Άρθρα

Η κοινωνία, ο πολιτικός κόσμος και το αντιφασιστικό κίνημα απέναντι στο ερώτημα: Κατάδικοι Χ.Α. και εκλογές: “Αποκλεισμός ή ελευθερία συμμετοχής;”

Ό φασισμός και ο ναζισμός ως πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία. Η μαζική, πολύμορφη και ενωτική πάλη όλα τα προηγούμενα χρόνια απέτρεψε τη νομιμοποίησή του σε ευρύτερα κοινωνικά ακροατήρια και υποχρέωσε τις αρμόδιες δυνάμεις της κρατικής εξουσίας να ελέγξουν την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής σε όλα τα κλιμάκια της ιεραρχίας της και όχι μόνο στα εκτελεστικά όργανα.

Η καταδικαστική απόφαση της 7.10.2020 έθεσε τέλος στην ατιμωρησία της φασιστικής βίας στην Ελλάδα για πρώτη φορά στην ιστορία μετά από πολλές δεκαετίες. Ζητούμενο ήταν όχι η απαγόρευση της πολιτικής δράσης, πράγμα που σε κανένα δικαστήριο δεν πρέπει να δίδεται το δικαίωμα να κάνει, αλλά η αποδοκιμασία και τιμωρία της εγκληματικής δράσης των κατηγορουμένων μελών της Χ.Α, που όπως αποδείχθηκε, εκδηλώθηκε με κίνητρο τη ναζιστική της ιδεολογία.

Το ζήτημα του επιτρεπτού της συμμετοχής η μη των καταδικασθέντων για την υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» με την υπ’ αριθμόν 2425/2020 Απόφαση του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ύστερα από μία ιστορική δίκη που διήρκεσε πεντέμισι χρόνια, απασχολεί την επικαιρότητα σήμερα.

Οφείλουμε να επισημάνουμε, καταρχήν, σχετικά με το νομικό πλαίσιο, ότι το Σύνταγμα απαγορεύει ρητά (άρθρο 51 παρ. 2) τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος, εκτός των περιπτώσεων που δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για την ικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων η οποία προβλεπόταν ως παρεπόμενη ποινή από τις διατάξεις του παλαιού Ποινικού Κώδικα προέβλεπε επίσης ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της το αμετάκλητο της καταδίκης και, κατά συνέπεια, η κατάργηση της παρεπόμενης αυτής ποινής από το νέο Ποινικό Κώδικα δεν επέφερε οποιαδήποτε τροποποίηση στο νομικό καθεστώς αντιμετώπισης των καταδικασθέντων με βάση την ποινή τους.

Ωστόσο, οι συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 55 επ.) επιτρέπουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει κωλύματα και ασυμβίβαστα των βουλευτών, όχι με την έννοια της ποινής, αλλά με την έννοια του μέτρου για την εύρυθμη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του πολιτεύματος. Αυτή αντίστοιχα επιβάλλεται και από το άρθρο 29 του Συντάγματος, που προβλέπει την υποχρέωση των πολιτικών κομμάτων να εξυπηρετούν με την οργάνωση και δράση τους (σ.σ.  όχι με την ιδεολογία και τις πεποιθήσεις τους) την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, παρότι το τελευταίο δεν υλοποιείται από συγκεκριμένους εκτελεστικούς νόμους, ούτε προβλέπει κυρώσεις. Κωλύματα και ασυμβίβαστα υποψηφίων βουλευτών προβλέπονται ακόμα και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η κοινωνική συμπεριφορά τους δεν ενέχει ηθική και ποινική απαξία όση αποτυπώνεται στο μέγεθος μιας καταδικαστικής απόφασης, ή και καμία απαξία, και γι’ αυτό δεν έχει και τον χαρακτήρα ποινής.

Έχοντας τις σκέψεις αυτές, κάποιοι συνήγοροι πολιτικής αγωγής ήδη από τον Οκτώβριο 2020 είχαμε διατυπώσει την απαίτηση να αντιμετωπισθεί με ανάλογη τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας το ζήτημα της συμμετοχής των καταδικασμένων για ένταξη και διεύθυνση στην εγκληματική ναζιστική οργάνωση «Χρυσή Αυγή». Δεν υπηρετούσαμε καμμία προεκλογική σκοπιμότητα, το θέσαμε ως συνέπεια της όλης προσπάθειάς μας στη δίκη. Χωρίς να αμφισβητούμε στο παραμικρό το γεγονός ότι ο φασισμός αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία, κρίναμε  ότι η θέσπιση διάταξης αποκλεισμού συνιστά την αναγκαία, ανάλογη και ισόρροπη αποτύπωση της κατάκτησης της άμυνας του κοινωνικού σώματος και του αντιφασιστικού κινήματος και της θεσμικής του απαίτησης για τη θωράκισή της απέναντι στον κίνδυνο μιας νέας ασυλίας, ανοχής και  νομιμοποίησης της ναζιστικής εγκληματικής βίας, όπως είχε συμβεί την περίοδο 2012-2013.

Επισημάναμε ότι για τη την θεσμική υλοποίηση της πρόβλεψης δεν βοηθά η χρήση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που είτε στην εκδοχή του νέου (που έχει καταργήσει από 1.7.2019 την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή), είτε στην εκδοχή του παλιού (που προέβλεπε  την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αλλά απαιτούσε αμετάκλητη απόφαση), παρά μόνο τροποποίηση στην εκλογική νομοθεσία, ώστε να αντιμετωπιστεί ισόρροπα, ανάλογα και οριοθετημένα το ζήτημα της απαγόρευσης συμμετοχής τους στις βουλευτικές εκλογές, αφού η ναζιστική εγκληματική τους δράση συνιστά αυτονόητη απειλή για την δημοκρατία.

Η κυβέρνηση της Ν.Δ. έκλεισε τα μάτια για άλλη μία φορά και σε αυτήν στην δίκαιη απαίτηση του αντιφασιστικού κινήματος και έσπευσε λίγους μήνες μετά, και τότε με την φημολογία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας για πρόωρες εκλογές, να νομοθετήσει το ν. 4804/2021, κύριος στόχος του οποίου όμως δεν ήταν παρά  ήταν η επέκταση του ορίου του 3% που ισχύει στις βουλευτικές εκλογές και στις δημοτικές και περιφερειακές, προκειμένου να υπάρξει δικαίωμα εκλογής συμβούλων από αυτοδιοικητική παράταξη, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι τον κύριο αντίπαλο της αποτελεί η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, που στις αυτοδιοικητικές εκλογές 2019 είχε κατορθώσει να εκπροσωπηθεί σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας και σε εκατοντάδες Δήμους.

Για τις βουλευτικές εκλογές, με το άρθρο 92 του ν. 4804/2021, επιτράπηκε η συμμετοχή σε κόμματα ως υποψηφίων βουλευτών προσώπων τα οποία έχουν καταδικαστεί για ένταξη ή διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, αρκεί να μην είναι νόμιμοι εκπρόσωποι και αρχηγοί των κομμάτων αυτών. Με άλλα λόγια, δηλαδή, η Ν.Δ. “έκλεισε το μάτι” στα καταδικασμένα μέλη της Χρυσής Αυγής και τους υπέδειξε να βαφτίσουν κάποιον άλλον, αχυράνθρωπο ή μη, ως αρχηγό του κόμματος, και ύστερα από αυτό να συμμετάσχουν ελεύθερα στα ψηφοδέλτια. Καταγγείλαμε επανειλημμένα την ρύθμιση αυτή χωρίς να εισακουστούμε.

Μπροστά στη γενική κατακραυγή  σήμερα η Νέα Δημοκρατία, επιδιώκοντας να δημιουργήσει εντυπώσεις αντιπερισπασμού στην ακροδεξιά και ανελέητη κοινωνικο – οικονομική της πολιτική, πολιτική της, την απροκάλυπτη στήριξη των κατασταλτικών εγκλημάτων, την ανοχή των σεξιστικών εγκλημάτων και την υστερία ενάντια στους πρόσφυγες και μετανάστες, το τείχος, τις επαναπροωθήσεις και τα ψέμματα, και όλα όσα άλλα επιβεβαιώνουν την εμμονή της στην πολιτική ατζέντα της ακροδεξιάς και κάνει τους φασίστες να νοιώθουν ισχυροί και δικαιωμένοι, σπεύδει να ζητήσει διαβούλευση από τα άλλα κόμματα με ποιο τρόπο θα νομοθετηθεί ο αποκλεισμός των καταδικασθέντων της Χ.Α. από τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές.

Αλλά και τα στενότερα κίνητρά της Ν.Δ. βέβαια, δεν είναι και τόσο….αντιναζιστικά ! Είναι γνωστό (και πως να μην είναι με την συστηματική πλύσης εγκεφάλου από δημοσκοπήσεις και Μ.Μ.Ε. 😉 ότι οι δημοσκοπικές επιταγές, που εκπορεύονται πάντα από τα ίδια επιτελεία και συμφέροντα που εμπιστεύονται τη Ν.Δ. στη διαχείριση της εξουσίας της χώρας, φαίνονταν μέχρι πρότινος να οδηγούν «σηκωτό» τον Κασιδιάρη στην Βουλή (για τον οποίο μάλιστα φημολογείται ότι είχε και την ευφυή σκέψη να χρίσει αρχηγό του συνδυασμού που πρόκειται να συμμετάσχει στις επικείμενες εκλογές έναν συγγενή του που φέρει ακριβώς το ίδιο όνομα και επώνυμο, γελοιοποιώντας στην πράξη τις διατάξεις του νόμου Βορίδη), οπότε ο κίνδυνος απώλειας ψήφων και  δυσχέρανσης των μετεκλογικών κυβερνητικών της σχεδίων την οδηγεί εσπευσμένα στον προσανατολισμό του αποκλεισμού. Φαίνεται ότι οι τελευταίοι σχεδιασμοί στα επιτελεία της άρχουσας τάξης δεν εκτιμούν σε αυτήν τη φάση ως συμφέρουσα την παραγωγή μιας – παλιά, γνωστή και πολλαχού εκπορευόμενη εκδοχή επίσης – κοινοβουλευτικής “σοβαρής Χ.Α.”.

Η διάταξη την οποία προτείνει η κυβέρνηση είναι πολύ χειρότερη από αυτήν που έχει θεσπίσει ήδη, για τον λόγο ότι διευρύνει ανεπίτρεπτα το εύρος των κομμάτων και προσώπων τα οποία αποκλείει από τις εκλογές και, ακόμα χειρότερα, διότι απεμπολώντας απροκάλυπτα τη νομοθετική της εξουσία, μεταθέτει στην κρίση του Αρείου Πάγου, ενός δικαστικού σώματος δηλαδή που δεν νομιμοποιείται ευθέως από τον λαό, ούτε συγκροτείται από το Σύνταγμα για να νομοθετεί, την κρίση για το αν ένα κόμμα απειλεί ή όχι την δημοκρατία. Δεν ζούμε όμως στις εποχές που οι ιδεολογίες και οι πολιτικές εγκρίνονταν ή απορρίπτονταν από τα δικαστήρια και δεν επιθυμούμε να συμβάλουμε στην επάνοδό της. Και ο Αρειος Πάγος πρέπει να περιορίζεται στον συνταγματικό του ρόλο που είναι ο τυπικός έλεγχος της νομιμότητας των κομμάτων, συνδυασμών και υποψηφίων και όχι ο ουσιαστικός έλεγχος του ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου τους και ο αποκλεισμός τους από τη νομιμότητα.

Συνεπώς, η διάταξη που προτείνει η Ν.Δ. είναι παντελώς απαράδεκτη και μόνο για τον λόγο αυτόν.

Απέναντι στο ζήτημα που ανοίγει το αντιφασιστικό κίνημα εύλογα προβληματίζεται (γίνεται λόγος για προβληματισμό και όχι για δίλημμα γιατί καμμία από τις δύο επιλογές δεν υπερτιμά τη σημασία των θεσμών απέναντι στην κινηματική δράση) ανάμεσα σε δύο επιλογές :

1) Την επιλογή της αντίθεσης σε οποιονδήποτε εκλογικό περιορισμό, ακόμα και για τους ναζιστές με το σκεπτικό ότι είναι ανεπίτρεπτη η παραχώρηση στο κράτος οποιασδήποτε εξουσίας απαγόρευσης λειτουργίας κομμάτων η και συμμετοχής τους στις εκλογές με το σκεπτικό ότι αυτή θα χρησιμοποιηθεί και ενάντια σε οποιονδήποτε άλλον σχηματισμό μη αρεστό στο σύστημα. Το σκεπτικό αυτό απορρέει από βαρειά και μακρόχρονη ιστορική εμπειρία, αφού ολόκληρη η πολιτική ιστορία του τόπου είναι ιστορία διώξεων της αριστεράς, ενώ ο αποκλεισμός από τη νομιμότητα κομμουνιστικών κομμάτων τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός σε δεκάδες  χώρες, καθώς και η διακηρυκτική καταδίκη του κομμουνισμού από όργανα και φορείς της Ε.Ε.

2) Την επιλογή της απαίτησης να αποκλεισθούν από τη νομιμότητα και τις εκλογές αυτοί που έχουν καταδικασθεί για κακουργήματα που αποδεδειγμένα τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο. Το σκεπτικό της επιλογής αυτής είναι το γνωστό “Καμμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας”, σε συνδυασμό με την ανάγκη θεσμικής και νομικής αποτύπωσης και κατοχύρωσης των κατακτήσεων της κοινωνίας, ανάμεσα στις οποίες προφανέστατα σημαντική θέση κατέχει η πολιτική απομόνωση του ναζισμού και η προστασία από τη νομιμοποίηση της εγκληματικής του δράσης. Απέναντι στην ανησυχία της επέκτασης των απαγορεύσεων στην αριστερά, η επιλογή αυτή προβάλλει την απάντηση ότι ο κίνδυνος αυτός αποτρέπεται όσο ο συσχετισμός δυνάμεων επιβάλλει τη νομιμότητα της δράσης της και αποκρούει την απαγόρευσή της.

Το “θεσμικό προσωπικό” του αντιφασιστικού κινήματος έχει την υποχρέωση να αναζητήσει λύση στη δεύτερη επιλογή προκειμένου να δοκιμασθεί αν είναι εφικτή κατά τρόπο που να διαψεύδει τους φόβους μια ρύθμιση αποκλεισμού των εχθρών της ελευθερίας. Και αυτό επιχειρεί το κείμενο που διαβάζετε.

Μόνη ικανή ανεκτή συνταγματικά ρύθμιση είναι εκείνη η οποία θα αποκλείει από τις εκλογές πρόσωπα και κόμματα τα οποία συνδέονται με συγκεκριμένα εγκλήματα κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή των άρθρων187 ή 187Α του Ποινικού Κώδικα τα οποία τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο (εφόσον αυτό προκύπτει από το σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης) και ο αποκλεισμός των κομμάτων και των προσώπων αυτών από το δικαίωμα εκλέγεσθαι σε όλη τη διάρκεια της ποινής που εκτίουν, εφόσον σε αυτήν δεν έχει χορηγηθεί αναστέλλουσα δύναμη ενόψει έφεσης. Και όχι η γενική της εφαρμογή σε καταδικασθέντα για διάφορα ποινικά αδικήματα πρόσωπα η η επέκτασή της σε άλλα κόμματα που να ανοίγει τον δρόμο για τον αποκλεισμό τους στα γνωστά αντιδραστικά πλαίσια εξίσωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό και τη θεωρίας των δυό άκρων.

Χωρίς καμμία θεσμολαγνική αυταπάτη και έχοντας πάντα την επίγνωση ότι ο ναζισμός ως πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά αντιμετωπίζεται στην κοινωνία και στο δρόμο (“Τον φασισμό τσακίζουν αγώνες λαϊκοί”) παρά στους θεσμούς, που δεν στάθηκαν ποτέ ικανοί, στο μέτρο που υποτίθεται ότι θέλησαν, να τον ανακόψουν, ο γράφων θα είχε να προτείνει την ακόλουθη διατύπωση διάταξης :

Κόμματα, των οποίων ο αρχηγός ή ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνος που ασκεί την πραγματική διεύθυνση ή περισσότεροι του ενός πέμπτου των βουλευτών ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέμπτου των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης έχουν καταδικαστεί με  απόφαση  των άρθρων 187 ή 187Α του Ποινικού Κώδικα ή κατά της ζωής ή κατά της σωματικής ακεραιότηταςπου τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο όπως προκύπτει από τη δικαστική απόφαση, καθώς και συνασπισμοί κομμάτων στους οποίους συμμετέχει τέτοιο κόμμα, αποκλείονται από τη συμμετοχή στις εκλογές. Τα καταδικασθέντα πρόσωπα αποκλείονται και ως μεμονωμένοι υποψήφιοι η και ως υποψήφιοι κομμάτων και συνασπισμών που δεν εμπίπτουν στο πρώτο εδάφιο.

Ομοίως αποκλείονται από τις εκλογές κόμματα των οποίων ο αρχηγός ή εκείνος που ασκεί την πραγματική διεύθυνση ή οι υποψήφιοι βουλευτές έχουν καταδικαστεί με απόφαση οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας χωρίς αναστολή ή χωρίς αναστέλλουσα δύναμη της έφεσης για κακουργήματα  των άρθρων 187 ή 187Α του Ποινικού Κώδικα, ή κατά της ζωής ή κατά της σωματικής ακεραιότητας, τα οποία τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο, όπως προκύπτει από τη δικαστική απόφαση.

Η ρύθμιση αυτή ισχύει όσο διαρκεί για τα ως άνω φυσικά πρόσωπα η επιβληθείσα ποινή. Το χρονικό διάστημα αποστέρησης υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή μη της ποινής και η υφ όρον απόλυση δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος.

Η ρύθμιση αυτή θεσπίζεται μεν εκ των υστέρων σε σχέση με το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης για τη Χ.Α, όμως είναι ανεκτή συνταγματικά διότι όπως προαναφέρθηκε δεν αποτελεί ποινή (έστω και παρεπόμενη, που θα προϋπέθετε ποινική πρόβλεψη πριν την τέλεση της πράξης), αλλά μέτρο.

 Τα χαρακτηριστικά της προτεινόμενης από τον γράφοντα παραπάνω ρύθμισης, ότι :

1) Δεν πρόκειται για διάταξη φρονηματική, διότι δεν αποκλείει τους ναζιστές γενικά από τις εκλογές, αλλά αποκλείει μόνο εκείνους οι οποίοι έχουν καταδικαστεί για εγκληματική δράση με ναζιστικό κίνητρο.

2) Δεν θέτει εκτός νόμου κανένα κόμμα με  κριτήριο την ιδεολογία του, ακόμα και τη ναζιστική. Κατά συνέπεια, κρίνει με γνώμονα την πράξη και όχι το φρόνημα.

3) Δεν απολήγει σε πολιτικές διώξεις αντιφρονούντων, όπως συνέβαινε με τα ιδιώνυμα, τους αντιτρομοκρατικούς νόμους κλπ.

4) Δεν προβλέπει μόνιμο αποκλεισμό, αφού η διάρκεια του αποκλεισμού από  δικαίωμα εκλέγεσθαι δεν είναι δια βίου, αλλά μόνο όσο διαρκεί η ποινή που επιβλήθηκε.

5) Δεν αναθέτει σε καμμία κυβερνητική, διοικητική η δικαστική αρχή την υποκειμενική κρίση σχετικά με την επικινδυνότητα των καταδικασθέντων και την τέλεση του αδικήματος από ναζιστικό κίνητρο, αλλά αντλεί στοιχεία μόνο από την ίδια την προηγηθείσα καταδικαστική απόφαση.

6) Συναρτάται με την μη χορήγηση αναστέλλουσας δύναμης στην έφεση, πράγμα που σημαίνει ότι ακολουθεί το σκεπτικό του δικαστηρίου στο μείζον (που είναι η στέρηση της ελευθερίας) και στο έλασσον (που είναι το δικαίωμα εκλέγεσθαι).

Ας σημειωθεί ότι  για τον Η. Κασιδιάρη, εκτός από την απόφαση του Οκτώβρη 2020 που δεν του έδωσε αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση (όπως και σε άλλους 39 καταδικασθέντες), μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί δύο ακόμα απορριπτικές αποφάσεις σε αντίστοιχα αιτήματά του, μία στις 19.12.2022 από το Α΄ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που δικάζει από τις 17.6.2022 την υπόθεση στον δεύτερο βαθμό και άλλη μία στις 16.1.2023 από το Πενταμελές Εφετείο Αναστολών Αθηνών.

7) Επικεντρώνεται στα καταδικασθέντα πρόσωπα και αντλεί από τη συμμετοχή τους τις έννομες συνέπειες για ην απαγόρευση συμμετοχής των αντίστοιχων κομμάτων, χωρίς να την επεκτείνει σε κόμματα ακόμα και ναζιστικής ιδεολογίας,που δεν περιλαμβάνουν καταδικασθέντες με ναζιστικό κίνητρο για τα παραπάνω εγκλήματα.

8) Δεν επεκτείνεται σε περισσότερα αδικήματα από εκείνα με τα οποία εκδηλώνεται συνήθως η ναζιστική βία (που οι διαχειριστές της έννομης τάξης αρνούνται ακόμα να την εντάξουν στο ΠΚ 187Α) ούτε σε εγκλήματα με άλλο πλην ναζιστικού κινήτρου. Και έτσι δεν “παίρνει σβάρνα” άλλα μέρη της κοινωνίας, ιδίως σε εποχές άκρατου ποινικού λαϊκισμού και αυστηροποίησης.

9) Προβλέπεται μόνο για κακουργήματα (σοβαρά και δεκτικά φυλάκισης) αδικήματα και όχι μικρότερης κλίμακας αδικήματα π.χ. πλημμελήμματα.

Αν έλειπε οποιαδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις, θα ήταν χίλιες φορές προτιμότερο να μην ψηφισθεί τίποτα ή ακόμα και να παραμείνει σε ισχύ  ακόμα και η φαιδρή διάταξη του άρθρου 92 ν. 4804/1992.

Συνεπώς η ανησυχία ότι μία ρύθμιση όπως αυτή που προτείνεται είναι δυνατό να ανοίξει τον δρόμο και για μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και κυρίως για την Αριστερά, που εύλογα και σωστά εκφράζεται και αμφισβητεί τις καλές προθέσεις των συστημικών κύκλων, αφού ολόκληρη η πολιτική ιστορία του τόπου είναι ιστορία διώξεων της αριστεράς, δεν επιβεβαιώνεται από τα νομικά δεδομένα των εννόμων συνεπειών της διάταξης αυτής, η οποία περιορίζει τον αποκλεισμό στην εγκληματική δράση με ναζιστικό κίνητρο, χωρίς να τη διευρύνει κατά τρόπο που να είναι δυνατόν να υπαχθούν και άλλοι. Αλλά ούτε και τα πολιτικά δεδομένα της περιόδου καθιστούν ρεαλιστική την πρόβλεψη ότι μία τέτοια διάταξη είναι δυνατό να αποκλείσει την Αριστερά ή να τη θέσει εκτός νόμου. Αφενός διότι η Ελλάδα (ευτυχώς) δεν είναι ……Εσθονία, αλλά και αφετέρου διότι οι ένοπλες αντικαπιταλιστικές οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δεν διακατέχονται από την στόχευση να υποδυθούν το πολιτικό κόμμα και να συμμετάσχουν στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες διατηρώντας την όποια παράνομη δράση τους.

Χωρίς να αμφισβητείται και πάλι στο παραμικρό το γεγονός ότι ο φασισμός αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία, η θέσπιση της παραπάνω διάταξης αποκλεισμού συνιστά την αναγκαία αποτύπωση της άμυνας του κοινωνικού σώματος και του αντιφασιστικού κινήματος και της θεσμικής του απαίτησης για κατάκτηση της θωράκισης της άμυνας αυτής απέναντι στον κίνδυνο μιας νέας ασυλίας και ανοχής και κατ’ ουσίαν νομιμοποίησης της ναζιστικής εγκληματικής βίας, όπως είχε συμβεί την περίοδο 2012-2013. Ανάλογη θεσμική αποτύπωση αποτέλεσε ο ν. 4203/2013 για την αναστολή της χρηματοδότησης της Χ.Α, που μάλιστα κρίθηκε ανεκτός συνταγματικά με δύο αποφάσεις του ΣτΕ, αρχικά με την 83/2014 Συμβ. Αναστολών και οριστικά με την 518/2015 ΟλομΣτΕ, που απέρριψε σχετική αίτηση ακύρωσης της Χ.Α. Το ίδιο και οι αποφάσεις σε Δήμους και Περιφέρειες που έθεσαν σε αργία από τις θέσεις των συμβούλων καταδικασθέντα πρόσωπα (άρθρο 236α ν. 3852/2010). Και δεν μίλησε κανείς για κίνδυνο επέκτασης. Ούτε και υπήρξε.

Αλλιώς θα πρέπει να δεχθούμε τό άτοπο ότι το κίνημα δεν πρέπει να διεκδικεί  τη θεσμική και νομική αποτύπωση και κατοχύρωση των κατακτήσεών του.

Και πέρα από την προτεινόμενη διάταξη σχετικά με τις εκλογές, η δίκη της Χρυσής Αυγής και η αντιμετώπιση της ναζιστικής, ρατσιστικής και φασιστικής εγκληματικής βίας υπάρχουν και άλλες διεκδικήσεις, που βαρύνουν με αντίστοιχες υποχρεώσεις την κυβέρνηση και τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις.

1) Η αποτελεσματική και άμεση αντιμετώπιση κάθε προσπάθειας αναβίωσης τραμπούκικων, φασιστικών και ναζιστικών πρακτικών, που αν και χωρίς την έκταση των Ταγμάτων Εφόδου της Χρυσής Αυγής επιχειρούν κατά καιρούς  την επανεμφάνιση τους και είναι βέβαιο ότι, όσο αντιμετωπίζονται με ανοχή, θα την επαυξάνουν.

2) Η αποζημίωση με νομοθετική πράξη των θυμάτων της Χρυσής Αυγής, των οικογενειών τους και των συνηγόρων πολιτικής αγωγής, που εργάζονται απλήρωτοι επί οχτώ χρόνια στην υπόθεση αυτή, με διάθεση του ποσού της παρακρατημένης κοινοβουλευτικής χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής.

Το κράτος  είναι υπόχρεο, αφού ανέχθηκε, αν όχι υπέθαλψε, τα ναζιστικά αυτά εγκλήματα να αποζημιώσει τα θύματα τους όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες και να απαλλάξει τα θύματα από ατελέσφορους και δαπανηρούς αγώνες στα αστικά δικαστήρια. Το γεγονός ότι οι υπόδικοι της Χρυσής Αυγής οδηγήθηκαν στο ακροατήριο χωρίς την κατηγορία του ΠΚ 187Α (αφού ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και τότε Εισαγγελέας Εφετών, δεν άσκησε ποινική δίωξη και για το αδίκημα αυτό, παρότι βοούσαν τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωνε ακόμα και ο ίδιος) είχε ως έννομη συνέπεια, πέρα απ’ όλα τα άλλα, και την απαλλαγή του κράτους από την παροχή αποζημιώσεων στα θύματα της ως θύματα τρομοκρατίας, όπως γίνεται για κάθε τζάμι που σπάει ύστερα από γκαζάκια ή μολότοφ στα γραφεία οποιουδήποτε πολιτικού ή αναγραφή συνθημάτων κλπ.

Ο αγώνας ενάντια σε κάθε προσπάθεια αναβίωσης του φασισμού, στην ανοχή των ρατσιστικών εγκλημάτων και τη νομιμοποίηση της ναζιστικής εγκληματικής βίας δεν σταματάει, ούτε “εμπιστεύεται” περισσότερο από τις δυνάμεις του τους θεσμούς, που είναι πάντα υπηρέτες της εξουσίας. Αλλά όταν οι αγώνες αποκτούν νίκες και κατακτήσεις, είναι προς όφελός τους να  νομιμοποιούνται.

Καμμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας. Οχι στη συμμετοχή των καταδικασθέντων για ναζιστικά εγκλήματα στις εκλογές. Αποζημιώσεις στα θύματα της ΧΑ και τις οικογένειές τους. Καμμία ανοχή στη φασιστική, ρατσιστική και ναζιστική εγκληματική δράση και τη νομιμοποίησή της.

Η ιδεολογία των Μπαντεριστών

Αν ο Στεπάν Μπαντέρα ήταν πράκτορας της Γκεστάπο και άφησε μόνο τη (θετική για ορισμένους) ανάμνηση των σφαγών και των βασανιστηρίων που οργάνωσε, ο Ντμίτρο Ντοντσόφ ήταν -και εξακολουθεί να είναι- ο στοχαστής αναφοράς των ουκρανών εθνικιστών. Είναι αυτός που εφηύρε τον ουκρανικό ρατσισμό και φαντάστηκε τον φανατισμό των ουκρανών εθνικιστών ως όπλο.

Στη σκανδιναβική μυθολογία, οι Βαλκυρίες είναι υπηρέτριες του θεού Όντιν. Ιππεύουν πάνω σε λύκους. Αλλά οι Γερμανοί τις αναπαριστούν πάνω σε άλογα. Η “Ιππασία των Βαλκυριών”, μελοποιημένη από τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, αναγγέλλει τόσο τον θάνατο των ηρώων όσο και το ένδοξο πεπρωμένο τους στην επερχόμενη μάχη στο τέλος του χρόνου [ο μύθος της τελευταίας μάχης πρέπει να τροφοδοτεί την φαντασία των πραγματικών Ουκρανών κατά τον Ντοντσόφ].

Σε προηγούμενα άρθρα έχω παρουσιάσει την ιστορία του κινήματος των Μπαντεριστών από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα, όμως θα ήθελα να μιλήσω εδώ για την ιδεολογία τους.

Ο διανοούμενος αναφοράς τους, τότε και τώρα, είναι ο Dmytro Dontsov (1883-1973). Αν και πέθανε στον Καναδά και θάφτηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα έργα του δεν έχουν μεταφραστεί, αλλά οι οπαδοί του μας τα έκαναν γνωστά. Αυτή η απουσία στα βιβλιοπωλεία άλλων χωρών εξηγεί γιατί είναι άγνωστος στο εξωτερικό. Ωστόσο, μετά από μια μακρά περίοδο απουσίας, είναι ένας από τους συγγραφείς με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην Ουκρανία τα τελευταία χρόνια.

Τρεφόμενος, όπως οι Ναζί, από την δική του ερμηνεία του Νίτσε, ο Dmytro Dontsov κάλεσε στη γέννηση ενός “νέου ανθρώπου” με “φλεγόμενη πίστη και πέτρινη καρδιά”, ο οποίος δεν θα φοβόταν να καταστρέψει τους εχθρούς της Ουκρανίας χωρίς έλεος. Στοχαστής του “ολοκληρωμένου ουκρανικού εθνικισμού”, έχτισε μια φιλοσοφία όπου κάθε τι εθνικιστικό είναι εναντίον της Ρωσίας και εναντίον των Εβραίων.

Ήθελε να δημιουργήσει έναν λαό ελίτ, μακριά από την “ισονομία των σκλάβων” της Ρωσικής Οκτωβριανής Επανάστασης και τα “οικουμενικά ιδανικά” της Γαλλικής Επανάστασης.

Είπε ότι η φαντασία των πραγματικών Ουκρανών πρέπει να “τροφοδοτείται από τον μύθο της τελευταίας μάχης”, την “άρνηση αυτού που είναι” και τη “συναρπαστική εικόνα της καταστροφής που θα φέρει κάτι νέο”. Πρέπει να υπηρετούν “μια κατηγορική προσταγή” με “υπακοή χωρίς ενδοιασμούς”.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο “ουκρανικός εθνικισμός” χαρακτηρίζεται από:

— “τη διεκδίκηση της θέλησης για ζωή, της δύναμης, της επέκτασης” (προωθεί “το δικαίωμα των ισχυρών φυλών να οργανώνουν λαούς και έθνη για να ενισχύσουν την υπάρχουσα κουλτούρα και τον πολιτισμό”)

— “την επιθυμία για αγώνα και τη συνειδητοποίηση της ακρότητάς της” (επαινεί τη “δημιουργική βία της μειονότητας που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία”)

Οι ιδιότητές της είναι οι εξής:

— “φανατισμός” ,

— “ανηθικότητα”.

Ο φανατισμός αναφέρεται στον θρησκευτικό χαρακτήρα του δόγματός του. Ο Dontsov σημειώνει ότι αυτό είναι που κάνει τους πολεμιστές ανίκητους. Επομένως, είναι απολύτως λογικό ότι μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο ο Stepan Bandera και ο Yaroslav Stetsko συμφώνησαν να συνεργαστούν στο Μόναχο με τη μυστική κοινωνία των Αδελφών Μουσουλμάνων ή ότι το 2007 οι οπαδοί τους κατάφεραν να σχηματίσουν ένα αντιρωσικό μέτωπο με τους τζιχαντιστές της Τσετσενίας.

Στην αρχή του έργου του, ο Dontsov δεν εμπνέεται από τον ιταλικό φασισμό ή τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, αλλά φαίνεται να χαρακτηρίζεται από την ίδια λογική με την κροατική Ουστάσα, τη ρουμανική Σιδηρά Φρουρά, τον σλοβάκο Glinka, τον πολωνό Oboz Narodowo-Radykalny.

Συμπλέοντας με τους Ναζί, ο Ντοντσόφ άρχισε να διεκδικεί μια μυθική γεωγραφία και ιστορία. Οι “αληθινοί Ουκρανοί” έλεγε ότι είχαν σκανδιναβική ή πρωτογερμανική καταγωγή και ότι κατάγονταν από τους Βαρέγκες, μια φυλή Βίκινγκς από τη Σουηδία. Οι πρόγονοί τους ίδρυσαν την πόλη Νόβγκοροντ στη Ρωσία και υπέταξαν τους Ρώσους Σλάβους.

Σε αυτή τη μυθολογία, οι “Ουκρανοί εθνικιστές” είναι οι Καλοί, ενώ οι “Μοσχοβίτες” είναι οι Κακοί. Είναι επομένως απολύτως φυσιολογικό ότι η μούσα του κόμματος Svoboda (Ελευθερία), η βουλευτής Irina Farion, δήλωσε πολύ πριν από τη ρωσική στρατιωτική επέμβαση: “Ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο για να καταστρέψουμε τη Μόσχα”.

Dmytro Dontsov, ο στοχαστής του “ολοκληρωμένου ουκρανικού εθνικισμού”. Η ανάγνωση των έργων του είναι υποχρεωτική για όλους τους εθνικιστές Ουκρανούς στρατιώτες, ιδιαίτερα για εκείνους του συντάγματος Azov.

Το 2015, ο πρόεδρος Πέτρο Ποροσένκο και ο πρωθυπουργός του Αρσένι Γιάτσενιουκ ψήφισαν μια σειρά νόμων που αφενός απαγόρευαν τα κομμουνιστικά και ναζιστικά σύμβολα και αφετέρου αποκαθιστούσαν τα σύμβολα των Μπαντεριστών. Στην πράξη, επειδή κανείς δεν ισχυριζόταν ότι ήταν ναζιστής, τα μνημεία για τη νίκη του Κόκκινου Στρατού επί των ναζί καταστράφηκαν και αντικαταστάθηκαν από άλλα προς τιμήν του Στεπάν Μπαντέρα -ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία 1,6 εκατομμυρίων συμπατριωτών του- και του κύριου στοχαστή του, Ντμίτρο Ντοντσόφ.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης επέκρινε αυτούς τους νόμους “αποκομμουνιστοποίησης”, οι οποίοι καταδικάζουν καθεστώτα γενικά, χωρίς να αναφέρουν τις πράξεις που καταδικάζουν.

Ως αποτέλεσμα αυτών των νόμων, το σύνθημα των Μπαντεριστών έγινε μέρος της επίσημης ρητορείας: “Δόξα στην Ουκρανία”. Φυσικά, δεν έχω τίποτα εναντίον αυτού του συνθήματος, όπως δεν έχω τίποτα εναντίον της κραυγής των μουσουλμάνων “Αλλάχ Ακμπάρ!”, αλλά αφού το άκουσα να τραγουδιέται από τους τζιχαντιστές που ήθελαν να μου κόψουν το λαιμό, δεν μπορώ πλέον να σκέφτομαι ότι “Ο Θεός είναι μεγάλος!” και εξακολουθώ να στοιχειώνομαι από το τι εννοούν οι τζιχαντιστές με αυτό.

Ομοίως, βγάζει νόημα το γεγονός ότι η Ουκρανία έχει ένα νομικό πλαίσιο που νομιμοποιεί μια μορφή φυλετικών διακρίσεων. Στις 21 Ιουλίου 2021, ο πρόεδρος Βολοντιμίρ Ζελένσκι υπέγραψε έναν νόμο, που εισήχθη με δική του πρωτοβουλία, σχετικά με τους “αυτόχθονες λαούς της Ουκρανίας”. Σε αυτόν αναφέρεται ότι οι Τάταροι και οι Εβραίοι καραΐτες έχουν “το δικαίωμα στην πλήρη απόλαυση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών” (sic). Αυτό το κείμενο, που φαίνεται πολύ γενναιόδωρο, δεν είναι καθόλου έτσι, γιατί ερμηνεύεται “εξ ορισμού”. Συμπληρώνει τα κείμενα που αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των Ουκρανών σκανδιναβικής ή πρωτογερμανικής καταγωγής. Στην πραγματικότητα, χρησιμοποιείται από τα δικαστήρια για να αρνηθούν τα δικαιώματα των Ουκρανών που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο γενικό ορισμό, ούτε σε μία από αυτές τις μειονότητες, με άλλα λόγια σε εκείνους που λένε ότι είναι σλαβικής καταγωγής. Οι τελευταίοι άνθρωποι δεν επιτρέπεται να επικαλεστούν ενώπιον δικαστηρίου το “δικαίωμά τους στην πλήρη απόλαυση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών” [ακριβώς επειδή δεν περιλαμβάνονται σε αυτούς που εξ ορισμού το διαθέτουν].

Στις 20 Μαρτίου 2022, ο πρόεδρος Volodymyr Zelensky δήλωσε σε βίντεο που αναρτήθηκε στον λογαριασμό του στο Telegram: “Οποιαδήποτε δραστηριότητα εκ μέρους των πολιτικών που συμμετέχουν στη διαίρεση της κοινωνίας ή συνεργάζονται με τον εχθρό δεν θα επιτύχει και θα λάβει αυστηρή απάντηση”. Με τον τρόπο αυτό, απαγόρευσε 11 πολιτικά κόμματα (Πλατφόρμα της Αντιπολίτευσης – Για τη Ζωή, Κόμμα του Σαρίτζι, Νάτσι, Μπλοκ της Αντιπολίτευσης, Αριστερή Αντιπολίτευση, Ένωση Αριστερών Δυνάμεων, Ντερζάβα, Προοδευτικό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ουκρανίας, Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ουκρανίας, Σοσιαλιστές, Μπλοκ του Βολοντίμιρ Σάλντο). Αν και τα περισσότερα από αυτά δεν εκπροσωπούνταν στο κοινοβούλιο, τη Βερκόβνα Ράντα, η Πλατφόρμα Αντιπολίτευσης για τη Ζωή ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας. Έλαβε το 13% των ψήφων και κέρδισε 43 από τους 450 βουλευτές.

Επίσης, στις 20 Μαρτίου, ο πρόεδρος Ζελένσκι υπέγραψε διατάγματα με τα οποία απαγορεύτηκαν για πέντε χρόνια τρία κανάλια της αντιπολίτευσης που βρίσκονταν σε “αναστολή” για αρκετούς μήνες. Επιπλέον, συγχώνευσε όλα τα υπόλοιπα κανάλια υπό τον έλεγχο του Συμβουλίου Ασφαλείας και Άμυνας.

Έτσι, δεν υπάρχει πλέον ελευθερία έκφρασης, ούτε για τους πολιτικούς ούτε για τους δημοσιογράφους. Η ουκρανική δημοκρατία είναι νεκρή, όχι από τη ρωσική στρατιωτική επέμβαση, αλλά από τη θέληση της ίδιας της κυβέρνησής της.

Ένα Συμβούλιο για την ανάπτυξη των βιβλιοθηκών δημιουργήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. Μεταξύ άλλων, πρέπει να αποφασίσει για τα ρωσικά βιβλία που υπερφορτώνουν τα ράφια. Ο υπουργός Πολιτισμού και Πολιτικής Πληροφοριών, δημοσιογράφος Oleksandr Tkachenko, δήλωσε ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρώτη ύλη για την εκτύπωση ουκρανικών βιβλίων σε ανακυκλωμένο χαρτί.

Οι πυρπολήσεις βιβλίων είναι ένα κλασικό φαινόμενο των δικτατοριών. Αυτή τη φορά, δεν θα κάψουμε τίποτα δημόσια, αλλά θα ανακυκλώσουμε το χαρτί. Είναι λιγότερο εμφανές και πιο οικολογικό.

Ας έρθουμε τώρα στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου. Μια ιδιαιτερότητα του ουκρανικού στρατού είναι αξιοσημείωτη: δεν μαζεύει τα πτώματα των νεκρών στρατιωτών του. Όλοι οι άλλοι στρατοί στον κόσμο δεν διστάζουν να διακινδυνεύσουν γι’ αυτό. Το να δώσουν μια αξιοπρεπή ταφή στους νεκρούς τους είναι απαραίτητο στα μάτια τους. Το να μην το κάνουν αυτό θα είχε καταστροφικές συνέπειες στο ηθικό των συντρόφων τους. Γιατί λοιπόν ο ουκρανικός στρατός ενεργεί διαφορετικά;

Αν καταλαβαίνω τη σκέψη του Dmytro Dontsov, αυτό αποτελεί προετοιμασία για την εσχατολογική μάχη μεταξύ του καλού και του κακού. Σύμφωνα με τη σκανδιναβική μυθολογία, όταν δόθηκε μια μάχη από τους Βαρέγκες, οι Βαλκυρίες κατέβηκαν στο πεδίο της μάχης καβάλα σε λύκους. Αποφάσισαν ποιος από τους γενναίους Βίκινγκς θα πέθαινε. Στη συνέχεια πήραν τις ψυχές τους στη Βαλχάλα για να σχηματίσουν μαζί τους τον μελλοντικό στρατό της “τελευταίας μάχης”. Έτσι, οι άνδρες που έπεσαν στο πεδίο της τιμής δεν ήταν θύματα της μοίρας, αλλά επιλέχθηκαν για ένα ένδοξο πεπρωμένο.

Αυτή η ιερή ιδεολογία παραπέμπει στην “Προσευχή των Ουκρανών εθνικιστών”, που γράφτηκε από τον Josef Mashchak το 1922. Διδάσκεται και απαγγέλλεται στα στρατόπεδα νεολαίας των Μπαντεριστών. Βρίσκεται στο επίκεντρο των τελετών του μυστικού τάγματος Centuria, το οποίο οι Μπαντεριστές εισήγαγαν στους στρατούς του ΝΑΤΟ.

Ο πόλεμος των “ουκρανών εθνικιστών” κατά των Σλάβων έχει επομένως μόλις αρχίσει.

Πηγή: Voltairenet

Μετάφραση: Κωστής Μηλολιδάκης

Ναζιστικοί χαιρετισμοί ΕΠΑΛ Σταυρούπολης

“Μαθήματα” από τα ΕΠΑΛ Σταυρούπολης

Τα γεγονότα στα ΕΠΑΛ Σταυρούπολης έχουν πολλά μαθήματα να μας διδάξουν. Το πρώτο είναι ότι η Χρυσή Αυγή και οι παραφυάδες τους παραμένουν ζωντανές και ενεργές, αλλά σε ένα επίπεδο πολιτικής δράσης χαμηλότερο από αυτό στο οποίο βρίσκονταν κατά την κοινοβουλευτική περίοδο των ναζί. Έχουν επιστρέψει στη δράση σε επίπεδο στρατολόγησης και οργάνωσης πυρήνων (και) σε λαϊκές γειτονιές, σε οργανωμένους οπαδούς και αλλού, προκειμένου να ανασυγκροτήσουν το δίκτυο εκφοβισμού και άσκησης επιρροής. Δεν μπορούν να ασκήσουν πολιτική επιρροή ακόμα σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, όπως τα προηγούμενα χρόνια.

Το δεύτερο είναι ότι σε αυτό το πλαίσιο, της στρατολόγησης και της ανασυγκρότησης, οι ναζιστικές ομάδες, ουδόλως στρέφονται εναντίον του υποτιθέμενου εχθρικού προς αυτές κράτους (αυτό που δήθεν τους φυλάκισε άδικα κτλ.), αλλά εναντίον εκείνων που ήταν και παραμένουν οι πραγματικοί εχθροί του ναζισμού: της αριστεράς. Το αστικό κράτος και τα σώματα ασφαλείας ιδιαίτερα, όχι μόνο δεν αποτελούν εχθρό των ναζί αλλά αναγκαίο, προστατευτικό μηχανισμό, ο οποίος με διαφόρους τρόπους θωπεύει εκ νέου τα κακομαθημένα άτακτα ξαδέρφια της επίσημης δεξιάς και του κράτους. Η στρατολόγηση γίνεται αποκλειστικά με εχθρό την αριστερά, διότι ακριβώς ο ναζισμός και αυτοί που τον ακολουθούν είναι ερωτευμένοι με την καταπιεστική, εξουσιαστική ισχύ του κράτους, στην υπερθετική της εκδοχή.

Το τρίτο είναι ότι προφανώς για λόγους εσωτερικούς τους, οι ναζιστικές ομάδες θέλουν νίκες στον δρόμο εξ ού και επέλεξαν να επιτεθούν δημοσίως. Το ποιοι ακριβώς λόγοι τους ωθούν σε αυτήν την απόφαση μένει να φανεί. Ενδεχομένως διαγκωνισμοί επιρροής ή η έλλειψη πιο “ώριμης” καθοδήγησης λόγω φυλάκισης κάποιων εκ των στελεχών της Χρυσής Αυγής.

Το τέταρτο μάθημα είναι ότι η κυβέρνηση αλλά και η ΝΔ εν γένει έχουν επιστρέψει πλησίστιες, στο ξέπλυμα της Χρυσής Αυγής δια της “θεωρίας των δύο άκρων”. Πρωταγωνιστεί μάλιστα ο υφυπουργός Συρίγος και άλλοι “κεντρώοι” (όχι τυχαία), κρατώντας στο παρασκήνιο τους συνήθεις υπόπτους της ακροδεξιάς: Πλεύρη, Μπογδάνο κ.ο.κ. Η ρητορική περί πρόκλησης και βίας (και) από τις αριστερές νεολαίες αποτελεί όχι μόνο αθώωση εμμέσως πλην σαφώς της Χρυσής Αυγής αλλά επιπλέον και μέσο ελεγχόμενου, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια, εκφασισμού ευρυτέρων μαζών. Ο “φιλήσυχος” πολίτης, οποίος δεν μπορεί να ξεχωρίσει μεταξύ πολιτικής δράσης της αριστεράς (συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί της) και ναζιστικής βίας είναι το εύφορο έδαφος της ανοχής στον ναζισμό, αν όχι της άμεσης υποστήριξης.

Το πέμπτο μάθημα είναι ότι η μόνη απάντηση στο ναζισμό είναι η πολιτικοποίηση της νεολαίας, από τον μαθητικό χώρο ακόμα, όπως συνέβαινε σε προηγούμενες δεκαετίες. Οι πολιτικές νεολαίες της αριστεράς οφείλουν να ανασυγκροτήσουν τάχιστα και αποτελεσματικά τις φοιτητικές παρατάξεις τους και τα μαθητικά τους τμήματα. Δεν υπάρχει μη πολιτικό σχολείο και δεν χρειάζεται να διαβάσει Αλτουσέρ κανείς για να το αντιληφθεί. Αρκεί να δει τα σχετικά συνταγματικά άρθρα, τα οποία προβλέπουν συγκεκριμένους, αμιγώς πολιτικούς στόχους για το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Το “μη πολιτικό” σχολείο είναι σχολείο χωρίς αμφισβήτηση. Έρμαιο της εξουσίας και των σαπρόφυτων του ναζισμού. Εκείνοι που μιλούν για έξωση όλων των πολιτικών νεολαιών από τα σχολεία στρώνουν τον δρόμο στον εκφασισμό.

Το έκτο μάθημα έχει να κάνει με την τάση εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας: η αδιαφορία, η υποτίμηση και τελικά το ξερίζωμα του λαϊκού, η εγκατάλειψή του σε μια διαρκώς διευρυνόμενη απόσταση από την πολιτική και σε μια ολοένα πιο επισφαλή οικονομική και κοινωνική θέση, η τρομακτική κυριαρχία της πλέον χυδαίας πολιτιστικής υποβάθμισης κάθε βράδυ από τις τηλεοπτικές οθόνες και από τα σκουπίδια της λούμπεν μουσικής παραγωγής των ΗΠΑ, ο δηλητηριώδης και δηλητηριασμένος λόγος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η αμορφωσιά, ο βιασμός της ιστορίας, η ερήμωση του κοινωνικού, μοιραία συντηρούν και επιτείνουν τις ονειρώξεις εξουσιαστικότητας σε μέρος του πληθυσμού, οι οποίες βρίσκουν φιλόξενες αγκαλιές στο ναζισμό. Χωρίς μια μεγάλη εκστρατεία πολιτικής και πολιτιστικής αναβάθμισης, ανασυγκρότησης του κοινωνικού και γείωσης των πολιτικών οργανώσεων της αριστεράς, ο ναζισμός θα δαγκώνει ξανά και ξανά, ενώ η παραδοσιακή δεξιά θα πετυχαίνει να μας ωθεί ολοένα δεξιότερα ή και… ακροδεξιότερα.

Πηγή: Κοσμοδρόμιο

Και μετά τη δίκη τι;

Η άγρια χαρά που νιώσαμε όλοι την Τετάρτη, στα ελάχιστα λεπτά πριν την πνίξει σε δακρυγόνα ο Χρυσοχοΐδης και σε νέφη συναίνεσης το μιντιακό συνονθύλευμα που για πεντέμισι χρόνια είχε πνίξει στη σιωπή την ελληνική Νυρεμβέργη, έχει ήδη δώσει τη θέση της σε περίσκεψη και συνοφρύωση. Οσο κι αν αδικεί τον Μπρεχτ να τον τσιτάρουμε ακατάσχετα κι απλουστευτικά, μου είναι αδύνατο να αποφύγω τη μυριοστή του επανάληψη: «Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. H σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό». Το είπε την κατάλληλη στιγμή, ακριβώς πάνω στην άγρια χαρά της αντιφασιστικής νίκης, στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που ήταν η αρχή του Ψυχρού Πολέμου. Τον άγριο οίστρο της σκύλας τον ένιωσε προσωπικά, περνώντας από τις μακαρθικές διώξεις στις ΗΠΑ, όπου ο τρόμος και η αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ είχαν δώσει τη θέση τους στην υστερία και στη βαρβαρότητα του αντικομμουνισμού.

Επ' ευκαιρία, η μοναδική "χολιγουντιανή" ταινία του Μπέργκαν, παραμένει ό,τι καλύτερο έχει γυριστεί ως μυθοπλασία, ως κοινωνικό ψυχογράφημα του ναζισμού στο λυκαυγές του...

Επ’ ευκαιρία, η μοναδική “χολιγουντιανή” ταινία του Μπέργκαν, παραμένει ό,τι καλύτερο έχει γυριστεί ως μυθοπλασία, ως κοινωνικό ψυχογράφημα του ναζισμού στο λυκαυγές του…

Ο Μπρεχτ μάς συνιστά την επαγρύπνηση, μας καρφώνει στο μυαλό το ερώτημα «και μετά, τι;», καλώντας μας να θυμηθούμε το: «και πριν, πώς;». Τώρα, που «όλοι δικοί μας είμαστε», τώρα που οι χαζοχαρούμενοι συνομιλητές ή παρ’ ολίγον συνεργάτες των νεοναζί επιδίδονται σε χαρακίρια ειλικρίνειας και καλούν «να ξεριζώσουμε τους χρυσαυγίτες που έχουμε μέσα μας» (τι λες τώρα!), τώρα που η κυβερνώσα Δεξιά προσπαθεί να απαλλοτριώσει τη νίκη του αντιφασιστικού κινήματος, τώρα είναι η στιγμή να θυμηθούμε τα στοιχειώδη για να προλάβουμε τα επόμενα τερατώδη. Γιατί όλες οι πρώτες ύλες για μια επανάληψη του φασιστικού φαινομένου, στην απροσδιόριστη και ιστορικά μοναδική εκδοχή που έχει κάθε φορά, είναι ήδη εδώ.

Το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα ένα ποσοστό πολιτών (έως 20%, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Prorata) αισθάνεται οικείες τις «ιδέες» της Χρυσής Αυγής, αν «καθαριστούν» από εγκληματικές δραστηριότητες, είναι η πιο πρόσφατη επιβεβαίωση ότι η σκύλα δεν είναι απλώς σε οίστρο, αλλά είναι ήδη γκαστρωμένη. Ή -για να συνεχίσουμε την κατάχρηση των σχημάτων λόγου που αδικούν το ζωικό βασίλειο- ότι τα αυγά του φιδιού είναι έτοιμα να ξανασκάσουν.

Τι ακριβώς έγινε το 2010, όταν οι «φασίστες που έκρυβαν κάποιοι μέσα τους» βγήκαν έξω κι έγιναν η πρώτη εκλογική έκπληξη στην Αθήνα; Τι μεσολάβησε μέχρι το 2012, στο πρώτο πανελλαδικό εκλογικό άλμα, και μέχρι το 2014, στον φασιστικό θρίαμβο των ευρωεκλογών; Τι γέννησε τα ακροδεξιά και ρατσιστικά μορφώματα που διέτρεξαν την Ευρώπη την προηγούμενη δεκαετία, στις εκδοχές του «φασισμού των πλουσίων» του Βορρά, που πίστεψαν ότι απειλούνται από τους τεμπέληδες του Νότου, και του «φασισμού των φτωχών» του Νότου, που τους έφταιξαν οι ακόμα φτωχότεροι, οι «εισβολείς» της εξαθλιωμένης Αφρικής και της διαλυμένης Μέσης Ασίας;

Για να μην ξεχνιόμαστε: το υλικό υπόστρωμα, ο παγκόσμιος κοινωνικο-οικονομικός καμβάς της ναζιστικής ή φασίζουσας αναγέννησης ήταν η χρηματοπιστωτική κρίση, η κρίση χρέους στην Ευρώπη, η ανοιχτά ρατσιστική διαχείρισή της από το γερμανικό ράιχ στην Ε.Ε., η μετατροπή της Ελλάδας σε ζώνη οικονομικής καραντίνας για την προστασία της ευρωζώνης και των τραπεζών της, η βίαιη επιβολή των μνημονίων, η μαζική φτωχοποίηση του πληθυσμού, η προλεταριοποίηση μικροαστικών στρωμάτων που έπεσαν απότομα από τα σύννεφα της δανεικής ευημερίας τους, η εκτίναξη της ανεργίας, η επιβολή καθεστώτος πολιτικής επιτροπείας στη χώρα, η τοκογλυφική συμπεριφορά των δανειστών, η παντελής αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί την κρίση και η συνακόλουθη χρεοκοπία του, η κονιορτοποίηση και ανασύνθεση του κομματικού συστήματος, τα κρυφά και φανερά φλερτ μέρους της ελληνικής επιχειρηματικής ελίτ με τους νεοναζί, των οποίων η πολιτική εκτίναξη προφανώς δεν συντελέστηκε χωρίς χρηματοδότηση.

Το πώς όλα αυτά μετασχηματίστηκαν σε σκέψη, κουλτούρα και συμπεριφορά των ανοήτων που έγιναν εκτελεστές, πραιτοριανοί, ακόλουθοι, μέλη ή απλοί οπαδοί και ψηφοφόροι των νεοναζί είναι υπόθεση πολλών επιστημών, συμπεριλαμβανομένης της ψυχιατρικής. Ομως, το βέβαιο είναι ότι το φαινόμενο που ως μετά Χριστόν προφήτες όλοι σήμερα αποδοκιμάζουν έχει συνενόχους και χορηγούς: τις ευρωπαϊκές ηγεσίες που διαχειρίστηκαν με κυνισμό και βαρβαρότητα την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, την πολιτική γραφειοκρατία που θεσμοποίησε τη λιτότητα, την τραπεζοκρατία και τη χρεοκρατία, το χρηματοπιστωτικό σύστημα που ενθυλάκωσε τους ποταμούς χρήματος που τύπωναν οι κεντρικές τράπεζες, τους υπερπλούσιους που μετέτρεψαν σε ακόμα περισσότερο πλούτο τα κρατικά χρέη και την εξαθλίωση των ήδη φτωχών. Γι’ αυτούς δικαστήριο δεν έγινε, ούτε προβλέπεται.

Δεν ξέρω αν το αισθάνεστε, αλλά είμαστε ακριβώς στην επανεκκίνηση του φαινομένου, με τους ιστορικά μοναδικούς όρους που δημιουργεί η πανδημία του κορονοϊού. Τα κρατικά χρέη αυξάνονται ξανά – είναι μονόδρομος για τις κυβερνήσεις, έστω κι αν είναι βέβαιο ότι σε ένα-δυο χρόνια από μας θα ζητήσουν τον λογαριασμό. Η ύφεση που προκαλεί η πανδημία καταστρέφει μια ώρα αρχύτερα μεγάλο μέρος της «παλιάς οικονομίας», αλλά απογειώνει τη «νέα», ετοιμάζοντας έναν βαθύτατο, ευρύτατο και παγκόσμιο μετασχηματισμό του καπιταλισμού. Κι ενώ κατά εκατομμύρια εργαζόμενοι και φτωχά μεσαία στρώματα χάνουν εισόδημα, θέσεις εργασίας και τζίρους, οι δισεκατομμυριούχοι του πλανήτη (τα γράφει καθημερινά σ’ αυτή την εφημερίδα ο Μπάμπης Μ.) μπαζώνουν μερικά ακόμα τρισεκατομμύρια στα χαρτοφυλάκιά τους, καθιστώντας την πανδημία μηχανισμό αβυσσαλέας διεύρυνσης των ανισοτήτων. Η αγαπησιάρικη ρητορεία των ελίτ για «την πανδημία που θα μας βοηθήσει να χτίσουμε έναν πιο δίκαιο κόσμο» δίνει και παίρνει, αλλά δουλεύουν ακάματα ακριβώς για το αντίθετο. Οι ανισότητες, η επισφάλεια, η αποξένωση, η εισοδηματική υποβάθμιση, ο ανταγωνισμός της επιβίωσης σε έναν κόσμο που όχι απλά δεν τον ελέγχεις, αλλά δυσκολεύεσαι ακόμη και να τον κατανοήσεις, αποτελούν το υπόστρωμα των εκρήξεων του μέλλοντος. Καλοδεχούμενες, όταν υπάρχει δεξαμενή δημιουργικής εκτόνωσής τους στον δρόμο της ουτοπίας. Ολέθριες, όταν εγκλωβίζονται στην ολοκληρωτική δυστοπία, στον αυταρχισμό, στους «σωτήρες», στον φασισμό. Ο φασισμός δεν είναι απλά ξενιστής στο άσπιλο σώμα του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Είναι η βαρβαρότητα στην οποία προσφεύγει ένα πλέγμα οικονομικής κυριαρχίας όταν το μονοπώλιό του δεν μπορεί πια να προστατευτεί παρά μονάχα με την ανοιχτή βία. Κι είναι και ο εκβαρβαρισμός των ανθρώπων που αδυνατούν να καταλάβουν τι και ποιος φταίει για την εξαθλίωσή τους. Ο Μπρεχτ είχε απόλυτο δίκιο.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Να καταδικαστεί η Χρυσή Αυγή ως εγκληματική οργάνωση

Να καταδικαστούν οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί όλων των εγκλημάτων της

Την Τετάρτη 7/10 θα εκδοθεί η απόφαση για την πολύκροτη δίκη της Χρυσής Αυγής μετά από 5,5 χρόνια. Είναι κορυφαίας σημασίας ζήτημα η καταδίκη της οργάνωσης ως εγκληματικής και των φυσικών και ηθικών αυτουργών των εγκλημάτων της. Οι φασίστες δεν πρέπει να πέσουν στα μαλακά. Οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί των δολοφόνων του Φύσσα, του Λουκμάν, των επιθέσεων σε συνδικαλιστές, μετανάστες και αγωνιστές του LGBTQ+ κινήματος, δεν πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθεροι, χύνοντας το ρατσιστικό και μισαλλόδοξο δηλητήριό τους.

Το φαινόμενο του φασισμού και των ρατσιστικών ιδεών δεν εξαντλείται φυσικά στην Χρυσή Αυγή. Όμως αυτή ήταν η προμετωπίδα και η πολιτική έκφρασή του στη χώρα μας στα χρόνια της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Οι φασίστες ήταν τα καλύτερα μαντρόσκυλα των αφεντικών, από τους εφοπλιστές μέχρι μικροϊδιοκτήτες που εκμεταλλεύονται απλήρωτη εργασία μεταναστών/τριων. Δεν είναι «λαϊκό» ρεύμα ούτε «αντισυστημική» δύναμη όπως δήθεν διατείνονται. Στρέφονται ευθέως ενάντια στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, την Αριστερά, ακόμα και τις ριζοσπαστικές πολιτιστικές εκφράσεις που δεν τους αρέσουν όπως έδειξε η δολοφονία Φύσσα. Η καταδίκη τους στη λαϊκή συνείδηση είναι αναγκαία για να υπάρξει κοινωνική πρόοδος και τα χαστούκια που έφαγαν από το μαζικό, λαϊκό αντιφασιστικό κίνημα ήταν κομβικά για αυτό. Είναι όμως αναγκαία και η καταδίκη τους στο δικαστήριο, για να πάρουν ένα ακόμα αποφασιστικό χτύπημα που θα τους βάλει ξανά στο περιθώριο.

Ο φασισμός και η ακροδεξιά αποτελούν τέρας της αντιδραστικότητας του καπιταλισμού. Στη σύγχρονη εποχή, η πολιτική και οικονομική κρίση του συστήματος φέρνουν συνεχώς στην επιφάνεια ως εφεδρεία τέτοιες δυνάμεις  σε διεθνές επίπεδο. Σήμερα, που ο υποκινούμενος από την ακροδεξιά ανορθολογισμός ενάντια στην ύπαρξη της πανδημίας και  στη χρήση μάσκας, και οι εξελίξεις με το προσφυγικό και τα ελληνοτουρκικά αξιοποιούνται για μία πιθανή επανεμφάνιση τους, είναι χρέος να μην αφήσουμε περιθώριο και έδαφος για τη δράση τους.

Η φτώχεια και η ανεργία και η ακροδεξιά κυβερνητική και μιντιακή προπαγάνδα ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες τόσο από την ΝΔ όσο και από την προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με την παράλληλη καλλιέργεια μιλιταριστικών και εθνικιστικών αντανακλαστικών, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα που αξιοποιείται από τον φασισμό για την επανεμφάνισή του.

Απαιτείται η ριζοσπαστική δημοκρατική παρέμβαση του λαού σε όλα τα επίπεδα του κρατικού μηχανισμού για την εκρίζωση των φασιστικών και νεοναζιστικών στοιχείων από τα σώματα ασφαλείας, το στρατό και το δικαστικό σώμα. Η εκδίωξή τους από το μαζικό κίνημα, τα συνδικάτα και τις οργανώσεις των εργαζομένων και του λαού. Η αποκάλυψη και η τιμωρία των χορηγών τους από επιχειρηματίες και των υποστηρικτών τους από εκκλησιαστικούς κύκλους.

Να σταθούμε όλοι και όλες, λοιπόν, στο ύψος των περιστάσεων και το σύνθημα «δεν είναι αθώοι, είναι εγκληματική οργάνωση, οι ναζί στη φυλακή» να φτάσει παντού. Χρειάζεται η πάλη και ο αγώνας του λαού για το τσάκισμα του φασισμού σε οποιαδήποτε εκδοχή του.

Όλοι στις 7 Οκτώβρη στο Εφετείο – Προσυγκέντρωση στις 9.30 π.μ. στο ΜΕΤΡΟ Αμπελοκήπων

Συνεχίζουμε στον δρόμο του αγώνα για να στείλουμε τους φασίστες εκεί που ανήκουν, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας!

«Ζήτω το ΟΧΙ, υπερασπιστές του ΝΑΙ». Η ανιστόρητη αριστεία του μηνύματος Κεραμέως.

Το μήνυμα της Κεραμέως για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου αποτελεί μνημείο αμάθειας, αμορφωσιάς και αριστείας πληρωμένης με τα λεφτά και το όνομα του μπαμπά. Συνιστά επίσης κυνική δήλωση ότι την ιστορία την γράφουν κατά το δοκούν οι νικητές. Την παραχαράσσουν ξανά και ξανά, κατά τις τρέχουσες σκοπιμότητες της άρχουσας τάξης, δηλαδή της τάξης που υπηρετούν.

Η Κεραμέως, στο καθιερωμένο μήνυμα του εκάστοτε Υπουργού Παιδείας (δηλαδή σε επίσημο κείμενο και όχι σε προφορικό λόγο), ανακάλυψε ότι η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο «στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». Μετέτρεψε επίσης τον (μηδέποτε στη δήλωσή της αναφερθέντα) επιτιθέμενο ιταλικό φασισμό, από εισβολέα σε «κατακτητή».

Εάν ένας κοινός θνητός τριτοδεσμίτης του 1998 έκανε τα ίδια λάθη, δεν θα έβλεπε την Νομική Κομοτηνής ούτε με τα κιάλια. Όχι όμως η κυρία Κεραμέως. Όπως και οι όμοιοι της τάξης και των εισοδημάτων της, μπορούσε να προχωρήσει σε εξαιρετικές σπουδές στη Νομική της Σορβόννης και του Χάρβαρντ και να γίνει μία εκ των αρίστων, χωρίς να γνωρίζει -όπως απέδειξε- στοιχειωδώς ιστορία.

Άλλωστε, πόσοι και πόσοι απόφοιτοι λαμπρών Πανεπιστημίων και ακριβών Κολλεγίων, δεν είναι άριστοι κατά τους τίτλους σπουδών, αλλά στουρνάρια κατά τα υπόλοιπα; Πόσα και πόσα ονόματα της επιχειρηματικής και πολιτικής ελίτ, δεν εξασφαλίζουν βαρύ και κορυφαίο πτυχίο, αφήνοντας ενεούς πρώην συμμαθητές τους; Όλοι αυτοί, με περισσό θράσος, επισείουν το λαμπρό πτυχίο τους στο χέρι, αποστομώνοντας και προσβάλλοντας καθημερινά τους ιθαγενείς, τους σπουδαχθέντες στην ημεδαπή, τους πτωχούς αποφοίτους ελληνικών πανεπιστημίων, ή πολύ περισσότερο τους μη έχοντες πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Το μεγάλο πρόβλημα όμως στη δήλωση της Κεραμέως, δεν είναι η ασύγγνωστη -για Υπουργό Παιδείας- αμάθειά της, αλλά η κυνική της σκοπιμότητα. Και η αποτυχημένη προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα στον χοντροκομμένο πατριωτισμό και στον μεταμοντέρνο αναθεωρητισμό.

Από τη μια, η δήλωση της Υπουργού μοιάζει με διάγγελμα μεταπολεμικού γυμνασιάρχη επαρχιακής κωμόπολης που ξελαρυγγιάζεται για «το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην μακραίωνη ιστορία μας», «την έμφυτη τάση του λαού μας να αντιμετωπίζει θαρραλέα τις δυνάμεις, που τον απειλούν». Παρεμπιπτόντως, το κόμμα μετά το «τις δυνάμεις», δεν χρειάζεται. Αν η κυρία Κεραμέως ήταν απλώς μια καλή μαθήτρια στο Γυμνάσιο θα έπρεπε να γνωρίζει ότι δεν βάζουμε ποτέ κόμμα πριν τις αναφορικές προσδιοριστικές προτάσεις. Δυστυχώς, είναι μία αριστεύσασα του Χάρβαρντ, οπότε πέραν της νεοελληνικής ιστορίας, ταλαιπωρεί και την νεοελληνική γραμματική. Αν πάλι δεν θυσίαζε χάριν του καθυστερημένου εκλογικού της ακροατηρίου τον ορθό λόγο του δυτικού πολιτισμού (με τον οποίο δεν μπορεί να μην ήρθε σε επαφή κατά τις σπουδές της), δεν θα μιλούσε αστοιχείωτα και σκοταδιστικά για «έμφυτη τάση». Οι λαοί διαμορφώνουν τάσεις, στάσεις και συμπεριφορές λόγω ιστορικών συνθηκών. Όχι λόγω DNA.

Από την άλλη, η δήλωση της Υπουργού επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία αφαιρώντας από την εξίσωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τον φασισμό και τον ναζισμό. Αντικαθίστανται βολικά από το μίσος και τη βία. Λες και τα περίπου 80 εκατομμύρια νεκρών οφείλονται γενικώς σε ανθρώπους και κράτη που ξαφνικά μισήθηκαν και ακόμα ξαφνικότερα κατέφυγαν στη βία.

Ο Νέος Λόγος του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού αφαιρεί κάθε αναφορά στις ιδεολογίες, στις μαζικές κοινωνικές συγκρούσεις, στις τάξεις, στα έθνη και στα συλλογικά συμφέροντα, στις πολιτικές που γεννούν εγκλήματα και στις πολιτικές που γεννούν διεξόδους. Ο νέος άνθρωπος του 21ου αιώνα πρέπει να μάθει να χρεώνει τις μεγάλες συγκρούσεις του παρελθόντος σε ανθρώπινα πάθη και όχι σε ιστορικά διαμορφωμένες συνθήκες. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για τους ιεροκήρυκες της άρχουσας τάξης είναι αποτέλεσμα παράφρονων ανθρώπων, αποτέλεσμα του μίσους και της βίας, δεν είναι αποτέλεσμα ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών επιλογών.

Το πραγματικό πρόβλημα της Υπουργού δεν είναι να κατονομάσει το φασισμό. Σε διορθωτική της δήλωση μπορεί και να το κάνει. Ο στόχος της είναι να κατατάξει τον ναζισμό στην ίδια γενική συνομοταξία, στη συνομοταξία της βίας και του μίσους, με άλλες, εντελώς αντίθετες και πλήρως ανταγωνιστικές ιδεολογίες. Για αυτό και η κουτοπόνηρα γενικόλογη, αντι-ιστορική, αναθεωρητική της αναφορά. Για αυτό και η εξοργιστική σύνδεση με τον σύγχρονο «λαϊκισμό», τεμπέλα την οποία οι καλοπληρωμένοι άριστοι κολλάνε σε καθετί που ξεφεύγει από τα δηλωμένα συμφέροντα της τάξης τους. Η βία και το μίσος -γενικώς- φταίνε για την εκατόμβη νεκρών που προκάλεσε ο ναζισμός και ο φασισμός. Η βία και το μίσος -γενικώς- φταίνε σήμερα, όταν οι φτωχοί και οι ριγμένοι διεκδικούν δικαιώματα και ονειρεύονται ανατροπές. Πάντα θα υπάρχει μια Κεραμέως που τολμά να συνδέει τον ναζισμό και τον φασισμό, με τις σημερινές κοινωνικές συγκρούσεις. Και πάντα θα συμπληρώνεται από ένα πρωτοσέλιδο άρθρο της Αυγής που θα μας καλεί να πολεμήσουμε ενάντια σε “κάθε φασισμό”, αναπαράγοντας το χυδαίο αντικομμουνιστικό οχετό για πολλούς φασισμούς διαφόρων χρωμάτων.

Η διαχρονική καούρα κάθε νεοφιλελεύθερου φελλού είναι να εξισώσει την αποκρουστικότερη μορφή που πήρε ο καπιταλισμός στον εικοστό αιώνα, δηλαδή τον ναζισμό, με τον θανάσιμο αντίπαλό του, τον κομμουνισμό. Η 28η Οκτωβρίου, για την ανεπίγνωστη Υπουργό είναι μια τέτοια, θαυμάσια ευκαιρία. Αντί να υπογραμμιστεί η ιστορική αλήθεια της αντιπαράθεσης σε μια τερατώδη ιδεολογία που συγκροτήθηκε και στηρίχτηκε από τον καπιταλισμό ως αντίπαλο δέος του κομμουνισμού, πετιούνται όλα στο μπλέντερ της βίας και του μίσους. Χωρίς ιδεολογικό και κοινωνικό πρόσημο, χωρίς ανταγωνισμούς και αντιθέσεις, χωρίς πολιτικές και ιστορικές αιτίες.

Πόσο εύκολα κάμποσοι άλλοι αριστεύσαντες του Χάρβαρντ, πριν δύο μήνες, συνέταξαν το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου που ταυτίζει τον ναζισμό με τον σοσιαλισμό, και τη χιτλερική Γερμανία με τη Σοβιετική Ένωση; Αυτοί δεν έκαναν το ίδιο λάθος στις χρονολογίες με την εν Ελλάδι αριστεύσασα. Αντίθετα, πιο πονηρά, «χρέωσαν» την ναζιστική εισβολή στην Πολωνία το 1939, στο σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ – Ρίμπεντροπ. «Ξέχασαν» τεχνηέντως ότι ένα χρόνο νωρίτερα, το 1938, η συμφωνία του Μονάχου αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με τις φαρδιές πλατιές υπογραφές της Αγγλίας και της Γαλλίας στη ναζιστική προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας. Θα ήθελαν, οι εν λόγω άριστοι, μια Σοβιετική Ένωση που αντί να ετοιμάζεται και να οχυρώνεται απέναντι στην ναζιστική προέλαση, να βάζει οικειοθελώς τη θηλειά του δήμιου στο λαιμό της.

Η δήλωση της Κεραμέως έχει μία ακόμα πλευρά, που δεν έχει επισημανθεί. Παραλείπει μια κακή λέξη. Μια λέξη που και μόνο η εκφορά της επιφέρει σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς. Τη λέξη «ΟΧΙ». Τη λέξη που ξορκίζουν οι υπηρετούντες τον φτηνό ρεαλισμό, την προσαρμογή σε κάθε απαίτηση, την υποταγή στο δίκαιο των ισχυρών. Έγκλημα καθοσιώσεως για την Κεραμέως και την τάξη που υπηρετεί, το να λέει κανείς ΟΧΙ. Πολύ περισσότερο, όταν λες ΟΧΙ παρά και ενάντια στους συσχετισμούς. Όταν το ΟΧΙ μοιάζει παράλογο, αυθάδες, προκλητικό. Όταν αγνοεί την κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Όταν αμφισβητεί το πώς συνήθως γίνονται οι δουλειές και πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Όταν το ΟΧΙ διαταράσσει την αρμονία της κατεστημένης τάξης. Τότε το ΟΧΙ είναι λόγος να σαπίσουν λαοί και έθνη στην κόλαση.

Θα μπορούσε στα αλήθεια το μήνυμα της Κεραμέως για την 28η Οκτωβρίου να περιλαμβάνει αυτήν την απαράδεκτη λέξη;

Δεν μπορεί φυσικά καμιά Κεραμέως να καταφερθεί εναντίον του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου, αν και με την κεκτημένη λύσσα ενάντια στο ΟΧΙ του 2015, πολύ θα το ήθελε. Μπορεί όμως να το παραλείψει ή να το θάψει, με αφόρητες κοινοτοπίες για τον  «ατομικισμό και την αποξένωση που μαστίζουν την ανθρωπότητα», για την «αυταπάρνηση, τον αλτρουισμό και την αλληλεγγύη», για τη «διαδραστική σχέση με το παρελθόν». Η οποία «διαδραστική σχέση» μας επιτρέπει να βάζουμε το παρελθόν στην κλίνη του Προκρούστη και να κόβουμε ότι περισσεύει ή να τεντώνουμε ότι μας βολεύει.

Η σύγχρονη εποχή θέλει θετικές προτάσεις, θέλει συναινέσεις και συμβιβασμούς, θέλει πνεύμα κατάφασης και όχι άρνησης. Θέλει ΝΑΙ, δεν θέλει ΟΧΙ. Μας το είπαν σε όλους τους τόνους το 2015. Μας το υπογράμμισαν με τη μετέπειτα στάση τους ακόμα και αυτοί, που τότε, βρέθηκαν επικεφαλής του ΟΧΙ. Σύμπαντες οι κυβερνώντες μας δίδαξαν ότι οι λαοί οφείλουν να συμπαρατάσσονται και να υπακούουν, όχι να αντιπαρατίθενται και να αντιδρούν.

Οι άριστοι στην Ελλάδα το παλεύουν λυσσαλέα. Υπερασπίζουν το ΝΑΙ με όλους τους τρόπους. Κόβουν και ράβουν ακόμα και την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου για να παπαγαλίσουν ανοήτως τις σκοπιμότητές τους. Με την έπαρση που τους χαρακτηρίζει, νομίζουν ότι θα το πετύχουν. Η αμάθεια, η ρηχότητα και η επιπολαιότητά τους όμως, διαρκώς θα θυμίζει ότι οι υπηρετούντες την άρχουσα τάξη είναι πολύ λίγοι για να ξεριζώσουν τη συλλογική μνήμη των λαών.

Ζήτω το ΟΧΙ, και κάθε ΟΧΙ, κάθε λαού, που δεν βολεύεται με τα ΝΑΙ.

Η Εποχή των Ακρών – ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 -1991 | Η άνοδος του φασισμού στο μεσοπόλεμο

Η ιστοσελίδα μας αρχίζει να δημοσιεύει σε τέσσερις συνέχειες, αποσπάσματα για την άνοδο του φασισμού στον μεσοπόλεμο, από το βιβλίο του Έρικ Χόμπσμπαουμ «Η Εποχή των Ακρών – ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 -1991». Οι σκέψεις για εκείνη την εποχή, παρά τις μεγάλες ιστορικές διαφορές με τη σημερινή, είναι ιδιαίτερα επιβοηθητικές στην προσπάθεια κατανόησης του φαινομένου και επιστροφής του φασισμού, που ακραία έκφρασή του υφίσταται στην Ελλάδα.

1. Φασίστες, Επαναστάτες της Αντεπανάστασης

«Παραμένουν τα κινήματα τα οποία μπορούν αληθινά να αποκληθούν φασιστικά. Πρώτο ήταν το ιταλικό κίνημα που έδωσε στο φαινόμενο και το όνομά του, δημιούργημα ενός αποστάτη σοσιαλιστή δημοσιογράφου, του Μπενίτο Μουσολίνι, που το μικρό του όνομα Μπενίτο – φόρος τιμής στον Μεξικανό αντί-κληρικό πρόεδρο BenitoJuarez– συμβόλιζε τον παθιασμένο αντιπαπισμό της γενέτειράς του, της πόλης Romagna. Ο ίδιος ο Χίτλερ αναγνώρισε το χρέος του προς το ιταλικό κίνημα και έδειξε το σεβασμό του προς τον Μουσσολίνι ακόμα κι όταν ο ίδιος ο Μουσσολίνι και η φασιστική Ιταλία έδειξαν πόσο ανίσχυροι και ανίκανοι ήταν στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Σ’ αντάλλαγμα, ο Μουσσολίνι πήρε από τον Χίτλερ, μάλλον κάπως αργά, τον αντισημιτισμό που απουσίαζε ολότελα από το κίνημά του πριν το 1938 και στην πραγματικότητα από την ιστορία της Ιταλίας αφότου ενοποιήθηκε. Ωστόσο, από μόνος του ο ιταλικός φασισμός δεν είχε μεγάλη διεθνή απήχηση, μολονότι ο ίδιος προσπάθησε να εμπνεύσει και να χρηματοδοτήσει παρόμοια κινήματα αλλού και έδειξε ότι είχε κάποια επιρροή εκεί όπου κανείς δε θα περίμενε, όπως στον VladimirJabotinsky, τον ιδρυτή του Σιωνιστικού «Αναθεωρητισμού», που ανέδειξε ως πρωθυπουργό στο Ισραήλ τον MenachemBeginστη δεκαετία του ΄70.

Χωρίς το θρίαμβο του Χίτλερ στη Γερμανία στις αρχές του 1933, ο φασισμός δε θα μπορούσε να πάρει διαστάσεις γενικού κινήματος. Πράγματι, όλα τα φασιστικά κινήματα εκτός Ιταλίας που είχαν κάποια σημασία, ιδρύθηκαν μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ιδιαίτερα το ουγγρικό ArrowCross που κέρδισε το 25% των ψήφων στις πρώτες εκλογές που έγιναν με μυστική ψηφοφορία στην Ουγγαρία (1939) και το ρουμανικό IronGuard, που είχε ακόμα μεγαλύτερη υποστήριξη. Ενώ, ακόμα και κινήματα που ουσιαστικά χρηματοδοτήθηκαν μόνο από τον Μουσσολίνι, όπως το κροατικό των Ustashi τρομοκρατών του AntePavelitch, δεν κέρδισαν έδαφος και δε φασιστοποιήθηκαν ιδεολογικά παρά στη δεκαετία του ’30, όταν μέρος του κινήματος στράφηκε για έμπνευση και χρηματοδότηση προς τη Γερμανία. Και επιπλέον, χωρίς το θρίαμβο του Χίτλερ στη Γερμανία, η ιδέα του φασισμού ως καθολικό φαινόμενο – ένα είδος δεξιού αντίστοιχου του διεθνούς κομμουνισμού με κέντρο το Βερολίνο σαν τη Μόσχα του – δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί. Δεν αναπτύχθηκε βέβαια σοβαρό κίνημα αλλά μόνο, κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, κίνημα συνεργατών με τους Γερμανούς στην κατεχόμενη Ευρώπη στη βάση των ιδεολογικών κινήτρων. Αλλά ως προς αυτό, ιδιαίτερα δε στη Γαλλία, πολλοί από τους παραδοσιακούς ακραίους Δεξιούς, όσο ακραίοι αντιδραστικοί κι αν ήσαν, αρνήθηκαν να ακολουθήσουν : ήταν εθνικιστικές ή δεν ήταν τίποτε άλλο, ενώ μερικοί από αυτούς προσχώρησαν ακόμα και στην Αντίσταση. Επιπλέον, χωρίς τη διεθνή θέση της Γερμανίας σαν μιας προφανώς επιτυχημένης και ανερχόμενης παγκόσμιας δύναμης, ο φασισμός δε θα είχε κανένα σοβαρό αντίκτυπο εκτός Ευρώπης, ούτε, πράγματι, οι μη φασίστες αντιδραστικοί κυβερνήτες θα έμπαιναν στον κόπο να εμφανιστούν ότι συμπαθούσαν το φασισμό, όπως συνέβη όταν ο Salazar της Πορτογαλίας ισχυρίστηκε, το 1940, ότι με τον Χίτλερ «τον συνέδεε η ίδια ιδεολογία» (Delzell,1970, σ.348).

Δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε τα κοινά σημεία που είχαν μεταξύ τους τα διάφορα είδη φασισμού εκτός – μετά το 1933- από μια γενική αίσθηση γερμανικής ηγεμονίας. Η θεωρία δεν αποτέλεσε το ισχυρό σημείο των κινημάτων αυτών, που τόνιζαν τις ανεπάρκειες της λογικής και του ορθολογισμού και την ανωτερότητα του ενστίκτου και της βούλησης. Προσέλκυσαν κάθε είδους αντιδραστικών θεωρητικών σε χώρες με ενεργό συντηρητική πνευματική ζωή – προφανές παράδειγμα η Γερμανία -, αλλά αυτά αποτέλεσαν διακοσμητικά μάλλον παρά δομικά στοιχεία του φασισμού. Ο Μουσσολίνι δεν θα μπορούσε άνετα να κάνει χωρίς το φιλόσοφό του GiovanniGentile, ενώ ο Χίτλερ πιθανότατα ούτε γνώριζε ούτε τον ενδιέφερε να μάθει ότι είχε την υποστήριξη του φιλόσοφου HeideggerΟ φασισμός δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με μια ιδιαίτερη μορφή κρατικής οργάνωσης, όπως το συντεχνιακό κράτος – η Ναζιστική Γερμανία έχασε ταχύτατα το ενδιαφέρον της για τέτοιες ιδέες, πόσο μάλλον εφόσον οι ιδέες αυτές έρχονταν σε σύγκρουση με την ιδέα της ενιαίας, αδιαίρετης και ολικής Volksgemeinschaft ή Λαϊκής Κοινότητας. Ακόμα και ο ρατσισμός, που προφανώς ήταν κεντρικό στοιχείο του, απουσίασε αρχικά από τον ιταλικό φασισμό. Αντίθετα, όπως είδαμε, ο φασισμός είχε κοινά σημεία με άλλα μη φασιστικά στοιχεία της Δεξιάς, όπως τον εθνικισμό, τον αντικομουνισμό, τον αντιφιλελευθερισμό, κλπ. Αρκετά απ’ αυτά τα δεξιά στοιχεία, ιδιαίτερα μεταξύ των μη φασιστικών γαλλικών αντιδραστικών ομάδων, είχαν ως κοινό σημείο την προτίμηση για μια πολιτική βίας στους δρόμους.

Η κυριότερη διαφορά μεταξύ της φασιστικής και μη φασιστικής Δεξιάς ήταν ότι ο φασισμός υπήρχε με την κινητοποίηση των μαζών από τα κάτω. Ανήκε στην ουσία στην εποχή της δημοκρατικής και λαϊκής πολιτικής όπου οι παραδοσιακοί αντιδραστικοί περιφρονούσαν και οι υπέρμαχοι του «οργανικού κράτους» προσπάθησαν να υπερκεράσουν. Ο φασισμός εκλαμπρυνόταν στην κινητοποίηση των μαχών που τη διατηρούσε συμβολικά με θεατρικές λαικές μορφές – στις συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης, αλλά και στις μάζες του συγκεντρώνονταν στην PiazzaVenezia για να παρακολουθήσουν τις χειρονομίες του Μουσσολίνι απ’ το μπαλκόνι – ακόμα κι όταν ανήλθε στην εξουσία, όπως άλλωστε έκαναν και τα κομμουνιστικά κινήματα. Οι φασίστες ήταν οι επαναστάτες της αντεπανάστασης : στη ρητορεία τους, στην απήχησή τους σ’ εκείνους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως θύματα της κοινωνίας, στο κάλεσμά τους για ολοκληρωτική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, ακόμα και στη σκόπιμη προσαρμογή των συμβόλων και των ονομάτων κοινωνικών επαναστατών, που τόσο προφανής είναι στο «Εθνικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα» του Χίτλερ με την (αλλαγμένη) κόκκινη σημαία του και με την καθιέρωση της Κόκκινής Πρωτομαγιάς ως επίσημης αργίας το 1933.»

2. Φασίστες κι εμποράκοι

“Παρόμοια, αν και ο φασισμός εξειδικεύτηκε στη ρητορεία της επιστροφής στο παραδοσιακό παρελθόν και απέκτησε μεγάλη υποστήριξη από λαϊκές μάζες που στην ουσία θα προτιμούσαν να εξαλείψουν τον περασμένο αιώνα εάν μπορούσαν, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν ένα παραδοσιακό κίνημα, όπως π.χ. οι Καρλιστές της Ναβάρρα που σχημάτισαν ένα από τα κύρια σώματα στήριξης του Φράνκο στον Εμφύλιο πόλεμο, ή όπως οι εκστρατείες του Γκάντι για επιστροφή στους χειροκίνητους αργαλειούς και τα ιδανικά του χωριού. Ο φασισμός τόνιζε κυρίως τις παραδοσιακές αξίες, πράγμα που είναι ένα άλλο θέμα. Οι φασίστες κατήγγειλαν τη φιλελεύθερη χειραφέτηση – οι γυναίκες πρέπει να μένουν στο σπίτι και να κάνουν πολλά παιδιά – και δυσπιστούσαν απέναντι στη διαβρωτική επίδραση της σύγχρονης κουλτούρας, ιδιαίτερα δε της μοντέρνας τέχνης, που οι γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές χαρακτήρισαν ως «πολιτιστικό μπολσεβικισμό» και εκφυλισμό. Όμως, τα κεντρικά φασιστικά κινήματα – το ιταλικό και το γερμανικό – δεν είχαν απήχηση στους ιστορικούς φύλακες της συντηρητικής τάξης πραγμάτων, την Εκκλησία και το Βασιλέα, αλλά αντίθετα επεδίωξαν να τους αντικαταστήσουν με μια εντελώς μη παραδοσιακή ηγετική αρχή ενσαρκωμένη στους αυτοδημιούργητους άνδρες οι οποίοι νομιμοποιούνται από τη μαζική υποστήριξη που απολαμβάνουν και από εκκοσμικευμένες ιδεολογίες που ορισμένες φορές έπαιρναν τη μορφή θρησκευτικής λατρείας.

Το παρελθόν στο οποίο απευθύνονταν ήταν κατασκεύασμα, οι παραδόσεις που επικαλούντο εφεύρημα. Ακόμα και ο ρατσισμός του Χίτλερ δεν ήταν το περήφανο κτήμα μιας αδιάκοπης και ανόθευτης γραμμής συγγενικής καταγωγής (και οι Αμερικάνοι πληρώνουν σήμερα αδρά γενεαλόγους ελπίζοντας να ανακαλύψουν ότι κατάγονται από κάποιο ευγενή γαιοκτήμονα του Suffolk, αναζητώντας έτσι τις ρίζες τους), αλλά ένα μετα-δαρβινικό συνονθύλευμα στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Υπάρχει εδώ ο ισχυρισμός (και, αλίμονο, στη Γερμανία συχνά η αποδοχή του) ότι το συνονθύλευμα αυτό έχει τη στήριξη της νέας επιστήμης της γενετικής ή, για την ακρίβεια, του κλάδου της εφαρμοσμένης γενετικής της «ευγονικής» που ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια ανθρώπινη υπερφυλή με επιλεκτική αναπαραγωγή και αφανισμό των ακατάλληλων. Η φυλή που διαμέσου του Χίτλερ προοριζόταν να κυριαρχήσει στον κόσμο δεν είχε καν όνομα μέχρι το 1898, όταν κάποιος ανθρωπολόγος εφεύρε τον όρο «Νορδικός» (Nordic). Ο φασισμός, εχθρικός καθώς ήταν για λόγους αρχής απέναντι στην κληρονομιά του δέκατου όγδοου αιώνα, του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, δεν μπορούσε τυπικά να πιστεύει στη νεωτερικότητα και την πρόοδο, αλλά δεν είχε καμία δυσκολία να συνδυάσει μια παράφρονα σειρά πεποιθήσεων με την τεχνολογική νεωτερικότητα σε πρακτικά θέματα, εκτός από εκεί όπου ακρωτηρίασε ο ίδιος την επιστημονική έρευνα για ιδεολογικούς λόγους (βλ. κεφ.18). Ο φασισμός ήταν θριαμβευτικά αντιφιλελεύθερος, ενώ απέδειξε ότι οι άνθρωποι μπορούν, χωρίς καμιά δυσκολία, να συνδυάζουν παράφρονες πεποιθήσεις για τον κόσμο με μια συνειδητή γνώση και χρήση της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας. Στα τέλη του εικοστού αιώνα, οι φονταμενταλιστικές αιρέσεις που χρησιμοποιούν τα όπλα της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή για να συλλέγουν χρήματα, μας έχουν περισσότερο εξοικειώσει με το φαινόμενο αυτό.

Παρ’ όλα αυτά πρέπει να εξηγήσουμε το συνδυασμό συντηρητικών αξίων, των τεχνικών της μαζικής δημοκρατίας και την καινοφανή ιδεολογία ανορθολογικής αγριότητας με ουσιαστικό επίκεντρο τον εθνικισμό. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, τέτοια μη παραδοσιακά κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς είχαν εμφανιστεί ως αντίδραση απέναντι και στο φιλελευθερισμό( δηλαδή στον επιταχυνόμενο καπιταλιστικό μετασχηματισμό των κοινωνιών) και στην άνοδο των σοσιαλιστικών εργατικών κινημάτων και, γενικότερα, ενάντια στο κύμα των ξένων που σάρωνε τον κόσμο στη μεγαλύτερη μαζική μετανάστευση που σημειώθηκε στην ιστορία μέχρι σήμερα. Άνδρες και γυναίκες μετανάστευαν όχι μόνο διασχίζοντας ωκεανούς και διεθνή σύνορα, αλλά και από την ύπαιθρο στις πόλεις, από την μια περιοχή του ίδιου κράτους σε μια άλλη – συνοπτικά από το «σπίτι» τους στη γη ξένων, σαν ξένοι στο σπίτι άλλων για να δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος. Δεκαπέντε περίπου στους εκατό Πολωνούς εγκατέλειψαν τη χώρα τους για πάντα, ενώ μισό εκατομμύριο μετανάστευαν κάθε χρόνο ως εποχιακοί μετανάστες. Οι μετανάστες αυτοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία προσχωρούσαν στις γραμμές της εργατικής τάξης των χωρών υποδοχής τους. Προαγγέλλοντας τα φαινόμενα που παρουσιάστηκαν στα τέλη του εικοστού αιώνα, στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα εμφανίστηκε μια μαζική ξενοφοβία που κοινή της έκφραση υπήρξε ο ρατσισμός – η προστασία των καθαρόαιμων γηγενών από το μίασμα ή ακόμα από την καταβύθιση (το πνίξιμο) από τις εισβάλλουσες υπανθρώπινες ορδές. Η δύναμη αυτή της ξενοφοβίας μπορεί να μετρηθεί όχι μόνο από το φόβο της πολιτικής μετανάστευσης που οδήγησε το μεγάλο γερμανό φιλελεύθερο κοινωνιολόγο MaxWeber να δώσει, έστω προσωρινά, την υποστήριξή του στην οργάνωση PangermanLeague(Πανγερμανική Ένωση), αλλά και από την όλο και περισσότερο πυρετώδη εκστρατεία εναντίον της μαζικής μετανάστευσης στις ΗΠΑ, η οποία στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αλλά και μετά, οδήγησε τη χώρα που έχει το Άγαλμα της Ελευθερίας ως σύμβολο, να κλείσει τα σύνορά της σ’ εκείνους για τους οποίους είχε στηθεί το Άγαλμα ακριβώς για να τους καλωσορίσει.

Το τσιμέντο που ένωνε αυτά τα κινήματα ήταν η απογοήτευση και η πικρία που ένιωθαν οι μικροί άνθρωποι μέσα σε μια κοινωνία όπου συνθλίβονταν μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων απ’ τη μια μεριά και των ανερχόμενων μαζικών εργατικών κινημάτων απ’ την άλλη. Μια κοινωνία που τους αποστερούσε από την αξιοσέβαστη θέση που κατείχαν στην κοινωνική κλίμακα και που πίστευαν ότι τους ανήκε δικαιωματικά ή από την κοινωνική θέση μέσα σε μια δυναμική κοινωνία στην οποία αισθάνονταν ότι είχαν δικαίωμα να προσβλέπουν. Τα αισθήματα αυτά βρήκαν τη χαρακτηριστική τους έκφραση στον αντισημιτισμό, που άρχισε να αναπτύσσει συγκεκριμένα πολιτικά κινήματα βασισμένα στην εχθρότητα απέναντι στους Εβραίους κατά το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα σε αρκετές χώρες. Οι Εβραίοι ήταν σχεδόν πανταχού παρόντες και μπορούσαν εύκολα να συμβολίζουν όλα αυτά που ήταν μισητά μέσα σ’ έναν κόσμο άδικο. Εκτός απ’ αυτά ήταν και προσκολλημένοι στα ιδανικά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης που τους είχε χειραφετήσει και κατά συνέπεια αποτελούσαν πιο ορατό στόχο. Μπορούσαν να θεωρηθούν σύμβολα του μισητού καπιταλιστή/χρηματομεσίτη, του επαναστάτη προπαγανδιστή, της διαβρωτικής επιρροής των «χωρίς ρίζες διανοουμένων» και των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας, του ανταγωνισμού- πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά παρά «άδικος»; – που τους έδινε δυσανάλογο μερίδιο θέσεων σ’ ορισμένα επαγγέλματα τα οποία απαιτούσαν μόρφωση. Σύμβολα επίσης του ξένου και του παρείσακτου. Για να μην αναφερθούμε στην άποψη που επικρατούσε μεταξύ των παλαιομοδίτικων Χριστιανών ότι είχαν σκοτώσει τον Ιησού Χριστό”.

3. Φασίστες, εθνικιστές και μικροαστοί

“Η αντιπάθεια απέναντι στους Εβραίους διαπότιζε πράγματι το δυτικό κόσμο. Η θέση τους στην κοινωνία του δέκατου ένατου αιώνα ήταν αληθινά αμφιλεγόμενη. Όμως το γεγονός ότι απεργοί εργάτες ήταν ικανοί, ακόμα όντας μέλη μη ρατσιστικών εργατικών κινημάτων, να επιτίθενται εναντίον εβραίων καταστηματαρχών και να νομίζουν ότι οι εργοδότες τους ήταν όλοι τους Εβραίοι (πράγμα που ίσχυε βέβαια σε μεγάλο βαθμό για ευρύτατες ζώνες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης), δε θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αποτέλεσαν το πρωτόπλασμα των εθνικοσοσιαλιστών. Όπως, για να δώσω ένα άλλο παράδειγμα, ο δεδομένος αντισημιτισμός των φιλελεύθερων βρετανών διανοουμένων της εποχής του Εδουάρδου, σαν την Ομάδα του Bloomsbury, δεν τους έκανε να συμπαθούν τους πολιτικούς αντισημίτες της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Ο αντισημιτισμός των αγροτών στην Ανατολικοκεντρική Ευρώπη, όπου για πρακτικούς λόγους οι Εβραίοι αποτελούσαν το σημείο επαφής μεταξύ των χωρικών και της έξω οικονομίας από την οποία ήταν εξαρτημένοι, ασφαλώς ήταν πιο διαρκής και εκρηκτικός, ενδυναμώθηκε, δε, καθώς οι αγροτικές κοινωνίες των Σλάβων, Μαγιάρων και Ρουμάνων άρχισαν να εκτίθενται όλο και περισσότερο στις δονήσεις των ακατανόητων σ’ αυτούς σεισμών του σύγχρονου κόσμου. Αυτά τα καθυστερημένα στρώματα μπορούσαν ακόμα να πιστεύουν σε ιστορίες Εβραίων που θυσίαζαν παιδιά Χριστιανών.

Συνθήκες κοινωνικής έκρηξης οδηγούσαν σε πογκρόμ, τα οποία ενθάρρυναν αντιδραστικοί στην Τσαρική αυτοκρατορία, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Τσάρου Αλεξάνδρου II το 1881 από κοινωνικούς επαναστάτες. Εδώ ο δρόμος οδηγεί ευθέως από το γνήσιο αντισημιτισμό της βάσης στην εξολόθρευση του εβραϊκού στοιχείου κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ασφαλώς, ο αντισημιτισμός της βάσης επέτρεψε σε φασιστικά κινήματα της Ανατολικής Ευρώπης – ιδιαίτερα το ρουμανικό IronGuard και το ουγγρικό ArrowCross – να αποκτήσουν μαζική υποστήριξη. Οπωσδήποτε όμως, στα πρώην εδάφη των Αψβούργων και των Ρομανώφ η σχέση αυτή ήταν ακόμα πιο σαφής σε σχέση με το Τρίτο Ράιχ, όπου ο αγροτικός και επαρχιώτικος αντισημιτισμός στη βάση – μολονότι ισχυρός και βαθιά ριζωμένος – ήταν λιγότερο βίαιος : θα μπορούσαμε δε να πούμε και πιο ανεκτικός.

Οι Εβραίοι που διέφυγαν από την Βιέννη, την οποία οι Γερμανοί μόλις την είχαν θέσε υπό την κατοχής τους, για να πάνε στο Βερόλινο το 1938, εξεπλάγησαν διότι δε συνάντησαν αντισημιτική βία στους δρόμους. Εδώ η βία εγκαινιάστηκε με διάταγμα εκ τω άνω, όπως το Νοέμβριο του 1938(Kershaw, 1983). Βέβαια δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ της ευκαιριακής και σποραδικής αγριότητας των πογκρόμ κι εκείνου που επρόκειτο να συμβεί μετά από μια γενιά. Οι λιγοστοί νεκροί του 1881, τα σαράντα με πενήντα θύματα του πογκρόμ του Kishinev του 1903, δικαίως εξόργισαν όλο τον κόσμο, διότι εκείνη την εποχή, πριν την έλευση της βαρβαρότητας, τέτοιος αριθμός θυμάτων δεν ήταν ανεκτός για ένα κόσμο που περίμενε την πρόοδο του πολιτισμού. Ακόμα και τα πιο μεγάλα πογκρόμ που συνόδευσαν τις μαζικές εξεγέρσεις των αγροτών στη Ρωσική επανάσταση του 1905 είχαν, με τα κατοπινά κριτήρια, περιορισμένο αριθμό θυμάτων, κάπου οκτακόσιους νεκρούς. Μπορούμε να συγκρίνουμε τον αριθμό αυτό με τους 3.800 Εβραίους που φόνευσαν οι Λιθουανοί στη Βίλνα το 1941 μέσα σε τρεις ημέρες, καθώς οι Γερμανοί εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ καi πριν αρχίσει η συστηματική εξόντωση των Εβραίων.

Τα νέα κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς που απευθύνθηκαν σ’ αυτές τις παλαιές παραδόσεις μη ανεκτικότητας , αλλά και τις οποίες μετασχημάτισαν θεμελιακά, είχαν απήχηση κυρίως στα κατώτερα και μεσαία στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ενώ διαμορφώθηκαν ως ρητορεία και θεωρία από εθνικιστές διανοούμενους που εμφανίστηκαν σαν ρεύμα στη δεκαετία του 1890. ο ίδιος ο όρος «εθνικισμός» εμφανίστηκε στη δεκαετία αυτή για να περιγράψει επακριβώς τους νέους αυτούς εκπροσώπους της αντίδρασης. Η μαχητικότητα των μεσαίων και κατώτερων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων στράφηκε προς τη ριζοσπαστική Δεξιά, κυρίως στις χώρες όπου οι ιδεολογίες της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού δεν ήταν κυρίαρχες ή σε κοινωνικές τάξεις που δεν ταυτίζονταν με τις ιδεολογίες αυτές, δηλαδή κυρίως σε χώρες που δεν είχαν γνωρίσει την Γαλλική επανάσταση ή κάτι ανάλογο. Πράγματι, στον πυρήνα των χωρών του Δυτικού Φιλελευθερισμού – στη Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ – η γενική ηγεμονία της επαναστατικής παράδοσης εμπόδισε την ανάδυση οποιουδήποτε σημαντικού μαζικού φασιστικού κινήματος. Είναι λάθος να συγχέουμε το ρατσισμό των αμερικανών Λαϊκιστών ή το σωβινισμό των γάλλων Ρεπουμπλικάνων με τον πρώτο – φασισμό : πρόκειται για κινήματα της Αριστεράς.

Αυτό δε σημαίνει ότι από τη στιγμή που η ηγεμονία της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφοσύνης δεν ορθώνεται πλέον σαν εμπόδιο, παλαιά ένστικτα δε θα μπορούσαν να προσδεθούν σε νέα πολιτικά συνθήματα. Ελάχιστη αμφιβολία υπάρχει ότι οι ακτιβιστές της Σβάστικα στις Αυστριακές Άλπεις στρατολογήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το είδος εκείνο των επαγγελματιών της επαρχίας – χειρουργοί μικρών ζώων, επιθεωρητές και παρόμοιοι – που κάποτε αποτελούσαν τον κορμό των τοπικών φιλελευθέρων, μια μορφωμένη και χειραφετημένη μειοψηφία σ’ ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε ο αγροτικός κληρικαλισμός. Όπως ακριβώς, στα τέλη του εικοστού αιώνα, η αποσύνθεση των κλασικών προλεταριακών εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων άφησε το πεδίο ελεύθερο για τον ενστικτώδη σωβινισμό και ρατσισμό μεταξύ των χειρώνακτων εργατών. Μέχρι τότε, ασφαλώς και δεν ήταν απρόσβλητοι από τέτοια αισθήματα, αλλά δίσταζαν να τα εκφράσουν δημόσια διότι ήταν πιστοί σε κόμματα που διακρίνονταν για την παθιασμένη τους εχθρότητα απέναντι σε τέτοια μισαλλοδοξία. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, η δυτική ξενοφοβία και ο πολιτικός ρατσισμός εντοπίζεται κυρίως στα στρώματα των χειρώνακτων εργατών. Ωστόσο, στις δεκαετίες εκκόλαψης του φασισμού αυτά ανήκαν σ’ εκείνους που δε λέρωναν τα χέρια τους στη δουλειά.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανόδου του φασισμού, τα μεσαία και κατώτερα μεσαία κοινωνικά στρώματα παρέμειναν η σπονδυλική στήλη τέτοιων κινημάτων. Κανείς δεν το αμφισβητεί σοβαρά, ακόμα και εκείνοι οι ιστορικοί που επιδιώκουν να αναθεωρήσουν τη συναίνεση που υπάρχει πάνω σε αυτό το σημείο σε κάθε, «κυριολεκτικά», ανάλυση η οποία αναφέρεται στην υποστήριξη των Ναζιστών στην περίοδο 1930-1980 (Childers,1983, και 1991,σ.8, 14-15). Ας πάρουμε μία μόνο περίπτωση μεταξύ πολλών ερευνών που έγιναν για τα μέλη των κινημάτων αυτών και της υποστήριξης που είχαν στην Αυστρία του Μεσοπολέμου. Από τους εθνικοσοσιαλιστές που εκλέχτηκαν ως περιφερειακοί σύμβουλοι στη Βιέννη το 1932, 18% ήταν αυτοαπασχολούμενοι, 56% διοικητικά στελέχη, υπάλληλοι γραφείων και δημόσιοι υπάλληλοι και 14% εργάτες. Το ίδιο έτος, από τους Ναζί που εκλέχτηκαν σε πέντε αυστριακά περιφερειακά συμβούλια εκτός Βιέννης, 16% ήταν αυτοαπασχολούμενοι και αγροκτήμονες, 51% υπάλληλοι γραφείων κτλ και 10% εργάτες (Larsen, κ.α., 1980, σ.766-767)».

4. Φασίστες και εργατική φτωχολογιά

«Αυτό δε σημαίνει ότι τα φασιστικά κινήματα δεν μπορούσαν αν αποκτήσουν μαζική υποστήριξη μεταξύ των φτωχών ανθρώπων του μόχθου. Όποια και να ήταν η σύνθεση των στελεχών τους, η υποστήριξη της ρουμανική οργάνωσης IronGuard προερχόταν από τη φτωχή αγροτιά και το εκλογικό σώμα της ουγγρικής οργάνωσης ArrowCross αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό εργάτες (το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν παράνομο, ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, πάντα μικρό, πλήρωσε το τίμημα για την ανοχή που είχε δείξει στο καθεστώς Horthy). Μετά την ήττα της αυστριακής Σοσιαλδημοκρατίας το 1934, υπήρξε μια αξιοσημείωτη μετατόπιση προς το Ναζιστικό Κόμμα, ιδιαίτερα δε στις αυστριακές επαρχίες. Επιπλέον, από τη στιγμή που εγκαταστάθηκαν φασιστικές κυβερνήσεις με δημόσια νομιμοποίηση, όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία, πολύ περισσότεροι πρώην σοσιαλιστές και κομμουνιστές εργάτες απ’ όσους αρέσκεται να υπολογίζει η αριστερή παράδοση, προσχώρησαν στα νέα καθεστώτα. Παρ’ όλα αυτά, και εφόσον τα φασιστικά κινήματα δυσκολεύονταν να βρουν απήχηση στα αυθεντικά παραδοσιακά στοιχεία της αγροτικής κοινωνίας (εκτός κι αν ενισχύονταν από άλλες οργανώσεις, όπως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, πράγμα που έγινε στην Κροατία) και αποτελούσαν τους ορκισμένους εχθρούς ιδεολογιών και κομμάτων που ταυτίζονταν με τις οργανωμένες εργατικές τάξεις, ο πυρήνας της πελατείας τους φυσιολογικά εντοπίζεται στα μεσαία κοινωνικά στρώματα.

Πιο ανοιχτό παραμένει το ερώτημα του βαθμού επέκτασης της αρχικής απήχησης του φασισμού στη μεσαία τάξη. Βέβαια, ισχυρή ήταν η απήχησή του στους νέους των μεσαίων τάξεων, ιδιαίτερα στους φοιτητές πανεπιστημίων της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι οποίοι στο Μεσοπόλεμο έγινα διαβόητοι για την ακροδεξιά τους τοποθέτηση. Επίσης, 13% των μελών του Ιταλικού Φασιστικού Κινήματος το 1921 (δηλαδή πριν την Πορεία προς τη Ρώμη) ήταν φοιτητές. Στη Γερμανία, το 5% με 10% των φοιτητών ήταν κομματικά μέλη ήδη από το 1930, όταν η μεγάλη πλειοψηφία των μελλοντικών Ναζί δεν είχε ακόμα αρχίσει να δείχνει ενδιαφέρον για τον Χίτλερ(Kater, 1985, σ. 467.Noelle– Neumann, 1967, σ.196). Όπως θα δούμε, ισχυρή αντιπροσώπευση είχε το στοιχείο των πρώην αξιωματικών που προέρχονταν από τη μεσαία τάξη: ήταν εκείνοι για τους οποίους ο Μεγάλος Πόλεμος, μ’ όλες του τις φρικαλεότητες, σήμαινε το κορυφαίο προσωπικό τους επίτευγμα, θέση από την οποία κοίταζαν με μεγάλη απογοήτευση την πεζότητα της μελλοντικής τους πολιτικής ζωής. Υπήρχαν, φυσικά, τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ιδιαίτερα δεκτικά στην πρόσκληση για δράση. Από μια ευρύτερη άποψη, όσο ισχυρότερη ήταν η απήχηση της ριζοσπαστικής Δεξιάς τόσο μεγαλύτερη ήταν η απειλή για τα μόνιμα, πραγματικά ή συμβατικά αναμενόμενα επαγγέλματα που ασκούσαν οι μεσαίες τάξεις, καθώς το πλαίσιο που υποτίθεται ότι κρατούσε την κοινωνική τους θέση άθικτη, λύγισε και έσπασε. Στη Γερμανία, το διπλό πλήγμα του Μεγάλου Πληθωρισμού που εκμηδένισε κυριολεκτικά την αξία του χρήματος και η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε, ριζοσπαστικοποίησαν ακόμα και στρώματα της μεσαίας τάξης, όπως μεσαίους και ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους που η θέση τους φαινόταν διασφαλισμένη. Κι αυτά τα στρώματα θα ήταν πρόθυμα, κάτω από λιγότερο τραυματικές περιστάσεις, σαν παλαιάς νοοτροπίας, συντηρητικοί πατριώτες, που νοσταλγούσαν τον Κάιζερ Williamνα συνεχίσουν να πράττουν το καθήκον τους προς τη Δημοκρατία που είχε πρόεδρο το Στρατάρχη Hindenburg, εάν δεν κατέρρεε φανερά μπροστά στα πόδια τους. Στο Μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι Γερμανοί που δεν είχαν καμία σχέση με την πολιτική, νοσταλγούσαν την αυτοκρατορία του William. Στη δεκαετία του ’60, όταν οι περισσότεροι Γερμανοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα καλύτερα χρόνια στη γερμανική ιστορία ήταν τώρα(πράγμα απόλυτα κατανοητό), το 42% ηλικίας άνω των 60 ετών εξακολουθούσε να πιστεύει ότι τα χρόνια πριν το 1914 ήταν καλύτερα από τα τωρινά, έναντι 32% που είχε μεταστραφεί από το Wirtschaftswunder (Noelle – Neumann, 1967, σ. 1967). Στην περίοδο 1930-1932, οι ψηφοφόροι του αστικού Κέντρου και της Δεξιάς αποστάτησαν μαζικά στο Ναζιστικό Κόμμα. Κι όμως, δεν ήσαν αυτοί οι οικοδόμοι του φασισμού.

Φυσικά, τέτοιες συντηρητικές μεσαίες τάξεις ήταν δυνάμει υποστηρικτές ή ακόμη και προσήλυτοι του φασισμού, λόγου του τρόπου με τον οποίο χαράχτηκαν οι γραμμές της απολιτικής αντιπαράθεσης στο Μεσοπόλεμο. Η απειλή για τη φιλελεύθερη κοινωνία και όλες τις αξίες της φάνηκε να προέρχεται αποκλειστικά από τη Δεξιά, ενώ η απειλή για το κοινωνικό καθεστώς από την Αριστερά. Όσοι άνηκαν στη μεσαία τάξη έκαναν τις πολιτικές τους επιλογές ανάλογα με το φόβο τους. Οι παραδοσιακοί συντηρητικοί συνήθως συμπαθούσαν τους δημαγωγούς του φασισμού και ήσαν διατεθειμένοι να συμμαχήσουν μαζί τους εναντίον του μεγαλύτερου εχθρού. Ο ιταλικός φασισμός έγινε μάλλον ευνοϊκά δεκτός από τον Τύπο στη δεκαετία του ’20, ακόμα δε και στη δεκαετία του ’30, εκτός από το φιλελευθερισμό και άλλων πολιτικών δυνάμεων αριστερότερα του πολιτικού φάσματος. Ο JohnBuchan, διαπρεπής βρετανός συντηρητικός και συγγραφέας ιστοριών τρόμου, έγραφε: «Εάν δεν υπήρχε το τολμηρό πείραμα του φασισμού, η δεκαετία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε καρποφόρος από άποψη εποικοδομητικής διακυβέρνησης». (Βλέπουμε ότι το γούστο του για συγγραφή ιστοριών τρόμου, δυστυχώς ουδέποτε συμβάδισε με αριστερές πεποιθήσεις) (Graves– Hodge,1941, σ.248).

Ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία σε συνασπισμό με την παραδοσιακή Δεξιά, την οποία μετέπειτα απορρόφησε. Ο Στρατηγός Φράνκο περιέλαβε την ισπανική Φάλαγγα (Falange), που τότε δεν ήταν σημαντική, στο εθνικό του μέτωπο, διότι εκπροσωπούσε την ενότητα ολόκληρης της Δεξιάς ενάντια στα φαντάσματα του 1789 και 1917, μεταξύ των οποίων δεν μπορούσε να κάνει καμία λεπτή διάκριση. Ήταν αρκετά τυχερός να μη συμμετάσχει στο πλευρό του Χίτλερ στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έστειλε, ωστόσο, σώμα εθελοντών – τη «Γαλάζια Μεραρχία» – για να πολεμήσει τους άθεους κομμουνιστές στη Ρωσία στο πλευρό των Γερμανών. Ο Στρατάρχης Πεταίν σίγουρα δε συμπαθούσε ούτε το φασισμό ούτε το ναζισμό. Ένας από τους λόγους που ήταν τόσο δύσκολο μετά τον πόλεμο να διακρίνει κανείς μεταξύ ένθερμων γάλλων φασιστών και φιλογερμανών συνεργατών από τη μια πλευρά και το κύριο σώμα υποστήριξης προς το καθεστώς του Βισύ του Στρατάρχη Πεταίν από την άλλη, ήταν ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε σαφής διαχωριστική γραμμή. Αυτοί των οποίων οι πατεράδες είχαν μισήσει τον Ντρέυφους, τους Εβραίους και τη σκύλα – Δημοκρατία – ορισμένοι δε αξιωματούχοι του Βισύ ήταν σε ηλικία να το έχουν κάνει οι ίδιοι -, αναίσθητα μεταβλήθηκαν σε ζηλωτές της χιτλερικής Ευρώπης.

Συνοπτικά, η «φυσική» συμμαχία της Δεξιάς στο Μεσοπόλεμο περνούσε από τους παραδοσιακούς συντηρητικούς μέσω των αντιδραστικών παλαιού στυλ, φθάνοντας μέχρι τις εξώτερες παρυφές της φασιστικής παθολογίας. Οι παραδοσιακές δυνάμεις του συντηρητισμού και της αντεπανάστασης ήταν ισχυρές αλλά συχνά αδρανείς. Ο φασισμός τους έδωσε και δυναμισμό και, πράγμα ίσως πιο σημαντικό, το παράδειγμα της νίκης επί των δυνάμεων της αταξίας (αυτό άλλωστε δεν ήταν το παροιμιώδες επιχείρημα υπέρ της φασιστικής Ιταλίας, ότι δηλαδή «ο Μουσσολίνι έκανε τα τραίνα να κινούνται στην ώρα τους»;). Ακριβώς όπως ο δυναμισμός των κομμουνιστών ασκούσε έλξη πάνω στους απροσανατόλιστους και ανερμάτιστους της Αριστεράς μετά το 1933, έτσι και οι επιτυχίες του φασισμού, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Γερμανίας από τους εθνικοσοσιαλιστές, τον έκαναν να μοιάζει σαν το κύμα του μέλλοντος. Το ίδιο το γεγονός ότι εκείνη την εποχή ο φασισμός εισέβαλε θεαματικά, αν και για σύντομο χρονικό διάστημα, στην πολιτική σκηνή της συντηρητικής Μεγάλης Βρετανίας, δείχνει τη δύναμη αυτής της «επίδρασης από την επίδειξη». Το γεγονός ότι πήρε με το μέρος του μία από τις πιο εξέχουσες πολιτικές φυσιογνωμίες της χώρας και κέρδισε την υποστήριξη ενός από τους μεγιστάνες του Τύπου, είναι πιο σημαντικό από το γεγονός ότι το κίνημα του SirOswaldMosley σύντομα το εγκατέλειψαν πολιτικοί που έχαιραν σεβασμού και από το γεγονός ότι η εφημερίδα DailyMail του Λόρδου Rothermere σύντομα απέσυρε την υποστήριξή της προς τη Βρετανική Ένωση Φασιστών. Διότι η Βρετανία θεωρείτο απ’ όλους, και ορθώς, ως πρότυπο πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας.»

Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο των εκδόσεων Θεμέλιο «Η Εποχή των Άκρων» σε μετάφραση Βασίλη Καπετανγιάννη.

Αναδημοσίευση από το Σχέδιο Β.