Άρθρα

Η επιχειρηματική τάξη της αρπαχτής, της εξαγορασμένης αριστείας και της απληστίας, έφαγε σήμερα ένα ηχηρό χαστούκι

Η απόπειρα της efood να μετατρέψει συμβάσεις εργασίας σε συμβάσεις αμοιβής με το κομμάτι θα ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να αναδειχθεί η ρηχότητα, η ιδιοτέλεια και ο κυνισμός που διακρίνουν την ελληνική άρχουσα τάξη. 

Θα ήταν, αλλά δεν είναι, γιατί η στρατιά πληρωμένων πιστολιών των ΜΜΕ που παριστάνουν τους δημοσιογράφους, βάλθηκε να αποκαταστήσει – πιθανά με το αζημίωτο – το τρωθέν κύρος της εταιρείας. Αντί να θέσει επί τάπητος το τι και γιατί έγινε, πασχίζει να συσκοτίσει τις αιτίες και τις συνθήκες που επικρατούν πραγματικά στην ελληνική αγορά εργασίας. Και ο πολιτικός κόσμος της χώρας, ενωμένος στην εμπέδωση των μεσαιωνικών εργασιακών σχέσεων της Gig Economy, επιχειρεί να αντιμεταθέσει την ευθύνη και να αποφύγει το κόστος. 

Η άτακτη υποχώρηση της εταιρείας όπως εκφράστηκε με την ανακοίνωση μετατροπής όλων των συμβάσεων σε αορίστου, με αναγνώριση προϋπηρεσίας, αφήνει έκθετους όλους όσους έσπευσαν τις προηγούμενες μέρες να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Όσους υποστήριξαν ότι ο νόμος Χατζηδάκη αλλά και ο ασφαλιστικός νόμος του 2020 είναι άσχετοι με τη συγκεκριμένη απαίτηση της εταιρείας, αλλά και όσους κρύφτηκαν πίσω από τον νόμο Χατζηδάκη για να αποσείσουν τις δικές τους ευθύνες και κυβερνητικά πεπραγμένα (νόμος Κατρούγκαλου, επιδότηση εργοδοσίας που απασχολούσε εργαζόμενους με μπλοκάκια κλπ).

Η δουλειά με το κομμάτι, το μπλοκάκι και η μετατροπή του εργαζόμενου σε “συνεργάτη” δεν είναι κατορθώματα της τελευταίας διετίας. Είναι διακομματική και διαχρονική η πολιτική ευθύνη για τα καθεστώτα γαλέρας που στήθηκαν στους εργασιακούς χώρους, για τους καταναγκασμούς, τις απειλές, τις αυθαιρεσίες. 

Η συγκεκριμένη εταιρεία, έχοντας (λόγω πανδημίας) κέρδη πέρα από κάθε προσδοκία, εκβίασε τους διανομείς της, υπό την απειλή της απόλυσης, να αποδεχτούν το καθεστώς του freelancer. Εκβίασε αυτούς που ήταν από τους εργαζόμενους της “πρώτης γραμμής του μετώπου” κατά τη διάρκεια του λοκντάουν, έχοντας μάλιστα πρωταγωνιστήσει στα σχετικά σποτ της Πολιτικής Προστασίας, προκαλώντας την εύλογη συμπάθεια και υποστήριξη της κοινωνίας. Ήρωες τότε, αναλώσιμοι σήμερα. 

Υπό φυσιολογικές συνθήκες και σκεπτόμενοι λογικά, η έκρηξη κερδών των εταιρειών διανομής λόγω πανδημίας, θα είχε τα εξής αποτελέσματα για τους εργαζόμενους: Μοίρασμα μικρού έστω μέρους των κερδών με αύξηση μισθών και παροχών, καλύτερες συνθήκες εργασίας, περισσότερη ασφάλεια και προστασία. Σε πολιτικό και κυβερνητικό επίπεδο θα περίμενε κανείς νόμους και αποφάσεις που θα τους προστάτευαν, θα τους ενίσχυαν, θα τους επιβράβευαν. 

Όμως, η Ελλάδα της επιχειρηματικότητας, η Ελλάδα που σκούζει ενάντια στο σοβιετικό μοντέλο και τα κομμουνιστικά κατάλοιπα, η Ελλάδα που θεωρεί τα κοινωνικά δικαιώματα εμπόδιο στην κερδοφορία των αργόσχολων της πλατείας Κολωνακίου, η Ελλάδα της κούφιας καινοτομίας, η Ελλάδα που κυβερνάται από τους αυτοανακηρυχθέντες άριστους γόνους πλουσίων και ισχυρών, δεν έχει τέτοια κολλήματα με τις φυσιολογικές συνθήκες και τη λογική. 

Το εντελώς αντίθετο.

Σημειώνοντας αύξηση τζίρου 50% και έχοντας καθαρά κέρδη πάνω από 20 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία αποδόθηκαν στους ιδιοκτήτες της, η εταιρεία έδωσε σπάνιο ρεσιτάλ εργοδοτικής απληστίας και σκατοψυχιάς. Τη χρονιά που κέρδισε περισσότερα από όσα θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, επιχείρησε να μειώσει περαιτέρω το εργοδοτικό κόστος, βαφτίζοντας τους εργαζόμενους του λειψού μεροκάματου, “συνεργάτες”.

Και αν την αχόρταγη για περισσότερα κέρδη, υπερ-κερδοφόρα εταιρεία, την περιμέναμε, γιατί κανείς πλούσιος δεν θα αφήσει την ευκαιρία να γίνει ακόμα πλουσιότερος πατώντας στο λαιμό του αδύναμου, τι ακριβώς έκανε η κυβέρνηση;

Επιβράβευσε με τον ασφαλιστικό νόμο του 2020 την αήθη πρακτική των εταιρειών να βαφτίζουν την εξαρτημένη εργασία παροχή έργου και να μετατρέπουν τον σταθερό μισθό σε πληρωμή με το κομμάτι. Μειώνοντας τις εισφορές, ενίσχυσε την αυτοαπασχόληση, τιμώρησε τη μισθωτή εργασία, έδωσε κίνητρο για προσλήψεις με μπλοκάκι και πληρωμή με το κομμάτι, έστησε αντικίνητρο για συμβάσεις εργασίας. 

Τάχθηκε δηλαδή με τη μεριά του επιχειρηματικού συρφετού που επιδίωκε να μην πληρώνει εργοδοτικές εισφορές και να απαλλαγεί από το κόστος που του προκαλούσαν οι άδειες, οι μητρότητες, οι ασθένειες, οι κανόνες υγειινής και ασφάλειας και οι λοιπές εφευρέσεις του εικοστού αιώνα που στέκουν εμπόδιο στην αριστεία και στην καινοτομία. 

Και με τον εργασιακό νόμο του 2021, επικύρωσε και νομιμοποίησε την παράνομη πρακτική των εταιρειών ντελίβερι να απασχολούν διανομείς ως συνεργάτες. Η Wolt δούλευε έτσι από την αρχή, η e-food επιχείρησε να το κάνει, αλλά σκόνταψε πάνω στη θηριώδη απληστία της και μετά την κοινωνική κατακραυγή, δεν είχε άλλη επιλογή από την άτακτη υποχώρηση. 

Έχουμε δηλαδή έναν πολιτικό κόσμο (γιατί η ευθύνη δεν αφορά μόνο αυτή την κυβέρνηση αλλά και τις προηγούμενες) που κυνικά και ξεδιάντροπα, αντί να πάρει το μέρος του αδύναμου παίρνει διαρκώς το μέρος του ισχυρού. 

Η e-food και η ιδιοκτησία της πλήρωσε την πλεονεξία, την ασυδοσία και τη σκατοψυχιά που χαρακτηρίζουν την ελληνική επιχειρηματική τάξη. 

Την τάξη που με μοναδικά προσόντα το κεφάλαιο που κληρονόμησε και το πολιτικό προσωπικό που την προστατεύει σκανδαλωδώς και με κάθε τρόπο, αρμέγει την κοινωνία, λεηλατεί τα δημόσια ταμεία, σιτίζεται πλούσια από τον κρατικό κορβανά, καταπίνει επιδοτήσεις και ΕΣΠΑ πιο γρήγορα και από τη σκιά της.

Αυτή η επιχειρηματική τάξη της αρπαχτής, της εξαγορασμένης αριστείας και της κληρονομημένης υπεροχής, έφαγε σήμερα, με την υποχώρηση της e-food, ένα ηχηρό χαστούκι. 

Δεν θα σταματήσει φυσικά να είναι άπληστη, αχόρταγη, εκδικητική, αηδής και αήθης.

Αλλά το χαστούκι αυτό μπορεί να κάνει την πλευρά της ζωντανής εργασίας να πιστέψει λίγο περισσότερο στις δικές της δυνάμεις.