Άρθρα

Γιατί μιλάμε για εμφυλη βία

Γράφει η Μαρίνα Παπαδοπούλου και η Ειρήνη Τσαλουχίδη

Η δημόσια αναφορά της Σοφίας Μπεκατώρου σχετικά με το βιασμό που υπέστη άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, με τις καταγγελίες για δημόσια πρόσωπα να διαδέχονται η μία την άλλη. Με αφορμή αυτήν την καταγγελία, ξεκίνησε μια παράλληλη και συνδεόμενη συζήτηση για τη βία στους χώρους εργασίας. Το ρεύμα που δημιουργήθηκε ήταν τόσο ισχυρό, ώστε να φτάσουν να αποκαλύπτονται σοβαρές εγκληματικές συμπεριφορές ανθρώπων που αποτελούσαν «προσωπικές επιλογές του πρωθυπουργού» σε βάρος ανηλίκων και μη. Η συζήτηση που διεξάγεται ευρύτατα αυτή τη στιγμή στα social media, τα ΜΜΕ, τις παρέες των ανθρώπων είναι πλούσια και χαώδης, ενώ εκτείνεται και σε επιμέρους παραμέτρους του προβλήματος της έμφυλης βίας, όπως το νομικό πλαίσιο, η στάση της δικαιοσύνης, η ψυχολογία των θυμάτων, ο ρόλος της οικογένειας, οι πολιτικές ευθύνες κ.ά. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να εισάγει ορισμένους προβληματισμούς στη συζήτηση, με στόχο αυτή να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα.

Υπάρχει πρόβλημα έμφυλης βίας στην Ελλάδα;

Ναι. Υπάρχει και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο, με διαφορετική ένταση και έκταση. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η ανισότητα μεταξύ των φύλων αποτελεί παρελθόν ή απλό κατάλοιπο προηγούμενων εποχών που με τον καιρό και την δήθεν γραμμική κοινωνική εξέλιξη θα ξεπεραστεί. Τα στοιχεία τους διαψεύδουν. Σύμφωνα με έρευνα που διενέργησε το 2012 το FRA[1] σε 42.000 γυναίκες από όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. το 33% των γυναικών από 15 ετών και άνω έχουν πέσει θύματα σωματικής ή/και σεξουαλικής κακοποίησης τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους.  Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, 1 στις 20 γυναίκες στην Ε.Ε. έχει πέσει θύμα βιασμού. Το ποσοστό που αφορά την Ελλάδα είναι μικρότερο, με τα θύματα σεξουαλικής ή/και σωματικής βίας να ανέρχονται στο 19% των ερωτηθεισών. Χαμηλότερα είναι και τα ποσοστά των βιασμών. Ενδιαφέρον στοιχείο στην έρευνα είναι σταθερά τα υψηλότερα ποσοστά σωματικής και σεξουαλικής βίας αναφέρονται στις θεωρητικά «προηγμένες» σκανδιναβικές χώρες, με την έρευνα να θέτει πάντως υπόψιν του αναγνώστη ότι αυτό πιθανώς οφείλεται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι υπάρχει καλύτερη αντίληψη σε σχέση με το τι συνιστά παρενόχληση και σεξουαλική βία.

Ειδικά για την Ελλάδα, ενδιαφέρον έχει το στοιχείο ότι ενώ μόνο το 17% δηλώνει ότι ανησυχεί ότι θα πέσει θύμα κακοποίησης (με την πλειοψηφία μάλιστα να θεωρεί πιθανότερο το ενδεχόμενο να κακοποιηθεί από κάποιον άγνωστο παρά τα σαφή στοιχεία που δείχνουν ότι η κακοποίηση από οικεία πρόσωπα είναι πολύ συχνότερη), το 68% των γυναικών (ένα από τα υψηλότερα ποσοστά πανευρωπαϊκά) δηλώνουν ότι αποφεύγουν συνειδητά την μετακίνησή τους σε ορισμένους χώρους, ιδιωτικούς ή δημόσιους, που αναγνωρίζουν ως «επικίνδυνους». Τα παραπάνω φαίνονται λογικά επακόλουθα της ευρέως διαδεδομένης αντίληψης που θέλει το θύμα να ευθύνεται επειδή «προκάλεσε» ή «ήταν απρόσεκτο», αλλά και της λογικής που θέλει τις γυναίκες κυρίως να φοβούνται την κακοποίηση και όχι να είναι καλά ενημερωμένες σε σχέση με αυτήν. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα βρίσκεται τρίτη από το τέλος, όσον αφορά το ποσοστό καταγγελίας στην αστυνομία του πιο σοβαρού περιστατικού σωματικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης που έχει δεχθεί μία γυναίκα.

Τι γεννά την καταπίεση και τη βία;

Η καταπίεση αφορά μια ανισότητα ισχύος και την επιβολή του ισχυρού στον αδύναμο, κύριο χαρακτηριστικό των εκμεταλλευτικών συστημάτων. Μια τέτοια ανισότητα είναι φανερή ανάμεσα στα δύο φύλα και έχει προκύψει ιστορικά από την κυριαρχία της πατριαρχίας ως τρόπου οργάνωσης της οικογένειας και της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με τον Ένγκελς [2] στην ανάλυσή του για την καταγωγή της οικογένειας, η υποδούλωση των γυναικών στους άνδρες αποτέλεσε την πρώτη ταξική σχέση υποδούλωσης.

Η γυναικεία εκμετάλλευση προέκυψε από το ζήτημα καταμερισμού της εργασίας και της κληροδότησης της ιδιοκτησίας, αλλά σύντομα εγκαθιδρύθηκε στην ιδεολογία, τα κοινωνικά στερεότυπα και την ηθική, με διαφοροποιήσεις σε κάθε εποχή, διαμορφώνοντας τους κοινωνικούς ρόλους του φύλου που εξυπηρετούν τον καταμερισμό της εργασίας σε κάθε ιστορική περίοδο. Η σχέση μεταξύ ταξικού και έμφυλου ζητήματος έχει υπογραμμιστεί ήδη από τη δεκαετία του ’60 από το μαρξιστικό φεμινισμό, αναδεικνύοντας το ζήτημα του φύλου ως μια σημαντική αντίθεση για το καπιταλιστικό σύστημα. Αναγνωρίζει την καταπίεση των γυναικών, ή καλύτερα την κυριαρχία των ανδρών, ως δομικό στοιχείο του συστήματος, μέσω της διπλής εκμετάλλευσης των γυναικών στον τομέα της παραγωγής και της αναπαραγωγής.

Έτσι, η σχέση μεταξύ των φύλων διαμορφώνεται ως μια σχέση εξουσίας συχνά μέσω της επιβολής αυτής, είτε λόγω των κοινωνικών νορμών που επιζητούν τη συμμόρφωση, είτε με χρήση βίας. Πρέπει να γίνει απολύτως αντιληπτό ότι ο βιασμός και οι παρενοχλητικές συμπεριφορές δεν σχετίζονται με την σεξουαλικότητα και δεν αποτελούν πιο «επιθετικές» μορφές έκφρασης της επιθυμίας ή της αγάπης. Σχετίζονται κατά βάση με την εξουσίαση του άλλου, που νοείται την δεδομένη στιγμή και βάσει των κυρίαρχων κοινωνικών αντιλήψεων ως αδύναμος. Το πρόβλημα δηλαδή ανάγεται στο σύστημα που παράγει θύτες και θύματα και στις αξίες που αυτό καλλιεργεί στην κοινωνία, προκειμένου να νομιμοποιήσει την οικονομική και κοινωνική ανισότητα που παράγει. Λεκτική, σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική, η έμφυλη βία διαχωρίζεται ως έννοια  από άλλα είδη βίας λόγω της κατεύθυνσής της  (προς τη γυναίκα) και του σκοπού της (την επιβολή του ισχυρού φύλου). Οι κοινωνικές νόρμες για τη σχέση και αλληλεπίδραση μεταξύ των φύλων, οι οποίες κανονικοποιούν την ανδρική επιθετικότητα έχουν δημιουργήσει μια κουλτούρα αποσιώπησης για περιστατικά έμφυλων κακοποιητικών συμπεριφορών στο σπίτι, την εργασία ή το δημόσιο χώρο. Και για αυτό, η εμφάνιση τέτοιων καταγγελιών στο δημόσιο λόγο αποκτά χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας: η μία ακολουθεί την άλλη γιατί λαμβάνουν δύναμη από το άνοιγμα του διαλόγου στη δημόσια σφαίρα, από την πρόκληση που αυτό δημιουργεί ενάντια στο status quo που κανονικοποιεί την παραβιαστική συμπεριφορά με το επιχείρημα «έτσι είναι η φύση τους».

Αυτές οι κοινωνικές νόρμες συνδέονται με το φαινόμενο της «κουλτούρας του βιασμού». Πρόκειται για μια κοινωνιολογική έννοια που αναφέρεται σε κοινωνικά πλαίσια στα οποία μέσω των κοινωνικών στάσεων για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ο βιασμός κανονικοποιείται, ενισχύεται η έμφυλη βία και η ενοχοποίηση του θύματος. Η κυρίαρχη αναπαράσταση για το βιασμό αφορά μια επίθεση ενός «τρελού» σε ένα σκοτεινό σοκάκι, όπου η εμφάνιση μιας κοπέλας τον έκανε να μη μπορεί να συγκρατήσει τη γενετήσια ορμή του. Αυτό αναπαράγει το μύθο της ευθύνης του θύματος ως πόλου σεξουαλικής έλξης. Ταυτόχρονα, θεωρεί αναπόδραστη τη σεξουαλική διέγερση κάθε άνδρα, αλλά η ‘διαταραχή’ του βιαστή έγκειται στο ότι ο συγκεκριμένος δρα επί αυτής της σεξουαλικής ορμής. Η «πρόληψη» λοιπόν του βιασμού έγκειται στις επιλογές της γυναίκας ώστε να μη φαίνεται σεξουαλική διαθέσιμη, και από πολύ νεαρή ηλικία η γυναίκα εκπαιδεύεται σε μεθόδους πρόληψης: να είσαι με παρέα, να συνοδεύεσαι από άνδρα, να γυρνάς νωρίς, να μη φοράς αποκαλυπτικά ρούχα, να διαλέγεις την πιο φωτισμένη διαδρομή, να κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι, να μιλάς στο τηλέφωνο ή έστω να παριστάνεις πως μιλάς στο τηλέφωνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο θύτης παρουσιάζεται ως ανώμαλος, ως πιθανό ‘ψυχιατρικό περιστατικό’, αλλά το θύμα δε γλυτώνει από τις κατηγορίες ότι δεν πρόσεχε αρκετά, ότι έχει κάποιου είδους ευθύνη στο γιατί συνέβη σε εκείνη.. Πολύ συχνότερα βέβαια είναι τα περιστατικά βιασμού από οικεία πρόσωπα. Σε αυτά τα περιστατικά επικρατεί η δυσπιστία των Αρχών και του κοινωνικού περιγύρου, που είτε κατηγορούν το θύμα για ψευδή καταγγελία, είτε ξεχειλώνουν την έννοια της συναίνεσης. Η ευθύνη βαραίνει και πάλι το θύμα που δεν προέβαλε αρκετή αντίσταση, δεν έκανε σαφή την άρνηση ή απλά θεωρείται ότι μετάνιωσε μια συναινετική πράξη και τώρα θέλει να εκδικηθεί και να συκοφαντήσει.

Το θύμα πέρα από το τραύμα για το αυτό το οποίο πέρασε, εσωτερικεύει το βάρος της «ατομικής της ευθύνης» κατηγορώντας τον εαυτό της ότι θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι παραπάνω Θα μπορούσε να είχε φωνάξει περισσότερο, να χτυπήσει δυνατότερα, να πει περισσότερες φορές «όχι», να εμπιστευτεί λιγότερο τα λόγια «Καλέ είναι δυνατόν να με φοβάσαι; Ένα ποτό θα πιούμε». Φυσιολογικές αντιδράσεις του σοκ, όπως το πάγωμα, χρησιμοποιούνται ενάντια στο θύμα. Η απώθηση του συμβάντος και η δυσκολία παραδοχής του ως βιασμό είναι συχνό ψυχολογικό φαινόμενο και παίζει σημαντικό ρόλο στην καθυστέρηση της καταγγελίας, ενώ ταυτόχρονα οι κοινωνικές επιπτώσεις που υφίστανται τα θύματα που καταγγέλλουν αποτελούν επιπλέον αποτρεπτικό παράγοντα.

Έμφυλη ή ταξική βία;

Πολλές από τις καταγγελίες που δημοσιοποιούνται αφορούν τους εργασιακούς χώρους και αυτό έχει ανοίξει μια παράλληλη συζήτηση για τη βία στην εργασία. Η συζήτηση αυτή είναι αναγκαία. Δε χρειάζεται όμως να υπονομεύει την ιδιαιτερότητα της γυναικείας εργασίας, θέτοντας ως αλληλοαποκλειόμενα το ταξικό και το έμφυλο. Φυσικά και υπάρχει το φαινόμενο βίας προς τους εργαζομένους και προς τα δύο φύλα. Οφείλουμε όμως να κατανοήσουμε πως η καταπίεση, ο εξευτελισμός και η βία του εργοδότη δημιουργεί μια εντονότερη καταπίεση όταν κατευθύνεται σε γυναίκα εργαζόμενη, γιατί κατά κανόνα εκμεταλλεύεται την ασθενέστερη θέση της εξαιτίας του ότι είναι γυναίκα: είτε γιατί σωματικά δεν μπορεί να αντιδράσει, είτε γιατί έχει λιγότερες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας (άρα μεγαλύτερες πιθανότητες να σιωπήσει), είτε γιατί η κοινωνική κατακραυγή μπορεί να κατευθυνθεί στο θύμα αντί για το θύτη, είτε σεξουαλικοποιώντας το σώμα της κοκ.

Επίσης, δεν αρνείται κανείς το γεγονός πως το γυναικείο και εργατικό κίνημα πέτυχαν μεγάλες νίκες τις παρελθούσες δεκαετίες γύρω από ζωτικής σημασίας αιτήματα όπως το ωράριο, οι δομές του κοινωνικού κράτους, τα ασφαλιστικά συστήματα, η προστασία της μητρότητας κ.ά. Οι σημαντικές αυτές νίκες έχουν ωστόσο αναιρεθεί σε μεγάλο βαθμό μετά από 40 χρόνια νεοφιλελεύθερου παροξυσμού. Η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η όλο και πιο έντονη ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας (συχνά μάλιστα στο όνομα της δυνατότητας των γυναικών να μεγαλώνουν τα παιδιά τους), η αμφισβήτηση του 8ώρου και η ολομέτωπη επίθεση στο συνδικαλισμό μας έχουν οδηγήσει πολλά βήματα πίσω. Ο νεοφιλελευθερισμός επιχειρεί την επιστροφή της γυναίκας στους παραδοσιακούς ρόλους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, διατηρουμένης φυσικά της ιδιότητάς της ως εργαζόμενης, με σχέσεις ωστόσο μερικούς απασχόλης, τηλεργασίας ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι που πρέπει να ενισχυθεί η φωνή των γυναικών στους χώρους εργασίας και η διεκδίκηση παραδοσιακά «γυναικείων» αιτημάτων, που στην πραγματικότητα όμως συντελούν στην βελτίωση της θέσης του συνόλου των εργαζομένων.

Το γυναικείο ζήτημα ήταν και παραμένει επίκαιρο και χρειάζεται να υπάρχει στην ατζέντα όσων διεκδικούν ένα δίκαιο κόσμο, μακριά από τν καταπίεση και την εκμετάλλευση. Η εξέλιξη το Me Too στην Ελλάδα αποτελεί αφορμή να βγει στο προσκήνιο μια πλευρά της γυναικείας εμπειρίας, ένα συλλογικό βίωμα γύρω από την έμφυλη διάσταση της βίας και της καταπίεσης, σε μια εποχή που υπάρχουν περισσότερα ανοικτά αυτιά. Αυτή η συνθήκη θα βοηθήσει να κάνουμε το πρώτο βήμα, να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα στην πραγματική του διάσταση, ώστε να αρχίσουμε να ψηλαφουμε απαντήσεις.

[1] European Agency for Fundamental Rights: Βία κατά των γυναικών – Πανευρωπαϊκή έρευνα . Η έρευνα αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα έρευνα που έχει διενεργηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ περιλαμβάνει αναλυτικά στοιχεία και για την ψυχολογική βία, την σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, τη διαδικτυακή παρενόχληση, το stalking κ.ά. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι διακρίνει αυστηρά τα κριτήρια ανάμεσα στις διαφορετικές μορφές βίας.

[2] Ένγκελς, Φ. Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους

Ημέρα της Γυναίκας: μια πολύ σοβιετική ιστορία

Ενας αστικός μύθος συνόδευε για σχεδόν μισό αιώνα την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Κάποιοι ήθελαν να «θυμούνται» μια απεργία στη Νέα Υόρκη και να ξεχνούν την έναρξη της Ρωσικής Επανάστασης.

Από τα μέσα του 20ού αιώνα και για αρκετές δεκαετίες δεκάδες δημοσιεύματα για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας εντόπιζαν τις απαρχές του εορτασμού σε μια απεργία γυναικών σε κλωστοϋφαντουργία, που σημειώθηκε στις 8 Μαρτίου του 1857 στη Νέα Υόρκη. Αρκετοί αρθρογράφοι έφτασαν μάλιστα να περιγράφουν με τρομακτικές λεπτομέρειες την άρνηση των γυναικών να υπακούσουν στις εντολές της αστυνομίας να διαλυθούν. «Η αστυνομία είχε εντολές να πυροβολεί και να σκοτώνει» έγραφαν κάποιοι, ενώ άλλοι προσέθεταν ότι οι γυναίκες έδιναν τη μάχη για τις 10 ώρες εργασίας.

Το μοναδικό πρόβλημα σε αυτές τις αφηγήσεις είναι ότι η συγκεκριμένη απεργία, όπως και οι συγκρούσεις με την αστυνομία, δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Σύμφωνα με έρευνες που πραγματοποίησαν δύο εμβληματικά μέλη του φεμινιστικού κινήματος της Γαλλίας, η Λιλιάν Καντέλ και η Φρανσουάζ Πικ, καμία εφημερίδα και κανένα ιστορικό αρχείο δεν έχει καταγράψει κάποιο σημαντικό γεγονός στις 8 Φεβρουαρίου του 1857 στη Νέα Υόρκη. Προφανώς οι δύο ερευνήτριες δεν είχαν καμία πρόθεση να αμφισβητήσουν τις ηρωικές μάχες που έδινε από τα μέσα του 19ου αιώνα το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ. Πιστεύουν όμως ότι η επικράτηση του συγκεκριμένου αστικού μύθου οφείλεται στην προσπάθεια ορισμένων να αποκρύψουν τον ρόλο που έπαιξε η Σοβιετική Ενωση στην καθιέρωση της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας.

Στις 8 Μαρτίου του 1917 (23 Φεβρουαρίου για το ρωσικό ημερολόγιο) γυναίκες από βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργίας του Πέτρογκραντ, της πρωτεύουσα της τσαρικής Ρωσίας, ξεκίνησαν μια απεργία που σύντομα επεκτάθηκε σε ολόκληρη την πόλη. Ήταν η έναρξη της Επανάστασης του Φεβρουαρίου, η οποία με τη σειρά της σηματοδότησε την απαρχή της Ρωσικής Επανάστασης του 1917. Ακόμη και εδώ βέβαια υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τα γεγονότα που πυροδότησαν τις συγκεντρώσεις. Η επίσημη ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης ανέφερε ότι όλα ξεκίνησαν με εντολή της Κεντρικής Επιτροπής Μπολσεβίκων του Πέτρογκραντ. Ο Τρότσκι, όμως, στην Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, αποκάλυπτε ότι η απεργία ξεκίνησε αυθόρμητα, «χωρίς να ληφθούν υπόψη οι δικές μας οδηγίες», όπως έλεγε.

Από τις περιγραφές του Τρότσκι μαθαίνουμε επίσης ότι η 8η Μαρτίου υπήρχε ήδη ως Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Πιθανότατα η επιλογή της ημέρας έγινε το 1914 με τις μεγάλες συγκεντρώσεις στο Βερολίνο και το Λονδίνο (όπου πραγματοποιήθηκε και η ιστορική σύλληψη της θρυλικής σουφραζέτας Σίλβια Πάνκχερστ). Η απόφαση να υπάρχει μια διεθνής ημέρα για τη γυναίκα είχε ληφθεί τον Αύγουστο του 1910 στη Διεθνή Διάσκεψη Σοσιαλιστριών Γυναικών που πραγματοποιήθηκε στην Κοπεγχάγη, χωρίς όμως να οριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία. Η Ημέρα της Γυναίκας λοιπόν ήταν εξ αρχής συνυφασμένη με το σοσιαλιστικό κίνημα, αλλά το μέγεθος των γεγονότων του Πέτρογκραντ ήρθε να βάλει και τη σφραγίδα της Ρωσικής Επανάστασης – κάτι που δεν μπορούσε να ανεχτεί η Δύση.

Η 8η Μαρτίου είχε αποκτήσει πλέον σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά, καθώς συνέδεε τον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών με ευρύτερα θέματα ισότητας, τις συνθήκες εργασίας, αλλά και το αντιπολεμικό κίνημα. Το σύνθημα «Ψωμί και ειρήνη», με το οποίο ξεκίνησαν την απεργία τους οι γυναίκες στο Πέτρογκραντ, μπορεί να ήταν από τα πιο σύντομα στην ιστορία των επαναστάσεων, αλλά άνοιγε τεράστιους ορίζοντες στο γυναικείο κίνημα. Δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις γυναικών, πριν από την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου στη Μαδρίτη, έγινε από την κομμουνίστρια Ντολόρες Ιμπαρούρι, η οποία έδωσε και αντιφασιστικά χαρακτηριστικά στην επέτειο της 8ης του Μάρτη.

Ασχέτως πάντως της σημασίας της για το φεμινιστικό κίνημα, η ιστορία της 8ης Μαρτίου αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα για πώς μπορεί να δημιουργηθεί ένας αστικός μύθος. Όπως εξηγούν η Λιλιάν Καντέλ και η Φρανσουάζ Πικ, από το 1955, οπότε δημιουργείται ο μύθος της απεργίας των γυναικών στη Νέα Υόρκη, δεκάδες δημοσιογράφοι φρόντιζαν να προσθέτουν μικρές λεπτομέρειες που θα έκαναν την αφήγησή τους πιο ρεαλιστική. «Μια φορά και ένα καιρό» έγραφε το 1955 η γαλλική Humanité «στη Νέα Υόρκη του 1857 υπήρχαν εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας, οι οποίες δούλευαν για δέκα ώρες την ημέρα σε απάνθρωπες συνθήκες με μισθούς πείνας».

Λίγες ημέρες νωρίτερα όμως άλλο δημοσίευμα ανέφερε ότι οι εργάτριες δούλευαν περισσότερες ώρες και με την απεργία τους ζητούσαν την καθιέρωση της δεκάωρης εργασίας. Διαβάζοντας τα κείμενα θα πίστευες ότι οι συντάκτες έζησαν από κοντά τα γεγονότα και μπορούσαν να περιγράψουν ακόμη και το λαμπύρισμα στα μάτια των απεργών (σχεδόν όπως η εφημερίδα «Το Βήμα» περιέγραφε τους σωματοφύλακες του Ερντογάν, ο οποίος… δεν είχε έρθει στην Ελλάδα).

Αρκετές από αυτές τις αφηγήσεις ξεκίνησαν και από έντυπα της Αριστεράς, όπως η Humanité, ήταν όμως το αντικομμουνιστικό κλίμα του Ψυχρού Πολέμου που λειτούργησε σαν πευκοβελόνες στην πυρκαγιά της παραπληροφόρησης. Η Δύση δεν μπορούσε να δικαιολογήσει στον δικό της πληθυσμό ότι οι γυναίκες στη πρώην ΕΣΣΔ απολάμβαναν ίσα δικαιώματα με τους άντρες, τη στιγμή που στην καρδιά της Ευρώπης αντιμετωπίζονταν σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας (σε ένα καντόνι της Ελβετίας οι γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά το… 1990).

Το βέβαιο είναι ότι ο αστικός μύθος έδρασε υποδειγματικά σε εποχές που η παγκόσμια ημέρα των γυναικών έπρεπε να αποσυνδεθεί από άλλες, εξίσου «επικίνδυνες», διεκδικήσεις.

Η σιωπή σπάει με αγώνες

Κάποτε το 1857, οι εργάτριες στα ραφτάδικα της Ν. Υόρκης κατέβηκαν σε απεργία, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, ωράριο 10 ωρών και ισότιμα δικαιώματα. Η αστυνομία απάντησε με σφοδρή επίθεση!

Ηταν 8 του Μάρτη κι αυτή ήταν μια μεγάλη στιγμή στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Είχε προηγηθεί η πρώτη γυναικεία απεργία των Αγγλίδων εργατριών στα γάντια, στο Ουόρτσεστερ το 1804, ενώ το 1831 ακολούθησαν οι Γαλλίδες καπελούδες.

Στην Αμερική, η σπίθα ανάμεσα στις γυναίκες άναψε το 1820, στο Νιου Ιγκλαντ, στις βιοτεχνίες ενδυμάτων, με αιτήματα καλύτερες συνθήκες δουλειάς, αξιοπρεπείς μισθούς και μικρότερα ωράρια. Να σημειωθεί πως η απεργία των υφαντριών στο Ντόβερ, το 1828, είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, που παραλίγο να επέμβει η πολιτοφυλακή, για να αποσοβηθεί η …γυναικοκρατία!
Εγιναν κι άλλες πολλές κινητοποιήσεις, ώσπου ιδρύθηκε το 1844 το πρώτο γυναικείο εργατικό σωματείο. Οι γυναίκες πέτυχαν τότε και τις πρώτες μεταρρυθμίσεις στις συνθήκες εργασίας στην κλωστοϋφαντουργία. Ακολούθησε η δημιουργία σωματείων και στους κλάδους των καπνεργατριών, των ραφτρών, των τυπογράφων, των μοδιστρών και των εργαζομένων σε πλυντήρια.
Από τότε μέχρι σήμερα, οι γυναίκες δεν σταμάτησαν να αγωνίζονται για τα αυτονόητα. Στις σημερινές συνθήκες όμως, του γενικευμένου φόβου και της ανασφάλειας, ζουν στο πετσί τους ακόμα πιο επώδυνα την αντιδραστικότητα της κοινωνίας της εκμετάλλευσης και την όξυνση απαράδεκτων συμπεριφορών απέναντί τους, που φτάνουν μέχρι την ενδοοικογενειακή βία, τη σεξουαλική παρενόχληση, τον βιασμό, ακόμη και τις δολοφονίες. Οι πρόσφατες πρώτες καταγγελίες άνοιξαν το δρόμο της αποκάλυψης και της ανατριχιαστικής περιγραφής μιας κόλασης.
Εργοδοτική βία και τρομοκρατία με την απειλή απόλυσης και ανεργίας, σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση, εκβιασμοί μεγαλοπαραγόντων του αθλητισμού, του θεάτρου, χυδαίες πιέσεις του πανεπιστημιακού, δημοσιογραφικού κι επιχειρηματικού κατεστημένου.
Υποκριτικό κυβερνητικό ενδιαφέρον

Παρατηρήθηκε όμως και το εξής περίεργο: Οι δήθεν πολέμιοι της κοινωνικής αδικίας και της υπεράσπισης των γυναικείων δικαιωμάτων είναι οι ίδιοι που προωθούν νόμους για την ακόμη πιο στυγνή εκμετάλλευσή τους, την κατάργηση π.χ. του 8ωρου και τη συντριβή κάθε εργατικού δικαιώματος.

Οι – τάχα – εχθροί της βίας κατά των γυναικών χρησιμοποιούν την πιο άγρια καταστολή, για να θωρακίσουν την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων. Αυτό που πραγματικά τους νοιάζει είναι να κρύψουν την πραγματικότητα της εμπορευματοποίησης και του ανταγωνισμού, που αποθεώνει την ατομικότητα έναντι της συλλογικότητας.

Τους εξυπηρετεί η σιγή κι η αφωνία για τις πραγματικές ταξικές αιτίες της πολύμορφης βίας σε βάρος των γυναικών. Καλούν τις γυναίκες να διαμαρτυρηθούν για την ενδοοικογενειακή βία και τη βία στους χώρους δουλειάς, αλλά ταυτόχρονα να …σιωπήσουν για τις πολιτικές που τσακίζουν τη ζωή τους, να μην καταγγείλουν την εργοδοτική και κρατική βία και να ανεχθούν την καταστολή στους αγώνες για τα δικαιώματά τους.

Η ανεργία είναι μορφή βίας

Υπάρχουν βαθιές κοινωνικές και οικονομικές αιτίες που υφίστανται οι γυναίκες τη βία. Γιατί μορφή βίας είναι και η ανεργία, η ανασφάλιστη εργασία, τα σπασμένα ωράρια, η υποαπασχόληση, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, οι άδειες μητρότητας… Ολα αυτά είναι μορφές κρατικής και εργοδοτικής βίας που υφίστανται γυναίκες και κανένας δεν τις προστατεύει.

Η ρίζα της γυναικείας ανισοτιμίας είναι ταξική. Ποτέ το απάνθρωπο σύστημα του καπιταλισμού δεν πρόκειται να παραχωρήσει πραγματική ισοτιμία, γιατί απλά κάτι τέτοιο δεν συμβαδίζει με τον εκμεταλλευτικό του χαρακτήρα.

Το βολεύει η εργασιακή ζούγκλα και όσα απαράδεκτα συμβαίνουν σ’ αυτήν. Μάλιστα, με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ψηφίστηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και διατηρήθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ, απαλείφθηκε ακόμα και η κατώτατη ποινή για τη σεξουαλική παρενόχληση εργαζόμενων γυναικών από εργοδότη, δηλαδή από άτομο «που εξαρτάται εργασιακά από αυτόν ή εκμεταλλευόμενος την ανάγκη ενός προσώπου να εργαστεί», ρίχνοντας «στα μαλακά» τους ενόχους (άρθρο 337).

Μόνες στα δύσκολα

Στα δύσκολα, οι γυναίκες μένουν χωρίς στοιχειώδη νομική προστασία, αφού με τον νέο Ποινικό Κώδικα π.χ. οι μαστροποί διώκονται μόνο βάσει του άρθρου 323Α για την «εμπορία ανθρώπων», εφόσον δηλαδή αποδειχθεί ότι υπάρχει κακοποίηση.

Οπότε, αν θεωρηθεί ότι υπάρχει «συναίνεση» της γυναίκας, δεν υπάρχει καν δίωξη. Οι γυναίκες – μην ξεχνάμε – έρχονται αντιμέτωπες με τη βία των ιμπεριαλιστικών πολέμων των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ. Αφήνουν την κόλαση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων για να βρεθούν στα κολαστήρια των hot spots τύπου Μόριας, εκτεθειμένες στα κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων και σε κάθε είδους κινδύνους.

Δεν πείθει κανέναν το κακοπαιγμένο ενδιαφέρον της ΝΔ, όπως και του ΣΥΡΙΖΑ, για την προστασία των γυναικών προσφύγων, όταν η ελληνική κυβέρνηση συμμετέχει ενεργά στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, όταν δίνει το 2% του ΑΕΠ το χρόνο για τους εξοπλισμούς της δολοφονικής μηχανής του ΝΑΤΟ, που προκαλεί πόλεμο και προσφυγιά.
Οταν στηρίζει την απαράδεκτη Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας, μαζί με τον αντιδραστικό Κανονισμό του Δουβλίνου, εμποδίζοντας τους πρόσφυγες να φτάσουν στις χώρες πραγματικού προορισμού τους. Οσοι νόμοι και αν ψηφιστούν, όσες διεθνείς συμβάσεις για την καταπολέμηση της βίας και αν κυρωθούν, όσα Εθνικά Σχέδια Δράσης για την ισότητα των φύλων και αν καταστρωθούν, η βία θα εντείνεται, όσο παραμένουν οι παράγοντες του οικονομικού και κοινωνικού καταναγκασμού των γυναικών.
Αυτό που πρέπει να διεκδικηθεί είναι:

Μέτρα στήριξης άνεργων γυναικών, γυναικών από μονογονεϊκές και πολύτεκνες οικογένειες, μόνιμη και σταθερή δουλειά με αξιοπρεπείς μισθούς, κατοχυρωμένους από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Επίδομα ανεργίας χωρίς όρους και προϋποθέσεις.

Χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό για λειτουργία κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών και υποδομών, για την πρόληψη του φαινομένου της βίας κατά των γυναικών και για τη στήριξη των κακοποιημένων γυναικών (ξενώνες, τηλεφωνικές γραμμές κ.ά.), με την άμεση και πλήρη στελέχωσή τους από εξειδικευμένο προσωπικό με μόνιμη και σταθερή εργασία χωρίς καμία εμπλοκή ΜΚΟ και ΚΟΙΝΣΕΠ.

Ενημερωτικά προγράμματα σε σχολεία και σχολές από επιστημονικούς κρατικούς φορείς.

Η σιωπή για την πολύμορφη βία που δέχονται οι γυναίκες, μπορεί να σπάσει μόνο μέσα από τον συλλογικό αγώνα. Μόνο έτσι μπορεί να γιορτάζεται η 8η του Μάρτη, όπως της αξίζει.

Πηγή: Ριζοσπάστης

Δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς προλεταριακό φεμινισμό

8η Μάρτη 2019 : Δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς χειραφέτηση! Δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς προλεταριακό φεμινισμό!

Χθες στην Κορσική μία γυναίκα 34 ετών έπεσε νεκρή, δολοφονήθηκε από τον πρώην σύζυγό της. Είναι το τριακοστό θύμα γυναικοκτονίας στη Γαλλία από την 1η Ιανουαρίου του 2019. Στα τέλη του Γενάρη, ο αριθμός ανερχόταν ήδη σε 17 γυναίκες. Από την δική του πλευρά, το κίνημα για την απενοχοποίηση της συζήτησης για τις σεξουαλικές επιθέσεις, που ξεκίνησε από το MeToo, πρόσφατα απέδειξε ότι οι «προοδευτικοί» κύκλοι ή αυτοί που επικαλούνται τον «φεμινισμό» δεν είναι απαλλαγμένοι από τέτοια φαινόμενα στο εσωτερικό τους.

Αυτό μας δείχνει ένα πράγμα: αυτές οι θανατηφόρες και καταστροφικές φυσικές και σεξουαλικές επιθέσεις που υφίστανται οι γυναίκες δεν συμβαίνουν υπό τυχαίες συνθήκες: αποτελούν μέρος της καθημερινότητας των γυναικών στην καπιταλιστική κοινωνία και δεν είναι παρά το ορατό τμήμα της δομικής εκμετάλλευσης που γεννά η πατριαρχία.

Στην κοινωνία μας, ανατίθεται στις γυναίκες ένας συγκεκριμένος ρόλος, μαζί με αυτόν που τους αναθέτει η ταξική τους καταγωγή: ο ρόλος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης των ανδρών αλλά και ευατών. Πράγματι, οι καπιταλιστές ποτέ δεν ήθελαν να πληρώνουν για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, δηλαδή για το σύνολο των οικιακών εργασιών που συνδέονται με την φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών. Οι εργασίες αυτές είναι, όμως, απαραίτητες προκειμένου να λειτουργεί σωστά η κοινωνία. Ο καταμερισμός των εργασιών επί τη βάσει έμφυλων κριτηρίων γίνεται εύκολα αντιληπτός εάν μελετήσουμε το τεράστιο ποσοστό οικιακών εργασιών που επωμίζονται οι γυναίκες.

Όμως όπου υπάρχει καταπίεση, υπάρχει και αντίσταση και όπου η πατριαρχία συντηρείται και ενισχύεται από τον ιμπεριαλισμό, ένα κίνημα γυναικών οργανώνεται. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μεγάλα κινήματα που διεκδίκησαν το δικαίωμα στην άμβλωση στην Ιρλανδία ή την Αργεντινή, όπου αντιδραστικοί γερουσιαστές αρνήθηκαν να ψηφίσουν τη σχετική νομοθεσία που το αναγνώριζε, ή για την τεράστια απεργία που διοργανώθηκε στην Ισπανία την 8η Μάρτη και κινητοποίησε εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες. Πέρα όμως από αυτά τα ρεφορμιστικά αιτήματα, το γυναικείο κίνημα παίζει θεμελιώδη ρόλο εντός των επαναστατικών κινημάτων ανά τον κόσμο.

Σε όλες τις επαναστάσεις βλέπουμε τον θεμελιώδη ρόλο που καταλαμβάνουν οι γυναίκες. Στα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας, στο μέσον της «Ματωμένης Εβδομάδας», ένα τάγμα γυναικών κράτησε όρθιο ένα από τα σημαντικότερα οδοφράγματα του Παρισιού, αυτό της οδού Château d’Eau. Οι 53 αυτές επαναστάτριες, μαζί με πολλές άλλες που πολέμησαν για την Κομμούνα, σκοτώθηκαν από τα όπλα της μπουρζουαζίας.

Βλέπουμε, επίσης,  τον κεντρικό ρόλο που έπαιξαν οι γυναίκες στη Ρωσική Επανάσταση του 1917, την Κινεζική του 1949, στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες που αναπτύχθηκαν στις αποικίες και τις ημι-αποικίες, ή ακόμα και στην Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα το 1966.

Δεν μας εκπλήσσει που οι αντιδραστικοί και οι αντεπαναστάτες προσπαθούν να φιμώσουν όσους επιβεβαιώνουν αυτήν την πλευρά της Ιστορίας. Όταν οι συντρόφισσές μας από την Ινδία, τις Φιλιππίνες, την Τουρκία, το Περού ή τη Μανιπούρ εξεγείρονται ενάντια στην καταπίεση που υφίστανται και παίρνουν τα όπλα ενάντια στο αστικό και πατριαρχικό κράτος, ο εχθρός αξιοποιεί το γεγονός για να αμαυρώσει την επανάσταση. Στα αστικά ΜΜΕ διαβάζουμε, για παράδειγμα, ότι οι μαοϊκές γυναίκες στην Ινδία χρησιμοποιούνται για «να αποσπούν την προσοχή των ανδρών των δυνάμεων ασφαλείας» (BBC, 2013). Η αστική τάξη μας δείχνει ξεκάθαρα τι σκέφτεται για τις γυναίκες μέσα από τέτοια παραδείγματα. Όταν αυτές εξεγείρονται, δεν μπορούν ποτέ να είναι στα δικά τους μάτια πραγματικές κομμουνίστριες μαχήτριες, αλλά απλά «εργαλεία προς χρήση».  Μέσω της επαναστατικής απελευθέρωσης, οι γυναίκες τσακίζουν αυτήν την πατριαρχική εικόνα.

Είναι, λοιπόν, κρίσιμο για τους κομμουνιστές να θέτουν το ζήτημα του προλεταριακού φεμινισμού, καθώς είναι βασικό για να αναλυθεί η συγκεκριμένη καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες στο καπιταλιστικό σύστημα και στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, ώστε να εργαστούν στην κατεύθυνση της καταστροφής του πατριαρχικού συστήματος που εκμεταλλεύεται και καταπιέζει τις γυναίκες. Όσο το ζήτημα παραμένει αναπάντητο, θα εμποδίζει την ανάδυση μιας πραγματικά κομμουνιστικής κοινωνίας και θα αποτελεί βασικό σημείο όπου θα στοχεύουν οι δυνάμεις της αντεπανάστασης.

Δεν υπάρχει επανάσταση, χωρίς χειραφέτηση

Πολλές ρεβιζιονιστικές και οπορτουνιστικές, δεξιές αντιλήψεις αντιμετωπίζουν σήμερα τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχία και τον προλεταριακό φεμινισμό ως ζητήματα συγκυριακά, ακόμη και παρωχημένα και με το πρόσχημα ότι δήθεν «διασπούν τον αγώνα» θεωρούν ότι δεν πρέπει να τα προωθούν.

Μία από αυτές τις λανθασμένες αντιλήψεις είναι αυτή που υποστηρίζει ότι τα πατριαρχικά φαινόμενα είναι στο σήμερα απλά κατάλοιπα της φεουδαρχικής κοινωνίας, στην ρήξη με τα οποία θα μπορούσε να συμβάλλει και  ο καπιταλισμός.

Πρόκειται για τυπικό λάθος του μηχανιστικού, αστικού «υλισμού» που αντιμετωπίζει την Ιστορία σαν μια διαρκή, γραμμική διαδιακασία προόδου, συγχέοντας τις πραγματικές κατακτήσεις των αστών φεμινιστριών με την πρόοδο που έφερε σαν δυνατότητα ο καπιταλισμός. Στην πραγματικότητα, αυτές οι κατακτήσεις πράγματι παραχωρήθηκαν από την αστική τάξη ως αποτέλεσμα ρεφορμιστικών αγώνων, ωστόσο παρατηρούμε ότι στις περιούδους μεγάλων κρίσεων του καπιταλισμού , και ειδικότερα όταν υπάρχουν φαινόμενα ανόδου του φασισμού, τα δικαιώματα των γυναικών είναι από τα πρώτα που αμφισβητούνται, θεωρούμενα ως έκφραση της «ηθικής παρακμής της κοινωνίας». Κάτι τέτοιο συνέβη στη φασιστική δικτατορία της Χιλής ή στην Ισπανία του Φράνκο και αυτό συμβαίνει και σήμερα στην Πολωνία, όπου η αντιδραστική κυβέρνηση επιδιώκει την πλήρη κατάργηση του δικαιώματος στην άμβλωση.

Το παραπάνω αποτελεί απόδειξη ότι η πατριαρχία δεν είναι απλώς ένα κατάλοιπο της παλιάς, φεουδαρχικής κοινωνίας, αλλά ότι αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της εποχής του ιμπεριαλισμού· τόσο στις εξαρτημένες χώρες, όπου κρατά τις γυναίκες σε καθεστώς απόλυτης καταπίεσης εμποδίζοντας την οικονομική ανάπτυξη, όσο και στις ιμπεριαλιστικές χώρες.

Ο καπιταλισμός έχει ανάγκη την ύπαρξη μιας μορφής ενδοοικογενειακής καταπίεσης, προκειμένου να αναπαράγεται η εργατική δύναμη των εργατριών και των εργατών. Σε περιόδους πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου και οριστικής εδραίωσης του καπιταλισμού, είδαμε στην πραγματικότητα τις συνθήκες ζωής και την ελευθερία των γυναικών να γνωρίζουν σημαντική επιδείνωση, καθώς η γυναίκα υποβιβάστηκε σε μια εργασία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, που γινόταν πιο εντατική και απαραίτητη, όσο η καπιταλιστική συσσώρευση εντεινόταν.  Οι γυναίκες, πέρα από την διαρκώς εντεινόμενη αναπαραγωγική εργασία που προσφέρουν, γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και ως προλετάριες, στο πλαίσιο της παραγωγικής εργασίας (εντός του οποίου είναι συχνά θύματα μεγαλύτερης εκμετάλλευσης από ότι οι άντρες). Οι δύο μορφές εκμετάλλευσης δεν έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, καθώς είναι αμφότερες απαραίτητες για τον καπιταλισμό και την παραγωγή κέρδους.

Οι προλετάριες στην κοινωνία μας είναι θύματα διπλής καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Είτε ως γυναίκες είτε ως προλετάριες, ο καπιταλισμός δεν τις απελευθερώνει με κανένα τρόπο και η πατριαρχία ενσωματώνεται πλήρως στο καπιταλιστικό σύστημα και το εποικοδόμημά του.

Υπάρχει όμως άλλη μία λανθασμένη αντίληψη σχετικά με τον αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση, η οποία αναπαράγεται συχνά από ορισμένους που παριστάνουν τους επαναστάτες. Αν και αναγνωρίζουν την καταπίεση που υφίσταται η γυναίκα στο καπιταλιστικό πλαίσιο, πιστεύουν ότι ο φεμινιστικός αγώνας και το γυναικείο κίνημα δεν είναι απαραίτητα, χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία ότι αυτά τα κινήματα θα είχαν τάχα διαταξικά χαρακτηριστικά. Υποστηρίζουν ότι η προλεταριακή επανάσταση θα εξαφανίσει αυτόματα την πατριαρχία και ότι, επειδή η αντίθεση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες είναι δευτερεύουσα, θα επιλυθεί από μόνη της, μαζί με την βασική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.

Πρόκειται για μια τυπική αντίληψη που προκύπτει από τον μηχανιστικό, ρεβιζιονιστικό τρόπο σκέψης και από την αρχή του ότι «τα δύο συγχωνεύονται σε ένα».

Στην πραγματικότητα, εάν όντως αντιλαμβανόμαστε την αντίθεση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες ως μία αντίθεση ανάμεσα στο λαό, δηλαδή ως μία αντίθεση που επικαθορίζεται από την βασική αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, το να την θεωρούμε ασήμαντη και να την αντιμετωπίζουμε οπορτουνιστικά ως απλό μέσο για να εντάξουμε τις γυναίκες στο επαναστατικό κίνημα, θα σήμαινε ότι ξεχάσαμε τρία καίρια διδάγματα του διαλεκτικού υλισμού και του μαρξισμού-λενινισμού-μαοϊσμού:

  • Πρώτον, ότι μία αντίθεση ανάμεσα στο λαό δύναται να καταστεί βασική πτυχή στους αγώνες που τον απασχολούν ειδικά ή κυρίαρχα, όπως είναι, στην περίπτωσή μας ο αγώνας ενάντια στη βία που υφίστανται οι γυναίκες, στις σωματικές και σεξουαλικές επιθέσεις.
  • Δεύτερον, στο πλαίσιο εφαρμογής μιας γραμμής μαζών, μια αντίθεση, έστω και «δευτερεύουσα», δεν παύει να αποτελεί βασική πτυχή του προβλήματος. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των περυσινών απεργιών των εργαζομένων σε ξενοδοχεία, που πολεμήθηκαν αλύπητα: στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να μιλάμε για μία απεργία ενάντια σε μία καπιταλιστική επιχείρηση, όμως το να υποβαθμίσουμε ή να αγνοήσουμε τελείως το ρόλο που παίζει η πατριαρχική καταπίεση εντός ενός εργασιακού περιβάλλοντος που αποτελείται κατά συντριπτική πλειοψηφία από γυναίκες που θίγονται καθημερινά από αυτήν την συγκεκριμένη μορφή καταπίεσης και τις εκμεταλλεύονται ως γυναίκες, θα μας οδηγούσε σε μια επιφανειακή ανάλυση και σε μια αποτυχία εφαρμογής μιας μαζικής γραμμής.
  • Τέλος, δεν πρέπει, πάνω από όλα, να ξεχνάμε το ρόλο που παίζει το εποικοδόμημα στην ανάπτυξη των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Από την εποχή της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης, γνωρίζουμε ότι το εποικοδόμημα δεν εξαφανίζεται αυτόματα, με την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, αλλά ότι συντηρεί και ενδυναμώνει το στρατόπεδο της αντίδρασης. Στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, εντός του οποίου η ταξική πάλη συνεχίζεται, η Πολιτιστική Επανάσταση είναι απαραίτητη για την καταστολή της αντεπανάστασης.  Το να πιστεύουμε, όπως οι ρεβιζιονιστές, ότι οι αντιθέσεις ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες θα επιλυθούν μέσα από ένα σύνολο οικονομικών μεταρρυθμίσεων, είναι στοιχειώδες λάθος. Η πατριαρχία, η αναπαραγωγική εκμευτάλλευση των γυναικών και η αντιδραστική ιδεολογία της οικογένειας θα συνεχίσουν να υπάρχουν μετεπαναστατικά, και το να μην αγωνιστούμε εναντίον τους σημαίνει ότι θα θέσουμε σε κίνδυνο την επανάσταση.

Τα παραπάνω ισχύουν και για άλλες αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο λαό, όπως είναι η φυλετική καταπίεση.

Σε αντίθεση, λοιπόν, με αυτές τις ρεβιζιονιστικές απόψεις, είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί, μέσα στο επαναστατικό κίνημα υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, ένα προλεταριακό μέτωπο των γυναικών, με κεντρική γραμμή του τον προλεταριακό φεμινισμό. Όλα αυτά προκειμένου να αντιμετωπίσουν μετωπικά τα φεμινιστικά προβλήματα του σήμερα αλλά και για να περιφρουρήσουν την επανάσταση, αναλαμβάνοντας τα ηνία της πάλης, εντός του επαναστατικού κινήματος και των μαζών, ενάντια στην πατριαρχία και τους αντιδραστικούς υπερασπιστές της.  Μπορεί οι άνδρες των λαϊκών τάξεων να έχουν οφελούνται από την επανάσταση και από τη μακροπρόθεσμη επιτυχία της, δεν μπορούν όμως να ηγηθούν του γυναικείου κινήματος, καθώς αντλούν και βραχυπρόθεσμα όφελος από την εκμετάλλευση των γυναικών και έχουν την τάση να επιθυμούν τη διατήρηση τέτοιων αντιδραστικών πρακτικών.  Η συγκρότηση ενός καθαρά γυναικείου φεμινιστικού προλεταριακού μετώπου δεν είναι αναγκαία μόνο για την ενσωμάτωση των γυναικών στην επανάσταση, αλλά για την υπεράσπιση και τη διατήρηση της ίδιας της επανάστασης.

Δεν υπάρχει χειραφέτηση, χωρίς επανάσταση

Το ιστορικό καθήκον της τάξης μας στο πεδίο του γυναικείου κινήματος είναι η ανάπτυξη του προλεταριακού φεμινισμού. Η παραπάνω αλήθεια δεν υπήρξε ποτέ πιο ξεκάθαρη, παρά μόνο 100 χρόνια μετά την καθιέρωση της 8ης Μάρτη. Όπως ήδη είπαμε, δεν πρόκειται να έχουμε επανάσταση χωρίς χειραφέτηση! Όμως δεν πρόκειται να έχουμε ούτε χειραφέτηση δίχως επανάσταση! Πρέπει να θέσουμε στην πρώτη γραμμή των ανησυχιών μας την ανάπτυξη μιας καθαρής θεωρίας και πρακτικής σχετικά με τον προλεταριακό φεμινισμό του σήμερα και το ρόλο του στην επανάστασή μας.

Ζούμε σήμερα σε μια ταξική κοινωνία. Όλα τα ερωτήματα που τίθενται εντός της ταξικής κοινωνίας εμπεριέχουν μια ταξική οπτική που τους προσιδιάζει. Αναγνωρίζουμε λοιπόν ότι ο αγώνας για την γυναικεία χειραφέτηση στο πλαίσιο της επανάστασης μπορεί να φτάσει μέχρι τέλους μόνο αν τον οδηγούν οι γυναίκες – προλετάριες. Εμείς, οι γυναίκες – προλετάριες συγκροτούμε ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης και ο ρόλος μας εντός αυτής είναι, συνεπώς, καταλυτικός. Η απελευθέρωσή μας πρέπει να ξεκινήσει από τον ρόλο που παίζει η γυναίκα στη σύγχρονη κοινωνία, καθώς αυτός αποτελεί την βασική πτυχή της πατριαρχίας στο σήμερα. Η επίθεση σε αυτήν την βασική πτυχή, ο επαναστατικός μετασχηματισμός του κοινωνικού ρόλου τω γυναικών και το τσάκισμα κάθε στοιχείου που συντηρεί την πατριαρχική καταπίεση, αυτή είναι η διαδικασία χειραφέτησης των προλεταρίων γυναικών μέσω τους προλεταριακού φεμινισμού.

Η παραπάνω θέση συνιστά μια γραμμή που οριοθετείται σε σχέση με τις γραμμές άλλων τάξεων για το φεμινισμό. Ο ιστορικός, αστικός φεμινισμός επικεντρώνεται μέχρι και σήμερα στη νομική αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών, λες και το αστικό κράτος σε μια πατριαρχική κοινωνία μπορεί να διασφαλίσει την ισότητα γυναίκας – άνδρα. Επισήμως, μεγάλο μέρος των  πατριαρχικών πρακτικών, όπως οι σεξιστικές και σεξουαλικές επιθέσεις, είναι παράνομες. Παρόλα αυτά, συνεχίζουν να υπάρχουν στις πιο αποκρουστικές και βάρβαρες μορφές τους και εξαπλώνονται στο σύνολο της κοινωνίας. Η αστυνομία, το μαντρόσκυλο του κράτους, αρνείται να ασχοληθεί με αυτές τις υποθέσεις. Δεν βλέπουμε καμιά ισότητα σε όλα τα παραπάνω.  Τα ακαδημαϊκά και μικροαστικά φεμινιστικά ρεύματα των δεκαετιών ’60-’70 προσπαθούν, από την άλλη, να επιλύσουν το πρόβλημα αδιαφορώντας πλήρως για τη ρίζα του. Η κοινωνική επανάσταση, η μοναδική ριζοσπαστική λύση, αντικαθίσταται στη σκέψη τους από την πολιτισμική εξέλιξη ή την ατομική αλλαγή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πρακτικές αυτές θεωρητικοποιούνται – παραδείγματος χάριν, με τη μορφή της θεωρίας για την αποδόμηση – προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα περιβάλλον που θα ήταν υποθετικά ασφαλές, σαν μία νησίδα χωρίς πατριαρχία μέσα σε μια κοινωνία που πάντα θα είναι έτσι. Πρόκειται για ελιτίστικες πρακτικές, που υποβαθμίζουν σε δεύτερο πλάνο το ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής, προκρίνοντας μια υποτιθέμενη αλλαγή του καθενός ατομικά, η οποία δεν μπορεί ποτέ να επέλθει πραγματικά εντός της πατριαρχικής κοινωνίας.

«Αυτή η εκδοχή πολιτισμικού φεμινισμού είναι κυρίαρχη στη Δύση και έχει έτσι επηρεάσει τη φεμινιστική σκέψη και σε χώρες του Τρίτου Κόσμου.  Ευθυγραμμίζεται εύκολα με τον μεταμοντερνισμό της εποχής και έχει εκτρέψει τον όλο προσανατολισμό του γυναικείου κινήματος από τον αγώνα για την αλλαγή των υλικών όρων ζωής των γυναικών προς μια ανάλυση των «αναπαραστάσεων» και των συμβολισμών. Έχουν απορρίψει την ίδεα ότι οι γυναίκες είναι μια μάχιμη δύναμη, καθώς δίνουν έμφαση στη μη βίαιη φύση των γυναικών. Δεν λαμβάνουν υπόψη τους το ρόλο που έχουν διαδραματίσει οι γυναίκες ιστορικά στους πολέμους ενάντια στην τυραννία. Οι γυναίκες έχουν παίξει και πρέπει να συνεχίσουν να παίζουν έναν ενεργό ρόλο στους δίκαιους πολέμους που έχουν στόχο να θέσουν τέλος στην καταπίεση και την εκμετάλλευση. Με αυτόν τον τρόπο θα είναι ενεργά μέρη του αγώνα για την κοινωνική αλλαγή».

Anuradha Ghandy, Ηγέτιδα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας (μαοϊκό), «Φιλοσοφικά ρεύματα εντός του φεμινιστικού κινήματος», 2006

Όλα αυτά τα φεμινιστικά ρεύματα αδιαφορούν επίσης στο σύνολό τους για το ζήτημα των γυναικών στις χώρες που κυριαρχούνται από τον ιμπεριαλισμό (αποικίες, ημι-αποικίες) καθώς και για τη θέση των προλεταρίων μεταναστριών εντός του γαλλικού κράτους. Τα ρεύματα αυτά, που κατά κανόνα προέρχονται από ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, αμελούν, απεχθάνονται ή αρνούνται να αναλύσουν τα μεγάλα κινήματα των γυναικών που αναπτύσσονται στις αποικίες και τις ημι-αποικίες, καθώς και στο πλαίσιο των λαϊκών αγώνων. Η δύναμη του γυναικείου κινήματος στις κόκκινες ζώνες της Ινδίας ή ο κεντρικός ρόλος που έπαιξαν στην ανάπτυξη των λαϊκών πολέμων στις Φιλιππίνες από το 1968, στην Τουρκία ή το Περού από το 1980 ή στο Νεπάλ από το 1996 δεν αποτελεί ποτέ αντικείμενο συζήτησης. Η αξιοποίηση μαζικών κινημάτων από τις μαοϊκές γυναίκες αγνοείται. Είναι, όμως, στοιχείο πρωταρχικής σημασίας χάρη στην δυνατότητά τους να κινητοποιούν τις γυναίκες των λαϊκών τάξεων ενάντια στις πατριαρχικές, φεουδαρχικές πρακτικές για να πετύχουν το σπάσιμο των αλυσίδων τους μέσα από τον επαναστατικό δρόμο. Ως παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε τις γυναίκες των αυτοχθόνων φυλών της Ινδίας (Adivasi). Χάριν ενός επιτυχημένου, μαζικού κινήματος, πήραν την απόφαση να απαγορεύσουν σε ορισμένες κόκκινες, αγροτικές ζώνες, την παραγωγή και κατανάλωση αλκοόλ για τους άνδρες (και κατά συνέπεια για όλους, καθώς η πατριαρχική κοινωνία δεν  επέτρεπε στις ίδιες να πίνουν), καθώς το αλκοόλ οδηγούσε σε αύξηση της βίας και ενίσχυση της ανδρικής εξουσίας.

Είναι απαραίτητο να συνθέσουμε όλες τις εμπειρίες του κινήματος των γυναικών των λαϊκών μαζών, όλες τις δίκαιες πρακτικές από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε πανανθρώπινα διδάγματα, προκειμένου να έχουμε στη διάθεσή μας τα όπλα για τη χειραφέτησή μας. Αυτή είναι η αναγκαία προοπτική του προλεταριακού φεμινισμού. Στόχος μας είναι η επαναστατική καταστροφή της πατριαρχίας, οπότε όλες οι θεωρίες που μας αφοπλίζουν ή μας εκτρέπουν από αυτόν τον σκοπό λειτουργούν ως παράσιτα για την απελευθέρωσή μας. Βλέπουμε το ζήτημα της ανάπτυξης του παγκόσμιου γυναικείου κινήματος σε παραλληλισμό με την ανάπτυξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στη Γαλλία, ένα ιμπεριαλιστικό και αποικιοκρατικό κράτος που καταπιέζει τις γυναίκες και πολύ πέρα από τα όρια του μητροπολιτικού πληθυσμού, αποτελεί ζήτημα πρώτιστης σημασίας να αναπτύξουμε τον προλεταριακό φεμινισμό. Οι επαναστατικές οργανώσεις που θα υιοθετήσουν τον προλεταριακό φεμινισμό ως ταξική οπτική εντός του γυναικείου κινήματος είναι σήμερα πιο απαραίτητες από ποτέ. Όλες μας οι προσπάθειες στρέφονται στην ανάπτυξη τέτοιων οργανώσεων και στην αναγκαία ενίσχυση του προλεταρικού φεμινισμού στο εσωτερικό του Κόμματός μας.

Ζήτω η 8η Μάρτη!

Δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς χειραφέτηση!

Δεν υπάρχει χειραφέτηση χωρίς επανάσταση!

Ανάπτυξη του προλεταριακού φεμινισμού στη Γαλλία και παγκοσμίως!

Μαοϊκό Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας

Πηγή: pcmaoiste.org

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη