Άρθρα

Έχουν αποτύχει. Το ομολογούν. Να το πληρώσουν.

Η κυβέρνηση τα έχει σκατώσει σε όλα τα επίπεδα. Διαχείριση πανδημίας, εμβολιαστικό εγχείρημα, ενίσχυση του ΕΣΥ. Η Ελλάδα ξεκίνησε λόγω συγκυριών και τύχης, από την καλύτερη δυνατή θέση, και εδώ και μήνες βρίσκεται στη χειρότερη. Από τον Μάρτιο του 2021, όπου τα εμβόλια γίνονται διαθέσιμα σε ευρύτερες ηλικιακές και κοινωνικές κατηγορίες, μέχρι και σήμερα, η Ελλάδα είναι σταθερά πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο σε ανθρώπινες απώλειες.

Μέσα στον Νοέμβριο σημειώθηκαν 2.219 θάνατοι από Covid. Είναι σαν να ξεκληρίζεται μια μικρή πόλη κάθε μήνα. Η κοινωνία μοιάζει να έχει συνηθίσει, η κυβέρνηση αδιαφορεί και το πολιτικό σύστημα, στο σύνολό του, μοιάζει να το ανέχεται. 

Αυτό είναι μια τεράστια πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική ήττα.

Αυτοί που προκάλεσαν με τη στάση τους αυτές τις εκατόμβες νεκρών έχουν ονοματεπώνυμο: Είναι ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του.

Όμως αυτή η πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική ήττα του να αποδεχόμαστε το θανατικό και να μη λογοδοτούν οι υπεύθυνοι, μας αφορά όλους. 

Ο ενήλικος πληθυσμός θα έπρεπε να είχε εμβολιαστεί καθολικά.

Αυτό επιβάλλει η υγειονομική πραγματικότητα, τα επιστημονικά δεδομένα, η παγκόσμια εμπειρία. Αυτό έγινε ή γίνεται σε διάφορες χώρες του πλανήτη, από την Κούβα μέχρι την Πορτογαλία και από τη Δανία μέχρι την Κίνα. Αυτή είναι η μοναδικά προοδευτική και ανθρωπιστική στάση που μπορεί να υπάρξει στο ζήτημα του εμβολίου.

Συγκεκριμένες κοινωνικές και κυρίως ηλικιακές κατηγορίες θα έπρεπε να είχαν εμβολιαστεί. Τουλάχιστον οι άνω των 60 θα έπρεπε να είναι ήδη καθολικά εμβολιασμένοι. 

Ο εμβολιασμός, ειδικά στην Ελλάδα, είναι δύο φορές απαραίτητος, γιατί έχουμε μια κυβέρνηση που σαμποτάρει το ΕΣΥ και τη δημόσια υγεία. Επειδή η επί δεκαετίες νεοφιλελεύθερη πολιτική έχει διαλύσει την Πρωτοβάθμια Φροντίδα και το πλέγμα υγειονομικής προστασίας στην κοινότητα. Εξαιτίας του ότι οι υπουργικές αποφάσεις μετέτρεψαν τα νοσοκομεία σε μονάδες μίας νόσου, εκτινάσσοντας τη λοιπή νοσηρότητα και την υπερβάλλουσα θνητότητα.

Η απόφαση για επιβολή προστίμου 100 ευρώ στους ανεμβολίαστους άνω των 60 χρονών αποτελεί ανοικτή παραδοχή ήττας της εμβολιαστικής πολιτικής -εάν ποτέ υπήρξε τέτοια- και ταυτόχρονα χρεοκοπίας της κυβερνητικής στρατηγικής διαχείρισης της πανδημίας. 

Το πρόβλημα δεν είναι κυρίως το 100άρικο στο χαμηλοσυνταξιούχο, ούτε ο αυταρχισμός, ούτε η καταπάτηση της ατομικής ελευθερίας. Αυτά είναι εξοργιστικά, αλλά παραμένουν δευτερεύοντα. Όταν στο ζύγι μπαίνει η ατομική αυτοδιάθεση απέναντι στην κοινωνική ευθύνη, όταν αναμετριέται μια μεταμοντέρνα αντίληψη ελευθερίας με το δικαίωμα στη ζωή και στην υγεία, δεν υπάρχει δίλημμα επιλογής. 

Υπό άλλες συνθήκες, για να επιτευχθεί ο στόχος του καθολικού εμβολιασμού, αντικειμενικά θα υπήρχε μια μορφή υποχρεωτικότητας. Στην περίπτωσή μας όμως, όχι απλώς δεν εξαντλήθηκε η επιλογή να πετύχει η εμβολιαστική κάλυψη, αλλά με κάθε κυβερνητική απόφαση, το εμβολιαστικό εγχείρημα υπονομευόταν. 

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ακολουθώντας τις χειρότερες ιδεολογικές και πολιτικές προτεραιότητες του σύγχρονου καπιταλισμού, θεώρησε ότι η πανδημία μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά με την ατομική ευθύνη, την ατομική συμπεριφορά και την ατομική στάση του καθενός.

Στην πράξη αποδείχθηκε ότι η ατομικότητα και η επίκληση στην ατομική ευθύνη δεν αρκεί. Χρειάζεται οργανωμένη και συλλογική βούληση, κοινωνική συνείδηση, κρατική πρόνοια και πολιτική απόφαση που θα κάνει πράξη την προστασία της δημόσιας υγείας. Αυτά όμως δεν μπορούν να γίνουν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. 

Η κυβέρνηση αυτή έχει χιλιάδες θανάτους στο λαιμό της εξαιτίας του δόγματος της ατομικής ευθύνης. Προκάλεσε εκατόμβες νεκρών εξαιτίας του μίσους που τρέφει για το δημόσιο σύστημα υγείας. Τίναξε την εμβολιαστική εκστρατεία στον αέρα βλέποντάς την ως ευκαιρία πολιτικών παιχνιδιών. 

Λιγότερο από ένα μήνα πριν, ο Μητσοτάκης, έλεγε επί λέξει: “Η υποχρεωτικότητα έχει εξαντλήσει αυτή τη στιγμή τα όριά της. Οι περισσότερες υποχρεωτικότητες προκαλούν μεγαλύτερες αντιδράσεις”. 

Σήμερα, εξαγγέλει στροφή 180 μοιρών, όχι γιατί έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά γιατί δεν έκανε αυτό που έπρεπε. 

Ο μεγαλύτερος αντι-εμβολιαστής αποδείχθηκε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Όταν εξήγγειλε την επιχείρηση Ελευθερία μασκαρεύοντας τον εμβολιασμό σε προσωπική πολιτική του επιτυχία. Όταν ταύτιζε, παρά τις επιστημονικές επιφυλάξεις, την πλήρη ελευθερία από τον ιό με το εμβόλιο, προσφέροντας έναν ψευδή ισχυρισμό στο πιάτο του αντιεμβολιαστικού ρεύματος. Όταν δήλωνε δύο φορές μέσα σε ένα χρόνο ότι η Ελλάδα νίκησε την πανδημία. Όταν παραιτήθηκε από κάθε πολιτική υγειονομικής άμυνας και κάθε μέτρο ενίσχυσης του ΕΣΥ γιατί “θα μας σώσουν τα εμβόλια – δεν χρειαζόμαστε γιατρούς”. Όταν έβαζε την Επιτροπή Ειδικών να δηλώνει τα πιο αλλοπρόσαλλα πράγματα, μετατρεπόμενη σε Αυλή του Ηγεμόνα, με αποτέλεσμα να διαρραγεί κάθε εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς τον επιστημονικό κόσμο. Όταν εξάντλησε την κοινωνική συνοχή και καρτερικότητα με τα συνεχόμενα και αναποτελεσματικά λοκντάουν, τις κενού υγειονομικού περιεχομένου απαγορεύσεις κυκλοφορίας, τα ταξιδάκια του και τις εκδρομές του την ώρα που ο κοινός θνητός δεν μπορούσε να πάει στο βουνό ή στην εξοχή. Όταν ο ίδιος και οι υπουργοί του χάιδευαν την Εκκλησία, βεβαίωναν ότι οι αστυνομικοί δεν μεταδίδουν, δήλωναν ότι δεν είναι ευθύνη του κράτους ο εμβολιασμός ή αποποιούνταν την κυβερνητική ευθύνη λέγοντας “μη σώσουν και εμβολιαστούν”. Όταν επί μήνες αντί να οικοδομήσει εμβολιαστική κουλτούρα πρόληψης και προστασίας, έπαιζε με την αντίθεση εμβολιαστών – αντιεμβολιαστών μετατρέποντας το εμβόλιο σε πεδίο αντιπαράθεσης και όχι κοινωνικής αποδοχής. Όταν ακόμα και σήμερα δηλώνει κυνικά ότι “δεν έχει ενδείξεις για την αυξημένη θνητότητα σε διασωληνώσεις εκτός ΜΕΘ”.

Σε κάθε περίπτωση ο κ. Μητσοτάκης οφείλει να εξηγήσει γιατί χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Σουηδία, η Δανία κατάφεραν να εμβολιάσουν καθολικά τις ηλικιακά κρίσιμες κατηγορίες, σε αντίθεση με την Ελλάδα. Και θα πρέπει να σταματήσει την υποκρισία για τις υπαρκτές αντιεμβολιαστικές πονηριές της αντιπολίτευσης. Για το ότι η ίδια η κυβέρνηση έστησε το αντιεμβολιαστικό ρεύμα για να κάνει το σύνηθες παιχνίδι της εναντίον του “λαϊκισμού” δεν φταίει ο Πολλάκης. 

Σήμερα, ο κ. Μητσοτάκης παριστάνει ότι εξάντλησε κάθε περιθώριο, ενώ στην πραγματικότητα το κυβερνητικό επιτελείο καθοδηγείται από την ανάγκη να φανεί ότι σκύβει πάνω από το πρόβλημα, ότι παίρνει μέτρα, ακόμα και δύσκολα, ότι δεν είναι εντελώς αναίσθητο και ανίκανο, ότι φταίει (μονίμως) η κοινωνία. Τι απομένει λοιπόν για να μην χρεοκοπήσει η χριστουγεννιάτικη αγορά, να μην χρειαστεί να ξανακλείσει η εστίαση, να μην δώσει ξανά επιδόματα;

Η επιβολή προστίμου σε όσους δεν έχουν κάνει το εμβόλιο.

Η κυβέρνηση από την αρχή της πανδημίας επέλεξε να μην ενισχύσει το ΕΣΥ και να καθοδηγηθεί από την εμμονική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και του τσακίσματος των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών. Από εκεί προκύπτει και μεγάλο μέρος της υπερβάλλουσας θνητότητας, από εκεί προκύπτει και η αυξημένη θνητότητα στις ΜΕΘ, από εκεί προκύπτουν και τα χειρότερα ποσοστά θανάτων ανά πληθυσμό συγκριτικά με χώρες που έχουν ίδια ποσοστά εμβολιασμού. Το σύστημα υγείας σαμποταρίστηκε από αυτούς που το διηύθυναν με μοναδικό στόχο να θησαυρίσει σήμερα και κυρίως αύριο το ιδιωτικό κεφάλαιο υγείας. Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός είναι ηθικά και πολιτικά υπεύθυνοι για χιλιάδες θανάτους.