Άρθρα

Η κατάντια του υποτακτικού (και κάποια διδάγματα για εμάς)

Ο Ζελένσκι διατάσσει επίθεση στο ρωσικό Μπέλγκοροντ, σκοτώνοντας 24 αμάχους. Η Ρωσία δηλώνει ότι δε θα μείνει ατιμώρητος ο βομβαρδισμός και σκοτωμός των αμάχων και προβαίνει σε αντίποινα στο ουκρανικό Χάρκοβο. Ο Ζελένσκι βγαίνει κι ανακοινώνει το θάνατο 4 αμάχων, κάνοντας λόγο για «ρωσική φρίκη».

Όλα αυτά θα μας έκαναν να γελάσουμε, αν δεν ήταν πραγματικά. Θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για σκηνή πολιτικού σουρεαλισμού, αν παραγνωρίζαμε προς στιγμήν το χαμό ζωών αμάχων.

Για να καταλάβουμε γιατί ένας ηγέτης χώρας μπορεί να επιλέξει να αυτοεξευτελιστεί κατά τέτοιο τρόπο και να βλάψει το λαό του τόσο ελαφρά τη καρδία, θα χρειαστεί να κάνουμε μερικά βήματα πίσω.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν πηγαίνει καθόλου καλά. Για τους Ουκρανούς και τους «Δυτικούς συμμάχους» τους, για την ακρίβεια. Η τελευταία επιχείρηση στην οποία είχαν εναποτεθεί ελπίδες για αναστροφή της εικόνας ήττας στο πεδίο, η περίφημη και πολυδιατυμπανιζόμενη εαρινή αντεπίθεση, δεν απέφερε τους επαγγελλόμενους καρπούς. Η ουκρανική μεριά δεν έχει να επιδείξει παρά αυξημένες απώλειες στρατιωτών της, εξάντληση στρατιωτικού υλικού (παρά τους πακτωλούς που έχουν στείλει οι σύμμαχοι) και γενική καθίζηση του μετώπου καθώς οι δυνάμεις της αδυνατούν να κάνουν σημαντικές προόδους έναντι της ρωσικής άμυνας, κι ακόμα κι όταν αυτές επιτυγχάνονται συνοδεύονται από τέτοιο κόστος που να αναιρούν το όποιο κέρδος. Οι στόχοι της επικράτησης επί των ρωσικών δυνάμεων και της επανάκτησης όλων των κατειλημμένων απ’ αυτές περιοχών, απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα στο πεδίο.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία όμως πάει πολύ καλά για τους Ρώσους. Κόντρα σε εκτιμήσεις που τους θέλαν να υποχωρούν μπροστά σ’ ένα πάνοπλο ουκρανικό στρατό εξοπλισμένο με την τελευταία λέξη της δυτικής στρατιωτικής τεχνολογίας κι εκπαιδευμένο απ’ τους εμπειρότερους δυτικούς πράκτορες, οι Ρώσοι αντέχουν και παγιώνουν την πρόοδό τους. Κόντρα στο στόχο να προκληθεί εσωτερική πολιτική κρίση που θα ανατρέψει εκ των έσω τον Πούτιν και θα βυθίσει τη χώρα στο απόλυτο χάος, ανάλογο αυτού που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης τρεις δεκαετίες νωρίτερα, επιτρέποντας ένα αντίστοιχο πλιάτσικο και διαμελισμό της χώρας, η θέση του Πούτιν παραμένει κατοχυρωμένη αν όχι και ενισχυμένη και οι φιλοδυτικοί αντίπαλοί του πιο ανίσχυροι από ποτέ.

Αντιμέτωποι μ’ αυτή την πραγματικότητα, οι «Δυτικοί σύμμαχοι», σπόνσορες του αιμοτοκυλίσματος του ουκρανικού λαού, αρχίζουν να αναρωτιούνται αν τελικά ήταν τόσο καλό στοίχημα η επένδυση στη νίκη της Ουκρανίας και η υποκίνησή της ώστε να τα βάλει με τη Ρωσία. Οι εκτιμήσεις τους «πήγαν κουβά». Τελικά ο ουκρανικός κρίκος δεν ήταν τόσο αδύναμος, η Ρωσία δεν ήταν τόσο απομονωμένη, η οικονομία της δεν ήταν τόσο απόλυτα εξαρτημένη από τις δυτικές κι οι υπόλοιπες αναδυόμενες δυνάμεις δεν ήταν τόσο αδιάφορες απέναντι στο ενδεχόμενο ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός να σημειώσει άλλη μια νίκη κατατροπώνοντας ολοσχερώς έναν αντίπαλό του.

Κι όσο η διάσταση ανάμεσα στους δυτικούς πόθους και την πραγματικότητα που αμείλικτα τους διέψευδε μεγενθυνόταν, τόσο οι «απροϋπόθετοι σύμμαχοι» που θα «στήριζαν τον αγώνα της Ουκρανίας μέχρι τέλους» μετατρέπονταν σε φειδωλούς λογιστάκους που άρχιζαν να γκρινιάζουν με τη σχέση κόστους/οφέλους της επένδυσής τους.

Και κάπως έτσι η ιστορία έρχεται να πάρει την εκδίκησή της απ’ τον ενεό Ζελένσκι, αντιστρέφοντας τις ραδιουργίες του εναντίον του. Είναι ο Ζελένσκι που βρέθηκε με μια κατεστραμμένη οικονομία, απόλυτα εξαρτώμενη από μια εξωτερική χρηματοδότηση, τόσο εμφατικά απαραίτητη όσο και διόλου δεδομένη και υποκείμενη στα εύκολα μεταβαλλόμενα συμφέροντα των επιμέρους ατλαντικών δυνάμεων. Είναι ο Ζελένσκι που, ακολουθώντας υπερφίαλη στρατηγική που εξυπηρετούσε καλύτερα όχι τόσο τα δικά του συμφέροντα όσο αυτά των πατρόνων του, αποξενώθηκε από τους πολιτικούς του συμβούλους και τη στρατιωτική ηγεσία. Είναι ο Ζελένσκι, που ακολούθησε μια φασιστική και γενοκτονική πολιτική έναντι του ρωσικού πληθυσμού της χώρας του, που αυτή τη στιγμή ηγείται μιας χώρας διαμελισμένης. Είναι ο Ζελένσκι που έχει σχεδόν εξαντλήσει τα πληθυσμιακά αποθέματα της χώρας του στέλνοντας τον ουκρανικό λαό να πολεμήσει απροετοίμαστος και για ένα πόλεμο που διεξάγεται για συμφέροντα αλλότρια. Είναι ο Ζελένσκι που γυρνάει από χώρα σε χώρα, παρακαλώντας για νέα δαπανηρά εξοπλιστικά προγράμματα.

Επιστέγασμα αυτής της σταδιακής συλλογικής δυτικής απόσυρσης από την Ουκρανία αποτέλεσαν τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου στη Γάζα και γύρω απ’ αυτήν και η πρωτοφανής έξαρση της γενοκτονικής επίθεσης του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων. Έτσι, ο Ζελένσκι αναγκάστηκε να μάθει με το σκληρό τρόπο ότι φίλη των ΗΠΑ η Ουκρανία, φίλτατο όμως το Ισραήλ.

Όταν έχεις συνδέσει άρρηκτα την επιβίωσή σου με τη στήριξη από μία παραπαίουσα παγκόσμια υπερδύναμη, τόσο το χειρότερο για την πρώτη. Ειδικά όταν πρόκειται για μια υπερδύναμη που επανειλημμένα έχει αποδείξει ότι δεν θα διστάσει να ρίξει οποιονδήποτε «φίλο» της στην πυρά, προκειμένου να καρποφορήσουν οι σχεδιασμοί της.

Ο Ζελένσκι, όμως, αντί να παραδειγματιστεί απ’ την ιστορία, επέλεξε να γίνει ο χρήσιμος ηλίθιος στα πλαίσια ενός σχεδιασμού που τον περιελάμβανε αλλά τον υπερέβαινε. Να περιφέρεται από κοινοβούλιο σε κοινοβούλιο ζητώντας στήριξη, αρχικά κατεπευφημούμενος ως άντρο της αντίστασης έναντι του εξ ανατολάς δεσποτισμού κι έπειτα ως τραγικός επαίτης. Να στέλνει το λαό του στο σφαγείο προς επίτευξη μη επιτεύξιμων στόχων μπας και πείσει τους δυτικούς σφιχτοχέρηδες να ανοίξουν κι άλλο τα πολεμικά σεντούκια.

Αυτή τη μοίρα επιφυλάσσει η ιστορία στους υποτακτικούς των δυτικών, τους πρόθυμους να υπηρετήσουν με ζήλο τα υπερατλαντικά συμφέροντα θυσιάζοντας την ευημερία και το μέλλον του λαού τους, τους γονυκλινείς καιροσκόπους που νομίζουν ότι απ’ το μεγάλο αμερικανικό φαγοπότι θα καταφέρουν να γλείψουν κάνα κόκαλο. Επανειλημμένα έχει αποδειχθεί ότι το αποκλειστικό δυτικό κλαμπ δε δέχεται νέα μέλη, παρά μόνο τσιράκια που θα αδειάσει με την πρώτη ευκαιρία.

Όσοι αφουγκράζονται αυτό το μήνυμα (πχ Τουρκία) μοχλεύουν τη θέση τους αποσπώντας (γεωπολιτικά κ.ά.) οφέλη. Από την άλλη, όσοι δεν διδάσκονται όσες φορές κι οσοδήποτε παραστατικά τους παραδοθεί το ίδιο μάθημα, όπως η Ελλάδα (Κυπριακό, Ίμια, μνημόνια κλπ), θα μετράνε κάθε φορά απώλειες ανεξαρτησίας, κυριαρχίας, ευημερίας.

Ο ρόλος του αιώνια δεδομένου προς τα πιο αρπακτικά συμφέροντα είναι αξεδιάλυτος απ’ αυτόν του τραγικού καρπαζοεισπράκτορα. Κι όταν εξαντληθεί η χρησιμότητά του και πεταχτεί στην άκρη, βίαια αφυπνίζεται στην αφόρητη μοναξιά του απονενοημένου του διαβήματος.

Κάτι που ο διψασμένος για προσοχή Ζελένσκι, μαθημένος στην επιδαψίλευση και το φτηνό θαυμασμό των δυτικών μέσων, είναι αποφασισμένος να μην αποδεχθεί. Όσους Ουκρανούς κι αν χρειαστεί να σκοτώσει στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να ξεδιψάσει.

Πηγή: Στο Νησί

Αμερικανοτσολιαδισμός και ιστορικός αναθεωρητισμός

ΟΕυάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός σε συγκυβέρνηση, «χτύπησε» ξανά, με ένα, κατά τα συνήθη γραπτά του, εντελώς αδιάφορο γενικώς άρθρο. Όπως όλα τα «φαινόμενα» της άνυδρης ιδεολογικώς περιόδου του εκσυγχρονισμού, διάλεξε τον τίτλο «ψύχραιμη εθνική στρατηγική» και πέτυχε να μη μιλήσει ούτε για ψύχραιμη, ούτε για εθνική, ούτε για στρατηγική. Αυτό δεν είναι βεβαίως περίεργο για δημόσια πρόσωπα της συνομοταξίας του: η στρατηγική τους ερχόταν πάντα από «έξω» και από «πάνω», επομένως πώς να αναπτύξουν ικανότητες διαμόρφωσης εθνικής στρατηγικής; Ως εκ τούτου το άρθρο αυτό τελειώνει με μια έκκληση για «συμπεριληπτική εθνική στρατηγική, που μπορεί να συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική και πολιτική συναίνεση», χωρίς φυσικά κανένα ίχνος περί του τι θα προέβλεπε μια τέτοια στρατηγική.

Κανένα; Όχι ακριβώς. Υπάρχει ένα, μόνο που δεν είναι εθνικό. Στην πραγματικότητα δε, αποτελεί και τον λόγο που γράφτηκε αυτό το άρθρο, δηλαδή την ανάγκη του κ. Βενιζέλου να δηλώσει παρών, ξανά και εμφατικώς, στον αμερικανοτσολιαδισμό που κυριαρχεί στην εποχή μας και στην πατρίδα μας: «Η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ χωρίς αμφιταλαντεύσεις και εξαιρετισμούς». Είναι κατανοητό; Ναι, σε όλα. Πώς ήταν εκείνα τα «ναι σε όλα» στον κ. Σόιμπλε; Τώρα «ναι σε όλα» στον κ. Τσούνη.

Μάλιστα, θα πει κανείς, αλλά η Τουρκία που αμφιταλαντεύεται φαίνεται να κερδίζει σε ισχύ και επιπλέον μας απειλεί. Να μην αγχωνόμαστε μας λέει ο κ. Βενιζέλος και προπαντός ψυχραιμία. Οι ΗΠΑ θα μας σώσουν. Ή όπως έλεγε και ο Ιωαννίδης όταν οι Τούρκοι επιβιβάζονταν στα αποβατικά το ’74: «Άσκηση είναι, μην τους προκαλείτε».

Επιπλέον, επειδή ο κ. Βενιζέλος θέλει να μας πει ότι έτσι ήταν πάντα και επομένως, και αν στραβώσει κάτι με τις συμβουλές του (όπως και συνήθως συμβαίνει), ο ίδιος καμία ευθύνη δεν φέρει, σε μια αποθέωση, δυστυχώς όχι ασυνήθιστη, ανιστόρητου ιστορικού αναθεωρητισμού και γραικυλισμού μας λέει ότι «η Ελλάδα γεννήθηκε ως ανεξάρτητο κράτος πριν από 200 χρόνια, με τη θεωρία ότι μπορεί να συμβάλει, μαζί με την παρακμάζουσα τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην ανακοπή της καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο».

Προσέξτε, δεν μας λέει ότι αυτή ήταν η επιδίωξη των Αγγλογάλλων, εξ ου και αναγκάστηκαν να συρθούν προς μια μετριοπαθή υποστήριξή της, μετά και τις θετικές προς την επανάσταση ρωσικές κινήσεις. Δεν μας λέει ότι ήταν ο πόθος και ο αγώνας των Ελλήνων για απελευθέρωση που εδραίωσαν την επανάσταση, ώστε να μην μπορούν να την παραγνωρίσουν οι ξένοι. Μας λέει ο κ. Βενιζέλος ότι ουσιαστικώς μας έκαναν κράτος οι απέξω και επομένως πρέπει να μείνουμε ταγμένοι στον αντιρωσισμό.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ένας εκλεκτός της αμερικανοκρατίας και της ολιγαρχίας. Πάντα ήταν. Ακόμα και εμείς που αγαπούμε τον Ανδρέα Παπανδρέου και δεν το κρύβουμε, καταλογίζουμε στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ ότι μέσα στις διάφορες αντιφάσεις του, διέπραξε το μέγιστο λάθος να μην πετάξει εκτός ΠΑΣΟΚ και πολιτικής ζωής, τους δεξιούς, όταν μπορούσε και έπρεπε. Τους πληρώσαμε και θα τους πληρώνουμε για πολύ καιρό ακόμα.

Ο κ. Βενιζέλος όμως είναι και κάτι άλλο: είναι ένας από τους βασικούς θεωρητικούς της υποτέλειας (με το αζημίωτο βεβαίως, δηλαδή την ικανοποίηση ή την προσδοκία ικανοποίησης της αρχομανίας του). Ο λόγος του είναι τοξικός, γιατί επικαλείται την επιστημονική αυθεντία, την ψυχραιμία (την οποία παροιμιωδώς δεν επέδειξε ποτέ ως προτέρημα) και την ιστορική θεμελίωση (ενώ είναι καταφανώς ανιστόρητος). Δεν είναι ο μόνος φυσικά. Οι επενδύσεις των γνωστών ξένων πρεσβειών έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους, ώστε να παράγονται γραφίδες ατελείωτες που επαναλαμβάνουν τα παραπάνω. Αυτό άλλωστε είναι και το άγχος του κ. Βενιζέλου. Υπάρχουν τόσοι πολλοί, διαθέσιμοι σε όλο το πολιτικό φάσμα, ώστε σταδιακώς έχει γίνει ένας στο σωρό, εξ ου και το παραπάνω άρθρο. Τι να κάνουμε; Έχει και η υποτέλεια σε υπερπροσφορά τις αντενδείξεις της.

Πηγή: Κοσμοδρόμιο

Τίνος είναι βρε γυναίκα τα νησιά;

Σε συνέντευξη ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ Νεντ Πράις αν και ρωτήθηκε 3 φορές για το ζήτημα της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών που αμφισβητεί η Τουρκία, απάντηση δεν έδωσε. Αυτά για τα περί καθαρής θέσης των «συμμάχων» μας στο ΝΑΤΟ που ναι μεν διαλύουν χώρες, οργανώνουν πραξικοπήματα και προκαλούν πολέμους από πριν γεννηθώ, αλλά τουλάχιστον θα μας σώσουν από τις αναθεωρητικές ορέξεις της Τουρκίας.

Ολόκληρος ο διάλογος:

Δημοσιογράφος: Η Ελλάδα, πρόσφατα ανέπτυξε δεκάδες τεθωρακισμένα οχήματα και άρματα στα νησιά με αποστρατιωτικοποιημένο status, κοντά στην ηπειρωτική Τουρκία. Σας ανησυχεί ή όχι ότι οι εντάσεις που προκαλούνται από την Ελλάδα κλιμακώνονται;

Νεντ Πράις: Η βασική μας έγνοια είναι ότι την ώρα που η Ρωσία έχει και πάλι εισβάλει σε ένα ανεξάρτητο κράτος και η διατλαντική και παγκόσμια κοινότητα στέκεται στο πλευρό του λαού της Ουκρανίας, δεν είναι η ώρα για δηλώσεις ή πράξεις που θα δημιουργήσουν εντάσεις μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ. Συνεχίζουμε να ενθαρρύνουμε τους ΝΑΤΟικούς συμμάχους μας να συνεργαστούν και να διατηρήσουν την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή και να επιλύσουν τις όποιες διαφορές, μπορεί να έχουν, διπλωματικά.

Δημοσιογράφος: Πάνω σε αυτό, μπορείτε να μας πείτε εάν αυτά τα νησιά είναι — εάν ανήκουν στην Ελλάδα ή στην Τουρκία;

Νεντ Πράις: Το ξαναλέω: Ενθαρρύνουμε τους ΝΑΤΟικούς μας συμμάχους να επιλύσουν οποιεσδήποτε διαφορές που μπορεί να έχουν διπλωματικά.

Δημοσιογράφος: Ποια είναι η θέση των ΗΠΑ σε αυτό το θέμα;

Νέντ Πράις: Θεωρούμε ότι πρέπει να μείνουμε επικεντρωμένοι σε αυτό που αποτελεί συλλογική απειλή για όλους μας και αυτή είναι η επίθεση της Ρωσίας.

Μήπως το «ανήκουμε στη Δύση», δίνοντας γη και ύδωρ στα διεθνή αρπακτικά, δεν είναι και τόσο ασφαλής ιδέα τελικά;

** Στα ελληνικά ΜΜΕ δεν είδαμε τον παραπάνω διάλογο παρά μόνο μια διορθωτική απάντηση που έστειλε κατόπιν εορτής το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ που αναφέρει πως η κυριαρχία στα νησιά δεν αμφισβητείται. Πανηγυρισμοί από τους έλληνες δημοσιογράφους και την πολιτική ελίτ για μια διόρθωση… Η ουσία όμως βρίσκεται στην παραπάνω συζήτηση.

Μπορούν σήμερα να τιμούν τη γενοκτονία των Ποντίων όσοι κλείνουν τα μάτια στην εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων;

Εδώ και δύο εβδομάδες στην Ελλάδα στήθηκε ένας πρωτοφανής μηχανισμός υποστήριξης των βίαιων, τυφλών και φονικών επιθέσεων του Ισραήλ ενάντια στους Παλαιστίνιους. Ποτέ άλλοτε ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και στο διεθνές δίκαιο, δεν τσαλακώθηκε τόσο πολύ στη δημόσια συζήτηση στη χώρα μας, όσο σήμερα. Σύμφωνα με τους κυβερνητικούς παράγοντες, την ένοχη αξιωματική αντιπολίτευση (μην ξεχνάμε τον …«Μπίμπι»), και το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ, τα «εθνικά συμφέροντα της χώρας» υπαγορεύουν να είμαστε αναφανδόν με το Ισραήλ.

Κατά ειρωνεία της τύχης, σήμερα είναι η ημέρα μνήμης για τη γενοκτονία των Ποντίων. Η γενοκτονία οδήγησε στη φυσική εξόντωση, στον αφανισμό, στον εκτοπισμό, στο ξερίζωμα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες. Η Τουρκία κατά τη δεκαετία 1913 – 1923 επιχείρησε να συγκροτήσει ένα καθαρό κράτος, προχωρώντας στην εθνοκάθαρση χριστιανικών πληθυσμών. Τι διαφορετικό όμως κάνει το Ισραήλ σήμερα;

Σύμφωνα με την εξωτερική πολιτική της αστικής τάξης της χώρας, «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Αφού λοιπόν το Ισραήλ ανταγωνίζεται με την Τουρκία και η Χαμάς (φέρεται ότι) στηρίζεται από τον Ερντογάν, η Ελλάδα οφείλει να είναι χωρίς όρους και αστερίσκους με το Ισραήλ.

Έννοιες όπως το διεθνές δίκαιο, η ιστορική αλήθεια, τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, η παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το δικαίωμα αντίστασης ενάντια σε καθεστώτα διωγμών, διακρίσεων, απαρτχάιντ, έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια. Διανοητές επιπέδου Β Δημοτικού που παριστάνουν τους διεθνολόγους και τους γεωπολιτικούς αναλυτές, αντισημίτες που ανακάλυψαν εσχάτως τη γοητεία του σιωνισμού (Γεωργιάδης, Καμμένος κλπ), αλλά και το σύνολο του πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί το ευρωατλαντικό πλαίσιο της χώρας, ανεμίζουν τη σημαία ενός χυδαίου πραγματισμού: Κλείνουν τα μάτια μπροστά σε μια κατάφωρη αδικία σε βάρος ενός λαού. Αγνοούν το γεγονός ότι το κράτος του Ισραήλ αποδεδειγμένα προχωρά σε πολιτικές εθνοκάθαρσης, διωγμών, διακρίσεων. Θυματοποιούν τον θύτη και ενοχοποιούν τα θύματα.

Σύμφωνα με όλους αυτούς, δεν υπάρχει ούτε Διεθνές Δίκαιο, ούτε ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε ισοτιμία μεταξύ ανθρώπων και λαών. Το Ισραήλ δικαιούται να υπάρξει – και αν για να υπάρξει πρέπει να εξαφανίσει έναν άλλον λαό που επί αιώνες ζει στην περιοχή που συγκροτήθηκε πριν 75 χρόνια το κράτος του Ισραήλ – δεν πειράζει.

Αυτός ο λαός, ο Παλαιστινιακός, ας εξαφανιστεί, ας εξολοθρευθεί, ας μεταναστεύσει, ας δολοφονηθεί, ας εκτοπισθεί.

Την ελληνική άρχουσα τάξη, δεν την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο.

Αλλά αν το Ισραήλ δικαιούται να κάνει εθνοκάθαρση για να συγκροτήσει ένα καθαρό κράτος γιατί το δικαίωμα αυτό δεν το είχαν οι Νεότουρκοι και σήμερα ζητάμε να αναγνωριστεί η γενοκτονία των Αρμενίων και των Ποντίων;

Τι διαφορετικό ισχυρίζεται το επίσημο τουρκικό κράτος όταν λέει ότι οι διωγμοί των Αρμενίων και των Ποντίων ήταν η άμυνα του νεοσυγκροτημένου τουρκικού κράτους μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα πλαίσια του αναφαίρετου δικαιώματός του να αμυνθεί έναντι των τότε εισβολέων;

Και πόση αξιοπιστία μπορεί να έχει μια πολιτική που ανεβαίνει στα κεραμίδια για την εθνοκάθαρση που διέπραξε η Τουρκία πριν έναν αιώνα, αλλά τάσσεται ανεπιφύλακτα με το Ισραήλ στην εθνοκάθαρση που διαπράττει σήμερα εναντίον των Παλαιστινίων;

Όσοι θεωρούν ότι αυτά είναι ψιλά γράμματα διότι η διεθνής διπλωματία συγκροτείται στη βάση της μάχης των συμφερόντων και όχι της υπεράσπισης αρχών, καλά θα κάνουν να το ξανασκεφτούν. Η Ελλάδα δεν είναι ούτε ΗΠΑ, ούτε Ισραήλ, ούτε Τουρκία. Δεν στηρίζει την υπεράσπιση των εθνικών της θέσεων στο δίκαιο του ισχυρού, αλλά στο διεθνές δίκαιο. Αν στην περίπτωση της Παλαιστίνης, η Ελλάδα διατρανώνει το δικαίωμα του Ισραήλ να γράψει το διεθνές δίκαιο στα παλιά του τα παπούτσια, γιατί αύριο πρέπει η Τουρκία να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο στην Κύπρο, στο Αιγαίο ή στη Θράκη;

Με ποια αξιοπιστία η Ελλάδα θα διεκδικήσει εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου στη δική της περίπτωση, ενώ θα έχει γελοιοποιήσει την καθολικότητά του, προς χάριν του Ισραήλ; Η πολιτική των δύο μέτρων και δύο σταθμών εγγράφει τετελεσμένα. Και αυτά τα τετελεσμένα, αύριο θα διαμορφώσουν νέα τετελεσμένα.

Όταν η Τουρκία, υπό τις ευλογίες ή έστω την ανοχή των ΗΠΑ και της ΕΕ, διεκδικήσει λεόντειο μερτικό από ο,τιδήποτε δεν είναι δικό της, ας μην τολμήσει κανείς Χατζηαβάτης του σιωνισμού να επικαλεστεί δακρύβρεχτα το διεθνές δίκαιο ή το δίκαιο της θάλασσας. Γιατί η απάντηση που θα λάβει – και θα έχει ισχύ γιατί θα ενισχύεται επιπλέον από τον νόμο του ισχυρού – θα είναι ότι το Διεθνές Δίκαιο δεν είναι αλά καρτ. Δεν γίνεται να μην εφαρμόζεται στην Παλαιστίνη, αλλά να εφαρμόζεται στην Κύπρο.

Όσο για τις περισπούδαστες αναλύσεις για τον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Ελλάδα που τάχα θα γίνει το αφεντικό στην περιοχή μετά την πτώση σε δυσμένεια του Ερντογάν, έχουν πάει στον κουβά, από την εποχή που οι Κούρδοι έμαθαν ότι η Τουρκία είναι “too big to fail” και “too valuable to be lost” από τα ευρωατλαντικά συμφέροντα.

Προς το παρόν, το ελληνικό αστικό προσωπικό, αφού έδεσε χειροπόδαρα τη χώρα στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ, μπορεί να βλέπει τον «Μπίμπι» Νετανιάχου να ευχαριστεί όλες τις πρόθυμες χώρες που στήριξαν τις αιματοβαμμένες επιθέσεις του στη Γάζα, αλλά να «ξεχνά» την Ελλάδα. Ποιος στα αλήθεια έχει ανάγκη να ευχαριστήσει μια χώρα που είναι παντού και πάντα δεδομένη;

Η προκλητική στήριξη της Ελλάδας στις πολιτικές διωγμών, διακρίσεων, απαρτχάιντ και εθνοκάθαρσης που εφαρμόζει το Ισραήλ, τάχα γίνεται για να κερδίσουμε τη στήριξη του Ισραήλ στην αντιπαράθεσή μας με την Τουρκία.

Στην πραγματικότητα, έχουμε μια τριπλή αυτοκτονία:

Πρώτον, το Ισραήλ (και πολύ περισσότερο οι ΗΠΑ) δεν πρόκειται να κουνήσουν ούτε το δαχτυλάκι τους για τα αμιγώς ελληνικά συμφέροντα, καθώς θα βάλουν στη ζυγαριά το βάρος και τον εξευμενισμό της Τουρκίας.

Δεύτερον, η εξωτερική πολιτική της χώρας που μονίμως επικαλείται το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας στις ελληνοτουρκικές διαφορές και το Κυπριακό θα έχει βγάλει τα μάτια της με τα ίδια της τα χέρια.

Τρίτον, σε αντίθεση με παλιότερους πολιτικούς της αστικής τάξης που είχαν δύο δράμια μυαλό και αναζητούσαν μια Ελλάδα «γέφυρα» ανάμεσα σε αντιθέσεις, ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες της περιοχής, και άρα αναπόσπαστο τμήμα διεθνών συνομιλιών και λύσεων, το σύγχρονο πολιτικό προσωπικό, που διαμορφώθηκε στην εποχή των μνημονίων, αναζητά μια Ελλάδα αιωνίως δεδομένη και άρα πανταχόθεν αγνοημένη. Μπορεί όμως να κάνει εύπεπτες δηλώσεις κάθε 19 Μάη για τη γενοκτονία των Ποντίων. Προσφέρονται για εσωτερική κατανάλωση του εκλογικού ακροατηρίου.

Έγιναν λιοντάρια οι λαγοί των ΗΠΑ;

Ρίγη εθνικής συγκίνησης σκόρπισε ανά την Ελλάδα η υπερήφανη στάση του Υπουργού Εξωτερικών Δένδια έναντι του Τσαβούσογλου στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι τουλάχιστον μας πληροφόρησαν τα ελληνικά ΜΜΕ. Ορισμένοι (και η αντιπολίτευση) υπαινίχθηκαν ότι η συγκεκριμένη στάση Δένδια είναι αποτέλεσμα εσωκομματικής σύγκρουσης στη ΝΔ, ανάμεσα στην πάντα υποχωρητική γραμμή Σημίτη και στην λιγότερο υποχωρητική γραμμή Καραμανλή.

Το να έκανε ωστόσο ο Ν Δένδιας εσωκομματικό παιχνίδι είναι η καλή εκδοχή. Όσο και αν η αντιμετώπιση σημαντικών θεμάτων εξωτερικής πολιτικής υπό το πρίσμα μικροπολιτικών επιδιώξεων είναι επικίνδυνη, η άλλη εκδοχή είναι ακόμα πιο επικίνδυνη.

Γιατί η άλλη εκδοχή είναι να εκτελεί για ακόμα μια φορά η Ελλάδα ρόλο λαγού των ΗΠΑ.

Η αλλαγή διακυβέρνησης στις ΗΠΑ έχει οδηγήσει σε όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας. Απόδειξη η Ουκρανία. Στην περιοχή μας αυτό μεταφράζεται σε στρίμωγμα του Ερντογάν και απόπειρα να σπάσουν οι δίαυλοι Ρωσίας – Τουρκίας οι οποίοι παρά τις επιμέρους εντάσεις, διατηρούνται.

Η διακυβέρνηση Μπάιντεν απέναντι στον Ερντογάν είναι καταρχήν επιθετική και απειλητική: «Προσδεθείτε μόνιμα στον δυτικό άξονα και τα αμερικανικά συμφέροντα και σταματήστε να παίζετε σε διπλό ταμπλό». Αυτό σημαίνει ότι προς το παρόν οι ΗΠΑ θέλουν να στείλουν «αυστηρό μήνυμα». Ποιος καλύτερος γραμματοκομιστής από τη «δεδομένη» (κατά τη διατύπωση Μητσοτάκη) Ελλάδα;

Αυτή όμως είναι η πλέον επικίνδυνη εκδοχή. Μια Ελλάδα που κινείται όπως της παραγγέλνουν οι υπερατλαντικοί προστάτες.

Όταν της γνέφουν ότι δεν την καλύπτουν, βάζει την ουρά στα σκέλια και οδηγείται από τη μία υποχώρηση στην άλλη σαν υπάκουο κανίς. Όταν της αφήνουν να εννοηθεί ότι μπορεί να γαβγίσει, παριστάνει το μολοσσό.

Ποιος στα αλήθεια έχει ξεχάσει το ποντάρισμα που έκανε η ελληνική κυβέρνηση επί Τσίπρα – Κοτζιά στο αμερικανικό σχέδιο; Τότε που δήθεν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Συρία ευνοούσαν τους Κούρδους και στρίμωχναν τους τουρκικούς σχεδιασμούς;

Τότε που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μας διαβεβαίωνε ότι η στενότερη, περίπου μονολιθική, πρόσδεση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αίγυπτος θα προσφέρει τις ΑΟΖ και το σύνολο των εθνικών διεκδικήσεων στο πιάτο της Ελλάδας;

Και ποιος ξέχασε ότι το σχέδιο αυτό χρεοκόπησε όταν οι ΗΠΑ έκαναν σαφές ότι η Τουρκία είναι “too big to be lost” και δεν μπορεί επ’ ουδενί να χαριστεί στον Πούτιν;

Ποιος ξέχασε τη χρεοκοπημένη επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ και την ψυχρολουσία από τον Τραμπ;

Ποιος ξέχασε τους πανηγυρισμούς για τον East Med ο οποίος, ένα χρόνο πριν, ήταν η φοβερή και τρομερή «αιχμή του δόρατος» της ελληνικής πολιτικής και σήμερα είναι στα αζήτητα;

Ποιος ξέχασε ότι η Ελλάδα κοιμόταν όσο σχεδιαζόταν το τουρκολιβυκό μνημόνιο που περνά την τουρκική ΑΟΖ πάνω από την Κρήτη; Ποιος ξέχασε ότι η «ευφυής» ελληνική απάντηση ήταν η περσινή εγκόλπωση του σήμερα ηττημένου στρατάρχη Χαφτάρ; Ποιος ξέχασε ότι ο λίβυος πρέσβης Μένφι που αποπέμφθηκε πέρυσι από την Αθήνα λόγω του τουρκολιβυκού μνημονίου, κατέληξε Επικεφαλής του Προεδρικού Συμβουλίου της Λιβύης και υποδέχθηκε νικητής τον ταπεινωμένο Μητσοτάκη στη Λιβύη πριν δέκα ημέρες;

Ποιος ξέχασε ότι όταν οι ΗΠΑ κρέμασαν την Ελλάδα, το τουρκικό Ορούτς Ρέις έκοβε βόλτες σε ό,τι θεωρείται ελληνική υφαλοκρηπίδα;

Ποιος ξέχασε ότι η Ε.Ε. τάχα θα επέβαλε κυρώσεις στην Άγκυρα, οι οποίες συζητούνταν και συζητούνταν και συζητούνταν, και τελικά δεν ήρθαν ποτέ;

Ποιος ξέχασε ότι την εποχή που η Τουρκία ζητούσε υποχώρηση της Ελλάδας από τα κυριαρχικά της δικαιώματα, ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ δήλωνε «κάντε διάλογο και βρείτε τα – εμάς μην μας ανακατεύετε»;

Στα αλήθεια λοιπόν, ο λαγός των ΗΠΑ μετατράπηκε σε λιοντάρι που βρυχάται;

Ή απλώς εκτελεί τις επιθυμίες των ισχυρών, επιχειρώντας μεν να αποκομίσει πρόσκαιρα επικοινωνιακά οφέλη, γνωρίζοντας όμως ότι ως «δεδομένος και πάντα πιστός σύμμαχος» θα αδειαστεί μεγαλοπρεπώς, την επόμενη φορά που η Δύση θα θελήσει να εξευμενίσει τον Ερντογάν;

Δυστυχώς αυτό ήταν η επίσκεψη Δένδια στην Κων/πολη. Ούτε ξέσπασμα εθνικής περηφάνειας, ούτε εσωκομματικός ανταγωνισμός με τον Μητσοτάκη, ούτε αλλαγή πλεύσης στην ελληνική εξωτερική πολιτική.

Αν κάπου υπάρχει αλλαγή πλεύσης είναι η αμερικανική στάση προς την Άγκυρα. Η οποία αποτελείται σήμερα από περισσότερο μαστίγιο και λιγότερο καρότο. Αλλά όταν αύριο, θελήσει να κλείσει τη συμφωνία με τον Ερντογάν, θα του χαρίσει πολλά καρότα, ανάμεσα στα οποία και τα «εθνικά δίκαια» της χώρας μας. Η οποία, ως εσαεί «δεδομένη» στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, θα ξεχάσει τους λεονταρισμούς, και θα παραδεχθεί ως λαγός ότι «λέμε και καμιά μαλακία να περνά η ώρα» κατά το γνωστό ανέκδοτο.

Η εθνική αξιοπρέπεια δεν χτίζεται με σκληρές δηλώσεις εν μέσω χαριτωμένων αστεϊσμών. Χτίζεται με ανατροπή της εξωτερικής πολιτικής που έχει οικοδομήσει η ελληνική άρχουσα τάξη. Όσοι μάλιστα θεωρούν ότι η «γραμμή Καραμανλή» είναι ανταγωνιστική με τη «γραμμή Σημίτη» στα εξωτερικά θέματα, ας το ξανασκεφτούν. Στην πραγματικότητα η μία πολιτική είναι ευθέως υποχωρητική, επιδιώκοντας γρήγορη «λύση» σε όλα τα θέματα προς όφελος των ΗΠΑ και της ΕΕ, ενώ η άλλη, χωρίς να αλλάζει βασικό προσανατολισμό, επιλέγει τη «μη λύση», τη στασιμότητα, κρατώντας τα αδιέξοδα να χρονίζουν.

Η εθνική αξιοπρέπεια απαιτεί μια άλλη εξωτερική πολιτική. Με πολυδιάστατες και πολύμορφες διεθνείς σχέσεις που στηρίζονται στο σεβασμό, στην αναγνώριση, στο διεθνές δίκαιο και στην αμοιβαία εκτίμηση. Με εκμετάλλευση των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και όχι με τη μονοδιάστατη πρόσδεση σε στρατόπεδα. Με κριτήριο την ειρήνη, τη συνεργασία, τη φιλική συνύπαρξη με τους γείτονες, αλλά και την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι πολιτική της ελληνικής άρχουσας τάξης.

Ο ραγιάς θέλει τον Σουλτάνο του

Θα μπορούσαμε να περιγελούμε όλη μέρα την αστική μας τάξη για την τεράστια διάσταση ανάμεσα στις διακυρήξεις και την πρακτική εφαρμογή των. Για την γραφικότητα και την αστειότητα των επιχειρημάτων ή των σχεδιασμών της. Κυρίως, για την ανικανότητα της να διαχειριστεί την οποιαδήποτε κρίση. Θα μπορούσαμε, αν η οποιαδήποτε κρίση και αποτυχία της δεν πέρναγε πάνω από το σώμα του λαού και της εργατικής τάξης της χώρας και της ευρύτερης περιοχής.

Ο εθνικισμός της ελληνικής άρχουσας τάξης, αυτού του κρατικοδίαιτου εσμού επιχειρηματιών και του φαιδρού πολιτικού προσωπικού που διαχειρίζεται την εξουσία της, εκφράζει απόλυτα την αμαρτωλή συγκρότηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Ένας εθνικισμός ραγιάδικος, που συνεχώς μικρομεγαλίζει, στενά εξαρτημένος από τις ξένες πλάτες που τον ανέθρεψαν με στοργή στα πατρικά τους γόνατα. Αυτή, άλλωστε, η αρρωστημένη σχέση εξάρτησης έχει διαμορφώσει ένα ορισμένο κόμπλεξ για κάθε είδους πατρώνα: μόλις κάποιος λίγο μεγαλύτερος εμφανίζεται στο προσκήνιο, η αυθόρμητη τάση αυτού του λιγδιάρικου, ρευστού χυλού είναι η προσκόλληση, ο παρασιτισμός, η υποταγή.

Αυτό που δηλαδή ονομάζεται ραγιαδισμός, εξέφραζε μία γενική εσωτερική τάση ενός σχηματισμού, που απαιτεί και παράγει συνεχώς το αντίθετο του: τους πάσης φύσεως Σουλτάνους, που θα κρατήσουν τους προεστούς και δημογέροντες του στην σχετικά προνομιούχα θέση τους. Κανένας νέο-οθωμανισμός δεν θα είχε στεριώσει και δεν θα αποτελούσε σήμερα εως και κρυφό πόθο ορισμένων στοιχείων της ελληνικής πραγματικότητας, εντελώς αποξενωμένων από τον τόπο και με μόνη σκέψη την προσκόλληση σε νέους πατρώνες, αν δεν είχε ως εσωτερική αναγκαιότητα ύπαρξης τον ραγιαδισμό.

Και αν καταλήγουμε να μιλάμε με εντελώς «οθωμανική» ιστορική φρασεολογία, αυτό απλώς φανερώνει την διάθεση να είμαστε στο πνεύμα και το κλίμα των ημερών. Ωστόσο, οι αλλαγές που συντελούνται στην ευρύτερη περιοχή είναι ιστορικές, φανερώνουν ανατροπές στο μοίρασμα της γεωπολιτικής πίτας, που καταρχήν δεν θα άφηνε ανεπηρέαστους τους αιώνιους πελάτες των ιμπεριαλιστών και των τοποτηρητών τους.

Ο Ερντογάν ολοκληρώνει την διεθνή αφήγηση του: «ο ιμπεριαλισμός μοίρασε την Μ. Ανατολή στα συντρίμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μοιρασιά αυτή άφησε μόνο καταστροφή, φτώχεια και πολέμους στις χώρες αυτές. Σήμερα, κανείς εγγυητής σταθερότητας στην περιοχή δεν υφίσταται, με σοβαρή αυτόνομη οικονομική δυναμική και γεωπολιτική και στρατιωτική επάρκεια. Η Τουρκία μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο ενός ανανεωμένου παίχτη στην αιώνια πληγή της Ανατολικής Μεσογείου, παράγοντας σταθερότητας».

Αυτές οι διακηρύξεις οδηγούν σε αποτελέσματα: Προσεταιρίστηκε τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης. Είναι δίπλα στον τσακισμένο Λίβανο. Έβαλε πόδι στην Συρία, εισβάλλει στο Ιράκ, καθορίζει εξελίξεις στην Λιβύη, αποκτά στενότερη επαφή με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων, μοιράζει την θάλασσα της Κύπρου. Τέλος, μοιράζεται το τελικό του αγκάθι, το Αιγαίο Πέλαγος, ως τρανταχτή και συμβολική κίνηση εισόδου στην θαλάσσια ζωή της Ανατολικής Μεσογείου.

Η Τουρκική άρχουσα τάξη είχε την δυναμική και τα αντανακλαστικά να μπορεί να διαχειρίζεται ακόμα και τις αναποδιές: η σταδιακή απομάκρυνση του σεναρίου εισόδου στην ΕΕ οδήγησε σε ισχυρά ανταποδοτικά οφέλη με αφορμή το προσφυγικό. Από μακάριοι φίλοι των ΗΠΑ και έτοιμοι για στρατιωτική σύρραξη με την Ρωσία, περνάνε αστραπιαία στο ακριβώς απέναντι στρατόπεδο, της προσέγγισης της Ρωσίας στο ζήτημα της Συρίας, που ασχέτως αν δικαίωσε όλους τους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, καθιέρωσε με στόμφο την Τουρκία ως περιφερειακό διαχειριστή των ζητημάτων της Μ. Ανατολής, ενώ σχετικοποίησε και την μέχρι τότε εικόνα του καλού παιδιού. Το ίδιο συμβαίνει και με την τουρκική παρουσία στην Λιβύη, ασχέτως αν τελικά ο Χαφτάρ με τα στρατεύματα του επικρατήσει στην αντιπαράθεση.

Και αν στο επίπεδο της εξωτερικής της ώθησης, η τουρκική άρχουσα τάξη εμφανίζεται πολυσχιδής, δυναμική, γεμάτη ισχύ και αυτοπεποίθηση, στο εσωτερικό της χώρας η κατάσταση εμφανίζει ρωγμές, που, όμως, συνεχώς συγκρατούνται από την τολμηρή εξωτερική πολιτική του. Σαφές είναι, ότι ο εθνικισμός παράγει αποτελέσματα, η επέκταση των μονοπωλίων παράγει ελπίδες «εθνικής μοιρασιάς». Το εσωτερικό αγκάθι, δε, των καταπιεσμένων εθνοτήτων, ήτοι βασικά των Κούρδων, και των δημοκρατικών δικαιωμάτων (με τις σκληρές διώξεις αριστερών και δημοκρατικών πολιτών) αποτελεί ένα χαρτί, το οποίο δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί έξω από την ένταξη του σε ένα διεθνιστικό πολιτικό πλαίσιο. Η εσωτερική ζωή αυτήν την στιγμή κρατείται σε μία ισορροπία εύθραυστη, σε μία μέθη που παράγουν οι αφηγήσεις της εξωτερικής πολιτικής.

Η υπερβολική, βέβαια, εξάρτηση της κατά τα άλλα διαρραγείσας εσωτερικής πολιτικής ζωής της Τουρκίας από τις επιτυχίες ή «επιτυχίες» της εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος, υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο πως η οποιοδήποτε καθυστέρηση αυτής της περιφερειακής αναβάθμισης της Τουρκίας μπορεί να δημιουργήσει εσωτερικές δυναμικές, οι οποίες τελικά θα εξαφανίσουν αυτήν την δυναμική. Αν, άλλωστε, και η ίδια η τουρκική ηγεσία έχει την ελάχιστη αυτοεπίγνωση, οι σταθμίσεις κόστους-οφέλους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ορισμένη αποκλιμάκωση, αν το κάθε βήμα είχε και ένα ορισμένο τίμημα και δεν άξιζε το ρίσκο. Αλλά αυτή η διαπίστωση ενέχει τεράστιο άχθος, σε αυτόν που τίμια θέλει να σταθεί ενώπιον της, ωστόσο, εντελώς διαλεκτικά, και εδώ η ισχύς του φαινομένου αποτελεί την βαθύτερη, τελικά, αδυναμία του. Μία χώρα που θα είχε μπροστά της το ερώτημα της ανεξαρτησίας και της ειρήνης, μοναδική οδό για την συγκεκριμένη αποκλιμάκωση θα είχε την προβολή ορισμένου μεγέθους ισχύος αποτροπής, με αυτές τις επισημάνσεις κατά νου. Αλλά τα θέματα δεν είναι τεχνικά: όλα αυτά είναι γνωστά. Το θέμα είναι η πολιτική βούληση.

Ο Ερντογάν και η πολιτική του είναι απλώς ένα ακόμα επεισόδιο, που υπογραμμίζει την αδυναμία της ελληνικής άρχουσας τάξης να χειριστεί τις υποθέσεις του λαού. Στην θέση του στην εξίσωση θα μπορούσε να μπει η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, η διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού, η διαμόρφωση μίας χώρας εξαρτημένης από την υπερ-τουρισμό κ.ο.κ. Η ισχύς και η δυναμική του Ερντογάν έρχεται να εμπεδώσει στον ελληνικό λαό μίας ακόμα μορφής ανημπόρια, όμοια με αυτήν που υφίσταται σε κάθε μορφής κρίση.

Πλέον, στο τραγικό σημείο στο οποίο έχει περιέλθει η ελληνική αστική τάξη, η γελοιοποίηση της ολοκληρώνει την τραγωδία, όσο προσπαθεί «να κάνει ό,τι πρέπει να κάνει, για να μην κάνει ό,τι πρέπει να κάνει»… Κυνηγάει τάχα το Oruc Reis κάνοντας φασαρία, ενώ το μήνυμα της περιορισμένης κυριαρχίας, που είναι ο βασικός στόχος της κίνησης Ερντογάν, έχει επιτευχθεί. Γελοιοποιήθηκε και η δήθεν ξαφνική και απρόσμενη κίνηση του ορισμού ΑΟΖ με Αιγύπτου τόσο ταχύτατα, που είναι φανερό ότι απλώς σερνόταν πίσω από τις προηγούμενες τουρκικές κινήσεις (τουρκολιβυκό μνημόνιο). Τώρα, καλεί σε έκτακτο συμβούλιο της ΕΕ και παρέμβαση των ΗΠΑ: όλων εκείνων, οι οποίοι θεωρούν την Ελλάδα δεδομένη και ανήμπορη και την Τουρκία μήλο της διεθνούς διπλωματικής έριδος.

Αναμενόμενοι από εχθρούς και «φίλους», ας δούμε και οι ίδιοι το αναμενόμενο τέλος με τα μάτια μας: ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων, που σε κάθε περίπτωση το στατους κβο θα ανατραπεί. Εκχώρηση κυριαρχίας και συνδιαχείριση, την οποία προωθεί το ίδιο το επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας και ίσως και κάποιοι να την καλοβλέπουν, είτε για να μην χαλάσουν σχέσεις με τις ΗΠΑ, είτε γιατί ακόμα και μία νεοθωμανική Τουρκία φαντάζει ένα ενδιαφέρον σώμα προς προσκόλληση.

Η ανάδυση του Σουλτάνου λυρικά φαίνεται να αποτελεί την πλήρωση ενός απαισιόδοξου πεπρωμένου του ελληνικού ραγιαδισμού, που είναι πολύ πιο βαθύ απο τον Ερντογάν: είναι η αναζήτηση του καλύτερου πατρώνα, για να παρατήσουμε τα κλειδιά διαχείρισης μίας χώρας, την οποία ξεζουμίσαμε, ξεπαστρέψαμε παραγωγικά, και τελικά δεν έχουμε άλλως να αντλήσουμε από αυτήν, πέρα από την εκχώρηση της. Ο λαός και η εργατική τάξη είναι απλώς παρακολούθημα στη δοσοληψία, πάντα σε χειρότερο συσχετισμό, πάντα με μειωμένες ικανότητες ενός ανεξάρτητου ορίζεσθαι.

Στον βαθμό που δεν συντελείται μία βίαιη και ραγδαία ανατροπή του τρόπου ύπαρξης της χώρας σερβιτόρου των Ευρωπαίων και καρπαζοεισπράκτορα του ΝΑΤΟ, η δορυφοριοποίηση της Ελλάδας στον επόμενο ισχυρό παίκτη θα αποτελεί απλά ολοκλήρωση της εξέλιξης της άρχουσας τάξης της χώρας, με ολέθριες συνέπειες κυρίως για τον λαό της, τα δημοκρατικά δικαιώματα του, την ήδη τσακισμένη και διαλυμένη έννοια της εθνικής κυριαρχίας. Και ακόμα και οι πιο «τεχνικού χαρακτήρα» επισημάνσεις περί ενός σχεδίου αμυντικής αποτροπής, ανεξάρτητης εθνικής οικονομικής ζωής, διεθνούς περιφερειακού ρόλου και πρωτοβουλιών για την ειρήνη στην περιοχή, ασταμάτητη στηλίτευση της δικτατορίας του Ερντογάν, αταλάντευτη πρωτοβουλία και θάρρος στην άμεση υπεράσπιση της κυριαρχίας σε κάθε στιγμή αμφισβήτησης της, συμπλέκονται αναμφίβολα με αυτά τα ερωτήματα προσανατολισμού. Μοναδική πυξίδα αποτελεί εκείνος ο παράγοντας στην εξίσωση που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα: οι λαοί, η ανάγκη τους για ειρηνική ζωή, η πάλη τους για καλύτερη διαβίωση. Ο ρόλος των αντι-ιμπεριαλιστικών και αντι-πολεμικών δημοκρατικών κινημάτων καθίσταται κεντρικός, και ο ρόλος του λαού και της εργατικής τάξης συνεχίζει να αποτελεί το κλειδί στην λύση της εξίσωσης. Το άμεσο ξεκαθάρισμα της πολεμικής απέναντι στην αποσταθεροποιητική πολιτική του Ερντογάν, η πολιτική υπέρ της ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας, η πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή, μπορεί να αποτελεί τον μίτο της Αριάδνης.

Για την πρόσφατη ελληνοτουρκική κρίση

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η πρόθεση εξόδου τουρκικών ερευνητικών και πολεμικών πλοίων στην θαλάσσια περιοχή νότια και ανατολικά του Καστελόριζου αποτελεί συνέχεια και κλιμάκωση του σεναρίου που εξελίσσεται εδώ και χρόνια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι σχέσεις αυτές καθορίζονται από την διαπλοκή τριών παραγόντων: του τουρκικού επεκτατισμού, της ελληνικής υποχωρητικότητας και της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του διαίρει και βασίλευε.

Τελικός στόχος παραμένει η συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου υπό ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Οι εκκρεμότητες για τις ΑΟΖ, οι διαφορές για την υφαλοκρηπίδα, το γκριζάρισμα νησιών, τα «αμφισβητούμενα» νερά, ο αναθεωρητισμός συνθηκών και συνόρων, είναι επιμέρους κομμάτια μιας στρατηγικής που επίμονα και διαχρονικά, ωθεί στη συγκεκριμένη κατάληξη.

Η περιοχή που δεσμεύει η Τουρκία βρίσκεται εντός της ζώνης που ανακηρύχθηκε μονομερώς ως τουρκική ΑΟΖ με το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και το οποίο η ελληνική διπλωματία θεωρούσε ως ανυπόστατο και άκυρο. Η ελληνική ΑΟΖ φυσικά, δεν έχει ανακηρυχθεί ποτέ και πουθενά, παρά μόνο σε άτυπους χάρτες που κυκλοφορούν λαθραία στο διαδίκτυο και δηλώνουν ευσεβείς πόθους, περιλαμβάνοντας τη συγκεκριμένη περιοχή.

Η Τουρκία βήμα το βήμα θα δοκιμάζει τις ανοχές και την ευελιξία της ελληνικής πλευράς, φέρνοντας τις έρευνες όλο και πιο κοντά στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα, επιβάλλοντας στην πράξη την άποψή της ότι κανένα νησί δεν έχει ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδα. Αυτό ακριβώς το σενάριο εξελίχθηκε στην Κύπρο με τελική κατάληξη την πειρατική γεώτρηση σε αδειοδοτημένο οικόπεδο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι κλιμακούμενες διεκδικήσεις της Τουρκίας φτάνουν μέχρι του σημείου να θεωρούν ότι ΑΟΖ δεν διαθέτει ούτε καν η Κρήτη (αυτό αποτυπώνει το μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης), ενώ το πρώτο βήμα της κλιμάκωσης είναι οι τουρκικές έρευνες σε μια πιο αμφισβητούμενη περιοχή 180 χλμ νότια του Καστελόριζου. Γι’ αυτό και το ερώτημα δεν είναι βασικά και κυρίως το Καστελόριζο, για το οποίο η ελληνική εξωτερική πολιτική «επένδυσε» βλακωδώς σε ονειρώξεις ρήξης των ΗΠΑ-Ισραήλ με την Τουρκία, αλλά τα τετελεσμένα που δημιουργεί η διεκδίκηση της Άγκυρας για τουρκική ΑΟΖ που θα φτάνει έως τη Σκύρο.

Και αυτή η εξέλιξη αποδεικνύει στην πράξη ποιος προκαλεί την ελληνοτουρκική όξυνση και ποιος επιβάλει τετελεσμένα οδηγώντας τα πράγματα εκεί που θέλει. Η μία πλευρά επιχειρεί να λύσει το θέμα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας με την ντε φάκτο παρουσία της  σε νερά στα οποία τυχόν χάραξη ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας θα απαιτούσε τουλάχιστον διαπραγμάτευση. Η άλλη πλευρά παρακολουθεί, επιδίδεται σε διπλωματικά κλισέ, επικαλείται το διεθνές δίκαιο και επί της ουσίας εκλιπαρεί τους ισχυρούς συμμάχους (ΕΕ και ΗΠΑ) να επιβάλουν κυρώσεις στην Τουρκία. Στην πράξη, πρόκειται για μια ακόμα οδυνηρή ήττα της υποτελούς και εξαρτημένης από τον ευρω-ατλαντικό άξονα ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Η τουρκική πλευρά δεν αυξάνει την ένταση για να προκαλέσει πόλεμο αλλά για να εξαναγκάσει την ΕΕ σε παραχωρήσεις και την Ελλάδα σε μια ακόμα παραδοχή ελληνοτουρκικής διαφοράς. Η δηλωμένη πρόθεσή της είναι να έχει λόγο και μερτικό σε οτιδήποτε συμβαίνει στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, αντανακλώντας τους γεωστρατηγικούς και πολιτικούς συσχετισμούς και αξιοποιώντας τις όποιες διασταλτικές ερμηνείες και εξαιρέσεις του διεθνούς δικαίου. Στη συγκεκριμένη φάση επιδιώκει να φέρει την Ελλάδα στο τραπέζι του διαλόγου επί όλων των θεμάτων (δηλαδή επί όλων των παλιών και νέων και μελλοντικών) μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων.

Η Ε.Ε. εξισώνοντας τις δύο πλευρές (αυτή που επικαλείται το διεθνές δίκαιο και αυτή που επιβάλει τετελεσμένα) υιοθετεί στην πράξη την τουρκική πολιτική και καλεί σε απευθείας διάλογο των δύο μερών για όλα τα θέματα που εγείρει ο τουρκικός επεκτατισμός. Η πολιτική αυτή οδήγησε στο φιάσκο των πρόσφατων συναντήσεων (Σουρανή – Καλίν) υπό γερμανική εποπτεία όπου και πάλι η Τουρκία έθεσε το σύνολο των αιτημάτων της και την ανάγκη διαλόγου για τις διεκδικήσεις της.

Τόσο η Ε.Ε. όσο και οι ΗΠΑ επιθυμούν μια Τουρκία εντός ευρωατλαντικού πλαισίου, που δεν θα προκαλεί εντάσεις στην περιοχή, που θα ελέγχει αποτελεσματικά τη στρόφιγγα των μεταναστευτικών ροών και φυσικά θα είναι παρούσα σε κάθε οικονομική εκμετάλλευση στην Ανατολική Μεσόγειο, υπό ιμπεριαλιστική σημαία. Για να εξευμενίσουν την τουρκική ηγεσία ώστε να ευθυγραμμιστεί σε αυτή την πορεία, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον δεν διστάζουν να ξεχάσουν τα δικαιώματα της πάντα πρόθυμης, πάντα δεδομένης, πάντα πιστής Ελλάδας.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις δηλώνουν πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως ότι η χώρα είναι εσαεί δεσμευμένη στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των ΗΠΑ και ΕΕ, θεωρώντας ότι ο ραγιαδισμός ανταμοίβεται. Η πραγματικότητα και στο παρελθόν και σήμερα, αποδεικνύει το ανάποδο. Η υποτέλεια και η εκχώρηση της υπεράσπισης κυριαρχικών δικαιωμάτων σε τρίτους αποτελεί τον πιο γρήγορο δρόμο για ήττες και χρεοκοπίες.

Με δεδομένη την τουρκική επιθετικότητα και τη στρατηγική των όλο και περισσότερων διεκδικήσεων και του αναθεωρητισμού συνόρων και συνθηκών, η μόνη λύση για την Ελλάδα είναι η έξοδος από το φαύλο κύκλο της αναμονής από τους «ισχυρούς φίλους και συμμάχους», η ανεξάρτητη, πολυδιάστατη, προσανατολισμένη στην ειρήνη και στη σταθερότητα εξωτερική πολιτική, η ρήξη με το ευρωατλαντικό σύστημα που αναπαράγει τα αδιέξοδα, τις ήττες και τον ραγιαδισμό.

Η ίδια η κυβέρνηση θέλει την Ελλάδα αποθήκη προσφύγων

Σχόλιο του antapocrisis.

Μέχρι χθες ξέραμε ότι η Ε.Ε. προορίζει την Ελλάδα για μια απέραντη φυλακή εγκλωβισμού των προσφύγων και των μεταναστών. Χθες επιβεβαιώθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο ότι τον ίδιο ρόλο επιφυλάσσει για την Ελλάδα και η κυβέρνησή της. Η ίδια κυβέρνηση που παριστάνει ότι επιτελεί εθνικό έργο με τα κλειστά σύνορα στον Έβρο, η ίδια κυβέρνηση που θεωρεί ότι δεν πάει άλλο με τη συμφόρηση στα νησιά, είναι η κυβέρνηση που δεν έχει υποβάλει αίτημα στην Ε.Ε. για ισοκατανομή των μεταναστών στις ευρωπαϊκές χώρες.

Η Ύλβα Γιόχανσον, Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων της Ε.Ε. ανοικτά και ευθαρσώς δήλωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει υποβάλει τέτοιο αίτημα.

Αν στην Ελλάδα είχαμε Μέσα Μαζική Ενημέρωσης, σήμερα όλη η κοινωνία θα μιλούσε για σκάνδαλο μεγατόνων.

Έχουμε μια κυβέρνηση που παίζει τα ρέστα της πριμοδοτώντας τον πιο ανοικτό αγριανθρωπισμό, που υιοθετεί όλη τη ρητορική της ακροδεξιάς περί εισβολής και ορδών επιτιθέμενων, που μετατρέπει την προσφυγική κρίση σε εθνικό πόλεμο.

Και αυτή η κυβέρνηση το μόνο που θέλει, το μόνο που προσδοκά, είναι να παίξει τον ρόλο του μαντρόσκυλου της Μέρκελ και του Κουρτς στα ελληνοτουρκικά σύνορα.

Γνωρίζοντας ότι η καταστολή δεν μπορεί να σταματήσει τις προσφυγικές ροές.

Βλέποντας ότι τα νησιά δεν αντέχουν άλλο.

Υποκύπτοντας παράλληλα στις αντιμεταναστευτικές κραυγές των τοπικών αρχόντων της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Ξέροντας ότι αντικειμενικά η θαλάσσια διέλευση θα έχει πολλούς πνιγμένους αλλά και πολλούς που τελικά θα φτάνουν στα νησιά.

Γνωρίζοντας όλα αυτά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει κάνει το παραμικρό αίτημα για προώθηση όσων μεταναστών το επιθυμούν (και πρόκειται για τη συντριπτική τους πλειοψηφίας) σε χώρες της Ευρώπης.

Αυτή η κυβέρνηση φρόντισε να στήσει την παράσταση «η χώρα δέχεται επίθεση στον Έβρο». Φρόντισε να οπλίσει με τις πράξεις, τις δηλώσεις και τις σιωπές της ακροδεξιές ομάδες και ακροδεξιές κοινωνικές συμπεριφορές. Φρόντισε να περάσει Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία καταργεί παράνομα το δικαίωμα υποβολής ασύλου.

Δεν φρόντισε όμως να ζητήσει (απλώς να ζητήσει, όχι να εκβιάσει ή να επιβάλει) μια δίκαιη κατανομή των κατατρεγμένων της Ανατολής στις χώρες της Δύσης.

Αναλαμβάνοντας εθελοντικά, για λογαριασμό της Ελλάδας, ένα βάρος ασήκωτο.

Απλώς και μόνο για να μην κακοκαρδίσει το διευθυντήριο των Βρυξελλών και του Βερολίνου.

Οι δημοσιογραφικές πληροφορίες που θέλουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη να μην ζητά Σύνοδο Κορυφής για την προσφυγική κρίση και να μην ζητά ισοκατανομή προσφύγων στην ΕΕ σε αντάλλαγμα της επίσκεψης των ευρωπαίων αξιωματούχων στον Έβρο, προφανώς, μετά την παραδοχή της Γιόχανσον, επιβεβαιώνονται.

Το θράσος της κυβέρνησης να παριστάνει ότι «φυλάττει Θερμοπύλες» υπολείπεται μόνο της υποτέλειάς της έναντι των ισχυρών εταίρων. Καταδικάζει τη χώρα σε αποθήκη προσφύγων και μεταναστών, διεκδικεί το ρόλο του καλού δεσμοφύλακα, αλλά δεν ζητά δίκαιη κατανομή των προσφυγικών ροών στην Ευρώπη.

Διότι αυτή είναι η επιθυμία του Βερολίνου που θέλει να αποφύγει το παραμικρό κόστος από την υποδοχή νέων προσφυγικών κυμάτων στο εσωτερικό της Γερμανίας. Αυτή είναι και η επιθυμία των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Και όπως είναι γνωστό, η επιθυμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι διαταγή για τις ελληνικές κυβερνήσεις και το πολιτικό προσωπικό.

Εάν πρόκειται για εισβολή γιατί δεν κάνετε κ. Μητσοτάκη κάτι για αυτόν που την οργανώνει;

Σχόλιο του antapocrisis.

Το ερώτημα του τίτλου είναι ρητορικό. Αλλά ας αναρωτηθούμε:

Ο αντιπρόεδρος της ΝΔ και υπουργός της κυβέρνησης Μητσοτάκη Γεωργιάδης μας ενημέρωσε το μεσημέρι ότι «η Ελλάδα δέχεται μία οργανωμένη εισβολή από ένα ξένο κράτος», κατονομάζοντας την Τουρκία.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Πέτσας, ανακοινώνοντας τις αποφάσεις του ΚΥΣΕΑ μας ενημέρωσε ότι η χώρα «δέχεται αιφνίδια, μαζική, οργανωμένη και συντονισμένη, πίεση από μετακινήσεις πληθυσμών στα ανατολικά, χερσαία και θαλάσσια, σύνορά της… Η μετακίνηση αυτή, κατευθύνεται και ενθαρρύνεται από την Τουρκία… η παρούσα κατάσταση συνιστά ενεργή, σοβαρή, εξαιρετική και ασύμμετρη απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας της χώρας».

Αν υπήρχε η ελάχιστη σοβαρότητα, μετά από τέτοιες δηλώσεις θα έπρεπε να βρισκόμαστε σε πολεμική αναμέτρηση. Αν μια χώρα δέχεται οργανωμένη εισβολή από ξένο κράτος, θα όφειλε να πολεμήσει τον εισβολέα.

Στην πραγματικότητα, ούτε εισβολή δέχεται η Ελλάδα, ούτε ασύμμετρη απειλή συνιστά η κατάσταση. Οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους γιατί η ελληνική κυβέρνηση επιμένει να είναι τσαμπουκάς στους αδύναμους και ραγιάς στους ισχυρούς.

Αν ισχύει το παραμικρό από τις δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών, μπορούν μήπως να μας ενημερώσουν ποιες ενέργειες έκαναν απέναντι στον οργανωτή της εισβολής, στον υπαίτιο της ασύμμετρης απειλής, στον επιτιθέμενο εναντίον της Ελλάδας, δηλαδή στην ίδια την Τουρκία;

Γιατί δεν γίνεται να κατονομάζεις τον εισβολέα, αλλά να μην κάνεις τίποτα απέναντί του.

Ζήτησαν την άμεση σύγκλιση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπως είθισται σε κάθε περίπτωση εισβολής;

Έκαναν κάποιο διάβημα στο ΝΑΤΟ να ζητήσουν στρατιωτική υποστήριξη ή έστω να ενημερώσουν ότι η Τουρκία εισβάλει στην Ελλάδα;

Ζήτησαν Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ να πάρουν την άμεση στήριξη των ευρωπαίων ηγετών;

Έκλεισαν την πρεσβεία του κράτους – εισβολέα στην Αθήνα;

Όσοι παριστάνουν τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, μπορούν να μας εξηγήσουν γιατί τίποτε τέτοιο δεν συνέβη;

Πρόκειται για απατεώνες ή για ραγιάδες;

Ή μήπως είναι και τα δύο μαζί;

Η κυβερνητική διαχείριση της προσφυγικής κρίσης δείχνει πολλά, ανάμεσά τους δείχνει και την ποιότητα του ελληνικού εθνικισμού. Δείχνει τι είναι η ελληνική ακροδεξιά, τι είναι η πατριδοκαπηλία και ο εθνικισμός για εσωτερική κατανάλωση. Είχε άλλωστε φανεί και τότε που η Τουρκία ανακήρυξε ΑΟΖ που περνά πάνω από την Κρήτη και αυτοί που σήμερα ουρλιάζουν «βουλιάξτε τους», είχαν λουφάξει στα λαγούμια τους και επικαλούνταν την ψυχραιμία και το διεθνές δίκαιο, τρέμοντας το θερμό επεισόδιο.

Καταπίνουμε λοιπόν αμάσητο το μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης, τότε που ο Ερντογάν πήρε και τα εσώρουχα της αποκοιμισμένης στην αγκαλιά των ΗΠΑ ελληνικής διπλωματίας, και διυλίζουμε τους μετανάστες.

Γιατί τότε, αρχές Ιανουαρίου, τις ημέρες της ελληνοτουρκικής κρίσης, τότε, που αν δεν μας απατά η μνήμη μας, η απειλή παραβίασης κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας ήταν επίσημη και δηλωμένη μέχρι και στον ΟΗΕ, ούτε ασκήσεις με πραγματικά πυρά στον Έβρο διέταξαν οι λεοντόκαρδοι των Αθηνών, ούτε ναυτικές βολές στο Αιγαίο.

Όχι, δεν είμαστε υπέρ του θερμού επεισοδίου ή οποιασδήποτε στρατιωτικής εμπλοκής. Ούτε τότε, ούτε πολύ περισσότερο σήμερα.

Αλλά το να είσαι τσαμπουκάς στον αδύναμο και ραγιάς στον δυνατό δεν σε κάνει ούτε πατριώτη, ούτε ήρωα. Το αντίθετο.

Οι αμετροέπειες για εισβολή ξένου κράτους και ασύμμετρη απειλή, την ίδια ώρα που δεν κάνεις την παραμικρή διαμαρτυρία απέναντι στην Τουρκία γιατί ξέρεις ότι ΕΕ και ΗΠΑ θα σε αδειάσουν μεγαλοπρεπώς, είναι και γελοίες και επικίνδυνες.

Αυτή όμως είναι η ποιότητα του ελληνικού αστισμού. Υποτέλεια προς τα έξω, ρατσισμός και ξενοφοβία προς τα μέσα.

Και μια απαραίτητη διευκρίνηση: Σημαίνουν όλα τα παραπάνω ότι η πρόσφατη εξέλιξη της προσφυγικής κρίσης δεν είναι εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα στο οποίο η χώρα θα όφειλε να αντιδράσει; Σημαίνουν ότι πρέπει να δούμε παθητικά την ολοκληρωτική μετατροπή της χώρας σε αποθήκη ψυχών, καταπώς βολεύει την Κεντρική Ευρώπη; Σημαίνουν ότι θα παρακολουθούμε αδρανείς την εξέλιξη ενός φαινομένου που ξεπερνά τα όρια και τις αντοχές της χώρας και της κοινωνίας;

Κάθε άλλο.

Όσο η λύση δεν είναι η επιπολαιότητα των «ανοικτών συνόρων», της Μόριας και της αποθήκης ψυχών, άλλο τόσο η αντίδραση δεν μπορεί να είναι η θρασύδειλη ενοχοποίηση των προσφύγων και μεταναστών.

Η απάντηση είναι η ανάληψη της ευθύνης από την ΕΕ και τις ΗΠΑ για την κατάσταση που οι ίδιες δημιούργησαν. Την κατάσταση που χειροτερεύει και σήμερα, καθώς η διεθνής κοινότητα στηρίζει ανεπιφύλακτα την τουρκική εισβολή στη Συρία μήπως και περιοριστεί η ρωσική επιρροή.

Η απάντηση βρίσκεται στην κατάργηση της Συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας και της Συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ που τυπικά είναι σε ισχύ, κουρελιασμένες βέβαια από την πρακτική Ερντογάν. Και μέχρι να καταργηθούν αυτές οι συμφωνίες από την ΕΕ να μην δεσμεύουν την Ελλάδα.

Η απάντηση βρίσκεται στο σπάσιμο στην πράξη της αυτοκρατορικής λογικής του διευθυντηρίου της ΕΕ που θέλει τους πρόσφυγες να στοιβάζονται στις χώρες υποδοχής.

Και για όσους σπεύσουν να υποστηρίξουν ότι όλα αυτά είναι αδύνατα γιατί η Ελλάδα πρέπει να τηρεί τις συμφωνίες, να θυμίσουμε ότι χθεσινή απόφαση της κυβέρνησης να αναστείλει την εφαρμογή της Συνθήκης της Γενεύης ως προς την παραλαβή αιτήσεων ασύλου δεν είναι νόμιμη. Δεν συζητάμε το αν είναι απάνθρωπη. Αλλά αν μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να αναστείλει την ισχύ της Σύμβασης της Γενεύης με κυβερνητική απόφαση, γιατί δεν μπορεί να αναστείλει το Δουβλίνο ΙΙ ή τη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας; Ή και εδώ ισχύει ότι ο τσαμπουκάς αφορά μόνο τους αδύναμους;

Στην πραγματικότητα, απέναντι στην πρωτοφανή διπλότητα του ευρωατλαντικού άξονα, απέναντι και σε αυτήν ακόμα την τουρκική εισβολή στη Συρία και στον μαζικό εποικισμό που επιδιώκει ο Ερντογάν για να αλλάξει η πληθυσμιακή σύνθεση στα νοτιανατολικά του σύνορα, η Ελλάδα σφυρίζει αδιάφορα.

Αντί για διπλωματικό πόλεμο απέναντι σε αυτούς που ευθύνονται για την κατάσταση, αντί για απαίτηση αναλογικής κατανομής των προσφυγικών ροών ανά την Ευρώπη, η ελληνική κυβέρνηση εξαντλεί τα όριά της στο να παριστάνει τον πορτιέρη της Δύσης. Με θλιβερή καταμέτρηση νεκρών και μικρά αποτελέσματα σε ότι αφορά το «αδιαπέραστο» των συνόρων.

Χρήσιμοι ηλίθιοι του Ερντογάν, πορτιέρηδες της ΕΕ

Σχόλιο του antapocrisis.

Σήμερα το πρωί το Λιμενικό ανακοίνωσε τον πνιγμό ενός παιδιού. Τον ανακοίνωσε χωρίς να αναφέρει τη λέξη θάνατος ή πνιγμός. Ήταν σε βάρκα που μπήκε σε ελληνικά χωρικά ύδατα και αναποδογυρίστηκε από τους ίδιους τους μετανάστες για να αποφύγουν την επαναπροώθηση.

Μόνο και μόνο αυτό το γεγονός θα όφειλε να κάνει την κυβέρνηση να αναθεωρήσει τις χθεσινές αποφάσεις που με πατριωτικό υφάκι ο εκπρόσωπος Πέτσας ανακοίνωσε. Να τις αναθεωρήσει, όχι επειδή έχει ανθρωπιστικές ευαισθησίες. Αλλά επειδή έχει τη στοιχειώδη νοημοσύνη να μην παριστάνει τον χρήσιμο ηλίθιο του Ερντογάν.

Τόσο στον Έβρο όσο και στο Αιγαίο, με την Ελλάδα να αυξάνει μέτρα αποτροπής και επαναπροώθησης και την Τουρκία να απελευθερώνει τις προσφυγικές ροές, στήνεται ένα σκηνικό που απλώς μετρά ανάποδα τον χρόνο από το να έχει κι άλλα αθώα θύματα.

Η ακροδεξιά ρητορική καταλήγει στο «ας πρόσεχαν, ποιος τους είπε να έρθουν». Όμως τα συντεταγμένα κράτη δικαίου δεν μπορούν να αποποιούνται των ευθυνών τους. Τουλάχιστον όχι χωρίς κόστος.

Η τουρκική κυβέρνηση με τη γνωστή της στάση έναντι του διεθνούς δικαίου και τον γνωστό σεβασμό που επιδεικνύει τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, έχει εμπλακεί σε πολεμική αναμέτρηση εκτός του εδάφους της και μετρά ήδη δεκάδες νεκρούς στη Συρία. Θεωρεί ότι τα στρατηγικά της συμφέροντα επιβάλουν αυτή την εμπλοκή και δεν διστάζει να υποδέχεται φέρετρα στρατιωτών καλυμμένα με την τουρκική σημαία.

Θα διστάσει μια τέτοια κυβέρνηση στην εικόνα κάποιων δεκάδων πνιγμένων παιδιών; Θα υποχωρήσει επειδή το ελληνικό Λιμενικό μιλά για «συνήθη τακτική κατά σύσταση των Τούρκων διακινητών»; Θα ντραπεί επειδή τα ελληνικά ΜΜΕ θα χρεώνουν την ευθύνη για τα νεκρά παιδιά στην Τουρκία; Θα φοβηθεί αν τη μαλώσουν οι διεθνείς οργανισμοί;

Τι εμποδίζει την Τουρκία να πολλαπλασιάσει την ένταση στον Έβρο στήνοντας μια πρόκληση; Προκαλώντας πυροβολισμούς και θανάτους αμάχων στη νεκρή ζώνη; Ο ανύπαρκτος σεβασμός στο διεθνές δίκαιο και στα ανθρώπινα δικαιώματα;

Η ελληνική κυβέρνηση είναι έτοιμη να αναλάβει ένα τέτοιο κόστος; Είναι έτοιμη να κατέβει (ή να ανέβει, ανάλογα πώς το βλέπει κανείς) στο επίπεδο της απέναντι πλευράς; Είναι έτοιμη να αδιαφορήσει για την ανθρώπινη ζωή; Όχι μόνο προσφύγων και μεταναστών αλλά και δικών της παιδιών; Είναι αποφασισμένη να απαντήσει με πραγματικά πυρά προς αμάχους σε τυχόν προβοκάτσια; Και να αναλάβει μετά και το κόστος;

Γιατί εδώ το θέμα δεν είναι απλώς τι επιδιώκει ο ακροδεξιός αγριανθρωπισμός, ή το πώς θα εκτονωθεί ο Μπογδάνος, ο ΣΚΑΙ και το Πρώτο Θέμα, και όποιος άλλος καλεί να πάρουμε την Πόλη από την ασφάλεια του πολυτελούς καναπέ του, αλλά ποια είναι η πολιτική της χώρας.

Ο Ερντογάν επιχειρεί να πιέσει με όλους τους διαθέσιμους τρόπους την ΕΕ για να κερδίσει στήριξη. Οι δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες στον Έβρο και στα τουρκικά παράλια είναι ισχυρό μέσο πίεσης. Και η τουρκική κυβέρνηση δεν θα διστάσει να το χρησιμοποιήσει με τον πιο κυνικό τρόπο.

Από την άλλη, η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε τον ρόλο του πορτιέρη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον Έβρο και στο Αιγαίο. Τον ανέλαβε οικειοθελώς από τη στιγμή που δεν τολμά να ξεστομίσει ότι οι προσφυγικές ροές είναι ευρωπαϊκό και διεθνές πρόβλημα. Η πίεση των προσφυγικών ροών με αυτή την κοντόθωρη, αυτοκτονική, υποτελή πολιτική, εκτονώνεται στην Ελλάδα, αντί να αποσυμπιέζεται σε όλοκληρη την ΕΕ. Με οποιαδήποτε πολιτική σε εθνικό επίπεδο, είτε με χαλαρά σύνορα και κολαστήρια τύπου Μόριας, είτε με κλειστές δομές, είτε με ασφυκτικά φυλασσόμενα σύνορα, εύφλεκτη συγκέντρωση στον Έβρο και πνιγμένα παιδιά στο Αιγαίο, η Ελλάδα θα εγκλωβίζεται στο ρόλο που της επιφυλάσσουν το Βερολίνο και η Ουάσιγκτον. Το γεγονός ότι το τελευταίο εικοσιτετράωρο τετραψήφιος αριθμός προσφύγων και μεταναστών έχει μπει στην Ελλάδα, δείχνει ότι έτσι κι αλλιώς, το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με μέτρα ασφαλείας.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη παίζει τον χρήσιμο ηλίθιο στη σκακιέρα του Ερντογάν. Προς τέρψη του ακροδεξιού της ακροατηρίου αλλά και του κοινωνικού αγριανθρωπισμού που εξαπλώνεται. Μετατρέπει το πρόβλημα των τεράστιων προσφυγικών ροών, γέννημα των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των κατευθυνόμενων εμφύλιων συγκρούσεων σε αποκλειστικά ελληνικό, εθνικό ζήτημα αποτροπής και ασφάλειας. Μόνο που αυτό το σκηνικό όξυνσης, με πνιγμένα παιδιά και προσεχώς επιπλέον αθώα θύματα, πέραν του ότι συνιστά ντροπή για τον ανθρώπινο πολιτισμό (για όσους θεωρούν ότι μετέχουν αυτού), αυξάνει και τη διαπραγματευτική ισχύ του γείτονα.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως και η προηγούμενη, δεν θέτει την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ έναντι των ευθυνών τους.

Για τον πόλεμο στη Συρία.

Για τη συνεχιζόμενη στήριξη στην τουρκική εισβολή και κατοχή στο Ιντλίμπ.

Για την δίκαιη κατανομή των προσφυγικών ροών.

Για να μην γίνει η Ελλάδα αποθήκη ψυχών.

Για να μην γίνει το μαντρόσκυλο της Ευρώπης-φρούριο.

Για να μην έχει αίμα στα χέρια της.