συγκυριακή αύξηση των τιμών σε ενέργεια, αγροτικά προϊόντα και μέταλλα, που είναι τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα της Ρωσίας, δείχνει να διασώζει την παρτίδα κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023, προκαλώντας ανακούφιση στον συγγραφέα του άρθρου γνώμης (και υποθέτω και στους υπεύθυνους χάραξης της ρωσικής οικονομικής πολιτικής).»

Την Τρίτη 15 Αυγούστου η ΡΚΤ αύξησε το βασικό επιτόκιο κατά 350 μονάδες βάσης από 8.5% στο 12% ενώ ταυτόχρονα ανακοίνωσε την ετοιμότητά της για νέες αυξήσεις αν δεν ελεγχθεί η πτώση του ρουβλίου. Η απότομη αύξηση αιφνιδίασε τις αγορές και τους κερδοσκόπους, που περίμεναν κάτι αρκετά ηπιότερο και δείχνει (μέχρι την Παρασκευή 18 Αυγούστου) έναν τουλάχιστον βραχυπρόθεσμο έλεγχο της πτώσης του ρουβλίου, με το δολάριο να πέφτει από το ενδοσυνεδριακό υψηλό των 102.355 ρουβλίων την Δευτέρα 14 Αυγούστου στο κλείσιμο των 92.98 ρουβλίων την Παρασκευή 18 Αυγούστου.

Όμως το εργαλείο των επιτοκίων είναι αμφίβολο αν μακροπρόθεσμα θα σταματήσει την πτώση του ρουβλίου αφού δεν ελέγχει βασικές αιτίες που προκαλούν την φυγή κεφαλαίων από τη Ρωσία. Δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά αν τέτοια τεχνικά μέτρα, χωρίς συμπληρωματικά πολιτικά μέτρα, μπορούν να αλλάξουν τη μεσοπρόθεσμη τάση.

Είναι αλήθεια ότι αυτή τη στιγμή συζητούνται συμπληρωματικά μέτρα, με κυριότερα (α) την υποχρεωτική μετατροπή μέρους ή και του συνόλου των κερδών των Ρώσων εξαγωγέων σε ρούβλια όπως είχε συμβεί και πέρυσι, αμέσως μετά την έναρξη της ΕΣΕ και τη μεγάλη (τότε) πίεση στο ρούβλι, και (β) τον έλεγχο στην εξαγωγή κεφαλαίων από τη Ρωσία (βλ. και σχετικό άρθρο του Reuters εδώ, πάντα με την προαίρεση της κριτικής ανάγνωσής του). Εκτός από τη μεγάλη αύξηση του βασικού επιτοκίου και οι παραπάνω ‘διαρροές’ για τα πρόσθετα μέτρα που συζητούνται έχουν βοηθήσει στον έλεγχο της ακατάσχετης πτώση του ρουβλίου από τις 15 Αυγούστου κ.ε. Το ερώτημα είναι αν βλέπουμε μια μεταστροφή της πτωτικής τάσης του ρουβλίου ή απλώς μια προσωρινή ανάπαυλα.

Το πρόβλημα περιπλέκεται επειδή, όπως έχω ξαναγράψει, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ρωσικού κράτους παρά την ανακούφιση που προκάλεσε τελευταία η άνοδος της τιμής του πετρελαίου Urals. Τα τελευταία στοιχεία που γνωρίζαμε (Ιουνίου) ανέφεραν για πτώση των εσόδων του κράτους κατά 19% και αύξηση των εξόδων κατά 27%, γεγονός που έκανε αναγκαία τη λήψη μέτρων—ήδη από όσο φαίνεται (βλ. την ομιλία του προέδρου της ΚΕ του ΚΚΡΟ Γκ. Ζιουγκάνοφ στο κλείσιμο της εαρινής συνόδου της Κρατικής Δούμας καθώς και άρθρο του αντιπροέδρου της ΚΕ του ΚΚΡΟ I. Μελνίκοφ) προγραμματίζεται μείωση της κρατικής επενδυτικής δραστηριότητας για το 2024, που σημαίνει απολύσεις κ.λπ. Η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος αποτελεί έναν παραδοσιακό τρόπο κάλυψης ελλειμμάτων και επομένως, παρά την ενόχληση της Ρωσικής προεδρίας από την πτώση του ρουβλίου, τα οικονομικά υπουργεία δεν θα ενοχληθούν ιδιαίτερα από αυτήν–εφόσον είναι ελεγχόμενη, και αυτό είναι ένα μεγάλο “εφόσον”.

Σχετικό με την προσπάθεια ελέγχου της πτώσης του ρουβλίου έγραψε και η οικονομολόγος του ΚΚΡΟ Τατιάνα Κουλίκοβα στην Πράβδα της 17ης Αυγούστου. Το αρκετά διαφωτιστικό της άρθρο έχει ως εξής:

*          *          *

Σχετικά με την κατάρρευση του ρουβλίου και το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας

ΠΡΑΒΔΑ, Αριθ. 87 (31436) 17 Αυγούστου 2023, 2 σελίδα

Συγγραφέας: Tatyana KULIKOVA, οικονομολόγος.

Τη Δευτέρα 14 Αυγούστου, η ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ρουβλίου έσπασε το ψυχολογικά σημαντικό όριο των 100 μονάδων του ρωσικού νομίσματος για ένα δολάριο ΗΠΑ. Αυτό ανάγκασε τελικά την Κεντρική μας Τράπεζα να δράσει: σε έκτακτη συνεδρίαση το πρωί της 15ης Αυγούστου, η Κεντρική Τράπεζα αύξησε απότομα το βασικό επιτόκιο κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, το οποίο ήταν υψηλότερο από τις προσδοκίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, ακόμη και μια τόσο απότομη αύξηση του επιτοκίου δεν θα συμβάλει στη σταθεροποίηση του ρουβλίου αν δεν ληφθούν μέτρα για την εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά συναλλάγματος, όπως η απαίτηση υποχρεωτικής πώλησης των κερδών σε ξένο νόμισμα από τους εξαγωγείς και ο περιορισμός των διασυνοριακών ροών κεφαλαίων.

* * *

Η αποδυνάμωση του ρωσικού ρουβλίου συνεχίζεται εδώ και πολλούς μήνες. Γράψαμε λεπτομερώς για τα αίτια και τις πιθανές αρνητικές συνέπειές της στο πρόσφατο άρθρο μας “Πού θα οδηγήσει η υποτίμηση;” (“Pravda”, αριθ. 72, 13.07.2023). Εν ολίγοις, ο κύριος λόγος για την πτώση του ρουβλίου είναι η απότομη συρρίκνωση του εμπορικού ισοζυγίου, η οποία επιδεινώνεται από τη σημαντική εκροή κεφαλαίων.

Από τα μέσα Ιουνίου περίπου, το ρούβλι εξασθενούσε σταθερά αλλά σχετικά αργά, αλλά τις τελευταίες ημέρες του μήνα η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε αισθητά: σε οκτώ ημέρες διαπραγμάτευσης από τις 28 Ιουνίου έως τις 6 Ιουλίου, η ισοτιμία του δολαρίου αυξήθηκε από 85 σε 92 ρούβλια (κάποια στιγμή έφτασε σχεδόν τα 94 ρούβλια ανά δολάριο). Αυτή η κατάρρευση του ρωσικού νομίσματος ήταν η αφορμή για τη συγγραφή εκείνου του άρθρου.

Ωστόσο, τώρα βλέπουμε ότι τα γεγονότα του τέλους Ιουνίου – αρχών Ιουλίου ήταν μόνο μια προθέρμανση και η πραγματική κατάρρευση του ρουβλίου συνέβη τον Αύγουστο, μόλις έληξε η φορολογική περίοδος του Ιουλίου (στις είκοσι του κάθε μήνα, το ρούβλι συνήθως ενισχύεται προσωρινά επειδή οι εξαγωγείς πωλούν συνάλλαγμα για να πληρώσουν τους φόρους ). Να πώς συνέβη.

Για εννέα ημέρες διαπραγμάτευσης από την 1η έως τις 11 Αυγούστου, το ρωσικό νόμισμα υποτιμήθηκε από τα 91,6 στα 99,4 ρούβλια ανά δολάριο, πλησιάζοντας το ψυχολογικά σημαντικό όριο των 100 ρουβλίων ανά δολάριο. Φαίνεται ότι η ρυθμιστική αρχή θα έπρεπε να είχε ξυπνήσει ήδη από τότε και να αρχίσει να σταθεροποιεί με κάποιο τρόπο την κατάσταση.

Για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να σημειωθεί ότι η Κεντρική μας Τράπεζα έκανε ένα βήμα για τη σταθεροποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας την περασμένη εβδομάδα: την Τετάρτη 9 Αυγούστου (όταν το δολάριο έφτασε τα 98 RUB για πρώτη φορά από την περασμένη άνοιξη), η ρυθμιστική αρχή ανακοίνωσε την αναστολή των αγορών συναλλάγματος στο πλαίσιο του δημοσιονομικού κανόνα μέχρι το τέλος του έτους. Ο όγκος των αγορών αυτών επρόκειτο να είναι ούτως ή άλλως ασήμαντος (σε ρούβλια ισοδυναμεί με 1,8 δισεκατομμύρια ρούβλια την ημέρα), οπότε επρόκειτο περισσότερο για μια συμβολική χειρονομία που υποτίθεται ότι θα σηματοδοτούσε στις αγορές ότι η ρυθμιστική αρχή ανησυχούσε για την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτού του μέτρου ήταν αρκετό για μία ακριβώς ημέρα: μετά την ανακοίνωσή του, το ρούβλι ενισχύθηκε κάπως και παρέμεινε στο εύρος των 97-98 ρουβλίων ανά δολάριο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Πέμπτης, αλλά το πρωί της Παρασκευής η κατάρρευση της συναλλαγματικής του ισοτιμίας συνεχίστηκε.

Ένας πρόσθετος παράγοντας που έπαιξε εναντίον του ρουβλίου την Παρασκευή 11 Αυγούστου ήταν, παραδόξως, οι ενέργειες της ίδιας της Κεντρικής Τράπεζας. Δημοσιεύθηκε το προγραμματικό έγγραφο “Σχετικά με τις κύριες κατευθύνσεις της ενιαίας νομισματικής πολιτικής” για τα επόμενα τρία χρόνια, όπου τονίστηκε για άλλη μια φορά ότι, εφόσον η υποτίμηση δεν απειλεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η Κεντρική Τράπεζα δεν προτίθεται να παρέμβει στη διαδικασία διαμόρφωσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Επιπλέον, κατά την παρουσίαση του εν λόγω εγγράφου, ο αναπληρωτής πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας Alexei Zabotkin τόνισε για άλλη μια φορά ότι η ρυθμιστική αρχή δεν βλέπει κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην τρέχουσα κατάρρευση του ρουβλίου.

Με αφορμή αυτή την είδηση, η ισοτιμία πλησίασε τα 100 ρούβλια ανά δολάριο στο κλείσιμο της εβδομάδας συναλλαγών. Ως αποτέλεσμα, ο πανικός άρχισε να επιταχύνεται- το θέμα της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ρουβλίου συζητήθηκε σε όλα τα μέσα ενημέρωσης κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου και οι περισσότεροι αναλυτές ανέμεναν (ή μάλλον ήλπιζαν) ότι τώρα η Κεντρική Τράπεζα θα παρενέβαινε οριστικά: θα ανακοίνωνε σκληρά μέτρα είτε τη Δευτέρα το πρωί, είτε ακόμη και ακριβώς το Σαββατοκύριακο.

Ωστόσο, ήρθε το πρωί της Δευτέρας και η Κεντρική Τράπεζα δεν έλαβε κανένα μέτρο. Επιπλέον, η αδράνεια της ρυθμιστικής αρχής υποστηρίχθηκε ουσιαστικά από τον Anatoly Aksakov, τον επικεφαλής της επιτροπής της Δούμας για τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το πρωί της Δευτέρας, τα μέσα ενημέρωσης δημοσίευσαν τη δήλωση του Aksakov σχετικά με τη στάση του πληθυσμού της εκλογικής του περιφέρειας απέναντι στην κατάρρευση του ρουβλίου: “Η Δημοκρατία [της Τσουβασίας. – Τ.Κ.] ζει μια γεμάτη ζωή, υπάρχουν χαμόγελα στα πρόσωπά τους και δεν υπάρχει άγχος που η ισοτιμία του δολαρίου έχει πλησιάσει τα 100 ρούβλια”.

Από όλα αυτά, οι συμμετέχοντες στην αγορά έβγαλαν το λογικό συμπέρασμα ότι οι χρηματοπιστωτικές αρχές δεν πρόκειται να στηρίξουν το εθνικό νόμισμα και αυτό έπεσε σε ελεύθερη πτώση, φθάνοντας στο επίπεδο των 101,74 ρουβλίων ανά δολάριο μέχρι το μεσημέρι.

Και μόνο μετά από αυτό η ρυθμιστική αρχή “ξύπνησε” τελικά και ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιηθεί έκτακτη συνεδρίαση το πρωί της 15ης Αυγούστου. Η είδηση αυτή οδήγησε σε απότομη ενίσχυση του ρουβλίου: μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα της συνεδρίασης, είχε ενισχυθεί σε σχεδόν 95 ρούβλια ανά δολάριο, δηλαδή το ρωσικό νόμισμα κέρδισε πίσω περίπου 7 μονάδες σε λίγες ώρες διαπραγμάτευσης. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, διότι οι κεντρικές τράπεζες πραγματοποιούν έκτακτες συνεδριάσεις μόνο στις πιο εξαιρετικές περιπτώσεις (η Κεντρική μας Τράπεζα έχει πραγματοποιήσει μόνο τέσσερις τέτοιες συνεδριάσεις τα τελευταία δέκα χρόνια), οπότε η αγορά περίμενε να ανακοινωθούν σκληρά και αποφασιστικά μέτρα.

Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας αποδείχθηκε πραγματικά σκληρή: το βασικό επιτόκιο αυξήθηκε κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) στο 12%. Αυτό είναι περισσότερο από ό,τι είχε προβλέψει η πλειονότητα των αναλυτών και των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές: ανέμεναν αύξηση της τάξης των 1-2 ποσοστιαίων μονάδων.

Παρ’ όλα αυτά, το ρούβλι υποχώρησε και πάλι μετά την ανακοίνωση της απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας: έπεσε από τα 95 στα σχεδόν 99 ρούβλια ανά δολάριο. Τι συνέβη;

Το θέμα είναι ότι η Κεντρική Τράπεζα περιορίστηκε μόνο στην αύξηση του βασικού επιτοκίου και δεν ανακοίνωσε πρόσθετα μέτρα που θα βοηθούσαν στην αποκατάσταση της ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης. Ας εξηγήσουμε αναλυτικότερα τι εννοούμε εδώ.

Η αύξηση του βασικού επιτοκίου συμβάλλει πραγματικά στη μείωση του πανικού στην αγορά συναλλάγματος, καθώς γίνεται πιο δαπανηρό για τους κερδοσκόπους να παίζουν εναντίον του ρουβλίου (συνήθως παίζουν με μόχλευση, δηλαδή τα περισσότερα από τα ρούβλια που χρησιμοποιούν για να αγοράσουν ξένο νόμισμα είναι δανεικά κεφάλαια). Είναι σαφές ότι ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί μόνο εάν η ισοτιμία αυξάνεται αρκετά έντονα, και η τρέχουσα [αύξηση του επιτοκίου κατά] 3,5 π.μ. – αυτό είναι, φυσικά, πολύ, αλλά όχι απαγορευτικό για ένα κερδοσκοπικό παιχνίδι. [ΣΗΜ. Δηλαδή, για να κερδίσουν οι κερδοσκόποι θα πρέπει η αύξηση της τιμής του δολαρίου σε ρούβλια να υπερκαλύπτει το κόστος δανεισμού τους σε ρούβλια].

Ως εκ τούτου, αυτή η αύξηση των επιτοκίων πιθανότατα συνέβαλε στη μείωση της πίεσης που ασκείται στο ρούβλι από τους κερδοσκόπους βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν την αφαίρεσε εντελώς. Επιπλέον, στις τρέχουσες ρωσικές συνθήκες η κερδοσκοπία απέχει πολύ από το να είναι ο κύριος παράγοντας της πτώσης του ρουβλίου: σε γενικές γραμμές, οι κερδοσκόποι μπήκαν στο παιχνίδι κατά του ρουβλίου σε σημαντικούς όγκους μόνο τις τελευταίες δύο ή τρεις εβδομάδες.

Ο κύριος μηχανισμός με τον οποίο μια αύξηση των επιτοκίων οδηγεί στην ενίσχυση του εθνικού νομίσματος, ακόμη και βραχυπρόθεσμα, είναι η τόνωση της εισροής κερδοσκοπικών κεφαλαίων από το εξωτερικό: οι ξένοι προσελκύονται από την υψηλή απόδοση των περιουσιακών στοιχείων της χώρας στην οποία αυξάνονται τα επιτόκια, και προκειμένου να επενδύσουν σε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, αγοράζουν το νόμισμα της χώρας αυτής. Ωστόσο, στην περίπτωση της Ρωσίας, για προφανείς λόγους, ο μηχανισμός αυτός είναι πλέον πρακτικά ανύπαρκτος.

Έτσι, βραχυπρόθεσμα, η επίδραση της αύξησης του βασικού επιτοκίου, χωρίς να συνοδεύεται από άλλα μέτρα που θα εξισορροπούσαν την προσφορά και τη ζήτηση στη ρωσική αγορά συναλλάγματος, θα είναι περιορισμένη: η “ελεύθερη πτώση” του ρουβλίου έχει σταματήσει, αλλά οι κίνδυνοι περαιτέρω αποδυνάμωσής του δεν έχουν εξαλειφθεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αγορά “απογοητεύτηκε” στις προσδοκίες της από την απρογραμμάτιστη συνεδρίαση της Κεντρικής Τράπεζας και η συναλλαγματική ισοτιμία του ρουβλίου άρχισε και πάλι να υποχωρεί.

Ποια μέτρα θα έπρεπε να συνοδεύουν την τρέχουσα αύξηση των επιτοκίων; Πρώτα απ’ όλα, είναι η επαναφορά της απαίτησης της υποχρεωτικής πώλησης των συναλλαγματικών εσόδων των εξαγωγέων [καθώς] και οι περιορισμοί στην απόσυρση κεφαλαίων. Έχουμε γράψει γι’ αυτά λεπτομερώς στο προαναφερθέν άρθρο “Πού θα οδηγήσει η υποτίμηση”;

Είναι σαφές ότι όλα αυτά τα μέτρα δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή η εισαγωγή τους απαιτεί συνεργασία με την κυβέρνηση, η οποία, προφανώς, δεν λειτουργεί τώρα, καθώς το Υπουργείο Οικονομικών χρειάζεται ένα αδύναμο ρούβλι για να καλύψει τον προϋπολογισμό. Ωστόσο, η κατάσταση είναι σοβαρή και είναι καιρός να το αντιληφθεί η κυβέρνηση. Την περασμένη άνοιξη οι νομισματικές μας αρχές είχαν αρκετή αποφασιστικότητα για να εισαγάγουν σκληρά μη αγοραία μέτρα και λειτούργησαν άριστα. Έτσι, αν υπάρχει πολιτική βούληση, η νομισματική κρίση μπορεί να ξεπεραστεί.

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά από τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η αγορά στο δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg το βράδυ της 15ης Αυγούστου. Σύμφωνα με τις αναφορές του πρακτορείου, η θέσπιση απαίτησης για την υποχρεωτική πώληση των κερδών σε ξένο νόμισμα από τους εξαγωγείς και οι περιορισμοί στην απομάκρυνση κεφαλαίων στο εξωτερικό εξακολουθούν να συζητούνται και υπάρχει πιθανότητα να εισαχθούν, αν και δεν έχουν ληφθεί ακόμη συγκεκριμένες αποφάσεις (κατά τη στιγμή της συγγραφής αυτού του άρθρου το πρωί της 16ης Αυγούστου). Το δημοσίευμα του Bloomberg έριξε αμέσως τις τιμές του δολαρίου από τα 99 στα 96,5 ρούβλια, και αυτό παρά το γεγονός ότι αφορούσε μόνο τη συζήτηση αυτών των μέτρων από τις ρωσικές αρχές και όχι αποφάσεις που να έχουν πραγματικά παρθεί.

Κλυδωνισμοί στη Ρωσική οικονομία λόγω της συνεχιζόμενης εξάρτησης από την παραγωγή ενέργειας

H εκτέλεση του Ρωσικού προϋπολογισμού κινδυνεύει καθώς το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ρωσίας από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του τρέχοντος έτους διαμορφώθηκε στα 3,41 τρισεκατομμύρια ρούβλια σύμφωνα με προκαταρκτική εκτίμηση που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών της χώρας. Τα έσοδα του προϋπολογισμού μειώθηκαν κατά 19% σε σχέση με πέρυσι, ενώ οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 27%, όντας επιβαρυμένες λόγω και της Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης στην Ουκρανία.

Εδώ αναρτούμε μετάφραση και σχολιάζουμε δύο άρθρα που αναφέρονται στο ζήτημα κάτω από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ελπίζουμε η προσέγγιση μας να φωτίσει κάπως το όλο ζήτημα.

*          *          *

Το πρώτο άρθρο με τίτλο: «Τα Ρωσικά έσοδα από το πετρέλαιο μειώθηκαν σχεδόν κατά 50% λόγω του ανώτατου ορίου τιμών: ΗΠΑ» στηρίζεται σε ρεπορτάζ του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων (AFP) και έχει αναρτηθεί στις 16 Ιουνίου από το ETEnergyworld.com των Indian Times. Ουσιαστικά συνοψίζει τις εκτιμήσεις της Αμερικανικής κυβέρνησης για την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων και της επιβολής πλαφόν στην τιμή πώλησης της βασικής Ρωσικής εξαγώγιμης ποικιλίας πετρελαίου, της Urals. Η Ινδία έχει καταστεί κεντρικός ενδιάμεσος κόμβος στην διακίνηση των Ρωσικών προϊόντων πετρελαίου, γεγονός ευρύτατα γνωστό και απολύτως αποδεκτό από τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Τα Ινδικά διυλιστήρια και οι Ινδοί μεσάζοντες (με βασικό τον ρόλο του ίδιου του κράτους της Ινδίας) κερδίζουν μυθώδη ποσά από την αγορά με έκπτωση Ρωσικού πετρελαίου και την μεταπώλησή του σε τρίτες χώρες, κυρίως Ευρωπαϊκές, ως Ινδικού. Οι τρίτες αυτές χώρες εμφανίζονται έτσι να ‘πειθαρχούν’ στις κυρώσεις της Δύσης κατά του Ρωσικού πετρελαίου ενώ ταυτόχρονα ικανοποιούν τις ενεργειακές τους ανάγκες, αν και σε πολύ χειρότερες τιμές από αυτές που θα πετύχαιναν με απευθείας αγορά από τη Ρωσία.

Οι εξαγωγές Ρωσικού αργού σε εκατομμύρια βαρέλια προς την Ινδία
μεταξύ Μαρτίου και Νοεμβρίου του 2022 σύμφωνα με πίνακα που παραθέτει ο S. Vakulenko.

Ο μηχανισμός αυτός δεν αποτελεί ‘παραβίαση’ των κυρώσεων, αλλά αντίθετα υποθάλπεται και ενθαρρύνεται από τις ΗΠΑ προκειμένου να πιέζεται η Ρωσική οικονομία πουλώντας φτηνά, να γίνονται πιο ανταγωνιστικά τα ακριβά Αμερικανικά προϊόντα ενέργειας αφού η τελική τιμή των Ρωσικών προϊόντων ανεβαίνει χωρίς η χώρα να καρπώνεται την αύξηση, και να μην καταρρεύσουν οι οικονομικές αλυσίδες λόγω έλλειψης προσφοράς.

Η τακτική των κυρώσεων επί του Ρωσικού πετρελαίου και αερίου έχει πραγματικά επιτύχει τον περιορισμό των εσόδων του Ρωσικού κράτους παρά την αύξηση του όγκου των πωλήσεων, έστω και αν τα νούμερα που δίνει η Αμερικανική κυβέρνηση είναι εκτός πραγματικότητας (η μείωση των εσόδων κατά 50% που αναφέρεται στο ρεπορτάζ του AFP είναι στην πραγματικότητα 19%, όπως θα δούμε[i]).

Όμως, στον πραγματικό κόσμο το Ρωσικό πετρέλαιο πωλείται πολύ ακριβότερα από τις τιμές που καταγράφει το ρεπορτάζ του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων και τις εκτιμήσεις που παραθέτουν σε αυτό Αμερικανοί αξιωματούχοι. Ήδη έχουν δει το φως της δημοσιότητας πληροφορίες που καταγράφουν πληρωμές ‘κάτω από το τραπέζι’ για το Ρωσικό πετρέλαιο και στις οποίες έχουν αναφερθεί και συστημικά Αμερικανικά ΜΜΕ (π.χ. βλ. το ρεπορτάζ του CNBC με τίτλο «Οι κυρώσεις στο Ρωσικό αργό έχουν ‘αποτύχει εντελώς’ λέει αναλυτής της αγοράς πετρελαίου»).

Επίσης, σε ρεπορτάζ των Ινδικών Economic Times της 9ης Ιουλίου αναφέρονται σημαντικές υπερ-κοστολογήσεις των ναύλων που χρεώνει ο νέος Ρωσικός στόλος δεξαμενοπλοίων, γεγονός που στην ουσία αποτελεί έμμεση αύξηση της τιμής του πετρελαίου χωρίς να παραβιάζεται η οροφή που έχει τεθεί από τους G7. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ αυτό, ως αποτέλεσμα των νέων μηχανισμών πώλησης της ποιότητας Urals, οι εκπτώσεις που απολάμβαναν οι Ινδοί εισαγωγείς Ρωσικού αργού έχουν μειωθεί από $30/βαρέλι στα μέσα του περσινού χρόνου σε $4 αυτόν τον καιρό. Έτσι, η πραγματική τιμή πώλησης του Urals είναι περίπου $70-$75 ανά βαρέλι, ποσό σημαντικά πάνω από την οροφή των $60 ανά βαρέλι που ορίζουν οι κυρώσεις των G7.

Πώς λοιπόν γίνεται να ανθεί η αγορά του Urals και παρόλα αυτά τα έσοδα του Ρωσικού δημοσίου να μειώνονται εξ αιτία της επιβεβλημένης οροφής των $60/βαρέλι; Η απάντηση βρίσκεται στην επίσημη τιμολόγηση των πωλήσεων που ακολουθούν οι Ρωσικές εταιρείες εξόρυξης, η οποία σέβεται το πλαφόν των G7 αλλά χρεώνει τη διαφορά από την πραγματική τιμή μέσω άλλων τρόπων. Όμως, η φορολόγηση των πωλήσεων από το Ρωσικό Δημόσιο γίνεται σύμφωνα με έναν μαθηματικό τύπο που λαμβάνει υπόψη την καταγεγραμμένη στα παράβολα τιμή του Urals, δηλαδή την τιμή πώλησης κάτω από την επιβεβλημένη οροφή των $60/βαρέλι. Το αποτέλεσμα είναι η τεράστια φοροδιαφυγή εις βάρος των εσόδων του Ρωσικού δημοσίου και μάλιστα σε καιρό πολέμου.

Η τιμή αγοράς από τα Ινδικά διυλιστήρια του Ρωσικού αργού συγκρινόμενη με αυτήν του Brent,
σύμφωνα με πίνακα που παραθέτει ο S. Vakulenko.

Στη Ρωσική κυβέρνηση συζητούν εδώ και καιρό την αλλαγή του τύπου υπολογισμού της φορολόγησης μέσω της αντικατάστασης σε αυτόν της τιμής αναφοράς του Urals με την τιμή του Brent μετά την επιβολή επ΄αυτής μιας πάγιας σταθερής έκπτωσης. Η καθυστέρηση της αλλαγής της φόρμουλας φορολόγησης δεν γνωρίζουμε πού οφείλεται, αν και ορισμένοι ασκούν κριτική στον προτεινόμενο νέο τρόπο υπολογισμού της φορολογητέας τιμής, επειδή θα παγιώσει την έκπτωση στον υπολογισμό της φορολογητέας τιμής του Ρωσικού αργού.

Όπως και να έχει, οι μανούβρες των Δυτικών έχουν οδηγήσει στη μείωση των εσόδων του Ρωσικού Δημοσίου και στα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει πλέον η εκτέλεση του Ρωσικού προϋπολογισμού, όχι μόνο και όχι κυρίως χάρη στα ίδια τα μέτρα των κυρώσεων, πλαφόν, κ.λπ., αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης της θέλησης στη Ρωσική κυβέρνηση να ελεγχθούν οι ολιγάρχες του κυκλώματος ενέργειας. Είναι πολύ πιθανόν ότι η Αμερικανική κυβέρνηση γνωρίζει ότι η τιμή πλαφόν δεν λειτουργεί καθεαυτή, αλλά παρόλ’ αυτά την επιβάλει, ακριβώς επειδή δεν την ενδιαφέρει η αληθής τιμή πώλησης αλλά ο περιορισμός των εσόδων του Ρωσικού κράτους, ο οποίος έτσι επιτυγχάνεται ακόμη και όταν το πλαφόν δεν τηρείται.

Για τους ενδιαφερόμενους, ένα πολύ καλό άρθρο που περιγράφει τις ασάφειες και τους μηχανισμούς που διαμορφώνουν την πραγματική τιμή πώλησης του Urals είναι αυτό του Ρώσου ειδικού αναλυτή και συμβούλου πετρελαϊκών εταιριών Sergey Vakulenko με τίτλο: «Ένα πλαφόν στην τιμή ή καπνοί και εικόνες σε καθρέπτες; Ποιο είναι το πραγματικό κόστος του Ρωσικού πετρελαίου;».

*          *          *

Όμως, κατά την εξέταση των εσόδων του Ρωσικού κράτους μέσω των εξαγωγών ενεργειακών πρώτων υλών, το κεντρικό κοινωνικο/πολιτικό ζήτημα δεν είναι το τεχνικό θέμα του καθορισμού της φορολογητέας τιμής, αλλά ο συνολικός προσανατολισμός της Ρωσικής οικονομίας. Όντως, η μείωση των εσόδων προκαλεί πονοκέφαλο στην εκτέλεση του Ρωσικού προϋπολογισμού, αλλά το ζήτημα είναι πολύ βαθύτερο, και στο θέμα αυτό αναφέρεται το δεύτερο άρθρο του Μιχαήλ Γιεβστινγκνέεβ από την εφημερίδα του ΚΚΡΟ Πράβδα της 7ης Ιουλίου με τίτλο: «Η ‘κατάρα του πετρελαίου’ έγινε πραγματικότητα».

Το ΚΚΡΟ εδώ και χρόνια προειδοποιεί για το ευάλωτο του μοντέλου της Ρωσικής οικονομίας που προωθούσαν επί χρόνια οι άρχουσες ελίτ της Ρωσίας. Πρόκειται για ένα μοντέλο εξάρτησης από τον Δυτικό ιμπεριαλισμό που στηρίζεται στην εξαγωγή πρώτων υλών, κυρίως ενεργειακών προϊόντων και την εγκατάλειψη και καταδίκη σε μαρασμό ολόκληρων βιομηχανικών τομέων που επί Σοβιετικής εποχής είχαν αξιόλογες επιδόσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ρωσία αυτή τη στιγμή παλεύει κυριολεκτικά για να μπορέσει να ξανα-αρχίσει την παραγωγή επιβατικών αεροπλάνων στα επόμενα χρόνια, την στιγμή που παλαιότερα ήταν αυτόνομη στον τομέα αυτό. Η μαζική επιβολή κυρώσεων από τη Δύση δεν πέτυχε την κατάρρευση της Ρωσικής οικονομίας, αλλά πέτυχε την καταρράκωση των θεωριών που υποστήριζαν την νέο-αποικιοκρατική τοποθέτηση της Ρωσίας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα ως παραγωγού πρώτων υλών και καταναλωτή έτοιμων Δυτικών βιομηχανικών προϊόντων, καθώς κατέδειξε ότι αυτή η τοποθέτηση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην διάλυση της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως αυτοτελούς κρατικής οντότητας από τις ιμπεριαλιστικές χώρες.

Είναι γεγονός ότι η μαζική έξοδος των Δυτικών βιομηχανιών από τη Ρωσία λειτούργησε ευεργετικά για την ανάπτυξη της εσωτερικής βιομηχανίας, η οποία είχε (και έχει ακόμη σε πολύ μεγάλο βαθμό) εγκαταλειφθεί μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Όμως, η καθυστέρηση στην ενίσχυση της Ρωσικής βιομηχανίας και η υποστήριξη των Δυτικών βιομηχανιών για επέκταση στη Ρωσία, πολιτική που ακολουθήθηκε από την εποχή του Γιέλτσιν και εξής, έχει υπονομεύσει σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες της Ρωσικής οικονομίας που τώρα παλεύει να ανταπεξέλθει σε αυτό το καθήκον καθυστερημένα και κάτω από πολεμικές συνθήκες.

Το άρθρο του Μ. Γιεβστινγκνέεβ επισημαίνει τις τρέχουσες δυσκολίες και αδιέξοδα λόγω της καθυστέρησης απαλλαγής από το μοντέλο της εξάρτησης από τη Δύση και της έμφασης στην παραγωγή πρώτων υλών που ακολουθούν οι Ρωσικές κυβερνητικές ελίτ.

Προχωρούμε τώρα στη μετάφραση των δύο άρθρων που προαναφέραμε.

*          *          *

Τα ρωσικά έσοδα από το πετρέλαιο μειώθηκαν σχεδόν κατά 50% λόγω του ανώτατου ορίου τιμών: ΗΠΑ

Αυτή η μείωση των εσόδων από το πετρέλαιο σε σχέση με ένα χρόνο πριν “συνέβη παρά το γεγονός ότι η Ρωσία εξάγει σήμερα περισσότερο αργό πετρέλαιο από ό,τι κατά την έναρξη του πολέμου”, δήλωσε ο Adeyemo σε προετοιμασμένες παρατηρήσεις σε εκδήλωση του Κέντρου για μια Νέα Αμερικανική Ασφάλεια στην Ουάσιγκτον.

AFP, 16 Ιουνίου 2023

Ουάσινγκτον: Τα έσοδα της ρωσικής κυβέρνησης από το πετρέλαιο σημείωσαν πτώση σχεδόν 50% τους πρώτους πέντε μήνες του τρέχοντος έτους, δήλωσε την Πέμπτη ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Γουόλι Αντεγιέμο, έξι μήνες μετά τη θέσπιση ανώτατου ορίου τιμών.

Για να περιοριστούν τα έσοδα της Μόσχας μετά την εισβολή της στην Ουκρανία και ταυτόχρονα να διασφαλιστεί ότι θα συνεχίσει να τροφοδοτεί την παγκόσμια αγορά, ένας συνασπισμός στον οποίο συμμετέχουν η Ομάδα των Επτά κορυφαίων οικονομιών, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Αυστραλία έθεσε ανώτατο όριο τιμών 60 δολαρίων ανά βαρέλι για το ρωσικό αργό τον Δεκέμβριο.

Αυτή η μείωση των εσόδων από το πετρέλαιο σε σχέση με ένα χρόνο πριν “συνέβη παρά το γεγονός ότι η Ρωσία εξάγει σήμερα περισσότερο αργό πετρέλαιο από ό,τι κατά την έναρξη του πολέμου”, δήλωσε ο Adeyemo σε προετοιμασμένες παρατηρήσεις σε εκδήλωση του Κέντρου για μια Νέα Αμερικανική Ασφάλεια στην Ουάσινγκτον.

“Παρά τις υψηλότερες εξαγωγές, η Ρωσία κερδίζει λιγότερα χρήματα, επειδή το πετρέλαιό της διαπραγματεύεται τώρα με έκπτωση 25% σε σχέση με το υπόλοιπο παγκόσμιο πετρέλαιο”, πρόσθεσε.

Παρά τις προπαγανδιστικές εκστρατείες, οι ΗΠΑ δεν υποστηρίζουν την επιβολή εμπάργκο στο Ρωσικό πετρέλαιο, λόγω της οικονομικής κρίσης που θα προκαλούνταν, αλλά επιδιώκουν τον σοβαρό περιορισμό των εσόδων του Ρωσικού κράτους από τη φορολόγηση των εξαγωγών ενεργειακών προϊόντων.

Ερωτηθείς για το πώς η Ουάσινγκτον υπολογίζει τα ρωσικά έσοδα, ένας αξιωματούχος του Υπουργείου Οικονομικών που μίλησε υπό τον όρο της ανωνυμίας είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν διάφορα εργαλεία – μεταξύ άλλων, την παρακολούθηση των αγοραίων τιμών που λαμβάνουν οι Ρώσοι εξαγωγείς για το πετρέλαιο.

Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν επίσης αναφερθεί στην πίεση από τη μείωση των πετρελαϊκών εσόδων, πρόσθεσε ο αξιωματούχος, και σημείωσε ότι δεν υπάρχει σχέδιο για το πότε θα καταργηθεί το ανώτατο όριο τιμών.

Προς το παρόν, η Ρωσία εξετάζει το ενδεχόμενο να θέσει ένα κατώτατο όριο στις απώλειες των εσόδων της, απομακρυνόμενη από τη φορολόγηση με βάση την αγοραία τιμή του Urals –του κυρίαρχου μείγματος πετρελαίου της.

Αντ’ αυτού, οι ρωσικές αρχές θα υπολογίζουν τους φόρους υποθέτοντας μια τιμή που αποτελεί “σταθερή σημαντική έκπτωση σε σχέση με το Brent, το παγκόσμιο σημείο αναφοράς”, δήλωσε ο Adeyemo στις προετοιμασμένες παρατηρήσεις του.

Ενώ αυτό υποδηλώνει ότι οι ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες θα δουν τους φόρους τους να αυξάνονται ακόμη και όταν το ανώτατο όριο τιμών συμπαρασύρει τα έσοδα, ο Adeyemo πρόσθεσε ότι η αλλαγή ουσιαστικά “κλειδώνει μια τεράστια έκπτωση λόγω του αντίκτυπου του ανώτατου ορίου τιμών”.

Οι κυρώσεις και οι έλεγχοι των εξαγωγών έχουν καταστήσει δύσκολο για τη Ρωσία να αντικαταστήσει περισσότερα από 10.000 κομμάτια εξοπλισμού που έχει χάσει εν μέσω του πολέμου, σύμφωνα με τον Adeyemo.

*          *          *

Η “κατάρα του πετρελαίου” έγινε πραγματικότητα

ΠΡΑΒΔΑ αριθ. 70 (31419) 7-10 Ιουλίου 2023, 1η σελίδα

Του Μιχαήλ Γιεβστινγκνέεβ.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ρωσίας από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του τρέχοντος έτους διαμορφώθηκε στα 3,41 τρισεκατομμύρια ρούβλια. Αυτή είναι η προκαταρκτική εκτίμηση που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών. Τα έσοδα του προϋπολογισμού μειώθηκαν κατά 19% σε σχέση με πέρυσι, ενώ οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 27% (λογικό, γιατί ζούμε σε εποχή ειδικών επιχειρήσεων). Και η τρύπα του προϋπολογισμού συνεχίζει να μεγαλώνει. Οι κύριοι λόγοι γι’ αυτό είναι η απότομη μείωση των εσόδων από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο λόγω του “πλαφόν” τιμών που επέβαλε η Δύση, η πτώση της τιμής του Urals και η μείωση των εξαγωγών φυσικού αερίου. Αυτοί είναι οι καρποί της κοντόφθαλμης αντίληψης των αξιωματούχων και της νοοτροπίας “μετά από εμάς ο κατακλυσμός” των αρχών.

 

Έτσι, η Ρωσία έχει πέσει σε μια παγίδα πρώτων υλών, η οποία υποσκάπτεται κάτω από τη χώρα εδώ και δεκαετίες ελέω της κυβερνώσας ελίτ που δεν χρησιμοποίησε τον επαρκή χρόνο που της έδωσε η ιστορία για να διαφοροποιήσει πραγματικά την οικονομία της. Εδώ και χρόνια, τα όμορφα λόγια που ακούγονται από τους υψηλούς θώκους για τη “μετάβαση σε καινοτόμες κατευθύνσεις”, για την απομάκρυνση από την “πετρελαϊκή κατάρα” και για την οικοδόμηση μιας οικονομίας υψηλής τεχνολογίας δεν αποδείχθηκαν τίποτα περισσότερο από αερολογίες. Όπως λέει και το ανέκδοτο: οδεύουμε προς τη νάνο-επανάσταση με νάνο-βήματα.

Όπως και προηγουμένως, εξαρτόμαστε για τα πάντα από τον μαύρο χρυσό. Στα χρόνια των παχιών αγελάδων, όταν οι τιμές του πετρελαίου εκτοξεύονταν στα ύψη, αυτό μπορεί να μην πείραζε. Ωστόσο, τώρα που η χώρα βρίσκεται υπό κυρώσεις, τα ξένα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας έχουν καταβροχθιστεί από τη Δύση και οι κρατικές δαπάνες αυξάνονται ραγδαία (όχι μόνο λόγω της στρατιωτικής δράσης, αλλά και λόγω της ανάγκης να ανασυγκροτηθεί η οικονομία υπό τα νέα δεδομένα, και με τις εκλογές στη γωνία – δεν θέλω να προσβάλω τον λαό), έφτασε η δυσάρεστη στιγμή της αλήθειας. Η κατανόηση ότι η παραμικρή διακύμανση στις παγκόσμιες τιμές του “μαύρου χρυσού” είναι αρκετή για να κάνει ολόκληρο το οικονομικό μας μεγαθήριο να αρχίσει να τρέμει και να πέσει σε δημοσιονομικό κλυδωνισμό αποτέλεσε μια ψυχρολουσία.

Η οικονομία μοιάζει ολοένα και περισσότερο με το καφτάνι του Τρίσκα, όπου όταν μπαλώνεται μια τρύπα σε ένα μέρος ανοίγει μια νέα τρύπα σε ένα άλλο. Υπάρχουν ουσιαστικά μόνο τρεις τρόποι για να λυθεί το πρόβλημα, και όλοι τους είναι εξαιρετικά επώδυνοι. Είτε να γίνει αναθεώρηση του προϋπολογισμού [sequestration], δηλαδή να περικοπούν κονδύλια, για παράδειγμα, που αφορούν κατασκευές παγίων, ανάπτυξη υποδομών, πράγμα που σημαίνει θέσεις εργασίας και μισθούς για χιλιάδες ανθρώπους, και περικοπή επενδυτικών προγραμμάτων. Είτε να αυξηθούν οι φόροι, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει παραμονές εκλογών. Είτε να υποτιμήσουμε το ρούβλι, κάτι που θα βοηθήσει τους ίδιους εξαγωγείς εμπορευμάτων να γεμίσουν τον προϋπολογισμό με “κέρματα” και το κράτος να διατηρήσει ένα καλό πρόσωπο σε ένα κακό παιχνίδι και να ανταποκριθεί πλήρως στις ίδιες κοινωνικές υποχρεώσεις. Και το γεγονός ότι η υποτίμηση του ρουβλιού θα ανεβάσει σίγουρα τις τιμές θα [τους] είναι αδιάφορο – η Rosstat θα τις τιθασεύσει ούτως ή άλλως. Και αν η Στατιστική Υπηρεσία δεν το φροντίσει, τότε για άλλη μια φορά θα αντικατασταθεί ο επικεφαλής της υπηρεσίας με κάποιον που είναι πιο ικανός στο να ζωγραφίζει χαρούμενες εικόνες.

Τι γίνεται λοιπόν με το πετρέλαιο – την ευλογία και την κατάρα μας ταυτόχρονα;

“Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, η μέση τιμή του αργού πετρελαίου Urals για την περίοδο από τις 15 Μαΐου έως τις 14 Ιουνίου ήταν 54,57 δολάρια ανά βαρέλι έναντι 55,97 δολαρίων ανά βαρέλι την προηγούμενη περίοδο. Οι τιμές του πετρελαίου δεν έχουν ακόμη εμφανίσει σημάδια αύξησης, οπότε τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα συνεχίσουν να υπολείπονται από τις προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού. Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα πρέπει να περιμένουμε ότι το ρωσικό εθνικό νόμισμα θα ενισχυθεί- μάλλον θα πρέπει να περιμένουμε ότι το νόμισμα θα κινηθεί προς τα 90 ρούβλια ανά δολάριο κοντά στο φθινόπωρο. Εάν η τιμή του Brent δεν καταφέρει να αυξηθεί πάνω από τα 79,7 δολάρια ανά βαρέλι μέχρι το τέλος Ιουνίου, αυτό σημαίνει ότι τα έσοδα από το πετρέλαιο θα παραμείνουν ελλειμματικά για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο”, δήλωσε στην Pravda ο Αλεξάντερ Ποτάβιν, αναλυτής της Finam Group.

Το “πετρελαϊκό πλαφόν” που έχει θέσει η Δύση στην τιμή του εξαγόμενου ρωσικού πετρελαίου έχει επίσης αντίκτυπο.

“Δεδομένου ότι όλοι οι φόροι και οι επιδοτήσεις για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο (με εξαίρεση τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή) υπολογίζονται με βάση τύπους που λαμβάνουν υπόψη την τιμή του πετρελαίου των Ουραλίων και τις τιμές των πετρελαιοειδών στην ευρωπαϊκή αγορά, τα έσοδα του προϋπολογισμού είναι εκτεθειμένα στην παγκόσμια συγκυρία. Εάν δεν λαμβάνονταν υπόψη οι εκπτώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο, η κάλυψη του προϋπολογισμού θα ήταν κατά 20-25% υψηλότερη”, δήλωσε η Ταμάρα Σαφόνοβα, διδάκτωρ Οικονομικών, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Μάρκετινγκ και Διεθνούς Συνεργασίας του Ινστιτούτου Διοίκησης και Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ρωσικής Προεδρικής Ακαδημίας Εθνικής Οικονομίας και Δημόσιας Διοίκησης, σε συνομιλία με την Pravda.

Κάτω από τις περιστάσεις αυτές, τίθεται το ερώτημα: Όλα αυτά τα χρόνια, τι εμπόδιζε τις αρχές από το να μετατρέψουν την πορεία ανάπτυξης της χώρας από μια πορεία βασισμένη στους [φυσικούς] πόρους σε μια καινοτόμα πορεία ανάπτυξης, χωρίς να περιμένουν να τσιμπήσει ο κόκορας των κυρώσεων;

 

[i] Στην πραγματικότητα, 19% είναι η συνολική μείωση εσόδων του προϋπολογισμού κατά το πεντάμηνο Ιανουαρίου-Μαΐου φέτος συγκρινόμενο με το αντίστοιχο πεντάμηνο πέρυσι. Εδώ υποθέσαμε ότι υπάρχει ομοιογένεια στη μείωση.