Άρθρα

Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του ‘21

Η Επανάσταση του ’21, κορυφαίο γεγονός της ιστορίας του τόπου μας είναι τ’ αθάνατο κρασί της συλλογικής μνήμης, σημείο αναφοράς και οδηγός για τους κατοπινούς αγώνες του ελληνικού λαού. Το ιδανικό της ελευθερίας που ξεσήκωσε έναν μικρό λαό κόντρα σε θεούς και δαίμονες, έκανε την ελληνική επανάσταση γεγονός ξεχωριστό και μοναδικό στην εποχή της που ενέπνευσε κάθε προοδευτικό άνθρωπο και ξεσήκωσε ένα κύμα αλληλεγγύης σ’ όλο τον κόσμο.

200 χρόνια μετά, επιδιώκεται να ξεθυμάνει το κρασί του ’21. Ξεχνιέται ότι ο ελληνικός λαός ξεσηκώθηκε και αγωνίστηκε για Ελευθερία ή Θάνατο. Ξεχνιέται ότι τις επαναστάσεις τις κάνουν οι λαοί. Η κυρίαρχη τάξη και ιδεολογία προβάλλει με κάθε τρόπο ότι η ανεξαρτησία «χαρίστηκε» από τις τότε μεγάλες δυνάμεις.  Άλλες τοποθετήσεις –από τ’ αριστερά και με διάφορες αποχρώσεις μεταξύ τους– παραβλέπουν ή υποτιμούν τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του ’21, μένοντας «ξερά» στον αστικό χαρακτήρα της επανάστασης. Έτσι, η επανάσταση θεωρείται έργο της αστικής τάξης, προϊόν της οικονομικής κρίσης μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, που ολοκληρώνει το στόχο της με τη δημιουργία αστικού συγκεντρωτικού κράτους μιας και αυτό ήταν το μόνο εφικτό στη δεδομένη ιστορική περίοδο. Οι ίδιες τοποθετήσεις αγνοούν ή υποτιμούν το ρόλο των λαϊκών μαζών, «ξεπετάνε» την κινητήρια δύναμη των ιδεών και την ιδεολογική πάλη στους κόλπους του αγωνιζόμενου έθνους και στη διανόηση της εποχής, βλέπουν τις εσωτερικές αντιθέσεις και συγκρούσεις «ξερά» ως σύγκρουση ανάμεσα σε προωθημένα και καθυστερημένα τμήματα της αστικής τάξης κατατάσσοντας στα δεύτερα συλλήβδην τις ένοπλες δυνάμεις του αγώνα, και χαρακτηρίζουν την εμπλοκή και επέμβαση των ξένων δυνάμεων ως «συμμαχία» με μερίδες της αστικής τάξης.

Οι επαναστάσεις όμως, δεν μπαίνουν σε «κουτάκια» και σε «γωνιασμένα» σχήματα. Και η Ελληνική Επανάσταση, με εθνικό και κοινωνικό περιεχόμενο μαζί, γεγονός που την καθιστά μοναδική, ξεχωριστή και με κοσμοϊστορική σημασία στην ιστορική στιγμή και στις συνθήκες που ξεσπά, έχει πολλές και πλούσιες πλευρές για να ερμηνευτεί και να αποτιμηθεί «ξερά» και «ξύλινα».

Η διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, διαδικασία που συντελείται σιγά-σιγά στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ανταμώνει και ολοκληρώνεται με το νεοελληνικό διαφωτισμό. Η αφύπνιση των ελληνικών πληθυσμών –αλλά και όλων των υπόδουλων λαών στα Βαλκάνια– έργο πρωτοπόρων φωτισμένων αγωνιστών, έρχεται μέσα από την πολύπλευρη διαφωτιστική δουλειά τους για τη διάδοση των ιδεών της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης, της αποτίναξης κάθε μορφής τυραννίας. Ιδέες και κινήσεις που καταπολεμήθηκαν λυσσαλέα τόσο από την ευρωπαϊκή όσο και από τη ντόπια αντίδραση με συλλήψεις και δολοφονίες, συκοφαντίες, αφορισμούς, λογοκρισία και απαγόρευση κειμένων, νουθεσίες στους ραγιάδες για υπακοή και υποταγή. Οι προεπαναστατικές οργανώσεις και αγωνιστές μπολιάζουν τις υπόδουλες μάζες με το «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή…». Η Φιλική Εταιρία οργανώνει τον ξεσηκωμό.

Στην οθωμανική αυτοκρατορία επικρατούν φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής και η πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού είναι φτωχοί χωρικοί που ζουν σε συνθήκες άγριας εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης. Οι κοτζαμπάσηδες, κάτοχοι γης, πλούτου και πολιτικής εξουσίας –διαχειρίζονται τις κοινότητες και τις αντιπροσωπεύουν απέναντι στην οθωμανική εξουσία, εισπράττουν και μοιράζουν τους φόρους– είναι πιο στυγνοί εκμεταλλευτές και πιο μισητοί στο λαό από τους Οθωμανούς. Είναι «τουρκολάτρες» –έτσι τους αποκαλεί ο λαός– και αντίθετοι σε κάθε ιδέα ξεσηκωμού. Η ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυτιλίας και της βιοτεχνίας γεννάει αστικά στρώματα που συσσωρεύουν πλούτο και δύναμη αλλά είναι ανολοκλήρωτα ως τάξη, και ένα πλήθος χειρωνακτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σ’ αυτές τις δραστηριότητες –τεχνίτες, εργάτες, μεταφορείς, ναύτες, γραμματικοί, λογιστές… Οι Φαναριώτες είναι η αριστοκρατία με τίτλους και αξιώματα και υπηρετούν το οθωμανικό κράτος σε υψηλές διοικητικές θέσεις. Τα πατριαρχείο και ο ανώτερος κλήρος είναι η ανώτατη αρχή των χριστιανικών πληθυσμών, κατέχουν προνόμια, πλούτο και δύναμη και φροντίζουν να κρατούν το ραγιά υποταγμένο.

Η Επανάσταση του ’21 έρχεται να λύσει την αντίθεση ραγιάς/οθωμανική εξουσία. Είναι ένας εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας. Η λύση αυτής της αντίθεσης συνεπάγεται την ανατροπή των φεουδαρχικών παραγωγικών σχέσεων και αυτό προσδίδει αστικό χαρακτήρα στην ελληνική επανάσταση. Όμως οι αστικές επαναστάσεις αυτής της περιόδου είναι λαϊκές επαναστάσεις. Πραγματοποιούνται από τις λαϊκές μάζες που οδηγούνται από συνθήματα και αγωνίζονται ενάντια στην καταπίεση. Αστική επανάσταση δεν σημαίνει ούτε προϋποθέτει την ύπαρξη συγκροτημένης αστικής τάξης με συγκεκριμένους στόχους (για παράδειγμα, ο Πόλεμος των χωρικών εντάσσεται στις αστικές επαναστάσεις, στη Γαλλική επανάσταση ο λαός του Παρισιού γκρέμισε τη Βαστίλη). Η ανατροπή των φεουδαρχικών και η επικράτηση καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής οδηγεί τελικά στη συγκρότηση της αστικής τάξης και στην πολιτική κυριαρχία της (μόνο το προλεταριάτο συγκροτείται ως τάξη πριν την κατάληψη της εξουσίας), με τις επαναστάσεις της πλειοψηφίας να καταλήγουν στην επικράτηση των συμφερόντων της μειοψηφίας.

Στον προεπαναστατικό ελληνικό χώρο δεν μπορούμε να μιλάμε για συγκροτημένη και διαμορφωμένη αστική τάξη. Έχουμε αστικά (μεγαλέμποροι, καραβοκύρηδες) και μικροαστικά (διανόηση, εμποροϋπάλληλοι, λογιστές, γραμματικοί…) στρώματα. Η εθνική αφύπνιση των ελληνικών πληθυσμών και η ιδεολογική/προπαγανδιστική και οργανωτική προετοιμασία της επανάστασης οφείλεται στους δεύτερους.

Η εθνική απελευθέρωση είναι υπόθεση όλου του λαού που αποφασίζει να διαλέξει ή την Ελευθερία ή το Θάνατο. Για τα αστικά στοιχεία αυτό σημαίνει σπάσιμο των δεσμών της οθωμανικής διοίκησης και παράλληλα ξεπέρασμα των φεουδαρχικών παραγωγικών σχέσεων ώστε να έχουν «ζωτικό χώρο» και να ολοκληρωθούν σαν τάξη. Για τις λαϊκές μάζες σημαίνει αποτίναξη του ζυγού του τούρκου αγά και παράλληλα αποτίναξη κάθε ζυγού και αδικίας. Και είναι οι λαϊκές μάζες που σήκωσαν το όλο βάρος του αγώνα για να είναι ελεύθεροι κι όχι ραγιάδες.

Πολιτικά και ιδεολογικά αντιπαλεύουν δύο «στρατόπεδα» και δύο «γραμμές». Από τη μια το προοδευτικό-δημοκρατικό και από την άλλη το συντηρητικό-ολιγαρχικό. (Χωρίς να είναι ενιαία και συγκροτημένα, με αντιθέσεις και διαφορές στο «εσωτερικό» τους). Το πρώτο οδηγείται από τις ιδέες και τους στόχους του Ρήγα και της Φιλικής Εταιρίας και το δεύτερο από την εξασφάλιση και διατήρηση της εξουσίας, του πλούτου και της θέσης που είχε. Το πρώτο συσπειρώνει τα πιο πρωτοπόρα στοιχεία, μέλη της Φιλικής, λαϊκούς αγωνιστές και πολλούς οπλαρχηγούς, και το δεύτερο τα τζάκια του Μοριά, τους καραβοκυραίους των νησιών και τους Φαναριώτες που έρχονται στην επαναστατημένη Ελλάδα (Μαυροκορδάτος, Θ. Νέγρης, Κ. Καρατζάς…). Οι πρώτοι ανάβουν το φυτίλι της Επανάστασης, οι δεύτεροι πειθαναγκάζονται να ακολουθήσουν. Κι αφού, θέλοντας και μη, μπαίνουν στο χορό, βασικό τους μέλημα είναι να έχουν το πάνω χέρι.

Τα αστικά στρώματα που εκόντες άκοντες βρέθηκαν στη φωτιά μιας εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης, σε κόντρα ή σε σύμπνοια με τους κοτζαμπάσηδες (δεν είναι τα πράγματα στατικά και «γραμμικά» σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης) είχαν ως βασικό τους μέλημα τη νομή της εξουσίας και τη διασφάλιση των ταξικών τους συμφερόντων. Μπροστά σ’ αυτά, η πορεία της επανάστασης (τουλάχιστον αφότου στέριωσε) έμπαινε σε δεύτερη μοίρα –άλλοτε συνειδητά, άλλοτε απλώς κοντόφθαλμα, πάντως έμπαινε σε δεύτερη μοίρα. Αυτή η διασφάλιση απαιτούσε το διαχωρισμό από «καρβοναρικά κινήματα», την καταστολή γνήσια λαϊκών εκδηλώσεων, το κυνήγι και τον παραμερισμό ή και τον προσεταιρισμό των οπλαρχηγών, και την αναζήτηση ξένης προστασίας.

Οι οπλαρχηγοί (κλέφτες κι αρματολοί με τους νταϊφάδες τους), όσο κι αν διακρίνονται από καθυστερημένα πολιτικά και κοινωνικά αντανακλαστικά (πάλι δεν μιλάμε για κάτι ενιαίο και στατικό), διαπαιδαγωγημένοι με πνεύμα ελευθερίας και ανυπακοής, ανυπότακτοι στα χρόνια της τουρκοκρατίας, έμπειροι και αποτελεσματικοί στον κλεφτοπόλεμο, είναι η ένοπλη δύναμη κρούσης της επανάστασης. Σ’ αυτούς και στα μπουρλότα της θάλασσας οφείλεται το στέριωμα και η επιτυχία της επανάστασης. Και στον παραμερισμό τους, το «πάγωμα» της επανάστασης. Το πνεύμα ελευθερίας και ανυπακοής τους κατατάσσει –ενστικτώδικα και διαισθητικά περισσότερο– στο δημοκρατικό «στρατόπεδο». Η «πολιτική καθυστέρηση» φέρνει πολλούς απ’ αυτούς να συμμετέχουν στις «εσωτερικές» συγκρούσεις του άλλου «στρατοπέδου».

Η πάλη για τον πολιτικό προσανατολισμό και την εξουσία στο ξεσηκωμένο έθνος και τη διοίκησή του θα κρατήσει σ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης, με τους συντηρητικούς-ολιγαρχικούς να κερδίζουν συνεχώς έδαφος και να επικρατούν από το πρώτο κιόλας διάστημα, καλύπτοντας αμέσως το κενό εξουσίας που προκύπτει στις ξεσηκωμένες και απελευθερωμένες περιοχές (Πελοποννησιακή Γερουσία, Άρειος Πάγος, Γερουσία Δυτικής Χέρσου Ελλάδος). Οι Φιλικοί δεν έχουν ούτε προετοιμασία, ούτε σχέδιο, ούτε «μηχανισμό» για κάτι τέτοιο. Πολιτικά λάθη, συμβιβασμοί, αλλά και ο «κατευναστικός» ρόλος του Κολοκοτρώνη (Βέρβαινα) παγιώνουν αυτές τις καταστάσεις. Όπου πρωτοπόροι αγωνιστές ξεσηκώνουν τις λαϊκές μάζες είτε δεν εγκαθιδρύουν λαϊκή εξουσία (Παν. Καρατζάς στην Πάτρα, Μελ. Βασιλείου στην Αθήνα), είτε όπου εγκαθιδρύεται ανατρέπεται γρήγορα (Αντ. Οικονόμου – Ύδρα, Δ. Μπαλής – κομμούνα της Άνδρου). Οι παραπάνω –και πολλοί άλλοι– θα δολοφονηθούν αργότερα. Μόνο στη Σάμο θα διατηρηθεί η λαϊκή εξουσία (Λ. Λογοθέτης – καρμανιόλοι).

Το ζήτημα της κεντρικής εξουσίας και διοίκησης «τακτοποιείται» εύκολα υπέρ των συντηρητικών-ολιγαρχικών. Η επιλογή αντιπροσώπων στις εθνοσυνελεύσεις είτε με διορισμό (Επίδαυρος) είτε κάλπικο τρόπο «εκλογής» (Άστρος) τους δίνει άνετη πλειοψηφία. Η Α’ εθνοσυνέλευση κηρύσσει την «πολιτικήν ύπαρξιν και ανεξαρτησία της Ελλάδος» και βάζει τις βάσεις δημοκρατικού πολιτεύματος. (Απότοκο επαναστατικής κατάστασης όπου δεν ήταν δυνατό να οριστεί κάτι διαφορετικό). Παράλληλα όμως, αναγνωρίζει τις τρεις Γερουσίες που έχουν συγκροτηθεί ντε φάκτο, διαχωρίζεται από τις «στασιώδεις εξεγέρσεις» άλλων ευρωπαϊκών λαών, αντικαθιστά τη σημαία της Φιλικής με τη γαλανόλευκη. Η Β’ εθνοσυνέλευση που διεξάγεται μέσα σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα, διευρύνει τις δημοκρατικές διατάξεις, καταργεί τις Γερουσίες, αποφασίζει την εκποίηση της γης –για να την πάρει άρον-άρον πίσω μετά από σφοδρότατες λαϊκές αντιδράσεις. Παράλληλα, αποφασίζεται να αναζητηθεί δάνειο από το εξωτερικό, αλλά και να αναζητηθεί πρόσωπο για να χριστεί βασιλιάς.

Σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης η κεντρική κυβέρνηση ούτε αποκτά κύρος ούτε κερδίζει την εμπιστοσύνη του αγωνιζόμενου λαού. Στους εκπρόσωπούς της βλέπει ή διαισθάνεται ταξικούς αντίπαλους και καταπιεστές. Σε κρίσιμες στιγμές για την επανάσταση είτε «την κοπανάει» (Δράμαλης), είτε αδρανεί ή δεν βοηθά έγκαιρα και ουσιαστικά (Κάσος, Ψαρά, Μεσολόγγι…). Στο στρατιωτικό-πολεμικό επίπεδο οι αποφάσεις και επιλογές της είναι είτε λαθεμένες είτε καταστροφικές (πολιορκία κάστρου Πάτρας, εκστρατεία Μαυροκορδάτου-Πέτα, απόβαση Ιμπραήμ, καταστροφή στο Φάληρο, αποστολή εκστρατευτικού σώματος στη Βηρυτό!!!). (Τα παραπάνω οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και στις αντιθέσεις στους κόλπους του συντηρητικού στρατοπέδου για τη νομή της πολιτικής εξουσίας). Γίνεται κάκιστη διαχείριση στα δημόσια οικονομικά (άσκοπες σπατάλες, ιδιοποίηση, χρησιμοποίηση δημόσιου χρήματος για τους εμφύλιους, δεν μπαίνουν αναγκαστικές εισφορές στους πλούσιους, σκανδαλώδη δάνεια). Δεν γίνεται διανομή γης στους ακτήμονες, που εξακολουθούν να δουλεύουν με τους ίδιους όρους και τους ίδιους φόρους όπως πριν. Δεν υπάρχει μέριμνα για τους πρόσφυγες. Αντίθετα, με κύρος και εμπιστοσύνη περιβάλλονται οι οπλαρχηγοί και αυτοί αναγνωρίζονται ως φυσικοί ηγέτες και απελευθερωτές, αυτοί που κρατούν όρθια την επανάσταση.

Η αναζήτηση ξένης προστασίας και η υπαγωγή των εθνικών δικαίων στα συμφέροντα των ξένων δυνάμεων, ναρκοθετεί κάθε δημοκρατική εξέλιξη, κουτσουρεύει την εθνική ανεξαρτησία και βάζει τις βάσεις της κατοπινής εξάρτησης. Η πολιτική ηγεσία του επαναστατημένου έθνους αδυνατεί να δει οποιαδήποτε εξέλιξη χωρίς τη συναίνεση και την προστασία κάποιας ή κάποιων μεγάλων δυνάμεων, αδυνατεί να δείξει εμπιστοσύνη στη δύναμη της ίδιας της επανάστασης. Ακριβώς γιατί οι επαναστάσεις είναι έργο των λαϊκών μαζών και οι προσδοκίες και οι πόθοι του ξεσηκωμένου ελληνικού λαού διαφέρουν από τις προσδοκίες των αστικών στρωμάτων, κι ακόμα, ο «παραγκωνισμός» του λαού (και σαν προσδοκίες και σαν δυναμικού παράγοντα της επανάστασης) φέρνει το «πάγωμα» της επανάστασης. Η διαμορφωνόμενη αστική τάξη λοιπόν, επιζητά και καταφεύγει στην «προστασία» των ξένων δυνάμεων γιατί δεν αισθάνεται και δεν είναι ισχυρή ώστε να επιβάλει την κυριαρχία της.

Από ελληνικής πλευράς δεν έχουμε «διπλωματικές κινήσεις» (τουλάχιστον από ένα σημείο και μετά) αλλά παράδοση της τύχης της επανάστασης στις ξένες δυνάμεις. Δεν έχουμε «συμμαχίες» αλλά (άμεσα ή έμμεσα) εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων –κυρίως αγγλικών. Από τις μηχανορραφίες του Μαυροκορδάτου, το «συμφωνητικό της πωλημένης Ελλάδας» που δίνει την Ελλάδα πεσκέσι στην Αγγλία (και που προκάλεσε οργή στις τάξεις των αγωνιστών και της διανόησης), μέχρι τον τρίτο εμφύλιο και τη δολοφονία του Καποδίστρια δεν είναι παρά μόνο η εξυπηρέτηση των αγγλικών συμφερόντων –κι όχι η εξυπηρέτηση αυτών καθαυτών των συμφερόντων της «αγγλόφιλης» αστικής μερίδας. Το ίδιο το γεγονός ότι τα πρωτόκολλα και οι συμφωνίες που οδήγησαν στην «επίσημη» δημιουργία ελληνικού κράτους έγιναν με συμφωνίες και παζαρέματα αποκλειστικά μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, χωρίς καν την τυπική έστω παρουσία της ελληνικής πλευράς, βάζει τη σφραγίδα της εξάρτησης. (Και αυτή η εξάρτηση είναι πιο κραυγαλέα – η εξάρτηση στην εποχή του ιμπεριαλισμού είναι πιο «δυσδιάκριτη»).

Από πλευράς ξένων δυνάμεων (πάλι από ένα σημείο και μετά) δεν έχουμε «παρεμβάσεις» αλλά επέμβαση. Η απόλυτα εχθρική στάση τους (Ιερή Συμμαχία), η υπονόμευση της επανάστασης και η άμεση ή έμμεση βοήθεια στους Οθωμανούς (Επτάνησα, παρεμπόδιση ελληνικών πλοίων και διευκόλυνση οθωμανικών, κατασκοπεία και παροχή πληροφοριών στους Οθωμανούς) θα αρχίσει να τροποποιείται μόνο όταν η επανάσταση έχει εδραιωθεί αμετάκλητα και η μη «διευθέτηση» του ελληνικού «προβλήματος» βάζει σε κίνδυνο συμφέροντά τους ή τις αφήνει πίσω στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Πέρα από τα γεωπολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα, το γεγονός ότι η ελληνική επανάσταση ξεπερνούσε το εθνικό πλαίσιο και αποτελούσε σημείο αναφοράς για τους προοδευτικούς, φιλελεύθερους και δημοκρατικούς ανθρώπους, ξεσηκώνοντας (ιδιαίτερα μετά το Μεσολόγγι) ένα τεράστιο κύμα αλληλεγγύης, συνιστούσε κίνδυνο για την καθεστηκυία τάξη στην Ευρώπη. Έπρεπε λοιπόν, να περιοριστεί, να ελεγχθεί, να «κοντύνει».

Η ορμητική και νικηφόρα πορεία της επανάστασης τα πρώτα πέντε χρόνια ενάντια σε θεούς και δαίμονες και με ελάχιστα μέσα, και η αντοχή της όταν όλα έδειχναν πως δεν μπορεί να κρατηθεί, δείχνει ξεκάθαρα πως κάθε άλλο παρά «νομοτελειακή» ήταν η παραπέρα εξέλιξη. (Και είναι ακριβώς αυτή η επαναστατική ορμή που παρά τους δυσμενείς συσχετισμούς ανατρέπει κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς – χωρίς αυτήν οι κοινωνικοοικονομικοί σχηματισμοί θα διαιωνίζονται παρά την ανάπτυξη των υλικών προϋποθέσεων που απαιτούν την ανατροπή τους). Η επικράτηση του συντηρητικού-ολιγαρχικού «στρατοπέδου» (με όλες τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις στους κόλπους του) και η εναπόθεση της λύσης στα χέρια των μεγάλων δυνάμεων ερήμην του αγωνιζόμενου έθνους, αφήνουν την επανάσταση κολοβή και ανολοκλήρωτη.

Η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους είναι από μόνη της γεγονός σημαντικότατο και ξεχωριστό. Είναι αποτέλεσμα τεράστιων θυσιών και ποταμών αίματος. Όμως, η επικυριαρχία ξένων δυνάμεων και η απόλυτη εξάρτηση απ’ αυτές (πιο κραυγαλέα και ξεκάθαρη από την εξάρτηση στην εποχή του ιμπεριαλισμού που είναι «δυσδιάκριτη»), το καθεστώς απόλυτης μοναρχίας, ο περιορισμός της εδαφικής του επικράτειας, οι –ίδιες και χειρότερες– συνθήκες ζωής των λαϊκών μαζών, η οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική καθυστέρηση, αφήνουν ανεκπλήρωτα βασικά ζητήματα για τα οποία ξεσηκώθηκε και αγωνίστηκε ο ελληνικός λαός. Δεν αντιστοιχούν στην Ελευθερία που οραματίστηκαν και γι’ αυτήν βρήκαν το Θάνατο χιλιάδες αγωνιστές του ’21. Η τοποθέτηση ότι «αυτό μπορούσε να γίνει, γιατί έτσι ήταν τα αστικά κράτη της εποχής» είναι αντιϊστορική και αντιδιαλεκτική. Το ιδανικό της ελευθερίας πάντα θα εμπνέει και θα ξεσηκώνει τους καταπιεσμένους όπου γης για να σπάνε τα δεσμά τους.

Ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας (1821-1832)

Το παρακάτω απόσπασμα είναι το δεύτερο κεφάλαιο από την Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας του Ν. Σβορώνου. Με συνοπτικό τρόπο καταγράφει τη διαδρομή της επανάστασης καθώς και κάποιες βασικές εκτιμήσεις για τις κοινωνικές δυνάμεις που έδρασαν και τις επεμβάσεις του ξένου παράγοντα. Ο Ν. Σβορώνος θεωρεί ότι το εθνικό κίνημα πήρε κοινωνικό περιεχόμενο με τα πιο προχωρημένα αστικά στοιχεία και τους προοδευτικούς διανοούμενους να συνεχίζουν, τα χρόνια πριν την επανάσταση, το έργο του Ρήγα Φεραίου. Παρά την ανάληψη της ηγεσίας της Φιλικής Εταιρείας από τους συντηρητικούς (Υψηλάντης), η επανάσταση ξεσπά, παρά τους δισταγμούς των προκρίτων, και σημειώνει σημαντικές επιτυχίες.

Οι εμφύλιοι πόλεμοι της Επανάστασης, για τον Ν. Σβορώνο αντανακλούν φυσικά τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις της εποχής. Οι πρόκριτοι παραμερίζουν τα λαϊκά στοιχεία και παίρνουν την ηγεσία στα χέρια τους (Γερουσίες, Άρειος Πάγος κλπ), ενώ σε δεύτερη φάση η ηγεσία περνά από τους προκρίτους του Μοριά στα χέρια των πιο αστικών και φιλελεύθερων στοιχείων (νησιώτες) που ήταν σε άμεση σύνδεση με την Αγγλία. Ωστόσο η πολιτική ηγεσία της επανάστασης απέτυχε να οργανώσει τον αγώνα και με την εισβολή του Ιμπράημ και τις επακόλουθες ήττες στο Μεσολόγγι και στην Αθήνα, η επανάσταση φάνηκε να κινδυνεύει. Ωστόσο η ένοπλη αντίσταση των προηγούμενα παραμερισμένων οπλαρχηγών που εξέφραζαν τα πιο λαϊκά στοιχεία, κρατούσαν την επανάσταση ζωντανή.

Σύμφωνα με την εκτίμηση του ιστορικού, η αρχικά καταδικαστική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων μετατράπηκε σε θετική, εξαιτίας (α) της σθεναρής αντίστασης του επαναστατικού αγώνα, (β) του ισχυρού φιλελληνικού κινήματος, και (γ) των μεταξύ τους ανταγωνισμών για την κάλυψη του κενού που αφήνει η οθωμανική υποχώρηση. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος έφερε τη Ρωσία σε προνομιακή θέση και η Αγγλία για να αποκαταστήσει την ισχύ της, προχώρησε στο Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Μία από τις πολυσηζητημένες διατυπώσεις του Ν. Σβορώνου είναι ότι ο Καποδίστριας επέβαλε την προσωπική του δικτατορία και εξυπηρέτησε τις βλέψεις του Τσάρου, αναγνωρίζει ωστόσο καθαρά ότι έπαιξε θετικό ρόλο στην προσπάθεια συγκρότησης του ελληνικού κράτους. Η αντίδραση των ριγμένων προκρίτων του Μοριά αλλά και οι συνωμοσίες της φιλοαγγλικής και φιλογαλλικής μερίδας οδήγησαν στη δολοφονία του. Η αναρχία και ο τρίτος εμφύλιος που ακολούθησε ήταν το αναγκαίο έδαφος για να επιβληθεί πλέον η απόλυτη μοναρχία υπό τον Όθωνα. Το καθεστώς της κληρονομικής μοναρχίας προβλεπόταν βέβαια από το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας του 1830 αλλά όχι από τα δημοκρατικά διαδοχικά Συντάγματα των Εθνοσυνελεύσεων.

I. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1821 – 1824)

Η Επανάσταση ξέσπασε σε δυο σημεία: το 1821, ό Αλέξανδρος ‘Υψηλάντης μπήκε στο Γιάσι και κήρυξε την Επανάσταση στη Μολδαβία και στη Βλαχία. Ένα κίνημα όμως ελληνικού χαρακτήρα δεν μπορούσε να βρει σταθερή υποστήριξη απ’ το ντόπιο πληθυσμό, αδιάφορο στο σύνολό του. Ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου που σε συμφωνία με την Εταιρεία είχε ξεσηκώσει τους Βλάχους αγρότες, διαχώρισε τη δική του υπόθεση απ’ την ελληνική, μόλις κατάλαβε την αποδοκιμασία της Ρωσίας. Ο Υψηλάντης τον συνέλαβε και τον θανάτωσε. Πολύ γρήγορα οι Τούρκοι κατέπνιξαν την επανάσταση στη Βλαχία, που δε χρησίμεψε παρά σαν αντιπερισπασμός για την Επανάσταση στην Ελλάδα.

Μερικούς μήνες ύστερα, ο Δικαίος Παπαφλέσσας κι άλλα μέλη της Εταιρείας, εξουδετερώνοντας τους δισταγμούς των προκρίτων, κήρυξαν την Επανάσταση στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου. Αρχικά το κίνημα ξαπλώθηκε ως τον Όλυμπο και τη Μακεδονία, αλλά από το 1821 περιορίστηκε στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στα πιο κοντινά νησιά. Απ’ τα απομακρυσμένα νησιά μόνο η Σάμος αντιστάθηκε ως το τέλος του πολέμου. Σ’ όλες αυτές τις εξεγερμένες περιοχές, η επαναστατική ομάδα της Εταιρείας έπρεπε πρώτα να νικήσει τους δισταγμούς των προκρίτων και σ’ ορισμένα νησιά, στη Σάμο, στην Ύδρα, η κοινωνική εξέγερση κατά των προκρίτων προηγήθηκε απ’ την εθνική Επανάσταση κατά των Τούρκων.

Στην περίοδο 1821 – 1824 η επανάσταση προόδευσε ραγδαία. Οι άτακτοι σχηματισμοί των κλεφτών και του νησιώτικου στόλου κατόρθωσαν να καταλάβουν πολλά φρούρια και ν’ αποκρούσουν όλες τις τουρκικές εκστρατείες από στεριά και θάλασσα. Η σπουδαιότερη, του Μαχμούτ Δράμαλη, πού σ’ αυτήν είχαν κινητοποιηθεί 30.000 άντρες, καταστράφηκε ολοκληρωτικά στα στενά των Δερβενακίων στην Πελοπόννησο, χάρη στη στρατιωτική ιδιοφυία του γέρου αρχηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (1822).

Παράλληλα με την εθνική πάλη, διεξάγεται αυτή την περίοδο μια εσωτερική σύγκρουση για την ηγεσία της Επανάστασης, με αντικείμενο τiς πολιτικές και κοινωνικές αρχές του νέου υπό δημιουργία κράτους. Στην αρχή, οι πρόκριτοι απομάκρυναν τα λαϊκά στοιχεία και πήραν στα χέρια τους την ηγεσία της Επανάστασης. Σχηματίστηκε σειρά από τοπικές κυβερνήσεις, όλες κάτω απ’ τον έλεγχό τους, η Πελοποννησιακή Γερουσία, η Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, ο Άρειος Πάγος για την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Τα νησιά επίσης είχαν τις τοπικές κυβερνήσεις τους. Η πρώτη Εθνοσυνέλευση, που έγινε κοντά στην αρχαία Επίδαυρο, ψήφισε ένα δημοκρατικό σύνταγμα (Ιανουάριος 1822), που καθίδρυε την πρώτη Γενική κυβέρνηση της Ελλάδας, χωρίς όμως να καταργήσει τις τοπικές κυβερνήσεις. Σύμφωνα με τις ιδέες της εποχής, η εκτελεστική εξουσία, που ήταν εμπιστευμένη, κατά το πρότυπο του Γαλλικού Διευθυντηρίου, σε πέντε μέλη που διόριζαν τους υπουργούς, διακρινόταν από τη νομοθετική εξουσία, που την ασκούσε τον ίδιο καιρό το «εκτελεστικό» και μια βουλή ετήσιας διάρκειας, βγαλμένη με έμμεση εκλογή. Το σώμα των «εκλεκτόρων» το αποτελούσαν οι πρόκριτοι των επαρχιών. Η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου κήρυττε επίσης την Ανεξαρτησία τής Ελλάδας και δικαίωνε την Επανάσταση, που την χαρακτήριζε ως «Εθνική Επανάσταση» και τη διέκρινε απ’ τα «δημαγωγικά και στασιαστικά κινήματα» της εποχής. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι μια απ’ τις πρώτες πράξεις της Επανάστασης υπήρξε η κατάργηση της δουλείας. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου άφηνε όλη την εξουσία στους πρόκριτους. Από τ’ άλλο μέρος, τα πολεμικά γεγονότα είχαν αυξήσει την επιρροή των στρατιωτικών αρχηγών που εκπροσωπούσαν ως ένα βαθμό την αγροτιά και που με τη σειρά τους διεκδικούσαν ευρύτερη συμμετοχή στη διακυβέρνηση της χώρας. Έτσι η υφιστάμενη απ’ την αρχή αντίθεση ανάμεσα στις δυο ομάδες κατέληξε το 1823 – 1824 σέ ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο. Στην πρώτη φάση, οι πρόκριτοι των νησιών, που είχαν μάλλον αστικές τάσεις, συμμαχώντας με το μεγαλύτερο μέρος των Πελοποννησίων προκρίτων, κατόρθωσαν ν’ απομακρύνουν τους στρατιωτικούς που είχαν αρχηγό τον Κολοκοτρώνη.

Οι δυο ομάδες των προκρίτων είχαν ήδη επιβάλει τη θέλησή τους στη δεύτερη Εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε στο Άστρος (1823), που παρά τις φατριαστικές διαμάχες παρουσιάζει για την οργάνωση του ελληνικού κράτους πραγματική πρόοδο. Καταργήθηκαν οι τοπικές κυβερνήσεις και διατυπώθηκαν σαφέστερα οι σχετικές με τα ατομικά δικαιώματα διατάξεις. Η συμμαχία ανάμεσα στους προκρίτους των νησιών και της Πελοποννήσου δεν κράτησε πολύ. Ο εμφύλιος πόλεμος ξανάρχισε γρήγορα. Σ’ αυτή τη δεύτερη φάση, οι νησιώτες, υποστηριζόμενοι απ’ τα φιλελεύθερα στοιχεία και τούς διανοούμενους που μαζί τους συνδεόταν το μεγαλύτερο μέρος του λαού, επικράτησαν σέ βάρος των Πελοποννησίων προκρίτων και πήραν στα χέρια τους τις ελληνικές υποθέσεις έχοντας επικεφαλής τον Γ. Κουντουριώτη και τον Φαναριώτη Α. Μαυροκορδάτο, τη διαπρεπέστερη πολιτική προσωπικότητα της Επανάστασης.

II. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ (1825-1827)

Η νέα πολιτική ηγεσία στάθηκε ανίκανη να οργανώσει τις εθνικές δυνάμεις και ν’ ανταπεξέλθει στους κινδύνους που είχε ν’ αντιμετωπίσει η Επανάσταση το 1825, όταν ο Μουχαμέτ Αλή, ο αντιβασιλείας της Αιγύπτου, με τα τακτικά στρατεύματά του και τον ευρωπαϊκά οργανωμένο στόλο του, μπήκε ενεργά στον πόλεμο. Το 1825 ό Ιμπραήμ πασάς, ο γιός του Μουχαμέτ Αλή, αφού πρώτα κατάπνιξε την επανάσταση στην Κάσο και στην Κρήτη, αποβίβαζε σημαντικά ταχτικά στρατεύματα στην Πελοπόννησο. Για δυο χρόνια, απ’ το 1825 ως το 1827, ο Ιμπραήμ ρήμαζε τη χώρα. Με την κατάληψη του Μεσολογγίου (1826), που η θρυλική του «έξοδος» αναζωπύρωσε τον ευρωπαϊκό φιλελληνισμό, και με το πάρσιμο της Ακρόπολης των Αθηνών, οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Στερεάς Ελλάδας και η Επανάσταση φάνηκε ότι θα έσβηνε. Η κυβέρνηση, τρομοκρατημένη, δεν έκανε τίποτα σοβαρό για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση. Είχε τοποθετήσει όλες τις ελπίδες της στη ξένη βοήθεια κι εμπιστευτεί στην Αγγλία την υπόθεση της Ανεξαρτησίας. Ωστόσο οι εθνικές δυνάμεις φαίνονταν ανεξάντλητες. Συσπειρωμένες γύρω απ’ τον Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο, τον Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα, τον Μιαούλη και Σαχτούρη στη θάλασσα, αναζωογονούσαν την αντίσταση κι υποχρέωναν τις μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία, Αγγλία και Γαλλία, να επέμβουν στο Ελληνικό ζήτημα που, απ’ την αρχή, διατάραζε τη διπλωματία τους.

Η αρχή της νομιμότητας της απόλυτης μοναρχίας είχε κλονιστεί απ’ το 1820 με τις εξεγέρσεις των αποικιών της Νότιας Αμερικής εναντίον της Ισπανίας, τις φιλελεύθερες και εθνικές επαναστάσεις του Πεδεμόντιου και της Νεάπολης και το φιλελεύθερο ξεσήκωμα της Ισπανίας εναντίον του απολυταρχισμού των Βουρβόνων. Οι αντιπρόσωποι της Ιερής Συμμαχίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας βρίσκονταν στο Λάιμπαχ για το διακανονισμό των τυχών της Ισπανικής ’Επανάστασης, όταν ξέσπασε η Ελληνική. Φυσικά, η Επανάσταση καταδικάστηκε ομόφωνα. Αν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν σύμφωνες πάνω στην αρχή της νομιμότητας της απόλυτης μοναρχίας, ωστόσο διαφωνούσαν για το Ανατολικό ζήτημα, εφόσον ο κύριος σκοπός της Αυστρίας και της Αγγλίας ήταν το σταμάτημα της ανησυχητικής προώθησης της Ρωσίας προς τα Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο. Από τ’ άλλο μέρος, η επιτυχία της ελληνικής Επανάστασης απ’ το 1821 ως το 1824, η αντίστασή της στις δυσχέρειες, απ’ το 1825 ως το 1827, αλλά προπαντός οι ζωηρές συμπάθειες που η ελληνική υπόθεση εύρισκε ανάμεσα στους λαούς όλων των χωρών και το ισχυρό κίνημα του φιλελληνισμού, έκφραση του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, ανάγκαζε τις τρεις κύριες Δυνάμεις πού ήταν αντίπαλες στο Ανατολικό ζήτημα να έρθουν σε συμβιβασμό για να διακανονίσουν επιτέλους το ελληνικό πρόβλημα. Μετά από μακρές, άγονες διαπραγματεύσεις, που σκοπός τους ήταν η καθυστέρηση της υπόθεσης, η Ρωσία, η Αγγλία και η Γαλλία συνήψαν τον Ιούλιο του 1827 την Τριπλή Συμμαχία, που αναλάβαινε τη μεσολάβηση ανάμεσα στην επαναστατημένη Ελλάδα και στην Πύλη, πάνω στη βάση της αυτονομίας της Ελλάδας κάτω απ’ την επικυριαρχία του σουλτάνου, κι απαιτούσε απ’ τους δυο εμπόλεμους άμεση ανακωχή. Η ρητή άρνηση της Πύλης να υποταχθεί στη θέληση της Τριπλής Συμμαχίας είχε σαν αποτέλεσμα τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827), όπου καταστράφηκε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος.

III. Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ (1827-1832)

Η ναυμαχία του Ναυαρίνου δεν υπήρξε στην πραγματικότητα παρά το προανάκρουσμα ενός ρωσοτουρκικού πολέμου, που ούτε η κοντόφθαλμη διπλωματία του Ουέλιγκτων ούτε οι ραδιουργίες του Μέτερνιχ μπορούσαν πιά να εμποδίσουν. Ο πόλεμος ξέσπασε το 1828. Η Τουρκία νικήθηκε κι εξαναγκάστηκε με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης ν’ αναγνωρίσει την αυτονομία της Ελλάδας (1829). Η ρωσική διπλωματία θριάμβευε στα Βαλκάνια, γιατί η απελευθέρωση της Ελλάδας φαινόταν να συνδέεται με τη νίκη των ρωσικών όπλων. Ήταν ακριβώς αυτό που η Μεγάλη Βρετανία ήθελε ν’ αποφύγει. Με πρόταση του υπουργού της Άμπερντην, ένα νέο πρωτόκολλο του Λονδίνου (Φεβρουάριος 1830) κήρυξε την Ελλάδα ανεξάρτητο Κράτος υπό κληρονομική μοναρχία. Η Αγγλία διαχώριζε επιτήδεια την ελληνική υπόθεση απ’ τη συνθήκη της Αδριανούπολης κι ενίσχυε το γόητρό της στο νέο Κράτος.

Στο μεταξύ, από το 1827, η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας είχε εκλέξει κυβερνήτη της Ελλάδας τον Ιωάννη Καποδίστρια, παλιό Υπουργό του Τσάρου. Ο Καποδίστριας, στηριγμένος στο ρωσικό κόμμα που το διεύθυναν μεγαλοκαπετανέοι, κι ανάμεσά τους ο Κολοκοτρώνης, κι επωφελούμενος απ’ την κόπωση ενός πληθυσμού αηδιασμένου απ’ τίς συγκρούσεις ανάμεσα στους νησιώτες, Πελοποννήσιους και στρατιωτικούς, κατόρθωσε να επιβάλει την προσωπική του δικτατορία.  Η εξωτερική πολιτική του Καποδίστρια αποσκοπούσε ουσιαστικά στο να υποτάξει το νέο κράτος στις βλέψεις του Τσάρου. Ως προς την εσωτερική του πολιτική, ο Καποδίστριας στάθηκε ανίκανος να λύσει το καίριο πρόβλημα της εποχής, τη διανομή στους αγρότες των εθνικών γαιών, που ανήκαν άλλοτε στους Τούρκους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των γαιών (το μισό περίπου του καλλιεργήσιμου εδάφους της χώρας) πέρασε στα χέρια των προκρίτων, ενώ τα πέντε έκτα των αγροτών έμεναν ακτήμονες, όπως στην τουρκική κατοχή, κι εξαρτημένοι απ’ τους πρόκριτους, πλούσιους γαιοκτήμονες κι εκμισθωτές των φόρων. Η διακυβέρνηση του Καποδίστρια ωστόσο αποτελεί την πρώτη σοβαρή προσπάθεια διοργάνωσης του ελληνικού κράτους. Πρώτος αυτός φροντίζει για τη δημόσια εκπαίδευση, καταστέλλει την πειρατεία, διοργανώνει τη διοίκηση, υποβάλλει σε κάποια πειθαρχία το στασιαστικό πνεύμα των προκρίτων, που ήθελαν ν’ αντικαταστήσουν στην ελεύθερη Ελλάδα τους Τούρκους αξιωματούχους. Για το λόγο αυτό συνάντησε από την πλευρά τους άγρια αντίδραση, στην οποία προθέτονταν η αντίδραση των νησιωτών αστών που αποτελούσαν το αγγλικό κόμμα και των φιλελεύθερων διανοούμενων, καθώς και την ολοκληρωτική αδιαφορία των λαϊκών μαζών, κυρίως της αγροτιάς, που είχε απογοητευτεί από την αγροτική και φορολογική πολιτική του κυβερνήτη.

Συνωμοσίες εξυφάνθηκαν ευνοημένες απ’ την Αγγλία και τη Γαλλία που δυσπιστούσαν προς τη φιλορωσική πολιτική του. Τελικά ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε από δυο μέλη της ισχυρής πελοποννησιακής οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων (1831).

Η αναρχία που ακολούθησε επέτρεψε στις τρεις «προστάτιδες» Δυνάμεις να επιβάλουν την απόλυτη μοναρχία, με μονάρχη της εκλογής τους τον Όθωνα A, πρίγκιπα της Βαυαρίας, αφού πέτυχαν απ’ την Πύλη, με τη συνθήκη του Μαΐου του 1832, την αναγνώριση της Ανεξαρτησίας του ελληνικού Κράτους.

“Η ανώμαλη πορεία του έθνους: ξεκινήματα γεμάτα υποσχέσεις”

Το antapocrisis αναδημοσιεύει ένα εκτεταμένο απόσπασμα από τα Προλεγόμενα στην Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας του Ν. Σβορώνου. Το εμβληματικό αυτό έργο, παρότι συμπληρώνει μισό αιώνα ζωής αποτελεί διαχρονικό σημείο αναφοράς καθώς συμπυκνώνει με σαφήνεια και καθαρότητα τα βασικά χαρακτηριστικά της συγκρότησης και εξέλιξης του νεοελληνικού έθνους και κράτους και εστιάζει στη φυσιογνωμία και τις ιδιαιτερότητες της νεαρής ελληνικής αστικής τάξης που απέκτησε πρωταγωνιστικό ρόλο στα τέλη του 18ου και σε όλο τον 19ο αιώνα.

Ο Ν. Σβορώνος ξεκινά με την ερώτηση «γιατί ό σημερινός ελληνισμός έχει ακόμα αιτήματα, τα οποία θα ‘πρεπε να έχουν λυθεί;». Αναζητά την απάντηση στις κοινωνικές και οικονομικές δομές, καθώς μόνο με τη μελέτη των «ιδιότυπων χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης» μπορούν να ερμηνευτούν «οι βαθύτεροι λόγοι της ανώμαλης πορείας του έθνους: ξεκινήματα γεμάτα υποσχέσεις πού δεν ολοκληρώνονται και πισωστρατήματα απότομα που καταλήγουν σε αλλεπάλληλα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα».

Αν και όχι άμεσα και αποκλειστικά αναφερόμενα στο 1821, τα Προλεγόμενα του Ν. Σβορώνου στην Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας αποτελούν ένα συμπυκνωμένο κείμενο που επιχειρεί και κατορθώνει να αναμετρηθεί με το δύσκολο εγχείρημα της ερμηνείας της ιστορικής εξέλιξης. Για αυτό το λόγο κρίναμε χρήσιμη την παρουσία του συγκεκριμένου αποσπάσματος στο αφιέρωμα για τα 200 χρόνια από το Εικοσιένα.

Μια σύντομη συνθετική επισκόπηση τής πορείας ενός πανάρχαιου λαού από τη στιγμή πού αρχίζει να διαμορφώνεται σέ έθνος, με το σημερινό νόημα τού όρου, ως τις μέρες μας είναι τόλμημα· και ό συγγραφέας του σύντομου τούτου βιβλίου έχει πλήρη επίγνωση. Μια τέτοια, όμως προσπάθεια ήταν αναγκαία. Είναι στιγμές όπου ο ερευνητής αισθάνεται την ανάγκη να καταρτίσει τον κατάλογο των προβλημάτων πού πηγάζουν από το υλικό που οι επιμέρους έρευνες —ξένες ή δικές του —συσσώρευσαν, να προτείνει —έστω και προσωρινά—κάποιες λύσεις ή κατευθύνσεις για λύσεις, να διαρθρώσει την προβληματική σ’ ένα σύστημα αλληλουχιών για να προσπαθήσει να καθορίσει τη λειτουργία μέσα σ’ αυτό το σύστημα των παραγόντων μακρόχρονης ή συντομότερης διάρκειας ή ακόμα των σταθερών πού συνοδεύουν το λαό μας στην ιστορική του πορεία. Να προτείνει τέλος κάποια ιεράρχηση των πολλαπλών αυτών παραγόντων πού καθορίζουν το ιστορικό γίγνεσθαι.

Σ’ αυτή την προσπάθεια ό συγγραφέας ξεκινάει από το παρόν, γιατί πιστεύει ότι μόνο ξεκινώντας από το παρόν είναι δυνατός ό πλουτισμός της ιστορικής προβληματικής, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει τη μηχανική μεταφορά των προβλημάτων του παρόντος στο παρελθόν.

Ξεκινώντας από την πεποίθηση αυτή δε δίστασε να συσσωματώσει στη συνολική θεώρηση τής Ιστορικής πορείας του έθνους τα σύγχρονά του γεγονότα. Χωρίς να αγνοεί τον κίνδυνο τής παρεμβολής, στην έκθεση και στις εκτιμήσεις, του συναισθηματικού στοιχείου πού αναπόφευκτα συνοδεύει κάθε «μαρτυρία», προσπάθησε ωστόσο, όσο ήταν δυνατό, ν’ απαγκιστρωθεί από τα επιμέρους, και να ξεχωρίσει μερικές γενικές γραμμές —όσες επιτρέπει η ελλιπέστατη ακόμα τεκμηρίωση — πού τίς θεωρεί ότι βρίσκονται σέ νομοτελική σύνδεση με το μακρινό ή το πρόσφατο παρελθόν και πού συγχρόνως παρουσιάζουν τα καινούργια στοιχεία πού προδιαγράφουν το μέλλον.

Γιατί, για όσους τουλάχιστον η μελέτη τής Ιστορίας δεν είναι ένα απλό διανοητικό παιγνίδι πού ικανοποιεί τίς περιέργειες του νου, αλλά υπεύθυνο έργο ζωής ενός επιστήμονα-πολίτη, το εγχείρημα τής ανάλυσης μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας με το σκοπό να προσφέρει κάποια επιστημονική και κατά τούτο αντικειμενική βάση, απαραίτητη προϋπόθεση κάθε σοβαρού πολιτικού προγραμματισμού, και γενικότερα κάθε πολιτικής παιδείας, όπως την έχει συλλάβει ή δημοκρατική πολιτεία, είναι, από την πρώτη της γένεση, ό βαθύτερος στόχος τής ιστορίας και ίσως η καταξίωσή της ως επιστήμης.

Τα επίμονα ερωτήματα πού διατρέχουν το βιβλίο απ’ άκρη σ’ άκρη είναι τούτα: Γιατί ό σημερινός ελληνισμός έχει ακόμα αιτήματα, τα όποια θα ‘πρεπε να έχουν λυθεί στο οικονομικό και κοινωνικό στάδιο πού βρίσκεται: προβλήματα εθνικά, πολιτικά και πολιτισμικά, προβλήματα ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Ποιοι είναι οι βαθύτεροι λόγοι τής ανώμαλης πορείας τού έθνους: ξεκινήματα γεμάτα υποσχέσεις πού δεν ολοκληρώνονται και πισωστρατήματα απότομα πού καταλήγουν σέ αλλεπάλληλα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα.

Ακολουθώντας τη μέθοδο πού απορρέει από τη μαρξιστική σκέψη —επιστημονικά δοκιμασμένο και κοινό πλέον υπόβαθρο, ομολογημένο ή μη, όλων των «επιστημών τού ανθρώπου», παρ’ όλες τις παραλλαγές και αλλοιώσεις πού επιχείρησαν και επιχειρούν μερικά μεταγενέστερα ρεύματα —ο συγγραφέας ζήτησε την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα κατά πρώτο λόγο στη διερεύνηση της οικονομίας και των συναφών κοινωνικών δομών του χώρου που μελετά.

Εφαρμόζοντας τη γενική τούτη μέθοδο σε ορισμένο χώρο και χρόνο αποφεύγει συστηματικά τις αφηρημένες θεωρητικές αναπτύξεις και τα θεωρητικά σχήματα, καθώς και την κάποια «νεοσχολαστική» φρασεολογία του σημερινού συρμού, που τείνει να μεταβάλει την ιστορική πραγματολογική διερεύνηση σε ρητορικό δοκίμιο. Προσπάθησε να προβάλει τον ιδιαίτερο ρυθμό και τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά τής ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης και να ζητήσει τις αιτίες τους.

Έτσι προσέχτηκε, βέβαια, ιδιαίτερα η ιδιότυπη σύνθεση των εκάστοτε κοινωνικών τάξεων του έθνους, πού καθορίζει με τη σειρά της εν πολλοίς το χαρακτήρα και τη στάση τους στους εθνικούς αγώνες και στην πάλη τους για την κατάκτηση ή διατήρηση της πολιτικής ηγεμονίας, καθώς και τα όρια της κάθε μιας στις εθνικές, πολιτικές και κοινωνικές τους προοπτικές, αλλά συγχρόνως τονίστηκαν οι συγκυρίες εκείνες που έχοντας τις ρίζες τους βαθιά στον Ιστορικό χρόνο παρουσιάζονται, στην εποχή με την οποία ασχολείται το βιβλίο, σαν παράγοντες με λειτουργία αυτόνομη και σε πολλές περιπτώσεις πρωταρχική.

Ο ιστορικός του Νεότερου Ελληνισμού έχει να κάνει μ’ ένα λαό πού βρέθηκε επί αιώνες άλλοτε σα στοιχείο ηγεμονικό, άλλοτε σα στοιχείο πολιτικά υποταγμένο αλλά οικονομικά και πολιτισμικά σημαντικό αν όχι πρωταρχικό, ανάμεσα σ’ άλλους λαούς, μέσα στα γεωγραφικά όρια υπερεθνικών πολιτικών συγκροτημάτων (τού ελληνιστικού κόσμου, του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του Βυζαντίου, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), σκορπισμένος σε ενότητες λιγότερο ή περισσότερο συμπαγείς, έτσι που ήταν δύσκολο στο λαό αυτό να καθορίσει τα γεωγραφικά όρια της εθνικής του βάσης ώστε, κι όταν ακόμα ο ιστορικός επιγράφει το βιβλίο του Ιστορία της νεότερης Ελλάδας, είναι υποχρεωμένος, στην πραγματικότητα, ν’ ασχοληθεί με το σύνολο του Ελληνισμού, που ένα μεγάλο του μέρος και επί πολύ χρονικό διάστημα, ακόμα κι ύστερα από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, έμεινε έξω από τα σύνορά του. Ο όρος Ελλάδα παίρνει πάντα τη σημασία ενός κέντρου έλξης του Ελληνισμού, εκείνου βέβαια που, σκορπισμένος από αιώνες στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, δεν έπαψε ποτέ να  βρίσκεται σε στενή επαφή με τον Ελλαδικό Ελληνισμό και να παίζει στην ιστορία του Ελληνικού Έθνους πρωτεύοντα ρόλο.

Μια τέτοια ιστορική μοίρα παίρνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ιστορική εξέλιξη. Εδώ βρίσκονται οι ρίζες των ιδιοτυπιών στην οικονομική εξέλιξη του έθνους, του ιδιαίτερου χαρακτήρα των διευθυντικών τάξεων που έζησαν επί αιώνες τη διπλή υπόσταση στοιχείων υποταγμένων σε ξένους κατακτητές και συγχρόνως ηγετικών εν σχέσει με τον υπόλοιπο πληθυσμό, της οικονομικής και πολιτικής τους εξάρτησης από τις ξένες ανάλογες ευρωπαϊκές κοινωνικές ομάδες.

Η πρωταρχική σημασία του παράγοντα τούτου φαίνεται κατά κύριο λόγο στη διαμόρφωση του συνειδησιακού περιεχόμενου του Ελληνισμού, που η πορεία του αποτελεί μια πραγματική περιπέτεια. Εδώ ακριβώς τίθεται το πρόβλημα της απόστασης ανάμεσα στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι από τη μια και στην ιδεολογία από την άλλη, πρόβλημα που στην ελληνική περίπτωση αποκτά μεγαλύτερη ενάργεια: το ιδιαίτερο βάρος της παράδοσης επέβαλε δρόμους διαφορετικούς, προκάλεσε ξεστρατίσματα και βραδείς ρυθμούς στη διαμόρφωση μιας νέας ιδεολογίας αντίστοιχης στην οικονομική και κοινωνική της βάση.

Αυτές οι θεωρητικές προϋποθέσεις καθόρισαν τίς κεντρικές κατευθυντήριες γραμμές που απλώς διαφαίνονται σαν σταθερές στην υποδομή της έκθεσης:

Ο αντιστασιακός χαρακτήρας πού διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία: ο ελληνισμός ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που κινούνται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου, και που η σταδιακή ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης και η συγκρότησή τους σε καινούργια έθνη, που διεκδίκησαν και διεκδικούν την πολιτική τους ανεξαρτησία και την οικονομική και πολιτισμική τους αυτονόμηση, συντελείται μέσα στην πάλη εναντίον υπερεθνικών αυτοκρατοριών στην αρχή, εναντίον υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οικονομικοκοινωνικών συγκροτημάτων στα νεότερα χρόνια.

Η αντιστασιακή αυτή διαδικασία, με την πιο πλατιά σημασία του όρου, που περιέχει κάθε προσπάθεια διαφύλαξης της ιδιαίτερης προσωπικότητας ενός λαού, παίρνει διάφορες μορφές: από την απλή προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες με προοπτική τη διείσδυση στους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς της κατάκτησης και τη μετατροπή τους σε όργανα εθνικής συντήρησης (εκκλησία – Φαναριώτες – κοινότητες – Αρματολοί, στην Τουρκοκρατία) και την ολοένα και περισσότερο ενεργό συμμετοχή στους οικονομικούς μηχανισμούς των κατακτητών και ιδιαίτερα των δυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή, που έδωσε ως το τέλος του 19ου αιώνα τις πραγματικές διαστάσεις του Ελληνισμού, ως τη συνεχή παθητική ή ένοπλη Αντίσταση (κλεφτουριά —αλλεπάλληλα, έστω και ξενοκίνητα, κινήματα) που κατέληξαν στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ’21.

Επίσης, όταν από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους ως τις μέρες μας οι εξωελληνικές δυνάμεις παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στη ρύθμιση της μοίρας του Ελληνισμού, όχι μόνο στην εθνική του ολοκλήρωση, αλλά και στην εσωτερική του πολιτική και κοινωνική εξέλιξη, σε σημείο που η επίσημη πολιτική της Ελλάδας να δίνει συχνά την εντύπωση ότι ανελίσσεται εν απουσία των Ελλήνων, η παρουσία του ελληνικού λαού εκδηλώνεται με συνεχή κινήματα διαμαρτυρίας, έστω και αν τα κινήματα αυτά δεν παίρνουν πάντα συγκεκριμένες πολιτικές μορφές, που κορυφώνονται με την εθνική και Αντιφασιστική Αντίσταση του 1940- 1945.

Η απουσία ακριβώς αυτή καθαρών γραμμών στη διάρθρωση των κοινωνικών και πολιτικών δομών είναι η δεύτερη κατευθυντήρια ιδέα του βιβλίου: οι μικρές διαφορές στην οικονομική βάση των διαφόρων ηγετικών ομάδων του έθνους (κοινές, έστω και σε διαφορετική αναλογία, πηγές πλούτου: έγγεια ιδιοκτησία, εμπορικές και τραπεζιτικές επιχειρήσεις, συμμετοχή με διάφορους τρόπους στα κρατικά έσοδα) και η συμμετοχή τους στην εξουσία συντέλεσαν στη δημιουργία, ήδη μέσα στην Τουρκοκρατία, μιας σύνθετης ηγετικής τάξης με ασαφείς και διφορούμενους κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς.

Η κάποια διαφοροποίηση στις αρχαϊκές δομές της ελληνικής κοινωνίας με την ανάπτυξη κάποιος αστικής τάξης που από το 18ο αιώνα κυρίως αρχίζει να γίνεται υπολογίσιμη οικονομική και κοινωνική δύναμη συμβάλλει βέβαια με τον καιρό σε κάποια αποσαφήνιση των κοινωνικών δομών, αλλά δεν καταφέρνει να αλλάξει ριζικά τον ανάμικτο και συγκεχυμένο χαρακτήρα των διευθυντικών ομάδων του έθνους.

Πράγματι, η κοινωνική εξέλιξη τού χώρου δράσης του ελληνισμού παρουσιάζει καθυστέρηση μερικών αιώνων, αν συγκριθεί με την πορεία των κοινωνικών σχηματισμών της δυτικής Ευρώπης. Οι ιστορικές συνθήκες της εξέλιξης της Βυζαντινής και ύστερα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν επέτρεψαν την παραπέρα ανάπτυξη της κάποιας προκαπιταλιστικής μεσαίας αστικής τάξης εμπόρων και βιοτεχνών που εμφανίζεται και δρα στο χώρο αυτό ήδη από τον 11ο αιώνα και την προοδευτική της διαμόρφωση, μέσα στα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά πλαίσια των μεσαιωνικών αυτών αυτοκρατοριών, σε αυτόνομη οικονομική, κοινωνική και πολιτική δύναμη. Όταν ύστερα από μακροχρόνια αποτελμάτωση, τον 17ο και κυρίως το 18ο αιώνα ξαναρχίζει η διαδικασία της κάποιας αστικοποίησης, οι συγκυρίες μέσα στις όποιες επιτελείται επιβάλλουν εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς εξέλιξης σε σημείο που ως τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα να μην έχει φτάσει ακόμα στις ολοκληρωμένες μορφές τού δυτικού καπιταλισμού και να παρουσιάζει μερικά χαρακτηριστικά, άλλα κοινά σέ όλα σχεδόν τα περιφερειακά εθνικοκοινωνικά συγκροτήματα, άλλα ιδιότυπα. Σημείο αφετηρίας για κάθε κοινωνική ανάλυση τού ελληνικού χώρου είναι πράγματι το θεμελιακό γεγονός ότι τα αστικά στρώματα αναπτύσσονται ευθύς εξαρχής κάτω από την ώθηση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ανατολική Μεσόγειο των δυτικών δυνάμεων από τις όποιες παραμένουν άμεσα εξαρτημένα και τούτο σ’ ένα χώρο που οι σχέσεις του με τις κεντρικές οικονομικές δυνάμεις τού δυτικού καπιταλισμού έχουν τον χαρακτήρα μιας οικονομικής, αν όχι άμεσα πολιτικής, αποικιοκρατίας. Το γεγονός αυτό αποτύπωσε στην ολοένα αναπτυσσόμενη αστική τάξη ορισμένα χαρακτηριστικά πού τονίστηκαν κατά καιρούς από διάφορους μελετητές, και από τα οποία ως τις μέρες μας δεν κατάφερε ακόμα ν’ απαλλαγεί:

α. Τον εμπορευματικό-διαμετακομιστικό της χαρακτήρα (εμπόριο – τράπεζες – μεταφορές – διάφορες υπηρεσίες σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την κρατική μηχανή). Το σύνολο σχεδόν, ή, τουλάχιστον από κάποια στιγμή και πέρα, το μεγαλύτερο μέρος της τάξης αυτής, ανήκει στον τριτογενή τομέα, σύνθετο και ετερογενή από την ίδια του τη φύση

και

β. την οικονομική ανισορροπία και τη συνακόλουθη έλλειψη συνοχής ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που τη συνθέτουν. Είναι χτυπητή η οικονομική απόσταση που χωρίζει τις εξαιρετικά ολιγάριθμες μεγάλες επιχειρήσεις, από το πλήθος των μεσαίων και μικρών οικονομικών μονάδων, που επικρατούν στη σύνθεσή της.

Σέ τέτοιο σημείο πού ή τάξη αυτή, ιδωμένη με τα μέτρα των προχωρημένων κοινωνιών της Δύσης, να παρουσιάζει τη συγκεχυμένη εικόνα μιας μεσοαστικής κοινωνικής ομάδας που  περιβάλλεται από το ρευστό νεφέλωμα ενός αστικού πληθυσμού ποικίλων απασχολήσεων περισσότερο ή λιγότερο παρασιτικών. Ακόμα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι είναι ακριβώς αυτά τα μεσαία κοινωνικά στρώματα που από την αρχή της ανάπτυξής τους βρίσκονται και δρουν μέσα στα εκάστοτε σύνορα τού ελληνικού κράτους, ενώ η πιο γερή οικονομικά ομάδα της ελληνικής αστικής τάξης δημιουργείται και αναπτύσσεται έξω από τα ελλαδικά σύνορα (στον ελληνικό χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) κι έξω μάλιστα από τον ελληνικό χώρο (στα Βαλκάνια, στη Ρωσία, στην Αίγυπτο, στη Δύση).

Η άμεση ή έμμεση εξάρτηση των μεσαίων και μικρών ελλαδικών αστικών στρωμάτων από το εξωελλαδικό αυτό τμήμα τής ελληνικής αστικής τάξης από το 18ο ως το τέλος περίπου τού 19ου αιώνα, που επιτείνεται από τα μέσα του αιώνα τούτου με τη μεταφορά σημαντικού μέρους ελληνικών κεφαλαίων και την επένδυσή τους στην Ελλάδα, συνδέει την εξωελλαδική αυτή ομάδα με την ελλαδική οικονομία, όπου της εξασφαλίζει ρόλο ηγετικό και την καθιστά τον κύριο θετικό παράγοντα στις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές εξελίξεις.

Εδώ ακριβώς επεμβαίνουν δύο βασικά γεγονότα πού συντελούν, για άλλη μια φορά, στην άμβλυνση της αντίθεσης ανάμεσα στις παλιές, ανάμικτες κι αυτές, κοινωνικές ομάδες της ολιγαρχίας των προυχόντων και τη νεότερη τούτη ηγετική ομάδα των «μεγάλων αστών», προκαλούν καινούργιες ωσμώσεις και διαιωνίζουν τη σύγχυση στις κοινωνικές δομές: η επένδυση σημαντικών κεφαλαίων στη γη, ιδιαίτερα από τα μέσα τού 19ου αιώνα, έτσι πού ένας μικρός αριθμός μεγαλεμπόρων και τραπεζιτών να δρουν συγχρόνως και σαν μεγάλοι γαιοκτήμονες, και ο έλεγχος που ή νέα τούτη ηγετική ομάδα της αστικής τάξης εξασκεί στα οικονομικά τού Ελληνικού Κράτους που βρίσκεται υπό τη συνεχή απειλή της χρεωκοπίας, στην οποία άλλωστε καταφεύγει κάμποσες φορές.

Εξάρτηση από τα δυτικά οικονομικά κέντρα και ανισορροπία και σύγχυση στις εσωτερικές δομές, πού τονίζονται ιδιαίτερα από το βραδύτατο ρυθμό ανάπτυξης κάποιας ελληνικής βιομηχανίας, χαρακτηρίζουν βέβαια την ελληνική αστική τάξη. Ωστόσο δεν πρέπει να διαφεύγει από τον ιστορικό το γεγονός ότι οι πρώτες υπολογίσιμες κοινωνικές αστικές διαφοροποιήσεις σ’ ολόκληρο το χώρο δράσης τού Ελληνισμού έχουν φορέα κυρίως το ελληνικό στοιχείο, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται εδώ ο ιδιαίτερος ρόλος του ισραηλιτικού στοιχείου καθώς και των Αρμενίων στην Ανατολή.

Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο, ούτε χωρίς σοβαρές συνέπειες για την πολιτική και πολιτισμική εξέλιξη του Ελληνισμού ότι η πρώτη αστική τάξη που διαμορφώνεται, όχι μόνο στα Βαλκάνια, αλλά και σ’ όλες τις χώρες της Εγγύς Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, είναι η ελληνική αστική τάξη, και ότι το πεδίο δράσης της υπήρξε ως το τέλος περίπου του 19ου αιώνα ολόκληρος αυτός ό χώρος, έτσι που ένα σημαντικό μέρος τού Ελληνισμού να διαχωρίζεται από τις υπόλοιπες εθνικές κοινότητες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όχι μόνον εθνικά αλλά και κοινωνικά, αφού αποτέλεσε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, την αστική τάξη των χωρών αυτών, και από ένα σημείο κι έπειτα την κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία των εθνικών τους αστικών ομάδων.

Το γεγονός αυτό δίνει και στην ελλαδική αστική τάξη ιδιαίτερη βαρύτητα και εξηγεί ίσως τον πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο που έπαιξε στην ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα ως τα πρόθυρα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Γιατί στην εξέλιξη της κοινωνικής διάρθρωσης της ελληνικής επικράτειας και της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους δρα, έμμεσα ή άμεσα, το σύνολο των αστικών στρωμάτων τού Ελληνισμού σε λειτουργικό σύνδεσμο μεταξύ τους, είτε βρίσκονται μέσα στα κρατικά σύνορα είτε έξω. Και το σύνολο τούτο υπερέχει σε οικονομική σημασία και δυναμισμό από τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα πού έχουν βάση τη γαιοκτησία, έστω κι αν ως τα μέσα του 20ου αιώνα, μέσα στα όρια —υπερβολικά περιορισμένα ως το τέλος τού 19ου αιώνα —της ελληνικής επικράτειας, οι αγροτικές απασχολήσεις επικρατούν στην οικονομία. Η απομόνωση λοιπόν εδώ της ελλαδικής αστικής τάξης από το σύνολο των αστικών στρωμάτων του Ελληνισμού θα ήταν βαρύ μεθοδολογικό λάθος.

Ο πρωταγωνιστικός αυτός ρόλος της αστικής τάξης παρουσιάζεται με μεγάλη ενάργεια στην πολιτική εξέλιξη του ελληνικού κράτους. Οι κύριοι σταθμοί της ελληνικής πολιτικής ως τα μέσα του 20ου αιώνα συνδέονται με τα διάφορα στάδια ανάπτυξης και πολιτικής μορφοποίησης των αστικών ομάδων: η επαναστατική λύση του εθνικού προβλήματος που πραγματοποιείται με την επανάσταση του ’21, όπου ένας μικρός αλλά δυναμικός αστικός πυρήνας (Φιλική Εταιρεία) οργανώνει την αγροτιά και παρασύρει στον εθνικό αγώνα τα δισταχτικά ή εχθρικά στρώματα των προυχόντων. Οι πολιτικοί αγώνες για τη βαθμιαία πολιτική φιλελευθεροποίηση των κρατικών θεσμών από τους πρώτους αγώνες για την επιβολή συντάγματος, ως την καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού, τις απόπειρες θεμελίωσης ενός φιλελεύθερου κράτους δικαίου, και την επιβολή της πρώτης δημοκρατίας. Σ’ όλες αυτές τις πολιτικές μεταβολές η πρωτοβουλία ανήκει στους πολιτικούς οργανισμούς των αστικών στοιχείων, σε ολοένα μεγαλύτερη αντίθεση με τους πολιτικούς μηχανισμούς που εκφράζουν τις συντηρητικές ομάδες των προυχόντων που βρίσκονται συσπειρωμένες γύρω από το θρόνο.

Ιδιαίτερα πρέπει να υπογραμμιστεί εδώ ο συγχρονισμός των φιλελεύθερων αυτών πολιτικών κινημάτων στον ελλαδικό χώρο με τα ανάλογα κινήματα που εμφανίζονται στον ελληνισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Αιγύπτου στα πλαίσια τής κοινοτικής αυτοδιοίκησης και των ορθοδόξων πατριαρχείων.

Είναι ακόμα χαρακτηριστική για την πολιτική ιστορία της ‘Ελλάδας, χώρας με πληθυσμό στην τεράστια πλειοψηφία του αγροτικό, με οικονομία βασικά αγροτική και με οξύ αγροτικό πρόβλημα που προκάλεσε επανειλημμένα κινήματα και εξεγέρσεις, η απουσία ενός αξιόλογου αγροτικού κόμματος που να εκφράζει πολιτικά τα αιτήματα της αγροτιάς. Το βασικό και παλιό της αίτημα, ο αναδασμός της γης, που τέθηκε ήδη από την εποχή της επανάστασης του ’21, υιοθετήθηκε και εκφράστηκε από τον αστικό πολιτικό φιλελευθερισμό στην εποχή της ανόδου του και της επικράτησής του, ο οποίος του έδωσε και κάποια λύση με την αγροτική μεταρρύθμιση, λύση πρόσφορη βέβαια στα δικά του αστικά πλαίσια. Το ίδιο αυτό κίνημα, στην ίδια αυτή περίοδο, επέτυχε με την πρώτη εργατική νομοθεσία που εισήγαγε να εξασφαλίσει την υποστήριξη τού μεγάλου μέρους της ολιγάριθμης και πολιτικά ασυνειδητοποίητης ακόμα εργατικής τάξης, καθώς και των μικροεπαγγελματιών, έτσι που τα διάφορα σοσιαλίζοντα κόμματα να μη κατορθώσουν να αποκτήσουν πολιτική αυτοτέλεια. Το πρώτο αυτόνομο πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης που εκφράζεται με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας δεν αρχίζει να παίζει υπολογίσιμο ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου παρά από το μεσοπόλεμο και πέρα.

Έχοντας υπόψη τις παραπάνω διαπιστώσεις, μπορούμε να εξηγήσουμε τη φαινομενική αντίφαση που παρουσιάζει η πολιτική ζωή της Ελλάδας: μια χώρα αγροτική με χαμηλό βαθμό οικονομικής ανάπτυξης να παρουσιάζει πολιτικές δομές ανάλογες με κείνες που έχουν διαμορφωθεί στις σύγχρονες και προηγμένες χώρες της Δύσης.

Αν οι συνθήκες στη διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης στο σύνολό της εξηγούν την αναμφισβήτητη πρωτοβουλία των αστικών στοιχείων στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, η μακρόχρονη ασάφεια στις κοινωνικές δομές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τάξης αυτής, όπως αποτυπώθηκαν παραπάνω, εξηγούν κατά κύριο λόγο τους βραδείς και ανώμαλους ρυθμούς στην πορεία της και τα ανολοκλήρωτα αποτελέσματα των πολιτικών της αγώνων.

Η οικονομική και πολιτική της εξάρτηση από τις ξένες ανάλογες ευρωπαϊκές κοινωνικές ομάδες αποτέλεσε πάντα από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους το υπόβαθρο στο εσωτερικό της χώρας των ξενικών επεμβάσεων που έχουν πάρει ως τις μέρες μας σχεδόν θεσμικό χαρακτήρα.

Οι κοινωνικές ωσμώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω και η επακόλουθη άμβλυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες εξηγούν βασικά την απουσία ριζοσπαστικού πνεύματος της αστικής τάξης στις κοινωνικές της προοπτικές και τούς συμβιβασμούς όπου καταλήγουν συνήθως οι πολιτικοί αγώνες που κατευθύνει: το φιλελεύθερο πνεύμα του πρώτου πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας παραμερίζεται κατά την Ελληνική επανάσταση του ’21 που καταλήγει με την επιβολή της απόλυτης μοναρχίας. Οι στόχοι των αγώνων για την επιβολή του συντάγματος και του κοινοβουλευτισμού δεν ξεπερνούν τα όρια της συμμετοχής των αστικών ομάδων στην εξουσία. Ακόμα και η πιο σημαντική ανανεωτική προσπάθεια στην πολιτική ζωή της Ελλάδας όπως εκφράζεται το 1909 δεν ξεπερνάει τα όρια ενός συντηρητικού αναθεωρητικού φιλελευθερισμού που συμβιβάζεται με τη μοναρχία που επανειλημμένα παραβιάζει τους βασικούς θεσμούς του πολιτεύματος. Η οικονομική της πολιτική, σύμφωνη με το μεταπρατικό της χαρακτήρα, επιβραδύνει την πορεία προς την ολοκλήρωση των ίδιων των αστικών δομών.

Το πρόβλημα της εθνικής ολοκλήρωσης που, σε άμεση πάντα εξάρτηση από την εξωτερική πολιτική των ξένων δυνάμεων, βρίσκεται από παλιά στο κέντρο του ελληνικού πολιτικού βίου, γίνεται παράγοντας άμβλυνσης των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων και παρουσιάζεται συχνά σαν πρόφαση για την αναβολή της εφαρμογής του, έστω και περιορισμένου, κοινωνικού προγράμματος της αστικής τάξης, ακόμα και στην εποχή της πολιτικής της επικράτησης. Άλλωστε οι αλλεπάλληλες υπαναχωρήσεις που παρατηρούνται στο κοινωνικό και πολιτικό της πρόγραμμα προδιαγράφουν και την πορεία της. Όταν, από το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι ηγετικές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας, συσσωματωμένες ήδη σ’ ένα σύνολο που εκφράζει τα συμφέροντα ενός ελληνικού κατεστημένου, αρχίζουν ν’ αντιμετωπίζουν πολιτικές οργανώσεις που εκφράζουν, άλλη περισσότερο άλλη λιγότερο, τα αιτήματα των αγροτών και εργατών, δε διστάζουν, εγκαταλείποντας τις ένδοταξικές διαφορές που δεν αφορούν πλέον παρά τον τρόπο εξάσκησης της εξουσίας και ακολουθώντας το γενικό ρεύμα που επικρατεί σε ορισμένες χώρες της δυτικής Ευρώπης, να προσανατολιστούν προς καθαρά αντιδημοκρατικές λύσεις: από την ψήφιση του νόμου περί ιδιωνύμου αδικήματος, ως την ψήφιση, από το σύνολο σχεδόν τής βουλής, της κυβέρνησης Μεταξά, που κατέληξε στη δικτατορία τού 1936- 1940.

Η δυσπιστία άλλωστε της ηγετικής αστικής ομάδας προς τις πολιτικές και κοινωνικές κινήσεις των λαϊκών στρωμάτων είναι παλιό φαινόμενο και τη συνοδεύει σ’ όλες τις προσπάθειές της για την κατάκτηση της εξουσίας και τη διαμόρφωση ενός αστικού κράτους. Ορισμένα γεγονότα είναι ενδεικτικά. Η πολεμική εναντίον των σοσιαλιστικών θεωριών αρχίζει πριν καν οργανωθεί έστω κι ένα εμβρυώδες σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Όλα τα στάδια των πολιτικών αστικών επιτεύξεων στην ‘Ελλάδα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: το παραμέρισμα ή και το χτύπημα των λαϊκών κινημάτων που χρησιμοποιούνται, ωστόσο, σαν συμπληρωματικές δυνάμεις στους πολιτικούς αγώνες, και την κινητοποίηση του στρατού πού σέ τελευταία ανάλυση επιβάλλει και στηρίζει τη νέα πολιτική τάξη.

Οι μεταπολιτεύσεις τού 1843, τού 1862, τού 1909, του 1924 επιβάλλονται με στρατιωτικά κινήματα, ο στρατός πού πολιτικοποιείται και χρησιμοποιείται σα δύναμη κρούσης στους πολιτικούς αγώνες παίζει κύριο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, έτσι ώστε όταν ύστερα από τις αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις, ιδιαίτερα ύστερα από την αποτυχία του κινήματος του 1935, απογυμνωμένος από τα δημοκρατικά του στοιχεία γίνεται το στήριγμα όλων των αντιδημοκρατικών κινημάτων που καταλήγουν στην τελευταία περιπέτεια του στρατιωτικού καθεστώτος της επταετίας 1967 – 1974.

Η ύβρις και η αποτυχία της Επιτροπής “Ελλάδα 2021”

Τι ακριβώς πέτυχε η «Επιτροπή Ελλάδα 2021» πέρα από το να συζητηθούν οι ενδυματολογικές εξτραβαγκάντσιες της Γιάννας Αγγελοπούλου Δασκαλάκη;

Όσο κι αν πρέπει να περιμένουμε τα πάντα από την ελληνική άρχουσα τάξη, είναι σαφές ότι μέχρι τώρα κάτι έχει πάει στραβά, κάτι δεν πέτυχε. Το φανερώνει ο Παπαχελάς όταν προχθές στην Καθημερινή χάνει την ψυχραιμία του και ξεσπά ενάντια σε όσους «στα όνειρά τους ντύνονται Κολοκοτρώνηδες, Βελουχιώτηδες, ότι να ‘ναι». Είναι προφανές ότι το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης είχε θέσει στόχους για τον εορτασμό, οι οποίοι απέτυχαν– τουλάχιστον προς το παρόν. Εκνευρισμένοι οι εκπρόσωποί της ξεσπούν τόσο δεξιά, προς τον πατροπαράδοτο εθνικιστικό χώρο, όσο και προς τα αριστερά.

Η ελληνική αστική τάξη έχει πλέον καθαρά δώσει το στίγμα της. Οι εθνικιστικές και κούφιες πατριωτικές παράτες του παρελθόντος, οι δεκάρικοι λόγοι της εθνικοφροσύνης, δεν χωρούν στην πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Η ελληνική αστική τάξη θέλει να αφήσει πίσω οριστικά τις πατριωτικές (Κολοκοτρώνηδες) και τις αντάρτικες (Βελουχιώτηδες) παράφωνες μνήμες της ιστορίας και να πορευτεί με αυτά που ξέρει: Ολοκληρωτική ένταξη στο ευρωατλαντικό πλαίσιο και διαμόρφωση της αντίστοιχης νέας εθνικής συνείδησης. Κι ας έχει εξευτελιστικά μνημόνια, ευρωπαϊκή λιτότητα, ληστρικές διεθνείς συμφωνίες. Ο εθνικισμός θα υπάρχει πάντα ως πατριδοκαπηλία και ρατσιστικό δηλητήριο. Είτε για αντιπολιτευτικούς λόγους (βλ. Μακεδονικά), είτε απέναντι σε μετανάστες/πρόσφυγες. Όμως ως κυρίαρχη εθνική συνείδηση θα οικοδομείται το «είμαστε πρώτα Ευρωπαίοι», στα δε ελληνοτουρκικά προβλήματα που προκύπτουν από την αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας, θα κυριαρχεί ο «ρεαλισμός», δηλαδή η υποχωρητικότητα, εκτός αν πουν κάτι άλλο οι προστάτες.

Ας μη γελιούνται όσοι στην Αριστερά νομίζουν ακόμα ότι ο βασικός αντίπαλος είναι η εθνικιστική παρωχημένη πρόσληψη της ιστορίας. Αυτή επιβιώνει στο λαό – ίσως και πλειοψηφικά – αλλά όχι στην άρχουσα τάξη. Στην άρχουσα τάξη, η εθνικοπατριωτική, συντηρητική και παραδοσιακή δεξιά ιδεολογία μετασχηματίζεται συνειδητά σε ευρωπαϊκή, εκσυγχρονιστική και μεταμοντέρνα, χωρίς να έχει πάψει το προηγούμενο ιδεολογικό σχήμα να εκφράζεται πολιτικά από το ακροδεξιό της πλευρό.

Υπάρχει ωστόσο μετασχηματισμός και αυτός είναι καθαρός. Το κιτς μπορεί να συνυπάρχει και στις δύο εκδοχές, στην εθνικιστική και στην αναθεωρητική, με τα αφοδεύοντα άλογα και τις παράφωνες σοπράνο. Όμως η πραγματική συγκολλητική ουσία είναι ο εκσυγχρονισμένος ραγιαδισμός: Τόσο η εθνικιστική έξαρση του παρελθόντος, όσο και ο μεταμοντέρνος αναθεωρητισμός του παρόντος συμφωνούν ότι η Ελλάδα ούτε τότε, το 1821, ούτε αργότερα, τη δεκαετία του 1940, ούτε σήμερα, ούτε και αύριο, θα μπορεί να σταθεί με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις και σε διεθνείς σχέσεις ισότητας και αμοιβαίας εκτίμησης.

Ο Μαζάουερ το περιγράφει καθαρά: «Εργαζόμαστε πολλοί άνθρωποι για να διαμορφώσουμε μια νέα δημόσια κατανόηση του Εικοσιένα». Δεν εννοεί μόνο την εθνικιστική κληρονομιά της χούντας. Εννοεί και τον λαϊκό τρόπο πρόσληψης της επανάστασης του 1821 ως πράξη αποκοτιάς, κόντρα στη συναίνεση των ισχυρών, που όμως καταγράφεται στη συλλογική μνήμη όχι ως άλμα στο κενό, αλλά ως ο αποτελεσματικός ίσως και μοναδικός τρόπος να προχωρήσει η ιστορία.

Ποιοι ήταν οι στόχοι του φετινού εορτασμού – και κυρίως – γιατί απέτυχαν;

Ο πρώτος στόχος που έθεσε η επιτροπή ήταν να φτιαχτεί μια Ιστορία με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω. Να γίνει αποδεκτό ότι η ελληνική νίκη ήταν αποτέλεσμα της μεγαλοψυχίας των Μεγάλων Δυνάμεων και όχι του ένοπλου αγώνα. Πρέπει να εμφανιστεί η κατάληξη (επέμβαση Μεγάλων Δυνάμεων και Πρωτόκολλο Λονδίνου) ως η αιτία της ανεξαρτησίας και όχι ως το αποτέλεσμα της επανάστασης. Ο λαός που έχυνε το αίμα του επί τουλάχιστον 8 χρόνια, σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο γιατί ως γνωστόν ο λαός δεν (πρέπει να) κερδίζει κάτι από μόνος του. Κερδίζει η ηγεσία του, τα μεγάλα κεφάλια, στις διαπραγματεύσεις υψηλού επιπέδου τις οποίες ο λαός είναι ανίκανος να καταλάβει.

Η επιλογή να τιμηθεί το 21 με πρόσκληση στους εκπροσώπους των (τότε) Μεγάλων Δυνάμεων, αφορούσε αυτήν ακριβώς τη στρατηγική επιλογή της άρχουσας τάξης και της «Ελλάδας 2021». Να σβηστούν οκτώ χρόνια σκληρού αγώνα και άφθαστων θυσιών, και να εμπεδωθεί ότι «αν δεν ήταν η ναυμαχία του Ναβαρίνου», η Ελλάδα θα ήταν ακόμα υποδουλωμένη στους Τούρκους.

Ισχυρισμός που όχι απλώς δεν στηρίζεται στην ιστορία, αλλά αποτελεί ύβρη απέναντι στο Μεσολόγγι, στα Ψαρά, στο Ρήγα, στους μπουρλοτιέρηδες, στους κλέφτες, σε όλη την πολύχρονη και αιματηρή πορεία για την απελευθέρωση.

Ο δεύτερος στόχος της επιτροπής ήταν να εξοβελίσει την επαναστατική βία, να εξορίσει από το ιστορικό λεξικό την αναγκαιότητά της, καταδικάζοντάς την ως περιττή βαρβαρότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σφαγή στην Τριπολιτσά. Φυσικά η σφαγή έγινε, και μάλιστα ήταν βάρβαρη, καθώς δεκάδες χιλιάδες άμαχοι έχασαν τη ζωή τους. Ωστόσο από τον καναπέ του σπιτιού μας και την ασφάλεια του 2021 είναι προβληματικό να μιλούμε με αφέλεια για τις συγκυρίες δύο αιώνων πριν.

Το προβληματικό γίνεται προσβλητικό, όταν η απόληξη της συγκεκριμένης ελεεινολογίας αφορά ένα υποθετικό διάβασμα της ιστορίας, χρήσιμο για το μέλλον: Τι ωραία που θα ήταν αν ο αγώνας δεν ήταν βίαιος, αν δεν είχε όπλα και μάχες και ξεσηκωμούς, ή τουλάχιστον δεν είχε σφαγές και σκοτωμένους, αλλά μόνο πολιτισμένες συζητήσεις με την εγγύηση μάλιστα των Μεγάλων Δυνάμεων;

Το γεγονός ότι οι σφαγές στην Τριπολιτσά έκαναν αδιάβατο το δρόμο της επιστροφής για την ελληνική επανάσταση μεγαλώνοντας το ρήγμα Ελλήνων – Οθωμανών και καίγοντας κάθε γέφυρα συνδιαλλαγής και κατάπαυσης πυρός, είναι κάτι που διαφεύγει της ακαδημαϊκής αριστείας που απαρτίζει την Επιτροπή.

Η αλλεργία της καθεστηκυίας τάξης άλλωστε απέναντι στη βία δεν αφορά μόνο τους απολίτιστους του Κολοκοτρώνη. Αφορά κατεξοχήν τη Γαλλική Επανάσταση, τον Ροβεσπιέρο, τον «Τρόμο» και την γκιλοτίνα. Αφορά την με κάθε τρόπο κατίσχυση της αντεπανάστασης, καθώς τυχόν νίκη της επανάστασης θα φέρει τη βία. Αν η βία είναι συστατικό της στοιχείο, η επανάσταση πρέπει να αποφεύγεται.

Η συζήτηση λοιπόν για τις αγριότητες της Τριπολιτσάς δεν αφορά την αναγνώριση των «δικών μας» κακώς κειμένων, των «ελληνικών εγκλημάτων πολέμου». Αυτά υπάρχουν και πρέπει να αναγνωριστούν, αλλά η συγκεκριμένη φασαρία γίνεται από διαφορετική αφετηρία και με διαφορετικό στόχο.

Ο τρίτος στόχος της Επιτροπής ήταν να σχετικοποιήσει πρόσωπα και καταστάσεις του Εικοσιένα, ενισχύοντας τις σημερινές πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες της άρχουσας τάξης. Ο καθηγητής Χατζής για παράδειγμα υποστήριζε συστηματικά επί ένα χρόνο ότι η Επανάσταση ήταν φιλελεύθερη. Σχετικά πρόσφατα ανέκρουσε πρύμναν, κάνοντάς μας τη χάρη να παραδεχτεί ότι η επανάσταση ήταν «και φιλελεύθερη». Δείγμα ίσως της μηδαμινής απήχησης της συγκεκριμένης αναθεωρητικής απόπειρας.

Μέσα στην απόπειρα να βαπτισθεί ο ακραίος αντιλαϊκός φιλελευθερισμός του 21ου αιώνα στα νάματα του Εικοσιένα, η μπάλα πήρε πολλούς και διάφορους. Από τον Καποδίστρια που βαφτίστηκε δικτάτορας, μέχρι τους «Κολοκοτρώνηδες και τους Βελουχιώτηδες» που ενοχλούν τον Παπαχελά. Ο ιστορικός Μπήτον υποστήριξε λίγο ή πολύ ότι κακώς ο ελληνικός λαός θυμάται και τιμά κυρίως τον Κολοκοτρώνη, αλλά όχι τον Μαυροκορδάτο. Ο πρώτος συμβολίζει για τον βρετανό καθηγητή «το ιδανικό της απόλυτης ελευθερίας και της αυτάρκειας, το οποίο εμπνέει τα τραγούδια (και μάλλον τις πράξεις) των κλεφταρματωλών του παλιού καιρού», ο δεύτερος συμβολίζει «τη διεθνικότητα, την ευλυγισία και την αναζήτηση της αλληλεγγύης μέσα από την ένταξη σε θεσμούς όπως η ΕΕ ή ο ΟΗΕ».

Αναδιατυπωμένο το ερώτημα χωρίς διπλωματικές διατυπώσεις: Γιατί να κρατήσουμε από το Εικοσιένα τους βάρβαρους και απολίτιστους οπλαρχηγούς που περιμέναν να κατέβει ο Μοσκόβος βουλιαγμένοι μέσα στις μεσαιωνικές προλήψεις και συνήθειες, και όχι τους επηρεασμένους από τη Δύση φιλελεύθερους πολιτικούς που άνοιξαν τον δρόμο στην ένταξη της χώρας στον διεθνή καταμερισμό, έστω και με όρους ανισοτιμίας και εξάρτησης;

Τόσο η απόπειρα της Επιτροπής Ελλάδα 2021 όσο και οι συντεταγμένες ομοβροντίες των διανοούμενων της άρχουσας τάξης προς το παρόν δεν έχουν συναντήσει την λαϊκή αποδοχή και την κοινωνική συναίνεση. Ας μην γελιόμαστε όμως, δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση για «νίκη» της προοδευτικής ιστοριογραφίας. Πρόκειται για μια ενστικτώδη λαϊκή αντίδραση στο ξαναγράψιμο της ιστορίας. Με τον ίδιο τρόπο που θα υπερασπίσει την αποκοτιά των κλεφταρματωλών και τον «ολοκληρωτικό πόλεμο» του Κολοκοτρώνη, θα ισχυριστεί ότι το κρυφό σχολείο ήταν πραγματικό, ότι η Εκκλησία ευλόγησε τον ξεσηκωμό στην Αγία Λαύρα και ότι οι Έλληνες, όταν είναι ενωμένοι, κάνουν θαύματα. Δεν ξεχνάμε άλλωστε, ότι η επί δεκαετίες κυρίαρχη ιδεολογία αποτυπώνεται ως λαϊκή ιδεολογία.

Το δύσκολο (και ίσως μοναχικό) έργο της Αριστεράς και της προοδευτικής ιστοριογραφίας είναι να αντιπαρατεθεί στους παραδοσιακούς και δημαγωγικούς μύθους που πλάστηκαν για το Εικοσιένα χωρίς να χάνει ούτε στιγμή από τα μάτια της το αναθεωρητικό έγκλημα που ενορχηστρώνει η άρχουσα τάξη. Τυχόν επιτυχία του, θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για την κυρίαρχη κοσμοαντίληψη της ιστορικής κίνησης, της κοινωνικής εξέλιξης, του ρόλου του λαού, της επανάστασης.

Η ελληνική επανάσταση και οι Μεγάλες Δυνάμεις

Εισαγωγή:

Η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της εποχής της. Ήταν το πρώτο επαναστατικό κίνημα του 19ου αιώνα το οποίο πέτυχε και κατέληξε, μετά από πολλές περιπέτειες, στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Η επανάσταση του ’21 ήταν ένα σύνθετο, κοσμογονικό γεγονός που έθεσε δύσκολα ερωτήματα και τελικά ανέτρεψε την εξωτερική πολιτική της απολυταρχικής Ευρώπης των Μεγάλων Αυτοκρατοριών. Δεν είναι τυχαίο που σε κάθε μεγάλη καμπή της ιστορίας μας ο λαός στρέφει τη μνήμη του και τη σκέψη του σε εκείνη την Επανάσταση. Η Επανάσταση είναι επικίνδυνη γιατί φέρνει μαζί της μνήμες, γεγονότα, προδοσίες, διχασμούς, πάθη, ηρωισμούς, ανθρωπιά, το μήνυμα της ανατροπής και της απελευθέρωσης. Οι κυρίαρχες ελίτ έχουν συμφέρον να σβήσουν από τη μνήμη του λαού την Επανάσταση μαζί με όλες τις ιστορικές, αγωνιστικές του παραδόσεις. Αυτός είναι ο λόγος που όλα αυτά τα χρόνια η Επανάσταση έχει ταφεί κάτω από ψέματα, παραποιήσεις και πλαστογραφήσεις οι οποίες εξυπηρετούν τις επικοινωνιακές ανάγκες της εκάστοτε εξουσίας. Τα 100 χρόνια της Επανάστασης καλύφθηκαν από τις οιμωγές, τον πόνο, τον ξεριζωμό και το θάνατο μετά την καταστροφή του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, τα 150 χρόνια γιορτάστηκαν από τη Χούντα των συνταγματαρχών στο Παναθηναϊκό στάδιο με εκείνες τις τρισάθλιες, κιτς αναπαραστάσεις του στρατού και της Ε.Σ.Α και για τα 200 χρόνια ετοιμάζονται γιορτές επίδειξης κατ’ εικόνα και ομοίωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Ο κυρίαρχος μεταμοντέρνος ιδεολογικός αχταρμάς απέχει πολύ από το πνεύμα της Επανάστασης του 1821.

Ο τόπος όμως χρειάζεται πραγματική αυτογνωσία, αληθινή παιδεία και τεκμηριωμένη γνώση για να ξέρει που πατά και που πηγαίνει, για να κατανοούμε κάθε φορά τι μας συμβαίνει, πού βρισκόμαστε και κυρίως γιατί. Το άρθρο συγκεντρώνει όλα τα μεγάλα διπλωματικά γεγονότα τα οποία συνδέονται με την ελληνική επανάσταση, τα αναλύει για να δείξει πώς αντιμετώπισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις εκείνης της εποχής την εξέγερση των ραγιάδων.

Α. Το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη:

Η ήττα των Γάλλων στο Βατερλό (Βέλγιο, 1815) ήταν το τέλος της κυριαρχίας του Ναπολέοντα. Οι νικητές του Ναπολέοντα συγκάλεσαν το Συνέδριο της Βιέννης (Σεπτ. 1814-Ιούνιος 1815) με κύριο στόχο την ανασυγκρότηση της απολυταρχίας δηλαδή την επαναφορά όλων των έκπτωτων βασιλιάδων στους θρόνους τους, την επαναχάραξη των συνόρων ώστε να εξασφαλίζεται μία βιώσιμη ισορροπία ανάμεσα στις μεγάλες αυτοκρατορίες και βέβαια την καταδίωξη και καταστολή των επαναστατικών-φιλελεύθερων ιδεών. Κάθε προσπάθεια για τη διεκδίκηση εθνικής ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης αποτελούσε κοινωνική απειλή και οι συντηρητικές, απολυταρχικές και αντιδραστικές Κυβερνήσεις θεωρούσαν «ιερό καθήκον» την καταδίωξη και την αμείλικτη καταστολή τους.

Τα χρόνια που ακολούθησαν ονομάστηκαν εποχή της Παλινόρθωσης (1815-1830). Για να εξασφαλιστεί η κοινωνική γαλήνη, για να μην υπάρξει ποτέ στο μέλλον επαναστατική κίνηση, η Ρωσία, η Αυστρία και η Πρωσία, χώρες προπύργια της απολυταρχίας και της αντεπανάστασης, ίδρυσαν το Νοέμβρη του 1815 την Ιερά Συμμαχία με βασική επιδίωξη την κατάπνιξη κάθε φιλελεύθερου κινήματος, οπουδήποτε κι αν εκδηλωνόταν, με ένοπλη στρατιωτική επέμβαση. Οργανωτής, απόλυτος εκφραστής και «ψυχή» της Ιεράς Συμμαχίας υπήρξε ο καγκελάριος της Αυστρίας Μέτερνιχ (1773-1859)[1].

Ωστόσο ενώ φαίνονταν ότι η απολυταρχία και η Παλινόρθωση επικρατούσε, οι ιδέες και οι αρχές της γαλλικής επανάστασης (ελευθερία, ισότητα, ισότητα, δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης) είχαν αποκτήσει τεράστια απήχηση στην Ευρώπη[2]. Οι αποφάσεις του Συνεδρίου της Βιέννης αμφισβητήθηκαν από νωρίς από τους λαούς της Ευρώπης οι οποίοι διατύπωναν πολιτικά αιτήματα (Σύνταγμα, κοινοβουλευτικούς θεσμούς, ατομικά και πολιτικά δικαιώματα) και εθνικές διεκδικήσεις (αρχή των εθνοτήτων). Τα έτη 1820-1821 ξέσπασαν οργανωμένα επαναστατικά κινήματα:

α) Επανάσταση στην Ισπανία (1820) εξέγερση εναντίον του αυταρχικού βασιλιά Φερδινάνδου Ζ΄ με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος μέχρι το 1823. Με εντολή της Ιεράς Συμμαχίας ο γαλλικός στρατός κατάπνιξε την επανάσταση στο αίμα. Η ισπανική επανάσταση πυροδότησε σειρά απελευθερωτικών κινημάτων στη Νότια Αμερική (Σιμόν Μπολιβάρ Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν).

β) Επαναστάσεις στην Ιταλία (1820-1821) οργανωμένες από τους καρμπονάρους[3]. ξέσπασαν στο βασίλειο της Νεάπολης και της Σικελίας (Νότια Ιταλία) και στο βασίλειο του Πεδεμόντιου (Βόρειο Ιταλία) κατά της αυστριακής κυριαρχίας με αιτήματα εθνική ελευθερία και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Με εντολή της Ιεράς Συμμαχίας ο αυστριακός στρατός κατέστειλε αυτά τα κινήματα.

γ) Τέλος επανάσταση στην Ελλάδα (1821) το πρώτο επαναστατικό κίνημα του 19ου αιώνα που κατάφερε να δημιουργήσει ελεύθερο ανεξάρτητο κράτος.

Β. Το Συνέδριο του Λάυμπαχ.

Αυτό, σε γενικές γραμμές, ήταν το πολιτικό πλαίσιο όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση. Συνεδρίαζαν στο Λάυμπαχ (σημερινή Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας-Ιανουάριος 1821) τα μέλη της Πενταπλής Συμμαχίας (Ρωσία, Αυστρία, Γαλλία, Αγγλία και Πρωσσία) για τη χάραξη ενιαίας πολιτικής απέναντι στις επαναστάσεις που «μόλυναν» την Ευρώπη όταν έφτασαν οι ειδήσεις για την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης. Συνταράχτηκε το Συνέδριο, αναστατώθηκαν τα ανακτοβούλια, έκπληξη, ανησυχία, οργή και θυμός για τους Έλληνες επαναστάτες. Οι Έλληνες επαναστατώντας βρέθηκαν αντιμέτωποι όχι μόνο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και με τις ευρωπαϊκές απολυταρχίες. Ήταν μια εξέγερση εναντίον όλων. Ένα παράτολμο εγχείρημα, κόντρα στη λογική, το οποίο έθετε τις Μεγάλες Δυνάμεις μπροστά σε δύο μεγάλα προβλήματα:

– Οι Μεγάλες Δυνάμεις έπρεπε να αντιμετωπίσουν την εξέγερση ενός χριστιανικού λαού, από τους αρχαιότερους της Ευρώπης, με πλούσια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, μήτρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος έζησε σκλάβος για 400 περίπου χρόνια, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ζητά την εθνική του αυτοδιάθεση. Δηλαδή η εξέγερση προσβάλει την «νόμιμη εξουσία των αυτοκρατόρων» και προβάλλει την αρχή των εθνοτήτων.

– Η ελληνική επανάσταση άνοιγε ξανά το Ανατολικό Ζήτημα με τα συμφέροντα (οικονομικά, πολιτικά και γεωστρατηγικά) των Μεγάλων Δυνάμεων να αλληλοσυγκρούονται και να αλληλοϋπονομεύονται[4].

Μέχρι τότε το Ανατολικό ζήτημα ήταν για τις μεγάλες δυνάμεις ένας αξεδιάλυτο κουβάρι αλληλοσυγκρουόμενων βλέψεων και συμφερόντων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν δημιουργήσει το «δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» για να αποφύγουν τις μεταξύ τους συγκρούσεις για τη διανομή των εδαφών της. Ο Σουλτάνος ήταν ο Μεγάλος Ασθενής. Μετά την ήττα στη Βιέννη (1683) η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε σταδιακά παρακμάσει. Οι Μεγάλες Δυνάμεις κρατούσαν ζωντανή μια αχανή, διαβρωμένη, ετοιμόρροπη αυτοκρατορία με καθυστερημένες οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς (φεουδαρχία, πασάδες, ενοικίαση φόρων, δωροδοκίες κλπ) γιατί τους διασφάλιζε την ισορροπία και την ειρήνη στα ανατολικά. Μπορούσαν ελεύθεροι με πολιτική και οικονομική διείσδυση να εκμεταλλεύονται τους λαούς της και τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές ενώ ταυτόχρονα κρατούσαν ανοικτούς τους εμπορικούς δρόμους προς την Ανατολή. Με την ελληνική επανάσταση οι εύθραυστες ισορροπίες κινδύνευαν. Η Ιερή Συμμαχία εκτός από την κοινή θέση ενάντια σε οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα στην πραγματικότητα ήταν μια «φωλιά λύκων» καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν η κάθε μια ξεχωριστά συμφέροντα για να καταγγείλουν, να καταδικάσουν και να καταστείλουν την ελληνική επανάσταση[5].

– Οι Άγγλοι ήταν η μεγάλη ναυτική δύναμη της εποχής. Ενδιαφέρονταν κυρίως για το προτεκτοράτο τους στο Ιόνιο Πέλαγος, τα Επτάνησα. Ήθελαν να διατηρήσουν ειρηνικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς οι εμπορικοί δρόμοι της Ασίας ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί για το αγγλικό εμπόριο (Ινδία). Υποστήριζαν την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επειδή φοβούνταν την προώθηση των Ρώσων προς τη Μεσόγειο και την αναβίωση της γαλλικής επιρροής στην Ανατολή. Επομένως έπρεπε ο ρωσικός επεκτατισμός να αναχαιτιστεί και να ματαιωθεί πιθανή γαλλορωσική συμμαχία. Η Αγγλία είχε κοινοβουλευτισμό, φιλελεύθερους θεσμούς, διακήρυσσε την αρχή των εθνοτήτων αλλά μόνο όταν δεν θίγονταν τα συμφέροντά της.

– Οι Γάλλοι πριν από δύο αιώνες (1535) είχαν υπογράψει τις Διομολογήσεις (εμπορικές συμφωνίες) με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και σε καμιά περίπτωση δεν ήθελαν να διαταραχθούν οι εμπορικές τους σχέσεις με τους Οθωμανούς. Θεωρούσαν και αυτοί ότι οποιοσδήποτε ακρωτηριασμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα διευκόλυνε την κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Εξάλλου είχαν αναλάβει με εντολή της Ιεράς Συμμαχίας την κατάπνιξη της εξέγερσης των Ισπανών συνταγματικών. Το κυριότερο η Γαλλία είχε αναλάβει την οργάνωση και τον εξευρωπαϊσμό της Αιγύπτου και του στρατού της σε μια προσπάθεια να ξανακερδίσει την επιρροή της και να δημιουργήσει αντιαγγλικά προγεφυρώματα στην Ανατολική Μεσόγειο για την εξυπηρέτηση της αποικιοκρατικής της πολιτικής στην Αφρική και την Ασία.

– Η Αυστρία πολέμησε με λύσσα την ελληνική επανάσταση. Η Αυστρία ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία (κατείχε την Ουγγαρία, σλαβικά και ιταλικά εδάφη) και ο Μέτερνιχ θεωρούσε ότι η επιτυχία της ελληνικής επανάστασης θα αποτελούσε ένα πολύ κακό και επικίνδυνο παράδειγμα για τους λαούς της Αυτοκρατορίας. Φυσικά δεν ήθελε κι αυτή την κάθοδο της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες.

– Η Πρωσία προσαρμοζόταν πάντα στην αντεπαναστατική πολιτική της Αυστρίας και ακολουθούσε πιστά τον Μέτερνιχ.

– Τέλος η Ρωσία φοβόταν ότι ένα ελεύθερο ελληνικό κράτος αργά ή γρήγορα θα έπεφτε στα χέρια των Άγγλων και των Γάλλων που ως ναυτικές δυνάμεις κυριαρχούσαν στην Μεσόγειο. Η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα έφερνε πιο κοντά στα σύνορά της τους Άγγλους και τους Γάλλους. Η Ρωσία λοιπόν προτιμούσε στα νότια σύνορα της να υπάρχει μια παρηκμασμένη, αδύναμη και εξαρτημένη Οθωμανική αυτοκρατορία παρά να προωθηθούν οι άλλες Δυνάμεις (Αγγλία-Γαλλία). Ο ρωσικός δεσποτισμός φοβόταν τα απελευθερωτικά κινήματα των λαών. Εμφανιζόταν ως προστάτης των ομόδοξων, χριστιανικών λαών μόνο στο βαθμό που εξυπηρετούνταν τα ρωσικά συμφέροντα καθώς χρησιμοποιούνταν ως αντιπερισπασμός στις συγκρούσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το γεγονός όμως ότι ο Αλ. Υψηλάντης πέρασε από ρωσικό έδαφος στην Μολδοβλαχία (ήταν στρατηγός του ρώσικου στρατού και υπασπιστής του Τσάρου), ενώ στη προκήρυξή του ανέφερε ότι μια μεγάλη δύναμη θα βοηθούσε τους Έλληνες επαναστάτες και τέλος την εκπροσώπηση του Τσάρου είχε αναλάβει ως Υπουργός Εξωτερικών ο Έλληνας, Ιωάννης Καποδίστριας έφεραν σε δύσκολη θέση τον Τσάρο Αλέξανδρο. Η αποκήρυξη της επανάστασης και η διαγραφή του Υψηλάντη από τους καταλόγους των Ρώσων αξιωματικών αποκατέστησε κάπως την αξιοπιστία του Τσάρου.

Στον διπλωματικό αγώνα που δόθηκε στο Λάυμπαχ φάνηκε ότι επικρατεί ο Μέτερνιχ ο οποίος παρουσίασε την ελληνική επανάσταση ως τμήμα μιας νέας, οργανωμένης επιχείρησης των καρμπονάρων και των άλλων φιλελεύθερων επαναστατών οι οποίοι απειλούσαν τις αυτοκρατορίες. Τελικά το Συνέδριο κατέληξε να αποδοκιμάσει την «ελληνική ανταρσία» και να την καταδικάσει. Ωστόσο ο Καποδίστριας με διπλωματικούς ελιγμούς κατάφερε να πετύχει τη μη στρατιωτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων για την καταστολή της επανάστασης. Ο Σουλτάνος είχε την στήριξη της Ιεράς Συμμαχίας και ήταν ελεύθερος να την πνίξει στο αίμα.

Το πρώτο ρήγμα σε αυτήν την πολιτική δεν άργησε να φανεί. Ο Αλέξανδρος ο Α΄ συμμεριζόταν απόλυτα την εφαρμογή του συστήματος Μέτερνιχ και τη διατήρηση του status quo. Όμως η Ρωσία είχε να αντιμετωπίσει και ορισμένα άλλα προβλήματα. Για χρόνια ο Τσάρος εμφανιζόταν ως προστάτης των ομόδοξων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι με τα φρικτά και βάρβαρα αντίποινα εναντίον του ελληνισμού της Κων/πολης και της Μικράς Ασίας (απαγχονισμός του Πατριάρχη την ημέρα του Πάσχα και σκύλεψη του πτώματος, μαζικές δολοφονίες Ελλήνων στην Πόλη, στις Κυδωνίες κ.α, λεηλασίες και πυρπολήσεις σπιτιών και καταστημάτων κλπ) είχαν σοκάρει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ο Τσάρος έπρεπε να αντιδράσει για να διατηρήσει την πολιτική του επιρροή στους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεύτερον οι Τούρκοι είχαν παρεμποδίσει την ρωσική ναυσιπλοΐα στα Δαρδανέλια με αποτέλεσμα το ρωσικό εμπόριο να πληγεί (ενδεικτικά το 1821 οι εξαγωγές σίτου από τα νότια ρωσικά λιμάνια ήταν 30% λιγότερες από το 1820 και το 1822 ήταν 47% λιγότερες από το 1820). Τρίτον οι Οθωμανοί διοικούσαν τις παραδουνάβιες ηγεμονίες με στρατιωτικό νόμο και δεν τηρούσαν όλες τους τις υποχρεώσεις από τη συνθήκη του Βουκουρεστίου 1812 (εκλογή χριστιανού ηγεμόνα κλπ). Αυτοί ήταν οι λόγοι που οδηγούσαν τη Ρωσία να βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με τον Σουλτάνο φτάνοντας στην επίδοση ρωσικού τελεσιγράφου στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Ιουλίου του 1821. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ από τη μία ταυτιζόταν με τους στόχους της Ιερής Συμμαχίας και είχε αποκηρύξει την επανάσταση ενώ από την άλλη απαιτούσε την προστασία των χριστιανικών εκκλησιών, την ελευθερία της χριστιανική πίστης, τη διάκριση αθώων-ενόχων και την ειρήνευση των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Ο Σουλτάνος αρνήθηκε το τελεσίγραφο αλλά ο Μέτερνιχ και ο Κάσλερι (Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας) για να αποφύγουν ρωσοτουρκικό πόλεμο πίεσαν και έπεισαν τον Σουλτάνο να κάνει δεκτά τα αιτήματα του Τσάρου. Ο Τσάρος υιοθέτησε πια τις θέσεις του Μέτερνιχ. Τον Αύγουστο του 1822 ο Καποδίστριας εκτιμώντας ότι δεν μπορεί να υπηρετήσει πια τη ρωσική εξωτερική πολιτική υπέβαλε την παραίτησή του, έφυγε με απεριόριστη άδεια του Τσάρου και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη[6].

Γ. Το συνέδριο της Βερόνας (8 Οκτώβρη -2 Δεκέμβρη 1822).

Από τις 20 Οκτωβρίου ως τις 14 Δεκεμβρίου 1822 συνήλθε στη Βερόνα της Ιταλίας το τέταρτο συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας το οποίο επρόκειτο να είναι και το τελευταίο με πλήρη σύνθεση. Το κυριότερο από τα προβλήματα που οι Σύμμαχοι είχαν να αντιμετωπίσουν αυτή τη φορά ήταν η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην Ισπανία και στην ισπανική Λατινική Αμερική και είχε φέρει σε απελπιστική θέση τις συντηρητικές δυνάμεις. Το 1820 η δημοκρατική εξέγερση στην Ισπανία είχε υποχρεώσει τον βασιλέα Φερδινάνδο Z’ να παραχωρήσει σύνταγμα, ενώ στην ισπανική αυτοκρατορία της Λατινικής Αμερικής είχε ξεσπάσει επανάσταση για την ανεξαρτησία, με αρχηγούς στον Βορρά τον Σιμόν Μπολιβάρ και στον Νότο τον Χοσέ Σαν Μαρτίν. Όλες οι προσπάθειες του Φερδινάνδου Z’ να καταστείλει την επανάσταση είχαν αποτύχει. Το 1820 ο στρατός που προοριζόταν να σταλεί για να καθυποτάξει τις επαναστατημένες ισπανικές λατινοαμερικανικές αποικίες εξεγέρθηκε κατά του βασιλιά υπό την ηγεσία του ταγματάρχη Ραφαέλ ντε Ριέγκο Νούνιες και με την υποστήριξη των δημοκρατικών πολιτών.

Στο Συνέδριο της Βερόνας ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος IH’ ζήτησε την έγκριση των συνέδρων να επέμβει στην Ισπανία υπέρ του Φερδινάνδου Z’ και η έγκριση του δόθηκε. Όσο για τη Λατινική Αμερική, τα σχέδια των υπολοίπων Συμμάχων ναυάγησαν εξαιτίας των αντιρρήσεων της Βρετανίας, η οποία, για λόγους εμπορικών συμφερόντων, όπως άλλωστε και οι Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν αντίθετη σε οποιαδήποτε επέμβαση. Απείλησε μάλιστα η Βρετανία ότι, σε περίπτωση που θα λαμβάνονταν μέτρα, θα χρησιμοποιούσε τον στόλο της για να τα εξουδετερώσει.

Όταν η συζήτηση έφτασε στο ελληνικό ζήτημα παρά την ένταση που επικρατούσε μεταξύ Ρωσίας-Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο Τσάρος ευθυγραμμίστηκε πλήρως κατά της ελληνικής επανάστασης διότι ο Μέτερνιχ έντεχνα είχε σκηνοθετήσει και είχε διαρρεύσει πληροφορίες ότι Πολωνοί πατριώτες ετοίμαζαν επανάσταση και απόσχιση εδαφών από τη Ρωσία. Θορυβημένος ο Τσάρος ακολούθησε τη γραμμή του Μέτερνιχ[7].

Εν όψει της συζήτησης του ελληνικού ζητήματος η προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας είχε συγκροτήσει επιτροπή η οποία, μεταφέροντας «ικετήρια έγγραφα», θα προσπαθούσε να παρουσιαστεί ενώπιον του συνεδρίου και να αναπτύξει στους συνέδρους τις θέσεις των επαναστατημένων Ελλήνων. H επιτροπή, την οποία αποτελούσαν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, ο Ανδρέας Μεταξάς και ο φιλέλληνας γάλλος πλοίαρχος Ζουρντέν, δεν κατόρθωσε να λάβει την έγκριση να παρουσιαστεί στο Συνέδριο. Δεν καρποφόρησαν επίσης οι προσπάθειές της να επιτύχει τη μεσολάβηση του Πάπα με αντάλλαγμα την ένωση της ελληνικής εκκλησίας με την καθολική. Ο πρακτικογράφος και χρονογράφος των συνεδρίων της Ιεράς Συμμαχίας Τατίσεφ σημειώνει για το κλίμα που επικράτησε στο Συνέδριο: «ούτε μία φωνή δεν ηκούσθει υπέρ των Ελλήνων». Τελικά το Συνέδριο της Βερόνας καταδίκασε την ελληνική επανάσταση. Το ανακοινωθέν, που εκδόθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1822, διελάμβανε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: «Μέγα πολιτικόν γεγονός εξερράγη περί τα τέλη της τελευταίας συνελεύσεως (του Συνεδρίου του Λάιμπαχ). Ό,τι το ανατρεπτικόν των κοινωνιών πνεύμα ήρχισεν εν τη δυτική χερσονήσω, ό,τι εδοκίμασε να πράξη εν τη Ιταλία, το κατώρθωσεν εις τας ανατολικάς εσχατιάς της Ευρώπης. Καθ’ ον καιρόν κατευνάσθησαν αι εν τοις βασιλείοις της Νεαπόλεως και της Σαρδηνίας στρατιωτικαί επαναστάσεις διά της δυνάμεως, ερρίφθη ο επαναστατικός δαυλός εν μέσω της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι άνακτες, έχοντες σταθεράν απόφασιν ν’ απωθήσωσι την αρχήν της επαναστάσεως καθ’ οποίον μέρος και εν οποία μορφή και αν εφαίνετο, έσπευσαν να την καταδικάσωσιν εκ συμφώνου, ασχολούμενοι δε αμεταθέτως εις το έργον της κοινής φροντίδος των, αντέκρουσαν παν ό,τι εδύνατο να τους παρεκτρέψη της οδού των. Αλλ’ ακούοντες και την φωνήν της συνειδήσεως και του ιερού χρέους συνηγόρησαν υπέρ των θυμάτων ασυνέτου και εγκληματικού επιχειρήματος. Αι πολλαί και φιλικαί των πέντε αυλών προς αλλήλας διακοινώσεις διαρκούσης της εποχής ταύτης, μιας των σημαντικωτέρων της συμμαχίας των, έφεραν εις σύμπνοιαν όλας ως προς το ζήτημα της Ανατολής, απέκειτο δε εις την εν Βερώνη συνέλευσιν να καθιερώση και επιβεβαιώση τα ορισθέντα. Αι δε σύμμαχοι της Ρωσίας αυλαί ελπίζουν ότι διά των κοινών προσπαθειών θα εξομαλυνθούν τα μέχρι τούδε εμπόδια διά την ευόδωσιν των ευχών αυτών»[8].

Το Συνέδριο της Βερόνας όμως έμελε να ήταν το τελευταίο της Ιερής Συμμαχίας διότι το ρήγμα στο εσωτερικό της μεγάλωνε. Η Αγγλία πρώτη αντιλήφθηκε ότι η συμμετοχή της σε τέτοια συνέδρια δεν συμβαδίζει με τα συμφέροντά της. Μετά την αυτοκτονία του συντηρητικού Υπουργού Εξωτερικών Κάσλερι (Αύγουστος 1822), εισηγητή εκ μέρους της Αγγλίας από το 1815, ο νέος Υπουργός Τζωρτζ Κάνινγκ, μέλος κι αυτός των Συντηρητικών (Τόρις) άφηνε να φαίνεται αχνά μια ελπίδα αλλαγής στάσης στην εξωτερική πολιτική της Αγγλίας με τροποποίηση του δόγματος της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Άρα τα δύο πρώτα χρόνια του αγώνα η ευρωπαϊκή απολυταρχία καταδίκασε την ελληνική επανάσταση και στη βάση των αποφάσεων των δύο Συνεδρίων (Λάυμπαχ – Βερόνα) συνεργάστηκε ανοικτά, βάρβαρα και απροσχημάτιστα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι ναυτικές δυνάμεις Αγγλίας-Γαλλίας- Αυστρίας μετέφεραν εφόδια και έσπαγαν τους αποκλεισμούς των Ελλήνων στα πολιορκημένα κάστρα, οι πρόξενοί τους είχαν τεθεί στην υπηρεσία της Πύλης με αποστολή να συλλέγουν πληροφορίες υπέρ των Τούρκων.

Ο αρμοστής των Επτανήσων Maitland έδινε καταφύγιο στα τούρκικα καράβια και δεν δεχόταν τους πληγωμένους Έλληνες, τους αμάχους και τα γυναικόπαιδα που ζητούσαν καταφύγιο στα Επτάνησα. Τα αυστριακά καράβια είχαν αναλάβει τις μεταφορές του τούρκικου στρατού και των εφοδίων. Ως το 1826 οι Έλληνες είχαν χτυπήσει πάνω από 100 αυστριακά πλοία. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει χαρακτηριστικά: «..Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίοι τους δυστυχείς Ελληνες. Εις τις πρώτες χρονιές εφοδιάζαν τα κάστρα των Τούρκων, τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα διά να μην υπάρξουν..» και πιο κάτω: «…Μια χούφτα απόγονοι εκείνων των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού ‘χε εις το πρόσωπόν του κι έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβόσουνε να τον ειπείς Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξιπόλητος και γυμνός και του σκότωσε περίτου από τετρακόσες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανόν -με τις αντενέργειές σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κι εφόδιασμα τις πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα ‘φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες, πού θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή..»[9].

Δ. Η αναγνώριση του ελληνικού έθνους ως εμπόλεμου (1823).

Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις υπολόγιζαν ότι η ελληνική Επανάσταση θα συντριβόταν σε λίγους μήνες όπως οι εξεγέρσεις στην Ιταλία. Οι προβλέψεις δεν επαληθεύτηκαν διότι οι Έλληνες, παρά την εχθρότητα της Πενταπλής Συμμαχίας, είχαν σημαντικές επιτυχίες, κυρίευαν κάστρα, σάρωναν μεγάλες οθωμανικές στρατιές, κατέστρεφαν με τα ηρωικά πυρπολικά και καταπόντιζαν εχθρικά πλοία. Αντιμετώπιζαν αποτελεσματικά ολομόναχοι τις υπέρτερες δυνάμεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι πολεμικές επιτυχίες, η απόλυτη πολιτική βούληση των Ελλήνων για οριστική ρήξη με το Οθωμανικό κράτος και δημιουργία ελεύθερου, ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και κυρίως τα τεράστια εμπορικά, οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα που διακυβεύονταν στην ανατολική Μεσόγειο υποχρέωσαν πρώτα την Αγγλία και μετά τη Γαλλία να αναθεωρήσουν και να αναπροσαρμόσουν την εξωτερική τους πολιτική απέναντι στον ελληνικό αγώνα.

Σε αυτές τις διεργασίες η Αγγλία ήταν η καλύτερα ενημερωμένη Δύναμη καθώς είχε φροντίσει από τις πρώτες μέρες της επανάστασης να συλλέγει και την παραμικρή πληροφορία. Παρακολουθούσαν την αλληλογραφία, είχαν στα λοιμοκαθαρτήρια των Επτανήσων κατασκοπευτικούς σταθμούς των Μυστικών Υπηρεσιών του Λονδίνου, χρησιμοποιούσαν τους υπαλλήλους των προξενείων και τη ναυτική μοίρα που κινούνταν στο Αιγαίο για συλλογή ειδήσεων και πληροφοριών. Παρακολουθούσαν και γνώριζαν τις αδυναμίες, τις συγκρούσεις, τους ανταγωνισμούς, τις διαφορές, τα πάθη, τις σκέψεις και τα σχέδια των πρωταγωνιστών πολιτικών και στρατιωτικών. Σχεδίαζαν και ακολουθούσαν καλομελετημένη, ρεαλιστική πολιτική μακράς πνοής για τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια στην ανατολική Μεσόγειο.

Πραγματικά, ο Κάνιγκ, ως νέος υπουργός Εξωτερικών, έστειλε οδηγίες στον Άγγλο πρέσβη στην Πόλη, Στάγκφορντ που διαχώριζαν εντελώς την πολιτική της Αγγλίας από την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Η Αγγλία καλούσε την Πύλη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και προειδοποιούσε ότι σε περίπτωση άρνησης θα καταλάμβανε νησιά του Αιγαίου: «Την κατάστασιν του χριστιανικού τούτου λαού, ο οποίος στενάζει υπό τον ζυγόν των βαρβάρων από εκατονταετηρίδων, δεν δύναται η Αγγλία να βλέπη μετ’ αδιαφορίας. Ο βασιλεύς επιθυμεί να ενεργήση ο πρέσβυς της Μεγάλης Βρετανίας εις την Πύλην υπέρ των χριστιανών, να απαιτήση την εκπλήρωσιν των υποσχέσεων, τας οποίας έδωσεν η Πύλη περί τούτου προς τους πρέσβεις των συμμαχικών δυνάμεων και να της υποδείξη ότι, αν αρνηθή να ικανοποιήση τας αξιώσεις αυτάς, δεν δύναται πλέον να διατηρή μετ’ αυτής φιλικάς σχέσεις». Ο Κάνιγκ δεν σταμάτησε εκεί. Στις 25 Μαρτίου 1825 αναγνώρισε τον ελληνικό θαλάσσιο αποκλεισμό και οι αρχές των Ιονίων που με επικεφαλής τον Άγγλο αρμοστή Τομ Μέηλαντ (τον περιβόητο Σουλτάν Θωμά όπως τον αποκαλούσε ειρωνικά ο ζακυνθινός λαός) είχαν συμπεριφερθεί στο παρελθόν σκληρότατα κατά των Ελλήνων επαναστατών, διατάχθηκαν τώρα να συμπεριφέρονται απέναντί τους σαν σε εμπολέμους.

«Η αγγλική κυβέρνησις ώφειλε να θεωρήση τους εξοπλίσαντας τα πλοία των Έλληνας ή ως πειρατάς ή ως εμπολέμους. Και επειδή ολόκληρον έθνος, εξανιστάμενον κατά της Αρχής του, δεν ημπορεί να θεωρηθή ως πειρατικόν, ανάγκη πάσα να θεωρηθή ως εμπόλεμον, εφ’ όσον φυλάττει τους κανόνας, και ενεργεί εντός των εν τοιαύτη περιστάσει παραδεδεγμένων όρων». Ήταν η πρώτη επίσημη αναγνώριση των Ελλήνων ως έθνος εμπόλεμο και όχι πια ως αντάρτες υπηκόους του Σουλτάνου. Τέλος στις 29 Απριλίου 1823 η αγγλική κυβέρνηση έστειλε δριμύτατο έγγραφο στο γραμματέα της Ανατολικής Εταιρείας, με το οποίο καυτηρίαζε τη διαγωγή ορισμένων Άγγλων που βοήθησαν τους Τούρκους, όπως του προξένου στην Πάτρα Γκριν.[10] Τα παραπάνω φυσικά δεν ήταν φιλελληνική μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής της Αγγλίας. Ο Κάνινγκ αντιλήφθηκε πρώτος ότι ο Σουλτάνος δεν μπορεί να νικήσει και ότι ο ναυτικός αποκλεισμός των Ελλήνων απειλούσε το θαλασσινό εμπόριο το οποίο είχε παραλύσει από τα καταστροφικά χτυπήματα των ελληνικών καταδρομικών και πειρατικών πλοίων. Οι εμπορικοί δρόμοι έπρεπε να μείνουν ανοικτοί. Με την αναγνώριση του εμπόλεμου προστατεύονταν οι θαλάσσιες μεταφορές και η Αγγλία δημιουργούσε συμπάθειες και επιρροή στους επαναστάτες. Ο Κάνινγκ χάραζε μια νέα ρεαλιστική πολιτική. Όχι καταπολέμηση των απελευθερωτικών κινημάτων αλλά διείσδυση, υπονόμευση, άλωση από μέσα και πολιτικός έλεγχος προς όφελος του αγγλικού εμπορικού, βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου.[11]

Δ. Το ρωσικό σχέδιο των τριών τμημάτων (1824).

Ο νέος προσανατολισμός της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής του Κάνινγκ θορύβησε τον Τσάρο και προκάλεσε όπως ήταν φυσικό τον έντονο προβληματισμό της Ρωσίας, η οποία φοβόταν ότι θα χάσει την επιρροή της στους Έλληνες και ανησυχούσε για την πιθανότητα υπονόμευσης των συμφερόντων της στον ευαίσθητο γεωπολιτικά χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Έτσι, κάτω από την πίεση των γεγονότων, ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ ανέλαβε την πρωτοβουλία των διπλωματικών κινήσεων, υποβάλλοντας στις 28 Δεκεμβρίου 1823 / 9 Ιανουαρίου 1824 το πρώτο ολοκληρωμένο σχέδιο επίλυσης του Ελληνικού Ζητήματος. Το «Σχέδιο των Τριών Τμημάτων», όπως έμεινε έκτοτε γνωστό, ακολουθώντας στην ουσία το διοικητικό πρότυπο που ίσχυε στη Μολδαβία και τη Βλαχία, προέβλεπε την ίδρυση τριών αυτόνομων ηγεμονιών στον ελλαδικό χώρο, από τις οποίες η πρώτη (Ανατολικής Ελλάδας) θα περιλάμβανε τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία και την Αττική, η δεύτερη (Δυτικής Ελλάδας) την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, και η Τρίτη (Νότιας Ελλάδας) την Πελοπόννησο και την Κρήτη, ενώ ταυτόχρονα ειδικό καθεστώς διοικητικής αυτονομίας θα αναγνωριζόταν στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Βάσει του Σχεδίου, ο Σουλτάνος θα διατηρούσε την επικυριαρχία του στις τρεις ηγεμονίες, την οποία θα διασφάλιζε η παρουσία κατά τόπους τουρκικών φρουρών, και θα εισέπραττε έναν ετήσιο φόρο υποτέλειας, οι Έλληνες, ωστόσο, θα είχαν το αποκλειστικό προνόμιο της διοίκησης των ηγεμονιών, οι οποίες –σε μία προφανή προσπάθεια περαιτέρω υπογράμμισης του αυτόνομου χαρακτήρα τους– θα είχαν δική τους σημαία και θα αντιπροσωπεύονταν στην Πύλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Το Σχέδιο το αποδέχτηκαν η Γαλλία και η Πρωσία. Η Αυστρία το θεώρησε ως κακό προηγούμενο για την ακεραιότητα της δικής της Αυτοκρατορίας ενώ η Αγγλία ακολούθησε παρελκυστική πολιτική ελπίζοντας σε νέες εξελίξεις που θα απέτρεπαν την εφαρμογή του. Το σχέδιο απορρίφθηκε βέβαια από τον Σουλτάνο αλλά και από τους Έλληνες γιατί απέκλειε την ανεξαρτησία που ήταν το αίτημα της επανάστασης.[12]

Ε. Η αγγλική και η γαλλική διείσδυση: Φιλελληνικά κομιτάτα, δάνεια, πράξη υποτέλειας (1824-1825)

Από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η ελληνική επανάσταση συγκίνησε τους λαούς της Ευρώπης και όχι μόνο. Ο φιλελληνισμός απλώθηκε παντού: την Κεντρική, Βόρεια και Δυτική Ευρώπη (Γερμανία, Γαλλία, Ελβετία, Αγγλία, Σουηδία, Δανία κλπ), στην Νότια και Ανατολική Ευρώπη (Ισπανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ιταλία κλπ) στην Αμερική μέχρι και στην Ινδία υπήρξαν άνθρωποι που ευαισθητοποιήθηκαν από τον ελληνικό αγώνα και ήθελαν να βοηθήσουν.

Η συμπαράσταση όλων αυτών των ανθρώπων πήρε διάφορες μορφές: οικονομική ενίσχυση με εράνους και αγορά εφοδίων, ηθική ενίσχυση με άρθρα που δημοσιεύονταν στον Τύπο, καλλιτεχνικά έργα (ζωγραφική, θέατρο, ποίηση κλπ) αλλά και προσωπική συμμετοχή στον αγώνα. Ο θαυμασμός, ιδίως των λόγιων και μορφωμένων στρωμάτων προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, μήτρα του ευρωπαϊκού, οι αποτρόπαιες βιαιότητες των Τούρκων έναντι αμάχων (απαγχονισμός Πατριάρχη, καταστροφή της Χίου, το Μεσολόγγι κλπ), η θρησκευτική διάσταση του αγώνα (ομόθρησκοι Χριστιανοί εναντίον βάρβαρων μουσουλμάνων) αλλά και ο θαυμασμός για τις πολεμικές επιτυχίες των Ελλήνων που αγωνίζονταν μόνοι εναντίον ολόκληρης αυτοκρατορίας ευνοούσαν την ανάπτυξη του φιλελληνισμού. Κύριες όμως αιτίες του φιλελληνισμού ήταν ο φιλελευθερισμός και ο επαναστατικός ριζοσπαστισμός που είχε εξαπλωθεί με τη γαλλική επανάσταση. Ως πολιτική συμπεριφορά ο φιλελληνισμός στρεφόταν εναντίον της οθωμανικής απολυταρχίας όσο και της Ιεράς Συμμαχίας. Αποτέλεσε κορυφαία στιγμή του πολιτικού Ρομαντισμού του 19ου αιώνα. Οι λαοί της Ευρώπης στον ελληνικό αγώνα πρόβαλαν τους δικούς τους πόθους για λευτεριά και εθνική ύπαρξη. Βέβαια στο κίνημα του φιλελληνισμού είχαν εισχωρήσει πράκτορες σε διατεταγμένη υπηρεσία αλλά και τυχοδιώκτες, άνεργοι στρατιωτικοί που διψούσαν για δόξα, χρήμα και αξιώματα και κοινοί απατεώνες.[13]

Η φιλελληνική κίνηση στη Γαλλία και στην Αγγλία:

Η φιλελληνική κίνηση στη Γαλλία και στην Αγγλία αναπτύχθηκε καθυστερημένα το 1823 όταν άρχισε να αλλάζει η εξωτερική πολιτική τους απέναντι στην ελληνική επανάσταση. Ο φόβος για αύξηση της ρωσικής επιρροής στους Έλληνες, ο οικονομικός και εμπορικός ανταγωνισμός στην Ανατολική Μεσόγειο και οι επιτυχίες των επαναστατών υποχρέωναν τις δύο χώρες να εγκαταλείψουν την «ουδετερότητα» και να επιδιώξουν, η καθεμία για τα δικά της συμφέροντα, να διεισδύσουν και να αποκτήσουν ερείσματα και επιρροή στους Έλληνες. Οι συντηρητικές κυβερνήσεις σε σιωπηρή συνεργασία με τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση η οποία είχε την πρωτοβουλία οργάνωσης των φιλελληνικών επιτροπών, χρησιμοποίησαν τα φιλελληνικά κομιτάτα για την εξυπηρέτηση της εξωτερικής τους πολιτικής. Τα κομιτάτα υπήρξαν κατευθυνόμενα όργανα της κρατικής ή οικονομικής εξουσίας με στόχο να διευκολύνουν τη διείσδυση και ανάμιξη των Άγγλων και Γάλλων στις ελληνικές υποθέσεις.[14]

Τα δάνεια:

Ήδη από το Νοέμβριο του 1821, η τοπική εξουσία της Ανατολικής Στερεάς “ Άρειος Πάγος “, έστειλε στη Γερμανία τον Θεοχάρη Κεφαλά και τον Χ. Δροσινό για να διαπραγματευθούν δάνειο 150.000 φλορινιών. Ο Κεφαλάς επέστρεψε στο τέλος του 1822, έχοντας συνομολογήσει δύο δάνεια: ένα στη Ζυρίχη (40.000 φλορίνια) κι ένα στη Μασσαλία (62.000 φλορίνια). Παραγγέλθηκαν δύο κανόνια και στρατιωτικά είδη (δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα) και εξοπλίστηκε ένα στρατιωτικό σώμα Γερμανών φιλελλήνων που ήρθε στην Ελλάδα αλλά δεν ήταν δυνατόν να μισθοδοτηθεί εφόσον το δάνειο δεν θα πρέπει να δόθηκε!! Ωστόσο η Κυβέρνηση επικύρωσε την οφειλή ως εθνικό χρέος το 1823.[15]

Η δεύτερη προσπάθεια ήταν πιο κωμικοτραγική κι επικίνδυνη από την πρώτη. Το 1822 και επ’ ευκαιρία τον Συνεδρίου των Ευρωπαίων ηγεμόνων στη Βερόνα της Ιταλίας, στάλθηκε εκεί ελληνική επιτροπή αποτελούμενη από τους Παλαιών Πατρών Γερμανό και Ανδρέα Μεταξά, με συνοδό το Γάλλο «φιλέλληνα», ναύαρχο, Φίλιππο Ζουρνταίν. Με εξουσιοδότηση του Μεταξά, ο Ζουρνταίν προσπάθησε να βρει πιστωτές και τους βρήκε στο πρόσωπο των πληρεξουσίων του Τάγματος των Ιπποτών του Aγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος!

Οι Ιωαννίτες, μέλη ενός θρησκευτικού ιπποτικού τάγματος (από το έτος 1309) που δεν διέθετε εδαφικές κτήσεις ούτε οικονομικούς πόρους (είχαν διαλυθεί από το 1815!!), πρόσφεραν τη μεσολάβηση τους για τη σύναψη δανείου 10 εκατομμυρίων επ’ ονόματι της ελληνικής κυβέρνησης, με τον όρο να τους δίνονταν τα νησιά Ρόδος, Κάρπαθος, Αστυπάλαια, Σύρος και Οινούσες μετά την απελευθέρωση τους. Προσωρινά όμως ζητούσαν να εγκατασταθούν στη Σύρο και τις Οινούσες, που θα αποτελούσαν πλέον «τελείαν ιδιοκτησίαν και κυριαρχίαν του Τάγματος». Η πρόταση του Ζουρνταίν ήθελε να βοηθήσει τη Γαλλία, μέσω των Ιπποτών, να αποκτήσει βάσεις στο Αιγαίο, με ελληνικό αίμα και δωρεάν. Η εξωφρενική απάτη ναυάγησε άδοξα. Η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος την απέρριψε χωρίς άλλη συζήτηση αφού αντιλήφθηκε πως επρόκειτο για καλοστημένη πλεκτάνη.[16]

Το πρώτο αγγλικό δάνειο (1824): Επειδή οικονομικές ανάγκες της επανάστασης ήταν πιεστικές με το διάταγμα της 2ας Ιουνίου 1823 διορίστηκε η επιτροπή του δανείου, αποτελούμενη από τον Ανδρέα Λουριώτη, σημαίνοντα απόστολο της Φιλικής Εταιρείας, τον Ι. Ορλάνδο και τον Ι. Ζαΐμη. Η επιτροπή τον Νοέμβριο του 1823 συνάντησε στην Κεφαλονιά τον Λόρδο Byron και συζήτησαν μαζί του το θέμα του δανείου. Έφτασαν στο Λονδίνο στις 14/20 Ιανουαρίου 1824, με καθυστέρηση 8 μηνών και ενώ είχε ξεσπάσει ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, ήρθαν σε απευθείας επαφή με τον Άγγλο υπουργό G. Canning και το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου. Ο πρόεδρος του Φιλελληνικού Κομιτάτου, Jeremy Bentham, επιφανής φιλόσοφος και κοινωνιολόγος και ο γραμματέας του John Bowring, βοήθησαν άμεσα στη διαπραγμάτευση για το δάνειο. Τότε στη χρηματαγορά του Λονδίνου υπήρχε μεγάλη κρίση. Υπήρχαν μεγάλα διαθέσιμα κεφάλαια και με χαμηλούς τόκους, οι δε κεφαλαιούχοι ενδιαφέρονταν για την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε περιοχές με όχι σταθερό καθεστώς, αρκεί να εξασφάλιζαν μεγάλο τόκο. Έτσι άρχισαν να δανειοδοτούν χώρες που δεν είχαν ακόμη γίνει ανεξάρτητες, κυρίως στη Λατινική Αμερική (Βραζιλία, Περού, Χιλή κ.ά.). Ένας κερδοσκοπικός πυρετός διακατείχε τους κεφαλαιούχους του Λονδίνου αλλά και της Γαλλίας, για τοποθέτηση των χρημάτων τους ακόμη και σε επισφαλείς περιοχές. Η Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου, αποτελούμενη από σαράντα και πλέον τραπεζίτες και εμπόρους, συμφώνησε για τη σύναψη τον δανείου και την 21η Φεβρουαρίου υπογράφτηκε το πρώτο εξωτερικό δάνειο των 800.000 λιρών, την έκδοση του οποίου ανέλαβαν οι τραπεζίτες Loughnan Sons και Ο’ Brien.

Σε απόλυτους αριθμούς, ενώ το δάνειο ήταν ύψους 800.000 λιρών, το πραγματικά δανεισθέν ποσόν ανήλθε σε 472.000 λίρες αφού εκδόθηκε στο 59% της οικονομικής τιμής του. Έτσι όποιος επενδυτής αγόραζε μια μετοχή 100 λιρών έδινε γι’ αυτή μόνο 59. Ο ετήσιος όμως τόκος (5%) ορίστηκε πάνω στην ονομαστική του αξία. Με απλά λόγια σχεδόν ο τόκος διπλασιάστηκε. Για την απόσβεσή του δόθηκε διορία 36 ετών. Εγγύηση ήταν «τα εθνικά κτήματα». Ίσχυε αναδρομικά από τον Ιανουάριο του 1824, και ήταν πληρωτέος στο Λονδίνο κατά εξάμηνο. Οι τόκοι ορίστηκαν σε 8.000 λίρες το χρόνο, δηλαδή το 1% και ως εγγύηση για την καταβολή τους έμπαιναν όλα τα δημόσια έσοδα (από τελωνεία, αλυκές κ,λπ.). Το δάνειο θα δινόταν σε αγγλικές λίρες και ισπανικά δίστηλα σε καταθέσεις σε αγγλική τράπεζα της Ζακύνθου. Ως επίτροποι του δανείου ορίστηκαν ο Λ. Κουντουριώτης, ο Λόρδος Βύρων και ο συνταγματάρχης Λ. Στάνχοπ. Η αποστολή του θα γινόταν σε περιοδικές δόσεις και με αγγλικά πλοία.

Μεσολάβησαν άπειρες ίντριγκες οικονομικές και πολιτικές μέχρι να φτάσουν στην προσωρινή διοίκηση μόνο 298.700 λίρες. Κι αυτό γιατί παρακρατήθηκαν οι τόκοι και τα χρεολύσια δύο χρόνων. Κάπου 3% παρακρατήθηκε από τους τοκογλύφους υπό μορφή μεσιτείας, 1,5% για ασφάλιστρα, διάφορα άλλα ποσά για έξοδα και άλλες απίθανες δαπάνες. Όπως ας πούμε για προμήθεια πληρωμής των τόκων 3.200 λίρες!! Μια σπουδαία λεπτομέρεια: οι πληρεξούσιοι για την διαπραγμάτευση Ορλάνδος και Λουριώτης έζησαν στο Λονδίνο σαν μεγάλοι άρχοντες στην Bond Street και ξόδεψαν 5.045(!) λίρες, όταν οι συμπατριώτες τους πέθαιναν από την πείνα…

Το δεύτερο αγγλικό δάνειο 1825: Την ανάγκη για τη σύναψη του δεύτερου δανείου δεν επέβαλε μόνο η αχρηματία που υπήρχε μετά την εξάντληση των χρημάτων του πρώτου, αλλά και η ανάγκη να αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ, εκτός από τον τακτικό στρατό και με σύγχρονα ναυτικά μέσα. Ο Άγγλος Frank Abney Hastings είχε προτείνει την προμήθεια ατμοκίνητων πλοίων για την αντιμετώπιση του εχθρικού στόλου και η κυβέρνηση ανέθεσε στην επιτροπή Λουριώτη – Ορλάνδου (ο Ζαΐμης, γρήγορα ανακλήθηκε, επειδή οι συγγενείς του ανήκαν στην αντίθετη πλευρά από την κυβερνητική) τη σύναψη νέου δανείου.

Έτσι, στις 7 Φεβρουαρίου 1825 υπογράφτηκε στο Λονδίνο δάνειο 2.000.000 λιρών με πιστωτές τους τραπεζίτες αδελφούς Ricardo. Τελικά, μέσω ενός απίστευτου παρασκηνίου, μετά την εκκαθάριση του ποσού έμειναν μόνο 816.000 λίρες και από αυτές έφτασαν στην Κυβέρνηση 230.000 λίρες. Τότε ξεκίνησε η απροκάλυπτη επέμβαση στα πράγματα της Επανάστασης: Τα μέλη της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, που είχαν ποντάρει στην επιτυχία του ελληνικού αγώνα με την αιγυπτιακή επιδρομή, κινδύνευαν να χάσουν τα χρήματα τους, ύστερα από πιέσεις υποχρέωσαν τον Λουριώτη και τον Ορλάνδο να προσληφθεί ως αρχηγός του νέου στόλου ο Άγγλος ναύαρχος Cochran, ο οποίος είχε αποκτήσει φήμη για τα κατορθώματα του ως αρχηγός του στόλου της Βραζιλίας. Παράλληλα οι αδελφοί Ricardo, χωρίς να ενημερώσουν τους Έλληνες αντιπροσώπους, ανέθεσαν στο ναυπηγό Alexander Galloway την κατασκευή έξι ατμοκίνητων πλοίων (θα ολοκληρωνόταν σε 4-5 μήνες), που θα βοηθούσαν τον Αγώνα με κόστος 113.000 λίρες. Οι ιστορικοί μελετητές σημειώνουν ότι εάν αγοράζονταν έτοιμα πλοία θα ήταν πολύ φθηνότερα και θα διατίθεντο άμεσα στην ενίσχυση του στόλου. Ο Galloway καθυστερούσε αδικαιολόγητα την παράδοση των πλοίων. Τελικά αποκαλύφτηκε ότι το ίδιο ναυπηγείο είχε αναλάβει ταυτόχρονα και τη ναυπήγηση δέκα πλοίων για τον Μεχμέτ Αλή τον πασά της Αιγύπτου, ενώ ο γιος του Galloway υπηρετούσε κοντά στον Αιγύπτιο ηγέτη. Ωστόσο οι «φιλέλληνες» τραπεζίτες δεν είχαν προβλέψει καμία ρήτρα σε βάρος του ναυπηγού.

Τελικά έπειτα από πολλές αναβολές παραδόθηκε, με καθυστέρηση ενός χρόνου, τον Σεπτέμβριο του 1926, ένα πλοίο, το «Καρτερία», που έφτασε στην Ελλάδα σε πολύ κακή κατάσταση και πρόσφερε ελάχιστα (με κυβερνήτη τον Άγγλο φιλέλληνα Fr. A. Hastings έλαβε μέρος σε ασήμαντες ουσιαστικά επιχειρήσεις στο Μεσολόγγι και το Αιτωλικό), το 1827 παραδόθηκε η «Επιχείρηση» και το 1828 ο «Ερμής». Στα τέλη του 1829 έφτασε άλλο ένα ατμόπλοιο στην Ελλάδα, ενώ τα άλλα τρία σάπισαν στον Τάμεση από έλλειψη χρημάτων για την αποπεράτωση τους! Παράλληλα με τα ατμόπλοια, είχαν παραγγελθεί σε ναυπηγείο της Αμερικής δύο φρεγάτες οπλισμένες με κανόνια. Όταν έφτασε εκεί ο έμπορος Κοντόσταυλος να επιβλέψει την κατασκευή ύστερα από παράκληση ταυ Λουριώτη, διαπίστωσε ότι οι Αμερικανοί ναυπηγοί είχαν προχωρήσει στην κατασκευή μεγαλύτερων και ακριβότερων πλοίων. Τελικά, ενώ είχαν σταλεί εκεί 750.000 δολάρια, παραδόθηκε μόνο η «Ελλάς» που στοίχισε 300.000 δολάρια, ενώ το άλλο αγοράστηκε από την Αμερική. Τα υπόλοιπα 450.000 δολάρια σπαταλήθηκαν από Αμερικανούς πολίτες, Ο ιστορικός Δ. Φωτιάδης κρίνοντας τα δυο πρώτα δάνεια σημειώνει: «Οι οικονομικές αλυσίδες, όπου από αυτές ποτέ δεν γλιτώσαμε, είχανε δέσει τον τόπο μας πριν ακόμη αποκτήσει τη λευτεριά του. Και όμως η Βουλή της κυβέρνησης Κουντουριώτη δέχτηκε με μεγάλες εκδηλώσεις χαράς την είδηση της συνομολόγησης του δανείου, όπως της χάριζε τη βεβαιότητα ότι θα κέρδιζε τον εμφύλιο σπαραγμό. Σωστά ειπώθηκε πως με την προοπτική της διανομής του πρώτου δανείου τερματίστηκε ο πρώτος εμφύλιος και με την προοπτική του δευτέρου αρχίζει ο δεύτερος. Όταν πήρε τέλος και ο δεύτερος εμφύλιος κι έπεσε το Μεσολόγγι και παραιτήθηκε ο Κουντουριώτης και σχηματίστηκε η κυβέρνηση Ζαΐμη βρέθηκαν στο ταμείο του κράτους όλα και όλα 60 γρόσια!».[17]

Ως συμπέρασμα μπορούμε να πούμε ότι τα δύο δάνεια που συνάφθηκαν για να κάνουν την Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος, τελικά της δημιούργησαν στενούς δεσμούς εξάρτησης, που υποθήκευσαν το μέλλον της για πολλές δεκαετίες.

Η γαλλική «πρόταση»: Η γαλλική πολιτική απέναντι στον ελληνικό αγώνα ήταν διπλοπρόσωπη. Από τη μία εξόπλιζε και οργάνωνε το στρατό του Ιμπραήμ και από την άλλη επιχειρούσε να αποκτήσει προσβάσεις και επιρροή στους επαναστάτες με την ίδρυση του γαλλικού φιλελληνικού κομιτάτου (1825). Αν ο Μεχμέτ Αλή κατακτούσε την Πελοπόννησο η Γαλλία θα είχε ένα ισχυρό προγεφύρωμα απέναντι στα αγγλικά Επτάνησα και τη ρώσικη επιρροή ενώ αντίθετα αν οι Έλληνες κατάφερναν να επιβιώσουν από την τουρκοαιγυπτιακή επίθεση θα ήταν ευγνώμονες στο γαλλικό «φιλελλληνικό κομιτάτο για τη βοήθεια. Τέλη Μαΐου 1825 οι λιγοστοί οπαδοί της γαλλόφιλης μερίδας στην Ελλάδα πίστεψαν ότι ήταν βέβαιη η εκλογή του δούκα Nemours στον ελληνικό θρόνο. Δύο χρόνια νωρίτερα, από το 1823, οι Ζακυνθινοί αδερφοί Γεώργιος και Σπυρίδων Βιτάλης είχαν έρθει σε επαφή με τον δούκα της Ορλεάνης, για να προετοιμάσουν το έδαφος. Μάλιστα, το Νοέμβριο του 1824 τα δυο αδέρφια συναντήθηκαν και με τον Γάλλο πρωθυπουργό Villele, ο οποίος τους ενθάρρυνε και τους υποσχέθηκε μυστική οικονομική βοήθεια με σκοπό την πραγμάτωση του σχεδίου τους. Έτσι τα δύο αδέρφια μαζί με τον Γάλλο στρατηγό Roche, τον Απρίλιο του 1825, έφθασαν στο Ναύπλιο με βασική αποστολή την οργάνωση κόμματος και στη συνέχεια την επίσημη πρόσκληση προς τον δούκα Nemours να αναλάβει τον ελληνικό θρόνο. Ο στρατηγός Roche κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Κυβέρνησης καθώς υποσχόταν ότι ο 11χρονος Δούκας θα έφερνε μαζί του αμύθητους θησαυρούς και δύναμη 12.000 αντρών οι οποίοι θα εκδίωκαν τον Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο. Η προσπάθεια κατέρρευσε από την ταχύτατη αγγλική αντίδραση.

Τα «κόμματα»: Ενώ όμως οι Βιτάληδες εργάζονταν για την επίτευξη του στόχου τους, μια άλλη ομάδα Ζακυνθινών, οι Δ. Ρώμας, Μ. Στεφάνου και Κ. Δραγόνας, οι οποίοι αρχικά είχαν συστήσει μια επιτροπή με σκοπό τον ανεφοδιασμό των αγωνιζόμενων Ελλήνων, προετοίμαζαν έναν κύκλο, όχι ακόμη κόμμα, περισσότερο αντιορλεανικό και αντικαποδιστριακό, παρά φιλοαγγλικό. Για τις ενέργειες τους ενήμερος ήταν ο Άγγλος ύπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων Frederic Adam. Παράλληλα, μια τρίτη ομάδα: Ι. Θεοτόκης, Αλ. Ζαΐμης, Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας κ.ά. προετοίμαζαν κι αυτοί με τη σειρά τους μια πρόσκληση προς τον Καποδίστρια για να αναλάβει τα ηνία του νεότευκτου κράτους, και υπολόγιζαν πως με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να περιμένουν βοήθεια από τον Τσάρο και τη Ρωσία. Ανάλογα με τις ελπίδες που είχαν οι Έλληνες για βοήθεια από τις Μεγάλες Δυνάμεις στρέφονταν και οι συμπάθειές τους. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες διαμορφώθηκαν οι πυρήνες των τριών κομμάτων (αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό).

Η Πράξη Υποτέλειας: Αρχικά, ο Αλ. Μαυροκορδάτος, όπως και οι Γ. Κουντουριώτης και Ι. Κωλέττης είχαν υποστηρίξει τη κίνηση των αδελφών Βιτάλη και φαίνονταν να στρέφονται προς την πλευρά της Γαλλίας. Κάτω όμως από την πίεση των γεγονότων-ο Ιμπραήμ προχωρούσε από νίκη σε νίκη-ο Μαυροκορδάτος άλλαξε στάση και συντάχθηκε με την επιτροπή της Ζακύνθου. Έτσι, ενώ η ελληνική κυβέρνηση είχε υποσχεθεί στον στρατηγό Roche ότι θα προωθούσε την υποψηφιότητα του Nemours, άλλαξε στάση και αποφάσισε να στείλει στον Λονδίνο τον Γεώργιο Σπανιολάκη, ο οποίος θα αντικαθιστούσε τον Ιωάννη Ζαΐμη ως μέλος της τριμελούς επιτροπής του δανείου, για να συναντήσει τον G. Canning και να του επιδώσει μια επιστολή εκ μέρους της Κυβέρνησης (Αύγουστος 1825). Στην επιστολή ο Μαυροκορδάτος εξηγούσε γιατί είναι προς το συμφέρον της Αγγλίας να αναλάβει την προστασία της Ελλάδας αφού η Ελλάδα θα προστάτευε τα εμπορικά συμφέροντα της Αγγλίας στο δρόμο προς τις Ινδίες και καλούσε την Αγγλία να διαλέξει τον νέο ηγεμόνα της Ελλάδας (πρότεινε τον Λεοπόλδο του Σαξ Κόμπουργκ).

Ο δρόμος για την αίτηση προστασίας προς την Αγγλία είχε ανοίξει. Η επιτροπή της Ζακύνθου είχε ετοιμάσει κείμενο-έκκληση για την εγκαθίδρυση αγγλικού προτεκτοράτου στην Ελλάδα. Το κείμενο συγκέντρωσε τις υπογραφές σχεδόν όλων των πολιτικών, στρατιωτικών και ναυτικών αρχηγών άμεσα. Σε διάστημα μιας εβδομάδας η αίτηση προστασίας ή «Πράξις Υποταγής» (Act of Submission) είχε εγκριθεί και από το Βουλευτικό και από το Νομοτελεστικό (1 Αυγούστου 1825). Το πρωτότυπο έγγραφο της «Πράξεως» είχε γραφεί στην αγγλική γλώσσα και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα ελληνικά, για να υπογραφεί από εκείνους τους πολιτικούς, στρατιωτικούς και ναυτικούς αρχηγούς, των οποίων η έγκριση θεωρούταν απαραίτητη. Λίγοι ήταν αυτοί που δεν την ενέκριναν και αντέδρασαν στα σχέδια του Μαυροκορδάτου, όπως οι Κουντουριώτης και Κωλέττης, ο Δημ. Υψηλάντης, ο Γκούρας και ο Νικηταράς.

Ας δούμε όμως τα βασικά σημεία αυτού του κειμένου υποταγής της Ελλάδας στην Αγγλία. Αρχικά, οι υπογράφοντες την πράξη σε 11 άρθρα εξηγούν τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκαν να ζητήσουν την προστασία της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας: έχουν εξαντλήσει όλα τα μέσα στον αγώνα για την απόκτηση της ελευθερίας, ακόμη και την προσφορά του αίματος τους (άρθρο 1)· θέλουν να προλάβουν την δράση των ξένων πρακτόρων οι οποίοι έχουν σκοπό να «συστήσουν νέους σχηματισμούς πολιτικούς, αρμοδίους προς το πνεύμα και τα τέλη» (άρθρο 4) των Δυνάμεων που υπηρετούν, διχάζοντας τους Έλληνες (!)· διαβλέπουν «με μεγάλην θλίψιν αυτούς τους Χριστιανούς οπλιζομένους εναντίον των οπαδών του Ευαγγελίου και εις βοήθειαν εκείνων του Αλκορανίου, εις τρόπον, ώστε, στρατιώται ευρωπαίοι (υπονοούνται οι Γάλλοι αξιωματικοί που ήταν στο πλευρό του Ιμπραήμ), εναντίον πάσης αρχής αληθούς πολιτικής και ηθικής σπεύδουν να διδάξουν, διορίσουν και οδηγήσουν τα στίφη των βαρβάρων, διευθυνόμενα να λεηλατήσουν την ιεράν εκείνην γην» (άρθρο 6)· έχουν διαπιστώσει πως «η Διοίκησις της Μεγάλης Βρεττανίας, ευτυχής εις το να διευθύνη λαόν ελεύθερον, είναι η μόνη, ήτις διετήρησε μέχρι λεπτού καθαράν την ουδετερότητα, περιφρονούσα να μιμηθή τας αναφανδόν βίας ή τας νεφώδεις διαχειρίσεις, αι οποίαι απ’ άλλους αδιακόπως επράχθησαν και πράττονται εις την Ελλάδα, Κωνσταντινούπολιν και Αίγυπτον» (άρθρο 7)· επιθυμούν η Ελλάδα να αποκτήσει Διοίκηση «υπερτέραν των παθών και σχέσεων» (άρθρο 9) και τέλος πρέπει να ωφεληθεί η Ελλάδα από την παρουσία των βρεττανικών δυνάμεων στην περιοχή «ως και να ελπίση εις την ευθύτητα και φιλανθρωπίαν της ισχυρής αυτής Διοικήσεως» (άρθρο 11).

Γι’ αυτούς τους λόγους Έλληνες αποφάσισαν να θέσουν εκούσια «την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού Ελευθερίας, Εθνικής Ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως (του Έθνους) υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρεττανίας». Η πράξη υποτέλειας είχε συντελεστεί. Η Ελλάδα μετατρεπόταν από την ελληνική κυβέρνηση σε αγγλικό προτεκτοράτο.

Η Αγγλία, όμως, μέσω του G. Ganning, δεν έκανε αποδεκτή την «Πράξιν υποταγής». Η δικαιολογία που πρόβαλε ήταν ενδεικτική των προθέσεων της απέναντι στην Επανάσταση: αν δεχόταν να αναλάβει την προστασία των Ελλήνων, θα έπρεπε να εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία. Ο Κάνινγκ δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Οι Άγγλοι με την άρνηση της πράξης υποτέλειας κατάφερναν να ανατρέψουν το γαλλικό σχέδιο για την αναγόρευση του Δούκα του Nemours ως βασιλιά της Ελλάδας και ταυτόχρονα απέτρεπαν οποιαδήποτε ενέργεια της Ρωσίας χωρίς τη δική της συγκατάθεση. Εξάλλου καμία Δύναμη δε θα δεχόταν αγγλική πρωτοκαθεδρία στο Ανατολικό Ζήτημα.

Η αντίδραση των Ελλήνων στην απρόσμενη άρνηση της Αγγλίας, απρόσμενη κι αυτή σε σχέση με την πράξη υποτέλειας που πριν λίγο είχαν υπογράψει: «οι Έλληνες δεν θα ξαναζούσαν ποτέ φιλικά με τους Τούρκους εγκατεστημένους ανάμεσά τους. Έπρεπε ή να νικήσουν ή να πεθάνουν». Δικαιωμένος από την εξέλιξη των γεγονότων βγήκε και ο Δημήτριος Υψηλάντης ο οποίος αρνούμενος να υπογράψει το κείμενο της «Πράξεως» είχε πει: «Έχομε πάρα πολύ ακριβά αγορασμένην την ελευθερίαν μας ώστε να την χαρίσωμεν τόσον φθηνά εις τον τυχόντα».[18]

ΣΤ. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826)

Οι αλλεπάλληλες επιτυχίες του αιγυπτιακού στρατού υπό τον Ιμπραήμ δημιουργούσαν νέες συνθήκες στο Ανατολικό ζήτημα. Οι Γάλλοι ήταν ικανοποιημένοι γιατί μπορεί να έχασαν το ελληνικό στέμμα αλλά ο προστατευόμενός τους Μεχμέτ Αλή θριάμβευε στην Πελοπόννησο. Ζωηρές ανησυχίες στην Αγγλία και στη Ρωσία. Όχι για τη γενοκτονία που διέπρατταν τα αιγυπτιακά στρατεύματα αλλά αποκλειστικά για τα συμφέροντά τους που απειλούνταν. Οι Άγγλοι ανησυχούσαν γιατί η γαλλοαραβική συνεργασία ανέτρεπε τις ισορροπίες στη Μεσόγειο. Οι Ρώσοι είχαν ενοχληθεί από το θρίαμβο της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα (δάνεια, Πράξη Υποτέλειας). Από την άλλη οι νίκες του Ιμπραήμ ανέτρεπαν τη στρατηγική τους να εμφανίζονται ως προστάτες των ομόδοξων Ελλήνων. Νίκη του Ιμπραήμ σήμαινε εξόντωση των Ελλήνων, μεταφορά όσων επιβίωναν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου και εγκατάσταση στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη μουσουλμάνων μαμελούκων!! Αυτή ήταν η συμφωνία του Σουλτάνου με τον Μεχμέτ Αλή. Η εγκατάσταση όμως συμπαγούς μουσουλμανικού πληθυσμού στη Νότιο Βαλκανική σήμαινε ενίσχυση του Σουλτάνου και απώλεια της δυνατότητας για μελλοντική επιρροή και κάθοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο.

Στις 1 Δεκέμβρη 1825 ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ πέθανε και τον διαδέχτηκε ο Νικόλαος Α΄ ο οποίος σε αντίθεση με τον προκάτοχό του έσπευσε με τις δηλώσεις του να κάνει σαφές στις άλλες Δυνάμεις την πρόθεσή του να λύσει δυναμικά τις διαφορές του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Στις 17 Μαρτίου 1826 η Ρωσία απαίτησε με τελεσίγραφο έξι ημερών να γίνουν σεβαστά από τον σουλτάνο Μαχμούτ τα προνόμια των ηγεμονιών (Βλαχία, Μολδαβία) και η αυτονομία της Σερβίας, όπως προέβλεπε παλαιότερη διακρατική συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812). Η βρετανική διπλωματία στόχευε στην αποτροπή της πολεμικής σύγκρουσης του οθωμανικού κράτους με τη Ρωσία κι έτσι έπεισε την Υψηλή Πύλη να συνάψει τη Συνθήκη του Άκερμαν (25 Σεπτεμβρίου 1826), η οποία περιλάμβανε επαχθείς για την Τουρκία όρους: Την κυριαρχία της Ρωσίας στον Καύκασο και την ελεύθερη ναυσιπλοΐα των ρωσικών πλοίων στα οθωμανικά ύδατα.

Ταυτόχρονα ο Άγγλος διπλωμάτης και στρατηγός Wellington, που είχε μεταβεί στη Ρωσία για να συγχαρεί το νέο Τσάρο, κι ο Ρώσος πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών Nesselrod, μετά από συζητήσεις λίγων ημερών, υπέγραψαν στις 23 Μαρτίου 1826 το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και συμφώνησαν να επέμβουν μεσολαβητικά για τη δημιουργία ενιαίου ελληνικού κράτους, υποτελούς, όμως, στο Σουλτάνο, καθορίζοντας, όμως, οι δυο δυνάμεις (Αγγλία-Ρωσία) τους όρους του ελληνοτουρκικού συμβιβασμού. Παράλληλα, δήλωναν πως δέχονταν τη σύμπραξη και των άλλων δυνάμεων. Ο Τσάρος, με την υπογραφή του εν λόγω Πρωτοκόλλου, είχε πετύχει στο στόχο του, να πετύχει την ειρήνευση στην Ελλάδα χωρίς να έρθει σε αντιπαράθεση με την Αγγλία.

Με το πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826), εγκαταλείφθηκε πια το σχέδιο των 3 ηγεμονιών, εξοβελίζονταν η Αυστρία και ο Μέττερνιχ από τον κατάλογο των άμεσα ενδιαφερομένων για την Επανάσταση των Ελλήνων, αποτρεπόταν – προς το παρόν – ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και ουσιαστικά η Ιερά Συμμαχία διαλυόταν. Ήταν το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη στους Έλληνες μνημονεύοντας το όνομα «Ελλάδα» και της εξασφάλιζε αυτονομία με ντόπιους αιρετούς άρχοντες και καταβολή φόρου υποτέλειας.

Λίγες μέρες μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης το Μεσολόγγι έσβησε (10 Απρίλη 1826). Η αντίσταση περιορίστηκε γύρω από την Αθήνα με αρχηγό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ο οποίος σκοτώθηκε στις 23 Απρίλη 1827 και το ελληνικό στράτευμα, υπό τις οδηγίες των Κόχραν και Τσώρτς, οδηγήθηκε στην πιο αιματηρή και τραγική συντριβή στον Ανάλατο (Φάληρο). Ο Μέτερνιχ πανηγύριζε. Το Πρωτόκολλο δεν είχε πια καμία αξία και επιτέλους η ελληνική επανάσταση έσβηνε.[19]

Ζ. Η Συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827)

Το «Πρωτόκολλο της Πετρούπολης» μετά από δεκαπέντε μήνες μετατράπηκε σε «Συνθήκη του Λονδίνου». Η Συνθήκη του Λονδίνου υπογράφηκε στην αγγλική πρωτεύουσα από τους πληρεξούσιους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Περιελάμβανε επτά άρθρα φανερά κι ένα συμπληρωματικό που ήταν μυστικό. Το περιεχόμενό της σε γενικές γραμμές προέβλεπε να υπάρξει ανακωχή μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων για την επίλυση των μεταξύ τους διαφορών. Η μεσολάβηση αυτή θα αποσκοπούσε στα εξής: Να γίνει η Ελλάδα αυτόνομο κράτος, φόρου υποτελές στον Σουλτάνο του οποίου την επικυριαρχία όφειλε να αναγνωρίσει. Να αποζημιωθούν οι Οθωμανοί, των οποίων οι περιουσίες θα περνούσαν στην κυριότητα Ελλήνων και τέλος να οριστούν τα σύνορα του αυτόνομου ελληνικού κράτους ύστερα από διαπραγματεύσεις.

Ακόμη, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις διακήρυτταν ότι «δε θέλουν ζητήσει εις αυτάς τας συμφωνίας οποιανδήποτε αύξησιν ορίων γης, οποιανδήποτε αποκλειστικήν επιρροήν, οποιονδήποτε εμπορικόν πλεονέκτημα διά τους υπηκόους των, το οποίον οι υπήκοοι οποιουδήποτε άλλου Έθνους να μην δύνανται επίσης να απολαύσουν». Στην πραγματικότητα βεβαίως επρόκειτο για μια υποκριτική διακήρυξη από μέρους τους, αφού έχοντας τον κύριο λόγο στις ελληνικές υποθέσεις και στις σχέσεις των επαναστατημένων Ελλήνων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχαν ανάγκη από κανένα επιπλέον προνόμιο.

Η Αγγλία προσπαθούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία για να λύσει το ελληνικό ζήτημα και ασφαλώς να περιορίσει τη δράση και την αυξανόμενη επιρροή της Ρωσίας. Για το λόγο αυτό ο Κάνινγκ επισκέφτηκε μυστικά το Γάλλο βασιλιά ώστε και η Γαλλία να μπει στο διπλωματικό παιχνίδι.

Η Γαλλία προσχώρησε παρά τους αρχικούς δισταγμούς στη Συμφωνία γιατί φοβόταν μήπως απομονωθεί από τα γεγονότα. Σχεδίαζε την κατάληψη της Αλγερίας (την κατέλαβε το 1830) για αυξημένη επιρροή στην ανατολική Μεσόγειο και προτιμούσε να αποδυναμωθεί ο προστατευόμενός της Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Στο εσωτερικό μέτωπο η κοινή γνώμη είχε αγανακτήσει από τις φρικαλεότητες του Ιμπραήμ και τη στήριξη που παρείχε η γαλλική Κυβέρνηση. Το συντηρητική παράταξη που κυβερνούσε διασπάστηκε, ένα τμήμα της προσχώρησε στη φιλελεύθερη αντιπολίτευση και ξέσπασε πολιτική κρίση. Με την πτώση του Μεσολογγίου η λαϊκή κατακραυγή κορυφώθηκε γιατί η γαλλική βοήθεια είχε προκαλέσει τον αφανισμό των Ελλήνων.

Η Ρωσία με το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης είχε αυξήσει την επιρροή της και πίεζε εκβιαστικά τις άλλες δύο δυνάμεις γιατί διατηρούσε το δικαίωμα της μονομερούς επέμβασης.

Στο μυστικό άρθρο της συνθήκης του Λονδίνου προβλεπόταν πως αν στο διάστημα ενός μηνός η οθωμανική κυβέρνηση δεν αποδεχόταν το περιεχόμενο της συνθήκης, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις θα ανέπτυσσαν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους με την ελληνική πλευρά, θα επέβαλαν την ανακωχή, χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσο και στη συνέχεια θα προχωρούσαν στην επιβολή των αρχών ειρήνευσης μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων, όπως αυτές αναφέρονταν στην εν λόγω συνθήκη. Χωρίς αμφιβολία, η συνθήκη του Λονδίνου τοποθετούσε σε μια εντελώς καινούρια βάση την ελληνική επανάσταση, σε μια στιγμή που αυτή βρισκόταν σε δύσκολη θέση και φυσικά έδινε μια άλλη διάσταση στην ελληνική υπόθεση η οποία έμπαινε πια και επίσημα υπό την κηδεμονία και την «προστασία» των ξένων.[20]

Η. Τα επακόλουθα της Συνθήκης του Λονδίνου: Η ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827).

Η Συνθήκη του Λονδίνου, μαζί με το συμπληρωματικό μυστικό άρθρο δημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου στις 12 Ιουλίου του 1827 κι όπως ήταν φυσικό προκάλεσε ενθουσιασμό στην ελληνική πλευρά.

Άμεση συνέπεια της Συνθήκης ήταν η αποστολή τμημάτων των στόλων των τριών Μεγάλων Δυνάμεων στη Μεσόγειο. Το τμήμα του ρωσικού στόλου είχε επικεφαλής το ναύαρχο Χέιντεν, το τμήμα του αγγλικού το ναύαρχο Κόδριγκτον και το τμήμα του γαλλικού το ναύαρχο Ντεριγνί. Βέβαια, η πολιτική των τριών Μεγάλων Δυνάμεων παρά την υπογραφή της συνθήκης συνέχιζε να μην είναι ενιαία.

Η Ρωσία βιαζόταν να έχει τη στρατιωτική πρωτοβουλία, για να είναι πανέτοιμη στην προώθηση των σχεδίων της την κατάλληλη στιγμή. Έτσι άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στη Βεσαραβία, ενώ ο στόλος της εξέπλευσε για τη Μεσόγειο προτού υπογραφεί η Συνθήκη. Επιπλέον, δύο μέρες μετά την υπογραφή, στις 8 Ιουλίου, ο Τσάρος Νικόλαος προσδιόρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια για το αξίωμα του Κυβερνήτη της Ελλάδας.

Από την άλλη, η Αγγλία με τη Γαλλία δεν είχαν καμία πρόθεση να οδηγήσουν τα πράγματα στα άκρα ή να προκαλέσουν σοβαρά πλήγματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι οδηγίες που είχε πάρει ο αρχηγός του αγγλικού στόλου στη Μεσόγειο ναύαρχος Κόδριγκτον έλεγαν ξεκάθαρα πως «η ακριβής επιδίωξη των τριών δυνάμεων είναι να παρεμβληθούν σαν ειρηνοποιοί». Επίσης, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνιγκ διατάχτηκε από την κυβέρνησή του να ενημερώσει την κυβέρνηση του Σουλτάνου ότι «η βρετανική κυβέρνηση απευθύνεται για μια ακόμη φορά ιδιαίτερα και μόνη, με τρόπο φιλικό στην Πύλη (οθωμανική κυβέρνηση), για να της δηλώσει ότι παρά την επιθυμία της να θέσει τέρμα στη σημερινή αναρχία και να σώσει μέρος του ελληνικού πληθυσμού από προφανή καταστροφή, όμως δεν επιθυμεί λιγότερο να στερεώσει την πολιτική ύπαρξη της Τουρκίας». Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού η Βρετανία συμβούλευε την Πύλη ν’ αποδεχτεί τις προτάσεις που της έγιναν. Η βρετανική κυβέρνηση ξεκαθάριζε προς το Σουλτάνο ότι «παραχωρώντας μια περιορισμένη πολιτική ύπαρξη στους Έλληνες, δε σκέπτεται καθόλου να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της Τουρκίας». Σ’ ό,τι δε αφορούσε την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διευκρίνιζε: «Ομολογούμε ότι μπορεί να υπάρξουν εύλογες αιτίες ανησυχιών της Πύλης και να διατηρεί υπόνοιες απέναντι της μίας από τις τρεις δυνάμεις που υπέγραψαν τη συνθήκη.

Όμως δεν πρέπει να ανησυχεί για τα αισθήματα από τα οποία εμφορούνται απέναντι στην Πύλη η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία. Φρόνιμη και λογική πολιτική απαιτεί την αποκατάσταση σχέσεων με τις δύο Δυνάμεις που θα μπορέσουν τότε ν’ απομακρύνουν από την Τουρκία κάθε κίνδυνο που μπορούν να προκαλέσουν τα φιλόδοξα σχέδια της τρίτης δύναμης».

Βέβαια, η Ιστορία ακολουθεί τη δική της πορεία κι όχι τα σχέδια επί χάρτου των ισχυρών του κόσμου. Ενθαρρυμένος από την αγγλογαλλική πολιτική, από τις αντιθέσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και φυσικά από τις αποτυχίες της ελληνικής επανάστασης ο Σουλτάνος αρνήθηκε να υποταχθεί στη Συνθήκη του Λονδίνου. Στις 5 Αυγούστου 1827 ο βρετανικός στόλος, με επικεφαλής τον Κόδριγκτον, και ο γαλλικός, με επικεφαλής τον Δεριγνί, έφτασαν στο Ναύπλιο, όπου ανήγγειλαν στην ελληνική κυβέρνηση τη Συνθήκη του Λονδίνου. Παράλληλα, ζητούσαν να μεταφερθεί η πρωτεύουσα του κράτους στην Αίγινα, πράγμα που έγινε. Στις 12 Σεπτεμβρίου ο Κόδριγκτον έφτασε στο Ναβαρίνο, όπου βρισκόταν ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, και κοινοποίησε το περιεχόμενο της Συνθήκης του Λονδίνου. Το ίδιο έκανε και ο Δεριγνί με τον Ιμπραήμ ο οποίος ενώ ζήτησε από τους δυο ναυάρχους (ο ρωσικός στόλος δεν είχε φτάσει ακόμα) εικοσαήμερη προθεσμία για να λάβει νέες οδηγίες συνέχιζε με αμείωτη ένταση τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο και τις επόμενες μέρες δύο μοίρες του τουρκοαιγυπτιακού στόλου εξήλθαν από το Ναβαρίνο με κατεύθυνση την Ύδρα και την Πάτρα. Εμποδίστηκαν, όμως, από τον συμμαχικό στόλο και αναγκάσθηκαν να προσορμιστούν και πάλι στο Ναβαρίνο. Στις 3 Οκτωβρίου 1827 έληξε η προθεσμία που είχε ζητήσει ο Ιμπραήμ. Οι τρεις συμμαχικοί στόλοι (ήδη είχε καταπλεύσει και ο ρωσικός με επικεφαλής τον Χέιδεν) αγκυροβόλησαν έξω από τη Σφακτηρία. Στις 6 Οκτωβρίου έγινε σύσκεψη των τριών ναυάρχων. Όλοι επιθυμούσαν την ανάληψη δράσης διότι αντιλαμβάνονταν ότι ο Ιμπραήμ δεν επρόκειτο να πειθαρχήσει. Οι ναύαρχοι δεν ήθελαν να τους βρει ο δύσκολος χειμώνας έξω από το Ναβαρίνο. Έλαβαν επίσης μια επιστολή από τον Κολοκοτρώνη, που τους ανέφερε ότι οι άνδρες του Ιμπραήμ προέβαιναν σε μεγάλες καταστροφές πυρπολήσεις και λεηλασίες στη Μεσσηνία. Έτσι, έστειλαν τον συνταγματάρχη Κράντοκ, για να μεταφέρει τελεσιγραφική απαίτηση στον Ιμπραήμ να σταματήσει κάθε εχθρική ενέργεια στον Μοριά. Ο Ιμπραήμ απέφυγε να συναντήσει τον Κράντοκ κι έτσι οι ναύαρχοι αποφάσισαν να μπουν στον Κόλπο του Ναβαρίνου, για να επιτηρούν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο που βρισκόταν εκεί.

Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος αποτελούνταν από 89 σκάφη και 41 μεταγωγικά, από τα οποία τα 8 ήταν αυστριακά. Σύνολο πυροβόλων 2.240. Η συμμαχική δύναμη ήταν πολύ μικρότερη: 12 βρετανικά πλοία, 8 ρωσικά και 7 γαλλικά με σύνολο πυροβόλων 1.324. Επικεφαλής όλων των δυνάμεων των συμμάχων ήταν ο Κόδριγκτον, που έφερε τον βαθμό του αντιναυάρχου, καθώς οι Δεριγνί και Χέιδεν ήταν υποναύαρχοι.

Το μεσημέρι της 8ης Οκτωβρίου τα πλοία του συμμαχικού στόλου άρχισαν να εισπλέουν στον κόλπο του Ναυαρίνου, με επικεφαλής την αγγλική ναυαρχίδα. Ο Κόδριγκτον ήλπιζε ότι έστω και την τελευταία στιγμή ο Ιμπραήμ θα συμφωνούσε. Ωστόσο οι Αιγύπτιοι άρχισαν την επίθεση εναντίον της αγγλικής λέμβου, την οποία είχε στείλει με λευκή σημαία ο Κόδριγκτον προς συνεννόηση, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Έλληνας πηδαλιούχος της Πέτρος Μικέλης. Αυτή ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά. Παρά την αριθμητική υπεροχή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και τη βοήθεια των πυροβολείων της Σφακτηρίας, οι Σύμμαχοι κατάφεραν να επικρατήσουν καθώς είχαν μεγαλύτερη δύναμη πυρός. 12 φρεγάτες, 22 κορβέτες και 25 μικρότερα πλοία των τουρκοαιγυπτίων καταστράφηκαν. Οι απώλειες των Οθωμανών υπολογίζονταν σε 6.000 ενώ μόνο πάνω στην τουρκική και αιγυπτιακή ναυαρχίδα οι νεκροί και οι τραυματίες ήταν περίπου 1.000. Από τη συμμαχική πλευρά οι νεκροί και τραυματίες ήταν 654 άνδρες εκ των οποίων 272 Βρετανοί, 184 Γάλλοι και 198 Ρώσοι. Μέσα σε τέσσερεις ώρες ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά. Όπως ήταν φυσικό, η νίκη του συμμαχικού στόλου στο Ναβαρίνο πανηγυρίστηκε έντονα στην Ελλάδα. Ο λαός έβλεπε ότι η ημέρα της λευτεριάς ζύγωνε. Απόλυτη ικανοποίηση στην Αγία Πετρούπολη. Η καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου ήταν ένα ισχυρότατο πλήγμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εξυπηρετούσε τα ρωσικά συμφέροντα (είχε εξουδετερωθεί ένας σοβαρός αντίπαλος στρατιωτικός και εμπορικός) και ενίσχυε την πολιτική του Τσάρου για ένοπλη λύση των ρωσοτουρκικών διαφορών.

Στη Γαλλία η Κυβέρνηση χαιρέτισε τη νίκη στο Ναβαρίνο. Ήταν μια ευκαιρία να λησμονηθούν οι ταπεινώσεις της ναπολεόντειας αυτοκρατορίας και μια λαμπρή ευκαιρία για «ένδοξη δράση» του γαλλικού πολεμικού ναυτικού. Στην πραγματικότητα η συντηρητική Κυβέρνηση ήθελε να ξεπλύνει τη ντροπή για την μέχρι τότε φιλοτουρκική και τυχοδιωκτική πολιτική της.

Ο γαλλικός Τύπος ήταν όμως αποκαλυπτικός: «..Χωρίς τη θέληση των υπουργών βρόντηξε το κανόνι στο Ναυαρίνο… Γάλλοι!! Έρχονται να σας μιλήσουν για δόξα αυτοί που …άφησαν επί έξι χρόνια να σφάζονται οι Έλληνες, αυτοί που επί έξι χρόνια ήταν οι συμπαραστάτες του πασά της Αιγύπτου… Νομίζουν ότι οι Γάλλοι είναι ανόητοι; Από πότε χρονολογείται η κυβερνητική συμπάθεια για τους Έλληνες; Δεν ήταν ο κ. Villele (ο πρωθυπουργός) ο καλύτερος φίλος του πασά της Αιγύπτου; Ποιος άνοιξε στον Μεχμέτ Αλή τους ναυστάθμους και τα ναυπηγεία μας; Ποιος έστειλε στην Αίγυπτο αξιωματικούς και στρατιώτες;… Ποιος τους ενθάρρυνε με δώρα να διδάξουν τους Άραβες την τέχνη της σφαγής; Ποιος τους παρακίνησε να πάνε στο Μοριά με το σπαθί «για να αποκαταστήσουν την τάξη»;…» (εφημερίδα: Le Courrier Francais, φύλλο 12 και 15 Νοεμβρίου 1828).

Στη Βρετανία ο διχασμός έντονος. Στους φιλελληνικούς κύκλους η συμμαχική νίκη έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Ωστόσο, η αλλαγή της Κυβέρνησης τον Ιανουάριο του 1828, οπότε ανέλαβε την εξουσία ο νικητής του Ναπολέοντα στο Βατερλό, δούκας του Ουέλινγκτον, άλλαξε τα δεδομένα. Η συνάντηση των δύο στόλων στο Ναβαρίνο χαρακτηρίστηκε «απροσδόκητη», ενώ η ναυμαχία που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε «ατυχές γεγονός» (entoward event), στο λόγο του θρόνου που εκφώνησε ο Ουέλινγκτον. Το κόμμα των συντηρητικών (Torries) καταδίκασε με οργή την πολεμική δράση «εναντίον παλαιού συμμάχου και μάλιστα στο πλευρό της Ρωσίας, του πατροπαράδοτου εχθρού της Μεγ. Βρεττανίας». Υπήρχε άλλωστε ο φόβος ότι άνοιγε πλέον ο «δρόμος» για κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Με αφορμή τις κατηγορίες εναντίον του Κόδρινγκτον ότι άφησε τα καράβια του Ιμπραήμ να φύγουν πίσω στην Αλεξάνδρεια μεταφέροντας 5.000 αιχμαλώτους (γυναικόπαιδα) που θα πουλούσε ως δούλους, ο ναύαρχος το Μάρτη του 1828 έπεσε σε δυσμένεια, του αφαιρέθηκε η διοίκηση της αγγλικής μοίρας, ανακλήθηκε και κινδύνεψε να περάσει από ναυτοδικείο. Στη Βιέννη ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος χαρακτήρισε τη ναυμαχία σαν «δολοφονία», ενώ ο Μέτερνιχ υποστήριξε ότι «θα ακολουθούσε γενικό χάος».[21]

Θ. Οι Γάλλοι στην Πελοπόννησο (1828)

Μετά την καταστροφή του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου στo Ναβαρίνου, για να αποκατασταθεί η ελευθερία και η ασφάλεια του εμπορίου και κυρίως η ισορροπία στο Ανατολικό Ζήτημα έπρεπε να γίνει ανακωχή, να απομακρυνθεί ο Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο και να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για την τελική μορφή του αναδυόμενου Ελληνικού κρατιδίου. Η Ρωσία ζητούσε δυναμική λύση με στρατιωτική επέμβαση των τριών δυνάμεων διότι η Πύλη δε θα δεχόταν ειρηνική διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος. Η Αγγλία μουδιασμένη δεν ήθελε να οξύνει περισσότερο την κατάσταση και επέμενε σε ειρηνική αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος. Η Γαλλία έψαχνε την ευκαιρία να καλύψει το χαμένο έδαφος και να επέμβει για να ανακτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Μετά από συζητήσεις στις 19 Ιουλίου 1828 αποφασίστηκε να σταλεί γαλλικός στρατός με 14.000 στρατιώτες στην Πελοπόννησο για να απομακρύνει τον Ιμπραήμ υπό τον μαρκήσιο, στρατηγό Maison. Η Αγγλία συμφώνησε να υποστηρίξει την μεταφορά του γαλλικού στρατού γιατί δεν ήθελε να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στους Γάλλους ενώ ταυτόχρονα χρειαζόταν τη συνεννόηση και τη συνεργασία με τη Γαλλία απέναντι στη Ρωσία.

Ο Ιμπραήμ βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Είχε χάσει το ναυτικό του και είχε αποκοπεί ο ανεφοδιασμός του, βρισκόταν σε ναυτικό αποκλεισμό, οι Αλβανοί μισθοφόροι είχαν αποχωρήσει γιατί δεν πληρώνονταν και οι Έλληνες συνεχώς τον παρενοχλούσαν. Με την εκστρατεία των Γάλλων στην Πελοπόννησο εξασφαλιζόταν μία έντιμη και ηρωική αποχώρηση του Ιμπραήμ η οποία δε θα πλήγωνε άλλο το γόητρο και τη φήμη του Ιμπραήμ και του Μεχμέτ Αλή και κυρίως δεν θα εξέθετε τον Μεχμέτ Αλή στα μάτια του Σουλτάνου. Από την άλλη η επιχείρηση θα εμφανιζόταν στους Έλληνες ως επέμβαση των «Μεγάλων Δυνάμεων» υπέρ τους. Αιώνια υποχρέωση προς τους Σωτήρες. Οι Γάλλοι μετά από 7 χρόνια μισελληνική πολιτική εμφανίζονταν ως προστάτες των Ελλήνων ενώ εξυπηρετούσαν απλά τα δικά τους συμφέροντα. Ο Γάλλος πρωθυπουργός έλεγε: « ..Η γαλλική κυβέρνησις δεν έβλεπε άνευ μεγάλης ανησυχίας…το ενδεχόμενον, καθ’ ο η Υψηλή Πύλη ηδύνατο να παραδοθή (στους Ρώσους) δια μιας μόνης μάχης. Εσκέφθη τότε να αντισταθμίση τον κίνδυνον τούτον ενεργούσα την δια γαλλικού στρατού κατοχήν της Πελοποννήσου..».[22] Οι Άγγλοι δεν θα αφήσουν στους Γάλλους πλήρη ελευθερία κινήσεων. Μία εβδομάδα πριν ξεκινήσει ο Maison από την Τουλών ο Άγγλος ναύαρχος Κόδριγκτον έπλευσε στην Αλεξάνδρεια, συναντήθηκε με τον Μεχμέτ Αλή και υπέγραψε μαζί του την περίφημη συνθήκη της Αλεξάνδρειας (25 Ιουλίου 1828), που προέβλεπε την άμεση αποχώρηση του Ιμπραήμ και των στρατευμάτων του εντός λίγων εβδομάδων εκτός από 1.200 άνδρες που θα παρέμεναν ως φρουρά στα κάστρα (Ναυαρίνο, Μεθώνη, Κορώνη, Χλουμούτσι, Πάτρα και Ρίο). Αγγλογαλλικοί ανταγωνισμοί και μαχαιρώματα πίσω από τις πλάτες των Ελλήνων. Η αποχώρηση των Αιγυπτίων θα γινόταν χωρίς την παραμικρή ενόχληση από τους Γάλλους του Μαιζόν που επίσης δεν θα επέτρεπαν και σε Έλληνες να επιτεθούν στον εχθρό που κατέκαψε την πατρίδα τους. Στρατιωτικός περίπατος στην Ελλάδα η «ένδοξη εκστρατεία των Γάλλων»[23]. Τα Γαλλικά στρατεύματα έφθασαν στο Πεταλίδι Μεσσηνίας στις 5 Αυγούστου 1828 με σκοπό να επιβάλλουν την υπογραφείσα συνθήκη. Ο Ιμπραήμ όμως συνεχώς ανέβαλλε την αποχώρηση του κατά την συνθήκη, που είχε υπογράψει ο πατέρας του, αδιαφορώντας επιδεκτικά για την παρουσία των Γαλλικών στρατευμάτων. Πίστευε, ορθά, ότι οι Γάλλοι δεν επρόκειτο να του επιβάλλουν με την βία την τήρηση των όρων της συνθήκης της Αλεξάνδρειας. Στην πραγματικότητα όμως τα στρατεύματα του Ιμπραήμ βρίσκονταν σε πλήρη διάλυση και η περαιτέρω παραμονή τους στην Πελοπόννησο ήταν προβληματική. Ο Ιμπραήμ έφυγε μετά από ένα μήνα, τον Σεπτέμβριο του 1828, υπό την προστασία των συμμαχικών στόλων. Η αποχώρηση του διήρκεσε έναν ολόκληρο μήνα, ενώ απέσπασε και πολλούς αιχμαλώτους που πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα καταστρατηγώντας τους σχετικούς όρους της συνθήκης, τόσο πριν φτάσουν οι Γάλλοι όσο και μετά την άφιξη τους[24]. Οι Γάλλοι δεν αντέδρασαν, ενώ ο στρατηγός Μαιζόν κάλεσε τον σφαγέα των Ελλήνων να επιθεωρήσει τα γαλλικά στρατεύματα. Αφού διέτρεξε ο Ιμπραήμ έφιππος τα γαλλικά τμήματα παρακολούθησε ασκήσεις ελιγμών από το τρίτο Σύνταγμα και η ωραία τελετή ολοκληρώθηκε με ανταλλαγή δώρων!! Αμέσως μετά το τέλος της «λαμπρής τελετής» ο Maison παρέθεσε γεύμα προς τιμήν του! Ο καμπανίτης έρρεε άφθονος. Έγιναν προπόσεις υπέρ του Βασιλιά της Γαλλίας και του Μεχμέτ Αλή ενώ η ορχήστρα διασκέδαζε τον υψηλό προσκεκλημένο. Ο Ιμπραήμ ευχαριστημένος, γελούσε καταγοητευμένος. Τέλεια συναδέλφωση και οικειότητα. Γάλλοι, Αιγύπτιοι, Άγγλοι, Ρώσοι, Τούρκοι ανακατωμένοι και οι Έλληνες εμβρόντητοι να παρακολουθούν την αποθέωση του σφαγέα τους από τους υποτιθέμενους σωτήρες τους[25].

Μετά την αποχώρηση του Ιμπραήμ έμεναν πέντε φρούρια (Πάτρα, Κορώνη, Μεθώνη, Χλουμούτσι, Νεόκαστρο) στην Πελοπόννησο επανδρωμένα με Τούρκους στρατιώτες. Θεωρητικά οι Γάλλοι στρατιώτες όφειλαν να πολεμήσουν για να τα κυριεύσουν, ώστε να πετύχουν τον αντικειμενικό τους σκοπό. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Η Οθωμανική Πύλη είχε δώσει διαταγή στους Τούρκους να μην παραδώσουν τα φρούρια, αλλά και να μην σκοτώσουν Γάλλους στρατιώτες. Η ίδια περίπου διαταγή είχε δοθεί και στον Μαιζόν, έτσι συνέβησαν αλλόκοτες αναίμακτες μάχες που δεν περιλάμβαναν ανταλλαγές πυροβολισμών και σκοτωμούς. Η διαδικασία στα κάστρα της Μεθώνης και του Νεοκάστρου ήταν η ίδια. Οι αμυνόμενοι και οι επιτιθέμενοι δεν άνοιγαν πυρ, οι Γάλλοι έστηναν σκαλωσιές κοντά στα τείχη με αργούς ρυθμούς, ανέβαιναν και καταλάμβαναν τα φρούρια. Στο Νεόκαστρο ένας αυτόπτης μάρτυς περιγράφει: «Ανέβηκε πρώτα ένας αξιωματικός. Γλίστρησε όμως και έπεσε στα γόνατα. Τότε ένας Αιγύπτιος του απλώνει το θηκάρι του σπαθιού του για να τον βοηθήσει. Ανασηκώθηκε εκείνος, ανέβηκε στο τείχος και φώναξε στους Γάλλους: Φίλοι! Νικήσαμε! Ζήτω ο βασιλεύς!” (Εduard Driault Histoire diplomatique de la Grece de 1821 a nos jours). Στην Κορώνη που επαναλήφθηκε η ίδια διαδικασία, οι Τούρκοι πετροβόλησαν τους Γάλλους μηχανικούς που έστηναν τις σκαλωσιές τραυματίζοντας τους. Την επόμενη ημέρα η διαδικασία επαναλήφθηκε ομαλότερα και το φρούριο παραδόθηκε. Η μόνη εξαίρεση της αλλόκοτης αυτής διαδικασίας «απελευθέρωσης» ήταν στο φρούριο του Ρίου στην Πάτρα στις 18 Οκτωβρίου. Φανατικοί Τούρκοι στρατιώτες άνοιξαν πυρ στους ανυποψίαστους και ακάλυπτους για αυτό τον λόγο Γάλλους στρατιώτες, που είχαν 28 νεκρούς. Το φρούριο παραδόθηκε την επόμενη ημέρα υπό τον φόβο των Γαλλικών αντιποίνων. Συνολικά 2.800 Τούρκοι υπερασπιστές των κάστρων, στάλθηκαν με ασφάλεια πίσω στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε όλα τα φρούρια υψώθηκαν οι τρεις σημαίες των προστάτιδων δυνάμεων και έτσι ολοκληρώθηκε η εκκένωση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους.[26] Η Γαλλία είχε την ευκαιρία να συνεχίσει τις επιχειρήσεις της και πέραν του Ισθμού. Όμως η Αγγλία εναντιώθηκε σε αυτήν την προοπτική γιατί δεν ήθελε η Γαλλία να αυξήσει την επιρροή της και απαίτησε να σταματήσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα. Το κρατίδιο που θα φτιαχνόταν θα έπρεπε με κάθε τρόπο να είναι μικρό. Ο Καποδίστριας όμως συνέχισε τις επιχειρήσεις στη Ρούμελη για να μπορέσει αργότερα να την περιλάβει στην επικράτεια του κράτους.[27] Ο «ελευθερωτής» Maison θα αποχωρήσει το 1829 με την ευγνωμοσύνη των Ελλήνων για τη «βοήθεια». Στο εκστρατευτικό σώμα συμμετείχε και η «Επιστημονική Αποστολή» με επικεφαλή τον Adel Blouet, η οποία χαρτογράφησε την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και «μελέτησε» τα αρχαία μνημεία. Ο Maison αξίωσε από τον Καποδίστρια όχι μόνο ελεύθερες και ανεξέλεγκτες ανασκαφές από την «Επιστημονική Αποστολή» σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου αλλά και μεταφορά όλων των ευρημάτων στο Παρίσι!! Ο Καποδίστριας για να μη δυσαρεστήσει τους Γάλλους άλλαξε το άρθρο του Συντάγματος που δεν επέτρεπε την εξαγωγή αρχαιοτήτων εκτός Ελλάδας. Φεύγοντας οι Γάλλοι πήραν, ως «δώρο», μαζί τους σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα από την Ολυμπία, την οποία ανέσκαψαν, και την αρχαία Ήλιδα!!![28]. Ο Ιμπραήμ επιστρέφοντας στην Αίγυπτο, μαζί με τον πατέρα του, αποφάσισαν να επεκτείνουν την επιρροή τους στη Μέση Ανατολή εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία της Πύλης μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο. Με τη βοήθεια των Γάλλων ναυπήγησαν νέο σύγχρονο στόλο και αναδιοργάνωσαν το στρατό τους. Το 1832 με πρόφαση διαμάχες ανάμεσα σε τοπικές φυλές ο Ιμπραήμ επιτέθηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία και κατέλαβε τη Γάζα, τη Χάιφα και πόλεις της Συρίας.

Ο Σουλτάνος προσπάθησε να περιορίσει τους Αιγύπτιους, όμως στη μάχη του Ικονίου, τα αιγυπτιακά στρατεύματα κατανίκησαν τα οθωμανικά, που είχαν επικεφαλής τον Κιουταχή! Ο Ιμπραήμ κινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά αυτό δεν έγινε μετά από παρέμβαση της Ρωσίας!! Οι Ρώσοι βοηθούσαν τώρα τους «προαιώνιους εχθρούς τους», Τούρκους!!![29]. Με τη Συνθήκη της Κιουτάχειας (1833), το σύνολο σχεδόν της Συρίας δόθηκε στην Αίγυπτο και ο Σουλτάνος κρατούσε μόνο την ονομαστική κυριαρχία. Το 1839, Αιγύπτιοι και Οθωμανοί συγκρούστηκαν ξανά. Τον Ιούνιο του έτους αυτού, ο Ιμπραήμ νίκησε ξανά τα οθωμανικά στρατεύματα στο Νουσάιμπιν (Νεζίπ). Ακολούθησε παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστρία και Πρωσία), που βομβάρδισαν τις ακτές της Συρίας για να αποτρέψουν νέα προώθηση του Ιμπραήμ. Το 1840, επιβλήθηκε στον Μοχάμετ Άλη, Συνθήκη που ευνοούσε την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Ιμπραήμ ανακλήθηκε στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε από φυματίωση το 1848, λίγο πριν ή λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα του.

Ι. Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828-1829).

Οι τρεις Δυνάμεις μετά από μακρές διαπραγματεύσεις κατέληξαν στο τρίτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Μάρτιος 1829) το οποίο προέβλεπε αυτόνομο κράτος υπό κληρονομικό μονάρχη και με τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα στη γραμμή Αμβρακικού (Άρτα)-Παγασητικού (Βόλος). Περιλάμβαναν τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και τις Κυκλάδες. Το νέο κράτος προβλεπόταν να βρίσκεται υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου με πληρωμή ετήσιου φόρου 1.500.000 γρόσια. Αφήνονταν υπόδουλες όλες οι υπόλοιπες επαναστατημένες περιοχές (Κρήτη, νησιά Ανατ. Αιγαίου, Θεσσαλία, Ήπειρος κλπ). Το κράτος έπρεπε να είναι μικρό, μη βιώσιμο, εξαρτημένο και ταυτόχρονα ο ακρωτηριασμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να είναι ανώδυνος και ανεπαίσθητος.

Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ αρνιόταν κάθε διαπραγμάτευση χαρακτηρίζοντας το περιστατικό του Ναυαρίνου ως βάναυση επέμβαση των Ευρωπαίων στα εσωτερικά του κράτους του. Έκλεισε τα Δαρδανέλια για τα ρωσικά πλοία και ανακάλεσε τη Συνθήκη του Άκερμαν (1826). Έδωσε εντολή να ετοιμαστούν στρατεύματα για πόλεμο με τη Ρωσία και κυκλοφόρησε προκήρυξη προς τους μουσουλμάνους της αυτοκρατορίας σύμφωνα με την οποία η Ρωσία χαρακτηριζόταν «προαιώνιος εχθρός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Ισλάμ» και τους καλούσε σε ιερό πόλεμο. Αυτές ήταν οι αφορμές που επικαλέστηκε ο Τσάρος Νικόλαος για να κηρύξει πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι πολεμικές συγκρούσεις ξεκίνησαν στις 26 Απριλίου 1828. Μετά από σκληρές μάχες ο ρωσικός στρατός προέλασε στην Ανατολική Βαλκανική κι έφτασε ως την Ανδριανούπολη.

Οι Οθωμανοί βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση, ενώ η Αγγλία, η Γαλλία και η Αυστρία ήταν ιδιαίτερα θορυβημένες από τη ρωσική προέλαση. Ο αγγλικός στόλος έπλεε προς τα Δαρδανέλια, ο γαλλικός ετοιμαζόταν για πιθανή επέμβαση ενώ οι Αυστριακοί ήταν έτοιμοι επίσης να αναλάβουν ένοπλη δράση φοβούμενοι διείσδυση των Ρώσων σε ζωτικής σημασίας γι’ αυτούς περιοχές. Ο φόβος για εμπλοκή με τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και πιθανότατα στρατηγικοί λόγοι, ανάγκασαν τους Ρώσους να μην προχωρήσουν νότια της Αδριανούπολης αφού στο μεταξύ οι Οθωμανοί έδειχναν να δέχονται τις ρωσικές αξιώσεις. Πάντως τα ρωσικά στρατεύματα είχαν φτάσει σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από την Κωνσταντινούπολη προκαλώντας πανικό στους κατοίκους της, ενώ στο πέρασμά τους κατέστρεφαν και λεηλατούσαν τα πάντα. Έτσι στις 2/14 Σεπτεμβρίου 1829 υπογράφτηκε η Συνθήκη της Αδριανούπολης με την οποία ο Σουλτάνος αποδεχόταν όλους τους ρωσικούς όρους. Εδαφικά κέρδη στο Δούναβη, προσάρτηση της Γεωργίας και της Αρμενίας. Με το άρθρο 10 της Συνθήκης της Ανδριανούπολης η Πύλη αναγνωρίζει τη Συνθήκη του Λονδίνου για τη δημιουργία ελληνικού κράτους ηγεμονικού τύπου.

Μάλιστα, οι εκπρόσωποι της Αγγλίας και της Γαλλίας που παρακολουθούσαν τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανούπολης με σκοπό να περιορίσουν τα πλεονεκτήματα που θα αποκόμιζαν οι Ρώσοι, ζήτησαν να ρυθμιστεί το ελληνικό ζήτημα με ξεχωριστή συμφωνία που θα υπογραφόταν και από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις. Η Ρωσία όμως αρνήθηκε, με το επιχείρημα ότι οι θυσίες της στον πόλεμο του 1828-1829, της έδιναν το δικαίωμα να περιοριστεί σ’ αυτήν “η τιμή της επιβολής εις την Τουρκίαν αποδοχής των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου”.[30]

Ο Τσάρος ήταν συνεπής στην πολιτική του. Η Τουρκία έπρεπε να μείνει ενιαία, αδιαίρετη αλλά ετοιμόρροπη και υπό ρωσικό έλεγχο για να μην προωθηθούν Γάλλοι και Άγγλοι στα νότια σύνορά της. Στα πλαίσια αυτά ο νικητής Τσάρος δεν αξίωσε το ελάχιστο για τους ομόδοξους Έλληνες: τη βελτίωση της συνθήκης του Λονδίνου, ανεξάρτητη Ελλάδα με διευρυμένα σύνορα. Ο Σουλτάνος με τα ρωσικά στρατεύματα έξω από την Κων/πολη θα υπέκυπτε. Για τον Τσάρο όμως ελληνική ανεξαρτησία και ρωσικά συμφέροντα ήταν έννοιες ασυμβίβαστες. Ήθελε την Ελλάδα υποτελή στο Σουλτάνο, συμπλήρωμα της ρώσικης επιρροής στην Ανατολή. Ο Νέσσελροδ, Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, δήλωνε στον Μέτερνιχ (1830): «..Η Ελλάς θέλει γίνει άπαξ διά παντός το συμπλήρωμα της επιρροής την οποία το ρωσικόν Ανακτοβούλιον πρέπει να εξασκή εφ’ όλην την Ανατολήν και της οποίας ουδεμία του κόσμου Δύναμις δύναται να στερήση αυτήν.[31]

Κ. Πρωτόκολλο περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος (3 Φεβρουαρίου 1830)

Η νίκη των ρωσικών όπλων φαινόταν ότι έδινε την πολυπόθητη ελευθερία στους Έλληνες. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν θα μπορούσαν να το δεχθούν ούτε οι Άγγλοι αλλά ούτε και οι Γάλλοι. Η Αγγλία ειδικά θεωρούσε τη Συμφωνία της Ανδριανούπολης πλήγμα για τα συμφέροντά της στην Ανατολή και κλονισμό γοήτρου. Η Ελλάδα δεν θα έπρεπε με κανέναν τρόπο να χρωστά την αυτονομία της στη Ρωσία γιατί θα μπορούσε να περάσει στη σφαίρα επιρροή της και να προωθεί τα ρωσικά συμφέροντα. Η Αγγλία πρότεινε την πλήρη ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους. Η Αγγλία επιτήδεια διαχώρισε την ελληνική υπόθεση από τη Συνθήκη της Ανδριανούπολης. Δεν πρόκειται για φιλελληνική αλλαγή πολιτικής. Οι Άγγλοι γνώριζαν ότι ένα μικρό κρατίδιο, εξαρτημένο οικονομικά από δάνεια (αφού δεν θα ήταν βιώσιμο), εξαρτημένο πολιτικά με δοτό κληρονομικό απόλυτο μονάρχη θα ήταν ένα χρήσιμο προτεκτοράτο στην Ανατολική Μεσόγειο.[32]

Ο Τσάρος, παρά την απέχθεια που έτρεφε για τους Έλληνες και παρά τον δεσποτισμό του, δεν έφερε αντιρρήσεις στο αγγλικό σχέδιο. Μετά τη νίκη στο ρωσοτουρκικό πόλεμο έπαψε να ενδιαφέρεται για το ελληνικό ζήτημα. Έστρεψε το ενδιαφέρον του στην Τουρκία, επιζητώντας συμφιλίωση και στενές οικονομικές σχέσεις. Ήθελε να υποσκελίσει τους Δυτικούς και να αναλάβει η Ρωσία την κηδεμονία της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[33]

Οι Γάλλοι συμφώνησαν πρόθυμα γιατί χρειάζονταν την ανοχή των Άγγλων για την κατάκτηση της Αλγερίας. Έπειτα είχαν την υπόσχεση των Άγγλων ότι θα ήταν οι προστάτες των καθολικών της Ελλάδας άρα θα αποκτούσαν μόνιμο δικαίωμα παρεμβάσεων στα εσωτερικά της Ελλάδας. Για το Σουλτάνο δεν είχε πια καμία σημασία αν το ελληνικό κράτος θα ήταν ανεξάρτητο ή υποτελές όσο η εδαφική του έκταση.

Στο πλαίσιο αυτό υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας. Στις 22 Ιανουαρίου – 3 Φεβρουαρίου του 1830, στη διάσκεψη του Λονδίνου πραγματοποιήθηκε η πανηγυρική διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας, που συνιστούσε διπλωματική ιδρυτική πράξη του ελληνικού κράτους. H Ελλάδα, εννέα χρόνια μετά την έναρξη της μεγάλης επανάστασης, τύγχανε πλέον της διεθνούς αναγνώρισης. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος εντασσόταν στη διεθνή κοινωνία. Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου διακήρυττε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας με τις υπογραφές των πληρεξούσιων χωρών της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 όριζε: «H Ελλάς θέλει σχηματίσει εν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν».

H συνοριακή γραμμή του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου κρατούσε έξω από το έδαφος της Ελλάδας μεγάλο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Ως αντάλλαγμα προς την Πύλη για την οδυνηρή θυσία της πλήρους ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, έγινε περικοπή της νέας γραμμής στη Δυτική Ελλάδα και ολόκληρη η περιοχή πέρα από τον Αχελώο επανήλθε στην εξουσία του Σουλτάνου. Οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου επίσης αποσκοπούσαν στο να ικανοποιηθεί η επιθυμία των Άγγλων αποικιοκρατών για κατοχύρωση των Ιονίων νήσων από τον κίνδυνο, εξαιτίας της κυριαρχίας των Ελλήνων στη γειτονική Ακαρνανία. Πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου κράτους υπήρξε ο Ιωάννης Καποδίστριας, ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου, «η ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας». Το ίδιο άρθρο παρείχε στις τρεις δυνάμεις το δικαίωμα της εκλογής του προσώπου του βασιλέα της Ελλάδας χωρίς καθόλου να έχει ερωτηθεί ο ελληνικός λαός. Απευθύνθηκαν στον Γερμανό πρίγκιπα Λεοπόλδο του Σαξ Κόμπουργκ οποίος όμως παραιτήθηκε αμέσως γιατί οι Δυνάμεις δεν ανταποκρίθηκαν ικανοποιητικά στους όρους του για διεύρυνση των συνόρων, εγγύηση της ανεξαρτησίας του και οικονομική βοήθεια.

Το νέο κράτος πληθυσμιακά περιείχε λιγότερο από το ένα τρίτο των Ελλήνων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την εποχή που ξέσπασε ο Αγώνας. Ωστόσο η Επανάσταση, παρά τις άθλιες παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, κατάφερε να δημιουργήσει ένα συρρικνωμένο αλλά ανεξάρτητο κρατίδιο. Λίγες μέρες μετά την κοινοποίηση του Πρωτοκόλλου στον Σουλτάνο, οι οθωμανικές αρχές απάντησαν στους πρεσβευτές των τριών προστάτιδων Δυνάμεων ότι αποδέχονται τις σχετικές αποφάσεις. Έτσι, αναγνώρισαν την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Λ. Η «αποπεράτωση» του ελληνικού ζητήματος.

– Οι προστάτιδες Δυνάμεις είχαν αποδεχτεί το Σεπτέμβριο του 1831 τις διαμαρτυρίες και τις προτάσεις του Καποδίστρια για τη διεύρυνση των συνόρων. Αφού ο Λεοπόλδος είχε παραιτηθεί αναζήτησαν έναν νέο μονάρχη για τους Έλληνες. Στις 7 Μαΐου 1832 υπόγραψαν συνθήκη για την ανακήρυξη του Όθωνα, πρίγκιπα της Βαυαρίας, δευτερότοκο γιο του Βαυαρού βασιλιά Λουδοβίκου Α΄, ως «Βασιλιά της Ελλάδας».

Ύστερα από τους διακανονισμούς των τριών Μεγάλων Δυνάμεων με τη Βαυαρία (το ελληνικό κράτος δεν έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις) ο δεκαπεντάχρονος Όθωνας οριζόταν κληρονομικός άρχοντας με τον τίτλο του Βασιλιά. Στους διακανονισμούς προβλεπόταν επιπλέον η σύναψη ενός δανείου 60.000.000 φράγκων. Το δάνειο θα μπορούσε να καταβληθεί σε 3 δόσεις. Όμως σαφείς όροι δεν υπήρχαν για τη δεύτερη και για την τρίτη δόση. Εγγυήσεις και όροι υπήρχαν μόνο για την πρώτη (20.000.000 φράγκα). Αυτό έδινε τη δυνατότητα στις δυνάμεις να διαπραγματευτούν η κάθε μια ξεχωριστά τους δικούς της όρους και τις δικές της εγγυήσεις με βάση τα συμφέροντα τους.

– Η Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (Ιούλιος 1832): Μετά εξάμηνες διαπραγματεύσεις υπογράφτηκε η Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως ή αλλιώς και «Τελικός Διακανονισμός της Κωνσταντινούπολης» («Κάλενταρ Κιόσκ», 21 Ιουλίου 1832). Με τη συνθήκη η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποδεχόταν τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους με τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Την ακριβή χάραξη αναλάμβανε επιτροπή οροθετών.

– Με το έκτο και τελευταίο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Αύγουστος 1832) η περιοχή της Λαμίας (τότε «Ζητούνι») την οποία διεκδικούσε η Τουρκία, καθώς δεν είχε ελευθερωθεί από ελληνικά όπλα, επιδικάσθηκε στην Ελλάδα. Παράλληλα, οι τρεις εγγυήτριες χώρες εξέδωσαν διακήρυξη διά της οποίας ανακοινώθηκε η «αποπεράτωση του ελληνικού ζητήματος». Τον Σεπτέμβριο έως και τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, μια επιτροπή οριοθετών χάραξε τα τελικά και οριστικά έως τότε σύνορα των δυο κρατών. Το ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο, τον Φεβρουάριο του 1833, με την έλευση του Όθωνα, εκτεινόταν σε 47.516 τετραγωνικά χιλιόμετρα (περιλαμβανομένης και της Εύβοιας) και αριθμούσε 750.000 κατοίκους.[34]

Αντί επιλόγου…

Η ελληνική επανάσταση ξέσπασε ταυτόχρονα με συγκλονιστικούς ξεσηκωμούς λαών από την Ευρώπη ως την Αμερική. Τοποθετείται, χρονικά και ποιοτικά, στην ίδια χρονολογική αλυσίδα εκείνων των ιδιαίτερων, νεοτερικού τύπου, απελευθερωτικών κινημάτων και εξεγέρσεων λαών απέναντι σε τυραννικές εξουσίες, την απολυταρχία και τον δεσποτισμό. Αμερικανική Επανάσταση (1776-1783), Γαλλική Επανάσταση (1789), Σερβική Επανάσταση (1804), εξεγέρσεις στην ιβηρική και την ιταλική χερσόνησο, στη Λατινική Αμερική (1820-21), Ελληνική Επανάσταση (1821) μας δίνουν την εικόνα ενός κόσμου που καταρρέει από την εμφάνιση μιας νέας πραγματικότητας. Οι λαοί στρέφονται προς τον φιλελευθερισμό και τον δημοκρατικό πατριωτισμό, τη διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων, ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης, συνταγματικής κατοχύρωσης ατομικών ελευθεριών. Οι απόλυτες εξουσίες «ελέω Θεού» κλονίζονται.

Οι οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές, αλλά και η επιστημονική πρόοδος που είχε συντελεστεί από το 18ο αιώνα στην Ευρώπη δημιουργούσαν ένα νέο αξιακό, ιδεολογικό και πνευματικό πρότυπο εμπνευσμένο από την Αρχαία Ελλάδα. Μέσω του Νεοελληνικού Διαφωτισμού οι Έλληνες με μια διαδικασία σταδιακή, αργή, επώδυνη, συγκρουσιακή αλλά ταυτόχρονα χειραφετική και απελευθερωτική θα έρθουν σε επαφή με τις νέες ιδέες, θα προετοιμαστούν ιδεολογικά και θα καταστρώσουν το σχέδιο της επανάστασης. Ο γέρος του Μοριά μας το λέει καθαρά: «Η γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμαν, κατά τη γνώμη μου, να ανοίξουν τα μάτια του κόσμου. Πρωτύτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζον ως θεούς της Γης, και ό,τι και αν έκαμναν, το έλεγαν καλά καμωμένο […]».

Ο ευρωπαϊκός δεσποτισμός από την άλλη, φαινόταν παντοδύναμος και κυρίαρχος. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα και την Παλινόρθωση είχε συνασπιστεί στην Ιερή Συμμαχία (1815) αποστρεφόταν καθετί νεωτερικό και είχε στόχο να καταπνίξει με τη βία κάθε εξέγερση, κάθε φιλελεύθερη κίνηση η οποία στρεφόταν κατά της «καθεστηκυίας τάξεως». Σε δύο Συνέδρια (Λάυμπαχ και Βερόνα), η Ιερή Συμμαχία, καταδίκασε την ελληνική επανάσταση. Η ελληνική «ανταρσία» θα αφηνόταν να συντριβεί από τις υπέρτερες στρατιωτικά δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αγγλία, Γαλλία και Αυστρία τα δύο πρώτα χρόνια έκαναν ό,τι μπορούσαν να διευκολύνουν το Σουλτάνο. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ ήταν φανερό ότι δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις για το ελληνικό ζήτημα. Ήταν εξίσου φανερό ότι το δίδυμο Κάσλερι – Μέτερνιχ είχε παγιδεύσει την τσαρική Αυτοκρατορία στις ίδιες της τις διακηρύξεις επί της Ιερής Συμμαχίας προκειμένου να ανακόψει την επέκτασή της στη βαλκανική ενδοχώρα.

Το 1823 η Αγγλία και ο Κάνινγκ άλλαξε πολιτική απέναντι στο ελληνικό ζήτημα και αναγνώρισε τους Έλληνες ως «εμπόλεμο έθνος». Η Αγγλία ήθελε να εξυπηρετήσει τα δικά της γεωπολιτικά, γεωστρατηγικά, οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα και ετοίμασε την οικονομική διείσδυση και τον πολιτικό έλεγχο της επανάστασης (δάνεια, δημιουργία αγγλικού κόμματος, Πράξη Υποτέλειας κλπ). Η χλιαρή αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος από τη Ρωσία δεν κράτησε για πολύ. Ο διάδοχος του τσαρικού θρόνου Νικόλαος Α’ προχώρησε σε δυναμικές πρωτοβουλίες με σκοπό να εξαναγκάσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία να τηρήσει τις εδαφικές της δεσμεύσεις που απέρρεαν από τη συνθήκη του Βουκουρεστίου.

Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης 1826, το οποίο θεωρήθηκε η πρώτη διεθνής πράξη αναγνώρισης της ελληνικής ανεξαρτησίας, ήταν μία από αυτές. Για λόγους ισορροπίας του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας και εξουδετέρωσης της ρωσικής ισχύος στο διμερή βηματισμό Λονδίνου – Αγίας Πετρούπολης για τη λύση της ελληνικής υπόθεσης, προστέθηκε και η Γαλλία. Οι Τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, αφήνοντας στο περιθώριο την Αυτοκρατορία των Αψβούργων και την Πρωσία, συνυπέγραψαν τη Συνθήκη του Λονδίνου 1827, ασκώντας πίεση στην Υψηλή Πύλη να δεχτεί τη συμφωνία η οποία δημιουργούσε μια μικρή, «φόρου υποτελή», αυτόνομη περιοχή.

Η άρνηση του Σουλτάνου, λόγω των επιτυχιών του Ιμπραήμ ο οποίος είχε εισβάλλει στην Πελοπόννησο, οποιασδήποτε συζήτησης οδήγησε στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου. που στάθηκε η θρυαλλίδα καταιγιστικών εξελίξεων. Η νέα αγγλική κυβέρνηση, υπό το δούκα Ουέλινγκτον, είχε μετανιώσει για την εμπλοκή της Βρετανίας στο ελληνικό ζήτημα καθώς διαπίστωνε ότι η Ρωσία ήταν αυτή που εισέπραττε γεωπολιτικά οφέλη από την εξαντλημένη, στρατιωτικά και διοικητικά Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι εκτιμήσεις της επιβεβαιώθηκαν με το ρωσοτουρκικό πόλεμο που ξέσπασε το 1828 και τη νικηφόρα έκβασή του υπέρ του Τσάρου. Υπό αυτές τις συνθήκες, το κύριο μέλημα της Βρετανίας ήταν να μικρύνει γεωγραφικά το νέο ελληνικό κράτος που θα προέκυπτε, φοβούμενη ότι θα γινόταν ένα είδος ρωσικού προτεκτοράτου. Οι διπλωματικές διεργασίες που ακολούθησαν – αποδεκτές αναγκαστικά από την αποδιοργανωμένη Υψηλή Πύλη – ήταν επίπονες αλλά τα σύνορα του νέου κράτους δεν περιορίστηκαν όπως αρχικά προτάθηκε στην Πελοπόννησο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις έπαιζαν την τύχη των Ελλήνων στη διπλωματική σκακιέρα. Η διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων, η Ανεξαρτησία της Ελλάδας (αγγλική πρόταση για να αυξήσει την επιρροή της) και η επιλογή μονάρχη που θα διοικούσε το νέο ελληνικό κράτος αποτέλεσαν αντικείμενο σκληρών διαπραγματεύσεων. Ο ανήλικος Όθωνας της Βαυαρίας θα ήταν ο νέος βασιλιάς του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, με συνοριακή γραμμή Άρτας – Βόλου που τελούσε υπό την εγγύηση των Τριών Δυνάμεων.

Το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε από τις θυσίες, την αντοχή και την καρτερία των Ελλήνων που νίκησαν τους Τούρκους τα πρώτα τέσσερα χρόνια και δεν προσκύνησαν μετά την εισβολή του Ιμπραήμ. Τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα διαμόρφωσαν, μετά από τόσους αγώνες και αίμα, ένα μικρό, καχεκτικό, αδύναμο, οικονομικά κατεστραμμένο και εξαρτημένο πολιτικά, προτεκτοράτο, άθυρμα στα χέρια των Μεγάλων Δυνάμεων. Στις διεθνείς συμφωνίες που έκριναν την τύχη του ελληνικού κράτους οι Έλληνες ήταν απόντες. Τα πάντα αποφασίστηκαν στην Ευρώπη, χωρίς τη συμμετοχή των Ελλήνων, από τις «Προστάτιδες Δυνάμεις» με μονομερείς αποφάσεις οι οποίες είχαν αποκλειστικό στόχο να εξισορροπήσουν τα δικά τους συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα όνειρα και οι πόθοι των Ελλήνων, όπως καταγράφονται στα τολμηρά, φιλελεύθερα, δημοκρατικά Συντάγματα που ψήφιζαν, έγιναν θρύψαλα. Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν στους δημοκρατικούς Έλληνες απόλυτη, κληρονομική μοναρχία της δικής τους αρεσκείας, συρρικνωμένη εθνική επικράτεια, οικονομικό έλεγχο και πολιτική εξάρτηση. Οι Βαυαροί, οι πρέσβεις των Δυνάμεων και οι κομματικές φατρίες (αγγλικό-ρωσικό-γαλλικό) που καθοδηγούσαν, όλοι μαζί έφτιαξαν ένα κράτος διεφθαρμένο, εξαρτημένο, πάντα στα όρια της χρεοκοπίας, γεμάτο πληγές στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, στην κοινωνική πρόνοια κλπ.

Ο σπόρος όμως είχε πέσει. Τα επόμενα χρόνια το 1830 και κυρίως το 1848 επαναστατικά κινήματα σάρωσαν την Ευρώπη από άκρη σε άκρη. Η συντηρητική απολυταρχία δέχτηκε αλλεπάλληλα χτυπήματα. Οι λαοί ξεσηκώθηκαν με αιτήματα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά. Η «άνοιξη των λαών» όπως ονομάστηκε από τους ιστορικούς άλλαξε το πολιτικό τοπίο. Η μεγαλοαστική τάξη κατάφερε να αυξήσει τη συμμετοχή της στη διαχείριση της εξουσίας. Το κύριο μέτωπο της κοινωνικής αντιπαράθεσης μετατοπίστηκε. Στο εξής οι κοινωνικές συγκρούσεις δεν θα είναι πια μεταξύ ευγενών και αστών αλλά μεταξύ της αστικής τάξης και των εργατών.

200 χρόνια τώρα η εξουσία και οι διάφοροι «ειδικοί» κόβουν και ράβουν την ιστορία στα μέτρα των πολιτικών τους συμφερόντων. Διαμορφώνουν και διαδίδουν μύθους και ψέματα, διαστρεβλώνουν και παραχαράσσουν γεγονότα για να δικαιολογήσουν σύγχρονες πολιτικές επιλογές. Χρησιμοποιούν την ιστορία ως ιδεολογικό όπλο για τη δικαιολόγηση της υποτέλειας και της μόνιμης εξάρτησης της χώρας από τη Δύση και την Ευρώπη.

200 χρόνια τώρα ακόμα και μόνο η λέξη Επανάσταση φέρνει αλλεργία στις εξουσίες γιατί τους θυμίζει ότι όταν οι λαοί σηκώνουν το ανάστημά τους τίποτε δεν μπορεί να τους σταματήσει. Οι Έλληνες τόλμησαν να αμφισβητήσουν την απόλυτη δύναμη της ευρωπαϊκής απολυταρχίας, διέλυσαν την Ιερή Συμμαχία, αμφισβήτησαν τα συμφέροντα και τις ισορροπίες των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Πάλεψαν μόνοι τους όχι μόνο με το Σουλτάνο αλλά και με τις μεγάλες ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες. Ποτέ δεν τους το συγχώρεσαν. Πότε με τη βία, πότε με την οικονομική διείσδυση και τον πολιτικό έλεγχο, με ραδιουργίες, τρικλοποδιές και τεχνάσματα προσπαθούσαν να εκτρέψουν την Επανάσταση από το στόχο της. Με χολή και φαρμάκι οι υπογραφές των Μεγάλων Δυνάμεων στις διεθνείς συνθήκες που αναγνώριζαν την ελληνική ανεξαρτησία.

200 χρόνια και το μήνυμα της Επανάστασης, ο αγώνας για γη και ελευθερία ζει και συνεχίζει να εμπνέει. Κόντρα στα ψέματα για τις «χριστιανικές δυνάμεις που επενέβησαν σωτήρια για την ελευθερία των Ελλήνων» τούτα τα λόγια περιγράφουν με ακρίβεια ποιος κράτησε ζωντανή την επανάσταση: «…ένας και μόνος είναι ο μεγάλος ήρωας του Εικοσιένα, ο λαός. Το πότισε με το αίμα του και το ‘θρεψε με τις θυσίες του. Δίχως τ’ ανώνυμα παλικάρια που σβάρνιζαν τα βουνά και τους λόγγους, μην έχοντας μήτε παλιοτσάρουχα να βάλουνε στα πόδια τους, λευτεριά δε βλέπαμε. Αυτοί, οι ταπεινοί και ξεχασμένοι, μας τη χάρισαν. Αυτούς λοιπόν ας στολίσουμε με το χρυσό στεφάνι της δόξας. Στη μνήμη αυτού, του άγνωστου ήρωα – που είναι άντρας, και γυναίκα, και παιδί – ας στήσουμε το πιο λαμπρό άγαλμα της ευγνωμοσύνης μας…».[35]

200 χρόνια και οι αγώνες για λευτεριά, εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη δεν κόπασαν ούτε στιγμή. Στις σημαίες και στις ψυχές των αγωνιστών ήταν γραμμένο: Ή λευτεριά ή θάνατος…

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

– Γιαννόπουλος Γ., Η διπλωματία: ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί και ίδρυση ελληνικού κράτους στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 3ος, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα, 2003.
– Δεσποτόπουλος Αλέξ., Η απόφαση του Συνεδρίου του Λάυμπαχ για την ελληνική επανάσταση, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Δεσποτόπουλος Αλέξ., Το Συνέδριο της Βερόνας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Δεσποτόπουλος Αλέξ., Η συνθήκη της Ανδριανουπόλεως, μεταστροφή της αγγλικής πολιτικής, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Δρούλια Λουκία, Η φιλελληνική κίνηση στη Γαλλία και στην Αγγλία, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Hobsbawm,J.E, Η εποχή των επαναστάσεων, μτφρ. Μ. Οικονομοπούλου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1990.
– Κόκκινος Διον., Η ελληνική επανάσταση, τομ. 6ος και 9ος , εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1958.
– Κρεμμυδάς Βασ., Η ελληνική επανάσταση του 1821, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2016.
– Κρεμμυδάς Βασ., Σύντομη ιστορία του ελληνικού κράτους, εκδ. Καλλιγράφος, Αθήνα, 2012.
– Λιγνάδης Τάσος, Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του Νεοελληνικού Κράτους (1821-1945), Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2020.
– Λιγνάδης Τάσος, Τα δύο δάνεια της ανεξαρτησίας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Μακρυγιάννης Γ., Απομνημονεύματα, εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 2011.
– Μπαρντόλντι-Μέντελσον Καρλ, Επίτομη ιστορία της ελληνικής επανάστασης, εκδ. αφοί Τολίδη, Αθήνα, 1980.
– Πετσάλης Νικ., Η Συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Πετσάλης Νικ., Οι πρώτες ξένες επιδράσεις στην ελληνική πολιτική ζωή και η αίτηση προστασίας προς την Αγγλία, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
– Πετσάλης Νικ., Η ελληνική επανάσταση στο διπλωματικό πεδίο κατά το 1824, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975
– Ρούσου Γ., Η νεώτερη ιστορία της Ελλάδος 1826-1974, εκδ. Μορφωτική Εστία, Αθήνα, 1983.
– Σβορώνος Νικ., Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδ. θεμέλιο, Αθήνα, 1986. – Σιμόπουλος Κυρ., Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων, εκδ. στάχυ, Αθήνα, 1995. – Σιμόπουλος Κυρ., Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια, εκδ. στάχυ, Αθήνα, 1990.
– Σιμόπουλος Κυρ., Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Α΄ και Γ΄, εκδ. Πιρόγα, Αθήνα, 2007.
– Φωτιάδης Δημ., Καραϊσκάκης, εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1995.

[1] Ο Μέτερνιχ μακιαβελικός και κυνικός ενεργούσε πάντα ανενδοίαστος για τα συμφέροντα του αυστριακού θρόνου και διατύπωνε ωμά την πολιτική του φιλοσοφία: «Μόνο οι μονάρχες έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τις τύχες των λαών. Οι ηγεμόνες ευθύνονται για τις πράξεις τους μόνο απέναντι στο Θεό». Για τους Έλληνες επαναστάτες έλεγε επιγραμματικά: «Πέρα από τα ανατολικά σύνορά μας τριακόσιες ή τετρακόσιες χιλιάδες κρεμασμένοι, στραγγαλισμένοι, παλουκωμένοι δεν είναι και σπουδαίο πράγμα». Σιμόπουλος Κυρ., Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Α΄, σελ. 26.

[2] «Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε με τις επαναστάσεις στο τέλος του 18ου αιώνα, οι επαναστάσεις της μεταναπολεόντειας περιόδου ήταν εσκεμμένες ή ακόμα και προγραμματισμένες. Γιατί το καταπληκτικότερο κληροδότημα της ίδιας της γαλλικής επανάστασης ήταν τα πρότυπα και τα οργανωτικά σχήματα της πολιτικής αναταραχής που αυτή καθιέρωσε για τη γενική χρήση των απανταχού επαναστατών». Hobsbawm,J.E, Η εποχή των επαναστάσεων, μτφρ. Μ. Οικονομοπούλου, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1990, σελ. 154.

[3] Οι Καρμπονάροι ήταν μυστικές επαναστατικές οργανώσεις-εταιρείες που ιδρύθηκαν το 19ο αιώνα στην Ιταλία. Οι Ιταλοί καρμπονάροι επηρέασαν πολλές άλλες επαναστατικές ομάδες στην Ισπανία, τη Γαλλία, τη Ρωσία (Δεκεμβριστές π.χ.) καθώς και τη Φιλική Εταιρεία, τη μυστική οργάνωση που έθεσε τις βάσεις της Ελληνικής ανεξαρτησίας. Οι στόχοι των καρμπονάρων είχαν πατριωτικό και γενικότερα φιλελεύθερο-δημοκρατικό σκοπό.

[4] Δεσποτόπουλος Αλέξ., Η απόφαση του Συνεδρίου του Λάυμπαχ για την ελληνική επανάσταση, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 204.

[5] Σιμόπουλος Κ., Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια, εκδ. στάχυ, Αθήνα, 1990, σελ. 396-404.

[6] Γιαννόπουλος Γ., Η διπλωματία: ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί και ίδρυση ελληνικού κράτους στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 3ος, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα, 2003, σελ. 249-250.

[7] Κόκκινος Διον., Η ελληνική επανάσταση, τομ. 6ος, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1958, σελ. 15-16.

[8] Περιγραφή του Συνεδρίου, τα κείμενα των εγγράφων με τα οποία οι Έλληνες παρακαλούσαν τους ηγέτες της Ιεράς Συμμαχίας να δουν με συμπάθεια τον αγώνα τους και για την εξευτελιστική και ντροπιαστική συμπεριφορά των παπικών και των εκπροσώπων της Ιεράς Συμμαχίας απέναντι στην ελληνική αντιπροσωπείας δες: Κόκκινος Διον., ό.π., τομ. 6ος, σελ. 52-65. Επίσης Δεσποτόπουλος Αλέξ., Το Συνέδριο της Βερόνας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 288.

[9] Μακρυγιάννης, απομνημονεύματα, τ. Β΄, σελ.51,52,53.

[10] Κόκκινος Διον., ό.π ,τομ. 6ος, σελ. 68-70 και Μπαρντόλντι-Μέντελσον Καρλ, Επίτομη ιστορία της ελληνικής επανάστασης, εκδ. αφοι Τολίδη, Αθήνα, 1980, σελ. 132.

[11] Σιμόπουλος Κ.,ό.π, σελ. 411.

[12] Κόκκινος Διον., ό.π, τόμ. 9ος, σελ. 449-452, Μπαρντόλντι-Μέντελσον Καρλ, ό.π, σελ. 133 και Πετσάλης Νικ., Η ελληνική επανάσταση στο διπλωματικό πεδίο κατά το 1824, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 371-373.

[13] Χρειάζεται λεπτομερή έρευνα και εξέταση της συνολικής στάσης και δράσης κάθε φιλέλληνα ξεχωριστά για να μην γίνεται σύγχυση μεταξύ των αγνών φιλελεύθερων επαναστατών που ήρθαν να βοηθήσουν και πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων και των υπόλοιπων τυχοδιωκτών και πρακτόρων που ήρθαν εδώ για να υπηρετήσουν τις χώρες τους.

[14] Δρούλια Λουκία, Η φιλελληνική κίνηση στη Γαλλία και στην Αγγλία, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 320-322.

[15] Κόκκινος Διον., ό.π ,τομ. 6ος σελ. 303-304.

[16] Κόκκινος Διον., ό.π ,τομ. 6ος σελ. 304-309.

[17] Η σύγχρονη ιστοριογραφία με αδιάσειστα στοιχεία, αριθμούς και αποδείξεις έχει τεκμηριώσει ότι τα δάνεια αποτελούσαν κερδοσκοπικά παιχνίδια στις πλάτες των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Χρησιμοποιήθηκαν για να εξυπηρετήσουν τις επιδιώξεις του αγγλικού ιμπεριαλισμού (διείσδυση και εσωτερικός έλεγχος της επανάστασης), κατασπαταλήθηκαν σε άχρηστο πολεμικό υλικό κι ένα μέρος του ξοδεύτηκε στη χρηματοδότηση του εμφύλιου πολέμου. Τελευταία το αναθεωρητικό ρεύμα της ιστοριογραφίας προσπαθεί να αποδείξει ότι «τα δάνεια ήταν ευλογία για τον τόπο και όλοι μαζί τα φάγαμε», «οι ξένοι τότε με τα δάνεια μας έσωσαν όπως και σήμερα μας έσωσαν με τα μνημόνια», «τα παρατράγουδα οφείλονταν σε κακά γονίδια των Ελλήνων οι οποίοι ενωμένοι κάνουν θαύματα αλλά μετά κάνουν εμφύλιους και κατασπαταλούν τα δάνεια των ξένων» κλπ. Πρόκειται για το αναμάσημα παλιών ανιστόρητων, αντιεπιστημονικών μυθευμάτων. Με απαράδεκτα μπρος πίσω, ανιστόρητες αναγωγές και προβολές από το χθες στο σήμερα, κοπτοραπτική στοιχείων εξυπηρετούν και δικαιολογούν τα αστικά μνημονιακά κόμματα τα οποία αφού χρεοκόπησαν τη χώρα , τη μετέτρεψαν σε αποικία χρέους στην αγκαλιά του ΔΝΤ και της Τρόικας. Πλήρεις περιγραφές για τα σκάνδαλα των αγγλικών δανείων με αποστομωτικά στοιχεία: Λιγνάδης Τάσος, «Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του Νεοελληνικού Κράτους (1821-1945) Εναλλακτικές Εκδόσεις Αθήνα, 2020. Επίσης Λιγνάδης Τάσος, Τα δύο δάνεια της ανεξαρτησίας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 610-611 και Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τομ. Γ, κεφ. Τα παρασκήνια του πρώτου αγγλικού δανείου, σελ. 15-30 και για το ρόλο του Κόχραν και Τσώρτς τόμ. Δ, κεφ. Οι Έλληνες ζητούν ξένους μισθοφόρους, σελ. 411-440. Φωτιάδης Δημ., Καραϊσκάκης, εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1995, σελ. 297-308.

[18] Πλήρη περιγραφή της πολιτικής πρωτοβουλίας για την «Πράξη Υποτέλειας» και τα έγγραφα που ανταλλάχτηκαν: Κόκκινος Διον., ό.π, τομ. 9ος, σελ. 79-98 και Πετσάλης Νικ., Οι πρώτες ξένες επιδράσεις στην ελληνική πολιτική ζωή και η αίτηση προστασίας προς την Αγγλία, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 406-408.

[19] Πετσάλης Νικ., Το πρωτόκολλο της Πετρουπόλεως της 24ης Απριλίου 1826, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 436-437 και Κόκκινος Διον, ό.π, τομ. 9ος , σελ. 456-458. Στοιχεία για τον βίο και πολιτεία και τον βρώμικο ρόλο των Κόχραν-Τσωρτς στην καταστροφή του Ανάλατου δες : Σιμόπουλος Κυρ., ό.π, σελ. 419-426

[20] Πετσάλης Νικ., Η Συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 461-463

[21] Γιαννόπουλος Γ., Η διπλωματία: ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί και ίδρυση ελληνικού κράτους στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 3ος, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα, 2003, σελ. 258-260 – Πετσάλης Νικ., Η Συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 466-468 και Σιμόπουλος Κ., Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια, εκδ. στάχυ, Αθήνα, 1990, σελ. 434-449.

[22] Ρούσου Γ., Η νεώτερη ιστορία της Ελλάδος 1826-1974, εκδ. Μορφωτική Εστία, Αθήνα, 1983, σελ. 416.

[23] Ρούσου Γ., Η νεώτερη ιστορία της Ελλάδος 1826-1974, εκδ. Μορφωτική Εστία, Αθήνα, 1983, σελ. 418-419.

[24] Μεταξύ 1825-1828 ο Ιμπραήμ, πέρα από τις λεηλασίες, τις μαζικές δολοφονίες αμάχων, τους βιασμούς και τις πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών, άρπαξε, μετέφερε στην Αίγυπτο και πούλησε χιλιάδες γυναικόπαιδα. Σιωπή κάλυψε την τύχη αυτών των ανθρώπων ακόμα και μετά την απελευθέρωση. Οι Μεγάλες Δυνάμεις απλός παρακολουθούσαν τον ξεριζωμό και την εμπορία όλων αυτών των ανυπεράσπιστων ανθρώπων: Σιμόπουλος Κ., ό.π, σελ. 445

[25] Ανατριχιαστική περιγραφή της αποχαιρετιστήριας δεξίωσης προς τιμήν του Ιμπραήμ από τους Γάλλους: Σιμόπουλος Κυρ.,ό.π, σελ. 453-454.

[26] Περιγραφή των γαλλικών «εφόδων» για να καταλάβουν τα φρούρια που δεν υπερασπίζονταν οι Αιγύπτιοι: Σιμόπουλος Κυρ., ό.π, σελ. 452.

[27] Γιαννόπουλος Γ., Η διπλωματία: ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί και ίδρυση ελληνικού κράτους στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 3ος, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα, 2003, σελ. 261.

[28] Τα ευρήματα αυτά βρίσκονται σήμερα στο μουσείο του Λούβρου. Σιμόπουλος Κυρ., Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων, εκδ. στάχυ, Αθήνα, 1995, σελ.324-328.

[29] Ρούσσος Γ., ό.π, σελ. 402.

[30] Γιαννόπουλος Γ., ό.π, σελ. 263-264 και Δεσποτόπουλος Αλέξ., Η συνθήκη της Ανδριανουπόλεως, μεταστροφή της αγγλικής πολιτικής, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975, σελ. 535-536.

[31] Ρούσσος Γ., ό.π, σελ. 398.

[32] Σβορώνος Νικ., Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδ. θεμέλιο, Αθήνα, 1986, σελ. 72.

[33] Το 1828 δήλωνε στον πρέσβη της Αυστρίας Ζίχην: «Καταρώμαι, αποτροπιάζομαι τους Έλληνες, καίτοι ομοπίστους μου. Η διαγωγή αυτών υπήρξε φρικώδης, εγκληματική και απόβλητος. Θεωρώ αυτούς πάντοτε ως υπηκόους, στασιάζοντας αναφανδόν κατά του νομίμου αυτών ηγεμόνος (του Σουλτάνου). Δεν επιθυμώ την απελευθέρωσίν των. Δεν την αξίζουν, και ήθελεν είναι ολέθριον παράδειγμα διά τους άλλους λαούς, εάν κατόρθωναν να ιδρύσουν ελεύθερον κράτος». Ρούσσος Γ., ό.π, σελ. 394.

[34] Γιαννόπουλος Γ., ό.π, σελ. 265-266.

[35] Φωτιάδης Δημ., Καραϊσκάκης, εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1995, σελ. 889.

Πηγή: selidodeiktis.edu.gr

1821: Οι εμφύλιες συγκρούσεις

Όπως είναι γνωστό, ο επαναστατικός πόλεμος του 1821 συνοδεύθηκε σε πολλές φάσεις του από εκτεταμένους και συχνά αιματηρούς εμφυλίους πολέμους. Οι πόλεμοι αυτοί αντανακλούσαν τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ακόμη υπό διαμόρφωση νεοελληνικής κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη της φάση αλλά και σε μια συγκεκριμένη της ιστορική στιγμή: Τη στιγμή της πορείας προς τη δημιουργία του εθνικού κράτους. Οπωσδήποτε βέβαια, οι αιτίες αυτές δεν ανάγονται στην «κατάρα της φυλής», όπως ισχυρίζεται η αστική ιστοριογραφία. Εμφύλιοι πόλεμοι εξάλλου εμφανίζονται σε όλες τις επαναστάσεις, διασπώντας το μπλοκ των επαναστατικών δυνάμεων.

Οι πόλεμοι αυτοί περιείχαν και ήταν φυσικό να περιέχουν τη σφραγίδα των γενικών συνθηκών της εποχής. Οι συνθήκες αυτές συγκεκριμένα ήταν:

  1. Η διάλυση του φεουδαρχικού κράτους και η γενική (όσο και ασυγκράτητη) τάση προς την επικράτηση της αστικής κοινωνίας. Βέβαια, εδώ απαιτείται και μια «διευκρίνιση μέσα στη διευκρίνιση»: Στην ελληνική περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τη διάλυση του ανατολικού– με την έννοια του συγκεντρωτικού φεουδαρχικού κράτους και η πορεία προς την επικράτηση της αστικής κοινωνίας γίνεται με ειδικό, τοπικό, «βαλκανικό» τρόπο. Ο τελευταίος έχει σαν πυρήνα του την προσπάθεια δημιουργίας χωριστού εθνικού κράτους σαν νέας μορφής αστικής κοινωνικής οργάνωσης της περιοχής.
  2. Ύπαρξη ισχυρών αναχρονιστικών υπολειμμάτων «ανατολικού» τύπου, σε μια ανήσυχη και αντιφατική συνύπαρξη και σύμπλευση με στοιχεία υπερσύγχρονα για την εποχή και όχι πάντα λιγότερο ισχυρά. Ένα παράδειγμα που έχει περάσει μάλλον απαρατήρητο: Σε μια απομακρυσμένη και ακριανή περιοχή, ως πριν μερικούς μήνες απλή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζεται το πιο εμπεριστατωμένο πολιτικό καθεστώς της τότε Ευρώπης.
  3. Απαρχές της υποδεέστερης, εξαρτημένης θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στο σύστημα των σχέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών.

Οι γενικές αυτές συνθήκες εμφανίζονταν συγκεκριμένα με όρους που βάρυναν πολύ στους εμφυλίους πολέμους. Τους όρους αυτούς μπορούμε να τους συνοψίσουμε (με μεγάλο, ασφαλώς, ποσοστό ανοχής) στα εξής σύνολα:

1. Χαμηλός βαθμός εθνικής ολοκλήρωσης.

Το γεγονός ότι ο παράγων αυτός έπαιξε πολύ σοβαρό ρόλο στους εμφυλίους πολέμους φαίνεται πολύ καθαρά και μόνο από τις συγκρούσεις του τύπου «Ρουμελιώτες εναντίον Μωραϊτών». Εδώ, ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι δεν πρόκειται για φαινόμενο επιφανειακό και ούτε καν μόνο ελληνικό. Αντίθετα, αποτελεί συστατικό στοιχείο του αστικού μετασχηματισμού, όπως βλέπουμε σε πολλές περιπτώσεις. Στις σημερινές ΗΠΑ, έχουμε σοβαρές αντιθέσεις μεταξύ των μικρών αποικιών (και σε συνέχεια πολιτειών) της ΒΑ περιοχής και εκείνων του Νότου, που με τον καιρό θα πάρουν και νέα συστατικά και μεγάλες διαστάσεις. Στη Γαλλία έχουμε την άγρια αντιπαράθεση μεταξύ του Ιακωβινικού Βορρά και του Γιρονδινικού Νότου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για φυσιολογική κατάσταση, που δείχνει ότι η αστική κοινωνία βρίσκεται ακόμη στη φάση της πρώτης διαμόρφωσής της.

2. Αντιφατική κατάσταση και διάρθρωση των κυριάρχων δυνάμεων.

Η Επανάσταση του ’21 γίνεται σε γενικές ιστορικές συνθήκες όπου η μόνη βιώσιμη επαναστατική και προοδευτική δύναμη είναι η αστική τάξη. Σε αυτήν ανήκουν τόσο η ηγεσία της Επανάστασης όσο και ο χαρακτήρας της σφραγίδας που μπαίνει στα προβλήματά της[1]. Ωστόσο, ο όρος «αστική τάξη» καλύπτει μια πραγματικότητα ιδιαίτερα πολύπλοκη και γεμάτη ασυνέχειες ή και αντιθέσεις. Σε αυτήν ανήκουν οι πανίσχυροι και, για την εποχή και την περιοχή, γιγαντιαίοι εφοπλιστικοί όμιλοι, οι αστοί – γαιοκτήμονες, που βαθμιαία δημιουργούνται και, ταυτόχρονα, διαλύονται στις συνθήκες της αποσύνθεσης της αναχρονιστικής Οθωμανικής γαιοκτησίας, τα στοιχεία της πολιτικής και διοικητικής αριστοκρατίας που έχουν κατακτήσει θέσεις σε αυτό που έχει ονομαστεί «δοσιματική διοίκησις»[2], ένας ολόκληρος και ιδιαίτερα πολυάριθμος κόσμος[3] από βιοτέχνες επιχειρηματίες και μικρούς και μεσαίους εμπορευομένους, ο οποίος, στις παραμονές της 25ης Μάρτη, «βαδίζει από καταστροφή σε καταστροφή»[4], μέσα στην καταλυτική οικονομική κρίση που έχει δημιουργήσει η λήξη των Ναπολεοντείων Πολέμων. Οι δυνάμεις αυτές κάθε άλλο παρά ταυτίζονται πλήρως μεταξύ τους. Δε βρίσκονται όλες στον ίδιο βαθμό αστικοποίησης. Από την άποψη αυτή, οι πιο προωθημένοι είναι οι πάσης φύσεως πλοιοκτήτες και οι πάσης φύσεως έμποροι, αν και αυτοί επίσης χωρίζονται μεταξύ τους από σοβαρές αντιθέσεις. Αντίθετα, στους αστούς – γαιοκτήμονες[5] και, ακόμη περισσότερο, στο στοιχείο της διοικητικής αριστοκρατίας, το βάρος των αναχρονιστικών στοιχείων είναι πολύ ισχυρότερο. Τα διάφορα αυτά τμήματα διαφέρουν από την άποψη της οικονομικής επιφάνειας (π.χ. οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, ήδη από πρώτα ιδιαίτερα πλούσιοι, έχουν πλουτίσει παραπέρα από την οικειοποίηση των περιουσιών των τοπικών πασάδων, που επίσης ήταν ιδιαίτερα πλούσιοι, ενώ οι πρόκριτοι της Ρούμελης στηρίζονται ιδιαίτερα σε πολιτικές λειτουργίες). Διαφέρουν ακόμη και από την έλλειψη μιας πληρέστερα διαμορφωμένης εθνικής αγοράς, που δείχνει τις δυσκολίες επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων περιοχών. Τα πιο προωθημένα στοιχεία έχουν δεσμούς πιο πολύ με το εξωτερικό παρά με την ίδια την χώρα[6]. Οι διαφορές αυτές δεν είναι ακαδημαϊκές αλλά έχουν σοβαρότατες συνέπειες και επιπτώσεις. Ανάμεσα στους εφοπλιστές, τους ιδιόμορφους γαιοκτήμονες και τους εκπροσώπους της διοικητικής αριστοκρατίας είναι φανερό ότι υπάρχει πολύ έντονη «ιστορική ώσμωση»: Όλοι τους έχουν από καιρό στραφεί προς την αστική εξέλιξη μέσω της εμπορικής δραστηριότητας. Αυτό εξηγεί και την έντονη τάση προσέγγισης και συμπαράταξης που τους διακρίνει και που θα φανεί καθαρά στην Επανάσταση. Μεταξύ τους, όμως, υπάρχουν και διαφορές. Οι πλούσιοι εφοπλιστές βλέπουν τη γη σαν χώρο επένδυσης των κεφαλαίων τους και εξόδου από την οικονομική κρίση, αφού ο βιομηχανικός τομέας τους είναι κλειστός (ή, σωστότερα, κλεισμένος). Τα υπόλοιπα στοιχεία των κυριάρχων τάξεων, όμως, βλέπουν τη γη σαν δική τους και δεν έχουν διάθεση να την παραχωρήσουν σε άλλους. Αυτό κάνει το συνασπισμό των μεγαλοεφοπλιστών και των μεγαλοπροκρίτων ασταθή και γεμάτο αντιθέσεις, πράγμα που οδηγεί σε νέο κύκλο αντιπαραθέσεων. Πέρα από αυτά τα προβλήματα, υπάρχουν και τα προβλήματα της γενικότερης ιστορικής διαμόρφωσης των κυριάρχων τάξεων: Μέσα στα πλαίσια μιας ακόμη χαμηλής εθνικής ολοκλήρωσης, της επίδρασης των παραδόσεων της Οθωμανικής διοίκησης κλπ. οι ενέργειες και οι βλέψεις μερικών τμημάτων των κυριάρχων τάξεων όχι μόνο στρέφονται ευθέως ενάντια στα συμφέροντα των υπολοίπων αλλά, καμιά φορά, θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την Επανάσταση[7].

Όλα αυτά δείχνουν συνολικά και τον αντιφατικό χαρακτήρα της κατάστασης των πραγμάτων. Η αστική τάξη της Ελλάδας (ή αυτού που θα γίνει σε συνέχεια Ελλάδα) είναι, αν συγκριθεί με άλλα ομόλογα παραδείγματα της εποχής, αναντίρρητα και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας πανίσχυρη. Ωστόσο, αν συγκριθεί με τις αστικές τάξεις της Δυτικής Ευρώπης, δίνει την εντελώς αντίθετη εικόνα. Η οικονομική της δύναμη είναι, στη συγκριτική αυτή βάση, ασήμαντη. Η οικονομική της βάση είναι ακόμη χειρότερη καθώς το βιομηχανικό ή «δυνάμει βιομηχανικό» της τμήμα έχει ήδη καταστραφεί πριν την Επανάσταση, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο την παραμονή της χώρας εκτός της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης αλλά και την υποτακτική της εξάρτηση από τις διαδικασίες της[8]. Η ίδια η διαμόρφωση της αστικής τάξης είναι έντονα ανομοιογενής και, δίπλα σε στοιχεία πολύ προωθημένα για την εποχή, παρουσιάζονται και στοιχεία εντελώς ανολοκλήρωτα ή ακόμη και εμβρυώδη. Οι δυσμενείς αυτοί παράγοντες επιδεινώνονται από το συγκεκριμένο «βάρος της Ιστορίας». Σε διάκριση, π.χ., με την αστική τάξη της Αγγλίας ή της Γαλλίας, η αστική τάξη της Ελλάδας δε διαθέτει ένα έτοιμο κρατικό μηχανισμό από το παρελθόν και ούτε καν παράδοση συγκεντρωτικής διοίκησης. Μερικές αναλύσεις διακρίνουν στις γραμμές της (ή, σωστότερα, στις γραμμές των εντελώς ανωτέρων στρωμάτων της) μια έντονη προεπανασταστική τάση αποδοχής μιας «πεφωτισμένης δεσποτείας», έστω και Οθωμανικής[9]. Ωστόσο, η Ιστορία χάραξε άλλο δρόμο, δρόμο στον οποίο το Οθωμανικό κράτος αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλο για τις ανάγκες της και γι’ αυτό καταστράφηκε τελείως. Άλλωστε, και αυτό το κράτος μόνο κατά μια συνθήκην ήταν συγκεντρωτικό. Η μεγάλη κρίση της Αυτοκρατορίας, που είχε ήδη αρχίσει και βαθύνει, έχει δυναμώσει τις τάσεις αλλά και τα συγκεκριμένα φαινόμενα φεουδαρχικού κατακερματισμού, εντείνοντας τις φιλοδοξίες αλλά και τις συγκεκριμένες ενέργειες των ισχυρών τοπαρχών[10]. Η παράδοση αυτή, που συνδυάζεται και με ισχυρά συμφέροντα, αναταράσσει όχι μόνο τις γραμμές αλλά και τα ιδεολογικά ή ακόμη και τα ψυχολογικά στηρίγματα των καινούργιων δυνάμεων, εμποδίζοντας και, πάντως, δυσκολεύοντας την παραπέρα πορεία τους.

3. Ο ρόλος της «πολεμικής αριστοκρατίας».

Ένα από τα χαρακτηριστικά της Επανάστασης ήταν η ύπαρξη σχετικά ισχυρών και ετοιμοπολέμων παραδοσιακών ή ατάκτων (δε θεωρούμε ταυτόσημες τις δυο έννοιες) στρατιωτικών δυνάμεων που προέρχονταν από λειτουργίες του προηγουμένου καθεστώτος. Οι δυνάμεις αυτές προέρχονταν από τη σύγκλιση δυο παραγόντων: Ο ένας ήταν αυτό που σήμερα θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «σύστημα αυτοάμυνας», που δημιουργείται βαθμιαία στους κόλπους της αγροτιάς κυρίως και έμεινε στην Ιστορία με το όνομα «κλέφτες». Ένας άλλος ήταν ο στρατιωτικός μηχανισμός που δημιούργησαν βαθμιαία στα χρόνια της Αυτοκρατορίας η Υψηλή Πύλη και οι τοπικοί πασάδες για τη διεκπεραίωση των διοικητικών καθηκόντων[11]. Όσο δεν υπάρχουν ακόμη οι προϋποθέσεις για το επαναστατικό άλμα, οι δυο αυτοί μηχανισμοί αλληλοαντιπαρατίθενται αλλά, ταυτόχρονα, αλληλοταυτίζονται (ή, σωστότερα, αλληλοδιαπερνώνται), καθώς τμήματά τους μόνιμα περνούν εναλλακτικά από τη μια κατάσταση στην άλλη. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, η πολεμική αυτή μηχανή καλείται να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο. Επί κεφαλής σημαντικών δυνάμεων, καλοί γνώστες του πεδίου των επιχειρήσεων, κάτοχοι αξιολόγων (και, καμμιά φορά, μεγάλων) στρατιωτικών ταλάντων, τα μέλη της «πολεμικής αριστοκρατίας» αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των στρατιωτικών καθηκόντων της Επανάστασης και, κυρίως, του πιο σημαντικού: Της νικηφόρας έκβασης του πολέμου. Οι δυνάμεις που κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν (συντελούντων και των πολεμικών λαφύρων, στρατιωτικών αποθεμάτων και άλλων υλικών που περιήλθαν σε ελληνικά χέρια) δεν ήταν μικρές και, ως το 1825, η στρατιωτική κατάσταση φαίνεται ευνοϊκή[12].

Ωστόσο, όλα αυτά δε γίνονται χωρίς να μπαίνει επί τάπητος το θέμα της κοινωνικής θέσης αυτής της «πολεμικής αριστοκρατίας». Η σημερινή θέση της χαρακτηρίζεται από την απουσία οικονομικής βάσης και από την απώλεια όσων διοικητικών θέσεων κατείχε με την εξάλειψη της οθωμανικής διοίκησης. Η επαναστατική ανατροπή που προκαλεί η έκρηξη ήδη της Επανάστασης στη διάρθρωση και τη θέση της πολεμικής αυτής αριστοκρατίας δεν πρέπει να υποτιμάται. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο «κλέφτης» βγαίνει εκτός των θεσμικών ορίων της κατεστημένης κοινωνίας, γίνεται περιθωριακός. Στις συνθήκες της Επανάστασης, ο «κλέφτης» δεν είναι καθόλου περιθωριακός. Γίνεται «στρατιωτικός», στοιχείο και αυτό της κοινωνίας που πρέπει (και που απαιτεί) να λαμβάνεται υπ’ όψη όπως και όλα τα άλλα, ανατροπή καθόλου μικρή στα πλαίσια των σχέσεων της εποχής[13]. Χωρίς να κινούνται, κατ’ ανάγκην, από ένα ψυχρό και κυνικό υπολογισμό, δεν είναι παράξενο ότι οι εκπρόσωποι της πολεμικής αριστοκρατίας ζητούσαν να αμειφθούν και να αναδειχθούν για τους κάθε άλλο παρά μικρούς κινδύνους τους οποίους διέτρεχαν και για τις υπηρεσίες που προσέφεραν και που συχνά ήταν αναντικατάστατες. Στις γενικές ιστορικές συνθήκες της εποχής που εξετάζουμε, μόνος ιστορικά ανοιχτός δρόμος για την ανάδειξή τους ήταν η αστικοποίηση, δηλαδή, η ένταξή τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στις γραμμές των ανερχομένων τμημάτων των κυριάρχων τάξεων. Και αυτή ακριβώς η τάση εμφανίζεται αλλά όχι χωρίς να προκαλέσει, όπως ήταν και αναπόφευκτο, οξύ ανταγωνισμό με τους ήδη κατεστημένους στις προνομιακές θέσεις, τροφοδοτώντας τις εμφύλιες συρράξεις. Έτσι, η αντίθεση «πολιτικών – στρατιωτικών» θα είναι μια από τις κύριες αιτίες (και, πάντως, κύριες μορφές) των εμφυλίων πολέμων.

Στους πολέμους αυτούς, η «πολεμική αριστοκρατία» παίρνει μέρος με το δικό της «πολεμικοαριστοκρατικό» τρόπο. Ο τρόπος αυτός αποκαλύπτει και τη βαθύτερη ιστορική ταυτότητα του στρώματος αυτού. Συγκεκριμένα, αποκαλύπτει:

– Την ανικανότητά του να διαχωριστεί από τους αντιπάλους του, παρά τη μόνιμη αντιπαράθεση με αυτούς[14]. Εξ ου και το κύμα των συνοικεσίων ή των απόπειρών τους[15]. Αυτό δε γίνεται χωρίς και πολιτικούς υπολογισμούς (ανάγκη διατήρησης του επαναστατικού μετώπου) αλλά η κύρια αιτία του βρίσκεται σε γενικούς ιστορικούς λόγους που είναι φυσικό οι πρωταγωνιστές της Παλιγγενεσίας να μη μπορούν να αντιληφθούν και να αναλύσουν.

– Την ανικανότητά του να γίνει από μόνο του κυρίαρχη δύναμη και να διαχειριστεί τις υποθέσεις της νέας κοινωνίας που γεννιέται. Το στρώμα αυτό θα δείξει καθαρά την ανικανότητά του αυτή (που είναι επίσης παράγων υποδαύλισης των εμφυλίων πολέμων) σε κάθε ευκαιρία[16]. «Πρώτη ύλη» των εκάστοτε κυβερνήσεων θα είναι πότε οι εμποροναυτικοί των νησιών πότε οι εκπρόσωποι της διοικητικής αριστοκρατίας, κυρίως της Πελοποννήσου, ποτέ οι στρατιωτικοί. Το βάρος και η επιρροή του στρώματος αυτού συντελούν στη μη δημιουργία τακτικών δυνάμεων – ένα τέτιο βήμα θα δημιουργούσε μια εντελώς νέα κατάσταση στρατιωτικού καταμερισμού και θα ανέτρεπε άρδην την ίδια την υπόστασή του[17]. Φορείς έντονα μισομεσαιωνικών αντιλήψεων, βλέπουν, ιδιαίτερα στα ανώτερα στρώματά τους, ευνοϊκά τις απόψεις του κρατικού κατακερματισμού προς όφελός τους. Σε πολλές περιπτώσεις, δε φαίνεται να έχουν ακριβή επίγνωση της ουσίας της ιστορικής επιχείρησης στην οποία συμμετέχουν.

– Την πιο κοντινή του θέση στη μάζα των εργαζομένων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην αγροτιά. Τα μέλη του στρώματος αυτού προέρχονται, από άποψη καταγωγής, από τον αγροτικό πληθυσμό. Τραχείς και μισοάγριοι πολεμιστές, κατά κανόνα εντελώς αναλφάβητοι, δε διαφέρουν σε τίποτε από το μέσο τύπο του αγρότη της εποχής. Η ομοιότητα δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Πηγαίνει βαθύτερα, στην πολιτική και ιδεολογική διαμόρφωση. Στο στρώμα αυτό, βρίσκουν, μεταξύ άλλων, έκφραση οι προλήψεις και οι ιστορικές ανεπάρκειες αλλά και το ριζοσπαστικό επαναστατικό πνεύμα της αγροτικής μάζας. Δεν προσφέρεται, βέβαια, σε αμφισβήτηση το ότι ένας Μαυροκορδάτος γνώριζε τα διαχειριστικά, πολιτικά, στρατηγικά και διπλωματικά προβλήματα της Επανάστασης πολύ νωρίτερα και πολύ καλύτερα από έναν Κολοκοτρώνη. Δεν είναι, όμως, λιγότερο γεγονός ότι ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε τις μάζες για την απόκρουση του Δράμαλη[18] και ότι αυτός εξέδωσε την περίφημη διακήρυξη του πολέμου με όλα τα μέσα για τη σωτηρία της Επανάστασης, πράγμα που ο Μαυροκορδάτος δε θα έκανε ποτέ.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι, στην πραγματικότητα, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Για να παίξει το ρόλο της, η πολεμική αριστοκρατία έπρεπε ακριβώς να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην ιστορικά στενή πλευρά της αστικής τάξης σαν επαναστατικής δύναμης χωρίς να μπορεί να αποχωρισθεί από αυτή, να συνδέεται με την αγροτιά και να μην καταλαβαίνει σε βάθος τα προβλήματα της επανάστασης. Στην πράξη, όλα δείχνουν ότι το στρώμα αυτό έπαιξε, με όλες του τις ιδιομορφίες, το ρόλο του «πληβειακού αστικού στοιχείου», του στοιχείου εκείνου που σπρώχνει την αστικοδημοκρατική επανάσταση ως την τελική της νίκη χωρίς να κατανοεί σε βάθος την ουσία της, χωρίς να μπορεί να διαχειριστεί μακροπρόθεσμα τα προβλήματά της και χωρίς να μπορεί να καρπωθεί άμεσα τους καρπούς της.

Όπως και αν έχει το πράγμα, η Επανάσταση, στην πορεία της, προκάλεσε σημαντικές ανακατατάξεις στις γραμμές του στρώματος αυτού. Εντείνεται ακόμη περισσότερο και, ως ένα βαθμό, εξ αρχής δημιουργείται η διαφοροποίηση σε ανώτερο και κατώτερο στρώμα, πράγμα που στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην εισροή μεγάλων χρηματικών μέσων (π.χ., δάνεια), αλλά και υποδαυλίζει παραπέρα εμφυλίους πολέμους, καθώς οι πολιτικές κορυφές χρησιμοποιούν το δεύτερο ενάντια στο πρώτο. Επιφανής εκπρόσωπος της πολεμικής αριστοκρατίας και πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της Επανάστασης ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης. Άνθρωπος μεγάλων ικανοτήτων και όχι μόνο στρατιωτικών, ο κατά καιρούς τρομερός Γέρος του Μοριά φαίνεται να ήταν από τα πιο προωθημένα μυαλά αυτής της κατηγορίας[19]. Η εξέλιξη της Επανάστασης θα αναδείξει και άλλες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, στρατιωτικό μυαλό όχι κατώτερο, αλλά περιορισμένων πολιτικών οριζόντων, ο Μάρκος Μπότσαρης, που επιμένει ακλόνητα στην ανάγκη δημιουργίας τακτικού στρατού, και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που γίνεται ο εκφραστής των ακραίων αντιλήψεων του μεσαιωνικού κρατικού κατακερματισμού.

4. Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων. Το κεφάλαιο αυτό πιστεύουμε ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία.

Η έκρηξη της Επανάστασης δημιουργεί σοβαρότατα διεθνή προβλήματα. Η ίδια η Επανάσταση θέτει επί τάπητος άνευ περιστροφών το θέμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακρογωνιαίο λίθο της βρετανικής πολιτικής, ενώ, από την άλλη, προκαλεί το ενδιαφέρον της Ρωσίας, που έχει τον ακριβώς αντίθετο ακρογωνιαίο λίθο. Εκτός από αυτό, η Επανάσταση δημιουργεί και άλλου είδους προβλήματα. Η Επανάσταση ξεσπά στην πιο ακατάλληλη στιγμή: Ακριβώς όταν, στην Ευρώπη, φαίνεται να έχει στερεωθεί η ιδιόμορφη αντεπαναστατική στροφή που έχει φέρει το τέλος των Ναπολεοντείων Πολέμων. Με άλλα λόγια, η Επανάσταση, εκτός από την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απειλεί και το Ευρωπαϊκό STATUS QUO.

Είναι δυνατό να δεχθούμε ότι οι ξένες δυνάμεις έμειναν αδιάφορες; Αυτό, προφανώς, ήταν το μόνο που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί. Αντίθετα, οι ξένες δυνάμεις αντέδρασαν αμέσως. Εκείνες με τις οποίες συνδέεται κυρίως το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο, η Αγγλία και η Γαλλία, πολύ εχθρικά. Η Ρωσία κρατά εφεκτική στάση αλλά με πολλούς κινδύνους[20].

Είναι, βέβαια, γεγονός ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν τις αιτίες τους σε παράγοντες που είχαν βαθιές ρίζες μέσα στην ελληνική κοινωνία. Πέρα όμως από αυτό, οι ίδιες οι βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την προοπτική συγκρότησης ελληνικού κράτους, έπαιξαν το ρόλο τους.

Για να καταλάβουμε τη βαθύτερη ουσία του πράγματος, πρέπει να δούμε ποια ήταν η πραγματική πολιτική των ξένων δυνάμεων απέναντι στην Επανάσταση.

– Η Ρωσία τη βλέπει σαν ένα παράγοντα διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ευνοεί. Παράλληλα, είναι επιφυλακτική απέναντί της για δυο λόγους: Ο ένας είναι ότι δε θέλει να προκαλέσει τις άλλες δυνάμεις και, ιδιαίτερα, την Αγγλία. Ο άλλος είναι ότι, ακριβώς επειδή πρόκειται για επανάσταση, τη νοιώθει σαν κίνδυνο για το καθεστώς του τσαρισμού που ωθείται όλο και περισσότερο να γίνει ο φύλακας της ευρωπαϊκής αντεπανάστασης.

– Η Γαλλία αντιδρά εχθρικά αλλά η πολιτική της δείχνει έντονα στοιχεία ετεροκαθορισμού από την πολιτική των άλλων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας.

– Η Αγγλία βλέπει την Επανάσταση αρχικά εχθρικά σαν υπονομευτή της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που, για την Αγγλία, αποτελεί προμαχώνα ενάντια στη Ρωσία. Ωστόσο, η εχθρότητα της Αγγλίας αποδεικνύεται πολύ σύντομα πολύ ασταθής και ασυνεπής και ήταν αναγκαστικά έτσι. Η Αγγλία, η οποία, ταυτόχρονα, παίζει ενεργό ρόλο στην ανεξαρτησία της Νότιας Αμερικής, αναγκαστικά κατανοεί τη σημασία της Ελληνικής ανεξαρτησίας για τον ίδιο λόγο: Γιατί δημιουργεί νέες αγορές για τη βρετανική βιομηχανία. Από την άλλη, η βρετανική πολιτική ηγεσία γρήγορα καταλαβαίνει ότι η Ελληνική Ανεξαρτησία είναι, ούτως ή άλλως, αναπόφευκτη και θα γίνει οπωσδήποτε. Θα γίνει ακόμη και αν, με κάποιο τρόπο, νικήσει στρατιωτικά ο Σουλτάνος – τι αξία έχει μια στρατιωτική νίκη σε μια χώρα έτσι και αλλιώς ακυβέρνητη[21]; Ετσι, από το 1822 κιόλας, η στάση του Λονδίνου αρχίζει να αλλάζει και ιδιαίτερα όταν στην εξουσία έρχεται ο Κάννινγκ, γνωστός και από το ρόλο του στη Νότια Αμερική. Αλλάζει, όμως, με την εξής έννοια: Αφού η κατάληξη είναι αναπόφευκτη και μπορεί να είναι και ωφέλιμη, δεν υπάρχει λόγος η Αγγλία να αντιτίθεται. Πρέπει, όμως, να γίνει με τρόπο όσο το δυνατόν πιο επωφελή. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει σαν ενέργεια παραχώρησης της Αγγλίας και όχι σαν κατάκτηση των Ελλήνων. Έτσι το νέο κράτος θα είναι εξαρτημένο ακόμη περισσότερο από την ούτως ή άλλως κοσμοκράτειρα Αγγλία. Πράγμα που, πέραν των πολλών άλλων, θα σημαίνει και εξασφάλιση των Επτανήσων, που ανήκουν όχι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά στην Αγγλία και που η τελευταία δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει[22].

ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Οι εμφύλιοι πόλεμοι ξεσπούν με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της Επανάστασης, ένδειξη των αντιθέσεων που ξεσπούν με την εκπλήρωση των πρώτων επαναστατικών καθηκόντων.

Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, όπως ονομάστηκε, σχετίζεται με την εμφάνιση σοβαρών αντιθέσεων ανάμεσα στους προκρίτους και τους στρατιωτικούς της Πελοποννήσου. Πρωταγωνιστές θα είναι οι Ζαΐμηδες, οι Λόντοι και οι Δεληγιανναίοι, από τη μια μεριά, και ο Κολοκοτρώνης, από την άλλη. Η βάση των αντιπαραθέσεων του πολέμου αυτού θα είναι η εξής: Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου βλέπουν με πολύ άσχημο μάτι την ανάδειξη των στρατιωτικών στελεχών, που επέρχεται μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων και των πρώτων στρατιωτικών επιτυχιών και θέλουν να αποκλείσουν τους στρατιωτικούς από κάθε λόγο στις εξελίξεις. Δεν πρόκειται, φυσικά, απλώς και μόνο για προσωπικές φιλοδοξίες, όσο ρόλο και αν αυτές μπορεί να έπαιξαν. Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου βλέπουν ότι τα προνόμια που, από πολλές γενεές διαθέτουν και που θεωρούν δεδομένα και αιώνια, απειλούνται από ανερχόμενες δυνάμεις, των οποίων την ανάδειξη δεν είχαν υπολογίσει, αλλά και που, ακόμη και αν είχαν υπολογίσει, δεν μπορούν να ανεχθούν. Οι προθέσεις των Πελοποννησίων προκρίτων έχουν φανεί πολύ καθαρά στη συνάντηση, που έγινε χωρίς καμία εξουσιοδότηση, 29 προκρίτων στο μοναστήρι των Καλτετζών στις 26 Μάη 1821, όπου διορίστηκε επιτροπή για να διοικήσει «καθ’ όποιον τρόπον η Θεία πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ημπορή τινάς να αντιτείνει ή να παρακούση εις τα νεύματα και διαταγάς των». Ο διορισμός, ίσως για να προλάβει αντιδράσεις, θέτει όριο άσκησης της εξουσίας αυτής την κατάληψη της Τρίπολης, που ήδη πολιορκείται.

Η προσπάθεια αυτή συναντά ευρείες αντιδράσεις. Το καλοκαίρι γίνονται γεγονότα που δείχνουν ότι η πραγματική παρουσία της παραδοσιακής αριστοκρατίας είχε εκ των πραγμάτων περιοριστεί και ότι είχε δημιουργηθεί μια νέα κατάσταση. Έρχεται στην Ελλάδα ο Δ. Υψηλάντης, που διεκδικεί την ανωτάτη εξουσία στη βάση της δράσης του αδελφού του Αλεξάνδρου. Γύρω του συσπειρώνεται μια σημαντική μερίδα Φιλικών. Φυσικά, οι πρόκριτοι αρνούνται, ο Μαυροκορδάτος αρνείται επίσης και τα πράγματα φθάνουν ως την απειλή σύγκρουσης στο στρατόπεδο των Βερβαίνων.

Στην πρώτη αυτή αντιπαράθεση, συγκλίνουν πολλά στοιχεία. Τα κυριότερα είναι:

  1. Η αντίθεση των ανωτέρων στρωμάτων της «αριστοκρατίας» (με την έννοια του συνόλου των «ανωτέρων» τάξεων) με εκείνα τα κατώτερα στρώματά της που χάνουν έδαφος και που, πριν γίνει η Επανάσταση, πρωτοστατούν στην ίδρυση και τη δραστηριότητα της Φιλικής Εταιρίας. Η ήττα των τελευταίων στην αντιπαράθεση αυτή δείχνει την όλο και μεγαλύτερη αποχώρησή τους από την ιστορική σκηνή.
  2. Η αντίθεση προκρίτων – στρατιωτικών. Οι πρόκριτοι θέλουν να κυριαρχούν και να διαχειρίζονται την κατάσταση όπως ως τώρα, στηριγμένοι στη λειτουργία των στρατιωτικών όπως ήταν ως τώρα. Δεν έχουν καταλάβει ότι η λειτουργία αυτή έχει αλλάξει και ότι οι στρατιωτικοί δεν είναι τόσο υπάκουοι όσο στο παρελθόν.
  3. Η αντίθεση προκρίτων –αγροτιάς. Οι προθέσεις των προκρίτων να μη θιγούν σε απολύτως τίποτε τα προνόμιά τους θα πρέπει να ήταν πολύ προκλητικές, με αποτέλεσμα την αντίδραση της αγροτικής μάζας. Η αντίθεση αυτή συνδέεται με την προηγουμένη, καθώς οι αγρότες έχουν, σε μεγάλο βαθμό, «στρατιωτικοποιηθεί» λόγω του πολέμου.

Η παρέμβαση του Κολοκοτρώνη σώζει τους προκρίτους από απρόβλεπτες συνέπειες. Ο Κολοκοτρώνης σχολιάστηκε πολύ για την παρέμβασή του αυτή, που είχε και το στοιχείο της αυτοκαταστροφής, αφού αντιστρατευόταν τη στρατιωτική πλευρά στην οποία ανήκε και ο ίδιος. Η παρέμβαση αυτή έδειξε ότι ο Κολοκοτρώνης έβλεπε το μέλλον του μέσα σε ένα κόσμο όπου υπάρχουν και οι πρόκριτοι. Η ουσία της ενέργειας ήταν ότι έδειξε την ανικανότητα του στρώματος στο οποίο ανήκε να διαχωριστεί από τους προκρίτους και αυτό δεν περιορίζεται μόνο στον Κολοκοτρώνη[23]. Ωστόσο, στις παραινέσεις του Κολοκοτρώνη βλέπουμε και ένα πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο, που, ίσως, δεν έχει προσεχτεί όσο πρέπει: Το φόβο διεθνών περιπλοκών[24].

Όπως και αν έχει το πράγμα, οι εξελίξεις τρέχουν. Η Επανάσταση σημειώνει σοβαρές στρατιωτικές επιτυχίες. Το Σεπτέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται η Τρίπολη, ασφαλίζοντας την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Το Δεκέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται το Ναύπλιο. Η Πάτρα πολιορκείται. Στα μέσα του Γενάρη του 1822, καταλαμβάνεται η Κόρινθος, πολύ μεγάλο οικονομικό κέντρο της εποχής. Η Επανάσταση εξαπλώνεται και, όπως δείχνουν τα επακόλουθα γεγονότα, εξασφαλίζεται και στη Στερεά.

Οι στρατιωτικές επιτυχίες οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ στρατιωτικών και προκρίτων της Πελοποννήσου, αλλά, παράλληλα, κάνουν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη οργάνωσης της Επανάστασης σε ευρύτερη κλίμακα.

Η ανάγκη αυτή εξυπηρετήθηκε με τρόπο που έδειχνε την πολύπλοκη κατάσταση στη διάταξη των δυνάμεων και στις μεταξύ τους σχέσεις. Το Νοέμβρη του 1821, ο Δ. Υψηλάντης καλεί Εθνοσυνέλευση. Παρ’ όλο που δεν είχε καμιά επίσημη αρμοδιότητα γι’ αυτό, η ανάγκη της εθνικής οργάνωσης είναι τόση ώστε κανείς δεν τολμά να φέρει αντιρρήσεις. Αντίθετα, οι πρόκριτοι θεωρούν την Εθνοσυνέλευση σαν κατάλληλη ευκαιρία για να εξασθενήσουν παραπέρα τον Υψηλάντη. Έτσι συγκαλείται η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η οποία, την 1η Γενάρη του 1822, ανακηρύσσει την Ελλάδα ανεξάρτητη.

Ένα βήμα κατ’ εξοχήν επαναστατικό αλλά που δεν ήταν το μόνο. Στην πραγματικότητα, η Επίδαυρος προχωρά σε ένα βήμα του οποίου σήμερα δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε την πραγματική σημασία, αλλά που, στην εποχή του, θα πρέπει να φαινόταν πραγματικά «κουφό». Ας σκεφθούμε λίγο: Σε μια μακρινή και κάθε άλλο παρά κεντρικού ρόλου γωνιά της Ευρώπης, μέχρι προ μηνών επαρχία του Σουλτάνου και, επί πλέον, σε συνθήκες όπου, στην υπόλοιπη Ευρώπη, φαίνεται να κυριαρχεί η μοναρχοαπολυταρχική αντεπανάσταση, εγκαθιδρύεται η αστική δημοκρατία[25].

Από την άποψη των συγκεκριμένων πολιτικών παραμέτρων, η Α΄ Εθνοσυνέλευση δημιούργησε μια ακανθώδη – ίσως, μάλιστα, και εκρηκτική – πραγματικότητα:

  1. Δημιουργεί για πρώτη φορά τη συμμαχία προκρίτων της Πελοποννήσου και προκρίτων των νησιών, δηλαδή μισογαιοκτημονικής – μισοδιοικητικής αριστοκρατίας και εφοπλιστικού κεφαλαίου. Στη συμμαχία αυτή, εντάσσεται και μεγάλο μέρος των κατωτέρων οπλαρχηγών της Στερεάς, όπου η πολιτική αριστοκρατία είναι πολύ πιο αδύνατη και οι επιχειρήσεις, σε συνθήκες πολύ μεγαλύτερης στρατηγικής έκθεσης, έχουν ήδη αρχίσει να διαλύουν τα παλιά αρματολήκια[26].
  2. Εξασθενεί τη θέση των στρατιωτικών, εκείνων, δηλαδή, που, με τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, εξασφαλίζουν την επιβίωση της Επανάστασης[27].

Η αντιπαράθεση δε θα μπορεί να μένει σε εκκρεμότητα για πάντα. Το 1824, οι δυο παρατάξεις που έχουν διαμορφωθεί (έμποροι και πρόκριτοι, από τη μια μεριά, και μεγαλοκαπεταναίοι, ιδιαίτερα Πελοποννήσιοι, από την άλλη) θα προσπαθήσουν να λύσουν τις διαφορές τους με τα όπλα. Ο πόλεμος αυτός θα χαρακτηριστεί από περιορισμένες συγκρούσεις και ατέρμονες διαπραγματεύσεις και συνομιλίες, που όλες καταλήγουν στην ήττα των στρατιωτικών, των οποίων ο αρχηγός Κολοκοτρώνης αναγκάζεται να παραδώσει στους αντιπάλους του το Ναύπλιο που διοικεί ο γιος του Πάνος. Στο Ναύπλιο, εγκαθίσταται η κυβέρνηση και, έτσι, δημιουργείται και η πρώτη ελληνική πρωτεύουσα.

Ο συνασπισμός ναυτικών – προκρίτων βγαίνει νικητής. Εκείνο που αξίζει να παρατηρηθεί εδώ και που απαιτεί, ασφαλώς, πολλή ανάλυση είναι η στάση του «συνασπισμού των Φιλικών των Βερβαίνων» ή, για την ακρίβεια, οι διαλυτικές τάσεις στις γραμμές του. Ο Δικαίος, από τα βασικά στηρίγματα του Υψηλάντη στα Βέρβαινα, τώρα βοηθά τους τέως αντιπάλους του, προσπαθώντας να οργανώσει ένοπλη αντίσταση ενάντια στον Κολοκοτρώνη. Ο Αναγνωσταράς πάει με τους νησιώτες. Ένας παλαιός Φιλικός, ο Μποταΐτης, οργανώνει εξέγερση στην Τρίπολη ενάντια στον Κολοκοτρώνη. Εκείνο που φαίνεται ότι συμβαίνει είναι ότι η διάλυση της βασικής δύναμης των στοιχείων αυτών έχει ολοκληρωθεί. Οι οικονομικές τους λειτουργίες αποδείχθηκαν ανίσχυρες και σε υποχώρηση. Ο γενικά αστικός τους χαρακτήρας δεν τους επιτρέπει (συντελούντων και των ειδικών χαρακτηριστικών του αγροτικού προβλήματος) να αποκτήσουν δεσμούς με την αγροτιά και να δημιουργήσουν με τη βοήθειά της αυτό που φαίνεται να είναι το κίνητρο των ενεργειών τους – ένα συγκεντρωτικό κράτος[28]. Η αγροτιά μένει κυρίως συνδεδεμένη με τους καπεταναίους. Ισως δεν είναι τυχαίο το ότι η εξέγερση του Μποταΐτη στην Τρίπολη είναι κυρίως εξέγερση χειροτεχνών που καταστέλλεται με τη μετάκληση αγροτών από τις γειτονικές περιοχές.

Είτε από σκοπιμότητα είτε από πεποίθηση (είτε, το πιθανότερο, και από τα δυο), οι καπεταναίοι θα δείξουν αυτό το δεσμό, προειδοποιώντας τους αγρότες ότι οι γαίες της Πελοποννήσου κινδυνεύουν από τη νησιωτική επιβουλή, πράγμα που, άλλωστε, δεν ήταν παρά η αλήθεια.

Για το λόγο αυτό ακριβώς, «ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος έρριψεν επί της παύσεώς του τα σπέρματα του δευτέρου», όπως λέει ο Τρικούπης.

Οι εφοπλιστές είχαν υποστηρίξει τους προκρίτους γιατί θεωρούσαν ότι η νίκη τους θα τους εξασφάλιζε μια σταθερή κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, όπως το έβλεπαν αυτοί, θα τους εξασφάλιζε τις γαίες της Πελοποννήσου, δηλαδή δυνατότητες τοποθέτησης των κεφαλαίων τους στη γη, ή, ακόμη καλύτερα, τις προσόδους της Πελοποννήσου. Αυτά όλα, όμως, τα εποφθαλμιούσαν και οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου. Έτσι, μετά την ήττα των στρατιωτικών, φάνηκαν αμέσως οι αντιθέσεις μεταξύ των ως τώρα συμμάχων.

Ο Κολοκοτρώνης λέει στο Λόντο και το Ζαΐμη ότι τους παραδίδει το Ναύπλιο, εκείνοι, όμως, πρέπει να εξασφαλίσουν ότι δε θα επιτραπεί σε «ξένους» να «καβαλλικέψουν το άτι του Μοριά, διότι το σακατεύουν». Λέει, δηλαδή, στους Πελοποννησίους προκρίτους ότι η νησιωτική απειλή δεν αφορά μόνο τα συμφέροντα των καπεταναίων ή των αγροτών αλλά και τα δικά τους. Από την άλλη, έχουμε το Γ. Κουντουριώτη που γράφει στον αδελφό του: «Οι Πελοποννήσιοι, αδελφέ, δεν επιθυμούσι να ενδυναμώσωσι την διοίκησιν δια να ημπορέσει να πωλήση τα εθνικά εισοδήματα, επειδή εσυνήθισαν να τα φάγωσιν οι ίδιοι και όχι να καταναλίσκωνται εις τας ανάγκας της πατρίδος». Ενδιαφέρον είναι ότι και οι δυο πλευρές έχουν συναίσθηση του βάρους της ξένης ανάμιξης. Ο μεν Κολοκοτρώνης λέει στο Λόντο ότι πρέπει να προσέχει διότι «το δάνειο έρχεται και, αν δεν έρχεται, θα έρθει», ενώ ο Κουντουριώτης συνιστά στην κυβέρνηση «να προφθάσει κατά τάχος αυτό το δάνειον και δυνάμει τούτου ανατρέπει και ματαιοί όλα τα σχέδια και στοχασμούς των αντιπατριωτών και των κατά το σχήμα πατριωτών».

Οι πρώην αντίπαλοι – Πελοποννήσιοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί – γίνονται τώρα σύμμαχοι. Το έναυσμα για την τελική αναμέτρηση δίνεται τον Οκτώβρη του 1824 και καθόλου τυχαία αποτελεί άρνηση των κατοίκων της Αρκαδίας να πληρώσουν φόρους. Η κυβέρνηση στέλνει εκεί – επίσης καθόλου τυχαία – 500 Ρουμελιώτες αλλά με επί κεφαλής ένα χαρακτηριστικό Πελοποννήσιο, το Δικαίο, που είχε γίνει, στο μεταξύ, υπουργός Εσωτερικών[29].

Γρήγορα, οι συγκρούσεις γενικεύονται και η κυβέρνηση, παρ’ όλο που έδειξε να υπερτερεί από την αρχή, αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή τα μεγάλο μέσα: Δίνει εντολή στα στρατεύματα της Στερεάς να εισβάλουν στην Πελοπόννησο, πράγμα που γίνεται. Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης χτυπιούνται αποφασιστικά, οι δυνάμεις τους γρήγορα διαλύονται και οι πιο πολλοί ηγετικοί τους παράγοντες αναγκάζονται να παραδοθούν. Μεταφέρονται στην Ύδρα, όπου και φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.

Ο Τρικούπης κάνει μια ενδιαφέρουσα σύγκριση των δυο εμφυλίων πολέμων: «Μικρός ήτον ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, μικρά και τα κινήσαντα αυτόν αίτια, μικρού λόγου και οι σκοποί του. Η Αρχή, το μήλον της έριδος, ήτον εφήμερος, διότι εφήμερα, ο εστί ενιαύσια, ήσαν και τα βουλευτικά και τα νομοτελεστικά. Το δε νομοτελεστικόν της περιόδου ταύτης, ως αναπληρωτικόν του άλλου, ουδέ τετράμηνον διάρκειαν είχεν. Ουδενός δε των διαμαχομένων η φίλαρχος επιθυμία επέκεινα του τέρματος ή των όρων της καθεστώσης εξουσίας παρεξετείνετο. Διηρήτο δε η εξουσία και εις πολλούς και υπό τον χαλινόν και την αυστηράν επίβλεψιν της βουλής πάντοτε έκειτο. Πελοποννήσιοι προς Πελοποννησίους εμάχοντο επί του πρώτου εμφυλίου πολέμου. Σχέσιν έχοντες ούτοι προς αλλήλους επολιτεύοντο και εν πολέμω μετρίως. Ολίγη, ως είδαμεν, η αιματοχυσία, ουδεμία διάθεσις καταστροφής ή διαρπαγής, ευκατεύναυστα τα πάθη, οι σήμερον πολέμιοι έγιναν της επαύριον φίλοι και η περί ης ο λόγος αλληλομαχία εφαίνετο μάλλον στάσις ή πόλεμος. Αλλά λίαν δεινός και λίαν φθοροποιός κατήντησεν ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος προκειμένης όχι εφημέρου εξουσίας, ως άλλοτε, αλλά καταστροφής και εξοντώσεως των ισχυρών της Πελοποννήσου. Εξώκειλε δε ένεκα τούτου και εις τόσην κακοήθειαν ώστε η εις την Πελοπόννησον εισβολή και πέραν του ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν και εις ακολασίαν ανεκάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθον επί της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».

Ο Τρικούπης διαπιστώνει σοβαρές διαφορές ανάμεσα στους δυο εμφυλίους πολέμους. Κυρίως διαπιστώνει τη μεγάλη όξυνση των αντιθέσεων και την αύξηση του βάθους της σύγκρουσης, που εκφράζονται, μεταξύ άλλων, μέσω της κρίσης του τοπικισμού. Η όξυνση της σύγκρουσης μαρτυρείται και από πολλά άλλα στοιχεία. Είναι χαρακτηριστικό το ότι οι αντικυβερνητικοί ηγέτες δεν πιάστηκαν καν αιχμάλωτοι αλλά προτίμησαν να πάνε οι ίδιοι να παραδοθούν οικειοθελώς στην κυβέρνηση στο Ναύπλιο γιατί είχαν φόβους για την τύχη τους αν συλλαμβάνονταν στις επαρχίες τους. Η ξένη ανάμιξη ίσως ήταν πιο σοβαρή από ό,τι νομίζεται. Ο δρόμος του ασύλου προς τα Επτάνησα ήταν κλειστός και ο Γεώργιος Σισίνης και ο γιος του Χρύσανθος, που είχαν καταφύγει εκεί, απελάθηκαν και αναγκάστηκαν και αυτοί να παραδοθούν στην Κυβέρνηση του Ναυπλίου. Αγγλική προσπάθεια ενίσχυσης της «αγγλικής» μερίδας για την εξάλειψη της «ρωσικής»;

Το βέβαιο είναι ότι η οξύτητα του δευτέρου εμφυλίου πολέμου δείχνει ότι τα προβλήματα της Επανάστασης βαθαίνουν, γίνονται πιο επείγοντα και πιεστικά, ζητούν πιο άμεση λύση.

Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος αφήνει νικητή στο πεδίο της μάχης το συνασπισμό που στηρίζεται στο εφοπλιστικό και εμπορικό κεφάλαιο και τους συμμάχους του[30]. Αυτός θα κληθεί να χειρισθεί τα μεγάλα προβλήματα που βρίσκονται μπροστά του και που σύντομα θα γίνουν πολύ μεγαλύτερα, λυδία λίθος των ικανοτήτων των εκπροσώπων του και της ιστορικής στενότητας των καταβολών του.

ΑΓΡΟΤΕΣ, ΓΗ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΙΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των εμφυλίων πολέμων είναι το ότι παραμένουν πάντα αναμετρήσεις μεταξύ των διαφόρων κυριάρχων ομάδων, δηλαδή των εμποροναυτικών των νησιών, της μισογαιοκτημονικής – διοικητικής αριστοκρατίας κυρίως της Πελοποννήσου και των διαφόρων στρωμάτων της πολεμικής αριστοκρατίας. Η αγροτιά σαν δύναμη που έχει μεγάλο αριθμητικό βάρος στις συνθήκες της εποχής φαίνεται να λείπει. Αυτό από μόνο του δημιουργεί, από τη μια, τη διαπίστωση ότι «η αγροτιά δεν μπόρεσε να δημιουργήσει δικό της κόμμα, έστω και αδύνατο, που να παλέψει για τις δικές της διεκδικήσεις» (Ζεύγος, Α΄, σελ. 88) και, από την άλλη, το ερώτημα του πώς έγινε αυτό.

Για οποιαδήποτε απάντηση ή προσπάθεια απάντησης στο ερώτημα αυτό, απαιτείται εξέταση του προβλήματος που απασχολούσε και ήταν φυσικό να απασχολεί σαν κύριο θέμα την αγροτιά της εποχής, δηλαδή, του προβλήματος της γης.

Το πρόβλημα της γης κατέχει στην Επανάσταση του 1821 μια ιδιόμορφη και μάλιστα, αντιφατική θέση.

Από την άποψη του γενικού χαρακτήρα της δεδομένης κοινωνίας, που παραμένει, με όλες του τις αλλαγές, βασικά αγροτικός, αλλά και των γενικών όρων της εποχής, δεν μπορεί παρά να έχει πρωτεύουσα θέση. Η ίδια η γη, κατά κανόνα ανήκει στο Σουλτάνο. Η κρίση της Αυτοκρατορίας, η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου, η αποικιακή μεταστροφή του Οθωμανικού οικονομικού χώρου έφερε και σοβαρές ή και επικίνδυνες αλλαγές στις αγροτικές σχέσεις, οξύνοντας την οικονομική κρίση και σπρώχνοντας στην Επανάσταση.

Η γη είναι από τους σημαντικούς άξονες συμμετοχής ή και αποδοχής της Επανάστασης. Για τον αγρότη, η Επανάσταση προσφέρει τη διέξοδο από τη φορολογική απληστία του Οθωμανικού κράτους αλλά και από μια τάση αποξένωσής του από τη γη, που γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στα πλαίσια της βαθιάς και πολυπλόκαμης κρίσης της Αυτοκρατορίας. Για τον πάσης φύσεως «επιχειρηματία» της εποχής και, ακόμη περισσότερο για τον εμποροναυτικό, η Επανάσταση του άνοιγε τη δυνατότητα επένδυσης των κεφαλαίων του και στη γη. Μια τέτοια ωστόσο, τοποθέτηση, όσο υπάρχει η Οθωμανική κυριαρχία, θα είναι πάντα επισφαλής αν όχι ζημιογόνα εκ των προτέρων.

Παράλληλα, η γη (πιο σωστά, η προβληματική για τη γη) στην Επανάσταση φαίνεται να παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Η γη δε φαίνεται να αποτελεί συχνά αντικείμενο αντιπαραθέσεων και δεν καταλαμβάνει το επίκεντρο στους εμφυλίους πολέμους. Βλέπουμε επίσης ότι και η αγροτιά δεν κατορθώνει να διαμορφώσει δικό της ρόλο αλλά ακολουθεί τους μεν ή τους δε αρχηγούς στη βάση διαφόρων πελατειακών ή άλλων σχέσεων νομιμοφροσύνης.

Φυσικά, δεν είναι παράξενο που η αγροτιά δεν κατορθώνει να εξασφαλίσει δική της πολιτική παρουσία, καθώς αυτό βρίσκεται έξω από τις ιστορικές δυνατότητες της μεσαιωνικής και μισομεσαιωνικής αγροτιάς. Πώς, όμως, είναι δυνατό η αγροτιά να μην κατορθώνει να προβάλει το πρόβλημα της γης στις συνθήκες μιας κοινωνίας, πάντως, αγροτικής και διάλυσης του φεουδαρχικού κράτους;

Η παθητικότητα του μεσαιωνικού και μισομεσαιωνικού αγρότη δεν τα εξηγεί όλα. Στο κάτω – κάτω, η γαλλική αγροτιά ήταν όχι λιγότερο παθητική, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να ξεσηκωθεί σε μια εξέγερση που απείλησε να σαρώσει τα πάντα, οδηγώντας στη Νύχτα της Κατάργησης των Προνομίων (4–5 Αυγούστου 1789), όπου, στα πλαίσια μιας τελετής, όπως φαίνεται, μεγαλόπρεπα σκηνοθετημένης, οι κορυφές της μεγαλοαστικής τάξης και της αριστοκρατίας προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να γεφυρώσουν τις αντιθέσεις τους σε βάρος της εντελώς μεσαιωνικής αριστοκρατικής μερίδας.

Αν τέτοια φαινόμενα δε συνέβησαν στην Ελλάδα, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος βαθύτερος λόγος.

Ένας τέτοιος λόγος θα πρέπει να ήταν η απουσία μιας κληρονομικής έγγειας αριστοκρατίας βαθιά ριζωμένης σε συνδυασμό με την εικόνα της αντεπανάστασης. Ο αντεπαναστατικός αντίπαλος εδώ είναι ο Οθωμανός, με τον οποίο το περιβάλλον του αγρότη δεν αισθάνεται να συνδέεται με κανένα δεσμό εθνικό, πολιτιστικό, γλωσσικό, εκκλησιαστικοθρησκευτικό κλπ. και γι’ αυτό η κυριαρχία του καταστρέφεται αμέσως, πράγμα που επιδρά στη συμπεριφορά του αγρότη.

Ένας άλλος παράγων μπορεί να ήταν η σχετικά εύκολη επικράτηση στην Ελλάδα των αστικών θεσμών (έστω και, καμιά φορά, γελοιογραφικοποιημένων), πράγμα που καλμάρει τον αγρότη σαν παράγοντα της αστικής κοινωνίας[31]. Δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι πολλά θέματα, που, σε άλλες χώρες, χρειάστηκαν σκληρούς ή και αιματηρούς αγώνες, στην Ελλάδα επικράτησαν χωρίς συγκρούσεις και, συνήθως, χωρίς καν σοβαρή συζήτηση[32].

Ένας άλλος παράγων, τέλος, μπορεί να ήταν ο «μειωμένα αγροτικός» χαρακτήρας της Ελληνικής κοινωνίας.

Ωστόσο, μόνα τα παραπάνω δεν αρκούν για εξήγηση. Όσο μειωμένος και αν ήταν ο αγροτικός χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας, δεν έπαυε να είναι κυρίαρχος και είναι δύσκολο να δεχθούμε ότι η αγροτιά θα ικανοποιούνταν με όλα αυτά, αν αισθανόταν τα κύρια συμφέροντά της υπό απειλήν στο κύριο γι’ αυτήν θέμα, δηλαδή το θέμα της γης.

Γιατί, κατά τη γνώμη μας, αυτό ακριβώς συνέβη: Η αγροτιά κρατά παθητική στάση γιατί δεν αισθάνεται τα συμφέροντά της να απειλούνται.

Για να δούμε πώς αυτό εξηγείται, πρέπει να δούμε τι έγινε με τη γη.

Με την έκρηξη της Επανάστασης, οι Οθωμανικές περιουσίες δημεύονται και γίνονται κρατική ιδιοκτησία[33]. Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή και έντιμη αμφιβολία ότι, στην κοινή συνείδηση, το μέτρο αυτό θεωρήθηκε σαν μέτρο «που συνιστούσε μια φάση του σχεδίου διανομής της γης σε ακτήμονες αγωνιστές και γεωργούς»[34]. Εξ άλλου το γεγονός ότι οι αγρότες ήσαν, στην πλειοψηφία τους, ένοπλοι αποτελούσε ένα είδος «εγγύησης» για την κατάληξη αυτή. Οπωσδήποτε η επίδραση της συγκεκριμένης επίλυσης του προβλήματος της γης στην παραπέρα ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο νεοσύστατο κράτος είναι ένα μεγάλο και ενδιαφέρον θέμα, για το οποίο καταγράφονται διαφορετικές προσεγγίσεις. Μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση επί του θέματος εκφεύγει από τα όρια του παρόντος άρθρου.

Η κρατικοποίηση της γης επιζεί σαν προσωρινό σχήμα. Η τάση κερματισμένης αγροτικής ιδιοκτησίας είναι πολύ ισχυρή και τα ανάλογα σχέδια δε λείπουν από την εποχή της Επανάστασης. Ο Καποδίστριας, μεγάλος γαιοκτήμων ο ίδιος, το σκέπτεται στα σοβαρά, όπως δείχνει το ψήφισμα της 29ης Ιούλη 1829[35]. Είναι εντελώς χαρακτηριστικό ότι το μόνο σχέδιο που μόνιμα αποκλείεται είναι η εκποίηση της γης, που θα σήμαινε ιδιοποίησή της από τους οικονομικά ισχυρούς σε βάρος των αγροτών και των κατωτέρων στρωμάτων των κυριάρχων τάξεων[36]. Και, ίσως, εδώ να έχουμε και μια ευκαιρία για την καλλίτερη αποτίμηση της περίφημης αδράνειας της αγροτιάς. Όταν, στη διάρκεια της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, κυκλοφορούν (βάσιμες) φήμες για σχέδια εκποίησης της γης, αρχίζουν μαζικές ένοπλες διαδηλώσεις, που θα πρέπει να ήταν αρκετά απειλητικές αν κρίνουμε από το ότι οι ενδιαφερόμενοι θάβουν φρόνιμα – φρόνιμα τα σχετικά προγράμματα. Άλλωστε, το ότι η Επανάσταση του 1821 έδωσε ώθηση σε μια διαδικασία που δεν αρνιόταν κατ’ αρχήν τα δικαιώματα της αγροτιάς στη γη και δεν την αποξένωνε από αυτή δε φάνηκε μόνο στη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και του ελευθέρου κράτους. Αυτό εξηγεί και το ότι η αγροτιά ούτε στο ελεύθερο κράτος κατόρθωσε να προβάλει σαν αυτόνομη δύναμη με δικά της αιτήματα.

Μιλώντας για την κατάσταση όπως διαμορφώνεται μετά το 1871, ο Ζεύγος δίνει μια εικόνα της αγροτιάς, την ακρίβεια της οποίας δε θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε γιατί ο καθένας μας μπορεί να τη διαπιστώσει από την καθημερινή του εμπειρία. «Αυτή η λύση (σ.σ. του 1871) δυνάμωσε πιο πολύ την ανομοιογένεια και τα βάρη της αγροτιάς, όμως βοήθησε στην ανάπτυξη ειδικών καλλιεργειών, όπως θα δούμε. Πλάι στους σταφιδοπαραγωγούς, υπάρχουν αμπελουργοί, κτηνοτρόφοι, σιτοπαραγωγοί, άλλοι που παράγουν άλλα είδη ή λίγο απ’ όλα. Οι ακτήμονες είναι ανακατωμένοι με μικροϊδιοκτήτες κάθε βαθμού, μικροτσιφλικάδες, μεγάλους τσιφλικάδες. Υπάρχουν καλλιέργειες με μισακάρικο, τριτάρικο, αποκοπή, εμφυτευτικές σχέσεις και η δεκάτη βαραίνει τα σιτηρά, ενώ οι εμπορευματικές καλλιέργειες πληρώνουν πραγματικά δεκάτη στα τελωνεία εξαγωγής. Ετσι, την αγροτιά, που βρίσκεται απ’ όλες τις μεριές στα νύχια της εκμετάλλευσης, δεν τη συγκινεί ένα πρόβλημα ομοιογενές, χτυπητό, επιβλητικό. Οι αντιθέσεις της με την κυρίαρχη τάξη περιπλέκονται και αυτό το πράγμα στάθηκε ένας ακόμη λόγος που δυσκόλευε την αγροτιά στην ενιαία κινητοποίηση και πάλη της»[37].

Η εικόνα αυτή – αναμφισβήτητη, το επαναλαμβάνουμε, και που αρχίζει να επικρατεί πολύ πριν το 1871 – συχνά έχει χρησιμοποιηθεί για να δείξει την καθυστέρηση του αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής υπαίθρου. Στην πραγματικότητα, δείχνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την από νωρίς επικράτηση συγχρόνων μορφών οργάνωσης. Διότι, στις συνθήκες της εξουσίας του κεφαλαίου, το «κανονικό» είναι ακριβώς αυτό: Μια αγροτιά διασπασμένη, ανίκανη για αυτοτελή δράση, με ασφάλεια υποταγμένη στην κυριαρχία της αστικής τάξης, που εργάζεται για την αγορά. Το χαμηλό ή σχετικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και η κακή κατάσταση της αγροτιάς δε σημαίνουν κατ’ ανάγκην έλλειψη αστικού μετασχηματισμού. Πολύ περισσότερο, ο αστικός αυτός μετασχηματισμός δεν προϋποθέτει τη χαλάρωση της εκμετάλλευσης της αγροτιάς από το κεφάλαιο. Προϋποθέτει το ακριβώς αντίθετο. Από την άλλη μεριά, η εκμετάλλευση ή ακόμη και η σκληρή εκμετάλλευση δεν αρκεί ώστε μια δύναμη να προβάλει και να παίξει κάποιο αυτόνομο ρόλο. Γι’ αυτό, απαιτούνται μια σειρά όρων που, από τη μια μεριά, δεν εμφανίσθηκαν στην περίπτωση της ελληνικής αγροτιάς στο 19ο αιώνα και, από την άλλη, δεν ανήκουν στη σφαίρα της αγροτιάς γενικά. Ετσι, η αγροτιά στην Επανάσταση και στο ελεύθερο κράτος, που νοιώθει τις ελάχιστες και απαράβατες απαιτήσεις της, στο βαθμό που μπορεί και η ίδια να τις αντιληφθεί, να ικανοποιούνται, δεν ωθείται να εμφανιστεί άμεσα το προσκήνιο και ακολουθεί χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα το φυσικό της ηγέτη της εποχής, την αστική τάξη ή, σωστότερα, τις διάφορες πλευρές της.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σ. Τρικούπη: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».

Γεωργίου Φίνλαιυ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».

Ζεύγου Γιάννη: «Νεοελληνική Ιστορία». Μέρη Α΄ και Β΄.

Χάου Σάμουελ Γκρίντλεϋ: «Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης». Εκδόσεις «Εκάτη», Αθήνα 1997.

Κρεμμύδας Βασίλης: «Εισαγωγή στην Ιστορία της Νεοελληνικής κοινωνίας (1700 – 1821)». Εκδόσεις «Εξάντας», Αθήνα 1988.

Μάουρερ Γκέοργκ Λούντβιχ: «Ο Ελληνικός Λαός – Δημόσιο, Ιδιωτικό και Εκκλησιαστικό Δίκαιο από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ως την 31η Ιουλίου 1834». Εκδόσεις «Αφων Τολίδη», Αθήνα 1976.

Πετρόπουλου Ι. Α. – Κουμαριανού Αικ.: «Η θεμελίωση του Ελληνικού κράτους, Οθωνική περίοδος 1833-1843». Εκδόσεις «Παπαζήση», Αθήνα 1982.

Ροτζώκου Νίκου: «Επανάσταση Εμφύλιος στο Εικοσιένα». Εκδόσεις «Πλέθρον/Δοκιμές», Αθήνα 1997.

Σακελλαρόπουλου Θ.: «Οι κρίσεις στην Ελλάδα 1830-1857. Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές όψεις». Τόμοι Α΄ και Β΄. Εκδόσεις «Κριτική», Αθήνα 1994.

Αυγητίδη Κ.: «Η Ρωσία και ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του ελληνικού λαού». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2000.

Ερενμπουργκ Ηλία: «Γράκχος Μπαμπέφ: Ο υπερασπιστής του Λαού». Εκδόσεις «Ηριδανός».


[1] Εννοείται ότι δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να δεχθούμε την άποψη – την οποία έχει υποστηρίξει και ο σημερινός πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης – ότι, στην Ελλάδα του 1821, δεν υπάρχει αστική τάξη. Οχι μόνο υπάρχει αλλά και είναι σχετικά ισχυρή – αναμφίβολα, ή κατά πολύ ισχυρότερη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ποιοτικό της βάρος μεγαλώνει ακόμη περισσότερο από το ότι δεν υπάρχει κληρονομική έγγεια (και σε σημαντικό βαθμό ούτε καν απλώς έγγεια) αριστοκρατία, ενώ όλα τα όχι άμεσα αστικά τμήματα των κυριάρχων τάξεων παίρνουν από πολύ νωρίς αστικά χαρακτηριστικά. Ο ρόλος της είναι πολύ σημαντικότερος από ό,τι γενικά νομίζεται. Η επίμονη άποψη της «ανυπαρξίας» αποσκοπεί -αν και όχι πάντα συνειδητά- στον εξωραϊσμό της καπιταλιστικής κοινωνίας μέσω του ακροβατικού συλλογισμού ότι κυριαρχία της αστικής τάξης σημαίνει οπωσδήποτε δημιουργία μιας ισχυρής καπιταλιστικής κοινωνίας, πράγμα το οποίο, προφανώς, δεν είναι σωστό: Η κυριαρχία της αστικής τάξης μπορεί θαυμάσια να οδηγήσει και στη δημιουργία μιας βραδυπορούσας καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως έγινε στην Ελλάδα και αλλού. Αλλωστε, η απογοήτευση από την αστική κοινωνία και η εξ αυτής προσπάθεια να αποδειχτεί ότι αυτή δεν αποτελεί «εικόνα και ομοίωσιν» της αστικής τάξης δεν παρουσιάζεται μόνο στην Ελλάδα. Ο Μαρξ Βέμπερ έφθασε να αρνηθεί την ύπαρξη και το ρόλο της αστικής τάξης ακόμη και στη … Γερμανία!

[2] Ο όρος ανήκει, από όσο τουλάχιστον ξέρουμε, στον κ. Ν. Σαρρή.

[3] Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, αν η ελληνική κοινωνία της εποχής είναι -αναμφίβολα- αγροτική, δεν είναι τόσο αγροτική όσο γενικά σήμερα θεωρείται. Η ελληνική κοινωνία της εποχής ήταν, αναμφίβολα, η λιγότερο αγροτική των Βαλκανίων (όρα Πετρόπουλο – Κουμαριανού, σελ. 259, αλλά και Κρεμμύδα, σελ. 96). Ο πρώτος στατιστικολόγος της ελεύθερης Ελλάδας, ο Βαυαρός FRIEDRICH – WILHELM TIERSCH (1784 – 1860) καταγράφει, στο μικρό κράτος των 800.000 κατοίκων, 40.000 ναυτικούς, χωρίς να υπολογίζονται τα μέλη των οικογενειών τους και 30.000 οικογένειες που ζουν από το εμπόριο. Υποθέτουμε ότι αυτά και μόνο αρκούν για να αποδείξουν πόσο παντελώς ασύστατη είναι η άποψη για την ανυπαρξία της αστικής τάξης.

[4] Κρεμμύδας, σελ. 223.

[5] Η γνώμη μας είναι ότι το στοιχείο αυτό είναι σαν τέτιο πολύ αδύνατο και ποτέ δε θα μπορέσει να σχηματιστεί και να στερεωθεί πλήρως. Από τη μια μεριά, εμποδίζεται από το αναχρονιστικό καθεστώς της Οθωμανικής γαιοκτησίας, του οποίου οι έντονες και συχνά θυελλώδεις αλλαγές στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα θα δημιουργήσουν εκτεταμένες και συχνά απειλητικές αντιφάσεις. Οι αλλαγές αυτές έρχονται σαν συνέπεια της ευρωπαϊκής διείσδυσης και της αποικιακής ένταξης στην παγκόσμια αγορά, ενώ οδηγούν στην οικονομική αλλά και στην ιδεολογική υπεροχή του εμπορικού και μάλιστα του εμποροναυτικού κεφαλαίου. Συνεπώς, η τάση μέσα στους Έλληνες γαιοκτήμονες, στο βαθμό που δημιουργούνται, είναι η στενή επαφή με το εμπορικό κεφάλαιο, με σαφή πρωτοκαθεδρία του τελευταίου, και η όλο και πιο έντονη «διάβρωση» από αυτό. Τελικά, κανένα στρώμα μεγάλων γαιοκτημόνων δε θα δημιουργηθεί. Χαρακτηριστικά, ο Ζεύγος αποκαλεί το νοικοκυριό ακόμη και αυτών που θεωρούνται μεγάλοι γαιοκτήμονες «μίζερο» (Ζεύγος, Α, σελ. 109). Μετά τη νικηφόρα κατάληξη του πολέμου, οι μεγιστάνες της επαρχίας θα συνωστιστούν στην Αθήνα (δίνοντας στο νέο κράτος και την πρώτη του υδροκεφαλική ώθηση), όπου θα ασχοληθούν με το εμπόριο (συχνά, της πολιτικής ή των κρατικών θέσεων), ενώ στην Ελλάδα επικρατεί καθεστώς μικρής γαιοκτησίας, πράγμα, ασφαλώς, καθόλου τυχαίο.

[6] Αυτό, π.χ., συμβαίνει με τις κορυφές του εφοπλιστικού κεφαλαίου, που είναι το πιο προωθημένο και οικονομικά πιο ισχυρό τμήμα της αστικής τάξης της εποχής. Αυτή η πλευρά θα έχει και σοβαρές στρατιωτικές συνέπειες για την Επανάσταση. Πράγματι, αν δούμε τη στρατιωτική ιστορία της Επανάστασης, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε δυο στοιχεία: Το ένα είναι ο πόλεμος στη θάλασσα. Εκεί, τα ελληνικά όπλα στέφονται, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή του Πολέμου, από μια αδιάκοπη σειρά συντριπτικών και, πολύ συχνά, ιδιαίτερα θεαματικών νικών, ενώ το Οθωμανικό ναυτικό δείχνει (για να χρησιμοποιήσουμε μια σύγχρονή μας έκφραση) σαν κλασσική περίπτωση χάρτινης τίγρης. Το άλλο είναι ο πόλεμος στην ξηρά. Εκεί, η δημιουργία αξιόπιστης στρατιωτικής δύναμης στέκεται αδύνατη και, ιδιαίτερα με την εισβολή του Ιμπραήμ πασά, η Επανάσταση περνά από μια στρατιωτική κρίση σχεδόν θανάσιμη. Δε χρειάζεται, νομίζουμε, άλλη απόδειξη ότι η στρατιωτική ισχύς της Επανάστασης είναι μεγαλύτερη εκεί όπου το σύγχρονο στοιχείο είναι και το ισχυρότερο.

[7] Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιστολή των προκρίτων της Πελοποννήσου προς τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης, οι οποίοι, το Νοέμβρη του 1824, έχουν πάρει εντολή να εισβάλουν στην Πελοπόννησο, όπου υποστηρίζεται στα σοβαρά η αντίληψη ότι η περιοχή όπου θεωρεί ότι κυριαρχεί ο κάθε πρόκριτος είναι δική του και κανείς άλλος δεν έχει δικαίωμα οποιασδήποτε επέμβασης σε αυτή. Πρόκειται για αντίληψη που επιζεί, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των πιο αγροίκων στοιχείων των ανωτέρων τάξεων, από την εποχή των πασαληκίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη στοιχειώδη διαδικασία διοίκησης του συγχρόνου καπιταλιστικού κράτους. Η απάντηση του Ιωάννη Κωλέττη ήταν μια προκήρυξη προς το στρατό ότι οι προεστοί της Πελοποννήσου έχουν χάσει τα μυαλά τους από τις περιουσίες των πασάδων που ιδιοποιήθηκαν και η εισβολή στην Πελοπόννησο. Ωστόσο, δεν πρέπει και να υποτιμάται και η αλλαγή που έχει ήδη φέρει στο μισομεσαιωνικό ιδεολογικό κόσμο η Επανάσταση. Τα κείμενα που διαθέτουμε δείχνουν μάλλον μια έντονα μεταβατική κατάσταση. Έτσι, όλοι οι παράγοντες των γεγονότων, από τη μια υποστηρίζουν τοπικιστικές τοποθετήσεις και, από την άλλη, επικαλούνται το γενικό «συμφέρον της πατρίδος». Και δε συμφωνούμε καθόλου ότι τα κείμενα δείχνουν ότι οι Πελοποννήσιοι, όταν λένε «πατρίδα», εννοούν πάντα και αποκλειστικά την Πελοπόννησο. Το αντίθετο ακριβώς δείχνουν. Άλλο χαρακτηριστικό των κειμένων είναι η αντιπαράθεση του Ανδρέα Λόντου με τον Παπαφλέσα, παρ’ όλο που και αυτός είναι Πελοποννήσιος (από τη Δημητσάνα). Είναι, μάλιστα, ίσως ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το ότι η εκστρατεία στην Πελοπόννησο φαίνεται να έδωσε ευκαιρία για μυστικές επαφές και ακόμη και μυστικές συμφωνίες μεταξύ Κολοκοτρώνη και Καραϊσκάκη.

[8] Μπορεί κανείς βάσιμα να αναρωτηθεί αν εδώ δεν αξίζει να επικαλεσθεί αυτό που έγραψε ο Μαρξ για την παράλληλη εξέλιξη Αγγλίας – Ολλανδίας, ότι, δηλαδή, η εξέλιξη αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από τη γραφική παράσταση της υποταγής του εμπορικού κεφαλαίου στο βιομηχανικό.

[9] Κρεμμύδας, σελ. 213 κ.εξ.

[10] Ο Αλής των Ιωαννίνων ήταν το πιο κραυγαλέο παράδειγμα αλλά όχι, οπωσδήποτε, το μόνο. Ένας άλλος τοπάρχης με έντονη δραστηριότητα και μεγάλη συγκέντρωση περιουσίας φαίνεται να θεωρείται στις παραμονές της Επανάστασης και στη διάρκειά της ο Κιαμήλμπεης της Κορινθίας.

[11] Ο Αλής των Ιωαννίνων διέπρεψε και σε αυτό και, όπως φαίνεται, η αυλή του αναδείχθηκε σε πραγματική «σχολή στελεχών».

[12] Εδώ παίζει ρόλο και η κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που, ακριβώς την περίοδο αυτή, περνά, μέσα στα πλαίσια της γενικότερης κρίσης της, και μια βαθιά στρατιωτική κρίση. Η Ελληνική Επανάσταση είναι η περίοδος της οριστικής εξαφάνισης του περιφήμου σώματος των Γενιτσάρων, το οποίο εξοντώνεται, από τον ίδιο το Σουλτάνο, το 1826. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που η Υψηλή Πύλη κινητοποιεί ενάντια στους επαναστάτες είναι, βέβαια, πολύ μεγάλες και διαθέτουν τεράστιο βάθος εφεδρειών και γραμμών ανεφοδιασμού. Ωστόσο, δεν αποτελούν ανυπέρβλητο κίνδυνο. Τα πολεμικά μέσα και οι τακτικές τους είναι πράγματα πολύ γνωστά και «οικεία» στους Ελληνες, φαίνεται, μάλιστα, και ότι μερικοί διοικητές των τελευταίων έχουν στενές (και όχι πάντα ανεπίληπτες) σχέσεις με ηγήτορες των Οθωμανικών εκστρατευτικών σωμάτων. Η ποιότητα του εχθρού ήταν, αναντίρρητα, ένας από τους παράγοντες που αντιστρατεύθηκαν τη δημιουργία τακτικών δυνάμεων. Καταλαβαίνει κανείς το σοκ όταν, με την εισβολή του Ιμπραήμ πασά, ο κίνδυνος από τις τακτικές δυνάμεις παίρνει απότομα τρομακτικές διαστάσεις.

[13] Ροτζώκος, σελ. 51.

[14] Ο Τρικούπης περιγράφει ως εξής τον Κολοκοτρώνη: «Ερρεπεν εις ταραχάς και ηγάπα ως ουδείς των πολεμικών ν’ αναμιγνύεται εις τα πολιτικά, εν οις ουδέποτε ευδοκίμησεν, αγόμενος δια την άγνοιάν του, αν και νουνεχής, υπό ιδιοτελών και δοκησισόφων».

[15] Των οποίων μια περίπτωση βλέπουμε στην υπόθεση της «Μπάμπως», που αναφέρει ο Α. Ζαΐμης σε επιστολή του προς τον Α. Δεληγιάννη.

[16] Από την άποψη αυτή, χαρακτηριστική και, πιθανότατα, διαφωτιστική είναι η δήλωση του Θ. Κολοκοτρώνη προς το Ν. Δραγούμη, που γίνεται πολύ μετά την Επανάσταση, στις συνθήκες της Οθωνικής κυριαρχίας: «Σύνταγμα θα ειπεί να καθήσετε σεις οι γραμματισμένοι, οι καλαναθρεμένοι εις μιαν αγκωνήν, καταφρονημένοι και αδύνατοι, και να βγω εγώ ο βλάχος και οι όμοιοί μου εις την μέσην. Ηξεύρωμεν, όμως, ημείς να διοικήσωμεν;» (Ν. Δραγούμη, Ιστορικαί Αναμνήσεις, εκδ. «Ερμής», Αθήνα 1973, τ. Β, σ. 32 – από «Ε» Νο 65 / 11. 1. 2001, σελ. 25). Η σαγήνη που ασκούν στον απλό άνθρωπο του λαού οι ικανότητες – πραγματικές ή όχι – των εκπροσώπων των κυριάρχων τάξεων είναι προφανής. Το ιδιαίτερο στον Κολοκοτρώνη είναι ότι συνειδητοποιείται και λέγεται ανοιχτά. Πέραν άλλων πιθανών σκοπιμοτήτων, η τοποθέτηση αυτή δημιουργεί και το τεράστιο ερώτημα της αιτίας της συμμετοχής του Κολοκοτρώνη στους εμφυλίους πολέμους, αφού δεν ήθελε να «διοικήσει» ο ίδιος. Ποιός, δηλαδή, θα «διοικούσε»; Το ερώτημα αυτό, η πρακτική απάντηση στο οποίο ξεπερνά τις οσονδήποτε μεγάλες ικανότητες οποιασδήποτε συγκεκριμένης προσωπικότητας, φαίνεται να εξηγεί δυο πράγματα: Πρώτον, τη χαρακτηριστική συμπεριφορά του Κολοκοτρώνη, που φαίνεται να επιζητά μόνιμα κάποιον για να του αφιερώσει τη δύναμή του. Δεύτερον, τη νομιμοφροσύνη του απέναντι στον Καποδίστρια. Με βάση και άλλους παράγοντες στους οποίους αναφερόμαστε αλλού, αυτός του φαίνεται ο πιο κατάλληλος για να γίνει ο Νο 2 του.

[17] Ίσως μια εύγλωττη και, μάλιστα, έντονα γραφική παράσταση της νοοτροπίας του «μη τακτικού πολεμιστή» είναι η συμβουλή του Θ. Κολοκοτρώνη προς τον Ανδρέα Ζαΐμη: «Την γυναίκα σου, το άλογόν σου και το τουφέκι σου να μην τα δανείζεις εις άλλον διότι παθαίνουν». Αν πάρουμε υπ’ όψη μας ότι ο Κολοκοτρώνης είχε τη φήμη πολύ χειραφετημένου άνδρα, θα πρέπει να πρόσεχε πολύ το τουφέκι του και το άλογό του.

[18] Ο πανικός της κυβέρνησης μπροστά στην εισβολή του Δράμαλη και η εγκατάλειψη των πάντων στην τύχη τους (έκφραση, κατά τη γνώμη μας, της ανικανότητας του «μη πληβειακού αστικού στοιχείου» να αντιμετωπίσει τα συγκεκριμένα προβλήματα της Επανάστασης) έκανε μεγάλη εντύπωση. Και από αυτή την άποψη, μπορούμε να κατανοήσουμε τους πολεμιστές του ’21, που δε διαθέτουν τη δική μας ιστορική οπτική και, ταυτόχρονα, βλέπουν το γιαταγάνι του Δράμαλη να πλησιάζει επικίνδυνα το λαιμό τους, όταν δεν κρίνουν τα γεγονότα όπως τα κρίνουμε σήμερα εμείς.

[19] Η περίφημη προκήρυξη του Κολοκοτρώνη στην εποχή της εισβολής του Ιμπραήμ πασά δεν ήταν μόνο μια διακήρυξη αμειλίκτου πολέμου μέχρις εσχάτων. Ήταν και μια απειλητική υπογράμμιση εγκατάλειψης των παραδοσιακών τακτικών των συμφωνιών («πλακάκια»), με άλλα λόγια έδειχνε τη συνειδητοποίηση από τον Κολοκοτρώνη αλλά και την απαίτησή του από τους άλλους να συνειδητοποιήσουν ότι η κοινωνία πέρασε σε άλλο επίπεδο σχέσεων. Γενικά, τα στοιχεία δείχνουν να επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν, ανάμεσα στους μεγαλοκαπεταναίους, ο πιο κοντινός στην αγροτική μάζα αλλά και (ίσως όχι άσχετα με το προηγούμενο) ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της «Επανάστασης ως την τελική νίκη» με κάθε τρόπο, με κάθε θυσία και με όλα τα μέσα. Φαίνεται να ανησυχεί για την ύπαρξη συμβιβαστικών διαθέσεων στο επαναστατικό στρατόπεδο και, γι’ αυτό, δε διστάζει στην προσφυγή ακόμη και στην «επαναστατική προβοκάτσια», όπως στην Τρίπολη.

[20] Η είδηση της επανάστασης πέφτει σαν βόμβα στο Λάυμπαχ (τη σημερινή Λιουμπλιάνα), όπου συνεδριάζει η Ιερά Συμμαχία. Η αντίδραση της Ρωσίας δεν επιτρέπει την έγκριση των σχεδίων του Μέττερνιχ, ο οποίος δε γελιέται καθόλου όσον αφορά την ουσία των γεγονότων και ζητά με λύσσα επέμβαση. Στην επομένη σύνοδο της Ιεράς Συμμαχίας, τη σύνοδο της Βερόνας (1822), πέφτει άλλη βόμβα: Τα κείμενα των συνταγμάτων που έχουν ψηφίσει οι πρώτες επαναστατικές εθνοσυνελεύσεις. Το περιεχόμενο των κειμένων δεν ήταν, βέβαια, το καλλίτερο για να καθησυχάσει την ατμόσφαιρα της μοναρχικής – αντεπαναστατικής νοοτροπίας που κυριαρχεί. Ο παρών στη σύνοδο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α΄ εκφράζεται αρνητικά για την Επανάσταση. Στο μεταξύ, οι παπικές αρχές έχουν απαγορεύσει στην ελληνική αντιπροσωπεία, που επιχειρεί να μεταβεί στην πόλη του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας για να παρευρεθεί στη σύνοδο, να διασχίσει τα εδάφη τους. Η εξέλιξη αυτή επιτρέπει μια πιο ισορροπημένη ανάγνωση της διακήρυξης της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (1η Γενάρη 1822), που αποχωρίζει την Επανάσταση από τις επαναστατικές κινήσεις της Ευρώπης. Και μόνο το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές της Επανάστασης αναφέρουν τους δεσμούς αυτούς δείχνει ότι τους γνωρίζουν θαυμάσια. Φοβούνται, όμως, (και όχι χωρίς πολλές και βάσιμες αιτίες) τις διπλωματικές συνέπειες της ανακίνησης του θέματος.

[21] Οι Αγγλοι κατάλαβαν εδώ για λογαριασμό του Σουλτάνου εκείνο που θα καταλάβουν για δικό τους λογαριασμό ένα αιώνα αργότερα με την Ιρλανδική εξέγερση, καταλήγοντας στην Αγγλο – Ιρλανδική Συνθήκη του 1921, που δημιούργησε το Ιρλανδικό Ελεύθερο Κράτος. Κάτι τέτοιο, όμως, φαίνεται ότι κατάλαβε και ο ίδιος ο Σουλτάνος. Έτσι πρέπει να εξηγείται και η παραχώρηση της Ελλάδας στο Μωχάμεντ Αλυ της Αιγύπτου για να την ειρηνεύσει.

[22] Δεν μπορεί να υπάρχει καμμία σοβαρή αμφιβολία ότι το ζήτημα των Επτανήσων θα είναι από τα βασικά που θα βαρύνουν στην αγγλική στάση απέναντι στην Επανάσταση, όπως θα βαρύνει και αργότερα, στη χάραξη των πρώτων συνόρων του ελληνικού κράτους.

[23] Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Υψηλάντης αλλά και οι άλλοι συνεργάτες του δεν κάνουν τίποτε για να επιβληθούν εκτός από το να προβάλλουν απαιτήσεις. Όχι μόνο δε θα κινήσουν τις δυνάμεις τους, αλλά, όπως φαίνεται ο Γρ. Δικαίος (Παπαφλέσσας) θα παρέμβει ώστε να μη γίνουν ανάλογα γεγονότα στα νησιά. Η στάση αυτή φαίνεται να σχετίζεται με τη βαθύτερη ιστορική φύση των δυνάμεων αυτών, που θέλουν την εξουσία αλλά μόνο με την έγκριση των προκρίτων, με τους οποίους βρίσκονται σε αντιπαράθεση. Η ενδιάμεση αυτή στάση σχετίζεται ίσως και με το ότι ο Σ. Τρικούπης, που θεωρεί το Δικαίο εξαιρετική προσωπικότητα, τον αποκαλεί «παλίμβουλον»

[24] Βλέπουμε επίσης και τη διαφωνία του με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που είναι πιθανό ότι έχει πολύπλοκα αίτια. Πέραν των τοπικιστικών ανταγωνισμών, που σε λίγο θα πάρουν μεγάλη έκταση, ο Κολοκοτρώνης ενδέχεται να μην έχει εμπιστοσύνη στον Ανδρούτσο για ένα άλλο λόγο: Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, με όλες τις φιλοδοξίες του και την ιστορική στενότητα πολλών πλευρών της στάσης του, είναι ο άνθρωπος της νίκης της Επανάστασης, της Επανάστασης ως το τέλος με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο. Ο Ανδρούτσος γρήγορα θα αποδειχθεί ότι δεν μπόρεσε να φθάσει ως εκεί.

[25] Η ερμηνεία των γεγονότων που κάνει ο Σ. Τρικούπης είναι τόσο πολύκροτη ώστε να απορεί κανείς πώς πέρασε απαρατήρητη. Ο ιστορικός γράφει απερίφραστα ότι ένας από τους λόγους της επικράτησης των δημοκρατικών αρχών ήταν και η προσπάθεια να μην απωλεστεί η υποστήριξη του ευρωπαϊκού επαναστατικού-δημοκρατικού κινήματος. Μια, νομίζουμε, πασιφανής και κρυσταλλίνης διαυγείας επαλήθευση όσων γράφουμε στην παρ. Νο 21. Ο Τρικούπης είναι αρκετά οξυδερκής ώστε να διαβλέψει και την επιρροή των αστικών ιδεών στη «μισοέγγεια – μισοδιοικητική» αριστοκρατία, πράγμα που αποτελεί επιβεβαίωση όσων γράφουμε σε άλλη παραπομπή, αυτή τη φορά τη Νο 45. Η άποψη – σωστή – ότι, στην ανάδειξη των αντιπροσώπων των Εθνοσυνελεύσεων δεν έπαιρνε μέρος ο λαός δεν ακυρώνει, ακόμη και στο βαθμό που αληθεύει, το δημοκρατικό χαρακτήρα των Εθνοσυνελεύσεων. Κατ’ αρχήν και από γενική άποψη, αστική δημοκρατία δε σημαίνει κυριαρχία του λαού. Σημαίνει κυριαρχία των ELITES. Από συγκεκριμένη άποψη, δε βρισκόμαστε ακόμη σε εποχή όπου η κυριαρχία αυτή των ELITES είναι αρκετά ώριμη ώστε να εκφράζεται μέσω της φαινομενικής παρέμβασης των μαζών. Είναι, π.χ., κάπως δύσκολο να αρνηθούμε το δημοκρατικό χαρακτήρα της Ιακωβινικής δικτατορίας και του Ιακωβινικού Συντάγματος της Γαλλικής Επανάστασης, στο δημοψήφισμα, όμως, για την έγκρισή του ψήφισαν μόλις 1.500.000 άτομα, όχι πάνω από το 20% όσων είχαν το θεωρητικό δικαίωμα. Ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσουμε ότι, όσον αφορά το γενικό εκλογικό δικαίωμα, τα κείμενα που έχουμε υπ’ όψη μας φαίνεται να σημαίνουν ότι η μη κατοχύρωσή του δε σημαίνει ότι συναντά σοβαρές αντιρρήσεις όσο ότι θεωρείται αυτονόητο. Από άλλη άποψη, ενδιαφέρον έχει το ότι οι τρεις επαναστατικές Εθνοσυνελεύσεις, παρά τα προβλήματα, τις συγκρούσεις κλπ. δεν παύουν να διευρύνουν τη δημοκρατική βάση του καθεστώτος.

[26] Ο χαμηλός βαθμός εθνικής ολοκλήρωσης εξακολουθεί να εκφράζεται ισχυρά στην Επίδαυρο. Οι τοπικές γερουσίες διατηρούνται σε λειτουργία, ενώ, στην ίδια την Εθνοσυνέλευση, οι εκπρόσωποι των διαφόρων περιοχών κάθονται χωριστά, ψηφίζουν χωριστά και επικυρώνουν τις αποφάσεις επίσης χωριστά.

[27] Αυτό θα έχει και στρατιωτικές συνέπειες. Οι «πολιτικοί», για να εμποδίσουν την ανάδειξη των στρατιωτικών, ιδιαίτερα των πιο ισχυρών, που είναι οι Πελοποννήσιοι, αρχίζουν να εμποδίζουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο. Η διατήρηση της Πάτρας σε όλη τη διάρκεια του πολέμου σε Οθωμανικά χέρια δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη πολιορκητικών μέσων και πολιορκητικής πείρας, αν και αυτή έπαιξε, βέβαια, ένα πολύ μεγάλο ρόλο. Οφειλόταν και σε πολιτικούς υπολογισμούς.

[28] Ο Δ. Υψηλάντης έχει κατά νου σχέδια διοικητικής αναδιάρθρωσης προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας. Θα αρχίσει από την αρχή την προσπάθεια δημιουργίας τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων, αναθέτοντας το καθήκον αυτό στο συνταγματάρχη Βαλέστα. Από την άλλη μεριά, ο Φίνλαιυ αποκαλεί το Δικαίο «βιαιότερο διώκτη των Μωραϊτών αρχηγών». Κάτω από αυτό το φως, αξίζει να αναφερθεί η τελευταία πολιτική πράξη του Δικαίου, που ήταν μια στρατιωτική ενέργεια, η μάχη στο Μανιάκι (20.5.1825). Η έκβαση της μάχης ήταν προδιαγεγραμμένη αφού ο Ιμπραήμ Πασάς υπερτερούσε σε όλα (διαμόρφωση του χώρου, αριθμός, πολεμική τεχνική). Όλα δημιουργούν το ερώτημα γιατί ο Δικαίος διάλεξε αυτή τη θέση σε τέτιες συνθήκες και αυτό φαίνεται να απασχόλησε πολύ τους συγχρόνους και τον ίδιο τον Ιμπραήμ Πασά. Ο Δικαίος, που πηγαίνει στο Μανιάκι μετά την καταστροφή του Ναυαρίνου και αφού περάσει από εκεί, όπου τον συναντά για τελευταία φορά και ο Χάου, δεν μπορεί να μην ξέρει τη στρατιωτική του καταδίκη. Τότε, γιατί πηγαίνει; Όπως φαίνεται, πρόκειται για επιδεικτική τελετουργική αυτοκτονία. Ο Δικαίος, που δεν έχει πια πολιτικό έρεισμα, φαίνεται πως θέλει δυο πράγματα: Πρώτον, να δείξει ότι μόνο η μέχρι θανάτου πάλη έχει ελπίδες και, δεύτερον, να δείξει την ανάγκη τακτικών δυνάμεων που να μπορούν, αν χρειασθεί, να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ Πασά και σε μάχες κατά παράταξη. Συνολικά, η επιχείρηση στο Μανιάκι φαίνεται πως υπήρξε μια στρατιωτική επιχείρηση πολύ πιο αμφιλεγομένη από ό,τι γενικά πιστεύεται. Η νίκη ήταν, ούτως ή άλλως, αδύνατη. Ωστόσο, ο Ιμπραήμ Πασάς, αντιμετωπίζοντας 600 αντιπάλους κακά οχυρωμένους και άσχημα οπλισμένους, χάνει 400 στρατιώτες και αυτή φαίνεται να είναι η πρώτη μάχη όπου τα στρατεύματά του έχουν πραγματικές απώλειες. Η παρατήρηση του Φίνλαιϋ, που συγκρίνει την πολύνεκρη μάχη στο Μανιάκι με την επιχείρηση του Ναυαρίνου, όπου ο Ιμπραήμ Πασάς κατέφερε συντριπτικό πλήγμα στις ελληνικές δυνάμεις με σχετική ευκολία, και με την αποχώρηση των Ρουμελιωτικών στρατευμάτων, ίσως να μην είναι χωρίς βάση. Ήδη πριν το Μανιάκι, μια μικροεπιχείρηση υπήρξε ίσως ενδεικτική. Στις 16 Μάρτη, ένα τάγμα Αιγυπτίων επιτίθεται ενάντια στις δυνάμεις του Καρατάσου, που αποτελούνται από Μακεδόνες και κατέχουν το χωριό Σχοινόλακα της Μεσσηνίας. Ολιγάριθμοι αλλά καλύτερα οχυρωμένοι και πιο οργανωμένοι και πειθαρχικοί, οι άνδρες του Καρατάσου τρέπουν σε φυγή τους Αιγυπτίους και κυριεύουν 100 όπλα με ξιφολόγχη (τη μεγάλη στρατιωτική καινοτομία της εποχής), τα οποία στέλνουν στην Τρίπολη.

[29] Ενδειξη, άραγε, της προσπάθειας συμβολής στη δημιουργία συγκεντρωτικού κράτους;

[30] Ο Τρικούπης γράφει ότι η έκβαση του δευτέρου εμφυλίου πολέμου «ανύψωσε τον Κουντουριώτην και συνανύψωσε και τον συνάρχοντα και συμπράκτορα αυτού Κωλέττην». Η συναρχηγία Γεωργίου Κουντουριώτη και Ιωάννη Κωλέττη δείχνει την επικράτηση των δυνάμεων που αντιτίθενται στην Πελοποννησιακή αριστοκρατία και τις ηγεμονικές (και, σε σημαντικό βαθμό, αναχρονιστικές) της διαθέσεις. Ωστόσο, η συμμαχία δε θα δείξει μεγαλύτερη ικανότητα. Φαίνεται ότι εμφανίζονται και σοβαρές αντιθέσεις μέσα στη συμμαχία, όπου το ναυτιλιακό κεφάλαιο θέλει την υποταγή της στους δικούς του αποκλειστικά στόχους. Ο Μαυροκορδάτος φαίνεται να υποστηρίζει μάλλον χαλαρά το νέο κυβερνητικό σχήμα. Οι αντιθέσεις θα φανούν με την εισβολή του Ιμπραήμ Πασά. Οι νησιώτες θα προσπαθήσουν να επιβάλουν ναυτική πρωτοκαθεδρία στις επιχειρήσεις της ξηράς αν και αγνοούν τους τρόπους διεξαγωγής τους. Ο Γεώργιος Κουντουριώτης θα δείξει πλήρη ανικανότητα στην εκστρατεία της Μεσσηνίας. Ο Κωλέττης θα αποφύγει να εκτεθεί σε πολεμικούς κινδύνους και τα στρατεύματα των Ρουμελιωτών θα αποχωρήσουν από την Πελοπόννησο.

[31] Ωραία η παρατήρηση του Ζεύγου ότι «η Επανάσταση χειραφέτησε κάπως τους αγρότες και, με τα συγχρονισμένα της πολιτεύματα, ξεπέρασε το κοινωνικό στάδιο της μοναρχίας του διαφωτισμού» (Ζεύγος, Α΄, σελ. 109). Προφανώς, ο Ζεύγος, με τον τελευταίο αυτό όρο, εννοεί αυτό που έχει καθιερωθεί σαν «πεφωτισμένη δεσποτεία».

[32] Μας φαίνεται εντελώς αυθαίρετη η θεωρία ότι όλα αυτά ήταν «τυπικά», «επιφανειακά» κλπ. και ότι «οι ELITES απλώς συμβιβάσθηκαν με το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα», επικυρώνοντας τις αυθαιρεσίες τους και τις διαβλητές τους πράξεις. Ότι «συμβιβάσθηκαν» δεν υπάρχει αμφιβολία, αλλά δεν μπορούμε να θεωρούμε αυτόν το «συμβιβασμό» σαν να ήταν το απλούστερο και το ευκολότερο πράγμα του κόσμου, ξεχνώντας ότι και ο «τύπος» είναι «ουσία». Στην πραγματικότητα, δείχνει τη συνολική αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Όπως πίσω από τη θεωρία της ανυπαρξίας, έτσι και πίσω από αυτή τη θεωρία κρύβονται προθέσεις εξωραϊσμού της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στην ουσία, υποστηρίζοντας ότι η αστική δημοκρατία είναι τέτοια μόνο στην Ελλάδα, η θεωρία αυτή θέλει να «περάσει» την άποψη ότι μπορεί να υπάρχει αστική δημοκρατία που δεν είναι θεμελιακά εχθρική προς τους εργαζομένους, που δε σηματοδοτεί τη δικτατορία των πλουτοκρατικών κορυφών και δε συνοδεύεται από εκτεταμένα φαινόμενα αυθαιρεσίας και ξέφρενης διοικητικής διαφθοράς.

[33] Έτσι, ασφαλώς, εξηγείται και το ότι, με το τέλος του πολέμου της Ανεξαρτησίας, η Ελλάδα βρίσκεται με το μεγαλύτερο κρατικό τομέα όλης της Ευρωπαϊκής ηπείρου, τουλάχιστον στον τομέα της γης: Το 1833, το 76,8% της ακαλλιέργητης γης και το 70,7% της καλλιεργημένης βρίσκονται στα χέρια του κράτους.

[34] Πετρόπουλος – Κουμαριανού, σελ. 260.

[35] Αν δεν προχωρά σε αυτό, καθόλου μικρό ρόλο παίζει η ξένη παρέμβαση που του υπενθυμίζει τα δάνεια. Παράλληλα, ο Καποδίστριας καθιερώνει, με το ψήφισμα της 26ης Αυγούστου 1830, την ιδιοκτησία των αγροτών στα σπίτια και το σπιτότοπό τους. Υπερβολικά αυστηρός, κατά τη γνώμη μας, απέναντι στον Κυβερνήτη, ο Ζεύγος βλέπει σε αυτό όχι ένα μέτρο προστασίας και στερέωσης της μικρής ιδιοκτησίας αλλά ένα μέτρο δημαγωγίας με το οποίο ο ενδιαφερόμενος προσπαθεί να εξαπατήσει τους άλλους και τον εαυτό του. Και αυτό γιατί, «σύμφωνα με το φεουδαρχικό εθιμικό δίκαιο, τα σπίτια και ο σπιτότοπος ανήκαν στους αγρότες και ο φεουδάρχης δεν μπορούσε να τα πάρει ούτε να τους διώξει» (Ζεύγος, Α΄, σελ. 104). Σύμφωνοι. Μόνο που δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι τα φεουδαρχικά έθιμα έχουν καταργηθεί στην Ελλάδα, χωρίς να μιλήσουμε για την πολεμική κατάσταση, που ευνοεί κάθε είδους αυθαιρεσία σε βάρος των αδυνάτων.

[36] Αυτή η λύση A L’ ANGLAISE του αγροτικού προβλήματος φαίνεται να προωθείται κυρίως από το αγγλικό κόμμα και το Μαυροκορδάτο, που συνδέονται στενά με ναυτεμπορικά (και, συνεπώς, νησιωτικά) συμφέροντα, ενώ, κατά παράδοξο, ίσως, τρόπο, τη διανομή της γης φαίνεται να υποστηρίζει το ρωσικό κόμμα. Η προσπάθεια αυτή θα προσκρούσει στην αντίδραση της αγροτιάς και των τοπικών αρχόντων αλλά θα τροφοδοτήσει και τον τοπικισμό, όπως δείχνουν οι προειδοποιήσεις του Κολοκοτρώνη για τους κινδύνους εγκατάστασης των «ξένων» στην Πελοπόννησο. Συγγενής προς την πολιτική της εκποίησης φαίνεται να είναι, στις συνθήκες του ελευθέρου κράτους, η πολιτική του Αντιβασιλέως Ιωσήφ – Λουδοβίκου Αρμανσμπεργκ (1787-1853), που θεωρείται φορέας της αγγλικής επιρροής. Στο θέμα αυτό, σημαντικό ρόλο φαίνεται να έπαιξαν η επιρροή και του παροικιακού κεφαλαίου ή η ελπίδα προσέλκυσής του στην Ελλάδα. Βλέπουμε, π.χ., τον Καποδίστρια να προσπαθεί να προσελκύσει στην αγορά εθνικών γαιών Ελληνες μεγαλοκεφαλαιούχους της Οδησσού, προβάλλοντας, μάλιστα, και το επιχείρημα ότι αυτό είναι η μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στην αύξηση της δυτικοευρωπαϊκής επιρροής. Μια ετεροχρονισμένη και παραλλαγμένη μορφή το φαινομένου υπήρξε η αγορά, μετά το 1880, των τουρκικών κτημάτων της Θεσσαλίας από Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες της διασποράς. Η διαφορετική εξέλιξη ανάμεσα στην υπόλοιπη Ελλάδα (όπου η γη δε γίνεται άμεσα επίκεντρο μαζικών πολιτικών αγώνων) και στη Θεσσαλία (όπου γίνεται) αποδεικνύει, κατά τη γνώμη μας, τη βασιμότητα των συλλογισμών μας. Η τάση της ευρύτερης δημιουργίας και ισχυρότερης διατήρησης της μεγάλης γαιοκτησίας στις περιοχές που δεν απελευθερώνονται αλλά εξαγοράζονται είναι εξαιρετικά έντονη στην Επανάσταση και μας θυμίζει, πέραν των άλλων, τις αναλύσεις του Λένιν για το «μαυροεκατονταρχίτικο» και το «ναρόντνικο» καπιταλισμό.

[37] Ζεύγος, Β΄, σελ. 77.

Προϋποθέσεις της Επανάστασης του 1821

Επιμένω στην έννοια της κατάκτησης. Μόνο παρερμηνείες ή χρησιμοθηρίες υποβαθμίζουν, στην πρόσφατη ιστοριογραφία, την έννοια αυτή. Η κατάκτηση έχει τα χαρακτηριστικά της. Συνεπέφερε ωσμώσεις, εισχωρήσεις των κατακτημένων στο σύστημα των κατακτητών, δημιούργησε συνδετικούς κρίκους, αλλά και ανταρσίες. Ο Σάθας διατύπωσε ένα ερμηνευτικό σχήμα, που το ξαναβρίσκουμε στον Μακρυγιάννη, ότι ευθύς με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αρχίζει η «αντίσταση» στην κατάκτηση. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα.

Η έννοια της κατάκτησης και η σημασία της

Πριν προχωρήσουμε, ας υπενθυμίσουμε ότι μια κατάκτηση δεν μπορεί να εδραιωθεί εάν οι κατακτημένοι δεν έχουν δομή ή δομές. Η κατάκτηση της Αμερικής προσέκρουε στους indios bravos· αυτούς δεν μπορούσαν να τους ελέγξουν. Η κατακτημένη κοινωνία, στη δική μας περίπτωση, είχε τις δομές της, και ως εκ τούτου μπορούσε να επικαθίσει σε αυτήν η οθωμανική κατάκτηση.

Η κατάκτηση, χονδρικά, διανύει δύο φάσεις: τη φάση της οθωμανικής επέκτασης και τη φάση που έπεται της αποτυχίας της Βιέννης. Στην πρώτη φάση είναι έξεργος ο λεηλατικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη δεύτερη φάση, ο λεηλατικός αυτός χαρακτήρας κατά κάποιον τρόπο εσωτερικεύεται, με τους φόρους. Ωστόσο δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ο φόρος το στοιχείο που επιδείνωνε την εκμετάλλευση­· είναι το γεγονός ότι αλλάζει ο τύπος των προσόδων, συγκεκριμένα ότι πυκνώνεται ένας τύπος προσόδων, χρειάζεται συνεπώς να μελετήσουμε την εξέλιξη και διόγκωση των γαιοπροσόδων σε σχέση με τις φορολογικές προσόδους.

Βλέποντας το ζήτημα εκ των υστέρων, εκεί όπου έχουμε καταγραφές, προκύπτουν ορισμένα προφανή πράγματα: η κατακτητική κοινωνία ιδιοποιείται την οικονομία μέσω της δημιουργίας οιονεί ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία προϋπήρχε, αλλά διογκώνεται. Αν καταμετρήσουμε τον οθωμανικό πληθυσμό και την κατοχή γαιών, και μάλιστα των καλύτερων γαιών, θα δούμε ότι υπάρχει μια δυσαναλογία: η αριθμητικώς μικρότερη κοινωνία κατέχει τις περισσότερες γαίες — αυτό είναι το αποτέλεσμα των μετρήσεων που μπορεί να γίνουν επί τη βάσει των πρώτων στατιστικών που έχουμε μετά την Επανάσταση του 1821. Και αν κάνουμε και άλλες διακρίσεις, θα δούμε ότι οι αρδευόμενες γαίες κατέχονται πρωτίστως από τους Οθωμανούς, τους μουσουλμάνους. Καλλιεργούνται με διάφορου τύπου διανεμητικά συστήματα, κυρίως από τους κατεχόμενους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και οι κατακτητές δεν είναι άμεσοι καλλιεργητές. Στην ουσία, η γαιοκτησία αυτού του τύπου είναι αποτέλεσμα ιδιοποιήσεων μέσω της καταχρέωσης των χωρικών που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις και να μετέχουν στην αγορά, υποκείμενοι, στο μέτρο όπου μετέχουν, σε μια άνιση ανταλλαγή.

Είναι εμφανές ότι αν η κατάκτηση συνεπαγόταν τον εξισλαμισμό των κατακτημένων θα οδηγούσε σε μια σημαντικότατη μείωση των δημοσίων οικονομικών, αφού θα σήμαινε την κατάργηση του κεφαλικού φόρου. Ο Barkan έχει κάνει κάποιους σχετικούς υπολογισμούς, που δείχνουν ότι ο κεφαλικός φόρος είναι ένα από τα βασικότερα έσοδα. Έτσι, μονάχα φανατικοί μουσουλμάνοι επιθυμούσαν έναν γενικευμένο εξισλαμισμό.

Η εξωτερική διαλεκτική

Προχωρώντας στους εξωτερικούς όρους, στην εξωτερική διαλεκτική, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι υπήρχαν διάφορα σχέδια διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέσα στους διεκδικητές, τους διαδόχους, από κάποιο σημείο και ύστερα, εμφανίζονται και οι Ρώσοι· ας υπενθυμίσουμε ότι τους λαμβάνει σοβαρά υπόψη η Δυτική Ευρώπη. Δημιουργούνται διάφορα σχέδια για την απόσπαση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία του ελληνικού χώρου — παρεμπιπτόντως, το ορολογικό πρόβλημα είναι δύσκολο: και για τους Δυτικούς και για τους Ρώσους δεν υπήρχε το «ελληνικός», αλλά υπήρχε τα Grecia, Greco, grec και τα ομόηχα σλαβικά.

Τα σχέδια ήταν πολλά: και γαλλικά, και ρωσικά, για τη δημιουργίας μιας ανεξάρτητης εδαφικότητας, η οποία, υπό τους όρους της εποχής, θα έπρεπε να τελεί υπό την προστασία μιας Δυνάμεως. Καθώς οι Δυνάμεις ήταν αντιθετικές, θα έπρεπε να βρεθεί ένας modus viventi, μια συναίνεση. Άρα, η ιδέα της εδαφικότητας υπήρχε· το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό έφτανε στους κατεχόμενους και αν έχουμε ενδείξεις που μας λένε ότι έφτανε. Και οι ενδείξεις δεν απουσιάζουν. Είναι περισσότερες, εν προκειμένω, για τη Βενετία λόγω της κατοχής φεουδαλικού τύπου των κτήσεων, ενώ είναι εμμεσότερες για την Ισπανία. Στον 18ο αιώνα υπάρχουν και γαλλικά σχέδια, όχι για την απελευθέρωση, αλλά για την διείσδυση γαλλικών συμφερόντων μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, διείσδυση η οποία οδηγούσε σε οιονεί κυριότητα υπό την επικυριαρχία των πασάδων κάποιων περιοχών που παρουσίαζαν ενδιαφέρον, όπως η Άρτα και η περιοχή της για το γαλλικό εμπόριο.

Το μέγιστο όμως σχέδιο ήταν εκείνο της Μεγάλης Αικατερίνης, με τους πολέμους που εξαπέλυσε και στην υπηρεσία του οποίου μπήκαν πολλές ελληνικές δυνάμεις του εσωτερικού και του εξωτερικού, χωρίς όλες τους να είναι ταυτόσημες, αλλά με κοινό παρονομαστή την εξέγερση. Ας υπομνησθεί ότι οι εκτός της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ομόδοξοι βρήκαν σ’ αυτή θεσμοθετημένη δεξίωση και ποικίλους ρόλους.

Η αρχή των εθνοτήτων

Το 1789 εξαπολύει την αρχή των εθνοτήτων. «Όλα τα έθνη πολεμούν και στους τυράννους των ορμούν κλπ. Ο Ρήγας Φεραίος, βεβαίως, είναι προϊόν του 1789, και οι ελπίδες του στηρίζονται στους Ναπολεόντειους Πολέμους. Γιατί το 1789 σε εμάς έφτασε μέσω των Ναπολεοντείων Πολέμων, και όχι κατευθείαν, όσο κι αν η Γαλλική Επανάσταση απασχόλησε τα πνεύματα της εποχής, με προεξάρχοντα τον Κοραή.

Το ερώτημα είναι πώς εσωτερικεύεται η αρχή των εθνοτήτων. Η συνήθης απάντηση είναι ότι υπάρχουν οι στοχαστές, οι λόγιοι, που είναι προϊόντα του Διαφωτισμού, οι οποίοι δίνουν το ιδεολογικό στίγμα της μελλοντικής εξέγερσης. Η διαπίστωση είναι σωστή, μόνο που θα πρέπει να δούμε ποια ήταν τα αντίστοιχα ιδεολογικά σχήματα τα οποία υπήρξαν στο παρελθόν.

Όταν δούμε την Επανάσταση του 1821, θα διαπιστώσουμε ότι είναι μια δημοκρατική επανάσταση. Ας διευκρινίσουμε κάτι: όταν ο Ρήγας Φεραίος μιλάει για Έλληνες, δεν εννοεί τους σύγχρονους Έλληνες, εννοεί τους αρχαίους Έλληνες. Η Republique Francaise θα παρατεθεί δίπλα στην Republique Grecque, Grecque ancienne. Υπήρξαν Βαλκάνιοι που είπαν ναι, εμείς αυτό το αναγνωρίζουμε. Και το «ελληνικός» δεν παρέπεμπε σε αυτό που παραπέμπει σήμερα, στο γραικικό, αλλά στην αρχαιότητα, που ο Ανάχαρσις την είχε αναδείξει. Αλλιώς δεν εξηγείται αυτή η αντίφαση που υπάρχει στο πολίτευμα του Ρήγα αναφορικά με την ενίσχυση των εθνικών γλωσσών και με τις διοικητικές ιδιομορφίες. Και οι ίδιοι οι Τούρκοι ως προς τους αρχαίους Έλληνες, τους Γιουνάν, δεν είχαν απολύτως καμία αντιπαλότητα. Και τον 18o αιώνα, ο Tούρκος αξιωματούχος του Μοριά, ο Πενάχ Εφέντης τους λέει Γιουνάν. Η χρήση του Γιουνάν, σύμφωνα με την οθωμανική γεωγραφία του 16ο αιώνα, παραπέμπει στη δυτική πτέρυγα της Αυτοκρατορίας, όχι στο έθνος Έλληνες. Και όταν λένε γιουνάν δεν εννοούν μόνο τους ελληνόφωνους. Υπάρχει μια ρήτρα σε έναν κανουναμέ, που δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «Γιουνάν» αλλά «Ρουμ»· και αυτοί οι Ρουμ πρέπει να καταβάλουν τον φόρο τους στο Ίλιντεν. Βουλγάρικη είναι η λέξη, επειδή όμως είναι ορθόδοξοι, τους θεωρεί ρουμ.

Η Επανάσταση του 1821, λοιπόν, δεν μπορούσε παρά να είναι εθνική, και ως εθνική, τη δεδομένη στιγμή, δεν μπορούσε παρά να είναι δημοκρατική, να φτιάξει Συντάγματα. Το ερώτημα είναι: Υπάρχουν υποδοχές, ώστε να φτιαχτούν Συντάγματα; Οι υποδοχές υπήρχαν, γιατί τα κοινοτικά συστήματα ενείχαν υποτυπωδώς την έννοια του καταστατικού χάρτη, που έπαιρνε μάλιστα και γραπτή μορφή, μόνο που δεν ήταν, βέβαια, Συντάγματα. Αφήνω στην άκρη το παράδειγμα της Επτανήσου Πολιτείας, γιατί θα μας πήγαινε μακριά, αλλά χρειάζεται να το θυμόμαστε, και μάλιστα το Σύνταγμά του, έναν καταστατικό χάρτη που δεν είναι βέβαια αυτό που εννοούμε σήμερα με τη λέξη «Σύνταγμα». Αντιθέτως, θα πρέπει να υπομνήσουμε την περίοδο των δημοκρατικών Γάλλων κατά την οποία οι δημοκρατικότεροι τοπικοί συντελεστές προσέβλεπαν σε μια επέκταση αυτής της αυτονομίας προς τον τουρκοκρατούμενο χώρο· λόγοι όμως κρατικής πολιτικής δεν τους επέτρεπαν να το πουν μεγαλοφώνως. Το έλεγαν υπορρήτως. Το ξέρουμε από τους λόγους που εκφωνούνταν στην Πατριωτική Εταιρεία της Κέρκυρας.

Οι οικονομικοί όροι

Χωρίς την επίγνωση όλων αυτών, και κυρίως των μηχανισμών που υπόκεινται σε αυτές τις διαδικασίες, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε μια σωστή αποτίμηση του 1821 και θα μέναμε σε κάποια σχήματα, όπως λ.χ. στον πόθο της ελευθερίας, που αποτέλεσε και το έδεσμα της εθνικής ρητορείας, ή στο ότι ανδρώθηκε μια τάξη η οποία μπορούσε να κάνει επανάσταση, η αστική τάξη.

Ας  σταθούμε λίγο σε αυτό το δεύτερο σχήμα. Έχουμε τους εμπόρους των μεγάλων αποστάσεων, τους βιοτέχνες, ανθρώπους της εσωτερικής αγοράς — και  αναρωτιέμαι αν όλα αυτά αποτελούν μια αστική τάξη και, κυρίως, αν οι οικονομικοί όροι αυτής της αστικής τάξης οδηγούσαν στην Επανάσταση. Η δική μου απάντηση είναι ότι αυτοί οι οικονομικοί όροι δεν οδηγούσαν στην επανάσταση· οι έμποροι δεν είχαν κανέναν λόγο να έχουν ανεξάρτητο κράτος, η οικονομική δυναμική δεν οδηγούσε στην επανάσταση, διότι οι έμποροι αυτοί επωφελούνταν από το υφιστάμενο σύστημα, στη δικαιοπραξία του οποίου είχαν βρει τα δικά τους αντίδοτα,  δεν είχαν λόγους να θέλουν την αλλαγή του.

Δεν έχουμε, όμως, καμιά επιδείνωση της φορολογίας. Ο 17oς αιώνας είναι ένας αιώνας ελλειμματικός από την άποψη των δημοσίων εσόδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εξηγήσεις έχουν δοθεί: είναι συνδυασμός δημογραφικής και φοροδοτικής κρίσης. Και  κλειδί της  ερμηνείας είναι ο εκχρηματισμός της οικονομίας, ο οποίος μπορεί να  είναι παρωθητικός ή αποδιαρθρωτικός. Για ορισμένα επαγγέλματα ή ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες είναι παρωθητικός, για τη μεγάλη μάζα είναι αποδιαρθρωτικός.

Είμαι  λοιπόν εντελώς αντίθετος στην άποψη ότι η οικονομική συγκυρία  συνέβαλε στην Επανάσταση του 1821. Μια καλή ανάγνωση του Ερνέστ Λαμπρούς, του περίφημου άρθρου του για τη γέννηση των επαναστάσεων και την οικονομική συγκυρία, δεν θα οδηγούσε στο σχήμα ότι με τη λήξη των Ναπολεοντείων Πολέμων, άρα με τον γρήγορο πλουτισμό λόγω του εξαγωγικού εμπορίου που αναπτύχθηκε παραβιάζοντας τον αποκλεισμό, ξαφνικά δόθηκε το έναυσμα για την Επανάσταση. Είναι μια μηχανιστική αντίληψη και θέλω εδώ να επικαλεστώ και τον Νίκο Σβορώνο, που δεν την υπερασπίστηκε ποτέ.

Με τον ηπειρωτικό και ναυτικό αποκλεισμό, οι λεγόμενες «ναυτικές νήσοι» γεμίζουν  βέβαια χρήματα. Δεν γίνονται όμως καπιταλιστές: ή τα  συσσωρεύουν στις στέρνες ή τα επενδύουν στις παραδοσιακές δραστηριότητες. Και ας μην ξεχνάμε  ότι οι Υδραίοι λ.χ. σκέφτονταν μην τυχόν μεταναστεύσουν, στο Τριέστι ή κάπου αλλού.

Ας σημειώσουμε όμως ότι το χρήμα κυκλοφορούσε και συσσωρευόταν όχι πάντοτε μέσα από αυτό που θα αποκαλούσαμε οικονομικές διαδικασίες. Ήταν αποτέλεσμα λείας. Όταν ο Ψαλλίδας γράφει στον Μαυροκορδάτο και του προτείνει την κινητοποίηση των Αλβανών,  του επισημαίνει  ότι η Αρβανιτιά είναι γεμάτη χρήμα. Από πού προέρχεται αυτό το χρήμα; Όχι βέβαια από τις οικονομικές τους δραστηριότητες, αλλά από τις λεηλασίες. Και είχε συσσωρευθεί πάρα πολύ. Αυτό το χρήμα όμως δεν ήταν κεφάλαιο, ήταν πλούτος.

Το ζήτημα των ελίτ

Ανοίγω μια παρένθεση για το ζήτημα των ελίτ. Θα ήθελα να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα σε elites και notables. Εμείς είχαμε notables, ελληνιστί λέγονται προύχοντες, πρόκριτοι, άρχοντες παλαιότερα πριν από την τουρκική κατάκτηση. Στην Επανάσταση ξανάρχεται ο όρος, επειδή ο άρχοντας, που ανήκει σε ένα νοητικώς διευρυμένο φεουδαλικό σύστημα, είναι αυτός που υποχρεώνει και υποχρεώνεται. Εκείνο που διασώθηκε μέσα στην πρόσληψη του άρχοντα είναι όχι η υποχρέωση που υποβάλλει, αλλά η υποχρέωση στην οποία επιβάλλεται. Γι’ αυτό έχουμε την έννοια της αρχοντιάς. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος έχει γράψει μια ωραιότατη σελίδα για το τι σημαίνει αρχοντιά: δεν σημαίνει πλούτο, είναι κίνημα ψυχής. Όταν ο Φλωράκης ήταν σε μια μάχη, όρθιος, του λέει μια γυναίκα στη Ρούμελη: Αχ, εσύ, όλο αρχοντιά! Αυτοί οι άρχοντες είναι διαφορετικοί από τους «αρχόντους» των Επτανήσων, που αποτελούσαν μια κοινωνική κατηγορία.

Πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στις elites και τους notables. Τους notables θα τους λέγαμε, όπως είπαμε, πρόκριτους, προύχοντες, αλλά επιβιώνει και ο όρος «άρχοντες», σε άρχοντες της Λειβαδιάς για παράδειγμα. Και τις elites θα τους λέγαμε εκλεκτούς, γενάδες. Και οι πρόκριτοι έχουν να διαδραματίσουν διοικητικούς, οικονομικούς, ηγετικούς ρόλους, ενώ οι elites έχουν να διαδραματίσουν ρόλους διανοητικούς, είναι intellectuels. Μπορεί να μετέχουν στα διοικητικά, αλλά δεν είναι ο κανόνας.

Και πάλι η έννοια της κατάκτησης

Κλείνοντας, επιμένω ότι το βασικό σημείο, για να καταλάβουμε το ξέσπασμα της Επανάστασης είναι η έννοια της κατάκτησης. Και ας μην αναζητάμε λόγους όπως η επιδείνωση της φορολογίας. Εκείνο που προϋπήρχε και επεξετάθη είναι η ιδιοποίηση της γης, δηλαδή η εξαγωγή γαιοπροσόδων, που έγινε με μια ορισμένη μεθοδολογία. Και που δεν είναι μια μετεξέλιξη του τιμαριωτικού συστήματος, δεν έχει καμία σχέση. Είναι η δημιουργία μιας οιονεί ατομικής ιδιοκτησίας, με δύο τρόπους. Ο ένας είναι η κατάκτηση και αξιοποίηση των μη καλλιεργούμενων εδαφών, που τη θέτουν σε εφαρμογή οι λεγόμενοι «σκλάβοι της πύλης» οι κουλ, εφόσον ο τιμαριώτης έδινε τη συγκατάθεσή του. Και ο δεύτερος είναι μέσα από το σύστημα της καταχρέωσης, λόγω του οποίου τα χωριά, τα μικρά, αδύναμα χωριά, έγιναν τσιφλίκια.

Η οιονεί ταξική διαπάλη συνεχίστηκε στην Επανάσταση, οι κοτζαμπάσηδες, οι προύχοντες ήθελαν να διαιωνίσουν τους ηγετικούς τους ρόλους, αποδέχονται τα Συντάγματα (έχουμε και το πρώτο πείραμα, το Σύνταγμα των Καλτεζών), οι πολεμικές ηγεσίες θέλουν να διαιωνίσουν τους ηγετικούς τους ρόλους. Αυτά δεν γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Στη διάρκεια της Επανάστασης διεκδικούν αρματολίκια μετονομασμένα. Οι νησιώτες θέλουν να διεκδικήσουν κι αυτοί τους ηγετικούς τους ρόλους. Έτσι εμφανίζονται οι τοπικότητες, αλλά όλοι αυτοί θα πρέπει να υιοθετήσουν μια πολιτική ιδεολογία. Και έχουμε, δημιουργούνται, τα τρία κόμματα. Έχουμε, ανάμεσα στα παραδείγματα, την ενδεικτική μαρτυρία ανθρώπου που είπε ότι στη Ρωσία πριν την Επανάσταση αισθανόμασταν ελεύθεροι, γιατί ακούγαμε τις καμπάνες μας, αλλά τώρα θα πρέπει να ακολουθήσουμε το αγγλικό σύστημα, το φιλελεύθερο.

Χαρακτήρας και ιδεολογία της Επανάστασης

Αλλά ας ξανάρθουμε στην ιδεολογία της Επανάστασης: επανάσταση εθνική με δημοκρατική, αστική συνεπώς ιδεολογία, εκφραστές της οποίας ήταν οι άνθρωποι που μετείχαν στην κίνηση των ιδεών της εποχής τους, με φυσικούς αποδέκτες όσους έρχονταν σε επαφή με την αναφλεγόμενη Δυτική Ευρώπη. Η προετοιμασία είχε γίνει από πριν: Κοραής, Ρήγας, ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας, για να μείνουμε σε λίγα εκπρεπή παραδείγματα. Πολιτικώς η επανάσταση ήταν αστική. Τα κοινωνικά και οικονομικά της εδράσματα ήταν πολυσύνθετα, δυνάμει συγκλίνοντα στην εσωτερίκευση του αστικού ιδεώδους. Εργαλείο της Επανάστασης η Φιλική Εταιρεία, μια από τις πολλές εταιρείες που είχαν ανακύψει σε διάφορες χώρες. Η ρωσική δεξίωση των «ομοδόξων» μπορούσε να βρει μια μεταλλαγμένη συνάφεια με τους Δεκεμβριστές. Με δυο λόγια, πολύπλεγμα ιδεολογιών μέσα σε όρους κατάκτησης. Ας μείνουμε ως εδώ: πολιτικώς και ιδεολογικώς αστική επανάσταση, όχι η επανάσταση μιας αστικής τάξης που την οδηγούσε λόγω της οικονομικής της δυναμικής σε μια επανάσταση εθνική και συνάμα δημοκρατική.

Σημειώσεις

Έλληνας έμπορος, π. 1780 («Recueil des different costumes des principaux officiers et magistrats de la Porte …;», Παρίσι, chez Onfroy, π. 1780, όπως παρατίθεται στο «Η Θεσσαλονίκη του 18ου αιώνα. Τα πριν και τα μετά. Η φωνή των εικόνων», προλεγόμενα Σπύρος Ι. Ασδραχάς, Θεμέλιο, Αθήνα 1996)

Γυναίκα της Μακεδονίας, π. 1780 ((«Recueil des different costumes …;», ό.)

Ελληνική μαρτιγάνα. Επιχρωματισμένη χαλκογραφία, 1807 (J.L.S. Bartholdy, «Voyage en Grθce …;», Ι, Παρίσι 1807, όπως παρατίθεται στο «Η Θεσσαλονίκη του 18ου αιώνα …;», ό.π.)

Πηγή: Ενθέματα

Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής επανάστασης

Ο Eric Hobsbawm στο έργο του «Η εποχή των επαναστάσεων 1789 – 1848» γράφει για τη γέννηση των συνειδητών εθνικιστικών κινημάτων και τον τρόπο που αυτά ενώθηκαν με την πολιτική συγκρότηση της αστικής δημοκρατικής τάξης και τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Θεωρεί ότι μόνο στην Ελλάδα υπήρξε εθνική απελευθερωτική επανάσταση ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς και του αστικού εθνικισμού. Αυτό εξηγεί και το ευρύ φιλελληνικό ρεύμα που επικράτησε στην Ευρώπη.

Μετά το 1830, όπως είδαμε, το γενικό κίνημα υπέρ της επανάστασης διχάστηκε. Από το διχασμό αυτόν προέκυψε ένα φαινόμενο που αξίζει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής: τα ενσυνείδητα εθνικιστικά κινήματα. Τα κινήματα που συμβολίζουν με τον πειστικότερο τρόπο την εξέλιξη αυτή είναι όσα ίδρυσε ή ενέπνευσε ο Giuseppe Mazzini μετά την επανάσταση του 1830: Νέα Ιταλία, Νέα Πολωνία, Νέα Ελβετία, Νέα Γερμανία και Νέα Γαλλία (1831-36), καθώς και η ανάλογη Νέα Ιρλανδία της δεκαετίας του 1840, ο πρόδρομος της μόνης επαναστατικής οργάνωσης που είχε μακροβιότητα και επιτυχία, με βάση το πρότυπο των συνωμοτικών αδελφοτήτων των αρχών του 19ου αιώνα, τους Fenians ή Ιρλανδική Δημοκρατική Αδελφότητα, πιο γνωστή από το εκτελεστικό της όργανο, τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (I.R.A.). Αυτά καθαυτά τα κινήματα δεν είχαν μεγάλη σημασία η παρουσία και μόνο του Mazzini θα αρκούσε να εξασφαλίσει την πλήρη αναποτελεσματικότητά τους. Από συμβολική άποψη όμως έχουν εξαιρετική σημασία, όπως άλλωστε αποδεικνύει η υιοθέτηση ονομάτων όπως Νέοι Τσέχοι ή Νεότουρκοι από μεταγενέστερα εθνικιστικά κινήματα. Σημαδεύουν τη διάσπαση του ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος σε εθνικά τμήματα. Αναμφισβήτητα, τα τμήματα αυτά είχαν το ίδιο πολιτικό πρόγραμμα και την ίδια στρατηγική και τακτική, ακόμη και, εν πολλοίς, την ίδια σημαία σχεδόν πάντοτε κάποια τρίχρωμη. Τα μέλη κάθε τμήματος δεν έβλεπαν αντιφάσεις ανάμεσα στα δικά τους αιτήματα και σ’ αυτά των άλλων εθνών, οραματίζονταν μάλιστα μια αδελφότητα όλων των εθνών και την ταυτόχρονη απελευθέρωσή τους. Από την άλλη μεριά, κάθε έθνος προσπαθούσε τώρα να δικαιώσει το πρωταρχικό μέλημά του για τους δικούς του, αναλαμβάνοντας το ρόλο του Μεσσία για όλους. Μέσω της Ιταλίας (σύμφωνα με τον Mazzini), μέσω της Πολωνίας (σύμφωνα με τον Mickiewicz), οι λαοί που υπέφεραν θα οδηγούνταν στην ελευθερία μια στάση εύκολα προσαρμόσιμη σε συντηρητικές ή και ιμπεριαλιστικές πολιτικές, καθώς μαρτυρούν τόσο οι Ρώσοι σλαβόφιλοι, που υπεράσπιζαν την ιδέα της Αγίας Ρωσίας, την Τρίτη Ρώμη, όσο και οι Γερμανοί, που επρόκειτο αργότερα να κηρύξουν στον κόσμο με επιμονή πως θα τον γιάτρευε το γερμανικό πνεύμα.

Ομολογουμένως, αυτή η αμφιλογία του εθνικισμού αναγόταν στη Γαλλική Επανάσταση. Αλλά την εποχή εκείνη υπήρχε μόνο ένα μεγάλο και επαναστατικό έθνος, και είχε λογική τότε (όπως εξάλλου και γινόταν) να θεωρείται το αρχηγείο όλων των επαναστάσεων και ο απαραίτητος πρώτος υποκινητής της διαδικασίας για την απελευθέρωση του κόσμου. Το να προσβλέπει κανείς στο Παρίσι είχε λογική. Το να προσβλέπει σε μια ασαφή «Ιταλία», «Πολωνία» ή «Γερμανία» (που εκπροσωπούνταν στην πράξη από μια φούχτα συνωμότες και πολιτικούς πρόσφυγες) είχε λογική μόνο για τους Ιταλούς, τους Πολωνούς και τους Γερμανούς.

Σε μια και μόνη περίπτωση ο ατέρμων πόλεμος των ποιμενικών φυλών και των ληστών – ηρώων ενάντια σε οποιαδήποτε αληθινή κυβέρνηση συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης: στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (1821-30). Ήταν συνεπώς φυσικό η Ελλάδα να γίνει θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελευθέρων. Γιατί μόνο στην Ελλάδα ένας ολάκερος λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς και, αντίστροφα, η υποστήριξη της ευρωπαϊκής αριστεράς με ηγέτη τον Λόρδο Βύρωνα, που πέθανε στην Ελλάδα, συνέβαλε σημαντικά στην πραγμάτωση της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Οι περισσότεροι Έλληνες έμοιαζαν πολύ με τις άλλες ξεχασμένες πολεμικές αγροτικές τάξεις και φυλετικές ομάδες της Βαλκανικής χερσονήσου. Μια μερίδα τους όμως αποτελούσε διεθνή εμπορική και διοικητική τάξη, εγκατεστημένη σε παροικίες ή κοινότητες σ’ ολόκληρη την Τουρκική Αυτοκρατορία, και πέρα από αυτή.

Η γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην οποία ανήκαν οι περισσότεροι βαλκανικοί λαοί, ήταν η ελληνική, και Έλληνες επάνδρωσαν τα υψηλότερα κλιμάκιά της υπό τον Έλληνα Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι, ως υποτελείς πρίγκιπες, διοικούσαν τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (τη σημερινή Ρουμανία).

Με αυτή την έννοια, οι μορφωμένες και εμπορικές τάξεις των Βαλκανίων, της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολής, οποιαδήποτε κι αν ήταν η εθνική καταγωγή τους, είχαν εξελληνιστεί ακριβώς εξαιτίας της φύσης των δραστηριοτήτων τους. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, αυτός ο εξελληνισμός προχώρησε πιο ορμητικά απ’ ό,τι προηγουμένως, εν πολλοίς λόγω της σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης που επεξέτεινε επίσης την εμβέλεια αλλά και αύξησε τις επαφές της ελληνικής διασποράς. Το νέο και ανθηρό σιτεμπόριο της Μαύρης Θάλασσας έφερε τους Έλληνες στα ιταλικά, γαλλικά και βρετανικά επιχειρηματικά κέντρα και ενίσχυσε τους δεσμούς τους με τη Ρωσία. Η ανάπτυξη του βαλκανικού εμπορίου έφερε τους Έλληνες ή τους εξελληνισμένους εμπόρους στην Κεντρική Ευρώπη.

Οι πρώτες εφημερίδες στην ελληνική γλώσσα τυπώθηκαν στη Βιέννη (1784-1812). Η περιοδική μετανάστευση και επανεγκατάσταση αγροτών-ανταρτών ενδυνάμωσε περισσότερο τις κοινότητες της διασποράς.

Και ακριβώς στους κόλπους αυτής της κοσμοπολίτικης διασποράς ρίζωσαν οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης: ο φιλελευθερισμός, ο εθνικισμός και οι μέθοδοι πολιτικής οργάνωσης από τις μασονικές μυστικές εταιρείες. Ο Ρήγας (1760-98), ο ηγέτης ενός πρώιμου, άδηλου και ίσως παμβαλκανικού επαναστατικού κινήματος, μιλούσε γαλλικά και προσάρμοσε τη Μασσαλιώτιδα στα ελληνικά δεδομένα.

Η Φιλική Εταιρεία, η μυστική πατριωτική εταιρεία που ήταν κυρίως υπεύθυνη για την επανάσταση του 1821, ιδρύθηκε στο νέο μεγάλο ρωσικό λιμάνι της Οδησσού το 1814. Ο εθνικισμός τους ήταν μέχρις ενός σημείου ανάλογος με τα ελιτίστικα κινήματα της Δύσης. Έτσι μόνο εξηγείται το σχέδιο εξέγερσης για την ελληνική ανεξαρτησία στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό την αρχηγία Ελλήνων προυχόντων γιατί οι μόνοι που θα μπορούσαν να ονομαστούν Έλληνες στην εξαθλιωμένη αυτή περιοχή των δουλοπαροίκων ήταν οι άρχοντες, οι επίσκοποι, οι έμποροι και οι διανοούμενοι. Φυσικά ο ξεσηκωμός αυτός απέτυχε οικτρά (1821).

Ευτυχώς όμως η Εταιρεία είχε φροντίσει να προσηλυτίσει και τους ντόπιους «κλέφτες», τους εκτός νόμου και τους αρχηγούς στις φάρες των ελληνικών βουνών (ιδίως στην Πελοπόννησο), και με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία τουλάχιστον μετά το 1818 απ’ ό,τι οι Νοτιοϊταλοί ευγενείς Καρμπονάροι, που είχαν επιχειρήσει έναν παρόμοιο προσηλυτισμό των δικών τους ληστών (banditti).

Είναι αμφίβολο κατά πόσο ο σύγχρονος εθνικισμός σήμαινε πολλά πράγματα γι’ αυτούς τους «κλέφτες», αν και πολλοί από αυτούς διέθεταν τους γραμματικούς τους ο σεβασμός και το ενδιαφέρον για τα βιβλία και τη μάθηση ήταν κατάλοιπο του αρχαίου ελληνισμού που συνέτασσαν μανιφέστα στην ιακωβινική ορολογία.

Αν κάτι αντιπροσώπευαν και υποστήριζαν ήταν το πανάρχαιο ήθος μιας χερσονήσου, όπου ο ρόλος του άντρα ήταν να γίνει ήρωας και όπου ο εκτός νόμου που έπαιρνε τα βουνά για να αντισταθεί σε κάθε κυβέρνηση και για να επανορθώσει στις αδικίες που γίνονταν εις βάρος του λαού ήταν το πολιτικό ιδεώδες.

Στον ξεσηκωμό ανδρών όπως ο Κολοκοτρώνης, ληστής και ζωέμπορος, οι εθνικιστές δυτικού τύπου πρόσφεραν την ηγεσία και τους τοποθετούσαν σε πανελλαδική μάλλον παρά καθαρά τοπική κλίμακα. Με τη σειρά τους, αποκόμιζαν από τις επαναστάσεις ένα μοναδικό στοιχείο, που ενέπνεε δέος: τον μαζικό ξεσηκωμό ενός ένοπλου λαού.

Ο νέος ελληνικός εθνικισμός ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της χώρας, μολονότι ο συνδυασμός αστικής ηγεσίας, κλέφτικης αποδιοργάνωσης και επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων γέννησε μια από εκείνες τις μικροκαρικατούρες του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους που επρόκειτο να γίνει τόσο γνώριμο σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική.

Αλλά είχε και το παράδοξο αποτέλεσμα να περιορίσει τον Ελληνισμό στην Ελλάδα, και έτσι να δημιουργήσει ή να εντείνει τον λανθάνοντα εθνικισμό των άλλων βαλκανικών λαών. Όσο το να είναι κανείς Έλληνας δεν αποτελούσε παρά ένα σχεδόν απαραίτητο επαγγελματικό προσόν του εγγράμματου ορθόδοξου χριστιανού των Βαλκανίων, ο εξελληνισμός είχε σημειώσει προόδους. Από τη στιγμή που σήμαινε πολιτική υποστήριξη της Ελλάδας, άρχισε να υποχωρεί ακόμη και ανάμεσα στις αφομοιωμένες βαλκανικές εγγράμματες τάξεις.

Μ’ αυτήν την έννοια, η ελληνική ανεξαρτησία ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη του εθνικισμού των άλλων βαλκανικών εθνών.

Η ελληνική επανάσταση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές επαναστάσεις

Τα παρακάτω αποσπάσματα προέρχονται από το έργο του ιστορικού Eric Hobsbawm “Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848” και επιχειρούν να αναδείξουν τη συνέχεια του επαναστατικού κύματος που γέννησε η Γαλλική Επανάσταση και προκάλεσε τρία διαδοχικά επαναστατικά κύματα (1820-24, 1830, 1848). Ο Hobsbawm υποστηρίζει ότι η ελληνική επανάσταση ως η μοναδική επιτυχημένη του πρώτου κύματος επαναστάσεων μετά το 1789 έγινε πηγή έμπνευσης για τον διεθνή φιλελευθερισμό και συσπείρωσε την ευρωπαϊκή Αριστερά της δεκαετίας του 1820.

Σπάνια η ανικανότητα των κυβερνήσεων να σταματήσουν τον ρου της ιστορίας έχει αποδειχτεί πιο περίτρανα απ’ ό,τι στη γενιά μετά το 1815. Ο υπέρτατος στόχος όλων των δυνάμεων, που είχαν μόλις αναλώσει πάνω από είκοσι χρόνια πολεμώντας τη Γαλλική Επανάσταση, ήταν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο μιας δεύτερης επανάστασης, ή την ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή που θα προξενούσε ένας γενικός επαναστατικός ξεσηκωμός στα πρότυπα του γαλλικού αυτός ήταν ο στόχος ακόμη και των Βρετανών, οι οποίοι δεν συμπαθούσαν τον αντιδραστικό απολυταρχισμό που επιβλήθηκε ξανά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν ήταν δυνατή ούτε θεμιτή η αποφυγή των μεταρρυθμίσεων, αλλά έτρεμαν την εξάπλωση ενός νέου γαλλικού Ιακωβινισμού περισσότερο από κάθε άλλο ενδεχόμενο στον διεθνή χώρο. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ στην ευρωπαϊκή ιστορία, και πολύ σπάνια σε άλλες περιοχές, ο επαναστατισμός δεν ήταν τόσο ενδημικός, τόσο γενικός, τόσο έτοιμος να μεταδοθεί, και αυθόρμητα και με εσκεμμένη προπαγάνδα.

Τρία κυρία επαναστατικά κύματα εμφανίστηκαν στον δυτικό κόσμο ανάμεσα στο 1815 και το 1848.

Το πρώτο κύμα εμφανίστηκε στα 1820-24. Στην Ευρώπη, περιορίστηκε κυρίως στη Μεσόγειο, με επίκεντρα την Ισπανία (1820), τη Νεάπολη (1820) και την Ελλάδα (1821). Εκτός από την ελληνική, όλες οι άλλες επαναστάσεις καταπνίγηκαν. Η Ισπανική Επανάσταση αναβίωσε το απελευθερωτικό κίνημα στη Λατινική Αμερική, που είχε υποστεί ήττα μετά από μια πρώτη προσπάθεια που είχε προκαλέσει η κατάκτηση της Ισπανίας από τον Ναπολέοντα το 1808 και είχε περιοριστεί σε κάποιους απομονωμένους πρόσφυγες και λίγες συμμορίες.

Το δεύτερο επαναστατικό κύμα εμφανίστηκε στα 1829-34 και επηρέασε όλη την Ευρώπη στα δυτικά της Ρωσίας, καθώς και τη βορειοαμερικανική ήπειρο, γιατί η μεγάλη αναμορφωτική εποχή του προέδρου Andrew Jackson (1829-37), μολονότι όχι άμεσα συνδεδεμένη με τις ευρωπαϊκές αναταραχές, πρέπει να θεωρηθεί μέρος του κύματος αυτού. Στην Ευρώπη, η ανατροπή των Βουρβόνων στη Γαλλία ενθάρρυνε ποικίλα άλλα κινήματα. Το Βέλγιο (1830) κέρδισε την ανεξαρτησία του από την Ολλανδία το πολωνικό κίνημα (1830-31) κατεπνίγη μόνο μετά από σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις διάφορα τμήματα της Ιταλίας και της Γερμανίας ήταν σε αναστάτωση ο φιλελευθερισμός κυριάρχησε στην Ελβετία πολύ λιγότερο ειρηνική χώρα τότε απ’ ό,τι τώρα, ενώ άρχισε στην Ισπανία και την Πορτογαλία μια περίοδος εμφύλιου πολέμου ανάμεσα σε φιλελεύθερους και κληρικόφρονες.

…Το δεύτερο επαναστατικό κύμα του 1830 ήταν, συνεπώς, πολύ σοβαρότερη υπόθεση από του 1820. Στην ουσία σημαίνει την οριστική ήττα της αριστοκρατίας από τις αστικές δυνάμεις στη δυτική Ευρώπη. Η άρχουσα τάξη των επόμενων πενήντα χρόνων θα είναι η «μεγαλοαστική» τάξη των τραπεζιτών, των μεγαλοβιομήχανων και, κάποτε, των ανώτατων δημόσιων υπαλλήλων, που έγιναν αποδεκτοί από μια αριστοκρατία η οποία τραβήχτηκε στο περιθώριο, ή συμφώνησε να προωθήσει κατά κύριο λόγο την αστική πολιτική, μια τάξη που δεν την απειλούσε ακόμη η καθολική ψηφοφορία, αν και την ενοχλούσαν οι αναταραχές των μικρότερων ή δυσαρεστημένων επιχειρηματιών, οι μικροαστοί και τα πρώιμα εργατικά κινήματα. Το πολιτικό της σύστημα, στη Βρετανία, τη Γαλλία και το Βέλγιο, ήταν κατά βάση το ίδιο: φιλελεύθεροι θεσμοί που διασφαλίζονταν έναντι της δημοκρατίας με την επιβολή περιουσιακών ή μορφωτικών κριτηρίων στους εκλογείς.

Το τρίτο και μεγαλύτερο επαναστατικό κύμα, του 1848, ήταν προϊόν αυτής της κρίσης. Η επανάσταση ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα και (προσωρινά) επιβλήθηκε στη Γαλλία, σε ολόκληρη την Ιταλία, στα γερμανικά κρατίδια, στο μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και στην Ελβετία (1847). Σε λιγότερο οξεία μορφή, η αναστάτωση άγγιξε την Ισπανία, τη Δανία και τη Ρουμανία, και σποραδικά την Ιρλανδία, την Ελλάδα και τη Βρετανία. Ποτέ δεν συνέβη τίποτε που να μοιάζει περισσότερο με παγκόσμια επανάσταση, το όνειρο των επαναστατών της περιόδου εκείνης, από την αυθόρμητη και γενική αυτή πυρκαγιά με την οποία τελειώνει και η εποχή που εξετάζουμε στον τόμο αυτό. Ό,τι ήταν το 1789 η εξέγερση ενός μόνο έθνους, τώρα έμοιαζε να είναι «η άνοιξη των λαών» μιας ολάκερης ηπείρου.

Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε με τις επαναστάσεις στο τέλος του 18ου αιώνα, οι επαναστάσεις της μεταναπολεόντειας περιόδου ήταν εσκεμμένες ή ακόμη και προγραμματισμένες. Γιατί το καταπληκτικότερο κληροδότημα της ίδιας της Γαλλικής Επανάστασης ήταν τα πρότυπα και τα οργανωμένα σχήματα πολιτικής αναταραχής που αυτή καθιέρωσε για τη γενική χρήση των απανταχού επαναστατών.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επαναστάσεις του 1815-48 ήταν απλώς έργο λίγων δυσαρεστημένων ταραχοποιών, όπως επέμεναν να λένε στους ανώτερούς τους οι πληροφοριοδότες και οι αστυνομικοί της περιόδου, άνθρωποι που είχαν μεγάλη πέραση τότε. Ξέσπασαν γιατί τα πολιτικά συστήματα που είχαν επιβληθεί ξανά στην Ευρώπη ήταν εντελώς ανεπαρκή και, σε μια περίοδο γρήγορων κοινωνικών αλλαγών, όλο και περισσότερο ακατάλληλα για τις πολιτικές συνθήκες της ηπειρωτικής Ευρώπης, και γιατί οι οικονομικές και κοινοτικές δυσαρέσκειες ήταν τόσο οξείες ώστε να προκαλούν σχεδόν αναπόφευκτα συνεχή επαναστατικά ξεσπάσματα.

Αλλά τα πολιτικά πρότυπα που δημιούργησε η Επανάσταση του 1789 χρησίμευαν στο να αποκτήσει η δυσαρέσκεια συγκεκριμένο αντικείμενο, η αναταραχή να γίνει επανάσταση και, πάνω απ’ όλα, να συνενωθεί η Ευρώπη ολόκληρη σ’ ένα ανατρεπτικό κίνημα, ή ίσως θα ‘ταν καλύτερα να πούμε ανατρεπτικό ρεύμα. Υπήρχαν αρκετά τέτοια πρότυπα, αν και όλα ξεπηδούσαν από την εμπειρία της Γαλλίας μεταξύ του 1789 και του 1797.

Οι επαναστάτες θεωρούσαν τον εαυτό τους, και δικαίως ως ένα σημείο, ως μικρές ελίτ των χειραφετημένων και προοδευτικών που δρούσαν στους κόλπους και προς όφελος μιας τεράστιας και αδρανούς μάζας αδαών και παραπλανημένων, οι οποίοι αναμφίβολα θα καλοδέχονταν την απελευθέρωση όταν θα ερχόταν, αλλά κανείς δεν περίμενε να συμμετάσχουν ιδιαίτερα στην προετοιμασία της. Όλοι τους (τουλάχιστον στα δυτικά των Βαλκανίων) θεωρούσαν ότι πολεμούν εναντίον ενός κοινού εχθρού, της συνένωσης των απολυταρχικών ηγεμόνων υπό την αρχηγία του Τσάρου. Όλοι τους συνεπώς νοούσαν την επανάσταση ως ενιαία και αδιάσπαστη: ένα ενιαίο ευρωπαϊκό φαινόμενο μάλλον παρά ένα άθροισμα εθνικών και τοπικών απελευθερωτικών κινημάτων. Όλοι τους έτειναν στην υιοθέτηση του ίδιου τύπου επαναστατικής οργάνωσης, ή ακόμη και της ίδιας ακριβώς οργάνωσης: της μυστικής επαναστατικής αδελφότητας. Οι αδελφότητες αυτές, καθεμιά με υπερβολικά τονισμένο τελετουργικό και αυστηρή ιεραρχία, που πήγαζαν από μασονικά πρότυπα ή τα μιμούνταν, ξεπήδησαν γύρω στο τέλος της ναπολεόντειας περιόδου.

Η πιο γνωστή λόγω της διεθνικότητάς της ήταν η αδελφότητα των Καλών Εξαδέλφων ή Καρμπονάρων. Φαίνεται ότι κατάγονταν από μασονικές ή συναφείς στοές στην ανατολική Γαλλία, οι οποίες, μέσω αντιβοναπαρτιστών Γάλλων αξιωματικών στην Ιταλία, πήραν σάρκα και οστά στη νότια Ιταλία μετά το 1806 και, μαζί με άλλες ανάλογες ομάδες, εξαπλώθηκαν στον Βορρά αλλά και στον μεσογειακό χώρο μετά το 1815. Οι ίδιες ή τα παράγωγα και παράλληλά τους απαντούν και στη Ρωσία ακόμη όπου αποτελούσαν τους Δεκεμβριστές, που πραγματοποίησαν και την πρώτη επανάσταση της σύγχρονης ρωσικής ιστορίας το 1825 αλλά ιδίως στην Ελλάδα. Η εποχή των Καρμπονάρων άγγιξε το απόγειό της στα 1820-21, ενώ οι περισσότερες αδελφότητες ουσιαστικά είχαν καταστραφεί ως το 1823. Ωστόσο ο Καρμποναρισμός (με τη γενική του έννοια) παρέμεινε η κύρια μορφή επαναστατικής οργάνωσης, και η διάθεσή του να συμβάλει στην ελληνική απελευθέρωση (φιλελληνισμός) τον βοήθησε να διατηρήσει τη συνοχή του.

Μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1830, οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Πολωνία και την Ιταλία τον διέδωσαν ακόμη πιο μακριά. Από ιδεολογική άποψη, οι Καρμπονάροι και οι ανάλογες ομάδες ήταν στοιχεία ανομοιογενή, που τους ένωνε μόνο η κοινή αποστροφή για την αντίδραση. Για προφανείς λόγους, οι ριζοσπάστες, και ανάμεσά τους οι αριστεροί Ιακωβίνοι και οι οπαδοί του Babeuf, επειδή ακριβώς ήταν οι πιο αποφασιστικοί επαναστάτες, επηρέαζαν όλο και περισσότερο τις αδελφότητες. Ο Filippo Buonarroti, ο παλιός συμπολεμιστής του Babeuf, ήταν ο ικανότερος και ο πιο ακούραστος συνωμότης, αν και οι πεποιθήσεις του ήταν πολύ πιο αριστερές από των περισσότεροι «αδελφών» και «εξαδέλφων». Είναι ακόμη συζητήσιμο κατά πόσο η δράση τους συντονίστηκε ποτέ επαρκώς με σκοπό να προκαλέσει παγκόσμια επανάσταση, μολονότι έγιναν πράγματι επίμονες προσπάθειες να συνδεθούν όλες οι μυστικές αδελφότητες, τουλάχιστον στα υψηλότερα και πιο μυημένα επίπεδά τους, με στόχο διεθνείς συνωμοσίες μεγάλης κλίμακας.

Όποια κι αν είναι η αλήθεια, είναι γεγονός ότι στα 1820-21 ξέσπασε μια σειρά εξεγέρσεων καρμποναρικού τύπου. Απέτυχαν οικτρά στη Γαλλία, όπου έλειπαν εντελώς οι πολιτικές συνθήκες για επανάσταση και όπου οι συνωμότες δεν είχαν πρόσβαση στο δυσαρεστημένο στράτευμα τον μόνο αποτελεσματικό μοχλό για επανάσταση σε συνθήκες ακόμη ανώριμες. Ο γαλλικός στρατός, τότε αλλά και σ’ όλο τον 19ο αιώνα, ήταν μέρος της δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή εκτελούσε τις διαταγές της εκάστοτε νόμιμης κυβέρνησης. Είχαν ολοκληρωτική αλλά πρόσκαιρη επιτυχία σε μερικά ιταλικά κρατίδια, αλλά κυρίως στην Ισπανία, όπου η «γνήσια» επανάσταση ανακάλυψε την αποτελεσματικότερή της φόρμουλα, το στρατιωτικό pronunciamento (διάγγελμα). Φιλελεύθεροι συνταγματάρχες, οργανωμένοι στις δικές τους μυστικές αδελφότητες των αξιωματικών, έδιναν εντολή στα συντάγματά τους να τους ακολουθήσουν στην επανάσταση, κι αυτά το έκαναν. (Οι Δεκεμβριστές συνωμότες στη Ρωσία προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο με τα συντάγματα φρουράς το 1825, αλλά απέτυχαν από φόβο μήπως το παρακάνουν.) Οι αδελφότητες των αξιωματικών συχνά φιλελεύθερων τάσεων, εφόσον οι νέοι στρατοί πρόσφεραν σταδιοδρομία στους νέους μη αριστοκρατικής καταγωγής και το pronunciamento έγιναν στο εξής συνήθη φαινόμενα στην πολιτική σκηνή της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής και αποτέλεσαν ένα από τα πιο σταθερά και αμφισβητήσιμα πολιτικά αποκτήματα της περιόδου των Καρμπονάρων. Αξίζει να αναφερθεί παρεμπιπτόντως ότι τελετουργικές και αυστηρά ιεραρχημένες μυστικές εταιρείες, όπως των Ελευθεροτεκτόνων, προσέλκυαν εντονότατα τους στρατιωτικούς για ευνόητους λόγους. Η γαλλική εισβολή, με την υποστήριξη της ευρωπαϊκής αντίδρασης, ανέτρεψε το 1823 το νέο ισπανικό φιλελεύθερο καθεστώς.

Μόνο μία από τις επαναστάσεις του 1820-22 κατόρθωσε να επιβληθεί, και αυτό αποδίδεται εν μέρει στην επιτυχία της να πάρει μορφή γνήσιας λαϊκής επανάστασης και εν μέρει στην ευνοϊκή διπλωματική κατάσταση: ο ελληνικός ξεσηκωμός του 1821. Η Ελλάδα, συνεπώς, έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού, και ο φιλελληνισμός, που συνεπέφερε οργανωμένη υποστήριξη για τους Έλληνες και συμμετοχή πολυάριθμων εθελοντών στον ελληνικό αγώνα, έπαιξε στη συσπείρωση της ευρωπαϊκής αριστεράς στη δεκαετία του 1820 ρόλο ανάλογο με αυτόν που θα έπαιζε στο τέλος της δεκαετίας του 1930 η υποστήριξη στην Ισπανική Δημοκρατία…

Η ιστορία γράφεται από τους λαούς και προχωρά με επαναστάσεις

200 χρόνια από το Εικοσιένα – Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Το 1821 αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του νεοελληνικού κράτους και διαμόρφωσης του νεοελληνικού έθνους. Είχε εθνικό και κοινωνικό περιεχόμενο, ήταν ταυτόχρονα εθνικοαπελευθερωτική και αστική επανάσταση που συγκρότησε το νεοελληνικό κράτος. Η επανάσταση του Εικοσιένα εντάσσεται σε ένα διεθνές ρεύμα αστικών και εθνικών επαναστάσεων της εποχής, λίγες δεκαετίες μετά την Γαλλική και Αμερικανική Επανάσταση και λίγες δεκαετίες πριν την Άνοιξη των Εθνών του 1848. Ως τέτοια, υπερβαίνει το εθνικό πλαίσιο και αποτέλεσε τότε, αλλά και αργότερα, σημείο αναφοράς για τους προοδευτικούς, φιλελεύθερους και δημοκρατικούς ανθρώπους που είδαν κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο στην επανάσταση ενός μικρού λαού ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είχε στοιχεία ενός εθνικού και ταυτόχρονα λαϊκού ξεσηκωμού, όπου την ηγεσία την είχαν τα αναδυόμενα αστικά στρώματα, ενώ το βάρος του αγώνα το σήκωσαν οι κλέφτες κι οι αρματολοί, οι φτωχοί αγρότες και οι ναύτες των νησιών, με ενθουσιασμό, αυτοθυσία, ποτάμια αίματος, αλλά και όλες τις αντιφάσεις, τις καθυστερήσεις και τα όρια της εποχής.

2. Η ελληνική επανάσταση ήταν ένας ιδιαίτερος κρίκος σε μια αλυσίδα μεγάλων εθνικών και αστικών επαναστάσεων της εποχής. Οι εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα ενάντια στις αντιδραστικές αυτοκρατορίες, συνδέονται άρρηκτα με το πολιτικό αίτημα δημοκρατικής – συνταγματικής συγκρότησης νεοσύστατων κρατών. Το εθνικό ζήτημα τίθεται με αντικειμενικά προοδευτικό και επαναστατικό τρόπο στις συνθήκες της εποχής και της περιοχής. Η ελληνική επανάσταση άντλησε τις πιο φλογερές στιγμές της από τα διδάγματα του Ρήγα Φεραίου, κυοφορήθηκε παρακολουθώντας τον “Μποναπάρτε” να σαρώνει την αντιδραστική Ευρώπη των Βουρβώνων και των Αψβούργων, κατόρθωσε να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό, αλλά ταυτόχρονα, μέσα από αντιφάσεις, οπισθοχωρήσεις και φατριασμούς, εξέφρασε τη σύγκρουση των παλιών φεουδαρχικών σχέσεων που κυριαρχούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με τις νέες παραγωγικές δυνάμεις που αναδύονταν στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη. Εξέφραζε ένα βαθύτερο αίσθημα εθνικής απελευθέρωσης, δημοκρατικής συγκρότησης, πυροδοτήθηκε από τα πιο προοδευτικά τμήματα της αστικής τάξης, έγινε λαϊκή και εθνική υπόθεση.

3. Αν και την πρωτοβουλία την πήραν αυτά τα τμήματα της αστικής τάξης και η πολιτική τους οργάνωση (η Φιλική Εταιρεία), οι Προύχοντες και ο ανώτερος Κλήρος στάθηκαν καταρχήν αρνητικοί σε κάθε ιδέα εθνικού ξεσηκωμού. Τμήματα της πεφωτισμένης αστικής διασποράς στην Ευρώπη (πχ Κοραής) θεώρησαν τον ξεσηκωμό πρόωρο και τον ελληνικό λαό απροετοίμαστο. Κοτζαμπάσηδες και προεστοί αντέδρασαν στο άμεσο κήρυγμα της επανάστασης αναζητώντας πρώτα διαβεβαιώσεις για την έκβασή της. Το ξέσπασμα της επανάστασης, η δραστήρια κινητοποίηση όλων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων που στέναζαν από την ανέχεια και τη σκλαβιά και η αντίδραση των Οθωμανών (σφαγές, απαγχονισμοί), αναγκαστικά επιτάχυναν τις εξελίξεις αναγκάζοντας τους πάντες, είτε συνειδητά, είτε από φόβο, να πάρουν θέση. Από την άλλη, το 1821 εξέφρασε γνήσια τους λαϊκούς πόθους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, παρ’ όλους τους μετέπειτα συμβιβασμούς ανάμεσα στα φεουδαρχικά κατάλοιπα και τη νεοσύστατη αστική τάξη. Το Εικοσιένα δεν θα μπορούσε να έχει ιστορικά άλλη ηγέτιδα δύναμη πέρα από την αστική τάξη, αλλά η επανάσταση δεν ήταν καταδικασμένη να ηγεμονευθεί από τα πιο καθυστερημένα τμήματά της.

4. Τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί μια μεταμοντέρνα αναθεωρητική ιστοριογραφία που εμφανίζει ένα Εικοσιένα χωρίς Επανάσταση. Υποτιμάται, διαστρέφεται, αποσιωπάται η αναγκαιότητα των μαζικών, λαϊκών επαναστάσεων και αμφισβητείται ο ρόλος τους στην κοινωνική πρόοδο και στην ιστορική εξέλιξη. Σύμφωνα με αυτόν τον αναθεωρητισμό, η ανεξαρτησία της Ελλάδας δεν προήλθε από την επανάσταση αλλά από τη νικηφόρα έκβαση της ναυμαχίας του Ναβαρίνου και το γεγονός ότι «οι δυτικοί μας έσωσαν». Ταυτόχρονα, ελεεινολογείται αντι-ιστορικά η βία των εξεγερμένων, σχετικοποιείται η βία των κυρίαρχων, υποτιμάται ο ρόλος του λαϊκού στοιχείου. Η ιστορία – σύμφωνα με την αστική ιδεολογία – δεν καθορίζεται από τις φτωχές μάζες αλλά από τους χειρισμούς των κορυφών. Ο στιγματισμός της επαναστατικής βίας δεν αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό της αστικής ιστοριογραφίας για το 1821. Η Εθνική Αντίσταση και οι λαϊκοί και κοινωνικοί αγώνες της δεκαετίας του ’40 αποκηρύσσονται ως προϊόντα μισαλλοδοξίας. Το ίδιο συμβαίνει και με την αντιδικτατορική πάλη, την εξέγερση του Πολυτεχνείου, την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τους λαϊκούς και ταξικούς αγώνες της μεταπολίτευσης. Η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1828 επειδή επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και όχι επειδή οι εξεγερμένοι έχυναν επί χρόνια το αίμα τους διεκδικώντας την ελευθερία, αποσταθεροποιώντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ελλάδα απελευθερώθηκε το 1944 αποκλειστικά και μόνο επειδή οι Γερμανοί αποχώρησαν οικειοθελώς και όχι επειδή στο έδαφός της αναπτύχθηκε ένα από τα ισχυρότερα και μαζικότερα κινήματα αντίστασης στην ιστορία υπό την καθοδήγηση και τις θυσίες των κομμουνιστών. Το Πολυτεχνείο δεν έπαιξε κανένα ρόλο για την πτώση της χούντας, αλλά αποκλειστικά και μόνο η εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο. Το σύνολο της ιστορίας, της εξέλιξης και των αλλαγών της οφείλεται σε μικρές διαδοχικές ειρηνικές μεταβάσεις και μετασχηματισμούς, ενώ τα μεγάλα γεγονότα συμβαίνουν πάντα εξωτερικά, από την επέμβαση και τη δράση των Μεγάλων Δυνάμεων και όχι από τις κοινωνικές δυνάμεις. Ο λαός και ο ρόλος του, απουσιάζουν.

5. Αυτός ο ιστορικός αναθεωρητισμός προκαλεί προς στιγμήν αντιθέσεις με την πιο καθυστερημένη πολιτική μερίδα της αστικής τάξης που προτιμά τον πατροπαράδοτο εθνικισμό, αλλά στην πορεία λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία ο ραγιαδισμός. Η αποδοχή δηλαδή της μικρής και αδύναμης Ελλάδας που πρέπει πάντα, από τη γέννησή της μέχρι σήμερα, να βρίσκεται υποτελής και εξαρτώμενη. Αν στην επέτειο των 150 χρόνων (επί Χούντας) κυριάρχησε το τσάμικο, η φουστανέλα και η πατριδοκαπηλεία των συνταγματαρχών, στην επέτειο των 200 χρόνων κυριαρχεί ένα υβριδικό σχήμα ανάμεσα στις παραδοσιακές πατριωτικές εξάρσεις και στον κοσμοπολίτικο ραγιαδισμό. Η βασική πλευρά όμως, αφορά τη μικρή και αδύναμη Ελλάδα που επαναστάτησε μεν ηρωικά απέναντι στον τουρκικό ζυγό, γρήγορα όμως έτρεξε να αναζητήσει προστάτες στις Μεγάλες Δυνάμεις. Δημιούργησε κόμματα (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό) καθ’ υπόδειξη των ξένων, έφερε Βαυαρό βασιλιά, σύναψε ληστρικά δάνεια και συμβάσεις, πορεύτηκε επί δεκαετίες αναζητώντας προστάτες, συνέδεσε την ανάπτυξη της χώρας με την πρόσδεσή της στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο.

6. Το Εικοσιένα βρίσκεται δίκαια στην εθνική και κοινωνική μνήμη ως κορυφαία στιγμή στην ιστορία μας. Ήταν έργο «του λαού και του διαφωτισμού», είχε εθνικό και κοινωνικό περιεχόμενο, ψήφισε φιλελεύθερα και δημοκρατικά Συντάγματα, εξέφρασε τους λαϊκούς και εθνικούς πόθους. Η επανάσταση του 1821 ήταν εξέγερση απέναντι στην ιδεολογία του προαιώνιου ραγιά που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια ένοπλη εξέγερση σε μια μικρή γωνιά της άλλοτε κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα είχε τέτοια αποτελέσματα. Κινήθηκε ενάντια στα αντιδραστικά δόγματα της Ιεράς Συμμαχίας που επεδίωκε να εξασφαλίσει την συνέχεια των αυτοκρατοριών και να εξαφανίσει τα ανατρεπτικά ρεύματα που γέννησε η Γαλλική Επανάσταση. Κινητοποίησε ένα ευρύ φιλελληνικό ρεύμα της Δύσης, έκφραση των αστικών ρευμάτων που εμπνεύστηκαν από τον Διαφωτισμό. Το 1821 απέδειξε, σε αυτό το περιβάλλον, ότι όσο δυσμενής και να είναι ο συσχετισμός, η Ιστορία κινείται – πάντα κινείται – και διαμορφώνει νέες πρωτόγνωρες συνθήκες όταν οι αντικειμενικοί όροι ωριμάζουν και οι λαοί κινούνται. Οι επαναστάσεις, με όλες τις μορφές και τον πλούτο των εκφράσεών τους, είναι ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας.