Εισαγωγή:
Η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της εποχής της. Ήταν το πρώτο επαναστατικό κίνημα του 19ου αιώνα το οποίο πέτυχε και κατέληξε, μετά από πολλές περιπέτειες, στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Η επανάσταση του ’21 ήταν ένα σύνθετο, κοσμογονικό γεγονός που έθεσε δύσκολα ερωτήματα και τελικά ανέτρεψε την εξωτερική πολιτική της απολυταρχικής Ευρώπης των Μεγάλων Αυτοκρατοριών. Δεν είναι τυχαίο που σε κάθε μεγάλη καμπή της ιστορίας μας ο λαός στρέφει τη μνήμη του και τη σκέψη του σε εκείνη την Επανάσταση. Η Επανάσταση είναι επικίνδυνη γιατί φέρνει μαζί της μνήμες, γεγονότα, προδοσίες, διχασμούς, πάθη, ηρωισμούς, ανθρωπιά, το μήνυμα της ανατροπής και της απελευθέρωσης. Οι κυρίαρχες ελίτ έχουν συμφέρον να σβήσουν από τη μνήμη του λαού την Επανάσταση μαζί με όλες τις ιστορικές, αγωνιστικές του παραδόσεις. Αυτός είναι ο λόγος που όλα αυτά τα χρόνια η Επανάσταση έχει ταφεί κάτω από ψέματα, παραποιήσεις και πλαστογραφήσεις οι οποίες εξυπηρετούν τις επικοινωνιακές ανάγκες της εκάστοτε εξουσίας. Τα 100 χρόνια της Επανάστασης καλύφθηκαν από τις οιμωγές, τον πόνο, τον ξεριζωμό και το θάνατο μετά την καταστροφή του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, τα 150 χρόνια γιορτάστηκαν από τη Χούντα των συνταγματαρχών στο Παναθηναϊκό στάδιο με εκείνες τις τρισάθλιες, κιτς αναπαραστάσεις του στρατού και της Ε.Σ.Α και για τα 200 χρόνια ετοιμάζονται γιορτές επίδειξης κατ’ εικόνα και ομοίωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Ο κυρίαρχος μεταμοντέρνος ιδεολογικός αχταρμάς απέχει πολύ από το πνεύμα της Επανάστασης του 1821.
Ο τόπος όμως χρειάζεται πραγματική αυτογνωσία, αληθινή παιδεία και τεκμηριωμένη γνώση για να ξέρει που πατά και που πηγαίνει, για να κατανοούμε κάθε φορά τι μας συμβαίνει, πού βρισκόμαστε και κυρίως γιατί. Το άρθρο συγκεντρώνει όλα τα μεγάλα διπλωματικά γεγονότα τα οποία συνδέονται με την ελληνική επανάσταση, τα αναλύει για να δείξει πώς αντιμετώπισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις εκείνης της εποχής την εξέγερση των ραγιάδων.
Α. Το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη:
Η ήττα των Γάλλων στο Βατερλό (Βέλγιο, 1815) ήταν το τέλος της κυριαρχίας του Ναπολέοντα. Οι νικητές του Ναπολέοντα συγκάλεσαν το Συνέδριο της Βιέννης (Σεπτ. 1814-Ιούνιος 1815) με κύριο στόχο την ανασυγκρότηση της απολυταρχίας δηλαδή την επαναφορά όλων των έκπτωτων βασιλιάδων στους θρόνους τους, την επαναχάραξη των συνόρων ώστε να εξασφαλίζεται μία βιώσιμη ισορροπία ανάμεσα στις μεγάλες αυτοκρατορίες και βέβαια την καταδίωξη και καταστολή των επαναστατικών-φιλελεύθερων ιδεών. Κάθε προσπάθεια για τη διεκδίκηση εθνικής ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης αποτελούσε κοινωνική απειλή και οι συντηρητικές, απολυταρχικές και αντιδραστικές Κυβερνήσεις θεωρούσαν «ιερό καθήκον» την καταδίωξη και την αμείλικτη καταστολή τους.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ονομάστηκαν εποχή της Παλινόρθωσης (1815-1830). Για να εξασφαλιστεί η κοινωνική γαλήνη, για να μην υπάρξει ποτέ στο μέλλον επαναστατική κίνηση, η Ρωσία, η Αυστρία και η Πρωσία, χώρες προπύργια της απολυταρχίας και της αντεπανάστασης, ίδρυσαν το Νοέμβρη του 1815 την Ιερά Συμμαχία με βασική επιδίωξη την κατάπνιξη κάθε φιλελεύθερου κινήματος, οπουδήποτε κι αν εκδηλωνόταν, με ένοπλη στρατιωτική επέμβαση. Οργανωτής, απόλυτος εκφραστής και «ψυχή» της Ιεράς Συμμαχίας υπήρξε ο καγκελάριος της Αυστρίας Μέτερνιχ (1773-1859)[1].
Ωστόσο ενώ φαίνονταν ότι η απολυταρχία και η Παλινόρθωση επικρατούσε, οι ιδέες και οι αρχές της γαλλικής επανάστασης (ελευθερία, ισότητα, ισότητα, δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης) είχαν αποκτήσει τεράστια απήχηση στην Ευρώπη[2]. Οι αποφάσεις του Συνεδρίου της Βιέννης αμφισβητήθηκαν από νωρίς από τους λαούς της Ευρώπης οι οποίοι διατύπωναν πολιτικά αιτήματα (Σύνταγμα, κοινοβουλευτικούς θεσμούς, ατομικά και πολιτικά δικαιώματα) και εθνικές διεκδικήσεις (αρχή των εθνοτήτων). Τα έτη 1820-1821 ξέσπασαν οργανωμένα επαναστατικά κινήματα:
α) Επανάσταση στην Ισπανία (1820) εξέγερση εναντίον του αυταρχικού βασιλιά Φερδινάνδου Ζ΄ με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος μέχρι το 1823. Με εντολή της Ιεράς Συμμαχίας ο γαλλικός στρατός κατάπνιξε την επανάσταση στο αίμα. Η ισπανική επανάσταση πυροδότησε σειρά απελευθερωτικών κινημάτων στη Νότια Αμερική (Σιμόν Μπολιβάρ Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν).
β) Επαναστάσεις στην Ιταλία (1820-1821) οργανωμένες από τους καρμπονάρους[3]. ξέσπασαν στο βασίλειο της Νεάπολης και της Σικελίας (Νότια Ιταλία) και στο βασίλειο του Πεδεμόντιου (Βόρειο Ιταλία) κατά της αυστριακής κυριαρχίας με αιτήματα εθνική ελευθερία και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Με εντολή της Ιεράς Συμμαχίας ο αυστριακός στρατός κατέστειλε αυτά τα κινήματα.
γ) Τέλος επανάσταση στην Ελλάδα (1821) το πρώτο επαναστατικό κίνημα του 19ου αιώνα που κατάφερε να δημιουργήσει ελεύθερο ανεξάρτητο κράτος.
Β. Το Συνέδριο του Λάυμπαχ.
Αυτό, σε γενικές γραμμές, ήταν το πολιτικό πλαίσιο όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση. Συνεδρίαζαν στο Λάυμπαχ (σημερινή Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας-Ιανουάριος 1821) τα μέλη της Πενταπλής Συμμαχίας (Ρωσία, Αυστρία, Γαλλία, Αγγλία και Πρωσσία) για τη χάραξη ενιαίας πολιτικής απέναντι στις επαναστάσεις που «μόλυναν» την Ευρώπη όταν έφτασαν οι ειδήσεις για την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης. Συνταράχτηκε το Συνέδριο, αναστατώθηκαν τα ανακτοβούλια, έκπληξη, ανησυχία, οργή και θυμός για τους Έλληνες επαναστάτες. Οι Έλληνες επαναστατώντας βρέθηκαν αντιμέτωποι όχι μόνο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και με τις ευρωπαϊκές απολυταρχίες. Ήταν μια εξέγερση εναντίον όλων. Ένα παράτολμο εγχείρημα, κόντρα στη λογική, το οποίο έθετε τις Μεγάλες Δυνάμεις μπροστά σε δύο μεγάλα προβλήματα:
– Οι Μεγάλες Δυνάμεις έπρεπε να αντιμετωπίσουν την εξέγερση ενός χριστιανικού λαού, από τους αρχαιότερους της Ευρώπης, με πλούσια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, μήτρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος έζησε σκλάβος για 400 περίπου χρόνια, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ζητά την εθνική του αυτοδιάθεση. Δηλαδή η εξέγερση προσβάλει την «νόμιμη εξουσία των αυτοκρατόρων» και προβάλλει την αρχή των εθνοτήτων.
– Η ελληνική επανάσταση άνοιγε ξανά το Ανατολικό Ζήτημα με τα συμφέροντα (οικονομικά, πολιτικά και γεωστρατηγικά) των Μεγάλων Δυνάμεων να αλληλοσυγκρούονται και να αλληλοϋπονομεύονται[4].
Μέχρι τότε το Ανατολικό ζήτημα ήταν για τις μεγάλες δυνάμεις ένας αξεδιάλυτο κουβάρι αλληλοσυγκρουόμενων βλέψεων και συμφερόντων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν δημιουργήσει το «δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» για να αποφύγουν τις μεταξύ τους συγκρούσεις για τη διανομή των εδαφών της. Ο Σουλτάνος ήταν ο Μεγάλος Ασθενής. Μετά την ήττα στη Βιέννη (1683) η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε σταδιακά παρακμάσει. Οι Μεγάλες Δυνάμεις κρατούσαν ζωντανή μια αχανή, διαβρωμένη, ετοιμόρροπη αυτοκρατορία με καθυστερημένες οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς (φεουδαρχία, πασάδες, ενοικίαση φόρων, δωροδοκίες κλπ) γιατί τους διασφάλιζε την ισορροπία και την ειρήνη στα ανατολικά. Μπορούσαν ελεύθεροι με πολιτική και οικονομική διείσδυση να εκμεταλλεύονται τους λαούς της και τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές ενώ ταυτόχρονα κρατούσαν ανοικτούς τους εμπορικούς δρόμους προς την Ανατολή. Με την ελληνική επανάσταση οι εύθραυστες ισορροπίες κινδύνευαν. Η Ιερή Συμμαχία εκτός από την κοινή θέση ενάντια σε οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα στην πραγματικότητα ήταν μια «φωλιά λύκων» καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν η κάθε μια ξεχωριστά συμφέροντα για να καταγγείλουν, να καταδικάσουν και να καταστείλουν την ελληνική επανάσταση[5].
– Οι Άγγλοι ήταν η μεγάλη ναυτική δύναμη της εποχής. Ενδιαφέρονταν κυρίως για το προτεκτοράτο τους στο Ιόνιο Πέλαγος, τα Επτάνησα. Ήθελαν να διατηρήσουν ειρηνικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς οι εμπορικοί δρόμοι της Ασίας ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί για το αγγλικό εμπόριο (Ινδία). Υποστήριζαν την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επειδή φοβούνταν την προώθηση των Ρώσων προς τη Μεσόγειο και την αναβίωση της γαλλικής επιρροής στην Ανατολή. Επομένως έπρεπε ο ρωσικός επεκτατισμός να αναχαιτιστεί και να ματαιωθεί πιθανή γαλλορωσική συμμαχία. Η Αγγλία είχε κοινοβουλευτισμό, φιλελεύθερους θεσμούς, διακήρυσσε την αρχή των εθνοτήτων αλλά μόνο όταν δεν θίγονταν τα συμφέροντά της.
– Οι Γάλλοι πριν από δύο αιώνες (1535) είχαν υπογράψει τις Διομολογήσεις (εμπορικές συμφωνίες) με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και σε καμιά περίπτωση δεν ήθελαν να διαταραχθούν οι εμπορικές τους σχέσεις με τους Οθωμανούς. Θεωρούσαν και αυτοί ότι οποιοσδήποτε ακρωτηριασμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα διευκόλυνε την κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Εξάλλου είχαν αναλάβει με εντολή της Ιεράς Συμμαχίας την κατάπνιξη της εξέγερσης των Ισπανών συνταγματικών. Το κυριότερο η Γαλλία είχε αναλάβει την οργάνωση και τον εξευρωπαϊσμό της Αιγύπτου και του στρατού της σε μια προσπάθεια να ξανακερδίσει την επιρροή της και να δημιουργήσει αντιαγγλικά προγεφυρώματα στην Ανατολική Μεσόγειο για την εξυπηρέτηση της αποικιοκρατικής της πολιτικής στην Αφρική και την Ασία.
– Η Αυστρία πολέμησε με λύσσα την ελληνική επανάσταση. Η Αυστρία ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία (κατείχε την Ουγγαρία, σλαβικά και ιταλικά εδάφη) και ο Μέτερνιχ θεωρούσε ότι η επιτυχία της ελληνικής επανάστασης θα αποτελούσε ένα πολύ κακό και επικίνδυνο παράδειγμα για τους λαούς της Αυτοκρατορίας. Φυσικά δεν ήθελε κι αυτή την κάθοδο της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες.
– Η Πρωσία προσαρμοζόταν πάντα στην αντεπαναστατική πολιτική της Αυστρίας και ακολουθούσε πιστά τον Μέτερνιχ.
– Τέλος η Ρωσία φοβόταν ότι ένα ελεύθερο ελληνικό κράτος αργά ή γρήγορα θα έπεφτε στα χέρια των Άγγλων και των Γάλλων που ως ναυτικές δυνάμεις κυριαρχούσαν στην Μεσόγειο. Η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα έφερνε πιο κοντά στα σύνορά της τους Άγγλους και τους Γάλλους. Η Ρωσία λοιπόν προτιμούσε στα νότια σύνορα της να υπάρχει μια παρηκμασμένη, αδύναμη και εξαρτημένη Οθωμανική αυτοκρατορία παρά να προωθηθούν οι άλλες Δυνάμεις (Αγγλία-Γαλλία). Ο ρωσικός δεσποτισμός φοβόταν τα απελευθερωτικά κινήματα των λαών. Εμφανιζόταν ως προστάτης των ομόδοξων, χριστιανικών λαών μόνο στο βαθμό που εξυπηρετούνταν τα ρωσικά συμφέροντα καθώς χρησιμοποιούνταν ως αντιπερισπασμός στις συγκρούσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το γεγονός όμως ότι ο Αλ. Υψηλάντης πέρασε από ρωσικό έδαφος στην Μολδοβλαχία (ήταν στρατηγός του ρώσικου στρατού και υπασπιστής του Τσάρου), ενώ στη προκήρυξή του ανέφερε ότι μια μεγάλη δύναμη θα βοηθούσε τους Έλληνες επαναστάτες και τέλος την εκπροσώπηση του Τσάρου είχε αναλάβει ως Υπουργός Εξωτερικών ο Έλληνας, Ιωάννης Καποδίστριας έφεραν σε δύσκολη θέση τον Τσάρο Αλέξανδρο. Η αποκήρυξη της επανάστασης και η διαγραφή του Υψηλάντη από τους καταλόγους των Ρώσων αξιωματικών αποκατέστησε κάπως την αξιοπιστία του Τσάρου.
Στον διπλωματικό αγώνα που δόθηκε στο Λάυμπαχ φάνηκε ότι επικρατεί ο Μέτερνιχ ο οποίος παρουσίασε την ελληνική επανάσταση ως τμήμα μιας νέας, οργανωμένης επιχείρησης των καρμπονάρων και των άλλων φιλελεύθερων επαναστατών οι οποίοι απειλούσαν τις αυτοκρατορίες. Τελικά το Συνέδριο κατέληξε να αποδοκιμάσει την «ελληνική ανταρσία» και να την καταδικάσει. Ωστόσο ο Καποδίστριας με διπλωματικούς ελιγμούς κατάφερε να πετύχει τη μη στρατιωτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων για την καταστολή της επανάστασης. Ο Σουλτάνος είχε την στήριξη της Ιεράς Συμμαχίας και ήταν ελεύθερος να την πνίξει στο αίμα.
Το πρώτο ρήγμα σε αυτήν την πολιτική δεν άργησε να φανεί. Ο Αλέξανδρος ο Α΄ συμμεριζόταν απόλυτα την εφαρμογή του συστήματος Μέτερνιχ και τη διατήρηση του status quo. Όμως η Ρωσία είχε να αντιμετωπίσει και ορισμένα άλλα προβλήματα. Για χρόνια ο Τσάρος εμφανιζόταν ως προστάτης των ομόδοξων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι με τα φρικτά και βάρβαρα αντίποινα εναντίον του ελληνισμού της Κων/πολης και της Μικράς Ασίας (απαγχονισμός του Πατριάρχη την ημέρα του Πάσχα και σκύλεψη του πτώματος, μαζικές δολοφονίες Ελλήνων στην Πόλη, στις Κυδωνίες κ.α, λεηλασίες και πυρπολήσεις σπιτιών και καταστημάτων κλπ) είχαν σοκάρει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ο Τσάρος έπρεπε να αντιδράσει για να διατηρήσει την πολιτική του επιρροή στους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεύτερον οι Τούρκοι είχαν παρεμποδίσει την ρωσική ναυσιπλοΐα στα Δαρδανέλια με αποτέλεσμα το ρωσικό εμπόριο να πληγεί (ενδεικτικά το 1821 οι εξαγωγές σίτου από τα νότια ρωσικά λιμάνια ήταν 30% λιγότερες από το 1820 και το 1822 ήταν 47% λιγότερες από το 1820). Τρίτον οι Οθωμανοί διοικούσαν τις παραδουνάβιες ηγεμονίες με στρατιωτικό νόμο και δεν τηρούσαν όλες τους τις υποχρεώσεις από τη συνθήκη του Βουκουρεστίου 1812 (εκλογή χριστιανού ηγεμόνα κλπ). Αυτοί ήταν οι λόγοι που οδηγούσαν τη Ρωσία να βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με τον Σουλτάνο φτάνοντας στην επίδοση ρωσικού τελεσιγράφου στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Ιουλίου του 1821. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ από τη μία ταυτιζόταν με τους στόχους της Ιερής Συμμαχίας και είχε αποκηρύξει την επανάσταση ενώ από την άλλη απαιτούσε την προστασία των χριστιανικών εκκλησιών, την ελευθερία της χριστιανική πίστης, τη διάκριση αθώων-ενόχων και την ειρήνευση των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Ο Σουλτάνος αρνήθηκε το τελεσίγραφο αλλά ο Μέτερνιχ και ο Κάσλερι (Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας) για να αποφύγουν ρωσοτουρκικό πόλεμο πίεσαν και έπεισαν τον Σουλτάνο να κάνει δεκτά τα αιτήματα του Τσάρου. Ο Τσάρος υιοθέτησε πια τις θέσεις του Μέτερνιχ. Τον Αύγουστο του 1822 ο Καποδίστριας εκτιμώντας ότι δεν μπορεί να υπηρετήσει πια τη ρωσική εξωτερική πολιτική υπέβαλε την παραίτησή του, έφυγε με απεριόριστη άδεια του Τσάρου και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη[6].
Γ. Το συνέδριο της Βερόνας (8 Οκτώβρη -2 Δεκέμβρη 1822).
Από τις 20 Οκτωβρίου ως τις 14 Δεκεμβρίου 1822 συνήλθε στη Βερόνα της Ιταλίας το τέταρτο συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας το οποίο επρόκειτο να είναι και το τελευταίο με πλήρη σύνθεση. Το κυριότερο από τα προβλήματα που οι Σύμμαχοι είχαν να αντιμετωπίσουν αυτή τη φορά ήταν η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην Ισπανία και στην ισπανική Λατινική Αμερική και είχε φέρει σε απελπιστική θέση τις συντηρητικές δυνάμεις. Το 1820 η δημοκρατική εξέγερση στην Ισπανία είχε υποχρεώσει τον βασιλέα Φερδινάνδο Z’ να παραχωρήσει σύνταγμα, ενώ στην ισπανική αυτοκρατορία της Λατινικής Αμερικής είχε ξεσπάσει επανάσταση για την ανεξαρτησία, με αρχηγούς στον Βορρά τον Σιμόν Μπολιβάρ και στον Νότο τον Χοσέ Σαν Μαρτίν. Όλες οι προσπάθειες του Φερδινάνδου Z’ να καταστείλει την επανάσταση είχαν αποτύχει. Το 1820 ο στρατός που προοριζόταν να σταλεί για να καθυποτάξει τις επαναστατημένες ισπανικές λατινοαμερικανικές αποικίες εξεγέρθηκε κατά του βασιλιά υπό την ηγεσία του ταγματάρχη Ραφαέλ ντε Ριέγκο Νούνιες και με την υποστήριξη των δημοκρατικών πολιτών.
Στο Συνέδριο της Βερόνας ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος IH’ ζήτησε την έγκριση των συνέδρων να επέμβει στην Ισπανία υπέρ του Φερδινάνδου Z’ και η έγκριση του δόθηκε. Όσο για τη Λατινική Αμερική, τα σχέδια των υπολοίπων Συμμάχων ναυάγησαν εξαιτίας των αντιρρήσεων της Βρετανίας, η οποία, για λόγους εμπορικών συμφερόντων, όπως άλλωστε και οι Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν αντίθετη σε οποιαδήποτε επέμβαση. Απείλησε μάλιστα η Βρετανία ότι, σε περίπτωση που θα λαμβάνονταν μέτρα, θα χρησιμοποιούσε τον στόλο της για να τα εξουδετερώσει.
Όταν η συζήτηση έφτασε στο ελληνικό ζήτημα παρά την ένταση που επικρατούσε μεταξύ Ρωσίας-Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο Τσάρος ευθυγραμμίστηκε πλήρως κατά της ελληνικής επανάστασης διότι ο Μέτερνιχ έντεχνα είχε σκηνοθετήσει και είχε διαρρεύσει πληροφορίες ότι Πολωνοί πατριώτες ετοίμαζαν επανάσταση και απόσχιση εδαφών από τη Ρωσία. Θορυβημένος ο Τσάρος ακολούθησε τη γραμμή του Μέτερνιχ[7].
Εν όψει της συζήτησης του ελληνικού ζητήματος η προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας είχε συγκροτήσει επιτροπή η οποία, μεταφέροντας «ικετήρια έγγραφα», θα προσπαθούσε να παρουσιαστεί ενώπιον του συνεδρίου και να αναπτύξει στους συνέδρους τις θέσεις των επαναστατημένων Ελλήνων. H επιτροπή, την οποία αποτελούσαν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, ο Ανδρέας Μεταξάς και ο φιλέλληνας γάλλος πλοίαρχος Ζουρντέν, δεν κατόρθωσε να λάβει την έγκριση να παρουσιαστεί στο Συνέδριο. Δεν καρποφόρησαν επίσης οι προσπάθειές της να επιτύχει τη μεσολάβηση του Πάπα με αντάλλαγμα την ένωση της ελληνικής εκκλησίας με την καθολική. Ο πρακτικογράφος και χρονογράφος των συνεδρίων της Ιεράς Συμμαχίας Τατίσεφ σημειώνει για το κλίμα που επικράτησε στο Συνέδριο: «ούτε μία φωνή δεν ηκούσθει υπέρ των Ελλήνων». Τελικά το Συνέδριο της Βερόνας καταδίκασε την ελληνική επανάσταση. Το ανακοινωθέν, που εκδόθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1822, διελάμβανε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: «Μέγα πολιτικόν γεγονός εξερράγη περί τα τέλη της τελευταίας συνελεύσεως (του Συνεδρίου του Λάιμπαχ). Ό,τι το ανατρεπτικόν των κοινωνιών πνεύμα ήρχισεν εν τη δυτική χερσονήσω, ό,τι εδοκίμασε να πράξη εν τη Ιταλία, το κατώρθωσεν εις τας ανατολικάς εσχατιάς της Ευρώπης. Καθ’ ον καιρόν κατευνάσθησαν αι εν τοις βασιλείοις της Νεαπόλεως και της Σαρδηνίας στρατιωτικαί επαναστάσεις διά της δυνάμεως, ερρίφθη ο επαναστατικός δαυλός εν μέσω της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι άνακτες, έχοντες σταθεράν απόφασιν ν’ απωθήσωσι την αρχήν της επαναστάσεως καθ’ οποίον μέρος και εν οποία μορφή και αν εφαίνετο, έσπευσαν να την καταδικάσωσιν εκ συμφώνου, ασχολούμενοι δε αμεταθέτως εις το έργον της κοινής φροντίδος των, αντέκρουσαν παν ό,τι εδύνατο να τους παρεκτρέψη της οδού των. Αλλ’ ακούοντες και την φωνήν της συνειδήσεως και του ιερού χρέους συνηγόρησαν υπέρ των θυμάτων ασυνέτου και εγκληματικού επιχειρήματος. Αι πολλαί και φιλικαί των πέντε αυλών προς αλλήλας διακοινώσεις διαρκούσης της εποχής ταύτης, μιας των σημαντικωτέρων της συμμαχίας των, έφεραν εις σύμπνοιαν όλας ως προς το ζήτημα της Ανατολής, απέκειτο δε εις την εν Βερώνη συνέλευσιν να καθιερώση και επιβεβαιώση τα ορισθέντα. Αι δε σύμμαχοι της Ρωσίας αυλαί ελπίζουν ότι διά των κοινών προσπαθειών θα εξομαλυνθούν τα μέχρι τούδε εμπόδια διά την ευόδωσιν των ευχών αυτών»[8].
Το Συνέδριο της Βερόνας όμως έμελε να ήταν το τελευταίο της Ιερής Συμμαχίας διότι το ρήγμα στο εσωτερικό της μεγάλωνε. Η Αγγλία πρώτη αντιλήφθηκε ότι η συμμετοχή της σε τέτοια συνέδρια δεν συμβαδίζει με τα συμφέροντά της. Μετά την αυτοκτονία του συντηρητικού Υπουργού Εξωτερικών Κάσλερι (Αύγουστος 1822), εισηγητή εκ μέρους της Αγγλίας από το 1815, ο νέος Υπουργός Τζωρτζ Κάνινγκ, μέλος κι αυτός των Συντηρητικών (Τόρις) άφηνε να φαίνεται αχνά μια ελπίδα αλλαγής στάσης στην εξωτερική πολιτική της Αγγλίας με τροποποίηση του δόγματος της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Άρα τα δύο πρώτα χρόνια του αγώνα η ευρωπαϊκή απολυταρχία καταδίκασε την ελληνική επανάσταση και στη βάση των αποφάσεων των δύο Συνεδρίων (Λάυμπαχ – Βερόνα) συνεργάστηκε ανοικτά, βάρβαρα και απροσχημάτιστα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι ναυτικές δυνάμεις Αγγλίας-Γαλλίας- Αυστρίας μετέφεραν εφόδια και έσπαγαν τους αποκλεισμούς των Ελλήνων στα πολιορκημένα κάστρα, οι πρόξενοί τους είχαν τεθεί στην υπηρεσία της Πύλης με αποστολή να συλλέγουν πληροφορίες υπέρ των Τούρκων.
Ο αρμοστής των Επτανήσων Maitland έδινε καταφύγιο στα τούρκικα καράβια και δεν δεχόταν τους πληγωμένους Έλληνες, τους αμάχους και τα γυναικόπαιδα που ζητούσαν καταφύγιο στα Επτάνησα. Τα αυστριακά καράβια είχαν αναλάβει τις μεταφορές του τούρκικου στρατού και των εφοδίων. Ως το 1826 οι Έλληνες είχαν χτυπήσει πάνω από 100 αυστριακά πλοία. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει χαρακτηριστικά: «..Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίοι τους δυστυχείς Ελληνες. Εις τις πρώτες χρονιές εφοδιάζαν τα κάστρα των Τούρκων, τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα διά να μην υπάρξουν..» και πιο κάτω: «…Μια χούφτα απόγονοι εκείνων των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού ‘χε εις το πρόσωπόν του κι έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβόσουνε να τον ειπείς Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξιπόλητος και γυμνός και του σκότωσε περίτου από τετρακόσες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανόν -με τις αντενέργειές σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κι εφόδιασμα τις πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα ‘φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες, πού θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή..»[9].
Δ. Η αναγνώριση του ελληνικού έθνους ως εμπόλεμου (1823).
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις υπολόγιζαν ότι η ελληνική Επανάσταση θα συντριβόταν σε λίγους μήνες όπως οι εξεγέρσεις στην Ιταλία. Οι προβλέψεις δεν επαληθεύτηκαν διότι οι Έλληνες, παρά την εχθρότητα της Πενταπλής Συμμαχίας, είχαν σημαντικές επιτυχίες, κυρίευαν κάστρα, σάρωναν μεγάλες οθωμανικές στρατιές, κατέστρεφαν με τα ηρωικά πυρπολικά και καταπόντιζαν εχθρικά πλοία. Αντιμετώπιζαν αποτελεσματικά ολομόναχοι τις υπέρτερες δυνάμεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι πολεμικές επιτυχίες, η απόλυτη πολιτική βούληση των Ελλήνων για οριστική ρήξη με το Οθωμανικό κράτος και δημιουργία ελεύθερου, ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και κυρίως τα τεράστια εμπορικά, οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα που διακυβεύονταν στην ανατολική Μεσόγειο υποχρέωσαν πρώτα την Αγγλία και μετά τη Γαλλία να αναθεωρήσουν και να αναπροσαρμόσουν την εξωτερική τους πολιτική απέναντι στον ελληνικό αγώνα.
Σε αυτές τις διεργασίες η Αγγλία ήταν η καλύτερα ενημερωμένη Δύναμη καθώς είχε φροντίσει από τις πρώτες μέρες της επανάστασης να συλλέγει και την παραμικρή πληροφορία. Παρακολουθούσαν την αλληλογραφία, είχαν στα λοιμοκαθαρτήρια των Επτανήσων κατασκοπευτικούς σταθμούς των Μυστικών Υπηρεσιών του Λονδίνου, χρησιμοποιούσαν τους υπαλλήλους των προξενείων και τη ναυτική μοίρα που κινούνταν στο Αιγαίο για συλλογή ειδήσεων και πληροφοριών. Παρακολουθούσαν και γνώριζαν τις αδυναμίες, τις συγκρούσεις, τους ανταγωνισμούς, τις διαφορές, τα πάθη, τις σκέψεις και τα σχέδια των πρωταγωνιστών πολιτικών και στρατιωτικών. Σχεδίαζαν και ακολουθούσαν καλομελετημένη, ρεαλιστική πολιτική μακράς πνοής για τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια στην ανατολική Μεσόγειο.
Πραγματικά, ο Κάνιγκ, ως νέος υπουργός Εξωτερικών, έστειλε οδηγίες στον Άγγλο πρέσβη στην Πόλη, Στάγκφορντ που διαχώριζαν εντελώς την πολιτική της Αγγλίας από την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Η Αγγλία καλούσε την Πύλη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και προειδοποιούσε ότι σε περίπτωση άρνησης θα καταλάμβανε νησιά του Αιγαίου: «Την κατάστασιν του χριστιανικού τούτου λαού, ο οποίος στενάζει υπό τον ζυγόν των βαρβάρων από εκατονταετηρίδων, δεν δύναται η Αγγλία να βλέπη μετ’ αδιαφορίας. Ο βασιλεύς επιθυμεί να ενεργήση ο πρέσβυς της Μεγάλης Βρετανίας εις την Πύλην υπέρ των χριστιανών, να απαιτήση την εκπλήρωσιν των υποσχέσεων, τας οποίας έδωσεν η Πύλη περί τούτου προς τους πρέσβεις των συμμαχικών δυνάμεων και να της υποδείξη ότι, αν αρνηθή να ικανοποιήση τας αξιώσεις αυτάς, δεν δύναται πλέον να διατηρή μετ’ αυτής φιλικάς σχέσεις». Ο Κάνιγκ δεν σταμάτησε εκεί. Στις 25 Μαρτίου 1825 αναγνώρισε τον ελληνικό θαλάσσιο αποκλεισμό και οι αρχές των Ιονίων που με επικεφαλής τον Άγγλο αρμοστή Τομ Μέηλαντ (τον περιβόητο Σουλτάν Θωμά όπως τον αποκαλούσε ειρωνικά ο ζακυνθινός λαός) είχαν συμπεριφερθεί στο παρελθόν σκληρότατα κατά των Ελλήνων επαναστατών, διατάχθηκαν τώρα να συμπεριφέρονται απέναντί τους σαν σε εμπολέμους.
«Η αγγλική κυβέρνησις ώφειλε να θεωρήση τους εξοπλίσαντας τα πλοία των Έλληνας ή ως πειρατάς ή ως εμπολέμους. Και επειδή ολόκληρον έθνος, εξανιστάμενον κατά της Αρχής του, δεν ημπορεί να θεωρηθή ως πειρατικόν, ανάγκη πάσα να θεωρηθή ως εμπόλεμον, εφ’ όσον φυλάττει τους κανόνας, και ενεργεί εντός των εν τοιαύτη περιστάσει παραδεδεγμένων όρων». Ήταν η πρώτη επίσημη αναγνώριση των Ελλήνων ως έθνος εμπόλεμο και όχι πια ως αντάρτες υπηκόους του Σουλτάνου. Τέλος στις 29 Απριλίου 1823 η αγγλική κυβέρνηση έστειλε δριμύτατο έγγραφο στο γραμματέα της Ανατολικής Εταιρείας, με το οποίο καυτηρίαζε τη διαγωγή ορισμένων Άγγλων που βοήθησαν τους Τούρκους, όπως του προξένου στην Πάτρα Γκριν.[10] Τα παραπάνω φυσικά δεν ήταν φιλελληνική μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής της Αγγλίας. Ο Κάνινγκ αντιλήφθηκε πρώτος ότι ο Σουλτάνος δεν μπορεί να νικήσει και ότι ο ναυτικός αποκλεισμός των Ελλήνων απειλούσε το θαλασσινό εμπόριο το οποίο είχε παραλύσει από τα καταστροφικά χτυπήματα των ελληνικών καταδρομικών και πειρατικών πλοίων. Οι εμπορικοί δρόμοι έπρεπε να μείνουν ανοικτοί. Με την αναγνώριση του εμπόλεμου προστατεύονταν οι θαλάσσιες μεταφορές και η Αγγλία δημιουργούσε συμπάθειες και επιρροή στους επαναστάτες. Ο Κάνινγκ χάραζε μια νέα ρεαλιστική πολιτική. Όχι καταπολέμηση των απελευθερωτικών κινημάτων αλλά διείσδυση, υπονόμευση, άλωση από μέσα και πολιτικός έλεγχος προς όφελος του αγγλικού εμπορικού, βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου.[11]
Δ. Το ρωσικό σχέδιο των τριών τμημάτων (1824).
Ο νέος προσανατολισμός της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής του Κάνινγκ θορύβησε τον Τσάρο και προκάλεσε όπως ήταν φυσικό τον έντονο προβληματισμό της Ρωσίας, η οποία φοβόταν ότι θα χάσει την επιρροή της στους Έλληνες και ανησυχούσε για την πιθανότητα υπονόμευσης των συμφερόντων της στον ευαίσθητο γεωπολιτικά χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Έτσι, κάτω από την πίεση των γεγονότων, ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ ανέλαβε την πρωτοβουλία των διπλωματικών κινήσεων, υποβάλλοντας στις 28 Δεκεμβρίου 1823 / 9 Ιανουαρίου 1824 το πρώτο ολοκληρωμένο σχέδιο επίλυσης του Ελληνικού Ζητήματος. Το «Σχέδιο των Τριών Τμημάτων», όπως έμεινε έκτοτε γνωστό, ακολουθώντας στην ουσία το διοικητικό πρότυπο που ίσχυε στη Μολδαβία και τη Βλαχία, προέβλεπε την ίδρυση τριών αυτόνομων ηγεμονιών στον ελλαδικό χώρο, από τις οποίες η πρώτη (Ανατολικής Ελλάδας) θα περιλάμβανε τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία και την Αττική, η δεύτερη (Δυτικής Ελλάδας) την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, και η Τρίτη (Νότιας Ελλάδας) την Πελοπόννησο και την Κρήτη, ενώ ταυτόχρονα ειδικό καθεστώς διοικητικής αυτονομίας θα αναγνωριζόταν στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Βάσει του Σχεδίου, ο Σουλτάνος θα διατηρούσε την επικυριαρχία του στις τρεις ηγεμονίες, την οποία θα διασφάλιζε η παρουσία κατά τόπους τουρκικών φρουρών, και θα εισέπραττε έναν ετήσιο φόρο υποτέλειας, οι Έλληνες, ωστόσο, θα είχαν το αποκλειστικό προνόμιο της διοίκησης των ηγεμονιών, οι οποίες –σε μία προφανή προσπάθεια περαιτέρω υπογράμμισης του αυτόνομου χαρακτήρα τους– θα είχαν δική τους σημαία και θα αντιπροσωπεύονταν στην Πύλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Το Σχέδιο το αποδέχτηκαν η Γαλλία και η Πρωσία. Η Αυστρία το θεώρησε ως κακό προηγούμενο για την ακεραιότητα της δικής της Αυτοκρατορίας ενώ η Αγγλία ακολούθησε παρελκυστική πολιτική ελπίζοντας σε νέες εξελίξεις που θα απέτρεπαν την εφαρμογή του. Το σχέδιο απορρίφθηκε βέβαια από τον Σουλτάνο αλλά και από τους Έλληνες γιατί απέκλειε την ανεξαρτησία που ήταν το αίτημα της επανάστασης.[12]
Ε. Η αγγλική και η γαλλική διείσδυση: Φιλελληνικά κομιτάτα, δάνεια, πράξη υποτέλειας (1824-1825)
Από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η ελληνική επανάσταση συγκίνησε τους λαούς της Ευρώπης και όχι μόνο. Ο φιλελληνισμός απλώθηκε παντού: την Κεντρική, Βόρεια και Δυτική Ευρώπη (Γερμανία, Γαλλία, Ελβετία, Αγγλία, Σουηδία, Δανία κλπ), στην Νότια και Ανατολική Ευρώπη (Ισπανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ιταλία κλπ) στην Αμερική μέχρι και στην Ινδία υπήρξαν άνθρωποι που ευαισθητοποιήθηκαν από τον ελληνικό αγώνα και ήθελαν να βοηθήσουν.
Η συμπαράσταση όλων αυτών των ανθρώπων πήρε διάφορες μορφές: οικονομική ενίσχυση με εράνους και αγορά εφοδίων, ηθική ενίσχυση με άρθρα που δημοσιεύονταν στον Τύπο, καλλιτεχνικά έργα (ζωγραφική, θέατρο, ποίηση κλπ) αλλά και προσωπική συμμετοχή στον αγώνα. Ο θαυμασμός, ιδίως των λόγιων και μορφωμένων στρωμάτων προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, μήτρα του ευρωπαϊκού, οι αποτρόπαιες βιαιότητες των Τούρκων έναντι αμάχων (απαγχονισμός Πατριάρχη, καταστροφή της Χίου, το Μεσολόγγι κλπ), η θρησκευτική διάσταση του αγώνα (ομόθρησκοι Χριστιανοί εναντίον βάρβαρων μουσουλμάνων) αλλά και ο θαυμασμός για τις πολεμικές επιτυχίες των Ελλήνων που αγωνίζονταν μόνοι εναντίον ολόκληρης αυτοκρατορίας ευνοούσαν την ανάπτυξη του φιλελληνισμού. Κύριες όμως αιτίες του φιλελληνισμού ήταν ο φιλελευθερισμός και ο επαναστατικός ριζοσπαστισμός που είχε εξαπλωθεί με τη γαλλική επανάσταση. Ως πολιτική συμπεριφορά ο φιλελληνισμός στρεφόταν εναντίον της οθωμανικής απολυταρχίας όσο και της Ιεράς Συμμαχίας. Αποτέλεσε κορυφαία στιγμή του πολιτικού Ρομαντισμού του 19ου αιώνα. Οι λαοί της Ευρώπης στον ελληνικό αγώνα πρόβαλαν τους δικούς τους πόθους για λευτεριά και εθνική ύπαρξη. Βέβαια στο κίνημα του φιλελληνισμού είχαν εισχωρήσει πράκτορες σε διατεταγμένη υπηρεσία αλλά και τυχοδιώκτες, άνεργοι στρατιωτικοί που διψούσαν για δόξα, χρήμα και αξιώματα και κοινοί απατεώνες.[13]
Η φιλελληνική κίνηση στη Γαλλία και στην Αγγλία:
Η φιλελληνική κίνηση στη Γαλλία και στην Αγγλία αναπτύχθηκε καθυστερημένα το 1823 όταν άρχισε να αλλάζει η εξωτερική πολιτική τους απέναντι στην ελληνική επανάσταση. Ο φόβος για αύξηση της ρωσικής επιρροής στους Έλληνες, ο οικονομικός και εμπορικός ανταγωνισμός στην Ανατολική Μεσόγειο και οι επιτυχίες των επαναστατών υποχρέωναν τις δύο χώρες να εγκαταλείψουν την «ουδετερότητα» και να επιδιώξουν, η καθεμία για τα δικά της συμφέροντα, να διεισδύσουν και να αποκτήσουν ερείσματα και επιρροή στους Έλληνες. Οι συντηρητικές κυβερνήσεις σε σιωπηρή συνεργασία με τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση η οποία είχε την πρωτοβουλία οργάνωσης των φιλελληνικών επιτροπών, χρησιμοποίησαν τα φιλελληνικά κομιτάτα για την εξυπηρέτηση της εξωτερικής τους πολιτικής. Τα κομιτάτα υπήρξαν κατευθυνόμενα όργανα της κρατικής ή οικονομικής εξουσίας με στόχο να διευκολύνουν τη διείσδυση και ανάμιξη των Άγγλων και Γάλλων στις ελληνικές υποθέσεις.[14]
Τα δάνεια:
Ήδη από το Νοέμβριο του 1821, η τοπική εξουσία της Ανατολικής Στερεάς “ Άρειος Πάγος “, έστειλε στη Γερμανία τον Θεοχάρη Κεφαλά και τον Χ. Δροσινό για να διαπραγματευθούν δάνειο 150.000 φλορινιών. Ο Κεφαλάς επέστρεψε στο τέλος του 1822, έχοντας συνομολογήσει δύο δάνεια: ένα στη Ζυρίχη (40.000 φλορίνια) κι ένα στη Μασσαλία (62.000 φλορίνια). Παραγγέλθηκαν δύο κανόνια και στρατιωτικά είδη (δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα) και εξοπλίστηκε ένα στρατιωτικό σώμα Γερμανών φιλελλήνων που ήρθε στην Ελλάδα αλλά δεν ήταν δυνατόν να μισθοδοτηθεί εφόσον το δάνειο δεν θα πρέπει να δόθηκε!! Ωστόσο η Κυβέρνηση επικύρωσε την οφειλή ως εθνικό χρέος το 1823.[15]
Η δεύτερη προσπάθεια ήταν πιο κωμικοτραγική κι επικίνδυνη από την πρώτη. Το 1822 και επ’ ευκαιρία τον Συνεδρίου των Ευρωπαίων ηγεμόνων στη Βερόνα της Ιταλίας, στάλθηκε εκεί ελληνική επιτροπή αποτελούμενη από τους Παλαιών Πατρών Γερμανό και Ανδρέα Μεταξά, με συνοδό το Γάλλο «φιλέλληνα», ναύαρχο, Φίλιππο Ζουρνταίν. Με εξουσιοδότηση του Μεταξά, ο Ζουρνταίν προσπάθησε να βρει πιστωτές και τους βρήκε στο πρόσωπο των πληρεξουσίων του Τάγματος των Ιπποτών του Aγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος!
Οι Ιωαννίτες, μέλη ενός θρησκευτικού ιπποτικού τάγματος (από το έτος 1309) που δεν διέθετε εδαφικές κτήσεις ούτε οικονομικούς πόρους (είχαν διαλυθεί από το 1815!!), πρόσφεραν τη μεσολάβηση τους για τη σύναψη δανείου 10 εκατομμυρίων επ’ ονόματι της ελληνικής κυβέρνησης, με τον όρο να τους δίνονταν τα νησιά Ρόδος, Κάρπαθος, Αστυπάλαια, Σύρος και Οινούσες μετά την απελευθέρωση τους. Προσωρινά όμως ζητούσαν να εγκατασταθούν στη Σύρο και τις Οινούσες, που θα αποτελούσαν πλέον «τελείαν ιδιοκτησίαν και κυριαρχίαν του Τάγματος». Η πρόταση του Ζουρνταίν ήθελε να βοηθήσει τη Γαλλία, μέσω των Ιπποτών, να αποκτήσει βάσεις στο Αιγαίο, με ελληνικό αίμα και δωρεάν. Η εξωφρενική απάτη ναυάγησε άδοξα. Η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος την απέρριψε χωρίς άλλη συζήτηση αφού αντιλήφθηκε πως επρόκειτο για καλοστημένη πλεκτάνη.[16]
Το πρώτο αγγλικό δάνειο (1824): Επειδή οικονομικές ανάγκες της επανάστασης ήταν πιεστικές με το διάταγμα της 2ας Ιουνίου 1823 διορίστηκε η επιτροπή του δανείου, αποτελούμενη από τον Ανδρέα Λουριώτη, σημαίνοντα απόστολο της Φιλικής Εταιρείας, τον Ι. Ορλάνδο και τον Ι. Ζαΐμη. Η επιτροπή τον Νοέμβριο του 1823 συνάντησε στην Κεφαλονιά τον Λόρδο Byron και συζήτησαν μαζί του το θέμα του δανείου. Έφτασαν στο Λονδίνο στις 14/20 Ιανουαρίου 1824, με καθυστέρηση 8 μηνών και ενώ είχε ξεσπάσει ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, ήρθαν σε απευθείας επαφή με τον Άγγλο υπουργό G. Canning και το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου. Ο πρόεδρος του Φιλελληνικού Κομιτάτου, Jeremy Bentham, επιφανής φιλόσοφος και κοινωνιολόγος και ο γραμματέας του John Bowring, βοήθησαν άμεσα στη διαπραγμάτευση για το δάνειο. Τότε στη χρηματαγορά του Λονδίνου υπήρχε μεγάλη κρίση. Υπήρχαν μεγάλα διαθέσιμα κεφάλαια και με χαμηλούς τόκους, οι δε κεφαλαιούχοι ενδιαφέρονταν για την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε περιοχές με όχι σταθερό καθεστώς, αρκεί να εξασφάλιζαν μεγάλο τόκο. Έτσι άρχισαν να δανειοδοτούν χώρες που δεν είχαν ακόμη γίνει ανεξάρτητες, κυρίως στη Λατινική Αμερική (Βραζιλία, Περού, Χιλή κ.ά.). Ένας κερδοσκοπικός πυρετός διακατείχε τους κεφαλαιούχους του Λονδίνου αλλά και της Γαλλίας, για τοποθέτηση των χρημάτων τους ακόμη και σε επισφαλείς περιοχές. Η Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου, αποτελούμενη από σαράντα και πλέον τραπεζίτες και εμπόρους, συμφώνησε για τη σύναψη τον δανείου και την 21η Φεβρουαρίου υπογράφτηκε το πρώτο εξωτερικό δάνειο των 800.000 λιρών, την έκδοση του οποίου ανέλαβαν οι τραπεζίτες Loughnan Sons και Ο’ Brien.
Σε απόλυτους αριθμούς, ενώ το δάνειο ήταν ύψους 800.000 λιρών, το πραγματικά δανεισθέν ποσόν ανήλθε σε 472.000 λίρες αφού εκδόθηκε στο 59% της οικονομικής τιμής του. Έτσι όποιος επενδυτής αγόραζε μια μετοχή 100 λιρών έδινε γι’ αυτή μόνο 59. Ο ετήσιος όμως τόκος (5%) ορίστηκε πάνω στην ονομαστική του αξία. Με απλά λόγια σχεδόν ο τόκος διπλασιάστηκε. Για την απόσβεσή του δόθηκε διορία 36 ετών. Εγγύηση ήταν «τα εθνικά κτήματα». Ίσχυε αναδρομικά από τον Ιανουάριο του 1824, και ήταν πληρωτέος στο Λονδίνο κατά εξάμηνο. Οι τόκοι ορίστηκαν σε 8.000 λίρες το χρόνο, δηλαδή το 1% και ως εγγύηση για την καταβολή τους έμπαιναν όλα τα δημόσια έσοδα (από τελωνεία, αλυκές κ,λπ.). Το δάνειο θα δινόταν σε αγγλικές λίρες και ισπανικά δίστηλα σε καταθέσεις σε αγγλική τράπεζα της Ζακύνθου. Ως επίτροποι του δανείου ορίστηκαν ο Λ. Κουντουριώτης, ο Λόρδος Βύρων και ο συνταγματάρχης Λ. Στάνχοπ. Η αποστολή του θα γινόταν σε περιοδικές δόσεις και με αγγλικά πλοία.
Μεσολάβησαν άπειρες ίντριγκες οικονομικές και πολιτικές μέχρι να φτάσουν στην προσωρινή διοίκηση μόνο 298.700 λίρες. Κι αυτό γιατί παρακρατήθηκαν οι τόκοι και τα χρεολύσια δύο χρόνων. Κάπου 3% παρακρατήθηκε από τους τοκογλύφους υπό μορφή μεσιτείας, 1,5% για ασφάλιστρα, διάφορα άλλα ποσά για έξοδα και άλλες απίθανες δαπάνες. Όπως ας πούμε για προμήθεια πληρωμής των τόκων 3.200 λίρες!! Μια σπουδαία λεπτομέρεια: οι πληρεξούσιοι για την διαπραγμάτευση Ορλάνδος και Λουριώτης έζησαν στο Λονδίνο σαν μεγάλοι άρχοντες στην Bond Street και ξόδεψαν 5.045(!) λίρες, όταν οι συμπατριώτες τους πέθαιναν από την πείνα…
Το δεύτερο αγγλικό δάνειο 1825: Την ανάγκη για τη σύναψη του δεύτερου δανείου δεν επέβαλε μόνο η αχρηματία που υπήρχε μετά την εξάντληση των χρημάτων του πρώτου, αλλά και η ανάγκη να αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ, εκτός από τον τακτικό στρατό και με σύγχρονα ναυτικά μέσα. Ο Άγγλος Frank Abney Hastings είχε προτείνει την προμήθεια ατμοκίνητων πλοίων για την αντιμετώπιση του εχθρικού στόλου και η κυβέρνηση ανέθεσε στην επιτροπή Λουριώτη – Ορλάνδου (ο Ζαΐμης, γρήγορα ανακλήθηκε, επειδή οι συγγενείς του ανήκαν στην αντίθετη πλευρά από την κυβερνητική) τη σύναψη νέου δανείου.
Έτσι, στις 7 Φεβρουαρίου 1825 υπογράφτηκε στο Λονδίνο δάνειο 2.000.000 λιρών με πιστωτές τους τραπεζίτες αδελφούς Ricardo. Τελικά, μέσω ενός απίστευτου παρασκηνίου, μετά την εκκαθάριση του ποσού έμειναν μόνο 816.000 λίρες και από αυτές έφτασαν στην Κυβέρνηση 230.000 λίρες. Τότε ξεκίνησε η απροκάλυπτη επέμβαση στα πράγματα της Επανάστασης: Τα μέλη της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, που είχαν ποντάρει στην επιτυχία του ελληνικού αγώνα με την αιγυπτιακή επιδρομή, κινδύνευαν να χάσουν τα χρήματα τους, ύστερα από πιέσεις υποχρέωσαν τον Λουριώτη και τον Ορλάνδο να προσληφθεί ως αρχηγός του νέου στόλου ο Άγγλος ναύαρχος Cochran, ο οποίος είχε αποκτήσει φήμη για τα κατορθώματα του ως αρχηγός του στόλου της Βραζιλίας. Παράλληλα οι αδελφοί Ricardo, χωρίς να ενημερώσουν τους Έλληνες αντιπροσώπους, ανέθεσαν στο ναυπηγό Alexander Galloway την κατασκευή έξι ατμοκίνητων πλοίων (θα ολοκληρωνόταν σε 4-5 μήνες), που θα βοηθούσαν τον Αγώνα με κόστος 113.000 λίρες. Οι ιστορικοί μελετητές σημειώνουν ότι εάν αγοράζονταν έτοιμα πλοία θα ήταν πολύ φθηνότερα και θα διατίθεντο άμεσα στην ενίσχυση του στόλου. Ο Galloway καθυστερούσε αδικαιολόγητα την παράδοση των πλοίων. Τελικά αποκαλύφτηκε ότι το ίδιο ναυπηγείο είχε αναλάβει ταυτόχρονα και τη ναυπήγηση δέκα πλοίων για τον Μεχμέτ Αλή τον πασά της Αιγύπτου, ενώ ο γιος του Galloway υπηρετούσε κοντά στον Αιγύπτιο ηγέτη. Ωστόσο οι «φιλέλληνες» τραπεζίτες δεν είχαν προβλέψει καμία ρήτρα σε βάρος του ναυπηγού.
Τελικά έπειτα από πολλές αναβολές παραδόθηκε, με καθυστέρηση ενός χρόνου, τον Σεπτέμβριο του 1926, ένα πλοίο, το «Καρτερία», που έφτασε στην Ελλάδα σε πολύ κακή κατάσταση και πρόσφερε ελάχιστα (με κυβερνήτη τον Άγγλο φιλέλληνα Fr. A. Hastings έλαβε μέρος σε ασήμαντες ουσιαστικά επιχειρήσεις στο Μεσολόγγι και το Αιτωλικό), το 1827 παραδόθηκε η «Επιχείρηση» και το 1828 ο «Ερμής». Στα τέλη του 1829 έφτασε άλλο ένα ατμόπλοιο στην Ελλάδα, ενώ τα άλλα τρία σάπισαν στον Τάμεση από έλλειψη χρημάτων για την αποπεράτωση τους! Παράλληλα με τα ατμόπλοια, είχαν παραγγελθεί σε ναυπηγείο της Αμερικής δύο φρεγάτες οπλισμένες με κανόνια. Όταν έφτασε εκεί ο έμπορος Κοντόσταυλος να επιβλέψει την κατασκευή ύστερα από παράκληση ταυ Λουριώτη, διαπίστωσε ότι οι Αμερικανοί ναυπηγοί είχαν προχωρήσει στην κατασκευή μεγαλύτερων και ακριβότερων πλοίων. Τελικά, ενώ είχαν σταλεί εκεί 750.000 δολάρια, παραδόθηκε μόνο η «Ελλάς» που στοίχισε 300.000 δολάρια, ενώ το άλλο αγοράστηκε από την Αμερική. Τα υπόλοιπα 450.000 δολάρια σπαταλήθηκαν από Αμερικανούς πολίτες, Ο ιστορικός Δ. Φωτιάδης κρίνοντας τα δυο πρώτα δάνεια σημειώνει: «Οι οικονομικές αλυσίδες, όπου από αυτές ποτέ δεν γλιτώσαμε, είχανε δέσει τον τόπο μας πριν ακόμη αποκτήσει τη λευτεριά του. Και όμως η Βουλή της κυβέρνησης Κουντουριώτη δέχτηκε με μεγάλες εκδηλώσεις χαράς την είδηση της συνομολόγησης του δανείου, όπως της χάριζε τη βεβαιότητα ότι θα κέρδιζε τον εμφύλιο σπαραγμό. Σωστά ειπώθηκε πως με την προοπτική της διανομής του πρώτου δανείου τερματίστηκε ο πρώτος εμφύλιος και με την προοπτική του δευτέρου αρχίζει ο δεύτερος. Όταν πήρε τέλος και ο δεύτερος εμφύλιος κι έπεσε το Μεσολόγγι και παραιτήθηκε ο Κουντουριώτης και σχηματίστηκε η κυβέρνηση Ζαΐμη βρέθηκαν στο ταμείο του κράτους όλα και όλα 60 γρόσια!».[17]
Ως συμπέρασμα μπορούμε να πούμε ότι τα δύο δάνεια που συνάφθηκαν για να κάνουν την Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος, τελικά της δημιούργησαν στενούς δεσμούς εξάρτησης, που υποθήκευσαν το μέλλον της για πολλές δεκαετίες.
Η γαλλική «πρόταση»: Η γαλλική πολιτική απέναντι στον ελληνικό αγώνα ήταν διπλοπρόσωπη. Από τη μία εξόπλιζε και οργάνωνε το στρατό του Ιμπραήμ και από την άλλη επιχειρούσε να αποκτήσει προσβάσεις και επιρροή στους επαναστάτες με την ίδρυση του γαλλικού φιλελληνικού κομιτάτου (1825). Αν ο Μεχμέτ Αλή κατακτούσε την Πελοπόννησο η Γαλλία θα είχε ένα ισχυρό προγεφύρωμα απέναντι στα αγγλικά Επτάνησα και τη ρώσικη επιρροή ενώ αντίθετα αν οι Έλληνες κατάφερναν να επιβιώσουν από την τουρκοαιγυπτιακή επίθεση θα ήταν ευγνώμονες στο γαλλικό «φιλελλληνικό κομιτάτο για τη βοήθεια. Τέλη Μαΐου 1825 οι λιγοστοί οπαδοί της γαλλόφιλης μερίδας στην Ελλάδα πίστεψαν ότι ήταν βέβαιη η εκλογή του δούκα Nemours στον ελληνικό θρόνο. Δύο χρόνια νωρίτερα, από το 1823, οι Ζακυνθινοί αδερφοί Γεώργιος και Σπυρίδων Βιτάλης είχαν έρθει σε επαφή με τον δούκα της Ορλεάνης, για να προετοιμάσουν το έδαφος. Μάλιστα, το Νοέμβριο του 1824 τα δυο αδέρφια συναντήθηκαν και με τον Γάλλο πρωθυπουργό Villele, ο οποίος τους ενθάρρυνε και τους υποσχέθηκε μυστική οικονομική βοήθεια με σκοπό την πραγμάτωση του σχεδίου τους. Έτσι τα δύο αδέρφια μαζί με τον Γάλλο στρατηγό Roche, τον Απρίλιο του 1825, έφθασαν στο Ναύπλιο με βασική αποστολή την οργάνωση κόμματος και στη συνέχεια την επίσημη πρόσκληση προς τον δούκα Nemours να αναλάβει τον ελληνικό θρόνο. Ο στρατηγός Roche κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Κυβέρνησης καθώς υποσχόταν ότι ο 11χρονος Δούκας θα έφερνε μαζί του αμύθητους θησαυρούς και δύναμη 12.000 αντρών οι οποίοι θα εκδίωκαν τον Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο. Η προσπάθεια κατέρρευσε από την ταχύτατη αγγλική αντίδραση.
Τα «κόμματα»: Ενώ όμως οι Βιτάληδες εργάζονταν για την επίτευξη του στόχου τους, μια άλλη ομάδα Ζακυνθινών, οι Δ. Ρώμας, Μ. Στεφάνου και Κ. Δραγόνας, οι οποίοι αρχικά είχαν συστήσει μια επιτροπή με σκοπό τον ανεφοδιασμό των αγωνιζόμενων Ελλήνων, προετοίμαζαν έναν κύκλο, όχι ακόμη κόμμα, περισσότερο αντιορλεανικό και αντικαποδιστριακό, παρά φιλοαγγλικό. Για τις ενέργειες τους ενήμερος ήταν ο Άγγλος ύπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων Frederic Adam. Παράλληλα, μια τρίτη ομάδα: Ι. Θεοτόκης, Αλ. Ζαΐμης, Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας κ.ά. προετοίμαζαν κι αυτοί με τη σειρά τους μια πρόσκληση προς τον Καποδίστρια για να αναλάβει τα ηνία του νεότευκτου κράτους, και υπολόγιζαν πως με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να περιμένουν βοήθεια από τον Τσάρο και τη Ρωσία. Ανάλογα με τις ελπίδες που είχαν οι Έλληνες για βοήθεια από τις Μεγάλες Δυνάμεις στρέφονταν και οι συμπάθειές τους. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες διαμορφώθηκαν οι πυρήνες των τριών κομμάτων (αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό).
Η Πράξη Υποτέλειας: Αρχικά, ο Αλ. Μαυροκορδάτος, όπως και οι Γ. Κουντουριώτης και Ι. Κωλέττης είχαν υποστηρίξει τη κίνηση των αδελφών Βιτάλη και φαίνονταν να στρέφονται προς την πλευρά της Γαλλίας. Κάτω όμως από την πίεση των γεγονότων-ο Ιμπραήμ προχωρούσε από νίκη σε νίκη-ο Μαυροκορδάτος άλλαξε στάση και συντάχθηκε με την επιτροπή της Ζακύνθου. Έτσι, ενώ η ελληνική κυβέρνηση είχε υποσχεθεί στον στρατηγό Roche ότι θα προωθούσε την υποψηφιότητα του Nemours, άλλαξε στάση και αποφάσισε να στείλει στον Λονδίνο τον Γεώργιο Σπανιολάκη, ο οποίος θα αντικαθιστούσε τον Ιωάννη Ζαΐμη ως μέλος της τριμελούς επιτροπής του δανείου, για να συναντήσει τον G. Canning και να του επιδώσει μια επιστολή εκ μέρους της Κυβέρνησης (Αύγουστος 1825). Στην επιστολή ο Μαυροκορδάτος εξηγούσε γιατί είναι προς το συμφέρον της Αγγλίας να αναλάβει την προστασία της Ελλάδας αφού η Ελλάδα θα προστάτευε τα εμπορικά συμφέροντα της Αγγλίας στο δρόμο προς τις Ινδίες και καλούσε την Αγγλία να διαλέξει τον νέο ηγεμόνα της Ελλάδας (πρότεινε τον Λεοπόλδο του Σαξ Κόμπουργκ).
Ο δρόμος για την αίτηση προστασίας προς την Αγγλία είχε ανοίξει. Η επιτροπή της Ζακύνθου είχε ετοιμάσει κείμενο-έκκληση για την εγκαθίδρυση αγγλικού προτεκτοράτου στην Ελλάδα. Το κείμενο συγκέντρωσε τις υπογραφές σχεδόν όλων των πολιτικών, στρατιωτικών και ναυτικών αρχηγών άμεσα. Σε διάστημα μιας εβδομάδας η αίτηση προστασίας ή «Πράξις Υποταγής» (Act of Submission) είχε εγκριθεί και από το Βουλευτικό και από το Νομοτελεστικό (1 Αυγούστου 1825). Το πρωτότυπο έγγραφο της «Πράξεως» είχε γραφεί στην αγγλική γλώσσα και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα ελληνικά, για να υπογραφεί από εκείνους τους πολιτικούς, στρατιωτικούς και ναυτικούς αρχηγούς, των οποίων η έγκριση θεωρούταν απαραίτητη. Λίγοι ήταν αυτοί που δεν την ενέκριναν και αντέδρασαν στα σχέδια του Μαυροκορδάτου, όπως οι Κουντουριώτης και Κωλέττης, ο Δημ. Υψηλάντης, ο Γκούρας και ο Νικηταράς.
Ας δούμε όμως τα βασικά σημεία αυτού του κειμένου υποταγής της Ελλάδας στην Αγγλία. Αρχικά, οι υπογράφοντες την πράξη σε 11 άρθρα εξηγούν τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκαν να ζητήσουν την προστασία της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας: έχουν εξαντλήσει όλα τα μέσα στον αγώνα για την απόκτηση της ελευθερίας, ακόμη και την προσφορά του αίματος τους (άρθρο 1)· θέλουν να προλάβουν την δράση των ξένων πρακτόρων οι οποίοι έχουν σκοπό να «συστήσουν νέους σχηματισμούς πολιτικούς, αρμοδίους προς το πνεύμα και τα τέλη» (άρθρο 4) των Δυνάμεων που υπηρετούν, διχάζοντας τους Έλληνες (!)· διαβλέπουν «με μεγάλην θλίψιν αυτούς τους Χριστιανούς οπλιζομένους εναντίον των οπαδών του Ευαγγελίου και εις βοήθειαν εκείνων του Αλκορανίου, εις τρόπον, ώστε, στρατιώται ευρωπαίοι (υπονοούνται οι Γάλλοι αξιωματικοί που ήταν στο πλευρό του Ιμπραήμ), εναντίον πάσης αρχής αληθούς πολιτικής και ηθικής σπεύδουν να διδάξουν, διορίσουν και οδηγήσουν τα στίφη των βαρβάρων, διευθυνόμενα να λεηλατήσουν την ιεράν εκείνην γην» (άρθρο 6)· έχουν διαπιστώσει πως «η Διοίκησις της Μεγάλης Βρεττανίας, ευτυχής εις το να διευθύνη λαόν ελεύθερον, είναι η μόνη, ήτις διετήρησε μέχρι λεπτού καθαράν την ουδετερότητα, περιφρονούσα να μιμηθή τας αναφανδόν βίας ή τας νεφώδεις διαχειρίσεις, αι οποίαι απ’ άλλους αδιακόπως επράχθησαν και πράττονται εις την Ελλάδα, Κωνσταντινούπολιν και Αίγυπτον» (άρθρο 7)· επιθυμούν η Ελλάδα να αποκτήσει Διοίκηση «υπερτέραν των παθών και σχέσεων» (άρθρο 9) και τέλος πρέπει να ωφεληθεί η Ελλάδα από την παρουσία των βρεττανικών δυνάμεων στην περιοχή «ως και να ελπίση εις την ευθύτητα και φιλανθρωπίαν της ισχυρής αυτής Διοικήσεως» (άρθρο 11).
Γι’ αυτούς τους λόγους Έλληνες αποφάσισαν να θέσουν εκούσια «την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού Ελευθερίας, Εθνικής Ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως (του Έθνους) υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρεττανίας». Η πράξη υποτέλειας είχε συντελεστεί. Η Ελλάδα μετατρεπόταν από την ελληνική κυβέρνηση σε αγγλικό προτεκτοράτο.
Η Αγγλία, όμως, μέσω του G. Ganning, δεν έκανε αποδεκτή την «Πράξιν υποταγής». Η δικαιολογία που πρόβαλε ήταν ενδεικτική των προθέσεων της απέναντι στην Επανάσταση: αν δεχόταν να αναλάβει την προστασία των Ελλήνων, θα έπρεπε να εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία. Ο Κάνινγκ δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Οι Άγγλοι με την άρνηση της πράξης υποτέλειας κατάφερναν να ανατρέψουν το γαλλικό σχέδιο για την αναγόρευση του Δούκα του Nemours ως βασιλιά της Ελλάδας και ταυτόχρονα απέτρεπαν οποιαδήποτε ενέργεια της Ρωσίας χωρίς τη δική της συγκατάθεση. Εξάλλου καμία Δύναμη δε θα δεχόταν αγγλική πρωτοκαθεδρία στο Ανατολικό Ζήτημα.
Η αντίδραση των Ελλήνων στην απρόσμενη άρνηση της Αγγλίας, απρόσμενη κι αυτή σε σχέση με την πράξη υποτέλειας που πριν λίγο είχαν υπογράψει: «οι Έλληνες δεν θα ξαναζούσαν ποτέ φιλικά με τους Τούρκους εγκατεστημένους ανάμεσά τους. Έπρεπε ή να νικήσουν ή να πεθάνουν». Δικαιωμένος από την εξέλιξη των γεγονότων βγήκε και ο Δημήτριος Υψηλάντης ο οποίος αρνούμενος να υπογράψει το κείμενο της «Πράξεως» είχε πει: «Έχομε πάρα πολύ ακριβά αγορασμένην την ελευθερίαν μας ώστε να την χαρίσωμεν τόσον φθηνά εις τον τυχόντα».[18]
ΣΤ. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826)
Οι αλλεπάλληλες επιτυχίες του αιγυπτιακού στρατού υπό τον Ιμπραήμ δημιουργούσαν νέες συνθήκες στο Ανατολικό ζήτημα. Οι Γάλλοι ήταν ικανοποιημένοι γιατί μπορεί να έχασαν το ελληνικό στέμμα αλλά ο προστατευόμενός τους Μεχμέτ Αλή θριάμβευε στην Πελοπόννησο. Ζωηρές ανησυχίες στην Αγγλία και στη Ρωσία. Όχι για τη γενοκτονία που διέπρατταν τα αιγυπτιακά στρατεύματα αλλά αποκλειστικά για τα συμφέροντά τους που απειλούνταν. Οι Άγγλοι ανησυχούσαν γιατί η γαλλοαραβική συνεργασία ανέτρεπε τις ισορροπίες στη Μεσόγειο. Οι Ρώσοι είχαν ενοχληθεί από το θρίαμβο της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα (δάνεια, Πράξη Υποτέλειας). Από την άλλη οι νίκες του Ιμπραήμ ανέτρεπαν τη στρατηγική τους να εμφανίζονται ως προστάτες των ομόδοξων Ελλήνων. Νίκη του Ιμπραήμ σήμαινε εξόντωση των Ελλήνων, μεταφορά όσων επιβίωναν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου και εγκατάσταση στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη μουσουλμάνων μαμελούκων!! Αυτή ήταν η συμφωνία του Σουλτάνου με τον Μεχμέτ Αλή. Η εγκατάσταση όμως συμπαγούς μουσουλμανικού πληθυσμού στη Νότιο Βαλκανική σήμαινε ενίσχυση του Σουλτάνου και απώλεια της δυνατότητας για μελλοντική επιρροή και κάθοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο.
Στις 1 Δεκέμβρη 1825 ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ πέθανε και τον διαδέχτηκε ο Νικόλαος Α΄ ο οποίος σε αντίθεση με τον προκάτοχό του έσπευσε με τις δηλώσεις του να κάνει σαφές στις άλλες Δυνάμεις την πρόθεσή του να λύσει δυναμικά τις διαφορές του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στις 17 Μαρτίου 1826 η Ρωσία απαίτησε με τελεσίγραφο έξι ημερών να γίνουν σεβαστά από τον σουλτάνο Μαχμούτ τα προνόμια των ηγεμονιών (Βλαχία, Μολδαβία) και η αυτονομία της Σερβίας, όπως προέβλεπε παλαιότερη διακρατική συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812). Η βρετανική διπλωματία στόχευε στην αποτροπή της πολεμικής σύγκρουσης του οθωμανικού κράτους με τη Ρωσία κι έτσι έπεισε την Υψηλή Πύλη να συνάψει τη Συνθήκη του Άκερμαν (25 Σεπτεμβρίου 1826), η οποία περιλάμβανε επαχθείς για την Τουρκία όρους: Την κυριαρχία της Ρωσίας στον Καύκασο και την ελεύθερη ναυσιπλοΐα των ρωσικών πλοίων στα οθωμανικά ύδατα.
Ταυτόχρονα ο Άγγλος διπλωμάτης και στρατηγός Wellington, που είχε μεταβεί στη Ρωσία για να συγχαρεί το νέο Τσάρο, κι ο Ρώσος πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών Nesselrod, μετά από συζητήσεις λίγων ημερών, υπέγραψαν στις 23 Μαρτίου 1826 το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και συμφώνησαν να επέμβουν μεσολαβητικά για τη δημιουργία ενιαίου ελληνικού κράτους, υποτελούς, όμως, στο Σουλτάνο, καθορίζοντας, όμως, οι δυο δυνάμεις (Αγγλία-Ρωσία) τους όρους του ελληνοτουρκικού συμβιβασμού. Παράλληλα, δήλωναν πως δέχονταν τη σύμπραξη και των άλλων δυνάμεων. Ο Τσάρος, με την υπογραφή του εν λόγω Πρωτοκόλλου, είχε πετύχει στο στόχο του, να πετύχει την ειρήνευση στην Ελλάδα χωρίς να έρθει σε αντιπαράθεση με την Αγγλία.
Με το πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826), εγκαταλείφθηκε πια το σχέδιο των 3 ηγεμονιών, εξοβελίζονταν η Αυστρία και ο Μέττερνιχ από τον κατάλογο των άμεσα ενδιαφερομένων για την Επανάσταση των Ελλήνων, αποτρεπόταν – προς το παρόν – ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και ουσιαστικά η Ιερά Συμμαχία διαλυόταν. Ήταν το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη στους Έλληνες μνημονεύοντας το όνομα «Ελλάδα» και της εξασφάλιζε αυτονομία με ντόπιους αιρετούς άρχοντες και καταβολή φόρου υποτέλειας.
Λίγες μέρες μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης το Μεσολόγγι έσβησε (10 Απρίλη 1826). Η αντίσταση περιορίστηκε γύρω από την Αθήνα με αρχηγό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ο οποίος σκοτώθηκε στις 23 Απρίλη 1827 και το ελληνικό στράτευμα, υπό τις οδηγίες των Κόχραν και Τσώρτς, οδηγήθηκε στην πιο αιματηρή και τραγική συντριβή στον Ανάλατο (Φάληρο). Ο Μέτερνιχ πανηγύριζε. Το Πρωτόκολλο δεν είχε πια καμία αξία και επιτέλους η ελληνική επανάσταση έσβηνε.[19]
Ζ. Η Συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827)
Το «Πρωτόκολλο της Πετρούπολης» μετά από δεκαπέντε μήνες μετατράπηκε σε «Συνθήκη του Λονδίνου». Η Συνθήκη του Λονδίνου υπογράφηκε στην αγγλική πρωτεύουσα από τους πληρεξούσιους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Περιελάμβανε επτά άρθρα φανερά κι ένα συμπληρωματικό που ήταν μυστικό. Το περιεχόμενό της σε γενικές γραμμές προέβλεπε να υπάρξει ανακωχή μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων για την επίλυση των μεταξύ τους διαφορών. Η μεσολάβηση αυτή θα αποσκοπούσε στα εξής: Να γίνει η Ελλάδα αυτόνομο κράτος, φόρου υποτελές στον Σουλτάνο του οποίου την επικυριαρχία όφειλε να αναγνωρίσει. Να αποζημιωθούν οι Οθωμανοί, των οποίων οι περιουσίες θα περνούσαν στην κυριότητα Ελλήνων και τέλος να οριστούν τα σύνορα του αυτόνομου ελληνικού κράτους ύστερα από διαπραγματεύσεις.
Ακόμη, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις διακήρυτταν ότι «δε θέλουν ζητήσει εις αυτάς τας συμφωνίας οποιανδήποτε αύξησιν ορίων γης, οποιανδήποτε αποκλειστικήν επιρροήν, οποιονδήποτε εμπορικόν πλεονέκτημα διά τους υπηκόους των, το οποίον οι υπήκοοι οποιουδήποτε άλλου Έθνους να μην δύνανται επίσης να απολαύσουν». Στην πραγματικότητα βεβαίως επρόκειτο για μια υποκριτική διακήρυξη από μέρους τους, αφού έχοντας τον κύριο λόγο στις ελληνικές υποθέσεις και στις σχέσεις των επαναστατημένων Ελλήνων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχαν ανάγκη από κανένα επιπλέον προνόμιο.
Η Αγγλία προσπαθούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία για να λύσει το ελληνικό ζήτημα και ασφαλώς να περιορίσει τη δράση και την αυξανόμενη επιρροή της Ρωσίας. Για το λόγο αυτό ο Κάνινγκ επισκέφτηκε μυστικά το Γάλλο βασιλιά ώστε και η Γαλλία να μπει στο διπλωματικό παιχνίδι.
Η Γαλλία προσχώρησε παρά τους αρχικούς δισταγμούς στη Συμφωνία γιατί φοβόταν μήπως απομονωθεί από τα γεγονότα. Σχεδίαζε την κατάληψη της Αλγερίας (την κατέλαβε το 1830) για αυξημένη επιρροή στην ανατολική Μεσόγειο και προτιμούσε να αποδυναμωθεί ο προστατευόμενός της Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Στο εσωτερικό μέτωπο η κοινή γνώμη είχε αγανακτήσει από τις φρικαλεότητες του Ιμπραήμ και τη στήριξη που παρείχε η γαλλική Κυβέρνηση. Το συντηρητική παράταξη που κυβερνούσε διασπάστηκε, ένα τμήμα της προσχώρησε στη φιλελεύθερη αντιπολίτευση και ξέσπασε πολιτική κρίση. Με την πτώση του Μεσολογγίου η λαϊκή κατακραυγή κορυφώθηκε γιατί η γαλλική βοήθεια είχε προκαλέσει τον αφανισμό των Ελλήνων.
Η Ρωσία με το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης είχε αυξήσει την επιρροή της και πίεζε εκβιαστικά τις άλλες δύο δυνάμεις γιατί διατηρούσε το δικαίωμα της μονομερούς επέμβασης.
Στο μυστικό άρθρο της συνθήκης του Λονδίνου προβλεπόταν πως αν στο διάστημα ενός μηνός η οθωμανική κυβέρνηση δεν αποδεχόταν το περιεχόμενο της συνθήκης, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις θα ανέπτυσσαν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους με την ελληνική πλευρά, θα επέβαλαν την ανακωχή, χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσο και στη συνέχεια θα προχωρούσαν στην επιβολή των αρχών ειρήνευσης μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων, όπως αυτές αναφέρονταν στην εν λόγω συνθήκη. Χωρίς αμφιβολία, η συνθήκη του Λονδίνου τοποθετούσε σε μια εντελώς καινούρια βάση την ελληνική επανάσταση, σε μια στιγμή που αυτή βρισκόταν σε δύσκολη θέση και φυσικά έδινε μια άλλη διάσταση στην ελληνική υπόθεση η οποία έμπαινε πια και επίσημα υπό την κηδεμονία και την «προστασία» των ξένων.[20]
Η. Τα επακόλουθα της Συνθήκης του Λονδίνου: Η ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827).
Η Συνθήκη του Λονδίνου, μαζί με το συμπληρωματικό μυστικό άρθρο δημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου στις 12 Ιουλίου του 1827 κι όπως ήταν φυσικό προκάλεσε ενθουσιασμό στην ελληνική πλευρά.
Άμεση συνέπεια της Συνθήκης ήταν η αποστολή τμημάτων των στόλων των τριών Μεγάλων Δυνάμεων στη Μεσόγειο. Το τμήμα του ρωσικού στόλου είχε επικεφαλής το ναύαρχο Χέιντεν, το τμήμα του αγγλικού το ναύαρχο Κόδριγκτον και το τμήμα του γαλλικού το ναύαρχο Ντεριγνί. Βέβαια, η πολιτική των τριών Μεγάλων Δυνάμεων παρά την υπογραφή της συνθήκης συνέχιζε να μην είναι ενιαία.
Η Ρωσία βιαζόταν να έχει τη στρατιωτική πρωτοβουλία, για να είναι πανέτοιμη στην προώθηση των σχεδίων της την κατάλληλη στιγμή. Έτσι άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στη Βεσαραβία, ενώ ο στόλος της εξέπλευσε για τη Μεσόγειο προτού υπογραφεί η Συνθήκη. Επιπλέον, δύο μέρες μετά την υπογραφή, στις 8 Ιουλίου, ο Τσάρος Νικόλαος προσδιόρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια για το αξίωμα του Κυβερνήτη της Ελλάδας.
Από την άλλη, η Αγγλία με τη Γαλλία δεν είχαν καμία πρόθεση να οδηγήσουν τα πράγματα στα άκρα ή να προκαλέσουν σοβαρά πλήγματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι οδηγίες που είχε πάρει ο αρχηγός του αγγλικού στόλου στη Μεσόγειο ναύαρχος Κόδριγκτον έλεγαν ξεκάθαρα πως «η ακριβής επιδίωξη των τριών δυνάμεων είναι να παρεμβληθούν σαν ειρηνοποιοί». Επίσης, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνιγκ διατάχτηκε από την κυβέρνησή του να ενημερώσει την κυβέρνηση του Σουλτάνου ότι «η βρετανική κυβέρνηση απευθύνεται για μια ακόμη φορά ιδιαίτερα και μόνη, με τρόπο φιλικό στην Πύλη (οθωμανική κυβέρνηση), για να της δηλώσει ότι παρά την επιθυμία της να θέσει τέρμα στη σημερινή αναρχία και να σώσει μέρος του ελληνικού πληθυσμού από προφανή καταστροφή, όμως δεν επιθυμεί λιγότερο να στερεώσει την πολιτική ύπαρξη της Τουρκίας». Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού η Βρετανία συμβούλευε την Πύλη ν’ αποδεχτεί τις προτάσεις που της έγιναν. Η βρετανική κυβέρνηση ξεκαθάριζε προς το Σουλτάνο ότι «παραχωρώντας μια περιορισμένη πολιτική ύπαρξη στους Έλληνες, δε σκέπτεται καθόλου να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της Τουρκίας». Σ’ ό,τι δε αφορούσε την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διευκρίνιζε: «Ομολογούμε ότι μπορεί να υπάρξουν εύλογες αιτίες ανησυχιών της Πύλης και να διατηρεί υπόνοιες απέναντι της μίας από τις τρεις δυνάμεις που υπέγραψαν τη συνθήκη.
Όμως δεν πρέπει να ανησυχεί για τα αισθήματα από τα οποία εμφορούνται απέναντι στην Πύλη η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία. Φρόνιμη και λογική πολιτική απαιτεί την αποκατάσταση σχέσεων με τις δύο Δυνάμεις που θα μπορέσουν τότε ν’ απομακρύνουν από την Τουρκία κάθε κίνδυνο που μπορούν να προκαλέσουν τα φιλόδοξα σχέδια της τρίτης δύναμης».
Βέβαια, η Ιστορία ακολουθεί τη δική της πορεία κι όχι τα σχέδια επί χάρτου των ισχυρών του κόσμου. Ενθαρρυμένος από την αγγλογαλλική πολιτική, από τις αντιθέσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και φυσικά από τις αποτυχίες της ελληνικής επανάστασης ο Σουλτάνος αρνήθηκε να υποταχθεί στη Συνθήκη του Λονδίνου. Στις 5 Αυγούστου 1827 ο βρετανικός στόλος, με επικεφαλής τον Κόδριγκτον, και ο γαλλικός, με επικεφαλής τον Δεριγνί, έφτασαν στο Ναύπλιο, όπου ανήγγειλαν στην ελληνική κυβέρνηση τη Συνθήκη του Λονδίνου. Παράλληλα, ζητούσαν να μεταφερθεί η πρωτεύουσα του κράτους στην Αίγινα, πράγμα που έγινε. Στις 12 Σεπτεμβρίου ο Κόδριγκτον έφτασε στο Ναβαρίνο, όπου βρισκόταν ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, και κοινοποίησε το περιεχόμενο της Συνθήκης του Λονδίνου. Το ίδιο έκανε και ο Δεριγνί με τον Ιμπραήμ ο οποίος ενώ ζήτησε από τους δυο ναυάρχους (ο ρωσικός στόλος δεν είχε φτάσει ακόμα) εικοσαήμερη προθεσμία για να λάβει νέες οδηγίες συνέχιζε με αμείωτη ένταση τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο και τις επόμενες μέρες δύο μοίρες του τουρκοαιγυπτιακού στόλου εξήλθαν από το Ναβαρίνο με κατεύθυνση την Ύδρα και την Πάτρα. Εμποδίστηκαν, όμως, από τον συμμαχικό στόλο και αναγκάσθηκαν να προσορμιστούν και πάλι στο Ναβαρίνο. Στις 3 Οκτωβρίου 1827 έληξε η προθεσμία που είχε ζητήσει ο Ιμπραήμ. Οι τρεις συμμαχικοί στόλοι (ήδη είχε καταπλεύσει και ο ρωσικός με επικεφαλής τον Χέιδεν) αγκυροβόλησαν έξω από τη Σφακτηρία. Στις 6 Οκτωβρίου έγινε σύσκεψη των τριών ναυάρχων. Όλοι επιθυμούσαν την ανάληψη δράσης διότι αντιλαμβάνονταν ότι ο Ιμπραήμ δεν επρόκειτο να πειθαρχήσει. Οι ναύαρχοι δεν ήθελαν να τους βρει ο δύσκολος χειμώνας έξω από το Ναβαρίνο. Έλαβαν επίσης μια επιστολή από τον Κολοκοτρώνη, που τους ανέφερε ότι οι άνδρες του Ιμπραήμ προέβαιναν σε μεγάλες καταστροφές πυρπολήσεις και λεηλασίες στη Μεσσηνία. Έτσι, έστειλαν τον συνταγματάρχη Κράντοκ, για να μεταφέρει τελεσιγραφική απαίτηση στον Ιμπραήμ να σταματήσει κάθε εχθρική ενέργεια στον Μοριά. Ο Ιμπραήμ απέφυγε να συναντήσει τον Κράντοκ κι έτσι οι ναύαρχοι αποφάσισαν να μπουν στον Κόλπο του Ναβαρίνου, για να επιτηρούν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο που βρισκόταν εκεί.
Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος αποτελούνταν από 89 σκάφη και 41 μεταγωγικά, από τα οποία τα 8 ήταν αυστριακά. Σύνολο πυροβόλων 2.240. Η συμμαχική δύναμη ήταν πολύ μικρότερη: 12 βρετανικά πλοία, 8 ρωσικά και 7 γαλλικά με σύνολο πυροβόλων 1.324. Επικεφαλής όλων των δυνάμεων των συμμάχων ήταν ο Κόδριγκτον, που έφερε τον βαθμό του αντιναυάρχου, καθώς οι Δεριγνί και Χέιδεν ήταν υποναύαρχοι.
Το μεσημέρι της 8ης Οκτωβρίου τα πλοία του συμμαχικού στόλου άρχισαν να εισπλέουν στον κόλπο του Ναυαρίνου, με επικεφαλής την αγγλική ναυαρχίδα. Ο Κόδριγκτον ήλπιζε ότι έστω και την τελευταία στιγμή ο Ιμπραήμ θα συμφωνούσε. Ωστόσο οι Αιγύπτιοι άρχισαν την επίθεση εναντίον της αγγλικής λέμβου, την οποία είχε στείλει με λευκή σημαία ο Κόδριγκτον προς συνεννόηση, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Έλληνας πηδαλιούχος της Πέτρος Μικέλης. Αυτή ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά. Παρά την αριθμητική υπεροχή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και τη βοήθεια των πυροβολείων της Σφακτηρίας, οι Σύμμαχοι κατάφεραν να επικρατήσουν καθώς είχαν μεγαλύτερη δύναμη πυρός. 12 φρεγάτες, 22 κορβέτες και 25 μικρότερα πλοία των τουρκοαιγυπτίων καταστράφηκαν. Οι απώλειες των Οθωμανών υπολογίζονταν σε 6.000 ενώ μόνο πάνω στην τουρκική και αιγυπτιακή ναυαρχίδα οι νεκροί και οι τραυματίες ήταν περίπου 1.000. Από τη συμμαχική πλευρά οι νεκροί και τραυματίες ήταν 654 άνδρες εκ των οποίων 272 Βρετανοί, 184 Γάλλοι και 198 Ρώσοι. Μέσα σε τέσσερεις ώρες ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά. Όπως ήταν φυσικό, η νίκη του συμμαχικού στόλου στο Ναβαρίνο πανηγυρίστηκε έντονα στην Ελλάδα. Ο λαός έβλεπε ότι η ημέρα της λευτεριάς ζύγωνε. Απόλυτη ικανοποίηση στην Αγία Πετρούπολη. Η καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου ήταν ένα ισχυρότατο πλήγμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εξυπηρετούσε τα ρωσικά συμφέροντα (είχε εξουδετερωθεί ένας σοβαρός αντίπαλος στρατιωτικός και εμπορικός) και ενίσχυε την πολιτική του Τσάρου για ένοπλη λύση των ρωσοτουρκικών διαφορών.
Στη Γαλλία η Κυβέρνηση χαιρέτισε τη νίκη στο Ναβαρίνο. Ήταν μια ευκαιρία να λησμονηθούν οι ταπεινώσεις της ναπολεόντειας αυτοκρατορίας και μια λαμπρή ευκαιρία για «ένδοξη δράση» του γαλλικού πολεμικού ναυτικού. Στην πραγματικότητα η συντηρητική Κυβέρνηση ήθελε να ξεπλύνει τη ντροπή για την μέχρι τότε φιλοτουρκική και τυχοδιωκτική πολιτική της.
Ο γαλλικός Τύπος ήταν όμως αποκαλυπτικός: «..Χωρίς τη θέληση των υπουργών βρόντηξε το κανόνι στο Ναυαρίνο… Γάλλοι!! Έρχονται να σας μιλήσουν για δόξα αυτοί που …άφησαν επί έξι χρόνια να σφάζονται οι Έλληνες, αυτοί που επί έξι χρόνια ήταν οι συμπαραστάτες του πασά της Αιγύπτου… Νομίζουν ότι οι Γάλλοι είναι ανόητοι; Από πότε χρονολογείται η κυβερνητική συμπάθεια για τους Έλληνες; Δεν ήταν ο κ. Villele (ο πρωθυπουργός) ο καλύτερος φίλος του πασά της Αιγύπτου; Ποιος άνοιξε στον Μεχμέτ Αλή τους ναυστάθμους και τα ναυπηγεία μας; Ποιος έστειλε στην Αίγυπτο αξιωματικούς και στρατιώτες;… Ποιος τους ενθάρρυνε με δώρα να διδάξουν τους Άραβες την τέχνη της σφαγής; Ποιος τους παρακίνησε να πάνε στο Μοριά με το σπαθί «για να αποκαταστήσουν την τάξη»;…» (εφημερίδα: Le Courrier Francais, φύλλο 12 και 15 Νοεμβρίου 1828).
Στη Βρετανία ο διχασμός έντονος. Στους φιλελληνικούς κύκλους η συμμαχική νίκη έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Ωστόσο, η αλλαγή της Κυβέρνησης τον Ιανουάριο του 1828, οπότε ανέλαβε την εξουσία ο νικητής του Ναπολέοντα στο Βατερλό, δούκας του Ουέλινγκτον, άλλαξε τα δεδομένα. Η συνάντηση των δύο στόλων στο Ναβαρίνο χαρακτηρίστηκε «απροσδόκητη», ενώ η ναυμαχία που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε «ατυχές γεγονός» (entoward event), στο λόγο του θρόνου που εκφώνησε ο Ουέλινγκτον. Το κόμμα των συντηρητικών (Torries) καταδίκασε με οργή την πολεμική δράση «εναντίον παλαιού συμμάχου και μάλιστα στο πλευρό της Ρωσίας, του πατροπαράδοτου εχθρού της Μεγ. Βρεττανίας». Υπήρχε άλλωστε ο φόβος ότι άνοιγε πλέον ο «δρόμος» για κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Με αφορμή τις κατηγορίες εναντίον του Κόδρινγκτον ότι άφησε τα καράβια του Ιμπραήμ να φύγουν πίσω στην Αλεξάνδρεια μεταφέροντας 5.000 αιχμαλώτους (γυναικόπαιδα) που θα πουλούσε ως δούλους, ο ναύαρχος το Μάρτη του 1828 έπεσε σε δυσμένεια, του αφαιρέθηκε η διοίκηση της αγγλικής μοίρας, ανακλήθηκε και κινδύνεψε να περάσει από ναυτοδικείο. Στη Βιέννη ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος χαρακτήρισε τη ναυμαχία σαν «δολοφονία», ενώ ο Μέτερνιχ υποστήριξε ότι «θα ακολουθούσε γενικό χάος».[21]
Θ. Οι Γάλλοι στην Πελοπόννησο (1828)
Μετά την καταστροφή του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου στo Ναβαρίνου, για να αποκατασταθεί η ελευθερία και η ασφάλεια του εμπορίου και κυρίως η ισορροπία στο Ανατολικό Ζήτημα έπρεπε να γίνει ανακωχή, να απομακρυνθεί ο Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο και να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για την τελική μορφή του αναδυόμενου Ελληνικού κρατιδίου. Η Ρωσία ζητούσε δυναμική λύση με στρατιωτική επέμβαση των τριών δυνάμεων διότι η Πύλη δε θα δεχόταν ειρηνική διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος. Η Αγγλία μουδιασμένη δεν ήθελε να οξύνει περισσότερο την κατάσταση και επέμενε σε ειρηνική αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος. Η Γαλλία έψαχνε την ευκαιρία να καλύψει το χαμένο έδαφος και να επέμβει για να ανακτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Μετά από συζητήσεις στις 19 Ιουλίου 1828 αποφασίστηκε να σταλεί γαλλικός στρατός με 14.000 στρατιώτες στην Πελοπόννησο για να απομακρύνει τον Ιμπραήμ υπό τον μαρκήσιο, στρατηγό Maison. Η Αγγλία συμφώνησε να υποστηρίξει την μεταφορά του γαλλικού στρατού γιατί δεν ήθελε να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στους Γάλλους ενώ ταυτόχρονα χρειαζόταν τη συνεννόηση και τη συνεργασία με τη Γαλλία απέναντι στη Ρωσία.
Ο Ιμπραήμ βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Είχε χάσει το ναυτικό του και είχε αποκοπεί ο ανεφοδιασμός του, βρισκόταν σε ναυτικό αποκλεισμό, οι Αλβανοί μισθοφόροι είχαν αποχωρήσει γιατί δεν πληρώνονταν και οι Έλληνες συνεχώς τον παρενοχλούσαν. Με την εκστρατεία των Γάλλων στην Πελοπόννησο εξασφαλιζόταν μία έντιμη και ηρωική αποχώρηση του Ιμπραήμ η οποία δε θα πλήγωνε άλλο το γόητρο και τη φήμη του Ιμπραήμ και του Μεχμέτ Αλή και κυρίως δεν θα εξέθετε τον Μεχμέτ Αλή στα μάτια του Σουλτάνου. Από την άλλη η επιχείρηση θα εμφανιζόταν στους Έλληνες ως επέμβαση των «Μεγάλων Δυνάμεων» υπέρ τους. Αιώνια υποχρέωση προς τους Σωτήρες. Οι Γάλλοι μετά από 7 χρόνια μισελληνική πολιτική εμφανίζονταν ως προστάτες των Ελλήνων ενώ εξυπηρετούσαν απλά τα δικά τους συμφέροντα. Ο Γάλλος πρωθυπουργός έλεγε: « ..Η γαλλική κυβέρνησις δεν έβλεπε άνευ μεγάλης ανησυχίας…το ενδεχόμενον, καθ’ ο η Υψηλή Πύλη ηδύνατο να παραδοθή (στους Ρώσους) δια μιας μόνης μάχης. Εσκέφθη τότε να αντισταθμίση τον κίνδυνον τούτον ενεργούσα την δια γαλλικού στρατού κατοχήν της Πελοποννήσου..».[22] Οι Άγγλοι δεν θα αφήσουν στους Γάλλους πλήρη ελευθερία κινήσεων. Μία εβδομάδα πριν ξεκινήσει ο Maison από την Τουλών ο Άγγλος ναύαρχος Κόδριγκτον έπλευσε στην Αλεξάνδρεια, συναντήθηκε με τον Μεχμέτ Αλή και υπέγραψε μαζί του την περίφημη συνθήκη της Αλεξάνδρειας (25 Ιουλίου 1828), που προέβλεπε την άμεση αποχώρηση του Ιμπραήμ και των στρατευμάτων του εντός λίγων εβδομάδων εκτός από 1.200 άνδρες που θα παρέμεναν ως φρουρά στα κάστρα (Ναυαρίνο, Μεθώνη, Κορώνη, Χλουμούτσι, Πάτρα και Ρίο). Αγγλογαλλικοί ανταγωνισμοί και μαχαιρώματα πίσω από τις πλάτες των Ελλήνων. Η αποχώρηση των Αιγυπτίων θα γινόταν χωρίς την παραμικρή ενόχληση από τους Γάλλους του Μαιζόν που επίσης δεν θα επέτρεπαν και σε Έλληνες να επιτεθούν στον εχθρό που κατέκαψε την πατρίδα τους. Στρατιωτικός περίπατος στην Ελλάδα η «ένδοξη εκστρατεία των Γάλλων»[23]. Τα Γαλλικά στρατεύματα έφθασαν στο Πεταλίδι Μεσσηνίας στις 5 Αυγούστου 1828 με σκοπό να επιβάλλουν την υπογραφείσα συνθήκη. Ο Ιμπραήμ όμως συνεχώς ανέβαλλε την αποχώρηση του κατά την συνθήκη, που είχε υπογράψει ο πατέρας του, αδιαφορώντας επιδεκτικά για την παρουσία των Γαλλικών στρατευμάτων. Πίστευε, ορθά, ότι οι Γάλλοι δεν επρόκειτο να του επιβάλλουν με την βία την τήρηση των όρων της συνθήκης της Αλεξάνδρειας. Στην πραγματικότητα όμως τα στρατεύματα του Ιμπραήμ βρίσκονταν σε πλήρη διάλυση και η περαιτέρω παραμονή τους στην Πελοπόννησο ήταν προβληματική. Ο Ιμπραήμ έφυγε μετά από ένα μήνα, τον Σεπτέμβριο του 1828, υπό την προστασία των συμμαχικών στόλων. Η αποχώρηση του διήρκεσε έναν ολόκληρο μήνα, ενώ απέσπασε και πολλούς αιχμαλώτους που πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα καταστρατηγώντας τους σχετικούς όρους της συνθήκης, τόσο πριν φτάσουν οι Γάλλοι όσο και μετά την άφιξη τους[24]. Οι Γάλλοι δεν αντέδρασαν, ενώ ο στρατηγός Μαιζόν κάλεσε τον σφαγέα των Ελλήνων να επιθεωρήσει τα γαλλικά στρατεύματα. Αφού διέτρεξε ο Ιμπραήμ έφιππος τα γαλλικά τμήματα παρακολούθησε ασκήσεις ελιγμών από το τρίτο Σύνταγμα και η ωραία τελετή ολοκληρώθηκε με ανταλλαγή δώρων!! Αμέσως μετά το τέλος της «λαμπρής τελετής» ο Maison παρέθεσε γεύμα προς τιμήν του! Ο καμπανίτης έρρεε άφθονος. Έγιναν προπόσεις υπέρ του Βασιλιά της Γαλλίας και του Μεχμέτ Αλή ενώ η ορχήστρα διασκέδαζε τον υψηλό προσκεκλημένο. Ο Ιμπραήμ ευχαριστημένος, γελούσε καταγοητευμένος. Τέλεια συναδέλφωση και οικειότητα. Γάλλοι, Αιγύπτιοι, Άγγλοι, Ρώσοι, Τούρκοι ανακατωμένοι και οι Έλληνες εμβρόντητοι να παρακολουθούν την αποθέωση του σφαγέα τους από τους υποτιθέμενους σωτήρες τους[25].
Μετά την αποχώρηση του Ιμπραήμ έμεναν πέντε φρούρια (Πάτρα, Κορώνη, Μεθώνη, Χλουμούτσι, Νεόκαστρο) στην Πελοπόννησο επανδρωμένα με Τούρκους στρατιώτες. Θεωρητικά οι Γάλλοι στρατιώτες όφειλαν να πολεμήσουν για να τα κυριεύσουν, ώστε να πετύχουν τον αντικειμενικό τους σκοπό. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Η Οθωμανική Πύλη είχε δώσει διαταγή στους Τούρκους να μην παραδώσουν τα φρούρια, αλλά και να μην σκοτώσουν Γάλλους στρατιώτες. Η ίδια περίπου διαταγή είχε δοθεί και στον Μαιζόν, έτσι συνέβησαν αλλόκοτες αναίμακτες μάχες που δεν περιλάμβαναν ανταλλαγές πυροβολισμών και σκοτωμούς. Η διαδικασία στα κάστρα της Μεθώνης και του Νεοκάστρου ήταν η ίδια. Οι αμυνόμενοι και οι επιτιθέμενοι δεν άνοιγαν πυρ, οι Γάλλοι έστηναν σκαλωσιές κοντά στα τείχη με αργούς ρυθμούς, ανέβαιναν και καταλάμβαναν τα φρούρια. Στο Νεόκαστρο ένας αυτόπτης μάρτυς περιγράφει: «Ανέβηκε πρώτα ένας αξιωματικός. Γλίστρησε όμως και έπεσε στα γόνατα. Τότε ένας Αιγύπτιος του απλώνει το θηκάρι του σπαθιού του για να τον βοηθήσει. Ανασηκώθηκε εκείνος, ανέβηκε στο τείχος και φώναξε στους Γάλλους: Φίλοι! Νικήσαμε! Ζήτω ο βασιλεύς!” (Εduard Driault Histoire diplomatique de la Grece de 1821 a nos jours). Στην Κορώνη που επαναλήφθηκε η ίδια διαδικασία, οι Τούρκοι πετροβόλησαν τους Γάλλους μηχανικούς που έστηναν τις σκαλωσιές τραυματίζοντας τους. Την επόμενη ημέρα η διαδικασία επαναλήφθηκε ομαλότερα και το φρούριο παραδόθηκε. Η μόνη εξαίρεση της αλλόκοτης αυτής διαδικασίας «απελευθέρωσης» ήταν στο φρούριο του Ρίου στην Πάτρα στις 18 Οκτωβρίου. Φανατικοί Τούρκοι στρατιώτες άνοιξαν πυρ στους ανυποψίαστους και ακάλυπτους για αυτό τον λόγο Γάλλους στρατιώτες, που είχαν 28 νεκρούς. Το φρούριο παραδόθηκε την επόμενη ημέρα υπό τον φόβο των Γαλλικών αντιποίνων. Συνολικά 2.800 Τούρκοι υπερασπιστές των κάστρων, στάλθηκαν με ασφάλεια πίσω στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε όλα τα φρούρια υψώθηκαν οι τρεις σημαίες των προστάτιδων δυνάμεων και έτσι ολοκληρώθηκε η εκκένωση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους.[26] Η Γαλλία είχε την ευκαιρία να συνεχίσει τις επιχειρήσεις της και πέραν του Ισθμού. Όμως η Αγγλία εναντιώθηκε σε αυτήν την προοπτική γιατί δεν ήθελε η Γαλλία να αυξήσει την επιρροή της και απαίτησε να σταματήσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα. Το κρατίδιο που θα φτιαχνόταν θα έπρεπε με κάθε τρόπο να είναι μικρό. Ο Καποδίστριας όμως συνέχισε τις επιχειρήσεις στη Ρούμελη για να μπορέσει αργότερα να την περιλάβει στην επικράτεια του κράτους.[27] Ο «ελευθερωτής» Maison θα αποχωρήσει το 1829 με την ευγνωμοσύνη των Ελλήνων για τη «βοήθεια». Στο εκστρατευτικό σώμα συμμετείχε και η «Επιστημονική Αποστολή» με επικεφαλή τον Adel Blouet, η οποία χαρτογράφησε την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και «μελέτησε» τα αρχαία μνημεία. Ο Maison αξίωσε από τον Καποδίστρια όχι μόνο ελεύθερες και ανεξέλεγκτες ανασκαφές από την «Επιστημονική Αποστολή» σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου αλλά και μεταφορά όλων των ευρημάτων στο Παρίσι!! Ο Καποδίστριας για να μη δυσαρεστήσει τους Γάλλους άλλαξε το άρθρο του Συντάγματος που δεν επέτρεπε την εξαγωγή αρχαιοτήτων εκτός Ελλάδας. Φεύγοντας οι Γάλλοι πήραν, ως «δώρο», μαζί τους σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα από την Ολυμπία, την οποία ανέσκαψαν, και την αρχαία Ήλιδα!!![28]. Ο Ιμπραήμ επιστρέφοντας στην Αίγυπτο, μαζί με τον πατέρα του, αποφάσισαν να επεκτείνουν την επιρροή τους στη Μέση Ανατολή εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία της Πύλης μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο. Με τη βοήθεια των Γάλλων ναυπήγησαν νέο σύγχρονο στόλο και αναδιοργάνωσαν το στρατό τους. Το 1832 με πρόφαση διαμάχες ανάμεσα σε τοπικές φυλές ο Ιμπραήμ επιτέθηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία και κατέλαβε τη Γάζα, τη Χάιφα και πόλεις της Συρίας.
Ο Σουλτάνος προσπάθησε να περιορίσει τους Αιγύπτιους, όμως στη μάχη του Ικονίου, τα αιγυπτιακά στρατεύματα κατανίκησαν τα οθωμανικά, που είχαν επικεφαλής τον Κιουταχή! Ο Ιμπραήμ κινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά αυτό δεν έγινε μετά από παρέμβαση της Ρωσίας!! Οι Ρώσοι βοηθούσαν τώρα τους «προαιώνιους εχθρούς τους», Τούρκους!!![29]. Με τη Συνθήκη της Κιουτάχειας (1833), το σύνολο σχεδόν της Συρίας δόθηκε στην Αίγυπτο και ο Σουλτάνος κρατούσε μόνο την ονομαστική κυριαρχία. Το 1839, Αιγύπτιοι και Οθωμανοί συγκρούστηκαν ξανά. Τον Ιούνιο του έτους αυτού, ο Ιμπραήμ νίκησε ξανά τα οθωμανικά στρατεύματα στο Νουσάιμπιν (Νεζίπ). Ακολούθησε παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστρία και Πρωσία), που βομβάρδισαν τις ακτές της Συρίας για να αποτρέψουν νέα προώθηση του Ιμπραήμ. Το 1840, επιβλήθηκε στον Μοχάμετ Άλη, Συνθήκη που ευνοούσε την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Ιμπραήμ ανακλήθηκε στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε από φυματίωση το 1848, λίγο πριν ή λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Ι. Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828-1829).
Οι τρεις Δυνάμεις μετά από μακρές διαπραγματεύσεις κατέληξαν στο τρίτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Μάρτιος 1829) το οποίο προέβλεπε αυτόνομο κράτος υπό κληρονομικό μονάρχη και με τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα στη γραμμή Αμβρακικού (Άρτα)-Παγασητικού (Βόλος). Περιλάμβαναν τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και τις Κυκλάδες. Το νέο κράτος προβλεπόταν να βρίσκεται υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου με πληρωμή ετήσιου φόρου 1.500.000 γρόσια. Αφήνονταν υπόδουλες όλες οι υπόλοιπες επαναστατημένες περιοχές (Κρήτη, νησιά Ανατ. Αιγαίου, Θεσσαλία, Ήπειρος κλπ). Το κράτος έπρεπε να είναι μικρό, μη βιώσιμο, εξαρτημένο και ταυτόχρονα ο ακρωτηριασμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να είναι ανώδυνος και ανεπαίσθητος.
Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ αρνιόταν κάθε διαπραγμάτευση χαρακτηρίζοντας το περιστατικό του Ναυαρίνου ως βάναυση επέμβαση των Ευρωπαίων στα εσωτερικά του κράτους του. Έκλεισε τα Δαρδανέλια για τα ρωσικά πλοία και ανακάλεσε τη Συνθήκη του Άκερμαν (1826). Έδωσε εντολή να ετοιμαστούν στρατεύματα για πόλεμο με τη Ρωσία και κυκλοφόρησε προκήρυξη προς τους μουσουλμάνους της αυτοκρατορίας σύμφωνα με την οποία η Ρωσία χαρακτηριζόταν «προαιώνιος εχθρός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Ισλάμ» και τους καλούσε σε ιερό πόλεμο. Αυτές ήταν οι αφορμές που επικαλέστηκε ο Τσάρος Νικόλαος για να κηρύξει πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι πολεμικές συγκρούσεις ξεκίνησαν στις 26 Απριλίου 1828. Μετά από σκληρές μάχες ο ρωσικός στρατός προέλασε στην Ανατολική Βαλκανική κι έφτασε ως την Ανδριανούπολη.
Οι Οθωμανοί βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση, ενώ η Αγγλία, η Γαλλία και η Αυστρία ήταν ιδιαίτερα θορυβημένες από τη ρωσική προέλαση. Ο αγγλικός στόλος έπλεε προς τα Δαρδανέλια, ο γαλλικός ετοιμαζόταν για πιθανή επέμβαση ενώ οι Αυστριακοί ήταν έτοιμοι επίσης να αναλάβουν ένοπλη δράση φοβούμενοι διείσδυση των Ρώσων σε ζωτικής σημασίας γι’ αυτούς περιοχές. Ο φόβος για εμπλοκή με τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και πιθανότατα στρατηγικοί λόγοι, ανάγκασαν τους Ρώσους να μην προχωρήσουν νότια της Αδριανούπολης αφού στο μεταξύ οι Οθωμανοί έδειχναν να δέχονται τις ρωσικές αξιώσεις. Πάντως τα ρωσικά στρατεύματα είχαν φτάσει σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από την Κωνσταντινούπολη προκαλώντας πανικό στους κατοίκους της, ενώ στο πέρασμά τους κατέστρεφαν και λεηλατούσαν τα πάντα. Έτσι στις 2/14 Σεπτεμβρίου 1829 υπογράφτηκε η Συνθήκη της Αδριανούπολης με την οποία ο Σουλτάνος αποδεχόταν όλους τους ρωσικούς όρους. Εδαφικά κέρδη στο Δούναβη, προσάρτηση της Γεωργίας και της Αρμενίας. Με το άρθρο 10 της Συνθήκης της Ανδριανούπολης η Πύλη αναγνωρίζει τη Συνθήκη του Λονδίνου για τη δημιουργία ελληνικού κράτους ηγεμονικού τύπου.
Μάλιστα, οι εκπρόσωποι της Αγγλίας και της Γαλλίας που παρακολουθούσαν τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανούπολης με σκοπό να περιορίσουν τα πλεονεκτήματα που θα αποκόμιζαν οι Ρώσοι, ζήτησαν να ρυθμιστεί το ελληνικό ζήτημα με ξεχωριστή συμφωνία που θα υπογραφόταν και από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις. Η Ρωσία όμως αρνήθηκε, με το επιχείρημα ότι οι θυσίες της στον πόλεμο του 1828-1829, της έδιναν το δικαίωμα να περιοριστεί σ’ αυτήν “η τιμή της επιβολής εις την Τουρκίαν αποδοχής των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου”.[30]
Ο Τσάρος ήταν συνεπής στην πολιτική του. Η Τουρκία έπρεπε να μείνει ενιαία, αδιαίρετη αλλά ετοιμόρροπη και υπό ρωσικό έλεγχο για να μην προωθηθούν Γάλλοι και Άγγλοι στα νότια σύνορά της. Στα πλαίσια αυτά ο νικητής Τσάρος δεν αξίωσε το ελάχιστο για τους ομόδοξους Έλληνες: τη βελτίωση της συνθήκης του Λονδίνου, ανεξάρτητη Ελλάδα με διευρυμένα σύνορα. Ο Σουλτάνος με τα ρωσικά στρατεύματα έξω από την Κων/πολη θα υπέκυπτε. Για τον Τσάρο όμως ελληνική ανεξαρτησία και ρωσικά συμφέροντα ήταν έννοιες ασυμβίβαστες. Ήθελε την Ελλάδα υποτελή στο Σουλτάνο, συμπλήρωμα της ρώσικης επιρροής στην Ανατολή. Ο Νέσσελροδ, Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, δήλωνε στον Μέτερνιχ (1830): «..Η Ελλάς θέλει γίνει άπαξ διά παντός το συμπλήρωμα της επιρροής την οποία το ρωσικόν Ανακτοβούλιον πρέπει να εξασκή εφ’ όλην την Ανατολήν και της οποίας ουδεμία του κόσμου Δύναμις δύναται να στερήση αυτήν.[31]
Κ. Πρωτόκολλο περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος (3 Φεβρουαρίου 1830)
Η νίκη των ρωσικών όπλων φαινόταν ότι έδινε την πολυπόθητη ελευθερία στους Έλληνες. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν θα μπορούσαν να το δεχθούν ούτε οι Άγγλοι αλλά ούτε και οι Γάλλοι. Η Αγγλία ειδικά θεωρούσε τη Συμφωνία της Ανδριανούπολης πλήγμα για τα συμφέροντά της στην Ανατολή και κλονισμό γοήτρου. Η Ελλάδα δεν θα έπρεπε με κανέναν τρόπο να χρωστά την αυτονομία της στη Ρωσία γιατί θα μπορούσε να περάσει στη σφαίρα επιρροή της και να προωθεί τα ρωσικά συμφέροντα. Η Αγγλία πρότεινε την πλήρη ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους. Η Αγγλία επιτήδεια διαχώρισε την ελληνική υπόθεση από τη Συνθήκη της Ανδριανούπολης. Δεν πρόκειται για φιλελληνική αλλαγή πολιτικής. Οι Άγγλοι γνώριζαν ότι ένα μικρό κρατίδιο, εξαρτημένο οικονομικά από δάνεια (αφού δεν θα ήταν βιώσιμο), εξαρτημένο πολιτικά με δοτό κληρονομικό απόλυτο μονάρχη θα ήταν ένα χρήσιμο προτεκτοράτο στην Ανατολική Μεσόγειο.[32]
Ο Τσάρος, παρά την απέχθεια που έτρεφε για τους Έλληνες και παρά τον δεσποτισμό του, δεν έφερε αντιρρήσεις στο αγγλικό σχέδιο. Μετά τη νίκη στο ρωσοτουρκικό πόλεμο έπαψε να ενδιαφέρεται για το ελληνικό ζήτημα. Έστρεψε το ενδιαφέρον του στην Τουρκία, επιζητώντας συμφιλίωση και στενές οικονομικές σχέσεις. Ήθελε να υποσκελίσει τους Δυτικούς και να αναλάβει η Ρωσία την κηδεμονία της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[33]
Οι Γάλλοι συμφώνησαν πρόθυμα γιατί χρειάζονταν την ανοχή των Άγγλων για την κατάκτηση της Αλγερίας. Έπειτα είχαν την υπόσχεση των Άγγλων ότι θα ήταν οι προστάτες των καθολικών της Ελλάδας άρα θα αποκτούσαν μόνιμο δικαίωμα παρεμβάσεων στα εσωτερικά της Ελλάδας. Για το Σουλτάνο δεν είχε πια καμία σημασία αν το ελληνικό κράτος θα ήταν ανεξάρτητο ή υποτελές όσο η εδαφική του έκταση.
Στο πλαίσιο αυτό υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας. Στις 22 Ιανουαρίου – 3 Φεβρουαρίου του 1830, στη διάσκεψη του Λονδίνου πραγματοποιήθηκε η πανηγυρική διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας, που συνιστούσε διπλωματική ιδρυτική πράξη του ελληνικού κράτους. H Ελλάδα, εννέα χρόνια μετά την έναρξη της μεγάλης επανάστασης, τύγχανε πλέον της διεθνούς αναγνώρισης. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος εντασσόταν στη διεθνή κοινωνία. Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου διακήρυττε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας με τις υπογραφές των πληρεξούσιων χωρών της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 όριζε: «H Ελλάς θέλει σχηματίσει εν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν».
H συνοριακή γραμμή του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου κρατούσε έξω από το έδαφος της Ελλάδας μεγάλο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Ως αντάλλαγμα προς την Πύλη για την οδυνηρή θυσία της πλήρους ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, έγινε περικοπή της νέας γραμμής στη Δυτική Ελλάδα και ολόκληρη η περιοχή πέρα από τον Αχελώο επανήλθε στην εξουσία του Σουλτάνου. Οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου επίσης αποσκοπούσαν στο να ικανοποιηθεί η επιθυμία των Άγγλων αποικιοκρατών για κατοχύρωση των Ιονίων νήσων από τον κίνδυνο, εξαιτίας της κυριαρχίας των Ελλήνων στη γειτονική Ακαρνανία. Πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου κράτους υπήρξε ο Ιωάννης Καποδίστριας, ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου, «η ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας». Το ίδιο άρθρο παρείχε στις τρεις δυνάμεις το δικαίωμα της εκλογής του προσώπου του βασιλέα της Ελλάδας χωρίς καθόλου να έχει ερωτηθεί ο ελληνικός λαός. Απευθύνθηκαν στον Γερμανό πρίγκιπα Λεοπόλδο του Σαξ Κόμπουργκ οποίος όμως παραιτήθηκε αμέσως γιατί οι Δυνάμεις δεν ανταποκρίθηκαν ικανοποιητικά στους όρους του για διεύρυνση των συνόρων, εγγύηση της ανεξαρτησίας του και οικονομική βοήθεια.
Το νέο κράτος πληθυσμιακά περιείχε λιγότερο από το ένα τρίτο των Ελλήνων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την εποχή που ξέσπασε ο Αγώνας. Ωστόσο η Επανάσταση, παρά τις άθλιες παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, κατάφερε να δημιουργήσει ένα συρρικνωμένο αλλά ανεξάρτητο κρατίδιο. Λίγες μέρες μετά την κοινοποίηση του Πρωτοκόλλου στον Σουλτάνο, οι οθωμανικές αρχές απάντησαν στους πρεσβευτές των τριών προστάτιδων Δυνάμεων ότι αποδέχονται τις σχετικές αποφάσεις. Έτσι, αναγνώρισαν την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Λ. Η «αποπεράτωση» του ελληνικού ζητήματος.
– Οι προστάτιδες Δυνάμεις είχαν αποδεχτεί το Σεπτέμβριο του 1831 τις διαμαρτυρίες και τις προτάσεις του Καποδίστρια για τη διεύρυνση των συνόρων. Αφού ο Λεοπόλδος είχε παραιτηθεί αναζήτησαν έναν νέο μονάρχη για τους Έλληνες. Στις 7 Μαΐου 1832 υπόγραψαν συνθήκη για την ανακήρυξη του Όθωνα, πρίγκιπα της Βαυαρίας, δευτερότοκο γιο του Βαυαρού βασιλιά Λουδοβίκου Α΄, ως «Βασιλιά της Ελλάδας».
Ύστερα από τους διακανονισμούς των τριών Μεγάλων Δυνάμεων με τη Βαυαρία (το ελληνικό κράτος δεν έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις) ο δεκαπεντάχρονος Όθωνας οριζόταν κληρονομικός άρχοντας με τον τίτλο του Βασιλιά. Στους διακανονισμούς προβλεπόταν επιπλέον η σύναψη ενός δανείου 60.000.000 φράγκων. Το δάνειο θα μπορούσε να καταβληθεί σε 3 δόσεις. Όμως σαφείς όροι δεν υπήρχαν για τη δεύτερη και για την τρίτη δόση. Εγγυήσεις και όροι υπήρχαν μόνο για την πρώτη (20.000.000 φράγκα). Αυτό έδινε τη δυνατότητα στις δυνάμεις να διαπραγματευτούν η κάθε μια ξεχωριστά τους δικούς της όρους και τις δικές της εγγυήσεις με βάση τα συμφέροντα τους.
– Η Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (Ιούλιος 1832): Μετά εξάμηνες διαπραγματεύσεις υπογράφτηκε η Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως ή αλλιώς και «Τελικός Διακανονισμός της Κωνσταντινούπολης» («Κάλενταρ Κιόσκ», 21 Ιουλίου 1832). Με τη συνθήκη η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποδεχόταν τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους με τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Την ακριβή χάραξη αναλάμβανε επιτροπή οροθετών.
– Με το έκτο και τελευταίο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Αύγουστος 1832) η περιοχή της Λαμίας (τότε «Ζητούνι») την οποία διεκδικούσε η Τουρκία, καθώς δεν είχε ελευθερωθεί από ελληνικά όπλα, επιδικάσθηκε στην Ελλάδα. Παράλληλα, οι τρεις εγγυήτριες χώρες εξέδωσαν διακήρυξη διά της οποίας ανακοινώθηκε η «αποπεράτωση του ελληνικού ζητήματος». Τον Σεπτέμβριο έως και τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, μια επιτροπή οριοθετών χάραξε τα τελικά και οριστικά έως τότε σύνορα των δυο κρατών. Το ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο, τον Φεβρουάριο του 1833, με την έλευση του Όθωνα, εκτεινόταν σε 47.516 τετραγωνικά χιλιόμετρα (περιλαμβανομένης και της Εύβοιας) και αριθμούσε 750.000 κατοίκους.[34]
Αντί επιλόγου…
Η ελληνική επανάσταση ξέσπασε ταυτόχρονα με συγκλονιστικούς ξεσηκωμούς λαών από την Ευρώπη ως την Αμερική. Τοποθετείται, χρονικά και ποιοτικά, στην ίδια χρονολογική αλυσίδα εκείνων των ιδιαίτερων, νεοτερικού τύπου, απελευθερωτικών κινημάτων και εξεγέρσεων λαών απέναντι σε τυραννικές εξουσίες, την απολυταρχία και τον δεσποτισμό. Αμερικανική Επανάσταση (1776-1783), Γαλλική Επανάσταση (1789), Σερβική Επανάσταση (1804), εξεγέρσεις στην ιβηρική και την ιταλική χερσόνησο, στη Λατινική Αμερική (1820-21), Ελληνική Επανάσταση (1821) μας δίνουν την εικόνα ενός κόσμου που καταρρέει από την εμφάνιση μιας νέας πραγματικότητας. Οι λαοί στρέφονται προς τον φιλελευθερισμό και τον δημοκρατικό πατριωτισμό, τη διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων, ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης, συνταγματικής κατοχύρωσης ατομικών ελευθεριών. Οι απόλυτες εξουσίες «ελέω Θεού» κλονίζονται.
Οι οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές, αλλά και η επιστημονική πρόοδος που είχε συντελεστεί από το 18ο αιώνα στην Ευρώπη δημιουργούσαν ένα νέο αξιακό, ιδεολογικό και πνευματικό πρότυπο εμπνευσμένο από την Αρχαία Ελλάδα. Μέσω του Νεοελληνικού Διαφωτισμού οι Έλληνες με μια διαδικασία σταδιακή, αργή, επώδυνη, συγκρουσιακή αλλά ταυτόχρονα χειραφετική και απελευθερωτική θα έρθουν σε επαφή με τις νέες ιδέες, θα προετοιμαστούν ιδεολογικά και θα καταστρώσουν το σχέδιο της επανάστασης. Ο γέρος του Μοριά μας το λέει καθαρά: «Η γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμαν, κατά τη γνώμη μου, να ανοίξουν τα μάτια του κόσμου. Πρωτύτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζον ως θεούς της Γης, και ό,τι και αν έκαμναν, το έλεγαν καλά καμωμένο […]».
Ο ευρωπαϊκός δεσποτισμός από την άλλη, φαινόταν παντοδύναμος και κυρίαρχος. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα και την Παλινόρθωση είχε συνασπιστεί στην Ιερή Συμμαχία (1815) αποστρεφόταν καθετί νεωτερικό και είχε στόχο να καταπνίξει με τη βία κάθε εξέγερση, κάθε φιλελεύθερη κίνηση η οποία στρεφόταν κατά της «καθεστηκυίας τάξεως». Σε δύο Συνέδρια (Λάυμπαχ και Βερόνα), η Ιερή Συμμαχία, καταδίκασε την ελληνική επανάσταση. Η ελληνική «ανταρσία» θα αφηνόταν να συντριβεί από τις υπέρτερες στρατιωτικά δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αγγλία, Γαλλία και Αυστρία τα δύο πρώτα χρόνια έκαναν ό,τι μπορούσαν να διευκολύνουν το Σουλτάνο. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ ήταν φανερό ότι δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις για το ελληνικό ζήτημα. Ήταν εξίσου φανερό ότι το δίδυμο Κάσλερι – Μέτερνιχ είχε παγιδεύσει την τσαρική Αυτοκρατορία στις ίδιες της τις διακηρύξεις επί της Ιερής Συμμαχίας προκειμένου να ανακόψει την επέκτασή της στη βαλκανική ενδοχώρα.
Το 1823 η Αγγλία και ο Κάνινγκ άλλαξε πολιτική απέναντι στο ελληνικό ζήτημα και αναγνώρισε τους Έλληνες ως «εμπόλεμο έθνος». Η Αγγλία ήθελε να εξυπηρετήσει τα δικά της γεωπολιτικά, γεωστρατηγικά, οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα και ετοίμασε την οικονομική διείσδυση και τον πολιτικό έλεγχο της επανάστασης (δάνεια, δημιουργία αγγλικού κόμματος, Πράξη Υποτέλειας κλπ). Η χλιαρή αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος από τη Ρωσία δεν κράτησε για πολύ. Ο διάδοχος του τσαρικού θρόνου Νικόλαος Α’ προχώρησε σε δυναμικές πρωτοβουλίες με σκοπό να εξαναγκάσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία να τηρήσει τις εδαφικές της δεσμεύσεις που απέρρεαν από τη συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης 1826, το οποίο θεωρήθηκε η πρώτη διεθνής πράξη αναγνώρισης της ελληνικής ανεξαρτησίας, ήταν μία από αυτές. Για λόγους ισορροπίας του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας και εξουδετέρωσης της ρωσικής ισχύος στο διμερή βηματισμό Λονδίνου – Αγίας Πετρούπολης για τη λύση της ελληνικής υπόθεσης, προστέθηκε και η Γαλλία. Οι Τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, αφήνοντας στο περιθώριο την Αυτοκρατορία των Αψβούργων και την Πρωσία, συνυπέγραψαν τη Συνθήκη του Λονδίνου 1827, ασκώντας πίεση στην Υψηλή Πύλη να δεχτεί τη συμφωνία η οποία δημιουργούσε μια μικρή, «φόρου υποτελή», αυτόνομη περιοχή.
Η άρνηση του Σουλτάνου, λόγω των επιτυχιών του Ιμπραήμ ο οποίος είχε εισβάλλει στην Πελοπόννησο, οποιασδήποτε συζήτησης οδήγησε στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου. που στάθηκε η θρυαλλίδα καταιγιστικών εξελίξεων. Η νέα αγγλική κυβέρνηση, υπό το δούκα Ουέλινγκτον, είχε μετανιώσει για την εμπλοκή της Βρετανίας στο ελληνικό ζήτημα καθώς διαπίστωνε ότι η Ρωσία ήταν αυτή που εισέπραττε γεωπολιτικά οφέλη από την εξαντλημένη, στρατιωτικά και διοικητικά Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι εκτιμήσεις της επιβεβαιώθηκαν με το ρωσοτουρκικό πόλεμο που ξέσπασε το 1828 και τη νικηφόρα έκβασή του υπέρ του Τσάρου. Υπό αυτές τις συνθήκες, το κύριο μέλημα της Βρετανίας ήταν να μικρύνει γεωγραφικά το νέο ελληνικό κράτος που θα προέκυπτε, φοβούμενη ότι θα γινόταν ένα είδος ρωσικού προτεκτοράτου. Οι διπλωματικές διεργασίες που ακολούθησαν – αποδεκτές αναγκαστικά από την αποδιοργανωμένη Υψηλή Πύλη – ήταν επίπονες αλλά τα σύνορα του νέου κράτους δεν περιορίστηκαν όπως αρχικά προτάθηκε στην Πελοπόννησο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις έπαιζαν την τύχη των Ελλήνων στη διπλωματική σκακιέρα. Η διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων, η Ανεξαρτησία της Ελλάδας (αγγλική πρόταση για να αυξήσει την επιρροή της) και η επιλογή μονάρχη που θα διοικούσε το νέο ελληνικό κράτος αποτέλεσαν αντικείμενο σκληρών διαπραγματεύσεων. Ο ανήλικος Όθωνας της Βαυαρίας θα ήταν ο νέος βασιλιάς του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, με συνοριακή γραμμή Άρτας – Βόλου που τελούσε υπό την εγγύηση των Τριών Δυνάμεων.
Το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε από τις θυσίες, την αντοχή και την καρτερία των Ελλήνων που νίκησαν τους Τούρκους τα πρώτα τέσσερα χρόνια και δεν προσκύνησαν μετά την εισβολή του Ιμπραήμ. Τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα διαμόρφωσαν, μετά από τόσους αγώνες και αίμα, ένα μικρό, καχεκτικό, αδύναμο, οικονομικά κατεστραμμένο και εξαρτημένο πολιτικά, προτεκτοράτο, άθυρμα στα χέρια των Μεγάλων Δυνάμεων. Στις διεθνείς συμφωνίες που έκριναν την τύχη του ελληνικού κράτους οι Έλληνες ήταν απόντες. Τα πάντα αποφασίστηκαν στην Ευρώπη, χωρίς τη συμμετοχή των Ελλήνων, από τις «Προστάτιδες Δυνάμεις» με μονομερείς αποφάσεις οι οποίες είχαν αποκλειστικό στόχο να εξισορροπήσουν τα δικά τους συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα όνειρα και οι πόθοι των Ελλήνων, όπως καταγράφονται στα τολμηρά, φιλελεύθερα, δημοκρατικά Συντάγματα που ψήφιζαν, έγιναν θρύψαλα. Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν στους δημοκρατικούς Έλληνες απόλυτη, κληρονομική μοναρχία της δικής τους αρεσκείας, συρρικνωμένη εθνική επικράτεια, οικονομικό έλεγχο και πολιτική εξάρτηση. Οι Βαυαροί, οι πρέσβεις των Δυνάμεων και οι κομματικές φατρίες (αγγλικό-ρωσικό-γαλλικό) που καθοδηγούσαν, όλοι μαζί έφτιαξαν ένα κράτος διεφθαρμένο, εξαρτημένο, πάντα στα όρια της χρεοκοπίας, γεμάτο πληγές στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, στην κοινωνική πρόνοια κλπ.
Ο σπόρος όμως είχε πέσει. Τα επόμενα χρόνια το 1830 και κυρίως το 1848 επαναστατικά κινήματα σάρωσαν την Ευρώπη από άκρη σε άκρη. Η συντηρητική απολυταρχία δέχτηκε αλλεπάλληλα χτυπήματα. Οι λαοί ξεσηκώθηκαν με αιτήματα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά. Η «άνοιξη των λαών» όπως ονομάστηκε από τους ιστορικούς άλλαξε το πολιτικό τοπίο. Η μεγαλοαστική τάξη κατάφερε να αυξήσει τη συμμετοχή της στη διαχείριση της εξουσίας. Το κύριο μέτωπο της κοινωνικής αντιπαράθεσης μετατοπίστηκε. Στο εξής οι κοινωνικές συγκρούσεις δεν θα είναι πια μεταξύ ευγενών και αστών αλλά μεταξύ της αστικής τάξης και των εργατών.
200 χρόνια τώρα η εξουσία και οι διάφοροι «ειδικοί» κόβουν και ράβουν την ιστορία στα μέτρα των πολιτικών τους συμφερόντων. Διαμορφώνουν και διαδίδουν μύθους και ψέματα, διαστρεβλώνουν και παραχαράσσουν γεγονότα για να δικαιολογήσουν σύγχρονες πολιτικές επιλογές. Χρησιμοποιούν την ιστορία ως ιδεολογικό όπλο για τη δικαιολόγηση της υποτέλειας και της μόνιμης εξάρτησης της χώρας από τη Δύση και την Ευρώπη.
200 χρόνια τώρα ακόμα και μόνο η λέξη Επανάσταση φέρνει αλλεργία στις εξουσίες γιατί τους θυμίζει ότι όταν οι λαοί σηκώνουν το ανάστημά τους τίποτε δεν μπορεί να τους σταματήσει. Οι Έλληνες τόλμησαν να αμφισβητήσουν την απόλυτη δύναμη της ευρωπαϊκής απολυταρχίας, διέλυσαν την Ιερή Συμμαχία, αμφισβήτησαν τα συμφέροντα και τις ισορροπίες των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Πάλεψαν μόνοι τους όχι μόνο με το Σουλτάνο αλλά και με τις μεγάλες ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες. Ποτέ δεν τους το συγχώρεσαν. Πότε με τη βία, πότε με την οικονομική διείσδυση και τον πολιτικό έλεγχο, με ραδιουργίες, τρικλοποδιές και τεχνάσματα προσπαθούσαν να εκτρέψουν την Επανάσταση από το στόχο της. Με χολή και φαρμάκι οι υπογραφές των Μεγάλων Δυνάμεων στις διεθνείς συνθήκες που αναγνώριζαν την ελληνική ανεξαρτησία.
200 χρόνια και το μήνυμα της Επανάστασης, ο αγώνας για γη και ελευθερία ζει και συνεχίζει να εμπνέει. Κόντρα στα ψέματα για τις «χριστιανικές δυνάμεις που επενέβησαν σωτήρια για την ελευθερία των Ελλήνων» τούτα τα λόγια περιγράφουν με ακρίβεια ποιος κράτησε ζωντανή την επανάσταση: «…ένας και μόνος είναι ο μεγάλος ήρωας του Εικοσιένα, ο λαός. Το πότισε με το αίμα του και το ‘θρεψε με τις θυσίες του. Δίχως τ’ ανώνυμα παλικάρια που σβάρνιζαν τα βουνά και τους λόγγους, μην έχοντας μήτε παλιοτσάρουχα να βάλουνε στα πόδια τους, λευτεριά δε βλέπαμε. Αυτοί, οι ταπεινοί και ξεχασμένοι, μας τη χάρισαν. Αυτούς λοιπόν ας στολίσουμε με το χρυσό στεφάνι της δόξας. Στη μνήμη αυτού, του άγνωστου ήρωα – που είναι άντρας, και γυναίκα, και παιδί – ας στήσουμε το πιο λαμπρό άγαλμα της ευγνωμοσύνης μας…».[35]
200 χρόνια και οι αγώνες για λευτεριά, εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη δεν κόπασαν ούτε στιγμή. Στις σημαίες και στις ψυχές των αγωνιστών ήταν γραμμένο: Ή λευτεριά ή θάνατος…
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
– Γιαννόπουλος Γ., Η διπλωματία: ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί και ίδρυση ελληνικού κράτους στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 3ος, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα, 2003.
– Δεσποτόπουλος Αλέξ., Η απόφαση του Συνεδρίου του Λάυμπαχ για την ελληνική επανάσταση, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Δεσποτόπουλος Αλέξ., Το Συνέδριο της Βερόνας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Δεσποτόπουλος Αλέξ., Η συνθήκη της Ανδριανουπόλεως, μεταστροφή της αγγλικής πολιτικής, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Δρούλια Λουκία, Η φιλελληνική κίνηση στη Γαλλία και στην Αγγλία, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Hobsbawm,J.E, Η εποχή των επαναστάσεων, μτφρ. Μ. Οικονομοπούλου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1990.
– Κόκκινος Διον., Η ελληνική επανάσταση, τομ. 6ος και 9ος , εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1958.
– Κρεμμυδάς Βασ., Η ελληνική επανάσταση του 1821, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2016.
– Κρεμμυδάς Βασ., Σύντομη ιστορία του ελληνικού κράτους, εκδ. Καλλιγράφος, Αθήνα, 2012.
– Λιγνάδης Τάσος, Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του Νεοελληνικού Κράτους (1821-1945), Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2020.
– Λιγνάδης Τάσος, Τα δύο δάνεια της ανεξαρτησίας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Μακρυγιάννης Γ., Απομνημονεύματα, εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 2011.
– Μπαρντόλντι-Μέντελσον Καρλ, Επίτομη ιστορία της ελληνικής επανάστασης, εκδ. αφοί Τολίδη, Αθήνα, 1980.
– Πετσάλης Νικ., Η Συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Πετσάλης Νικ., Οι πρώτες ξένες επιδράσεις στην ελληνική πολιτική ζωή και η αίτηση προστασίας προς την Αγγλία, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Πετσάλης Νικ., Η ελληνική επανάσταση στο διπλωματικό πεδίο κατά το 1824, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975
– Ρούσου Γ., Η νεώτερη ιστορία της Ελλάδος 1826-1974, εκδ. Μορφωτική Εστία, Αθήνα, 1983.
– Σβορώνος Νικ., Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδ. θεμέλιο, Αθήνα, 1986. – Σιμόπουλος Κυρ., Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων, εκδ. στάχυ, Αθήνα, 1995. – Σιμόπουλος Κυρ., Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια, εκδ. στάχυ, Αθήνα, 1990.
– Σιμόπουλος Κυρ., Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Α΄ και Γ΄, εκδ. Πιρόγα, Αθήνα, 2007.
– Φωτιάδης Δημ., Καραϊσκάκης, εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1995.
[1] Ο Μέτερνιχ μακιαβελικός και κυνικός ενεργούσε πάντα ανενδοίαστος για τα συμφέροντα του αυστριακού θρόνου και διατύπωνε ωμά την πολιτική του φιλοσοφία: «Μόνο οι μονάρχες έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τις τύχες των λαών. Οι ηγεμόνες ευθύνονται για τις πράξεις τους μόνο απέναντι στο Θεό». Για τους Έλληνες επαναστάτες έλεγε επιγραμματικά: «Πέρα από τα ανατολικά σύνορά μας τριακόσιες ή τετρακόσιες χιλιάδες κρεμασμένοι, στραγγαλισμένοι, παλουκωμένοι δεν είναι και σπουδαίο πράγμα». Σιμόπουλος Κυρ., Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Α΄, σελ. 26.
[2] «Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε με τις επαναστάσεις στο τέλος του 18ου αιώνα, οι επαναστάσεις της μεταναπολεόντειας περιόδου ήταν εσκεμμένες ή ακόμα και προγραμματισμένες. Γιατί το καταπληκτικότερο κληροδότημα της ίδιας της γαλλικής επανάστασης ήταν τα πρότυπα και τα οργανωτικά σχήματα της πολιτικής αναταραχής που αυτή καθιέρωσε για τη γενική χρήση των απανταχού επαναστατών». Hobsbawm,J.E, Η εποχή των επαναστάσεων, μτφρ. Μ. Οικονομοπούλου, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1990, σελ. 154.
[3] Οι Καρμπονάροι ήταν μυστικές επαναστατικές οργανώσεις-εταιρείες που ιδρύθηκαν το 19ο αιώνα στην Ιταλία. Οι Ιταλοί καρμπονάροι επηρέασαν πολλές άλλες επαναστατικές ομάδες στην Ισπανία, τη Γαλλία, τη Ρωσία (Δεκεμβριστές π.χ.) καθώς και τη Φιλική Εταιρεία, τη μυστική οργάνωση που έθεσε τις βάσεις της Ελληνικής ανεξαρτησίας. Οι στόχοι των καρμπονάρων είχαν πατριωτικό και γενικότερα φιλελεύθερο-δημοκρατικό σκοπό.
[4] Δεσποτόπουλος Αλέξ., Η απόφαση του Συνεδρίου του Λάυμπαχ για την ελληνική επανάσταση, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 204.
[5] Σιμόπουλος Κ., Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια, εκδ. στάχυ, Αθήνα, 1990, σελ. 396-404.
[6] Γιαννόπουλος Γ., Η διπλωματία: ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί και ίδρυση ελληνικού κράτους στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 3ος, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα, 2003, σελ. 249-250.
[7] Κόκκινος Διον., Η ελληνική επανάσταση, τομ. 6ος, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1958, σελ. 15-16.
[8] Περιγραφή του Συνεδρίου, τα κείμενα των εγγράφων με τα οποία οι Έλληνες παρακαλούσαν τους ηγέτες της Ιεράς Συμμαχίας να δουν με συμπάθεια τον αγώνα τους και για την εξευτελιστική και ντροπιαστική συμπεριφορά των παπικών και των εκπροσώπων της Ιεράς Συμμαχίας απέναντι στην ελληνική αντιπροσωπείας δες: Κόκκινος Διον., ό.π., τομ. 6ος, σελ. 52-65. Επίσης Δεσποτόπουλος Αλέξ., Το Συνέδριο της Βερόνας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 288.
[9] Μακρυγιάννης, απομνημονεύματα, τ. Β΄, σελ.51,52,53.
[10] Κόκκινος Διον., ό.π ,τομ. 6ος, σελ. 68-70 και Μπαρντόλντι-Μέντελσον Καρλ, Επίτομη ιστορία της ελληνικής επανάστασης, εκδ. αφοι Τολίδη, Αθήνα, 1980, σελ. 132.
[11] Σιμόπουλος Κ.,ό.π, σελ. 411.
[12] Κόκκινος Διον., ό.π, τόμ. 9ος, σελ. 449-452, Μπαρντόλντι-Μέντελσον Καρλ, ό.π, σελ. 133 και Πετσάλης Νικ., Η ελληνική επανάσταση στο διπλωματικό πεδίο κατά το 1824, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 371-373.
[13] Χρειάζεται λεπτομερή έρευνα και εξέταση της συνολικής στάσης και δράσης κάθε φιλέλληνα ξεχωριστά για να μην γίνεται σύγχυση μεταξύ των αγνών φιλελεύθερων επαναστατών που ήρθαν να βοηθήσουν και πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων και των υπόλοιπων τυχοδιωκτών και πρακτόρων που ήρθαν εδώ για να υπηρετήσουν τις χώρες τους.
[14] Δρούλια Λουκία, Η φιλελληνική κίνηση στη Γαλλία και στην Αγγλία, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 320-322.
[15] Κόκκινος Διον., ό.π ,τομ. 6ος σελ. 303-304.
[16] Κόκκινος Διον., ό.π ,τομ. 6ος σελ. 304-309.
[17] Η σύγχρονη ιστοριογραφία με αδιάσειστα στοιχεία, αριθμούς και αποδείξεις έχει τεκμηριώσει ότι τα δάνεια αποτελούσαν κερδοσκοπικά παιχνίδια στις πλάτες των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Χρησιμοποιήθηκαν για να εξυπηρετήσουν τις επιδιώξεις του αγγλικού ιμπεριαλισμού (διείσδυση και εσωτερικός έλεγχος της επανάστασης), κατασπαταλήθηκαν σε άχρηστο πολεμικό υλικό κι ένα μέρος του ξοδεύτηκε στη χρηματοδότηση του εμφύλιου πολέμου. Τελευταία το αναθεωρητικό ρεύμα της ιστοριογραφίας προσπαθεί να αποδείξει ότι «τα δάνεια ήταν ευλογία για τον τόπο και όλοι μαζί τα φάγαμε», «οι ξένοι τότε με τα δάνεια μας έσωσαν όπως και σήμερα μας έσωσαν με τα μνημόνια», «τα παρατράγουδα οφείλονταν σε κακά γονίδια των Ελλήνων οι οποίοι ενωμένοι κάνουν θαύματα αλλά μετά κάνουν εμφύλιους και κατασπαταλούν τα δάνεια των ξένων» κλπ. Πρόκειται για το αναμάσημα παλιών ανιστόρητων, αντιεπιστημονικών μυθευμάτων. Με απαράδεκτα μπρος πίσω, ανιστόρητες αναγωγές και προβολές από το χθες στο σήμερα, κοπτοραπτική στοιχείων εξυπηρετούν και δικαιολογούν τα αστικά μνημονιακά κόμματα τα οποία αφού χρεοκόπησαν τη χώρα , τη μετέτρεψαν σε αποικία χρέους στην αγκαλιά του ΔΝΤ και της Τρόικας. Πλήρεις περιγραφές για τα σκάνδαλα των αγγλικών δανείων με αποστομωτικά στοιχεία: Λιγνάδης Τάσος, «Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του Νεοελληνικού Κράτους (1821-1945) Εναλλακτικές Εκδόσεις Αθήνα, 2020. Επίσης Λιγνάδης Τάσος, Τα δύο δάνεια της ανεξαρτησίας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 610-611 και Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τομ. Γ, κεφ. Τα παρασκήνια του πρώτου αγγλικού δανείου, σελ. 15-30 και για το ρόλο του Κόχραν και Τσώρτς τόμ. Δ, κεφ. Οι Έλληνες ζητούν ξένους μισθοφόρους, σελ. 411-440. Φωτιάδης Δημ., Καραϊσκάκης, εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1995, σελ. 297-308.
[18] Πλήρη περιγραφή της πολιτικής πρωτοβουλίας για την «Πράξη Υποτέλειας» και τα έγγραφα που ανταλλάχτηκαν: Κόκκινος Διον., ό.π, τομ. 9ος, σελ. 79-98 και Πετσάλης Νικ., Οι πρώτες ξένες επιδράσεις στην ελληνική πολιτική ζωή και η αίτηση προστασίας προς την Αγγλία, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 406-408.
[19] Πετσάλης Νικ., Το πρωτόκολλο της Πετρουπόλεως της 24ης Απριλίου 1826, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 436-437 και Κόκκινος Διον, ό.π, τομ. 9ος , σελ. 456-458. Στοιχεία για τον βίο και πολιτεία και τον βρώμικο ρόλο των Κόχραν-Τσωρτς στην καταστροφή του Ανάλατου δες : Σιμόπουλος Κυρ., ό.π, σελ. 419-426
[20] Πετσάλης Νικ., Η Συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 461-463
[21] Γιαννόπουλος Γ., Η διπλωματία: ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί και ίδρυση ελληνικού κράτους στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 3ος, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα, 2003, σελ. 258-260 – Πετσάλης Νικ., Η Συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 466-468 και Σιμόπουλος Κ., Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια, εκδ. στάχυ, Αθήνα, 1990, σελ. 434-449.
[22] Ρούσου Γ., Η νεώτερη ιστορία της Ελλάδος 1826-1974, εκδ. Μορφωτική Εστία, Αθήνα, 1983, σελ. 416.
[23] Ρούσου Γ., Η νεώτερη ιστορία της Ελλάδος 1826-1974, εκδ. Μορφωτική Εστία, Αθήνα, 1983, σελ. 418-419.
[24] Μεταξύ 1825-1828 ο Ιμπραήμ, πέρα από τις λεηλασίες, τις μαζικές δολοφονίες αμάχων, τους βιασμούς και τις πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών, άρπαξε, μετέφερε στην Αίγυπτο και πούλησε χιλιάδες γυναικόπαιδα. Σιωπή κάλυψε την τύχη αυτών των ανθρώπων ακόμα και μετά την απελευθέρωση. Οι Μεγάλες Δυνάμεις απλός παρακολουθούσαν τον ξεριζωμό και την εμπορία όλων αυτών των ανυπεράσπιστων ανθρώπων: Σιμόπουλος Κ., ό.π, σελ. 445
[25] Ανατριχιαστική περιγραφή της αποχαιρετιστήριας δεξίωσης προς τιμήν του Ιμπραήμ από τους Γάλλους: Σιμόπουλος Κυρ.,ό.π, σελ. 453-454.
[26] Περιγραφή των γαλλικών «εφόδων» για να καταλάβουν τα φρούρια που δεν υπερασπίζονταν οι Αιγύπτιοι: Σιμόπουλος Κυρ., ό.π, σελ. 452.
[27] Γιαννόπουλος Γ., Η διπλωματία: ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί και ίδρυση ελληνικού κράτους στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 3ος, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα, 2003, σελ. 261.
[28] Τα ευρήματα αυτά βρίσκονται σήμερα στο μουσείο του Λούβρου. Σιμόπουλος Κυρ., Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων, εκδ. στάχυ, Αθήνα, 1995, σελ.324-328.
[29] Ρούσσος Γ., ό.π, σελ. 402.
[30] Γιαννόπουλος Γ., ό.π, σελ. 263-264 και Δεσποτόπουλος Αλέξ., Η συνθήκη της Ανδριανουπόλεως, μεταστροφή της αγγλικής πολιτικής, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 535-536.
[31] Ρούσσος Γ., ό.π, σελ. 398.
[32] Σβορώνος Νικ., Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδ. θεμέλιο, Αθήνα, 1986, σελ. 72.
[33] Το 1828 δήλωνε στον πρέσβη της Αυστρίας Ζίχην: «Καταρώμαι, αποτροπιάζομαι τους Έλληνες, καίτοι ομοπίστους μου. Η διαγωγή αυτών υπήρξε φρικώδης, εγκληματική και απόβλητος. Θεωρώ αυτούς πάντοτε ως υπηκόους, στασιάζοντας αναφανδόν κατά του νομίμου αυτών ηγεμόνος (του Σουλτάνου). Δεν επιθυμώ την απελευθέρωσίν των. Δεν την αξίζουν, και ήθελεν είναι ολέθριον παράδειγμα διά τους άλλους λαούς, εάν κατόρθωναν να ιδρύσουν ελεύθερον κράτος». Ρούσσος Γ., ό.π, σελ. 394.
[34] Γιαννόπουλος Γ., ό.π, σελ. 265-266.
[35] Φωτιάδης Δημ., Καραϊσκάκης, εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1995, σελ. 889.
Πηγή: selidodeiktis.edu.gr
Ο Παναγιώτης Δ. Σάμιος είναι δάσκαλος.