Άρθρα

Πρέπει να πολιτικοποιηθεί το σκάνδαλο Λιγνάδη;

Απερίφραστα ναι.

Πρώτον γιατί δεν πρόκειται για έναν τυχαίο παιδοβιαστή, έναν από αυτούς που υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που επί 30 χρόνια φέρεται ότι βίαζε, κακοποιούσε, εκβίαζε και χειραγωγούσε, παρά τους υπαρκτούς ψιθύρους και τις έμμεσες δημόσιες παραδοχές των «παθών» του.

Και όχι μόνο: Ανήλθε σε έναν κλειστό κύκλο εξουσίας, ανέλαβε (ή και του ανέθεσαν) πολιτικό ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας, και για αυτό έγινε ο αγαπημένος των σαλονιών της εξουσίας και των διαπλεκόμενων ΜΜΕ.

Έχουν αναφερθεί πολλά, ας θυμίσουμε ένα ακόμα: Ήταν ένας εκ των ομιλητών στην εκδήλωση για …τα θύματα της τρομοκρατίας, στις 20/1/2020, μαζί με τον Μητσοτάκη, τον Χρυσοχοΐδη, τον Βενιζέλο, τον Πρετεντέρη, τον Μανδραβέλη, τον Τσίμα κλπ. Δεν ήταν απλώς «συνομιλητής» της εξουσίας, ήταν κομμάτι της, ή καλύτερα ένας εκ των επί του πολιτισμού εκπροσώπων της.

Το γεγονός ότι δεν ένιωθε φόβο, (το ανάποδο, ξαναδιαβάζοντας σήμερα συνεντεύξεις και αναρτήσεις του, φαίνεται ότι υπερηφανευόταν για τη δράση του), είχε ή δεν είχε να κάνει με το ότι ήταν μέλος ενός κλαμπ εξουσίας, με ειδική αποστολή την «αλλαγή ιδεολογίας» στο χώρο του θεάτρου και του πολιτισμού;

Ανεξάρτητα με το αν ο συγκεκριμένος, ιδιαίτερα ισχυρός και ταυτόχρονα ευρύς και διακομματικός κύκλος εξουσίας υποψιαζόταν ή όχι, είχε ακούσει ψιθύρους ή είχε μαύρα μεσάνυχτα για τη δράση του Λιγνάδη, το γεγονός ότι ο πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ήταν εκλεκτός συναγελαζόμενός του, καθιστά την υπόθεση Λιγνάδη κατεξοχήν πολιτική.

Δεύτερον. Η υπόθεση Λιγνάδη πρέπει να πολιτικοποιηθεί γιατί ο ίδιος ο Λιγνάδης πολιτικοποίησε την παρουσία του στο καλλιτεχνικό στερέωμα της χώρας και για αυτό άλλωστε επιλέχθηκε – με απευθείας ανάθεση και εντολή Μητσοτάκη – στην καθοριστική και ευαίσθητη θέση του.

Ο Λιγνάδης επιτέθηκε στην ηγεμονία της Αριστεράς, μιλώντας για τις «ψευδοαριστερές συνειδήσεις». Αποκατέστησε πλαγίως τον δωσιλογισμό με την ονοματοδοσία αίθουσας του Εθνικού ως αίθουσα Ελένης Παπαδάκη. Επικαλέστηκε την καλλιτεχνική αξία της για να εξυμνηθεί κατά βάση η πολιτική της ένταξη και παρουσία κατά τη φασιστική Κατοχή.

Γνώριζε άλλωστε ο Λιγνάδης, αλλά και όλο το πολιτιστικό – πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης, ότι η Αριστερά στην Ελλάδα αντλεί την «ηγεμονία» και το «ηθικό της πλεονέκτημα» από την Εθνική Αντίσταση, όταν και έδωσε εκατόμβες μαρτύρων για την ελευθερία του λαού μας. Η σχετικοποίηση, ο υποβιβασμός, η υποτίμηση και η συκοφάντηση του εαμικού κινήματος ήταν ο απώτερος στόχος της επιμονής του Λιγνάδη η οποία άλλωστε χαιρετίστηκε με ξέφρενο ενθουσιασμό από τα ΜΜΕ της άρχουσας τάξης.

Ο Λιγνάδης επιχείρησε με την παρουσία του στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου να κάνει το αρχαίο δράμα εφαλτήριο ενός νέου γύρου προγονοπληξίας και αρχαιολατρίας, με τις κιτσάτες υποκλίσεις στο ομοίωμα του Παρθενώνα, βγαλμένες από την αισθητική της επταετίας. Πήρε όλα τα κλισέ της αντίδρασης, τα έντυσε με περίβλημα εικοστού πρώτου αιώνα και τα ξανασέρβιρε βάζοντας ως κερασάκι το ταλέντο του ή τη θεατρική του ευφυία.

Πόσο μπορεί να διαχωριστεί η ασυλία που είχε (ή ένιωθε ότι είχε) στην προσωπική του ζωή, από την πολιτική αποστολή που ανέλαβε ή του ανέθεσαν;

Όχι, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δεξιοί ανέχονται τους παιδοβιαστές, ούτε ότι οι παιδοβιαστές είναι δεξιοί.

Σημαίνει όμως ότι ο περί πολλού πολιτικός ρόλος δεν μπορεί να προσφέρει (φανταστική ή πραγματική) ασυλία για εγκλήματα.

Σημαίνει επίσης ότι είναι άλλο να έχει κάποιος ακούσει ψιθύρους και μην μπορώντας να τους αποδείξει, απλώς να σιωπά, και άλλο οι ψίθυροι να αγνοούνται επειδή ο συγκεκριμένος προορίζεται να παίξει πολιτικό ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα.

Αυτό από μόνο του δεν είναι απλά λόγος παραίτησης υπουργού, είναι λόγος βαθιάς πολιτικής κρίσης.

Τρίτον. Η υπόθεση Λιγνάδη πρέπει να πολιτικοποιηθεί γιατί η σεξουαλική κακοποίηση μπορεί να μην έχει κόμμα, αλλά έχει ιδεολογία. Τη φασιστική, διαστροφική ιδεολογία της επιβολής, της ατίμωσης του συνανθρώπου, της εκμετάλλευσης του ανίσχυρου, της ασυδοσίας του ισχυρού, της ικανοποίησης των εγωιστικών αναγκών ή επιθυμιών σε βάρος του άλλου.

Η ιδεολογία αυτή δεν είναι άμεσα πολιτική με την έννοια ότι κανένα κόμμα δεν την αναγνωρίζει για σημαία του. Όμως σε τελικό επίπεδο κάθε ιδεολογία επιτελεί ρόλο πολιτικό, γιατί η μία ή η άλλη κοσμοθεωρία και στάση ζωής παράγει αποτελέσματα στο οργανωμένο κοινωνικό σύνολο. Ακόμα και αν πρόκειται για βιασμούς παιδιών που διαπράττονται εν κρυπτώ και παραβύστω.

Ένας βιαστής ή παιδοβιαστής μπορεί εξίσου καλά να είναι είτε δεξιός, είτε αριστερός, είτε φιλελεύθερος, είτε αναρχικός. Γιατί είναι ένα πράγμα η ιδεολογία που κάποιος επικαλείται και ένα άλλο πράγμα η ιδεολογία που τον καθορίζει.

Η πολιτικοποίηση όμως των υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης – άρα και του Λιγνάδη – δεν αφορά το ποδοσφαιρικό σκορ των αριστερών ή δεξιών κακοποιητών, παρενοχλούντων ή παιδοβιαστών. Δεν αφορά κανένα ισοζύγιο πολιτικού κόστους ή κέρδους.

Αφορά κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο: την αποκάλυψη, την καταγγελία, την πλειοψηφική πλέον αποστροφή προς ιδεολογίες και αντιλήψεις που τρέφουν το φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης. Γιατί μπορεί η έκφραση του φαινομένου να γίνεται σε ατομική βάση, στο σπίτι ή στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, αλλά το φαινόμενο είναι κοινωνικό, έχει ρίζες σε κοινωνικές αντιλήψεις και συσχετισμούς.

Η κοινωνική κατακραυγή για αυτή τη φασιστική ιδεολογία της επιβολής, είναι μια βαθιά απελευθερωτική πρακτική.

Η τυχόν παραίτηση Μενδώνη, από τη μια επιβεβαιώνει ότι υπάρχει πολιτική ευθύνη στην υπόθεση, από την άλλη δεν αντιστοιχεί στο βάθος και στην έκταση του σκανδάλου.

Και μια διευκρίνηση: Η πολιτικοποίηση του σκανδάλου Λιγνάδη, δεν αφορά τον πόλεμο ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ, τα hashtags που παίζουν μισθωμένα τρολ στα κοινωνικά δίκτυα ή την κοντόθωρη μικροκομματική εκμετάλλευση. Βέβαια από ένα κόμμα που βούτηξε τα χέρια του σε απανθρακωμένα πτώματα για να βγάλει κέρδη, ή ένα κόμμα που μέτραγε τις ανθρώπινες ζωές με όρους «στραβής στη βάρδια», δεν ξέρουμε τι καλύτερο μπορούμε να περιμένουμε.

Το κύμα των καταγγελιών όπως ξεκίνησε από τη μαρτυρία της Σοφίας Μπεκατώρου είναι βαθιά πολιτικό. Γιατί μπορεί να απομονώσει, να απαξιώσει, να αποκαθηλώσει ιδεολογίες και στάσεις ζωής εξουσιαστικές, καταπιεστικές, ηθικά και ποινικά κολάσιμες.

Η επιχείρηση συγκάλυψης του Λιγνάδη δεν πέτυχε. Σειρά έχει η επιχείρηση αποποίησης ευθυνών.

Δύο ολόκληρες εβδομάδες πέρασαν από την παραίτηση Λιγνάδη για να αποφασίσει η κυβέρνηση ότι δεν τον ξέρει τον κύριο. Πριν την πρώτη μαρτυρία του Νίκου Σ. για βιασμό (5/2/2021),  η κυβέρνηση αρνούνταν κατηγορηματικά ότι υπάρχει θέμα. Το χειρότερο, αμέσως μετά (6/2/2021), η Υπουργός Πολιτισμού, υιοθετούσε αυτολεξεί τις διατυπώσεις Λιγνάδη για το «τοξικό κλίμα» εναντίον του, δηλώνοντας ότι μάλιστα ότι «ο άνθρωπος έχει τις αντοχές του». Όχι, δεν εννοούσε το θύμα, εννοούσε τον θύτη. Οι κατηγορίες πλήθυναν, κατατέθηκαν μηνύσεις, υπήρξε και δεύτερη επώνυμη μαρτυρία. Και μόνο όταν έγινε πλέον εμφανές ότι η υπόθεση δεν συγκαλύπτεται καθώς έγινε μία ακόμα μήνυση που αυτή τη φορά φέρεται να αφορά βιασμό ανηλίκου 14 ετών, η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε συντεταγμένα να επιχειρήσει να απαγκιστρωθεί από το νυν βαρίδι αλλά μέχρι πρότινος στολίδι της παράταξης.

Καθώς οι σχέσεις του Λιγνάδη με τον κύκλο Μητσοτάκη αποκαλύπτονταν όλο και περισσότερο, η αδιαφορία, η καλυμμένη συγκάλυψη, το «δεν υπάρχουν επώνυμες καταγγελίες» και το παλιό γνωστό «όποιος έχει στοιχεία να τα πάει στο εισαγγελέα», έδωσαν τη θέση τους στην αποστασιοποίηση. Με προκλητική βέβαια καθυστέρηση δύο εβδομάδων.

Η μεν Μενδώνη δήλωσε ότι την ξεγέλασε ο κακούργος με την υποκριτική του τέχνη, ο δε Μητσοτάκης επιχείρησε να διασκεδάσει τις σχέσεις με τον φερόμενο ως δάσκαλο ορθοφωνίας του και προσωπική του επιλογή για τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, μιλώντας για το θέμα στην εξ επί τούτου συνάντησή του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Χωρίς να έχουμε στατιστικά στοιχεία στα χέρια μας, μας φαίνεται εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού είναι το δεύτερο πρόσωπο στο περιβάλλον του Κυριάκου Μητσοτάκη που κατηγορείται για σεξουαλική κακοποίηση και παιδεραστία. Μπορεί γενικά το συγκεκριμένο έγκλημα να μην γνωρίζει ταξικούς φραγμούς και να παρεπιδημεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά φαίνεται να βρίσκει ιδιαίτερα εύφορο έδαφος στους κύκλους της εξουσίας. Γιατί μπορεί οι βιαστές και οι κακοποιητές να μην έχουν (συνήθως) συγκεκριμένη κομματική προτίμηση, εμφορούνται όμως από συγκεκριμένη ιδεολογία. Την ιδεολογία της επιβίωσης του ισχυρότερου, της επιβολής της στυγνής δύναμης, την ιδεολογία της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης.

Και αυτή την ιδεολογία δεν τη μοιραζόμαστε όλοι.

Στις καταγγελίες στο χώρο του θεάτρου η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδειξε μέχρι σήμερα, τελείως διαφορετικό πρόσωπο από ό,τι στις καταγγελίες στο χώρο του αθλητισμού.

Η διαφορά βέβαια δεν βρίσκεται σε αυτόν που καταγγέλλει. Ο Νίκος Σ. ή ο Βασίλης Κ. έχουν κι αυτοί επώνυμα, ακριβώς όπως η Σοφία Μπεκατώρου.

Η διαφορά βρίσκεται στο ποιος καταγγέλλεται. Ο Λιγνάδης δεν ήταν ένα καμένο χαρτί, ένας παρακμιακός αθλητικός παράγοντας, ή ένα χαμηλόβαθμο στέλεχος της ΝΔ. Ήταν ο άνθρωπος που εμβληματικά και με βαθιά πολιτική χροιά τοποθέτησε η κυβέρνηση στην διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου.

Από την ανοικτή αποκατάσταση του δωσιλογισμού, μέχρι την υπόκλιση με τις κιτσάτες απομιμήσεις του Παρθενώνα, και από τον αντιαριστερό οχετό μέχρι την κλασική δεξιά αρχαιοπληξία, ο Λιγνάδης ήταν κρυστάλλινη απεικόνιση των χαρακτηριστικών της μητσοτακικής Νέας Δημοκρατίας. Μνησικακία και εκδικητικότητα προς την Αριστερά και την ιστορία της, κούφια αριστεία, ψευδεπίγραφη αξιοκρατία, έπαρση και καβαλημένο καλάμι της δεξιάς «ολικής επαναφοράς» μετά το φιάσκο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Λιγνάδης ενσάρκωσε σε υπερθετικό βαθμό το προφίλ της μητσοτακικής Δεξιάς που έχασε για λίγο τον έλεγχο της διαχείρισης, φρύαξε από το κακό της και επανήλθε καβάλα στο άτι για να ξεμπερδέψει μια για πάντα με την Αριστερά, την ιστορία της, το πολιτικό και πολιτιστικό της φορτίο και το ηθικό της πλεονέκτημα.

Επειδή ακριβώς ο Λιγνάδης κουβάλησε στους ώμους του μεγαλύτερο φορτίο από αυτό ενός «απλού» Καλλιτεχνικού Διευθυντή, η απαγκίστρωση της κυβέρνησης από αυτόν, έγινε όχι στο παρά πέντε, αλλά στο και πέντε. Μπορεί φυσικά να έπαιξαν ρόλο και οι προσωπικές σχέσεις με τον Μητσοτάκη. Ποιος από τα ΜΜΕ θα μπορούσε να τον αγγίξει; Τουλάχιστον μέχρι να δοθεί το ελεύθερο από το Μαξίμου…

Το ελληνικό #metoo με τη θαρραλέα (και κάθε μέρα αποδεικνυόμενη όλο και σημαντικότερη) αποκάλυψη της Μπεκατώρου, στην αρχή αγκαλιάστηκε από την κυβέρνηση, την Προεδρία της Δημοκρατίας και σύσσωμο το πολιτικό σύστημα. Στην πορεία όμως είχε απρόβλεπτη εξέλιξη. Όταν ακούμπησε τον πρωθυπουργικό κύκλο, άρχισαν οι πρώτες απόπειρες συγκάλυψης: κουτσομπολιό οι καταγγελίες, δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, είχαμε συναίνεση ενηλίκων, μην ποινικοποιήσουμε το σεξ, τα 15 είναι νόμιμη ηλικία σεξουαλικής συνεύρεσης, κοκ. Με δύο λόγια, όπως μας είπαν, είχαμε «πολλή φασαρία για το τίποτα». Το κουτί των αποκαλύψεων όμως άνοιξε για τα καλά και δεν μπόρεσε να ξανακλείσει.

Εξ ου και η σημερινή απόπειρα Μητσοτάκη – Μενδώνη.

Αυτή η εξέλιξη του ελληνικού #metoo απέτρεψε την εντελώς εργαλειακή χρήση που του προόριζε η κυβέρνηση της ΝΔ: Να κοπιάρει (επιτυχημένα ή αποτυχημένα θα έδειχνε η ιστορία) τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ προβάλλοντας το προφίλ του φιλελεύθερου δικαιωματισμού. Η περίπτωση Λιγνάδη τίναξε την κυβερνητική υστεροβουλία στον αέρα.

Γιατί αν δεν θέλουμε να συμφιλιωθούμε με το τέρας, οφείλουμε να είμαστε εναντίον κάθε κακοποιητικής συμπεριφοράς, πατριαρχικής αυθαιρεσίας, εργοδοτικής τρομοκρατίας, προσβλητικών πράξεων ή δηλώσεων, αλλά και να καταλαβαίνουμε ταυτόχρονα ότι ο βιασμός, η κακοποίηση, η παιδεραστία, δεν μπορεί να σχετικοποιείται.

Στο χώρο του θεάτρου η πορεία των καταγγελιών από την εργοδοτική τρομοκράτηση στη σεξουαλική παρενόχληση και από εκεί στην προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και τέλος στους βιασμούς, διανύθηκε πολύ γρήγορα.

Ο Μητσοτάκης σήμερα μίλησε για αυτό που πραγματικά τον καίει: Το θέμα, μας είπε, δεν προσφέρεται για κομματική εκμετάλλευση.

Για κομματική εκμετάλλευση ίσως να μην προσφέρεται, προσφέρεται όμως για πολιτικά συμπεράσματα. Γιατί πέρα από μια σάπια και στην πραγματικότητα φασιστική ιδεολογία της δύναμης, της επιβολής, της ατιμωρησίας του ισχυρού, που χαρακτηρίζει βιαστές και κακοποιητές (και υιοθετείται σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο από συγκεκριμένους χώρους), εδώ είχαμε καραμπινάτη προσπάθεια άμβλυνσης, αθώωσης, συγκάλυψης. Η προσπάθεια δεν πέτυχε και μετεξελίσσεται σε επιχείρηση απεμπλοκής και απόσεισης ευθυνών.

Ο γράφων δεν τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Βαρουφάκη, αλλά τι σχέση είχε αλήθεια η αντίδραση του ΜΕΡΑ 25 στην καταγγελία προς τον Δ.Μούτση για απόπειρα βιασμού, με τη στάση που επί δύο εβδομάδες κράτησε η κυβέρνηση στην καταγγελία προς τον Δ.Λιγνάδη, όχι για απόπειρα, αλλά για πολλαπλούς βιασμούς και μάλιστα βιασμούς ανηλίκων;

Τούτων δοθέντων, τυχόν σημερινή παραίτηση Μενδώνη θα ήταν κάτι πολύ λίγο μπροστά στην κλίμακα και στο βάθος της δυσωδίας. Οι ευθύνες βρίσκονται πιο ψηλά από μια ανεπαρκέστατη υπουργό που είναι επί δύο δεκαετίες υψηλά ιστάμενη στο χώρο του πολιτισμού, αλλά ούτε είδε, ούτε άκουσε τίποτα.

Και τώρα ποιος θα τιμήσει την Ελένη Παπαδάκη;

Ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι αναμφισβήτητα ένας άνθρωπος με ταλέντο. Εξίσου αναμφισβήτητο είναι όμως ότι η άνοδός του στηρίχθηκε από μια αλαλάζουσα εκδικητική Δεξιά της οποίας είναι πιστός υποστηρικτής. Μέχρι και πριν λίγες μέρες, και ενώ βοούσε ο τόπος για τις επερχόμενες καταγγελίες για την εκτός κουίντας δράση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, η πολιτική ηγεσία του τόπου, στεκόταν στο πλευρό του. Ευελπιστούσε σε σιωπητήριο. Η παραίτησή του υπήρξε μόνον την ύστατη ώρα, όταν πλέον άνοιξε ο ασκός των δημοσιευμάτων. Μέχρι χθες ο κυβερνητικός μηχανισμός τον θεωρούσε θύμα κάποιας αριστερής συνωμοσίας, ενώ η ίδια η Υπουργός τον περιέβαλε με την εμπιστοσύνη της. Επέλεξε, ακόμα και μετά τις καταγγελίες, να αντιγράψει τη λιγνάδεια έκφραση περί «τοξικού κλίματος» αντί να συνδράμει στο να σπάσει το απόστημα κακοποιητικών πράξεων και συμπεριφορών.

Ο Δ. Λιγνάδης υπήρξε εκλεκτός του πρωθυπουργού, επιλογή του κυβερνητικού επιτελείου, προβληθείς από τα ΜΜΕ, λατρεμένος της νεοδημοκρατικής τάξης πραγμάτων. Η καλλιτεχνική του αξία είναι σημαντική, ωστόσο η αποθέωσή του (ας θυμηθούμε τον «πυρακτωμένο Λιγνάδη») αφορούσε κατά βάση τον έμμεσο πολιτικό ρόλο τον οποίο κλήθηκε να παίξει, και που ο ίδιος αποδέχτηκε με ενθουσιασμό.

Ο Δ. Λιγνάδης υπηρέτησε τη ρεβανσιστική επάνοδο της πιο αντιδραστικής Δεξιάς στο χώρο των ιδεών και του πολιτισμού. Βοηθήθηκε βεβαίως εξαιρετικά από την πολιτική χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ. Το εγχείρημα παλινόρθωσης ωστόσο υπερέβαινε κατά πολύ τον ΣΥΡΙΖΑ. Αφορούσε κατά βάση το χτύπημα της «μεταπολιτευτικής ηγεμονίας» της Αριστεράς και το τσαλάκωμα του ηθικού πλεονεκτήματος που αναγνωρίζει η ελληνική κοινωνία στην Αριστερά τουλάχιστον από την Εθνική Αντίσταση και μετά.

Βαρύγδουπες μπούρδες του τύπου «Πολιτισμός και Παιδεία εκχωρήθηκαν, χρόνια τώρα, σε ψευδοαριστερές συνειδήσεις» ήταν απαραίτητες για να κερδίσει πόντους το αφήγημα της άρχουσας τάξης. Ότι δηλαδή η ηγεμονία της Αριστεράς καταδυναστεύει τον τόπο, τουλάχιστον κατά τη μεταπολίτευση και μετά, και είναι υπεύθυνη για κάθε λοιμό, λιμό, σεισμό και καταποντισμό που δυναστεύει τη χώρα.

Κι ας κυβερνάται αδιαλείπτως η χώρα από το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης.

Το μίσος για την Αριστερά, την ιστορία της και τον δυνάμει απελευθερωτικό της ρόλο έφτασε στο αποκορύφωμά του το 2015. Όχι επειδή πραγματικά πίστεψε η αστική τάξη ότι κινδύνεψε η εξουσία της από τον Τσίπρα. Το αν κινδύνεψε ή όχι, αποδείχθηκε άλλωστε από την αμέσως μετά πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις πριν και κατά τη διάρκεια του 2015, και ειδικά με το δημοψήφισμα, δημιούργησαν πρωτοφανείς συνθήκες αβεβαιότητας, δείχνοντας ότι παρά τη θωράκισή του, το σύστημα είναι τρωτό σε συνθήκες κρίσης.

Αν κάτι τελικά χτυπήθηκε από την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η άρχουσα τάξη, αλλά η Αριστερά, η σημασία της, η έννοιά της, η ιστορία και η αξιοπιστία της. Έτσι, το οικονομικό και κοινωνικό κατεστημένο είδε τη μεγάλη ευκαιρία να ξεμπλέξει σε βάθος δεκαετιών με την Αριστερά, ταυτίζοντάς την με τον ΣΥΡΙΖΑ και τις παλινωδίες του, με τον Τσίπρα και τις γελοιότητές του (ποιος ξέχασε ότι θα παίζει το νταούλι και θα χορεύουν οι αγορές;). Επεδίωξε να σπιλώσει έτσι το μεγαλείο, την ιστορία, το ηθικό πλεονέκτημα του αριστερού κινήματος της χώρας.

Το προσωπικό της άρχουσας τάξης, είδε τον ΣΥΡΙΖΑ ως τον σφετεριστή ή έστω τον μουσαφίρη μέσα στην ιδιοκτησία του. Η εξουσία φυσικά δεν αμφισβητήθηκε, αμφισβητήθηκαν ωστόσο οι διαχειριστές της. Στην ουσία όμως, η Ελλάδα δεν διέρρηξε επ’ ουδενί τους δεσμούς με το καθεστώς της εξάρτησης και της πλουτοκρατίας. Οι όποιες ανακατατάξεις δεν αφορούσαν κοινωνικές τομές και ριζοσπαστικές ανατροπές, αλλά νέους συμβιβασμούς και αναδιατάξεις, χωρίς αμφισβήτηση του ευρύτερου πλαισίου.

Η ηθική καταρράκωση του ΣΥΡΙΖΑ προσφέρθηκε ως καταλύτης για να επιτευχθεί η στρατηγική ήττα της Αριστεράς. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ λογικά θα ξαναγίνει κάποια στιγμή κυβέρνηση στο πλαίσιο της δικομματικής εναλλαγής στην εξουσία, αλλά τα προτάγματα της Αριστεράς οφείλουν να μείνουν για πάντα θαμμένα στο μακρινό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ και στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, ως κάτι ξεπερασμένο, βλαπτικό, καταδικαστέο. Σε αυτή τη μάχη, τη μάχη ολικής επαναφοράς και αντιδραστικής παλινόρθωσης της Δεξιάς, στρατεύτηκαν με ακραιφνή φανατισμό προσωπικότητες του πνεύματος, της διανόησης και του πολιτισμού μετατρεπόμενοι σε κομματικά ηχεία. Τους διευκόλυναν όχι μόνο τα έργα και οι ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ο συνολικότερος ιδεολογικός και πολιτικός συσχετισμός της εποχής.

Μία από τις πράξεις του Δ. Λιγνάδη που χειροκροτήθηκε με ενθουσιασμό από τις κυβερνητικές γραφίδες ήταν η αποκατάσταση μέχρις αποθεώσεως της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη που εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ μετά τον Δεκέμβρη του 44. Η ονοματοδοσία  τυπικά αφορούσε την προσφορά της στο σανίδι, στην πραγματικότητα όμως αποκαταστάθηκε ως δωσίλογη. Δεν κάνουμε εδώ δίκη προθέσεων για την ονοματοδοσία: ο αντικομμουνισμός, το αντιεαμικό μένος, η αθώωση του δωσιλογισμού και η σπίλωση της ΟΠΛΑ και του ΚΚΕ ήταν τα πρωτεύοντα επιχειρήματα όσων υποστήριξαν την κίνηση Λιγνάδη πριν από ένα χρόνο. Η καλλιτεχνική αξία της Παπαδάκη, είτε απουσίαζε, είτε αναφερόταν δευτερευόντως και παρεμπιπτόντως από αυτούς που θυμήθηκαν τα «κονσερβοκούτια του ΚΚΕ» τη στιγμή της παλινόρθωσης της πιο αντιδραστικής Δεξιάς της μεταπολίτευσης.

Τα ιστορικά στοιχεία για τον υπαρκτό δωσιλογισμό της ηθοποιού και τη μετεμφυλιακή αγιοποίησή της έχουν εκτεθεί επαρκώς από τον Τάσο Κωστόπουλο στην Εφημερίδα των Συντακτών και δεν αφορούν το παρόν σημείωμα. Το πρόβλημα άλλωστε δεν είναι ούτε η Παπαδάκη, ούτε η ονοματοδοσία. Είναι το ξαναγράψιμο της ιστορίας, η ενοχοποίηση της Αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος, η αθώωση των πιο σκοτεινών στιγμών της ελληνικής αστικής τάξης, ο χυδαίος αναθεωρητισμός, η σπίλωση αυτής της έρμης «αριστερής ηγεμονίας» της μεταπολίτευσης. Που όμως προέκυψε από τα ποτάμια αίματος που έδωσαν επί δεκαετίες οι αριστεροί, οι δημοκράτες και οι κομμουνιστές για το λαό αυτής της χώρας.

Με κακιασμένο και χολερικό τρόπο μια πλειάδα εκλεκτών του ελληνικού αστισμού έδωσε και δίνει τη μάχη ενάντια στην «αριστερή ηγεμονία». Επί Κυριάκου Μητσοτάκη, το λιβάνισμα της Δεξιάς και το ανάθεμα της Αριστεράς είναι απαραίτητο διαβατήριο πρόσβασης σε θέσεις, πόστα, ευνοϊκή μεταχείριση, ΜΜΕ και χρηματοδοτήσεις. Ο αντικομμουνισμός είναι προϋπόθεση ανέλιξης γιατί ακόμα και αν σήμερα δεν υπάρχει αντίπαλος στον οδοστρωτήρα του ακροδεξιού νεοφιλελευθερισμού, η ιστορία αφήνει ανεξίτηλα σημάδια.

Για τέτοιες και άλλες τέτοιες πράξεις του ο Δ. Λιγνάδης επιλέχθηκε από το ανώτερο δυνατό κυβερνητικό επίπεδο. Τι κι αν υπήρχαν υπόνοιες για κακοποιητικές συμπεριφορές και κατάχρηση εξουσίας; Τι κι αν υπήρχε ποινική προϊστορία; Τι κι αν συστάθηκε επί θητείας του σύλλογος σπουδαστών της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου με στόχο «την προστασία από κάθε είδους λεκτική, ομοφοβική, σεξιστική, σεξουαλική, ρατσιστική παρενόχληση»;

Ο Δ. Λιγνάδης φιλούσε γονυπετής το κιτσάτο ομοίωμα του Παρθενώνα για να σηματοδοτήσει την επαναφορά στο “αρχαίο πνεύμα” που ενοχοποίησε η Αριστερά, και επανέφερε τον …αγιασμό στο Εθνικό Θέατρο για να τονώσει τη χριστιανοσύνη που κινδύνευσε από τους “άθεους”. Έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, έχοντας μάλιστα συνείδηση ότι οι υποστηρικτές του είναι τέτοιας ποιότητας, που όπως ομολογούσε και ο ίδιος και να «κατουρήσω πάνω στη σκηνή, θα πουν μμμ, τι τόλμη ο Λιγνάδης».

Σε αυτό δίκιο είχε. Δεν προέβλεψε ωστόσο ότι το κύμα αποκαλύψεων κακοποιητικών συμπεριφορών, τρομοκρατίας, εκβιασμών, σεξουαλικών παρενοχλήσεων και βιασμών, θα μπορούσε να γκρεμίσει κάποιον με τόσες και τέτοιες διασυνδέσεις.

Όσο για τους μέχρι πρότινος δυνατούς προστάτες του σκηνοθέτη και ηθοποιού; Δεν μπορούν στην περίπτωση αυτή να εφαρμόσουν το «κάτσε λίγο πίσω μέχρι να ξεφουσκώσει το θέμα» που επιχείρησαν με κάποιον άλλον εκλεκτό τους. Το ποτάμι των καταγγελιών δεν είναι ούτε καναλιζαρισμένο, ούτε διαχειρίσιμο. Ας αναλογιστούν λοιπόν το στίχο: Few love to hear the sins they love to act.