Άρθρα

Οι “Άριστοι” και οι “Τελευταίοι” των Πανελληνίων σ’ένα ανθρωποφάγο σύστημα

Κάθε χρόνο με τη δημοσίευση των βάσεων εισαγωγής στα ΑΕΙ, τα ΜΜΕ μας βομβαρδίζουν με αφιερώματα στους πρώτους των πρώτων, με εγκώμια και συγχαρητήρια.

Κι αν θέλετε καλώς δίνονται τα συγχαρητήρια, καλώς προβάλλονται τα παιδιά που κατάφεραν μέσα από ένα ανθρωποφάγο εξεταστικό σύστημα να πετύχουν τον στόχο τους και με διάκριση. Είναι όμως ταυτόχρονα και βαθειά υποκριτική όλη αυτή η στάση, λες και δεν είναι κοινό μυστικό το πώς λειτουργεί η εκπαίδευση και πώς το εξεταστικό σύστημα. Παράλληλα είναι θλιβερό το γεγονός, ότι ποτέ μέχρι σήμερα δεν έγινε κανένα αφιέρωμα, δεν ασχολήθηκε ποτέ κανείς με τα παιδιά εκείνα, που χωρίς ιδιαίτερα μαθήματα, χωρίς φροντιστήρια, κατάφεραν να μπουν σε μια σχολή, έστω με βαθμό κάτω από την βάση.

Αντιθέτως, διαβάζει κανείς σε όλα τα συστημικά μέσα την έκπληξη και τον αποτροπιασμό για το γεγονός ότι υπάρχουν σχολές, που υποψήφιοι μπαίνουν σε αυτές με μέσο όρο το 04, το 07, το 08. Όπως δήλωσε  άλλωστε η κυρία Κεραμέως, είναι απαραίτητη η επαναφορά της βάσης του 10 στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, χαρακτηρίζοντας παράλογη τη δυνατότητα να εισάγονται με τόσο χαμηλές βαθμολογίες φοιτητές στα ΑΕΙ.

Πολλοί έσπευσαν να επικροτήσουν μια τέτοια αλλαγή, καθώς είναι πράγματι ντροπή, όπως διατείνονται, η είσοδος σε σχολές με βαθμολογία κάτω από τη βάση.

Όχι δεν είναι ντροπή και πριν αρχίσουμε να λιθοβολούμε, θα πρέπει να κοιτάξουμε γύρω μας μια πραγματικότητα που δεν ξέρω κατά πόσο και πόσοι την αντιλαμβάνονται ή την γνωρίζουν. Υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν ούτε μισό ιδιαίτερο, ούτε μία ώρα φροντιστήριο. Δεν έχουν βοήθεια από το σπίτι, ούτε γονείς που έχουν το χρόνο και τη δυνατότητα να κάθονται πάνω από το κεφάλι τους και να τα βοηθούν σε κάθε βήμα.

Το σχολείο, έτσι όπως είναι διαμορφωμένο,δεν έχει τη δυνατότητα να καλύψει ούτε τα δύο τρίτα της εξεταστέας ύλης που καλούνται τα παιδιά να δώσουν στις πανελλήνιες.

Ποιος μαθητής μπορεί να δώσει πανελλήνιες με αξιώσεις και να γράψει έναν «αξιοπρεπή» βαθμό στα μαθηματικά, στη φυσική, στην πληροφορική, με βάση αυτά που κάνει μόνο στο σχολείο; Όταν δεν καταφέρνουν όχι μόνο να ολοκληρώσουν την ύλη αλλά ούτε καν να εξασκηθούν σ’ένα ικανοποιητικό αριθμό ασκήσεων, πάντα με βάση τις απαιτήσεις των πανελλαδικών εξετάσεων.

Και για να αφήσω τα θετικά μαθήματα που δεν ήταν άλλωστε πότε το φόρτε μου, αφού με το ζόρι είχα μάθει να κάνω διαίρεση με δεκαδικό και να μιλήσω λόγω ειδικότητας για την Έκθεση και από του χρόνου σε συνδυασμό με την Λογοτεχνία που καλούνται τα παιδιά να εξεταστούν σε πανελλαδικό επίπεδο.

Πόσα κείμενα, πόσες ασκήσεις, πόση γραπτή εξάσκηση πραγματοποιείται στα δημόσια σχολεία, ώστε τα παιδιά που δεν έχουν εξωτερική βοήθεια, να μπορέσουν να ανταποκριθούν στα θέματα των εξετάσεων και ν’ανταγωνιστούν όλα εκείνα τα παιδιά που κάνουν δεκάδες ώρες ιδιαίτερων και φροντιστηρίων;

Για να μην αναφερθώ στα σχολεία ιδίως της επαρχίας που σε πάρα πολλές περιπτώσεις δεν έχουν καν καθηγητές, που ο φυσικός κάνει γεωγραφία, μαθηματικά, πληροφορική. Κι όμως όταν κάποια από αυτά τα παιδιά καταφέρνουν να γράψουν κάτω από αυτές τις συνθήκες, έστω και 08 είναι “ντροπή” να μπαίνουν σε σχολές.

Όχι αγαπητοί μου δεν είναι ντροπή, είναι κατόρθωμα, γιατί πολλά από αυτά τα παιδιά έχουν τόση θέληση και τόσα όνειρα που μπαίνοντας σε αυτή τη σχολή και δίνοντας τους την ευκαιρία, ανοίγοντάς τους μια πόρτα, είναι πολύ πιθανό να διαπρέψουν. Στην τελική αφήστε τους διδάσκοντες της εκάστοτε σχολής ν’αποφασίσουν, αν αυτά τα παιδιά μπορούν να συνεχίσουν και ν’αποφοιτήσουν. (Ελπίζω στις συνθήκες αυτές να μην χρειάζεται ν’αναφερθώ σε πιθανές εξαιρέσεις παιδιών που έχοντας μια ιδιαίτερη ικανότητα και έφεση σε κάποια μαθήματα διαπρέπουν, παρόλο που πιθανόν να μην έχουν λάβει εξωσχολική βοήθεια. Εκτός κι αν θα πρέπει όλοι να είναι εν δυνάμει Αϊνστάιν, αλλιώς ας πάνε να πνιγούν).

Η βάση του 10 λοιπόν, που με υπερηφάνεια το Υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε ότι είναι απαραίτητη να επανέλθει, θα ήταν εύλογη, εφόσον όλα τα σχολεία λειτουργούσαν όπως θα έπρεπε, κάλυπταν την ύλη, είχαν ενισχυτική διδασκαλία, εξασκούσαν τα παιδιά στα θέματα των πανελληνίων.

Θα αναφερθώ σε μια πρόσφατη προσωπική εμπειρία.

Στο χωριό καταγωγής μου που πηγαίνω σχεδόν κάθε καλοκαίρι, είναι ένα κορίτσι , φίλη της κόρης μου, ετών 16, την οποία για εύλογους λόγους δεν θα την αναφέρω με το πραγματικό της όνομα αλλά θα την λέω  «Μαρίνα». Φέτος λοιπόν, η Μαρίνα θα πάει Β’ Λυκείου. Το καλοκαίρι που την συνάντησα ήταν μέσα στην αγωνία και το άγχος για το τι πρέπει να κάνει, αν κι εφόσον από του χρόνου θα υπάρξει βάση εισαγωγής το 10. Η Μαρίνα ζει σ’ένα δυάρι μαζί με τους γονείς της τον αδερφό της και τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά, ηλικίας από ενός ως τεσσάρων ετών.

Όπως αντιλαμβάνεστε τα οικονομικά τους είναι σε άθλια κατάσταση, προσπαθεί, όπως μου είπε, να διαβάσει τον χειμώνα, αλλά γίνεται χαμός στο σπίτι με τα μικρά και δεν το καταφέρνει πάντα. Ξυπνάει 6.30 το πρωί γιατί περνάει το λεωφορείο από το χωριό στις 7.15 για το σχολείο της που βρίσκεται σε άλλο χωριό με πιο πολλούς κατοίκους.

Σαφώς ιδιαίτερα ή φροντιστήριο δεν έχει κάνει ποτέ. Πέρα από το ότι το χωριό δεν έχει κανένα φροντιστήριο και θα έπρεπε να πηγαίνει πάλι στην κοντινή κωμόπολη, δεν υπάρχει και η οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Δεν έχει πάει ούτε φροντιστήριο Αγγλικών, γεγονός που την εμποδίζει, όπως σκέφτεται να δώσει στις πανελλαδικές για τουριστικών σπουδών, μιας και έχει σχολή κοντά στο χωριό της και χαμηλή βάση, αφού χρειάζεται ειδικό μάθημα ξένης γλώσσας.

Η Μαρίνα πήγε Α’Λυκείου σε Γενικό Λύκειο και έβγαλε μέσο όρο 14.

Όταν της είπα ότι αυτό το μέσο όρο με τις δικές της συνθήκες αντιστοιχεί σε 20, χαμογέλασε πικρά. «Ναι αλλά δεν υπολογίζεται έτσι στις εξετάσεις» μου είπε, αποστομώνοντάς με.

Η Μαρίνα λοιπόν, σκέφτεται να συνεχίσει τη Β’ Λυκείου σε Επαγγελματικό Λύκειο, γιατί τουλάχιστον, όπως μου ανέφερε, αν δεν καταφέρει να περάσει κάπου, έστω να μπορέσει να πάρει μια ειδικότητα, να κάνει το ένα επιπλέον έτος  που παρέχουν τα ΕΠΑΛ και μετά βλέπει τι θα κάνει.

Με ρώτησε τη γνώμη μου, αν πιστεύω ότι θα πρέπει ν’αλλάξει κι από το Γενικό Λύκειο να πάει σε ΕΠΑΛ, αν έχει ελπίδες να περάσει στις Πανελλαδικές από το Γενικό Λύκειο στην κατεύθυνση που θέλει, αφού έχει αρκετά κενά στα Μαθηματικά και Πληροφορική δεν έχει κάνει ποτέ.

Ένιωσα άβολα, αλλά και τεράστιες ενοχές γνωρίζοντας ότι απέναντι της θα μπορούσε να έχει και τα δικά μου παιδιά, αν ήταν συνομήλικά της που θα έχουν πιθανόν τη δυνατότητα, όταν χρειαστεί να κάνουν επιπλέον μαθήματα.

Τι να της πω; Ότι έχει λίγες πιθανότητες επιτυχίας στις εξετάσεις, ότι δύσκολα θα καταφέρει να ανταγωνιστεί παιδιά που κάνουν επιπλέον μαθήματα σε όλη την διάρκεια του λυκείου για να τα καταφέρουν; Να της πω, ότι αρκεί η προσωπική της προσπάθεια μόνο και ότι όποιος θέλει κάτι πολύ μπορεί να τα καταφέρει κι άλλες τέτοιες εξωπραγματικές  και ρομαντικές μπαρούφες; Όχι, προτίμησα την ειλικρίνεια.

Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι πριν αρχίσουμε αφ’υψηλού να κατακρίνουμε όσα παιδιά δεν «αρίστευσαν», όσα παιδιά έγραψαν κάτω από την βάση και παρόλα αυτά, μπόρεσαν να μπουν σε κάποια σχολή, καλά θα κάνουμε να ξανασκεφτούμε πόσο δίκαιη είναι η εκπαίδευση που τους παρέχουμε από το Δημοτικό κιόλας και ν’αναλογιστούμε, τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτόν το βαθμό, γιατί οι άνθρωποι δεν τσουβαλιάζονται, δεν είναι τα πάντα μαύρο άσπρο.

Σε ένα σύστημα που το χρήμα εξαγοράζει θέσεις σε μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, σε μια κοινωνία που προσκυνά «τα καλύτερα βιογραφικά», που έχουν χτιστεί με δωρεές πολλών εκατομμυρίων δολαρίων σε ακριβά πανεπιστήμια, σας ενόχλησε η εισαγωγή σε σχολές με μέσο όρο 08; Υπάρχουν κάποια 08 που αξίζουν όσα όλα τα 20 του κόσμου.

Λαϊκίζω θα πουν κάποιοι. Βέβαια κατάντησε λαϊκισμός οτιδήποτε αναφέρεται στην πραγματικότητα που υπάρχει γύρω μας, γιατί μας υπενθυμίζει πόσο ανθρωποφάγα αρένα είναι το υπάρχον πολιτικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό σύστημα.

Πηγή: poli-k.net

Οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας υπουργού αποτελούν συνέχεια της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής!

Η νεοσύστατη κυβέρνηση της ΝΔ και η Υπ.Παιδείας Ν. Κεραμέως  με τις προγραμματικές δηλώσεις, αλλά και με πρώτο δείγμα γραφής το ν/σ για την κατάργηση του ασύλου μέσα στο καλοκαίρι, προχωρούν σε μια πολύ σαφή δήλωση προθέσεων γύρω από το ποια πολιτική θα ακολουθήσουν στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, παραμένοντας πιστοί και στις δεσμεύσεις της προεκλογικής περιόδου. Η πολιτική αυτή έχει δύο ξεκάθαρους άξονες. Ο πρώτος αφορά  την επαναφορά κάποιων πάγιων εξαγγελιών που είχαν θεσμοθετήσει και στο παρελθόν: Τέτοιες είναι  η κατάργηση του ασύλου, η διαγραφή των ‘’αιωνιων’’ φοιτητών , το ανώτατο όριο φοίτησης,  η όλη συζήτηση γύρω από την  είσοδο στα πανεπιστήμια με κάρτες εισόδου, ελέγχους, μπάρες, face control… Ο δεύτερος αφορά το άνοιγμα με ένταση της συζήτησης για  Σύμπραξη Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) για την κάλυψη επιμέρους αναγκών των Ιδρυμάτων και για αξιολόγηση των πανεπιστημίων  μέσω της ΑΔΙΠ (Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση).

Πρέπει να ξεκινήσουμε την οποιαδήποτε συζήτηση με την εξής παραδοχή: Οι προγραμματικές εξαγγελίες της Κεραμέως στην Βουλή αποτελούν συνέχεια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισής, όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένου. Η ΝΔ εκμεταλλευόμενη το στρωμένο έδαφος από τους προκατόχους της έρχεται με ένα πρόγραμμα για την παιδεία, το οποίο  αφενός επαναφέρει κάποιες από τις πάγιες θέσεις της και αφετέρου ναρκοθετεί με τον πιο διαυγή τρόπο τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα του πανεπιστημίου

Ξεκινώντας από την βασικότερη πτυχή των μέτρων αυτών,  θωρακίζεται η Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π),δηλαδή  ο θεσμός της αξιολόγησης, ενώ η χρηματοδότηση των ιδρυμάτων όπως και ο   Ακαδημαϊκός Χάρτης της χώρας θα εξαρτάται από αυτή. Με την αξιολόγηση , η υπαρκτή ή η επιδιωκόμενη «ποιότητα» στα AEI μετριέται με εισαγόμενα/επιβαλλόμενα αντίγραφα κριτηρίων στα πανευρωπαικά πρότυπα. Αυτό πρακτικά σημαίνει 2 πράγματα : 1) Μπαίνουν  για τα καλά τα θεμέλια για ένα πανεπιστήμιο ‘’ευάλωτο’’ στις διαθέσεις της αγοράς. Η εμπορευματοποίηση του ελληνικών πανεπιστημίων συνεχίζεται και πλέον αποτελεί προϋπόθεση για να είναι επαρκώς ανταγωνιστικό στις λίστες της διεθνούς κατάταξης που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των διαδικασιών αξιολόγησης. 2) Τμήματα , τα οποία με βάση αμφίβολα κριτήρια ως προς την αντικειμενικότητά και την επιστημονική συνεισφορά  δεν κρίνονται επαρκή οδηγούνται σταδιακά στον μαρασμό και την αδυναμία λειτουργίας, αφού η χρηματοδότησή τους θα εξαρτάται απ’ την αξιολόγησή τους. Σημειωτέον, η κυβέρνηση της ΝΔ όχι μόνο δεν αναιρεί τις πολιτικές των συγχωνεύσεων και των καταργήσεων τμημάτων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ανοίγει την κερκόπορτα για την συνέχιση και διεύρυνσης τους ντύνοντας τες με τον μανδύα της αντικειμενικής αξιολόγησης.

Την ίδια στιγμή όλη η αποθέωση και το άγχος γύρω απ’ το πότε και με τι όρους θα μπει ο ιδιωτικός τομέας στο πανεπιστήμιο, στην βάση του ότι ο δημόσιος δεν χρηματοδοτείται επαρκώς και δεν είναι ικανός  να ανταποκριθεί σε αυτά που ζητά η αγορά, εκφράζονται  με τις εξαγγελίες για ΣΔΙΤ. Η Κεραμέως στο τέλος της ομιλίας της τονίζει ότι ‘’οι περισσότερες παρεμβάσεις τους δεν απαιτούν χρήματα’’. Τα παραδείγματα όμως ιδιωτικοποιήσεων στην σίτιση, στην φύλαξη  των εστιών, αλλά και σε μια σειρά φοιτητικών παροχών γνωρίζουμε πλέον τι συνέπειες έχουν για την ποιότητα των σπουδών μας. Επί της ουσίας ούτε η παρούσα ούτε και η προηγούμενη κυβέρνηση αμφισβητούν την πολιτική της υποχρηματοδότησης. Αυτό το οποίο ζητάμε είναι όχι να καλυφθούν ‘’τρύπες’’ που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω ΣΔΙΤ αλλά αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για την αξιοπρεπή κάλυψη των φοιτητικών αναγκών μας.

Δημόσια και δωρεάν σίτιση, στέγαση και μετακίνηση για όλους τους φοιτητές!

Αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης – Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις με πρόχημα την κάλυψη των αναγκών των Ιδρυμάτων – όχι στις ΣΔΙΤ μέσα στις σχολές!

Η αξιολόγηση μέσω της ΑΔΙΠ θα γίνει με τα ανταγωνιστικά κρητήρια της αγοράς – Σχολές που να προάγουν τη γνώση, όχι να καλύπτουν τις ανάγκες των επενδυτών!

Να μην περάσει το ανώτατο όριο φοίτησης (ν+2). Κανένας φοιτητής να μην αναγκαστεί να παρατήσει τις σπουδές του!

Πανεπιστήμια ανοιχτά στην κοινωνική και πολιτική δράση! Όχι στις μπάρες, τους ελέγχους και τα face control. Κάτω τα χέρια από το άσυλο – όπλο των φοιτητών και του λαού για να αγωνίζεται!

Ο ΣΥΡΙΖΑ ως Νέρωνας και οι διορισμοί στην εκπαίδευση

Στο χώρο της εκπαίδευσης το Υπουργείο εξαγγέλλει νέο σύστημα διορισμών. Βέβαια το θέμα δεν είναι οι διορισμοί, αλλά μια νεοφιλελεύθερη ρύθμιση που ήθελε να κάνει το σύστημα εδώ και χρόνια. Ήθελε να σπάσει την αντιστοίχιση πτυχίο = επαγγελματικό δικαίωμα και να το μετατρέψει σε ατομική υπόθεση, σε χτίσιμο βιογραφικού, σε portfolio πτυχίων, “προσόντων”, χαρτιών. Γι’ αυτό και οι κουτοπόνηροι του ΣΥΡΙΖΑ ξεκινάνε από την Ειδική Αγωγή τις 4.500 προσλήψεις. Γιατί στην Ειδική Αγωγή τα τμήμα ΑΕΙ είναι λίγα (βασικά το Τμήμα του Βόλου). Οι απόφοιτοι δεν αρκούν, οπότε αυτοί που δουλεύουν εδώ και χρόνια αναπληρωτές είναι μαθηματικοί, φυσικοί κλπ με μεταπτυχιακά ή σεμινάρια ειδικής αγωγής.

Προεκλογικά θα μπει μπροστά η διαδικασία μέσω ΑΣΕΠ για τους 4.500 διορισμούς στην Ειδική Αγωγή. Μιλάμε για ανθρώπους που εδώ και χρόνια δουλεύουν έτσι κι αλλιώς στην εκπαίδευση και δεσμεύουν το αντίστοιχο κονδύνι στον προϋπολογισμό. Στην ουσία ήταν μόνιμοι που αναπλήρωναν τον εαυτό τους. Κάτι σαν αορίστου με απόλυση το καλοκαίρι. Ο και τύποις διορισμός τους θα είναι το τυράκι για να περάσει το σπάσιμο της αντιστοίχισης πτυχίο = επαγγελματικό δικαίωμα.

Οι υποτιθέμενοι επιπλέον 10.500 διορισμοί στη Γενική Εκπαίδευση για το 2020-2022, που εξαγγέλλει ο Γαβρόγλου, είναι προεκλογικό αίσχος στα πλαίσια της κοκορομαχίας ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Αφού σε λίγους μήνες θα έχουμε εκλογές και νέα κυβέρνηση, πως η παρούσα μιλάει για διορισμούς της επόμενης; Αφού για τις συντάξεις και για κάθε δημοσιονομικό μέτρο οι αποφάσεις παίρνονται στο παρά πέντε και αφού ελέγξει το ευρωπαϊκό ιερατείο τα δημοσιονομικά, πως ξέρουν εν έτει 2018 τα δημοσιονομικά του 2021; Η λέξη απάτη δε μπορεί να περιγράψει ακριβώς το ήθος αυτών των ανθρώπων, που εξακολουθούν καθημερινά να λερώνουν το όνομα της αριστεράς.

Δε σταματούν όμως εδώ τη χυδαιότητα, στα πλαίσια του προεκλογικού στησίματος του διπόλου ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ. Ταυτόχρονα το Υπουργείο προχωράει και στην εξαγγελία 2 ακόμα «φιλοεκπαιδευτικών» μέτρων. Τη σταδιακή μείωση του ανώτατου αριθμού των μαθητών ανά τμήμα. Στα 22 στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά, στα 25 στα λύκεια. Χρόνιο αίτημα των εκπαιδευτικών. Για όσους σαλαμοποιούν βέβαια τα αιτήματα και τους στόχους του λαϊκού κινήματος.

Στην ουσία η κυβέρνηση συμπεριφέρονται σα σύγχρονοι Νέρωνες. Αφού συνεχίζουν να καταστρέφουν τη χώρα με την υπερδεκαετή μνημονιακή λιτότητα, έρχονται να προτείνουν τρόπους «επούλωσης»…

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, του ΙΟΒΕ, του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, το δημογραφικό πρόβλημα στη χώρα έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις και θα πάρει ακόμα μεγαλύτερες. Η αναλογία θάνατοι/γεννήσεις ήταν έτσι κι αλλιώς κοντά στα αντίστοιχα προβληματικά όρια της υπόλοιπης Ευρώπης και πριν την κρίση, όμως τις δεκαετίες 1990-2000 στο δημογραφικό της Ελλάδας έδωσε ώθηση η είσοδος ξένων εργατών από την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία κοκ. Με την είσοδο της χώρας στα μνημόνια το 2010 πολλοί από αυτούς τους εργάτες γύρισαν στις χώρες τους. Σημειωτέον ότι είχαν γεννήσει παιδιά στην Ελλάδα και το κύμα αυτό εξόδου έγινε ιδιαίτερα αισθητό στα ελληνικά σχολεία, που άδειαζαν οι τάξεις. Μεταξύ 2011 και 2015 ο αριθμός των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών μειώθηκε από τους 159.500 στους 70.300!!!

Η άλλη πιο σημαντική πλευρά είναι η ραγδαία μείωση των γεννήσεων στην Ελλάδα της κρίσης. Η μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης κατά σχεδόν 30%, από 118,3 χιλ. το 2008 σε 88,5 χιλ. το 2017, άρχισε ήδη να αποτυπώνεται στον αριθμό των νηπίων στο νηπιαγωγείο (από 162.000 το 2014 σε 155.200 το 2015) και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (από 107.200 το 2016 σε 101.900 το 2017).

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ ο συνολικός αριθμός των μαθητών από 1,48 εκ το 2008 θα μειωθεί σε 1,05 εκ περίπου (29,2 % ή 423,3 χιλ λιγότεροι μαθητές) μέχρι το 2035, όταν δηλαδή θα έχει ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα και η πιο πρόσφατη μείωση γεννήσεων που σημειώθηκε το 2017.

Οι επιπτώσεις της έναρξης μείωσης των γεννήσεων που σημειώθηκε το 2010 θα αρχίσουν να αποτυπώνονται στη λειτουργία του Γυμνασίου από το 2022, ενώ στα Γενικά και τα Επαγγελματικά Λύκεια από το 2025. Με βάση λοιπόν ότι με τα μνημόνια χάθηκαν – και θα συνεχίζουν να χάνονται – ολόκληρες γενιές, ανάλογα θα αναπροσαρμόζονται και οι ανάγκες σε εκπαιδευτικούς. Ο αριθμός των εκπαιδευτικών από 190.000 χιλ το 2009, σήμερα είναι περίπου 130.000 χιλ και ενδέχεται να μειωθεί έως το 2035 σε 110.000 χιλ. Μόνο από τη δημογραφική εξέλιξη και αν δεν έχουμε άλλες δυσμενείς αλλαγές σε ωράρια εκπαιδευτικών, αναλυτικά προγράμματα κοκ.

Τα παραπάνω τα ξέρει η κυβέρνηση και ξέρει και ότι οι 10.500 διορισμοί για το 2020-2022 είναι ένα κενό σύνθημα στα πλαίσια της προεκλογικής χυδαιότητας σε μια χώρα που γερνάει και σε μια κοινωνία κατεστραμμένη από τη λιτότητα. Με βάση ότι οι τάξεις σταδιακά θα αδειάζουν, λόγω μείωσης του μαθητικού πληθυσμού, η κυβέρνηση εξαγγέλλει μια – όχι ανάλογη – μικρή μείωση στον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα. Και είναι τόσο κυνική που χτίζει το πρόγραμμά της στην παιδεία, εκμεταλλευόμενη το δημογραφικό πρόβλημα και όχι λύνοντας το. Υπόσχεται κάλυψη όλων των παιδιών στους παιδικούς σταθμούς, δίχρονη υποχρεωτική προσχολιική αγωγή κ.α. Σα μπακάληδες έχουν βγάλει τα excel και τα τεφτέρια. Μη υπολογίζοντας ότι οι συνέπειες της λιτότητας είναι πολλαπλασιαστικές, καθώς η υπογεννητικότητα υποσκάπτει την όποια ανάπτυξη και οι μισθοί πείνας με τη φοροληστεία θα συνεχίσουν να διώχνουν τους 30άρηδες στο εξωτερικό.

Το αν θα διορίσει μερικές εκατοντάδες εκπαιδευτικούς το 2021 πχ σε μια ειδικότητα που εμφανίζονται περισσότερες ελλείψεις (Φυσικοί, Βιολόγοι) ή αν θα αλλάξει τα αναλυτικά προγράμματα για να εξοικονομήσει από άλλες ειδικότητες (πχ Μαθηματικούς) θα είναι το αντικείμενο της κοκορομαχίας του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ. Όμως το πλαίσιο της λιτότητας θα είναι ίδιο και οι τάξεις θα συνεχίζουν να αδειάζουν…

Στην ουσία το εκπαιδευτικό πρόβλημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το συνολικό πρόβλημα της χώρας.

Μια πολιτική αντιμετώπισης του δημογραφικού σημαίνει ανατροπή της λιτότητας. Μείωση των φόρων για τα εργαζόμενα στρώματα και τους μικρομεσαίους, αύξηση των μισθών, δημόσιες επενδύσεις.

Για το χώρο των εκπαιδευτικών σημαίνει, επιπλέον, ανατροπή των μνημονιακών νόμων των περικοπών (αύξηση ωραρίου εκπαιδευτικών, ανατροπή πολλαπλών ρυθμίσεων μείωσης προσωπικού). Ανατροπή του ν. Κατρούγκαλου που κρατάει τους εκπαιδευτικούς μέχρι τα 67 στην τάξη. Και στο πλαίσιο αυτό μείωση των μαθητών ανά τμήμα. Με αυτά τα μέτρα θα μπορούσαμε να έχουμε διορισμούς στην εκπαίδευση. Με τη διαχείριση της «μεταμνημονιακής» κακομοιριάς όχι και η κυβέρνηση ψεύδεται συνειδητά για να κρατάει σε προεκλογική ομηρία τους αδιόριστους  – αναπληρωτές εκπαιδευτικούς.

Όλα αυτά είναι στον αντίποδα της πολιτικής της κυβέρνησης. Στην ουσία ο ΣΥΡΙΖΑ, για άλλη μια φορά, επιβεβαιώνει τη γνωστή ρήση ότι καταφέρνει να κάνει τη βρώμικη δουλειά του συστήματος, καλύτερα από τη δεξιά. Και προχωράει στην εκπαίδευση τη διάλυση του πτυχίου και εμπεδώνει το δρόμο του ατομικού δρόμου, του αέναου κυνηγιού αναζήτησης ατομικών προσόντων και πτυχίων για το δικαίωμα στην εργασία. Και στήνει το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ αναπαραγωγής του «μεταμνημονιακού» πολιτικού συστήματος με ένα «φιλολαϊκό» προφίλ περί διορισμών και μείωσης μαθητών ανά τμήμα.

Και όλα αυτά ενώ οι τάξεις θα συνεχίζουν να αδειάζουν και οι νέοι να κυνηγούν το ένα πτυχίο μετά το άλλο…

Υπουργείο Παιδείας

Για το νέο εξεταστικό σύστημα

1. Το κεντρικό στοιχείο των εξαγγελιών της κυβέρνησης για το νέο εξεταστικό αφορά την πλήρη μετατροπή της Γ’ Λυκείου σε τάξη – προθάλαμο για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τυπικά και ουσιαστικά έχουμε την κατάργησή της ως τάξη της 12χρονης εκπαίδευσης και τη μετατροπή της σε φροντιστηριακό έτος. Η παραδοχή ότι και έως τώρα η τάξη αυτή ως προθάλαμος για τις πανελλαδικές λειτουργούσε, δε μειώνει τη σημασία της αλλαγής. Ειδικά για την κυβέρνηση που επί τρία χρόνια καλούσε σε «εθνικούς διαλόγους» με σημαία την ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας και της αυτονομίας του λυκείου. Και πως το πέτυχε αυτό; Με τη μετατροπή της Γ΄ λυκείου σε φροντιστήριο. Παρά τα τρία χρόνια «διαλόγου» η κυβέρνηση υιοθέτησε τελικά (παίρνοντας υπόψη και τις ειδικότητες που έχει έλλειψη και την πολιτική αδιοριστίας στην οποία επιμένει), αυτό ακριβώς που υιοθετεί η «αγορά» εδώ και χρόνια, δηλαδή τα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία. Τα οποία τύποις ακολουθούν το αναλυτικό πρόγραμμα, αλλά οι παροικούντες γνωρίζουν ότι έχουν στην πράξη σχεδόν καταργήσει τα μαθήματα που δεν είναι πανελλαδικώς εξεταζόμενα και έχουν αυξήσει τις ώρες στα μαθήματα των πανελλαδικών. Για μια φιλολαϊκή πολιτική το αίτημα για δημόσια δωρεάν παιδεία για όλα τα παιδιά και για ένα σχολείο ενιαίο που θα εφοδιάζει όλα τα παιδιά με γενική παιδεία και γνώσεις σε όλες τις επιστήμες όπως και στις τέχνες και τον αθλητισμό, παραμένει ζητούμενο. Μέσα σε αυτό το σχολείο, το λύκειο τέτοια αποστολή πρέπει να έχει. Η και τυπική μετατροπή της Γ΄ λυκείου σε φροντιστηριακό έτος στενής εξειδίκευσης και επιλογής μας βρίσκει αντίθετους για αυτόν τον θεμελιακό λόγο.

2. Το νέο εξεταστικό σύστημα είναι δομημένο έτσι ώστε να κατηγοριοποιεί τους μαθητές, (με ευθύνη μάλιστα των καθηγητών τους που θα τους «συμβουλεύουν» σχετικά με το ποιες σχολές μπορούν να βάλουν και ποιες όχι), σε καλούς, μέτριους και κακούς. Άρα ο καθηγητής γίνεται και τυπικά ο τροχονόμος των «ικανών» και των «ανίκανων», αντί να αντιμάχεται αυτή τη διάκριση, ιδεολογικά και παιδαγωγικά, στα πλαίσια ενός μορφωτικού κινήματος. Στο τέλος της Β΄λυκείου οι μαθητές θα δηλώνουν 10 σχολές. Από τα συμφραζόμενα του υπουργείου καταλαβαίνουμε ότι με βάση την ζήτηση θα διαμορφώνονται σχολές ΤΕΠ (Τμήμα Ελεύθερης Πρόσβασης) ή ΤΠΠΕ (Τμήματα Πρόσβασης με Πανελλαδικές εξετάσεις). Διαμορφώνονται τρεις κατηγορίες μαθητών. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν όσοι δε συμπληρώσουν το πρώτο μηχανογραφικό των δέκα επιλογών, τον Ιούλιο μετά το τέλος της Β Λυκείου. Το πλέον πιθανό βέβαια είναι αυτοί οι μαθητές να μην υπάρξουν και να στραφούν από την Α’ λυκείου στα ΕΠΑΛ. Η στρόφιγγα για αυτήν την τάση θα είναι ο βαθμός δυσκολίας των εξετάσεων για την απόκτηση του εθνικού απολυτηρίου. Όσοι έχουν σχέση με τα σχολεία καταλαβαίνουν ότι ανάλογα τα θέματα (τα οποία δεν θα τα επιλέγει ο καθηγητής που γνωρίζει τους «αδύναμους» μαθητές του) κάποιοι μαθητές δε θα παίρνουν το εθνικό απολυτήριο. Αυτοί θα στραφούν στα ΕΠΑΛ (πόθος του συστήματος και της Ε.Ε. εδώ και 25 χρόνια, άσχετα αν δε τους βγαίνει λόγω δομικών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας). Δύσκολο θα γίνει το εθνικό απολυτήριο αν ισχύσει πλαφόν +2, +3 βαθμών. Αν δηλαδή ο μαθητής θα γράφει 8 και ο καθηγητής του έχει βάλει στα τετράμηνα 15 να μετατρέπεται ο προφορικός βαθμός αυτόματα σε 8+2 = 10. Αυτό θα είναι επίσης και ένα μέσο πίεσης (η και αξιολόγησης) για τους καθηγητές, εφόσον τα θέματα απομακρύνονται από τον καθηγητή που ξέρει το κοινωνικό και γνωστικό φορτίο του μαθητή. Στη δεύτερη κατηγορία θα βρεθούν όσοι από τις δέκα αρχικές επιλογές τους, θα επιλέξουν οριστικά το Φεβρουάριο ένα μόνο τμήμα χαμηλής ζήτησης και θα μπορούν να εισαχθούν σε αυτό, αν πάρουν το απολυτήριο, στο οποίο οι γραπτές εξετάσεις θα προσμετρώνται κατά 40%. Οι μαθητές της τρίτης κατηγορίας θα δηλώνουν σχολές όπως σήμερα, αλλά ο βαθμός εισαγωγής τους θα διαμορφώνεται κατά 90% από τους βαθμούς των πανελλαδικών στα τέσσερα μαθήματα (χωρίς συντελεστές βαρύτητας) και κατά 10% από το βαθμό απολυτηρίου. Στο νέο αυτό σύστημα «κατηγοριοποιήσης» πολλά θα κριθούν στις λεπτομέρειες για το εθνικό απολυτήριο. Αντικειμενικά όμως στρώνει το έδαφος για την ατομική και τιμωρητική αξιολόγηση των καθηγητών, όπως και για την αξιολόγηση των πανεπιστημιακών σχολών. Είτε αυτό γίνει με το συριζαίικο τρόπο (προσεκτικά και με διάφορες ύπουλες τακτικές) είτε με τον άγριο τρόπο του Μητσοτάκη, η συριζαίικη νομοθεσία στρώνει αυτό το έδαφος.

3. Για τις αλλαγές σχετικά με τα αναλυτικά προγράμματα (και το σχετικό ντόρο κυρίως με τα λατινικά): Όπως αναφέρθηκε παραπάνω το σχολείο πρέπει να παρέχει γενική μόρφωση στα βασικά γνωστικά αντικείμενα και τις βασικές τεχνικές-τεχνολογικές δεξιότητες. Για το ποια είναι αυτά τα γνωστικά αντικείμενα υπάρχουν οι σχετικές μελέτες και αναλύσεις. Όπως και οι παλαιότερες αντιπαραθέσεις από την αριστερά εδώ και 40 χρόνια για τον τρόπο διδασκαλίας των αρχαίων και των λατινικών. Σήμερα όμως δε βρισκόμαστε στο κλασικιστικό σχολείο μετά τη χούντα. Ούτε η «παπαγαλία» είναι το κεντρικό πρόβλημα. Το ανάποδο, η αδυναμία του μαθητή να διαβάσει ένα κείμενο και να μπορέσει να το αναπαράγει, είναι ένα σύγχρονο μαθησιακό πρόβλημα. Για τη δε κριτική της δεξιάς για το μάθημα της κοινωνιολογίας είναι στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης λογικής, καθώς σύμφωνα με αυτήν την οπτική δεν υπάρχουν κοινωνικές σχέσεις, τάξεις, κοινωνίες, αλλά μόνο άτομα. Τα σύγχρονα «μαθησιακά» προβλήματα δεν αφορούν την διαμάχη λατινικά vs κοινωνιολογία. Είναι ότι οι μαθητές δυσκολεύονται να διαβάσουν και να κατανοήσουν ένα κείμενο. Ότι δυσκολεύονται να κατανοήσουν μια εκφώνηση. Ότι δυσκολεύονται να «συγκεντρωθούν». Οι λόγοι αφορούν και τις συνεχείς αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα από το 1985 έως εδώ (από το δημοτικό έως το λύκειο, με βασική τη μεταρρύθμιση Αρσένη 1998 και τις αλλαγές στα βιβλία του δημοτικού το 2006). Αφορούν όμως και μια συνολική ιδεολογική-μορφωτική-πολιτιστική αποδιάρθρωση της κοινωνίας, μετά το 1989-1991 κυρίως. Η οποία κοινωνία, ας μη ξεχνάμε, είναι το βασικό «σχολείο» που εκπαιδεύει ένα νέο. Προβλήματα που δε μπαίνουν καν στην κριτική από την κυβέρνηση, η οποία «συμμορφώθηκε» πλήρως σε αυτό το πλαίσιο. Και πέρα από αυτό δεν κάνει ούτε το στοιχειώδες για μια αστική εκσυγχρονιστική κυβέρνηση. Στα τρία μαθήματα γενικής παιδείας στη Γ’ Λυκείου, δεν έχει χώρο η Βιολογία και η θεωρία της εξέλιξης, δεν έχει χώρο η Ιστορία, έχουν όμως χώρο τα Θρησκευτικά!!! Χαρακτηριστικό δείγμα για τη λογική, την κατεύθυνση, τις συμμαχίες με τις οποίες προχωράει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

4. Για ποιο λόγο φέρνει η κυβέρνηση αυτές τις αλλαγές; Όπως είπαμε και παραπάνω αυτές οι αλλαγές αντικειμενικά στρώνουν το έδαφος σε μια πιο έντονη κατηγοριοποίηση και αξιολόγηση (καθηγητών, σχολείων, πανεπιστημιακών τμημάτων) και στο σπρώξιμο μαθητών στα ΕΠΑΛ, το οποία αποτελεί διαρκές αίτημα του ΟΟΣΑ και της ΕΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε μια βερμπαλιστική συζήτηση περί ελεύθερης πρόσβασης πριν 3 χρόνια, στα πλαίσια της επικοινωνιακής φούσκας-πολιτικής του, για να βγάλει ένα υβρίδιο μεταξύ μπακαλορεά και συστήματος δεσμών του 1998. Ισχυρίζονται στο Υπουργείο ότι με την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των πανελλαδικά εξεταζόμενων μαθημάτων θα μειωθούν τα φροντιστήρια. Η ιστορία δείχνει ότι μπορεί να συμβεί και το ανάποδο – και αυτό γίνεται σε κάθε αλλαγή στο εξεταστικό εδώ και 40 χρόνια. Εξαρτάται από το πόσο θα αυξηθεί η ύλη, η εμβάθυνση, η δυσκολία των θεμάτων. Το παράδειγμα των Μαθηματικών όπου άριστοι μαθητές γράφουν με το ζόρι γύρω στο 15 (με πολλές ώρες φροντιστήρια) είναι ενδεικτικό. Γιγαντώνει ακόμη περισσότερο το κύκλωμα της παραπαιδείας, ακόμη και αν οι ώρες για τα Μαθηματικά στο σχολείο διπλασιαστούν. Επίσης, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι έτσι θα σπουδάζει το κάθε παιδί εκεί που έχει τις δυνατότητες και δηλώνει και όχι σε μια τυχαία σχολή από το μηχανογραφικό. Άλλη μια στρέβλωση στο γεγονός ότι πολλοί φοιτητές παρατούν τα τελευταία χρόνια τις σπουδές τους. Πολλοί φοιτητές παρατούν τις σπουδές τους γιατί στο ισοζύγιο «λεφτά που θα κοστίσει το πτυχίο/επαγγελματικά δικαιώματα και προοπτικές του πτυχίου» η πλάστιγγα μέσα στην κρίση έχει γύρει δραματικά. Οι πανεπιστημιακές σπουδές είναι ακριβές για το πετσοκομμένο λαϊκό εισόδημα και με πολύ λιγότερα εχέγγυα, σε σχέση με πριν 10-15 χρόνια, για την αποκατάσταση του παιδιού.

Το εξεταστικό πρόβλημα είναι ένα πρόβλημα επιλογής, είναι αντικειμενικά φίλτρο, προφανώς με ταξικές συνέπειες σε μια ταξική κοινωνία. Δε συμφωνούμε όμως ότι ο καπιταλισμός σήμερα θέλει να πετάξει περισσότερα παιδιά έξω από το σχολείο και το πανεπιστήμιο. Η τάση είναι αντίστροφη. Η πολιτική του συστήματος είναι η δια βίου εκπαίδευση σε δεξιότητες. Στους νέους 30-34 ετών οι πτυχιούχοι το 2003 ήταν το 23%, ενώ το 2016 ήταν το 39%. Η σχολική εγκατάλειψη το 2003 ήταν 19%, ενώ το 2016 έγινε 9%. Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές αυξήθηκαν κατά 1000% την πρώτη δεκαετία του 2000 (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ). Αυτό που όντως θα μειωθεί είναι η κοινωνική κινητικότητα, καθώς σε μια εμπορευματοποιημένη εκπαίδευση ο έχων λεφτά προχωράει. Το λεγόμενο βικτωριανό σύστημα. Όμως και πάλι η λειτουργία του πτυχίου δεν είναι τόσο έντονα κατανεμητική. Δεν ισχύει πλέον τόσο απόλυτα ότι οι πτυχιούχοι θα ανέβουν κοινωνικά, σε αντίθεση πχ με τους τεχνίτες και τους εργάτες.

Οι ταξικοί φραγμοί δε σταματούν, ούτε οι εξετάσεις σταματούν να λειτουργούν ως κρισάρα. Όμως οι παρούσες αλλαγές στο εξεταστικό έχουν να κάνουν περισσότερο με την αξιολόγηση και την εναρμόνιση με την αγοραία εκπαίδευση και λιγότερο με τους ταξικούς φραγμούς. Δεν είμαστε στο 1970 όπου οι εξετάσεις ήταν το εμπόδιο για μια νέα γενιά που ήθελε να μορφωθεί και να ανέβει κοινωνικά. Σήμερα υπάρχει μια αποστροφή στη μόρφωση-και ειδικά στη γενική μόρφωση. Και μια απαισιοδοξία στη νέα γενιά. Και η ίδια η απομόρφωση έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό. Το μορφωτικό επίπεδο έχει πέσει ήδη πολύ και όλοι οι εκπαιδευτικοί σιγομουρμουράνε στα σχολεία ότι «περνάμε» μαθητές που δεν ξέρουν τα στοιχειώδη. Τα παραπάνω προβλήματα είναι σύμμαχος στην κυβερνητική προπαγάνδα για μέτρα στο εξεταστικό.

Η λύση όμως σε ένα τέτοιο κοινωνικό πρόβλημα δεν είναι το εξεταστικό. Εξετάσεις υπήρχαν και στη σοσιαλιστική ΕΣΣΔ – και μάλιστα πολύ σκληρές – όμως εκεί η εργασία ήταν εγγυημένη και κατοχυρωμένη. Και ούτε οι μισθολογικές διαφορές μεταξύ πτυχιούχων και μη και ήταν μεγάλες. Στον καπιταλισμό το εξεταστικό εμπεδώνει τον ατομικό δρόμο για τη μόρφωση και την εργασία σε αντίθεση με τη μόρφωση και την εργασία ως κοινωνικά δικαιώματα που δε τίθενται ως διακύβευμα στις όποιες εξετάσεις.

Τέλος δεν υπάρχει λύση στο εξεταστικό χωρίς βαθιές αλλαγές στη δομή και τον προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας. Σε μια Ελλάδα με συμφωνημένη εγκατάλειψη της βιομηχανίας για ποιο λόγο να πάει ένα παιδί στην τεχνική εκπαίδευση; Για να κάνει τι; Και πως ακριβώς περιμένουμε η ελληνική οικογένεια να μη θεωρεί ως βασική διέξοδο ένα οποιοδήποτε τριτοβάθμιο τμήμα; Και άρα να ανατροφοδοτείται όλη η νοσηρή κατάσταση με τις πανελλαδικές και τα φροντιστήρια;

Για αυτούς τους λόγους απορρίπτουμε το σχέδιο του Υπουργείου. Δεν εντάσσεται σε μια λογική συνολικών φιλολαϊκών ανατροπών (αυτές ναυάγησαν και τυπικά το 2015), αλλά αντίθετα σε μια λογική εναρμόνισης με τις νόρμες του ΟΟΣΑ και τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Ούτε καν βελτιώνει τα αδιέξοδα που βιώνουμε οι εκπαιδευτικοί στο σημερινό απαξιωμένο σχολείο. Αντίθετα τα θεσμοθετεί.

Αυτοί που μπορούν, διδάσκουν. Αυτοί που δεν μπορούν, ψηφίζουν νόμους για τη διδασκαλία.

Κάνοντας μια περιήγηση στο Facebook, βρήκα μια κονκάρδα που θα ήθελα πολύ να αποκτήσω. Συνοψίζει την τελευταία δεκαετία της εκπαιδευτικής πολιτικής των ΗΠΑ: «Όσοι μπορούν, διδάσκουν. Όσοι δεν μπορούν, ψηφίζουν νόμους για τη διδασκαλία». Από το «No Child Left Behind» (που προωθείται από τον Πρόεδρο George W. Bush) έως το εξίσου προβληματικό «Race to the Top» (που προωθείται από τον Πρόεδρο Barack Obama), η εκπαιδευτική πολιτική καθοδηγείται από γελοίες ιδέες όπως: αντί να δίνονται στα δημόσια σχολεία η χρηματοδότηση που χρειάζεται, θα πρέπει να αυτά να αναγκάζονται να ανταγωνιστούν για λιγότερα χρήματα. Επίσης: αντί να δημιουργούμε συνθήκες που ευνοούν τη μάθηση, ας επικεντρωθούμε αποκλειστικά στα τεστ. Και ας μην ξεχνάμε αυτό: αντί να κάνουν το Πανεπιστήμιο προσιτό σε όλους, τα κράτη θα πρέπει σταδιακά να σταματήσουν να υποστηρίζουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση, μεταθέτοντας αυτό το κόστος σε εκείνους που δεν μπορούν να το αντέξουν οικονομικά – τους φοιτητές.

Κάτι που με φέρνει στο θέμα μου. Ήρθε η ώρα να τερματιστεί ο πόλεμος κατά της εκπαίδευσης.

Πραγματικά.

Σταματήστε να πολεμάτε τους ανθρώπους – δασκάλους, βιβλιοθηκονόμους, ειδικούς εκπαιδευτικούς, καθηγητές κολεγίων – που εργάζονται για την εκπαίδευση της επόμενης γενιάς Αμερικανών. Σταματήστε να περικόπτετε τους προϋπολογισμούς, να απολύετε δασκάλους, να ανακρίνετε σχολικούς βιβλιοθηκάριους, να μειώνετε μισθούς, να αυξάνετε τα μεγέθη των τάξεων. Παγκοσμίως, οι μαθητές των ΗΠΑ κατατάσσονται στην 14η θέση στην ανάγνωση, στην 17η στην επιστήμη και στην 25η στα μαθηματικά. Και πέφτουμε σταθερά. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μεταξύ 1995 και 2008, οι ΗΠΑ υποχώρησαν από τη δεύτερη θέση στα ποσοστά αποφοίτησης κολεγίου στη 13η θέση στα ποσοστά αποφοίτησης κολεγίου.

Ας σταματήσουμε λοιπόν την πορεία μας προς στον πάτο.

Ο Πρόεδρος Obama είπε ότι οι δάσκαλοι στην Αμερική πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο σεβασμό όπως στη Νότια Κορέα, όπου θεωρούνται «οικοδόμοι εθνών». Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Αλλά, εκτός από μια χλιαρή αναγνώριση των δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, ο πρόεδρος δεν είχε κάτι ουσιαστικό να πει όταν ο κυβερνήτης του Ουισκόνσιν προσπάθησε να μειώσει τους μισθούς των δασκάλων και να τους αφαιρέσει τα δικαιώματά τους στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Στην ίδια ομιλία του, αναφερόμενος σε μια σειρά από προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, ο πρόεδρος την αποκάλεσε «στιγμή Σπούτνικ» (σ.μ. Η “στιγμή Σπούτνικ” αναφέρεται στο σοκ που κατέκλυσε την αμερικανική κοινωνία μετά την επιτυχημένη εκτόξευση του σοβιετικού δορυφόρου Σπούτνικ στο διάστημα, γεγονός που ανάγκασε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να επενδύσει τεράστια ποσά στην εκπαίδευση και στην έρευνα). Και πάλι, αυτό ακούγεται υπέροχο. Αλλά ως απάντηση στο προηγούμενο «Σπούτνικ σοκ», η κυβέρνηση των ΗΠΑ επένδυσε στην εκπαίδευση. Αυτή τη στιγμή, είμαστε απασχολημένοι με την εκποίηση – στην πραγματικότητα, διαλύουμε το δημόσιο εκπαιδευτικό μας σύστημα.

Γιατί; Όχι, δεν είναι «η υποτονική οικονομία», ή ότι «μας λείπουν οι πόροι», ή ότι «σε αυτούς τους καιρούς οικονομικής ανάγκης, όλοι πρέπει να κάνουμε θυσίες». Είναι επειδή η κυρίαρχη ιδέα που διαμορφώνει τον εθνικό διάλογο είναι ότι ο καπιταλισμός είναι ένα ηθικό σύστημα, ένας ομαλά αποτελεσματικός κοινωνικός δαρβινισμός που θα επιτρέψει στις καλές ιδέες να ευδοκιμήσουν και στις κακές ιδέες να αποτύχουν: αν η κυβέρνηση απλώς εγκαταλείψει το έργο της διακυβέρνησης, τότε όλα θα βελτιωθούν. Λοιπόν, ας μειώσουμε τους φόρους στους πιο πλούσιους, ας περικόψουμε κεφάλαια από δημόσια προγράμματα και θα είμαστε όλοι ευτυχισμένοι σε μια φιλελεύθερη ουτοπία. Αυτό είναι απόλυτη ανοησία.

Οι άνθρωποι και στα δύο πολιτικά κόμματα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ο προοδευτικός φόρος εισοδήματος είναι (α) δίκαιος και (β) συνέβαλε στη διατήρηση των δημόσιων θεσμών μας για οκτώ δεκαετίες. Οι άνθρωποι που βγάζουν περισσότερα θα πρέπει να πληρώσουν περισσότερα. Λοιπόν, ναι, η εξάλειψη της λεγόμενης φορολογικής μείωσης του Μπους (που επεκτάθηκε από τον Πρόεδρο Ομπάμα) θα ήταν μια αρχή. Όπως φυσικά και η είσπραξη φόρων από εταιρείες που αποφεύγουν να πληρώσουν φόρους. Η ExxonMobil, η Citibank, η Goldman Sachs, η Bank of America και άλλες είχαν όλες κερδοφόρες χρήσεις το 2010, αλλά κατάφεραν να αποφύγουν την πληρωμή φόρων. Έτσι, ο τερματισμός της εταιρικής ευημερίας θα παρείχε μια άλλη πηγή εσόδων.

Η Αμερική ακολουθεί πολιτικές που αναδιανέμουν τον πλούτο στους πλουσιότερους, και έτσι αφαιρούν κεφάλαια από όλους και από οτιδήποτε άλλο. Ένα αποτέλεσμα είναι η διάλυση των δημόσιων θεσμών μας – όπως τα σχολεία και οι βιβλιοθήκες. Αυτοί οι θεσμοί χρειάστηκαν γενιές για να χτιστούν. Και, τώρα, το έθνος παρακολουθεί καθώς οι εκπρόσωποί του αναιρούν τη σκληρή δουλειά ολόκληρων γενιών. Παρακολουθούμε τους κυβερνήτες και τους διορισμένους από το κράτος δικηγόρους στην πραγματικότητα να κατηγορούν τους εκπαιδευτικούς (στους οποίους συμπεριλαμβάνω και τους βιβλιοθηκονόμους) ότι στραγγίζουν τους δημόσιους πόρους.

Αρκετά!

Πηγή: Philip Nel

Τι πανεπιστήμιο χτίζεται;

Κείμενο για το Πανελλαδικό διήμερο του ΑΡΔΙΝ, 17-18 Μαρτίου 2018

Α.Για την πολιτική της Ε.Ε. στην εκπαίδευση

1. Tο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης

Η πολιτική της Ε.Ε για την εκπαίδευση βασίζεται σε ένα πλαίσιο αντιλήψεων και κατευθύνσεων. Σε μεγάλο βαθμό αυτές αποτυπώνονται στη «Λευκή Βίβλο για την εκπαίδευση», κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 1995.

Σημείο εκκίνησης αποτελεί η θέση ότι κάτω από την επίδραση τριών παραγόντων, της εμφάνισης της κοινωνίας της πληροφορίας, της διεθνοποίησης της οικονομίας και της ακατάπαυστης προόδου του επιστημονικού και τεχνικού πολιτισμού που «τροποποιούν σημαντικά και σε διαρκή βάση το πλαίσιο της οικονομικής δραστηριότητας και τη λειτουργία των κοινωνιών μας», διαμορφώνεται μια νέα κοινωνία «της Πληροφορίας και της Γνώσης», που επιφέρει και απαιτεί αλλαγές στα πεδία τόσο της εργασίας όσο και της εκπαίδευσης. Αυτή η καταρχήν «αθώα» θέση είναι το υπόβαθρο για μια τυπικά νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, με πυρήνα της το εξής: « Οι τεχνολογίες της πληροφορίας έχουν τροποποιήσει τη φύση της εργασίας και την οργάνωση της παραγωγής. Η μακρόχρονη τάση για ανάπτυξη μόνιμης μισθωτής εργασίας, πλήρους απασχόλησης και απροσδιόριστης διάρκειας, δείχνει να ανατρέπεται». Αφού λοιπόν η μόνιμη εργασία και η πλήρης απασχόληση… έχουν ξεπεραστεί από την εξέλιξη των πραγμάτων, απαιτείται και η αντιστοίχιση της εκπαίδευσης προς αυτή τη νέα πραγματικότητα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται: « Το κεντρικό ζήτημα: προς μια μεγαλύτερη ελαστικότητα. Οι σημερινές δομές των ιδρυμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης θα πρέπει να προσαρμοστούν […] καθώς έχουν γίνει για να εκπαιδεύουν και να καταρτίζουν τον πολίτη ή τον μισθωτό που προορίζεται για μια μόνιμη απασχόληση, τα ιδρύματα αυτά είναι υπερβολικά άκαμπτα»

Το ζητούμενο λοιπόν είναι η διαμόρφωση μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας που θα παρέχει ευέλικτη μόρφωση που θα ανταποκρίνεται σε ένα εξίσου «ευέλικτο» και υπό διαρκή αλλαγή περιβάλλον της αγοράς εργασίας. Στη Λευκή Βίβλο γίνεται λόγος για ένα συνδυασμό γενικής μόρφωσης και εξειδικευμένης κατάρτισης με στόχο ο καθένας να « αναπτύξει την επάρκειά του για την απασχόληση και τη δραστηριότητα». Η όποια αναφορά βέβαια στο κείμενο για γενική μόρφωση και γνώση, σε καμία περίπτωση δεν γίνεται για να τονίσει την αξία της ως στοιχείου κατανόησης του φυσικού και κοινωνικού κόσμου, αλλά ως βασικής προϋπόθεσης για την κατάρτιση και την επανακατάρτιση. Η κατάρτιση και η επανακατάρτιση είναι ο σκοπός, και η γενική γνώση είναι το μέσο που οδηγεί στην καλύτερη πραγμάτωσή τους. Η γενική μόρφωση συνίσταται στην «εκμάθηση του πώς να μαθαίνουμε», με την έννοια της διαρκούς συλλογής και ανανέωσης καταρτίσεων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «Οι βασικές γνώσεις αποτελούν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο οικοδομείται η προσωπική δεξιότητα απασχόλησης του καθενός[…] Στη βασική εκπαίδευση πρέπει να βρεθεί μια σωστή ισορροπία ανάμεσα στην απόκτηση γνώσεων και μεθοδολογικών ικανοτήτων που βοηθάνε το άτομο να μαθαίνει μόνο του […] μια πολυδύναμη κατάρτιση βασισμένη σε διευρυμένες γνώσεις που θα αναπτύσσει την αυτονομία και θα παρακινεί να ‘’μάθουμε να μαθαίνουμε’’ δια βίου».

Η «στροφή στην κατάρτιση» έχει μια σειρά από πλευρές: α) διεύρυνση των διαδικασιών που αναγνωρίζεται ότι παρέχουν κατάρτιση, που δεν θα περιορίζει την κατάρτιση στο επίσημο (τυπικό) εκπαιδευτικό σύστημα και στους τίτλους σπουδών. Το ζητούμενο είναι αφενός καταρτίσεις λιγότερο γενικές και περισσότερο ανταποκρινόμενες στις ανάγκες της αγοράς(β) αναβάθμιση του ρόλου των επιχειρήσεων στη διαδικασία εκπαίδευσης-κατάρτισης. Σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο απαιτείται η συνεργασία εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων, κυρίως μέσα από τη διαδικασία της μαθητείας στις επιχειρήσεις και τίθεται ο στόχος της ανάπτυξης της μαθητείας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. (γ) προκρίνεται η λογική της δια βίου κατάρτισης και της ανανέωσης των δεξιοτήτων, στο όνομα της προσαρμογής στο διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον της αγοράς εργασίας και τις απαιτήσεις του. (δ) η κατάρτιση πρέπει να νοηθεί σαν μια διαδικασία εξατομικευμένη. Το κάθε άτομο έχει την ευθύνη για την κατάρτισή του ενώ και το αποτέλεσμα της κατάρτισης είναι ένα ατομικό πλαίσιο προσόντων-δεξιοτήτων με βάση το οποίο εντάσσεται στην αγορά εργασίας.

Παράλληλα, ανοίγει το ζήτημα της αναζήτησης νέων μορφών χρηματοδότησης της εκπαίδευσης. Αποκαλυπτικό για την λογική που υπάρχει πίσω από αυτή την κατεύθυνση «ευελιξίας» και «αναζήτησης» και στο πεδίο της χρηματοδότησης είναι το αντίστοιχο «Λευκό Βιβλίο για την Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Απασχόληση»: …Οι ανάγκες σε εκπαίδευση, κατάρτιση, ασφάλεια κλπ, η ανάπτυξή τους δεν μπορεί να είναι δωρεάν και να στηρίζεται στη σιωπηρή χρηματοδότηση από το φορολογούμενο… Απαιτούν τη δημιουργία νέων βάσεων πληρωμής…’’payperuse’’( πλήρωσε για τη χρήση) . Η κατεύθυνση είναι η μετατροπή της εκπαίδευσης από δημόσιο αγαθό και κοινωνικό δικαίωμα σε υπηρεσία, στην οποία ο καθένας ατομικά έχει πρόσβαση ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα.

Τα παραπάνω συνθέτουν ένα βαθιά νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, μέσα στις γενικές γραμμές του οποίου κινείται η πολιτική της Ε.Ε μέχρι και σήμερα: Η (τριτοβάθμια) εκπαίδευση υποτάσσεται με άμεσο τρόπο στις απαιτήσεις της αγοράς. Αποκόπτεται από το στόχο της παροχής γνώσης πάνω σε επιστημονικά αντικείμενα. Μετατρέπεται σε πάροχο δεξιοτήτων, δηλαδή πρακτικών και άμεσα αναλώσιμων επαγγελματικών εφοδίων, όπως αυτά καθορίζονται από την αγορά. Παράλληλα, οι όποιες δεξιότητες-προσόντα προορίζονται να απαξιώνονται άμεσα στο όνομα των τεχνολογικών-οικονομικών εξελίξεων, οδηγώντας σε μια δια βίου επιστροφή του ατόμου σε δομές-μηχανισμούς κατάρτισης προκειμένου να ανανεώνει τις δεξιότητές του για να βρίσκει θέση στην αγορά εργασίας. Εν τέλει, διαμορφώνεται μια «ευέλικτη» εκπαίδευση σε αντιστοιχία με την «ευέλικτη» αγορά εργασίας, που παρέχει και ανανεώνει δεξιότητες-προσόντα όχι σε εργαζόμενους αλλά σε απασχολήσιμους, σε άτομα που θα βρίσκονται σε ένα καθεστώς μεταβαλλόμενης απασχόλησης-ανεργίας-κατάρτισης.

2. Συνθήκη της Μπολόνια και Ενιαίος Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης: η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση στην πράξη

Η Συνθήκη της Μπολόνια που υπογράφηκε από τους Ευρωπαίους Υπουργούς Παιδείας το 1999, αποτελεί τη συγκεκριμένη εφαρμογή του πλαισίου της Ε.Ε για την εκπαίδευση. Είναι ένα σημείο-σταθμός καθώς ορίζει συγκεκριμένα μέτρα για τη διαδικασία της αναδιάρθρωσης, γύρω από την υλοποίηση των οποίων σχεδιάζουν και απολογίζουν την πολιτική τους οι χώρες της Ε.Ε μέχρι και σήμερα.

Περιληπτικά, η Συνθήκη θέτει το στόχο της διαμόρφωσης ενός Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, δηλαδή ενός συστήματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με ενιαία χαρακτηριστικά σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Για την επίτευξη αυτού του στόχου τίθενται οι ακόλουθοι άξονες:

Υιοθέτηση ενός συστήματος τίτλων σπουδών που θα είναι ευκόλως αναγνώσιμοι και συγκρίσιμοι […] με στόχο την προώθηση της απασχολησιμότητας των Ευρωπαίων πολιτών.

Υιοθέτηση ενός συστήματος σπουδών που θα στηρίζεται βασικά σε δύο κύριους κύκλους σπουδών, ένα προπτυχιακό και ένα μεταπτυχιακό. Η πρόσβαση στο δεύτερο κύκλο θα προϋποθέτει την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών του πρώτου κύκλου, οι οποίες θα διαρκούν τουλάχιστον τρία χρόνια. Ο τίτλος σπουδών που θα χορηγείται μετά τον πρώτο κύκλο σπουδών θα αναγνωρίζεται στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας ως ικανό επαγγελματικό προσόν. Ο δεύτερος κύκλος θα πρέπει να οδηγεί στο μεταπτυχιακό δίπλωμα (master) ή/και στο διδακτορικό.

Καθιέρωση ενός συστήματος διδακτικών μονάδων-ανάλογου με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς Διδακτικών Μονάδων (ECTS)- ως του πλέον κατάλληλου μέσου για την προώθηση της ευρύτερης δυνατής κινητικότητας των φοιτητών. Διδακτικές μονάδες μπορούν επίσης να συγκεντρώνονται και σε συστήματα εκπαίδευσης εκτός του πλαισίου της ανώτατης εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων και των συστημάτων δια βίου εκπαίδευσης

Προώθηση της κινητικότητας

Προώθηση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στη διασφάλιση της ποιότητας, με στόχο την ανάπτυξη συγκρίσιμων κριτηρίων και μεθοδολογιών

Προώθηση των απαραίτητων ευρωπαϊκών διαστάσεων στην ανώτατη εκπαίδευση κατά κύριο λόγο σε σχέση με τα προγράμματα σπουδών, τη συνεργασία μεταξύ των ιδρυμάτων, τα σχήματα κινητικότητας και τα ολοκληρωμένα προγράμματα σπουδών και άσκησης, κατάρτισης- επιμόρφωσης και έρευνας.

Προωθείται το σύστημα των δύο κύκλων σπουδών με τον πρώτο να έχει 3ετή διάρκεια. Η χρονική μείωση του προπτυχιακού επιπέδου δεν είναι τυχαία. Αντιστοιχεί σε μια μείωση και του γνωστικού περιεχομένου και των επαγγελματικών δικαιωμάτων. Ένας σύντομος, «απλούστερος», λιγότερο δαπανηρός για το κράτος, προπτυχιακός κύκλος (bachelor) που θα παρέχει μια αρχική κατάρτιση, ικανοποιητική για την εξασφάλιση μιας πρώτης απασχόλησης, σύμφωνα πάντα με τη λογική της «ευέλικτης» εκπαίδευσης που παρέχει σε δεξιότητες τόσα όσα αποτελούν τις άμεσες ανάγκες της αγοράς. Ένας κύκλος που ουσιαστικά παράγει μαζικά ένα δυναμικό αποφοίτων χωρίς ολοκληρωμένες επιστημονικές γνώσεις, μισοειδικευμένο που αποτελεί μια στρατιά «απασχολήσιμων» και χωρίς δικαιώματα νέων εργαζομένων. Μια πιο ολοκληρωμένη εκπαίδευση και «λιγότερο αναλώσιμη» σαν προσόν στην αγορά εργασίας, παρέχεται από τον μεταπτυχιακό τίτλο (master) για την πρόσβαση στον οποίο (συνήθως) απαιτούνται δίδακτρα, οδηγώντας τόσο στην εμπορευματοποίηση όσο και στη δημιουργία «φίλτρων» αποκλεισμού για όσους δεν έχουν να πληρώσουν και εξωθούνται στο κυνήγι προσόντων μέσω σεμιναρίων, πιστοποιήσεων, προγραμμάτων κατάρτισης.

Μια παρεμφερής εκδοχή, χωρίς φαινομενικά να θίγεται η χρονική διάρκεια της 4ετούς φοίτησης, είναι η εισαγωγή κατευθύνσεων στο προπτυχιακό επίπεδο και η απόκτηση πτυχίου με βάση αυτές. Η υπερεξειδίκευση είναι μια παραλλαγή της αποειδίκευσης ενός πιο σύντομου κύκλου σπουδών, καθώς και οι δυο καταλήγουν στην «ανάγκη» για επανακατάρτιση. Η διάσπαση των πτυχίων μέσω αυτού του τρόπου δοκιμάζεται σε χώρες όπως η Ελλάδα, που ο προπτυχιακός κύκλος παραμένει 4ετής.

Με το σύστημα των διδακτικών-πιστωτικών μονάδων (ECTS) προωθείται η κατεύθυνση της εξατομίκευσης της εκπαίδευσης/ κατάρτισης αλλά και της αναγνώρισης-νομιμοποίησης των διαφόρων δομών κατάρτισης, ιδιαίτερα των ιδιωτικών. Όλες οι διαδικασίες εκπαίδευσης, που σύμφωνα με την πολιτική της «ευελιξίας» περιλαμβάνουν από την πανεπιστημιακή εκπαίδευση μέχρι δομές κατάρτισης και δια βίου μάθησης, σεμινάρια κλπ., γίνονται μετρήσιμες σε πιστωτικές μονάδες. Ο καθένας μέσα από την «περιπλάνησή» του στις διάφορες εκπαιδευτικές δομές, συσσωρεύει πιστωτικές μονάδες που συνθέτουν τον ατομικό φάκελο προσόντων του, με βάση τον οποίο αναζητά μια θέση στην αγορά εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολυκατακερματισμένο δυναμικό εργαζομένων, με τα επαγγελματικά δικαιώματα του καθενός να είναι έκφραση του ατομικού φακέλου προσόντων του, χωρίς καμία συλλογική κατοχύρωση.

Ο κατακερματισμός των εργαζομένων και των δικαιωμάτων τους, προωθείται και μέσω της συγκρισιμότητας των τίτλων σπουδών με τη διαμόρφωση ενός συστήματος κατηγοριοποίησης, του Πλαισίου Προσόντων. Υπάρχει το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων και Εθνικά Πλαίσια που αντιστοιχίζονται με αυτό. Οι διάφοροι τίτλοι σπουδών/κατάρτισης τοποθετούνται σε βαθμίδες ανάλογα με τη βαρύτητα που έχουν σαν προσόν για την αγορά εργασίας. Σε συνδυασμό με την «απελευθέρωση» του χώρου της εκπαίδευσης, με τη δημιουργία των διαφόρων δομών και διαδικασιών κατάρτισης και την επικαλυπτόμενη λειτουργία τους με την τυπική τριτοβάθμια εκπαίδευση (δηλαδή πάνω στο ίδιο αντικείμενο να υπάρχουν και σπουδές πανεπιστημιακές και προγράμματα κατάρτισης κλπ.) , οδηγεί σε αποφοίτους πολλών κατηγοριών και αντίστοιχα σε εργαζόμενους πολλών κατηγοριών και δικαιωμάτων, με την τάση βέβαια να είναι η συμπίεση δικαιωμάτων προς τα κάτω.

Η διασφάλιση της ποιότητας μέσω μηχανισμών αξιολόγησης, είναι το όχημα για την περαιτέρω υποταγή της εκπαίδευσης στο πνεύμα της αγοράς και την εμπορευματοποίηση της λειτουργίας της. Η ποιότητα όπως την ευαγγελίζεται η ευρωπαϊκή πολιτική δεν σχετίζεται με κάποιο γνωστικό/ακαδημαϊκό κριτήριο αλλά ταυτίζεται με την ανταγωνιστικότητα. Η «ποιότητα» γίνεται μετρήσιμοι δείκτες και μεγέθη, που αφορούν τα προγράμματα σπουδών και αν έχουν άμεση ανταπόκριση στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας με βάση τις υποδείξεις των εργοδοτών (βαθμός ικανοποίησης από τους απασχολούμενους αποφοίτους, γνώμη για τους προσερχόμενους για εύρεση εργασίας αποφοίτους κλπ), την αναλογία φοιτητών-καθηγητών, το μέσο χρόνο αποφοίτησης και τους «λιμνάζοντες-αιώνιους» φοιτητές, αν τα προγράμματα έρευνας έχουν αντικείμενο που προσελκύει την ιδιωτική χρηματοδότηση (δηλαδή ανταποδοτικό με όρους κέρδους), αν συνολικά ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα εμφανίζει έσοδα πέρα από την κρατική χρηματοδότηση. Η αξιολόγηση και η σύνδεσή της με την χρηματοδότηση των ιδρυμάτων (όπως συμβαίνει ήδη με χρηματοδότηση προερχόμενη από ευρωπαϊκά προγράμματα), είναι το μέσο για την προσαρμογή στις απαιτήσεις της αγοράς και για την προώθηση της εμπορευματοποίησης. Εμπορευματοποίηση κυρίως έμμεση (δίδακτρα, ιδιωτική χρηματοδότηση ή συγχρηματοδότηση σε τυπικά δημόσιες δομές/διαδικασίες κλπ) αλλά και άμεση (εκχώρηση πεδίων της εκπαίδευσης/έρευνας στο ιδιωτικό κεφάλαιο).

……………………….

3. Η ευρωπαϊκή πολιτική μέσω της διαδικασίας της Μπολόνια πλέον είναι εν πολλοίς ολοκληρωμένη, με την έννοια ότι στα επιμέρους κράτη (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) έχει νομοθετηθεί το μεγαλύτερο μέρος των αξόνων που προέβλεπε η Διακήρυξη του 1999. Από αυτή την άποψη έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό ο Ενιαίος Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η πολιτική της Ε.Ε εστιάζει στο να βαθύνουν οι αναδιαρθρώσεις που έχουν θεσμοθετηθεί, δίνοντας βάρος σε μια πιο πλήρη εφαρμογή του συστήματος των διδακτικών μονάδων και των Πλαισίων Προσόντων, της αναγνώρισης και κατάταξης των διαφόρων διαδικασιών εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Παράλληλα, δύο ζητήματα εμφανίζονται στο επίκεντρο της πολιτικής της Ε.Ε: Το πρώτο αφορά το ζήτημα της χρηματοδότησης. Στο όνομα και της κρίσης, των δημοσιονομικών περιορισμών και της συρρίκνωσης της δημόσιας χρηματοδότησης στην εκπαίδευση, τίθεται με μεγαλύτερη ένταση η κατεύθυνση για «εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης», δηλαδή για ιδιωτικά κεφάλαια. Και επειδή τα πανεπιστήμια πρέπει να προσελκύσουν την ιδιωτική χρηματοδότηση, τα «εργαλεία» που προτείνονται είναι η μεγαλύτερη αυτονομία των ιδρυμάτων για την εξασφάλιση της αποδοτικότητάς τους. Εν ολίγοις, πανεπιστήμια «ελεύθερα να καθορίζουν τις δομές και τις στρατηγικές τους και να διαφοροποιούνται από τους ανταγωνιστές τους (= τα άλλα πανεπιστήμια)» προκειμένου να κρίνονται αποδοτικά με όρους αγοράς, για να αυξάνουν τα ιδιωτικά τους έσοδα.

Το δεύτερο την αναβάθμιση της συμμετοχής των επιχειρήσεων στην εκπαίδευση. Για την Ε.Ε υπάρχει ένα τρίγωνο γνώσης αποτελούμενο από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, την έρευνα και τις επιχειρήσεις και το ζητούμενο είναι η ενεργοποίησή του, μέσω της σύμπραξης ιδρυμάτων και επιχειρήσεων. Μάλιστα όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται χρειάζεται «η ενθάρρυνση της σύμπραξης και συνεργασίας με τις επιχειρήσεις ως βασική δραστηριότητα των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης». Πλευρές αυτής της δραστηριότητας: ενθάρρυνση των επιχειρηματικών δεξιοτήτων στους κύκλους σπουδών, αξιοποίηση της έρευνας για εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, πολύμορφες συμπράξεις/συνεργασίες ιδρυμάτων και επιχειρήσεων κλπ. Με άλλα λόγια ένταση της προσαρμογής των πανεπιστημίων στις ανάγκες της αγοράς.

4. Η πάλη για δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση αναγκαστικά αφορά και τη σύγκρουση με το πλαίσιο που θέτει η Ε.Ε. Είναι αναγκαία η αντίσταση απέναντι στα συγκεκριμένα μέτρα που υλοποιούν την πολιτική της Ε.Ε στην εκπαίδευση ( π.χ εισαγωγή κατευθύνσεων στα πτυχία, αξιολόγηση, δίδακτρα κλπ) και στην εφαρμογή τους. Κυρίως όμως είναι αναγκαία η αμφισβήτηση του ιδεολογικού πλαισίου της πολιτικής της. Της προσαρμογής της εκπαίδευσης στο πνεύμα και τις επιταγές της αγοράς, τη λειτουργία με όρους ανταγωνισμού και ανταποδοτικότητας, τη μετατροπή της σε υπηρεσία/εμπόρευμα που εξασφαλίζεται ατομικά και με βάση τη δυνατότητά του να πληρώνει, την «αποτίμησή» της σε προσόντα και το κυνήγι για την εξασφάλισή τους με πτυχία, μεταπτυχιακά, σεμινάρια, δια βίου μάθηση κλπ, την αντίληψη ότι η εργασία και η ανεργία συνδέονται με μια ατομική ευθύνη συλλογής/ανανέωσης προσόντων και όχι με τον καπιταλισμό σαν σύστημα και τις πολιτικές που ακολουθούνται.

– Επιστημονική μόρφωση και όχι «κατάρτιση και ευελιξία»

– Έξω από το σύστημα της Μπολόνια

 Αποχώρηση των ελληνικών ιδρυμάτων από τον Ενιαίο Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης

Β. Πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων για την εκπαίδευση

Το άρθρο 16

Το 2006-2007 επιχειρήθηκε να προχωρήσει η αναδιάρθρωση της ελληνικής εκπαίδευσης με μια ευθεία επίθεση στο δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της, μέσα από την προσπάθεια για αναθεώρηση του άρθρου 16 που θα έδινε τη δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ισότιμων με τα δημόσια.

Το μαζικό φοιτητικό κίνημα που ξέσπασε, μπλόκαρε το σχεδιασμό της αναθεώρησης, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα την αποτελεσματικότητα του στο να δίνει και να κερδίζει μάχες απέναντι στην πολιτική Ε.Ε και κυβερνήσεων, αποτελεσματικότητα που από τότε βέβαια ψάχνει.

Η οικονομική κρίση και η ένταξη στα μνημόνια από το 2010, οδήγησαν και σε μια νέα φάση την κυβερνητική πολιτική στο χώρο της εκπαίδευσης. Ουσιαστικά μιλάμε για ένα συνδυασμό προώθησης των αναδιαρθρώσεων που ορίζουν οι κατευθύνσεις της Ε.Ε με την υποχρηματοδότηση στο πλαίσιο της «δημοσιονομικής προσαρμογής», δηλαδή των περικοπών σε καθετί δημόσιο και ιδιαίτερα σε υγεία και παιδεία.

Νόμος Διαμαντοπούλου- σταθμός στην υλοποίηση της Μπολόνια

  1. Βασικό σημείο η νέα διάρθρωση των σπουδών. Οι σπουδές στην ανώτατη εκπαίδευση «πέφτουν» στα 3 έτη και οργανώνονται στους τρεις κύκλους του ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης, ενώ εισάγεται και το σύστημα των πιστωτικών μονάδων. Ο πρώτος κύκλος συνίσταται στην παρακολούθηση ενός προγράμματος σπουδών και περιλαμβάνει μαθήματα που αντιστοιχούν κατ’ ελάχιστον σε 180 ακαδημαϊκές μονάδες (α.μ.). Ένα έτος αντιστοιχεί τουλάχιστον σε 60 α.μ. Ένα ίδρυμα μπορεί να οργανώνει και προγράμματα σύντομου κύκλου σπουδών, ως μέρος του πρώτου κύκλου σπουδών ή συνδεδεμένα με αυτόν, που αντιστοιχούν κατ’ ελάχιστο σε 60 και κατά ανώτατο όριο σε 120 α.μ. και οδηγούν στην απονομή διπλώματος σύντομου κύκλου. Ο δεύτερος κύκλος συνίσταται στην παρακολούθηση προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών και περιλαμβάνει μαθήματα που αντιστοιχούν κατ’ ελάχιστο σε 60 και κατά μέγιστο σε 120 α.μ. Ο τρίτος κύκλος είναι οι διδακτορικές σπουδές. Μπορεί να περιλαμβάνει μαθήματα που αντιστοιχούν κατ’ ελάχιστο σε 60 και κατά μέγιστο σε 120 α.μ. καθώς και την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής.
  2. Οι διαδικασίες αξιολόγησης της ποιότητας που είχαν εισαχθεί από το 2005 ενισχύονται. Από συμβουλευτικές για τα ιδρύματα και τις διοικήσεις τους, οι διαδικασίες αξιολόγησης μετατρέπονται σε διαδικασίες πιστοποίησης. Για το λόγο αυτό, διευρύνονται οι αρμοδιότητες της Μονάδας Διασφάλισης της Ποιότητας (ΜΟΔΙΠ) κάθε ιδρύματος ώστε να αποτελέσει το όργανο της διοίκησης κάθε ιδρύματος που σχεδιάζει, αναπτύσσει και συντονίζει τις εσωτερικές διαδικασίες διασφάλισης της ποιότητας του ιδρύματος και υποστηρίζει τις διαδικασίες εξωτερικής πιστοποίησης. Η ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας (ΑΔΙΠ) που θεσμοθετήθηκε το 2005 μετεξελίσσεται και αναλαμβάνει την αρμοδιότητα για την πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών και των εσωτερικών συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας των ιδρυμάτων.
  3. Για τη βελτίωση της απόδοσης των ιδρυμάτων και την εισαγωγή κινήτρων στη λειτουργία τους, η δημόσια χρηματοδότηση κατανέμεται στα ιδρύματα με βάση αντικειμενικά κριτήρια και δείκτες και διακρίνεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος κατανέμεται στα ιδρύματα με βάση τον αριθμό των ενεργών φοιτητών που εγγράφονται σε αυτό και το κόστος σπουδών ανά φοιτητή. Το υπόλοιπο κατανέμεται στα ιδρύματα με βάση τους δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων και σύμφωνα με τον βαθμό επίτευξης των στόχων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της πολιτείας και των ιδρυμάτων. Κάθε ίδρυμα επιλέγει τους δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων με βάση τους οποίους επιθυμεί να αξιολογηθεί, ώστε, παράλληλα με τη βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας διασφαλίζεται η δυνατότητα των ιδρυμάτων να διαφοροποιούν τη στρατηγική ανάπτυξής τους.
  4. Ένα Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) σε κάθε ΑΕΙ. Για την ενίσχυση της διοικητικής ευελιξίας, σε κάθε ΑΕΙ ιδρύεται με ΠΔ ειδικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου υπό την εποπτεία του Συμβουλίου του ιδρύματος. Πρόεδρος του ΝΠΙΔ ορίζεται ένας εκ των Αναπληρωτών Πρυτάνεων/Προέδρων, επιλογής του Πρυτάνεως/Προέδρου. Το ΝΠΙΔ του ιδρύματος διαχειρίζεται και αξιοποιεί τους πόρους των ερευνητικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων και της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους και την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνάς τους. Για την καλύτερη αξιοποίηση, τη βελτίωση της απόδοσης και της ποιότητας των υπηρεσιών δύναται να ανατίθενται στο ΝΠΙΔ και υπηρεσίες προς φοιτητές (φοιτητικές εστίες, εστιατόρια, κυλικεία, κλπ.). Παραμένουν οι τετραετείς προγραμματισμοί των Ιδρυμάτων. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι ο ΙΝΕΔΙΒΙΜ.
  5. Καθιέρωση του ν+2 ως ορίου φοίτησης και των διαγραφών των «αιώνιων» φοιτητών, μέτρα που αφενός αφορούσαν την πειθάρχηση του φοιτητικού σώματος μέσα από την εντατικοποίηση των σπουδών, αφετέρου την προσαρμογή στα όσα ορίζουν τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα ανταγωνιστικότητας των ιδρυμάτων (αναλογία καθηγητών-φοιτητών, μέσος χρόνος αποφοίτησης).

Η κατάργηση του μέτρου της διαγραφής φοιτητών μαζί με την κατάργηση των Συμβουλίων Ιδρύματος, ήταν και το σημείο όπου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εξάντλησε την όποια «αριστερή» πολιτική της για την εκπαίδευση με το ν/σ Μπαλτά.

Εξωτερική αξιολόγηση: Κριτήριο αξιολόγησης οι ανάγκες της αγοράς

Ο όρος αξιολόγηση δεν είναι εξ ορισμού κάτι αρνητικό. Καθορίζεται όμως από το ερώτημα «πώς, από ποιόν και για ποιόν». Η αξιολόγηση που προβλέπεται από τον νόμο Διαμαντοπούλου και τον ΟΟΣΑ δεν αφορά μία υγιή διαδικασία με συμμετοχή του δυναμικού της ακαδημαϊκής κοινότητας από τους φοιτητές μέχρι τους καθηγητές που αποσκοπεί στη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Πρόκειται για την συγκρισιμότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων και την αναγνώριση των αποδοτικών στην έρευνα προς όφελος των επιχειρήσεων. Διεξάγεται από εξωτερικούς «ειδικούς εμπειρογνώμονες που με μοναδικό κριτήριο το εάν ένας επιστημονικός κλάδος είναι χρήσιμος για την αγορά εργασίας και παράγει έρευνα για τις επιχειρήσεις θα καθορίζουν την χρηματοδότηση του πανεπιστημίου. Αυτό αναπόφευκτα θα δώσει την χαριστική βολή στις ανθρωπιστικές επιστήμες ως μη αποδοτικές αλλά και σε κλάδους θετικών επιστημών που δεν είναι πια χρήσιμοι για την αγορά εργασίας. Θα δούμε σχολές να κλείνουν/συγχωνεύονται λόγω της οικονομικής αφαίμαξης ή να αναζητούν πόρους από ιδιώτες, εργαστήρια να θεωρούνται άχρηστα και επομένως μαθήματα να καταργούνται κτλ.

Η έρευνα για τις ανάγκες των επιχειρήσεων και όχι της κοινωνίας και της νεολαίας (νόμος Αρβανιτόπουλου και Φίλη)

Η έρευνα είναι αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη της επιστήμης, της οικονομίας και της κοινωνίας συνολικά. Ποια συμφέροντα όμως θα εξυπηρετεί η έρευνα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Ο νόμος Φίλη στο κομμάτι της έρευνας υιοθετούσε πλήρως τη γκάμα διατάξεων του ν. Αρβανιτόπουλου επί Κυβέρνησης Σαμαρά και τις επιταγές του ΟΟΣΑ. Βασικό στοιχείο της έρευνας είναι η ενίσχυση της εμπορευματοποίησης της και η λειτουργία της με όρους επιχειρηματικής μονάδας. Η παραγόμενη ακαδημαϊκή έρευνα όμως μπορεί να μεταφέρει πιο εύκολα τα αποτελέσματά της στην αγορά προκειμένου να την αξιοποιήσει για την κερδοφορία της, όταν γίνεται πεδίο επεξεργασίας της ίδιας της αγοράς. Επομένως ο δημόσιος χαρακτήρας αποσύρεται με γοργούς ρυθμούς και από την έρευνα, που περνά και αυτή στα χέρια ερευνητών με προσόντα στην προσέλκυση κεφαλαίου. Δίνεται ώθηση στην συνεργασία της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης με επιχειρηματικές και βιομηχανικές μονάδες, χτίζεται ένα δίκτυο διαμορφωμένων περιοχών, που δημιουργούνται με σκοπό: την ενίσχυση των δεσμών των ακαδημαϊκών, ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων με τις επιχειρήσεις και τους λοιπούς φορείς. Η αποδέσμευση ερευνητικών φορέων από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών τους οδηγεί αναπόφευκτα στην αναζήτηση πόρων, εξωθώντας τους έτσι στην ανάπτυξη συμπράξεων με επιχειρηματικούς φορείς. Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για την έρευνα εκείνη που θα γίνεται προς όφελος της άρχουσας τάξης και των αναγκών του κεφαλαίου. Όταν η γνώση και η πρόοδος της υποτάσσεται στο σύστημα του κέρδους και του ανταγωνισμού χάνει την αυτοτέλεια της, την υγιή εξέλιξη της, γίνεται αντικείμενο και αυτοσκοπός ελέγχου της οικονομίας, γεννά επιστήμονες μηχανές χρήσιμους για την κερδοσκοπία των λίγων, και όχι ανθρώπους που η επιστήμη τους θα εξυπηρετεί τον άνθρωπο.

Ένα συμπέρασμα, που μπορούμε ασφαλώς να εξάγουμε, είναι ότι oι κρίσεις του κεφαλαίου αντιμετωπίζονται ως μια «επενδυτική ευκαιρία» και για τον χώρο της εκπαίδευσης, καθώς το κράτος μειώνει τις δαπάνες και προχωράει σε εκτεταμένες αναδιαρθρώσεις με σκοπό την εμπορευματοποίηση. Από το 2009 έως και το 2013 η χρηματοδότηση στην ΕΕ των 28 κρατών-μελών μειώθηκε από 5,3% σε 5,05%. Η μείωση αυτή ήταν πιο μεγάλη στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (ακόμα πιο μεγάλη αν συνυπολογίσουμε και τη μείωση του ΑΕΠ σε απόλυτους αριθμούς σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Κύπρο, Ιρλανδία), ενώ σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο ή στις Σκανδιναβικές χώρες παρατηρείται διατήρηση ή και αύξηση της χρηματοδότησης μαζί με τη διατήρηση ή και την ραγδαία αύξηση (πχ στη Γερμανία) του ΑΕΠ.

Προγράμματα σπουδών-διαβατήρια για την ανεργία, τη μετανάστευση και την επισφαλή εργασία (για τα ects)

Η ανταγωνιστική αγορά, με την ανεργία των νέων σε πρωτοφανή επίπεδα και την οικονομική κρίση να συνεχίζεται, έχει ανάγκη μία άλλη μορφή επιστημόνων και εργαζομένων. Άξονας των αλλαγών, όπως έχουν ήδη προωθηθεί σε πολλά τμήματα της χώρας είναι η δημιουργία προγραμμάτων σπουδών στηριγμένα στην υπερεξειδίκευση και την επανακατάρτιση εφ όρου ζωής, στη διάλυση και διάσπαση των πτυχίων, στην εντατικοποίηση των σπουδών, σε ατομικούς φακέλους προσόντων. Τα στοιχεία αυτά δεν έχουν καμία σχέση με ένα δυνατό πτυχίο που θα σου εξασφαλίσει δικαιώματα και μία θέση εργασίας. Στην πραγματικότητα η υπερεξειδίκευση μας εφοδιάζει με ένα πτυχίο μιας χρήσης μπροστά στην μεταβολή των αναγκών της αγοράς. Αναπόδραστα τα πανεπιστήμια θα βγάζουν στρατιές ανέργων ή ευέλικτων εργαζομένων που θα αναγκάζονται σε συνεχή επανακατάρτιση μέσα από κοστοβόρα μεταπτυχιακά και σεμινάρια προκειμένου να μπορέσουν να διατηρήσουν ή να εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας. Σ’ αυτήν την λογική κινείται και η διάταξη του ν. Διαμαντοπούλου για την διάρθρωση των σπουδών σε κύκλους και το σύστημα των πιστωτικών μονάδων.

Ίδιο τροπάρι και από τον Γαβρόγλου (ν. Γαβρόγλου)

  • Διάσπαση πτυχίων: Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ο Υπουργός Γαβρόγλου προωθούν και αυτοί τις πάγιες πολιτικές της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ. Ο νέος ν. Γαβρόγλου αναγωρίζει τα 5 ετή προγράμματα σπουδών ως master. Κάτι τέτοιο μπορεί να φαντάζει θετικό πχ. για τους φοιτητές των Πολυτεχνείων, ωστόσο προωθεί δια της πλαγίου την διάσπαση των πτυχίων σε bachelor και master.
  • Προϊόντα και υπηρεσίες εκπαίδευσης: Σε άμεση συνάρτηση με την διάσπαση των πτυχίων βρίσκεται η θεσμοθέτηση προϊόντων και υπηρεσιών εκπαίδευσης που θα παρέχονται από τα πανεπιστήμια επί πληρωμή. Συγκεκριμένα προβλέπονται προγράμματα που θα παρέχουν πιστοποιητικά μη τυπικής εκπαίδευσης από Κέντρα Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης του κάθε πανεπιστημίου και διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης για αποφοίτους ΕΠΑ.Λ. Ειδικά για τα πρώτα, ο νόμος είναι ξεκάθαρος για το πώς θα χρηματοδοτούνται: α) χρηματοδοτήσεις από επιχειρησιακά ή άλλα προγράμματα που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, β) χρηματοδοτήσεις από φορείς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και δωρεές και χορηγίες προς το Κέντρο, γ) έσοδα από εκπαιδευόμενους, σε περίπτωση που το πρόγραμμα δεν χρηματοδοτείται σύμφωνα με τις περιπτώσεις α’ και β΄, δ) έσοδα από την ανάπτυξη, παραγωγή και αξιοποίηση εκπαιδευτικού και άλλου υλικού, από την εκπόνηση μελετών, από την παροχή υπηρεσιών και από την εκτέλεση επιμορφωτικών έργων που αφορούν στην δια βίου μάθηση […].
  • Σύνδεση πανεπιστημίου-αγοράς: Ο ν. Γαβρόγλου αυτό το επιτυγχάνει με την ίδρυση των Περιφερειακών Συμβουλιών Ανώτατης Εκπαίδευσης. Τα ΠΣΑΕ στην ουσία θα αντικαταστήσουν τα Συμβούλια Ιδρύματος (που προβλέφθηκαν πρώτη φορά με τον ν. Διαμαντοπούλου). Η εισαγωγή των ΠΣΑΕ που θα συμμετέχουν τοπικοί φορείς και επιχειρηματίες στόχο έχουν την σύνδεση ακόμα περισσότερο του πανεπιστημίου με την αγορά. Η κατεύθυνση είναι ένα πανεπιστήμιο της αγοράς που θα προσελκύει χρηματοδότηση, θα αξιολογείται, θα αναπτύσσεται ή θα συρρικνώνεται με κριτήριο την αγοραία αποδοτικότητα του. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τον νόμο: Τα Περιφερειακά αυτά Συμβούλια με βάση συγκεκριμένες προτάσεις, και με σύμφωνη γνώμη των Ιδρυμάτων της κάθε περιφερείας, θα διεκδικούν χρηματοδοτήσεις και από πήγες διαφορετικές του κρατικού προϋπολογισμού (ΠΕΠ), αλλά και διεθνείς φορείς, όπως για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Τα μέλη τους θα εκπροσωπούν τα Πανεπιστήμια, ΤΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα ανά Περιφέρεια και θα αναδεικνύονται με εκλογικές διαδικασίες των φορέων στις όποιες θα δύνανται να μετέχουν υποψήφιοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό χωρίς ποσόστωση.

Γ. Για την υποχρηματοδότηση της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Τα τελευταία 7 χρόνια η επιβολή των μνημονίων από τις μνημονιακές κυβερνήσεις, την Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ. είχε ως συνέπεια να διαμορφωθεί μια νέα κατάσταση στην κοινωνία και την χώρα. Αύξηση της ανεργίας, κόψιμο κοινωνικών παροχών και γκρέμισμα δικαιωμάτων είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου. Μεγάλο θύμα των μνημονιακών πολιτικών ήταν η Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στον βωμό της αποπληρωμής του χρέους, η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων έφτασε στο 80%. Η μείωση αυτή σε συνδυασμό με το κούρεμα των αποθεματικών των Ιδρυμάτων με το PSI που οδήγησε στην απώλεια 200 εκατομμυρίων ευρώ, ναρκοθέτησαν και υποβάθμισαν τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης.

Χαρακτηριστικά με βάση τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους:

Την περίοδο 2005-2009 παρατηρείται αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης. Από τα 971,4 εκ. το 2005 σε 1.305,8 εκ. το 2009 (περίοδος προ των μνημονίων). Η εφαρμογή των μνημονίων αποτέλεσε τομή. Από τα 1.305,8 εκ. το 2009 έφτασε στα 969,9 εκ. το 2013.

Ερώτημα 1ο: Γιατί δεν πέφτουν λεφτά για την παιδεία; Που πηγαίνουν τα λεφτά των φορολογουμένων και των «πακέτων διάσωσης» της Ελλάδας; Όπως βλέπουμε και στο διπλανό γράφημα, το 81% των χρημάτων που πήρε η χώρα μας από το πρώτο «πακέτο διάσωσης» δαπανήθηκαν για την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων και των τραπεζών. Εν ολίγοις: Λεφτά όχι για τις ανάγκες μας αλλά για τις ανάγκες των δανειστών!

Ερώτημα 2ο: Γιατί ενώ υπάρχει αύξηση της δημόσιας δαπάνης για την παιδεία την διετία 2016-2018 (2,8% του ΑΕΠ) βλέπουμε πως τα περισσότερα Ιδρύματα είναι υπό κατάρρευση με αποκορύφωμα τα έντονα προβλήματα που προέκυψαν πέρυσι με την αναστολή διανομής συγγραμμάτων, την σίτιση και την στέγαση των φοιτητών; Η απάντηση είναι διπλή. Από την μία, κατόπιν συνεχών μειώσεων την 6ετία 2009-2015 φαίνονται πλέον ξεκάθαρα οι συνέπειες της υποχρηματοδότησης και από την άλλη, η συμφωνία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και των δανειστών για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% σημαίνει περαιτέρω κόψιμο των κοινωνικών παροχών και, συνεπώς, και των φοιτητικών παροχών όπως τα συγγράμματα, οι λέσχες και οι εστίες.

Ποιες οι συνέπειες της υποχρηματοδότησης στο Πανεπιστήμιο και τους φοιτητές;

  • Τα αμφιθέατρα γεμάτα…τα πανεπιστήμια χωρίς καθηγητές: Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας κατά την πενταετία του 2010-2015 το διδακτικό προσωπικό των πανεπιστημίων μειώθηκε κατά 40,3%, από 24.636 το 2010 σε 14.686 το 2015, την ίδια ώρα που οι φοιτητές αυξήθηκαν σημαντικά: οι προπτυχιακοί φοιτητές από 262.753 το 2009-2010 σε 279.871 το 2014-2015. Αποτέλεσμα είναι η αναλογία φοιτητών προς καθηγητές στα πανεπιστήμια από 8,58% που ήταν το 2010 να τριπλασιαστεί στο 24,01% το 2015. Με βάση τον γενικό κανόνα στα χρόνια των μνημονίων ότι για κάθε 5 αποχωρήσεις καθηγητών (πχ λόγω συνταξιοδότησης) θα γίνεται μια πρόσληψη γίνεται αντιληπτό ότι οι μειώσεις προσωπικού συνεχίζονται με μαθηματική ακρίβεια. Άμεση συνέπεια για τους καθηγητές, ο αυξημένος φόρτος εργασίας. Άμεση συνέπεια για τους φοιτητές το στοίβαγμα τους στις αίθουσες (που συνεπάγεται κακή ποιότητα διδασκαλίας) και η κατάργηση επαναληπτικών μαθημάτων και εξεταστικών (καθώς δεν υπάρχουν καθηγητές για να διδάξουν και να εξετάσουν) με αποτέλεσμα οι σπουδές να γίνονται πιο εντατικές.
  • Μείωση εισακτέων: Πριν 1 χρόνο οι διοικήσεις των Ιδρυμάτων απέστειλαν προτάσεις στο Υπουργείο Παιδείας για δραστικές περικοπές στον αριθμό των εισακτέων λόγω της υποχρηματοδότησης, του μεγάλου αριθμού συνταξιοδοτήσεων διδακτικού προσωπικού που δεν αναπληρώθηκαν πάλι λόγω υποχρηματοδότησης και της έλλειψης υποδομών.
  • Δίδακτρα στα μεταπτυχιακά: Ο νέος ν. Γαβρόγλου για την παιδεία θεσμοθετεί δίδακτρα για όλα τα μεταπτυχιακά προγράμματα. Συγκεκριμένα αναφέρει «Με την απόφαση ίδρυσης καθορίζονται…τα τυχόν τέλη φοίτησης», ενώ παρακάτω ότι «Σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα λειτουργικά έξοδα ενός Π.Μ.Σ. δεν καλύπτονται…μέρος των λειτουργικών του εξόδων μπορεί να καλύπτεται από τέλη φοίτησης». Όσο και αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να παίξει με τις λέξεις, αντικαθιστώντας την λέξη «δίδακτρα» με τα «τέλη φοίτησης» η ουσία παραμένει η ίδια. Η συνεχής μείωση της κρατικής χρηματοδότησης θα σημαίνει δίδακτρα για τους φοιτητές και υποβάθμιση των σπουδών μας. Είναι κοροϊδία ότι τέλη φοίτησης θα υπάρχουν μόνο αν τα λειτουργικά έξοδα δεν βγαίνουν την στιγμή που τα περισσότερα τμήματα δηλώνουν αδυναμία κάλυψης των λειτουργικών τους εξόδων και κλείνουν λόγω της αδυναμίας τους να πληρώσουν. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο νέος νόμος απαλλάσσει μόνο το 30% των φοιτητών από τα «τέλη εγγραφής». Με το μέτρο αυτό αποκλείονται φοιτητές από τις μεταπτυχιακές σπουδές. Η κυβέρνηση μας λέει πως αν θέλουμε να κάνουμε μεταπτυχιακό θα πρέπει να χώσουμε το χέρι μας βαθιά στην τσέπη (βλ. μεταπτυχιακό στη Νομική Αθήνας με κόστος 1200€). Ακόμα, η θεσμοθέτηση διδάκτρων στα μεταπτυχιακά ανοίγει τον ασκό του Αιώλου για την επιβολή διδάκτρων και στα προπτυχιακά. Οι δηλώσεις Μπουτάρη και του αν. Πρύτανη του ΑΠΘ Λαόπουλου για δίδακτρα στο προπτυχιακό είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.
  • Καταργήσεις τμημάτων και συγχωνεύσεις σχολών: Με μειωμένη την κρατική χρηματοδότηση πολλά τμήματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Μετά το περιβόητο «Σχέδιο Αθηνά» με το οποίο συγχωνεύτηκε το 30% των τμημάτων ο νέος νόμος Γαβρόγλου προβλέπει περαιτέρω συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα φέτος το σχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής όπου συγχωνεύονται το ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά. Ουσιαστικά συγχωνεύονται δύο ΤΕΙ με τεράστια προβλήματα χρηματοδότησης χωρίς να προβλέπεται αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης γι’αυτά, μόνο και μόνο για να μειωθεί ο αριθμός τους. Η μεταφορά έδρας (με τις συγχωνεύσεις) ή οι καταργήσεις τμημάτων, σε μια περίοδο όπου κυρίαρχο κριτήριο επιλογής σχολής για έναν φοιτητή είναι η πόλη που βρίσκεται το πανεπιστήμιο, αποκλείει πολλούς φοιτητές από την Τριτοβάθμια εκπαίδευση ή τους αναγκάζει να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους.
  • Φοιτητική «μέριμνα»: Το μεγαλύτερο θύμα της υποχρηματοδότησης είναι η φοιτητική μέριμνα. Μια ματιά να ρίξει κανείς στο τελευταίο τρίμηνο του 2017 καταλαβαίνει το μέγεθος της διάλυσης. Η κατάσταση στις Φοιτητικές Εστίες πανελλαδικά είναι αποκαρδιωτική. Κτίρια που δεν συντηρούνται και είναι υπό κατάρρευση, εκβιαστική είσπραξη παράνομων ενοικίων από τους οικοτρόφους και το κερασάκι στην τούρτα…ο φετινός αποκλεισμός 200 φοιτητών από τις Φοιτητικές Εστίες του ΑΠΘ λόγω έλλειψης υποδομών. Αναρωτιόμαστε αν αυτοί οι 200 φοιτητές μπορούν να σπουδάσουν; Σαν να μην έφταναν όλα αυτά οι οικότροφοι των εστιών τον Νοέμβρη βρέθηκαν αντιμέτωποι με την διακοπή της σίτισης σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Ξάνθη. Οι υπεύθυνοι για την κατάσταση αυτή έχουν ονοματεπώνυμο: Είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και το ΙΝΕΔΙΒΙΜ (αρμόδιος φορές για τις Φοιτητικές Εστίες). Από την μία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ λόγω του ασφυκτικού μνημονιακού πλαισίου δεν χρηματοδοτεί πλέον την φοιτητική μέριμνα και από την άλλη ο ΙΝΕΔΙΒΙΜ που παίζει κρυφτούλι όσον αφορά τις οικονομικές του δραστηριότητες. Προκαλεί οργή το πόρισμα του Σώματος Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης για τα φαινόμενα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης του ΙΝΕΔΙΒΙΜ κατά την περίοδο 2011-2017 με τις ευθύνες να βαραίνουν τις μνημονιακές κυβερνήσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, καθώς τα μέλη του ΔΣ του ΙΝΕΔΙΒΙΜ διορίζονται από τον εκάστοτε αρμόδιο υπουργό. Μνημονιακές κυβερνήσεις και ΙΝΕΔΙΒΙΜ παίζουν με αυτονόητα δικαιώματα των φοιτητών και στήνουν «γλέντια διαφθοράς» πάνω στις πλάτες μας.

Η υποχρηματοδότηση δεν αγγίζει μόνο τις λέσχες και τις εστίες αλλά εξαπλώθηκε σαν γάγγραινα φέτος και στα πανεπιστημιακά μας συγγράμματα. Κινδυνεύσαμε αυτή την ακαδημαϊκή χρονιά να μην πάρουμε συγγράμματα καθώς η κυβέρνηση χρωστούσε 50 εκ. στον Σύλλογο Εκδοτών. Το πρόβλημα αυτό ενδέχεται να ξαναυπάρξει δεδομένου ότι η κυβέρνηση Τσίπρα έχει συμφωνήσει πλεονάσματα ύψους 3,5% που σημαίνει περαιτέρω κόψιμο των δωρεάν παροχών προς τους φοιτητές.

Η κυβέρνηση κοροϊδεύει τους φοιτητές και στο θέμα του στεγαστικού επιδόματος που ανέρχεται στα 1000 €. Η αλήθεια είναι ότι με 1000€ δεν καλύπτονται οι στοιχειώδεις ανάγκες στέγασης ενός φοιτητή και μάλιστα τίθενται και πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. Τέτοια προϋπόθεση είναι ότι οι γονείς των φοιτητών ή οι ίδιοι δεν θα πρέπει να είναι κύριοι κατοικιών που ξεπερνούν τα 200 τμ αθροιστικά. Η πραγματικότητα είναι ότι πολλές φορές οικογένειες έχουν παραπάνω του ενός σπίτια χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι για την οικονομική τους κατάσταση. Άλλη προϋπόθεση είναι ότι ο φοιτητής θα πρέπει να έχει περάσει τουλάχιστον τα μισά μαθήματα του προηγούμενου έτους με ότι αυτό συνεπάγεται για τους φοιτητές που εργάζονται ή σπουδάζουν εξ αποστάσεως (ακριβώς γιατί δεν έχουν χρήματα για στέγαση!). Επίσης, το επίδομα στέγασης χορηγείται για τόσα έτη όσα είναι και τα έτη σπουδών της Σχολής. Δηλαδή πχ για ένα φοιτητή Νομικής ή Οικονομικού μετά τα 4 χρόνια τα έξοδα στέγασης είναι δικό του πρόβλημα.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης για την παιδεία μεταφέρει το κόστος σπουδών στις πλάτες των φοιτητών. Διαμορφώνεται ένα μοντέλο του «ό, τι πληρώνεις παίρνεις». Με δεδομένη την μνημονιακή πραγματικότητα, την συνεχή μείωση μισθών και συντάξεων που στηρίζουν την ελληνική οικογένεια καταλαβαίνει κανείς ότι όλο και περισσότεροι φοιτητές αποκλείονται από την εκπαίδευση γιατί δεν αντέχει η τσέπη των γονιών τους. Αν μάλιστα σκεφτούμε πως βασική πηγή εσόδων του κράτους για την κάλυψη των αναγκών μας είναι η φορολογία που πληρώνουμε, αντιλαμβανόμαστε την τραγική ειρωνεία της υπόθεσης. Εδώ και 8 χρόνια υπερφορολογούμαστε και παρόλαυτα οι ανάγκες μας μένουν ακάλυπτες!

Απέναντι στην υποβάθμιση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας, στην λογική του «θα σπουδάζει όποιος έχει λεφτά» ή θα μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια μας ή τουλάχιστον θα αμφισβητήσουμε την υπάρχουσα πραγματικότητα. Σήμερα το φάντασμα της δυστυχισμένης συνείδησης, του «δεν αλλάζει τίποτα», του «όλοι το ίδιο είναι» και του «μπας και γλιτώσω εγώ» πλανάται πάνω από την γενιά μας. Η νέα γενιά έχει χιλιάδες λόγους για να εξεγείρεται αλλά μένει απαθής. Δεν αρνείται αλλά δέχεται με σκυμμένο το κεφάλι την απόρριψη από τις σπουδές και αύριο μεθαύριο από την δουλειά. Άρνηση σημαίνει αμφισβήτηση ότι δεν θα πληρώνουμε για να σπουδάσουμε, δεν θα ζήσουμε άνεργοι ή με 400 €. Χρειάζεται οι φοιτητές να βάλουν επιτέλους ένα stop, να οργανωθούν και να οργανώσουν την αντίσταση όλης της γενιάς μας ενάντια στις μνημονιακές κυβερνήσεις και τους δανειστές που μας διαλύουν την ζωή. Για σπουδές, δουλειά και ζωή με αξιοπρέπεια στον τόπο μας. Γιατί κανείς δεν μπορεί μόνος του. Γιατί όσα περισσότερα μας ζητάνε τόσα λιγότερα μας δίνουν!

  • Αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης
  • Δημόσια και δωρεάν παιδεία για όλους
  • Λεφτά για τις ανάγκες μας και όχι για τις ανάγκες των δανειστών
  • Ούτε 1 € από την τσέπη μας για τις σπουδές μας

Μετά το πτυχίο τι; Η γενιά των 400 ευρώ στην Ελλάδα του 2018

Κείμενο για το Πανελλαδικό διήμερο του ΑΡΔΙΝ, 17-18 Μαρτίου 2018

Α. Από την ανεργία στην ευέλικτη εργασία

Τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις που πέρασαν μέσα στην οκταετία 2010-2018 για την εξυπηρέτηση των μνημονιακών προγραμμάτων και επιταγών έχουν διαμορφώσει μια συγκεκριμένη, ιδιαίτερα αρνητική κατάσταση στον τομέα της εργασίας.

1. Ο μισθός το 2017

Από το μισθό στο χαρτζιλίκι

Από την σύγκριση των στοιχείων των τριών τελευταίων ετών, προκύπτει ότι κατά το έτος 2017, ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, είναι μεγαλύτερος σε σχέση με το έτος 2015, κατά 82.679 νέες θέσεις εργασίας το 2016 και κατά 7,16 το έτος 2017.

Το 22,48%(382,729 εργαζόμενοι) δουλεύει με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση. Μάλιστα τα δύο τελευταία χρόνια το 60% των νέων προσλήψεων αφορούν σχέσης ευέλικτης εργασίας.

Με βάση τα στοιχεία της «ΕΡΓΑΝΗ» το 32%, δηλαδή ένας στους 3, απολαμβάνει μεικτό μηνιαίο εισόδημα κάτω από 600 ευρώ. Αν σκεφτούμε ότι ο μέσος μηνιαίος μισθός είναι 1060€, τότε προκύπτει μια μεγάλη μισθολογική ανισότητα,καθώς οι μισοί εργαζόμενοι της χώρας παίρνουν κάτω από 800 ευρώ μηνιαίως μεικτά. (το καθαρό εισόδημα δηλαδή είναι λίγο παραπάνω από 600 ευρώ).

Με άλλα λόγια οι μισοί εργαζόμενοι έχουν άμεσο οικονομικό θέμα αν συνυπολογίσουμε μαζί με τον χαμηλό μισθό, την φορολογία-ασφάλιση, το κόστος ζωής που εκτοξεύεται κλπ. Και εννοείται πάντα με κρητήριο «να τελειώνει ο μήνας πριν τελειώσουν τα λεφτά» και σε καμιά περίπτωση την αποταμίευση για μια ώρα ανάγκης, την δυνατότητα ενός στοιχειώδους οικονομικού σχεδιασμού – προγραμματισμού. Αν ισχύουν τα παραπάνω τότε η «γενιά των 700 €» έχει εμπεδωθεί και βαδίζουμε ολοταχώς σε μια νέα γενιά εργαζόμενων – νεολαίων την γενιά των 400 €.

  • Αυξήσεις στους μισθούς.
  • Κατάργηση της διάκρισης του κατώτατου μισθού για τους κάτω από 25

2. Οι εργασιακές σχέσεις το 2017

Από την εργασία στην «απασχόληση»

Το 2016 έγιναν πάνω από 2 εκ. προσλήψεις μισθωτών και το 2017 αυξήθηκαν κατά 100 χιλιάδες. Το μεγάλο αυτό νούμερο προκύπτει από δυο παράγοντες καθώς το σύνολο των εργαζομένω είναι 1.800.000. 1)ως πρόσληψη μετράει κάθε ανανέωση σύμβασης στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, καθώς η πλειοψηφία των συμβάσεων είναι ορισμένου χρόνου και 2)υπάρχει μεγάλη «κινητικότητα» στην αγορά εργασίας. Αλλά το σημαντικό δεν είναι αυτό. Αλλά το ότι από τα 2 εκ. προσλήψεις, σταθερά λιγότερες από τις μισές αφορούν θέση πλήρους απασχόλησης. Πιο συγκεκριμένα, το α΄7μηνο του 2017 το 47,86% των θέσεων του ιδιωτικού τομέα είναι θέσεις μερικής απασχόλησης ενώ το 13,81% εκ περιτροπής εργασίας, δηλαδή, ευέλικτων μορφών εργασίας

Μπορεί η αγορά εργασίας να φαίνεται βελτιωμένη, αφού η απασχόληση αυξήθηκε κατά 252.300 εργαζομένους κατά το διάστημα 2014-2017. Αλλά, αυτή η φαινομενικά αισιόδοξη αύξησή της υφίσταται λόγω του τριπλασιασμού της υποαπασχόλησης κατά τη διάρκεια της κρίσης. (99.800 υποαπασχολούμενοι εργαζόμενοι το 2008 , 267.000 το 2017).

Μερική απασχόληση (όταν συμφωνείται ότι ο εργαζόμενος θα προσφέρει εργασία μικρότερης διάρκειας από την κανονική και θα λαμβάνει αντίστοιχα μικρότερη αμοιβή).

Εκ περιτροπής εργασία( όταν ο εργαζόμενος απασχολείται μεν με πλήρες ωράριο αλλά κατά λιγότερες μέρες την εβδομάδα ή λιγότερες μέρες το μήνα ή το χρόνο.)

Και αν τα νούμερα φαίνονται κουραστικά το συμπέρασμα είναι απλό και τρανταχτό. Υπάρχει πλήρης μετάλλαξη στην αγορά εργασίας. Το μισθολογικό και η ευελιξία αποτελούν τους δυο ακρογωνιαίους λίθους πάνω στους οποίους έχει χτιστεί η νέα αναλώσιμη γενιά. Η γενιά των 400€.

Με ταχύτατους ρυθμούς έχει εμπεδωθεί το ότι οι μισοί και πλέον εργαζόμενοι θα εργάζονται με σχέσεις ευέλικτης εργασίας και θα αμοίβονται με μισθό που περισσότερο μοιάζει με χαρτζιλίκι.

  • Μόνιμη σταθερή δουλειά για όλους.
  • Εφτάωρο-Πενθήμερο.
  • Κατάργηση του δοκιμαστικού έτους.
  • Λιγότερη δουλειά – δουλειά για όλους

3. Η ανεργία το 2017

Από την ανεργία στην ανακύκλωση

Βάσει στοιχείων του ΟΑΕΔ για τον Ιανουάριο του 2018 αυτή τη στιγμή υπάρχουν 900.000 άνεργοι, ενώ από το Δεκέμβριο του 2017 μέχρι τον Ιανουάριο του 2018 έχει αυξηθεί κατά 2,66% το ποσοστό της ανεργίας.

Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την μείωση της ανεργίας. Η μείωση της ανεργίας δεν αφορά την «ανάπτυξη» αλλά, την απορρόφηση ανέργων σε δουλειές του ποδαριού. Όπως άλλωστε ανακοίνωσε και η υπουργός εργασίας Έφη Αχτσιόγλου «Τα προγράμματα 8μηνης απασχόλησης,…, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής που ακολουθούμε…»

Ενδεικτικό είναι ότι με βάση την έκθεση της ΙΝΕ ΓΣΕΕ για τον Ιανουάριο-Ιούλιο του 2017, το β’ τρίμηνο του έτους η μακροχρόνια ανεργία είναι στο 74% επί του συνόλου των ανέργων ενώ το 2008 ήταν περίπου στο 47% , και 6/10 ανέργους είναι σε αυτή την κατάσταση για πάνω από 2 χρόνια. Μάλιστα η Ελλάδα το τρίτο τρίμηνου του 2017 σημείωσε το μεγαλύτερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας στην ΕΕ (15,3%) με την Ισπανία και την Ιταλία να ακολουθούν με 7,1% και 6,2% αντίστοιχα.

Σημαντικό να αναφερθεί είναι ότι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το γ΄ τρίμηνο του 2016 το ποσοστό της ανεργίας ήταν 22,6% ενώ το β΄τρίμηνο του 2017 21%, βλέπουμε, δηλαδή, τάσεις μείωσης· το αν αυτή η βελτίωση είναι πραγματική καθώς και οι λόγοι της θα αναφερθούν παρακάτω. Το βασικό όμως είναι ότι το πραγματικό ποσοστό ανεργίας ( μαζί με μακροχρόνια και αποθαρρημένους ανέργους) είναι στο 28,7 % με μόνο έναν 1/10 ανέργους να λαμβάνει επίδομα , και αυτή καταγράφεται υψηλότερη στις γυναίκες (25,4% έναντι των αντρών 17,7%) καθώς και στους νέους 15-19 στο 56% , 20 -24 στο 42% και 25 -29 στο 30%.

Οι πανηγυρισμοί της Αυγής που στα πρωτοσέλιδα ζητωκραύγαζε ότι η κυβέρνηση κατάφερε να ρίξει την ανεργία κάτω από το ψυχολογικό ρεκόρ του ενός εκατομμυρίου, είναι ψεύτικοι. Γιατί ακριβώς η ανεργία μειώνεται λόγω της γοργής αύξησης της ευελιξίας στην αγορά που απορροφά ανασώλιμους εργαζόμενους. Και μπορεί φράσεις όπως «στρατός ανέργων» στο παρελθόν να ακούγονταν ξύλινες αλλά αυτό ακριβώς βιώνουμε σήμερα. Μια θάλασσα νέων κυρίων ανέργων οι οποίοι ανακυκλώνονται από την εργασία και στην ανεργία και τούμπαλιν, με πρακτικές, 8μηνα, 4ωρα κοκ.

Και αν τα παραπάνω φαίνονται ειρωνικά από την πλευρά της Κυβέρνησης, άλλο τόσο ειρωνική είναι η τοποθέτηση περί προστασίας των ανέργων. Διαβάζουμε από τη σελίδα του ΟΑΕΔ:

Επίδομα ανεργίας

Το επίδομα ανεργίας καταβάλλεται, σε μηνιαία βάση, αλλά υπολογίζεται σε ημερήσια επιδόματα που ανέρχονται στο 55% του βασικού ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη όπως αυτό καθορίζεται από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. 

Από 12.03.2012 το μηνιαίο επίδομα ανεργίας ανέρχεται στα 360,00 Ευρώ.
Αν ο δικαιούχος άνεργος έχει προστατευόμενα μέλη οικογένειας το επίδομα προσαυξάνεται για καθένα από αυτά κατά 10%.

Αν ο άνεργος επιδοτείται για πρώτη φορά:

Για τον άνεργο που επιδοτείται για πρώτη φορά, ο ελάχιστος αριθμός ημερομισθίων που πρέπει να έχει συμπληρώσει για να δικαιούται να λάβει επίδομα είναι 80 κατ’ έτος την τελευταία διετία πριν την υποβολή της αίτησης για την επιδότησή του, εκ των οποίων τα 125 ημερομίσθια πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί το τελευταίο 14μηνο χωρίς να υπολογίζονται οι δύο τελευταίοι πριν την απόλυση μήνες. 

Επίσης, επίδομα ανεργίας λαμβάνει και ο εργαζόμενος που κατά τα δύο έτη πριν την καταγγελία ή τη λήξη της σύμβασής του έχει πραγματοποιήσει 200 ημέρες εργασίας (χωρίς να υπολογίζονται οι δύο τελευταίοι μήνες) και όχι λιγότερες από 80 ημέρες εργασίας κάθε έτος.

Αν ο άνεργος έχει επιδοτηθεί ξανά στο παρελθόν:

Ο άνεργος που έχει επιδοτηθεί ξανά στο παρελθόν πρέπει να έχει πραγματοποιήσει 125 ημέρες εργασίας το τελευταίο 14μηνο, πριν από την απόλυσή του, χωρίς να υπολογίζονται (στις 125) οι ημέρες εργασίας των δύο τελευταίων μηνών.  

Αν πρόκειται για απασχολούμενο σε τουριστικά ή άλλα εποχικά επαγγέλματαπρέπει να έχει εργαστεί 100 ημέρες το τελευταίο 12μηνο, με την προϋπόθεση ότι έχει εργαστεί ως εποχικός για δύο συνεχείς περιόδους απασχόλησης. Σε περίπτωση που έχει εργαστεί ως εποχικός για μία μόνο περίοδο απασχόλησης, τότε αρκούν 100 ημέρες το τελευταίο 14μηνο, χωρίς να υπολογίζονται οι ημέρες εργασίας των δύο τελευταίων μηνών πριν την απόλυση.(επίσημα στοιχεία ΟΑΕΔ).

Πολλαπλά κρητήρια, πενιχρό επίδομα, περιορισμένης διάρκειας. Από την άλλη πλήθος ανέργων, αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις, μακροχρόνια ανεργία…

  • Όλοι οι εγγεγραμμένοι άνεργοι να μπούνε στο ταμείο ανεργίας χωρίς προϋποθέσεις.
  • Αύξηση του επιδόματος , κανείς δεν ζει με 361 ευρώ
  • Δωρεάν μετακίνηση για όλους τους ανέργους σε όλες τις πόλεις.
  • Διαρκής αγώνας και πάλη για σταθερή και μόνιμη δουλειά.

4. Το αφορολόγητο

Από τις 12.000 στις 5.860

Στο βωμό των πλεονασμάτων 3,5% μέχρι το 2022 και 2% μέχρι το 2060(!!!) στο στόχαστρο των δανειστών βρέθηκε και το αφορολόγητο.

Το βασικό σε αυτό είναι πρώτον ότι είναι άλλο ένα «οριζόντιο μέτρο» που αγγίζει όλους πλέον τους χαμηλόμισθους και τους αναγκάζει να πληρώνουν φόρο εισοδήματος και δεύτερον ότι αφορά και το τεκμαρτό εισόδημα(Είναι το άθροισμα με βάση πρώτον, το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ που προβλέπεται για τον άγαμο, δεύτερον, με βάση το τεκμήριο του σπιτιού το οποίο ανέρχεται σε 3.200 ευρώ (40 ευρώ το τετραγωνικό μέχρι τα 80 τμ με υπόθεση ότι βρίσκεται σε τιμή ζώνης κάτω των 2800) και τρίτον, με βάση το τεκμήριο του Ι.Χ. που ανέρχεται σε 2.000 ευρώ περίπου.) Με βάση τα παραπάνω μπορεί κάποιος με μηδενικό εισόδημα να κληθεί να πληρώσει φόρο!

Ο ΣΥΡΙΖΑ αφού εξήγγειλε την αύξηση του αφορολόγητου στα 12.000, την επόμενη το ρίχνει στα 5.600, πράγμα που πολύ απλά σημαίνει ότι για ένα νέο εργαζόμενο των 600 ευρώ ένα μισθό τον ληστεύει καθαρά και με το νόμο το κράτος για να εμφανίσει τα πολυπόθητα πλεονάσματα…

  • Οι άνεργοι και οι νέοι δεν έχουν να πληρώσουν επιπλέον φόρους
  • Καμία μείωση του αφορολόγητου.
  • Όχι στη φορολόγηση του τεκμαρτού εισοδήματος.
  • Άμεση αύξηση του αφορολόγητου-Να φορολογηθεί το μεγάλο κεφάλαιο.

5. Η γενιά των 400

Από την εμπέδωση στην αμφισβήτηση

Να μην εμπεδώσουμε τη σημερινή κατάσταση σημαίνει να την αμφισβητήσουμε. Το να αμφισβητήσουμε τη σημερινή κατάσταση προϋποθέτει να κατανοήσουμε τη μετάλλαξη. Γι’ αυτό επιμένουμε. Γι’ αυτό ταλαιπωρούμαστε με στατιστικά και νούμερα. Γι’ αυτό μιλάμε για το παρελθόν. Για να μπορέσουμε να επιμείνουμε ενάντια στη νέα μεταμνημονιακή πραγματικότητα.

Επιμένουμε ότι οι μνημονιακές πολιτικές έχουν διαμορφώσει νέες συνθήκες εργασίας, ένα καθεστώς νεοφιλελεύθερου εργασιακού προτύπου, με την αποδυνάμωση της συλλογικής προστασίας των εργαζομένων, καθιερώνοντας την ευέλικτη και επισφαλή εργασία

Επιμένουμε ότι με μισθούς εξευτελιστικούς, για να μειωθεί το εργατικό κόστος και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, δεν μπορούμε να ζήσουμε αξιοπρεπώς

Επιμένουμε ότι η δήθεν μείωση της ανεργίας είναι πλασματική, αφού ο δείκτης μειώνεται ακριβώς επειδή οι εργαζόμενοι ανακυκλώνονται μέσω του θεσμού της μερικής απασχόλησης .Δημιουργείται έτσι μια γενιά εργαζομένων ανασφαλής, ανήμπορη να ζήσει ανεξάρτητη , με το άγχος της ανεργίας και της απόλυσης , αναλώσιμη που ακριβώς πάνω σε αυτά τα στοιχεία πατάει η κυβέρνηση και οι εργοδότες για να την κάνουν να αποδέχεται όλο και πιο εξευτελιστικές και μισθολογικές συνθήκες.

Αλλά πάνω απ’ όλα επιμένουμε να αμφισβητούμε το νέο τύπο του μοναχικού, ατομικού, νέου εργαζόμενου. Και αυτό αφορά περίπου 2 εκατομύρια ανθρώπους. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδείξει το μνημονιακό της πρόσωπο. Η αντιπολίτευση της ΝΔ είναι μνημονιακότερη των μνημονιακών. Οι επενδυτές που προσκυνάμε να έρθουν 8 χρόνια τώρα για να τονωθεί η αγορά και η ζήτηση δεν θα έρθουν παρά μόνο για ανταγωνιστικές επενδύσεις με μισθούς των 400 ευρώ.

Μια γραμμή άμυνας σήμερα σημαίνει να συγκροτηθούν αιτήματα και αντιστάσεις. Δουλειά προπαγάνδας και ζύμωσης για τις απαραίτητες διεκδηκήσεις της γενιάς μας. Και κινήσεις αντίστασης, κινήματα που να διεκδηκούν. Γιατί όσο ο παράγοντας που λέγεται νεολαία παραμένει ανενεργός δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα από κανένα. Μόνο αν η νεολαία βάλει πολιτική ατζέντα με κριτήριο τις ανάγκες της μπορεί να προχωρήσουν τα πράγματα στη χώρα.

Β. Η μετανάστευση και το δημογραφικό ζήτημα

1. BrainDrain – Το σύγχρονο ρεύμα μετανάστευσης

Από την αρχή της κρίσης πολλά έχουν γραφτεί για το ρεύμα φυγής των νέων στο εξωτερικό. Ελάχιστες κινήσεις έχουν γίνει βέβαια για την ανατροπή αυτής της κατάστασης. Στην καλύτερη περίπτωση η φυγή χιλιάδων συνομιλήκων μας στο εξωτερικό πλαισιώνεται από τους Έλληνες που διαπρέπουν στη Γερμανία, ή που καινοτομούν στην Washington. Όλοι πλέον, από την κυβέρνηση μέχρι την αντιπολίτευση, αναγνωρίζουν την κατάσταση ως πρόβλημα χωρίς αιτία, ως ένα ουδέτερο φαινόμενο. Ωστόσο, η μετανάστευση δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα ενός ευρύτερου προβλήματος που τυραννάει τη χώρα και ως εκ τούτου επηρεάζει τη νεολαία.

Υπολογίζεται ότι από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα περίπου 400.000 Έλληνες έχουν φύγει στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικά, το 54% βρίσκεται στο ηλικιακό φάσμα κάτω των 30. Από τα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι τα 3/4 είναι πτυχιούχοι τουλάχιστον ενός τίτλου σπουδών ενώ το 20% είναι απόφοιτοι Λυκείου. Ένας στους δύο όταν έφυγαν ήταν άνεργοι, ενώ οι περισσότεροι προέρχονται από μεσαία στρώματα. (Έρευνα του LSE)

Σε αντίθεση με το μεταναστευτικό ρεύμα του ’60, που ο κανόνας ήταν να φεύγει κάποιος για να στέλνει εμβάσματα στην οικογένεια στην πατρίδα, σήμερα, η οικογένεια που μένει πίσω συχνά, συχνά σηκώνει το οικονομικό βάρος του να στείλει κάποιον στο εξωτερικό. Με μοχλό πολλές φορές τις μεταπτυχιακές σπουδές, αρκετοί πηγαίνουν για σπουδές σε ξένα πανεπιστήμια, προσδοκώντας επαγγελματική αποκατάσταση και εξέλιξη. Το κυρίαρχο μεταναστευτικό ρεύμα αφορά νέο επιστημονικό δυναμικό που ασφυκτιά στην Ελλάδα της ανεργίας, της ανασφάλειας, των κακών εργασιακών συνθηκών και των χαμηλών μισθών. Μειοψηφικό, αλλά εξίσου υπαρκτό ρεύμα, αφορά κόσμο που έχει φύγει για χειρωνακτικές δουλειές, που όμως δεν ξεφεύγουν από την υπερεκμετάλλευση και τις κακές εργασιακές συνθήκες. Φαίνεται πως ο λόγος που οι νέοι φεύγουν βασίζεται στις υλικές ανάγκες επιβίωσης, παρά σε μια λογική που επικρατούσε το 90s-2000s περί κοσμοπολιτισμού ή μιας αντίληψης της Ελλάδας ως ‘ψωρωκώσταινας’ σε αντίθεση με το εξωτερικό που «όλα λειτουργούν καλύτερα»

2. Τι σημαίνει να φεύγεις

Σε μία περίοδο που όλα είναι ρευστά, το να αποφασίζεις να φύγεις δεν έρχεται χωρίς κόστος, αλλά από ένα – επίπονο συχνά – ζύγισμα των υπέρ και των κατά. Και αυτό γίνεται κατανοητό ακούγοντας ιστορίες από ανθρώπους που έχουν διαλέξει αυτό το δρόμο. Είναι όντως η φυγή η λύση στην κρίση; Είναι οι συνθήκες στο εξωτερικό ειδυλιακές καθιστώντας την ως ολοφάνερη επιλογή; Υπάρχει επιθυμία επιστροφής στη χώρα τους;

Η αφορμή για να φύγεις μπορεί να είναι είτε ένα επόμενο βήμα στις σπουδές το οποίο όμως, έμελλε να είναι και καθοριστικό για το πόσο μακρά θα ήταν η παραμονή στο εξωτερικό, καθότι οι συνθήκες στην Ελλάδα αποτελούσαν – κι εξακολουθούν – τροχοπέδη στο όποιο ενδεχόμενο επιστροφής.

«Για να είμαι ειλικρινής, πέρυσι μετακόμισα στην Αγγλία για να κάνω ένα συγκεκριμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα…Δεν μπορώ να πω ότι μετάνιωσα που έμεινα, καθώς πλέον έχω μια μόνιμη δουλειά την οποία δεν θα μπορούσα να την έχω στην Ελλάδα». Μ. 25, Αγγλία

Για αρκετούς φάνηκε να αποτελεί μονόδρομο, αφού οι εργασιακές συνθήκες στην Ελλάδα δεν εξασφαλίζουν καμία σταθερότητα και ασφάλεια.

«Ποτέ τα λεφτά δε θα ερχόντουσαν στην ώρα τους! Δε μπορείς έτσι να βασιστείς για να στήσεις τη δουλειά σου. Προσωπικά για ένα διάστημα –και το ξέρεις- έκανα τρεις δουλειές , και δεν είχα στο τέλος του μήνα να βάλω βενζίνη στο αυτοκίνητο, ώστε να πάω στη δουλειά μου…Ήταν αναγκαστικότατη ‘επιλογή’». Γ. 25, Ολλανδία

Ένας ακόμη παράγοντας είναι η εμφάνιση κάποιων ελκυστικών ευκαιριών στο εξωτερικό, οι οποίες λείπουν από την Ελλάδα, και άρα εκλείπει το κίνητρο για να γυρίσει κάποιος, καθιστώντας την επιστροφή σχεδόν ουτοπική.

«Το ένα εξάμηνο έγινε τέσσερα χρόνια, απλά γιατί ποτέ δεν κατάφερα να δώσω απάντηση στο τι θα κάνω αν γυρίσω πίσω, ενώ ταυτόχρονα μου παρουσιάστηκαν ευκαιρίες στη Γερμανία για να συνεχίσω. Και κάπως έτσι έμεινα». Ν. 31, Γερμανία

« Το σκέφτομαι και για να είμαι ειλικρινής θέλω πολύ να γυρίσω. Θυμώνω όμως όταν σκέφτομαι την οικονομική εξαθλίωση της Ελλάδας και την αβεβαιότητα που αυτό επιφέρει, ειδικά για τους νέους ανθρώπους.» Μ. 25, Αγγλία

Οι προσδοκίες των νέων ανθρώπων ότι θα μπορέσουν στην Ελλάδα να ζήσουν, να κάνουν όνειρα, να ευτυχίσουν, έχουν αλλοιωθεί. Ακόμη και σε συναισθηματικό επίπεδο, η κατάσταση μας φέρνει σε διπολικές καταστάσεις, καθώς ακόμη και με μια δουλειά κατώτερη των προσόντων σου, μη σχετιζόμενη με τις σπουδές σου, με μη αξιοπρεπείς και ικανοποιητικές αποδοχές, μπορεί να οδηγεί είτε σε τραγική απελπισία, είτε σε μια επίπλαστη ανακούφιση, γιατί συγκριτικά (με την ανεργία) «είσαι καλά!» Η κρίση έχει δημιουργήσει μεγάλη απογοήτευση και αναγκαστικά η χώρα μπαίνει σε μια άδικη σύγκριση και βγαίνει χαμένη.

«Μας τρώει η Ελλάδα.. ». Γ. 25, Ολλανδία

Ωστόσο δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι και έξω δεν είναι όλα ιδανικά.

«Είναι κάπως καλύτερα. Αν δεν έχεις πτυχίο ή γενικότερα δουλειά είσαι, ένα ΤΙΠΟΤΑ. Τα έξοδα είναι πολλά , το ενοίκιο πολύ υψηλό. Πρέπει να δουλεύουν όλα τα μέλη της οικογένειας! Είναι αναγκαίο…..Τώρα συγκριτικά με την Ελλάδα υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά σε σχέση με τους μισθούς. Δηλαδή οι μισθοί ξεκινούν από τα 8,5 ευρώ την ώρα –και φυσικά αν έχεις πτυχίο θα πάρεις παραπάνω. Ακούγεται πολύ, όμως δεν είναι! εδώ ας πούμε πληρώνω εγώ κάθε 3 μήνες ασφάλεια αυτοκινήτου κι όχι κάθε χρόνο, βάλε και το ενοίκιο….» Χ. 24, Γερμανία

«Δουλειές γενικά υπάρχουν αρκετές, αρκετά ελαστικοποιημένες αλλά καλύτερα πληρωμένες και με γενικά καλύτερες συνθήκες εργασίας. Στις κοινωνικές επιστήμες, όμως, τα πράγματα είναι και εδώ δύσκολα. Αν δεν σε ενδιαφέρει να δουλέψεις σε αυτό που σπούδασες, δεν θα μείνεις ποτέ χωρίς να κάνεις κάτι. Για να πεις όμως ότι ζεις αξιοπρεπώς πρέπει συνήθως να κάνεις αρκετά «κάτι», καθώς αυτό που παίζει στις μη μόνιμες δουλειές είναι τα λεγόμενα minijobs, συμβόλαια δηλαδή μέχρι 450 ή 600 ευρώ το μήνα ανάλογα με την κατηγορία, χωρίς ασφάλιση την οποία υποχρεούσαι να πληρώσεις μόνος σου, χωρίς υποχρεώσεις στην εφορία (αν έχεις μόνο ένα τέτοιο συμβόλαιο, από το δεύτερο και πάνω η κατάσταση αλλάζει) και εργασία από 1 έως τρεις φορές τη βδομάδα. Το κατώτατο υποχρεωτικό μεροκάματο είναι 9 ευρώ την ώρα και γενικά είναι χαμηλά τα ποσοστά αδήλωτης εργασίας λόγω των εντατικών ελέγχων και προστίμων που παίζουν. Στη Γερμανία ο εργαζόμενος θα διαπραγματευτεί την δουλειά του, δεν θα δεχθεί να πάρει κάτω από το βασικό, δεν θα δουλέψει πέρα από το ωράριο του και θα απαιτήσει τον ελεύθερο χρόνο του, θα πει άπειρα όχι». Ν. 31, Γερμανία

Ένα κομμάτι που συχνά παραγνωρίζεται, αλλά αποτελεί μεγάλη δυσκολία είναι ο πολιτισμικός παράγοντας και η απόσταση από δικούς σου ανθρώπους.

«Νομίζω ότι όλα είναι μία τεράστια αλλαγή. Πρέπει να συνηθίσεις σε ένα νέο περιβάλλον με διαφορετική κουλτούρα και κανόνες. Δεν είναι όσο εύκολο ακούγεται. Για εμένα η μεγαλύτερη αλλαγή είναι ότι πρέπει να συνηθίσω στο ότι δεν μπορώ να βλέπω τους δικούς μου ανθρώπους όποτε το θελήσω. Είναι ένα πολύ περίεργο συναίσθημα καθώς νιώθεις ότι χάνεται πολύτιμος χρόνος, τον οποίο δεν μπορείς να αναπληρώσεις»Μ. 25, Αγγλία

«(Οι αλλαγές που βίωσα είναι) τεράστιες και σχεδόν σε όλου τους τομείς. Γελούσα όταν μου λέγαν για τον καιρό και δεν πίστευα ότι μπορεί να είναι πραγματικά πρόβλημα. Αλλά είναι. Βιώνεις μοναξιά και ψυχολογική πίεση που πριν να φύγεις δεν την φαντάζεσαι. Βιώνεις άλλου είδους απογοητεύσεις, ιδιαίτερα αυτοί που έρχονται με τεράστια όνειρα και βλέπουν τις δυσκολίες. Και βιώνεις και τα προβλήματα μιας κοινωνίας απλά δεν τα ξέρεις». Ν. 31, Γερμανία

Για την καταγωγή σου, συνήθως δε θα πέσεις θύμα ρατσισμού αλλά θα δωθεί έμφαση στο ότι είσαι από την Ελλάδα.

«Μερικές φορές αισθάνεσαι και ελαφρά περίεργα όταν είσαι Έλληνας στη Γερμανία. Με το που λες ότι είσαι από την Ελλάδα γίνεται σχεδόν πάντα το κεντρικό θέμα. Παίζουν πάντα οι κλασσικές ερωτήσεις: ήλιος, καιρός, φαγητό, πολιτική, κρίση, ιστορικό παρελθόν αλλά όλα δοσμένα από μια οπτική που σε ξενίζει, ελαφρά καρικατούρας». Ν. 31, Γερμανία

Η μετανάστευση δεν αντιμετωπίζεται ως πανάκεια λύση αλλά ως μια διέξοδος στο βασικό βιοποριστικό ζήτημα. Είναι απλά ένα σύμπτωμα της εκτενέστερης διάλυσης, σίγουρα όχι μια συνολική απάντηση. Δεν είναι εύκολο όμως να βρεθεί μια απάντηση στο ποια είναι η λύση – γιατί η λύση είναι πολιτική, σε μια στιγμή που η πολιτική έχει μπει στο περιθώριο για τους νέους ανθρώπους. Αν κοιτάξουμε γύρω μας το βλέπουμε. Αν είναι δύσκολη η πολιτικοποίηση για όσους είμαστε εδώ, πόσο δύσκολο είναι να παίξουμε κάποιο ρόλο στην αλλαγή της κατάστασης όντας έξω;

«Μου λείπει η πολιτική δραστηριοποίηση, που είναι ένα πολύ δύσκολο σημείο ένταξης για μένα, η δυνατότητα να συζητάω πολιτικά με τον κόσμο. Στη Γερμανία η πολιτική συζήτηση είναι σχεδόν ταμπού, απουσιάζει από την νεολαία». Ν. 31, Γερμανία

3. Ο δούρειος ίππος της ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπινου δυναμικού στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ματιά μας μπορεί πολλές φορές να εγκλωβίζεται εντός συνόρων, αλλά το πρόβλημα δεν είναι εγχώριο. Τα στοιχεία αποδεικνύουν μια μαζική μετακίνηση ανθρώπων που εντός της Ε.Ε. είναι περίπου δύο φορές ο πληθυσμός της Ελλάδας.

Την 1η Ιανουαρίου 2016, τα άτομα που ζούσαν στην ΕΕ-28 και είχαν την ιθαγένεια τρίτων χωρών ανέρχονταν σε 20,7 εκατομμύρια, ενώ ο αριθμός των ατόμων που ζούσαν στην ΕΕ-28 και είχαν γεννηθεί εκτός της ΕΕ ανερχόταν σε 35,1 εκατομμύρια.(Πηγή: Eurostat, Μάρτιος 2017)

Ακόμα και από την κατανομή των μεταναστευτικών ροών, αποδεικνύεται ότι το πρόβλημα δεν είναι ούτε ουδέτερο, ούτε ενιαίο. Υπάρχει σαφής εισρροή ανθρώπινου δυναμικού στις ισχυρές χώρες της ΕΕ. Υπάρχει δηλαδή μια διπλή ροή, από έξω προς τα μέσα, και από την περιφέρεια προς το κέντρο.

Σε απόλυτους όρους, οι μεγαλύτεροι αριθμοί αλλοδαπών που ζούσαν, την 1η Ιανουαρίου 2016, σε κράτος μέλος της ΕΕ καταγράφηκαν στη Γερμανία (8,7 εκατομμύρια), στο Ηνωμένο Βασίλειο (5,6 εκατομμύρια), στην Ιταλία (5,0 εκατομμύρια), στην Ισπανία (4,4 εκατομμύρια) και στη Γαλλία (4,4 εκατομμύρια). Οι αλλοδαποί σε αυτά τα πέντε κράτη μέλη αντιπροσώπευαν συνολικά το 76 % του συνολικού αριθμού αλλοδαπών που ζούσαν σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, ενώ στα ίδια αυτά κράτη μέλη αναλογούσε το 63 % του πληθυσμού της ΕΕ-28.

Χώρες που «εισάγουν ιμπεριαλισμό», όπως η Ελλάδα, εξάγουν ανθρώπινο δυναμικό και ισχυρές χώρες που «εξάγουν ιμπεριαλισμό», εισάγουν αθρώπινο επιστημονικό ή εργατικό δυναμικό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την 01.01.2016 πάνω από 300.000 Έλληνες βρίσκονται στη Γερμανία, ενώ αμέσως επόμενο στη λίστα είναι το Ηνωμένο Βασίλειο το οποίο φιλοξενεί περίπου 55.000.

Και αν η ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπινου δυναμικού είναι μία εκ των τριών μεγάλων ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το παραμύθι τελειώνει όταν τα πράγματα απειλούν τη κερδοφορία των ισχυρών ή οι τελευταίοι δεν μπορούν να απορροφήσουν άλλο μεταναστευτικές ροές. Γι΄αυτό οι χώρες της Ε.Ε. περισσότερο ανησυχούν να οχυρωθούν κόντρα στο «εξωτερικό» μεταναστευτικό ρεύμα, ενώ τα κροκοδείλια δάκρυα για τον πόλεμο στη Συρία περισσεύουν.

Για να το πούμε απλά: Υπάρχουν αρκετές διαφοροποιήσεις σε όλο αυτό που λέμε μεταναστευτικό ρεύμα. Όλες όμως υπακούουν στους νόμους του ιμπεριαλισμού και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Από το εργάτη που ψάχνει δουλειά στις βιομηχανίες της Γερμανίας, τον μεταπτυχιακό φοιτητή στο σίτι του Λονδίνου και τον οικογενειάρχη από την πόλη Χολμς, αυτό που λέγεται «ελευθερία στην μετακίνηση ανθρώπινων ροών» δεν είναι παρά ένα εγκληματικό ιδεολόγημα, που εφαρμόζεται αλά καρτ.

4. Η δημογραφική βόμβα της Ε.Ε.

Από τα πρώτα θύματα της κρίσης, ήταν η Λετονία, το άλλοτε παράδειγμα του καπιταλισμού στις χώρες τις Βαλτικής. Η προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η δημοσιονομική προσαρμογή άφησε μια χώρα λεηλατημένη. Συρρίκνωση του ΑΕΠ πάνω από 11%, ανεργία στο 22%. Το πιο τρομερό αποτέλεσμα όμως αφορά τη μαζική φυγή περίπου του 20% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Η Λετονία το 1990 είχε πληθυσμό 2,7 εκ κατοίκους. Σήμερα, ο πληθυσμός της Λετονίας δεν φτάνει τα 2 εκ. κατοίκους, πράγμα που σημαίνει ότι έχει λιγότερους κατοίκους από ότι το 1960!

Η τύχη δεν είναι διαφορετική για τις άλλες χώρες της Βαλτικής. Σε 25 χρόνια η Λιθουανία έχει «χάσει» το 25% του πληθυσμού της, ενώ η Εσθονία το 15%. Και αν τα νούμερα φαίνονται μικρά ας αναλογιστεί κανείς ότι ο πληθυσμός της Λιθουανίας μειώθηκε από τα 3,7. εκ σε 2,8 εκ. μέσα σε μια 25ετία.

Το 2050, το αποτέλεσμα της διαχείρησης της κρίσης θα είναι η Ρουμανία να χάσειτο 22% του πληθυσμού της, η Μολδαβία το 20%, η Λετονία το 19%, η Λιθουανία το 17%, η Κροατία το 16% και η Ουγγαρία επίσης το 16%. Ο πληθυσμός της Πολωνίας εκτιμάται πως θα μειωθεί  στα 32 εκ. από 38 εκ. σήμερα, ενώ της Βουλγαρίας στα 5,15 εκ. από 7,15 εκ. σήμερα – μία τρομακτική πτώση μέσα σε 30 έτη, σε ποσοστό 27,9% (πηγή: UNReport,WorldPopulationageing 1950-2050).

Αν αναρωτιέστε τι σας θυμίζει, είναι επειδή μια παρόμοι κατάσταση αρχίζει να διαμορφώνεται και στην Ελλάδα. Διαβάζουμε από την έρευνα του ιστότοπου «Διανέοσις» για το σύγχρονο δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας:

Η χώρα είναι ήδη σε πτωτική τάση, δηλαδή ετησίως υπάρχουν λιγότερες γέννες από θανάτους, ενώ για το 2050, το αισιόδοξο σενάριο προβλέπει συνολικό πληθυσμό 10 εκατομμυρίων, ενώ οι πιο απαισιόδοξες μετρήσεις αναφέρονται σε 8,3 εκατομμύρια.

Η διάμεση ηλικία (δηλαδή η ηλικία εκατέρωθεν της οποίας ισομοιράζεται ηλικιακά ο πληθυσμός) από 26 χρονών το 1951 και 44 χρονών που είναι σήμερα, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 5 με 8 χρόνια.

Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός από 7 εκατομμύρια θα μειωθεί στα 4,8 με 5,5 εκατομμύρια.

Ο δείκτης γήρανσης (που είναι το κλάσμα που στον αριθμητή του έχει τον πληθυσμό άνω των 65 ετών και στον παρονομαστή του τον πληθυσμό κάτω των 14 ετών και δείχνει την ταχύτητα γήρανσης μιας χώρας) από 1,44 θα αυξηθεί σε 2,73.

Οι δύο βασικές αιτίες του νέου δημογραφικού ζητήματος είναι από τη μια ότι όλο και περισσότεροι φεύγουν στο εξωτερικό και από την άλλη όσοι μένουν στη χώρα δεν μπορούν να στήσουν οικογένεια και να κάνουν παιδιά… Γιατί οταν είσαι «περίπου» άνθρωπος, δηλαδή είσαι και δεν είσαι εργαζόμενος, είσαι και δεν είσαι πολίτης μιας χώρας, είναι δύσκολο να κάνεις μακροπρόθεσμα σχέδια και να πάρεις μεγάλες αποφάσεις όπως η δημιουργία οικογένειας. Εξάλλου, το να κάνεις παιδιά σήμερα φέρει μεγάλα οικονομικά έξοδα, όταν το κοινωνικό κράτος καταστρέφεται, αλλά φέρει και ευθύνες για την ανατροφή τους σε ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον, μια ευκαιρία που μας έχουν κλέψει.

Αυτό αφορά τις περισσότερες αδύναμες χώρες της Ε.Ε., αφορά και την Ελλάδα, αλλά και τον καθένα μας ξεχωριστά. Ας σκεφτούμε απλά ότι μέχρι σήμερα κάπως την βγάζουμε με τη βοήθεια των γονιών και τη σύνταξη της γιαγιάς. Τι θα γίνει σε 20 χρόνια, όταν η γενιά μας θα είναι 40ρηδες; Τα αποτελέσματα της κρίσης και των μνημονίων μπορεί ήδη να φαίνονται στους μισθούς και στα εργασιακά αλλά τα πραγματικά αποτελέσματα θα αφορούν ακόμα χειρότερα πράγματα όταν η γενιά μας δεν θα είναι «προστατευόμενο μέλος» κάποιας οικογένειας, αλλά θα πρέπει να είμαστε εμείς ο «κορμός» της κοινωνίας.

Και ας σκεφτούμε, έστω όσο μπορούμε, τι θα σημαίνει αυτό για όλη τη χώρα. Τι θα σημαίνει για τα ασφαλιστικά ταμεία. Αν, σήμερα κιόλας είναι κατεστραμμένα, με τη μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού τι θα συμβεί. Ή τι θα γίνει με την παραγωγή και το ΑΕΠ. Ή τις κοινωνικές παροχές. Ήδη σε άλλες χώρες π.χ. Λετονία που προαναφέραμε, η μείωση του ενεργού οικονομικά πληθυσμού χρησιμοποιήθηκε αφενός ως μέσο για την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και ταυτόχρονα οδήγησε σε επιβάρυνση της νέας γενιάς η οποία καλείται να σηκώνει το βάρος των ασφαλιστικών ταμείων, με την αναλογία να έχει διαμορφωθεί ως 1 εργαζόμενος προς 4 συνταξιούχους.

Την ίδια στιγμή, η γήρανση του συνολικού πληθυσμού συνεπάγεται την αύξηση των προβλημάτων υγείας, που επιφέρει φυσιολογικά η ηλικία. Βέβαια, σήμερα προστίθεται ως παραγόντας η οικονομική κρίση η οποία δημιουργεί πολλαπλά προβλήματα υγείας φυσικής και ψυχικής στον κόσμο που πλήττεται, οδηγώντας σε μια συνολική χειροτέρευση της εγχώριας υγείας, με αύξηση του στρες, της κατάθλιψης, των καρδιοπαθειών και της αρτηριακής υπέρτασης. Το να είσαι άρρωστος στην Ελλάδα της κρίσης, δε συμφέρει: το σύστημα υγείας προχωρά σε μια κατεύθυνση ιδιωτικοποίησης, ρίχνοντας το βάρος στον κόσμο, ο οποίος δεν έχει τους πόρους να πληρώνει για να εξασφαλίσει τη θεραπεία ή την πρόληψη.

5. Το κοινωνικό πρόβλημα της νεολαίας είναι πολιτικό ζήτημα της χώρας

Πολλές φορές μπορεί να μιλάμε για την μνημονιακή κανονικότητα. Αυτή η κανονικότητα δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και χειρότερα. Και αυτά θα έρθουν ακόμα και κανένα νέο μέτρο να μην ψηφιστεί στη βουλή. Τα μνημόνια των τελευταίων 7 ετών αρκούν. Έχουν βάλει τα θεμέλια και η νέα κατάσταση θα χτίζεται μέρα την ημέρα.

Για να λυθεί το πρόβλημα της νεολαίας, πρέπει να λυθεί το πρόβλημα της χώρας. Το πρόβλημά μας είναι πρόβλημα όλης της χώρας. Το ατομικό πρόβλημα του καθενός είναι πολιτικότατο πρόβλημα όλων μας. Γιατί λίγοι, ελάχιστοι, θα μείνουν ανεπηρέαστοι από την κατάσταστη που έχει δημιουργηθεί. Ακόμα και αν κάποιος γλυτώσει, θα θέλει να ζήσει σε αυτή τη χώρα;

Γι’ αυτό έχει σημασία μια νέα επαφή της γενιάς μας με την πολιτική. Όσο και αν το βασικό κλίμα είναι ότι όλο και λιγότεροι ασχολούνται με την πολιτική, ή όσοι ασχολούνται θεωρούνται γραφικοί. Όσο και αν η αποπολιτικοποίηση, ή ο ατομικός δρόμος είναι το κυρίαρχο ρεύμα στις σκέψεις μας. Άλλο τόσο, η ίδια η ζωή αποδεικνύει ότι όσο η γενιά μας μένει έξω από την πολιτική, τόσο η πολιτική θα είναι πιο ξένη και εχθρική προς τη γενιά μας.

Τα πράγματα αλλάζουνε με κινήματα. Τα κινήματα τροποποιούν συνειδήσεις, ορίζουν στρατόπεδα και ιδεολογίες. Μπορούν να βάλουν ατζέντα και να τροποποιήσουν τον πολιτικό και ιδεολογικό συσχετισμό δύναμης. Γι’ αυτό οφείλουμε να βάλουμε τον εαυτό μας στην υπηρεσία της οικοδόμησης αντιστάσεων ενάντια στη λογική του ΤΙΝΑ και να συμβάλλουμε να συγκροτηθεί ένα ρεύμα αμφισβήτησης και ένα πολιτικό κίνημα νεολαίας ενάντια στη νέα μνημονιακή εμπέδωση!

Να τολμάμε να αγωνιζόμαστε – να τολμάμε να νικάμε!

Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι – Είναι δύναμη να οργανώνεσαι!

Σκέψεις και συμπεράσματα με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου

Ανακοίνωση της ΕΛΜΕ Πειραιά.

“Ο δάσκαλος δεν είναι μόνο γράμματα, είναι περισσότερο απ’ όλα ο ίδιος παράδειγμα αγωνιστικό και αποφασιστικό με τη δράση του, με το βίο και την πολιτεία του για τους μαθητές του”.

Είναι αλήθεια πως στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου γιορτάζουμε παραδόξως την αρχή και όχι το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Όμως, είτε κοιτάζει κανείς την αρχή είτε το τέλος της τετράχρονης δοκιμασίας στην οποία μπήκε τότε ο λαός και η πατρίδα μας, ένα δεν μπορεί να παραβλέψει, ότι ο λαός αναδείχτηκε σε πρωταγωνιστή των γεγονότων. Έβαλε φαρδιά την υπογραφή του και καθόρισε τις εξελίξεις. Την ίδια ώρα που ο άνθρωπος του μόχθου μάτωνε στο μέτωπο κόντρα στον ιταλικό φασισμό και πετύχαινε τη μια νίκη μετά την άλλη, κάποιοι έλεγαν «θα πάμε να ρίξουμε μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων» και προετοίμαζαν τη συνθηκολόγηση (δηλώσεις του τότε αρχηγού του ΓΕΣ Αλ. Παπάγου). Ο ελληνικός λαός ήταν για άλλη μια φορά κι εκείνος που σήκωσε το βάρος της αντίστασης ενάντια στον κατακτητή, ένας περήφανος λαός που στην πλειοψηφία του δε συνεργάστηκε με τον κατακτητή ούτε το έβαλε στα πόδια την κρίσιμη στιγμή, όπως έκανε η πλειοψηφία της άρχουσας τάξης και το πολιτικό της προσωπικό. Έμεινε εκεί, πληρώνοντας βαρύ τίμημα, είναι αλήθεια, για να υπερασπιστεί «τις καλύβες και τα πεζούλια του».Στις 21/4/1941 ο επικεφαλής στρατηγός Γ. Τσολάκογλου με τις ευλογίες του μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα υπέγραψε συνθηκολόγηση άνευ όρων με τους Γερμανούς, οι οποίοι τον διόρισαν πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό. Την άλλη μέρα της συνθηκολόγησης ο Βασιλιάς και η κυβέρνησή του με πρωθυπουργό τον Εμμ. Τσουδερό έφυγαν για την Κρήτη και στη συνέχεια στην Αίγυπτο, με γεμάτες τις αποσκευές τους με χρήμα και χρυσό. Τις πρώτες εκείνες ημέρες, που ο λαός της Αθήνας υποδεχόταν τους κατακτητές με κλειστές τις πόρτες και τα παράθυρα, οι πράξεις των ανώτερων τιτλούχων του καθεστώτος της Αθήνας συναγωνίζονται η μια την άλλη σε ξεδιαντροπιά. Μία όμως ξεχωρίζει, ως η πλέον ατιμωτική: η παράδοση των πολιτικών κρατουμένων της μεταξικής δικτατορίας (στην πλειονότητά τους κομμουνιστών, που ζήτησαν να πάνε στο μέτωπο να πολεμήσουν) στα γερμανικά στρατεύματα! Συνεπώς, αυτό που σήμερα σκόπιμα αναπαράγει η σημερινή κυβέρνηση μέσα και από τις εκδηλώσεις για την Απελευθέρωση της Αθήνας (“Αθήνα-Ελεύθερη Πόλη”), δηλαδή ότι “όλοι ήταν ενωμένοι ενάντια στον κατακτητή”, ούτε υπήρξε ούτε μπορούσε να υπάρξει σε μια κοινωνία ταξική. Άλλωστε, τι σχέση μπορεί να έχει ο λαός που πέθαινε από την πείνα με τους μαυραγορίτες που πλούτισαν μέσα στην Κατοχή; Με αυτούς που έφυγαν για το Κάιρο μαζί με το χρυσό της Ελλάδας; Με αυτούς που αρνήθηκαν να πολεμήσουν τον κατακτητή και παρέμειναν ουδέτεροι προσβλέποντας σε έναν αναβαθμισμένο ρόλο για την επόμενη μέρα;

Το φοβερό Χειμώνα του 1941-42 απειλητικό απλώνεται το φάσμα της πείνας, πάνω από τη χώρα, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις. Μονόδρομος για το λαό η οργάνωση της αντίστασής του. Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 ιδρύεται το ΕΑΜ, μετά από πρωτοβουλία του ΚΚΕ, που υπήρξε οργανωτής και αιμοδότης της Αντίστασηςκαι την συμμετοχή του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΚΕ), του κόμματος της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ). Ταυτόχρονα διάφορες μικρότερες αντιστασιακές οργανώσεις δρουν σε μεμονωμένες περιοχές. Στην συνέχεια, το ένοπλο τμήμα του EAM, ο ΕΛΑΣ, καθώς και η οργάνωση της νεολαίας, η ΕΠΟΝ απελευθέρωσαν τη μισή Ελλάδα πολύ πριν φύγουν οι Γερμανοί. Στις ελεύθερες περιοχές (περίπου η μισή Ελλάδα είχε απελευθερωθεί έως το φθινόπωρο του ’44) λειτούργησαν σχολεία, με θέατρα και πολιτισμό, που πρώτη φορά έβλεπαν οι κάτοικοί τους. Οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου για πρώτη φορά. Με το τουφέκι τους στον ώμο, οργάνωναν την κοινωνία των αναγκών και των ονείρων τους, τη «λαοκρατία», όπως τη λέγανε. Ακόμα και τη στιγμή που οι Γερμανοί αποχωρούσαν από την Αθήνα, ο λαός συνέχιζε να δίνει τις μάχες του για να μην καταστραφούν οι υποδομές της πόλης (χαρακτηριστική η μάχη της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι αλλά και η μάχη στο εργοστάσιο της Κοπής την προηγούμενη μέρα). Την ίδια ώρα, όσοι απείχαν από τον αγώνα δεν έμεναν άπραγοι. Εξύφαιναν σχέδια για το νέο αλυσοδέσιμο του λαού. Όπως χαρακτηριστικά το περιγράφει και οι ποιητής Σεφέρης, μέλος της τότε «αυτοεξόριστης» κυβέρνησης του Καΐρου…

«μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι»

Δίπλα στον αγωνιζόμενο λαό στάθηκαν αρκετοί εκπαιδευτικοί. Τα σχολεία, την περίοδο της κατοχής δέχτηκαν βαρύ πλήγμα (άλλα καταστράφηκαν και άλλα επιτάχθηκαν). Ο εκπαιδευτικός κόσμος έδωσε έναν τιτάνιο αγώνα για να κρατήσει όρθιο το αγαθό της Εκπαίδευσης. Από τα πρώτα μελήματα των εκπαιδευτικών ήταν να υπάρχει συσσίτιο στα σχολεία για να ξεφύγουν οι μαθητές από την απειλή της πείνας. Πολλοί από αυτούς βοήθησαν στην κατάρτιση και την εφαρμογή του προγράμματος Παιδείας που εφαρμόστηκε στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Οι εκπαιδευτικοί μόχθησαν για να οργανωθούν από την αρχή σχολεία και να λειτουργήσουν τα παιδαγωγικά φροντιστήρια. Φυσικά, η παρουσία τους δεν έλλειψε ούτε από το ανέβασμα της πολιτιστικής κίνησης της υποβαθμισμένης υπαίθρου. Οι εκπαιδευτικοί ήταν πάντα δίπλα στο λαό ήταν σε όλες μαζικές διαδηλώσεις, αλλά και στον αγώνα που εκείνος έδωσε με το όπλο στο χέρι για την απελευθέρωση της πατρίδας. Αρκετοί εκπαιδευτικοί έγιναν στελέχη του ΕΛΑΣ και πολλοί από αυτούς πρόσθεσαν το όνομά τους στο μακρύ κατάλογο των θυμάτων του ναζισμού. Πάνω από 200 υπολογίζεται πως ήταν οι δάσκαλοι που εκτελέστηκαν. Λαμπρά παραδείγματα του αγώνα του εκπαιδευτικού κόσμου, η Ρόζα Ιμβριώτη και ο Δημήτρης Γληνός.

Ούτε όμως οι μαθητές έλειψαν από τη μάχη του λαού κόντρα στον κατακτητή. Ύψωσαν το μπόι τους τόσο, ώστε να φτάνει σε λεβεντιά το μπόι των μεγάλων. Η περιοχή του Πειραιά είναι ποτισμένη από το αίμα νεαρών ΕΠΟΝιτών που πρόσφεραν τα νιάτα του θυσία στο δίκιο του αγώνα. Συγκινητικό παράδειγμα η Άννα Παυλάκου-Θωμάκου, η ΕΠΟΝίτισσα από το Κερατσίνι, που βασανίστηκε στη Μέρλιν, πυροβολήθηκε από πράκτορα των Γερμανών και μισοπεθαμένη μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, όπου εκτελέστηκε για δεύτερη φορά. Πολλοί ήταν και οι ΕΠΟΝίτες που κόσμησαν με τη θυσία του τη μάντρα της Κοκκινιάς.

Σήμερα, μαθητές και εκπαιδευτικοί, τιμάμε τον αγώνα του λαού μας παλεύοντας για τα δικαιώματά μας στη δουλειά, στη μόρφωση, στην Υγεία, στον ελεύθερο χρόνο.

Τιμάμε ακόμα τις θυσίες του λαού μας, παλεύοντας για ν’ αναδείξουμε την ιστορική αλήθεια, κόντρα στην παραχάραξη της ιστορίας που επιχειρείται και στο χώρο της εκπαίδευσης. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της προσπάθειας εξίσωσης του κομμουνισμού με το φασισμό-ναζισμό που επιχειρείται μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια, της αθώωσης του μεγάλου κεφαλαίου που υποστήριξε την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού στην Ευρώπη, της αθώωσης των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων που άνοιξαν το δρόμο για την άνοδο του φασισμού και της υποβάθμισης του κεφαλαίου της Εθνικής Αντίστασης. Για του λόγου το αληθές:

«σε μια εποχή που είχαν διατυπωθεί δύο διαφορετικές προτάσεις, εμπνευσμένες από τα αυταρχικά καθεστώτα που είχαν μόλις επικρατήσει στη Σοβιετική Ένωση και την Ιταλία»

«Η άσκηση βίας κατά των αντιφρονούντων από ένστολους οπαδούς του (ναζιστικού) κόμματος έγινε με την συγκατάβαση αρχικά μετριοπαθών πολιτικών σχηματισμών στο όνομα της κοινής αντίθεσης στον κομμουνισμό»

Βιβλίο Ιστορίας Γενικής Παιδείας Γ΄ Λυκείου

Για πολλά χρόνια μπορεί και εμείς οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να αντιμετωπίσαμε με ρουτίνα ή διάθεση «να μην ξύνουμε πληγές» τη συγκεκριμένη επέτειο.

Μα τώρα πλέον η επιχείρηση παραχάραξης της Ιστορίας μέσα από βομβαριδσμό προπαγάνδας σε εφημερίδες, εκπομπές, συνέδρια ταυτίζει ναζισμό με τον κομμουνισμό, με στόχο να αμβλύνει την αντίθεση στο ναζισμό. Δυσφημεί την τότε αντίσταση στον κατακτητή ως έργο βίαιων και απολίτιστων και ίσως υπερβολική και αχρείαστη που τροφοδότησε τη βία του κατακτητή (Βιάνος, Δίστομο, Καισαριανή, Μπλόκο Κοκκινιάς κ.α.), για να καλλιεργήσει το πνεύμα της υποταγής και όχι της αντίστασης.

Μα τώρα που ο φασισμός σηκώνει πάλι κεφάλι στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, δε μπορούμε πλέον να μην μπαίνουμε στην πρώτη γραμμή της υπεράσπισης της ιστορικής αλήθειας, μέσα κι έξω από τις τάξεις.

Όπως είπε και η μεγάλη παιδαγωγός, Ρόζα Ιμβριώτη,

«Η αποστολή του Δασκάλου είναι να φτιάξει ανθρώπους, μα για να φτιάξουμε ανθρώπους, πρέπει πρώτα εμείς να γίνουμε άνθρωποι. Δεν μπορούμε να μείνουμε έξω από τους αγώνες του λαού, να μην κάνουμε δήθεν πολιτική. Γιατί τότε κάνουμε πολιτική αντίθετη από τα συμφέροντα του λαού. Εμείς θα φτιάσουμε ανθρώπους συνειδητούς και ελεύθερους. Χρέος μας είναι να σταθούμε πλάι στο λαό μας και στην ανάγκη να τον οδηγήσουμε».

Του Δημήτρη Μητρόπουλου.

Ο Σερ Κεν Ρόμπινσον έχει γίνει γνωστός από τις παρεμβάσεις του στο TED (διεθνής οργάνωση και πλατφόρμα διάδοσης ιδεών) με τρεις ομιλίες το 2006, το 2010, το 2013, με τους εντυπωσιακούς τίτλους «τα σχολεία σκοτώνουν την δημιουργικότητα», «φέρτε την επανάσταση στην εκπαίδευση» και «πως να δραπετεύσουμε από την κοιλάδα του θανάτου της εκπαίδευσης». Τις ομιλίες του τις έχουν παρακολουθήσει, μέσω αυτών των πλατφόρμων, εκατοντάδες εκατομμύρια άτομα και είναι επίσης εντυπωσιακή ο ομοθυμία γύρω από τους ισχυρισμούς του κ. Ρόμπινσον. Μέχρι και ο ΓΑΠ έχει δηλώσει εντυπωσιασμένος από τις καινοτόμες απόψεις του (Βήμα, 20/01/2011)!

Και πράγματι πως να διαφωνήσει κανείς με τις τρεις γενικές παραδοχές του; Πρώτον, ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα θα πρέπει να προωθούν τη πολυμορφία προσφέροντας ένα ευρύ πρόγραμμα σπουδών και να ενθαρρύνουν την εξατομικευμένη μαθησιακή διαδικασία, δεύτερον, ότι θα πρέπει να προωθούν την περιέργεια μέσω της δημιουργικής διδασκαλίας και ότι θα πρέπει να επικεντρωθούν στην αφύπνιση της δημιουργικότητας μέσω εναλλακτικών διδακτικών διαδικασιών που έχουν λιγότερη έμφαση στην τυποποίηση των εξετάσεων.

Οι διαπιστώσεις αυτές είναι τόσο κοινότυπες και γενικής αποδοχής που μέχρι και τα κείμενα οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ, καθώς και εκπαιδευτικά νομοσχέδια όλων των κυβερνήσεων, τα εμπεριέχουν. Πολυμορφία, δημιουργικότητα, ανάπτυξη περιέργειας, αντίθεση σε μια στείρα τυποποίηση. Όμως τα ίδια νομοσχέδια που εμπεριέχουν αυτές τις ευχές, αναπαράγουν διαρκώς την τυποποίηση, διευρύνουν τις εξετάσεις, οξύνουν το πρόβλημα του σύγχρονου λειτουργικού αναλφαβητισμού, ενισχύουν την κρίση και τα αδιέξοδα των εκπαιδευτικών συστημάτων. Διεθνώς και όχι μόνο στην Ελλάδα, παρ’ όλες τις διαφορές. Οι απανωτές μεταρρυθμίσεις προσπαθούν να απαντήσουν στην κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος και όλο και σκάβουν πιο βαθύ το λάκκο του. Σήμερα εκατομμύρια μαθητές τελειώνουν το σχολείο και δεν γνωρίζουν καλά τη γλώσσα τους, δεν μπορούν να διαβάσουν, να αναλύσουν και να εξηγήσουν ένα κείμενο εφημερίδας και κυρίως βαριούνται αφόρητα το σχολείο και απαξιώνουν την ίδια τη γνώση. Τα φαινόμενα αυτά ισχύουν και για το Βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα, του οποίου σύμβουλος ήταν ο συγκεκριμένος συγγραφέας επί πρωθυπουργίας Τόνι Μπλερ ως το 2003. Και άρα συνυπεύθυνος για τα προβλήματα του.

Ο Κεν Ρόμπινσον επιχειρεί να ανιχνεύσει τα αίτια αυτής της κρίσης. Σε μια άλλη ομιλία του με τίτλο «αλλαγή των εκπαιδευτικών προτύπων» παρουσιάζει μια αφήγηση, που απέχει πολύ όμως από το να είναι ανάλυση, αναπαράγοντας τα λάθη των κυβερνήσεων και των οργανισμών που ενώ ξορκίζουν την κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος, την οξύνουν.

Η βασική παραδοχή αφορά ότι το εκπαιδευτικό σύστημα γεννήθηκε με τη σημερινή του μορφή, για τις ανάγκες μια διαφορετικής εποχής με κυρίαρχα χαρακτηριστικά την γέννηση της βιομηχανίας και την πολιτισμική διανόηση του διαφωτισμού και την αναφορά των κοινωνιών στη δύναμη του ορθού λόγου και της γνώσης.

Και αυτή την παραδοχή την ντύνει κυριολεκτικά αραδιάζοντας μια σειρά σχετικών και άσχετων ζητημάτων, σωστών ή λαθεμένων. Αναφέρει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα έχει δομή αντίστοιχη με της βιομηχανίας, επειδή χωρίζουμε τα παιδιά ανά ηλικία (;;;), χωρίς όμως να αναφέρει μια μελέτη ή θεωρία που να αναφέρει το αντίθετο, κάνει μια εκτεταμένη και σωστή κριτική στην τυποποίηση μέσω των εξετάσεων, μετά κάνει ένα αυθαίρετο ορισμό της δημιουργικότητας («ορίζω δημιουργικότητα να παράγεις ιδέες που έχουν αξία» ΣΣ: τι αξία; και για ποιον;) και εμφανίζει και έναν ορισμό της «αποκλίνουσας σκέψης», σαν κάτι διαφορετικό, όταν τελικά το ταυτίζει με αυτό που αναφέρουν όλα τα παιδαγωγικά εγχειρίδια σαν αναλυτική ή κριτική σκέψη. Στο τέλος μιλάει και για ένα τεστ αμφιβόλου επιστημονικότητας (ποια μέθοδος; με ποια ερωτήματα;) στο οποίο θεμελιώνει τη θεωρία του ότι το σχολείο σκοτώνει την δημιουργικότητα με «πειστικό τρόπο», αφού μιλάνε τα αδιαμφισβήτητα ποσοστά που αναφέρει, χωρίς καν να αναφέρει ποια ήταν τα ερωτήματα του τεστ!

Την «ανάλυση» αυτή μέσω του youtube και του TED την έχουν δει εκατομμύρια άνθρωποι. Και όσο και να περιέχει αστήρικτους ισχυρισμούς, έχει μεγαλύτερη δύναμη και «εγγυρότητα» από χιλιάδες αναλύσεις και παιδαγωγικές μελέτες που έχουν διδαχθεί μερικές εκατοντάδες φοιτητές παιδαγωγικής. Και τελικά αποκρύβει τα βασικά αίτια της κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος.

Είναι αυτή η ιντερνετική δύναμη του βομβαρδισμού πληροφορίας που υποκαθιστά την μελέτη των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων, την επιστήμη και την γνώση. Είναι αυτό το μοντέλο που υπερασπίζεται ο κ. Ρόμπινσον ότι αναπτύσσει την «αποκλίνουσα σκέψη», που δε ξέρουμε όμως αν ενδιαφέρει ότι με αυτό τον τρόπο γίνεται μη- σκέψη…

Κρίση-εκπαίδευση-μεταμοντέρνο

Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μια στασιμότητα, σε μια κρίση αναπαραγωγής του εδώ και δεκαετίες. Απέναντι σε αυτήν την κρίση ένα φάρμακο που χορηγήθηκε αφειδώς ήταν ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση. Ένα άλλο ήταν η διαρκής αναζήτηση της καινοτομίας και των τεχνολογικών τομών.

Από τη δεκαετία του 70, με κορύφωση τη δεκαετία του 90, αναλυτές και διεθνείς οργανισμοί προσπαθούν να μας πείσουν ότι το μυστικό της ανάπτυξης της οικονομίας βρίσκεται μέσα στην εκπαίδευση. Είμαστε στην εποχή, όπως λαθεμένα υπονοεί και ο κ. Ρόμπινσον, των «κοινωνιών της γνώσης» ή αλλιώς στην μεταβιομηχανική κοινωνία. Έχουμε ξεπεράσει τις βιομηχανικές κοινωνίες και άρα το εκπαιδευτικό μοντέλο των βιομηχανικών κοινωνιών πρέπει να μεταρρυθμιστεί και να αντιστοιχηθεί στη νέα εποχή. Δεκάδες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις σε όλες τις χώρες, αναλύσεις επί αναλύσεων κι όμως, το εκπαιδευτικό σύστημα παρεμένει ο μεγάλος ασθενής. Για την ακρίβεια με κάθε του μεταρρύθμιση αρρωσταίνει πιο πολύ.

Τη τελευταία δεκαετία η συζήτηση γύρω από τις κοινωνίες της γνώσης ξεθωριάζει. Είναι η εποχή που τα κινέζικα μεροκάματα στη βιομηχανία τραβούν την προσοχή σε σχέση με τη «νέα οικονομία», που πόνταρε πολλά στις νέες τεχνολογίες. Όπως έδειξε και το τελευταίο επεισόδιο της κρίσης, οι καινοτομίες και η “νέα οικονομία” με την επιστημονικοτεχνική επανάσταση, τελικά, δεν λύνουν το πρόβλημα της αναπαραγωγής και συσσώρευσης κεφαλαίου. Είναι η εποχή που στο κέντρο για τον ανταγωνισμό ΗΠΑ, Ε.Ε. και άλλων οικονομικών κέντρων, είναι η συζήτηση για την φτηνή εργατική δύναμη και τις ειδικές οικονομικές ζώνες εργαζομένων χωρίς δικαιώματα και όχι τόσο η συζήτηση για την επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία. Οι βασικές προσπάθειες για το ξεπέρασμα της κρίσης εστιάζονται στην επίθεση στην εργατική δύναμη. Στην λεηλατημένη και χρεοκοπημένη Ελλάδα η συζήτηση προσγειώνεται στο τι και πως παράγει και οι αναφορές του πρωθυπουργού ότι με το wi-fi σε κάθε γειτονιά θα έρθει η ανάπτυξη προκαλούν γέλιο.

Τα παραπάνω είναι, σε γενικές γραμμές, η μία πλευρά για το πως η κρίση του καπιταλισμού τροφοδοτούσε και τροφοδοτεί την κρίση των εκπαιδευτικών συστημάτων. Αν η εκπαίδευση ήταν το μέσο, η διαδικασία για την συμμετοχή στον παραγόμενο πλούτο στα χρόνια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και αυτό της έδινε ένα εσωτερικό νόημα, στα χρόνια της στασιμότητας του καπιταλισμού αναζητά νόημα. Και αυτό δεν μπορεί να είναι η γνωστή διεκδίκηση του εργατικού κινήματος για δημόσια δωρεάν παιδεία και ολόπλευρη μόρφωση για όλα τα παιδιά, γιατί το σύστημα μπορεί να έχει αυταπάτες, αλλά δεν είναι ηλίθιο. Το νόημα προσπαθούσε να το οικοδομήσει μέσα από την πλάνη της «κοινωνίας της γνώσης» και της διαρκούς εκπαιδευτικής «μεταρρύθμισης». Και δεν τα κατάφερνε.

Τα παραπάνω ισχύουν στο επίπεδο της οικονομίας όσο και στο επίπεδο των ιδεών μιας και η «μεταβιομηχανική κοινωνία» είχε το ισοδύναμο της. Το μεταμοντέρνο φιλοσοφικό ιδεώδες.

Στις μοντέρνες κοινωνίες, στις κοινωνίες που εγκαινίασε ο διαφωτισμός, η γνώση ισοδυναμούσε με την επιστήμη. Κάποιος αποκτούσε γνώση μέσω της εκπαίδευσης για να γίνει γνώστης, για να γίνει μορφωμένος.

Οι οπαδοί του μεταμοντέρνου διαφωνούν με αυτήν την οπτική. Γι’ αυτούς η γνώση γίνεται λειτουργική και χρηστική. Μαθαίνεις πράγματα, όχι για να τα γνωρίζεις, αλλά για να χρησιμοποιήσεις αυτή τη γνώση. Ο «πατέρας» του μεταμοντερνισμού, Ζ. Φ. Λιοτάρ σε συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία στις 10/05/1998 το διατυπώνει πιο καθαρά: « Η παλαιά αρχή ότι η απόκτηση γνώσης είναι αδιαχώριστη από την εκπαίδευση του μυαλού … τείνει να ξεπεραστεί και αυτό θα γίνεται όλο και περισσότερο. Η σχέση των προμηθευτών και χρηστών της γνώσης με τη γνώση που προμηθεύουν και χρησιμοποιούν τείνει σήμερα … να αποκτήσει τη μορφή που έχει ήδη πάρει η σχέση των παραγωγών καταναλωτικών αγαθών και των καταναλωτών με τα προϊόντα που παράγουν και καταναλώνουν, δηλαδή να αποκτήσει τη μορφή της αξίας. Ή υπάρχει και θα παράγεται για να πουληθεί, ή υπάρχει και θα καταναλώνεται με σκοπό να αξιοποιηθεί σε μια νέα παραγωγή: και στις δύο περιπτώσεις σκοπός είναι η ανταλλαγή. Η γνώση παύει να είναι αυτοσκοπός …!!!»

Ο γνώστης αντικαθίσταται από τον καταναλωτή γνώσης. Το νέο αυτό φιλοσοφικό ιδεώδες δένει με τις νέες τεχνολογίες αφού η γνώση δεν έχει να κάνει με νόμους και νομοτέλειες (αυτά θεωρούνται παιχνίδια του μυαλού και της γλώσσας), αλλά με την ποσότητα της πληροφορίας που διαχέεται, δικτυώνεται, επεξεργάζεται, αποθηκεύεται, επικοινωνείται και τελικά χρησιμοποιείται. Οι πιο «προχωρημένοι» εισαγάγουν και τον όρο «υπολογιστική σκέψη» ή «διαδικτυακή σκέψη».

Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις σε όλο τον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες αναπαράγουν, με μονοτονία, ένα συνονθύλευμα πρακτικών και ιδεών, βασιζόμενες πάνω σε αυτή τη γενική αντίληψη. Περισσεύει η φλυαρία για τη «σχετικότητα της γνώσης», για την «ανάγκη το παιδί να βρει τη δικιά του οπτική» πχ για την Ιστορία (αυτά είχαν ακουστεί πριν χρόνια στο περιβόητο βιβλίο Ιστορίας της Ρεπούση), τον υποβιβασμό του εκπαιδευτικού από δασκάλου σε συντονιστή ομάδων, η πλειοδοσία γύρω από «ομαδοσυνεργατικές μεθόδους» σε αντίθεση με τη στείρα και κατά μέτωπο διδασκαλία, όπως χαρακτηρίζουν «ατιμωτικά» την διδασκαλία κοκ. Εδώ βέβαια η δαιμονοποίηση κάποιων λέξεων και εννοιών και η ωραιοποίηση κάποιων άλλων παίζει το ρόλο της. Με μια έννοια προσπαθούν να εφαρμόσουν αυτά που λέει ο Κεν Ρόμπινσον, για να ανταποκριθούν στην «μεταβιομηχανική κοινωνία», όχι όμως με επιτυχία. Τα εκπαιδευτικά συστήματα παραμένουν ιεραρχικά, τυποποιημένα, αξιολογικά, βαρετά, ταξικά. Όπως ακριβώς τα θέλει η βιομηχανική κοινωνία η οποία είναι σε κρίση και επιθυμεί να υπερβεί τον εαυτό της, σε μια μετά-κατάσταση της. Αυτή την αντίφαση και σχιζοφρένεια του συστήματος, ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που θέλει να γίνει, την πληρώνουν οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί και όλα τα άλλα θύματα των «εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων».

Σε αυτήν την αντίφαση κινείται και ο Σερ Κεν Ρόμπινσον, παρόλες τις σωστές κριτικές που κάνει στην σημερινή εκπαίδευση, όπως και άλλοι που ασπάζονται την μεταμοντέρνα κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα. Μία τέτοια κριτική όμως, για να προχωρήσει και να μην μείνει σε ευχές πρέπει να έχει μια θεωρία για την εκπαίδευση που να βασίζεται σε μια θεωρία για την κοινωνία, να γνωρίζει ότι «δεν είναι η εκπαίδευση η οποία δίνει μορφή στην κοινωνία αλλά είναι η κοινωνία που προδιαγράφει την εκπαίδευση, ώστε να προσαρμόζεται στις αξίες που στηρίζεται η κοινωνία» (Freire P. 1985: 170). Αλλιώς οι προσπάθειες για περισσότερες ομαδοσυνεργατικές λογικές στην εκπαίδευση, η ανίχνευση δρόμων για μάθηση έξω από «την ύλη» και την τυποποίηση, η εξατομικευμένη και διαφοροποιημένη διδασκαλία, μπορούν να μετατραπούν στο αντίθετο από αυτό που επιδιώκουν. Στο βαθμό που οι μετανεωτερικές αντιλήψεις για την εκπαίδευση συγκλίνουν στην αντίληψη ότι οι μεταρρυθμίσεις στα σχολεία χρειάζεται να ανταποκρίνονται στη μεταβιομηχανική αγορά εργασίας και στις αναδιαρθρώσεις της νέας παγκόσμιας οικονομίας εν μέσω εθνικού και διεθνούς ανταγωνισμού ή στη σύνδεση οικονομίας και γνώσης, στη σύνθεση κοσμοπολιτικών θέσεων με δόσεις φιλελεύθερων πολυπολιτισμικών πρακτικών («η ενότητα των διαφορών»), στην πολιτική/κοινωνική πίεση για αλλαγές πολιτικών σε ζητήματα που αφορούν διακρίσεις φυλών και εθνοτήτων κ.ο.κ. ουσιαστικά συγκλίνουν σε πρακτικές όμορες της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την εκπαίδευσης (McLaren 2003: 158-159).

Σχολείο για όλους, να μορφώνει και όχι να εξοντώνει.

Δεν χρειάζεται αλλαγή προτύπου με στόχο την υπέρβαση του διαφωτισμού. Το σχολείο είναι ένας θεσμός όπου οι προηγούμενοι πολιτισμοί «περνάνε» στις επόμενες γενιές τη γνώση τους, τις αξίες τους και τους κώδικες τους. Σήμερα ζητούμενο για το σχολείο παραμένει η κατανόηση των υλικών και πνευματικών όρων, η γνώση των νόμων ανάπτυξης της φύσης και της κοινωνίας. Η ανάπτυξη της δημιουργικότητας δεν αντιβαίνει τη γνώση αυτών των νόμων, το αντίθετο. Η χρήση του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών δεν αλλοιώνεται από την επιστημονική γνώση, το ανάποδο. Η ανάπτυξη της αισθητικής παιδείας είναι παράλογο να θεωρείται παράπλευρη απώλεια των συνεχών εξετάσεων και της προετοιμασίας των πανελλαδικών. Ένας μαθητής πρέπει να προσπαθεί, να κοπιάζει για να αποκτήσει γνώσεις αλλά πρέπει να έχει ελεύθερο χρόνο. Ένας μαθητής δε μπορεί να κάθεται 10 ώρες τη μέρα στα θρανία. Ένας μαθητής πρέπει να μάθει στη συνεργασία και όχι στον ατομισμό. Πρέπει να μάθει να αγωνίζεται, να διεκδικεί, να του αρέσει να μαθαίνει. Και για να γίνουν όλα αυτά. Ένας μαθητής πρέπει να βρίσκει νόημα σε όλα αυτά. Ένα καλύτερο μέλλον.

Μπροστά στο Σεπτέμβρη. Μπορεί να γίνει η ΟΛΜΕ η νέα ΕΦΕΕ;

Είναι γεγονός ότι μέχρι τις 11 Ιουνίου, υπήρχε μια αίσθηση απαισιοδοξίας στο λαό, μια αίσθηση ανικανότητας όσον αφορά ότι η κυβέρνηση επελαύνει και πουλάει το success story χωρίς κινητοποιήσεις, εμπόδια, αντίπαλο.

Το μαύρο στις οθόνες ανέκοψε αυτήν την παντοδυναμία της κυβέρνησης. Το κίνημα της ΕΡΤ λάβωσε την κυβέρνηση, χωρίς όμως να την νικήσει. Έχουμε μια κυβέρνηση που μπορεί να έχει αδυνατίσει, αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο επικίνδυνη ή αποφασιστική. Στην ουσία έκανε ένα βήμα πίσω, για να κάνει δύο βήματα μπροστά. Και αυτό φάνηκε στην επόμενη φάση.

Μετά τον ανασχηματισμό και τον σχηματισμό της νέας δικομματικής κυβέρνησης με γρήγορα βήματα ακολούθησε το πολυνομοσχέδιο των συμφωνηθέντων για τη συνέχεια των απολύσεων, μέσω της διαθεσιμότητας. Έτσι μετά τους 2.700 της ΕΡΤ ακολούθησαν 2.500 εκπαιδευτικοί, 2.200 σχολικοί φύλακες και 5.000 υπάλληλοι της δημοτικής αστυνομίας. Πάνω από 12.000 διαθεσιμότητες μέσα σε 40 μέρες από τις οποίες οι περίπου 7.000 θα είναι σίγουρες απολύσεις. Καθόλου μικρή επίδοση, όταν μέσα στον επόμενο 1,5 χρόνο θα χρειαστεί περίπου άλλες 20.000 απολύσεις.

Τις 40 αυτές ημέρες είχαμε προσπάθειες αντίστασης. Που κατέγραψαν χαρακτηριστικά, δυνατότητες αλλά και αδυναμίες στο λαϊκό κίνημα.

Πρώτον κατέγραψαν ότι ο ελληνικός λαός θα συνεχίσει να αντιδράει και να αντιστέκεται για το «αυτονόητο». Θα βγαίνει στο δρόμο όταν χτυπιέται η δημοκρατία και η εθνική του αξιοπρέπεια, όταν χτυπιέται η ίδια του η ζωή, όταν απολύεται.

Δεύτερον ότι οι αγώνες δεν έχουν απέναντι τους μια αδύναμη κυβέρνηση που με πίεση θα υποχωρήσει, θα παραχωρήσει κάτι. Έχουν μια αποφασισμένη κυβέρνηση, με τη διεθνή στήριξη (βλ. παραγγελιά από κομισιόν να μην προχωρήσουν σε εκλογές, επίσκεψη Σόιμπλε) να προχωρήσει το συμβόλαιο θανάτου του ελληνικού λαού. Οι «υποχωρήσεις» γύρω από το θέμα της δημοτικής αστυνομίας ήταν προαποφασισμένες και όχι αποτέλεσμα των κινητοποιήσεων. Ήταν προαποφασισμένο να περάσουν κάποιοι στο υπουργείο δημόσιας τάξης και να συστήσουν ένα νέο εισπρακτικό κυρίως σώμα.

Τρίτον αυτό σημαίνει ότι οι όποιοι αγώνες γίνονται κεντρικοί-πολιτικοί αγώνες. Η απειλή του Σαμαρά προς τους εργαζόμενους στην ΕΡΤ «ή εγώ ή εσείς» δεν είναι λεκτικό κόλπο. Εκφράζει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να μην κάνει πίσω, για να μην αμφισβητηθεί η συνολική πορεία του προγράμματος. Ακόμα και το γεγονός ότι έχουν «καεί» πολιτικές εφεδρείες και δεν έχει το σύστημα – προς το παρόν – άλλα εναλλακτικά σχέδια, αυτό δεν σημαίνει ότι θα υποχωρεί εύκολα. Η διαχείριση της πρόσφατης κυβερνητικής κρίσης (από εσωτερικά και εξωτερικά κέντρα) αυτό δείχνει.

Τέταρτον έχουμε αγώνες που αντικειμενικά είναι κεντρικοί πολιτικοί, χωρίς πολιτικό υποκείμενο οργάνωσης τους. Το ΚΚΕ δεν θεωρεί καν ότι σήμερα αντικειμενικά οι αγώνες ενοποιούνται στον στόχο της πτώσης της κυβέρνησης και της τρόικας. Ο δε ανένδοτος του ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει ανέκδοτο.

Πέμπτον το δε συνδικαλιστικό κίνημα ή άλλες μορφές οργάνωσης του λαϊκού κινήματος κάνουν δειλά βήματα προς τα εκεί, αλλά μόνο στα λόγια. Έτσι η ΠΟΕ-ΟΤΑ (εργαζόμενοι στου δήμους), μιλάει στα χαρτιά για πολιτικό αγώνα και ο πρόεδρός της Μπαλασόπουλος καλεί σε πολιτικούς συντονισμούς ομοσπονδιών, αλλά στην πράξη πλειοδότησε στα ραντεβού με το Μιχελάκη και τον Μητσοτάκη για να «τη γλιτώσουν» οι υπάλληλοι της δημοτικής αστυνομίας. Έτσι στις κινητοποιήσεις της προηγούμενης βδομάδας που πρωταγωνίστησαν ΟΛΜΕ και ΠΟΕ-ΟΤΑ, δεν ήταν τυχαίο που το μεσημέρι έβγαζε πολύ κόσμο η μία ομοσπονδία, το βράδυ η άλλη. Στην ουσία όχι πολιτικός συντονισμός, αλλά ούτε καν συνδικαλιστικός συντονισμός δεν υπήρξε. Από την άλλη η ΟΛΜΕ καλεί σε αγώνες βασικά γύρω από την προστασία του δημόσιου σχολείου. ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ-ΠΑΜΕ αρνούνται την λογική του πολιτικού αγώνα, ενώ και άλλες δυνάμεις της αριστεράς τον θεωρούν αποπροσανατολιστικό.

Μπροστά στο Σεπτέμβρη

Το Σεπτέμβρη έρχονται κι άλλες απολύσεις και στην εκπαίδευση. Μετά τους 12.000 αναπληρωτές (που δεν θα προσληφθούν λόγω αύξησης ωραρίου) και τους 2.500 μόνιμους από την τεχνική εκπαίδευση, έρχονται κι άλλες διαθεσιμότητες και απολύσεις. Η απόφαση του συνεδρίου της ΟΛΜΕ καλούσε σε ξεσηκωμό και σε απεργία από τον Σεπτέμβρη αν έχουμε έστω και μια απόλυση και διαθεσιμότητα. Και έχουμε ήδη χιλιάδες. Άρα το θέμα δεν είναι τι λες τώρα πια αλλά τι κάνεις.

Το ερώτημα επανέρχεται. Πως θα οργανώσουμε πολιτικό αγώνα ανατροπής της κυβέρνησης και ακύρωσης των νομοσχεδίων που – μεταξύ άλλων – οδήγησαν στις απολύσεις. Το δεύτερο χωρίς το πρώτο δε γίνεται. Πολιτικός αγώνας σημαίνει παλλαϊκός ξεσηκωμός και όχι απλά αγώνας ενός κλάδου ή μόνο των δημοσίων υπαλλήλων. Και ο στόχος που ενοποιεί την πληττόμενη λαϊκή πλειοψηφία είναι να φύγει η κυβέρνηση και η Τρόικα με τις πολιτικές τους. Αλλά και το πρώτο χωρίς λαϊκά αιτήματα και περιεχόμενο ανακούφισης των εργαζομένων (να αποσυρθούν οι απολύσεις και τα νομοσχέδια, να καταργηθούν τα χαράτσια κοκ) αφήνει χώρο ανοικτό σε μια ακόμα πολιτική αναμόρφωση, σαν κι αυτές που ζήσαμε τα τελευταία 3 χρόνια. Ο πολιτικός αγώνας δεν είναι πουκάμισο αδειανό. Έχει κοινωνικό περιεχόμενο και αιτήματα για ζωή μισθούς με αξιοπρέπεια, για να υπάρξει δουλειά και όχι ανεργία, για να ανατραπεί η μνημονιακή επιτήρηση, για να αποκατασταθεί η λαϊκή κυριαρχία. Αλλά δεν είναι η παράθεση των αιτημάτων διαφορετικών χώρων. Είναι η συνάντηση τους γύρω από έναν κεντρικό πολιτικό στόχο που σήμερα είναι να φύγει η κυβέρνηση και η Τρόικα με τις θανατηφόρες δόσεις της από την χώρα.

Το ερώτημα είναι λοιπόν αυτό. Δύσκολο; Εξαιρετικά δύσκολο. Αλλά άλλες απόψεις που προσπαθούν να αποφύγουν το ερώτημα – ή το μεταθέτουν – δεν βοηθούν ιδιαίτερα.

Είτε αυτές είναι ανοιχτά αντιδραστικές που αποδεχόμενες ότι δεν μπορούν να ανατραπούν οι μνημονιακοί νόμοι υποστηρίζουν το αλληλοφάγωμα κλάδων και ειδικοτήτων για το ποιος θα απολυθεί πρώτος.

Είτε αυτές είναι «εναλλακτικές» και βάζουν το στόχο να κρατήσουμε ανοιχτά τα σχολεία με τους απολυμένους συναδέλφους μέσα, με εναλλακτικά μαθήματα κοκ. Όμως ένα κίνημα «αυτοδιαχειριζόμενων» ΕΠΑΛ (αν θεωρήσουμε ότι είναι εφικτό και αν θεωρήσουμε ότι λέει κάποιος κάτι τέτοιο;;;), δεν απειλεί την κυβέρνηση, δεν καλεί σε μετωπική σύγκρουση μαζί της. Οι απολυμένοι παραμένουν απολυμένοι και οι επόμενοι που είναι να απολυθούν θα απολυθούν. Κι αυτό παράγει ήττα και απογοήτευση. Τα δημόσια σχολεία δεν είναι ΒΙΟΜΕΤ, ούτε εφημερίδα των συντακτών. Δεν έχουν ιδιώτη εργοδότη για να αναλάβεις την διεύθυνσή τους μέσα στα πλαίσια της αγοράς, αλλά το κράτος. Ακόμα και το παράδειγμα της ΕΡΤ, δείχνει τα όρια αυτής της λογικής, αφού και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούσαν την συνέχεια της λειτουργίας της ΕΡΤ σαν διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στον Καψή και όχι ότι την πήραν πραγματικά στα χέρια τους. Κανείς απ’ όσους κάνουν αυτήν την πρόταση δεν κάνει καθαρά μια πρόταση δυαδικής εξουσίας και να χτίσουμε εδώ και τώρα τα δικά μας σχολεία, την δικιά μας εκπαίδευση, όπως έκανε πχ το ΕΑΜ στα πλαίσια του απελευθερωτικού ένοπλου αγώνα ενάντια στον κατακτητή και τους δοσίλογους κυβερνήτες. Τίθεται σαν πρόταση μετάθεσης του προβλήματος του πολιτικού αγώνα και όχι σαν πρόταση δημιουργίας μια άλλης παράλληλης αντι-εξουσίας εδώ και τώρα. Είναι σωστό να κρατήσουμε αυτούς τους συναδέλφους στα σωματεία και να στηρίξουμε κινήσεις αλληλοβοηθείας (εράνους, συναυλίες για ταμείο αλληλοβοηθείας στους απολυμένους κοκ) σε όλη την διάρκεια του αγώνα. Και να ανοίξουμε στην κοινωνία τα σχολεία με αντιμαθήματα και άλλες πολύπλευρες δραστηριότητες που βρίσκει το κίνημα όταν είναι σε ανάπτυξη και να συνεχιστούν τα μαθήματα αλληλεγγύης που κάνουν ήδη χιλιάδες εκπαιδευτικοί σε αδύναμους μαθητές. Όμως να εντάσσεται μια τέτοια δραστηριότητα σε μια κίνηση μετωπικής σύγκρουσης με την κυβέρνηση, όχι να είναι ντρίπλα για να την αποφύγουμε, όχι να εντάσσεται σε μια επικίνδυνη λογική «οι αγώνες δεν κερδίζουν, ας κάνουμε άλλες μορφές και αλληλεγγύη μέχρι να έρθουν οι εκλογές για να βγει ο ΣΥΡΙΖΑ».

Άλλες απόψεις προσπαθούν πάλι να αποφύγουν το ερώτημα και μιλάνε για σχολεία ανοιχτά στην κοινωνία, δήθεν για να «δημιουργήσουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις» με τους γονείς, τους μαθητές κοκ. Και άρα ότι μια απεργία τον Σεπτέμβρη είναι επιζήμια. Όσο βέβαια «δημιουργούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις», οι απολύσεις θα προχωράνε και η εμπέδωση αυτής της πολιτικής θα παράγει απαισιοδοξία, αλληλοφάγωμα και αναδίπλωση. Και ίσως μια βολική εκλογική αναμονή. Κατ’ αυτήν την λογική δεν είχαμε τους όρους να πάμε για απεργία τον Μάιο γιατί θα είχαμε ήττα του κλάδου και απολύσεις όσων θα απεργούσαν κόντρα στην επιστράτευση. Σήμερα έχουμε άσχημη κατάσταση στον κλάδο, κλίμα ηττοπάθειας και 12.500 απολύσεις. Και περιμένουμε ακόμα τις προϋποθέσεις…

Άλλοι (ΠΑΜΕ) δεν θεωρούν ότι μπορεί να γίνει κάτι και βλέπουν ίσως κάποιες απεργίες διαμαρτυρίας…

Το ερώτημα όσο κι αν προσπαθούμε δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Πως θα οργανώσουμε έναν παλλαϊκό ξεσηκωμό για να φύγουν κυβέρνηση και τρόικα. Η αφετηρία αυτού του αγώνα θα είναι οι απολύσεις, αλλά δεν θα είναι αυτό το αίτημα για την οργάνωση του παλλαϊκού ξεσηκωμού και ούτε οι εκπαιδευτικοί είναι το κέντρο του κόσμου. Θα πρέπει η πλειοψηφία του λαού στα αιτήματα μας να δει τον εαυτό της. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις στο Βήμα που δείχνουν ότι ακόμα υπάρχει μια πλειοψηφία που είναι υπερ των απολύσεων στο δημόσιο, αλλά και η μηδαμινή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην πρόσφατη γενική απεργία, δείχνουν τις δυσκολίες και ότι δεν φτάνει να λες για την μορφή αγώνα (απεργία διαρκείας). Πρέπει να αναδείξουμε τα αιτήματα για το δημόσιο σχολείο, αλλά ούτε και εκεί να σταματήσουμε. Μπορούν οι καθηγητές και η ΟΛΜΕ να γίνουν η νέα ΕΦΕΕ ενός σύγχρονου ξεσηκωμού για να πέσει η κυβέρνηση και η πολιτική-οικονομική χούντα ΕΕ-ΔΝΤ; Αν ο στόχος είναι αυτός κι αν γίνεται κατανοητό ότι όσο προχωράνε οι απολύσεις και η πολιτική αυτή, τόσο εμπεδώνεται ένας χειρότερος συσχετισμός, το αλληλλοφάγωμα και η μοιρολατρία, τότε ναι ο στόχος πρέπει να είναι να μην ανοίξουν τα σχολεία τον Σεπτέμβρη. Από καθηγητές και μαθητές. Όχι «μερική» απεργία του 20%. Να μην ανοίξουν. Με στόχο να αγκαλιάσουν όλο το λαό. Δύσκολο; Εξαιρετικά. Αλλά επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα. Δεν το μεταθέτει.