Άρθρο 16: το Σύνταγμα καταλύεται όποτε θέλει η άρχουσα τάξη
Η ωμή και απροκάλυπτη παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος, το οποίο αφού απέτυχε να αναθεωρηθεί δια της νόμιμης οδού, παρακάμπτεται από τον κοινό νομοθέτη (κοινοβουλευτική πλειοψηφία) διά νόμου, θα έπρεπε να σημάνει έναν παλλαϊκό, δημοκρατικό ξεσηκωμό. Είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση που ένα άρθρο του Συντάγματος με ρητή και μονοσήμαντη ερμηνεία παρακάμπτεται προκλητικά από μια νομοθετική ρύθμιση, δίχως την προβλεπόμενη από τον νόμο Συνταγματική Αναθεώρηση. Πρόκειται για καραμπινάτο αντισυνταγματικό πραξικόπημα.
Θυμίζουμε την ακριβή διατύπωση του άρθρου 16, παράγραφος 5:
H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση.
Και λίγο παρακάτω στην παράγραφο 9:
H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.
Μια τόσο ακριβής, ρητή και μονοσήμαντη συνταγματική διατύπωση, ανατρέπεται με νόμο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Πρόκειται για μία ακόμη απόδειξη ότι η άρχουσα τάξη και τα κόμματά της δεν έχουν τον παραμικρό δισταγμό να τσαλαπατήσουν τη συνταγματική νομιμότητα όταν αυτή δεν τους βολεύει. Κατηγορούν υποκριτικά τους άλλους (και συνήθως την Αριστερά, το συνδικαλιστικό κίνημα και τους λαϊκούς αγώνες) ότι δεν σέβονται τη νομιμότητα, κρατώντας για τον εαυτό τους το δικαίωμα να παραβιάζουν το γράμμα και το πνεύμα όχι απλώς ενός νόμου, αλλά του Συντάγματος. Τέτοια εξώφθαλμη παράβαση του οποίου, δεν έχει υπάρξει ξανά στη μεταπολιτευτική ιστορία.
Σε αυτή τη βίαιη και ωμή παραβίαση της συνταγματικής τάξης έχουν προσέλθει αρωγοί διάφοροι επιφανείς συνταγματολόγοι, (σχεδόν όλοι με ρόλο και πολιτική θέση κατά τη μνημονιακή περίοδο), που ως διά μαγείας έσπευσαν να γνωμοδοτήσουν θετικά για την παράκαμψη του άρθρου 16 ακριβώς πριν τεθεί το θέμα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτοί οι συνταγματολόγοι ήταν και το ισχυρό επιχείρημα της ΝΔ να καταλύσει το άρθρο 16. Δίχως να μπορεί να εμφανίσει κανένα έλλογο νομικό επιχείρημα, ο υπουργός Πιερρακάκης πανηγυρίζει όχι για την (παντελώς διαστροφική) ερμηνεία του άρθρου 16 αλλά για το “μέγεθος” των συνταγματολόγων που γνωμοδότησαν θετικά για την κυβέρνηση: “Βενιζέλος! Μανιτάκης! Αλιβιζάτος!”. Απέναντι στην πρωτοφανή παραβίαση ρητών συνταγματικών προβλέψεων η εκτελεστική εξουσία παραθέτει απλώς τα ονόματα όσων της “επιτρέπουν” να παραβιάζει το Σύνταγμα.
Πρόκειται βέβαια για εκείνα τα “βαριά ονόματα” συνταγματολόγων που δεν είδαν τίποτα αντισυνταγματικό στην εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας με τα μνημόνια, που δεν ενοχλήθηκαν όταν η Βουλή ψήφιζε μέσα σε μια νύχτα αμετάφραστους νόμους που οι βουλευτές δεν είχαν καν διαβάσει, που δεν ενοχλήθηκαν (ίσα ίσα ορισμένοι πρωταγωνίστησαν) σε αποκαθήλωση εκλεγμένης κυβέρνησης από τους δανειστές (Παπανδρέου και αντικατάστασή του από Παπαδήμο). Πρόκειται για συνταγματολόγους οι οποίοι αποφάνθηκαν ότι το δημοψήφισμα του 2015 είναι αντισυνταγματικό ή ότι ο Τσίπρας με τη Novartis διαπράττει το έγκλημα της …εσχάτης προδοσίας. Αυτοί ακριβώς οι “επιφανείς” συνταγματολόγοι, τυφλωμένοι από το πολιτικό τους μίσος για την Αριστερά και το δημόσιο Πανεπιστήμιο, παρείχαν ένα διάτρητο φύλλο συκής στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για να παραβιάζει απροκάλυπτα ρητή συνταγματική επιταγή.
Πέραν της ευθείας και απροκάλυπτης παραβίασης της συνταγματικής απαγόρευσης, τίθεται το εξής θέμα: Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ κυβερνούν τον τόπο από τη μεταπολίτευση και μετά, με την εξαίρεση της τετραετίας του ΣΥΡΙΖΑ. Από το 1990 και μετά η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων είναι σημαία της ΝΔ. Από το 2004 και μετά προσχώρησε σε αυτή την άποψη και το ΠΑΣΟΚ. Επιχειρήθηκε πολλές φορές να αναθεωρηθεί το άρθρο 16 ώστε να καταστεί δυνατή η ίδρυση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Οι προσπάθειες απέτυχαν. Ποτέ μέχρι σήμερα, δεν είχε κανείς σκεφτεί να παρακάμψει το Σύνταγμα μέσω μιας απλής ρύθμισης του κοινού νομοθέτη. Οι ίδιοι που γνωμοδοτούν σήμερα υπέρ της δυνατότητας να παρακαμφθεί το Σύνταγμα, επί τρεις και πλέον δεκαετίες, διακονούσαν κάποια άλλη επιστήμη; Δεν ήταν συνταγματολόγοι; Πότε ανακάλυψαν ότι το άρθρο 16 μπορεί να παρακαμφθεί δια της πλαγίας; Το 2023; Επί τριάντα χρόνια γιατί όλοι μα όλοι οι συνταγματολόγοι, τα πολιτικά κόμματα, τα ΜΜΕ, οι κυβερνήσεις και η απλή λογική, συμφωνούσαν ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια προσκρούουν στο άρθρο 16; Τι ξαφνική επιφοίτηση Αγίου Πνεύματος είναι αυτή που συντελέσθηκε ξαφνικά στους τρεις “κορυφαίους συνταγματολόγους” της χώρας; Και ακόμα περισσότερο: Πουθενά στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ (μιλάμε για το 2023) δεν υπάρχει μισή λέξη για τη νομοθετική παράκαμψη του άρθρου 16. Η ΝΔ αποφάσισε να παρακάμψει το άρθρο 16 μέσω νομοθετικής ρύθμισης, μετά τις εκλογές, μην έχοντας πει το παραμικρό για τις προθέσεις της πριν από αυτές. Δείγμα και αυτό της “βαθιάς στρατηγικής σκέψης” της ελληνικής άρχουσας τάξης που αποδεικνύεται αρπαχτή και ρεσάλτο της συγκυρίας.
Ακόμα και αν οι συγκεκριμένοι συνταγματολόγοι έπραξαν ως λαγοί και ταυτόχρονα σερβιτόροι της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας Μητσοτάκη, ικανοί να γνωμοδοτούν θετικά για το οτιδήποτε αρκεί αυτό να βολεύει την άρχουσα τάξη, η πλειοψηφία συνταγματολόγων και ακαδημαϊκών, ακόμα και αυτών που είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, διατήρησαν την αξιοπρέπεια και την εντιμότητά τους και στάθηκαν απέναντι στην αντισυνταγματική εκτροπή. Θεώρησαν (όπως πικρά το έθεσε ο Γιώργος Κουβελάκης) ότι το να “φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια”.
Επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε μια σειρά από παρεμβάσεις από ακαδημαϊκούς, νομικούς, συνταγματολόγους, όχι απαραίτητα υπέρμαχους του αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που σημείο προς σημείο ξεγυμνώνουν το πρωτοφανές αντισυνταγματικό πραξικόπημα που τελέστηκε στη χώρα μας.
Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να τα διαβάσουν προσεκτικά.
Θα συνειδητοποιήσουν καλύτερα το βάθος, την έκταση και την προκλητικότητα της συνταγματικής εκτροπής που ενορχήστρωσε η κυβέρνηση με τους συνταγματολόγους της.
Πρόκειται για μια σύντομη δήλωση οκτώ καθηγητών συνταγματικού δικαίου που αποκαθιστούν την πραγματικότητα και επιβεβαιώνουν ότι αυτό που λέει το Σύνταγμα είναι αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε και όχι αυτό που η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι συνταγματολόγοι της εννοούν. Η ρητή διατύπωσή τους είναι:
Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί και ότι η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Κατά τη γνώμη μας η ρητή αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση μία σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Συνεπώς για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.
«Αυτό που διαβάζουμε όλοι στο Άρθρο 16, σημαίνει αυτό που διαβάζουμε»
Πρόκειται για τη σύνοψη της εκδήλωσης της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων με θέμα “Η παράκαμψη του Άρθρου 16 και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια”. Ανάμεσα σε άλλα, και σε ό,τι αφορά την αιφνίδια ανακάλυψη του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού και της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων (εθνική, ενωσιακή, διεθνής)” που επικαλούνται οι συνταγματολόγοι που διευκόλυναν ο Ακρίτας Καϊδατζής σημειώνει:
Το Ενωσιακό Δίκαιο, η ελευθερία της εγκατάστασης, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (GATS) υπάρχουν, έχουν κυρωθεί, εδώ και δεκαετίες. Αν λοιπόν, πράγματι το Ενωσιακό Δίκαιο επέτρεπε τη λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης “από πάντα”, πώς γίνεται και το ανακαλύψαμε τώρα, πριν λίγους μήνες; Αυτοί που συμβουλεύανε όλους όσοι, από το 1990 και μετά, έχουν υποβάλει αιτήματα-προτάσεις αναθεώρησης του άρθρου 16 σε όλες αναθεωρήσεις που έχουν γίνει, το 2001, το 2008, το 2019, σε όλες τις προτάσεις που έχουν γίνει, προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, γιατί το είχαν ανακαλύψει από τότε; Ήταν κακοί σύμβουλοι, ήταν κακοί νομικοί αυτοί που τους συμβούλευαν; Επίσης, τα ελληνικά δικαστήρια και το ΣτΕ, χρόνια λένε αυτό που λέει το Σύνταγμα.
Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων
Ο Ξενοφών Κοντιάδης υπενθυμίζει τις ρητές συνταγματικές διατάξεις:
Άρθρο 16 παρ. 5 εδ. α’ «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».
Άρθρο 16 παρ. 6 εδ. α’ «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».
Άρθρο 16 παρ. 8. εδ. β’ «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».
Και συμπληρώνει:
Το Σύνταγμα όχι απλώς είναι εδώ σαφέστατο, αλλά και διατυπωμένο με τρόπο επιτακτικότερο από ό,τι σε άλλες διατάξεις. Στο άρθρο 16 χρησιμοποιήθηκαν λέξεις με ιδιαίτερο βάρος, όπως «παρέχεται αποκλειστικά» και «απαγορεύεται».
Και σε ότι αφορά την “πολλαπλότητα της έννομης τάξης” δηλαδή το ευρωενωσιακό δίκαιο που τάχα υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να ερμηνεύσουμε το ελληνικό Σύνταγμα ακόμα και σε πλήρη αντίθεση με τις διατάξεις του, ο καθηγητής είναι σαφής:
Όμως για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν υφίσταται αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 165 παρ. 1 ΣΛΕΕ). Αν προβλεπόταν στο ενωσιακό δίκαιο η δυνατότητα εγκατάστασης ιδιωτικών πανεπιστημίων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είχε ήδη εγκαλέσει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζήτημα που δεν τέθηκε ποτέ.
Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου
Ο Γιάννης Δρόσος, ομότιμος καθηγητής συνταγματικού δικαίου, σημειώνει ότι η αντισυνταγματική παράκαμψη του άρθρου 16 δεν είναι απλώς μια περί του Συντάγματος ερμηνεία αλλά τμήμα ενός ενιαίου πολιτικού τρίπτυχου:
Η εισαγόμενη μεταβολή προετοιμάζεται από χρόνια με βάση δύο, αρχικά, θεμέλια, στα οποία προστέθηκε ο βιασμός του άρθρου 16, ως τρίτου. Το πρώτο θεμέλιο είναι ο συστηματικός διασυρμός των ελληνικών Πανεπιστημίων στον οποίο μετέχουν και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας… Το δεύτερο θεμέλιο είναι …ο σχεδόν μεσσιανικός τρόπος που προβάλλεται η εισαγωγή, δίπλα στο δημόσιο θεμέλιο της οργάνωσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, και ένα αγοραίο θεμέλιο, και η προβολή ότι αυτό θα είναι ο καταλύτης όχι απλώς για την υπέρβαση «παθογενειών» του δημόσιου Πανεπιστημίου, αλλά για την συνολική ανάταση και πρόοδο της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας και συμβολή στην οικονομική της ανάπτυξη. Η τρίτη πτυχή του τριπτύχου είναι το ρεσάλτο που γίνεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος, δηλαδή η εν τοις πράγμασι κατάλυσή του, αφού η αναθεώρηση, όποτε στο παρελθόν προτάθηκε, απορρίφθηκε.
Αναφερόμενος σε μια εκ των θετικών γνωμοδοτήσεων των Βενιζέλου – Σκουρή για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια στην οποία οι συνταγματολόγοι της εξουσίας αποφαίνονται ότι το ζήτημα των ιδιωτικών Πανεπιστημίων “εξήλθε” (!) του ελληνικού συνταγματικού δικαίου και εισήλθε στο πεδίο του ευρωενωσιακού δικαίου (άρα το άρθρο 16 δεν πρέπει καν να υπάρχει), ο κ. Δρόσος σημειώνει:
Πρόκειται για έμμεση, αλλά σαφέστατη παραδοχή ότι το Σύνταγμα απαγορεύει όσα προβλέπει το σχετικό νομοσχέδιο και όσα οι εμβληματικοί αυτοί συνάδελφοι επιθυμούν να γίνουν, και για τον λόγο αυτό επιχειρούν, με μία βολική αποφυγή του κεντρικού θέματος, που είναι αν έχει ή όχι ισχύ και εφαρμογή στη χώρα μας το άρθρο 16 του Συντάγματός της, να μεταφέρουν το κεντρικό για την επιχειρούμενη νομοθετική ρύθμιση θέμα σε πεδίο άλλο από εκείνο του Συντάγματος.
Ο Α.Παπατόλιας, διδάκτορας δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο Paris X, υποβάλει σε ήπια κριτική την άποψη των συνταγματολόγων Βενιζέλου και Σκουρή ότι “στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συνταγματισμού και της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων (εθνική, ενωσιακή, διεθνής), πρέπει να ερμηνεύονται πάντοτε σε αρμονία προς το Ενωσιακό και το Διεθνές Δίκαιο”. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι στην κριτική προσέγγιση του “συνταγματικού πλουραλισμού”, του “συνταγματικού εξελικτικισμού”, της “πολλαπλότητας της έννομης τάξης”, του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού”, του “επαυξημένου δικαίου” (δηλαδή των διεθνών συνθηκών), όλων εκείνων των εννοιών δηλαδή που προβάλλουν οι Βενιζέλος, Σκουρής, Μανιτάκης, Αλιβιζάτος κλπ για να νομιμοποιήσουν την κατάργηση του άρθρου 16 δίχως συνταγματική αναθεώρηση, ο κ. Παπατόλιας αντιπαραθέτει την ουσιώδη λογική του Αριστόβουλου Μάνεση:
Ο Μάνεσης, ποτέ δεν συνέχεε στις αναλύσεις του την περιγραφή του ισχύοντος δικαίου με την άσκηση «συνταγματικής πολιτικής». Δεν θα μπορούσε, έτσι, ποτέ να αποδεχθεί ότι η βασική αποστολή ενός «επαυξημένου Συνταγματικού Δικαίου» είναι η διάδοση ενός πολιτικού προγράμματος ή η εμπέδωση μιας αναμορφωτικής agendas εις βάρος του τυπικού Συντάγματος. Το πιθανότερο είναι ότι θα καταλόγιζε στον πολυεπίπεδο συνταγματισμό ότι: α) αποτελεί ιδεολόγημα που συγκαλύπτει τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης μεταξύ κρατών και υπερεθνικών θεσμών στην παγκόσμια κατανομή ισχύος, β) παράγει πρακτικά αποτελέσματα που αποσκοπούν στη νομιμοποίηση υφιστάμενων δομών και κυρίαρχων πρακτικών εξουσίας και, ίσως, γ) ότι οι «αρχές» και «αξίες» που προτείνει δεν διαθέτουν συνταγματική περιωπή παρά μόνο στον βαθμό που περιλαμβάνονται στο ισχύον Σύνταγμα και όχι όταν εμφανίζονται ως «άγραφοι κανόνες» που προκύπτουν από αξιολογικές κρίσεις των ερμηνευτών τους.
Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια
Η παρέμβαση του Γ. Κατρούγκαλου έχει σαφώς πιο πολεμικό και πολιτικό χαρακτήρα. Υπενθυμίζει την αναφορά του Α.Μάνεση στον Αββά Σεγιές ότι “Ένα Σύνταγμα είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί, εκτός εάν εφαρμόζεται. Τη στιγμή που ένα Σύνταγμα δεν είναι πλέον σεβαστό, δεν υπάρχει εξουσία, νόμος, δικαιοσύνη, χώρα. Ένα Σύνταγμα πρέπει να είναι δεσμευτικό, διαφορετικά δεν είναι τίποτα”, για να επισημάνει ακριβώς ότι η συνταγματολογίζουσα παραβίαση του άρθρου 16, καθιστά σε τελική ανάλυση το Σύνταγμα “ένα τίποτα”.
Ο Γ. Κατρούγκαλος θέτει ένα φλέγον πολιτικό ερώτημα:
Εάν δεν είναι αναγκαία η συνταγματική αναθεώρηση, γιατί η Νέα Δημοκρατία σε όλες τις σχετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης του 2019, είχε προτείνει την κατάργηση των σχετικών ρυθμίσεων του άρθρου 16, αναγνωρίζοντας μάλιστα ρητά ότι μόνον έτσι μπορεί να προκύψει «το αναγκαίο συνταγματικό έρεισμα, ώστε η ανώτατη παιδεία της Χώρας μας ν’ ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος»;
Στην ουσία δηλαδή επισημαίνει ότι πολιτικοί λόγοι χειραγώγησης της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη και παράκαμψης του Συντάγματος επιβάλλουν την αιφνίδια ανακάλυψη “νέων ερμηνειών” (“πολυεπίπεδων”, “μη δογματικών”, “εξελικτικών” κοκ) που οι συνταγματολόγοι Βενιζέλος, Μανιτάκης, Αλιβιζάτος παρέχουν εν αφθονία προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Σε ότι αφορά το κρίσιμο ζήτημα της “ερμηνείας” του άρθρου 16 υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, ο Γ. Κατρούγκαλος επισημαίνει ότι όταν μια συνταγματική διάταξη είναι σαφής, δεν επιδέχεται ερμηνείας (από τον κοινό νομοθέτη), αλλά αναθεώρησης (από τον συντακτικό νομοθέτη).
Όμως, δεν νοείται ερμηνεία αντίθετη με το συγκεκριμένο γράμμα μιας ξεκάθαρης κανονιστικής διάταξης: interpretatio cessat in claris, επί των σαφών δεν νοείται ερμηνεία. Κάθε τελολογική, «σύμφωνη με» ή «σε αρμονία με» ερμηνεία, επιτρέπεται να προσδιορίσει το νόημα (ή να διασώσει το κύρος μιας διάταξης, εάν υπάρχει αντίθετος κανόνας ανώτερης τυπικής ισχύος) μόνον επιλέγοντας ανάμεσα στις εκδοχές εκείνες που επιτρέπει η γραμματική της διατύπωση. Όπως έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, (ο ερμηνευτής) «δεν μπορεί να αγνοήσει τον «πυρήνα» του νοήματος που έχει τεθεί από τον ιστορικό συντακτικό νομοθέτη σε συγκεκριμένο κείμενο (…). Διότι, διαφορετικά, η βούληση του ερμηνευτή ή (και) εφαρμοστή θα αντικαθιστούσε απλώς, ουσιαστικά, τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη».
Επομένως, οι ρητές διατάξεις ότι «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση», ή ότι «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί», ή ότι «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται», δεν επιδέχονται ανταγωνιστικής και αντιθετικής ερμηνείας από αυτό που απλά και καθαρά ορίζουν. Τυχόν ανταγωνιστική ερμηνεία, καταργεί στην ουσία το Σύνταγμα καθιστώντας το, ακριβώς ένα “τίποτα”.
Ψευδοερμηνευτική κατάργηση του άρθρου 16
Ο Ακρίτας Καϊδατζής, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου επισημαίνει ότι:
Αυτά λέει το Σύνταγμα. Λέει αυτά που όλοι καταλαβαίνουμε –χωρίς να χρειάζεται να είμαστε ειδικοί, νομικοί ή συνταγματολόγοι–, αν διαβάσουμε τις διατάξεις του. Αυτά που όλοι διαβάζουμε, αυτά εννοεί το Σύνταγμα. Δεν υπάρχουν κρυμμένα νοήματα ούτε συγκαλυμμένες ερμηνείες που, τάχα, μόνο κάποιο ιερατείο ειδικών μπορεί να «αποκαλύψει».
Υπογραμμίζει επίσης ότι:
Το ενωσιακό δίκαιο δεν λέει πουθενά αυτό που μας λένε ότι λέει. Δεν νοείται λοιπόν δια της, δήθεν, ερμηνείας να «παρακάμπτεται», όπως κατ’ ευφημισμόν λέγεται, –ακριβέστερα, να εξουδετερώνεται, ακόμα ακριβέστερα, ουσιαστικά να καταργείται– ορισμένη συνταγματική διάταξη. … είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι πουθενά το δίκαιο της Ένωσης, ούτε οι ιδρυτικές συνθήκες ούτε το παράγωγο δίκαιο, δεν περιέχει διατάξεις για την οργάνωση και τον τρόπο παροχής της ανώτατης ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στα κράτη μέλη. Ο λόγος είναι απλός. Η οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων, ιδίως της ανώτατης εκπαίδευσης, παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών, δεν έχει εκχωρηθεί στην ΕΕ.
Και διατυπώνει το ίδιο φλέγον ερώτημα που έχουν διατυπώσει και όλοι οι άλλοι συνταγματολόγοι που θεωρούν ότι το κύρος του Συντάγματος είναι σημαντικότερο από την εξυπηρέτηση της κυβερνητικής πολιτικής:
Το ενωσιακό δίκαιο ισχύει στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Αν από την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών πράγματι απέρρεε δικαίωμα παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τότε γιατί κανείς ποτέ δεν διεκδίκησε να παρέχει τέτοιες υπηρεσίες στην Ελλάδα, προσδοκώντας μετά την απόρριψη του αιτήματός του από τις ελληνικές αρχές να κινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη διαδικασία επί παραβάσει και να εκδώσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδικαστική για τη χώρα μας απόφαση; (όπως συνέβη στην υπόθεση του «βασικού μετόχου»).
Δεύτερον, και κυριότερο, αν η λύση για όσους βλέπουν ως πρόβλημα την απουσία ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν πράγματι τόσο απλή (επίκληση και ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου), τότε γιατί κανείς ποτέ μέχρι τώρα δεν την πρότεινε, αλλά διαχρονικά οι υπέρμαχοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων υπέβαλλαν προτάσεις για την αναθεώρηση του άρθρου 16, παραδεχόμενοι ότι το άρθρο ως έχει απαγορεύει την ίδρυσή τους; Ήταν άραγε τόσο κακοί νομικοί, είχαν τέτοιαν άγνοια του ενωσιακού δικαίου όλοι όσοι –δηλαδή οι πάντες!– τόσα χρόνια, μέχρι πριν λίγους μήνες, αναγνώριζαν πως μόνο μετά από συνταγματική αναθεώρηση είναι δυνατή η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων;
Τέλος, σε αντίθεση με τον κ.Βενιζέλο που θεωρούσε τους πολιτικούς του αντιπάλους ως ενόχους “εσχάτης προδοσίας”, ο κ. Καϊδατζής θέτει έμμεσα, χωρίς ακραίους χαρακτηρισμούς, το ερώτημα αν τα μέλη της κυβέρνησης και οι βουλευτές υπακούουν αυτό που έχουν ορκιστεί να υπακούουν, δηλαδή το Σύνταγμα, ή κάτι άλλο:
Τα μέλη της κυβέρνησης, που κατά το άρθρο 85 του Συντάγματος είναι συλλογικώς υπεύθυνα για την κυβερνητική πολιτική, επομένως και για το νομοσχέδιο που θα κατατεθεί, όπως και όσοι βουλευτές το υπερψηφίσουν έχουν ορκιστεί να υπακούν στο Σύνταγμα. Όχι στο ενωσιακό δίκαιο. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε αντίθεση μεταξύ άρθρου 16 και του ενωσιακού δικαίου (που δεν υπάρχει), κανείς αξιωματούχος, λειτουργός ή και απλός υπάλληλος του ελληνικού κράτους δεν δικαιούται αυτοβούλως να παραβεί το Σύνταγμα, αν δεν έχει προηγουμένως διαπιστωθεί αρμοδίως (π.χ. με απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ) ότι πράγματι υπάρχει τέτοια αντίθεση και δεν είναι δυνατή η εναρμόνιση των αντίθετων διατάξεων.
Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος
Ο ανώτατος δικαστικός και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης των κυβερνήσεων του Α. Παπανδρέου Γιώργος Κουβελάκης, ξεκινά την παρέμβασή του ξεκαθαρίζοντας ότι είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων:
Να εξηγούμεθα, είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων.
Αποδεικνύει στην αμέσως επόμενη πρόταση όμως ότι επειδή ο ίδιος και αρκετοί άλλοι είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, δεν πρέπει να φτάσουμε στην καταπάτηση του Συντάγματος:
Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών. Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του. Μέχρις εκεί, που η νομική επιστήμη παραμένει επιστήμη, και όχι τέχνη διαπραγμάτευσης και μετατροπής του ήσσονος λόγου σε κρείττονα ή με την ίδια ευκολία το αντίστροφο, κατά την αυθαίρετη επιλογή και ιεράρχηση του «ερμηνευτή».
Και επιμένει ότι μία ολόκληρη χώρα, το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, το σύνολο των συνταγματολόγων, μέχρι τις εκλογές του 2023, θεωρούσε ότι το Σύνταγμα επιτάσσει αυτό που λέει και όχι κάτι άλλο που αιφνιδίως ανακαλύφθηκε όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε να ιδρύσει ιδιωτικά Πανεπιστήμια, παρά το άρθρο 16:
Πρόσφατα, σειρά άρθρων, γνωμοδοτήσεις ακαδημαϊκών και πολιτικών ανακάλυψαν μετά από 50 χρόνια από την ψήφιση και ισχύ του Συντάγματος του ’75, και σχεδόν 45 από την είσοδό μας στην ΕΟΚ, ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν έχει την έννοια που όλοι νομίζαμε (Κυβερνήσεις, Συμβούλιο Επικρατείας κλπ.). Η φώτιση ήρθε – ξαφνικά. (;)
Και αποδεικνύοντας ότι η εντιμότητα πρέπει να χαρακτηρίζει όσους μιλούν για το Σύνταγμα και ειδικά όσων το λειτούργημα είναι να το ερμηνεύουν, επιμένει:
Ζούμε στην εποχή της ιδεολογικής ισοπέδωσης, όμως μία κάποια σταθερά την έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα τώρα. Ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
Και στην ουσία λέει αυτό που ισχύει, ανεξάρτητα από το αν καμιά πολιτική δύναμη δεν έχει το θάρρος να το παραδεχτεί ανοικτά και δημόσια. Ότι δηλαδή ζούμε μια φάση συνταγματικής εκτροπής, παραβίασης του Συντάγματος, δηλαδή ότι έχουμε μια κυβέρνηση επίορκη, υπόλογη για συνειδητή αντισυνταγματική πράξη.
Η τήρηση του Συντάγματος, τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της Δημοκρατίας μας και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, περιλαμβανομένων και των νομικών που καλό είναι να μη χρησιμοποιούν την Τέχνη τους, ώστε να καθίσταται νομιμοφανής η παραβίασή του.
Υπενθυμίζουμε ξανά ότι ο Γ. Κουβελάκης είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, θεωρεί όμως ότι η λειτουργία τους πρέπει να επιτραπεί με συνταγματική αναθεώρηση και όχι με αντισυνταγματική νομοθετική ρύθμιση. Από αυτή την άποψη, οι επισημάνσεις του για τη συνταγματικότητα του νόμου Πιερρακάκη, ίσως έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από τις επισημάνσεις συνταγματολόγων που είναι υπέρμαχοι των δημόσιων πανεπιστημίων.
Ο καθηγητής Σωτηρέλλης βάζει κατευθείαν το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων σε ότι αφορά τον “μεταρρυθμιστικό οίστρο” της κυβέρνησης που δεν μπορεί να κρατηθεί μέχρι την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση:
Προς τι λοιπόν αυτή η «πρεμούρα»; Και γιατί έπρεπε να γίνει με τόσο τραυματικούς όρους σε σχέση με το Σύνταγμα; Το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι ότι η αντιπολίτευση, όλων σχεδόν των αποχρώσεων, έχει δίκιο: η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα με μία ελεγχόμενη μονοκομματική πλειοψηφία, διότι γνωρίζει ότι οι λύσεις που θα ήθελε να επιβάλει τώρα δεν είναι εύκολο να γίνουν αποδεκτές με τις ευρύτερες συναινέσεις που επιτάσσει η συνταγματική αναθεώρηση. Ή, για να το πούμε πιο απλά και πιο καθαρά, διότι φοβάται ότι τα υπόλοιπα κόμματα θα ζητήσουν ευλόγως μία συνολική ρύθμιση και δεν θα είναι διατεθειμένα να δεχθούν μία επιλεκτική και αποσπασματική διευθέτηση ιδιωτικών συμφερόντων σαν αυτήν που επιχειρείται σήμερα.
Και αποκαλύπτει την εμφανή σκοπιμότητα των γνωμοδοτήσεων των “επιφανών” συναδέλφων του που ως διά μαγείας έσπευσαν να γνωμοδοτήσουν μόλις η κυβέρνηση εξέφρασε την επιθυμία της να ξεπεράσει τον συνταγματικό σκόπελο:
Μόνο έτσι εξηγείται γιατί ξαφνικά είδαν το φως της δημοσιότητας, σχεδόν ταυτόχρονα και με συντονισμένες κινήσεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών (κυβέρνησης και προετοιμαζόμενων «επενδυτών»), ορισμένες επί τούτω γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις… με τις οποίες καλούμαστε να ξεχάσουμε ότι γνωρίζαμε έως σήμερα για το άρθρο 16 του Συντάγματος, τόσο από την νομολογία όσο και από την θεωρία (των παλαιότερων απόψεων των ιδίων συμπεριλαμβανομένων…) και να δεχθούμε ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος, παρά τις απόλυτες και κατηγορηματικές διατυπώσεις του, μπορεί (ή και επιβάλλεται…) να αχρηστευθεί πλήρως, προκειμένου να ευοδωθουν τα σχέδια της κυβέρνησης (τα οποία αρχικά έφταναν μέχρι και την σύσταση ιδιωτικών κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων –εξ ού και οι τόσο ”large” σχετικές γνωμοδοτικές ερμηνείες, πλην Αλιβιζάτου– αλλά στην πορεία ο υπουργός μάλλον αποφάσισε ότι πρέπει να κινηθεί με αυτοσυγκράτηση και να περιορίσει την παρέμβασή του σε «μη κερδοσκοπικά» παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων, χωρίς πάντως να διασφαλίσει εν τέλει, παρά τις εξαγγελίες του, ούτε τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα αλλά ούτε και την στοιχειώδη έστω εξομοίωσή τους με τα δημόσια, από την άποψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας).
Στη συνέχεια ο κ. Σωτηρέλλης παραθέτει όλες τις τοποθετήσεις της επιστημονικής κοινότητας που ακολούθησαν την ομοβροντία θετικών για την παράκαμψη του άρθρου 16 γνωμοδοτήσεων καταλήγοντας ότι “κατέστη αναμφισβήτητο ότι η άποψη που συμπλέει με τα σχέδια της κυβέρνησης είναι εν τέλει προδήλως μειοψηφική”.
Ο καθηγητής παραθέτοντας και πάλι τις ρητές επιταγές και απαγορεύσεις του Συντάγματος αναρωτιέται:
Τι άλλο θα μπορούσε να λέει ένα Σύνταγμα, για να γίνει σαφέστερο; Ποια ερμηνεία μπορεί να διαστρέψει ή να παρακάμψει το νόημα αυτών των διατάξεων εκτός από μια contra constitutionem «ερμηνεία», που θεωρεί το Σύνταγμα λάστιχο, το οποίο μπορεί να τανύζεται κατά το δοκούν;
Ιδιαίτερη σημασία τέλος έχει η σημείο προς σημείο αντιπαράθεση που κάνει με τα θεωρητικά σχήματα που επικαλούνται οι θετικοί προς την κυβέρνηση συνταγματολόγοι για να δικαιολογήσουν την αδικαιολόγητη παράβαση της συνταγματικής διάταξης: Την επιχειρηματολογία περί «ζωντανού» ή «δυναμικού» Συντάγματος, που πρέπει να «προσαρμόζεται στις εξελίξεις», τη θεωρία του “επαυξημένου συντάγματος” και του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού”, τον ερμηνευτικό σχετικισμό, τον ευρωπαϊκό πατριωτισμό που “εκλαμβάνει αξιωματικά την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν εξ ορισμού και σε κάθε περίπτωση υπερέχουσα Έννομη Τάξη”.
Ο καθηγητής κλείνει ως εξής:
Το διακύβευμα είναι τεράστιο, διότι δεν αφορά, εν κατακλείδι, ένα συνταγματικό άρθρο αλλά το ίδιο το μέλλον του Συντάγματος, ως θεμελιώδους κανονιστικού πλαισίου που παρέχει ασφάλεια δικαίου και εγγυάται το δημόσιο συμφέρον, τις ανθρωπιστικές αξίες και τις πάγιες δημοκρατικές και δικαιοκρατικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού συνταγματισμού.
Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων
Ο καθηγητής Καϊδατζής θέτει χωρίς περιστροφές το ερώτημα του τι πρέπει να κάνει ο λαός. Απαντά ότι “Οι πολίτες δικαιούνται να ελέγχουν την τήρηση του Συντάγματος”. Αναφερόμενος μάλιστα στην περίφημη πρόταση “η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων”, σημειώνει ότι
Έχει σημασία να κατανοήσουμε για ποιο λόγο το Σύνταγμα εξοπλίζει τους πολίτες με αυτή την ευθύνη. Το Σύνταγμα είναι βεβαίως ένας νόμος κι αυτό, που όμως διαφέρει από όλους τους υπόλοιπους νόμους, το κοινό δίκαιο. Ενώ το κοινό δίκαιο θεσπίζεται από όργανα της κρατικής εξουσίας για να ρυθμίσει και να περιορίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, το Σύνταγμα θεσπίζεται, στο όνομα και για λογαριασμό των πολιτών, για να ρυθμίσει και να περιορίσει την εξουσία των κρατικών οργάνων. Και, ενώ το πότε παραβιάζεται το κοινό δίκαιο κρίνεται από κρατικά όργανα, ιδίως και τελικά τα δικαστήρια, το πότε παραβιάζεται το Σύνταγμα δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην κρίση κρατικών οργάνων, δηλαδή εκείνων τη συμπεριφορά των οποίων υποτίθεται ότι ρυθμίζει. Αυτός είναι ο λόγος που –παράλληλα με τις άλλες, τις θεσμικές εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος, όπου ορισμένο κρατικό όργανα ελέγχει αν κάποιο άλλο παραβίασε το Σύνταγμα– ο πατριωτισμός των Ελλήνων ανάγεται σε αυτοτελή, και με μιαν έννοια ύπατη, εγγύηση τήρησης του Συντάγματος.
Το πολιτικό διακύβευμα είναι το παρακάτω:
Το νομοσχέδιο για την ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που συζητιέται στη βουλή είναι απροκάλυπτα και κραυγαλέα αντισυνταγματικό. Το άρθρο 16 του Συντάγματος που όλοι διαβάζουμε και όλοι καταλαβαίνουμε –δεν χρειάζεται να είμαστε ειδικοί– λέει πως τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με ακαδημαϊκή ελευθερία και εγγυήσεις για τους διδάσκοντές τους. Τίποτε από αυτά δεν είναι τα διαβόητα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» που προβλέπει το νομοσχέδιο.
Στις εύλογες αντιδράσεις πολλών –φοιτητικό κίνημα, πανεπιστημιακοί, ενδιαφερόμενοι πολίτες– μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Δεν σας πέφτει λόγος για το αν το νομοσχέδιο είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικό, δεν είστε ειδικοί. Υπάρχουν ειδικοί, νομικοί και συνταγματολόγοι, που έχουν βρει – ακριβέστερα: κατασκευάσει– μιαν ερμηνεία –ακριβέστερα: παρερμηνεία– που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 16 δεν σημαίνει αυτό που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε, αλλά κάτι διαφορετικό». Η απάντηση εδώ πρέπει να είναι απερίφραστη: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –όλους τους πολίτες, όχι μόνο τους ειδικούς– την ευθύνη για την τήρηση του Συντάγματος. Βεβαίως και μας πέφτει λόγος, βεβαίως και μπορούμε να κρίνουμε αν ένα νομοσχέδιο είναι αντίθετο σ’ αυτά που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε ότι λέει το Σύνταγμα.
Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου
Ο καθηγητής Κ. Γιαννακόπουλος θέτει το ζήτημα της σύγκρουσης του εθνικού με το ενωσιακό δίκαιο στην πραγματική του βάση:
Την αλλοίωση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, διότι το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δέχεται ότι μια τέτοια μέθοδος «δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου» (υπόθεση C-573/17). Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, τα ανώτατα δικαστήρια όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών -και, πάντως, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας- δεν δέχονται την απόλυτη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών Συνταγμάτων τους. Όταν, μάλιστα, τα δικαστήρια αυτά απευθύνουν σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, ουδόλως θεωρούν αναντίρρητα δεσμευτικές τις απαντήσεις του. Πίσω από μια περίτεχνη διπλωματία νομικών όρων, εξελίσσεται ένας πόλεμος μεταξύ των εθνικών δικαστών και του ΔΕΕ για τη διεκδίκηση της εκφοράς του τελευταίου λόγου. Σε κάθε περίπτωση, προτού αποφανθούν τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια, συνήθως μετά από προσφυγή ιδιωτών, και προτού το ΔΕΕ εκφέρει ειδική σχετική κρίση, καμία σοβαρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν διανοείται να απαξιώσει, από μόνη της, το Σύνταγμά της κατ’ επίκληση ερμηνειών του ενωσιακού δικαίου.
Στην ουσία ο καθηγητής λέει ότι δεν υπάρχει σοβαρή και κυρίαρχη ευρωπαϊκή χώρα που να δέχεται μια αντίθετη στο εθνικό συνταγματικό της δίκαιο ερμηνεία του ΔΕΕ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης), τα εθνικά δικαστήρια ΔΕΝ θεωρούν δεσμευτικές τις απαντήσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, πολύ περισσότερο δεν προστρέχουν ως Χατζηαβάτηδες να προεξοφλήσουν την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι το εθνικού (σε θέμα μάλιστα που το ευρωπαϊκό δεν έχει τυπική αρμοδιότητα) και να παραβιάσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο το εθνικό τους Σύνταγμα. Εδώ όμως είναι Ελλάδα.
ο κ. Γιαννακόπουλος καταλήγει:
Στην όλη υπόθεση, το μείζον διακύβευμα δεν είναι τόσο η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων, όσο ο σεβασμός του κύρους των θεμελιωδών -εθνικών και ευρωπαϊκών- κανόνων δικαίου, ώστε η Ελλάδα να θεωρείται αξιοπρεπής ευρωπαϊκή χώρα.
Ο καθηγητής κ. Μποτόπουλος ξεκινά με μια πικρή διαπίστωση:
Να λοιπόν που φτάσαμε σε αυτό το σημείο: να πρέπει να υπερασπιστούμε το Σύνταγμα μας, αφού, με την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», παραβιάστηκε μπροστά στα μάτια όλων το άρθρο 16. Και τούτο παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις περί αντισυνταγματικότητας του σχετικού νομοσχεδίου εκ μέρους πολλών, αν όχι της πλειοψηφίας των συνταγματολόγων της Χώρας.
Και συνοψίζει την πολιτική σημασία της αντισυνταγματικής εκτροπής που ενορχήστρωσε η κυβέρνηση με μια χούφτα “επιφανών” συνταγματολόγων, που όταν συμπεριφέρονταν ως συνταγματολόγοι και όχι ως πολιτικοί οπαδοί δίδασκαν στους υπόλοιπους ότι πρέπει να σέβονται το Σύνταγμα. .
Το Σύνταγμα θα έπρεπε να το είχε υπερασπιστεί, καταρχήν και μετά λόγου γνώσης, σύσσωμη η κοινότητα των ειδικών, δηλαδή των συνταγματολόγων -πόσο μάς λείπουν ο Μάνεσης και ο Τσάτσος… Όσοι υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα χαρακτηριζόμαστε παρωχημένοι ή σχολαστικοί και αναγκαζόμαστε να επιχειρηματολογήσουμε για τα αυτονόητα εναντίον αυτών που μας είχαν διδάξει τα αυτονόητα:
-
- την κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος, που όταν λέει, 7 μόνο φορές σε όλο το κείμενο, «απαγορεύεται», απαιτεί να τηρείται η απαγόρευση. …
-
- το θεμελιώδες γεγονός ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να αντιστρέψει ή να παραμερίσει το περιεχόμενο ρητής διάταξης θετού δικαίου, πόσο μάλλον συνταγματικού επιπέδου, και ότι, ειδικώς η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, «συμπληρώνει και επεκτείνει το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος», ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να «το περιορίζει», ποτέ όμως να το διαστρέφει ή να το καταργεί, κάτι που δέχεται και το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης…
-
- τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος: ο μόνος τρόπος να τραπεί το «απαγορεύεται» σε «επιτρέπεται» είναι μέσω συνταγματικής αναθεώρησης,
-
- τη σχέση του Συντάγματος με το ευρωπαϊκό/ενωσιακό δίκαιο, που είναι μια σχέση εναρμόνισης και όχι σύγκρουσης, πόσο μάλλον όταν, ειδικά στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκρουση, αφού το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 165 παρ. 1 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 14 παρ. 2 Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), ρητά καθορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση οργανώνεται με βάση τις εθνικές –στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οι συνταγματικές- ρυθμίσεις,
-
- τη δημοκρατική σημασία του Συντάγματος, που είναι όχι απλώς κείμενο πολιτικό, αλλά κείμενο που εκφράζει δεσμευτικά, στο υψηλότερο επίπεδο, τη βούληση της νομοθετικής εξουσίας και άρα του κοινωνικού σώματος στην ολότητα του. Η «ρευστοποίηση» του Συντάγματος και η μείωση της κανονιστικής του ισχύος συνιστούν όχι μόνο νομικές παραβιάσεις, αλλά και δημοκρατικές απειλές.
Επίλογος
Το Σύνταγμα στην πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε κατάκτηση των πολιτών και των εθνών έναντι της απολυταρχίας. Ήταν ο συντεταγμένος τρόπος να περιοριστεί η αυθαιρεσία των ελέω Θεού μαναρχών και να διασφαλιστεί σιγά σιγά και σταδιακά η λαϊκή κυριαρχία έστω στην τυπική – αστική της μορφή, η ισονομία και η ισοπολιτεία.
Στην εποχή του εκδικητικού και επιθετικού νεοφιλελευθερισμού, το Σύνταγμα συχνά στέκει εμπόδιο στις αδίστακτες φιλοδοξίες του κεφάλαιου και της εξουσίας να αλώσει κάθε πτυχή της κοινωνικής δραστηριότητας, να ελέγξει τον πληθυσμό, να περιορίσει την εθνική κυριαρχία σε όφελος των μεγάλων ιμπεριαλιστικών ενώσεων ή στρατιωτικών συμμαχιών (ΕΕ, ΝΑΤΟ κλπ).
Η ουσιαστική παραβίαση του Συντάγματος έχει συμβεί πολλάκις στην πρόσφατη ελληνική ιστορία (εκ μέρους των ορκισμένων να το τηρούν κυβερνήσεων και όχι κάποιων ταραξιών ή ανατροπέων του πολιτεύματος) με το μνημονιακό αίσχος, την επί της ουσίας παράδοση της εξουσίας στους δανειστές και τον ευτελισμό της Βουλής να είναι το χαρακτηριστικότερο όλων.
Ωστόσο είναι η πρώτη φορά που ρητή και απολύτως κατανοητή και σε μικρά παιδιά συνταγματική απαγόρευση ανατρέπεται με το έτσι θέλω μιας κυβέρνησης που δεν το είχε καν θέσει στο προεκλογικό της πρόγραμμα (σ.σ. την νομοθετική παραβίαση της απαγόρευσης – όχι την ανάγκη ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων μέσω αναθεώρησης) και τη σύμφωνη γνώμη συνταγματολόγων που άλλα δίδασκαν όταν ήταν πράγματι συνταγματολόγοι και άλλα γνωμοδοτούν σήμερα που είναι κατά βάση θεράποντες της εξουσίας.
Κανονικά, η κατάφωρη και βάναυση παραβίαση του Συντάγματος θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε ένα νέο 1-1-4 (σήμερα 120), όπου ο λαός επικαλούμενος ότι “η τήρηση του Σύντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων” και όχι στη βουλιμία των Μητσοτάκη, Βενιζέλου κλπ υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου, θα ζητούσε την αποπομπή της επίορκης κυβέρνησης και την απόδοση πολιτικών και ποινικών ευθυνών για την παραβίαση του Συντάγματος.
Ζούμε όμως σε μια εποχή και ένα συσχετισμό όπου όσοι παραβιάζουν το Σύνταγμα κουνάνε το δάχτυλο στην κοινωνία και η κοινωνία παρακολουθεί σοκαρισμένη και σαστισμένη την απόλυτη ρευστοποίηση των κατακτήσεων της Γαλλικής Επανάστασης, της Αμερικανικής Επανάστασης, των επαναστάσεων του 1848, της δικής μας 3ης Σεπτεμβρίου, και τόσων άλλων ορόσημων της ιστορίας της ανθρωπότητας που πλέον καταργούνται για να πισωγυρίσουμε όχι στην απολυταρχία μιας οικογένειας αυτοκρατόρων ή βασιλέων αλλά στην απολυταρχία του κεφαλαίου.