Άρθρα

Άρθρο 16: το Σύνταγμα καταλύεται όποτε θέλει η άρχουσα τάξη

Η ωμή και απροκάλυπτη παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος, το οποίο αφού απέτυχε να αναθεωρηθεί δια της νόμιμης οδού, παρακάμπτεται από τον κοινό νομοθέτη (κοινοβουλευτική πλειοψηφία) διά νόμου, θα έπρεπε να σημάνει έναν παλλαϊκό, δημοκρατικό ξεσηκωμό. Είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση που ένα άρθρο του Συντάγματος με ρητή  και μονοσήμαντη ερμηνεία παρακάμπτεται προκλητικά από μια νομοθετική ρύθμιση, δίχως την προβλεπόμενη από τον νόμο Συνταγματική Αναθεώρηση. Πρόκειται για καραμπινάτο αντισυνταγματικό πραξικόπημα.

Θυμίζουμε την ακριβή διατύπωση του άρθρου 16, παράγραφος 5:

H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση.  

Και λίγο παρακάτω στην παράγραφο 9:

H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.

Μια τόσο ακριβής, ρητή και μονοσήμαντη συνταγματική διατύπωση, ανατρέπεται με νόμο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Πρόκειται για μία ακόμη απόδειξη ότι η άρχουσα τάξη και τα κόμματά της δεν έχουν τον παραμικρό δισταγμό να τσαλαπατήσουν τη συνταγματική νομιμότητα όταν αυτή δεν τους βολεύει. Κατηγορούν υποκριτικά τους άλλους (και συνήθως την Αριστερά, το συνδικαλιστικό κίνημα και τους λαϊκούς αγώνες) ότι δεν σέβονται τη νομιμότητα, κρατώντας για τον εαυτό τους το δικαίωμα να παραβιάζουν το γράμμα και το πνεύμα όχι απλώς ενός νόμου, αλλά του Συντάγματος. Τέτοια εξώφθαλμη παράβαση του οποίου, δεν έχει υπάρξει ξανά στη μεταπολιτευτική ιστορία. 

Σε αυτή τη βίαιη και ωμή παραβίαση της συνταγματικής τάξης έχουν προσέλθει αρωγοί διάφοροι επιφανείς συνταγματολόγοι, (σχεδόν όλοι με ρόλο και πολιτική θέση κατά τη μνημονιακή περίοδο), που ως διά μαγείας έσπευσαν να γνωμοδοτήσουν θετικά για την παράκαμψη του άρθρου 16 ακριβώς πριν τεθεί το θέμα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτοί οι συνταγματολόγοι ήταν και το ισχυρό επιχείρημα της ΝΔ να καταλύσει το άρθρο 16. Δίχως να μπορεί να εμφανίσει κανένα έλλογο νομικό επιχείρημα, ο υπουργός Πιερρακάκης πανηγυρίζει όχι για την (παντελώς διαστροφική) ερμηνεία του άρθρου 16 αλλά για το “μέγεθος” των συνταγματολόγων που γνωμοδότησαν θετικά για την κυβέρνηση: “Βενιζέλος! Μανιτάκης! Αλιβιζάτος!”. Απέναντι στην πρωτοφανή παραβίαση ρητών συνταγματικών προβλέψεων η εκτελεστική εξουσία παραθέτει απλώς τα ονόματα όσων της “επιτρέπουν” να παραβιάζει το Σύνταγμα. 

Πρόκειται βέβαια για εκείνα τα “βαριά ονόματα” συνταγματολόγων που δεν είδαν τίποτα αντισυνταγματικό στην εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας με τα μνημόνια, που δεν ενοχλήθηκαν όταν η Βουλή ψήφιζε μέσα σε μια νύχτα αμετάφραστους νόμους που οι βουλευτές δεν είχαν καν διαβάσει, που δεν ενοχλήθηκαν (ίσα ίσα ορισμένοι πρωταγωνίστησαν) σε αποκαθήλωση εκλεγμένης κυβέρνησης από τους δανειστές (Παπανδρέου και αντικατάστασή του από Παπαδήμο). Πρόκειται για συνταγματολόγους οι οποίοι αποφάνθηκαν ότι το δημοψήφισμα του 2015 είναι αντισυνταγματικό ή ότι ο Τσίπρας με τη Novartis διαπράττει το έγκλημα της …εσχάτης προδοσίας. Αυτοί ακριβώς οι “επιφανείς” συνταγματολόγοι, τυφλωμένοι από το πολιτικό τους μίσος για την Αριστερά και το δημόσιο Πανεπιστήμιο, παρείχαν ένα διάτρητο φύλλο συκής στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για να παραβιάζει απροκάλυπτα ρητή συνταγματική επιταγή.

Πέραν της ευθείας και απροκάλυπτης παραβίασης της συνταγματικής απαγόρευσης, τίθεται το εξής θέμα: Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ κυβερνούν τον τόπο από τη μεταπολίτευση και μετά, με την εξαίρεση της τετραετίας του ΣΥΡΙΖΑ. Από το 1990 και μετά η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων είναι σημαία της ΝΔ. Από το 2004 και μετά προσχώρησε σε αυτή την άποψη και το ΠΑΣΟΚ. Επιχειρήθηκε πολλές φορές να αναθεωρηθεί το άρθρο 16 ώστε να καταστεί δυνατή η ίδρυση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Οι προσπάθειες απέτυχαν. Ποτέ μέχρι σήμερα, δεν είχε κανείς σκεφτεί να παρακάμψει το Σύνταγμα μέσω μιας απλής ρύθμισης του κοινού νομοθέτη. Οι ίδιοι που γνωμοδοτούν σήμερα υπέρ της δυνατότητας να παρακαμφθεί το Σύνταγμα, επί τρεις και πλέον δεκαετίες, διακονούσαν κάποια άλλη επιστήμη; Δεν ήταν συνταγματολόγοι; Πότε ανακάλυψαν ότι το άρθρο 16 μπορεί να παρακαμφθεί δια της πλαγίας; Το 2023; Επί τριάντα χρόνια γιατί όλοι μα όλοι οι συνταγματολόγοι, τα πολιτικά κόμματα, τα ΜΜΕ, οι κυβερνήσεις και η απλή λογική, συμφωνούσαν ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια προσκρούουν στο άρθρο 16; Τι ξαφνική επιφοίτηση Αγίου Πνεύματος είναι αυτή που συντελέσθηκε ξαφνικά στους τρεις “κορυφαίους συνταγματολόγους” της χώρας; Και ακόμα περισσότερο: Πουθενά στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ (μιλάμε για το 2023) δεν υπάρχει μισή λέξη για τη νομοθετική παράκαμψη του άρθρου 16. Η ΝΔ αποφάσισε να παρακάμψει το άρθρο 16 μέσω νομοθετικής ρύθμισης, μετά τις εκλογές, μην έχοντας πει το παραμικρό για τις προθέσεις της πριν από αυτές. Δείγμα και αυτό της “βαθιάς στρατηγικής σκέψης” της ελληνικής άρχουσας τάξης που αποδεικνύεται αρπαχτή και ρεσάλτο της συγκυρίας.

Ακόμα και αν οι συγκεκριμένοι συνταγματολόγοι έπραξαν ως λαγοί και ταυτόχρονα σερβιτόροι της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας Μητσοτάκη, ικανοί να γνωμοδοτούν θετικά για το οτιδήποτε αρκεί αυτό να βολεύει την άρχουσα τάξη, η πλειοψηφία συνταγματολόγων και ακαδημαϊκών, ακόμα και αυτών που είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, διατήρησαν την αξιοπρέπεια και την εντιμότητά τους και στάθηκαν απέναντι στην αντισυνταγματική εκτροπή. Θεώρησαν (όπως πικρά το έθεσε ο Γιώργος Κουβελάκης) ότι το να “φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια”.

Επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε μια σειρά από παρεμβάσεις από ακαδημαϊκούς, νομικούς, συνταγματολόγους, όχι απαραίτητα υπέρμαχους του αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που σημείο προς σημείο ξεγυμνώνουν το πρωτοφανές αντισυνταγματικό πραξικόπημα που τελέστηκε στη χώρα μας. 

Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να τα διαβάσουν προσεκτικά. 

Θα συνειδητοποιήσουν καλύτερα το βάθος, την έκταση και την προκλητικότητα της συνταγματικής εκτροπής που ενορχήστρωσε η κυβέρνηση με τους συνταγματολόγους της.

Οκτώ καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου κρίνουν αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια

Πρόκειται για μια σύντομη δήλωση οκτώ καθηγητών συνταγματικού δικαίου που αποκαθιστούν την πραγματικότητα και επιβεβαιώνουν ότι αυτό που λέει το Σύνταγμα είναι αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε και όχι αυτό που η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι συνταγματολόγοι της εννοούν. Η ρητή διατύπωσή τους είναι: 

Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί και ότι η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Κατά τη γνώμη μας η ρητή αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση μία σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Συνεπώς για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.

«Αυτό που διαβάζουμε όλοι στο Άρθρο 16, σημαίνει αυτό που διαβάζουμε»

Πρόκειται για τη σύνοψη της εκδήλωσης της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων με θέμα “Η παράκαμψη του Άρθρου 16 και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια”. Ανάμεσα σε άλλα, και σε ό,τι αφορά την αιφνίδια ανακάλυψη του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού και της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων (εθνική, ενωσιακή, διεθνής)” που επικαλούνται οι συνταγματολόγοι που διευκόλυναν   ο Ακρίτας Καϊδατζής σημειώνει: 

Το Ενωσιακό Δίκαιο, η ελευθερία της εγκατάστασης, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (GATS) υπάρχουν, έχουν κυρωθεί, εδώ και δεκαετίες. Αν λοιπόν, πράγματι το Ενωσιακό Δίκαιο επέτρεπε τη λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης “από πάντα”, πώς γίνεται και το ανακαλύψαμε τώρα, πριν λίγους μήνες; Αυτοί που συμβουλεύανε όλους όσοι, από το 1990 και μετά, έχουν υποβάλει αιτήματα-προτάσεις αναθεώρησης του άρθρου 16 σε όλες αναθεωρήσεις που έχουν γίνει, το 2001, το 2008, το 2019, σε όλες τις προτάσεις που έχουν γίνει, προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, γιατί το είχαν ανακαλύψει από τότε; Ήταν κακοί σύμβουλοι, ήταν κακοί νομικοί αυτοί που τους συμβούλευαν; Επίσης, τα ελληνικά δικαστήρια και το ΣτΕ, χρόνια λένε αυτό που λέει το Σύνταγμα.

Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων

Ο Ξενοφών Κοντιάδης υπενθυμίζει τις ρητές συνταγματικές διατάξεις:

Άρθρο 16 παρ. 5 εδ. α’ «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».
Άρθρο 16 παρ. 6 εδ. α’ «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».
Άρθρο 16 παρ. 8. εδ. β’ «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Και συμπληρώνει:

Το Σύνταγμα όχι απλώς είναι εδώ σαφέστατο, αλλά και διατυπωμένο με τρόπο επιτακτικότερο από ό,τι σε άλλες διατάξεις. Στο άρθρο 16 χρησιμοποιήθηκαν λέξεις με ιδιαίτερο βάρος, όπως «παρέχεται αποκλειστικά» και «απαγορεύεται».

Και σε ότι αφορά την “πολλαπλότητα της έννομης τάξης” δηλαδή το ευρωενωσιακό δίκαιο που τάχα υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να ερμηνεύσουμε το ελληνικό Σύνταγμα ακόμα και σε πλήρη αντίθεση με τις διατάξεις του, ο καθηγητής είναι σαφής:

 Όμως για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν υφίσταται αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 165 παρ. 1 ΣΛΕΕ). Αν προβλεπόταν στο ενωσιακό δίκαιο η δυνατότητα εγκατάστασης ιδιωτικών πανεπιστημίων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είχε ήδη εγκαλέσει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζήτημα που δεν τέθηκε ποτέ.

Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου

Ο Γιάννης Δρόσος, ομότιμος καθηγητής συνταγματικού δικαίου, σημειώνει ότι η αντισυνταγματική παράκαμψη του άρθρου 16 δεν είναι απλώς μια περί του Συντάγματος ερμηνεία αλλά τμήμα ενός ενιαίου πολιτικού τρίπτυχου:

Η εισαγόμενη μεταβολή προετοιμάζεται από χρόνια με βάση δύο, αρχικά, θεμέλια, στα οποία προστέθηκε ο βιασμός του άρθρου 16, ως τρίτου. Το πρώτο θεμέλιο είναι ο συστηματικός διασυρμός των ελληνικών Πανεπιστημίων στον οποίο μετέχουν και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας… Το δεύτερο θεμέλιο είναι …ο σχεδόν μεσσιανικός τρόπος που προβάλλεται η εισαγωγή, δίπλα στο δημόσιο θεμέλιο της οργάνωσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, και ένα αγοραίο θεμέλιο, και η προβολή ότι αυτό θα είναι ο καταλύτης όχι απλώς για την υπέρβαση «παθογενειών» του δημόσιου Πανεπιστημίου, αλλά για την συνολική ανάταση και πρόοδο της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας και συμβολή στην οικονομική της ανάπτυξη. Η τρίτη πτυχή του τριπτύχου είναι το ρεσάλτο που γίνεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος, δηλαδή η εν τοις πράγμασι κατάλυσή του, αφού η αναθεώρηση, όποτε στο παρελθόν προτάθηκε, απορρίφθηκε. 

Αναφερόμενος σε μια εκ των θετικών γνωμοδοτήσεων των Βενιζέλου – Σκουρή για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια στην οποία οι συνταγματολόγοι της εξουσίας αποφαίνονται ότι το ζήτημα των ιδιωτικών Πανεπιστημίων “εξήλθε” (!) του ελληνικού συνταγματικού δικαίου και εισήλθε στο πεδίο του ευρωενωσιακού δικαίου (άρα το άρθρο 16 δεν πρέπει καν να υπάρχει), ο κ. Δρόσος σημειώνει:

Πρόκειται για έμμεση, αλλά σαφέστατη παραδοχή ότι το Σύνταγμα απαγορεύει όσα προβλέπει το σχετικό νομοσχέδιο και όσα οι εμβληματικοί αυτοί συνάδελφοι επιθυμούν να γίνουν, και για τον λόγο αυτό επιχειρούν, με μία βολική αποφυγή του κεντρικού θέματος, που είναι αν έχει ή όχι ισχύ και εφαρμογή στη χώρα μας το άρθρο 16 του Συντάγματός της, να μεταφέρουν το κεντρικό για την επιχειρούμενη νομοθετική ρύθμιση θέμα σε πεδίο άλλο από εκείνο του Συντάγματος.

«Πολυεπίπεδος συνταγματισμός»: απολογητική ιδεολογία ή εξελικτική αναγκαιότητα; (Σκέψεις με αφορμή την ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του άρθρου 16)

Ο Α.Παπατόλιας, διδάκτορας δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο Paris X, υποβάλει σε ήπια κριτική την άποψη των συνταγματολόγων Βενιζέλου και Σκουρή ότι “στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συνταγματισμού και της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων (εθνική, ενωσιακή, διεθνής), πρέπει να ερμηνεύονται πάντοτε σε αρμονία προς το Ενωσιακό και το Διεθνές Δίκαιο”. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι στην κριτική προσέγγιση του “συνταγματικού πλουραλισμού”, του “συνταγματικού εξελικτικισμού”, της “πολλαπλότητας της έννομης τάξης”, του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού”, του “επαυξημένου δικαίου” (δηλαδή των διεθνών συνθηκών), όλων εκείνων των εννοιών δηλαδή που προβάλλουν οι Βενιζέλος, Σκουρής, Μανιτάκης, Αλιβιζάτος κλπ για να νομιμοποιήσουν την κατάργηση του άρθρου 16 δίχως συνταγματική αναθεώρηση, ο κ. Παπατόλιας αντιπαραθέτει την ουσιώδη λογική του Αριστόβουλου Μάνεση:

Ο Μάνεσης, ποτέ δεν συνέχεε στις αναλύσεις του την περιγραφή του ισχύοντος δικαίου με την άσκηση «συνταγματικής πολιτικής». Δεν θα μπορούσε, έτσι, ποτέ να αποδεχθεί ότι η βασική αποστολή ενός «επαυξημένου Συνταγματικού Δικαίου» είναι η διάδοση ενός πολιτικού προγράμματος ή η εμπέδωση μιας αναμορφωτικής agendas εις βάρος του τυπικού Συντάγματος. Το πιθανότερο είναι ότι θα καταλόγιζε στον πολυεπίπεδο συνταγματισμό ότι: α) αποτελεί ιδεολόγημα που συγκαλύπτει τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης μεταξύ κρατών και υπερεθνικών θεσμών στην παγκόσμια κατανομή ισχύος, β) παράγει πρακτικά αποτελέσματα που αποσκοπούν στη νομιμοποίηση υφιστάμενων δομών και κυρίαρχων πρακτικών εξουσίας και, ίσως, γ) ότι οι «αρχές» και «αξίες» που προτείνει δεν διαθέτουν συνταγματική περιωπή παρά μόνο στον βαθμό που περιλαμβάνονται στο ισχύον Σύνταγμα και όχι όταν εμφανίζονται ως «άγραφοι κανόνες» που προκύπτουν από αξιολογικές κρίσεις των ερμηνευτών τους.

 Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Η παρέμβαση του Γ. Κατρούγκαλου έχει σαφώς πιο πολεμικό και πολιτικό χαρακτήρα. Υπενθυμίζει την αναφορά του Α.Μάνεση στον Αββά Σεγιές ότι “Ένα Σύνταγμα είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί, εκτός εάν εφαρμόζεται. Τη στιγμή που ένα Σύνταγμα δεν είναι πλέον σεβαστό, δεν υπάρχει εξουσία, νόμος, δικαιοσύνη, χώρα. Ένα Σύνταγμα πρέπει να είναι δεσμευτικό, διαφορετικά δεν είναι τίποτα”, για να επισημάνει ακριβώς ότι η συνταγματολογίζουσα παραβίαση του άρθρου 16, καθιστά σε τελική ανάλυση το Σύνταγμα “ένα τίποτα”.

Ο Γ. Κατρούγκαλος θέτει ένα φλέγον πολιτικό ερώτημα:

Εάν δεν είναι αναγκαία η συνταγματική αναθεώρηση, γιατί η Νέα Δημοκρατία σε όλες τις σχετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης του 2019, είχε προτείνει την κατάργηση των σχετικών ρυθμίσεων του άρθρου 16, αναγνωρίζοντας μάλιστα ρητά ότι μόνον έτσι μπορεί να προκύψει «το αναγκαίο συνταγματικό έρεισμα, ώστε η ανώτατη παιδεία της Χώρας μας ν’ ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος»;

Στην ουσία δηλαδή επισημαίνει ότι πολιτικοί λόγοι χειραγώγησης της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη και παράκαμψης του Συντάγματος επιβάλλουν την αιφνίδια ανακάλυψη “νέων ερμηνειών” (“πολυεπίπεδων”, “μη δογματικών”, “εξελικτικών” κοκ) που οι συνταγματολόγοι Βενιζέλος, Μανιτάκης, Αλιβιζάτος παρέχουν εν αφθονία προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη. 

Σε ότι αφορά το κρίσιμο ζήτημα της “ερμηνείας” του άρθρου 16 υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, ο Γ. Κατρούγκαλος επισημαίνει ότι όταν μια συνταγματική διάταξη είναι σαφής, δεν επιδέχεται ερμηνείας (από τον κοινό νομοθέτη), αλλά αναθεώρησης (από τον συντακτικό νομοθέτη).

Όμως, δεν νοείται ερμηνεία αντίθετη με το συγκεκριμένο γράμμα μιας ξεκάθαρης κανονιστικής διάταξης: interpretatio cessat in claris, επί των σαφών δεν νοείται ερμηνεία.  Κάθε τελολογική, «σύμφωνη με» ή «σε αρμονία με» ερμηνεία, επιτρέπεται να προσδιορίσει το νόημα (ή να διασώσει το κύρος μιας διάταξης, εάν υπάρχει αντίθετος κανόνας ανώτερης τυπικής ισχύος) μόνον επιλέγοντας ανάμεσα στις εκδοχές εκείνες που επιτρέπει η  γραμματική της διατύπωση. Όπως έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, (ο ερμηνευτής) «δεν μπορεί να αγνοήσει τον «πυρήνα» του νοήματος που έχει τεθεί από τον ιστορικό συντακτικό νομοθέτη σε συγκεκριμένο κείμενο (…). Διότι, διαφορετικά, η βούληση του ερμηνευτή ή (και) εφαρμοστή θα αντικαθιστούσε απλώς, ουσιαστικά, τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη».

Επομένως, οι ρητές διατάξεις ότι «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση», ή ότι «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί», ή ότι «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται», δεν επιδέχονται ανταγωνιστικής και αντιθετικής ερμηνείας από αυτό που απλά και καθαρά ορίζουν. Τυχόν ανταγωνιστική ερμηνεία, καταργεί στην ουσία το Σύνταγμα καθιστώντας το, ακριβώς ένα “τίποτα”.

Ψευδοερμηνευτική κατάργηση του άρθρου 16

Ο Ακρίτας Καϊδατζής, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου επισημαίνει ότι:

Αυτά λέει το Σύνταγμα. Λέει αυτά που όλοι καταλαβαίνουμε –χωρίς να χρειάζεται να είμαστε ειδικοί, νομικοί ή συνταγματολόγοι–, αν διαβάσουμε τις διατάξεις του. Αυτά που όλοι διαβάζουμε, αυτά εννοεί το Σύνταγμα. Δεν υπάρχουν κρυμμένα νοήματα ούτε συγκαλυμμένες ερμηνείες που, τάχα, μόνο κάποιο ιερατείο ειδικών μπορεί να «αποκαλύψει».

Υπογραμμίζει επίσης ότι:

Το ενωσιακό δίκαιο δεν λέει πουθενά αυτό που μας λένε ότι λέει. Δεν νοείται λοιπόν δια της, δήθεν, ερμηνείας να «παρακάμπτεται», όπως κατ’ ευφημισμόν λέγεται, –ακριβέστερα, να εξουδετερώνεται, ακόμα ακριβέστερα, ουσιαστικά να καταργείται– ορισμένη συνταγματική διάταξη. … είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι πουθενά το δίκαιο της Ένωσης, ούτε οι ιδρυτικές συνθήκες ούτε το παράγωγο δίκαιο, δεν περιέχει διατάξεις για την οργάνωση και τον τρόπο παροχής της ανώτατης ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στα κράτη μέλη. Ο λόγος είναι απλός. Η οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων, ιδίως της ανώτατης εκπαίδευσης, παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών, δεν έχει εκχωρηθεί στην ΕΕ. 

Και διατυπώνει το ίδιο φλέγον ερώτημα που έχουν διατυπώσει και όλοι οι άλλοι συνταγματολόγοι που θεωρούν ότι το κύρος του Συντάγματος είναι σημαντικότερο από την εξυπηρέτηση της κυβερνητικής πολιτικής:

Το ενωσιακό δίκαιο ισχύει στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Αν από την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών πράγματι απέρρεε δικαίωμα παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τότε γιατί κανείς ποτέ δεν διεκδίκησε να παρέχει τέτοιες υπηρεσίες στην Ελλάδα, προσδοκώντας μετά την απόρριψη του αιτήματός του από τις ελληνικές αρχές να κινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη διαδικασία επί παραβάσει και να εκδώσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδικαστική για τη χώρα μας απόφαση; (όπως συνέβη στην υπόθεση του «βασικού μετόχου»).

Δεύτερον, και κυριότερο, αν η λύση για όσους βλέπουν ως πρόβλημα την απουσία ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν πράγματι τόσο απλή (επίκληση και ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου), τότε γιατί κανείς ποτέ μέχρι τώρα δεν την πρότεινε, αλλά διαχρονικά οι υπέρμαχοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων υπέβαλλαν προτάσεις για την αναθεώρηση του άρθρου 16, παραδεχόμενοι ότι το άρθρο ως έχει απαγορεύει την ίδρυσή τους; Ήταν άραγε τόσο κακοί νομικοί, είχαν τέτοιαν άγνοια του ενωσιακού δικαίου όλοι όσοι –δηλαδή οι πάντες!– τόσα χρόνια, μέχρι πριν λίγους μήνες, αναγνώριζαν πως μόνο μετά από συνταγματική αναθεώρηση είναι δυνατή η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων;

Τέλος, σε αντίθεση με τον κ.Βενιζέλο που θεωρούσε τους πολιτικούς του αντιπάλους ως ενόχους “εσχάτης προδοσίας”, ο κ. Καϊδατζής θέτει έμμεσα, χωρίς ακραίους χαρακτηρισμούς, το ερώτημα αν τα μέλη της κυβέρνησης και οι βουλευτές υπακούουν αυτό που έχουν ορκιστεί να υπακούουν, δηλαδή το Σύνταγμα, ή κάτι άλλο:

Τα μέλη της κυβέρνησης, που κατά το άρθρο 85 του Συντάγματος είναι συλλογικώς υπεύθυνα για την κυβερνητική πολιτική, επομένως και για το νομοσχέδιο που θα κατατεθεί, όπως και όσοι βουλευτές το υπερψηφίσουν έχουν ορκιστεί να υπακούν στο Σύνταγμα. Όχι στο ενωσιακό δίκαιο. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε αντίθεση μεταξύ άρθρου 16 και του ενωσιακού δικαίου (που δεν υπάρχει), κανείς αξιωματούχος, λειτουργός ή και απλός υπάλληλος του ελληνικού κράτους δεν δικαιούται αυτοβούλως να παραβεί το Σύνταγμα, αν δεν έχει προηγουμένως διαπιστωθεί αρμοδίως (π.χ. με απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ) ότι πράγματι υπάρχει τέτοια αντίθεση και δεν είναι δυνατή η εναρμόνιση των αντίθετων διατάξεων. 

Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος

Ο ανώτατος δικαστικός και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης των κυβερνήσεων του Α. Παπανδρέου Γιώργος Κουβελάκης, ξεκινά την παρέμβασή του ξεκαθαρίζοντας ότι είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων:

Να εξηγούμεθα, είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. 

Αποδεικνύει στην αμέσως επόμενη πρόταση όμως ότι επειδή ο ίδιος και αρκετοί άλλοι είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, δεν πρέπει να φτάσουμε στην καταπάτηση του Συντάγματος:

Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών. Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του. Μέχρις εκεί, που η νομική επιστήμη παραμένει επιστήμη, και όχι τέχνη διαπραγμάτευσης και μετατροπής του ήσσονος λόγου σε κρείττονα ή με την ίδια ευκολία το αντίστροφο, κατά την αυθαίρετη επιλογή και ιεράρχηση του «ερμηνευτή».

Και επιμένει ότι μία ολόκληρη χώρα, το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, το σύνολο των συνταγματολόγων, μέχρι τις εκλογές του 2023, θεωρούσε ότι το Σύνταγμα επιτάσσει αυτό που λέει και όχι κάτι άλλο που αιφνιδίως ανακαλύφθηκε όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε να ιδρύσει ιδιωτικά Πανεπιστήμια, παρά το άρθρο 16:

Πρόσφατα, σειρά άρθρων, γνωμοδοτήσεις ακαδημαϊκών και πολιτικών ανακάλυψαν μετά από 50 χρόνια από την ψήφιση και ισχύ του Συντάγματος του ’75, και σχεδόν 45 από την είσοδό μας στην ΕΟΚ, ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν έχει την έννοια που όλοι νομίζαμε (Κυβερνήσεις, Συμβούλιο Επικρατείας κλπ.). Η φώτιση ήρθε – ξαφνικά. (;) 

Και αποδεικνύοντας ότι η εντιμότητα πρέπει να χαρακτηρίζει όσους μιλούν για το Σύνταγμα και ειδικά όσων το λειτούργημα είναι να το ερμηνεύουν, επιμένει:

Ζούμε στην εποχή της ιδεολογικής ισοπέδωσης, όμως μία κάποια σταθερά την έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα τώρα. Ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια.

Και στην ουσία λέει αυτό που ισχύει, ανεξάρτητα από το αν καμιά πολιτική δύναμη δεν έχει το θάρρος να το παραδεχτεί ανοικτά και δημόσια. Ότι δηλαδή ζούμε μια φάση συνταγματικής εκτροπής, παραβίασης του Συντάγματος, δηλαδή ότι  έχουμε μια κυβέρνηση επίορκη, υπόλογη για συνειδητή αντισυνταγματική πράξη.

Η τήρηση του Συντάγματος, τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της Δημοκρατίας μας και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, περιλαμβανομένων και των νομικών που καλό είναι να μη χρησιμοποιούν την Τέχνη τους, ώστε να καθίσταται νομιμοφανής η παραβίασή του.

Υπενθυμίζουμε ξανά ότι ο Γ. Κουβελάκης είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, θεωρεί όμως ότι η λειτουργία τους πρέπει να επιτραπεί με συνταγματική αναθεώρηση και όχι με αντισυνταγματική νομοθετική ρύθμιση. Από αυτή την άποψη, οι επισημάνσεις του για τη συνταγματικότητα του νόμου Πιερρακάκη, ίσως έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από τις επισημάνσεις συνταγματολόγων που είναι υπέρμαχοι των δημόσιων πανεπιστημίων. 

Αναπάντητα ερωτήματα για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Γιατί η κυβέρνηση επέλεξε την κατάλυση αντί της αναθεώρησης του Συντάγματος;

Ο καθηγητής Σωτηρέλλης βάζει κατευθείαν το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων σε ότι αφορά τον “μεταρρυθμιστικό οίστρο” της κυβέρνησης που δεν μπορεί να κρατηθεί μέχρι την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση:

Προς τι λοιπόν αυτή η «πρεμούρα»; Και γιατί έπρεπε να γίνει με τόσο τραυματικούς όρους σε σχέση με το Σύνταγμα; Το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι ότι η αντιπολίτευση, όλων σχεδόν των αποχρώσεων, έχει δίκιο: η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα με μία ελεγχόμενη μονοκομματική πλειοψηφία, διότι γνωρίζει ότι οι λύσεις που θα ήθελε να επιβάλει τώρα δεν είναι εύκολο να γίνουν αποδεκτές με τις ευρύτερες συναινέσεις που επιτάσσει η συνταγματική αναθεώρηση. Ή, για να το πούμε πιο απλά και πιο καθαρά, διότι φοβάται ότι τα υπόλοιπα κόμματα θα ζητήσουν ευλόγως μία συνολική ρύθμιση και δεν θα είναι διατεθειμένα να δεχθούν μία επιλεκτική και αποσπασματική διευθέτηση ιδιωτικών συμφερόντων σαν αυτήν που επιχειρείται σήμερα.

Και αποκαλύπτει την εμφανή σκοπιμότητα των γνωμοδοτήσεων των “επιφανών” συναδέλφων του που ως διά μαγείας έσπευσαν να γνωμοδοτήσουν μόλις η κυβέρνηση εξέφρασε την επιθυμία της να ξεπεράσει τον συνταγματικό σκόπελο:

Μόνο έτσι εξηγείται γιατί ξαφνικά είδαν το φως της δημοσιότητας, σχεδόν ταυτόχρονα και με συντονισμένες κινήσεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών (κυβέρνησης και προετοιμαζόμενων «επενδυτών»), ορισμένες επί τούτω γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις… με τις οποίες καλούμαστε να ξεχάσουμε ότι γνωρίζαμε έως σήμερα για το άρθρο 16 του Συντάγματος, τόσο από την νομολογία όσο και από την θεωρία (των παλαιότερων απόψεων των ιδίων συμπεριλαμβανομένων…) και να δεχθούμε ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος, παρά τις απόλυτες και κατηγορηματικές διατυπώσεις του, μπορεί (ή και επιβάλλεται…) να αχρηστευθεί πλήρως, προκειμένου να ευοδωθουν τα σχέδια της κυβέρνησης (τα οποία αρχικά έφταναν μέχρι και την σύσταση ιδιωτικών κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων –εξ ού και οι τόσο ”large” σχετικές γνωμοδοτικές ερμηνείες, πλην Αλιβιζάτου– αλλά στην πορεία ο υπουργός μάλλον αποφάσισε ότι πρέπει να κινηθεί με αυτοσυγκράτηση και να περιορίσει την παρέμβασή του σε «μη κερδοσκοπικά» παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων, χωρίς πάντως να διασφαλίσει εν τέλει, παρά τις εξαγγελίες του, ούτε τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα αλλά ούτε και την στοιχειώδη έστω εξομοίωσή τους με τα δημόσια, από την άποψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας).

Στη συνέχεια ο κ. Σωτηρέλλης παραθέτει όλες τις τοποθετήσεις της επιστημονικής κοινότητας που ακολούθησαν την ομοβροντία θετικών για την παράκαμψη του άρθρου 16 γνωμοδοτήσεων καταλήγοντας ότι “κατέστη αναμφισβήτητο ότι η άποψη που συμπλέει με τα σχέδια της κυβέρνησης είναι εν τέλει προδήλως μειοψηφική”.

Ο καθηγητής παραθέτοντας και πάλι τις ρητές επιταγές και απαγορεύσεις του Συντάγματος αναρωτιέται: 

Τι άλλο θα μπορούσε να λέει ένα Σύνταγμα, για να γίνει σαφέστερο; Ποια ερμηνεία μπορεί να διαστρέψει ή να παρακάμψει το νόημα αυτών των διατάξεων εκτός από μια contra constitutionem «ερμηνεία», που θεωρεί το Σύνταγμα λάστιχο, το οποίο μπορεί να τανύζεται κατά το δοκούν;

Ιδιαίτερη σημασία τέλος έχει η σημείο προς σημείο αντιπαράθεση που κάνει με τα θεωρητικά σχήματα που επικαλούνται οι θετικοί προς την κυβέρνηση συνταγματολόγοι για να δικαιολογήσουν την αδικαιολόγητη παράβαση της συνταγματικής διάταξης: Την επιχειρηματολογία περί «ζωντανού» ή «δυναμικού» Συντάγματος, που πρέπει να «προσαρμόζεται στις εξελίξεις», τη θεωρία του “επαυξημένου συντάγματος” και του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού”, τον ερμηνευτικό σχετικισμό, τον ευρωπαϊκό πατριωτισμό που “εκλαμβάνει αξιωματικά την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν εξ ορισμού και σε κάθε περίπτωση υπερέχουσα Έννομη Τάξη”.  

Ο καθηγητής κλείνει ως εξής:

Το διακύβευμα είναι τεράστιο, διότι δεν αφορά, εν κατακλείδι, ένα συνταγματικό άρθρο αλλά το ίδιο το μέλλον του Συντάγματος, ως θεμελιώδους κανονιστικού πλαισίου που παρέχει ασφάλεια δικαίου και εγγυάται το δημόσιο συμφέρον, τις ανθρωπιστικές αξίες  και τις πάγιες δημοκρατικές και δικαιοκρατικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού συνταγματισμού.

Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων

Ο καθηγητής Καϊδατζής θέτει χωρίς περιστροφές το ερώτημα του τι πρέπει να κάνει ο λαός. Απαντά ότι “Οι πολίτες δικαιούνται να ελέγχουν την τήρηση του Συντάγματος”. Αναφερόμενος μάλιστα στην περίφημη πρόταση “η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων”, σημειώνει ότι 

Έχει σημασία να κατανοήσουμε για ποιο λόγο το Σύνταγμα εξοπλίζει τους πολίτες με αυτή την ευθύνη. Το Σύνταγμα είναι βεβαίως ένας νόμος κι αυτό, που όμως διαφέρει από όλους τους υπόλοιπους νόμους, το κοινό δίκαιο. Ενώ το κοινό δίκαιο θεσπίζεται από όργανα της κρατικής εξουσίας για να ρυθμίσει και να περιορίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, το Σύνταγμα θεσπίζεται, στο όνομα και για λογαριασμό των πολιτών, για να ρυθμίσει και να περιορίσει την εξουσία των κρατικών οργάνων. Και, ενώ το πότε παραβιάζεται το κοινό δίκαιο κρίνεται από κρατικά όργανα, ιδίως και τελικά τα δικαστήρια, το πότε παραβιάζεται το Σύνταγμα δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην κρίση κρατικών οργάνων, δηλαδή εκείνων τη συμπεριφορά των οποίων υποτίθεται ότι ρυθμίζει. Αυτός είναι ο λόγος που –παράλληλα με τις άλλες, τις θεσμικές εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος, όπου ορισμένο κρατικό όργανα ελέγχει αν κάποιο άλλο παραβίασε το Σύνταγμα– ο πατριωτισμός των Ελλήνων ανάγεται σε αυτοτελή, και με μιαν έννοια ύπατη, εγγύηση τήρησης του Συντάγματος.

Το πολιτικό διακύβευμα είναι το παρακάτω:

Το νομοσχέδιο για την ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που συζητιέται στη βουλή είναι απροκάλυπτα και κραυγαλέα αντισυνταγματικό. Το άρθρο 16 του Συντάγματος που όλοι διαβάζουμε και όλοι καταλαβαίνουμε –δεν χρειάζεται να είμαστε ειδικοί– λέει πως τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με ακαδημαϊκή ελευθερία και εγγυήσεις για τους διδάσκοντές τους. Τίποτε από αυτά δεν είναι τα διαβόητα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» που προβλέπει το νομοσχέδιο.

Στις εύλογες αντιδράσεις πολλών –φοιτητικό κίνημα, πανεπιστημιακοί, ενδιαφερόμενοι πολίτες– μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Δεν σας πέφτει λόγος για το αν το νομοσχέδιο είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικό, δεν είστε ειδικοί. Υπάρχουν ειδικοί, νομικοί και συνταγματολόγοι, που έχουν βρει – ακριβέστερα: κατασκευάσει– μιαν ερμηνεία –ακριβέστερα: παρερμηνεία– που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 16 δεν σημαίνει αυτό που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε, αλλά κάτι διαφορετικό». Η απάντηση εδώ πρέπει να είναι απερίφραστη: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –όλους τους πολίτες, όχι μόνο τους ειδικούς– την ευθύνη για την τήρηση του Συντάγματος. Βεβαίως και μας πέφτει λόγος, βεβαίως και μπορούμε να κρίνουμε αν ένα νομοσχέδιο είναι αντίθετο σ’ αυτά που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε ότι λέει το Σύνταγμα.

Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου

Ο καθηγητής Κ. Γιαννακόπουλος θέτει το ζήτημα της σύγκρουσης του εθνικού με το ενωσιακό δίκαιο στην πραγματική του βάση: 

Την αλλοίωση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, διότι το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δέχεται ότι μια τέτοια μέθοδος «δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου» (υπόθεση C-573/17). Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, τα ανώτατα δικαστήρια όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών -και, πάντως, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας- δεν δέχονται την απόλυτη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών Συνταγμάτων τους. Όταν, μάλιστα, τα δικαστήρια αυτά απευθύνουν σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, ουδόλως θεωρούν αναντίρρητα δεσμευτικές τις απαντήσεις του. Πίσω από μια περίτεχνη διπλωματία νομικών όρων, εξελίσσεται ένας πόλεμος μεταξύ των εθνικών δικαστών και του ΔΕΕ για τη διεκδίκηση της εκφοράς του τελευταίου λόγου. Σε κάθε περίπτωση, προτού αποφανθούν τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια, συνήθως μετά από προσφυγή ιδιωτών, και προτού το ΔΕΕ εκφέρει ειδική σχετική κρίση, καμία σοβαρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν διανοείται να απαξιώσει, από μόνη της, το Σύνταγμά της κατ’ επίκληση ερμηνειών του ενωσιακού δικαίου. 

Στην ουσία ο καθηγητής λέει ότι δεν υπάρχει σοβαρή και κυρίαρχη ευρωπαϊκή χώρα που να δέχεται μια αντίθετη στο εθνικό συνταγματικό της δίκαιο ερμηνεία του ΔΕΕ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης), τα εθνικά δικαστήρια ΔΕΝ θεωρούν δεσμευτικές τις απαντήσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, πολύ περισσότερο δεν προστρέχουν ως Χατζηαβάτηδες να προεξοφλήσουν την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι το εθνικού (σε θέμα μάλιστα που το ευρωπαϊκό δεν έχει τυπική αρμοδιότητα) και να παραβιάσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο το εθνικό τους Σύνταγμα. Εδώ όμως είναι Ελλάδα.

ο κ. Γιαννακόπουλος καταλήγει:

Στην όλη υπόθεση, το μείζον διακύβευμα δεν είναι τόσο η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων, όσο ο σεβασμός του κύρους των θεμελιωδών -εθνικών και ευρωπαϊκών- κανόνων δικαίου, ώστε η Ελλάδα να θεωρείται αξιοπρεπής ευρωπαϊκή χώρα.

Υπεράσπιση του Συντάγματος

Ο καθηγητής κ. Μποτόπουλος ξεκινά με μια πικρή διαπίστωση:

Να λοιπόν που φτάσαμε σε αυτό το σημείο: να πρέπει να υπερασπιστούμε το Σύνταγμα μας, αφού, με την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», παραβιάστηκε μπροστά στα μάτια όλων το άρθρο 16. Και τούτο παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις περί αντισυνταγματικότητας του σχετικού νομοσχεδίου εκ μέρους πολλών, αν όχι της πλειοψηφίας των συνταγματολόγων της Χώρας.

Και συνοψίζει την πολιτική σημασία της αντισυνταγματικής εκτροπής που ενορχήστρωσε η κυβέρνηση με μια χούφτα “επιφανών” συνταγματολόγων, που όταν συμπεριφέρονταν ως συνταγματολόγοι και όχι ως πολιτικοί οπαδοί δίδασκαν στους υπόλοιπους ότι πρέπει να σέβονται το Σύνταγμα. . 

Το Σύνταγμα θα έπρεπε να το είχε υπερασπιστεί, καταρχήν και μετά λόγου γνώσης, σύσσωμη η κοινότητα των ειδικών, δηλαδή των συνταγματολόγων -πόσο μάς λείπουν ο Μάνεσης και ο Τσάτσος… Όσοι υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα χαρακτηριζόμαστε παρωχημένοι ή σχολαστικοί και αναγκαζόμαστε να επιχειρηματολογήσουμε για τα αυτονόητα εναντίον αυτών που μας είχαν διδάξει τα αυτονόητα:

    • την κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος, που όταν λέει, 7 μόνο φορές σε όλο το κείμενο, «απαγορεύεται», απαιτεί να τηρείται η απαγόρευση. …
    • το θεμελιώδες γεγονός ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να αντιστρέψει ή να παραμερίσει το περιεχόμενο ρητής διάταξης θετού δικαίου, πόσο μάλλον συνταγματικού επιπέδου, και ότι, ειδικώς η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, «συμπληρώνει και επεκτείνει το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος», ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να «το περιορίζει», ποτέ όμως να το διαστρέφει ή να το καταργεί, κάτι που δέχεται και το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης…
    • τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος: ο μόνος τρόπος να τραπεί το «απαγορεύεται» σε «επιτρέπεται» είναι μέσω συνταγματικής αναθεώρησης,
    • τη σχέση του Συντάγματος με το ευρωπαϊκό/ενωσιακό δίκαιο, που είναι μια σχέση εναρμόνισης και όχι σύγκρουσης, πόσο μάλλον όταν, ειδικά στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκρουση, αφού το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 165 παρ. 1 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 14 παρ. 2 Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), ρητά καθορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση οργανώνεται με βάση τις εθνικές –στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οι συνταγματικές- ρυθμίσεις,
    • τη δημοκρατική σημασία του Συντάγματος, που είναι όχι απλώς κείμενο πολιτικό, αλλά κείμενο που εκφράζει δεσμευτικά, στο υψηλότερο επίπεδο, τη βούληση της νομοθετικής εξουσίας και άρα του κοινωνικού σώματος στην ολότητα του. Η «ρευστοποίηση» του Συντάγματος και η μείωση της κανονιστικής του ισχύος συνιστούν όχι μόνο νομικές παραβιάσεις, αλλά και δημοκρατικές απειλές.

Επίλογος

Το Σύνταγμα στην πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε κατάκτηση των πολιτών και των εθνών έναντι της απολυταρχίας. Ήταν ο συντεταγμένος τρόπος να περιοριστεί η αυθαιρεσία των ελέω Θεού μαναρχών και να διασφαλιστεί σιγά σιγά και σταδιακά η λαϊκή κυριαρχία έστω στην τυπική – αστική της μορφή, η ισονομία και η ισοπολιτεία. 

Στην εποχή του εκδικητικού και επιθετικού νεοφιλελευθερισμού, το Σύνταγμα συχνά στέκει εμπόδιο στις αδίστακτες φιλοδοξίες του κεφάλαιου και της εξουσίας να αλώσει κάθε πτυχή της κοινωνικής δραστηριότητας, να ελέγξει τον πληθυσμό, να περιορίσει την εθνική κυριαρχία σε όφελος των μεγάλων ιμπεριαλιστικών ενώσεων ή στρατιωτικών συμμαχιών (ΕΕ, ΝΑΤΟ κλπ).

Η ουσιαστική παραβίαση του Συντάγματος έχει συμβεί πολλάκις στην πρόσφατη ελληνική ιστορία (εκ μέρους των ορκισμένων να το τηρούν κυβερνήσεων και όχι κάποιων ταραξιών ή ανατροπέων του πολιτεύματος) με το μνημονιακό αίσχος, την επί της ουσίας παράδοση της εξουσίας στους δανειστές και τον ευτελισμό της Βουλής να είναι το χαρακτηριστικότερο όλων.

Ωστόσο είναι η πρώτη φορά που ρητή και απολύτως κατανοητή και σε μικρά παιδιά συνταγματική απαγόρευση ανατρέπεται με το έτσι θέλω μιας κυβέρνησης που δεν το είχε καν θέσει στο προεκλογικό της πρόγραμμα (σ.σ. την νομοθετική παραβίαση της απαγόρευσης – όχι την ανάγκη ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων μέσω αναθεώρησης) και τη σύμφωνη γνώμη συνταγματολόγων που άλλα δίδασκαν όταν ήταν πράγματι συνταγματολόγοι και άλλα γνωμοδοτούν σήμερα που είναι κατά βάση θεράποντες της εξουσίας. 

Κανονικά, η κατάφωρη και βάναυση παραβίαση του Συντάγματος θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε ένα νέο 1-1-4 (σήμερα 120), όπου ο λαός επικαλούμενος ότι “η τήρηση του Σύντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων” και όχι στη βουλιμία των Μητσοτάκη, Βενιζέλου κλπ υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου, θα ζητούσε την αποπομπή της επίορκης κυβέρνησης και την απόδοση πολιτικών και ποινικών ευθυνών για την παραβίαση του Συντάγματος. 

Ζούμε όμως σε μια εποχή και ένα συσχετισμό όπου όσοι παραβιάζουν το Σύνταγμα κουνάνε το δάχτυλο στην κοινωνία και η κοινωνία παρακολουθεί σοκαρισμένη και σαστισμένη την απόλυτη ρευστοποίηση των κατακτήσεων της Γαλλικής Επανάστασης, της Αμερικανικής Επανάστασης, των επαναστάσεων του 1848, της δικής μας 3ης Σεπτεμβρίου, και τόσων άλλων ορόσημων της ιστορίας της ανθρωπότητας που πλέον καταργούνται για να πισωγυρίσουμε όχι στην απολυταρχία μιας οικογένειας αυτοκρατόρων ή βασιλέων αλλά στην απολυταρχία του κεφαλαίου.

Υπεράσπιση του Συντάγματος

 Να λοιπόν που φτάσαμε σε αυτό το σημείο: να πρέπει να υπερασπιστούμε το Σύνταγμα μας, αφού, με την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», παραβιάστηκε μπροστά στα μάτια όλων το άρθρο 16.

Και τούτο παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις περί αντισυνταγματικότητας του σχετικού νομοσχεδίου εκ μέρους πολλών, αν όχι της πλειοψηφίας των συνταγματολόγων της Χώρας[1]. Παρά την αποκαθήλωση, από την ίδια την κυβέρνηση, της αρχικής σκέψης να χρησιμοποιήσει, ως τρόπο εισχώρησης των «ιδιωτικών πανεπιστημίων» στο ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 28 του Συντάγματος, μέσω σύναψης διεθνών συμφωνιών με άλλες χώρες[2]. Παρά τη σαφή ανάδειξη από τη δημόσια συζήτηση ότι δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής, προκειμένου να επιτευχθεί ο ίδιος σκοπός, ούτε η «νομολογία Soros» του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκής Ένωσης[3], ούτε η «νομολογία του βασικού μετόχου» του Συμβουλίου της Επικρατείας[4]. Και παρά τη διαπίστωση ότι τα «Παραρτήματα» του νόμου, που υποτίθεται ότι θα σέβονταν το άρθρο 16[5], είναι στην πραγματικότητα νέα νομικά πρόσωπα (με την καινοφανή ονομασία «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» -«νππε»- και την μη ασκούσα νομική επιρροή  προσθήκη ότι θα πρόκειται, κατά δήλωση του νόμου, για «μη κερδοσκοπικά ιδρύματα»), τα οποία θα εκδίδουν «ελληνικούς» πανεπιστημιακούς τίτλους: δεν πρόκειται, συνεπώς, για «εγκατάσταση παρατημάτων» αλλά για εισχώρηση στην ελληνική έννομη τάξη νέου –απαγορευόμενου- τύπου ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων[6].

Είναι η πρώτη φορά στη μεταπολίτευση που συμβαίνει τέτοια ευθεία παραβίαση –έμμεσες έχουν υπάρξει πολλές και συνέβη ίσως πάλι πρόσφατα με την παράνομη χρήση προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Συντάγματος) από ευρωβουλευτή. Είναι επίσης η πρώτη φορά που η βιασύνη για μια επιχειρηματική διευθέτηση, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο μεταρρυθμιστικός ζήλος, επικρατούν, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και ψήφο της Βουλής, όχι μόνο του γράμματος και του πνεύματος του Συντάγματος αλλά της κοινής λογικής. Γιατί δεν αντέχει στη δοκιμασία της λογικής –εκτός αν κάποιο μυαλό λειτουργεί με όρους κομματικούς ή «ακολουθεί» πρόσωπα και όχι επιχειρήματα- ούτε ότι μέσω της ερμηνείας, «ενωσιακού» ή άλλου τύπου, μπορεί να επιτραπεί κάτι που το Σύναγμα απαγορεύει, ούτε ότι συνταγματική αναθεώρηση είναι απαραίτητη, αλλά μετά την ψήφιση νόμου που χωρίς αναθεώρηση θα είναι αντισυνταγματικός[7].

Το Σύνταγμα θα έπρεπε να είχε υπερασπιστεί, καταρχήν και μετά λόγου γνώσης, σύσσωμη η κοινότητα των ειδικών, δηλαδή των συνταγματολόγων -πόσο μάς λείπουν ο Μάνεσης και ο Τσάτσος, που θα είχαν βρει τον τρόπο να αποφύγουμε αυτά που ακούμε σήμερα από την κοινωνία: «αφού δεν τα βρίσκετε μεταξύ σας, τι μας νοιάζει εμάς το Σύνταγμα». Και δικαίως τα ακούμε, όταν όχι μόνο δεν είμαστε μια γροθιά, αλλά όσοι υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα χαρακτηριζόμαστε παρωχημένοι ή σχολαστικοί και αναγκαζόμαστε να επιχειρηματολογήσουμε για τα αυτονόητα εναντίον αυτών που μας είχαν διδάξει τα αυτονόητα:

  • την κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος, που όταν λέει, 7 μόνο φορές σε όλο το κείμενο, «απαγορεύεται», απαιτεί να τηρείται η απαγόρευση. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με την απαγόρευση, και μάλιστα τριπλή (άρθρο 16 παρ. 5,6 και 8), λειτουργίας ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που να έχουν άλλη μορφή από νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου –νπδδ- και να στηρίζονται σε ιδιωτικούς πόρους,
  • το θεμελιώδες γεγονός ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να αντιστρέψει ή να παραμερίσει το περιεχόμενο ρητής διάταξης θετού δικαίου, πόσο μάλλον συνταγματικού επιπέδου[8], και ότι, ειδικώς η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, «συμπληρώνει και επεκτείνει το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος»[9], ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να «το περιορίζει», ποτέ όμως να το διαστρέφει ή να το καταργεί, κάτι που δέχεται και το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C-573/17)[10]
  • τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος: ο μόνος τρόπος να τραπεί το «απαγορεύεται» σε «επιτρέπεται» είναι μέσω συνταγματικής αναθεώρησης,
  • τη σχέση του Συντάγματος με το ευρωπαϊκό/ενωσιακό δίκαιο, που είναι μια σχέση εναρμόνισης και όχι σύγκρουσης, πόσο μάλλον όταν, ειδικά στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκρουση, αφού το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 165 παρ. 1 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 14 παρ. 2 Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), ρητά καθορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση οργανώνεται με βάση τις εθνικές –στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οι συνταγματικές- ρυθμίσεις,
  • τη δημοκρατική σημασία του Συντάγματος, που είναι όχι απλώς κείμενο πολιτικό, αλλά κείμενο που εκφράζει δεσμευτικά, στο υψηλότερο επίπεδο, τη βούληση της νομοθετικής εξουσίας και άρα του κοινωνικού σώματος στην ολότητα του. Η «ρευστοποίηση» του Συντάγματος και η μείωση της κανονιστικής του ισχύος συνιστούν όχι μόνο νομικές παραβιάσεις, αλλά και δημοκρατικές απειλές.

Το Σύνταγμα, που έχουν ψηφίσει και στο οποίο ορκίζονται, θα έπρεπε και οι βουλευτές να είχαν βάλει πάνω από πολιτικά προγράμματα, κυβερνητικές πιέσεις, προσωπικές φιλοδοξίες, τα ήξεις αφήξεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής[11]. Στοιχειώδες αίσθημα ευθύνης, αυτοπροστασίας και αυτοσυγκράτησης θα έπρεπε να είχε κάνει να πρυτανεύσει, υπεράνω κομματικών συσχετισμών, η απλή σκέψη ότι ακόμα και αν ήταν απλώς αμφιλεγόμενο τι επιτρέπει και τι απαγορεύει το Σύνταγμα, η Βουλή, ως εκφραστής της λαϊκής βούλησης, θα έπρεπε να οδηγηθεί σε λύση συμφιλίωσης –την αναθεώρηση- και όχι σύγκρουσης –στο όνομα, μάλιστα, μιας ανεξήγητης βιασύνης.

Τέλος, για το Σύνταγμα θα έπρεπε –αλλά δεν βρέθηκε κανείς να του το εμφυσήσει- να μάχεται το κοινωνικό σύνολο, αφού γεύεται και επιθυμεί την υπό τη σκέπη του δημοκρατία και έχει πατριωτικό καθήκον (άρθρο 120 Συντάγματος) να διεκδικεί πλήρως και αδιάκοπα την τήρηση του.

Τώρα πλέον, μετά την ψήφιση του νόμου, μόνος υπερασπιστής του Συντάγματος μένει το Συμβούλιο της Επικρατείας, από το οποίο, στη βέβαια περίπτωση που προσβληθεί μια στηριζόμενη στο νέο νόμο διοικητική πράξη, θα «ζητηθεί» από την κυβέρνηση όχι μόνο να μεταστρέψει τη νομολογία του, αλλά να νομολογήσει ότι για την ελληνική ανώτατη εκπαίδευση δεν ισχύει το ελληνικό Σύνταγμα.

Κι όμως, η νομολογία του ΣτΕ σε σχέση με το άρθρο 16 είναι πάντα στην ίδια γραμμή, από το 1974 έως σήμερα:

  • «απαγορεύεται απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών» και δεν επιτρέπεται να τρωθεί «ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης και το κύρος του δημοσίου πανεπιστημίου» (ΣτΕ 922/2023)[12],
  • τα ΑΕΙ «δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα αλλά οι σκοποί τους, όπως προβλέπονται από το Σύνταγμα (άρθρο 16), αποβλέπουν στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας και του ερευνητικού και εν γένει εκπαιδευτικού έργου και άρα δεν εμπίπτουν στην έννοια της «επιχείρησης»» (ΣτΕ 2350-63/2023)[13],
  • είναι «διαφορετικό το ζήτημα της επαγγελματικής αναγνώρισης τίτλων σπουδών από το ζήτημα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης αυτών» (ΣτΕ 3451/2011, 3101/2027, 2253/2019)[14].

Το ζήτημα είναι εθνικής συνταγματικής τάξης, αφού, παρά την –ορθότερα: μέσα στην- υπαρκτή ελληνική ιδιοτυπία της απαγόρευσης «ιδιωτικών πανεπιστημίων», την ανώτατη εκπαίδευση ρυθμίζει, με αρμοδιότητα που της παρέχει και το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, η εθνική έννομη τάξη. Δεν είναι, συνεπώς, νομοτελειακή η θέση προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πάντως, σε περίπτωση που τεθεί τέτοιο ερώτημα, η απάντηση πάλι με όρους εθνικής συνταγματικής τάξης, και υπό το φως της ελληνικής νομολογίας, θα κριθεί.

Με την «υπόθεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων», το Δικαστήριο της συνταγματικής νομιμότητας έχει, συνεπώς, μια μεγάλη ευκαιρία να δώσει σε όλους, και κυρίως στην κοινωνία, ένα μάθημα συνταγματικής δημοκρατικότητας.

 

[1] Μια επισκόπηση των κειμένων που έχουν δημοσιευθεί σε αυτή εδώ την ιστοσελίδα το επιβεβαιώνει. Σε ρεπορτάζ των Reporters United αναφέρονται, με αντίστοιχες παραπομπές σε άρθρα και γνωμοδοτήσεις τους: «ενδεικτικά: Κωνσταντίνος ΓιαννακόπουλοςΑλκιβιάδης ΔερβιτσιώτηςΓιάννης ΔρόσοςΑκρίτας ΚαϊδατζήςΙφιγένεια ΚαμτσίδουΓιώργος ΚατρούγκαλοςΞενοφών ΚοντιάδηςΠαναγιώτης ΜαντζούφαςΚώστας ΜποτόπουλοςΓιώργος ΣωτηρέληςΠάνος ΛαζαράτοςΒασιλική ΧρήστουΚώστας Χρυσόγονος)». Θα μπορούσαν να προστεθούν, από αυτούς που γνωρίζω, οι Γιώργος Κουβελάκης («Ας διαφυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε περισσότερο από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια»), Ηλίας Νικολόπουλος, Γιώργος Καραβοκύρης, Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Απόστολος Παπατόλιας, Γιάννης Τασόπουλος («θα ήταν από κάθε άποψη προτιμότερο το «νέο» άρθρο 16 να προέκυπτε μέσα από συνταγματική αναθεώρηση» και «η προσπάθεια δικαιολόγησης της νέας ερμηνείας μέσα από μια νομικοπολιτική ρητορική περί «ζωντανού Συντάγματος» δεν νομίζω ότι είναι ούτε ορθή ούτε χρήσιμη»), καθώς και οι Καθηγητές Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Αστέρης Πλιάκος, Χάρης Τσιλιώτης, Αντώνης Μεταξάς, Μανώλης Περάκης, Βασίλης Χατζόπουλος, υπογράφοντες το σχετικό Υπόμνημα της ΕΕΕΣ (Ένωσης Επιστημόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών) προς την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων (προσβάσιμο στην ιστοσελίδα euscientists.eu), όπου γίνεται λόγος για «πρόδηλη ασυμβατότητα των νππε με τις σαφούς και αδιάστικτης διατύπωσης διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος»

[2] Βλ. Αντώνη Μανιτάκη, «Η κρυφή γοητεία του άρθρου 28 του Συντάγματος», στα ΝΕΑ, 16 Ιουλίου 2023 και αναδημοσίευση στο  www.constitutionalism.gr

[3] «Επιτροπή κατά Ουγγαρίας», (C-66/18 της 6.10.2020), όπου επρόκειτο για κρίση σχετική με την επιχειρηματική ελευθερία και υπό συνταγματικό καθεστώς –της Ουγγαρίας- που δεν περιέχει απαγόρευση ίδρυσης «ιδιωτικών πανεπιστημίων»

[4] Στην περίπτωση του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος, η εθνική νομοθεσία περιόριζε αρμοδιότητα οικονομικού χαρακτήρα, άρα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσέκρουε σε ενωσιακή αρμοδιότητα, και όχι σε εκπαιδευτική αρμοδιότητα, η οποία ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο

[5] Έτσι, χαρακτηριστικά, ο Α. Μανιτάκης, στην Καθημερινή, 11 Φεβρουαρίου 2024: «η νομοθετική πρωτοβουλία, εφόσον (η έμφαση δική μου) περιορίζεται στην πρόβλεψη εγκατάστασης παραρτημάτων, μόνον (η έμφαση δική μου), αλλοδαπών πανεπιστημίων … δεν ανοίγει την πόρτα στην ίδρυση νέων ιδιωτικών πανεπιστημίων. Διότι άλλο ίδρυση και άλλο εγκατάσταση παραρτήματος». Συνεπώς, προεκτείνω, το ότι δεν πρόκειται για παράρτημα, αλλά για νέο ίδρυμα, δημιουργεί συνταγματικό πρόβλημα

[6] Βλ. αναλυτικά, Κ. Μποτόπουλου, «Εικονικά Πανεπιστήμια», στο Βήμα, 20 Φεβρουαρίου 2024

[7] Στο βιβλίο των Β. Σκουρή/Ε/ Βενιζέλου, «Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιοι ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα, 2024, αναφέρεται: «Η εξαγγελθείσα αναθεώρηση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος προϋποθέτει την τήρηση των διαδικαστικών προδιαγραφών του άρθρου 110 παρ. 2-6. Ακόμα συνεπώς (ο τονισμός δικός μου) και αν όλες οι διαδικασίες κινηθούν με τον ταχύτερο ρυθμό, υπάρχει ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξακολουθεί να έχει πρακτική σημασία το ερώτημα για τα περιθώρια που έχει ο εθνικός νομοθέτης…». Με όλο το σεβασμό, αυτό το «συνεπώς» και αυτά τα προ της αναθεώρησης περιθώρια αμφισβητούμε αρκετοί

[8] Άλλο το ότι όλες οι διατάξεις υπόκεινται σε ερμηνεία και άλλα τα όρια της ερμηνείας σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της λογικής. Άλλο το «ζωντανό Σύνταγμα» και άλλο η contra constitutionem εφαρμογή του (αντίθετος ο Νίκος Αλιβιζάτος, «Δεν αντίκεται στο Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα», στο Νομικό Βήμα, 72 (2024)/1, σελ. 46)

[9] Ευάγγελος Βενιζέλος, «Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα, 2022, σελ. 59

[10] Η απόφαση, που υπενθυμίζεται από τον Κ. Γιαννακόπουλο, «Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου», στο Βήμα, 3 Μαρτίου 2024, καθώς και από το Υπόμνημα της ΕΕΣ (βλ. υποσημ. 1), επισημαίνει ότι η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία «δεν μπορεί να χρησιμεύει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου»

[11] Που πάντως, στην σχετική Έκθεση της επί του νομοσχεδίου, αναφέρει σαφώς ως «κρατούσα έως σήμερα» ερμηνεία και νομολογία εκείνη που θεωρεί ότι «δεν δύναται να ανατραπεί» η συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 16 «στο πλαίσιο οποιασδήποτε ερμηνευτικής προσαρμογής»

[12] Κάτι εντελώς διαφορετικό από την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων για τα κολέγια ή επιβολής διδάκτρων σε μεταπτυχιακές σπουδές, όπως ρητά αναφέρει και η ήδη μνημονευθείσα Έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής

[13] Άρα δεν μπορεί να γίνει επίκληση της επιχειρηματικού δικαιώματος που ενδεχομένως ενυπάρχει (και) στην ανώτατη εκπαίδευση για παράκαμψη του τρόπου με τον οποίο το Σύνταγμα ρυθμίζει την ανώτατη εκπαίδευση

[14] Άρα δεν ισχύει ότι μπορεί να γίνει χρήση της νομολογίας για τα «κολέγια» ως βάση για αλλαγή νομολογίας σε σχέση με τα πανεπιστήμια

Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου

Toν 19o αιώνα, οι Γάλλοι έθεταν τη σφραγίδα «Bon pour l’Orient» (καλό για την Ανατολή) σε διπλώματα φοιτητών που προέρχονταν από οθωμανικές περιοχές και θεωρούνταν χαμηλής ποιότητας για την Ευρώπη αλλά κατάλληλα για τις αποικίες. Δυστυχώς, φτάσαμε στο σημείο να μην είναι υπερβολικό να φανταστεί κανείς, σήμερα, μια ανάλογη σφραγίδα τόσο στο νομοσχέδιο για τα μη κρατικά ΑΕΙ που συζητείται στη Βουλή, όσο και σε ορισμένες νομικές ερμηνείες που το στηρίζουν.

Η συνταγματική απαγόρευση ιδιωτικών πανεπιστημίων θεσπίστηκε το 1975 με το σκεπτικό ότι «η Ανώτατη Παιδεία είναι και οφείλει να είναι μόνον κρατική δια τον φόβον του μπίζνες (Business)» (Δ. Νιάνιας, Πρακτικά Β΄ Υποεπιτροπής, 30.1.1975). Η απαγόρευση αυτή επιβεβαιώθηκε με τις συνταγματικές αναθεωρήσεις του 2001, του 2008 και του 2019. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξελίξεις, συνεχίζει να απορρίπτει κάθε προσπάθεια καταστρατήγησής της (ΣτΕ 1071/2021 και 1789/2023). Τα δε πρόσφατα γεγονότα στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ κατέδειξαν τον επίκαιρο χαρακτήρα της, καθώς ακόμη και τα πιο φημισμένα μη κρατικά ΑΕΙ δεν κατορθώνουν να διασώσουν την αυτονομία τους απέναντι στους ιδιώτες χρηματοδότες τους. Υπό το πρίσμα όλων αυτών, στους περισσότερους ευρωπαϊκούς νομικούς κύκλους, δύσκολα θα τολμούσε κανείς να προβάλλει επίμονα δυναμικές ερμηνείες σύμφωνα με τις οποίες το σαφές γράμμα του άρθρου 16 πρέπει να αλλοιωθεί, χωρίς τυπική συνταγματική αναθεώρηση, ως δήθεν χουντικό και απαρχαιωμένο.

Την αλλοίωση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, διότι το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δέχεται ότι μια τέτοια μέθοδος «δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου» (υπόθεση C-573/17). Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, τα ανώτατα δικαστήρια όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών -και, πάντως, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας- δεν δέχονται την απόλυτη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών Συνταγμάτων τους. Όταν, μάλιστα, τα δικαστήρια αυτά απευθύνουν σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, ουδόλως θεωρούν αναντίρρητα δεσμευτικές τις απαντήσεις του. Πίσω από μια περίτεχνη διπλωματία νομικών όρων, εξελίσσεται ένας πόλεμος μεταξύ των εθνικών δικαστών και του ΔΕΕ για τη διεκδίκηση της εκφοράς του τελευταίου λόγου. Σε κάθε περίπτωση, προτού αποφανθούν τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια, συνήθως μετά από προσφυγή ιδιωτών, και προτού το ΔΕΕ εκφέρει ειδική σχετική κρίση, καμία σοβαρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν διανοείται να απαξιώσει, από μόνη της, το Σύνταγμά της κατ’ επίκληση ερμηνειών του ενωσιακού δικαίου. Κάθε φορά δε που μια τέτοια κυβέρνηση επιλέγει, για οποιονδήποτε λόγο, να ακολουθήσει επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι αντίθετες στο Σύνταγμά της, το κάνει μόνον μετά από τυπική αναθεώρηση του τελευταίου.

Χωρίς να απελευθερώνει πλήρως την ανώτατη εκπαίδευση, το επίμαχο νομοσχέδιο αναθέτει αποφασιστικές αρμοδιότητες σε ιδιόμορφα εθνικά «παραρτήματα» αλλοδαπών πανεπιστημίων. Προσποιείται, μάλιστα, ότι αυτά τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου σέβονται κάποιες πτυχές του άρθρου 16, χωρίς να τεκμηριώνει επαρκώς τους περιορισμούς ενωσιακών δικαιωμάτων που προκύπτουν από τις πτυχές αυτές. Παραγνωρίζει δε ότι το άρθρο 16 εμποδίζει να ανακληθεί η επιφύλαξη στη συμφωνία GATS, η οποία στερεί από τα μη ευρωπαϊκά πανεπιστήμια την προστασία του δικαίου της Ένωσης. Πρόκειται για μια μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου, η οποία επιδιώκει, βραχυπρόθεσμα, τη δημιουργία τετελεσμένων που νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και, μεσοπρόθεσμα, το άνοιγμα του δρόμου και σε κερδοσκοπικά ΑΕΙ. Θα ήθελε πολύ θάρρος για να υποστηρίξει κανείς σε αξιόπιστους νομικούς κύκλους της Ευρώπης ότι μια τέτοια εργαλειοποίηση συνδυασμένων παραβιάσεων του εθνικού, του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου είναι καταρχήν θεμιτή και, πάντως, πρέπει να ελεγχθεί βάσει μόνον του ενωσιακού δικαίου.

Στην όλη υπόθεση, το μείζον διακύβευμα δεν είναι τόσο η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων, όσο ο σεβασμός του κύρους των θεμελιωδών -εθνικών και ευρωπαϊκών- κανόνων δικαίου, ώστε η Ελλάδα να θεωρείται αξιοπρεπής ευρωπαϊκή χώρα.

Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων

«Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», λέει το άρθρο 120 παρ. 4, η ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος. Τα ίδια έλεγε το άρθρο 114 του προηγούμενου Συντάγματος του 1952, που έγινε λαϊκό σύνθημα και σύμβολο δημοκρατικών αγώνων: «Ένα – Ένα – Τέσσερα». Στην ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος αποτυπώνεται η λογική του συνταγματικού πατριωτισμού. Παρότι στην επιστημονική συζήτηση η έννοια παραμένει αμφιλεγόμενη1, στην αφετηρία του ο συνταγματικός πατριωτισμός είναι κάτι αρκετά απλό: Πατριώτης είναι ο καλός πολίτης. Και καλός πολίτης είναι αυτός που νοιάζεται για τη δημοκρατία και την τήρηση του Συντάγματος. Τα λέει ωραία η παρ. 2 του ίδιου άρθρου 120: «O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων».

Ότι το ίδιο το Σύνταγμα επιφορτίζει «τους Έλληνες» –κάθε πολίτη ατομικά και, κυρίως, συλλογικά μαζί με άλλους– με την ευθύνη της τήρησης του Συντάγματος σημαίνει δύο πράγματα, το πρώτο εκ των οποίων συχνά παραβλέπεται. Σημαίνει, ότι οι ίδιοι οι πολίτες έχουν εκ του Συντάγματος το δικαίωμα, πρώτον, να ελέγχουν πότε δεν τηρείται το Σύνταγμα και, δεύτερον, να ενεργούν για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας.

Οι πολίτες δικαιούνται να ελέγχουν την τήρηση του Συντάγματος

Ως προς το πρώτο: Η ρήτρα «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων» αποκτά νόημα μόνον όταν οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν οι ίδιοι πότε δεν τηρείται το Σύνταγμα. Η επίκληση στον πατριωτισμό των Ελλήνων παρέλκει, είναι άνευ αντικειμένου, όταν την παραβίαση του Συντάγματος την έχει ήδη διαπιστώσει κάποιο όργανο της κρατικής εξουσίας, ιδίως δικαστήριο. Διότι, στην περίπτωση αυτή, το κρατικό όργανο που διαπιστώνει την παραβίαση έχει και την εξουσία να ενεργήσει το ίδιο για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας.

Έχει σημασία να κατανοήσουμε για ποιο λόγο το Σύνταγμα εξοπλίζει τους πολίτες με αυτή την ευθύνη. Το Σύνταγμα είναι βεβαίως ένας νόμος κι αυτό, που όμως διαφέρει από όλους τους υπόλοιπους νόμους, το κοινό δίκαιο. Ενώ το κοινό δίκαιο θεσπίζεται από όργανα της κρατικής εξουσίας για να ρυθμίσει και να περιορίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, το Σύνταγμα θεσπίζεται, στο όνομα και για λογαριασμό των πολιτών, για να ρυθμίσει και να περιορίσει την εξουσία των κρατικών οργάνων. Και, ενώ το πότε παραβιάζεται το κοινό δίκαιο κρίνεται από κρατικά όργανα, ιδίως και τελικά τα δικαστήρια, το πότε παραβιάζεται το Σύνταγμα δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην κρίση κρατικών οργάνων, δηλαδή εκείνων τη συμπεριφορά των οποίων υποτίθεται ότι ρυθμίζει2. Αυτός είναι ο λόγος που –παράλληλα με τις άλλες, τις θεσμικές εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος, όπου ορισμένο κρατικό όργανα ελέγχει αν κάποιο άλλο παραβίασε το Σύνταγμα– ο πατριωτισμός των Ελλήνων ανάγεται σε αυτοτελή, και με μιαν έννοια ύπατη, εγγύηση τήρησης του Συντάγματος3.

Με άλλα λόγια, το άρθρο 120 παρ. 4 αναγνωρίζει (και προϋποθέτει) ότι κάθε πολίτης –χωρίς να χρειάζεται να είναι ειδικός, νομικός ή συνταγματολόγος– δικαιούται να έχει λόγο για τον «δικό» του νόμο, την άμυνά του απέναντι στην κρατική εξουσία, το Σύνταγμα. Να το διαβάζει, να το ερμηνεύει και να εκφέρει τη γνώμη ότι ορισμένη ενέργεια κρατικού οργάνου το παραβιάζει. Χωρίς να χρειάζεται να εξαρτά τη γνώμη του αυτή από την κρίση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου. Αντισυνταγματικό δεν είναι μόνον ό,τι κρίθηκε ως τέτοιο από κάποιο δικαστήριο ή άλλο κρατικό όργανο. Βεβαίως, σε αντίθεση με τα κρατικά όργανα, οι πολίτες δεν ασκούν αρμοδιότητα. Το σύνολο των πολιτών, ο λαός, δεν είναι ένα ενιαίο σώμα. Κάποιοι μπορεί να θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά. Άλλοι θα συμφωνούν, άλλοι θα διαφωνούν και άλλοι, ίσως οι περισσότεροι, απλώς θα αδιαφορούν. Επομένως, η γνώμη (κάποιων) πολιτών ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά ούτε δεσμευτικότητα έχει ούτε οποιαδήποτε νομική σημασία. Έχει όμως πολιτική σημασία, που δεν πρέπει να υποτιμούμε. Γίνεται πολιτικό επιχείρημα, πολιτικό σύνθημα, ακόμα και σύμβολο πολιτικών αγώνων –ας ξαναθυμηθούμε το «Ένα – Ένα – Τέσσερα». Πρόκειται για αυτό που αποκαλείται πολιτικός συνταγματισμός (σε αντιδιαστολή προς το νομικό συνταγματισμό)4.

Οι πολίτες δικαιούνται να ενεργούν για την τήρηση του Συντάγματος

Ως προς το δεύτερο: Το άρθρο 120 παρ. 4 αναθέτει στο λαό, τους Έλληνες πολίτες, την ευθύνη τήρησης του Συντάγματος. Τί μπορούν να κάνουν όσοι θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά; Σε οριακές στιγμές, μπορούν βεβαίως να κάνουν αυτό που λέει η συνέχεια της διάταξης: «δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Να αντισταθούν. Τεχνικά, το δικαίωμα αντίστασης πράγματι ενεργοποιείται μόνον όταν επιχειρείται κατάλυση του πολιτεύματος με βίαια μέσα5. Απολύτως κατανοητή όταν γράφτηκε το 1975, μετά την πτώση του καθεστώτος της απριλιανής δικτατορίας, η ρήτρα αυτή έχει στις μέρες μας όλο και λιγότερη σημασία. Τα πολιτεύματα πλέον δεν (χρειάζεται να) καταλύονται με τη βία, με πραξικοπήματα και με τανκς. Διαβρώνονται και υπονομεύονται σταδιακά και εκ των έσω, από κυβερνώντες που έρχονται στη εξουσία με φαινομενικά δημοκρατικό τρόπο, μέχρις ότου φτάνει κάποια στιγμή που συνειδητοποιούμε πως παραμένουν στην εξουσία με όχι και τόσο δημοκρατικό τρόπο.

Πέραν από αυτές τις οριακές στιγμές όπου ενεργοποιείται το δικαίωμα αντίστασης, πώς εκδηλώνεται στην πολιτική καθημερινότητα ο πατριωτισμός των Ελλήνων ως εγγύηση τήρησης του Συντάγματος; Οι πολίτες που θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά μπορούν φυσικά να προσφύγουν σε κάποιο άλλο κρατικό όργανο, ιδίως δικαστήριο, ζητώντας του να αποκαταστήσει τη συνταγματική νομιμότητα. Παρότι είναι βεβαίως κι αυτή μια δυνατότητα, δεν είναι πάντως αυτό το νόημα της ρήτρας του άρθρου 120 παρ. 4. Το Σύνταγμα κάνει επίκληση στον πατριωτισμό των Ελλήνων, ακριβώς όταν η αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας δεν είναι δυνατή ή αναμενόμενη ή, έστω, αποτελεσματική από την άσκηση των αρμοδιοτήτων κρατικών οργάνων. Η πεμπτουσία, επομένως, της ρήτρας δεν έγκειται σε νομικές ενέργειες, αλλά σε πολιτικές.

Ποιες είναι αυτές οι πολιτικές ενέργειες; Η πιο απλή: οι πολίτες μπορούν να ασκούν πίεση στους αντιπροσώπους τους προκειμένου, για παράδειγμα, να καταψηφίσουν ένα νομοσχέδιο που θεωρούν αντισυνταγματικό ή να υπερψηφίσουν την κατάργηση ενός νόμου που θεωρούν αντισυνταγματικό. Επίσης, το δικαίωμα της ψήφου: οι πολίτες μπορούν να καταψηφίσουν όσους θεωρούν ότι ενήργησαν αντισυνταγματικά ή να υπερψηφίσουν όσους υπόσχονται να αποκαταστήσουν τη συνταγματική νομιμότητα. Περαιτέρω, οι πολίτες μπορούν να ενεργούν όχι μόνο μέσω των θεσμών αντιπροσώπευσης, αλλά και άμεσα: Ασκώντας το δικαίωμα αναφοράς ή το δικαίωμα συνάθροισης, με διαμαρτυρίες, συγκεντρώσεις, πορείες και με κάθε άλλο νόμιμο μέσο. Οι πολίτες μπορούν να προσφεύγουν ακόμα και σε πιο δραστικές μορφές λαϊκής αντιπολίτευσης που υπερβαίνουν την τυπική νομιμότητα (πολιτική ανυπακοή, κατάληψη δημόσιων κτιρίων, άσκηση συμβολικής βίας) –αποδεχόμενοι βεβαίως στην περίπτωση αυτή το ενδεχόμενο να υποστούν τις έννομες συνέπειες.

Η αντισυνταγματικότητα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων

Από τα παραπάνω μπορεί να αντλήσει κάποιος ένα ή δύο διδάγματα χρήσιμα για την τρέχουσα συγκυρία. Το νομοσχέδιο για την ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που συζητιέται στη βουλή είναι απροκάλυπτα και κραυγαλέα αντισυνταγματικό. Το άρθρο 16 του Συντάγματος που όλοι διαβάζουμε και όλοι καταλαβαίνουμε –δεν χρειάζεται να είμαστε ειδικοί– λέει πως τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με ακαδημαϊκή ελευθερία και εγγυήσεις για τους διδάσκοντές τους. Τίποτε από αυτά δεν είναι τα διαβόητα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» που προβλέπει το νομοσχέδιο.

Στις εύλογες αντιδράσεις πολλών –φοιτητικό κίνημα, πανεπιστημιακοί, ενδιαφερόμενοι πολίτες– μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Δεν σας πέφτει λόγος για το αν το νομοσχέδιο είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικό, δεν είστε ειδικοί. Υπάρχουν ειδικοί, νομικοί και συνταγματολόγοι, που έχουν βρει – ακριβέστερα: κατασκευάσει– μιαν ερμηνεία –ακριβέστερα: παρερμηνεία– που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 16 δεν σημαίνει αυτό που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε, αλλά κάτι διαφορετικό». Η απάντηση εδώ πρέπει να είναι απερίφραστη: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –όλους τους πολίτες, όχι μόνο τους ειδικούς– την ευθύνη για την τήρηση του Συντάγματος. Βεβαίως και μας πέφτει λόγος, βεβαίως και μπορούμε να κρίνουμε αν ένα νομοσχέδιο είναι αντίθετο σ’ αυτά που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε ότι λέει το Σύνταγμα.

Στο, εξίσου εύλογο, ερώτημα κάποιων τί μπορούμε να κάνουμε για να διασφαλίσουμε την τήρηση του Συντάγματος, μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Να προσφύγετε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα δικαστήρια, αν θεωρείτε αντισυνταγματικό το νομοσχέδιο. Αυτά είναι τα μόνα αρμόδια να κρίνουν αν υπάρχει αντισυνταγματικότητα». Και εδώ η απάντηση πρέπει να είναι: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –και όχι στα δικαστήρια– την ευθύνη της πρόληψης: να αποτρέψουμε την αντισυνταγματικότητα προτού αυτή γίνει δεσμευτική πράξη της κρατικής εξουσίας, προτού γίνει νόμος. Το μεγάλο έλλειμμα του δικαστικού ελέγχου της αντισυνταγματικότητας είναι πως, εξ ορισμού, είναι κατασταλτικός, έρχεται μετά την εφαρμογή του νόμου, όταν έχουν ήδη διαμορφωθεί καταστάσεις που η ανατροπή τους μπορεί να έχει κόστος και παράπλευρες συνέπειες. Κι αυτό επηρεάζει αναπόφευκτα την κρίση τους. Μικρή σημασία έχουν προσφυγές ή μηνύσεις που θα εκδικαστούν μετά από μήνες ή χρόνια, όταν θα έχουν πια δημιουργηθεί τετελεσμένα.

Τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την τήρηση του Συντάγματος όπως την εννοεί το άρθρο 120 είναι πολιτικά, όχι νομικά. Παραδόξως –ή ίσως όχι και τόσο παραδόξως– από το δημόσιο λόγο επί του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απουσιάζει ένα πολιτικό μέσο πίεσης που, εν δυνάμει, μπορεί να αποδειχθεί το πιο αποτελεσματικό, περισσότερο από οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια: Η διαβεβαίωση των κομμάτων της μείζονος, τουλάχιστον, αντιπολίτευσης ότι θα καταργήσουν το νόμο όταν έρθουν στην εξουσία θα προβλημάτιζε, αν μη τι άλλο, και ενδεχομένως θα έκανε διστακτικούς όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στη μπίζνα της πανεπιστημιακής παραπαιδείας που προωθεί το νομοσχέδιο.

1 J.-WMüllerΣυνταγματικός πατριωτισμός, Εκδ. Παπαζήση, 2012.

2 L. Kramer, The People Themselves: Popular Constitutionalism and Judicial Review, Oxford University Press, 2004.

3 Αρ. Μάνεσης, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τόμ. Ι-ΙΙ [1956-1961], Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, επανέκδοση 1991.

4 R. Bellamy, Political Constitutionalism, Oxford University Press, 2007.

5 Φ. Σπυρόπουλος, Το δικαίωμα αντίστασης κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος [1987], Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, επανέκδοση 2022.

Πηγή: Consitutionalism.gr

Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος

Να εξηγούμεθα,

Είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών.

Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του.

Μέχρις εκεί, που η νομική επιστήμη παραμένει επιστήμη, και όχι τέχνη διαπραγμάτευσης και μετατροπής του ήσσονος λόγου σε κρείττονα ή με την ίδια ευκολία το αντίστροφο, κατά την αυθαίρετη επιλογή και ιεράρχηση του «ερμηνευτή». Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος που τείνει προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Καλό και όχι κακό θα μας κάνει.

Πρόσφατα, σειρά άρθρων, γνωμοδοτήσεις ακαδημαϊκών και πολιτικών ανακάλυψαν μετά από 50 χρόνια από την ψήφιση και ισχύ του Συντάγματος του ’75, και σχεδόν 45 από την είσοδό μας στην ΕΟΚ, ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν έχει την έννοια που όλοι νομίζαμε (Κυβερνήσεις, Συμβούλιο Επικρατείας κλπ.). Η φώτιση ήρθε – ξαφνικά. (;) Το άρθρο 16, λένε, ενόψει της Ευρωπαϊκής Συνθήκης και των υποχρεώσεών μας, που προκύπτουν από την Είσοδό μας στην Ε.Ε., δεν είναι αντίθετο στη λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων. Για να γίνει μάλιστα πιο απεχθής η απαγόρευση, Ίδρυσης Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, που επιβάλλει η κατά γράμμα εφαρμογή του άρθρου 16, θυμίζουν ότι ήταν ρύθμιση του μετεμφυλιακού Κράτους και της Χούντας, που την περιέλαβε στα Συντάγματά της. Η υπόμνηση έχει την ιστορική της σημασία δεν προσθέτει όμως νομικό επιχείρημα. Θυμίζω με τη σειρά μου ότι ο Κίσσινγκερ έλεγε «το να παραβεί απλό νόμο η Διοίκηση είναι εύκολο, όταν όμως πρόκειται να παραβιάσει το Σύνταγμα χρειάζεται λίγη περισσότερη προσπάθεια». Ο Κίσσινγκερ, όπως οι πολλοί δέχονται πια, δεν είχε ηθική συνείδηση και οι κυνικές επιλογές του δε γνώριζαν φραγμούς.

Το Σύνταγμα του ’75 δεν αντέγραψε μηχανικά, με το άρθρο 16, τη ρύθμιση της Χούντας. Τότε το κλίμα αποκατάστασης της Δημοκρατίας ξέπλυνε, σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, το προπατορικό αμάρτημα. Ήταν κομμάτι της αποκατάστασης της Δημοκρατίας η Δημόσια Δωρεάν Εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες.

Ζούμε στην εποχή της ιδεολογικής ισοπέδωσης, όμως μία κάποια σταθερά την έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα τώρα. Ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια.

Η Ευρωπαϊκή Συνθήκη επιφυλάσσει στις Εθνικές Νομοθεσίας την Οργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος την οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απαγορεύει την ίδρυση και επομένως λειτουργία Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Αυτά είναι τα όρια και οι οδηγοί του ερμηνευτή.

Η προσπάθεια διάκρισης της Ίδρυσης από τη Λειτουργία και των δύο από την εγκατάσταση στη χώρα μας ξένων πανεπιστημίων, που έχουν ιδρυθεί σε άλλη Νομική Τάξη και υπάρχουν στο εξωτερικό, δέχεται ως συμπεράσματα που δεν προκύπτουν από τη βασική σκέψη, θυμίζοντας την υπέροχη στήλη non sequitur μεγάλης ξένης εφημερίδας. Το όλον παίζει με τη λογική και την έννοια των λέξεων.

Η άποψη ότι το «απαγορεύεται» του άρθρου 16 δεν μπορεί, εν όψει της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, να έχει την έννοια της απόλυτης απαγόρευσης, θυμίζει νοσταλγικά ένα από τα συνθήματα του Παρισινού Μάη του ’68 «απαγορεύεται το απαγορεύεται». Όμως ο Σηκουάνας δεν είναι πια το ίδιο ποτάμι και η πραγματικότητα είναι ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία, αφήνοντας στις εθνικές νομοθεσίες να οργανώσουν την Ανώτατη Εκπαίδευση, επιτρέπει το «απαγορεύεται».

Μας αρέσει άλλωστε να υποστηρίζουμε ότι η Εκπαίδευση δεν είναι μια οποιαδήποτε επιχειρηματική οικονομική δραστηριότητα, η Ανώτατη δε, ως διδασκαλία και άσκηση επιστήμης και ιδεών, έχει άλλους κανόνες.

Οι γνώμες βέβαια είναι ελεύθερες και να αλλάζουν, ακόμη και από τύψεις. Όμως εδώ δεν πρόκειται γι’ αυτήν την ελευθερία. Αλλιώς θα ακολουθούσαμε τη συλλογιστική του Μαρξ, όχι του Καρόλου αλλά του Γκάουτσο Μάρξ, που έλεγε «αυτή είναι η γνώμη μου, και αν δεν σας αρέσει, έχω κι άλλες». Ίσως, δε, να μην είναι περιττό να θυμίσω πόσο επικίνδυνο είναι οι προσωπικές απόψεις να ενδύονται τον μανδύα της ερμηνείας του Συντάγματος και των κοινοτικών κειμένων. Το άρθρο 16 πρέπει να αναθεωρηθεί. Η αναθεώρηση όμως είναι λίγο πιο χρονοβόρα –θυμίζω, πάντως, ότι μπορεί να ξεκινήσει μέσα στο 2024 – και λίγο πιο δύσκολη, καθώς απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία. Αλλά αυτή είναι.

Ζούμε σε θεσπισμένη έννομη τάξη, σε συντεταγμένη Πολιτεία. Μέχρι την αναθεώρηση του Συντάγματος, όσο και αν θέλουμε, όσο και αν διαστέλλουμε τα μεν και στενεύουμε τα δε, δεν μας επιτρέπει με απλό Νόμο να ρυθμίσουμε διαφορετικά αυτό που ορίζει. Η βιασύνη να καθαρίσουμε με απλό νόμο όλο το θέμα, υποτιμά εκείνο που μετά την αναθεώρηση θα γίνει.

Η τήρηση του Συντάγματος, τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της Δημοκρατίας μας και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, περιλαμβανομένων και των νομικών που καλό είναι να μη χρησιμοποιούν την Τέχνη τους, ώστε να καθίσταται νομιμοφανής η παραβίασή του.

Σκέφτεται κανείς ότι η απαξίωση του κανονιστικού κύρους ακόμη και μιας, κάθε φορά, διάταξης του Συντάγματος, ανοίγει τον δρόμο για πολλών ειδών αυταρχικές επιλογές;

Πηγή: consitutionalism.gr

Ψευδοερμηνευτική κατάργηση του άρθρου 16

Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι, επί της αρχής και στο σύνολό τους, αντισυνταγματικές ως αντίθετες στο άρθρο 16 παράγραφοι 5, 6 και 8 του Συντάγματος. Το νομοσχέδιο προβλέπει τη δυνατότητα λειτουργίας πανεπιστημίων με τη μορφή νομικών προσώπων του ιδιωτικού δικαίου, τα αποκαλούμενα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» (ν.π.π.ε.). Όμως το Σύνταγμα ορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Κατά το νομοσχέδιο, τα ν.π.π.ε. μπορεί να είναι δημόσια ή ιδιωτικά. Όμως το Σύνταγμα ορίζει πως η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Το νομοσχέδιο, παρότι ψευδεπίγραφα χαρακτηρίζει «μη κερδοσκοπικά» τα ν.π.π.ε., επιτρέπει την «παροχή υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» έναντι ανταλλάγματος (διδάκτρων) στο πλαίσιο συμβατικής σχέσης. Όμως το Σύνταγμα, ορίζοντας πως παρέχεται αποκλειστικά από ν.π.δ.δ., θέτει την ανώτατη εκπαίδευση εκτός συναλλαγών. Οι διδάσκοντες στα ν.π.π.ε. θα είναι μισθωτοί που υπόκεινται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη τους. Όμως το Σύνταγμα ορίζει πως οι καθηγητές των πανεπιστημίων είναι δημόσιοι λειτουργοί.

Υπάρχει μια ακόμη αντισυνταγματικότητα, ίσως η πιο ντροπιαστική. Από το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 16 απορρέει το δικαίωμα ισότιμης πρόσβασης όλων των Ελλήνων στην εκπαίδευση. Ένα ενιαίο σύστημα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση με κανόνες που ισχύουν για όλους, όπως είναι οι πανελλαδικές εξετάσεις, διασφαλίζει την ισοτιμία. Το νομοσχέδιο, αντιθέτως, καθιερώνει πρόσβαση δύο ταχυτήτων: με ανταγωνιστική διαδικασία εξετάσεων στα δημόσια πανεπιστήμια, με το χρήμα σε συνδυασμό με μιαν ελάχιστη, στα όρια του αστείου, βαθμολογική επίδοση στα ψευδώνυμα ν.π.π.ε.

 

Το άρθρο 16 λέει αυτό που όλοι διαβάζουμε

Τα παραπάνω συνοψίζουν τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει μια συνταγματική κριτική στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Χρειάζεται να δούμε πώς φτάνουμε σ’ αυτά. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο, πρώτα απ’ όλα, να διαβάσουμε τί λέει το Σύνταγμα.

Το άρθρο 16 του Συντάγματος λέει καταρχάς: «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» (παρ. 8). Η απαγόρευση μοιάζει αρκούντως σαφής. Δεν είναι, λένε κάποιοι. Το Σύνταγμα απαγορεύει τη «σύσταση», λένε, αλλά όχι απαραιτήτως και την εγκατάσταση στην Ελλάδα παραρτημάτων πανεπιστημίων που έχουν συσταθεί σε άλλο κράτος. Αυτή θα ήταν ενδεχομένως μια υποστηρίξιμη ερμηνεία, αν το Σύνταγμα δεν έλεγε τίποτε άλλο για την ανώτατη εκπαίδευση. Όμως το άρθρο 16 περιέχει δύο ακόμα διατάξεις, πολύ σημαντικότερες από την προηγούμενη. Η πρώτη λέει: «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση» (παρ. 5). Και η δεύτερη: «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα» (παρ. 6).

Το Σύνταγμα, επομένως, δεν απαγορεύει απλώς τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (παρ. 8). Απαγορεύει κάθε είδους, μορφής και ονομασίας πανεπιστήμιο που δεν λειτουργεί ως πλήρως αυτοδιοικούμενο ν.π.δ.δ. (παρ. 5) με καθηγητές δημόσιους λειτουργούς (παρ. 6).        Δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός ή συνταγματολόγος για να αντιληφθεί ότι αυτή είναι μια απόλυτη απαγόρευση. Οι λέξεις «αποκλειστικά» και «απαγορεύεται» δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας. Επιτάσσοντας ως αποκλειστική τη μορφή του ν.π.δ.δ., το Σύνταγμα θέτει εκτός συναλλαγών την ανώτατη εκπαίδευση. Απαγορεύει, με άλλα λόγια, τα πανεπιστήμιο-επιχείρηση, είτε ιδιωτικό είτε κρατικό. Απαγορεύει την παροχή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ως παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις έναντι αμοιβής στο πλαίσιο συναλλακτικών σχέσεων με αντισυμβαλλομένους-πελάτες. Η ανώτατη εκπαίδευση, κατά το άρθρο 16, δεν είναι εμπόρευμα. Τα πανεπιστήμια δεν είναι επιχειρήσεις. Οι φοιτητές δεν είναι πελάτες. Οι διδάσκοντες δεν είναι μισθωτοί υπάλληλοι κανενός εργοδότη, ώστε να υπόκεινται στο διευθυντικό του δικαίωμα.

Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτό το τελευταίο. Γιατί είναι οι καθηγητές πανεπιστημίου δημόσιοι λειτουργοί, έχουν δηλαδή ένα status που προσομοιάζει με των δικαστικών; Και γιατί ακόμα και οι συμβασιούχοι των πανεπιστημίων επιτελούν, κατά το Σύνταγμα, δημόσιο λειτούργημα, άρα έχουν αξιώσεις αυξημένων εγγυήσεων και προστασίας; Διότι μόνον έτσι διασφαλίζεται η ακαδημαϊκή ελευθερία, που κατοχυρώνεται στην παρ. 1 του άρθρου 16. Διότι δεν νοείται πανεπιστήμιο χωρίς ακαδημαϊκή ελευθερία. Διότι πανεπιστήμιο είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία: η απεριόριστη, με όριο μόνο το καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα, ελευθερία έρευνας και διδασκαλίας. Δεν είναι πανεπιστήμιο ένας εκπαιδευτικός οργανισμός που ο ιδιοκτήτης ή ο διευθυντής του έχει τη δυνατότητα να υπαγορεύει στους διδάσκοντες τί και πώς να διδάσκουν και τί να μην διδάσκουν, τί και πώς να ερευνούν και τί να μην ερευνούν, ποιους και πόσους να περνούν στις εξετάσεις κ.ο.κ. Γι’ αυτό το λόγο, διότι μόνον έτσι διασφαλίζεται η ακαδημαϊκή ελευθερία, το Σύνταγμά μας αναγνωρίζει ως πανεπιστήμια μόνο πλήρως αυτοδικοικούμενα ν.π.δ.δ με καθηγητές δημόσιους λειτουργούς.

Αυτά λέει το Σύνταγμα. Λέει αυτά που όλοι καταλαβαίνουμε –χωρίς να χρειάζεται να είμαστε ειδικοί, νομικοί ή συνταγματολόγοι–, αν διαβάσουμε τις διατάξεις του. Αυτά που όλοι διαβάζουμε, αυτά εννοεί το Σύνταγμα. Δεν υπάρχουν κρυμμένα νοήματα ούτε συγκαλυμμένες ερμηνείες που, τάχα, μόνο κάποιο ιερατείο ειδικών μπορεί να «αποκαλύψει».

Αρκετοί θεωρούν πως όσα λέει το Σύνταγμα για την ανώτατη εκπαίδευση είναι παρωχημένα, αναχρονιστικά ή οτιδήποτε άλλο. Παρότι προσωπικά διαφωνώ, αυτή είναι μια απολύτως σεβαστή άποψη (όπως, άλλωστε, και κάθε κριτική στο Σύνταγμα). Όσοι την υποστηρίζουν, έχουν κάθε δικαίωμα να προτείνουν την αναθεώρηση του άρθρου 16. Τέτοιες προτάσεις έχουν υποβληθεί πλειστάκις, όχι μόνο στο δημόσιο διάλογο, αλλά και επισήμως, σε διαδικασίες συνταγματικής αναθεώρησης. Όπου, πάντως, απορρίφθηκαν και τις τρεις φορές που υποβλήθηκαν: στις αναθεωρήσεις του 2001, του 2008 και του 2019. Κάποιοι θεωρούν ότι, ακριβώς επειδή κατά τη γνώμη τους το άρθρο 16 είναι παρωχημένο κλπ., θα πρέπει να ερμηνεύεται όσο γίνεται πιο στενά και συσταλτικά ώστε, όπου δίνεται η δυνατότητα, να αναγνωρίζονται ερμηνευτικά σχετικοποιήσεις, παρεκκλίσεις, εξαιρέσεις Παρότι και εδώ διαφωνώ, και αυτή είναι μια σεβαστή άποψη. Με ένα απαράβατο όριο, όμως: ότι θα παραμένει πάντως ερμηνεία, δηλαδή επιλογή μεταξύ περισσότερων, καταρχήν υποστηρίξιμων, νοηματικών εκδοχών που απορρέουν από το γράμμα της διάταξης. Η ψευδοερμηνευτική εξουδετέρωση κάθε κανονιστικού περιεχομένου της διάταξης δεν είναι ερμηνεία, είναι αναίρεση της κανονιστικότητας, δηλαδή κατ’ ουσίαν και κατ’ αποτέλεσμα κατάργηση, της διάταξης.

 

Το ενωσιακό δίκαιο δεν λέει πουθενά αυτό που μας λένε ότι λέει

Δεν νοείται λοιπόν δια της, δήθεν, ερμηνείας να «παρακάμπτεται», όπως κατ’ ευφημισμόν λέγεται, –ακριβέστερα, να εξουδετερώνεται, ακόμα ακριβέστερα, ουσιαστικά να καταργείται– ορισμένη συνταγματική διάταξη. Δυστυχώς, αυτό ακριβώς κάνει το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Ας δούμε γιατί.

Καταρχάς, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το δίκαιο της ΕΕ μάς υποχρεώνει να «παρακάμψουμε» τη συνταγματική απαγόρευση λειτουργίας πανεπιστημίων που δεν είναι αυτοδιοικούμενα ν.π.δ.δ. για τρεις ευρύτατες κατηγορίες επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης: Πρώτον, για επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών της ΕΕ. Δεύτερον, και δεδομένου ότι τόσο η ΕΕ όσο και τα κράτη μέλη της είναι συμβαλλόμενα μέρη στη GATS (Γενική συμφωνία για συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, για επιχειρήσεις των συμβαλλόμενων κρατών (όπου, σημαντικό, περιλαμβάνεται το Ηνωμένο Βασίλειο). Και τρίτον, δεδομένου ότι υφίσταται στοιχείο διασυνοριακότητας που ενεργοποιεί την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, για ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν με οποιονδήποτε τρόπο συμβληθεί με πανεπιστήμιο κάποιου από τα κράτη των δύο προηγούμενων κατηγοριών.

Αν αυτές οι κατηγορίες επιχειρήσεων «εξαιρούνται», μέσω υποτίθεται του ενωσιακού δικαίου, τότε τί απομένει από την απαγόρευση του άρθρου 16; Τεχνικά, θα εξακολουθεί να ισχύει για αμιγώς ελληνικές επιχειρήσεις που η δραστηριότητά τους δεν έχει κάποιο στοιχείο διασυνοριακότητας. Ο καθένας αντιλαμβάνεται όμως ότι ακόμα κι αυτές οι επιχειρήσεις μπορούν πανεύκολα να παρακάμψουν (εδώ ο όρος είναι ακριβής) τη συνταγματική απαγόρευση, αν συνάψουν μιαν οποιαδήποτε συμφωνία, ακόμα και εικονική, με ένα οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, ακόμα και το πιο αναξιόπιστο, του εξωτερικού. Στην πραγματικότητα λοιπόν και κατ’ αποτέλεσμα, οι διατάξεις του άρθρου 16 για την ανώτατη εκπαίδευση δεν θα σημαίνουν απολύτως τίποτα, θα παραμείνουν κενό γράμμα. Αυτό όμως παύει πια να είναι ερμηνεία, είναι ψευδοερμηνευτική εξουδετέρωση του κανονιστικού περιεχομένου, δηλαδή άτυπη κατάργηση των συνταγματικών διατάξεων.

Έχει κάποια βασιμότητα ο παραπάνω ισχυρισμός; Καταρχάς, είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι πουθενά το δίκαιο της Ένωσης, ούτε οι ιδρυτικές συνθήκες ούτε το παράγωγο δίκαιο, δεν περιέχει διατάξεις για την οργάνωση και τον τρόπο παροχής της ανώτατης ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στα κράτη μέλη. Ο λόγος είναι απλός. Η οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων, ιδίως της ανώτατης εκπαίδευσης, παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών, δεν έχει εκχωρηθεί στην ΕΕ. Τότε πού θεμελιώνεται ο προβαλλόμενος ισχυρισμός; Κυρίως, στις γενικές διατάξεις με τις οποίες κατοχυρώνονται οι θεμελιώδεις κοινοτικές ελευθερίες. Κάθε επιχείρηση που δραστηριοποιείται νομίμως σε ορισμένο κράτος μέλος της ΕΕ έχει το δικαίωμα να εγκαθίσταται και να παρέχει υπηρεσίες σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος.

Η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, μάς λέει το Υπουργείο, σημαίνει πως μια επιχείρηση παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης οποιουδήποτε κράτους μέλους της ΕΕ (ή συμβαλλόμενου κράτους της GATS) μπορεί να εγκατασταθεί ή/και να παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα. Αυτό είναι απολύτως σωστό. Είναι μάλιστα κάτι που συμβαίνει εδώ και χρόνια. Δεκάδες πανεπιστήμια του εξωτερικού παρέχουν υπηρεσίες στη χώρα μας μέσω συμφωνιών που έχουν συνάψει με ελληνικά κολλέγια. Η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, συνεχίζει το Υπουργείο, σημαίνει περαιτέρω πως μια επιχείρηση παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης οποιουδήποτε κράτους μέλους της ΕΕ (ή συμβαλλόμενου κράτους της GATS) μπορεί να παρέχει υπηρεσίες «πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» στην Ελλάδα.

Εδώ ακριβώς υπάρχει το λογικό άλμα που συνιστά και τη μεγάλη λαθροχειρία του νομοσχεδίου. Το ενωσιακό δίκαιο πράγματι κατοχυρώνει το δικαίωμα επιχειρήσεων άλλων κρατών, ακόμα και επιχειρήσεων στον τομέα της εκπαίδευσης, ακόμα και επιχειρήσεων παροχής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, να εγκαθίστανται ή/και να παρέχουν «υπηρεσίες» στην Ελλάδα. Όμως το ενωσιακό δίκαιο δεν μάς λέει (διότι η ΕΕ, όπως είπαμε, δεν έχει τη σχετική αρμοδιότητα) με ποιον τρόπο (και σε ποια βαθμίδα) εντάσσονται οι παρεχόμενες υπηρεσίες στο εκπαιδευτικό σύστημα του κάθε κράτους μέλους. Δεδομένου ότι η ΕΕ έχει αρμοδιότητα στο πεδίο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, το ενωσιακό δίκαιο (οδηγία 2005/36) υποχρεώνει τη χώρα μας να αναγνωρίσει επαγγελματικά την εκπαίδευση που παρέχεται μέσω κολλεγίων από πανεπιστήμια του εξωτερικού. Κι αυτό είναι κάτι που πράγματι συμβαίνει εδώ και χρόνια, συστηματικά ιδίως μετά το π.δ. 38/2010. Όμως καμία υποχρέωση δεν έχει η χώρα μας από το ενωσιακό δίκαιο να αναγνωρίσει και ακαδημαϊκά την εκπαίδευση που παρέχουν, μέσω κολλεγίων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, πανεπιστήμια του εξωτερικού στη χώρα μας. Με απλά λόγια: υποχρεούμαστε να δεχτούμε την παροχή υπηρεσιών, δεν υποχρεούμαστε να αναγνωρίσουμε τις παρεχόμενες υπηρεσίες ως πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αυτό που δεν υποχρεούται από το ενωσιακό δίκαιο να πράξει ο Έλληνας νομοθέτης (την ακαδημαϊκή εξομοίωση), απαγορεύεται εκ του Συντάγματος να το πράξει.

Κι όμως, αυτό ακριβώς κάνει, ως μη όφειλε, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Οι ερμηνευτικές ακροβασίες, με την επίκληση διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που δεν λένε –ή δεν λένε απαραιτήτως– αυτό που το Υπουργείο ισχυρίζεται ότι λένε, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Το πόσο αδύναμη, ανεπαρκής και, τελικά, μη πειστική είναι η επιχειρηματολογία του Υπουργείου προκύπτει ήδη από δύο εμπειρικές παρατηρήσεις.

Πρώτον, το ενωσιακό δίκαιο ισχύει στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Αν από την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών πράγματι απέρρεε δικαίωμα παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τότε γιατί κανείς ποτέ δεν διεκδίκησε να παρέχει τέτοιες υπηρεσίες στην Ελλάδα, προσδοκώντας μετά την απόρριψη του αιτήματός του από τις ελληνικές αρχές να κινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη διαδικασία επί παραβάσει και να εκδώσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδικαστική για τη χώρα μας απόφαση; (όπως συνέβη στην υπόθεση του «βασικού μετόχου»).

Δεύτερον, και κυριότερο, αν η λύση για όσους βλέπουν ως πρόβλημα την απουσία ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν πράγματι τόσο απλή (επίκληση και ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου), τότε γιατί κανείς ποτέ μέχρι τώρα δεν την πρότεινε, αλλά διαχρονικά οι υπέρμαχοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων υπέβαλλαν προτάσεις για την αναθεώρηση του άρθρου 16, παραδεχόμενοι ότι το άρθρο ως έχει απαγορεύει την ίδρυσή τους; Ήταν άραγε τόσο κακοί νομικοί, είχαν τέτοιαν άγνοια του ενωσιακού δικαίου όλοι όσοι –δηλαδή οι πάντες!– τόσα χρόνια, μέχρι πριν λίγους μήνες, αναγνώριζαν πως μόνο μετά από συνταγματική αναθεώρηση είναι δυνατή η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων;

 

Ερμηνευτικός βολονταρισμός και συνταγματικός πατριωτισμός

Έχουμε λοιπόν, από τη μια, το σαφές και απερίφραστο γράμμα μιας συνταγματικής διάταξης και, από την άλλη, μιαν ερμηνευτική κατασκευή που συναρμόζει με περίτεχνο και επινοητικό –αλλά, φευ, κάθε άλλο παρά προφανή– τρόπο διάφορες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, καμία εκ των οποίων δεν προβλέπει ρητά αυτό που αποτελεί το συμπέρασμα του ερμηνευτικού συλλογισμού.

Γιατί άραγε πρέπει να επιλέξουμε μια, στην καλύτερη περίπτωση, θολή ερμηνευτική κατασκευή από τη σαφήνεια των συνταγματικών κανόνων; Ένας λόγος να το κάνουμε θα ήταν αν ήμασταν υποχρεωμένοι να το κάνουμε. Αν υπήρχε, για παράδειγμα, απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που, βάσει αυτής της ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, καταδικάζει την Ελλάδα διότι απέρριψε αίτημα κάποιου πανεπιστημίου άλλου κράτους να εγκατασταθεί ή με άλλο τρόπο να παράσχει υπηρεσίες στην Ελλάδα. Όπως υπήρξε απόφασή του στη διαβόητη υπόθεση του «βασικού μετόχου». (Η οποία, παρεμπιπτόντως και παρά τα όσα παραπειστικά προβάλλονται, ελάχιστη αναλογία έχει με την υπόθεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων). Όμως τέτοια απόφαση και γενικότερα τέτοια υποχρέωση δεν υπάρχει –και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσε να υπάρξει.

Περαιτέρω, και κυρίως, γιατί άραγε πρέπει να επιλέξουμε, αυτοβούλως και εθελούσια, χωρίς κανείς να μας το επιβάλλει, να απεμπολήσουμε και να ακυρώσουμε ένα μέρος του Συντάγματός μας; (που, αν δεν μας αρέσει, μπορούμε σε κάθε περίπτωση να το αλλάξουμε). Πολλώ δε μάλλον, που αυτό που προβάλλεται ως, δήθεν, σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 είναι στην πραγματικότητα άτυπη κατάργηση διατάξεών του. Και που, αντιθέτως, η (μόνη πραγματική) σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 γίνεται εδώ και χρόνια, με την επαγγελματική αναγνώριση της εκπαίδευσης που ξένα πανεπιστήμια παρέχουν μέσω κολλεγίων.

Τα μέλη της κυβέρνησης, που κατά το άρθρο 85 του Συντάγματος είναι συλλογικώς υπεύθυνα για την κυβερνητική πολιτική, επομένως και για το νομοσχέδιο που θα κατατεθεί, όπως και όσοι βουλευτές το υπερψηφίσουν έχουν ορκιστεί να υπακούν στο Σύνταγμα. Όχι στο ενωσιακό δίκαιο. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε αντίθεση μεταξύ άρθρου 16 και του ενωσιακού δικαίου (που δεν υπάρχει), κανείς αξιωματούχος, λειτουργός ή και απλός υπάλληλος του ελληνικού κράτους δεν δικαιούται αυτοβούλως να παραβεί το Σύνταγμα, αν δεν έχει προηγουμένως διαπιστωθεί αρμοδίως (π.χ. με απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ) ότι πράγματι υπάρχει τέτοια αντίθεση και δεν είναι δυνατή η εναρμόνιση των αντίθετων διατάξεων. Μέχρι τότε, υπέχει εκ του Συντάγματος και εκ του όρκου του την υποχρέωση να (συν)ερμηνεύει κατά τέτοιο τρόπο τις αντίθετες διατάξεις, ώστε να περισώζει το μέγιστο δυνατό κανονιστικό περιεχόμενο αμφοτέρων. Όπως γίνεται εδώ και χρόνια, με την επαγγελματική αλλά όχι ακαδημαϊκή αναγνώριση της εκπαίδευσης που παρέχεται μέσω κολλεγίων. Αντιθέτως, παραβαίνει τον όρκο του, αν αυτοβούλως παραμερίσει πλήρως, δηλαδή καταργήσει, τη συνταγματική διάταξη, δήθεν, για να εφαρμόσει το ενωσιακό δίκαιο. Όπως κάνει το νομοσχέδιο. Ο πατριωτισμός είναι επίσης –και κυρίως– και συνταγματικός πατριωτισμός. «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», επιβεβαιώνει το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος.

Πηγή: Constitutionalism.gr

Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια

1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις και οριοθέτηση του θέματος

Ο Αριστόβουλος Μάνεσης αναφερόταν συχνά στο γνωστό απόσπασμα του Αββά Σιεγιές, από το «Qu’est-ce que le Tiers État?»[1]: “Ένα Σύνταγμα είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί, εκτός εάν εφαρμόζεται. Τη στιγμή που ένα Σύνταγμα δεν είναι πλέον σεβαστό, δεν υπάρχει εξουσία, νόμος, δικαιοσύνη, χώρα. Ένα Σύνταγμα πρέπει να είναι δεσμευτικό, διαφορετικά δεν είναι τίποτα». Σε αντίθεση με την αυτονόητη αυτή σύνοψη της ουσίας του συνταγματισμού, διατυπώνεται εσχάτως από την κυβέρνηση και ομοφρονούντες έγκριτους δημοσιολόγους η άποψη ότι η απαγόρευση ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων του άρθρου 16 του Συντάγματος μπορεί να παρακαμφθεί νομοθετικά ή με τη σύναψη διεθνών συμβάσεων, ενόψει εννοιολογικού επικαθορισμού των επιταγών του από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

Κατά την άποψη αυτή, όπως αρχικά διατυπώθηκε από τον Πρόεδρο Ι. Σαρμά, το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει πλήρως ένα αυτοτελές δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ, ως εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας, το οποίο, κατά τις μεταγενέστερες γνωμοδοτήσεις, επιβάλλεται στην ελληνική συνταγματική τάξη, ακόμη και χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος[2]. Κατά τον Σαρμά, η «ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κατοχυρώνεται ως «μορφή της επιχειρηματικής ελευθερίας», άρα ως «ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» νοείται και η δυνατότητα ενός επιχειρηματία να ιδρύσει ως επιχείρηση εκπαιδευτικό ίδρυμα.» (…). « (Κ)αι επομένως προστατεύεται από αυτήν η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων από κερδοσκοπικές επιχειρήσεις»[3].

Συνεπώς, εάν η θέση αυτή επικρατήσει, θα επιτρέπεται (ή μάλλον θα επιβάλλεται) από το Ευρωπαϊκό δίκαιο η λειτουργία όχι απλώς «μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ», όπως υποτίθεται ότι υποστήριζε μέχρι σήμερα η Νέα Δημοκρατία[4] και σχεδόν όλοι οι θεωρητικοί, αλλά «ενός τύπου «επιχειρηματικού» Πανεπιστημίου που δεν υπάρχει πουθενά», κατά την εύλογη διατύπωση του Ευ. Βενιζέλου σε προγενέστερη δημοσίευση[5]. Ο ίδιος, άλλωστε, υποστήριζε τότε, ότι «το ισχύον Σύνταγμα εκλαμβάνεται από ορισμένους ως φραγμός για νέες οργανωτικές πρωτοβουλίες στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι έτσι. Το άρθρο 16 παρ. 5 με τα ερμηνευτικά περιθώρια που περιέχει και τα οποία δεν θίγονται σε τίποτα από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν είναι φραγμός αλλά εγγύηση σοβαρότητας και αξιοπιστίας των πρωτοβουλιών αυτών[6]

Προκύπτει, βεβαίως, ένα εύλογο ερώτημα για την κυβερνητική βιασύνη για τη νομοθετική παράκαμψη της συνταγματικής αναθεώρησης,  όχι μόνον γιατί αυτή μπορεί να ξεκινήσει άμεσα, το 2024, αλλά κυρίως  διότι η αρχική επιστημονική άποψη για την ύπαρξη παρόμοιου κοινοτικού δικαιώματος ίδρυσης επιχειρηματικών ΑΕΙ είχε διατυπωθεί από τον Πρόεδρο Ι. Σαρμά ήδη από το 2018. Εάν δεν είναι αναγκαία η συνταγματική αναθεώρηση, γιατί η Νέα Δημοκρατία σε όλες τις σχετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης του 2019, είχε προτείνει την κατάργηση των σχετικών ρυθμίσεων του άρθρου 16, αναγνωρίζοντας μάλιστα ρητά ότι μόνον έτσι μπορεί να προκύψει «το αναγκαίο συνταγματικό έρεισμα, ώστε η ανώτατη παιδεία της Χώρας μας ν’ ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος»;[7] Αυτό το πολιτικό ερώτημα όμως αφορά αποκλειστικά την κυβερνητική αξιοπιστία και δεν απαλλάσσει από την ανάγκη εξέτασης της βασιμότητας των συναφών νομικών επιχειρημάτων.

1.1   Αδύνατη η σύμφωνη με το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 σε αντίθεση με την γραμματική του διατύπωση

Σύμφωνα με το Υπουργείο Παιδείας, «η σωστή ερμηνευτική προσέγγιση των επίμαχων συνταγματικών διατάξεων επιβάλλεται να είναι, κατά πρώτον, εναρμονισμένη με το ενωσιακό δίκαιο και, κατά δεύτερον, τελολογική, να οδηγεί δηλαδή στην παραδοχή ότι η απαγόρευση που προβλέπεται από αυτές αφορά μόνο «τη σύσταση» σχολών από ιδιώτες και όχι την εγκατάσταση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων  άλλης χώρας[8]». Ανάλογη ερμηνεία επιχειρείται από τις γνωμοδοτήσεις.

Όμως, δεν νοείται ερμηνεία αντίθετη με το συγκεκριμένο γράμμα μιας ξεκάθαρης κανονιστικής διάταξης: interpretatio cessat in claris, επί των σαφών δεν νοείται ερμηνεία.  Κάθε τελολογική, «σύμφωνη με» ή «σε αρμονία με» ερμηνεία, επιτρέπεται να προσδιορίσει το νόημα (ή να διασώσει το κύρος μιας διάταξης, εάν υπάρχει αντίθετος κανόνας ανώτερης τυπικής ισχύος) μόνον επιλέγοντας ανάμεσα στις εκδοχές εκείνες που επιτρέπει η  γραμματική της διατύπωση. Όπως έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, (ο ερμηνευτής) «δεν μπορεί να αγνοήσει τον «πυρήνα» του νοήματος που έχει τεθεί από τον ιστορικό συντακτικό νομοθέτη σε συγκεκριμένο κείμενο (…). Διότι, διαφορετικά, η βούληση του ερμηνευτή ή (και) εφαρμοστή θα αντικαθιστούσε απλώς, ουσιαστικά, τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη[9]

Συνεπώς, η παρ. 5 του  άρθρου του Συντάγματος, που ορίζει ότι  «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση» δεν μπορεί να ερμηνευθεί, ενόψει της κατηγορηματικής διατύπωσης «αποκλειστικά», ότι επιτρέπει την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης και από φορείς που δεν είναι ΝΠΔΔ. Ομοίως η παράγραφος 6 κατά την οποία «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί» δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι μπορεί και να μην είναι[10].

Ούτε, τέλος, ενόψει των παραπάνω σαφών απαγορεύσεων και της αυτονόητης συστηματικής τους ερμηνείας μπορεί να υποστηριχθεί το επιχείρημα ότι η παρ. 8 («H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται») κωλύει μεν την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, αλλά επιτρέπει τη λειτουργία τους, με την εγκατάσταση παραρτημάτων άλλων Πανεπιστημίων. Τα περίφημα αυτά «παραρτήματα» θα είναι ΝΠΔΔ; Εάν όχι, πώς θα παρέχουν ανώτατη εκπαίδευση, εφόσον αυτή, κατά την παρ. 5, παρέχεται «αποκλειστικά» από δημόσια νομικά πρόσωπα; Οι καθηγητές τους θα είναι δημόσιοι λειτουργοί, όπως ορίζει η παρ. 6; Με ποιο θαυματουργό τρόπο; (Προφανώς, η ακαδημαϊκή συνεργασία αλλοδαπών ιδιωτικών ΑΕΙ με ελληνικά ΑΕΙ καθόλου δεν εμποδίζεται από τις εν λόγω υποχρεώσεις και ήδη εφαρμόζεται.)

Ο συνταγματικός νομοθέτης σαφώς διατύπωσε μια ρητή επιταγή που απαγορεύει την εν γένει ύπαρξη και λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ στην Ελλάδα, κερδοσκοπικών ή μη. Μόνον έτσι δικαιολογούνται τρεις επάλληλες και ουσιαστικά παρόμοιες επιτακτικές διατάξεις στο ίδιο άρθρο. Το όριο της ερμηνείας των ταυτόσημων αυτών επιταγών («δεν υπάρχει στην ελληνική έννομη τάξη πανεπιστήμιο-επιχείρηση!) θα πρέπει να μην θίγει τον πυρήνα της απαγόρευσης, όποιος και να είναι ο μεταγενέστερος εννοιολογικός επικαθορισμός της.

Παρόμοια σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία, που «διέσωσε», κατά την έκφραση του Ν. Αλιβιζάτου[11], το κανονιστικό περιεχόμενο της διάταξης ενόψει της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, είναι αυτή του ισχύοντος νόμου 3696/2008. Ο νόμος αυτός, κατόπιν του σχετικού διαλόγου του Συμβουλίου της Επικρατείας  με το ΔΕΕ[12], αναγνωρίζει τα επαγγελματικά δικαιώματα που πηγάζουν από την ευρωπαϊκή επιταγή της αναγνώρισης τίτλων επαγγελματικής εκπαίδευσης ως όρο της ελευθερίας μετακίνησης προσώπων και υπηρεσιών, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την ακαδημαϊκή ισοτίμηση ή την αναγνώριση ως Πανεπιστημίων των «κολλεγίων» που παρέχουν σχετικούς τίτλους, κατόπιν συμφωνιών δικαιόχρησης με ευρωπαϊκά ΑΕΙ.

1.2   Αδύνατη η παράκαμψη συνταγματικής διάταξης με διεθνή συνθήκη

Εξίσου πρόδηλα αβάσιμη είναι και η άποψη ότι είναι δυνατόν να καταστεί ανενεργή η συνταγματική απαγόρευση με διεθνείς συνθήκες, είτε διακρατικές είτε με την καινοφανή και αφ’ εαυτή της συνταγματικά προβληματική εκδοχή της σύμβασης μεταξύ της  Ελληνικής Δημοκρατίας και αμερικανικών, βρετανικών ή άλλων εκτός ΕΕ πανεπιστημίων. Είναι σαφές ότι εάν οι παρ. 5, 6 και 8 του άρθρου 16 παραμένουν σε ισχύ, δεν μπορούν να «παρακαμφθούν  νομότυπα» (sic)[13]  μέσω μιας διμερούς ή πολυμερούς διακρατικής εκπαιδευτικής συμφωνίας, εφόσον, αναντίρρητα, οι ρυθμίσεις κάθε διεθνούς συνθήκης έχουν ανώτερη τυπική ισχύ από το νόμο, κατώτερη όμως από το Σύνταγμα.

Ενόψει του προφανούς αυτού και προκειμένου να τεθούν εκποδών οι ως άνω απαγορεύσεις, διατυπώνεται ένα επιχείρημα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, στη βάση της απόφασης του ΔΕΕ Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C-66/18)[14]. Η απόφαση αυτή της 6ης Οκτωβρίου 2020 αναφέρεται στη δέσμευση των κρατών μελών από τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου όταν εκτελούν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (General Agreement on Trade in Services -GATS-). Ειδικότερα, το ΔΕΕ έκρινε εκεί ότι η Γενική Συμφωνία αποτελεί μέρος του δικαίου της Ένωσης και «τα κράτη μέλη, όταν εκτελούν τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από την ως άνω Συμφωνία (…)εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη».

Όμως, το επιχείρημα για την υποχώρηση της συνταγματικής υποχρέωσης δυνάμει υποχρεώσεων της Ελλάδας από την GATS βασίζεται σε πραγματολογικά εσφαλμένα δεδομένα:  η χώρα μας, δεν δεσμεύεται από την εν λόγω σύμβαση, ως προς το θέμα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, διότι με ρητή δήλωση-εξαίρεση, όπως προβλέπεται συμβατικά για την επιβολή «περιορισμών πρόσβασης στην αγορά», έχει επιφυλαχθεί του δικαιώματός της να θέτει κάθε είδους περιορισμούς στην Ανώτατη Εκπαίδευση, χωρίς δεσμεύσεις, ως προς τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που χορηγούν αναγνωρισμένα διπλώματα από το κράτος[15].

Η εξαίρεση αυτή είχε τεθεί κατά δέσμια, απευθείας από το Σύνταγμα, αρμοδιότητα της Κυβέρνησης κατά την διαπραγμάτευση της Συνθήκης, λόγω της υποχρέωσης σεβασμού της τήρησης των παρ. 5, 6 και 8. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν είναι επιτρεπτή και η ανάκληση της, εφόσον δεν έχει αναθεωρηθεί το Σύνταγμα[16]. Η αντισυνταγματικότητα της ανάκλησης, ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί αυτοτελώς από το ΣτΕ, ως κυβερνητική πράξη, οπωσδήποτε θα διαπιστωθεί στο επίπεδο του παρεμπίπτοντος ελέγχου στο πλαίσιο κάθε αίτησης ακύρωσης κατά πράξης που θα ερείδεται σε αυτήν. Συνεπώς, είναι αλυσιτελή, αλλά και αντίθετα στην καταχρηστική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου[17] όσα αντίθετα «νομότυπα» προβάλλονται.

2. Έχουν καταστεί ανενεργές οι απαγορεύσεις του άρθρου 16 από τον επικαθορισμό τους από το ενωσιακό δίκαιο;

Απομένει, πρακτικά, μόνον μια ερμηνευτική εκδοχή, που να επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων χωρίς την προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16: ότι οι σχετικές συνταγματικές ρυθμίσεις θα πρέπει να θεωρηθούν ανενενεργές, ενόψει της επιγενόμενης αναγνώρισης από το Ευρωπαϊκό δίκαιο θεμελιώδους δικαιώματος ίδρυσης κερδοσκοπικών, επιχειρηματικών ΑΕΙ. Κατά το Σαρμά: «με το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν κατοχυρώνεται ως «αρχή», αλλά ως ελευθερία που ενεργοποιείται ευθέως και αυτοτελώς με βάση τη διάταξη του ειρημένου άρθρου, χωρίς να χρήζει ειδικής εθνικής ή ενωσιακής νομοθεσίας προς τούτο[18].»

Με όλο τον προσήκοντα -και ειλικρινή- σεβασμό στο συγγραφέα, θεωρώ ότι η εφαρμογή της άποψης αυτής θα συνιστούσε κλασική περίπτωση επέκτασης αρμοδιοτήτων ultra vires της ΕΕ, για τους παρακάτω λόγους:

  1. Η εκπαίδευση παραμένει, βάσει των Συνθηκών, ουσιωδώς εθνική αρμοδιότητα με επικουρική και συντρέχουσα μόνον αρμοδιότητα της ΕΕ. Στο Κεφάλαιο ΧΙΙ της Συνθήκης ορίζεται σαφώς ότι η Ένωση «συνδράμει» τα Κράτη μέλη της στην ανάπτυξη ποιοτικής εκπαίδευσης, συμπληρώνοντας τη δράση τους, «σεβόμενη πλήρως» την ευθύνη των Κρατών μελών να οργανώσουν αυτά το εκπαιδευτικό τους σύστημα» (άρθρο 165 παρ. 1).
  2. Περαιτέρω, ο Χάρτης δεν μπορεί να προσθέσει νέες αρμοδιότητες στην Ένωση. Στο άρθρο 51 παρ. 2 του Χάρτη ορίζεται: «Ο παρών Χάρτης δεν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και δεν θεσπίζει νέες αρμοδιότητες και καθήκοντα για την Ένωση ούτε τροποποιεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα όπως ορίζονται στις Συνθήκες». Εξ άλλου, στο άρθρο 52 παρ. 5 του Χάρτη ρητά διευκρινίζεται ότι: «Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη που περιέχουν αρχές μπορούν να εφαρμόζονται με νομοθετικές και εκτελεστικές πράξεις των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης και με πράξη των Κρατών μελών όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους. Η επίκληση των διατάξεων αυτών ενώπιον δικαστηρίου είναι παραδεκτή μόνον για την ερμηνεία των εν λόγω πράξεων και τον έλεγχο της νομιμότητάς τους».
  3. Τέλος, στο άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, «η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» ασκείται «σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκηση της» -δηλαδή, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, πρωταρχικά σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 5, 6 και 8 του Συντάγματος. Άλλωστε, εάν υπήρχε ήδη θεμελιώδες κοινοτικό δικαίωμα αναγόμενο στο Χάρτη, στο οποίο θα ήταν αντίθετη η εθνική νομοθεσία, η Επιτροπή θα είχε προ πολλού ασκήσει προσφυγή παράβασης κατά της Ελλάδας (ΣΛΕΕ 258-260), για παράβαση υποχρέωσης της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Είναι αλήθεια ότι πρόσθετες κοινοτικές αρμοδιότητες στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναγνωρίσθηκαν στο παρελθόν από το ΔΕΕ –στην πραγματικότητα εφευρέθηκαν-, μέσω της επεκτατικής ερμηνείας και εφαρμογής δύο κυρίως θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς, της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων, όπου περιλαμβάνεται και το δικαίωμα εγκατάστασης επιχειρήσεων, και της ελεύθερης κυκλοφορίας για την παροχή, αλλά και την αποδοχή, υπηρεσιών. Αυτές όμως οι αρμοδιότητες αφορούν, από τη φύση και τη λειτουργία τους στην ενωμένη αγορά, αποκλειστικά τα επαγγελματικά δικαιώματα, όχι τα ακαδημαϊκά.

Όπως δέχεται παγίως έως σήμερα η νομολογία του ΣτΕ, «τα ζητήματα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης τίτλων σπουδών ανάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας, διαφορετικό δε είναι το ζήτημα της επαγγελματικής αναγνώρισης των τίτλων σπουδών»[19]. Αυτή η διάκριση επιβάλλεται αφενός από την έλλειψη παντελώς αρμοδιότητας της Ένωσης στον ακαδημαϊκό τομέα και αφετέρου από την αρχή της αναλογικότητας: για την προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων και υπηρεσιών υπεραρκεί η αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων.

Συνεπώς, το ευρωπαϊκό δίκαιο, μέσω του ΔΕΕ έχει πράγματι προσδιορίσει συσταλτικά τις απαγορεύσεις του άρθρου 16, βάσει των προδικαστικών ερωτημάτων που είχε αποστείλει το ΣτΕ[20], χωρίς όμως να τις έχει εξαφανίσει. Είναι όμως δυνατή η «αυτοκτονία» του Συντάγματος, ακόμη και εάν το ΔΕΕ δεν έχει επιβάλει τη θανατική του καταδίκη; Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν ερμηνευτικά, από Έλληνες ερμηνευτές ή εφαρμοστές του Συντάγματος, να συναχθεί η κανονιστική εξαφάνιση των περιορισμών του, μέσω της επανανοηματοδότησης τους, ακόμη και χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη κοινοτική υποχρέωση;

2.1 Η σχέση του Ευρωπαϊκού Δικαίου με τα εθνικά συντάγματα στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συνταγματισμού

Υποστηρίζεται ότι «η ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8, όπως και του Συντάγματος συνολικά, δεν μπορεί να είναι ούτε γραμματική ούτε «οριτζιναλιστική», προσκολλημένη στην αρχική βούληση του συντακτικού νομοθέτη και στην πρόσληψη της γραμματικής διατύπωσης σύμφωνα με τα δεδομένα και τα συμφραζόμενα της εποχής κατά την οποία θεσπίστηκαν οι διατάξεις. Το Σύνταγμα, ιδίως σήμερα, υπό συνθήκες πολυεπίπεδου συνταγματισμού και πολλαπλότητας των έννομων τάξεων ( εθνική, ενωσιακή, διεθνής ) πρέπει να ερμηνεύεται σε αρμονία προς το Δίκαιο της ΕΕ και προς το Διεθνές Δίκαιο με στόχο να διατηρούνται σε κάθε περίπτωση στο ύψιστο δυνατό επίπεδο οι εγγυήσεις της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[21]

Συνυπογράφω τις παραπάνω αποδοχές, με δύο όμως σημαντικές επιφυλάξεις/προσθήκες: Πρώτον, δεν συνιστά γραμματική ερμηνεία, αλλά αυτονόητο όριο κάθε ερμηνείας το γράμμα της ερμηνευόμενης διάταξης (βλ. σχετικά παραπάνω, 1.1.). Δεύτερον, δεν είναι μόνον το Σύνταγμα που υπόκειται σε ερμηνεία σε αρμονία με τους άλλους δύο παράγοντες του πολυεπίπεδου συνταγματισμού, δηλαδή το κοινοτικό δίκαιο και το κοινοδίκαιο δικαιωμάτων των Συνθηκών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Και οι τρεις συνιστώσες του σύνθετου συνταγματισμού βρίσκονται σε σχέση ισότιμης αλληλεξάρτησης, μέχρις ότου τουλάχιστον υπάρξει Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και πλήρης ένταξη της ΕΕ στην ΕΣΔΑ[22].

Στο πλαίσιο αυτό, αφενός το κοινοτικό δίκαιο, ως προς την εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πρέπει να ερμηνεύεται σε αρμονία με την ΕΣΔΑ, η οποία αποτελεί το ελάχιστο πρότυπο προστασίας σε σχέση με την εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος στο άρθρο 52 παράγραφος 3 ορίζει τα εξής: «Στο βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση.» Επιπλέον, η ΕΣΔΑ και η νομολογία του ΕΔΔΑ για την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελούν γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της ΣΕΕ[23]. Τέλος, το ΕΔΔΑ ναι μεν δεν έχει δικαιοδοσία να ελέγχει ευθέως τη συμμόρφωση των πράξεων και των διατάξεων της ΕΕ προς την ΕΣΔΑ, έχει όμως δικαιοδοσία να αποφαίνεται επί των πράξεων των κρατών μελών, που θέτουν σε εφαρμογή υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ[24].

Αφετέρου, τόσο το ΔΕΕ όσο και το ΕΔΔΑ οφείλουν να σέβονται τις εθνικές συνταγματικές τάξεις και να διαπιστώνουν τυχόν αντίθεση τους με το ευρωπαϊκό δίκαιο ή την  ΕΣΔΑ, μόνον εάν δεν είναι δυνατή η εναρμονισμένη ερμηνεία των αντιτιθέμενων διατάξεων. Η υποχρέωση αυτή προκύπτει από την  ασύντακτη, ανιεαράρχητη σήμερα δομή του πολυεπίπεδου συνταγματισμού[25], όπως περιγράφεται στο Ψήφισμα 2491/2023 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, στη βάση σχετικής Έκθεσης μου[26]: «Δεν υφίσταται ιεραρχική σχέση μεταξύ του ΕΔΔΑ, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εθνικών ανώτατων ή συνταγματικών δικαστηρίων ή μεταξύ της Σύμβασης, του δικαίου της ΕΕ και των εθνικών συνταγμάτων, κατά την παραδοσιακή προσέγγιση της ιεραρχίας των κανόνων στο εθνικό συνταγματικό πλαίσιο. Πράγματι, οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής μιας τέτοιας ιεραρχίας είναι προβληματική και αλυσιτελής». (…) «Ενώ καθένα από αυτά τα δικαστήρια είναι ανώτατο στη δική του έννομη τάξη, οι αποφάσεις τους, ακριβώς όπως οι έννομες τάξεις τους, τέμνονται και αλληλοεπιδρούν. Ως μέρος του πολυεπίπεδου συνταγματισμού, κάθε δικαστήριο πρέπει να αναγνωρίζει τις αποφάσεις του άλλου στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων του, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι αποφάσεις σέβονται τις αμοιβαία συμφωνημένες θεμελιώδεις αρχές[27]

2.2. Αντίθετη με τη νομολογία των συνταγματικών και ανώτατων Ευρωπαϊκών δικαστηρίων η άποψη για τον άμεσο επικαθορισμό της συνταγματικής τάξης από τη νομολογία του ΔΕΕ

Σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν, ο πολυεπίπεδος συνταγματισμός στην Ευρώπη δεν σημαίνει μονομερή επικαθορισμό των εθνικών συνταγματικών τάξεων από την κοινοτική αλλά αντίθετα, υποχρέωση «συμπληρωματικότητας και αμοιβαίου σεβασμού»[28] μεταξύ των τριών ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων.  Είναι σαφές ότι η αρχή της απόλυτης υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, όπως διατυπώθηκε στην Costa[29], ισχύει για την κοινοτική έννομη τάξη και τα άμεσα όργανα της ως αυτοεκπληρούμενο αξίωμα για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας και του ενιαίου των κανόνων της. Το “ΔΕΕ locuta, res finita”, όμως, ισχύει άνευ άλλου τινός μόνο για το Λουξεμβούργο. Από την οπτική των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων,  ο κανόνας δικαίου που επιτρέπει την εισαγωγή του κοινοτικού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη και θέτει τα όρια  εφαρμογής του δεν μπορεί παρά να αναζητείται αποκλειστικά στο Σύνταγμα. Με τα λόγια ενός συνταγματικού δικαστή, “το κοινοτικό δίκαιο δεν εφαρμόζεται γιατί υπερτερεί έναντι του Συντάγματος, αλλά γιατί το Σύνταγμα ερμηνεύεται έτσι ώστε να μην εμποδίζει την εφαρμογή του[30].”

Για το λόγο αυτό, η κρατούσα αντίληψη στο Ευρωπαϊκό Συνταγματικό Δίκαιο, ενόψει και των συναφών αποφάσεων ανώτατων και συνταγματικών δικαστηρίων που θα παρουσιαστούν συνοπτικά παρακάτω, δεν είναι αυτή της απόλυτης, αλλά της σχετικής υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου[31]: το κοινοτικό δίκαιο πράγματι υπερέχει έναντι κάθε εσωτερικού εθνικού κανόνα δικαίου, ως προς τις ρητά απονεμημένες στην ΕΕ αρμοδιότητες. Η υπεροχή αυτή δεν προκύπτει λόγω της τυπικά ανώτερης ισχύος του, αλλά απλώς διότι οι εθνικές συνταγματικές τάξεις μεταβίβασαν τις παραπάνω αρμοδιότητες στην Ένωση, στο πλαίσιο εθελοντικού περιορισμού της κυριαρχίας τους και αυτές ασκούνται, πλέον, αποκλειστικά ως ενωσιακές.

Άλλωστε, ο κανόνας της απόλυτης υπεροχής του ευρωπαϊκού δικαίου δεν προβλέπεται στις Συνθήκες. Παρόμοια ρήτρα είχε συμπεριληφθεί στο άρθρο I-6 τους  σχεδίου της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, μετά όμως την διαδοχική καταψήφιση του Σχεδίου από τους λαούς της Γαλλίας και της Ολλανδίας παραλείφθηκε στο κείμενο της Συνθήκης της Λισαβόνας.

Συνεπώς, στο πλαίσιο της ελληνικής συνταγματικής τάξης, οι διατάξεις του άρθρου 28 δεν αποτελούν απλώς τη νομική βάση για την ένταξη της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αλλά και το βασικό κριτήριο κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικού και κοινοτικού δικαίου[32].

Ακριβώς επειδή το εθνικό Σύνταγμα αποτελεί τη Grundnorm της δικής τους έννομης τάξης, τα περισσότερα ευρωπαϊκά Συνταγματικά ή ανώτατα δικαστήρια διατυπώνουν δύο σημαντικές επιφυλάξεις ως προς τη σχέση συντάγματος και ευρωπαϊκού δικαίου: Αφενός θεωρούν ότι η υπεροχή του τελευταίου αφορά μόνον τις ρητά απενεμημένες από τις Συνθήκες αρμοδιότητες και όχι όσες ασκούνται ultra vires από όργανα της -συμπεριλαμβάνομένου του ΔΕΕ- και ότι έχουν παράλληλη αρμοδιότητα με αυτό να ελέγχουν παρόμοια υπέρβαση (παρακάτω, 2.2.1).

Αφετέρου, ότι διατηρούν την αρμοδιότητα υπεράσπισης της συνταγματικής τους ταυτότητας έναντι κάθε κοινοτικής αρμοδιότητας που τη θέτει σε κίνδυνο, ακόμη και δυνάμει του πρωτογενούς ευρωπαϊκου δικαίου, τόσο λόγω της διάταξης του άρθρου 4.2 ΣυνθΕΕ («Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση»), όσο και -κυρίως- λόγω της πρωταρχίας του εθνικού Συντάγματος στην εθνική έννομη τάξη. Αμφισβητούν δε στο ΔΕΕ την αποκλειστική αυθεντική ερμηνεία για το τι συνιστά «εθνική ταυτότητα», ως «θεμιτό σκοπό», ικανό να δικαιολογήσει τη μη πλήρη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, ακριβώς διότι, ως προς αυτά, η σχετική αρμοδιότητα απορρέει ευθέως από την δική τους έννομη τάξη[33] (παρακάτω 2.2.2).

2.2.1 Έλεγχος υπέρβασης των απονεμημένων αρμοδιοτήτων (ultra vires)

Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, αν και εγκατέλειψε με την απόφαση του “solange 2”[34] την αρχική του επιφύλαξη κατά της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, όσο δεν ήταν επαρκώς οργανωμένη σε κοινοτικό επίπεδο η προστασία των δικαιωμάτων, επανήλθε με νέες επιφυλάξεις βασισμένες τόσο στον έλεγχο ultra vires όσο και στην υπεράσπιση της εθνικλής συνταγματικής ταυτότητας.  Στην απόφαση του για τη συνταγματικότητα της Συνθήκης της Λισαβόνας[35], διατύπωσε έντονα τη θέση ότι η ενοποίηση της Ευρώπης δεν μπορεί να θίξει την δημοκρατική αρχή, η οποία κατά το άρθρο 79 παρ. 3 του Θεμελιώδη Νόμου ανήκει στον πυρήνα των μη αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος[36]. Μάλιστα, το κριτήριο για την εφαρμογή της αρχής αυτής είναι κυρίως εθνικό: δεν επιτρέπεται να καταστεί η Γερμανική Βουλή κέλυφος κενό αρμοδιοτήτων, δεδομένου ότι εκ των ουκ άνευ στοιχείο της Δημοκρατίας είναι η απ’ ευθείας νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας μέσω της τελικής αναγωγής της στο λαό.

Στη συνέχεια, αντίθετα με ότι δεχόταν έως τότε[37], το BVerfGe θεώρησε ότι έχει δικαιοδοσία επί κάθε κοινοτικού μέτρου που έχει άμεση εφαρμογή ή αποτέλεσμα στη Γερμανία, απορρίπτοντας πρακτικά την θέση του ΔΕΕ περί αποκλειστικής δικής του δικαιοδοσίας. Για πρώτη φορά, επίσης, διακήρυξε ότι διατηρεί την αρμοδιότητα του ελέγχου του κατά πόσο κάποιος κοινοτικός κανόνας του παράγωγου κοινοτικού δικαίου έχει εκδοθεί χωρίς να έχει επαρκή βάση στις Συνθήκες (ausbrechender Rechtsakt), οπότε και θα είναι ανεφάρμοστος στο γερμανικό έδαφος. Με άλλα λόγια, αναγνώρισε για τον εαυτό του την τελευταία λέξη σε ένα είδος συλλογικής δικαιοδοσίας σε σύμπραξη με το ΔΕΕ επί του παράγωγου κοινοτικού δικαίου, ιδίως ως προς τον έλεγχο της αρμοδιότητας έκδοσης του.

Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, ακολουθώντας τις παραδοσιακές θέσεις  περί κυριαρχίας[38], δέχεται παγίως ότι το Σύνταγμα, ως υπέρτατος κανόνας, δεν απορρέει και δεν εξαρτάται νομικά από καμία άλλη πηγή δικαίου (recthlich unabgeleiteter, rechtlich höchste Gewalt[39]), εκφράζοντας τη συντακτική βούληση του λαού, ως Staatsvolk, δηλαδή ως δήμου. Ελλείψει ευρωπαϊκού λαού ως υποκειμένου της συντακτικής διαδικασίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να διεκδικήσει υπεροχή παρά μόνον ως προς τις παραχωρημένες από τα κυρίαρχα Κράτη αρμοδιότητες, ενώ πηγή της νομιμοποίησης του κοινοτικού δικαίου παραμένουν οι επιμέρους λαοί των Κρατών Μελών , όπως εκφράζονται μέσω των κοινοβουλίων τους.

Εξ αυτού του λόγου οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες στερούνται το βασικότερο γνώρισμα κυριαρχίας: την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας (Kompetenz-Kompetenz), με άλλα λόγια την γενική αρμοδιότητα απονομής αρμοδιοτήτων, την εξουσία του κυρίαρχου να ρυθμίζει νομικά αυτόνομα και χωρίς ετεροκαθορισμό κάθε θέμα της έννομης τάξης. Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατικών οντοτήτων διαφορετικών επιπέδων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ομοσπονδιακών πολιτειών, η Kompetenz-Kompetenz προσδιορίζει ποιος έχει την εξουσία αναθεώρησης αυτού τούτου του συνταγματικού καταμερισμού: εάν η υπερκείμενη πολιτεία δεν μπορεί αυτόνομα και χωρίς τη βούληση των υποκειμένων “ομόσπονδων” οντοτήτων να τον αναθεωρήσει, τότε υποκείμενο της κυριαρχίας δεν είναι η ίδια, αλλά τα τελευταία[40]. Για το λόγο αυτό, μέχρι σήμερα τα Κράτη παραμένουν οι κύριοι των Συνθηκών.

Επί των παραπάνω νομολογιακών βάσεων βασίσθηκαν οι μεταγενέστερες επάλληλες αποφάσεις Weiss και PSPP[41] που αμφισβήτησαν πλέον έμπρακτα και όχι απλώς θεωρητικά την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου, όπως την ερμηνεύει το ΔΕΕ. Η PSPP νομολόγησε ότι οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την αγορά κρατικών ομολόγων, αλλά και  η σχετική απόφαση του ΔΕΕ, που τις έκρινε νόμιμες, σε απάντηση σχετικού προδικαστικού ερωτήματος της Weiss[42],  συνιστούν ultra vires υπέρβαση των ενωσιακών αρμοδιοτήτων και άρα δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα εντός της Γερμανίας[43].

Κατά το δικαστήριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων της κατά τρόπο που έρχεται σε πρόδηλη αντίθεση με την αρχή της ανάθεσης (conferral) δεδομένου ότι η άσκηση παρόμοιων αρμοδιοτήτων θα απαιτούσε τροποποίηση της Συνθήκης ή μια εξελικτική ρήτρα, με τη συμμετοχή του γερμανού νομοθέτη[44]. Επιπροσθέτως, κατά το BVerfGe, το ΔΕΕ προδήλως απέτυχε στην εξέταση του κατά πόσον η ΕΚΤ υπερέβη τις αρμοδιότητες της ως προς την άσκηση νομισματική πολιτικής:  μην εφαρμόζοντας ουσιαστικά την αρχή της αναλογικότητας[45] κατέστησε την κρίση του «αντικειμενικά αυθαίρετη». Τέλος, επιχειρηματολόγησε ειδικά ως προς την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων και γενικότερα των αρχών των κρατών μελών να προβαίνουν σε έλεγχο ultra vires ως εξής: «εάν τα κράτη μέλη απείχαν από τη διεξαγωγή κάθε είδους ελέγχου ultra vires, θα παραχωρούσαν στα όργανα της ΕΕ αποκλειστική εξουσία επί των Συνθηκών ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η ΕΕ υιοθετεί νομική ερμηνεία που ουσιαστικά ισοδυναμεί με τροποποίηση της συνθήκης ή διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της» [46].

Ενδιαφέρον είναι ότι, αν και οι αποφάσεις αυτές του Γερμανικού Συνταγματικού δικαστηρίου προκάλεσαν πολλά νομικά και πολιτικά σχόλια, δεν ήταν μεμονωμένες και ούτε καν οι πρώτες που έκριναν κοινοτικές πράξεις ή αποφάσεις ανεφάρμοστες στο εσωτερικό δίκαιο ως ultra vires. Το πρώτο δικαστήριο που κήρυξε ευθέως πράξη του δικαίου της ΕΕ ultra vires -και μάλιστα όχι άλλη από απόφαση του ΔΕΕ- ήταν το Τσεχικό Συνταγματικό Δικαστήριο, επί της C-399/09 Marie Landtová της 22ας Ιουνίου 2011[47]. Μετά την απόφαση αυτή και πριν από τη Weiss και το Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας αρνήθηκε επίσης να αναγνωρίσει την οριζόντια εφαρμογή στη χώρα αυτή της απαγόρευσης των διακρίσεων ως γενικής αρχής του δικαίου της ΕΕ στην υπόθεση του Ajos του 2016[48].

Ο Τσέχος Δικαστής έκρινε ότι το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου στην εν λόγω απόφαση Marie Landtová, σχετική με τους όρους του «βελούδινου διαζυγίου» Τσεχίας και Σλοβακίας, είχε υπερβεί το πεδίο των απονεμημένων αρμοδιοτήτων στην ΕΕ και ως εκ τούτου είχε ενεργήσει ultra vires. Υπογράμμισε επίσης τον ρόλο του ως «ανώτατου ερμηνευτή των συνταγματικών κανόνων (…), που έχουν την ανώτερη νομική ισχύ στην τσεχική επικράτεια»[49]. Κατ’αυτόν, αντίθετη ερμηνεία των εθνικών διατάξεων προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με το δίκαιο της ΕΕ, θα παραβίαζε την αρμοδιότητα και το προνόμιο της Αναθεωρητικής Συνέλευσης για τροποποίηση του Συντάγματος[50].

Κινούμενο σε ανάλογο μήκος κύματος, το Γαλλικό Conseil Constitutionnel ανέκαθεν θεωρούσε ότι οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες δεν είναι φορείς ιδίας κυριαρχίας αλλά ασκούν μόνον εκχωρημένες αρμοδιότητες, δυνάμει του άρθρου 55 του γαλλικού Συντάγματος του 1958 και του Προοιμίου του γαλλικού Συντάγματος του 1946.[51] Για το λόγο αυτό, στην απόφαση του 92-308 το Conseil Constitutionnel υπαγόρευσε στο γαλλικό Κοινοβούλιο την ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης, ώστε να θεραπευθεί η αντισυνταγματικότητα της Συνθήκης του Μάαστριχτ σε σχέση με διατάξεις της που έθιγαν “ουσιώδεις” πλευρές άσκησης της εθνικής κυριαρχίας. Πράγματι, το νέο άρθρο 88-1 του γαλλικού Συντάγματος ρητά επιτρέπει την κοινή άσκηση αρμοδιοτήτων με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Το Δικαστήριο ρητά όμως έθεσε ως όρο ότι η άσκηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση των αρμοδιοτήτων αυτών δεν επιτρέπεται να θίξει τα θεμελιώδη δικαιώματα και, κυρίως, την ουσία της άσκησης της εθνικής κυριαρχίας (“Ουσιώδης” θεωρείται από το Δικαστήριο η αρμοδιότητα του εθνικού Κράτους να εξασφαλίζει το σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών, τη συνέχεια της ζωής του έθνους και την περιφρούρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών).

Στην δε μεταγενέστερη απόφαση του 92-312 το Conseil Constitutionnel διευκρίνισε ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει το ακριβές περιεχόμενο της κυριαρχίας (άρθρο 3 του γαλλικού Συντάγματος), με σεβασμό των διαδικαστικών προϋποθέσεων της αναθεώρησης και την δημοκρατική αρχή, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 89 του εν λόγω Συντάγματος[52]. Περαιτέρω, με την απόφασή του  97-394 της 31ης  Δεκεμβρίου 1997, δέχθηκε, περαιτέρω, ότι δεν είναι ανεκτός συνταγματικά ο ουσιώδης περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας από την αυθαίρετη διεύρυνση των απονεμημένων στην ΕΕ αρμοδιοτήτων. Οι βασικές αποδοχές αυτής της νομολογίας έγιναν δεκτές και από την απόφαση 2004-496, η οποία έκρινε τη συνταγματικότητα της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα[53].

Ανάλογη είναι η νομολογία και του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ισπανίας στην Γνώμη που εξέδωσε ως προς το εάν η Συνθήκη για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ήταν συμβατή με το ισπανικό Σύνταγμα[54]. Κατά το Δικαστήριο, το άρθρο 93 του Ισπανικού Συντάγματος, βάσει του οποίου έγινε η ένταξη της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ενσωμάτωνει σιωπηρά ουσιαστικά όρια στην ολοκλήρωση: τον σεβασμό της κρατικής κυριαρχίας, τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές και το σύστημα αξιών καθιερώνονται στο Σύνταγμα, ιδίως στα θεμελιώδη δικαιώματα[55].

2.2.2 Η εθνική συνταγματική ταυτότητα

Ακόμη και εάν υπήρχε (που δεν υπάρχει) κοινοτικό δικαίωμα ίδρυσης κερδοσκοπικών, ιδιωτικών ΑΕΙ, όπως παρατηρούσαν εύστοχα σε παλαιότερη κοινή δημοσίευση οι Τσάτσος και Τσουκαλάς,  «η υποχρέωση του εθνικού συνταγματικού νομοθέτη να προσαρμόσει τον θεμελιώδη νόμο της χώρας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν μπορεί να έχει ως έννομη συνέχεια την αγνόηση μιας άλλης θεμελιώδους αρχής της ευρωπαϊκής ενωσιακής τάξης, που είναι ο σεβασμός της εθνικής φυσιογνωμίας των κρατών μελών. Αν λοιπόν η αποκλειστική ανάθεση της ανώτατης εκπαίδευσης σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αξιολογηθεί ως σταθερό στοιχείο του ελληνικού συνταγματικού πολιτισμού, τότε τίθεται πραγματικά το ερώτημα, εάν κατά το ενωσιακό δίκαιο ο εθνικός συνταγματικός νομοθέτης έχει την υποχρέωση να καταργήσει το άρθρο 16 παρ. 5 εδ. 1»[56].

Ορθά προσδιορίζεται παραπάνω από τους Τσάτσο και Τσουκαλά η διάταξη του άρθρου 16 ως «σταθερού στοιχείου του ελληνικού συνταγματικού πολιτισμού», της «συνταγματικής ταυτότητας», δηλαδή, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4.2 ΣυνθΕΕ. Και τούτο διότι, αντίθετα με την διάταξη του «βασικού μετόχου», η οποία ως βραχύβια και θνησιγενής δεν άφησε ορατό στίγμα στην έννομη ελληνική τάξη, η ρύθμιση του άρθρου 16 όχι μονον διαμόρφωσε σε όλη την διάρκεια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας το ακαδημαϊκό θεσμικό πεδίο, αλλά και απετέλεσε πεδίο πραγματικών «πολιτισμικών μαχών» ανάμεσα στους υπέρμαχους και τους πολέμιους της. Το εάν θα αναθεωρηθεί ή όχι απετέλεσε κεντρικό δικαιοπολιτικό διακύβευμα όλων των αναθεωρήσεων μετά το 1985, και όχι απλώς στην κοινότητα των ερμηνευτών του Συντάγματος ή των πολιτικών κομμάτων, αλλά με άμεση συμμετοχή μέσω μαζικών κινητοποιήσεων, πολλών πολιτών, ιδίως φοιτητών και ακαδημαϊκών.

Ας σημειωθεί εδώ, ότι πέραν των ιδιοσυγκρατικών στοιχείων κάθε εθνικής συνταγματικής ταυτότητας[57], υφίσταται μια θεμελιώδης ασυμμετρία ανάμεσα στην κοινοτική και το σύνολο των επιμέρους εθνικών εννόμων τάξεων: όλα τα κράτη-μέλη είναι κοινωνικά κράτη, είτε ενσωματώνοντας ρητά μια συνταγματική ρήτρα περί «Κοινωνικού Κράτους», είτε μέσω της συμπερίληψης ενός κατάλογου θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων στο Σύνταγμά τους.   Αντιθέτως, η κοινωνική αρχή είναι απούσα από τις Συνθήκες και το οικονομικό Σύνταγμα της Ένωσης, όπως διαμορφώθηκε από τη νομολογία του ΔΕΕ. Συνεπώς, στα κράτη μέλη η συνύπαρξη της φιλελεύθερης και της κοινωνικής αρχής και η αλληλεξάρτηση των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών διαμορφώνει, κατά συνταγματική επιταγή, ένα πρότυπο  «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου,  που είναι ριζικά διαφορετικό από την κυρίαρχη σε επίπεδο ΕΕ «οικονομία ελεύθερης αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό»[58].

Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να αξιολογηθεί ως συστατικό στοιχείο της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας, το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς.  Συμπροσδιορίζει την ελληνικη συνταγματική ταυτότητα σε συνδιασμό με τα άλλα κοινωνικά δικαιώματα, τις ρυθμίσεις των άρθρων 25 παρ. 1 (αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου) και 106 παρ. 2 (H ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας).

Συνεπώς, το άρθρο 16 αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία του ελληνικού κοινωνικού κράτους δικαίου, θεμελιώδους αρχής του πολιτεύματος. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, όσοι είναι αντίθετοι στο άρθρο 16, είναι και αντίθετοι στο άρθρο 106 παρ. 2 και στην ύπαρξη κοινωνικών δικαιωμάτων στο Σύνταγμα[59]. Για να επικρατήσουν οι απόψεις αυτές, όμως, οι υπέρμαχοι τους θα πρέπει να πείσουν τη Βουλή και τον ελληνικό λαό να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Δεν αρκεί η επίκληση του κοινοτικού δικαστή για να μεταβληθεί άρδην και ερήμην της λαϊκής βούλησης μία συνταγματική εθνική τάξη. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν πλήττεται μόνον η κοινωνική, αλλά και η φιλελεύθερη και δημοκρατική αρχή.

Ακολουθεί ενδεικτική αναφορά πρόσφατων αποφάσεων Συνταγματικών Δικαστηρίων που υπεράσπισαν την εθνική τους ταυτότητα έναντι αντίθετων κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου.

Πολύ πριν από την θέσπιση του άρθρου 4.2 ΣυνθΕΕ περί «συνταγματικής ταυτότητας», το Ιταλικό Συνταγματικό δικαστήριο είχε διατυπώσει στις αποφάσεις Frontini, Granital και Fragd την θεωρία των controlimiti στην υπεροχή του κοινοτικού δικαίου[60]. Νομολόγησε εκεί, ότι, βάσει του άρθρου 11 του Ιταλικού Συντάγματος, διατηρεί την αρμοδιότητα να εξετάζει, εξαιρετικά,  την αντίθεση κανόνων του κοινοτικού δικαίου προς τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, κυρίως στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αν και όχι μόνον. Πλέον πρόσφατα, ως κατ’εξοχήν φιλευρωπαϊκό δικαστήριο, αντιδρώντας στις αποφάσεις Taricco Ι[61] και ΙΙ[62] του ΔΕΕ δεν αναφέρθηκε στη θεωρία των controlimiti, αλλά επιχείρησε να εμπλακεί σε έναν διάλογο με το ΔΕΕ, αποστέλλοντας σχετικό προδικαστικό ερώτημα[63].

Κατόπιν της άρνησης ουσιαστικά του ΔΕΕ να εμπλακεί σε ένα ουσιαστικό διάλογο αναγνώρισης της συνταγματικής ιταλικής ταυτότητας, το Δικαστήριο ενέμεινε στην υπεράσπιση της συνταγματικής του τάξης, κρίνοντας ότι το άρθρο 325 ΣΛΕΕ εφαρμόζεται στην Ιταλία μόνον στο βαθμό που είναι συμβατό με τη τη συνταγματική αρχή της νομιμότητας (άρθρο 25 παρ. 2 του Ιταλικού Συντάγματος) και επιβεβαίωσε ότι «μόνο το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να εξακριβώσει εάν το δίκαιο της ΕΕ έρχεται σε αντίθεση με τις θεμελιώδεις αρχές του συνταγματικού συστήματος και, ιδίως με τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ατόμου»[64]. Έχοντας διαπιστώσει τη μερική αντισυνταγματικότητα του άρθρου 325 ΣΛΕΕ, η Corte υποστήριξε ότι ενόψει της συνταγματικής ταυτότητας της Ιταλίας, η απόφαση του ΔΕΕ «δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαίτηση ένα κράτος μέλος να εγκαταλείψει τις υπέρτατες αρχές της συνταγματικής του τάξης».

Το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο διατύπωσε χωρίς την αβρότητα του ιταλικού τις δικές του επιφυλάξεις ως προς την προστασία της γερμανικής συνταγματικής ταυτότητας, με αφετηρία την απόφαση του για τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Επιβεβαίωσε εκεί την υποχρέωση του εθνικού δικαστή να υπερασπίζει την εθνική ταυτότητα της έννομης τάξης του, εφόσον τόσο αυτός όσο και τα άλλα άμεσα κρατικά όργανα, φέρουν συνταγματική ευθύνη σε ό,τι αφορά την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης (Integrationsverantwortung), που περιλαμβάνει την υποχρέωση να αντιδρούν όταν ενωσιακά όργανα υπερβαίνουν τις αρμοδιότητες τους με τρόπο που αμφισβητεί την γερμανική συνταγματική τάξη. Κατά το Δικαστήριο, «η συνταγματική ταυτότητα είναι αναφαίρετο στοιχείο της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης ενός λαού. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του εκλογικού δικαιώματος και να διαφυλαχθεί η δημοκρατική αυτοδιάθεση, είναι αναγκαίο το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο να ελέγχει, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του, την μη παραβίαση της συνταγματικής ταυτότητας από πράξεις της Κοινότητας ή της Ένωσης και ότι η τελευταία δεν παραβιάζει προφανώς τις αρμοδιότητες που της έχουν ανατεθεί[65]».

Πιο πρόσφατα, στην απόφαση Mr. R (που ορισμένοι αποκαλούν Solange III), το BVerfGe έκρινε αντισυνταγματική μίαν απόφαση έκδοσης Αμερικανού πολίτη, βάσει Ευρωπαϊκού Εντάλματος, ως αντίθετη στην αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας[66]. Κατά το δικαστήριο, η συμμόρφωση με την αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία καλύπτεται από τη ρήτρα αιωνιότητας του ΘΝ, αποτελεί εγχώρια εκτελεστό δίκαιο, που επιβάλλει έλεγχο στην εφαρμογή του δίκαιου της ΕΕ, για λόγους προστασίας της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας[67]. Το σημαντικό αυτής της απόφασης είναι ότι δεν θέτει χρονικούς περιορισμούς (Solange, τόσο όσο), αλλά αναγνωρίζει διαρκή αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του κατά πόσο προστατεύεται στην εθνική κοινοτική τάξη η αρχή της ανθρώπινης αξίας[68]. Μάλιστα, ενόψει των παραπάνω αποδοχών, η απόφαση εξηγεί γιατί η παραπομπή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΕ) δεν ήταν απαραίτητη, λόγω του δόγματος της acte claire.

Σε ανάλογο πλαίσιο, το Conseil Constitutionnel αποφάσισε το 2006 να ασκεί έλεγχο στο εάν η μεταφορά μιας οδηγίας της ΕΕ παραβιάζει κανόνες ή αρχές εγγενείς στη συνταγματική ταυτότητα της Γαλλίας[69]. Στη συνέχεια νομολόγησε ότι για θέματα συντρεχουσών αρμοδιοτήτων, που επιμερίζονται μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών της, διερευνά τυχόν αντισυνταγματικότητα σε όλο το σώμα του γαλλικού συνταγματικού δικαίου, ενώ για θέματα αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ, ασκεί έλεγχο αποκλειστικά με αναφορά στις αρχές της γαλλικής συνταγματικής ταυτότητας[70].

Σε συνέχεια,  το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil d’Etat) αποφάσισε ότι έχει αρμοδιότητα να κρίνει ζητήματα σχετικά με τη συνταγματικότητα συγκεκριμένων Οδηγιών και ότι εφεξής, προτού υποβάλει ερώτημα στο ΔΕΕ, το ίδιο θα εξετάζει πρώτα εάν η Οδηγία είναι συμβατή με τις εσωτερικές συνταγματικές διατάξεις ή με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[71]. Προγενέστερη νομολογία [72]ήδη όριζε ότι η υπεροχή του δικαίου της ΕΕ δεν ισχύει ως προς διατάξεις συνταγματικού χαρακτήρα, εφόσον η συνταγματική αρχή δεν διασφαλίζεται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ισοδύναμο κοινοτικό κανόνα ή αρχή.

Κατά τον Εισηγητή της απόφασης του 2007, «ο υφιστάμενος νομικός πλουραλισμός δεν επιτρέπει πλέον στην κελσενιανή πυραμίδα να περιγράψει επαρκώς τη σχέση μεταξύ των διαφορετικών έννομων τάξεων του εθνικού δικαίου, του δικαίου της ΕΕ και της ΕΣΔΑ». Συνεπώς, το Συμβούλιο της Επικρατείας θεωρεί ότι η ερμηνεία του ευρωπαϊκού δικαίου ανάγεται πλήρως στη δικαιοδοσία του, σε ό,τι αφορά τον έλεγχο συνταγματικότητας ή συμφωνίας με την ΕΣΔΑ. Και σε πρόσφατη απόφαση του 2021, η Ολομέλεια του Conseil d’État ενεργοποίησε τη νομολογία αυτή (« ρήτρα διασφάλισης Arcelor»), επιβεβαιώνοντας την αρμοδιότητα του να ελέγξει τη συμβατότητα του ενωσιακού δικαίου με τους κανόνες και τις αρχές του εθνικού Συντάγματος που είναι «συμφυείς με τη συνταγματική ταυτότητα της Γαλλίας»[73].

Από τη σύντομη αυτή αναδρομή στη νομολογία, προκύπτει σαφώς ότι ο δικαστής των συνταγματικών και ανώτατων δικαστηρίων διατηρεί για τον εαυτό του την αρμοδιότητα να κρίνει σε τι συνίσταται η εθνική συνταγματική του ταυτότητα, την οποία εύλογα εξακολουθεί να θεωρεί ύψιστο κανόνα αναφοράς, και όχι όπως το ΔΕΕ, απλώς θεμέλιο λόγων γενικού συμφέροντος που, ενδεχομένως, να μπορούν, ίσως, κατά περίπτωση, και με εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, να περιορίσουν τις θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες[74]. Επίσης, όπως είναι αναμενόμενο, λόγω της πρωταρχίας του Συντάγματος, τα συνταγματικά και ανώτατα δικαστήρια θεωρούν ότι αυτά και όχι το ΔΕΕ έχουν τον πρώτο λόγο ως προς τον προσδιορισμό της συνταγματικής τους ταυτότητα. Ακόμη και το φιλικότερο στην ευρωπαϊκή ενοποίηση Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο, θεωρεί ότι το ίδιο έχει την εξουσία να ορίσει σε τι συνίσταται η εθνική ταυτότητα και τις συνέπειες, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, ενώ επαφίεται στο ΔΕΕ να ορίσει τις συνέπειες για άλλες χώρες από τη σκοπιά του ευρωπαϊκού δικαίου.

Ενόψει της αδύνατης αναγνώρισης της απόλυτης υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και της ανάγκης εναρμόνισης του με τις εθνικές συνταγματικές τάξεις, μια από τις εξέχουσες αυθεντίες του ευρωπαϊκού δικαίου, ο καθηγητής H. H. Weiler, έχει προτείνει πρόσφατα την θέσπιση ενός νέου σχηματισμού του ΔΕΕ, που θα εξετάζει περιπτώσεις σύγκρουσης μεταξύ κοινοτικού δικαίου και συνταγματικών κανόνων, ιδίως σε περιπτώσεις ultra vires[75]. Το νέο αυτό Μικτό Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως θα προεδρεύεται από τον Πρόεδρο του και θα συμμετέχουν σε αυτό έξι δικαστές του Δικαστηρίου και έξι δικαστές από τα Συνταγματικά ή Ανώτατα Δικαστήρια των κρατών μελών σε προκαθορισμένη σειρά. Θα αποφασίζει δε με αυξημένη πλειοψηφία οκτώ ή εννέα δικαστών, ώστε να είναι σαφές ότι η σχετική απόφαση αντανακλά τις διαμορφωμένες θέσεις του κοινού ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού.

3. Συμπερασματικά: η «παράκαμψη» του Συντάγματος συνιστά κατάλυσή του

Φημολογείται ότι η κυβέρνηση δεν συνομιλεί μόνον με ακαδημαϊκούς, αλλά και με δικαστές στο πλαίσιο της επεξεργασίας του κρίσιμου νομοσχεδίου της για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά και της προετοιμασίας της δικαστικής του αμφισβήτησης. Θεωρώ, προσωπικά, θεμιτό δικαστικοί να δίνουν την γνώμη τους για παρόμοια σοβαρά θέματα, εφόσον καλούνται, και, προφανώς, εφόσον αυτοεξαιρεθούν από την εκδίκαση της υπόθεσης. Πέραν όμως από την ιδιωτική τους γνώμη, κατά την άσκηση του λειτουργήματος τους, οι δικαστές δεσμεύονται όχι απλώς από θεωρητικές κατασκευές,  όπως αυτή του «συνταγματικού πατριωτισμού», αλλά από τον όρκο που έδωσαν και τις επιταγές του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος: κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.

Ακόμη και εάν τίποτα από όσα προηγήθηκαν δεν είναι ορθό, ακόμη και εάν πράγματι υπάρχει ένα δικαίωμα ίδρυσης κερδοσκοπικών ιδιωτικών πανεπιστημίων στο ευρωπαϊκό δίκαιο και αυτό υπερισχύει του άρθρου 16 του Συντάγματος, προκειμένου να προκύψουν έννομες συνέπειες στην Ελληνική έννομη τάξη, πρέπει να υπάρξει συνταγματική αναθεώρηση. Ενόψει του αυστηρού χαρακτήρα της συνταγματικής μας τάξης, το άρθρο 28 δεν αποτελεί εναλλακτική οδό αναθεώρησης σε σχέση με το άρθρο 110[76]. Κατά τη ρητή επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 28,  οι περιορισμοί ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας, δεν πρέπει να θίγουν τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αναθεώρηση χωρίς την άμεση συμμετοχή του εκλογικού σώματος και απόφαση της Βουλής συνιστά άμεση αναίρεση του δημοκρατικού της χαρακτήρα. Κατά αυτόθροη κατάληξη, η συνταγματική τάξη που θα προκύψει από την ελλειμματική αυτή αναθεώρηση δεν θα είναι δημοκρατική.

Συνεπώς, η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην ΕΕ και ο περιορισμός της κυριαρχίας της Ελληνικής Δημοκρατίας έχει ως όριο τις συνταγματικές διατάξεις, που δεν μπορούν να αναθεωρηθούν «σιωπηλά» από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο χωρίς να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 110. Αυτός είναι, άλλωστε, ο χωρίς εξαίρεση, κανόνας που ακολουθούν όλες οι  ευρωπαϊκές δημοκρατίες: όταν μία διάταξη του Συντάγματος κρίνεται ότι είναι αντίθετη σε πλευρές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αναθεωρείται. Έτσι, πέραν των άλλων περιπτώσεων που προαναφέρθηκαν, η Ισπανία αναθεώρησε το άρθρο 13 παρ. 2 του  Συντάγματος της, η Πορτογαλία τα άρθρα 7 παρ. 6, 15 παρ. 5 και 105, η Σουηδία το άρθρο 5 του κεφαλαίου 10, η Αυστρία προσέθεσε τα νέα άρθρα 23a έως 23f, η Φινλανδία το νέο άρθρο 33α, κ.ο.κ.

Άλλωστε, η  επίσπευση της κατάθεσης νομοσχεδίου αντίθετου προς την υφιστάμενη  συνταγματική διαπίστωση, ουσιαστικά δεσμεύει και καθιστά εικονική και κενού περιεχομένου μεταγενέστερη συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16. Εάν θεωρηθεί δεδομένο ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο καθιερώνει δικαίωμα ίδρυσης κερδοσκοπικών («επιχειρηματικών», κατά τον προαναφερθέντα χαρακτηρισμό του Ε. Βενιζέλου[77]) πανεπιστημίων, κανένα περιθώριο δεν θα έχει η αναθεωρητική βουλή να ορίσει, π.χ., ότι επιτρέπεται η λειτουργία μόνον μη κερδοσκοπικών ιδιωτικών ΑΕΙ.

Συνεπώς, όσο το άρθρο 16 του Συντάγματος ισχύει και δεν έχει αναθεωρηθεί, οποιοδήποτε νομοθέτημα είναι αντίθετο προς αυτό, θα είναι ανεφάρμοστο ως αντισυνταγματικό. Σχετικές αιτήσεις αναστολής κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που έχουν προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης και ερείδονται στον αντισυνταγματικό νόμο, θα πρέπει να γίνουν δεκτές ως προδήλως βάσιμες. Παραπομπή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ δεν νοείται, διότι η διασαφήνιση των κοινοτικών αρμοδιοτήτων έχει ήδη γίνει από τον ευρωπαίο δικαστή βάσει των  προδικαστικών ερωτημάτων που έχουν ήδη υποβληθεί[78]. Σε κάθε περίπτωση, δεν ανάγεται στη δικαιοδοσία του ΔΕΕ ή οποιουδήποτε άλλου οργάνου εκτός της ελληνικής έννομης τάξης, η ερμηνεία της υποχρέωσης του Έλληνα δικαστή να σεβαστεί τις επιταγές των άρθρων 87 παρ. 2 και 110 του Συντάγματος, μέχρι τυχόν αναθεώρηση του άρθρου 16. Ο σεβασμός του Συντάγματος αποτελεί ύψιστη και πρωταρχική νομική, ηθική, και πατριωτική υποχρέωση του δικαστή. Κάθε contra constitutionem ερμηνεία συνιστά παραβίαση της θεμελιώδους αυτής υποχρέωσης.

Η «παράκαμψη» του Συντάγματος δεν διαφέρει  από την κατάλυσή του.

[1] Αbbé Sieyès, Qu’est-ce que le Tiers État?, 1789.

[2] Ο Πρόεδρος Ι. Σαρμάς δημοσίευσε τη σχετική μελέτη του το 2018, πριν διατυπωθεί η κυβερνητική πρόταση και δεν εξετάζει αναλυτικά εάν απαιτείται ή όχι αναθεώρηση του Συντάγματος για την αναγνώριση του εν λόγω κοινοτικού δικαιώματος. Αποδέχεται, πάντως, ότι η, κατ’ αυτόν,  ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων «δεν χρήζει ειδικής εθνικής ή ενωσιακής νομοθεσίας» για να ενεργοποιηθεί. Βλ. Ι. Σαρμά, Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ενωσιακό θεμελιώδες δικαίωμα, ∆τΑ, 2018, σ. 647 κ.ε.  και σε https://www.constitutionalism.gr/2018-sarmas-idrysi-idiotikon-panepistimion/. Το Υπουργείο Παιδείας αναφέρεται σε γνωμοδοτήσεις των συναδέλφων Ευ. Βενιζέλου-Β. Σκουρή, Α. Μανιτάκη, Ν. Αλιβιζάτου και Φ. Σπυρόπουλου. Από αυτές είχαν δημοσιευθεί, από όσο γνωρίζω, και λήφθηκαν υπόψη όταν γράφτηκε αυτό το κείμενο η γνωμοδότηση του Α. Μανιτάκη, Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης,  https://www.constitutionalism.gr/i-sintagmatiki-apagorefsi-tis-idrisis-sxolon-apo-idiotes/ και η συνοπτική παρουσίαση της γνωμοδότησης Ευ. Βενιζέλου-Β. Σκουρή, Mη κρατικά ΑΕΙ, Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 Συντάγματος, σε https://www.evenizelos.gr/mme/articlesinthepress/articles2023/6927-venizelos-skouris-nea-aei.html.

[3] Ibidem.

[4] Βλ. σχετικά σημ. 7.

[5] Ευ. Βενιζέλου, Η αλήθεια για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, «Το Βήμα», 7.6.1998, https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/i-alitheia-gia-ta-idiwtika-panepistimia/.

[6] Ibidem. Πρβλ. Δ. Τσάτσου, Η Μεγάλη Παρακμή, Κείμενα για την αναξιοπιστία της πολιτείας και της πολιτικής», Καστανιώτης, Αθήνα, σ. 284, Κ. Γιαννακόπουλο, Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, https://www.constitutionalism.gr/to-arthro-16-tou-sintagmatos-sti-dini-tou-neofeoudarxikou-sintagmatismou/.

[7] Στην αναθεώρηση του 2019 η σχετική πρόταση της ΝΔ είχε ως εξής:
«Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 16: «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».  Ενώ το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι η «σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».  Στο πλαίσιο της πρότασης αυτής κρίνεται αναγκαία η σχετικοποίηση της απόλυτης απαγόρευσης δραστηριοποίησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας όσον αφορά την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης. Πυρήνα της προτεινόμενης συνταγματικής ρύθμισης αποτελεί η δυνατότητα ίδρυσης και λειτουργίας ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αποκλειστικώς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (υπογράμμιση δική μου), από ιδιώτες, υπό την αυστηρή εποπτεία του Κράτους. Προς αυτή την κατεύθυνση προτείνουμε τις ακόλουθες αναθεωρητικές παρεμβάσεις:

α) Καταρχάς, η παράγραφος 5 του άρθρου 16 πρέπει ν’ αναθεωρηθεί, έτσι ώστε να μην λειτουργεί αποτρεπτικώς για την δημιουργία μη δημόσιων φορέων παροχής ανώτατης εκπαίδευσης. Για τον σκοπό αυτόν προτείνουμε την απάλειψη της λέξης «αποκλειστικά» από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής και την προσθήκη του όρου «δημόσια» πριν από την φράση «ανώτατη εκπαίδευση». Με τον τρόπο αυτόν, οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης παραγράφου και δεν δημιουργεί προβλήματα στην εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τους μη δημόσιους φορείς παροχής ανώτατης εκπαίδευσης. Επίσης, στην ίδια παράγραφο θα πρέπει να οροθετηθεί η έννοια της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε να διευκολύνει την ορθολογική ανάπτυξή της, για ν’ αντανακλά τις νέες εξελίξεις που έχουν ως σήμερα συντελεστεί στο πεδίο του πανεπιστημιακού και του τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης.

β) Εξάλλου, στην παράγραφο 6 του άρθρου 16, και προκειμένου να προσδιορισθεί το πεδίο εφαρμογής της εν όψει της προτεινόμενης τροποποίησης της προηγούμενης παραγράφου, πρέπει να προστεθεί ο όρος «δημόσιων» πριν από τον όρο «ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων».

γ) Στην δε παράγραφο 7 προτείνουμε την κατάργηση της φράσης «από το Κράτος», προς εναρμόνιση με τα παραπάνω και προκειμένου να είναι συνταγματικώς ανεκτή η παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης όχι μόνον από το Κράτος, αλλά και από άλλους φορείς (π.χ. κοινωνικούς εταίρους), υπό κρατική, πάντοτε αυστηρή, εποπτεία.

δ) Δεδομένου ότι η παράγραφος 8 αποτελεί την βάση για την ανάπτυξη του συστήματος ιδιωτικής εκπαίδευσης στην Χώρα μας, πρέπει αυτή ν’ αναδιατυπωθεί προς την κατεύθυνση της αποσαφήνισης ότι η παιδεία παραμένει θεμελιώδες δημόσιο αγαθό.  Και η παροχή της από μη δημόσιους φορείς, σ’ όλες τις βαθμίδες, γίνεται μόνον κατά παραχώρηση από το Κράτος και υπό αυστηρή εποπτεία τήρησης συγκεκριμένων προδιαγραφών και προϋποθέσεων.  Ενώ είναι αναγκαίο ν’ απαλειφθεί το δεύτερο εδάφιό της, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες. Για την διασφάλιση της υψηλής στάθμης της παρεχόμενης ανώτατης εκπαίδευσης, κρίνεται σκόπιμη η πρόβλεψη, στην ίδια παράγραφο, ότι τα προσόντα των διδασκόντων στ’ ανωτέρω μη κρατικά ιδρύματα θα είναι ανάλογα μ’ εκείνα των κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

ε) Παράλληλα, προτείνουμε την συμπλήρωση του άρθρου 16 με την προσθήκη νέας παραγράφου –κατά προτίμηση αρ. 9,  μ’ αντίστοιχη αναρίθμηση της παρ. 9 σε παρ. 10- με την οποία θα κατοχυρώνεται συνταγματικώς το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση, δημόσια ή μη. Με τον τρόπο αυτόν αναδεικνύεται η σημασία που αποδίδει η Πολιτεία στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και στην αποτροπή φαινομένων αλλοίωσης της πεμπτουσίας της ανώτατης εκπαίδευσης.  Ενώ, περαιτέρω, θεσμοθετείται το αναγκαίο συνταγματικό έρεισμα, ώστε η ανώτατη παιδεία της Χώρας μας ν’ ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος.  Η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος προς την προαναφερθείσα κατεύθυνση αποτελεί ώριμο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας το οποίο, πέρα από το γεγονός ότι εναρμονίζεται με τα ισχύοντα στην πλειονότητα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα συμβάλει, κατά μεγάλο βαθμό, στην ανάδειξη της Χώρας μας σε κέντρο παιδείας και πολιτισμού για ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή. Περαιτέρω, η υιοθέτηση αυτής της πρότασης διευρύνει τις εκπαιδευτικές επιλογές κι ευκαιρίες των νέων, συμβάλλει στην καταπολέμηση της παραπαιδείας και περιορίζει σημαντικά την «μετανάστευση» μεγάλου αριθμού Ελλήνων φοιτητών σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, η οποία επιφέρει οικονομική αιμορραγία στις οικογένειές τους και οδηγεί στην απώλεια ικανού και πολύτιμου επιστημονικού δυναμικού.  Δεδομένου μάλιστα ότι, πολλοί απ’ όσους φοιτούν στην αλλοδαπή, προτιμούν τελικά να παραμείνουν εκεί και μετά το πέρας των σπουδών τους. Υπό τα δεδομένα λοιπόν αυτά η προωθούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16, μέσω της ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού με τα υφιστάμενα κρατικά πανεπιστήμια, αποβαίνει τελικά προς όφελος της ποιότητας των παρεχόμενων σπουδών και της παιδείας γενικότερα.»

[8] Να σημειωθεί εδώ ξανά ότι η αρχική μελέτη Ι. Σαρμά, στην οποία βασίζονται και παραπέμπουν και οι άλλες γνωμοδοτήσεις της σημ. 2, ρητά αναφέρεται σε δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικού ΑΕΙ, όχι απλώς στη λειτουργία παραρτήματος.

[9] Αρ. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο Ι, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1980, σ. 198. (Η έμφαση είναι του συγγραφέα).

[10] Έτσι, ευλόγως, και η πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ενδεικτικά, ΣτΕ 922/2023 (σκέψη 7): «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στην Ελλάδα αποκλειστικώς από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλήρως αυτοδιοικούμενα, απαγορεύεται δε απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών.» Πρβλ. και ΣτΕ (Ολ.) 178/2023 και τις αποφάσεις της σημ. 19.

[11] Ν. Αλιβιζάτου, Ιδιωτικά πανεπιστήμια: το κόστος της ατολμίας ΔτΑ, 77/2018, σ. 641 κ.ε.

[12] Με τη νομολογία που διαμορφώθηκε από την αποστολή σχετικών προδικαστικών ερωτημάτων ( ΣτΕ 3977/2003,  778/2007, όπου και ορθή μειοψηφία από την νυν Πρόεδρο του ΣτΕ Ε. Νίκα για τη διατύπωση του ερωτήματος, ώστε να συμπεριληφθεί η συνταγματική απαγόρευση), την απάντηση του ΔΕΚ (Πέρος C- 141/04), και των προηγούμενων ανάλογων αποφάσεων του (Βλασσόπουλος κατά Ελλάδας C-340/89, Παναγιωτοπούλου κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (του Πρωτοδικείου Τ-16/90) και Tieffry C-71/76). Βλ. ΣτΕ 1234/2007, 3065/2007, 4161/2011 πρβλ. Κ. Γιαννακόπουλου, https://www.constitutionalism.gr/to-arthro-16-tou-sintagmatos-sti-dini-tou-neofeoudarxikou-sintagmatismou,  του ίδιου Το άρθρο 16 Σ., το κοινοτικό δίκαιο και το Συμβούλιο της Επικρατείας …δέκα χρόνια μετά. Σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ Δ΄ 778/2007, ΕφημΔΔ 2/2007, σ. 140 επ.. Πλέον πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ βλ. παρακάτω, σημ. 19.

[13] Έτσι ο Α. Μανιτάκης, Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης, όπ. π., σημ. 2: «7. Ο πλέον νομικά αρμόζων τρόπος να παρακαμφθεί, νομότυπα, η συνταγματική απαγόρευση της εγκατάστασης παραρτήματος ξένου ιδιωτικού ή και κρατικού πανεπιστημίου χώρας της ΕΕ στην ελληνική επικράτεια είναι η σύναψη και εφαρμογή μιας διμερούς ή πολυμερούς διακρατικής εκπαιδευτικής συμφωνίας»,

[14] C-66/18 – Επιτροπή κατά Ουγγαρίας της 6ης Οκτωβρίου 2020, https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=el&num=c-66/18.

[15] «Unbound for education institutions granting recognized State diplomas» / «Non consolidé pour les établissements d’enseignement qui délivrent des diplômes reconnus par l’État».

[16] Βλ. αναλυτική σχετική επιχειρηματολογία σε Κ. Γιαννακόπουλου, Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, https://www.constitutionalism.gr/o-sevasmos-tou-sintagmatos-kai-i-epifilaxi-pou-exei-diatiposi-i-ellada-stis-gats/.

[17] ΔΕΕ, 9.3.1999, C-212/97, Centros, σκέψη 24. Βλ. σχετικά Κ. Γιαννακόπουλο, Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, όπ. π.,  σημ. 6, σε υποσημείωση 46.

[18] Ι. Σαρμά, Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ενωσιακό θεμελιώδες δικαίωμα, όπ. π., σημ. 2.

[19] ΣτΕ (Ολ.) 178/2023, σκέψη 15, πρβλ. 922/2023, 727/2022, 1071-172/2021, 2253/2019, 3451/2011 επτ, 570/2010 και ΣτΕ  39/2001, 2076/1999, ΣτΕ (Ολ.) 3457/1998.

[20] Βλ. παραπάνω, σημ. 12.

[21] Σύνοψη γνωμοδότησης Βενιζέλου-Σκουρή, όπ. π. σημ. 1.

[22] Την οποία ουσιαστικά υπονομεύει το ΔΕΕ, ενδεχομένως αντιλαμβανόμενο, ότι μετά την προσχώρηση, η νομολογία του ως προς τα δικαιώματα θα αντιμετωπίζεται από το ΕΔΔΑ όπως η νομολογία όλων των άλλων Ευρωπαϊκών συνταγματικών ανώτατων δικαστηρίων. («Όπως  του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Λετονίας», κατά την προσφυή διατύπωση του H. H. Weiler, στο hearing για την διαμόρφωση της Έκθεσης του Συμβουλίου της Ευρώπης «European Convention on Human Rights and national constitutions, https://pace.coe.int/en/files/31695/html. ) Υπενθυμίζεται ότι όταν ζητήθηκε από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει σχετικά για την προσχώρηση στην ΕΣΔΑ, το ΔΕΚ είχε αρχικά κρίνει με τη γνωμοδότηση 2/94, ότι η Συνθήκη δεν προβλέπει αρμοδιότητα της ΕΚ να θεσπίζει κανόνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή να συνάπτει διεθνείς συμβάσεις στον τομέα αυτό, γεγονός που καθιστούσε την προσχώρηση νομικά αδύνατη. Ενόψει της σαφούς βούλησης όλων των κρατών μελών, η  Συνθήκη της Λισαβόνας κάλυψε το κενό αυτό με την εισαγωγή του άρθρου 6 παράγραφος 2, που κατέστησε την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ υποχρεωτική. Το 2010, αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, η ΕΕ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο της Ευρώπης σχετικά με σχέδιο συμφωνίας προσχώρησης, που οριστικοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2013. Στις 18 Δεκεμβρίου 2014, όμως, το ΔΕΕ εξέδωσε και πάλι αρνητική γνωμοδότηση στην οποία δήλωνε ότι το σχέδιο συμφωνίας μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τα ειδικά χαρακτηριστικά και την αυτονομία του δικαίου της ΕΕ (γνωμοδότηση 2/13), όπως την αντιλαμβάνεται το ίδιο. Ως συνέπεια, μέχρι σήμερα και παρά την διακηρυγμένη βούληση της Επιτροπής και όλων των κρατών μελών, η ένταξη της ΕΕ στην ΕΣΔΑ καρκινοβατεί.

[23] Rutili, υπόθεση 36/75.

[24] Bosphorus Hava Yollari Turizm ve Ticaret Anonim S iketi v Ireland 2005-VI, 42 EHRR 1. Βλ. Γ. Κατρούγκαλου, Η

απόφαση «Βόσπορος» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το

κοινοτικό δίκαιο, ΔτΑ, 2006, σ. 656.

[25] Βλ., ενδεικτικά, N. Walker, The idea of constitutional pluralism, 65 Modern Law Review 2002, σ. 317, F. Ost, Michel Van de Kerchove, De la pyramide au réseau? Pour une théorie dialectique du droit Facultés Universitaires Saint Louis; Brussels, 2011, F. Mayer, M. Wendel, Multilevel constitutionalism and constitutional pluralism, σε Matej Avbelj, Jan Komárek (eds), Constitutional pluralism in the European Union and beyond, Hart Publishing,  2012. Πρβλ. την έννοια της «συνταγματικής ανοχής» σε Λ. Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και κοινοτικό δίκαιο: το ζήτημα της «υπεροχής»,  Α. Ν. Σάκκουλας, 2009. Αντίθετα, κριτικός είναι ο C. Yannakopoulos, La déréglementation constitutionnelle en Europe, Σάκκουλας, Αθήνα 2019, κατά τον οποίο η θεώρηση του συνταγματικού πλουραλισμού συνιστά «επαναφουδεοποίηση» που «ρευστοποιεί και εργαλειοποιεί το συνταγματικό δίκαιο και την ερμηνεία του, καθώς, εκτός των άλλων, δημιουργεί την αίσθηση ότι, σε κάθε περίπτωση, το εφαρμοστέο δίκαιο είναι ένα εύπλαστο αμάλγαμα θεμελιωδών, εθνικών και ευρωπαϊκών κανόνων που μπορούν να προσαρμόζονται κατά το δοκούν στις κρατούσες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές εξελίξεις.» (Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, όπ. π., σημ. 6)

[26] Res 2491, 25 Απριλίου 2023, https://pace.coe.int/en/files/31753#trace-4, παρα. 3 και 7. Το Ψήφισμα αυτό της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης υπερψηφίσθηκε σχεδόν ομόφωνα, με μόνον δύο αρνητικές ψήφους. Βλ. σχετικά Γ. Κατρούγκαλου, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Εθνικά Συντάγματα, https://www.constitutionalism.gr/evropaiki-simvasi-dikaiomaton-tou-anthropou-kai-ethnika-sintagmata/

[27] Σημειωτέον ότι, κατά το ΔΕΕ, οι Συστάσεις και τα Ψηφίσματα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν αποτελούν απλώς πολιτικά κείμενα, αλλά συμπροσδιορίζουν τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών της Ένωσης.  Βλ., ενδεικτικά, Βλ. ΔΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 2020, C-66/18, Επιτροπή κ. Ουγγαρίας, σκέψεις 223-227.

[28] Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης 2491/2023, ibidem,  παρα. 7.

[29] C-6/64 Flamino Costa v. E.N.E.L. της 15ης Ιουλίου 1964.

[30] A. La Pergola, P. del Duca, Community Law, International Law and the Italian Constitution, American Journal of Constitutional Law, 1985, σ. 598, σ. 615.

[31] Βλ., ενδεικτικά, A. von Bogdandy, S. Schill, Overcoming absolute primacy: respect for national identity under the Lisbon Treaty, 48 CMLR 2011, σ. 1417, ιδίως σ. 1418–20,  M. Belov, The functions of constitutional identity performed in the context of constitutionalization of the EU order and the Europeanization of the legal orders of EU Member States,  9 Perspectives on Federalism 72, 2017, σ.  90, G.  Martinico, Taming National Identity: A Systematic Understanding of Article 4.2 TEU, 27 European Public Law, 2021, σ. 447, C. Yannakopoulos,  Les mutations du constitutionnalisme européen déréglementé, Réflexions à propos de l’arrêt PSPP de la Cour constitutionnelle allemande du 5 mai 2020, Revue du droit public 4/2020, σ. 1041 κ.ε., πρβλ. Π. Παυλόπουλου, Μια έμμεση, πλην σαφής, αμφισβήτηση της υπεροχής του ευρωπαϊκού έναντι του εθνικού δικαίου, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 2020, σ. 2 κ.ε

[32] Πρβλ. Α. Μανιτάκη, Τα όρια της κοινοτικής αρμοδιότητας και η συνταγματική θεώρηση τους, ΤοΣ 1980 σ. 472, ιδίως σ. 497 κ.ε., Ευ. ΒενιζέλουΜαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 160 κ.ε.

[33] Βλ. και Γ. Κατρούγκαλου, Η σχέση Συντάγματος και Κοινοτικού Δικαίου, ΝοΒ 7/2000, σ. 1089 κ.ε.

[34] BverfGE 73, 339. Βλ. σχετικά Θ. Αντωνίου, Η νέα θέση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου απέναντι στο παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, ΤοΣ 1987, σ. 693.

[35] BverfGE 89, 155. Βλ., αντί άλλων, Ι. Winkelmann (ed.), Das Maastricht-Urteil des Bundesverfassungsgerichts vom 12. Oktober 1993, Duncker & Humblot, Berlin, 1994, Κ. Χρυσόγονου, Ευρωπαϊκή ενοποίηση και εθνική κυριαρχία, Η απόφαση Μάαστριχτ του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου και οι επιπτώσεις της, ΕΕυρΔ 1995, σ. 103 κ.ε..

[36] BverfGE 89, 155, σ. 172, 182.

[37] Βλ. την απόφαση του BVerfGE 58, 1 Eurocontrol.

[38] Πάγιες θέσεις του εισηγητή δικαστή στην υπόθεση αυτή, P. Kirchhof. Βλ. σχετικά P. Kirchhof, Der deutsche Staat im Prozess der europäischen Integration, in P. Kirchhof, J. Isensee (Hrsg.), Handbuch des Staatsrechts, 1992, VII, σ. 882, K. Doehring, Staat und Verfassung in einem zusammenwachsenden Europa, ZRP 1993.165, D. Murswiek, Maastricht und der pouvoir constituant, Der Staat, 1993.165,

[39] Ibidem, σ. 887.

[40] BVerfGE 89, 155, σ. 196 κ.ε., 210 κ.ε.

[41] BVerfGΕ, Υπόθεση 2 BvR 859/15, 2 BvR 980/16, 2 BvR 2006/15, 2 BvR 1651/15 (18 Ιουλίου 2017), BVerfGE 146, 216 Προδικαστική Παραπομπή,  5 Μαΐου 2020, (Οριστική Απόφαση) βλ., Π. Παυλόπουλου, Μια έμμεση, πλην σαφής, αμφισβήτηση της υπεροχής του ευρωπαϊκού έναντι του εθνικού δικαίου, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, ο.π., σημ. 31,  Μ. Ιωαννίδη, ‘Herr der Verträge?’: Η απόφαση Weiss του BVerfg, Σύνταγμα Watch, 2020, https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/herr-der-vertrage-i-apofasi-weiss-tou-bverfg/#_ftn7.

[42] C-493/17 της 11ης Δεκεμβρίου 2018.

[43] BVerfG 2 BvR 859/15, σκέψεις 117 κ.ε..

[44] Ibidem, σκέψη 110.

[45] Ibidem, σκέψη 123.

[46] Ibidem, σκέψη 118.

[47] Απόφαση Pl. ÚS 5/12 της 31ης Ιανουαρίου 2012, www.usoud.cz/view/GetFile?id=6416.  Βλ. σχετικά J. Komárek, Czech Constitutional Court Playing with Matches: the Czech Constitutional Court Declares a Judgment of the Court of Justice of the EU Ultra Vires; Judgment of 31 January 2012, Pl. ÚS 5/12, Slovak Pensions XVII, European Constitutional Law Review, 8(2), 2012, σ. 323. Βλ. και τις Pl. ÚS 50/04 (re Sugar Quota Case II) και Pl. ÚS 19/08. Πρβλ.  M. Kos, The PSPP Judgment of the Bundesverfassungsgericht, Central European Journal of Comparative Law 2 (1), 2021, 93 κ.ε., σ. 98.

[48] Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας, απόφαση αρ. 15/2014 της 6ης Δεκεμβρίου 2016, βλ. σχετικά H. Krunke, S. Klinge, The Danish Ajos Case: The Missing Case from Maastricht and Lisbon, European Papers – A Journal on Law and Integration, 1(3), 2018, σ. 157 κ.ε., M. Kos, ibidem, σ. 99.

[49] Ibidem, σκέψη 10.

[50] Ibidem, σκέψη 11.

[51] Βλ. ιδίως την απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου της 30-12-76, Rec. 15, βλ. σχετικά αντί άλλων, G. Vedel, L’ attitude des jurisdictions françaises envers les traités Européens, in Europa, Université des Saarlands, 1987, D. Rousseau, Droit du Contentieux Constitutionnel, Montchrestien, Paris, 1990, σ. 259 κ.ε..

[52] Βλ., αντί άλλων, G. Vedel, Souveraineté et supranationalité, Pouvoirs, 1993, σ. 79. Πρβλ. και την απόφαση 98-400 DC.

[53] Απόφαση 2004-496 DC της 10ης Ιουνίου 2004, https://www.conseil-constitutionnel.fr/decision/2004/2004496DC.htm.

[54] Απόφαση TC 1/2004, www.tribunalconstitucional.es/es/jurisprudencia/restrad/Paginas/DTC122004en.aspx.

[55] Πρβλ. και την TC 26/2014 της 13ης Φεβρουαρίου 2014 και τις προγενέστερες TC 64/1991 και 108/92. Βλ. σχετικά A. Torres Pérez, Spanish Constitutional Court, Constitutional Dialogue on the European Arrest Warrant: The Spanish Constitutional Court Knocking on Luxembourg’s Door; Spanish Constitutional Court, Order of 9 June 2011, ATC 86/2011’, European Constitutional Law Review, 8 (1), σ. 105, ιδίως σ. 119–121.

[56] Δ. Τσάτσου-Κ. Τσουκαλά «Όχι» στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια TA NEA” Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2006.

[57] Βλ. ενδεικτικά Ν. Παπασπύρου, Τα μονοπάτια του ευρωπαϊκού συνταγματισμού: Διαδρομές και συναντήσεις της αγγλικής, γαλλικής και γερμανικής παράδοσης πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2016. Οι σύγχρονες διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχουν σχετικοποιήσει αλλά επ’ουδενί καταργήσει τις εθνικές συνταγματικές ταυτότητες.

[58] Βλ. Σχετικά Γ. Κατρούγκαλου, Η «Κοινωνική Ευρώπη» μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας: Πραγματικότητα, όραμα ή αντικατοπτρισμός; Ευρωπαίων Πολιτεία, 2 2008, σ. 351 κ.ε., και τις συναφείς μελέτες του ίδιου, Το ΔΕΚ ως απορρυθμιστής του εργατικού δικαίου, Με αφορμή τις αποφάσεις Viking και Laval (σε συνεργασία με το Νικήτα Αλιπράντη), Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 5/2008, σ. 674,  The implementation of social rights in Europe, Columbia Journal of European Law, 2/1996, σ. 277 κ.ε., European ‘Social States’ and the USA: An Ocean Apart?  European Constitutional Law Review, 2008, 4, σ.  225 κ.ε., The dim perspectives of the European social citizenship, NYU Jean Monnet Paper 7 2007.

[59] Πρβλ. Ν. Αλιβιζάτου, Π. Βουρλούμη, Γ. Γεραπετρίτη, Γ. Κτιστάκι, Σ. Μάνου, Φ. Σπυρόπουλου, Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, Πολιτεία, Αθήνα, 2016.

[60] Corte Costituzionale, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1973, No 183/1973, Frontini, ECLI:IT:COST:1973:183, της 5ης Ιουνίου 1984, No 170/1984, Granital, ECLI:IT:COST:1984:170 και της 13ης Απριλίου 1989, Fragd, ECLI:IT:COST:1989:232.

[61] Case C‑105/14 της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=167061&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=367198.

[62] Case C-42/17 της 5ης Δεκεμβρίου 2018, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=197423&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=367198

[63] Corte costituzionale, Order 24/2017.

[64] Corte costituzionale της 14ης Απριλίου 2018 115/2018 (ECLI:IT:COST:2018:115)

[65] BVerfGΕ 123, 267 2 BvE, 2/08.

[66] Mr. R v. Order of the Oberlandesgericht Düsseldorf, 2 BvR 2735/14, https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Pressemitteilungen/EN/2016/bvg16-004.html.

[67] Σκέψεις 37-50.

[68] Βλ. σχετικά J. Nowag, EU law, constitutional identity, and human dignity: A toxic mix? 53 CMLR 2016, https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2840473.

[69] Απόφαση της 27ης Ιουλίου 2006, 2006–540 DC, Loi DADVSI, ECLI:FR:CC:2006:2006:540.DC

[70] Απόφαση της 31ης Ιουλίου 2017, 2017–749 DC, CETA, ECLI:FR:CC:2017:2017:749

[71] CE της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Société Arcelor Atlantique et Lorraine et autres, n° 287110. Βλ. σχετικάΚ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, αρ. 273.

[72] CE Sarran et Levacher, της 30ης Οκτωβρίου 1998.

[73] Υποθέσεις με αρ. 393099, 394922, 397844, 397851, 424717, 424718, https://www.conseil-etat.fr/fr/arianeweb/CE/decision/2021-04-21/393099. Βλ.σχετικά Κ. Γιαννακόπουλου, Η εθνική συνταγματική ταυτότητα και ο “κλεφτοπόλεμος” των δικαστών. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του Conseil d’État στην υπόθεση “French Data Network et autres”», www.constitutionalism.gr, 4.5.2021.

[74] Πρβλ. τις C-135/08 Rottmann, ECLI:EU:C:2009:588, σκέψη 25, C-36/02 Omega Spielhallen v Oberbürgermeisterin der Bundestadt Bonn [2004] ECR I-09609, C-213/07 Michaniki AE v Ethniko Symvoulio Radiotileorasis [2008] ECR I-09999, σκέψη 65, C-208/09 Ilonka Sayn-Wittgenstein v Landeshauptmann von Wien [2010], σκέψη 83.

[75] J. H. H. Weiler, D. Sarmiento, ‘The EU Judiciary After Weiss: Proposing A New Mixed Chamber of the Court of Justice’, Verfassungsblog, 2 June, 2020, https://verfassungsblog.de/the-eu-judiciary-after-weiss.

[76] Η αντίθετη άποψη της Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Ελληνικό Συνταγματικό δίκαιο και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996, σ. 37 κ.ε. δεν επικράτησε, με δεδομένη την πάγια αντίθετη άποψη της θεωρίας. Βλ., αντί άλλων, Α. Μανιτάκη, Τα όρια της κοινοτικής αρμοδιότητας και η συνταγματική θεώρησή τους», ΤοΣ, 1984 σ. 472 κ.ε., ιδίως σ. 492-493, Ευ. Βενιζέλου, Τα όρια της αναθεώρησης του Συντάγματος 1975, Θεσσαλονίκη,  1984, σ. 237 κ.ε., Π. Παυλόπουλου, Η αναθεώρηση του Συντάγματος υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, 2010, σ. 108 επ. και του ιδίου, ειδικά για το υπό πραγμάτευση θέμα, «Σημεία ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκοπίου Παυλοπούλου κατά τον εορτασμό των 180 χρόνων του ΕΜΠ», 12.12.2017, https://www.presidency.gr/simeia-omilias-toy-proedroy-tis-dimokratias-k-prokopioy-paylopoyloy-kata-ton-eortasmo-ton-180-chronon-toy-emp/.

[77] Ευ. Βενιζέλου, Η αλήθεια για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, σημ. 5.

[78] Βλ. σημ. 12.

Πηγή: Constitutionalism.gr

«Πολυεπίπεδος συνταγματισμός»: απολογητική ιδεολογία ή εξελικτική αναγκαιότητα; (Σκέψεις με αφορμή την ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του άρθρου 16)

Εισαγωγή

Το πρόσφατο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τα μη κρατικά ΑΕΙ θέτει στον δημόσιο επιστημονικό διάλογο την πρόταση για μια «σύγχρονη ερμηνεία» του άρθρου 16 Συντ, η οποία θα καθιστά συνταγματικώς ανεκτή τη νομοθετική εγκατάσταση και λειτουργία στη χώρα μας ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ άλλου κράτους-μέλους της ΕΕ, τα οποία θα παρέχουν υπηρεσίες τηρώντας συγκεκριμένες  προδιαγραφές ακαδημαϊκής ποιότητας. Οι επιστημονικές προσεγγίσεις που υποστηρίζουν αυτή την ερμηνευτική εκδοχή επικαλούνται συστηματικά τις θεωρίες του «πολυεπίπεδου συνταγματισμού» και του «επαυξημένου Συντάγματος», δηλαδή του πολλαπλασιασμού των «συνταγματικών  πηγών», πέρα και έξω από τα όρια του τυπικού Συντάγματος και του Εθνικού Κράτους, ως θεμέλιο της επανερμηνείας των τυπικών συνταγματικών κανόνων, ήτοι των σαφών επιταγών και απαγορεύσεων του άρθρου 16 Συντ.

Για τις προσεγγίσεις αυτές, ο ερμηνευτικός επικαθορισμός του εθνικού Συντάγματος από το δίκαιο της Ένωσης εμφανίζεται ως αυτονόητος μονόδρομος. Στις σημαντικές παρεμβάσεις Βενιζέλου- Σκουρή[1] και Μανιτάκη[2] επισημαίνεται, έτσι, ρητά ότι οι συνταγματικές διατάξεις, στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συνταγματισμού και της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων (εθνική, ενωσιακή, διεθνής), πρέπει να ερμηνεύονται πάντοτε σε αρμονία προς το Ενωσιακό και το Διεθνές Δίκαιο, με στόχο να διατηρούνται οι εγγυήσεις της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες «εναρμονισμένης ερμηνείας», η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 5 και 8,δεν αντιτίθεται σε εθνικό νόμο, ο οποίος, σεβόμενος τις υποχρεώσεις της χώρας ως μέλους της ΕΕ, θα ρυθμίζει τα σχετικά με την εγκατάσταση και παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από ΑΕΙ που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου (κερδοσκοπικού ή μη κερδοσκοπικού) άλλου κράτους-μέλους της ΕΕ.

Καθίσταται σαφές ότι έννοιες, όπως ο «συνταγματικός πλουραλισμός» ή η «διαμοιρασμένη κυριαρχία» στο πλαίσιο άσκησης των εξουσιών των οργάνων της Ένωσης, καθώς και αρχές, όπως αυτές της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ εθνικών και ενωσιακών οργάνων, της επικουρικότητας ή της αναλογικότητας αξιοποιούνται πλέον ως κεντρική θεωρητική αναφορά για την ερμηνευτική επανατοποθέτηση του Συντάγματος στις νέες συνθήκες της πολυπεπίπεδης διακυβέρνησης.[3] Το γεγονός αυτό προκαλεί έντονες διαμάχες στους κόλπους της συνταγματικής επιστήμης, με τη μία πλευρά να κάνει λόγο για αναγκαία προσαρμογή του εθνικού Συντάγματος στο νέο θεσμικό, κανονιστικό και διεθνές περιβάλλον και την άλλη να αναδεικνύει έναν συνταγματικό «αναθεωρητισμό» που κατατείνει στην «παράκαμψη»[4] και την κανονιστική αποδυνάμωση του τυπικού Συντάγματος.[5] Επισημαίνεται, επίσης, ότι στο πλαίσιο αυτού του ιδιότυπου «αναθεωρητισμού» τείνει να εγκαταλειφθεί η προσήλωση στη γραμματική ή την ιστορική ερμηνεία, οι οποίες εγγυώνται τη λαϊκή κυριαρχία και την ασφάλεια δικαίου, προς όφελος άλλων μεθόδων και τεχνικών «δυναμικής ερμηνείας», που θέτουν το περιεχόμενο του Συντάγματος υπό συνεχή διαπραγμάτευση. Επιπλέον, η συστηματική επίκληση του «πλουραλισμού των πηγών» καταγγέλλεται ότι οδηγεί στην αποτυποποίηση και εργαλειοποίηση του Συνταγματικού Δικαίου, εμπεδώνοντας την παραπλανητική αίσθηση ότι το «Σύνταγμα» είναι ένα εύπλαστο αμάλγαμα θεμελιωδών κανόνων (εθνικών και ευρωπαϊκών) που μπορούν να προσαρμόζονται κατά το δοκούν στις κρατούσες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές εξελίξεις.

Καθώς το θεωρητικό και πρακτικό διακύβευμα είναι μείζον τόσο για τη θεωρία όσο και για την πράξη του Συνταγματικού Δικαίου, απαιτούνται ορισμένες κρίσιμες προκαταρκτικές διευκρινίσεις που θα αποσαφηνίζουν τους θεωρητικούς και νομικο-πολιτικούς όρους με τους οποίους τίθεται το ζήτημα του επαναποσδιορισμού του Συντάγματος υπό συνθήκες «πολυεπίπεδου συνταγματισμού». Το ζήτημα, με άλλα λόγια, δεν έγκειται απλώς στο να πάρει κανείς θέση υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης, αναλύοντας τα κανονιστικά επιχειρήματα που τις συγκροτούν («εναρμονισμένη ερμηνεία» ή «παράκαμψη του Συντάγματος»), αλλά να εξετάσει το νέο εννοιολογικό περιβάλλον, στο οποίο τίθεται πλέον το ζήτημα της ερμηνείας και των πηγών του Συντάγματος, εκθέτοντας και προσεγγίζοντας κριτικά τις βασικές θεωρητικές ή ιδεολογικές παραδοχές (ρητές ή υπόρρητες) της κάθε πλευράς.

Σε πρώτη φάση, θα παρουσιαστεί το ρεύμα του «πολυεπίπεδου συνταγματισμού»[6] σε σχέση με την πολυεπίπεδη άρθρωση της εξουσίας σε διεθνές επίπεδο, ενώ σε δεύτερη φάση, θα αναλυθεί η βασική παραδοχή του ρεύματος αυτού για την «αποκόλληση» του Συντάγματος από το Εθνικό Κράτος και τη συντακτική εξουσία, καθώς και η κριτική που της έχει ασκηθεί από δημοκρατική σκοπιά. Ακολούθως, θα εξεταστεί  η νομιμοποιητική και ιδεολογική διάσταση του πολυεπίπεδου συνταγματισμού ως «πολιτικού προγράμματος», ενώ η όλη προβληματική θα ολοκληρωθεί με μια πρώτη απόπειρα σύνθεσης μιας ήπιας εκδοχής «πολυεπίπεδου συνταγματισμού» με τη σχολή του «συνταγματικού εγγυητισμού».

  1. Πολυεπίπεδος συνταγματισμός και πολυεπίπεδη οργάνωση της εξουσίας

Ο όρος «συνταγματισμός» υποδηλώνει συχνά μια ηθικο-πολιτική προσέγγιση για το Σύνταγμα, στο μέτρο που υποδεικνύει μια «ιδεολογία» ή ένα «πολιτικό αίτημα» για επιβολή περιορισμών στην κρατική εξουσία. Είναι γεγονός ότι το παγκόσμιο “success story” του συνταγματισμού[7] συναρτάται πρωτίστως με την ακαταγώνιστη «ιδεολογική» λειτουργία του[8] να διασφαλίζει τη νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας ως δραστηριότητας αυστηρά οριοθετημένης από προϋπάρχοντες κανόνες που προστατεύουν τη δημοκρατία και τα δικαιώματα των πολιτών.[9]

Ως πολιτικο-ιστορικό φαινόμενο και διεκδικητικό κίνημα, επομένως, ο «συνταγματισμός» ακολουθεί εξ ορισμού μια συνεχή εξελικτική πορεία που παρακολουθεί τους διαρκείς μετασχηματισμούς της κοινωνίας και του εξουσιαστικού φαινομένου.[10]Μπορούμε, μάλιστα, να κάνουμε λόγο για «αλλεπάλληλα κύματα συνταγματισμού», τα οποία δεν αποκλίνουν από ένα βασικό θεωρητικό και ανθρωπολογικό μοτίβο: αυτό της οριοθέτησης της εξουσίας και της αισιόδοξης προσδοκίας για έναν «καλύτερο κόσμο» με βάση τις επιταγές του Συντάγματος. Σε αυτό το εξελικτικό πλαίσιο, το ρεύμα του «πολυεπίπεδου συνταγματισμού»[11] εμφανίζεται σαν εκείνη η εκδοχή συνταγματισμού που ανταποκρίνεται περισσότερο στις ριζικές κοινωνικο-οικονομικές ανακατατάξεις σε υπερεθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, με σημαντικότερη την αποδυνάμωση της πολιτικής αυτονομίας και της «εσωτερικής κυριαρχίας» του εθνικού Κράτους, δηλαδή της ικανότητάς του να ρυθμίζει μονομερώς τις εσωτερικές του υποθέσεις εξαιτίας της πολυεπίπεδης άρθρωσης της εξουσίας, της συνεχούς εκχώρησης κρατικών αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικούς θεσμούς αλλά και της «απορρύθμισης» σημαντικών τομέων της κοινωνικο-οικονομικής ζωής.[12]

Γίνεται έτσι δεκτό ότι εφόσον το Κράτος αναγκάζεται να μοιραστεί την εξουσία του με μια πλειάδα υπερεθνικών και ιδιωτικών φορέων, επηρεάζεται μοιραία και η ικανότητα του Συντάγματος να οριοθετεί τη δημόσια εξουσία, με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται συχνά ένα «χάσμα» ανάμεσα στην πραγματική άσκηση της εξουσίας και τους τυπικώς ισχύοντες συνταγματικούς κανόνες. Την ίδια στιγμή, εδραιώνεται η πεποίθηση ότι οι κατευθύνσεις και το περιεχόμενο της διακυβέρνησης διαμορφώνονται πέρα και έξω από τα Εθνικά Κράτη, καθώς συνεχώς αναπτύσσονται πρακτικές και μηχανισμοί του Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου που υπερισχύουν στην πράξη των εθνικών συνταγματικών προβλέψεων, ιδίως στα πεδία της οικονομικής διακυβέρνησης και των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Κατά έναν παράδοξο τρόπο, όμως, αυτή η «σχετικοποίηση» του εθνικού Συντάγματος παρουσιάζεται ως πολλά υποσχόμενη ανάπτυξη και επέκταση του «Συνταγματικού Δικαίου», υπό την έννοια ότι  πολλαπλασιάζονται οι εφαρμοστέες διατάξεις με υπέρτερη ισχύ και αυξάνεται σημαντικά η «συνταγματική ύλη», με αποτέλεσμα να προστατεύονται αποτελεσματικότερα οι ελευθερίες.[13] Αυτό το «επαυξημένο Σύνταγμα»[14] διεκδικεί τον τίτλο της πλέον επίκαιρης, ηθικο-πολιτικά έγκυρης και αποτελεσματικής εκδοχής συνταγματισμού, στο μέτρο που προβάλλει ως η ισχυρότερη εγγύηση εφαρμογής του περίφημου «τριπτύχου» (ενίσχυση πλουραλιστικής δημοκρατίας, διαφύλαξη του κράτους δικαίου, προστασία των δικαιωμάτων) στο πλαίσιο της σύγχρονης (πολυαρχικής και πολυεπίπεδης) άρθρωσης του εξουσιαστικού φαινομένου.

 

  1. Αποκόλληση του Συντάγματος από το Εθνικό Κράτος και τη συντακτική εξουσία

Καθώς ο Πολυεπίπεδος Συνταγματισμός αναπτύσσεται  σε ένα περιβάλλον «νομικού πλουραλισμού» εις βάρος του κανονιστικού μονοπωλίου του βεστφαλικού κράτους, αρκετοί κάνουν λόγο για αναπόφευκτη «παγκοσμιοποίηση του Συνταγματικού Δικαίου» που αντιστοιχεί στη σύγκλιση των διαφορετικών συνταγματικών συστημάτων τόσο στο επίπεδο των θεσμών και των δομών διακυβέρνησης όσο και σε αυτό της εγγύησης των δικαιωμάτων. Ενδεικτικό είναι ότι αυτός ο αναδυόμενος «παγκόσμιος συνταγματισμός», όπου το Σύνταγμα διαχωρίζεται από το Κράτος, προβάλλει συχνά ως η μόνη δυνατή (θεμιτή) εκδοχή συνταγματικής σκέψης στο ρευστό παγκόσμιο περιβάλλον της ανάδυσης των επικίνδυνων νέων εθνικισμών και των καταχρηστικών μονομερών επιλογών ορισμένων κρατών. [15]

Κεντρική ιδέα του πολυεπίπεδου συνταγματισμού δεν είναι, όμως, μόνο ο διαχωρισμός της έννοιας του Συντάγματος από το πλαίσιο του εθνικού Κράτους, αλλά και η αποκόλλησή της από εκείνη της πρωτογενούς ή δευτερογενούς «συντακτικής εξουσίας». Το στοιχείο αυτό έχει δεχθεί έντονη κριτική από εκείνους που διαπιστώνουν ότι το Σύνταγμα χάνει την πολιτική του διάσταση υπέρ μιας αντίληψης που υπερτονίζει τη σημασία του δικαστικού ελέγχου για την προστασία των δικαιωμάτων, την ίδια στιγμή που περιθωριοποιεί τον ρόλο του κυρίαρχου πολιτικού σώματος και την αξία της δημοκρατικής συμμετοχής ως προς την παραγωγή των συνταγματικών κανόνων. Πράγματι, η έννοια της «συνταγματοποίησης» του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου δεν παραπέμπει στην πολιτική βούληση μέσω της οποίας θεσπίζεται ένας συνταγματικός κανόνας, αλλά σε μια απρόσωπη διαδικασία που απολήγει εκ των πραγμάτων στην θέση σε ισχύ ενός συνταγματικού κανόνα. Η αποκόλληση του Συντάγματος από την έννοια της κυριαρχίας και της συντακτικής εξουσίας συνδέεται έτσι με την υπερπροβολή των «άτυπων» και «αυθόρμητων» διαδικασιών συνταγματογένεσης, οι οποίες εγείρουν πολλές αμφιβολίες από τη σκοπιά του «δημοκρατικού συνταγματισμού», ιδίως όταν καταλήγουν να υποκαταστήσουν τις επίσημα θεσπισμένες και δημοκρατικά νομιμοποιημένες διαδικασίες συνταγματικής αναθεώρησης.

Ανακύπτει, επομένως, το κρίσιμο ερώτημα: Είμαστε, άραγε, έτοιμοι να σκεφθούμε ένα «Συνταγματικό Δίκαιο χωρίς Σύνταγμα»  θεσπισμένο από το κυρίαρχο σώμα;[16] Είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε ότι θεμελιώδη θεσμικά και αξιακά ζητήματα δεν θα επιλύονται πλέον στο πλαίσιο της τυπικής διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος, αλλά θα διευθετούνται μέσω της απλής επίκλησης ενός «επαυξημένου Συντάγματος» με ενωσιακές ρίζες και σταθερή αναφορά στη νομολογία του ΔΕΕ και τις κοινές ευρωπαϊκές μας αξίες;  Είναι πράγματι αυτός ο μοναδικός τρόπος να προσαρμοστεί ο συνταγματισμός στις ριζικές ανακατατάξεις του σύγχρονου κόσμου;

Ο αντίλογος του κλασικού εγγυητικού και δημοκρατικού συνταγματισμού είναι ο πρώτος και ο τελευταίος λόγος για τέτοια ζητήματα πρέπει να ανήκει στα αναθεωρητικά όργανα που προβλέπει το Σύνταγμα. Αυτό σημαίνει ότι στην επίμαχη περίπτωση του άρθρου 16 Συντ. θα έπρεπε να επισπευσθεί η συνταγματική αλλαγή, όχι να προταχθεί ο «παραμερισμός» της τυπικής συνταγματικής διάταξης. Τούτο διότι ο σεβασμός του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας θα επέβαλε τα κεντρικά οργανωτικά και λειτουργικά ζητήματα της ανώτατης εκπαίδευσης να επιλύονται στο πλαίσιο της τυπικής διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος, αφού κάθε άλλος μηχανισμός παράκαμψης των σαφών διατάξεων του Συντάγματος θα ήταν ολοφάνερα αντιδημοκρατικός. Οι διαφορετικές προτάσεις συνταγματικής πολιτικής θα έπρεπε, επομένως, να αναμετρηθούν ανοικτά και με ειλικρίνεια ενώπιον των δύο αναθεωρητικών Βουλών και του εκλογικού σώματος, που διαθέτουν την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζουν κάθε θεμελιώδη μεταβολή του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου. Είναι γεγονός ότι έναντι της αντίρρησης αυτής δεν έχει προβληθεί μέχρι σήμερα κάποια πειστική απάντηση.

  1. Ο Πολυεπίπεδος Συνταγματισμός ως «πολιτικό πρόγραμμα»

Η διαπίστωση ότι η θεωρία του πολυεπίπεδου συνταγματισμού αποτελεί περισσότερο «πολιτικό πρόγραμμα» και όχι κατηγορία της επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου προκύπτει ευθέως και από τις ομολογημένες σκοπιμότητες των υποστηρικτών του, οι οποίοι του επιφυλάσσουν τον ρόλο του μέτρου αξιολόγησης και του οδηγού της παγκόσμιας διακυβέρνησης με γνώμονα τις συνταγματικές αξίες του γνωστού δικαιοκρατικού «τριπτύχου». Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, ευρέως υποστηρίζεται σήμερα ότι ο «νομικός πλουραλισμός» και η διάχυση της εξουσίας μπορούν υπό προϋποθέσεις να πολλαπλασιάσουν και να επαυξήσουν τις εγγυήσεις των δικαιωμάτων μέσα από μια πολλαπλότητα αλληλοπεριχωρημένων θεσμών, κατά το πρότυπο της συνεργασίας των διακυβερνητικών οργάνων και του «διαλόγου των δικαστών».[17] Από την άλλη πλευρά, ο υπερτονισμός του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στο πλαίσιο ποικίλων δικαιοδοσιών και με αναφορά σε ένα εκτεταμένο σώμα κανόνων και αρχών, νοείται ως η βασική εγγύηση εφαρμογής αυτού του «επεκτατικού Συνταγματικού Δικαίου» που συμβάλλει στον εξανθρωπισμό της διεθνούς τάξης και την εξάπλωση των συνταγματικών αξιών σε διεθνή κλίμακα.

Αυτή η νομιμοποιητική και ιδεολογική διάσταση του Πολυεπίπεδου Συνταγματισμού, καθώς και η πλήρης σύγχυση ανάμεσα σε Συνταγματικό Δίκαιο και συνταγματική πολιτική, αναδεικνύονται με ακόμη εμφανέστερο τρόπο στην εκδοχή του «μεταρρυθμιστικού συνταγματισμού» (Transformative Constitutionalism)[18] που απηχεί ανοικτά τη θέληση για μείζονες κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές μέσω της επεξεργασίας νέων, πιο προωθητικών για την κοινωνική δικαιοσύνη, καταλόγων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων και της θέσπισης νέων μηχανισμών συμμετοχής των πολιτών στη λήψη των δημόσιων αποφάσεων.

Εδώ το ιδεώδες του συνταγματισμού συναντά την παραδοχή του Αριστόβουλου Μάνεση ότι το Συνταγματικό Δίκαιο δεν λειτουργεί μόνο συντηρητικά, νομιμοποιώντας και σταθεροποιώντας την εξουσία, αλλά και χειραφετητικά και ριζοσπαστικά, προσφέροντας στους εξουσιαζόμενους τα μέσα του κοινωνικού μετασχηματισμού και της πολιτικής αλλαγής.[19] Με μια κρίσιμη  διαφορά, ωστόσο: ο Μάνεσης, ποτέ δεν συνέχεε στις αναλύσεις του την περιγραφή του ισχύοντος δικαίου με την άσκηση «συνταγματικής πολιτικής». Δεν θα μπορούσε, έτσι, ποτέ να αποδεχθεί ότι η βασική αποστολή ενός «επαυξημένου Συνταγματικού Δικαίου» είναι η διάδοση ενός πολιτικού προγράμματος ή η εμπέδωση μιας αναμορφωτικής agendas εις βάρος του τυπικού Συντάγματος. Το πιθανότερο είναι ότι θα καταλόγιζε στον πολυεπίπεδο συνταγματισμό ότι: α) αποτελεί ιδεολόγημα που συγκαλύπτει τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης μεταξύ κρατών και υπερεθνικών θεσμών στην παγκόσμια κατανομή ισχύος, β) παράγει πρακτικά αποτελέσματα που αποσκοπούν στη νομιμοποίηση υφιστάμενων δομών και κυρίαρχων πρακτικών εξουσίας και, ίσως, γ) ότι οι «αρχές» και «αξίες» που προτείνει δεν διαθέτουν συνταγματική περιωπή παρά μόνο στον βαθμό που περιλαμβάνονται στο ισχύον Σύνταγμα και όχι όταν εμφανίζονται ως «άγραφοι κανόνες» που προκύπτουν από αξιολογικές κρίσεις των ερμηνευτών τους.

Επίσης, ο Μάνεσης δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να συνυπογράψει την «εργαλειοποίηση» της κανονιστικής ιεραρχίας[20] ούτε βεβαίως να αποδεχθεί ότι το «επεκτατικό Σύνταγμα» αποκτά με έναν μαγικό τρόπο κανονιστικά υπέρτερη αξία, επειδή προάγει κατά περιεχόμενο τις ελευθερίες και το Κράτος Δικαίου χάρη στην παρέμβαση ενός δικαστή (εν προκειμένω του ενωσιακού). Η σχολή του «συνταγματικού εγγυητισμού», γενικότερα, δεν θα μπορούσε ποτέ να συνταχθεί με τη συχνά απροκάλυπτη ρητορική νομιμοποίησης του ερμηνευτικού μονοπωλίου των συνταγματικών ή των ενωσιακών δικαστών, που περιορίζει ουκ ολίγες φορές την έννοια της δημοκρατίας στον στενό κύκλο των θεμελιωδών δικαιωμάτων υπό την ατομικιστική οπτική και ερμηνεία τους.

 

  1. Σύνθεση συνταγματικού εγγυητισμού και πολυεπίπεδου συνταγματισμού

Μια αμιγώς «θετικιστική» εκδοχή πολυεπίπεδου συνταγματισμού, που θα αρκούνταν στην περιγραφή ή συστηματοποίηση των ισχυόντων συνταγματικών κανόνων στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης άρθρωσης της εξουσίας[21] είναι αναμφίβολα μειοψηφική στους κόλπους της ακαδημαϊκής και ερευνητικής κοινότητας. Κρατούσα είναι η ηθικο-πολιτικά δεσμευμένη θεωρία της «συνταγματοποίησης» της διεθνούς τάξης ή της «διεθνοποίησης» του Συντάγματος ως οχήματος νομιμοποίησης εθνικών, υπερεθνικών και διακρατικών δομών εξουσίας και συγκεκριμένων δημόσιων πολιτικών, όπως μαρτυρεί και το επίμαχο εγχείρημα της νομιμοποίησης των μη κρατικών ΑΕΙ στη χώρα μας. Στο πλαίσιο των κυρίαρχων «δεσμευμένων» προσεγγίσεων, μπορούμε, ωστόσο, να διακρίνουμε τρεις εκδοχές πολυεπίπεδου συνταγματισμού:[22] α) Η πρώτη, κρατοκεντρικής έμπνευσης, έγκειται στην απλή μεταφορά των εννοιών και των μεθόδων του εθνικού Συνταγματικού Δικαίου για την ανάλυση των διεθνών θεσμών και πρακτικών. β) Η δεύτερη, πιο ισορροπημένη, αναζητεί τις αναλογίες ανάμεσα σε εθνικές και υπερεθνικές ρυθμίσεις, με σκοπό να προωθήσει το ιδεώδες μιας διεθνοποιημένης ρυθμιστικής τάξης με οριοθετημένες εξουσίες και σεβασμό των δικαιωμάτων. γ) Τέλος, η τρίτη εκδοχή πολυεπίπεδου συνταγματισμού προτείνει μια εντελώς ελεύθερη επιλογή-κατασκευή μιας νέας έννοιας του Συντάγματος, που θα υπακούει σε μια σειρά από προερμηνευτικές επιλογές για τον προσανατολισμό της διεθνούς τάξης.

Ενώ η πρώτη εκδοχή περιορίζεται στη μηχανική μεταφορά της «νομικής δογματικής»  στο υπερεθνικό επίπεδο, η δεύτερη και η τρίτη δεν κρύβουν τον ηθικο-πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό τους. Η τρίτη, μάλιστα, εκδοχή είναι εκείνη που ανοίγει τον δρόμο σε «ακραία διαπλαστικές» (αυθαίρετες) ή ευθέως «απολογητικές» προσεγγίσεις, στο μέτρο που υποθέτει ότι μπορεί να επιλέγεται κάθε φορά ελεύθερα η συνταγματική ρύθμιση που εξυπηρετεί συγκεκριμένα πολιτικά σχέδια και να προσδιορίζεται κατά βούληση το περιεχόμενο του Συντάγματος εις βάρος κάθε εγγυητικής λειτουργίας του καταστατικού χάρτη.

Η δεύτερη εκδοχή, αντιθέτως, απηχεί μια κριτική και μετριοπαθή ερμηνεία του πολυεπίπεδου συνταγματισμού που αναζητεί τη σύνθετη άρθρωση εθνικού και υπερεθνικού επιπέδου, δεν αρνείται τον κατά βάση «εθνικό χαρακτήρα» του Συνταγματικού Δικαίου, ενώ παράλληλα διεκδικεί μια λελογισμένη «συνταγματοποίηση» της διεθνούς διακυβέρνησης, που θα λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα και τις ανάγκες των χωρών και των λαών τους. Η εκδοχή αυτή, παρότι συνομολογεί τη βασική «ηθικο-πολιτική agenda» του πολυεπίπεδου συνταγματισμού για μια νέα νομιμοποιητική βάση στις πρακτικές της σύγχρονης διακυβέρνησης, δεν δέχεται άκριτα ότι η συμφωνία με έναν διεθνοποιημένο κανόνα δικαίου, εγγυάται πάντοτε αποτελεσματικότερα, ως έλλογο προϊόν συμβιβασμών και αλληλοπεριχωρήσεων, την προστασία των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Αυτή η προσέγγιση, που θεωρεί ως εγγενώς αρτιότερο και πιο δίκαιο τον διεθνή κανόνα από τον εθνικό, απορρίπτεται ως προδήλως ιδεολογική και απολογητική για τις εν εξελίξει ανακατατάξεις της εξουσίας σε διεθνή κλίμακα.

Πράγματι, η απολογία της «συνταγματοποίησης» των σημερινών πρακτικών και συσχετισμών της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης είναι ολοφάνερα προβληματική εάν αναλογιστούμε ότι οι ισχύοντες διεθνείς κανόνες και οι κρατούσες πρακτικές βαθαίνουν ολοένα και περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στους πολίτες και την εξουσία και ότι μόνο ως δίκαιες ή δημοκρατικές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.[23] Καθώς η υπονόμευση των εθνικών Συνταγμάτων και η αποδυνάμωση της εσωτερικής κυριαρχίας των κρατών δεν ισοσταθμίζεται στην πραγματικότητα παρά από ελάχιστα οφέλη στο διεθνές επίπεδο, μάλλον ισοδυναμεί με αυταπάτη η προσδοκία ότι η κρίση των εθνικών Συνταγμάτων θα ξεπεραστεί μέσα από τη συνταγματοποίηση του διεθνούς επιπέδου. Την ίδια στιγμή, η αναπόφευκτη διεθνοποίηση της πολιτικής καθιστά εξίσου ανέφικτη τη νοσταλγική επιστροφή και περιχαράκωση στην προστατευτική αγκαλιά του παραδοσιακού Εθνικού Κράτους. Δεδομένου, όμως, ότι τα δημοκρατικά κράτη παραμένουν η κύρια πηγή νομιμοποίησης της δημόσιας εξουσίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο, μόνη λύση στο διαφαινόμενο αδιέξοδο είναι να ενισχυθούν οι μηχανισμοί δημοκρατικού ελέγχου από την πλευρά τους σε όλες τις εν εξελίξει διαδικασίες «συνταγματοποίησης» και «διεθνοποίησης». Η ενίσχυση των κρατικών «αντιβάρων» είναι αναγκαία αφενός για να μην αποκτήσουν τα υπερεθνικά μορφώματα «λευκή επιταγή» στην υπερεθνική ή ενωσιακή διακυβέρνηση και αφετέρου για να αποκατασταθεί εν μέρει η πολιτική αυτονομία του Εθνικού Συνταγματικού Κράτους.

Ο «νέος συνταγματισμός» θα μπορούσε, εν κατακλείδι, να οριοθετήσει ένα νέο πλαίσιο «συνταγματικής πολιτικής» που θα συνδυάζει τόσο αμυντικά όσο και επιθετικά στοιχεία.[24] Από τη μια, επικαιροποιώντας το πρόγραμμα του «συνταγματικού εγγυητισμού», να αποκρούσει τη λογική μιας αβέβαιης «συνταγματοποίησης» που οδηγεί στην υποκατάσταση των νομιμοποιημένων εθνικών συνταγματικών θεσμών (όπως η αναθεωρητική διαδικασία) από τις ευέλικτες διαδικασίες μιας υπερεθνικής (έστω και ενωσιακής)  διακυβέρνησης. Στην κατεύθυνση αυτή, η αναγκαία θωράκιση του Εθνικού Κράτους θα σήμαινε πρωτίστως την ενίσχυση της δημοκρατικής του ταυτότητας και τον πολλαπλασιασμό των ευκαιριών συμμετοχής των πολιτών στον δημόσιο χώρο. Από την άλλη, όμως, πλευρά, η επέκταση των αξιών και των κεκτημένων του συνταγματισμού εκτός εθνικών ορίων θα σήμαινε την ενίσχυση των στοιχείων της ομοσπονδιακής προοπτικής σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, με ένα «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα δημοκρατικής έμπνευσης» και με αναφορά σε μια νέα ενότητα των «ευρωπαϊκών λαών» που θα υποστηρίζεται από μια νέα σύνθεση εθνικών και υπερεθνικών αρχών νομιμοποίησης. Οι προσεγγίσεις αυτές που εντάσσονται στην «ήπια» εκδοχή της νομιμοποιητικής επιδίωξης του πολυεπίπεδου συνταγματισμού αφήνουν, βεβαίως, ανοικτό το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο θα εφαρμοστεί στη διεθνή σκηνή ο δημοκρατικός έλεγχος των Εθνικών Κρατών επί των υπερεθνικών θεσμών είτε πρόκειται για τη νέα αρχιτεκτονική λήψης των αποφάσεων και το οργανωτικό μοντέλο των σύγχρονων διευθετήσεων είτε για την επιλογή νομικού καθεστώτος για τη ρύθμιση των νέων σχέσεων εξουσίας. Αλλά αυτή είναι μια εντελώς διαφορετική συζήτηση, που υπερβαίνει κατά πολύ τη συνταγματολογική ομφαλοσκόπηση και πρέπει κάποτε να ανοίξει σοβαρά και στη χώρα μας. Τόσο σε επιστημονικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.

 

[1]Ε. Βενιζέλος, Β. Σκουρής, Άρθρο 16: Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, σε https://www.tovima.gr/2023/12/09/society/arthro-16-i-symfoni-me-to-enosiako-dikaio-ermineia/amp/ 09.12.2023.

[2] Αντ. Μανιτάκης, Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης, https://www.constitutionalism.gr/i-sintagmatiki-apagorefsi-tis-idrisis-sxolon-apo-idiotes/ 11.07.2023

[3] Βλ. Απ. Παπατόλιας, Τεχνοκρατία και Δημοκρατία στη Σύγχρονη Διακυβέρνηση, Αθήνα 2023

[4] Βλ. Κ. Μποτόπουλος, Διάλογος με το Δάσκαλο Αντώνη Μανιτάκη. Επί του άρθρου του «Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης», σε https://www.constitutionalism.gr/dialogos-me-ton-daskalo-antoni-manitaki/ 20.07.2023, Ιφ. Καμτσίδου, Το Πανεπιστήμιο ανάμεσα στο κράτος και την αγορά, https://www.constitutionalism.gr/to-panepistimio-anamesa-sto-kratos-kai-tin-agora/ 23.07.2023, Κ. Γιαννακόπουλος Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, σε https://www.constitutionalism.gr/to-arthro-16-tou-sintagmatos-sti-dini-tou-neofeoudarxikou-sintagmatismou/ 31.10.2023 και Κ. Γιαννακόπουλος, Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, https://www.constitutionalism.gr/o-sevasmos-tou-sintagmatos-kai-i-epifilaxi-pou-exei-diatiposi-i-ellada-stis-gats/ 05-12-2023.

[5] Κατά μία προσέγγιση, αυτά τα ερμηνευτικά εγχειρήματα συνδέονται με συγκεκριμένους μηχανισμούς «ιδιωτικοποίησης» του Συντάγματος (ή «συνταγματοποίησης» των ιδιωτικών εξουσιών), που εκφράζουν τη διαρκή προσπάθεια των ιδιωτικών κέντρων εξουσίας να αποσπάσουν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της δημιουργίας του δικαίου, τα οποία κατέχουν οι διάφορες δημόσιες (κρατικές, διακρατικές, περιφερειακές ή διεθνείς) εξουσίες που προέκυψαν στο σύστημα της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Οι προσεγγίσεις αυτές διαπιστώνουν μια «πολυδιάστατη διαδικασία ιδιωτικοποίησης των συνταγματικών προτύπων» που κλιμακώνεται, ως διαδικασία αποδυνάμωσης της  δεσμευτικής αξίας του Συντάγματος. Η εξέλιξη της κρατούσας ερμηνείας του άρθρου 16 του Συντάγματος επιβεβαιώνει, για την εν λόγω αντίληψη, αυτή την τάση απομείωσης της κανονιστικότητας εκείνων των διατάξεων που περιορίζουν τα «διεθνώς κεκτημένα προνόμια» των ιδιωτικών κέντρων εξουσίας. Η προβολή «ακραία διαπλαστικών ερμηνειών» ερμηνεύεται, έτσι, ως δηλωτική της γενικότερης τάσης για  «ρευστοποίηση του Συνταγματικού Δικαίου», κυρίως μέσα από «δημιουργικές» επικλήσεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, των λεγόμενων «κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών της Ένωσης» ή του διεθνούς δικαίου (Βλ. Κ. Γιαννακόπουλος Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, σε https://www.constitutionalism.gr/to-arthro-16-tou-sintagmatos-sti-dini-tou-neofeoudarxikou-sintagmatismou/ 31.10.2023, Κ. Γιαννακόπουλος, Οι μεταλλάξεις του απορρυθμισμένου ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση PSPP του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 5ης Μαΐου 2020, σε https://www.constitutionalism.gr/2020-05-29-yannakopoulos-aporruthmismenos-syntagmatismos/ 29.05.2020, Κ. Γιαννακόπουλος, Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022 και CYannakopoulosLa déréglementation constitutionnelle en Europe, Athenes – Salonique, 2019). Σχετικά με την τάση «ρυθμιστικής αυτονόμησης» διακριτών πεδίων της ιδιωτικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, που αποκτούν δικό τους αυτοτελές «Σύνταγμα» πέρα και έξω από τις επιλογές των εθνικών κρατών βλ. επίσης τις μελέτες του GTeubnerGlobal Private Regimes: Non-Spontaneous Law and Dual Constitution of Autonomous Sectors? , σε K.-H. Ladeur(ed.), Public Governance in the Age of Globalization, Londres, 2004, σελ. 71-88 και G. Teubner, Constitutionnalisme sociétal: neuf variations sur un thème de D. Sciulli, Jus Politicum, no 19, Constitutionnalisme global, 2018, σελ. 71-94 σε http://juspoliticum.com/uploads/jp19-t06_teubner.pdf

[6] Μια πιο αναλυτική παρουσίαση του ρεύματος του «πολυεπίπεδου συνταγματισμού» περιλαμβάνεται στην υπό έκδοση μελέτη μας για τα 100 χρόνια Μάνεση (Απ. Παπατόλιας, Είναι συμβατός ο «Πολυεπίπεδος Συνταγματισμός» με τον  συνταγματικό εγγυητισμό; Επιστημολογικές και νομικοπολιτικές όψεις μιας δύσκολης συνύπαρξης, υπό δημοσίευση σε Τιμητικό Τόμο για τα 100 χρόνια Μάνεση 2024).

[7] D. Grimm, The Achievement of Constitutionalism and its Prospect in a Changed World, in P. Dobner, M. Loughlin (dir.), The Twilight of Constitutionalism?, Oxford, Oxford University Press, 2010, σελ. 12-13.

[8] Βλ. An. Peters, The Merits of Global Constitutionalism, Indiana Journal of Global Legal Studies, vol. 16, 2/2009, σελ. 404 και An. Peters, Compensatory Constitutionalism: The Function and Potential of Fundamental International Norms and Structures,  Leiden Journal of International Law, Volume 19 , Issue 3 , October 2006 , σελ. 579 – 610, DOI: https://doi.org/10.1017/S0922156506003487 και An. Peters, Le constitutionnalisme global: Crise ou consolidation?, Jus Politicum, n° 19, Ιανουάριος 2018, σε https://juspoliticum.com/article/Le-constitutionnalisme-global-Crise-ou-consolidation-1197.html/.

[9] Κ. Χρυσόγονος, Πολιτειολογία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2016, σελ. 102

[10] Από την εγχώρια βιβλιογραφία πρβλ. ιδίως Αρ. Μάνεσης, Το Σύνταγμα, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, στον τόμο: Αρ Μάνεσης, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη ΙΙ (1980-2000), Αθήνα-Θεσσαλονίκη, (1993, 2007), σελ.  113-141, Αντ.  Μανιτάκης, Απόπειρα πολιτειακής ανίχνευσης της νέας, παγκοσμιοποιημένης, εποχής που αναδύεται επώδυνα στη χώρα μας, σε http://www.constitutionalism.gr/html/ent/227/ent.2227.asp/20/12/2011 και Κ. Χρυσόγονος, Γιατί το Σύνταγμα; Ιστορικές προϋποθέσεις του συνταγματισμού, σε  http://www.constitutionalism.gr/html/ent/310/ent.2310.asp/21.03.2012.

[11] Από την ιδιαίτερα πλούσια βιβλιογραφία για τον πολυεπίπεδο συνταγματισμό αξίζει ξεχωριστή μνεία στα ακόλουθα έργα: I. Pernice, Multilevel Constitutionalism and the Treaty of Amsterdam: European Constitution-Making Revisited, Common Market Law Review, no 36, 1999, I. Pernice, F.C. Mayer, De la constitution composée de l’Europe, R.T.D.E., 2000, N. Walker, The Idea of Constitutional Pluralism, Modern Law Review, no 3, 2002, M. Tushnet, The Inevitable Globalization of Constitutional Law, Harvard Law School Public Law & Legal Theory Working Paper Series, no 09-06, 2009,σε: http://ssrn.com/abstract=1317766P. Dobner, M. Loughlin, Introduction, σε P. Dobner, M. Loughlin (dir.), The Twilight of Constitutionalism?, Oxford, Oxford University Press, 2010, σελ. XVIεπ., A.-M. Slaughter, Judicial Globalization, Va. J. Int’l L., vol. 40, 2000, σελ. 1103επ. και A.-M. Slaughter, A Typology of Transjudicial Communication, University of Richmond Law Review, vol. 29, 1994, σελ. 99.

[12] Βλ. Απ. Παπατόλιας, Η “επόμενη μέρα” του εθνικού και ευρωπαϊκού συνταγματισμού, Ερμηνευτικοί (ανα)στοχασμοί μετά την πανδημία, Αθήνα, 2020. Πρβλ. Ε. Βενιζέλος, Μικρή εισαγωγή στο Σύνταγμα και στο Συνταγματικό Δίκαιο, 2023 σε https://www.sakkoulas-online.gr/subscriptions/required/85dd4a7aa355e72744b7/Ε. Βενιζέλος, Ανθεκτικότητα, προσαρμοστικότητα και αναθεώρηση του Συντάγματος. Σκέψεις για τη συνολική αξιολόγηση της περιόδου 2009-2019, ΕφημΔΔ – 6/2019, σελ. 682επ. και Ε. Βενιζέλος, Η αντοχή του συνταγματικού φαινομένου στη μετανεωτερική εποχή, ΤοΣ, 6/2002, σελ. 845επ. Βλ. επίσης Χ. Ανθόπουλος (Συντονιστής), Η διδασκαλία του Συνταγματικού Δικαίου σήμερα. Μία συζήτηση με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021. Το κείμενο της συζήτησης της εκδήλωσης «Ποιο είναι το νόημα της διδασκαλίας του Συνταγματικού Δικαίου στην εποχή μας;» της 8ης Ιουνίου 2021, που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Σάκκουλα, στις 8.6.2021, με αφορμή τη νέα έκδοση του βιβλίου του Ευάγγελου Βενιζέλου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου (Κ. Χρυσόγονος, Ν.Κανελλοπούλου, Π. Δουδωνής, Π. Μαντζούφας, Κ. Ηλιάδου, Γ. Καραβοκύρης, Α. Φωτιάδου, Λ. Παπαδοπούλου, Ν. Παπαχρήστος, Χρ. Ακριβοπούλου), σελ. 26. Βλ. επίσης Ph. Allott, Eunomia. New Order for a New World, Oxford, 1990, σελ 134-136.

[13] Ε. Βενιζέλος, Η αντοχή του συνταγματικού φαινομένου στη μετανεωτερική εποχή, op.cit., σελ. 859 και Ε. Βενιζέλος, Ανθεκτικότητα, προσαρμοστικότητα και αναθεώρηση του Συντάγματος. Σκέψεις για τη συνολική αξιολόγηση της περιόδου 2009 – 2019, ΕφημΔΔ – 6/2019, σελ. 682 – 684. Πρβλ. επίσης τις μελέτες της Λ. Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και Κοινοτικό Δίκαιο: το ζήτημα της ‘υπεροχής’, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Σειρά: Ευρωπαϊκό Δίκαιο στην Ευρώπη – Μελέτες 16, Διεύθυνση Δημ. Θ. Τσάτσου, Αθήνα-Κομοτηνή, 2009 και LPapadopoulou/InPernice /H.H. Weiler (dir.), Legitimacy Issues of the European Union in the Face of Crisis, Dimitris Tsatsos in memoriam,ECLN Series Vol. 9, NOMOS/Hart, 2017.

[14] ΕΒενιζέλος, From the Relativization of the Constitution to the ‘Augmented Constitution’, European Review of Public Law/Revue Européenne de Droit Public, vol. 32, no 3, autumn 2020, σελ. 973-1017

[15] “There is no richly-conceptualised alternative ideology with potential global appeal contesting the global constitutionalist grammar. The alternatives that exist take the form of a motley configuration of ideologies and power structures that are unlikely to form the basis of stable new coalitions or significantly expand their appeal, as the following brief analysis of anti-constitutionalist ideologies and the power structures that embrace them seeks to make clear” (M. Kumm, J. Havercroft, J. Dunoff, A. Wiener (dir.), Editorial. The End of “the West” and the Future of Global Constitutionalism, Global Constitutionalism, Editorial, vol. 6, 2017, σελ. 4).

[16] Βλ. V. Champeil-Desplats, Constitutionalization Outside of the State? A Constitutionalist’s Point of View, σε J.-P. Robé, A. Lyon-Caen, S. Vernac (dir.), Multinationals and the Constitutionalization of the World Power System, New York, Routledge, σελ. 161. Βλ. επίσης O. Diggelman, T. Altwicker, Is there Something Like a Constitution of International Law? A Critical Analysis of the Debate on World Constitutinalism, Zeitschrift für ausländisches öffentliches Recht und Völkerrecht, vol. 68, 2008, σελ. 642.

[17] Βλ. αντί άλλων A.-M. Slaughter, Judicial Globalization, Va. J. Int’l L., vol. 40, 2000, σελ. 1103επ. και A.-M. Slaughter, A Global Community of Courts, Harv. Int’l L. J., vol. 44, 2003, σελ. 191επ. Βλ. επίσης το εμβληματικό άρθρο του A.-M. Slaughter, A Typology of Transjudicial Communication, University of Richmond Law Review, vol. 29, 1994, σελ. 99επ.

[18] J. Fowkes, Transformative Constitutionalism and the Global South: The View From South Africa, in Transformative Constitutionalism in Latine America, σε https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2847579. Βλ. επίσης A. Peters, Compensatory Constitutionalism: The Function and Potential of Fundamental International Norms and Structures, op. cit., σελ. 591επ.

[19] Αρ. Μάνεσης, Συνταγματικό Δίκαιο Ι, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 106-107, Αρ. Μάνεσης, Νομική παιδεία και πολιτική», σε Συνταγματική θεωρία και πράξη (1954-1979),Θεσσαλονίκη, 1980, σελ.738. Βλ. επίσης Γ. Σωτηρέλης, Ο αντιεξουσιαστικός λόγος στο έργο του Αριστόβουλου Μάνεση, σε Χαρμόσυνο Αριστόβουλου Μάνεση. Κράτος, Σύνταγμα και Δημοκρατία στο έργο του, Αθήνα, 1994, σελ. 188-189. Πρβλ. επίσης Απ. Παπατόλιας, “La constitution est un corps de lois obligatoires ou ce n’est rien”. Από την ιστορία μιας φράσης στη γενεαλογία μιας έννοιας, σε Χαρμόσυνο Αριστόβουλου Μάνεση, Μελέτες Συνταγματικού Δικαίου και Φιλοσοφίας του Δικαίου, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998, σελ. 3433π.

[20] Βλ. J.-M. Denquin, L’objet du droit constitutionnel: État, Constitution, Démocratie, σε M. Troper et D. Chagnollaud (dir.), Traité international de droit constitutionnel. Théorie de la Constitution, Paris, Dalloz, t. 1, 2012, σελ. 60 και J.-M. Denquin, Penser le droit constitutionnel?, Les doctrines autoritaires et totalitaires du droit constitutionnel, Jus Politicum, n° 25, janvier 2021, σε https://juspoliticum.com/article/Penser-le-droit-constitutionnel-1354.html, σελ. 164. Πρβλ. επίσης Th. Hochmann, Hans Kelsen et le constitutionnalisme global: Théorie pure du droit et projet politique, Jus Politicum, n° 19, op.cit., σε https://juspoliticum.com/article/Hans-Kelsen-et-le-constitutionnalisme-global-Theorie-pure-du-droit-et-projet-politique-1190.html και M. Altwegg-Boussac, Faire apparaître l’objet constitutionnel. À propos de l’ouvrage Penser le droit constitutionnel de Jean-Marie Denquin, Jus Politicum, n° 25, 2021, σε https://juspoliticum.com/article/Faire-apparaitre-l-objet-constitutionnel-A-propos-de-l-ouvrage-Penser-le-droit-constitutionnel-de-Jean-Marie-Denquin-1355.html.

[21]M. Troper, Le constitutionnalisme entre droit et politique, σε https://extra.upicardie.fr/outilscurapp/medias/revues/29/troper.pdf και M. Troper, Dominique Chagnollaud (dir.), Traité international de droit constitutionnel, Tome 1,Théorie de la Constitution, Dalloz, 2012, Chapitre III – Droit constitutionnel et théorie générale de l’État, σελ. 197επ.

[22] M. Kumm, The Cosmopolitan Turn in Constitutionalism: On the Relationship between Constitutionalism in and beyond the State, op.cit. και Év. Lagrange, Constitution, constitutionnalisation, constitutionnalisme globaux – et la compétence dans tout cela?, Jus Politicum, n° 21, Ιούλιος 2018, σε https://juspoliticum.com/article/Constitution-constitutionnalisation-constitutionnalisme-globaux-et-la-competence-dans-tout-cela-1246.html/ , σελ. 318.

[23] D. Grimm, The Achievement of Constitutionalism and its Prospect in a Changed World, in P. Dobner, M. Loughlin (dir.), The Twilight of Constitutionalism?, Oxford, 2010.

[24] Βλ. Γ. Σωτηρέλης, Το Σύνταγμα στην εποχή της κρίσης. Προς ένα νέο συνταγματισμό;, σε Α-Ι. Δ. Μεταξάς (Σχεδίαση του έργου – Εισαγωγικά Κείμενα), Πολιτική Επιστήμη: Διακλαδική και συγχρονική προσέγγιση της πολιτικής πράξης, V. Πολιτικοί Θεσμοί. Δομές και Λειτουργίες, Σιδέρης, Αθήνα, 2016, https://www.constitutionalism.gr/syntagma-krisi-neos-syntagmatismos/10.9.2012 (και σε: Σύνταγμα και Δημοκρατία, op. cit., Επίμετρο, σελ. 572επ.). Βλ. επίσης Γ.  Σωτηρέλης, (2011), Σύνταγμα και πολιτική υπό το φως των νέων δεδομένων: Τα διακυβεύματα, οι δυνατότητες, τα όρια, σε http://www.constitutionalism.gr/html/ent/058/ent.2058.asp/22.5.2011 και Γ. Σωτηρέλης, Η οικονομική κρίση ως ευκαιρία για την επαναθεμελίωση του κράτους, σε ΓΣωτηρέλης, Μ. Πικραμένος, Θ. Ξηρός (επιμ.)Η μεταρρύθμιση του κράτους στην εποχή των μεγάλων προκλήσεων, Αθήνα, 2011, σελ. 13-58, προδημοσίευση σε http://www.constitutionalism.gr/html/ent/186/ent.2186.asp/25.10.2011.

Πηγή: Constitutionalism.gr

Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου

Ο Γιάννης Δρόσος, ομότιμος καθηγητής συνταγματικού δικαίου, σχολιάζει τον λόγο που διατυπώνεται από νομικούς και συνταγματολόγους σχετικά με το νομοσχέδιο για τη λειτουργία ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Μερικές μη νομικές εισαγωγικές παρατηρήσεις

Οι σύντομες παρατηρήσεις που διατυπώνονται εδώ συνδέονται με την εισαγωγή νόμου που θεσπίζει τη λειτουργία στην Ελλάδα ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων έξω από το σαφές αυστηρό και δύσκαμπτο πλαίσιο που θέτει το άρθρο 16 του Συντάγματος. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν εξαντλούν βεβαίως το θέμα, αφού άλλωστε μέχρι την ψήφιση του σχετικού νόμου οι ακριβείς συνταγματικές και λοιπές νομικές του παράμετροι δεν είναι αποσαφηνισμένες.

Σπεύδω να σημειώσω ότι, όπως και σε ανύποπτη στιγμή είχα κάνει, η εμπειρία μου από τις όχι λίγες δεκαετίες που είχα την τιμή και την χαρά να υπηρετώ το ελληνικό Πανεπιστήμιο, αλλά και από τις όχι λίγες ακαδημαϊκές μου εμπειρίες σε αρκετά ξένα ακαδημαϊκά ιδρύματα μεταξύ των οποίων και μερικά από τα πλέον περιώνυμα διεθνώς και από διαφορετικές χώρες και νομικές παραδόσεις, καθώς και τις ακαδημαϊκές επικοινωνίες μου με συναδέλφους από δεκάδες Πανεπιστήμια πολλών χωρών, με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το ζήτημα της οργάνωσης της ανώτατης εκπαίδευσης δεν ανήκει σε εκείνα που επιλύονται με ιδεολογική, κάποτε σχεδόν θεολογικού τύπου σύγκρουση ή συζήτηση. Είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο, μείζον πολιτικό ζήτημα, με κοινά κάποια χαρακτηριστικά του, αλλά και με σοβαρές εθνικές ή και τοπικές ιδιαιτερότητες. Το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται με μείζονες, συνήθως, πολιτικές επιλογές, προϊόντα αντιστοίχων πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων. Οι επιλογές που τελικά επικρατούν δεν είναι προϊόν μιας δήθεν ιδεολογικά και κοινωνικά άχρωμης και ουδέτερης «τεχνοκρατικής» άσκησης, όπου αυτό που τελικά θα γίνει εμφανίζεται σαν κάτι ουδέτερο, το οποίο επιβάλλει μία πολιτικά άχροη «λογική». Η τελική δηλαδή απόφαση είναι προϊόν πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης, όχι απλώς μια άσκηση επί ιδεολογικών προταγμάτων.

***

Μια μελαγχολική μου παρατήρηση είναι ότι στη στασιμότητα που εμφανίζει η οργάνωση και η λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας και στα όχι λίγα προβλήματα («παθογένειες» τα χαρακτηρίζουν αρκετοί, κατά κανόνα χωρίς συναίσθηση ότι η λέξη γίνεται κατανοητή ως έκφραση μιας από γεννησιμιού αρρώστιας) απάντηση προοπτικής δίνει το εισαγόμενο νέο καθεστώς οργάνωσης της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας. Όχι καλή, κατ΄ εμέ, απάντηση, αλλά πάντως απάντηση. Αν η εισαγόμενη αλλαγή στην οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης τελικά αντέξει νομικά, πολιτικά και κοινωνικά, θα επιφέρει τομή όχι μικρότερης εμβέλειας από εκείνη που επέφερε ο νόμος 1268/1982 που κατάργησε το καθεστώς της έδρας και εισήγαγε στην ανώτατη εκπαίδευση τις οργανωτικές και λειτουργικές μορφές που, παρά τις ίσως εκατοντάδες τροποποιήσεις του σε μία ή σε μια άλλη πτυχή του και προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, διέπουν και σήμερα την οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας. Δυστυχώς η πολιτική ανταπάντηση στην εισαγόμενη νομοθεσία ήταν εξαιρετικά αμυντική, έως αμήχανη: ουσιαστικά περικλειόμενη στο ορθό, αλλά ανεπαρκέστατο αίτημα για περισσότερες θέσεις και περισσότερα χρήματα στα Πανεπιστήμια, δεν κατάφερε να θέσει στην δημόσια πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή πολιτική που θα αντιμετώπιζε, πρόσωπο με πρόσωπο, τη στασιμότητα και τα διαρθρωτικά και λειτουργικά προβλήματα που τη συνθέτουν και θα πρότεινε και θα επέβαλε ένα σχέδιο τομών και πραγματικής ανάτασης του ελληνικού δημόσιου Πανεπιστήμιου και προσαρμογής του στις ανάγκες των καιρών, στις προσδοκίες της κοινωνίας και στις ελπίδες των ανθρώπων που υπηρετούν σε αυτό ή αποφοιτούν από αυτό. Έτσι ως πρακτικά προτεινόμενη προοπτική έμεινε μόνον η κυβερνητικά προωθούμενη μεταβολή της ανώτατης εκπαίδευσης από παιδεία σε προϊόν – «υπηρεσία» όπως θα δούμε παρακάτω – και η προσδρομή σε επενδυτές που θα λειτουργούν, τελικά, με ιδιωτικά κριτήρια, εξ ανάγκης προσδιοριζόμενα από την οικονομική απόδοση των νέων πανεπιστημιακών μορφωμάτων. Η ακαδημαϊκή κοινότητα στη συντριπτική της πλειοψηφία αντέδρασε απορρίπτοντας, αν και με διαφορετικούς βαθμούς έντασης. Δεν πρότεινε όμως κάτι άλλο εκτός από παραπάνω χρήματα και παραπάνω θέσεις. Το ότι η αντιπαράθεση με τη μείζονα αυτή επιλογή γίνεται αποκλειστικά από θέσεις άμυνας ασφαλώς δεν καθιστά την επιβαλλόμενη επιλογή αποδεκτή. Γίνεται όμως από θέσεις στρατηγικής αδυναμίας, όπου το μόνο μείζον αποτέλεσμα, αν η άμυνα πετύχει, είναι να ματαιωθεί, στον τύπο ή στην πράξη, η επιχειρούμενη μεταβολή, άλλα όχι και να αντιμετωπισθούν όσα σημειώνονται ως χρόνιες «παθογένειες» της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας.

Ο συνταγματικός λόγος για το περιεχόμενο του άρθρου 16 του Συντάγματος ως τμήμα ενός ενιαίου τριπτύχου

Η εισαγόμενη μεταβολή προετοιμάζεται από χρόνια με βάση δύο, αρχικά, θεμέλια, στα οποία προστέθηκε ο βιασμός του άρθρου 16, ως τρίτου. Το πρώτο θεμέλιο είναι ο συστηματικός διασυρμός των ελληνικών Πανεπιστημίων στον οποίο μετέχουν και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αυτός γίνεται είτε με ωμή κατασυκοφάντησή τους, είτε με διόγκωση, κάποτε τερατώδη, των προβλημάτων ή των χειρότερων στιγμών των Πανεπιστημίων μας, είτε με αποσιώπηση των καλών πτυχών της λειτουργίας και της απόδοσής τους και των διεθνών επιτυχιών τους, είτε με άλλους τρόπους. Το δεύτερο θεμέλιο είναι, δίπλα στην προβαλλόμενη λειτουργία κολλεγίων που χορηγούν τίτλους με ισότιμα επαγγελματικά δικαιώματα προς ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και στο σοβαρό ζήτημα της φοιτητικής μετανάστευσης, ο σχεδόν μεσσιανικός τρόπος που προβάλλεται η εισαγωγή, δίπλα στο δημόσιο θεμέλιο της οργάνωσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, και ένα αγοραίο θεμέλιο, και η προβολή ότι αυτό θα είναι ο καταλύτης όχι απλώς για την υπέρβαση «παθογενειών» του δημόσιου Πανεπιστημίου, αλλά για την συνολική ανάταση και πρόοδο της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας και συμβολή στην οικονομική της ανάπτυξη. Η τρίτη πτυχή του τριπτύχου είναι το ρεσάλτο που γίνεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος, δηλαδή η εν τοις πράγμασι κατάλυσή του, αφού η αναθεώρηση, όποτε στο παρελθόν προτάθηκε, απορρίφθηκε. Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν αναφέρονται αποκλειστικά στη νομική-συνταγματική πτυχή, και ασφαλώς δεν υποκαθιστούν την όποια συμμετοχή στη συζήτηση επί της ουσίας της προτεινόμενης επιλογής.

Και όμως ισχύει!

Σε μια τελευταία παρέμβασή τους (ίσως ενόψει και της συζήτησης του επίμαχου νομοσχεδίου στη βουλή), οι εμβληματικοί (για διαφορετικούς ο καθένας λόγους) συνάδελφοι Βενιζέλος και Σκουρής σε άρθρο τους με τίτλο Μη κρατικά ΑΕΙ: Σε ποια έννομη τάξη; [εφημ. Καθημερινή της 25ης Φεβρουαρίου 2024], μεταγενέστερο μιας επίσης πρόσφατης Γνωμοδότησής τους για το ίδιο θέμα στην οποία θα σταθώ παρακάτω, διατείνονται ότι το ζήτημα εξήλθε του ελληνικού Συνταγματικού Δικαίου και εισήλθε στα βασίλεια του ενωσιακού δικαίου, οπότε, όπως λέγουν, «Η αντίκρουση μιας παρόμοιας νομοθετικής πρωτοβουλίας με επίκληση των απόλυτων απαγορευτικών διατυπώσεων των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 του εθνικού Συντάγματος είναι, κατά τη γνώμη [τους], εκτός θέματος, γιατί κινείται στο πεδίο της εθνικής και όχι της ενωσιακής έννομης τάξης.» Πρόκειται για έμμεση, αλλά σαφέστατη παραδοχή ότι το Σύνταγμα απαγορεύει όσα προβλέπει το σχετικό νομοσχέδιο και όσα οι εμβληματικοί αυτοί συνάδελφοι επιθυμούν να γίνουν, και για τον λόγο αυτό επιχειρούν, με μία βολική αποφυγή του κεντρικού θέματος, που είναι αν έχει ή όχι ισχύ και εφαρμογή στη χώρα μας το άρθρο 16 του Συντάγματός της, να μεταφέρουν το κεντρικό για την επιχειρούμενη νομοθετική ρύθμιση θέμα σε πεδίο άλλο από εκείνο του Συντάγματος. Η προσπάθεια αυτή μάλιστα γίνεται ακόμη πονηρότερη με τον διάχυτο ισχυρισμό ότι η προτεινόμενη εισαγωγή «υπηρεσιών» ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα όχι μόνον δεν διέπεται από το Σύνταγμά της, αλλά και επιβάλλεται από το ενωσιακό δίκαιο. Και αφού επιβάλλεται δεν υπάρχει και κανένα σοβαρό θέμα πολιτικής ευθύνης: νόμους εκτελούμε, και μάλιστα ενωσιακούς, μπορεί να γίνει αλλιώς; Γραμμένη με την επιδεξιότητα που απαιτείται pour tenir le ton scientifique η προσπάθεια είναι -για να περιοριστώ σε μία ουδέτερη λέξη- αβάσιμη τόσο όσον αφορά ως προς το ότι δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω το Σύνταγμα όσο και στο ότι το ενωσιακό δίκαιο επιβάλλει την μορφή οργάνωσης της εκπαίδευσης που εισάγει το νομοθέτημα ως υποχρεωτική για τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Αυτό θα φανεί στη συνέχεια.

***

Επανερχόμενοι στην γενικότερη συζήτηση, παρατηρούμε ότι η ουσία των προβαλλομένων επιχειρημάτων είναι ότι το άρθρο 16 Σ, ερμηνευόμενο υπό το φως του ενωσιακού δικαίου, δεν εμποδίζει την ελεύθερη εγκατάσταση και λειτουργία στην Ελλάδα «παραρτημάτων αναγνωρισμένων Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» άλλων χωρών. Το πολιτικό βάρος των νομικών επιχειρημάτων, όπως το εμφάνισε σε πρόσφατή εξαιρετικά διαφωτιστική συνέντευξή του ο Υπουργός Παιδείας κ. Πιερρακάκης, δεν βρίσκεται σε καθ΄ εαυτά τα επιχειρήματα, αλλά, κατά βάση, στα ονόματα εκείνων που υποστηρίζουν τέτοια πράγματα, στα ονόματα των οποίων αναφέρθηκε υπερηφάνως: Βενιζέλος! Αλιβιζάτος! Μανιτάκης! [βλ. τη συνέντευξη του  κ. Πιερρακάκη στο Kontra Channel]. Χαρακτήρισε μάλιστα τους συναδέλφους αυτούς ως συλλήβδην μη φιλικούς προς την κυβέρνηση, πράγμα ανακριβές πάντως ως προς τον Μανιτάκη, αν κρίνουμε από τον ενθουσιασμό με τον οποίο κορυβαντιούσε μετά τον εκλογικό θρίαμβο της Νέας Δημοκρατίας τον Ιούνιο του 2023, [βλ. Αντώνη Μανιτάκη, Και η κρίσις Αυτού δικαία εστίν, εφημ. Τα Νέα, 2-3 Ιουνίου 2023]. Για το νομικό περιεχόμενο των επιχειρημάτων ουσιαστικά δεν είπε λέξη, πλην του ότι επανειλημμένα το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε τα αντίθετα από εκείνα που τώρα οι εμβληματικές αυτές μορφές υποστηρίζουν. Νομίζω ότι η νομική επιχειρηματολογία για δήθεν απουσία συνταγματικού κωλύματος για τη νομοθετική πρόβλεψη ίδρυσης στην Ελλάδα ιδιωτικών πανεπιστημίων, έστω ως «παραρτημάτων» ξένων ιδιωτικών ή δημόσιων, πρέπει να απαντηθεί με νομικούς όρους και όχι μόνον με την κατά περιεχόμενο αντίθεση σε αυτήν την νομοθεσία και πολιτική. Αυτό ακριβώς επιχειρώ παρακάτω. Με δεδομένο τον συνοπτικό χαρακτήρα των παρατηρήσεών μου ο υπομνηματισμός θα είναι μικρός, αν όμως χρειασθεί, ασφαλώς μπορεί να επεκταθεί, και μάλιστα πολύ. Σε κάθε περίπτωση δεν εξετάζει λεπτομερώς τις προτεινόμενες διατάξεις, οι οποίες σήμερα (03.03.2024) δεν έχουν ακόμη ψηφισθεί ώστε να είναι γνωστή η τελική τους μορφή. Τις διατάξεις αυτές, όταν και όπως θα έχουν διαμορφωθεί, επιφυλάσσομαι να τις εξετάσω αναλυτικά τότε, εντάσσοντας σε εκείνη την πραγμάτευση και στοιχεία από το παρόν.

Ι. Το Σύνταγμα

Αν και θα αρκούσαν δύο λέξεις, η λέξη «αποκλειστικά» και η λέξη «απαγορεύεται», καλύτερα να σταθούμε σε εννέα λέξεις που βρίσκονται σε πέντε διατάξεις του άρθρου 16. Είναι οι λέξεις «παρέχεται» (η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου [άρθρο 5 παρ. 1 Σ]), «αποκλειστικά» (η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου [άρθρο 5 παρ. 1 Σ]), «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου» (η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου [άρθρο 5 παρ. 1 Σ]), «δημόσιοι λειτουργοί» (οι καθηγητές των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί [άρθρο 6 παρ. 1 Σ]), «απαγορεύεται» (η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται [άρθρο 8, εδ. β’ Σ]).

Κανονικά η συνταγματική συζήτηση έπρεπε να τελειώσει εδώ. Αν πράγματι διαπιστωθεί ανάγκη να αρθούν τα συνταγματικά εμπόδια και να μην απαγορεύεται πλέον η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα ή, τέλος πάντων, των μορφωμάτων που προβλέπει η εισαγόμενη νομοθεσία, αυτό μπορεί να γίνει αν και όταν αναθεωρηθεί κατάλληλα το άρθρο 16 του Συντάγματος. Μέχρι τότε όχι. Αυτό μέχρι σχετικά πρόσφατα γινόταν δεκτό ομοθυμαδόν σε άρθρα ή και σε μονογραφίες και από συναδέλφους που, όπως έχουν δικαίωμα αφού tempora mutantur et nos mutamus in illis, μετέστρεψαν πλήρως τις επί του άρθρου 16 απόψεις τους, χωρίς όμως, ως επί το πλείστον, να εξηγήσουν ποιος νομικός – νομικός, όχι πολιτικός – λόγος κάνει εσφαλμένες τις παρελθούσες και ορθές τις τωρινές τους αντίθετες απόψεις. Ο αντίλογος που επιχειρείται, συνοπτικά και αρκετά αφαιρετικά επιχειρείται να θεμελιωθεί στα παρακάτω:

Α. Το Σύνταγμα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, κατά συνέπεια οι έννοιές του, προσαρμοζόμενες στις κοινωνικές, πολιτικές κλπ. εξελίξεις εξελίσσονται και αυτές και ανανοηματοδοτούνται αντιστοίχως. Δεν είναι μια μούμια Σύνταγμα, δεν είναι απολίθωμα της εποχής που ψηφίστηκε (στην Ελλάδα πριν περίπου μισόν αιώνα, το 1975), εδώ, κατά παράφραση γνωστού ρητού, ισχύει το tempora mutantur et constitutio mutatur in illis. Επ’ αυτού:

  1. Το επιχείρημα είναι σωστό για τις συνταγματικές έννοιες που από τη φύση τους και την κατασκευή τους επιδέχονται εξέλιξη χωρίς ρητή αναθεώρηση. Κλασικό παράδειγμα η έννοια «χρηστά ήθη» (5 παρ.1 Σ): όταν ψηφίσθηκε το Σύνταγμα μια τηλεοπτική σκηνή σαν αυτή που το 2003 έγινε γνωστή ως «το φιλί του Παπακαλιάτη» – ερωτικό φίλημα άρρενος σε άρρενα – θα προσέκρουε στην κρατούσα έννοια των χρηστών ηθών. Τώρα κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι ακόμη και η τελετουργική επισφράγιση ενός γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.
  2. Δεν είναι όμως σωστό για λέξεις που έχουν μη επιδεκτικό περισσοτέρων νοημάτων περιεχόμενο και τίθενται στο Σύνταγμα απόλυτα, δηλαδή χωρίς επιφύλαξη επιδεκτική ερμηνείας. Αυτές δεν επιδέχονται εξέλιξη αλλά μόνον αναθεώρηση. Τέτοιες λέξεις είναι και οι κομβικά κρίσιμες για την περίπτωση που συζητούμε λέξεις «αποκλειστικά» [από ΝΠΔΔ παρέχεται η ανώτατη εκπαίδευση] ή «απαγορεύεται» [η ίδρυση ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από ιδιώτες]. Σε αυτές δεν χωρά εξελικτική ερμηνεία. Αν θέλουμε να τις αλλάξουμε μπορούμε, όμως μόνον με πολιτική απόφαση που θα τη λάβει αναθεωρητική βουλή και θα τις μεταβάλει ή θα καταργήσει τις συνταγματικές διατάξεις που τις περιέχουν, δηλαδή μόνον αναθεωρώντας το Σύνταγμα σύμφωνα με το άρθρο 110 Σ. Ο θεσμός της αναθεώρησης υπάρχει ακριβώς επειδή οι συνταγματικές διατάξεις, και οι εγγυήσεις που αυτές συνεπάγονται, δεν μπορούν να ανατρέπονται δια της «εξελίξεως», αλλά, αν πρέπει, αναθεωρούνται. Αλλιώς, γιατί να υπάρχει ο θεσμός της αναθεώρησης στο Σύνταγμά μας;

 

Β. Το Σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται υπό του πρίσμα του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου

Η άποψη που υποτάσσει το εθνικό Σύνταγμα στο ενωσιακό δίκαιο, βαθειά εσφαλμένη θεωρητικά, έχει απορριφθεί στην πράξη και πάντως δεν χωρά στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή εδώ δεν υπάρχει θέμα ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεων του άρθρου 16 Σ.

  1. Καταρχήν για να έχει νόημα η όλη συζήτηση περί του εάν το Σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται έτσι ή αλλιώς πρέπει να υπάρχει θέμα ερμηνείας, να υπάρχει δηλαδή λέξη ή διάταξη που να επιδέχεται περισσότερες από μία εύλογες νομικές νοηματοδοτήσεις. Από την εποχή των Ρωμαίων νομικών, ισχύει το αυτονόητο ότι σε σαφή ζητήματα δεν χωρεί ερμηνεία, in claris cessat interpretatio – στα σαφή η ερμηνεία σταματά. Όμως οι λέξεις «αποκλειστικά» και «απαγορεύεται» είναι σαφείς και μονοσήμαντες και έχουν τεθεί στο άρθρο 16 Σ χωρίς επιφύλαξη. Το περιεχόμενό τους δεν είναι επιδεκτικό διαφορετικών ερμηνευτικώς προσδιοριζομένων νοηματοδοτήσεων.
  2. Οι λέξεις «απαγορεύεται» και «αποκλειστικά» είναι επίσης λέξεις και του ενωσιακού δικαίου. Απαντώνται στην ενωσιακή νομοθεσία και την νομολογία (is prohibited, verboten (untersagen), interdire κλπ. και only, ausschließlich, exclusive κλπ.) και είναι σαφείς ως προς το νόημά τους και κατά το ενωσιακό δίκαιο: σημαίνουν αντίστοιχα ότι «δεν επιτρέπεται» και ότι «δεν υπάρχει άλλος τρόπος». Άρα το ενωσιακό δίκαιο δεν εισφέρει για τις λέξεις αυτές άλλο νόημα από εκείνο που έχουν όπως τίθενται στο Σύνταγμα.
  3. Η όλη ύπαρξη και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στηρίζεται στο ότι τα κράτη της την ίδρυσαν και τη διατηρούν σε λειτουργία εφαρμόζοντας και όχι παραμερίζοντας τα Συντάγματά τους (σε εμάς είναι εφαρμόζοντας το άρθρο 28 Σ). Η ΕΕ δεν είναι ούτε ασώματη κεφαλή ούτε κράτος. Θεμελιώνεται στις συνταγματικά ληφθείσες αποφάσεις των κρατών-μελών της. Της ανήκουν ό,τι τα κράτη της ανέθεσαν αποτυπώνοντάς το στις Συνθήκες της ΕΕ. Ως προς αυτό έκαναν πίσω: ως προς ό,τι ανέθεσαν. Η λεγόμενη «υπεροχή» του άλλοτε κοινοτικού, τώρα ενωσιακού δικαίου αφορά σε ό,τι τα κράτη-μέλη, ερειδόμενα στα προβλεπόμενα από τις συνταγματικές τους τάξεις, ανέθεσαν και, αναθέτοντάς το, απεκδύθηκαν των εξουσιών τους ως προς το ανατεθέν. Σε αυτό αφορά η υπεροχή του ενωσιακού δικαίου και σε τίποτε παραπέρα. Ό,τι δεν ανέθεσαν δεν είναι ενωσιακή αρμοδιότητα, είναι δική τους και την ασκούν όπως προβλέπουν τα Συντάγματά τους.
  4. Ακόμη περισσότερο: τα κράτη-μέλη, προσχωρώντας και μετέχοντας στην ΕΕ, δεν απεμπόλησαν, ούτε είναι δυνατόν να έχουν απεμπολήσει ή να έχουν θέσει υπό επιτροπεία το νομικό θεμέλιο της ύπαρξής τους, που είναι το Σύνταγμά τους. Όσες φορές κράτη-μέλη της ΕΕ βρέθηκαν μπροστά σε σύγκρουση ή ενδεχόμενη σύγκρουση ανάμεσα στο Σύνταγμά τους και σε υποχρεώσεις που αποδέχθηκαν να θέτει το ενωσιακό δίκαιο, αναθεώρησαν το Σύνταγμά τους, δεν το παραμέρισαν. Αυτό έκανε, π.χ., η Γαλλία δύο φορές, προκειμένου να δεχθεί τις τροποποιήσεις που έφερναν στο ως τότε ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο η Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη Συνθήκη της Λισαβώνας. Αντίστοιχη, ως προς τον σεβασμό του εθνικού τους Συντάγματος είναι και η στάση, π.χ., γαλλικών και γερμανικών δικαστηρίων, όπως και δικαστηρίων και άλλων κρατών-μελών. Αποφάσεις του γαλλικού Conseil constitutionnel, όπως η 2012-653 της 9ης Αυγούστου 2012 ή του γερμανικού Bundesverfassungsgericht, όπως επί των υποθέσεων Gauweiler και Weiss είναι μερικές από τις πολλές που πιστοποιούν ότι πάγια πρακτική των κρατών-μελών είναι να τηρούν τα Συντάγματά τους και πάντως να μην αποδέχονται τίποτε ενωσιακό που δεν έχει ρητώς και σαφώς ανατεθεί, με βάση τα όσα προβλέπουν οι οικείες συνταγματικές τους τάξεις, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

ΙΙ. Το ευρωπαϊκό δίκαιο και η δήθεν θέσπιση δικαιώματος ίδρυσης ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα από οποιονδήποτε επιχειρηματία θέλει να τα ιδρύσει

  1. Ας δούμε στο σημείο αυτό τι ορίζει για το θέμα το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, δηλαδή η Συνθήκη της Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι η ανώτατη βαθμίδα ενωσιακού δικαίου (το «Σύνταγμα» ας πούμε της ΕΕ). Παραθέτω το άρθρο 165 ΣΛΕΕ, που είναι η ειδική διάταξη: στην παράγραφο 1 προβλέπει ότι «Η Ένωση συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατώνμελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος […]», οι παράγραφοι 2 και 3 περιέχουν μία σειρά στόχων και δράσεων, όπως κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών, συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ευρωπαϊκή διάσταση αθλητισμού κλπ., ενώ η παράγραφος 4 προβλέπει ότι για να συμβάλλουν στους παραπάνω στόχους αυτούς, Κοινοβούλιο και Συμβούλιο «θεσπίζουν δράσεις ενθάρρυνσης χωρίς να εναρμονίζουν τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών», ενώ το Συμβούλιο «μετά από πρόταση της Επιτροπής, διατυπώνει συστάσεις».
  2. Όπως παγίως γίνεται δεκτό, το άρθρο 165 ΣΛΕΕ έχει ως σκοπό την απονομή στην ΕΕ μιας αρμοδιότητας προς παροχή αρωγής (supporting competence), επιτρέποντάς της όχι να ακολουθήσει μία «πολιτική», όπως προβλέπουν άλλες διατάξεις της ΣΛΕΕ, αλλά μόνον να αναπτύξει μία «δράση» σε συγκεκριμένους τομείς. Επίσης το άρθρο αυτό αποκλείει κάθε εναρμόνιση (πρβλ. Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023 στην υπόθεση C-680, σκ. 67).
  3. Προσθέτω ότι το αμέσως επόμενο άρθρο, το άρθρο 166 ΣΛΕΕ, με δομή αντίστοιχη προς εκείνη του άρθρου 165, προβλέπει ότι η ΕΕ «εφαρμόζει πολιτική επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία στηρίζει και συμπληρώνει τις δράσεις των κρατών μελών, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης», θέτει ενωσιακούς στόχους για την επαγγελματική εκπαίδευση, όπως η προσαρμογή στις μεταλλαγές της βιομηχανίας, η συνεχής κατάρτιση, η συνεργασία εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων στον τομέα της κατάρτισης κλπ. και προβλέπει και αυτό, θέσπιση μέτρων που συμβάλλουν στην υλοποίηση των στόχων αυτών, και εδώ όμως «χωρίς να εναρμονίζουν τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών» και προβλέπει, και εδώ, έκδοση μη δεσμευτικών συστάσεων.
  4. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ούτε για την παιδεία ούτε για την επαγγελματική εκπαίδευση (τις οποίες διακρίνει ως ξεχωριστές κατηγορίες) υπάρχει ενωσιακή αρμοδιότητα άλλη εκτός από το να λαμβάνει η ΕΕ υποστηρικτικά μέτρα και να εκδίδει μη δεσμευτικές συστάσεις. Ότι, ειδικότερα, ούτε για την παιδεία ούτε για την επαγγελματική εκπαίδευση η ΕΕ έχει την εξουσία ούτε καν να «εναρμονίζει» τις σχετικές εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, σε αντίθεση, π.χ. με τις οικονομικές πολιτικές, που ασκούνται από μεν τα κράτη μεν, αλλά σε αυστηρά διαγραφόμενο ενωσιακό νομικό πλαίσιο. Ότι ειδικώς όσον αφορά την παιδεία, η ΕΕ «σέβεται πλήρως» την αρμοδιότητα της Ελλάδας «για την οργάνωση του εκπαιδευτικού [της] συστήματος», την οποία, όσον αφορά στην παροχή ανώτατης εκπαίδευσης, η Ελλάδα επιφυλάσσει αποκλειστικά σε ΝΠΔΔ και απαγορεύει την ίδρυση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες.
  5.  Σημασία έχουν και τα άρθρα 13 και 14 παρ. 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 13 «Η τέχνη και η επιστημονική έρευνα είναι ελεύθερες. Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι σεβαστή», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 14, παρ. 3 «Η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων […] [γίνεται σεβαστή] σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή τους.» Ας σημειωθεί επίσης ότι το άρθρο 16 του Χάρτη ορίζει ότι «Η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές».
  6. Εδώ η συζήτηση θα έπρεπε να τελειώνει και ως προς ενωσιακό της σκέλος (άλλωστε, τα τελευταία σαράντα χρόνια, κανένας δεν κατάγγειλε την Ελλάδα στην ΕΟΚ ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου λόγω του άρθρου 16 Σ). Δεν τελειώνει όμως, επειδή το ενωσιακό δίκαιο προβάλλεται ως το νομικό θεμέλιο που θα επιτρέψει την παράκαμψη – στην ουσία την ακύρωση του περιεχομένου – των σχετικών με την ανώτατη παιδεία διατάξεων του άρθρου 16 Σ.
  7. Δεν είναι άσκοπη μια σύντομη υποσημείωση σχετικά με τα αποκληθέντα «διδάγματα» από την θορυβωδώς αναφερόμενη υπόθεση του «βασικού μετόχου». Πρόκειται για την εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 9 Σ., το οποίο θέτει τεκμήριο ασυμβιβάστου μεταξύ της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, βασικού μετόχου κλπ. στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και της αντίστοιχης ιδιότητας σε επιχείρηση που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Όσον αφορά τη συνταγματική διάσταση του θέματος (η υπόθεση είχε και μία αμιγώς κοινοτική) το ΔΕΕ απαντώντας σε προδικαστικό ερώτημα του ΣτΕ αποφάνθηκε ότι αν η εφαρμογή του εφαρμοστικού της διάταξης αυτής νόμου (γιατί ως προς αυτόν, και όχι ως προς τη συνταγματική διάταξη τέθηκε το προδικαστικό ερώτημα) θέτει αμάχητο τεκμήριο ότι συντρέχει το ασυμβίβαστο αυτό, τότε παραβιάζεται το κοινοτικό δίκαιο. Για τις ανάγκες του παρόντος αρκεί να επισημανθεί ότι πρόκειται για περίπτωση εντελώς διαφορετική από τη συζητούμενη εδώΗ περίπτωση του άρθρου 16 Σ είναι διαφορετική κυρίως επειδή δεν αφορά σε δραστηριότητα όπως η οργάνωση της εκπαίδευσης, την οποία το ίδιο το κοινοτικό/ενωσιακό δίκαιο επιφυλάσσει αποκλειστικά στα κράτη μέλη, αλλά δραστηριότητα, όπως οι δημόσιες προμήθειες, την οποία που ρυθμίζει το ίδιο. Το ΔΕΕ στην απόφασή του C-213/07 της 16ης Δεκεμβρίου 2008 επί προδικαστικού ερωτήματος που έθεσε το ΣτΕ εξέτασε αν το τεκμήριο ότι συντρέχει το παραπάνω ασυμβίβαστο που προβλέπει ο (ταυτόσημος με την συνταγματική διάταξη) εφαρμοστικός του Συντάγματος νόμος μπορεί να είναι αμάχητο ή όχι, και έκρινε πως αν είναι αμάχητο, τότε τούτο παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο. Το ΔΕΕ ποτέ δεν έκρινε ευθέως τη συμβατότητα μιας οποιασδήποτε συνταγματικής διάταξης οποιουδήποτε κράτους-μέλους με μια κοινοτική, και τούτο για λόγους προφανείς σε όποιον έχει και μικρή έστω γεύση της λειτουργίας των σχέσεων ενωσιακού δικαίου και Δικαστηρίου και εθνικών συνταγματικών δικαίων και δικαστηρίων. Αλλά και εάν ετίθετο τέτοιο θέμα τότε το κράτος-μέλος του οποίου η συνταγματική διάταξη θα κρινόταν αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο όφειλε να αναθεωρήσει κατάλληλα το Σύνταγμά του, ή, αν δεν ήθελε, δεν θα το αναθεωρούσε αναλαμβάνοντας τις συνέπειες που στην περίπτωση θα προέβλεπε το ενωσιακό δίκαιο. Το επιχείρημα ότι σε αυτήν την (φανταστική μέχρι σήμερα πάντως) περίπτωση η εθνική συνταγματική διάταξη παύει αυτομάτως να παράγει αποτελέσματα επειδή κρίθηκε αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο το μόνο που αποδεικνύει είναι λειψή κατανόηση και του ενωσιακού και του συνταγματικού δικαίου.

III. Η ουγγρική περίπτωση και η παροχή ανώτατης παιδείας ως «υπηρεσία»

  1. Από πλευρές που υποστηρίζουν ότι το άρθρο 16 Σ είναι τάχα αντίθετο στο ενωσιακό δίκαιο προβάλλεται, τεχνηέντως, η απόφαση του ΔΕΕ της 6.10.2020 στην υπόθεση C-66/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας. Η απόφαση αυτή καταδικάζει την Ουγγαρία για παράβαση διατάξεων της Γενικής Συμφωνίας για Συναλλαγές στον Τομέα των Υπηρεσιών (GATS). Πρόκειται όμως για εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Η δίκη εκείνη αφορούσε τον ουγγρικό νόμο περί τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ιδίως τα άρθρα 76 παρ. 1, a και b και 77 του νόμου αυτού), ο οποίος προβλέπει την «άσκηση δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών διδασκαλίας που οδηγεί στην απόκτηση πτυχίου».
  2. Πρόκειται και εδώ για εντελώς διαφορετικό ζήτημα επειδή η εσωτερική ρύθμιση της Ουγγαρίας είναι θεμελιωδώς διαφορετική από την ελληνική. Η Ουγγαρία όπως έχει κάθε δικαίωμα, οργανώνει την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης ως «δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών», πράγμα το οποίο την οδηγεί στο ενωσιακό (και το συνακόλουθο της Παγκόσμιας Συμφωνίας Εμπορίου και εντός αυτής της Συμφωνίας GATS) νομικό καθεστώς που διέπει την παροχή υπηρεσιών. Το διακύβευμα της απόφασης αυτής δεν αφορούσε στην εφαρμογή του άρθρου 165 ή και 166 ΣΛΕΕ, που αναφέρονται στην οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά στο εάν ένα κράτος που επέλεξε να οργανώνεται το εκπαιδευτικό του σύστημα ως σύστημα παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου υπόκειται στο ενωσιακό δίκαιο και στην περίπτωση που οι επίμαχες υπηρεσίες είναι υπηρεσίες παροχής ανώτατης εκπαίδευσης, δηλαδή είναι εμπορεύσιμο προϊόν, commodity. Αφού λοιπόν πρόκειται για υπηρεσία, εφαρμόσιμοι είναι οι κανόνες που διέπουν την παροχή υπηρεσιών στην ΕΕ. Αυτό όχι επειδή η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης είναι εξ ορισμού οικονομική δραστηριότητα που εμπίπτει στον ορισμό της υπηρεσίας κατά το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας 2006/123, αλλά επειδή μία χώρα, εν προκειμένω η Ουγγαρία, επέλεξε να οργανώσει την παροχή της ως οικονομική δραστηριότητα, δηλαδή ως εμπορεύσιμο προϊόν.
  3. Η επίμαχη ουγγρική νομοθεσία προέβλεπε ότι τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα από κράτη εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΕ συν Νορβηγία, Λιχτενστάιν και Ισλανδία) πρέπει να αποδεικνύουν, προκειμένου να μπορούν να ξεκινήσουν ή να συνεχίσουν την άσκηση της δραστηριότητάς τους στην Ουγγαρία, τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας μεταξύ της Ουγγαρίας και του κράτους προέλευσής τους, η οποία πρέπει να έχει συναφθεί υποχρεωτικώς από την κεντρική κυβέρνηση, στις περιπτώσεις ομοσπονδιακών κρατών. Επιπλέον, ότι η δραστηριότητα όλων των αλλοδαπών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι παρέχουν υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εντός του εκάστοτε κράτους προέλευσης. Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι ουγγρικές αυτές διατάξεις παραβιάζουν την Συμφωνία GATS καθώς και τα άρθρα 13,1 4 παρ. 3 και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το εάν είναι συμβατή ή όχι με το ενωσιακό δίκαιο μία εθνική διάταξη, συνταγματική ή μη, η οποία ορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ΝΠΔΔ. Η επίκληση λοιπόν της απόφασης και της περίπτωσης αυτής, όταν δεν οφείλεται σε ημιμάθεια, δοκησισοφία ή απλώς σε πλάνη είναι παραπλανητική, pour épater les bourgeois…

Μερικά ακόμη σχόλια για τον όψιμο «νομικό» λόγο περί ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα

  1. Μία τροπή των επιχειρημάτων επιχειρεί να αξιοποιήσει την, δυσχερή, θα το δεχθώ, αλλά υπαρκτή, διάκριση ανάμεσα στην επαγγελματική ισοδυναμία και την ακαδημαϊκή αξία των τίτλων που παρέχουν. Πρόκειται για μία λεπτή και εν πολλοίς αμφισβητούμενη και αμφισβητήσιμη ισορροπία ανάμεσα στα επαγγελματικά δικαιώματα που παρέχει η κατοχή ενός τίτλου σπουδών και στην ακαδημαϊκή του αξία. Πρακτικά, ενώ ένας τίτλος σπουδών που λήφθηκε σε ένα κράτος-μέλος και παρέχει σε αυτό επαγγελματικά δικαιώματα παρέχει, καταρχήν, αντίστοιχα δικαιώματα και σε κάθε άλλο κράτος μέλος, αν ο τίτλος αυτός δεν είναι αναγνωρισμένος ως ακαδημαϊκά ισότιμος δεν παρέχει ακαδημαϊκά δικαιώματα, όπως είναι είσοδος σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών ή σε διαδικασία που οδηγεί σε διδακτορικό τίτλο κλπ.Είναι όμως άλλο ζήτημα η αμοιβαία αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων από τίτλους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και άλλο το τίνος αρμοδιότητα είναι η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος σε κάθε κράτος μέλος. Όπως πάγια δέχεται και το ΣτΕ (π.χ. ΣτΕ 998/2021, σκ. 20) η διαδικασία αμοιβαίας αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων «περιορίζεται στην αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναµίας” των τίτλων, όχι δε και της ακαδημαϊκής αξίας τους.» Με την απόφαση C-274/2005 της 23.10.2008 το ΔΕΕ καταδίκασε την Ελλάδα για παράβαση μιας σειρά άρθρων της Οδηγίας 89/48, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2001/19 σχετικά με το γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών. Και σε αυτήν όμως, την καταδικαστική για την Ελλάδα απόφασή του, το ΔΕΕ δέχθηκε ρητώς, στην σκέψη 36, ότι «δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά το περιεχόμενο της εκπαιδεύσεως και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος», δεν θέτει δηλαδή σε αμφισβήτηση το άρθρο 16. Και η απόφαση αυτή δεν είναι η μόνη.Δέχομαι ότι η διάκριση ανάμεσα σε ακαδημαϊκή και επαγγελματική αξία των τίτλων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι ένα σύνθετο και επιδεκτικό αμφισβήτησης ως προς την ουσιαστική αξία του θέμα όχι όμως ως προς το εάν η διάκριση αυτή υφίσταται νομικώς. Πράγματι, στα πλαίσια του ενωσιακού, αλλά και του ελληνικού δικαίου, υπάρχει η διάκριση αυτή. Η προσπάθεια να αντληθεί από το θέμα αυτό νομικό επιχείρημα ότι δήθεν το ενωσιακό δίκαιο δημιουργεί – προσοχή: όχι de lege ferenda, όχι ότι πρέπει κάποτε και μετά τις αναγκαίες τροποποιήσεις των Συνθηκών να δημιουργήσει, αλλά ήδη de lege lata δημιουργεί – δικαίωμα λειτουργίας ανωτάτων σχολών από ιδιώτες στην Ελλάδα ό,τι και να λέει το άρθρο 165 ΣΛΕΕ, αν δεν οφείλεται σε παχυλότατη άγνοια, είναι πολιτικάντικος εμπαιγμός.
  2. Τονίζεται ότι, τελικά, η εισαγόμενη νομοθετική ρύθμιση δεν προβλέπει εξ υπαρχής ίδρυση αλλά εγκατάσταση παραρτημάτων ξένων ΑΕΙ στην Ελλάδα. Άρα, προβάλλεται, δεν ιδρύεται τίποτε, απλώς εγκαθίσταται παράρτημα ήδη ιδρυθέντος και ΑΕΙ που λειτουργεί νόμιμα σε κάποια άλλη χώρα, άρα πού το πρόβλημα; Το ότι πρόκειται για σόφισμα είναι προφανές, και τούτο όχι μόνο επειδή σύμφωνα και με το ΣτΕ απαγορεύεται απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες,«ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών» ΣτΕ 933/2023, σκ. 7) – άρα και ασχέτως του εάν είναι νεοπαγή ιδρύματα ή θυγατρικά μορφώματα άλλων ιδρυμάτων κλπ., αλλά και επειδή οι καθηγητές τους πρέπει να είναι δημόσιοι λειτουργοί (άρθρο 16 παρ. 6 Σ εδ. α΄), που μάλιστα παύονται υπό συνταγματικές προϋποθέσεις, όχι και απολύονται (άρθρο 16 παρ. 6 Σ εδ. α΄), και επειδή τα «Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης -ΝΠΠΕ» θα παρέχουν πτυχία, ενώ η παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης, άρα και η έκδοση ακαδημαϊκών τίτλων, μπορεί να γίνεται μόνον από ΝΠΔΔ, και επειδή τα ΑΕΙ πρέπει να λειτουργούν με «πλήρη αυτοδιοίκηση» (άρθρο 16 παρ. 5 Σ εδ. α΄) κλπ. Το σόφισμα συμπληρώνει η προβολή από τον Υπουργό κ. Πιερρακάκη (βλ. την παραπεμπόμενη παραπάνω συνέντευξή του) ότι τα «Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης», θα είναι «ιδιόρρυθμα» νομικά πρόσωπα, με διφυή χαρακτήρα. Το εφεύρημα «διφυές νομικό πρόσωπο» δηλαδή νομικό πρόσωπο, όπως π.χ. η Τράπεζα της Ελλάδος, του οποίου ορισμένες δραστηριότητές του είναι ιδιωτικού δικαίου ενώ άλλες δημοσίου, ίσως να προβάλλεται για να είναι ολιγότερο έντονη η αντίθεση προς το άρθρο 16 παρ. 5 εδ. α’ Σ που, όπως σημειώθηκε παραπάνω, απαιτεί να παρέχεται η ανώτατη εκπαίδευση «αποκλειστικά» από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Δεν την αίρει όμως. Πέραν τούτου, αν το Σύνταγμα πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με όσα οι νομοθέτες μας νομίζουν ότι λέγει το ενωσιακό δίκαιο, ποια η σημασία της νομικής φύσης του μορφώματος;Το επιχείρημα διακοσμείται και με την προβολή ότι τα προβλεπόμενα «παραρτήματα» μπορεί να είναι παραρτήματα δημοσίων ΑΕ, όπως π.χ. ΑΕΙ που είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κατά το δίκαιο της χώρας τους, οπότε, τουλάχιστον ως προς αυτά, πληρούται και η σχετική προϋπόθεση του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. α’. Αν αυτό προβάλλεται ως επιχείρημα (δεν γνωρίζω αν κάπου προβλήθηκε ευθέως, το ανέφερε όμως ο κ. Πιερρακάκης στην παραπάνω συνέντευξή του), είναι αβάσιμο επιχείρημα, γιατί όταν το ελληνικό Σύνταγμα, πάντως στο άρθρο 16, αναφέρεται σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου εννοεί νομικά πρόσωπα ελληνικού δημοσίου δικαίου, όχι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου άλλου κράτους – στα οποία μάλιστα επιφυλάσσει «αποκλειστικά» την δυνατότητα να παρέχουν ανώτατη εκπαίδευση.
  3. Προβάλλεται από τους συναδέλφους Βενιζέλο και Σκουρή στο παραπάνω άρθρο τους στην εφημερίδα Καθημερινή, ότι «το σχέδιο νόμου δεν προβλέπει τελικά τη σύσταση ελληνικών ανώτατων σχολών από ιδιώτες που απαγορεύει η γραμματική διατύπωση της παρ. 8 του άρθρου 16 Σ, ούτε οργανώνει ελληνικά ΑΕΙ με μορφή διαφορετική από αυτήν του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που επιβάλλει ως αποκλειστική η παρ. 5 του ίδιου άρθρου. Το σχέδιο νόμου οργανώνει στο πεδίο όχι του ελληνικού Συντάγματος αλλά του ενωσιακού δικαίου τον τρόπο και τις προϋποθέσεις με τις οποίες ΑΕΙ άλλων κρατών μελών της ΕΕ ή τρίτων χωρών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της GATS (στην οποία μετέχει και η ΕΕ ως τέτοια), μπορούν να ασκούν την ενωσιακή ελευθερία της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα και της παροχής υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης.Μάλιστα, το σχέδιο νόμου αναγκάζει τις οντότητες αυτές να αποκτούν στην Ελλάδα τη μορφή ελληνικού νομικού προσώπου (Νομικού Προσώπου Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης) που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, προκειμένου οντότητες που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. ( ή σε κράτος συμβαλλόμενο μέρος της GATS) να υπάγονται σε αυστηρούς ελέγχους από τις ελληνικές αρχές με κριτήρια και προδιαγραφές που θέτει ο Έλληνας νομοθέτης. Η νομοθετική αυτή επιλογή δεν εμπίπτει στο άρθρο 16 παρ. 5 και 8, διότι δεν αφορά νέα ελληνικά μη κρατικά ΑΕΙ, αλλά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αλλοδαπά ΑΕΙ κινούμενα στο πεδίο του ενωσιακού και του διεθνούς οικονομικού δικαίου μπορούν να εγκατασταθούν και να προσφέρουν υπηρεσίες στην Ελλάδα, δηλαδή εντός της ενιαίας αγοράς. Επιπλέον το σχέδιο νόμου επιβάλλει τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα αυτών των νομικών προσώπων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που ιδρύονται από πανεπιστήμια άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. ή κρατών μερών της GATS.Αυτές οι δυο προϋποθέσεις που θέτει το σχέδιο νόμου, η ίδρυση ελληνικού ΝΠΠΕ και ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας, δεν ”χαμηλώνουν τον πήχυ” του άρθρου 16 Σ για την ίδρυση ελληνικών ανώτατων σχολών και τη νομική μορφή των ελληνικών ΑΕΙ, αλλά ανεβάζουν (σε σημείο που ενδέχεται να θεωρηθεί από το ΔΕΕ παραβίαση των θεμελιωδών ενωσιακών ελευθεριών) τον πήχυ των προβλέψεων και εγγυήσεων του ενωσιακού δικαίου για ΑΕΙ κρατών – μελών που ασκούν τις θεμελιώδεις ενωσιακές ελευθερίες της εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος – μέλος.» Οι δύο συνάδελφοι είχαν ήδη δημοσιεύσει πρόσφατα Γνωμοδότησή τους με τίτλο Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος (Αθήνα, 2024), στην κατεύθυνση της οποίας κινείται και το παραπάνω άρθρο τους.  
  4. Τίποτε από τα παραπάνω δεν αντέχει σε ουσιαστική νομική κριτική. Αν πάντως ήταν να μείνω σε μία μόνον νομική παρατήρηση, αυτή θα ήταν ότι την άποψη αυτή διέπει μία απόλυτη σύγχυση  σύγχυση; – ανάμεσα στην αναγνώριση από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο της αποκλειστικής αρμοδιότητας των κρατών μελών της ΕΕ να οργανώνουν την ανώτατη εκπαίδευσή τους όπως θέλουν, και στις συνέπειες που θα έχει η κατ΄ άσκηση της αρμοδιότητας αυτής επιλογή ενός κράτους να μετατρέψει στην παροχή ανώτατης παιδείας στη χώρα του σε αγοραίο προϊόν, σε εμπορεύσιμη υπηρεσία, οπότε και οι ενωσιακοί κανόνες που διέπουν τις εμπορεύσιμες υπηρεσίες θα έχουν εφαρμογή, επιλογή την οποία ρητώς προτείνουν οι δύο αυτοί συνάδελφοι. Μάλλον δε μελαγχολία προκαλεί η πρόταση να παρέχεται μεν η ανώτατη εκπαίδευση ως «υπηρεσία», πλην από μη κερδοσκοπικές νομικές οντότητες. Πέραν του ευλόγου ερωτήματος για ποιόν λόγο να υποβληθούν στον κόπο και στις πολύ μεγάλες δαπάνες διάφορες μη κερδοσκοπικές οντότητες να θέσουν σε λειτουργία (έστω ως παραρτήματα) πανεπιστημιακές σχολές στην Ελλάδα, μη κερδοσκοπικές δραστηριότητα (όπως η ελεημοσύνη ή η φιλανθρωπία κλπ.) δεν είναι αντικείμενα που διέπονται από το ενωσιακό δίκαιο. Αυτό επειδή κατά το άρθρο 4, σημείο 1, της Οδηγίας 2006/123, ως «υπηρεσία» νοείται «κάθε μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, η οποία παρέχεται κατά κανόνα έναντι αμοιβής, κατά το άρθρο 57 ΣΛΕΕ.»Την άποψη πάντως ότι η εισαγόμενη νομοθετική ρύθμιση μετατρέπει την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης σε υπηρεσία δέχεται ευθέως (και) στην παραπάνω συνέντευξή του Υπουργός Παιδείας, επικαλούμενος το ενωσιακό δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης, το οποίο και (θα;) διέπει πλέον την λειτουργία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Πέραν του ότι η συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο, αλλά όχι υποχρεωτική από αυτό επιλογή δεν είναι συμβατή με τις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις – σε αυτές αναφερθήκαμε παραπάνω – δεν είναι άσκοπο να επισημανθεί η έντονη θεσμική δυναμική που θα ανέπτυσσε μία τέτοια οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Πρώτο θύμα αυτής της δυναμικής αναγκαστικά θα ήταν το ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο, το οποίο, θεσμικά, θα περιέπιπτε πλέον στην κατηγορία του παρόχου οικονομικά αποτιμητέων εμπορευσίμων υπηρεσιών, όπου η εμπορεύσιμη υπηρεσία θα ήταν η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν ως προς την περαιτέρω οργάνωσή της, το περιεχόμενό της κλπ. Αλλά για περαιτέρω σχολιασμό του θέματος αυτού είναι ορθότερο να περιμείνουμε την τελική μορφή του νομοσχεδίου, όταν αυτό θα έχει γίνει – αν τελικά γίνει – νόμος του κράτους.

Και τα ελληνικά δικαστήρια;

Ο επί του θέματος θόρυβος, ενώ αναφέρεται σε πολλά και διάφορα, γενικώς αποκρύπτει, ανεπιτρέπτως, την πάγια επί του θέματος θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Έτσι, π.χ. η εντελώς πρόσφατη απόφασή ΣτΕ 922/2023, στη σκέψη 7, αφού παραθέσει verbatim το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 16, καταλήγει (όπως αντιστοίχως μεταξύ πολλών άλλων και οι ΣτΕ 1958/2000, 678/2005,547/2008, 2491/2018, 1072/2021): «Από τις ανωτέρω διατάξεις [πρόκειται για το άρθρο 16] συνάγονται τα ακόλουθα: Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στην Ελλάδα αποκλειστικώς από ανώτατα ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, απαγορεύεται δε απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών

Ο Υπουργός Παιδείας πάντως, στην προαναφερθείσα συνέντευξή του, αναγκάστηκε να δεχθεί ότι μεταβολές σαν αυτές που εισάγει προσκρούουν στην νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αυτό το έπραξε ισχυριζόμενος ότι υπήρξαν και μειοψηφίες προς την κατεύθυνση που ο ίδιος υποστηρίζει, στις οποίες ανέφερε ονομαστικώς δύο διατελέσαντες Προέδρους και μία διατελέσασα Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρίς πάντως να μνημονεύσει που ακριβώς μειοψήφησαν ώστε να ελεγχθεί αν μειοψηφώντας συμφώνησαν με τη δική του «ανάγνωση» του άρθρου 16 Σ. Δεν ξέρω ποιος πονηρούλης τον συμβούλευσε να αναφερθεί σε αυτό το θέμα, αλλά, νομίζω, ο κ. Υπουργός θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός πριν προβεί σε τέτοιες αναφορές. Έτσι, π.χ., η ΣτΕ 1598/2000 βρήκε σύμφωνους με την εδώ παρουσιαζόμενη ερμηνεία του άρθρου 16 Σ τον τότε Πρόεδρο του ΣτΕ και μετέπειτα Δικαστή στο ΔΕΕ και τέσσερεις μετέπειτα διατελέσαντες Πρόεδρους, ενώ την ΣτΕ 678/2005, η οποία αφορούσε κυρίως την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων πτυχιούχων των ΤΕΙ (θέμα επί του οποίου υπήρξαν και μειοψηφίες και συγκλίνουσες προς την πλειοψηφία απόψεις), ομοφώνησαν ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 16 Σ που παρουσιάσθηκαν εδώ, πέραν του Προέδρου (και μετέπειτα Δικαστή στο ΔΕΕ) άλλοι πέντε μετέπειτα Πρόεδροι του ΣτΕ και, πλέον αυτών, άλλη μία μετέπειτα Πρόεδρος του ΣτΕ και νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Μόνο δε στις αποφάσεις που ενδεικτικά παραθέσαμε παραπάνω συμφώνησαν με την εδώ παρουσιαζόμενη έννοια του άρθρου 16 Σ άνω των δέκα διατελεσάντων, διατελεσασών και διατελούντων και διατελουσών Αντιπροέδρων του ΣτΕ. Θα έπρεπε λοιπόν ο κ. Υπουργός να είναι προσεκτικότερος με τα jurimetrics του.

Το ότι σε πολλούς παραμένει ερώτημα ως προς το τι τελικώς θα πράξει ένα ελληνικό δικαστήριο σε ένα ζήτημα τέτοιας πολιτικής υφής, τόσο υψηλής κυβερνητικής προτεραιότητας της σημερινής κυβέρνησης και τέτοιας οξύτητας μάλλον αφορά τα ελληνικά δικαστήρια και το ανάστημά τους, και όχι τόσο καθ΄ εαυτό το αντικείμενο.

Μερικές περίπου καταληκτικές σκέψεις

  1. Ο νομικός θόρυβος που δημιουργήθηκε γύρω από το θέμα έρχεται να συμπληρώσει, και με ακαδημαϊκές τηβέννους δυστυχώς, τον συστηματικό και ανελέητο διασυρμό που επί χρόνια επιχειρείται κατά του ελληνικού Πανεπιστημίου. Κρίμα. Αρκετοί συνάδελφοι που τώρα υποστηρίζουν την ουσιαστική κατάλυση του άρθρου 16 Σ υποστήριζαν, επί δεκαετίες, τα αντίθετα. Όπως όμως παρατήρησε ο επίτιμος Σύμβουλος Επικρατείας και πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Κουβελάκης, «Οι γνώμες βέβαια είναι ελεύθερες και να αλλάζουν, ακόμη και από τύψεις. Όμως εδώ δεν πρόκειται γι’ αυτήν την ελευθερία. Αλλιώς θα ακολουθούσαμε τη συλλογιστική του Μαρξ, όχι του Καρόλου αλλά του Γκράουτσο Μάρξ, που έλεγε ”αυτή είναι η γνώμη μου, και αν δεν σας αρέσει, έχω κι άλλες”. Ίσως, δε, να μην είναι περιττό να θυμίσω πόσο επικίνδυνο είναι οι προσωπικές απόψεις να ενδύονται τον μανδύα της ερμηνείας του Συντάγματος και των κοινοτικών κειμένων.» [βλ. Γιώργου Κουβελάκη, Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος]
  2. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο, όπως σημείωσα και στην αρχή του κειμένου αυτού, έχει πολλά και μεγάλα δομικά, λειτουργικά και άλλα προβλήματα, πολλά δε σοβαρότατα από αυτά κρύπτονται υπό βαθύ σκότος. Θέλω να επαναλάβω ότι αν η υπεράσπιση του Πανεπιστημίου μας ξεκινά από την υποβάθμιση των προβλημάτων ή την παραγνώριση καταστάσεων, όπως η πραγματικότητα των κολλεγίων και των σπουδών και των τίτλων που παρέχουν ή η φοιτητική μετανάστευση, για να συρρικνωθεί στο αίτημα «περισσότερα χρήματα – περισσότερες θέσεις» – αίτημα σωστό, αλλά όχι επαρκές ως απάντηση στα προβλήματα των Πανεπιστημίων μας, τότε η υπεράσπιση του ελληνικού Πανεπιστημίου είναι λειψή, ανίσχυρη και δεν φέρει το σημάδια ευοίωνης προοπτικής. Η υπεράσπιση του ελληνικού Πανεπιστημίου πρέπει, νομίζω, παράλληλα με το οξύ θέμα της χρηματοδότησής τους, να ξεκινά από τομές, μεταξύ των οποίων και τομές που αφορούν στο περιεχόμενο και στην ποιότητα των προσφερομένων αντικειμένων, στην οργάνωση των σχέσεων των πτυχιούχων με την οικονομία και την κοινωνία και στις επαγγελματικές προοπτικές τους, στην ποιότητα των διαδικασιών εκλογής μελών ΔΕΠ και των αποτελεσμάτων των εκλογών αυτών, στην πραγματική διαφάνεια όλων των πτυχών της περιουσιακής κατάστασης των ΑΕΙ, περιλαμβανομένων των Ειδικών Λογαριασμών, στη μισθολογική μεταχείριση των διδασκόντων σε ΑΕΙ σε συνάρτηση με το ελεύθερο επάγγελμα που ασκούν, στην οργάνωση λειτουργικών σχέσεων με την διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, στη γενικότερη αξιοποίηση των μεγάλων δυνατοτήτων που παρέχει το τωρινό συνταγματικό καθεστώς και σε άλλα πολλά. Τέτοιες τομές όμως, αν θεωρηθούν ορθές, όπως κάθε αληθινή τομή, πληγώνουν, πριν δούμε αν θεραπεύουν. Αν δεν γίνουν όμως όταν χρειάζονται, τα πράγματα σαπίζουν και τότε έρχονται άλλες «λύσεις».
  3. Τέλος μια ακόμη γενικότερη, εκτός του ειδικότερου θέματος που συζητούμε, παρατήρηση: την τήρηση του Συντάγματος, και ειδικότερα του άρθρου 16, δεν την ζητώ μόνον εγώ, αλλά και προσωπικότητες που, αντίθετα από εμένα, είναι υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. «Να εξηγούμεθα», δηλώνει ο επίτιμος Σύμβουλος Επικρατείας και πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Κουβελάκης στο παραπεμπόμενο παραπάνω άρθρο του, «είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών. Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του», για να προσθέσει «ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια.» Επιμένω στην αυστηρότητα της τήρησης του Συντάγματος όχι από κάποια «νομολαγνεία» – ευτυχώς δεν πάσχω από αυτό. Επιμένω γιατί, ιδίως τα τελευταία 3-4 χρόνια, το Σύνταγμα, η μόνη νομική εγγύηση του ελεύθερου τρόπου ζωής και πολιτικής μας, διαστρεβλώνεται, καταπατάται, εξοβελίζεται δόλια και συστηματικά. Το είδαμε με τις παρακολουθήσεις, το είδαμε με τον εκμαυλισμό του τύπου, το βλέπουμε με πτυχές της δικαιοσύνης, το ένοιωσε όλη η Ευρώπη και μάς το θύμισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Δεν θέλω, κάθε φορά που καταπατούν οποιοδήποτε δύσκολα κατοχυρωμένο δικαίωμά μου να ακούω «Σαρανταένα τα ‘κατό» ή όποιο άλλο αυριανό εκλογικό αποτέλεσμα. Υπερασπιζόμενος αυστηρή τήρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος υπερασπίζομαι και – αν όχι κυρίως – τις συνταγματικές εγγυήσεις που κατέκτησε ο λαός μας. Με την καταπάτησή του δεν κινδυνεύουμε μόνο από την μετατροπή των ανωτάτων εκπαιδευτικών μας ιδρυμάτων από θεσμούς παιδείας σε τόπους εμπορίου. Η καταπάτηση του άρθρου 16, αν επικρατήσει τελικά, θα είναι ένα ακόμη βήμα προς την φαλκίδευση ελευθεριών που με κόπο κερδήθηκαν και απειλούνται με ανατριχιαστική συστηματικότητα ενώ στην υπονόμευσή τους συμβάλλει, ελπίζω από μόνον επιπολαιότητα, και ένα σοβαρό τμήμα του ακαδημαϊκού μας κόσμου.

Πηγή: Syntagma Watch

Ο δεκάλογος της απόρριψης των ιδιωτικών πανεπιστημίων

Υπάρχουν τουλάχιστον δέκα λόγοι για τους οποίους η νεολαία και η ακαδημαϊκή κοινότητα είναι αντίθετες στο νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.

1. Ιδιωτικά πανεπιστήμια σημαίνει ότι όποιος πληρώνει παίρνει πτυχίο. Βαθαίνει έτσι η κοινωνική αδικία σε βάρος των παιδιών που κόπιασαν, έδωσαν πανελλήνιες εξετάσεις, των οποίων οι γονείς κατέβαλαν έξοδα από το υστέρημά τους. Εξ ορισμού τα παιδιά των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων αποκλείονται από τις σπουδές. Επιπλέον, περιορίζονται η δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης και η κοινωνική κινητικότητα. Περιορίζονται η αξιοποίηση και η ανάδειξη από την κοινωνία των ταλαντούχων παιδιών από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ιδιωτικά πανεπιστήμια σημαίνει πλήρης αναξιοκρατία αφού ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Σε πολλά ιδιωτικά πανεπιστήμια της Βρετανίας οι καθηγητές πιέζονται από τις διοικήσεις να περνούν όλους τους φοιτητές για να μη χάσουν πελάτες.

2. Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ιδιωτικά παντού στον κόσμο βασίζονται στην κρατική χρηματοδότηση, σε ποσοστό που φτάνει ενίοτε ακόμη και 70% (π.χ. το ΜΙΤ) και 80%. Πρόκειται για κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα με χρήματα των φορολογουμένων.

3. Τα καλά πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο είναι τα δημόσια και σε κάθε περίπτωση τα κρατικά χρηματοδοτούμενα. Δεν είναι τυχαίο που σε επίπεδο ΕΕ το 83% των φοιτητών φοιτά σε δημόσια πανεπιστήμια. Ειδικά μάλιστα σε επίπεδο διδακτορικού –και αυτό δείχνει πολλά για το επίπεδο σπουδών– το 94% των υποψήφιων διδακτόρων εκπονεί τη διατριβή του σε δημόσιο πανεπιστήμιο. Τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια (παρά τα προβλήματα της υποχρηματοδότησης και άλλα) είναι από τα καλύτερα. Και μάλιστα η επιστημονική παραγωγή τους είναι συγκριτικά ανώτερη άλλων χωρών με μεγαλύτερη χρηματοδότηση.

4. Στις ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας και αγοράς τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι κατά κανόνα κακής ποιότητας, χωρίς επαρκείς υποδομές. Δεν πρόκειται να έρθουν εδώ καλά ιδιωτικά πανεπιστήμια. Θα πρόκειται για αεριτζίδικη επιχειρηματικότητα. Τα διάφορα κολέγια θα βαφτιστούν πανεπιστήμια.

5. Οι διεθνείς στατιστικές δείχνουν ότι οι μισθοί στα ιδιωτικά είναι χαμηλότεροι από εκείνους των δημόσιων πανεπιστημίων, με εξαίρεση μια μικρή κλίκα «ημέτερων» διευθυντικών στελεχών.

6. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι ο ορισμός της απουσίας ακαδημαϊκής ελευθερίας. Το διευθυντικό δικαίωμα του ιδιοκτήτη καθορίζει τι θα διδαχτεί, τι θα συζητηθεί, τι επιτρέπεται και τι όχι. Ας δούμε τις απολύσεις των πρυτάνεων του Χάρβαρντ και άλλων πανεπιστημίων πρόσφατα. Σημαίνει τον στραγγαλισμό της επιστημονικής προόδου, η οποία προϋποθέτει την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, την κριτική σκέψη, την αμφισβήτηση.

7. Ιδιωτικά πανεπιστήμια σημαίνει ότι η έρευνα θα καθορίζεται από τα κοντόφθαλμα κριτήρια της κερδοφορίας συγκεκριμένων επιχειρηματιών. Αντίθετα, όμως, χρειαζόμαστε έρευνα για την κοινωνία, για την προστασία των ασθενέστερων, για την προστασία του περιβάλλοντος, την υπεράσπιση και τη βελτίωση της ζωής της ανθρωπότητας. Το εμβόλιο ενάντια στην Covid παράχθηκε από τα κράτη. Ακόμη και στις ΗΠΑ το εμβόλιο παράχθηκε με κρατική χρηματοδότηση.

8. Ιδιωτικά πανεπιστήμια σημαίνει ότι θα μειωθεί κι άλλο η χρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων. Αυτό θα σπρώξει σε περαιτέρω εμπορευματοποίηση – ιδιωτικοποίηση των λειτουργιών τους. Βήματα στην κατεύθυνση αυτή έχουν γίνει από όλες τις κυβερνήσεις μετά το 1990 (π.χ. νόμος Διαμαντοπούλου, Γαβρόγλου, δίδακτρα στα μεταπτυχιακά, «αξιολόγηση –πιστοποίηση» κ.λπ.), στη λογική των κατευθύνσεων της ΕΕ και της Μπολόνια. Τα δίδακτρα στα προπτυχιακά των δημόσιων πανεπιστημίων θα είναι το επόμενο βήμα.

9. Το βασικό πρόβλημα των δημόσιων πανεπιστημίων είναι η υποχρηματοδότηση, η οποία σήμερα βρίσκεται στο 1/3 εκείνης του 2008-09 (που ήταν ήδη ανεπαρκής). Στη χώρα μας το κράτος δαπανά ανά φοιτητή 1.780 ευρώ έναντι 10.132 του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η αναλογία καθηγητών/φοιτητών στην Ελλάδα είναι 1 καθηγητής προς 49 φοιτητές ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 1 προς 16. Από το 2009 το διδακτικό προσωπικό στη χώρα μας έχει μειωθεί κατά 22%.

10. Η ωμή, κυνική παραβίαση του άρθρου 16 συνιστά από μόνη της τεράστιο πρόβλημα δημοκρατίας που πρέπει να ευαισθητοποιήσει τον καθένα.
Υπάρχει αντίρροπο όραμα στον ευτελισμό των ιδιωτικών «πανεπιστημίων». Είναι η δημόσια δωρεάν αναβαθμισμένη ανώτατη εκπαίδευση υψηλών επιστημονικών προδιαγραφών, με κατάλληλες υποδομές, επαρκές, καλά αμειβόμενο διδακτικό και διοικητικό προσωπικό, με φοιτητική μέριμνα. Το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει τη δυνατότητα να εκπαιδεύει επιστήμονες υψηλής επιστημονικής συγκρότησης, με ειδίκευση, με πλατιά κουλτούρα, καθολική θεώρηση και κυρίως με κοινωνική ευαισθησία. Γιατί ο γιατρός, ο δικηγόρος, ο μηχανικός, ο χημικός, ο μηχανικός της τεχνητής νοημοσύνης πρέπει να έχουν κοινωνική ευαισθησία, ειδικά σε μια εποχή που η επιστήμη μπορεί να προάγει την κοινωνική πρόοδο, αλλά μπορεί (σε λάθος χέρια) και να αποδειχτεί καταστροφική για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.

Πηγή: Documento