Άρθρα

Η παράσταση «Εξάρχεια» που παίζεται στον Έβρο είναι επικίνδυνη και για τη χώρα, και για τον ελληνικό λαό, και για τους πρόσφυγες

Σχόλιο του antapocrisis.

Κυβερνητικές πηγές και φιλοκυβερνητικά μέσα κραυγάζουν από χθες ότι η Ελλάδα δέχεται επίθεση. Γκροτέσκο αναπαραγωγές των «ημέτερων δυνάμεων που αμύνονται του πατρίου εδάφους» διαδέχονται τις ρατσιστικές οιμωγές για «ορδές» προσφύγων που θέλουν να καταλάβουν τη χώρα. Διμοιρίες ΜΑΤ προωθούνται στα ελληνοτουρκικά σύνορα και τα τάγματα του στρατού τέθηκαν σε επιφυλακή.

Πέρα από τις φαντασμαγορίες των χημικών και των απωθήσεων, τους πανηγυρισμούς των αφελών δεξιών ότι «επιτέλους φυλάσσεται η χώρα» και τις δοξολογίες των ενταγμένων σε pay rolls δημοσιογράφων προς την κυβέρνηση, τι συμβαίνει στην πραγματικότητα;

Ο Ερντογάν μπλοκαρισμένος από το αδιέξοδο που η ίδια η τουρκική πολιτική δημιούργησε στη Συρία, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, πασχίζει με νύχια και με δόντια να πείσει τον ευρωατλαντικό άξονα να περιορίσει τη ρωσική εμπλοκή στη Συρία. Με τον πιο κυνικό τρόπο ενεργοποιεί σε αυτή την κατεύθυνση την προσφυγική πίεση. Ο ΟΗΕ εκτιμά τον συνολικό αριθμό των σύριων προσφύγων στο έδαφος της Τουρκίας στα 3,7 εκατομμύρια ανθρώπους. Ένα απειροελάχιστο κλάσμα αυτού του μεγέθους (ο ΟΗΕ μιλά για 13 χιλιάδες), το ίδιο το τουρκικό κράτος έσπρωξε προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Στόχος από αυτή την κίνηση τακτικισμού είναι να στηθεί ένα τηλεοπτικό σόου προς τη Δύση ώστε να εκβιάσει τη στήριξη στις τουρκικές επιχειρήσεις στο Ιντλίμπ.

Φυσικά οι προσδοκίες της κυβέρνησης Ερντογάν θα μείνουν ανεκπλήρωτες. Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να εμπλακούν επιχειρησιακά στη Συρία, το ΝΑΤΟ θα καταγγέλλει τη Ρωσία φραστικά αλλά δεν θα επεμβαίνει, η ΕΕ θα συμπαρίσταται στην Τουρκία αλλά δεν θα κηρύξει πόλεμο στον Πούτιν.

Ο Ερντογάν υπερεκτίμησε τις τελευταίες προσδοκίες του ευρωατλαντικού άξονα να αποσταθεροποιήσει το συριακό καθεστώς. Τα απομεινάρια της Αλ Νούσρα που υπό τις προστατευτικές φτερούγες του τουρκικού στρατού δρουν στη Βορειοδυτική Συρία, φαντάζουν μηδαμινό εμπόδιο στην προσπάθεια της συριακής κυβέρνησης να ανακτήσει την εδαφική ακεραιότητας της χώρας υπό την προστασία της Ρωσίας. Η Ουάσιγκτον, μέσα στη δίνη των δικών της εσωτερικών συγκρούσεων δεν πρόκειται να ανοίξει σήμερα μέτωπο ενάντια στη Ρωσία, ειδικά μετά την ατιμωτική υποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων το περασμένο φθινόπωρο. Η στήριξη στην Τουρκία θα μείνει σε επίπεδο δηλώσεων και χρηματοδοτήσεων.

Η ελληνική κυβέρνηση, αφού στήριξε την απόπειρα διάλυσης της Συρίας από τη Δύση, αφού ακόμα και μέχρι προχθές (28/2/2020) δεν έθεσε βέτο στην προκλητική στήριξη του ΝΑΤΟ στις παράνομες και πέρα από κάθε διεθνές δίκαιο τουρκικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Συρία, αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του Ερντογάν μέχρι τέλους.

Τσίμπησε στο τηλεοπτικό σόου που έστησε η Τουρκία στα ελληνοτουρκικά σύνορα και τα κυβερνητικά στελέχη παριστάνουν τον Λεωνίδα που μάχεται στις Θερμοπύλες ενάντια στην εισβολή των βαρβάρων. Θεωρούν μάλιστα ότι αμύνονται επιτυχώς γιατί 15 διμοιρίες ΜΑΤ απώθησαν κάποιες εκατοντάδες άοπλους που θέλησαν να περάσουν τα σύνορα.

Ακόμα και έτσι, τριψήφιος αριθμός προσφύγων πέρασε τα ελληνοτουρκικά σύνορα (οι συλλήψεις την Κυριακή το πρωί είναι 120), ενώ σε μία μόνο νύχτα οι νέες αφίξεις μόνο στη Λέσβο ξεπερνούν τα 220 άτομα. Όχι και πολύ πετυχημένοι Λεωνίδες, έτσι δεν είναι;

Η αλήθεια είναι ότι αν η Τουρκία αποφασίσει να δώσει ελευθέρας στα 3,7 εκατομμύρια πρόσφυγες να περάσουν στην Ευρώπη, δεν θα το κάνει στήνοντας τηλεοπτικού τύπου συγκρούσεις έξω από το τελωνείο. Οι πρόσφυγες δεν είναι τουρίστες. Δεν περνούν τα σύνορα από τα τελωνεία. Εάν η Τουρκία αποφασίσει να στείλει εκατοντάδες βάρκες από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, κανένα ριμέικ της παράστασης «ΜΑΤ – ΑΣΟΕΕ – Ρουβίκωνας» δεν πρόκειται να τις σταματήσει.

Το τηλεοπτικό σόου τύπου Εξαρχείων στον Έβρο το δέχεται και το αναπαράγει η ελληνική κυβέρνηση γιατί η ίδια αποδέχεται για την Ελλάδα ρόλο ανθρώπινης χωματερής. Αυτόν τον ρόλο έχουν διανείμει στη χώρα οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο και οι πάντα πρόθυμοι υποτελείς των Αθηνών τον αναλαμβάνουν αγόγγυστα.

Και όχι μόνο:

Την ώρα που ο Ερντογάν πολιτεύεται έχοντας τη μεγάλη εικόνα της συριακής κρίσης και της (αδιέξοδης αλλά υπαρκτής) τουρκικής εμπλοκής στη Συρία, ο Μητσοτάκης κάνει πολιτική για το εσωκομματικό του ακροατήριο, για τον μέσο καθυστερημένο δεξιό ψηφοφόρο που βλέπει τα επεισόδια στις Καστανιές ως το δεύτερο ημίχρονο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης.

Ο ένας πιέζει τις ΗΠΑ και την ΕΕ για στήριξη και χρηματοδότηση και ο άλλος κάνει την Ελλάδα μαξιλαράκι ασφαλείας μην τύχει και ζοριστούν οι ξενοφοβικές κυβερνήσεις της κεντρικής Ευρώπης.

Ο ένας κάνει πολιτική σύμφωνα με τις γεωπολιτικές και στρατηγικές επιδιώξεις της χώρας του. Ο άλλος κάνει πολιτική για το Πρώτο Θέμα, τον ΣΚΑΙ, την εσωκομματική πίεση του Σαμαρά και την εκλογική του πελατεία.

Ο ένας ενδιαφέρεται να εκβιάσει την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Ο άλλος ενδιαφέρεται να μην τους ενοχλήσει.

Ο ένας κάνει το πρόβλημά του διεθνές ζήτημα και στήνει τηλεοπτικό σόου. Ο άλλος κάνει το διεθνές ζήτημα μονομερές πρόβλημα της χώρας του υιοθετώντας το τηλεοπτικό σόου της Άγκυρας.

Ο ένας χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες για να πετύχει τους σκοπούς της εισβολής, κατοχής και εποικισμού του βόρειου κομματιού της Συρίας. Στη χειρότερη θα κερδίσει άφθονη χρηματοδότηση. Ο άλλος χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες για να αποσυμπιέσει την πίεση του εκλογικού του σώματος, να ξεπλύνει τους χουλιγκάνους που έδρασαν σε Χίο και Μυτιλήνη με το εθνόσημο στο στήθος ως ήρωες – αμυνόμενους υπέρ πατρίδος, να επιβεβαιώσει την υποτέλειά του στα ευρω-ατλαντικά αφεντικά. Στην καλύτερη θα κερδίσει τα συγχαρητήρια του Τζήμερου και του Βελλόπουλου.

Ο ένας δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κυνικά τους πρόσφυγες. Ταυτόχρονα δεν διστάζει να τσαλαπατήσει κάθε διεθνή συμφωνία και υποχρέωση της Τουρκίας. Ο άλλος επίσης δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κυνικά τους πρόσφυγες. Ταυτόχρονα όμως δεν διανοείται καν να αμφισβητήσει διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες που κάνουν την Ελλάδα αποθήκη ψυχών.

Ο ένας είναι ο Ερντογάν.

Ο άλλος είναι ο Μητσοτάκης.

Το ψεύτικο “βέτο” στο ΝΑΤΟ και η αληθινή πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη

Σχόλιο του antapocrisis.

Διέρρευσε από κυβερνητικές πηγές ότι η Ελλάδα άσκησε βέτο στη χθεσινή σύνοδο του ΝΑΤΟ. Χωρίς κάτι τέτοιο να συνιστά ανατροπή της ελληνικής πολιτικής, θα ήταν μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη στη μονότονη υποτέλεια των τελευταίων ετών.

Σήμερα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, μασώντας τις δηλώσεις του, παραδέχτηκε ότι δεν μπήκε βέτο, αλλά εκφράστηκαν διαφωνίες.

Πράγματι, το τι ακριβώς έγινε στη χθεσινή σύνοδο, το εκφράζει ο Γενικός του Γραμματέας, λέγοντας επί λέξει τα παρακάτω:

“Η σημερινή συνάντηση είναι ένα σήμα αλληλεγγύης στην Τουρκία.
Η Τουρκία είναι το μέλος του ΝΑΤΟ που επηρεάζεται περισσότερο από όλους από τη σύγκρουση στη Συρία, που έχει υποφέρει από τρομοκρατικές επιθέσεις και που φιλοξενεί εκατομμύρια πρόσφυγες στο έδαφός της.
Το ΝΑΤΟ συνεχίζει να υποστηρίζει την Τουρκία με σειρά μέτρων”.

Με δυό λόγια:

1. Η Τουρκία κατέχει παρανόμως συριακό έδαφος με στρατιωτικές της δυνάμεις που δρουν στο έδαφός της Συρίας.

2. Το ΝΑΤΟ μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, την νίκη του Άσαντ στον εμφύλιο και την κυριαρχία της Ρωσίας, στηρίζει την τελευταία αντικαθεστωτική ελπίδα που είναι οι ισλαμιστικές συμμορίες στο Ιντλίμπ.

3. Η Τουρκία μετά τη συριακή αντεπίθεση και τους δεκάδες νεκρούς που προκάλεσε, αποφάσισε να μεταφέρει την πίεση σε ΕΕ και ΗΠΑ ώστε να σταματήσουν τη ρωσική προστασία στη συριακή αεροπορία και πυροβολικό.

4. Εργαλείο του Ερντογάν για μια τέτοια πίεση είναι το μεταναστευτικό και το σπρώξιμο κάποιων χιλιάδων προσφύγων στα ελληνοτουρκικά σύνορα.

5. Η Ελλάδα αντί να ζητήσει την άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τη Συρία και την ειρήνευση στην περιοχή, συντάσσεται με το ΝΑΤΟ και κατ΄επέκταση με την τουρκική επιθετικότητα στη βόρεια Συρία.

6. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μετατρέπει το διεθνές πρόβλημα της συριακής κρίσης και του προσφυγικού σε μονομερές πρόβλημα της Ελλάδας (“υπεράσπιση των συνόρων μας”) ή σε διμερή ελληνοτουρκική διαφορά.

7. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν υπερασπίζεται τα ελληνικά σύνορα, αλλά τη δυνατότητα της ΕΕ να μην νιώθει την παραμικρή πίεση από τον εκβιασμό Ερντογάν. Είτε παριστάνοντας το μαντρόσκυλο στον Έβρο, είτε αποδεχόμενη τη μετατροπή της χώρας σε αποθήκη ψυχών.

Δεν είναι ηλιθιότητα χωρίς όριο, είναι υποτέλεια δίχως πάτο

Σχόλιο του antapocrisis.

Όσο κι αν οι ψηφοφόροι του Μητσοτάκη εκστασιάζονται με φαντασμαγορικές σκηνές Εξαρχείων στον Έβρο, η αλήθεια είναι ότι τα 3 και πλέον εκατομμύρια προσφύγων που βρίσκονται στην Τουρκία δεν πρόκειται να σταματήσουν με χημικά και καταστολή.

Ο Ερντογάν επιχειρεί να πιέσει την Ε.Ε. στέλνοντας δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στα ελληνοτουρκικά σύνορα.

Θεωρεί ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μεταφέρει την πίεση στην ΕΕ.

Μάλλον όμως μετρά το μπόι της ελληνικής άρχουσας τάξης από τον ίσκιο της αργά το απόγευμα.

Διότι οι ανθυποδεκανείς του ευρωατλαντισμού που κυβερνούν την Ελλάδα ούτε καν διανοούνται να μεταφέρουν το πρόβλημα στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κάνει το διεθνές πρόβλημα της συριακής κρίσης (και συνεπακόλουθα του τουρκικού εκβιασμού) ζήτημα μονομερούς ανάσχεσης των προσφύγων στον Έβρο και ελληνοτουρκικής διαφοράς.

Η ελληνική άρχουσα τάξη δεν διστάζει να κάνει την Ελλάδα αποθήκη ψυχών (γιατί η εικόνα μαντρόσκυλου στα σύνορα δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ), αρκεί να παραμείνει αρεστή στα υπερατλαντικά και ευρωπαϊκά αφεντικά.

Τη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας ο Ερντογάν την έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων του προκειμένου να πάρει τη στήριξη που θέλει για την τουρκική επέμβαση στη Βόρεια Συρία. Ήδη παίρνει τη στήριξη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Την ίδια αυτή κουρελιασμένη συμφωνία ο Μητσοτάκης δεν τολμά να αμφισβητήσει βάζοντας βέτο παντού, σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, παρέχοντας ταξιδιωτικά έγγραφα κατά παράβαση του Δουβλίνο ΙΙ, ανοίγοντας τα σύνορα προς τις ευρωπαϊκές χώρες.

Ο Μητσοτάκης παριστάνει ότι με τα ΜΑΤ και τον στρατό θα σταματήσουν οι ροές προς τη χώρα και ο Τσίπρας ψελίζει ευχές για ευρωπαϊκή αναδιαπραγμάτευση.

Η Τουρκία διεθνοποιεί το δικό της πρόβλημα, το δικό της αδιέξοδο στη Συρία, εκβιάζοντας στυγνά μέσω του προσφυγικού.

Και η Ελλάδα εθνικοποιεί το διεθνές πρόβλημα της συριακής κρίσης, του μεταναστευτικού προβλήματος και της ιμπεριαλιστικής ανατίναξης της Μέσης Ανατολής, λειτουργώντας αυτοβούλως είτε ως μαντρόσκυλο, είτε ως χωματερή ανθρώπων.

Δεν είναι ηλιθιότητα χωρίς όριο, είναι υποτέλεια χωρίς πάτο.

Οι Κούρδοι ως «Πασχαλινοί Αμνοί» των ΗΠΑ

Όταν ήμουν παιδί, σε διάφορες περιοχές ανά τον κόσμο – λόγω του στρατιωτικού πατέρα μου – παρακολουθούσα τη θεία λειτουργία στα παρεκκλήσια των στρατιωτικών βάσεων. Οι εκκλησιαζόμενοι βέβαια ήταν υποχρεωμένοι να συμφιλιώσουν τον Χριστιανισμό με την στρατιωτική θητεία. Μερικές φορές τραγουδούσαμε τον ύμνο της Πολεμικής Αεροπορίας («Κύριε, φύλαξε και οδήγησε τους ιπτάμενους άνδρες»). Ακούγαμε λοιπόν πώς ο Ιησούς δεν ήρθε να φέρει την ειρήνη, αλλά το σπαθί (Ματθαίος 10:34). Συχνά, για να τιμήσουμε τους νεκρούς στρατιώτες, ακούγαμε τον ευαγγελιστή Ιωάννη (15:13), αν και σε εντελώς διαστρεβλωμένο πλαίσιο, να ισχυρίζεται: «Μεγαλύτερη αγάπη δεν υπάρχει από το να δίνει κανείς τη ζωή του για τους φίλους του».

Έτσι ο θάνατος στη μάχη στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους συγκρινόταν με τη θυσία του Ιησού στον σταυρό! Όταν μεγαλώνοντας, κατάλαβα το μέγεθος του ηθικού εγκλήματος του πολέμου του Βιετνάμ, το εφηβικό μυαλό μου επαναστάτησε ενάντια σε αυτή τη θρησκευτική ωραιοποίηση των θανάτων στα πεδία μάχης των ΗΠΑ. Η σύγκριση των στρατιωτών που πολεμούσαν τους Βιετκόγκ με τους Πασχαλινούς Αμνούς με αηδίαζε.

Οι νέοι άνδρες που πέθαιναν στο Βιετνάμ δεν έχαναν τη ζωή τους για τους φίλους τους, πολύ περισσότερο για τη «χώρα» τους. Πέθαιναν για τον καπιταλισμό, για τον ιμπεριαλισμό, για τη Γουόλ Στρητ, για το 1% που εξουσιάζει τα πάντα. Τίποτα στον θάνατό τους δεν είχε σχέση με τους φίλους τους, τη γειτονιά τους ή την ασφάλειά της.

Βέβαια, οι στρατιώτες που πολεμούν, αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς με τους συντρόφους τους. Μερικές φορές κάνουν πράξεις ηρωισμού για να σώσουν τους συμπολεμιστές τους. Με αυτή την έννοια πεθαίνουν ηρωικά. Αυτό ισχύει όμως και για τους στρατιώτες των Ναζί, και για τους σοβιετικούς στρατιώτες, και για τους στρατιώτες των ΗΠΑ, και για τους ιρακινούς στρατιώτες. Για όλους τους στρατιώτες ανεξαιρέτως. Ο θάνατος ενός στρατιώτη των ΗΠΑ δεν είναι χειρότερος από οποιονδήποτε άλλον θάνατο. Αφήστε που συχνά οι αμερικανοί στρατιώτες σκοτώνονται δίκαια από ανθρώπους που υπερασπίζονται τις χώρες τους. (Μπορεί πραγματικά να προφέρει κανείς αυτή την προφανή αλήθεια σε αυτή τη χώρα;)

Αλλά πόσο καλοί είναι οι ιμπεριαλιστές να συγκινούν τις καρδιές μας! Εάν μπορούν να κάνουν ανθρώπους να βάλουν τα δάκρυα στη μνήμη του βρώμικου ενορχηστρωτή πολέμων και επεμβάσεων Τζον Μακ Κέιν, μπορούν σίγουρα να προκαλέσουν δάκρυα οργής για τους «εγκαταλελειμμένους Κούρδους».

Πόσο συχνά ακούσαμε τις τελευταίες μέρες – από αμέτρητους απόστρατους στρατιωτικούς αξιωματούχους, αξιωματούχους μυστικών υπηρεσιών, αναλυτές ασφαλείας και επικεφαλής θινκ τανκς, ότι οι Κούρδοι στη Συρία «πέθαναν για μας»; Περίπου κάτι σαν τον Ιησού στο σταυρό;

Λες και όταν οι Κούρδοι πολεμούσαν το Ισλαμικό Κράτος – ένα γκροτέσκο υποπροϊόν της αδιέξοδης αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003 – δεν έκαναν κάτι άλλο εκτός από το να προστατεύουν την πατρίδα τους…

Λες και όταν σκότωναν τους δολοφόνους των παιδιών τους, σκότωναν απλώς για να ευχαριστήσουν τον θείο Σαμ… Τι είδους αλαζονική έπαρση γεννά αυτές τις μαλακίες;

Λες και οι χασάπηδες της Φαλούτζα (Ισλαμιστές) ήταν απαραίτητοι για να κινητοποιήσουν τους Κούρδους εναντίον ενός κινήματος που διαπράττει γενοκτονίες, υποδουλώνει ανθρώπους, βιάζει μαζικά γυναίκες, καίει ή θάβει ανθρώπους ζωντανούς, αποκεφαλίζει και σταυρώνει τους αντιπάλους του, εκτελεί παιδιά, καταστρέφει αρχαία μνημεία πολύτιμα για την ανθρωπότητα, επιβάλλει τον θρησκευτικό φανατισμό και απεχθάνεται τους Κούρδους ως Κούρδους…

Λες και ο Αραβικός Στρατός της Συρίας, ο επαγγελματικός, πιστός, κυρίως σουνιτικός στρατός, ΔΕΝ πολέμησε ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, και έπρεπε ΜΟΝΟ οι ΗΠΑ να βγάλουν την απαιτούμενη δουλειά. (Ναι, τα αμερικανικά ΜΜΕ υπαινίσσονται μερικές φορές ότι ο Άσαντ υποστήριζε κατά κάποιο τρόπο το Ισλαμικό Κράτος. Το γεγονός είναι ότι οι δυνάμεις του συριακού στρατού επικεντρώθηκαν στη συγκράτηση των δυνάμεων της Αλ Νούσρα που κατέλαβε μεγάλες πόλεις όπως το Χαλέπι, πριν στρέψουν την προσοχή τους στα βορειοανατολικά.)

Λες και οι Ρώσοι, οι Ιρανοί, οι Λιβανέζοι (Χεζμπολάχ), οι Ιρακινοί (σιιτικές πολιτοφυλακές) -σημειωτέον όλοι αυτοί βρέθηκαν στη Συρία νόμιμα, κατόπιν αιτήματος της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης- ΔΕΝ πολέμησαν το Ισλαμικό Κράτος. (Τα Ηνωμένα Έθνη αναγνωρίζουν ότι η σημερινή κυβέρνηση στη Συρία είναι νόμιμη, όπως άλλωστε και οι βασικές ανεξάρτητες χώρες του κόσμου, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία και η Νότια Αφρική. Αντίθετα οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν το 2011 ότι το καθεστώς του Άσαντ ήταν παράνομο. Οι στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ ηλιθιωδώς παπαγάλισαν αυτή την άποψη και όλοι μαζί εργάστηκαν για να υπονομεύσουν τον Άσαντ. Απέτυχαν.)

Στα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ, η Συρία είναι ένα πεδίο μάχης όπου μόνο οι ΗΠΑ με τους Κούρδους στάθηκαν ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος. Ενισχύθηκαν οι συναισθηματικοί μας δεσμοί με μια ικανή στο πεδίο της μάχης δύναμη, που πραγματικά μας αρέσει! (Πόσο ασυνήθιστο είναι αυτό, σε έναν κόσμο, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι «μας» μισούν για δίκαιους λόγους, λόγω του άφθαστου ρεκόρ άγριας βίας που εξαπολύσαμε από την Κορέα μέχρι το Βιετνάμ, και από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, μέχρι τη Λιβύη;) Το ερώτημα βέβαια, γιατί το Ισλαμικό Κράτος βρέθηκε στη Συρία καταρχήν, δεν συζητείται ποτέ. Γιατί οι εκεί άνθρωποι δεν μπόρεσαν να χειριστούν το πρόβλημα και γιατί έγινε απαραίτητη η συμμετοχή των ΗΠΑ, επίσης δεν συζητείται ποτέ.

Γιατί υπάρχει μια ιστορική έχθρα μεταξύ των Κούρδων και του τουρκικού κράτους; Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο για τις ομιλούσες κεφαλές των τηλεοπτικών καναλιών να καταλάβουν. Γιατί έπρεπε οι ΗΠΑ να επιδιώξουν την αλλαγή καθεστώτος στη Συρία, όταν η κυβέρνησή της είναι κοσμική, σθεναρά αντίθετη με την Αλ Κάιντα και άλλες ισλαμιστικές τρομοκρατικές ομάδες και διατηρεί τη σταθερότητα σε μια πολυεθνική, πολυπολιτισμική κοινωνία επί δεκαετίες;

Ξεχάστε όμως όλες τις ανησυχητικές ερωτήσεις! Ο Τραμπ πρόδωσε τους Κούρδους! Ο Τραμπ είναι ο Ιούδας που εξόργισε τον Χριστό! (Ο Πατ Ρόμπερτσον – μπερδεύοντας τον Χριστό με τον Κομφούκιο – προειδοποιεί ότι ο Τραμπ μπορεί να χάσει τη «θεϊκή εντολή» για αυτό το ζήτημα.) Χριστέ μου… Ο Ιησούς εγκαταλείπει τώρα τον εκλεκτό του, όχι γιατί αυτός κακομεταχειρίστηκε παιδιά μεταναστών στα αμερικανομεξικανικά σύνορα, αλλά επειδή απέσυρε στρατιωτικές δυνάμεις από ένα μέρος στο οποίο δεν έπρεπε ποτέ να είχαν πάει).

Ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε τελικά το αδιανόητο, έκανε κάτι ακόμα χειρότερο από το να εμπορεύεται όπλα για βρώμικες πολιτικές σκοπιμότητες στην Ουκρανία. Έχει κάνει στροφή 180 μοιρών στην επί δύο δεκαετίες εξοργιστική εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Ο Τραμπ αποκάλυψε, με τον ωμό και αστοιχείωτο τρόπο του, ότι οι ΗΠΑ δεν ξέρουν τι κάνουν στη Μέση Ανατολή, ότι χάθηκαν πολλά χρήματα, ότι χάθηκαν 4000 στρατιώτες στο Ιράκ, χωρίς καν να πάρουν τον έλεγχο του πετρελαίου. (Θυμηθείτε την εναρκτήρια ομιλία του στην CIA τον Ιανουάριο του 2017, στην οποία δήλωσε ότι «Θα έπρεπε να είχαμε κρατήσει το πετρέλαιο, αλλά δεν πειράζει, ίσως να έχουμε μια ακόμα ευκαιρία»). Δηλώνει ότι τώρα είναι ευτυχής που αφήνει άλλες δυνάμεις να τελειώσουν το Ισλαμικό Κράτος. (Ισχυρίζεται, αφενός ότι οι ΗΠΑ νίκησαν το Ισλαμικό Κράτος μονομερώς κάτω από την απαράμιλλη ηγεσία του, αναγνωρίζει όμως ότι ακόμα εξακολουθεί να υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει και την αφήνει στους Ρώσους και στους Ιρανούς).

Αυτό είναι καλό. Η απόσυρση από την παράνομη συμμετοχή σε μια σύγκρουση είναι καλό. Η απόσυρση από ένα ευρύτερο πρότζεκτ ανατροπής καθεστώτων στην περιοχή, που προώθησαν όχι μόνο οι νεοσυντηρητικοί, αλλά και ο «φιλελεύθερος επεμβατισμός» του Στέητ Ντιπάρτμεντ υπό τη Χίλαρι Κλίντον, είναι καλό. Οι αμερικανικές δυνάμεις δεν έχουν τίποτα θετικό να συμβάλλουν στην επίλυση των συγκρούσεων στην περιοχή.

Η Ρωσία και το Ιράν, που επιθυμούν ένα ενοποιημένο κράτος της Συρίας, καθώς και οι Ιρακινοί, που φοβούνται τον κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, παροτρύνουν τους Κούρδους της Συρίας να αποδεχθούν την προσφορά περιορισμένης αυτονομίας από το συριακό κράτος. Κανείς, εκτός ίσως από κάποιες εν συγχύσει Υπηρεσίες που κρίνουν αποκλειστικά με βάση τις δικές τους εμπειρίες, δεν  φαντάζεται ότι οι Κούρδοι μπορούν πραγματικά να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος κάτω από τη μύτη της Τουρκίας, σε αντίθεση με το συριακό κράτος που υποστηρίζεται από το Ιράν, το οποίο έχει να αντιμετωπίσει επίσης το δικό του κουρδικό ζήτημα.

Σε περίπτωση που η άρνηση του Άσαντ να επιτρέψει την κουρδική ανεξαρτησία σοκάρει κάποιον αδαή, ας ρωτήσουμε πόσο σοκαριστικό είναι το γεγονός ότι η Μαδρίτη αντιτάσσεται στην ανεξαρτησία της Βαρκελώνης, ή ότι το Λονδίνο αντιτίθεται σε μια ανεξάρτητη Σκωτία, ή ότι η Ρώμη αντιτίθεται σε μια ανεξάρτητη Λομβαρδία. Εάν εξακολουθούν να σας κοιτάνε βλακωδώς, θυμίστε τους ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν καμία δουλειά να επιχειρούν στη Μέση Ανατολή. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν δεν είχε να κάνει με την 11η Σεπτέμβρη, αλλά με μια πολιτικο-στρατιωτική επιχείρηση καταδικασμένη να αποτύχει. Ο πόλεμος στο Ιράκ βασίστηκε σε ψέματα και το μόνο που παρήγαγε ήταν ακόμα περισσότερη τρομοκρατία, και κυρίως τον Ισλαμικό Στρατό, τον κοινό εχθρό της Συρίας, του Ιράκ, του Ιράν και της Ρωσίας (και η αλήθεια είναι ότι τον πολέμησαν όλοι, ενώ παραδόξως οι ΗΠΑ απαιτούν την πρωτοκαθεδρία στον αγώνα εναντίον του κακού που οι ίδιες αρχικά δημιούργησαν). Το ιρακινό κοινοβούλιο ζητά πλέον από τις δυνάμεις των ΗΠΑ να αποχωρήσουν, ενώ οι ΗΠΑ απαιτούν από το Ιράκ να διαλύσει τις εκπαιδευμένες από το Ιράν πολιτοφυλακές που είναι τόσο ζωτικές για την πάλη κατά των Ισλαμιστών. Εν τω μεταξύ, η ιρακινή κυβέρνηση (κόντρα στην Ουάσινγκτον) υποστηρίζει τον Άσαντ και έχει συμφωνήσει σε ανταλλαγή πληροφοριών με τη Ρωσία.

Οι ΗΠΑ απέτυχαν στη Συρία, καταρχάς να ανατρέψουν την κυβέρνηση, την οποία είχαν τόσο αυθαίρετα κηρύξει παράνομη, και στη συνέχεια απέτυχαν να οδηγήσουν στην ήττα τους Ισλαμιστές, χρησιμοποιώντας την κουρδική περιοχή ως βάση για συνεχόμενες επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, η προώθηση του Συριακού Αραβικού Στρατού ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό το καθεστώς Άσαντ, όπως άλλωστε και ο έλεγχος της Ροτζάβα από τις YPG. Τα κέρδη των Κούρδων προκάλεσαν την τουρκική εισβολή ώστε να εκτοπιστεί το κουρδικό στοιχείο και να αντικατασταθεί με Άραβες πρόσφυγες από την Τουρκία. Η εθνοκάθαρση βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς ο Τραμπ ανακοινώνει ότι οι Κούρδοι είναι «πολύ ευτυχείς» με την όποια συμφωνία έχει συνάψει ο ίδιος με τον Ταγίπ Ερντογάν.

Δεν ήταν ένα τέτοιο αποτέλεσμα αναπόφευκτο; Θα πρόδιδαν ποτέ οι ΗΠΑ τη σύμμαχό τους στο ΝΑΤΟ Τουρκία, χάριν του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα; Όταν οι ΗΠΑ πρόσθεσαν το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων πριν από 20 χρόνια, υπέθαλψαν και ενθάρρυναν την εχθρότητα του τουρκικού κράτους προς την κουρδική υπόθεση. (Απλώς αυτό ξεχάστηκε όταν οι ΗΠΑ κοίταζαν γύρω γύρω πυρετωδώς για συμμάχους το 2014, μήπως και βοηθήσει κάποιος να σκοτωθεί το τέρας του Φρανκεστάιν του Ισλαμικού Κράτους, το οποίο παρεμπιπτόντως είχε δημιουργήσει η ιρακινή κατοχή!) Το αρχικό σχέδιο ήταν να καταστραφεί το Ισλαμικό Κράτος, στη συνέχεια να συνεργαστούν με τους Κούρδους ώστε να ανατραπεί ο Άσαντ, συντονίζοντας σε αυτή τη στρατηγική και την Τουρκία. Και στη συνέχεια, με την ίδρυση ενός καθεστώτος μαριονέτας των ΗΠΑ, οι ΗΠΑ θα προχωρούσαν σε κάποια μορφή κουρδικής αυτονομίας αποδεκτής από όλα τα μέρη.

Όνειρο θερινής νυκτός. Η Χίλαρι Κλίντον μπορεί και να το επεδίωκε. Ο Τραμπ θέλει απλά να φύγει από την Μεσόγειο. Είναι ικανοποιημένος με το να παρακολουθεί κατώτερους λαούς στις χάλια χώρες τους να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον με τις αιώνιες αντιπαλότητές τους, που κανείς δεν καταλαβαίνει. Σαν να τσακώνονται μαθητές στη σχολική αυλή και να τους χαζεύουν οι μεγαλύτεροι. Αν αυτό σημαίνει την εκτόπιση και τη σφαγή των Κούρδων, αυτό δεν είναι «δικό μας» πρόβλημα. Και οι Κούρδοι, μας λέει ο Τραμπ, «δεν είναι άγγελοι». Ξεστόμισε σε αντιπροσωπεία του Κογκρέσου στο Λευκό Οίκο ότι οι Κούρδοι ήταν κομμουνιστές.

Ακριβώς όπως στη νεότητά μου ένιωθα αηδιασμένος από μια αξιολύπητη θρησκευτικότητα που επιχειρούσε να δικαιολογήσει έναν ανήθικο πόλεμο, σήμερα, στα γηρατειά μου, αισθάνομαι αηδιασμένος από τις επιδεικτικές δημόσιες εκδηλώσεις θλίψης για τους Κούρδους που θυσιάζονται. Δηλητήριο στάζει από τα κροκοδείλια δάκρυα. Τι θα έκαναν όμως ακριβώς οι πενθούντες; Θα εξαπέλυαν έναν πόλεμο ανάμεσα στην Τουρκία και στις ΗΠΑ στο Ιντλίμπ; Το γεγονός είναι ότι δεν γνωρίζουν τίποτα απολύτως για τους Κούρδους ή για το Κουρδιστάν ή για τις περίπλοκες ιστορικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ Κούρδων, Αράβων, Περσών και Τούρκων.

Το μόνο που γνωρίζουν είναι ότι υπήρξε μια στιγμή που κάποιοι στη Μέση Ανατολή (πέραν βεβαίως των Ισραηλινών), αγκάλιασαν με ενθουσιασμό τους ιμπεριαλιστές ευεργέτες τους και ήταν πρόθυμοι να εργαστούν «μαζί μας» για να κάνουν κάτι. Και τόσο βαθιά είναι η εκτίμησή τους για αυτή τη σπάνια αγάπη, που χύνουν δάκρυα οργής όταν αυτή η αγάπη βρίσκει απέναντί της μια ξαφνική αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. Πώς τολμάει ο Τραμπ – αυτή η μαριονέτα του Πούτιν, αυτή η μαριονέτα του Ερντογάν, αυτός ο παλιός φίλος του αιματοβαμμένου πρίγκιπα της Σαουδικής Αραβίας, αυτός ο νταής της Ουκρανίας – για άλλη μια φορά να κάνει ό,τι θέλει ο εχθρός μας και να προδώσει ΟΛΟΥΣ μας;

Γιατί ως αποτέλεσμα έχει και όλοι οι άλλοι σύμμαχοι να αναρωτιούνται εάν ο λόγος των ΗΠΑ αξίζει το παραμικρό. Φρίκη! Προδίδοντας τους Κούρδους, ο Τραμπ προδίδει ολόκληρο το ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα για την περιοχή.

Οι Κούρδοι είναι σαν τον Ισαάκ, κάτω από το μαχαίρι του πατέρα Αβραάμ, στο θυσιαστήριο στο όρος Μοριά, έτοιμοι να θυσιαστούν ως σφάγιο. Όπως ο Ιησούς, ο Αμνός του Θεού, είναι σύμβολο και της κρίσης του Κυρίου, αλλά και του ελέους του. Ολόκληρη η δομή της εξουσίας στις ΗΠΑ, κατηγορεί τώρα τον Τραμπ γιατί δεν δείχνει έλεος και προδίδει τους Πασχαλινούς Αμνούς. Είναι να αμφιβάλει όμως κανείς για το αν αυτές οι εκφράσεις του θυμού και της ντροπής θα προωθήσουν τη δίκαιη υπόθεση της κρατικής κουρδικής συγκρότησης ή θα την χρησιμοποιήσουν πλήττοντάς την τελικά με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.

Ο Τραμπ αναπαράγει τώρα τον ισχυρό Ερντογάν και πασχίζει να συσχετίσει τους καθαγιασμένους Κούρδους με τον χειρότερο μπαμπούλα των ΗΠΑ. Με την απεριόριστη σοφία του εξηγεί: «Το PKK, το οποίο είναι κόμμα των Κούρδων όπως ξέρετε, είναι πιθανώς χειρότερο στην τρομοκρατία και μεγαλύτερη τρομοκρατική απειλή από πολλές απόψεις από το Ισλαμικό Κράτος… Είναι ένα εντελώς ημι- περίπλοκο πρόβλημα, όχι πολύ περίπλοκο αν είσαι έξυπνος, αλλά πάντως ένα ημι-περίπλοκο πρόβλημα». Επίσης κατηγορεί τους Κούρδους αντάρτες ότι είναι κομμουνιστές, σίγουρος όντας ότι είναι κάτι διαβολικό.

Με άλλα λόγια, το Πασχαλινό Αρνί δεν είναι και εντελώς αθώο, όπως απαιτεί η θυσία (Έξοδος 12: 5). Δεν θυσιάζεται, αλλά τρώγεται. Αυτή είναι η απόφαση του σύγχρονου Σολομώντα, ο οποίος καυχιόταν για τη «μεγάλη και ασύγκριτη σοφία» του στο συριακό ζήτημα. Αφήστε την Τουρκία να καταλάβει μεγάλο μέρος του συριακού Κουρδιστάν, να το καθαρίσει εθνοτικά, να εγκαταστήσει εκεί Άραβες. Αποδεχτείτε μια αναπόφευκτη προσέγγιση μεταξύ των κουρδικών αυτονομιστικών δυνάμεων και της Δαμασκού, υπό τη μεσολάβηση της Τεχεράνης και της Μόσχας. Αποδεχτείτε την πραγματικότητα μιας ανεξάρτητης κοσμικής Συρίας που εξακολουθεί να αντιστέκεται στο Ισραήλ, το οποίο κατέχει 700 τετραγωνικά μίλια από την επικράτειά της. Συνειδητοποιήστε ότι η Αμερική δεν μπορεί να κάνει πραγματικότητα τα όνειρα των νεοσυντηρητικών.

Αποδεχτείτε την κατηγορίας ότι βάψατε τα χέρια σας με αίμα όταν οι Τούρκοι αρχίσουν να διαπράττουν τη γενοκτονία. Γιατί όντως έχετε αίμα στα χέρια σας! Το πρόβλημα είναι ότι δεν είστε ο Θεός, που μπορεί να σταυρωθεί και να αναστηθεί κατά βούληση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Τραμπ ή υπό τον οποιονδήποτε άλλον, δεν έχουν την ηθική υπόσταση να στρατολογούν πρόθυμους μάρτυρες στον μολυσμένο, εκτεθειμένο, καταστροφικό τους σκοπό. Οι Κούρδοι αντάρτες, εξοργισμένοι και πληγωμένοι, αλλά μάλλον όχι έκπληκτοι, δέχτηκαν με ευσυνειδησία την βοήθεια της Δαμασκού, καθώς προσπαθούν να προσαρμόσουν τα όνειρά τους σε συγκεκριμένες υλικές συνθήκες χωρίς να προσμένουν κάποια θαυματουργή σωτηρία.

Στο βαθμό που είναι κομμουνιστές (και ελπίζω ότι είναι), μπορούν να θυμηθούν τα λόγια της Διεθνούς: «Δεν υπάρχουν υπέρτατοι σωτήρες…» Οι σωτήρες είναι πάντα πλάσματα της μυθολογίας.

Πηγή: Counter Punch

Μετάφραση: antapocrisis

Όχι στην τουρκική εισβολή – Όχι σε ένα ακόμα ιμπεριαλιστικό αιματοκύλισμα

Η εισβολή του τουρκικού στρατού στη βορειοανατολική Συρία με διακηρυγμένο στόχο την εξόντωση των ενόπλων δυνάμεων των Κούρδων και ουσιαστικά την εκκαθάριση της περιοχής από το κουρδικό στοιχείο, αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο ανάφλεξης στον πόλεμο της Συρίας. Προηγήθηκε το πράσινο φως που έδωσαν οι ΗΠΑ, με την εξαγγελία της απόσυρσης της στρατιωτικής δύναμης που διατηρούσαν στην περιοχή, παραδίδοντας τους μέχρι χθες συμμάχους τους, Κούρδους, στις διώξεις Ερντογάν. Η εκεχειρία των 120 ωρών ολοκληρώθηκε με την ντε φάκτο αποδυνάμωση των κουρδικών θέσεων, την ανάδειξη ακόμα περισσότερο της Ρωσίας σε ρυθμιστική δύναμη και τον τουρκικό έλεγχο σε ζώνη εντός του συριακού εδάφους.

Η πραγματικότητα των γεγονότων και της αλληλουχίας τους, αναδεικνύει ξεκάθαρα τα εξής:

1.

Ο κυνισμός με τον οποίο οι Αμερικάνοι «πούλησαν» τους Κούρδους, αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι ο  ιμπεριαλισμός κοιτάει μόνο τα συμφέροντά του και στο όνομα αυτών δεν διστάζει να ανατινάξει χώρες, να αιματοκυλίσει λαούς, να τους αντιμετωπίσει ως αναλώσιμους και να ξεπουλήσει εθνότητες που κατά καιρούς «υιοθετεί» ως συμμάχους. Αυτή είναι η ιστορία του πολέμου στη Συρία από την αρχή του έως τώρα. Οι ΗΠΑ και από κοντά η ΕΕ, αρχικά επένδυσαν στην ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και στο διαμελισμό της Συρίας, στο πλαίσιο του σχεδίου για μια κατακερματισμένη και ελεγχόμενη Μέση Ανατολή, όπου θα ανατραπούν ή θα αποδυναμωθούν οι «ενοχλητικές» χώρες- δυνάμεις του Ιράν, της Συρίας κ.ά. Ενίσχυσαν τις πιο σκοταδιστικές, φονταμενταλιστικές δυνάμεις από τις οποίες αναδύθηκε το τέρας του ISIS, προτού αναγκαστούν να συμβάλουν στην αντιμετώπισή του, αφού αυτό έγινε ανεξέλεγκτο. Αυτός ο βασικός σχεδιασμός έχει πλέον ηττηθεί. Η πολιτική των ΗΠΑ για απόσυρση από τη Συρία και εγκατάλειψη των Κούρδων, γίνεται στο έδαφος της ήττας του βασικού τους σχεδίου αλλά και ως κίνηση επαναπροσέγγισης με την Τουρκία, που παρά τις όποιες αντιπαραθέσεις και τις πολιτικές φθοράς της, κυρίως οικονομικής, προκειμένου να «συνετιστεί», παραμένει πολύ σημαντική για να χαριστεί στην επιρροή της Ρωσίας. Οι αμερικανικές εξαγγελίες για κυρώσεις, που περισσότερο σχετίζονται με αντιφάσεις εντός του συστήματος εξουσίας των ΗΠΑ, δεν αναιρούν το γεγονός ότι η τουρκική στρατιωτική εισβολή αποτελεί μια ακόμη «ευγενική χορηγία» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή μας.

Ο προσανατολισμός στα γεγονότα με κριτήριο τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τα γεωπολιτικά συμφέροντα και αντιπαραθέσεις δεν αποτελεί «εμμονή» αλλά πολιτικό ζήτημα ουσίας. Τοποθετήσεις που αγνοούν ή παραβλέπουν το ρόλο και τις επιδιώξεις του ιμπεριαλισμού είναι –στην καλύτερη περίπτωση– αποπροσανατολιστικές. Έτσι, φαίνεται πόσο περιοριστική ήταν η πολιτική οπτική που επέλεγε να βλέπει μόνο ένα εγχείρημα χειραφέτησης των Κούρδων και αγνοούσε τον αυτοκτονικό εναγκαλισμό τους με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τα σχέδιά του στη Συρία.

2.

Αναδεικνύεται για άλλη μια φορά, με επώδυνο τρόπο για τον κουρδικό λαό, ότι οι λαοί δεν έχουν ανάγκη και δεν πρέπει να επιδιώκουν να έχουν «προστάτες». Η επιλογή της ηγεσίας του κουρδικού κινήματος –με παράδοση πατριωτική και αντιιμπεριαλιστική, του οποίου η ηρωική αντίσταση απέναντι στους τζιχαντιστές, πριν ακόμα ενταχθεί στο συνασπισμό δυνάμεων υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ, θα πρέπει να αναγνωρίζεται– να «συμμαχήσει» με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και να συνταχθεί με το σχέδιο διαμελισμού της Συρίας, προσδοκώντας ότι θα μπορέσει να προωθήσει τους δικούς του στόχους για αυτοδιάθεση, διαψεύδεται οικτρά καθώς ο θεωρούμενος ως προστάτης τους, τους αφήνει βορά στην τουρκική στρατιωτική εισβολή.

Το μήνυμα ωστόσο αφορά –ή θα έπρεπε να αφορά– όλους όσους εντάσσονται στα στρατηγικά σχέδια των ΗΠΑ στην περιοχή μας, σε Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή, στο όνομα της ασφάλειας που «εγγυάται» η πρόσδεση στο άρμα του μεγάλου συμμάχου. Ο ελληνικός αστικός πολιτικός κόσμος, που τόσο επί ΣΥΡΙΖΑ όσο και επί ΝΔ πορεύεται με το αφήγημα της «στριμωγμένης» και παραπαίουσας Τουρκίας και της ευκαιρίας να αναδειχτεί η Ελλάδα σε «προνομιακό εταίρο» για ΗΠΑ και ΝΑΤΟ στην περιοχή, και ως εκ τούτου μετατρέπει τη χώρα ακόμη περισσότερο σε μια μεγάλη αμερικανονατοϊκή βάση, θα έπρεπε να αισθάνεται τεράστια αμηχανία μπροστά στις εξελίξεις, αν δεν ήταν άνευ όρων εξαρτημένος σε ΗΠΑ και ΕΕ. Για το λαό και τη χώρα όμως, τίθεται όλο και πιο επιτακτικά ως ζητούμενο μια εξωτερική πολιτική, ανεξάρτητη και πολυδιάστατη, σαν η πιο ουσιαστική εγγύηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Είναι πλέον σαφές και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι μια τέτοια ανεξάρτητη  αντιμπεριαλιστική πατριωτική πολιτική μπορεί να την εγγυηθεί μόνο ο λαός και οι εργαζόμενοι της χώρας.

3.

Η Τουρκία έχει τη φιλοδοξία και τη στρατηγική να λειτουργήσει στην ευρύτερη περιοχή σαν μεγάλη ηγεμονική περιφερειακή δύναμη, εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες και την γεωπολιτική θέση που έχει. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσεται και ο τουρκικός επεκτατισμός που μετά την επί 45 χρόνια κατοχή στην Κύπρο, εκδηλώνεται έμπρακτα με τη στρατιωτική εισβολή στη Συρία. Η επεκτατική και αναθεωρητική για τα σύνορα πολιτική δεν περιορίζεται μόνο στα νότια της Τουρκίας. Είναι υπαρκτή και στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Κύπρου και του Αιγαίου. Η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, «το γκριζάρισμα» περιοχών της ελληνικής επικράτειας, η υφαλοκρηπίδα, τα δώδεκα μίλια, οι σχεδόν καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, είναι εκδηλώσεις και αποτέλεσμα του τούρκικου επεκτατισμού. Η ολόπλευρη εξάρτηση της χώρας, ο ραγιαδισμός και η τυχοδιωκτική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, με την ακόμη μεγαλύτερη πρόσδεση σε ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, τον άξονα με Κύπρο-Ισραήλ-Αίγυπτο, την προσδοκία ότι η εμπλοκή ξένων πολυεθνικών στις εξορύξεις υδρογονανθράκων θα σημάνει και εμπλοκή των αντίστοιχων χωρών στις εξελίξεις σε Κύπρο και Αιγαίο, όχι μόνο δεν μπορεί να διαφυλάξει τα εθνικά συμφέροντα και να ανακόψει  τον τούρκικο επεκτατισμό, αλλά εγκυμονεί ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους και δεινά. Μόνο η ανάπτυξη ισχυρού αντιιμπεριαλιστικού, αντιπολεμικού κινήματος στην Ελλάδα, την Τουρκία, σε όλη τη Μ. Ανατολή μπορεί να ανακόψει τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και να διαφυλάξει την ειρήνη, την αλληλεγγύη και τη φιλία των λαών.

4.

Η εκεχειρία των 120 ωρών ολοκληρώθηκε με την καταρχήν επιτυχία της επιδίωξης Ερντογάν να δημιουργήσει μια ελεγχόμενη ζώνη ασφαλείας εντός συριακού εδάφους. Η Ρωσία κερδίζει έδαφος καθώς απομακρύνει ακόμα περισσότερο τη δημιουργία ενός φιλοαμερικανικού κουρδικού κρατιδίου που θα μπαίνει σφήνα στον άξονα Ιράν – Ιράκ – Συρία – Χεσμπολάχ. Η κυβέρνηση της Συρίας κάνει ένα ακόμα βήμα στην αποκατάσταση της ακεραιότητας της χώρας της ακόμα και αν «μοιράζεται» τμήμα της εδαφικής της κυριαρχίας με την Τουρκία. Οι ΗΠΑ αποχώρησαν και από το βορειοανατολικό τμήμα της Συρίας εγκαταλείποντας τους οριστικά τους Κούρδους, σφραγίζοντας με αυτόν τον τρόπο, τόσο τις εγγενείς αντιφάσεις και εσωτερικές αντιπαραθέσεις της Ουάσινγκτον όσο και την ήττα των επιδιώξεών τους στο συριακό μέτωπο. Από κάθε άποψη οι χαμένοι των τελευταίων εξελίξεων είναι οι Κούρδοι.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και μετά τη συμφωνία της εκεχειρίας, η κατάσταση στη Συρία παραμένει εύφλεκτη, καθώς το υλικό των επόμενων αναφλέξεων και συγκρούσεων παραμένει ενεργό. Οι ισχύουσες διευθετήσεις δεν λύνουν με δίκαιο τρόπο τις αντιθέσεις στην περιοχή, ενώ ο τουρκικός έλεγχος επί συριακών εδαφών αποτελεί θρυαλλίδα για ένα νέο κύκλο αιματοκυλίσματος.

Η τουρκική εισβολή στη Συρία και η κατοχή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τμήματος των συριακών εδαφών είναι παράνομη και πρέπει να σταματήσει.

Ο αγώνας των Κούρδων ενάντια σε πολιτικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις εξόντωσής τους είναι δίκαιος.

Το δικαίωμα του συριακού κράτους να υπερασπιστεί την εδαφική του ακεραιότητα είναι απαραβίαστο.

Έξω οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις από τη Συρία και τη Μ. Ανατολή – Οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες.

Ιντλίμπ

Πούτιν και Ερντογάν κατέληξαν σε μια καλή συμφωνία για την Ιντλίμπ

Το παρακάτω άρθρο του E. J. Magnier, αν και γραμμένο από εμφανώς φιλο-ρωσική σκοπιά δίνει μια ιδιαίτερη οπτική στη φαινομενικά περίεργη συμφωνία Ρωσίας – Τουρκίας για την πόλη Ιντλίμπ, η οποία έδινε χρόνο στους τζιχαντιστές. Ο συγγραφέας εκτιμά ότι το κρίσιμο στη συγκεκριμένη απόφαση είναι η πάση θυσία αποφυγή κάθε προσχήματος για μια νέα αμερικανική επέμβαση στη Συρία.

Έντονος προβληματισμός εκφράζεται για την μοίρα της πόλης Ιντλίμπ αφότου οι πρόεδροι Βλαντιμίρ Πούτιν και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατέληξαν σε μια συμφωνία που οδήγησε σε αναστολή της πολυαναμενόμενης στρατιωτικής επιχείρησης κατά των τζιχαντιστών και των συμμάχων τους. Λίγες μόνο λεπτομέρειες της συμφωνίας έχουν αποκαλυφθεί, ήταν όμως αρκετές για να γεννήσουν αμφιβολίες τόσο για την εγκυρότητά της όσο και για την βιωσιμότητά της. Σε κάθε περίπτωση, αισιοδοξία διαποτίζει την ρωσική, ιρανική και τουρκική πλευρά – ενώ οι τζιχαντιστές στην Ιντλίμπ και τα περίχωρά της δεν αντιμετωπίζουν πλέον το ενδεχόμενο της ένοπλης σύρραξης ως αναπόφευκτο. Η βασική διαφορά, μετά την συμφωνία Πούτιν-Ερντογάν, έγκειται στο ότι η Τουρκία ούτε θα έχει πλέον τέτοια στρατιωτική παρουσία, ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τους τζιχαντιστές, ούτε θα εκμεταλλεύεται ο Ερντογάν ως πλεονέκτημα τις αναταράξεις που προκαλεί στην Ευρώπη, όταν απειλεί με μια βιβλικού τύπου «Έξοδο εκατομμυρίων προσφύγων» προς τη Γηραιά Ήπειρο, προκειμένου να αποφύγει την στρατιωτική σύγκρουση για την Ιντλίμπ.

Αυτό που δεν έχει γίνει τόσο ξεκάθαρο από τις δημοσιοποιημένες πληροφορίες είναι το γεγονός ότι αμφότεροι Ερντογάν και Πούτιν συνεισέφεραν στην αποκλιμάκωση της έντασης για το θέμα της Ιντλίμπ -μιαν ένταση την οποία οι ίδιοι είχαν κλιμακώσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών- και κατέληξαν σε μια προσήκουσα και ικανοποιητική συμβιβαστική λύση.

Πριν την συμφωνία για την Ιντλίμπ, ο Πούτιν είχε δεσμευθεί για την εκκαθάριση της πόλης και των περιχώρων της από τζιχαντιστές και είχε στηρίξει την ρητορική του Σύρου Προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, που δήλωνε ότι: «και η τελευταία σπιθαμή της Συρίας θα απευλευθερωθεί». Ο συριακός στρατός είχε συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών εντός της περιοχής των 4.000 τ.χλμ. στα βόρεια σύνορα που έχει καταληφθεί από την Τουρκία, τους πολεμικούς της «αντιπροσώπους» και άλλες τζιχαντιστικές ομάδες. Η παραπάνω ενέργεια πυροδότησε την έντονη αντίδραση των ΗΠΑ, οι δυνάμεις των οποίων έχουν καταλάβει περιοχές στην βορειοανατολική (al-Hasaka) και ανατολική (al-Tanf) Συρία.

Εάν δεν είχε συναφθεί η συμφωνία, η προοπτική απελευθέρωσης της Ιντλίμπ –που θα σήμαινε την εξάλειψη κάθε στρατιωτικής κατοχής του ISIS στην ανατολική Μεσόγειο- θα ακύρωνε κάθε πρόσχημα για την παραμονή των αμερικανικών δυνάμεων και την διατήρηση κατεχόμενων περιοχών στην Συρία. Μια τέτοια εξέλιξη θα ανάγκαζε την Ουάσινγκτον να «ξηλώσει» τις τρεις μεγαλύτερες βάσεις της (από τις περίπου 12 που διαθέτει συνολικά) καθώς και τα αεροδρόμια που είχε εγκαταστήσει στη Συρία κατά την περίοδο που αμφισβητούνταν η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ. Η αμφισβήτηση αυτή είχε ωθήσει τις ΗΠΑ στο να αναζητήσουν Ευρωπαίους συμμάχους και να καταστρώσουν από κοινού ένα σχέδιο για να πλήξουν το συριακό στρατό, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τις φαινομενικές «χημικές επιθέσεις» του Άσαντ, και για να θέσουν ένα τέρμα στις ροές των προσφύγων προς την Γηραιά Ήπειρο. Προκειμένου να απαντήσουν στους μεγαλύτερους ελιγμούς που έχει κάνει ο ρωσικός στρατός μέχρι σήμερα κατά μήκος των ακτών της Συρίας, οι ΗΠΑ συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στη Μεσόγειο.

Η Ρωσία και το Ιράν αντιλαμβάνονταν ότι οι ΗΠΑ ήταν αποφασισμένες να βρουν – ή ακόμα και να κατασκευάσουν – οποιοδήποτε πρόσχημα προκειμένου να χτυπήσουν το συριακό στρατό. Εάν η Ρωσία δεν προσέτρεχε προς υπεράσπιση του Σύρου συμμάχου της, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε εξευτελισμό για τον Πούτιν. Η Μόσχα θα «ξέμενε» με μια πολύ αδύναμη χώρα, με τον τίτλο της υπερδύναμης που κατέχει -ο οποίος θα σχετιζόταν με τον αριθμό των πυρηνικών όπλων που διαθέτει και θα περιοριζόταν σε αυτόν-, και με το ειδικό βάρος που έχει ο ρόλος της στον ΟΗΕ, αλλά θα εμφανιζόταν προφανώς ανήμπορη να προστατεύσει τους συμμάχους της. Στην περίπτωση που η Ρωσία απαντούσε με αντίποινα σε μια αμερικανική επίθεση στη Συρία, το πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν πέρα από κάθε φαντασία.

Για τον Ερντογάν, ο πόλεμος στην Ιντλίμπ θα σήμαινε την απώλεια της θέσης του ως ηγέτη του ισλαμικού κόσμου. Θα ακολουθούσε το δρόμο της Σαουδικής Αραβίας προς την ατίμωση· η Σαουδική Αραβία, πάλαι ποτέ ηγέτιδα δύναμη του ισλαμικού κόσμου, απώλεσε το ρόλο αυτό εξαιτίας της ανοιχτής ευθυγράμμισής της με τις πολιτικές των ΗΠΑ και του Ισραήλ για τη Μέση Ανατολή και για το Παλαιστινιακό ζήτημα ειδικότερα. Στο ενδεχόμενο απελευθέρωσης της Ιντλίμπ από τις συριακές και ρωσικές δυνάμεις, οι «στρατιωτικοί αντιπρόσωποι» του Ερντογάν θα έμεναν απροστάτευτοι και το κύρος του στο εσωτερικό της Τουρκίας θα υπονομευόταν.

Όμως η Ρωσία και η Τουρκία μοιράζονται θεμελιώδη στρατηγικά συμφέροντα, ίσως περισσότερα κι από αυτά που συνδέουν Ρωσία και Ιράν. Επιπροσθέτως, ο Πούτιν δημιουργεί μία ρωγμή εντός του ΝΑΤΟ επιτυγχάνοντας μια εμπορική, στρατιωτική και στρατηγική συμμαχία με ένα τόσο σημαντικό κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, την Τουρκία.

Όλοι όσοι υπέγραψαν τη συμφωνία, συμπεριλαμβανομένου και του Ιράν (που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την επιτυχή έκβαση), έχουν πολλά να χάσουν και λίγα να κερδίσουν στην περίπτωση μιας ένοπλης σύγκρουσης για την Ιντλίμπ. Οι μόνοι που θα κέρδιζαν από μια σύγκρουση θα ήταν οι τζιχαντιστές. Η συμφωνία Πούτιν-Ερντογάν επιβάλλει την δημιουργία μιας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης 15-20 χιλιομέτρων, που θα βρίσκεται υπό τον αποκλειστικό έλεγχο των τζιχαντιστών. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν ένοπλοι τζιχανιστές της αλ-Νούσρα στην αγροτική ανατολική Ιντλίμπ, στην αγροτική Χάμα και στην πεδιάδα της Σαλ–αλ-Γκαμπ. Όλα τα οχυρωματικά έργα θα πρέπει να απομακρυνθούν, όλος ο βαρύς οπλισμός να «ξηλωθεί», ενώ δεν θα επιτρέπονται επιθέσεις εναντίον θέσεων του συριακού στρατού.

Η Τουρκία δεν θα μπορέσει σε καμία περίπτωση να εφαρμόσει πλήρως την συμφωνία μέχρι τις 10 Οκτωβρίου ή τις 15 Νοεμβρίου ή ακόμη και μέχρι τις 15 Ιανουαρίου. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζει ό,τι είναι καταρχήν εφικτό, προκειμένου να επιβάλλει τον έλεγχό της στην Ιντλίμπ και τα περίχωρά της. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι υπάρχουν δύο πιθανά σενάρια: είτε οι τζιχαντιστές θα επαναξιολογήσουν τις επιλογές τους και θα αποφασίσουν να επιτεθούν στην Τουρκία, είτε θα συγχωνευθούν με τουρκικές παραστρατιωτικές ομάδες και θα επιτρέψουν στους ξένους μαχητές να αποχωρήσουν.

Η πρώτη επιλογή είναι αυτοκτονική, καθώς θα βρουν απέναντί τους το συριακό, τον τουρκικό και το ρωσικό στρατό, και πάνω από όλα τις δεκάδες χιλιάδες των «ανταρτών» που έχουν αναλάβει ρόλο στρατιωτικού αντιπροσώπου της Τουρκίας στην περιοχή. Οι τζιχαντιστές θα μπορούσαν να βασιστούν στον Αλλάχ και να αρχίσουν μια μάχη εντός της περιοχής των 4.000 τ.χλμ., χωρίς καμιά προοπτική για το μέλλον, με αποτέλεσμα να πεθάνουν μαχόμενοι. Μια τέτοια εξέλιξη είναι σε μεγάλο βαθμό απίθανη, ωστόσο δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο μικρές τζιχαντιστικές ομάδες να απορρίψουν την συμφωνία, πυροδοτώντας εσωτερική διαμάχη στην Ιντλίμπ και τα περίχωρά της.

Εντωμεταξύ, οι σύμμαχοι της Συρίας έχουν ενισχύσει τις θέσεις τους μέσα στο Χαλέπι με μεγάλο αριθμό στρατιωτικών μονάδων ειδικών δυνάμεων. Η παραπάνω κίνηση έρχεται ως αντίδραση σε πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών που αποκάλυψαν σχέδια των τζιχαντιστών να επιτεθούν στην κατοικημένη περιοχή “apartments 3000 project”[1], σε περίπτωση αποτυχίας της συμφωνίας.

Η Ρωσία δεν επιθυμεί ένα νέο πόλεμο στη Συρία, αλλά τον τερματισμό του πολέμου που μετράει ήδη 7 χρόνια. Κατά συνέπεια, θα ήταν μάλλον αδιανόητο να ξεκινήσει η Ρωσία μια επίθεση στην Ιντλίμπ την ίδια στιγμή που πλήθος στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ και της ΕΕ βρίσκονται παρούσες και σε επιφυλακή στην περιοχή, με μερικές εξ αυτών να πραγματοποιούν ήδη στρατιωτικούς ελιγμούς στην Μεσόγειο, αρκετά έτοιμες να βομβαρδίσουν τον συριακό στρατό. Η συμφωνία για την Ιντλίμπ προσφέρει στον Πούτιν και τον Ερντογάν τη δυνατότητα να απεγκλωβιστούν από τη δύσκολη θέση τους και θα αναστατώσει τα σχέδια των ΗΠΑ για παράταση του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Εφόσον η Τουρκία δεν περιοριστεί μόνο στις καλές προθέσεις, αλλά προχωρήσει σε αυστηρή εφαρμογή μερικών έστω από τους όρους της συμφωνίας για την Ιντλίμπ, θα υπάρχει πάντα η δυνατότητα της επέκτασής της. Ένα πράγμα είναι βέβαιο αυτή τη στιγμή· η Τουρκία θα επιβάλλει τον έλεγχό της στην πόλη της Ιντλίμπ και τα περίχωρά της. Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει ο πρόεδρος Άσαντ προς το παρόν – τουλάχιστον μέχρις ότου οι ΗΠΑ να δώσουν οριστικό τέλος στα πολεμικά τους σχέδια.

Πηγή: ejmagnier.com

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

[1] ΣτΜ – «Apartments 3000 project”:  Οικιστική ζώνη στο Χαλέπι, όπου κτίστηκαν 3.000 διαμερίσματα με κρατική πρωτοβουλία –στα πρότυπα των δικών μας «εργατικών κατοικιών». Υπήρξε πεδίο εκτεταμμένων ένοπλων συγκρούσεων στη μάχη για την απελευθέρωση της πόλης από το συριακό στρατό.

Οι Κούρδοι έχασαν την ευκαιρία να αποφασίσουν τη μοίρα τους: Τώρα μόνο η Δαμασκός μπορεί να τους σώσει.

Οι Κούρδοι έχασαν την ευκαιρία να αποφασίσουν τη μοίρα τους: Τώρα μόνο η Δαμασκός μπορεί να τους σώσει.

Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποχωρήσει από τη Συρία «πολύ σύντομα» και να  παραδώσει  την πόλη του Μάνμπιτζ στην Τουρκία έπεσε σαν κεραυνός στους Σύριους Κούρδους στο βόρειο τμήμα της χώρας. Αυτοί οι Κούρδοι, οι οποίοι λειτουργούν καθημερινά ως ασπίδα προστασίας για τις δυνάμεις των ΗΠΑ, χειραγωγήθηκαν επίτηδες από το αμερικανικό κατεστημένο για να καλύψουν και να προστατεύσουν τις κατοχικές δυνάμεις των ΗΠΑ στη βορειοανατολική Συρία. Ο Τραμπ εμφανίζεται έτοιμος να εγκαταλείψει τους Κούρδους από μέρα σε μέρα. Όμως δεν αρκείται σε αυτό: ο Τραμπ βγάζει τώρα τους Κούρδους σε «δημοπρασία», περιμένοντας ποια θα είναι η αραβική χώρα που θα καταλάβει την ελεγχόμενη από τους Κούρδους περιοχή και θα αντικαταστήσει τους Αμερικάνους στο έδαφος που προς το παρόν έχουν τις βάσεις τους.

Ποιες είναι λοιπόν οι επιλογές για τους Κούρδους;

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ προφανώς δεν δίνει δεκάρα για τη τύχη των Κούρδων. Είναι έτοιμος να τους εγκαταλείψει, παρότι ξέρει ότι δεν έχουν άλλο μέρος να πάνε ή άλλη προστασία να αναζητήσουν. Οι Κούρδοι έχασαν την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης στη Δαμασκό, λόγω των ανόητων πολιτικών και στρατιωτικών επιλογών τους – και, φυσικά, καταδιώκονται από την Τουρκία, η οποία θεωρεί ότι όλοι οι Κούρδοι της Συρίας είναι μέρος των Μονάδων Προστασίας του Κουρδικού Λαού (YPG), μια ομάδα που η Άγκυρα θεωρεί τρομοκρατική.

Οι «μύθοι» γύρω από τους Κούρδους (ότι «είναι οι καλύτεροι μαχητές εναντίον του Ισλαμικού Κράτους» ή ότι «είναι οι καλύτεροι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών») είναι λάθος. Αυτή η ρητορική προέρχεται κυρίως από τη δεκαετία του 1990, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν το Κουρδιστάν για να δημιουργήσουν ένα προγεφύρωμα στο Ιράκ την εποχή του Σαντάμ Χουσεΐν.

Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ θεώρησαν τους Κούρδους ως μια γέφυρα στη Μέση Ανατολή που θα τους επέτρεπε την παρουσία των στρατιωτικών και των μυστικών τους υπηρεσιών για τις ίδιες και για το Ισραήλ. Με τον πόλεμο που επιβλήθηκε στη Συρία, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσεδαφίστηκαν στη συριακή κουρδική ζώνη της Αλ-Χασάκα με την ελπίδα να διαιρέσουν την περιοχή ανάμεσα στη Συρία και το Ιράκ. Επιπλέον, οι Κούρδοι του Ιράκ και της Συρίας δεν έχουν κανένα πρόβλημα να διακηρύσσουν ανοιχτά τους στενούς δεσμούς τους με το Ισραήλ παρά την εχθρότητα των κρατών στα οποία ζουν: και του Ιράκ και της Συρίας.

Ο Συριακός Στρατός και οι σύμμαχοί του πολέμησαν το Ισλαμικό Κράτος σε ολόκληρη τη επικράτεια, χάνοντας δεκάδες χιλιάδες αξιωματικούς και στρατιώτες. Και στο Ιράκ, οι ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας πολέμησαν επίσης το Ισλαμικό Κράτος στο σύνολο της ιρακινής επικράτειας, όπου το ISIS ήταν παρόν και έχασαν επίσης χιλιάδες αξιωματικούς και στρατιώτες (οι Λαϊκές Δυνάμεις Κινητοποίησης – Hashd αλ-Sha‘bi μόνες τους έχασαν πάνω από 11.000 μαχητές).

Αντίθετα, οι απώλειες για τους Κούρδους και σε εξοπλισμό και σε έμψυχο δυναμικό ήταν πολύ πιο περιορισμένες. Στο Ιράκ, ενώ πολεμούσαν το ISIS στην κουρδική ζώνη του βορρά, οι Κούρδοι έχασαν περίπου 2.000 μαχητές. Και στη Συρία, όταν οι Κούρδοι πολέμησαν εναντίον του ISIS, οι απώλειες των μαχητών τους ήταν κάποιες εκατοντάδες.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες τζόγαραν στο κουρδικό όραμα: οι Κούρδοι της Συρίας και του Ιράκ ήθελαν να ιδρύσουν ένα κράτος. Η Ουάσιγκτον τροφοδότησε αυτό το όνειρο με τη δική της ανάγκη να έχει τοπικές δυνάμεις ως αντιπροσώπους της, για να δημιουργήσει βάσεις σε περιοχές όπου το Ιράν έχει ισχυρή επιρροή (στο Ιράκ και στη Συρία). Το κουρδικό σχέδιο απέτυχε στο Ιράκ λόγω της αποφασιστικής θέλησης της Ιρακινής κεντρικής κυβέρνησης να αποτρέψει τη διχοτόμηση της χώρας. Στη Συρία, το εν λόγω σχέδιο, δεν είχε και δεν έχει καμία πιθανότητα να πετύχει επειδή και η Τουρκία, και το Ιράν, και το Ιράκ και η Συρία έχουν δικούς τους λόγους η καθεμία να αποτρέψουν είτε ένα κουρδικό κράτος είτε μια αμερικανική κατοχή στο βόρειο τμήμα της Συρίας.

Κανείς δεν περιμένει οι Ηνωμένες Πολιτείες να φύγουν χωρίς να κερδίσουν κάποιο αντάλλαγμα για την απόσυρσή τους ή ένα ακόμη υψηλότερο αντάλλαγμα για την παραμονή τους. Ο Τραμπ αναίρεσε την απόφασή του να αποσύρει τις δυνάμεις του στη Συρία «πολύ σύντομα», χωρίς να δώσει ακριβές χρονοδιάγραμμα για τη παραμονή τους. Στη συνέχεια ζήτησε από άλλες χώρες να αντικαταστήσουν τις αμερικανικές δυνάμεις, χωρίς να υπολογίσει τους Κούρδους. Οι Κούρδοι είναι αλήθεια ότι δεν τον νοιάζουν ιδιαίτερα. Η κίνηση αυτή δείχνει επίσης ότι δεν επιθυμεί να αναλάβει τα έξοδα. Στην πραγματικότητα οι Αμερικανοί δεν έχουν ξοδέψει κανένα ιδιαίτερο ποσό, ούτε καν στην ανοικοδόμηση της Ράκα την οποία κατέστρεψαν για να απομακρύνουν τον ISIS.

Όποια κι αν είναι η απόφαση (είτε πρόκειται να μείνουν, είτε πρόκειται να φύγουν οι αμερικανικές δυνάμεις), οι Σύριοι Κούρδοι έχασαν την ευκαιρία να αποφασίσουν για τη μοίρα τους, κυρίως λόγω της επαναλαμβανόμενης απόφασής τους να κρυφτούν κάτω από τα φουστάνια των ΗΠΑ.

Στο θύλακα του Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία, η κουρδική διοίκηση αρνήθηκε να παραδώσει την περιοχή στον έλεγχο της συριακής κυβέρνησης. Οι Κούρδοι αποφάσισαν να πολεμήσουν τον πιο αδίστακτο εχθρό τους, την Τουρκία, επί δύο μήνες, για να χάσουν τελικά ολόκληρη την περιοχή και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες να καταφύγουν στην Αλ-Χασάκα και το Ντεϊρ-Εζούρ. Η διοίκηση του Αφρίν πίστευε ότι ο όλος κόσμος θα έτρεχε να τους υποστηρίξει και να εμποδίσει τη στρατιωτική προώθηση της Τουρκίας: αυτό ήταν το μεγαλύτερό τους λάθος. Στην πραγματικότητα, μόνο ο πρόεδρος Άσαντ έστειλε 900 άνδρες από τις Δυνάμεις Εθνικής Άμυνας (NDF) για να βοηθήσει την αντίσταση στο Αφρίν, αλλά απέτυχε να πείσει την τοπική διοίκηση να επιτρέψει στον συριακό στρατό να πάρει τον έλεγχο του θύλακα του Αφρίν, πριν να είναι πολύ αργά. Οι ΗΠΑ προτίμησαν να δουν τους Τούρκους στρατιώτες (τον αγριότερο εχθρό των Κούρδων) να ελέγχουν το Αφρίν, παρά τις δυνάμεις της Δαμασκού.

Οι Κούρδοι φαίνεται να μην καταλαβαίνουν ότι δεν είναι πλέον το «αγαπημένο παιδί» της Δύσης. Επέλεξαν να αγνοήσουν το λάθος που έκαναν οι Κούρδοι του Ιράκ όταν αποφάσισαν να πάνε σε δημοψήφισμα και απέτυχαν θεαματικά να ιδρύσουν το ανεξάρτητο κράτος τους. Και οι ΗΠΑ θα ήταν μάλλον ευτυχείς αν περισσότεροι Κούρδοι του Αφρίν εκτοπίζονταν και συγκεντρώνονταν στην Αλ-Χασάκα, γιατί έτσι θα υπήρχαν περισσότεροι μαχητές – αντιπρόσωποι των ΗΠΑ ώστε να υποστηρίξουν τους στόχους της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή.

Είναι γνωστό ότι οι Κούρδοι έχασαν εκατοντάδες μαχητές πολεμώντας το Ισλαμικό Κράτος για να ανακτήσουν το Μανμπίτζ, τη Ράκα και άλλα χωριά στην Αλ-Χασάκα και στο Ντεϊρ-Εζούρ. Πολέμησαν για να υποστηρίξουν την αμερικανική κατοχή στην βορειοανατολική Συρία, προσφέροντας στη Ουάσιγκτον μια δικαιολογία να παραμείνει στα συριακά εδάφη, υποστηρίζοντας ότι η παρουσία της εκεί είχε σχέση με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Όχι μόνο δεν επενέβησαν οι ΗΠΑ στο Αφρίν, αλλά η Ουάσιγκτον ζήτησε από τις κουρδικές δυνάμεις του YPG να παραδώσουν το Μανμπίτζ στη Νατοϊκή σύμμαχο των ΗΠΑ, την Τουρκία.

Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου δήλωσε, μετά τη συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του, Mike Pompeo, ότι «οι ΗΠΑ και η Τουρκία θα ξεκινήσουν από κοινού να ελέγχουν την πόλη Μανμπίτζ». Οι τοπικές αραβικές φυλές al-Bubna, al-Baqqarah και al-Tayy εξέδωσαν ανακοινώσεις «καλωσορίζοντας τις τουρκικές δυνάμεις στην Μανμπίτζ, καθώς έτσι θα τερματιστεί η κατοχή της πόλης από το PYD και το ΡΚΚ».

Είναι σαφές ότι οι Κούρδοι δέχθηκαν εκούσια να χειραγωγηθούν από τις ΗΠΑ, ελπίζοντας να τους μείνουν τα ψίχουλα που θα τους αφήσουν οι Αμερικάνοι και ίσως να υλοποιήσουν το όνειρο της ανεξαρτησίας. Πλέον κάτι τέτοιο, φαίνεται πολύ μακριά από το να συμβεί, τουλάχιστον για τις επόμενες δεκαετίες.

Οι Κούρδοι έμειναν έκπληκτοι όταν άκουσαν τον Ντόναλντ Τραμπ να δηλώνει υπέρ μιας άμεσης απόσυρσης των ΗΠΑ από τη Συρία, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι είχαν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους μέσα σε μία νύχτα. Ήταν δύσκολο για τους Κούρδους να βλέπουν τους Αμερικανούς να τους γυρνάνε την πλάτη και να ενεργούν σύμφωνα με το δικό τους εθνικό συμφέρον, χωρίς έγνοια για το τι μπορεί να συμβεί μετά την απόσυρσή τους, αγνοώντας επιπλέον τις θυσίες που έχουν κάνει οι Κούρδοι για να βοηθήσουν στην επίτευξη των στόχων των ΗΠΑ στη Συρία.

Όταν ο Τραμπ δέχθηκε να παραμείνουν οι δυνάμεις των ΗΠΑ «λίγο ακόμα», η απόφαση αυτή έδωσε μια προσωρινή -αλλά απατηλή- ελπίδα στους Κούρδους, νομίζοντας ότι η μοίρα τους πήρε μια μικρή αναβολή. Για πόσο καιρό όμως; Μόνο μέχρι να αποσύρουν οι ΗΠΑ όλες τις δυνάμεις τους ή αναγκαστούν να υποχωρήσουν υπό την πίεση της «συριακής αντίστασης» που αρχίζει να δυναμώνει στην περιοχή της Συρίας που έχει καταληφθεί από τις ΗΠΑ.

Η νεοεμφανισθείσα αντίσταση φαίνεται να οργανώνεται από τις τοπικές φυλές, κυρίως τους Μπακαρά και τους Αλ Ασάσνεχ καθώς και άλλες τοπικές ομάδες έτοιμες να ξεσηκωθούν εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων, επαναφέροντας στη μνήμη το πώς ξεκίνησε η εξέγερση ενάντια στις δυνάμεις των ΗΠΑ, στη Βαγδάτη το 2003.

Αυτό που οι Σύριοι Κούρδοι δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ή να συνειδητοποιήσουν είναι ότι ο Τραμπ δεν θα λοξοδρομήσει καθόλου από το δρόμο του για να τους προστατεύσει, ούτε θα βάλει την αεροπορία του να μεταφέρει τους Κούρδους στις ΗΠΑ, όταν έρθει η ώρα να φύγουν οι ΗΠΑ από τη Συρία. Το αποτέλεσμα είναι προβλέψιμο: όταν τελειώσει ο πόλεμος, κανείς δεν θέλει τους «αντιπροσώπους» που πολεμούσαν για λογαριασμό τους. Γίνονται άχρηστο φορτίο.

Ακόμη περισσότερο, οι ΗΠΑ δεν σκοπεύουν να εξαλείψουν ολοκληρωτικά το Ισλαμικό Κράτος γιατί αυτή η δύναμη νομιμοποιεί την παρουσία τους στη Συρία. Το ISIS αποτελεί την καλύτερη δικαιολογία για την Ουάσινγκτον να διατηρήσει τις δυνάμεις της στη Συρία. Βοηθά επίσης στους στόχους των ΗΠΑ όταν οι μαχητές του επιτίθενται στη μοναδική διαθέσιμη δίοδο ανάμεσα στη Συρία και το Ιράκ, τον δρόμο Αμπού Καμάλ- Αλ Καέμ. Τέλος, η διατήρηση του Ισλαμικού Κράτους θα δίνει κάποια μηνύματα –αν και αδύναμα– ότι η Συρία εξακολουθεί να είναι μια ασταθής χώρα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα εγκαταλείψουν την Τουρκία, γνωρίζοντας ότι η Ρωσία και το Ιράν περιμένουν την Άγκυρα με ανοιχτές αγκάλες. Για να κρατήσει την Τουρκία στο πλευρό της, η Ουάσιγκτον προσέφερε στο πιάτο της Τουρκίας την ελεγχόμενη από τους Κούρδους πόλη του Μανμπίτζ. Επιπλέον, οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι η Τουρκία δεν θα δεχτεί ποτέ ένα κουρδικό κράτος στα σύνορά της με τη Συρία. Είναι μόνο θέμα χρόνου να συνειδητοποιήσουν οι Κούρδοι ότι έχουν προδοθεί και ότι η μοίρα τους έχει σφραγιστεί.

Οι Κούρδοι κάποια στιγμή αντιμετωπίστηκαν ως προδότες από την κεντρική κυβέρνηση της Δαμασκού: θα εξακολουθήσουν να θεωρούνται ως τέτοιοι εάν δεν εγκαταλείψουν τον ρόλο τους ως ασπίδα για τις ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Άσαντ άνοιξε την πόρτα για απευθείας διαπραγματεύσεις και οι Κούρδοι δήλωσαν «έτοιμοι να διαπραγματευτούν». Το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν οι Κούρδοι δεν είναι περίπλοκο: πρέπει να σταματήσουν να προστατεύουν τις κατοχικές δυνάμεις (Αμερικανικές, Γαλλικές, Βρετανικές) στη βόρεια Συρία.

Οι Κούρδοι προτίμησαν να αφήσουν την Τουρκία να μπει στη συριακή επικράτεια και να καταλάβει το Αφρίν, παρά να στραφούν προς το κράτος που τους φιλοξένησε όταν έφτασαν στην περιοχή πριν αρκετές δεκαετίες. Οι Κούρδοι παρέδωσαν ένα έδαφος το οποίο δεν τους ανήκε. Ανήκει στο συριακό κράτος και οι Κούρδοι πρέπει να ξυπνήσουν.

Τι γίνεται λοιπόν με τους Κούρδους; Ποιοι απομένουν στο πλευρό τους;

Ο Τραμπ ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τους Κούρδους, ανέβαλε όμως την απόφασή του επειδή είναι προς όφελος του Ισραήλ –όχι των ΗΠΑ– να διατηρηθεί η αμερικανική κατοχή της βόρειας Συρίας. Επιπλέον, ο Τραμπ ήθελε χρηματοδότηση από τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα. Μετέτρεψε λοιπόν τον αμερικανικό στρατό σε μισθοφορικό και σε όπλα που διατίθενται προς πώληση. Τα Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία – σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης – προσέφεραν από κοινού 400 εκατομμύρια δολάρια, αλλά ο Τραμπ ζήτησε 4 δισεκατομμύρια δολάρια για να παραμείνουν οι στρατιώτες του στο έδαφος. Φαίνεται ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ έχουν γίνει η χήνα με τα χρυσά αυγά λόγω των πλούσιων χωρών της Μέσης Ανατολής. Μέσα σε αυτή την περίπλοκη και μπερδεμένη κατάσταση, οι Κούρδοι δεν έχουν θέση.

Η εξίσωση είναι πολύ απλή: εάν οι αμερικανικές δυνάμεις παραμείνουν και εξακολουθούν να κατέχουν τη βορειοανατολική Συρία, η Ουάσιγκτον πρέπει να επενδύσει στην ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων υποδομών, πράγμα που απαιτεί πραγματικό χρήμα. Αυτό δεν ταιριάζει με τους στόχους του Τραμπ να μαζεύει χρήμα και να μην επενδύει ούτε ένα δολάριο. Αυτό είναι που οι Κούρδοι δεν μπόρεσαν να συνειδητοποιήσουν και φαίνεται ότι εξακολουθούν να μην καταλαβαίνουν.

Συμπερασματικά, οι Κούρδοι δεν έχουν κάποια ειδική θέση υπό τις φτερούγες των ΗΠΑ. Δεν είναι πλέον οι μόνοι στη Μέση Ανατολή που σχετίζονται με το Ισραήλ. Το Μπαχρέιν, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν κρύβουν πλέον την ανταλλαγή επισκέψεων με αξιωματούχους του Ισραήλ και μιλούν ανοιχτά υπέρ των σχέσεων με το Τελ Αβίβ.

Οι Κούρδοι έχουν μόνο μία δυνατότητα: να προσεγγίσουν την κεντρική κυβέρνηση στη Δαμασκό για διαμεσολάβηση, να σταματήσουν να προστατεύουν μια δύναμη κατοχής και να καταλάβουν ότι είναι απλά το κρέας για τα κανόνια για χάρη της σχέσης ΗΠΑ-Τουρκίας. Οι Κούρδοι πρέπει να κάνουν πολύ καθαρό ότι δεν θέλουν να χρησιμοποιηθούν ως όργανο για να υπηρετηθεί ο αμερικανικός στόχος του διαμελισμού της Συρίας. Όλες οι πρόσφατες τοποθετήσεις των Κούρδων καθιστούν κάτι τέτοιο εξαιρετικά απίθανο. Αλλά είναι ο μόνος δρόμος για αυτούς, αν είναι σε θέση να το πράξουν. Σε αυτή την περίπτωση μπορούν να κερδίσουν την πλήρη επανένταξη στο κράτος που τους υποδέχθηκε όταν έφτασαν στην περιοχή πριν από 100 χρόνια.

Πηγή: https://ejmagnier.com

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Θερμός πόλεμος: η ρωσομανία σε σημείο βρασμού

Έχουμε πόλεμο;

Ναι, από πολλές απόψεις.

Πρόκειται για έναν ανελέητο οικονομικό, διπλωματικό και ιδεολογικό πόλεμο με μια ιδέα  (μέχρι στιγμής) στρατιωτικού πολέμου και με μια πολύ δυνατή μυρωδιά περισσότερου, επικείμενου  στρατιωτικού πολέμου.

Εννοώ, βεβαίως, τον πόλεμο με τη Ρωσία, αν και η Ρωσία είναι ένας από τους πολλούς στόχους  αναδυόμενων αντιπάλων που οι ΗΠΑ θέλουν απελπισμένα να τιθασεύσουν πριν κάποιος απ’ αυτούς ή ένας συνδυασμός τους γίνει πολύ δυνατός για να ηττηθεί.  Οι στόχοι περιλαμβάνουν χώρες όπως η Κίνα και το Ιράν,  που είναι αναπτυσσόμενες δυνάμεις ικανές να αντισταθούν στην αμερικανική στρατιωτική επιθετικότητα εναντίον των εδαφών τους και σε περιφερειακό επίπεδο, και έχουν επιδείξει αρκετή τόλμη μη μένοντας μέσα στα προκαθορισμένα γεωπολιτικά κλουβιά τους.

Όμως η Ρωσία είναι η μόνη χώρα που παρενέβαλε τις στρατιωτικές της δυνάμεις στο αμερικανικό πρόγραμμα αλλαγής καθεστώτων – εμμέσως στην Ουκρανία, όπου δεν έφυγε από τη μέση, και ευθέως στη Συρία, όπου παρεμβλήθηκε ενεργά. Έτσι το εστιακό σημείο της επίθεσης είναι η Ρωσία, ο πρώτιστος στόχος  μιας παραδειγματικής τιμωρίας.

Όλα αυτά συνιστούν έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, ακόμη και πιο επικίνδυνο από τον παλιό;

Ο όρος αυτός θα ταίριαζε στην κατάσταση πριν από λίγους μήνες, αλλά η ταχύτητα, η μανία και ο συντονισμός της αντίδρασης της Δύσης/ΝΑΤΟ στην υποτιθέμενη δηλητηρίαση με νευροτοξικό παράγοντα του πρώην διπλού πράκτορα Σκρίπαλ και της κόρης του, στην Αγγλία, και η συγκρότηση πολεμικού υπουργικού συμβουλίου στην Ουάσιγκτον δείχνουν, κατά τη γνώμη μου, ότι η κατάσταση κινείται σε ένα άλλο επίπεδο επιθετικότητας.

Πέρα από τον Ψυχρό Πόλεμο. Ονομάστε τον Θερμό. Και η θερμοκρασία αυξάνεται.

Η ουσία του θέματος

[Στους δυτικούς σχεδιασμούς] εμπεριέχονται δύο βασικές εικασίες που, συνδυασμένες, καθιστούν την παρούσα κατάσταση πιο επικίνδυνη από ό,τι ένας Ψυχρός Πόλεμος.

Η μία είναι η εικασία της ενοχής –ή ακριβέστερα η εικασία ότι πάντα μπορεί να εκτοξεύονται κατηγορίες περί ρωσικής ενοχής και αυτό να εμπεδώνεται στη δυτική σκέψη.

Η κατασκευασμένη κατακραυγή για την υποτιθέμενη δηλητηρίαση των Σκρίπαλ το δείχνει πολύ χαρακτηριστικά.

Το άμεσο συμπέρασμα της Τερέζα Μέι ότι η ρωσική κυβέρνηση φέρει μετά βεβαιότητας την αποκλειστική ευθύνη για τη δηλητηρίαση των Σκρίπαλ είναι λογικά, επιστημονικά και ιατροδικαστικά αδύνατο.

Η ψευδής βεβαιότητα είναι το άκρον άωτον των ψευδών ειδήσεων. Απλώς, αυτό που ισχυρίζεται  η Μέι, ότι  «δεν υπάρχει άλλο συμπέρασμα εκτός του ότι είναι ένοχο το ρωσικό κράτος», δεν είναι αληθές. Το ψεύδος αυτής της δήλωσης  έχει επιβεβαιωθεί από πολλές πηγές – στις οποίες  συμπεριλαμβάνονται εκείνοι που ανέπτυξαν την αποκαλούμενη ουσία “Novichok”, μια σοβαρή ανάλυση πρώην επιθεωρητή των Ηνωμένων Εθνών στο Ιράκ που εργάστηκε στην καταστροφή των ρωσικών χημικών όπλων, κατεστημένες δυτικές επιστημονικές εκδόσεις όπως το New Scientist (“Other countries could have made “russian” nerve agent”) και η έμμεση, πραγματική, αλλά χωρίς να αναγνωρίζεται, αποκήρυξη αυτού του συμπεράσματος από την ίδια τη βρετανική κυβέρνηση. Όπως ανέφερε η βρετανική κυβέρνηση κατά λέξη,  βρήκε: «έναν νευροτοξικό παράγοντα ή σχετική ουσία», «ενός τύπου που ανέπτυξε η Ρωσία». Συνεπώς, είναι απόλυτο, θετικό, βέβαιο, αναμφίβολο ότι η ρωσική κυβέρνηση παρήγαγε το “Novichok”… ή κάτι άλλο.

Η Τερέζα Μέι λέει ψέματα, όποιος σιγοντάρει τον ισχυρισμό της ψευδούς βεβαιότητάς της λέει ψέματα, όλοι γνωρίζουν ότι λένε ψέματα και οι Ρώσοι γνωρίζουν ότι όλοι αυτοί γνωρίζουν πως λένε ψέματα.

Έχοντας υπόψη όλα αυτά, αναρωτιέται κανείς πώς  θα μπορούσε αντιμετωπιστεί  στα σοβαρά το τελεσίγραφο της Μέι το οποίο, αγνοώντας τις διαδικασίες της Σύμβασης για τα Χημικά Όπλα,  έδινε στη Ρωσία 24 ώρες για να «εξηγήσει» — δηλαδή να ομολογήσει και να ζητήσει συγχώρεση για το υποτιθέμενο έγκλημα.

Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι η Γαλλία, αρχικά, και μάλλον με οξύτητα, αρνήθηκε να θεωρήσει δεδομένη τη ρωσική ενοχή, και όπως δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπός της: «Δεν κάνουμε πολιτική με τη φαντασία. Αν υπάρξουν αποδείξεις, τότε θα έλθει η στιγμή των αποφάσεων». Αλλά, κροτάλισε το μαστίγιο –ασφαλώς όχι από το αδύναμο χέρι του Γουάιτχολ— απαιτώντας ενότητα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στην καταδίκη της Ρωσίας. Έτσι, σε μια εξαιρετική επίδειξη πειθαρχίας που μπορούσε να διαταχθεί και να ενορχηστρωθεί μόνο από το ιμπεριαλιστικό κέντρο, η Γαλλία συμπαρατάχθηκε  με τις ΗΠΑ και άλλες 20 χώρες στη μεγαλύτερη από ποτέ απέλαση Ρώσων διπλωματών.

Οι δυτικές κυβερνήσεις και τα υπάκουα σ’ αυτές  ΜΜΕ έδωσαν την εντολή  να εκληφθεί ως γεγονός η ρωσική ενοχή για την «πρώτη επιθετική χρήση νευροτοξικού παράγοντα» στην Ευρώπη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.  Όποιος τολμά –όπως ο Τζέρεμι Κόρμπιν ή ο [πρώην πρέσβης της Βρετανίας στο Ουζμπεκιστάν] Κρεγκ Μάρεϊ–  να διακόψει τη χορωδία του «Καταδίκη πρώτα! Ετυμηγορία μετά!» ζητώντας αποδείξεις, αντιμετωπίζεται με μια καταιγίδα δυσφήμησης.

Σ’ αυτό το σημείο, οι δυτικοί κατήγοροι δεν φαίνεται να νοιάζονται πόσο οφθαλμοφανώς αβάσιμη, αν όχι γελοία, είναι μια κατηγορία. Η εικασία της ρωσικής ενοχής, μαζί με τον εξευτελισμό όποιου την αμφισβητεί, έχει γίνει το αναμφισβήτητο κριτήριο της δυτικής/αμερικανικής πολιτικής και μιντιακής ατμόσφαιρας.

Ο παλιός ψυχροπολεμικός μακαρθισμός έχει γίνει η νέα φαντασιόπληκτη πολιτική του Θερμού Πολέμου.

Επίδειξη περιφρόνησης [και νταηλίκια]

Αυτή η κήρυξη διπλωματικού πολέμου σχετικά με το επεισόδιο των Σκρίπαλ είναι η κορύφωση μιας εξελισσόμενης τυμπανοκρουσίας ιδεολογικού πολέμου που δαιμονοποιεί τη Ρωσία και τον Πούτιν προσωπικά με τους πιο προβλέψιμους και εμπρηστικούς όρους.

Τα περασμένα δύο χρόνια, η Χίλαρι Κλίντον, ο Τζον Μακέιν, ο Μάρκο Ρούμπιο και ο Μπόρις Τζόνσον μας έχουν πει ότι ο Πούτιν είναι ο νέος Χίτλερ. Για τους Ρώσους, είναι μια άκρως θρασεία αναλογία. Στο κάτω κάτω, η σοβιετική Ρωσία ήταν αυτή που κυρίως αντιμετώπισε τον Χίτλερ, νίκησε τον ναζιστικό στρατό με κόστος το θάνατο 20 εκατομμυρίων πολιτών της, ενώ η βασιλική βρετανική οικογένεια δεν ήταν καθόλου απρόσβλητη από τη γοητεία του χιτλερικού φασισμού [https://www.theguardian.com/commentisfree/2015/jul/19/nazi-hitler-royal-family] και οι Βρετανοί ποδοσφαιριστές παρουσίασαν την εξής οδυνηρή εικόνα στο Βερολίνο το 1938.

Φαίνεται ότι αυτό που θέλουν να γίνει είναι «πόλεμος». Τους περασμένους 18-24 μήνες, μας κατέκλυσαν τα δυσοίωνα βίντεο των Μόργκαν Φρίμαν και Ρομπ Ράινερ «Δεχόμαστε επίθεση. Είμαστε σε πόλεμο», όπως και η δικομματική επιμονή (Χ. Κλίντον, Τζ. Μακέιν) ότι η υποτιθέμενη ρωσική παρέμβαση στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές θα πρέπει να θεωρηθεί «πολεμική ενέργεια» ισοδύναμη με τον ιαπωνικό βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ. Πράγματι, ο νέος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, ο παράφρων πολεμοκάπηλος  Τζον Μπόλτον, το αποκαλεί σαφώς  “casus belli,  μια αληθινή πολεμική ενέργεια”.

Ακόμη και ο στρατός μπαίνει στο χορό. Η κατηγορία περί του νευροτοξικού παράγοντα ακολουθήθηκε από δηλώσεις του στρατηγού Τζον Νίκολσον, διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, που κατηγόρησε τη Ρωσία ότι εξοπλίζει τους Ταλιμπάν!  Είναι αξιοσημείωτο το ότι αυτός ο ανώτερος Αμερικανός στρατιωτικός αναφέρεται στη Ρωσία ως «τον εχθρό»: «Είχαμε αναφορές των Ταλιμπάν, που εμφανίστηκαν στα μίντια, για οικονομική υποστήριξη που τους παρέχει ο εχθρός».

Πράγμα που είναι εντελώς περίεργο, επειδή οι Ταλιμπάν εμφανίστηκαν και ισχυροποιήθηκαν κατά  τον αμερικανο-τζιχαντιστικό πόλεμο εναντίον των σοβιετικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, ενώ οι Ταλιμπάν και η Ρωσία διατηρούν «διαρκή εχθρότητα» ανάμεσά τους όπως το τοποθετεί η Κέιτ Κλαρκ του Δικτύου Αναλυτών του Αφγανιστάν.  Επιπλέον, ο δεκαεξάχρονος πόλεμος των Αμερικανών εναντίον των Ταλιμπάν βασίστηκε στη Ρωσία, η οποία τους επέτρεψε να μεταφέρουν εφόδια μέσω του εδάφους της και είναι «η βασική πηγή καυσίμων για τις ανάγκες της συμμαχίας στο Αφγανιστάν».

Έτσι, ο στρατηγός έπρεπε να παραδεχθεί ότι η υποτιθέμενη ρωσική «αποσταθεροποιητική δραστηριότητα» ήταν κάτι καινούργιο: «Αυτή η δραστηριότητα κορυφώθηκε στην πράξη τους τελευταίους 18-24 μήνες … Όταν βλέπει κανείς τη χρονική στιγμή χονδρικά συσχετίζεται με το διάστημα που τα πράγματα στη Συρία άρχισαν να εκτραχύνονται. Είναι λοιπόν ενδιαφέρον να σημειώσουμε το συγχρονισμό του όλου θέματος».

Ασφαλώς και είναι.

Ο οικονομικός πόλεμος εναντίον της Ρωσίας διεξάγεται μέσω μιας σειράς κυρώσεων που φαίνεται αδύνατο να αναστραφούν, επειδή ο εκπεφρασμένος στόχος τους είναι να αποσπάσουν ομολογία, μετάνοια και αποκατάσταση για εγκλήματα που αποδίδονται στη Ρωσία  και η Ρωσία δεν έχει διαπράξει, ή δεν έχει αποδειχθεί ότι έχουν διαπραχθεί, ή είναι παντελώς πλαστά και δεν έχουν διαπραχθεί από κανέναν. Η λογική είναι: Σταματάμε να δεχόμαστε τους τραπεζικούς λογαριασμούς σας και τα προξενεία σας και θα σας αφήσουμε να παίξετε μαζί μας  εάν ομολογήσετε και μετανοήσετε για κάθε έγκλημα για το οποίο  σας κατηγορούμε. Ερωτήσεις δεν επιτρέπονται.

Αυτό βεβαίως δεν είναι σοβαρό πλαίσιο για διεθνείς σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ  κυρίαρχων κρατών. Είναι εντελώς παιδαριώδες. Στριμώχνει όλους, ακόμη και το μέρος που επιχειρεί να το επιβάλλει, σε μια  θέση απ’ την οποία δεν υπάρχει διαφυγή. Είναι δυνατόν ποτέ να εγκαταλείψει η Ρωσία την Κριμαία, να ομολογήσει ότι κατέρριψε το μαλαισιανό αεροπλάνο, ότι μας κορόιδεψε για να ψηφίσουμε τον Τραμπ, ότι δολοφόνησε τους Σκρίπαλ, ότι εξοπλίζει μυστικά τους Ταλιμπάν και άλλες φαντασιοπληξίες; Πρόκειται ποτέ να πουν οι ΗΠΑ «Δεν πειράζει!» [εφόσον έχουν εκτοξεύσει αυτές τις ψευδείς κατηγορίες]; Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Έτσι διαμορφώνεται  το αδιέξοδο του νταή.

Ούτε είναι αυτή  μια προσέγγιση που επιδιώκει να διευκρινίσει οποιαδήποτε από τα «εγκλήματα»  για τα οποία κατηγορείται η Ρωσία. Όπως είπε η Βικτόρια Νούλαντ (το κλιντονικό ισοδύναμο του Τζον Μπόλτον) στο NPR,  πρέπει να «σταλεί μήνυμα» στη Ρωσία. Και όπως είπε ο Ρώσος πρέσβης στην Ουάσιγκτον Ανατόλι Αντόνοφ, με την πρόσφατη μαζική απέλαση διπλωματών οι ΗΠΑ «καταστρέφουν ό,τι ελάχιστο έχει απομείνει στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις». Έλαβε το μήνυμα.

Όλα αυτά μοιάζουν με συντονισμένη καμπάνια που άρχισε ως αντίδραση  στην παρεμβολή της Ρωσίας στα αμερικανικά σχέδια για αλλαγή καθεστώτος στην Ουκρανία και ειδικά στη Συρία, η οποία εναρμονίστηκε –τους τελευταίους 18-24 μήνες— με πολλά και διάφορα μοτίβα δυσαρέσκειας, των ελίτ ή λαϊκά, για τις προεδρικές εκλογές του 2016 και έφτασε στο κρεσέντο τις τελευταίες εβδομάδες με την ομόφωνη και αχαλίνωτη  μετατροπή της Ρωσίας «στον Εχθρό» [“enemization” of Russia] [1]. Όλο αυτό είναι δύσκολο να περιγραφεί αλλιώς εκτός από πολεμική προπαγάνδα – κατασκευή συναίνεσης  για στρατιωτική σύγκρουση.

Η καταστροφή της δυνατότητας για ομαλές, μη συγκρουσιακές, διακρατικές σχέσεις και η καθιέρωση της Ρωσίας ως «του εχθρού» είναι ακριβώς το περιεχόμενο αυτής της καμπάνιας.  Είναι το «μήνυμα» και το αποτέλεσμά της – για τον αμερικανικό λαό, όσο και για τη ρωσική κυβέρνηση. Νομίζω ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι η Ρωσία, η οποία για πολύ καιρό ήταν απρόθυμη να δεχθεί ότι η Αμερική δεν ενδιαφέρεται για τη «συνεργασία», έχει πλέον ακούσει και κατανοήσει αυτό το μήνυμα, ενώ ο αμερικανικός λαός το έχει ακούσει, αλλά δεν το κατανοεί.

Είναι δύσκολο να δει κανείς πού μπορεί να οδηγηθεί η κατάσταση ώστε να μη συνεπάγεται στρατιωτική σύγκρουση.  Αυτό σχετίζεται στενά με τους διορισμούς του Μάικ Πομπέο [υπουργού Εξωτερικών], της Τζίνα Χάσπελ [διευθύντριας της CIA] και του Τζον Μπόλτον [συμβούλου εθνικής ασφάλειας] – που συγκροτούν μια ομάδα πολεμοκάπηλων που πολλοί τη βλέπουν ως τον πυρήνα του πολεμικού υπουργικού συμβουλίου του Τραμπ. Ο Μπόλτον, ο διορισμός του οποίου  δεν χρειάζεται επικύρωση από τη Γερουσία, είναι ένας επικίνδυνος φανατικός που επιχείρησε να ωθήσει τους Ισραηλινούς να επιτεθούν στο Ιράν πριν ακόμη το θελήσουν οι ίδιοι και έχει αναγγείλει ότι το 2019 θα γίνει αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν.  Όπως αναφέρθηκε, θεωρεί ότι η Ρωσία του έχει δώσει ήδη το “casus belli”.  Ακόμη και οι πολύ συγκρατημένοι, ως προς αυτά,  New York Times  προειδοποιούν ότι με αυτούς τους διορισμούς «οι πιθανότητες ανάληψης στρατιωτικής δράσης θα αυξηθούν δραματικά».

Η δεύτερη εικασία στην οποία βασίζεται ο αμερικανικός τρόπος σκέψης καθιστά σήμερα τη στρατιωτική αντιπαράθεση πιθανότερη απ’  ό,τι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου: όχι μόνο υπάρχει η εικασία της [ρωσικής] ενοχής, αλλά και η εικασία της αδυναμίας.  Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστικοί διαχειριστές είναι σίγουροι ότι μπορούν να διατυπώσουν ανεμπόδιστα  την εικασία της ενοχής και να τη  διατηρήσουν στον δυτικό κόσμο. Την εικασία της αδυναμίας την έχουν εσωτερικεύσει – πάρα πολλοί από αυτούς, φοβούμαι –με μεγάλη μακαριότητα.

Πρόκειται για μια πτυχή της αμερικανικής αυτοαντίληψης μεταξύ των διαμορφωτών της πολιτικής οι καριέρες των οποίων ωρίμασαν στον μετασοβιετικό κόσμο. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Αμερικανοί αυτοελέγχονταν μέσω της υπόθεσης ότι , στρατιωτικά, η Σοβιετική Ένωση ήταν ισοδύναμος αντίπαλος, μια χώρα που μπορούσε και θα υπερασπιζόταν τα εδάφη και τα συμφέροντά της έναντι μιας άμεσης αμερικανικής στρατιωτικής επίθεσης – «σφαίρες συμφερόντων» που δεν θα έπρεπε να υποστούν επίθεση. Η διαχείριση του θεμελιώδους ανταγωνισμού γινόταν με απρόθυμο μεν, αλλά αμοιβαίο σεβασμό.

Εξάλλου, υπήρχε και η πρόσφατη κοινή ιστορία της συμμαχίας εναντίον του φασισμού. Και η επίγνωση ότι η Σοβιετική Ένωση, με όποιον στρεβλό  τρόπο, αντιπροσώπευε τη δυνατότητα ενός μετακαπιταλιστικού μέλλοντος και υποστήριζε τα μετα-αποικιακά κινήματα εθνικής απελευθέρωσης που της έδιναν αξιοσημείωτο κύρος σε όλο τον κόσμο.

Η αμερικανική ηγεσία μπορεί να μισούσε τη Σοβιετική Ένωση, δεν την καταφρονούσε όμως. Ουδείς Αμερικανός ηγέτης θα αποκαλούσε τη Σοβιετική Ένωση όπως αποκάλεσε ο Τζον Μακέιν τη Ρωσία, «βενζινάδικο που έχει μασκαρευτεί σε χώρα».  Και ουδείς ανώτατος Αμερικανός ή Βρετανός ηγέτης  θα είχε μιλήσει για τη Σοβιετική Ένωση όπως μίλησε ο Γκάβιν Ουίλιαμσον, ο Βρετανός υπουργός Άμυνας, για τη Ρωσία: «Να πάει να χαθεί και να το βουλώσει».

Πρόκειται για έναν λόγο που θεωρεί δεδομένα τη δική του ορθότητα, κύρος και ανώτερη εξουσία, παρόλο που προδίδει την αδυναμία του. Είναι ο λόγος του απογοητευμένου παιδιού. Ή ενός νταή.  Η Ρωσία δεν θα «το βουλώσει» ούτε θα «πάει να χαθεί» και οι Βρετανοί δεν μπορούν να την αναγκάσουν – και το ξέρουν ότι δεν μπορούν. Μπορεί όμως να πιστεύουν ότι ο μπαμπάκας από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού μπορεί και θα τους υποστηρίξει. Και ο μπαμπάκας μπορεί να πιστεύει το ίδιο για τον εαυτό του.

Όπως όλοι οι νταήδες, οι άνθρωποι που εμπλέκονται σ’ αυτή την αλαζονική  συζήτηση δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν ότι δεν εκφοβίζουν τη Ρωσία. Απλώς την προσβάλλουν και την οδηγούν να συμπεράνει ότι δεν έχει απομείνει τίποτε από τους θετικούς, μη συγκρουσιακούς δεσμούς «συνεργασίας» μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας. Οι μετά το επεισόδιο των Σκρίπαλ απελάσεις διπλωματών σε όλο τον κόσμο, που φαίνονται σκόπιμα και απελπιστικά υπερβολικές, μπορεί τελικά να έπεισαν τη Ρωσία ότι δεν έχει πλέον καμία χρησιμότητα να επιδιώκει τη συνεργασία. Ο αμερικανικός λαός  είναι εκείνος που  θα πρέπει να φοβηθεί από το ενδεχόμενο αυτό.

Ο εχθρός του εχθρού μου είμαι εγώ.

Το μόνο που πέτυχαν οι ΗΠΑ είναι να μετατραπούν σε εχθρό για τους Ρώσους. Καλά θα έκαναν οι Αμερικανοί να καταλάβουν πόσο βαθιά έχει αποξενώσει τον ρωσικό λαό η υποκριτική και περιφρονητική στάση τους και πόσο έχει δυναμώσει την ηγεσία του Βλάντιμιρ Πούτιν – όπως τους είχαν προειδοποιήσει πολλοί από τους επικριτές του. Η φαντασιοπληξία ότι θα τροφοδοτήσουν ένα «φιλελεύθερο» κίνημα στη Ρωσία που θα επαναφέρει κάποιον νέο Γιέλτσιν διαλύθηκε στο ψύχος του 77% της ημέρας των προεδρικών εκλογών. Ο Πούτιν υποστηρίζεται ευρέως και σταθερά στη Ρωσία, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει την αντίσταση σ’ αυτά τα σχέδια.

Οι Αμερικανοί που θέλουν να κατανοήσουν αυτή τη δυναμική, και τι έχει προκαλέσει στη Ρωσία η Αμερική με τα ίδια της τα χέρια, θα πρέπει να ακούσουν το πάθος, την οργή και την απογοήτευση  στη δήλωση για την επανεκλογή του Πούτιν που έκανε  κάποια η οποία  αυτοχαρακτηρίζεται «φιλελεύθερη» (χρησιμοποιώντας, νομίζω, τη λέξη με την πνευματική παράδοση και όχι με την αμερικανική πολιτική έννοια), η  Μαργαρίτα Σιμονιάν, αρχισυντάκτρια της RT TV:

Ουσιαστικά,  η Δύση θα πρέπει να τρομοκρατηθεί όχι επειδή το 76% των Ρώσων ψήφισαν τον Πούτιν, αλλά επειδή αυτές οι εκλογές έδειξαν ότι το 95% του ρωσικού πληθυσμού υποστηρίζει τις συντηρητικές-πατριωτικές, τις κομμουνιστικές και τις εθνικιστικές ιδέες. Αυτό σημαίνει ότι οι φιλελεύθερες ιδέες  μετά βίας επιβιώνουν ανάμεσα σε ένα γλίσχρο 5% του πληθυσμού.

Και αυτό είναι δικό σας λάθος, δυτικοί φίλοι μου. Εσείς μας ωθήσατε στη λογική του οι «Ρώσοι δεν παραδίνονται ποτέ»…

Με όλη την αδικία και τη σκληρότητά σας, την ιεροεξεταστική υποκρισία και τα ψέματά σας, μας αναγκάσατε να μη σας σεβόμαστε. Εσάς και τις αποκαλούμενες «αξίες» σας.

Δεν θέλουμε πια να ζούμε όπως εσείς. Επί πενήντα χρόνια, μυστικά και φανερά, θέλαμε να ζούμε όπως εσείς. Όχι πια.

Δεν σας σεβόμαστε πλέον και δεν σεβόμαστε όποιους ανάμεσά μας σας υποστηρίζουν και όλους όσους σας υποστηρίζουν. …

Γι’ αυτό μπορείτε να κατηγορήσετε μόνο τον εαυτό σας. …

Εν τω μεταξύ, μας ωθήσατε να συσπειρωθούμε γύρω από τον εχθρό σας. Αμέσως μόλις τον ανακηρύξατε εχθρό, ενωθήκαμε γύρω του ….

Εσείς επιβάλλατε την αντίθεση ανάμεσα στον πατριωτισμό και τον φιλελευθερισμό.  Αν και δεν θα έπρεπε να είναι αλληλοαποκλειόμενες έννοιες. Αυτό το ψεύτικο δίλημμα, που εσείς το δημιουργήσατε, μας έκανε να διαλέξουμε τον πατριωτισμό.

Παρόλο που πολλοί από εμάς είμαστε φιλελεύθεροι, εμού συμπεριλαμβανομένης.

Τώρα, ξεκαθαρίστε. Δεν σας έχει μείνει πολύς χρόνος.

Πράγματι, η στρατηγική των «ξεσηκωμών»/ έγχρωμων επαναστάσεων έχει τελειώσει σε όλο τον κόσμο. Απαξιώθηκε μοιραία από την ίδια την υποτιθέμενη επιτυχία της. Όλοι στη Μέση Ανατολή είδαν τι αποτελέσματα είχε στο Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία  και οι Ρώσοι είδαν τι αποτελέσματα είχε στην Ουκρανία και στην ίδια τη Ρωσία. Ούτε στη Ρωσία, ούτε στο Ιράν (ούτε σε άλλη χώρα  που να έχει σημασία) δεν πρόκειται οι Αμερικανοί, με τις κυρώσεις, τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις τους και τα τεχνάσματά τους, να τροφοδοτήσουν λαϊκή εξέγερση που να μετατρέψει τη χώρα σε ένα  διαλυμένο κράτος -πελάτη της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον.

Ακόμη περισσότερη φαντασιοπληξία ως πολιτική.

Ο παλιός νέος κόσμος που η Ουάσιγκτον θέλει δεν θα  γεννηθεί χωρίς τη στρατιωτική μαμή. Οι ΗΠΑ θέλουν ξανά μια υπάκουη Ρωσία (και μια υπάκουη «διεθνή κοινότητα»), και νομίζουν ότι μπορούν να το επιβάλλουν.

Ο κόμπος του φόβου

Δείτε το παρακάτω απόσπασμα από την ιστοσελίδα The Saker, ενός αναλυτή θεμάτων άμυνας που γεννήθηκε στην Ελβετία από ρωσική στρατιωτική οικογένεια, «μελετά σε όλη τη ζωή του τις ρωσικές και σοβιετικές στρατιωτικές υποθέσεις» και έζησε επί μία εικοσαετία στις ΗΠΑ. Είναι ένας από τους πιο οξυδερκείς αναλυτές της Ρωσίας και της Συρίας τα τελευταία χρόνια. Το απόσπασμα είναι από άρθρο του περασμένου έτους , μετά την πυραυλική επίθεση του Τραμπ στο αεροδρόμιο Αλ Σαϊράτ της Συρίας – άλλη μια στιγμιαία τιμωρία για ένα «αποδεδειγμένο σε μία ημέρα, θετικά και απόλυτα, χημικό έγκλημα»:

Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει αμερικανική πολιτική σε οποιονδήποτε τομέα.

Οι Ρώσοι εξέφρασαν απέχθεια και οργή γι’ αυτή την επίθεση και άρχισαν να λένε ανοιχτά ότι οι Αμερικανοί ήταν “недоговороспособны”.  Η λέξη αυτή κατά κυριολεξία σημαίνει «ανίκανοι για συμφωνίες» ή ανίκανοι να συνάπτουν και στη συνέχεια να τηρούν μια συμφωνία. Αν και ευγενική, αυτή η έκφραση είναι επίσης πολύ βαριά, εφόσον δεν υπονοεί κυρίως μια σκόπιμη εξαπάτηση, αλλά την έλλειψη της ίδιας της ικανότητας να κάνουν συμφωνίες και να τις τηρούν. … Όμως το να λέγεται ότι σε έναν πυρηνικό κόσμο μια υπερδύναμη είναι «ανίκανη για συμφωνίες» αποτελεί μια τρομερή και ακραία διάγνωση. 

Αυτό σημαίνει ότι οι Ρώσοι έχουν κατά βάση εγκαταλείψει την ιδέα ότι έχουν να κάνουν με ενήλικες, νηφάλιους και νοητικά υγιείς εταίρους με τους οποίους μπορούν να διαλέγονται… 

Σε όλα τα χρόνια που εκπαιδευόμουν και εργαζόμουν  ως στρατιωτικός αναλυτής, πάντα έπρεπε να θεωρώ δεδομένο ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν αυτό που αποκαλούμε «ορθολογικοί δρώντες». Οι Σοβιετικοί ασφαλώς ήταν. Όπως και οι Αμερικανοί…

Δεν  βρίσκω την κυβέρνηση Τραμπ μόνο «μη ικανή για συμφωνίες», τη βρίσκω εντελώς αποσπασμένη από την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, μέσα στις ψευδαισθήσεις. …

Δυστυχώς, όπως και ο Ομπάμα πριν απ’ αυτόν, ο Τραμπ φαίνεται να πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει το παιχνίδι του «πυρηνικού δειλού» ενάντια στη Ρωσία. Αλλά δεν μπορεί. Επιτρέψτε μου να είμαι σαφής ως προς αυτό:  αν στριμωχτούν στη γωνία, οι Ρώσοι θα πολεμήσουν, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πυρηνικό πόλεμο.

Υπάρχει εξήγηση για τις αμερικανικές ψευδαισθήσεις.  Η παρούσα γενιά της αμερικανικής ηγεσίας κακόμαθε και η κρίση της θόλωσε από τις μακάριες μετασοβιετικές δεκαετίες ατιμωρησίας των ΗΠΑ.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι ΗΠΑ θέλουν πλήρους κλίμακας πόλεμο με τη Ρωσία, είναι ότι η Αμερική δεν τον φοβάται[2].

Γιατί θα έπρεπε να τον φοβάται; Μήπως επειδή, επί  είκοσι χρόνια, οι ΗΠΑ θεωρούσαν δεδομένο ότι μπορούσαν να εκφοβίζουν τη Ρωσία ώστε να μην παρεμποδίζει τον ιμπεριαλιστικό σκοπό τους οπουδήποτε ήθελαν να επέμβουν;

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (και μόνο επειδή εξαφανίστηκε η Σοβιετική Ένωση), οι ΗΠΑ ήταν ελεύθερες να χρησιμοποιούν στρατιωτική δύναμη ατιμωρητί. Για κάποιο χρονικό διάστημα, οι ΗΠΑ είχαν τον μεθύστακα υπηρέτη τους, τον Γιέλτσιν, να κυβερνά τη Ρωσία και να μην ορθώνει ανάστημα στις στρατιωτικές επεμβάσεις τους. Δεν ακούστηκε κιχ όταν ο Κλίντον ουσιαστικά μετέφερε στο ΝΑΤΟ (δηλ. στις ίδιες τις ΗΠΑ) την εξουσία των αποφάσεων για το ποιες στρατιωτικές επεμβάσεις είναι αναγκαίες και νομιμοποιημένες. Επί είκοσι χρόνια περίπου, -από τη Γιουγκοσλαβία μέχρι τη Λιβύη- καμία χώρα δεν είχε τη στρατιωτική ισχύ ή τη πολιτικο-διπλωματική βούληση να αντισταθεί σ’ αυτές τις επεμβάσεις.

Όμως, η κατάσταση άλλαξε. Ακόμη και το Πεντάγωνο αναγνωρίζει ότι η αμερικανική αυτοκρατορία βρίσκεται σε μια φάση «μετά-την-πρωτοκαθεδρία» – «ξεφτίζει» και ακόμη ίσως «καταρρέει». Ο κόσμος είδε να εξασθενεί η κοινωνική και οικονομική δύναμη της Αμερικής και να εξαφανίζεται εντελώς το πρόσχημα της νομιμοποίησής της. Ο κόσμος είδε να εξαπλώνεται παντού  η στρατιωτική ισχύς της Αμερικής και να μην κερδίζει σταθερή αξία πουθενά. Δεκαέξι χρόνια και ο πανίσχυρος αμερικανικός στρατός δεν μπορεί να νικήσει τους Ταλιμπάν. Και τώρα, φταίει η Ρωσία και γι’ αυτό!

Εν τω μεταξύ, αρκετές χώρες σε κρίσιμες περιοχές  απέκτησαν στρατιωτική αυτοπεποίθηση και πολιτική βούληση ώστε να απορρίπτουν τις εικασίες της αμερικανικής αλαζονείας – η Κίνα, στον Ειρηνικό, το Ιράν στη Μ. Ανατολή,  και η Ρωσία στην Ευρώπη και, έκπληξη!, στη Μ. Ανατολή επίσης. Κατά το οικείο πρότυπο, η αγωνία της Αμερικής για τη φθίνουσα ισχύ της αυξάνει την αντισταθμιστική επιθετικότητά της. Και όπως αναφέρθηκε, εφόσον η Ρωσία ήταν η χώρα που έδειξε τη νέα στρατιωτική αυτοπεποίθηση πιο αποτελεσματικά, μ’ αυτήν ασχολήθηκε πρώτα απ’ όλα η Αμερική.

Το ακατάπαυστο κύμα κυρώσεων και απελάσεων είναι η επίδειξη του νταή της σχολικής αυλής που σφίγγει τη γροθιά του για να φοβίσει τον καινούργιο μαθητή. ΟΚ, όλοι πήραν το μήνυμα. Τι θα κάνουν οι ΗΠΑ τώρα, θα ξεσφίξουν τη γροθιά ή θα χτυπήσουν;

Ας είμαστε σαφείς για το ποιος είναι ο νταής στον κόσμο. Όπως είναι προφανές σε κάθε άτομο που καταλαβαίνει έστω και ελλιπώς τα πράγματα, η Ρωσία δεν πρόκειται να επιτεθεί ούτε στις ΗΠΑ ούτε στην Ευρώπη. Η Ρωσία δεν έχει δεκάδες στρατιωτικές βάσεις, μαχητικά πλοία και αεροπλάνα στα σύνορα της Αμερικής. Δεν διατηρεί σχεδόν χίλιες στρατιωτικές βάσεις σ’ όλο τον πλανήτη. Η Ρωσία δεν έχει στρατιωτικές δυνάμεις  να βιαιοπραγούν σ’ όλο τον κόσμο, όπως κάνει η Αμερική, ούτε το θέλει ούτε το χρειάζεται. Αυτό δεν οφείλεται στον πασιφισμό της Ρωσίας ή του Πούτιν, αλλά στο ότι  η Ρωσία, με βάση τη σημερινή της θέση στην πολιτική οικονομία του κόσμου, δεν έχει να κερδίσει τίποτε απ’ αυτό.

Ούτε χρειάζεται η Ρωσία κάποια επιθετικά τεχνάσματα για να «αποσταθεροποιήσει» και να σπείρει τη διαίρεση στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η ανισότητα, η λιτότητα, τα κύματα των μεταναστών από τους πολέμους που προκαλούν τα [δυτικά] σχέδια αλλαγής καθεστώτων και οι αστυνομικοί που πατούν χαρούμενοι τη σκανδάλη με την πρώτη ευκαιρία στις γειτονιές των ΗΠΑ κάνουν θαυμάσια  δουλειά σ’ αυτόν τον τομέα.  Η Ρωσία δεν είναι υπεύθυνη για τα αμερικανικά προβλήματα με το κίνημα Black Lives Matter ή με τους Ταλιμπάν.

Όλα όσα λέγονται περί ρωσικής ευθύνης προκύπτουν από την πολιτική της φαντασιοκοπίας.

Οι ΗΠΑ, με τη φθίνουσα αυτοκρατορία τους, είναι εκείνες που έχουν πρόβλημα, ένα πρόβλημα  που ωθεί σε  στρατιωτική επιθετικότητα. Διότι, ποια άλλα εργαλεία έχουν οι Αμερικανοί ιθύνοντες για να βάλουν ξανά στη θέση τους, με πρώτη τη Ρωσία, όσους «σηκώνουν κεφάλι»;

Πρέπει να είναι δύσκολο, όντως, για εκείνους που σάρωναν τη μια χώρα μετά την άλλη ανεμπόδιστα, επί είκοσι χρόνια, να μη σκέφτονται ότι μπορούν να βγάλουν τη Ρωσία από τη μέση με κάποιες πραγματικά εκφοβιστικές απειλές ή με μια δυο γροθιές που θα της ματώσουν τη μύτη. Με κάποιες διακριτές  μικρές  κλιμακώσεις της αντιπαράθεσης.  Ήδη έχουν υπάρξει τέτοια συμβάντα – η πυραυλική επίθεση του Τραμπ στη Συρία, η κατάρριψη ρωσικού μαχητικού αεροπλάνου από τους Τούρκους, οι αμερικανικές επιθέσεις σε ρωσικό προσωπικό (φαινομενικά ιδιώτες μισθοφόρους) στη Συρία— αλλά όχι μεγάλος πόλεμος.  Κάποιες φορές όμως μαθαίνεις με τον σκληρό τρόπο την αλήθεια του αντίστροφου κανόνα του [πυγμάχου] Μάικ Τάισον: «Όλοι έχουν σχέδιο για το παιχνίδι μέχρι να χτυπήσουν τον άλλο στο πρόσωπο».

Ας εξετάσουμε έναν συγκεκριμένο κίνδυνο κλιμάκωσης για τον οποίο κάθε ενημερωμένος παρατηρητής, και κάθε Αμερικανός, θα έπρεπε να έχει επίγνωση.

Ο τόπος που οι ΗΠΑ και η Ρωσία είναι κυριολεκτικά, γεωγραφικά, πιο κοντά στη σύγκρουση είναι η Συρία. Όπως αναφέρθηκε, οι ΗΠΑ και η νατοϊκή σύμμαχός τους Τουρκία έχουν ήδη επιτεθεί και σκοτώσει Ρώσους στη Συρία, οι ΗΠΑ και οι νατοϊκοί σύμμαχοί τους διατηρούν μια πολύ μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη από ό,τι η Ρωσία στη Συρία και στην γύρω περιοχή. Από την άλλη, η Ρωσία έχει προβεί σε πολύ αποτελεσματική χρήση των δυνάμεών της, συμπεριλαμβανομένων αυτών που το πρακτορείο Reuters αποκαλεί «εξελιγμένους πυραύλους κρουζ» που εκτοξεύονται από αεροπλάνα, πλοία και υποβρύχια και οι οποίοι έπληξαν στόχους του ISIS με μεγάλη ακρίβεια από απόσταση 1.000 χιλιομέτρων.

Η Ρωσία λειτουργεί επίσης με βάση το διεθνές δίκαιο, ενώ οι ΗΠΑ δεν το κάνουν. Η Ρωσία μάχεται μαζί με τη Συρία για την ήττα των τζιχαντιστών και την αποκατάσταση της ενότητας της συριακής επικράτειας. Οι ΗΠΑ μάχονται με τους τζιχαντιστές πελάτες τους για την ανατροπή της συριακής κυβέρνησης και τον κατακερματισμό της χώρας. Η Ρωσία παρενέβη στη Συρία όταν ο Ομπάμα ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ θα επιτεθούν στις συριακές ένοπλες δυνάμεις, κηρύσσοντας στην πράξη πόλεμο. Αν καμία από τις πλευρές δεν αποδεχθεί την ήττα και δεν επιστρέψει στην πατρίδα της, είναι πολύ πιθανό να υπάρξει κάποια άμεση σύγκρουση. Στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι δεν θα υπάρξει.

Πριν από δύο εβδομάδες, η Συρία και η Ρωσία ανακοίνωσαν ότι οι ΗΠΑ σχεδίαζαν μια μεγάλη επίθεση εναντίον της συριακής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του βομβαρδισμού  κυβερνητικών κτιρίων στη Δαμασκό. Ο Βαλέρι Γκερασίμοφ, επικεφαλής του γενικού επιτελείου της Ρωσίας, προειδοποίησε: «Στην περίπτωση απειλής της ζωής των πολιτών μας που υπηρετούν στο στρατό, οι ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας θα λάβουν μέτρα αντιποίνων εναντίον των πυραύλων και των εκτοξευτών που χρησιμοποιήθηκαν». Σ’ αυτό το πλαίσιο, «εκτοξευτές» είναι τα  αμερικανικά πλοία στη Μεσόγειο.

Επίσης πριν από δύο εβδομάδες, η Ρωσία ανακοίνωσε ότι έχει αναπτύξει έναν αριθμό νέων, άκρως εξελιγμένων οπλικών συστημάτων. Συζητήθηκε εάν για κάποια από τα όπλα που πρόκειται να αναπτυχθούν μπορεί ή δεν μπορεί να μπλοφάρουν οι Ρώσοι, αλλά ένα απ’ αυτά που έχει ήδη αναπτυχθεί, το αποκαλούμενο Dagger (Kinzhal,όχι οι πύραυλοι που αναφέρθηκαν παραπάνω), είναι ένας υπερηχητικός πύραυλος κρουζ που εκτοξεύεται από αέρος, καλύπτει 5-7.000 μίλια την ώρα και έχει βεληνεκές 1.200 μιλίων. Ο αναλυτής Αντρέι Μαρτιάνοφ ισχυρίζεται ότι «ουδέν σύγχρονο ή άμεσα αναμενόμενο σύστημα εναέριας άμυνας που έχει αναπτυχθεί από οποιονδήποτε νατοϊκό στόλο μπορεί να διακόψει την πορεία ακόμη και ενός πυραύλου με αυτά τα χαρακτηριστικά. Μια ομοβροντία 5-6 τέτοιων πυραύλων εγγυάται την καταστροφή οποιασδήποτε αρμάδας αεροπλανοφόρου ή άλλης ομάδας επιφανείας». Εκτοξεύεται από τον αέρα. Δηλαδή, από οπουδήποτε.

Οι ΗΠΑ δεν έχουν επιτεθεί ακόμη, όποιον λόγο κι αν έχουν  (ο ρεπόρτερ του «Sputnik»  Suliman Mulhem, παραθέτει έναν «στρατιωτικό παρατηρητή» που υποστηρίζει ότι αυτό οφείλεται στις ρωσικές προειδοποιήσεις). Αυτό είναι θετικό. Αλλά, με δεδομένη την τρέχουσα κατάσταση  της άκρως επιθετικής, «μετά-την-πρωτοκαθεδρία», αμερικανικής πολιτικής – όπου συμπεριλαμβάνονται  η ρωσομανία, η σιωνιστική επιδίωξη να καταστραφούν η Συρία και το Ιράν και η συγκρότηση του αμερικανικού πολεμικού υπουργικού συμβουλίου που προαναφέρθηκε— πόσο απίθανο είναι να προβούν οι ΗΠΑ , στο άμεσο μέλλον, σε μια τέτοια επίθεση εναντίον στόχου που η Ρωσία θεωρεί κρίσιμο να υπερασπιστεί;

Και η Συρία αποτελεί μόνο ένα από τα θέατρα όπου η στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία είναι πολύ πιθανή, εκτός αν η μία πλευρά αποδεχθεί την ήττα και αποχωρήσει. Θα εγκαταλείψει η Ρωσία τους ρωσόφωνους του Ντονμπάς αν τους επιτεθούν μαζικά οι φασιστικές δυνάμεις του Κιέβου με την υποστήριξη των ΗΠΑ;  Θα κάτσει στην άκρη και θα κοιτά παθητικά εάν οι αμερικανικές και ισραηλινές δυνάμεις επιτεθούν στο Ιράν; Ποιος θα υποχωρήσει και θα αποδεχθεί την απώλεια: ο Τζον Μπόλτον ή ο Βλάντιμιρ Πούτιν;

Πράγμα το οποίο μας φέρνει στο κρίσιμο ερώτημα: τι θα κάνουν οι ΗΠΑ αν η Ρωσία βυθίσει ένα αμερικανικό πλοίο; Πόσα βήματα απομένουν μέχρι αυτή η κατάσταση να εξελιχθεί σε κανονικό πόλεμο, ίσως και πυρηνικό; Ή μήπως οι Αμερικανοί σχεδιαστές (και εσείς αγαπητοί αναγνώστες) είναι απολύτως σίγουροι ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί ποτέ, επειδή οι ΗΠΑ έχουν τρομερά όπλα, και πάρα πολλά, και οι Ρώσοι πιθανώς θα χάσουν όλα τα πλοία τους στη Μεσόγειο αμέσως, αν δεν πάθουν κάτι ακόμη χειρότερο, και θα συμβιβαστούν με οτιδήποτε αντί να προχωρήσουν ένα ακόμη βήμα. Οι Ρώσοι, όπως όλοι, οφείλουν να γνωρίζουν ότι οι Αμερικανοί πάντα νικούν.

Πόσο ευτυχείς είμαστε μ’ αυτό, ε; Βολεμένοι στην κουβέρτα μας ; Επειδή οι Ρώσοι δεν θα πολεμήσουν, ενώ οι Ταλιμπάν θα πολεμήσουν.

Αυτό ακριβώς εννοούν οι Αμερικανοί μη φοβούμενοι τον πόλεμο με τη Ρωσία (ή τον πόλεμο γενικά). Δεν είναι παρά μια επίδειξη περιφρόνησης.

Η όπερα Σκρίπαλ, με διεύθυνση των  ΗΠΑ, με όλη την Ευρώπη και τα δυτικά ΜΜΕ να τραγουδούν αρμονικά, καθιστά σαφές ότι οι Αμερικανοί παραγωγοί του θεάματος  δεν δίνουν ρόλο  στη Ρωσία στη δική τους παγκόσμια σκηνή. Και αυτή η περιφρόνηση καθιστά ακόμη πιο πιθανό τον πόλεμο. Ιδού και πάλι η ιστοσελίδα The Saker, που τεκμηριώνει  το πόσο επικίνδυνη είναι για όλους η απομόνωση που επιβάλλουν τόσο απερίσκεπτα οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι πελάτες τους στη Ρωσία και στους εαυτούς τους:

Τώρα απελαύνουν Ρώσους διπλωμάτες μαζικά, και αισθάνονται πολύ δυνατοί και  αρρενωποί. …

Η αλήθεια είναι ότι αυτή είναι η κορυφή ενός πολύ μεγάλου παγόβουνου. Στην πραγματικότητα, οι κρίσιμες διαβουλεύσεις σε επίπεδο ειδικών, που είναι εξαιρετικά σημαντικές μεταξύ πυρηνικών υπερδυνάμεων, έχουν σταματήσει εδώ και πολύ καιρό. Έχουν πέσει κάτω από τις τηλεφωνικές κλήσεις σε κορυφαίο επίπεδο.  Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν όταν δύο πλευρές ετοιμάζονται για πόλεμο.  Επί πολλούς μήνες η Ρωσία και το ΝΑΤΟ ετοιμάζονται για πόλεμο στην Ευρώπη … Πολύ γρήγορα η πραγματική δράση θα αφεθεί στις ΗΠΑ και τη Ρωσία.  Έτσι, οποιαδήποτε σύγκρουση θα μετατραπεί ταχύτατα σε πυρηνική. Και για πρώτη φορά στην ιστορία, οι ΗΠΑ θα πληγούν πολύ σκληρά, όχι μόνο στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή ή την Ασία, αλλά και στη δική τους ήπειρο.

Μαζικές απελάσεις διπλωματών, οικονομικός πόλεμος,  συντονισμένη προπαγάνδα, κανένα ενδιαφέρον να απευθυνθούν ή να ακούσουν την άλλη πλευρά. Αυτό που βλέπουμε τους περασμένους μήνες είναι το «είδος των πραγμάτων που συμβαίνουν όταν δύο πλευρές ετοιμάζονται για πόλεμο».

Όσο λιγότερο φοβούνται οι Αμερικανοί τον πόλεμο, τόσο λιγότερο αντιλαμβάνονται την πιθανότητα να γίνει και τόσο πιο πιθανό είναι να τον κάνουν.

Έτοιμοι ή όχι

Η ιστοσελίδα  The Saker  παρουσιάζει ένα δίπτυχο που οδηγεί στον πυρήνα του θέματος. Θα ήταν καλό να το διαβάσει κανείς και να σκεφθεί προσεκτικά:

1. Οι Ρώσοι φοβούνται τον πόλεμο. Οι Αμερικανοί δεν φοβούνται.
2. Οι Ρώσοι είναι έτοιμοι για πόλεμο. Οι Αμερικανοί δεν είναι.

Η Ρωσία φοβάται τον πόλεμοΣτον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο σκοτώθηκαν πάνω από 20 εκατομμύρια Σοβιετικοί πολίτες, οι μισοί απ’ αυτούς ήταν άμαχοι.  Ήταν εικοσαπλάσιοι από τις απώλειες Αμερικανών και Βρετανών μαζί. Όλη η χώρα καταστράφηκε.  Μόνο στις 872 ημέρες πολιορκίας του Λένινγκραντ πέθαναν εκατομμύρια, μεταξύ αυτών και ο αδελφός του Βλάντιμιρ Πούτιν. Ο πληθυσμός της πόλης αποδεκατίστηκε από τις ασθένειες και την πείνα, κάποιοι έφτασαν στο σημείο του κανιβαλισμού. Τα Wikileaks αποκαλούν αυτή την πολιορκία «μία από τις πιο μακροχρόνιες και καταστροφικές πολιορκίες στην ιστορία [και] πιθανώς με τις μεγαλύτερες απώλειες ανθρώπινων  ζωών». Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν και στην εννιάμηνη πολιορκία του Στάλινγκραντ.

Στη Ρωσία, όλοι ανεξαιρέτως γνωρίζουν αυτή την ιστορία. Εκατομμύρια ρωσικές οικογένειες έχουν υποφέρει. Ασφαλώς υπήρξε  μυθοποίηση του αγώνα και των ηρώων, αλλά οι Ρώσοι γνωρίζουν βαθιά μέσα τους τον πόλεμο και γνωρίζουν ότι μπορεί να τους συμβεί. Δεν θέλουν να γίνει ξανά πόλεμος. Θα κάνουν σχεδόν τα πάντα για να τον αποφύγουν. Οι Ρώσοι δεν είναι επιπόλαιοι όσον αφορά τον πόλεμο. Τον φοβούνται. Δεν τον παίρνουν αψήφιστα.

Οι Αμερικανοί δεν φοβούνται τον πόλεμο. Δεν έχουν ζήσει ποτέ κάτι αντίστοιχα καταστροφικό έστω και στο ελάχιστο. Στον εμφύλιο πόλεμο, πριν από 150 χρόνια, πέθαναν περίπου 620.000. (Και είμαστε ακόμη σε σύγχυση!) Το αμερικανικό έδαφος δεν έχει δεχθεί επίθεση σημαντικής στρατιωτικής δύναμης από τον πόλεμο του 1812 [με τους Άγγλους].  Έκτοτε, οι χειρότερες επιθέσεις σε αμερικανικό έδαφος ήταν δύο μεμονωμένα γεγονότα (το Περλ Χάρμπορ και η 11η Σεπτεμβρίου), με απόσταση εβδομήντα χρόνων και συνολικές απώλειες περίπου έξι χιλιάδες ανθρώπους. Αυτές είναι οι εμβληματικές στιγμές της Αμερικής Υπό Πολιορκία.

Για τον αμερικανικό πληθυσμό, οι πόλεμοι είναι «κάπου εκεί μακριά», σ’ αυτούς πολεμάει μια μικρή ομάδα Αμερικανών που πάει στον πόλεμο και επιστρέφει ή δεν επιστρέφει. Ο θάνατος, η καταστροφή και η μυρωδιά του πολέμου –που φέρνουν οι ΗΠΑ στους λαούς σ’ όλο τον κόσμο ασταμάτητα— ούτε είναι ορατά ούτε βιώνονται μέσα στη χώρα τους. Οι Αμερικανοί δεν μπορούν να διανοηθούν με οποιαδήποτε άλλη πλην της πιο αφηρημένης έννοιας ότι μπορεί να συμβεί πόλεμος εδώ, σ’ αυτούς. Για τον γενικό πληθυσμό, η περί πολέμου συζήτηση είναι απλώς ένας παρεμβαλλόμενος και ασήμαντος πολιτικός θόρυβος στον Μόργκαν Φρίμαν που ανταγωνίζεται με την σταρ της πορνογραφίας  Στόρμι Ντάνιελς και τις Καρντάσιανς για την προσοχή του κοινού.

Οι Αμερικανοί είναι πολύ ανέμελοι όσον αφορά τον πόλεμο: συνεχώς απειλούν άλλες χώρες πολεμικά, η κυβέρνηση τον πλασάρει με ψεύδη και τα πολιτικά κόμματα τον προωθούν τυχοδιωκτικά για να νικήσουν τους αντιπάλους τους – και κανείς δεν δίνει δεκάρα. Για τους Αμερικανούς, ο πόλεμος είναι μέρος ενός παιχνιδιού. Δεν τον φοβούνται. Τον παίρνουν αψήφιστα.

Οι Ρώσοι είναι έτοιμοι για πόλεμο. Οι ναζί νικήθηκαν –στη σοβιετική Ρωσία, από σοβιετικούς πολίτες και από τον Κόκκινο Στρατό— επειδή οι άνθρωποι μαζικά αντιστάθηκαν  και πολέμησαν  ενωμένοι για μια νίκη που κατανοούσαν πόσο σημαντική ήταν. Δεν θα μπορούσαν να αντέξουν τρομακτικές πολιορκίες και να νικήσουν τους ναζί με άλλο τρόπο. Με άλλα λόγια, οι Ρώσοι κατανοούν ότι ο πόλεμος είναι μια κρίση θανάτου και καταστροφής που πλήττει όλη την κοινωνία και μπορεί να κερδηθεί μέσω μαζικής και δύσκολης προσπάθειας που βασίζεται στην κοινωνική αλληλεγγύη.  Αν οι Ρώσοι αισθανθούν ότι πρέπει να πολεμήσουν, αν αισθανθούν πολιορκημένοι, ξέρουν ότι θα σταθούν μαζί, θα αντιμετωπίσουν τα χτυπήματα που έρχονται και θα πολεμήσουν μέχρι τέλους. Δεν θα επιτρέψουν ξανά να φτάσει ο πόλεμος στις πόλεις τους, ενώ ο επιτιθέμενος χουχουλιάζει στις κουβέρτες. Θα είναι ένας κόσμος πόνου.  Θα αναπτύξουν και θα χρησιμοποιήσουν όποιο όπλο μπορούν. Και το πιο σκληρό τους όπλο δεν είναι ο υπερηχητικός πύραυλος, είναι η αλληλεγγύη που συνεπάγεται το 77%. Δεν θα επιζητήσουν τον πόλεμο, αλλά εάν γίνει είναι έτοιμοι να πολεμήσουν.

Οι Αμερικανοί δεν είναι έτοιμοι για πόλεμο:  οι Αμερικανοί βιώνουν τη φρίκη του πολέμου σαν μια σειρά μεμονωμένων τραγωδιών των οικογενειών των πεσόντων, που παρουσιάζονται με βινιέτες ανθρώπινου ενδιαφέροντος στις βραδινές ειδήσεις. Ατομικές τραγωδίες, όχι κοινωνική καταστροφή.

Ούτως ή άλλως, είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς την κοινωνική καταστροφή του πολέμου, αλλά η αμερικανική κουλτούρα δεν συμπεριλαμβάνει τη σκέψη περί αυτού συγκεκριμένα.  Η κοινωνική φαντασίωση του πολέμου αντανακλάται σε μη αληθινά σενάρια ενός σύμπαντος υπερηρώων ή μιας αποκάλυψης νεκροζώντανων. Η εξωγήινη ακτίνα θανάτου μπορεί να ανατινάξει το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ, αλλά ο ήρωας και η οικογένειά του (που σήμερα περιλαμβάνει αμφίβολου φύλου έφηβο και οπωσδήποτε σκύλο) θα επιβιώσει και θα θριαμβεύσει. Κακοί, ήρωες και κοινωνία ως κόμικ.

Ένας λόγος που εξηγεί αυτή την κατάσταση, και πρέπει να τον αναγνωρίσουμε, είναι η επικράτηση της θατσερικής φιλελεύθερης καπιταλιστικής ιδεολογίας του  «δεν υπάρχει κοινωνία». Συγχαρητήρια Άιν Ραντ, δεν υπάρχει πλέον αμερικανική κοινωνία. Υπάρχει μόνο κάθε  ένας ξεχωριστά, ως επίδοξος επιχειρηματίας για τον εαυτό του /της. Έτσι όμως δεν συγκροτείται μια μαχόμενη κοινότητα.

Επιπλέον, ενώ η Αμερική βρίσκεται συνεχώς σε πόλεμο, ουδείς κατανοεί το σκοπό του. Αυτό συμβαίνει διότι ο αληθινός σκοπός δεν μπορεί να εξηγηθεί ποτέ και πρέπει να κρυφτεί πίσω από κάποια βολική αφηρημένη έννοια –«δημοκρατία», «οι ελευθερίες μας» κοκ. Ο λόγος αυτού του είδους μπορεί να κινητοποιεί ορισμένους ανθρώπους για λίγο, αλλά χάνει τη γοητεία του τη στιγμή που κάποιος δέχεται πλήγμα κατά πρόσωπο.

Χρειάζεται μόνο ελάχιστο χρόνο για να διαπιστώσει ο καθένας ότι ουδείς απειλεί να επιτεθεί με το στρατό του και να καταστρέψει τις ΗΠΑ και με λίγο χρόνο παραπάνω ο καθένας μπορεί να καταλάβει πόσο ψεύτικα είναι όλα αυτά περί «δημοκρατίας και ελευθεριών» και να θυμηθεί πόσο συχνά του είπαν ψέματα πριν. Υπάρχουν πάρα πολλές πληροφορίες (και γι’ αυτό η ανώτατη ιμπεριαλιστική διοίκηση θέλει να ελέγχει το διαδίκτυο). Γιατί, διάβολε, πολεμάω; Μετά απ’ αυτό, υπάρχουν πολλά ερωτήματα  και πολλοί πλέον ρωτούν, πριν δεχθούν το χτύπημα στο πρόσωπο.

Αυτή η έλλειψη κοινωνικής κατανόησης και πολιτικής στήριξης μεταφράζεται σε αδυναμία να συμμετάσχει ο κόσμος σε έναν μεγάλο, παρατεταμένο πόλεμο με βαριές ανθρώπινες  απώλειες – «εκεί πέρα μακριά» αλλά και στο κάθε σπίτι. Η αμερικανική κουλτούρα μπορεί να υιοθετεί με ενθουσιασμό τις ειδικές δυνάμεις που δίνουν μαθήματα στους «κακούς» κάπου στον κόσμο μέσα από τις τηλεοπτικές σειρές, αλλά τη στιγμή που θα αρχίζουν να ανατινάζονται αμερικανικά σπίτια και να πέφτουν αμερικανικά κορμιά ο ενθουσιασμός θα γίνει κραυγή αγωνίας, και αυτό θα συμβεί εδώ.

Οι Αμερικανοί είναι έτοιμοι για σαματά, για το επιχειρηματικό σόου Shark Tank και το  Zombie Apocalypse. Δεν είναι όμως έτοιμοι για πόλεμο.

Παίρνεις ό,τι έχεις ποντάρει

Το «Russiagate», που άρχισε εντελώς συνηθισμένα κατά την προεδρική εκστρατεία σαν όπλο των Δημοκρατικών για να χάσει ο Τραμπ, έχει μετατραπεί σήμερα σε ρωσομανία  — συστοιχία όπλων που εκτοξεύονται από ποικίλους τομείς του κράτους, σε μια σειρά στόχους  που θεωρείται ότι, ακόμη και δυνητικά, αντιστέκονται στον ιμπεριαλιστικό μιλιταρισμό. Στόχος είναι και ο Τραμπ –ακόμη, και για όσο θα θεωρείται αναξιόπιστος— μέσω νομικής δίωξης άπειρου εύρους (το πιθανότερο  είναι να τον ρίξουν για κάτι που δεν έχει καμία σχέση με τη Ρωσία). Τώρα η Ρωσία γίνεται στόχος, με πλήρη ισχύ, των οικονομικών, διπλωματικών, ιδεολογικών –και, δοκιμαστικά, των στρατιωτικών— όπλων του κράτους. Ίσως το πιο σημαντικό είναι πως Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, ιδίως όσοι διαφωνούν, γίνονται στόχοι του ενοποιημένου μπαράζ των ΜΜΕ τα οποία επιτίθενται σε κάθε έκφραση ριζοσπαστικής κριτικής, σε οτιδήποτε «σπέρνει τη διαίρεση», ως προδοσία υπέρ των Ρώσων – από το κίνημα Black Lives Matter και την καμπάνια του Μπ. Σάντερς, μέχρι την άποψη «θα μπορούσαν να το είχαν κάνει άλλες χώρες».

Η εντυπωσιακή επιτυχία αυτής της τελευταίας επίθεσης παίζει κρίσιμο ρόλο στο να καταστεί πιο πιθανός ένας πόλεμος και πρέπει να αντιμετωπιστεί.  Γιατί είναι ικανοί  να αυξήσουν το ρίσκο του πολέμου με μια πυρηνική δύναμη, προκειμένου να μαζέψουν πόντους κατά του Τραμπ ή της Τζιλ Στάιν – βεβαίως μόνο εκείνοι που ούτε λογαριάζουν, ούτε φοβούνται, ούτε είναι έτοιμοι για πόλεμο θα έκαναν ένα τόσο βλακώδες και επικίνδυνο πράγμα.

Είναι αδύνατο να προβλέψουμε με βεβαιότητα εάν, πότε ή με ποιον θα ξεκινήσει ένας μείζων θερμός πόλεμος. Η ίδια χαοτική αποδιοργάνωση και αυθορμησία της κυβέρνησης Τραμπ που αυξάνει τον κίνδυνο του πολέμου θα μπορούσε επίσης να συντελέσει στην αποτροπή του. Ο Τζον Μπόλτον ίσως απολυθεί πριν ακόμη ξυρίσει το μουστάκι του. Αλλά η κατάσταση μοιάζει με χύτρα ταχύτητας και η θερμοκρασία έχει αυξηθεί πολύ.

Σε ένα προηγούμενο άρθρο, υποστήριζα ότι πρώτος στόχος στρατιωτικής επίθεσης θα ήταν πιθανώς η Βενεζουέλα, ακριβώς επειδή θα ήταν μια εύκολη νίκη που δεν δημιουργούσε κίνδυνο στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. Ακόμη υπάρχει αυτή η πιθανότητα. Όπως είδαμε με τον πρώτο πόλεμο στο Ιράκ (που βοήθησε να τερματιστεί το «σύνδρομο του Βιετνάμ») και με τον  δεύτερο  (που αναβίωσε αυτό το σύνδρομο κατά κάποιον τρόπο), η ιμπεριαλιστική ανώτατη διοίκηση χρειάζεται να εξοικειώσει το αμερικανικό κοινό με μια αμερικανική νίκη σχεδόν χωρίς ανθρώπινες απώλειες, προκειμένου να το δελεάσει για έναν πόλεμο που θα φέρει πόνο.

Αλλά το νέο πολεμικό υπουργικό συμβούλιο μπορεί να οδηγηθεί στην πρόκληση ενός μεγάλου γεγονότος  — μιας επίθεσης στο Ιράν. Ο Τραμπ, ο Πομπέο και ο Μπόλτον είναι φανατικοί υποστηρικτές της αλλαγής καθεστώτος στο Ιράν. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν θα αχρηστευθεί  και όλοι θα δουλέψουν σκληρά για να εκπληρωθεί η μυστική συμφωνία που έχει συνάψει ήδη η κυβέρνηση Τραμπ με το Ισραήλ «να αντιμετωπίσουν  την πυρηνική ώθηση του Ιράν, τα πυραυλικά προγράμματά του και άλλες απειλητικές δραστηριότητες» – ή όπως το εξέφρασε ο Τραμπ: «σακατέψτε  το [ιρανικό] καθεστώς και οδηγήστε το στην κατάρρευση». (Παρεμπιπτόντως, αυτή τη συμφωνία τη διαπραγματεύτηκε και την υπέγραψε ο προηγούμενος υποτίθεται όχι και τόσο πολεμοχαρής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Χ. Ρ. Μακμάστερ.)

Ωστόσο, μια επίθεση στο Ιράν συνεπάγεται ότι οι Αμερικανοί είτε θα εξασφαλίσουν ότι δεν θα παρεμβληθεί η Ρωσία ή θα καταστήσουν σαφές ότι δεν νοιάζονται αν θα παρεμβληθεί. Έτσι, οι απειλητικές κινήσεις -χωρίς να εξαιρούνται στρατιωτικές ασκήσεις- εναντίον της Ρωσίας θα αυξηθούν είτε η Ρωσία είναι άμεσος στόχος είτε όχι.

Η πολιορκία βρίσκεται σε εξέλιξη.

Οι Αμερικανοί που θέλουν να συνεχίσουν να παίζουν με τη φωτιά, καλά θα έκαναν να ακούσουν με προσοχή το στόχο τον οποίο θέλουν να πλήξουν. Ακούστε τον Βλάντιμιρ Πούτιν να μιλά σε δυτικούς δημοσιογράφους, το 2017, στην Αγία Πετρούπολη:

Χρόνο με το χρόνο γνωρίζουμε τι θα συμβεί, και αυτοί γνωρίζουν ότι γνωρίζουμε. Εσείς λέτε ιστορίες και τις διαχέετε στους πολίτες των χωρών σας. 

Με τη σειρά του, ο λαός σας δεν νιώθει την αίσθηση του επικείμενου κινδύνου – και αυτό με ανησυχεί.   

Πώς μπορείτε να μην καταλαβαίνετε  ότι ο κόσμος σύρεται σε μια μη αναστρέψιμη κατεύθυνση. Αυτό είναι το πρόβλημα.

Εν τω μεταξύ υποκρίνονται ότι δεν συμβαίνει τίποτε. Δεν ξέρω πώς να γίνω κατανοητός από εσάς πλέον.

Η Ρωσία δεν υπερηφανεύεται ούτε κομπάζει ούτε απειλεί ούτε ενθουσιάζεται με την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στη Συρία. Όταν θεωρήθηκε αναγκαίο –όταν οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να επιτεθούν στον συριακό στρατό— απλώς το έκανε. Και οι μεγάλοι Αμερικανοί  πολιτικοί σκακιστές ακόμη προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις αυτού του γεγονότος. Εργάζονται σκληρά για να βρουν στο σωστό μείγμα απειλών, μπλόφας, κυρώσεων, απελάσεων, προσβολών, στρατού στα σύνορα και επιθέσεων τύπου «ματωμένης μύτης» για να την εξαναγκάσουν σε παράδοση. Θα έπρεπε να ακούσουν το στόχο τους που δεν κουράζεται να μιλά για «συνεργασία», που δήλωσε σαφώς πώς θα αντιδρούσε η χώρα του σε προηγηθείσες ενέργειες (π.χ. στο ενδεχόμενο ακύρωσης της συνθήκης για τους διηπειρωτικούς πυραύλους και στάθμευση  τέτοιων πυραύλων στην Αν. Ευρώπη), η οικογένεια του οποίου έχει υποφέρει από πολεμικές καταστροφές τις οποίες οι Αμερικανοί ούτε να φανταστούν δεν μπορούν, κατά συνέπεια παίρνει στα σοβαρά, φοβάται τον πόλεμο και είναι έτοιμος για αυτόν με τρόπους που δεν είναι έτοιμοι οι Αμερικανοί. Και δεν παίζει τα παιχνίδια τους.

Πηγή: CounterPunch

*Ο Jim Kavanagh είναι Αμερικανός, πρώην καθηγητής ανώτερης εκπαίδευσης, αρθρογράφος σε πολλά προοδευτικά Μέσα.

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

 


[1] Ειρωνικά, δεδομένης της τρέχουσας ορμητικότητας της ρωσομανίας, αυτή είναι μια αναφορά σε παρατηρήσεις της Janet Napolitano, “The Enemization of Everything or an American Story of Empathy & Healing?

[2] Αν και είναι γελοίο που χρειάζεται να ειπωθεί: εδώ δεν μιλώ για τον ψευδοφόβο που σπέρνει η μιντιακή παρουσίαση του «ισχυρού ανδρός», του «κτηνώδους δικτάτορα» Βλάντιμιρ Πούτιν. Αυτός ο φόβος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής ως κόμικ – ένας σούπερ κακός που, όπως όλοι ξέρουμε, στο τέλος θα νικηθεί.

Για την κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

1. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο επικίνδυνης όξυνσης των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, καθώς και επαναπροσδιορισμού και ανακατάταξης της ισχύος των μεγάλων δυνάμεων. Ανάμεσα σε άλλα, η περίοδος αυτή σημαδεύεται από την σύγχρονη κρίση ηγεμονίας των ΗΠΑ, από την άνοδο της ρωσικής παρουσίας στην περιοχή και διεθνώς, από την αντιρωσική υστερία στην οποία προσχώρησε ο ευρω-ατλαντικός άξονας και στην οποία πρωταγωνιστεί η Μ. Βρεττανία και σε δεύτερο ρόλο η Γαλλία.

2. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, επτά ολόκληρα χρόνια από την έναρξή του, βαίνει προς το τέλος του αφήνοντας πίσω του μια σχεδόν κατεστραμμένη χώρα -της οποίας αμφισβητείται επιπλέον η ενιαία της υπόσταση- καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια εκτοπισμένους. Ανεξάρτητα από τις εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις που πυροδότησαν την απαρχή της εμφύλιας σύρραξης, ο εμφύλιος πόλεμος υιοθετήθηκε αμέσως από τις δυτικές κυβερνήσεις και πήρε το χαρακτήρα της βίαιης αλλαγής καθεστώτος και της αντικατάστασης του Άσαντ από αρεστές στις ΗΠΑ δυνάμεις. Στη Συρία, χώρα που είχε χαρακτηριστεί ως μέλος του άξονα του κακού, εκτυλίχθηκε το αιματηρό και καταστροφικό πείραμα των ΗΠΑ στο Ιράκ και στη Λιβύη. Δαιμονοποίηση του υπαρκτού καθεστώτος, τρομακτική εκστρατεία προπαγάνδας, πολεμική εμπλοκή δι’ αντιπροσώπων, κατασκευή προσχημάτων για να δικαιολογηθούν «έξυπνοι» βομβαρδισμοί κλπ. Ως τμήμα της ευρύτερης «αραβικής άνοιξης» ο madeinUSA«εκδημοκρατισμός» των χωρών της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής προέβλεπε την ανατροπή όλων όσων δεν συμφωνούσαν με κλειστά μάτια στις επιβουλές των ΗΠΑ. Υπήρξαν περιπτώσεις επιτυχημένης αντικατάστασης των παλιών με καινούριους, πιο φιλικούς και διαθέσιμους (πχ Αίγυπτος). Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις (Ιράκ, Λιβύη) όπου η διάδοχη κατάσταση μετά την επέμβαση των ΗΠΑ οδήγησε σε καταστροφικά αποτελέσματα, με διάλυση χωρών, κατάλυση της ακεραιότητας και της κυριαρχίας τους και πισωγύρισμα σε μεσαιωνικές καταστάσεις. Στη Λιβύη έπεσε για παράδειγμα ο δικτάτορας Καντάφι και …αποκαταστάθηκε το δουλεμπόριο ανθρώπων.3. Στη Συρία τα πράγματα δεν πήγαν όπως επεδίωκαν οι Αμερκάνοι. Πρόκειται για την πρώτη τέτοια απόπειρα «Αραβικη Άνοιξη» που αποτυγχάνει ανοικτά και καθαρά. Με δύο λόγια, ο πόλεμος χάθηκε για τη Δύση και τις δυνάμεις που υποστήριξε μέσα στη Συρία. Αυτό το γεγονός, παρά το καταθλιπτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ξετυλίχτηκε, και το ανυπολόγιστο κόστος σε ζωές και υποδομές, δημιουργεί νέα δεδομένα για τους λαούς της περιοχής καθώς δέχεται πλήγμα η μοιρολατρική αποδοχή ότι οι ΗΠΑ, αν θέλουν να κάνουν μια χώρα δική τους, μπορούν να το κάνουν. Πρόκειται για την πρώτη φορά στα τελευταία χρόνια, που ηττήθηκε ο αμερικανικός σχεδιασμός στο στρατιωτικό πεδίο, παρά τις αθρόες ενισχύσεις της συριακής αντιπολίτευσης και των ισλαμιστικών ομάδων.

4. Η Ρωσία αναδεικνύεται ως εναλλακτική δύναμη «προστασίας», χωρίς τις εξαλλοσύνες των ΗΠΑ, χωρίς όμως να υπερτιμά κανείς τις δυνατότητές της. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει άμεσα μια επίθεση των ΗΠΑ, αλλά και οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εξαπολύσουν επίθεση σε μια περιοχή άμεσου ρωσικού ενδιαφέροντος, χωρίς να πάρουν υπόψιν τους τη Ρωσία. Οι ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης, το αποδεικνύουν. Στη Συρία δεν είχαμε δηλαδή επανάληψη των γεγονότων της Ουκρανίας, της Γεωργίας κλπ όπου υπό άμεσο αμερικανικό σχεδιασμό υπήρχε άμεση ρήξη με τα ρωσικά συμφέροντα και πολεμική εμπλοκή μικρής κλίμακας.

5. Το γεγονός είναι ότι στη Συρία εκφράστηκε σε όλη της την κλίμακα μια κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας. Οι ΗΠΑ, μετά το οικονομικό πεδίο και τον σκληρό ανταγωνισμό με την Κίνα και στο στρατιωτικό – γεωπολιτικό πεδίο δεν είναι οι αδιαφιλονίκητοι ηγέτες που κάνουν ότι θέλουν. Παραμένουν η ισχυρότερη δύναμη, αλλά η κυριαρχία τους κλονίζεται, η ηγεμονία τους αμφισβητείται. Αυτό από μόνο του είναι θετικό γεγονός καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει σε προοδευτικές εξελίξεις, δεν αποτελεί όμως ικανή συνθήκη για αυτές τις προοδευτικές εξελίξεις. Λείπει ο προοδευτικός υποκειμενικός παράγοντας που θα μπορούσε να μετασχηματίσει την κρίση των ΗΠΑ σε ελπίδα για μια άλλη προοπτική. Ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα αποτελεί έναν τέτοιο προοδευτικό πόλο στη διεθνή σκηνή.

6. Η κρίση της αμερικάνικης ηγεμονίας ήταν υπαρκτή, αλλά η εκλογή Τραμπ την όξυνε. Αρχικά, η διακυβέρνηση Τραμπ αμφισβήτησε την προηγούμενη στρατηγική του αμερικανικού κατεστημένου (εξωστρεφή επιθετικότητα Δημοκρατικών όπως εκφραζόταν κύρια από την Χίλαρυ Κλίντον), αλλά στην πορεία και ειδικά από το επεισόδιο με τη Β. Κορέα και μετά, φάνηκε ότι υπήρξε κάποιος συμβιβασμός στους κόλπους του αμερικανικού κατεστημένου που όμως δεν έκρυψε εντελώς τον αντιφατικό και ασταθή συμβιβασμό ανάμεσα στις πτέρυγες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και του στρατιωτικο-πιστωτικού συμπλέγματος. Οι αλλοπρόσαλλες και αντιφατικές δηλώσεις Τραμπ πέραν των προσωπικών χαρακτηριστικών του προέδρου των ΗΠΑ, αφορούν αυτή τη διαπάλη και την αντιφατικότητα. Οι ΗΠΑ πρώτα θα έφευγαν και τελικά θα έμεναν στη Συρία, αρχικά θα έστελναν πυραύλους στη Ρωσία και μετά θα την καλούσαν σε διάλογο και συνεργασία, κοκ. Αυτή η αντιφατικότητα και η εσωτερική διαμάχη στην ηγεσία των ΗΠΑ, που αν και ηπιότερη από παλιά, εξακολουθεί να μαίνεται, εξηγεί την οξυμμένη αδυναμία του ευρωατλαντικού άξονα να πραγματοποιήσει τις επιβουλές του. Η ανορθόδοξη και αιρετική διακυβέρνηση Τραμπ είναι δείγμα της έκρηξης των αντιφάσεων της αμερικανικής ηγεμονίας. Υπό όρους, αυτά τα κενά και αυτές οι αντιφάσεις θα μπορούσαν να αφήσουν χώρο για ρωγμές στην καταθλιπτική κυριαρχία του ιμπεριαλισμού. Αυτό ήταν και το νόημα όσων, με αφορμή την εκλογή Τραμπ, εκτιμούσαν την «εποχή τεράτων και δυνατότητων».

7. Η Ρωσία διατηρούσε ισχυρούς και πολυετείς δεσμούς με το συριακό καθεστώς. Η αμερικανική επέμβαση και η απόπειρα βίαιης και έξωθεν αλλαγής καθεστώτος έφερνε πιο κοντά τον κίνδυνο του διαμελισμού της Συρίας καθώς και της ανάδυσης των πιο σκοταδιστικών και οπισθοδρομικών ισλαμιστικών δυνάμεων που άμεσα ή έμμεσα υποστηρίχθηκαν από τις ΗΠΑ και τον πιστότερο τοποτηρητή τους στον αραβικό κόσμο, τη Σαουδική Αραβία. Όλα αυτά δημιούργησαν εύφορο έδαφος για μια αυξημένη παρουσία των Ρώσων στη Συρία καθώς και άμεση στρατιωτική εμπλοκή στον αγώνα ενάντια στον ISIS. Οι ισλαμιστές, ως τερατούργημα δημιουργημένο και ποικιλότροπα ευνοημένο από τη Δύση, στα πλαίσια της αντι-Ασαντ ενωμένης αντιπολίτευσης, αντικειμενικά νομιμοποίησαν μια τέτοια εμπλοκή. Σε αυτό το σημείο δεν χρειάζεται καμιά αυταπάτη για τη Ρωσία, αλλά η συζήτηση πρέπει να γίνει με τα πόδια κάτω και το κεφάλι πάνω. Αν το κριτήριο είναι η διατήρηση και όχι η ανατίναξη ενός κυρίαρχου κράτους, αν το κριτήριο είναι η ειρήνη και όχι ο συνεχιζόμενος πόλεμος, αν το κριτήριο είναι η δυνατότητα ενός λαού να λύνει μόνος του τα προβλήματά του, χωρίς ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, μεγάλα αφεντικά και ξενόδουλες ΜΚΟ καθοδηγούμενες από μυστικές υπηρεσίες, τότε το δίκαιο ήταν με το μέρος της Συριακής κυβέρνησης και των Ρώσων. Ίσες αποστάσεις ανάμεσα στον επιτιθέμενο και τον αμυνόμενο δεν υπάρχουν, ακόμη και όταν ο αμυνόμενος δεν ανεμίζει τις σημαίες της κοινωνικής απελευθέρωσης. Οι ίσες αποστάσεις, η έμμεση ή άμεση υποστήριξη της «επανάστασης» στη Συρία που ήταν μέχρι το μεδούλι διαβρωμένη και από ένα σημείο και έπειτα καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ, δεν έχει καμιά σχέση με προοδευτική, δημοκρατική και αριστερή πολιτική. Αντίθετα μετατρέπει τους φορείς αυτών των απόψεων σε εκούσιους ή ακούσιους υποστηρικτές του επιτιθέμενου και πιο επικίνδυνου ιμπεριαλισμού.

8. Η κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή έχει πολλές παραμέτρους που δεν ορίζονται μονοσήμαντα. Ο αγώνας των Κούρδων για διοικητική αυτονομία, αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία καταρχήν ενισχύθηκε, αν δεν υιοθετήθηκε από τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της αντι-Ασάντ εκστρατείας, για να προκαλέσει τις σπασμωδικές αντιδράσεις του Ερντογάν που έβλεπε τον κίνδυνο της εξ Ανατολών αμφισβήτησης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας του να γιγαντώνεται. Στην πορεία, το παιχνίδι του Ερντογάν με τη Ρωσία υπενθύμισε στις ΗΠΑ ότι δεν υπάρχει η πολυτέλεια να χαθεί ένας ισχυρός περιφερειακός παίκτης, μέλος του ΝΑΤΟ. Αποτέλεσμα ήταν η «παράδοση» του Αφρίν και το κρέμασμα των Κούρδων. Από την άλλη μεριά, το Ισραήλ στο πλαίσιο της ένταξής του στον φιλοαμερικανικό άξονα της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας, τα έχει βρει μια χαρά με τις πιο ακραίες σαλαφιστικές ισλαμιστικές ομάδες που όλως περιέργως δεν έχουν χτυπήσει το Ισραήλ, αν και έχουν αιμοτοκυλίσει τις πρωτεύουσες της Δύσης. Αντίθετα, το Ισραήλ στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στην Ιρανική διείσδυση διαβλέποντας ότι μόνο οι αντιαμερικανικές αραβικές δυνάμεις συνιστούν απειλή για τα γενοκτονικά σχέδια του σιωνισμού. Η Σαουδική Αραβία δεν έχει κανένα πρόβλημα με το σιωνισμό, την ώρα που προχωρά σε συστηματική εξόντωση πληθυσμών στην Υεμένη που βρίσκονται κάτω από σιιτικό έλεγχο.

9. Στο πλαίσιο αυτό εξελίσσεται η ελληνοτουρκική ένταση η οποία δεν είναι μεμονωμένη, ούτε βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου. Οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας αποτελούν μια μόνο μικρή παράμετρο σε μια μεγάλη εξίσωση. Η Ελλάδα ακόμα και για την ίδια την Τουρκία είναι ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας. Το κύριο είναι το τι θα γίνει στα ανατολικά της και αυτό γεννά απαίτηση ανταλλαγμάτων στα δυτικά της σε ενδεχόμενες απώλειες ή απειλές. Η στροφή της Τουρκίας προς τη Ρωσία αποδείχθηκε ότι δεν ήταν μόνιμη ούτε είχε στρατηγικό χαρακτήρα. Ανέδειξε ότι ο Ερντογάν, παρότι στριμωγμένος, ακολουθεί πολυδιάστατη πολιτική και παίζει σε διεθνές επίπεδο, επιδιώκοντας να εγγυηθεί όλη την περιοχή. Αυτή η πολιτική δεν έχει καμιά σχέση με τη μονοδιάστατη και φανατική προσκόλληση στο άρμα των ΗΠΑ που δείχνει η ελληνική κυβέρνηση. Η Τουρκία εκβιάζει, γκρινιάζει, δηλώνει διαθέσιμη αλλά και μη δεδομένη, απαιτεί ανταλλάγματα (και λογικά θα τα πάρει από τις ΗΠΑ τουλάχιστον στο επίπεδο των ΑΟΖ και της οικονομικής συνεκμετάλλευσης Αιγαίου και Α. Μεσογείου).

10. Η Ελλάδα έχει προσκολληθεί στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας, που βγαίνει σχετικά ηττημένος από αυτό το γύρο της αντιπαράθεσης. Όχι μόνο δεν θα κέρδιζε κάτι σε περίπτωση που οι ΗΠΑ θριάμβευαν στη Συρία, αλλά δεν κερδίζει απολύτως τίποτα τώρα. Οι δε ελιγμοί της Τουρκίας ανάμεσα σε Ρωσία και ΗΠΑ δείχνουν ότι η τουρκική ηγεσία παρά την εσωτερική κρίση και τις αντιφάσεις, ακολουθεί μια πιο ευέλικτη πολιτική πέραν της μονομερούς προσκόλλησης σε έναν άξονα (ο οποίος μάλιστα χάνει). Τούτων δοθέντων, το δόγμα ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (που είναι και δόγμα της ελληνικής άρχουσας τάξης) για πλήρη και οργανική ένταξη στον φιλοαμερικανικό άξονα Ισραήλ – Αιγύπτου – Σ. Αραβίας, αποδεικνύεται βλακώδες. Την ώρα που η Τουρκία τα τσουγκρίζει με τις ΗΠΑ, (χωρίς να τα σπάει και να αποσκιρτά από τον ευρωατλαντικό άξονα), η ηγεσία Τσίπρα – Κοτζιά αποφάσιζε ότι η δίχως όρους προσκόλληση στις ΗΠΑ θα έβαζε την Ελλάδα στο στρατόπεδο των κερδισμένων. Η πραγματικότητα απέδειξε το ανάποδο. Η Τουρκία είναι σημαντική για τη Δύση, και οι ΗΠΑ δεν θα διστάσουν να κρεμάσουν την Ελλάδα, όπως κρέμασαν και τους Κούρδους αν τα στρατηγικά τους συμφέροντα το απαιτούν. Οι δηλώσεις του γ.γ. του ΝΑΤΟ ότι το θέμα με τους δύο στρατιωτικούς πρέπει να λυθεί αποκλειστικά ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, καθώς και ότι «η Τουρκία είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος», αποδεικνύει ότι η πολυδιάστατη και όχι η μονοσήμαντη εξωτερική πολιτική είναι αυτή που αποδίδει, σε ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον. Στην προκειμένη περίπτωση, σε αυτή τη φάση των εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο, η ελληνική πολιτική ηγεσία και η άρχουσα τάξη πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένη. Αυτό είναι πάθημα που οφείλει να γίνει μάθημα για όλους όσους ξιφουλκούν με ευκολία ενάντια στην Τουρκία κρύβοντας το ευρύτερο πεδίο.

11. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι επικίνδυνη γιατί κινείται με αποκλειστικό στόχο την εξυπηρέτηση των αμερικάνικων σχεδιασμών. Έχει σύρει τη χώρα στην αντιδραστική συμμαχία Ισραήλ – Αιγύπτου – Σ. Αραβίας χωρίς κανένα αντάλλαγμα ακόμα και με αστικούς όρους. Βάζει την εθνική ακεραιότητα και κυριαρχία της χώρας στον πάγκο του χασάπη σε μια περίοδο που οξύνονται ανακατατάξεις, αμφισβητήσεις, ανταλλάγματα, παζάρια, διεκδικήσεις. Μαζί με τη διάλυση της κοινωνίας και της εργασίας στο δρόμο της μνημονιακής πολιτικής και του νεοφιλελευθερισμού αλά ΣΥΡΙΖΑ, αυτές οι εξελίξεις δεν είναι διόλου δευτερεύουσες.

12. Στην ελληνοτουρκική ένταση, πρώτιστο καθήκον των προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων η διαφύλαξη της ειρήνης. Αυτό όμως δεν σημαίνει πολιτική κατευνασμού, μυωπία απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, προσχώρηση ακόμη πιο βαθιά στις φτερούγες της απατηλής προστασίας του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, σημαίνει διαχωρισμό από τους πολεμοκάπηλους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και τις ιμπεριαλιστικές στρατηγικές που δεν διστάζουν να βάζουν τη χώρα μας στην παλάντζα του δούναι και λαβείν. Εκεί είναι η βασική ευθύνη και του ΣΥΡΙΖΑ και όλου του αστικού πολιτικού προσωπικού που έσπευσε να συνταχθεί με την προβοκάτσια της χημικής επίθεσης του Άσσαντ και να δικαιολογήσει τους βομβαρδισμούς.

13. Η Αριστερά υπερασπίζεται την εδαφική ακεραιότητα της χώρας σε περίπτωση επιθετικού πολέμου από την Τουρκία, κρατώντας ως πρώτο καθήκον την αποτροπή του πολέμου, τον οποίο φέρνει πιο κοντά η τυχοδιωκτική πολιτική της κυβέρνησης. Υπερασπίζεται τη φιλία και τη συνεργασία των λαών και των χωρών της περιοχής, αρνείται τη στημένη κούρσα των εξοπλισμών και των λεόντειων συμφωνιών με τις χώρες – προμηθευτές πολεμικού εξοπλισμού (ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία κλπ), καταγγέλλει τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, ζητά την έξοδο από αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, ζητά πιο επιτακτικά το κλείσιμο των βάσεων του ΝΑΤΟ από τις οποίες εφορμούν οι ΗΠΑ. Είναι υπέρ μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, χωρίς προστάτες και αποκλειστικότητες, χωρίς αυταπάτες για το ρόλο οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης στον μετα-κομμουνιστικό κόσμο. Η Αριστερά διατρανώνει το παλιό και ξεχασμένο αλλά επίκαιρο σύνθημα ότι «οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες» και οφείλει να κάνει τη δύσκολη και επίπονη δουλειά μετατροπής αυτού του συνθήματος σε μαζική λαϊκή πεποίθηση. Πράγμα δύσκολο στις σημερινές συνθήκες, καθώς η ήττα διεθνώς και ελλαδικά οδηγεί σε σπασμωδική αναζήτηση προστασίας και προστατών, αλλά αναγκαίο. Αρχίζοντας ξανά κυριολεκτικά απο την αρχή, με υπομονή και επιμονή, με πρώτιστο καθήκον την ανασύνθεση των σχέσεων της Αριστεράς με τις εργαζόμενες τάξεις και στρώματα, με στόχο την απόκτηση της χαμένης αξιοπιστίας της, και αποφεύγοντας τις γραφικότητες, τις ευκολίες και την ασφάλεια του μαγαζακισμού, την αντιγραφή της αστικής πολιτικής και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Η Αριστερά οφείλει να βρεί το χαμένο νήμα της ουσιαστικής επαφής με τις λαϊκές προοδευτικές δυνάμεις, εγκαταλείποντας την πρακτική του φοιτητικού αμφιθεατρου και του δήθεν εργατικού συνδικαλισμού, να ενώσει και ενωθεί σε μια πλατιά αντιπολεμική – αντιιμπεριαλιστική δράση σε διεθνιστική κατευθυνση, με στόχο να ξανανιώσουν οι λαοί και οι εκμεταλλευόμενοι ότι δεν είναι θεατές, ότι δεν ειναι αδύναμοι και ανίκανοι να αλλάξουν την μοίρα τους. Γιατί αν η Αριστερά δεν μπορεί να μετατρέψει ή να αποτρέψει τον πόλεμο, τότε η βαραβαρότητα θα κυριαρχήσει για πάρα πολλά χρόνια.

Το κουρδικό δίλημμα

Θα επιτραπεί η επιβίωση του πιο ελπιδοφόρου δημοκρατικού πειράματος στη Μέση Ανατολή; Η απάντηση εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις γεωπολιτικές ιδιοτροπίες της διοίκησης του Trump.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον του ISIS, αμερικανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι επανειλημμένα επαίνεσαν τις κουρδικές στρατιωτικές ομάδες στη Συρία για τις προσπάθειές τους στο πεδίο της μάχης.«Έχουν μια αμείλικτη βούληση», δήλωσε ο στρατηγός του αμερικανικού στρατού Τζέιμς Τζάραρντ, διοικητής των Ειδικών Επιχειρήσεων κατά του Ισλαμικού Κράτους, πέρυσι. “Ήταν άγριοι μαχητές και άριστοι ηγέτες και είχαν φοβερή τακτική”.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, ο στρατηγός Joseph Votel, διοικητής της Κεντρικής Διοίκησης των Η.Π.Α., δήλωσε σε επιτροπή του Κογκρέσου ότι οι συγκροτούμενοι από τους Κουρδούς μαχητές συνιστούν “την πιο αποτελεσματική δύναμη στη χώρα κατά του ISIS”.

Δεδομένου ότι το Ισλαμικό Κράτος ξεκίνησε την εξάπλωση του τρόμου στο Ιράκ και τη Συρία το 2014, οι δυνάμεις υπό την καθοδήγηση των Κούρδων – αποτελούμενες από δύο κύριες ομάδες, τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) και τις Μονάδες Προστασίας των Γυναικών (YPJ), έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην οπισθοχώρηση του ISIS. Αλλά αυτό που προκαλεί έκπληξη σχετικά με τους συνεχείς επαίνους των Αμερικανών αξιωματούχων είναι ότι οι Κούρδοι αγωνίζονται ταυτόχρονα για μια αριστερή κοινωνική επανάσταση στη βόρεια περιοχή της Ροζάβας – κάτι που είναι αδύνατο να συναντήσει την έγκριση των Αμερικανών πολιτικών.

Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι οι κύκλοι της αμερικανικής ελίτ δεν συμφωνούν με τη συμμαχία του αμερικανικού στρατού με τους Κουρδικούς επαναστάτες. Όταν η συμμαχική αυτή σχέση άρχισε να διαμορφώνεται, η Wall Street Journal προειδοποίησε για τους «μαρξιστές συμμάχους της Αμερικής ενάντια στο ISIS».

Πέρυσι, ο πρώην αμερικανός διπλωμάτης Stuart Jones ζήτησε από το Κογκρέσο να διασφαλίσει ότι η συνεχιζόμενη εμπλοκή των ΗΠΑ με τις κουρδικές επαναστατικές δυνάμεις «δεν δημιουργεί πολιτικό μονοπώλιο για μια πολιτική οργάνωση που είναι στην ουσία της αντίθετη … στις αξίες και την ιδεολογία των ΗΠΑ».

Στην Ουάσινγκτον επικρατεί μεγάλη ανησυχία ότι οι Κούρδοι επαναστάτες διαμορφώνουν σταδιακά έναν αντικαπιταλιστικό χώρο που απορρίπτει σθεναρά τους βασικούς όρους της παγκόσμιας τάξης, που διαμορφώνεται από τις ΗΠΑ. Μια άλλη σημαντική επιφύλαξη είναι ότι οι Κούρδοι επαναστάτες έχουν ιστορικούς δεσμούς με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK), το οποίο η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει κατατάξει ως τρομοκρατική οργάνωση. Ενώ οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ αρνούνται επανειλημμένα τη σύνδεση μεταξύ των κουρδικών δυνάμεων και του ΡΚΚ, στην Ουάσιγκτον η πλειοψηφία θεωρεί ότι το YPG είναι συνιστώσα του PKK.

Με το ISISνα αντιμετωπίζει τώρα απόλυτη ήττα στο Ιράκ και τη Συρία, η σύγκρουση για την ανάμειξη των ΗΠΑ έχει έρθει στο προσκήνιο: πρέπει η Ουάσιγκτον να συνεχίσει να υποστηρίζει τις δυνάμεις υπό την καθοδήγηση των Κούρδων ή να τις αφήσει να αντιμετωπίσουν μόνες τους τις πολλές εχθρικές δυνάμεις που προσπαθούν να καταπνίξουν την επανάστασή τους ;

Η αμερικανική προσέγγιση

Όταν η κυβέρνηση Ομπάμα αποφάσισε αρχικά να συνεργαστεί με τους συριακούς Κούρδους, δεν το έκανε για να ενισχύσει την αριστερή επανάσταση – απλά αναζητούσε συμμάχους για την καταπολέμηση του ISIS.

Οι δυνάμεις υπό την καθοδήγηση των Κούρδων “προχώρησαν ως σύμμαχοι σε αυτόν τον αγώνα”, εξήγησε ο αρχηγός του υπουργείου Εξωτερικών David Satterfield νωρίτερα αυτό το έτος. “Ήταν οι μόνοι που το έκαναν. Κανένα άλλο κράτος, κανένα άλλο κόμμα, παρά τις προσφορές και τις πιέσεις μας, δεν ήταν πρόθυμο να αναλάβει αυτή τη μάχη”.

Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν θέλησε οι ΗΠΑ να συνεργαστούν με τους Κούρδους. Η Τουρκία, σύμμαχος του ΝΑΤΟ, θεωρεί το YPG ως επέκταση του PKK και αυτό ως υπέρμαχο της κουρδικής εθνικής απελευθέρωσης, αποτελεί εχθρό του τουρκικού κράτους. Αντιμετωπίζοντας αυτή την πρόκληση, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δημιούργησαν μια απλή λύση: ζήτησαν από τους κούρδους μαχητές να ενώσουν τις δυνάμεις τους με άραβες μαχητές και να δημιουργήσουν ένα νέο όνομα για τη συσπείρωση των δυνάμεων αυτών.

“Πραγματικά, τους είπαμε ότι πρέπει να αλλάξετε την επωνυμία σας. Μπορείτε να ονομάζεστε όπως θέλετε να ονομάζεστε εκτός από YPG”, υπενθύμισε αργότερα ο διοικητής ειδικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ Raymond Thomas. “Και μέσα σε μία ημέρα μάς δήλωσαν ότι ήταν οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις.”

Με την αλλαγή του ονόματος, οι ΗΠΑ άρχισαν να παρέχουν εκτεταμένη στρατιωτική υποστήριξη στους κούρδους μαχητές, βοηθώντας τους να πετύχουν πολλές νίκες εναντίον του ISIS. Οι δυνάμεις υπό την καθοδήγηση των Κούρδων υπερασπίστηκαν την περιοχή του Κόμπανι ενάντια σε μια μακρά πολιορκία, ξεκίνησαν μια μεγάλη επίθεση για να επανακαταλάβουν την πόλη Manbij (Ιεράπολη) και οδήγησαν την επίθεση στη Ράκκα, συμβάλλοντας στην απομάκρυνση του ISIS από την πρωτεύουσα της Συρίας.

Ακόμα, αξιωματούχοι των ΗΠΑ κατέστησαν σαφές ότι η υποστήριξή τους ήρθε με σημαντικές προυποθέσεις. Ανεξάρτητα από το πόσο ηρωισμό επέδειξαν οι κουρδικές δυνάμεις στο πεδίο της μάχης, οι αμερικανοί αξιωματούχοι αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την κοινωνική επανάσταση που ξεκίνησαν οι Σύροι Κούρδοι στην Ροτζάβα.

Όταν οι Κούρδοι της Συρίας έκαναν ένα σημαντικό βήμα το Μάρτιο του 2016, ανακοινώνοντας τη δημιουργία μιας νέας αυτόνομης περιοχής στη Συρία, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν την αντίθεσή τους. “Δεν υποστηρίζουμε αυτόνομες, ημιαυτόνομες ζώνες εντός της Συρίας”, δήλωσε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, Τζον Κίρμπι. “Αυτό απλά δεν γίνεται.”

Λίγους μήνες αργότερα, αξιωματούχοι των ΗΠΑ ανέλαβαν πιο συγκεκριμένες ενέργειες. Αφού είδαν τις αναφορές, σύμφωνα με τισ οποίες μέλη των ειδικών αμερικανικών δυνάμεων φορούσαν σήματα με τα διακριτικά YPG – ένα σημάδι της αυξανόμενης αλληλεγγύης μεταξύ των αμερικανικών και κουρδικών στρατιωτικών δυνάμεων – διέταξαν αμέσως τις ειδικές δυνάμεις να τις αφαιρέσουν.

Αν και οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ συνέχισαν να επαινούν τους Συριακούς Κούρδους, το βασικό κομμάτι της διαμάχης έλειπε: οι ΗΠΑ δεν είχαν κανένα συμφέρον να προωθήσουν το πείραμα της ριζοσπαστικής αυτονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης που οι ηγέτες των Κούρδων προωθούσαν. Ακόμα και ο Διοικητής Ειδικών Δυνάμεων Ρέιμοντ Τόμας, ο οποίος επαίνεσε τους Κούρδους, λέγοντας ότι φέρουν πολλές θετικές κοινωνικές αλλαγές στη Συρία, μίλησε για τις στρατιωτικές δυνάμεις που ασκούσαν την κουρδική διοίκηση ως τίποτα περισσότερο από “τους πληρεξούσιους μας”. “Οι κουρδικές δυνάμεις” είπε, “είναι μια αναπληρωματική δύναμη 50.000 ανθρώπων που εργάζονται για μας και κάνουν τις δουλειές μας”.

Νέες στρατηγικές τακτικές

Με τον πόλεμο εναντίον του ISIS να φτάνει στο τέλος του, οι αμερικανοί αξιωματούχοι αναζητούν νέους τρόπους να χρησιμοποιήσουν τους κούρδους συμμάχους τους, πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να έχουν χρησιμότητα στη διαμόρφωση του αποτελέσματος του πολέμου στη Συρία.

Οι συγκρούσεις στη Συρία ξέσπασαν από το 2011, αφαιρώντας τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Υποστηριζόμενος από το Ιράν και τη Ρωσία, ο σύριος ηγέτης Μπασάρ αλ-Ασάντ διεξήγαγε έναν καταστροφικό πόλεμο εναντίον πολλών αντάρτικων ομάδων, πολλές από τις οποίες υποστηρίχθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες περιφερειακές δυνάμεις. Δεκάδες χιλιάδες πολίτες έχασαν τη ζωή τους και εκατομμύρια διέφυγαν ως ζητούντες πολιτικό άσυλο κι εκτοπίστηκαν.

Η ήττα του ISIS άφησε το συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ να είναι σε θέση να διαδραματίσει πιο άμεσο ρόλο στον πόλεμο. Όπως σημείωσε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Rex Tillerson, “Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι δυνάμεις συνασπισμού που συνεργάζονται μαζί μας για να νικήσουν το ISIS σήμερα ελέγχουν το 30% του εδάφους της Συρίας, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού καθώς και μία μεγάλη ποσότητα των κοιτασμάτων πετρελαίου της Συρίας. ”

Διατηρώντας το συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, πολλοί αξιωματούχοι δηλώνουν ότι μπορούν να καταστήσουν πολύ πιο δύσκολο για τους Ρώσους και τους Ιρανούς να συνεχίσουν να κάνουν επεμβάσεις στη Συρία. Ουσιαστικά, θέλουν να διατηρήσουν τους δεσμούς τους με τις κουρδικές δυνάμεις ώστε να επεμβαίνουν αμεσότερα στο συριακό πόλεμο.

“Θα μείνουμε για διάφορους λόγους”, εξήγησε ο αξιωματούχος του State Department David Satterfield νωρίτερα φέτος, υπογραμμίζοντας τη σημασία της δημιουργίας νέων πολιτικών δομών για ένα νέο συριακό κράτος, απαντώντας έτσι στην εχθρική απέναντί τους στάση του Ιράν.

Ο πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ Τζέιμς Τζέφρι με τις δηλώσεις του έδειξε παρόμοιες προθέσεις: “Είπαμε στους Τούρκους ότι οι Κούρδοι ήταν προσωρινοί και στρατηγικά χρήσιμοι για να νικηθεί ο ISIS”, δήλωσε ο Τζέφρι. “Στο μέλλον”, είπε, “οι ΗΠΑ χρειάζονται τους Κούρδους για να “συγκρατήσουν το Ιράν” και να πιέσουν τους Ρώσους. Ο σκοπός όλου αυτού είναι να χωρίσουμε τους Ρώσους από τους Σύριους λέγοντας ότι θα συνεχίσουμε να πιέζουμε για την επίτευξη μιας πολιτικής λύσης στη Συρία”.

Τη δεδομένη στιγμή, αξιωματούχοι των ΗΠΑ είχαν αποκαλύψει ότι άρχισαν να μετατρέπουν τους κουρδικούς συμμάχους τους σε μια συνοριακή δύναμη 30.000 μαχητών στη βόρεια Συρία. Σύμφωνα με τον υπουργό Άμυνας James Mattis, οι δυνάμεις συνασπισμού εκπαιδεύουν και εξοπλίζουν τους κούρδους μαχητές ώστε να τους βοηθήσουν να εξασφαλίσουν αποτελεσματικότερα την περιοχή. “Έτσι πρόκειται να είναι οπλισμένοι”, δήλωσε ο Mattis. “Θα έλεγα τουλάχιστον με τουφέκια και πολυβόλα, τέτοια πράγματα.”

Αμέσως, η κυβέρνηση Trump ήρθε αντιμέτωπη με σημαντικές αντιστάσεις. Η τουρκική κυβέρνηση κατήγγειλε την κίνηση, λέγοντας ότι δεν είχε καμία πρόθεση να επιτρέψει στους Κούρδους της Συρίας να συνεχίσουν την επανάστασή τους στη Ροζάβα. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απείλησε να «εξοντώσει» τις κουρδικές δυνάμεις.

Η κυβέρνηση του Trump συμβιβάστηκε μερικώς με τις επιδιώξεις της τουρκικής κυβέρνησης, επιτρέποντας στις τουρκικές δυνάμεις να εισβάλλουν και να κατακτήσουν το Αφρίν, ένα από τα τρία καντόνια της Ροζάβας. Από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο, οι τουρκικές δυνάμεις ξεκίνησαν μια πολιορκία που σκότωσε εκατοντάδες πολίτες και ανάγκασε 200.000 Κούρδους να εγκαταλείψουν την περιοχή.

Μόνο όταν η τουρκική κυβέρνηση απείλησε να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στα υπόλοιπα τμήματα της Ροζάβας – προχωρώντας τόσο πολύ ώστε να ζητήσει επίθεση εναντίον αμερικανικών δυνάμεων – η διοίκηση του Trump επέστρεψε στις αρχικές της θέσεις. Σε συνάντησή του με Τούρκους αξιωματούχους, ο Tillerson ανακοίνωσε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις θα παραμείνουν τοποθετημένες στο Manbij (Ιεράπολη), μια πόλη όπου κουρδικές δυνάμεις είχαν προηγουμένως συμβάλει στην απελευθέρωσή της από το ισλαμικό κράτος.

Καθώς εντάθηκαν οι διαφωνίες μεταξύ των αμερικανικών και τουρκικών κυβερνήσεων, η κυβέρνηση Trump αντιμετώπισε στη συνέχεια μια άλλη μεγάλη πρόκληση. Τον Φεβρουάριο, οι συριακές δυνάμεις με την υποστήριξη Ρώσων σταρτιωτών επιτέθηκαν στις κουρδικές δυνάμεις στην ανατολική Συρία. Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι είχαν επίγνωση της ενδεχόμενης συμμετοχής της Ρωσίας, αποφάσισαν να ανταποκριθούν με αεροπορικές επιδρομές, σκοτώνοντας εκατοντάδες ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων δεκάδων Ρώσων.

Το περιστατικό, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να κλιμακωθεί, έδειξε πόσο γρήγορα η σύγκρουση θα μπορούσε να φέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία σε ανοιχτή συμπλοκή. Επίσης, το περιστατικό αυτό έθεσε επί τάπητος τις υπαρξιακές απειλές που συνεχίζουν να δέχονται οι Κούρδοι της Συρίας ενώ συνεχίζουν την κοινωνική τους επανάσταση. Όχι μόνο απειλούνται με εξαφάνιση από την τουρκική κυβέρνηση, αλλά γνωρίζουν επίσης ότι ο Assad δεν έχει καμία πρόθεση να αφήσει την επανάσταση να επιτύχει. Χωρίς την περιορισμένη υποστήριξη του αμερικανικού στρατού, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν εισβολές σε πολλά μέτωπα.

Τι θα συμβεί στη συνέχεια;

Mε τις τουρκικές και φιλοκαθεστωτικές συριακές δυνάμεις να δοκιμάζουν τη δέσμευση της διοίκησης Trump στην συμμαχική της σχέση με τους Κούρδους της Συρίας, αξιωματούχοι στην Ουάσινγκτον ασχολούνται τώρα με το τι πρέπει να γίνει στη συνέχεια. Ενώ συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό ότι ο πόλεμος εναντίον του ISIS τελειώνει, διαφωνούν για το κατά πόσον πρέπει να παραμείνουν άμεσα εμπλεκόμενοι στον πόλεμο στη Συρία.

Τον Ιανουάριο, ο αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών DavidSatterfieldδήλωσε σε επιτροπή του Κογκρέσου ότι «ο πρόεδρος έχει δεσμευτεί, ως στρατηγική, ότι δεν θα φύγουμε από τη Συρία. Δεν πρόκειται να παραδώσουμε τη νίκη και να φύγουμε». Ο υπουργός Εξωτερικών Tillerson επιβεβαίωσε την κυβερνητική αυτή απόφαση, ανακοινώνοντας ότι “οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διατηρήσουν στρατιωτική παρουσία στη Συρία”.

Την ίδια στιγμή, πολλοί αξιωματούχοι επιμένουν ότι ήρθε η ώρα να φύγουν οι ΗΠΑ από τη Συρία. Τον Φεβρουάριο, ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Συρία, RobertFordπροειδοποίησε μια επιτροπή του Κογκρέσου ενάντια σε κάθε είδους μακροπρόθεσμη στρατιωτική δέσμευση των ΗΠΑ. “Τελικά, οι συριακοί Κούρδοι και συριακοί Άραβες σύμμαχοι πρέπει να έρθουν σε συμφωνία με τον Assad”, υποστήριξε ο Ford. “Με εξαίρεση την περίπτωση που είμαστε προετοιμασμένοι για απεριόριστη στρατιωτική παρουσία, αυτή η συμφωνία θα είναι σε μεγάλο βαθμό με τους όρους του Assad, γιατί θα μας περιμένει”.

Ο Ford ανησυχούσε ιδιαίτερα για το πώς η αμερικανική-κουρδική συμμαχία θα επηρέαζε τις αμερικανικές σχέσεις με την Τουρκία και την αμερικανική πολιτική απέναντι στο Ιράν. Εισηγήθηκε, μάλιστα, στο Κογκρέσο να εξετάσει προσεκτικά τις προτεραιότητες των ΗΠΑ στην περιοχή.

“Εάν είναι προτεραιότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να χρησιμοποιήσουν τις συριακές κουρδικές δυνάμεις ως εργαλείο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, τότε θα είναι πολύ πιο δύσκολο να συνεργαστούμε με την Τουρκία για το πρόβλημα του Ιράν”, δήλωσε. “Από την άλλη πλευρά, εάν αποφασίσουμε ότι τώρα η προτεραιότητα θα πρέπει να είναι το Ιράν, τότε πρέπει να βρούμε τρόπο να φτάσουμε σε κάποιο είδος συμφωνίας με την Τουρκία”.

Στο εσωτερικό της κυβέρνησης Trump, οι αξιωματούχοι σκέπτονται τα ίδια θέματα. Μερικοί ανώτεροι αξιωματούχοι επιθυμούν την επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στου Κούρδους της Συρίας και τον Άσαντ για να αποσύρουν τις αμερικανικές δυνάμεις από την περιοχή και να επιχειρήσουν μια συμφωνία με την Τουρκία. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι πρέπει να συνεχίσουν να συνεργάζονται με τις κουρδικές δυνάμεις για να διατηρήσουν την πίεση που ασκούν στον Assad, ενώ ταυτόχρονα να συνεχίσουν πιέζουν άμεσα το Ιράν και τη Ρωσίας.

Μέχρι στιγμής, οι δεύτεροι έχουν το πάνω χέρι, πείθοντας τον Trump ότι πρέπει να κρατήσει τις αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή. Αλλά δεν είναι σαφές πόσο καιρό θα μπορέσουν να στηρίξουν αυτή τη θέση.

Τελικά, το κύριο ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση Trump θα συνεχίσει να υποστηρίζει τις δυνάμεις που διαδραμάτισαν τόσο σημαντικό ρόλο στην απομάκρυνση του ISIS, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για σημαντική πρόοδο στον αγώνα για την απελευθέρωση των Κούρδων. Τελικά, η απόφαση του Trump μπορεί να καθορίσει αν θα επιτραπεί να επιβιώσει το πιο ελπιδοφόρο δημοκρατικό πείραμα στη Μέση Ανατολή.

Ο Edward Hunt γράφει για τον πόλεμο και την αυτοκρατορία. Έχει διδακτορικό δίπλωμα στις αμερικανικές σπουδές από το κολλέγιο William & Mary.

Πηγή: Jacobin

Μετάφραση: Λαζαρίδου Έλενα-Λυδία


Το antapocrisis δημοσιεύει το παραπάνω άρθρο όχι γιατί συμφωνεί απαραίτητα με την οπτική του συγγραφέα που φλερτάρει υπέρ του δέοντος με τις θετικές δυνατότητες που αφήνει η διακυβέρνηση Τραμπ, αλλά γιατί δίνει μια συνοπτική εικόνα της σχέσης των Κούρδων με τις ΗΠΑ όπως αυτές διαμορφώνονται από τις συμπληγάδες Τουρκίας – Συρίας.