Άρθρα

Ιδιωτική η παιδεία, ιδιωτική η υγεία, ιδιωτική και η αλληλεγγύη: αυτό είναι το πρόβλημα με τον “Άλλο άνθρωπο”

Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι ο τζόγος που έπαιζε ο ιδρυτής της κουζίνας με λεφτά που (φέρεται ότι) προέρχονταν από δωρεές. Το πρόβλημα είναι ότι έφτασε να ιδιωτικοποιηθεί μέχρι και η αλληλεγγύη. Αυτό είναι το τραγικό, ανεξάρτητα από το αν ο Πολυχρονόπουλος και ο κάθε Πολυχρονόπουλος, υποκύπτει ή αντιστέκεται στον πειρασμό της υπεξαίρεσης.

Το να έχει κάθε πεινασμένος ένα δωρεάν πιάτο φαΐ αφέθηκε από τη συλλογική ευθύνη στην ατομική δυνατότητα. Η αλληλεγγύη μετασχηματίστηκε από κρατική υποχρέωση σε ιδιωτική πρωτοβουλία. Η οργανωμένη κοινωνία με την πολιτική της έκφραση, δηλαδή το ίδιο το κράτος, αποσύρθηκε από τις υποχρεώσεις της. Το κράτος τσαλαπάτησε τη συνταγματική επιταγή να φροντίζει για την επιβίωση και την ευημερία των πολιτών του. Ενδιαφέρθηκε για την ευημερία του κεφαλαίου, των τραπεζών, των επενδυτών. Οι πολίτες μπορούσαν να πεινάνε, να αυτοκτονούν, να παθαίνουν κατάθλιψη, να χάνουν τα σπίτια τους, να βλέπουν τα παιδιά τους να μεταναστεύουν ή να παρακολουθούν τον μισθό τους να τελειώνει τη δεύτερη εβδομάδα του μήνα. Το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος δεν συγκινείται από τέτοιες λεπτομέρειες.

Το κενό ανέλαβαν να το καλύψουν πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, λιγότερο ή περισσότερο συλλογικές, αλλά σε κάθε περίπτωση ιδιωτικές. Αντίστοιχα κενά, στην υποδοχή των προσφύγων και των μεταναστών, στην προστασία του παιδιού, στην αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, και σε πλήθος άλλων ζητημάτων, ανέλαβαν να τα καλύψουν Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Θεωρητικοποιήθηκε μάλιστα η μη-κρατική και η εξω-κρατική πρωτοβουλία όχι απλά ως ικανή να αναπληρώσει το κενό, αλλά και ως η μόνη που μπορεί να το κάνει (“Μόνο ο λαός σώζει τον λαό” – αλήθεια;). Ήταν το επιστέγασμα της άρνησης της πολιτικής πάλης, δηλαδή το να πρέπει σπάσουν αυγά στο πολιτικό επίπεδο για να αλλάξουν τα πράγματα. 

Είναι και αυτό σημάδι των καιρών, συνέπεια της κρίσης, απότοκο της κυριαρχίας του καπιταλισμού και της υποχώρησης των επαναστατικών ιδεών. 

Ο “Άλλος άνθρωπος” ξεπήδησε ως πρωτοβουλία τον καιρό των μνημονίων. Αξιέπαινη ενέργεια και μπράβο στον ιδρυτή της κουζίνας, ανεξάρτητα από το τι θα αποφανθεί η δικαιοσύνη. Ένα ενεργητικό και αγωνιστικό κομμάτι της κοινωνίας τότε, το 2011 – 2012, αναζητούσε ως σωσίβιο τέτοιες ενέργειες και πρωτοβουλίες, τις αναδείκνυε και τις στήριζε, θεωρώντας ότι η αυτοοργάνωση και η αλληλεγγύη έξω από κρατικές δομές θα βοηθήσουν. Πλήθος από κοινωνικά ιατρεία, κοινωνικά φαρμακεία, κοινωνικές κουζίνες, αγορές χωρίς μεσάζοντες κλπ, γεννήθηκαν. Λιγότερο ή περισσότερο συλλογικές, βοήθησαν κόσμο, κυρίως όμως ανέδειξαν το πρόβλημα. Αποτέλεσαν και ένα αξιοπρεπές καταφύγιο στην πολιτική ανομβρία. Ήταν η εποχή όπου ένα κομμάτι της Αριστεράς κινούσε για άλλες πολιτείες, μνημονιακές, και ετοίμαζε τη μεταπήδησή του στο νεοφιλελευθερισμό, ενώ ένα άλλο κομμάτι της Αριστεράς αρμένιζε στις αιωνόβιες αλήθειες του καπιταλισμού, αρνούμενο να αναλάβει το κόστος της ανατροπής και της αλλαγής.

Αυτές οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, αναγκαίες, αξιέπαινες, πολιτικές, και κατά κανόνα έντιμες, αξιοποίησαν την εθελοντική δουλειά χιλιάδων ανθρώπων, Όμως δεν έλυσαν, και δεν θα μπορούσαν να λύσουν, το κοινωνικό πρόβλημα. Γιατί το κοινωνικό πρόβλημα λύνεται μόνο πολιτικά.

Η αλληλεγγύη, κρατική ή ιδιωτική, ίσως απαλύνει τις ακραίες συνέπειες της κρίσης, αλλά δεν θα τις ακυρώσει. 

Και όχι μόνο αυτό, αλλά η έλλειψη κρατικής αλληλεγγύης, θα οδηγήσει στην άνθιση της ιδιωτικής αλληλεγγύης. Και χωρίς η ιδιωτική αλληλεγγύη να είναι εκ των προτέρων και κατ’ ανάγκη ύποπτη, αφήνει εκ των πραγμάτων χώρο σε ιδιοτέλειες. Λείπει ο έλεγχος, λείπει η λογοδοσία, λείπει η διαδικασία. Αυτά τα οποία χαρακτηρίζουν το “κακό” δημόσιο, το “σοβιετικό” δημόσιο, το δημόσιο που πρέπει να δώσει τη θέση του στη γρήγορη και κερδοφόρα ιδιωτική πρωτοβουλία.  

Ιδιωτικοποιήθηκαν λοιπόν τα πάντα. Ιδιωτικοποιήθηκε η υγεία, ιδιωτικοποιήθηκε η παιδεία, ιδιωτικοποιήθηκαν οι δρόμοι, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, οι υποδομές, οι υπηρεσίες. Ιδιωτικοποιήθηκε και η αλληλεγγύη. Και όταν κάτι ιδιωτικοποιείται, κατά κανόνα σημαίνει ότι κάποιοι μπορούν να κερδίσουν. Βέβαια άλλης κλίμακας κέρδος έχει ένας καπάτσος που εκμεταλλεύεται την αλληλεγγύη και άλλη κλίμακα έχει το κέρδος του ιδιωτικού κεφαλαίου στην υγεία, στην παιδεία ή στις υποδομές. Η λογική όμως είναι ίδια. 

Η ιστορία που εξελίσσεται με τον “Άλλο Άνθρωπο” είναι πολλαπλά βλαπτική για την αλληλεγγύη. Γιατί “διδάσκει” την κοινωνία ότι τίποτα δεν γίνεται από αλτρουισμό και ανιδιοτέλεια. Διακηρύσσει ότι το ατομικό συμφέρον υπερτερεί του κοινού καλού. Επιβεβαιώνει ότι όταν κάτι ιδιωτικοποιείται, αναγκαστικά εμπορευματοποιείται. Και, το χειρότερο όλων, χλευάζει ανοικτά την ανάγκη και την αγωνία να πείσουμε και να πειστούμε για το ότι δεν είναι όλα σε αυτόν τον κόσμο σάπια. 

Αλλά ας μην πέφτουν από τα σύννεφα όσοι αγανακτούν στις τηλεοράσεις με τον Πολυχρονόπουλο και τα φρουτάκια του. 

Αυτόν τον κίνδυνο έχει η ιδιωτικοποίηση της αλληλεγγύης. Κάποιοι να υποστείλουν τις ηθικές τους αναστολές και να βάλουν το χέρι στο βάζο με το μέλι. Αν δεν θέλουμε τέτοιους κινδύνους, ας αποκαταστήσουμε την αλληλεγγύη και τη βοήθεια στο συνάνθρωπο ως κρατική υποχρέωση και όχι ως (συλλογική ή ατομική) αλλά πάντως ιδιωτική πρωτοβουλία. 

Αλήθεια, οι δημοσιοσχετίστικες φωτογραφίσεις της Σακελλαροπούλου στην κουζίνα του “Άλλου Ανθρώπου” ή του Μητσοτάκη στο ιδιωτικό συσσίτιο ταβέρνας στο Κερατσίνι, αυτό ακριβώς το μήνυμα δεν εξέπεμπαν;

Η ανώτατη πολιτειακή αρχηγός και ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, αντί να ντραπούν που προϊστανται ενός κράτους στο οποίο δεν υπάρχει καθολική, για όλους τους ανθρώπους, πρόσβαση σε ένα πιάτο φαΐ, πήγαιναν να παραστήσουν τους αλληλέγγυους και τους φιλάνθρωπους, σε καθόλα ιδιωτικές πρωτοβουλίες, για να υπογραμμίσουν αυτό ακριβώς: ότι δεν είναι δουλειά του κράτους να φροντίζει τους πολίτες του. 

Είναι δουλειά του ιδιώτη. Αν ο ιδιώτης είναι σκάρτος, τι να κάνουμε; Όλοι άλλωστε οι ένθρωποι κοιτούν το συμφέρον τους. Δεν υπάρχουν κοινωνικά συμφέροντα και κοινωνική ευθύνη, υπάρχουν ατομικά συμφέροντα και ατομική ευθύνη.

Και αν για την δική μας πλευρά είναι διδακτική η ιστορία που εξελίσσεται με τον “Άλλο Άνθρωπο”, είναι ακριβώς για αυτό: Για να επιβεβαιώσουμε ότι η αλληλεγγύη είναι πολιτική πράξη που αναδεικνύει αλλά δεν λύνει το πρόβλημα και για να επιμείνουμε ότι η κοινωνική συνοχή είναι υποχρέωση της οργανωμένης κοινωνίας και όχι πεδίο ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ανεξάρτητα αν αυτή έρχεται με καλές ή κακές προθέσεις.

Η εκδίκηση της Μάγκι Θάτσερ: το ηθολογικό όνειδος της δυτικής κοινωνίας όπως το αποκαλύπτει η πανδημία Covid-19.

“And, you know, there’s no such thing as society. There are individual men and women and there are families.” M. Thatcher, 1987

(M.τ.Σ.: “Και, ξέρετε, δεν υπάρχει αυτό που λέμε ‘κοινωνία’. Υπάρχουν μεμονωμένοι άνδρες και γυναίκες, και υπάρχουν οικογένειες”).

Μέσα Αυγούστου 2020, πανδημία Covid-19. Υπάρχει ένα αξιοσημείωτο επιδημιολογικό γεγονός στο βόρειο ημισφαίριο. Οι ευρωπαϊκές χώρες που είχαν τιθασεύσει μέσα από σκληρά περιοριστικά μέτρα και λίγο ή πολύ γενικευμένα lockdown την εξάπλωση του ιού βρίσκονται μπροστά σε ένα πρόωρο 2ο κύμα που θεριεύει πολύ νωρίτερα από ότι προέβλεπαν τα μοντέλα και υπέθεταν οι επιστημονικές επιτροπές. Οι ΗΠΑ ουσιαστικά δεν βγήκαν ποτέ από το 1ο κύμα παρά βιώνουν ένα συνεχές μετάδοσης. Σε αντίθεση, οι χώρες της Άπω Ανατολής καταφέρνουν να ελέγξουν γρήγορα τις τοπικές αναζωπυρώσεις και να περιορίσουν την εξάπλωση προτού σχηματίσει πραγματικό κύμα.  Τι συμβαίνει;

Το κράτος – άχαρος λογιστής

Σε προηγούμενη, προ διμήνου, ανάλυσή μου εξέταζα πώς οι χώρες που λογάριασαν πιο πάνω τις οικονομίες τους από τον υγειονομικό κίνδυνο βρέθηκαν να τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις, πως το υγειονομικό τσουνάμι που ακολούθησε έπνιξε και τα όποια οικονομικά οφέλη μιας “ανοιχτής κοινωνίας” και πως αυτό θα έπρεπε να γίνει μάθημα. Ένα μάθημα που τελικά έμεινε μόνο στα λόγια. Γιατί στην πράξη συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Σε μια διαδικασία μισή φαρσοκωμωδία της γνωστής ευρωπαϊκής γραφειοκρατικής δυσκοιλιότητας και μισή παραλογισμός να φοβάσαι περισσότερο τον λογιστή από τον νεκροθάφτη, ακόμα και οι χώρες που αρχικά επέδειξαν ταχεία αντίδραση και αποφασιστικότητα, σύρθηκαν σε μια βεβιασμένη και όπως – όπως άρση των περιορισμών. Ανοίγματα που υπάκουαν πρωτίστως και προθύμως στα θέλω οικονομικών κέντρων και όχι στέρεων επιστημονικών συμπερασμάτων, πέφτοντας θύματα ενός wishful thinking όπου αυτά που θα ήθελες να συμβαίνουν έπειθες τον εαυτό σου πως συνέβαιναν στα αλήθεια. Τα τουριστικά θέρετρα και σχεδόν το σύνολο της νότιας Ευρώπης πήραν την μορφή ενός τεράστιου ανοιχτού covid party, στο όνομα της περίσωσης όσο το δυνατόν περισσότερων εσόδων. Τακτική που φυσικά εκπυρσοκρότησε στα μούτρα μας, η ζημιά της επίσπευσης του 2ου κύματος  κατά περίπου δύο μήνες είναι τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη των όποιων εσόδων μιας μουδιασμένης κοινωνίας ακόμα και από στεγνά και κυνικά οικονομική οπτική. Ίσως το πλέον χαρακτηριστικό αυτής της αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς ήταν πως την στιγμή που ξεκίναγε να παρουσιάζεται εκ νέου εκθετική φάση εξάπλωσης στην χώρα μας και η κυβέρνηση ανακοίνωνε τα πρώτα τοπικά περιοριστικά μέτρα ταυτόχρονα αύξανε την επιτρεπόμενη πληρότητα των πλοίων στο 85% αυξάνοντας δραματικά τον κίνδυνο για συμβάντα υπερμετάδοσης που δεν μπορεί να εξισορροπηθεί  από την οδηγία για μάσκες, ενώ παράλληλα έπληττε θανάσιμα την αξιοπιστία των ίδιων φορέων στο ευρύ κοινό. Για μια ακόμα φορά το κράτος που αντιλαμβάνεται τον ρόλο του ως “φασουλομετρητή” (beancounter κατά τον αγγλικό όρο) που πρωταρχικό – ή και μοναδικό – στόχο έχει να μην κοκκινίζει το SUM() στο excelόφυλλο, βρίσκεται να προκαλεί χυδαία βλάβη στους πολίτες τους οποίους υποτίθεται υπηρετεί.

Η κοινωνική – και όχι η ατομική – ευθύνη

Το δεύτερο, εξίσου σημαντικό, συστατικό της παρούσας καταστροφικής συνταγής είναι η διάχυτη, ενεργή και λυσσώδης αμφισβήτηση των περιοριστικών και προστατευτικών μέτρων που ανακοινώνονται ή ακόμη και του ίδιου του γεγονότος της πανδημίας. Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις κοινωνίες του “δυτικού πολιτισμού”. Ολοένα και περισσότεροι συμφωνούμε πως στην ρίζα του φαινομένου υπάρχει μια ψυχοπαθολογική βάση. Σε προηγούμενο άρθρο μου έγραφα:

“Η επιμονή του συνωμοσιολόγου κόντρα σε κάθε λογική και επιχείρημα προσομοιάζει της ψυχοπαθολογίας και όχι της απλής αμορφωσιάς. Η ισχύς του δεσμού που αναπτύσσει ο συνωμοσιολόγος με το εκάστοτε σενάριο μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο μέσα από την κάλυψη μιας εσωτερικής ανάγκης, και για αυτό εντελώς διαφορετικά σενάρια για εντελώς διαφορετικά πράγματα τείνουν να κάνουν clustering στους ίδιους ανθρώπους. Ο anti-masker (ναι, εισαγόμενη είναι και αυτή η βλακώδης αντίθεση) είναι πιθανότατα και αντιεμβολιαστής, μπορεί και αρνητής της κλιματικής αλλαγής ίσως και υποστηρικτής της επίπεδης γης. Από την μία λοιπόν έχεις τον ναρκισσισμό του “άντε ρε πρόβατα, εγώ ξέρω την αλήθεια”, τόσο τυπικό αυτής της συμπεριφοράς, που αυτοκανακεύεται ότι είναι στα μέσα και τα έξω και ξεχωρίζει από τους άλλους. Από την άλλη η παραδοχή μιας πανίσχυρης συνωμοσίας που επιβάλλει το όποιο δράμα μας, μας απενεχοποιεί για τις αποτυχίες μας, την παθητικότητα μας, την αδράνεια ή και την αντικειμενική αδυναμία μας απέναντι στους φυσικούς νόμους και την τυχαιότητα του κόσμου μας: σχηματίζει μια ζεστή κουβέρτα που θα τυλίξουμε συναισθηματικά βολικά τους πληγωμένους μας εγωισμούς.”

Η ατομική όμως θεώρηση δεν αρκεί. Υπάρχει και η κοινωνική. Γιατί υπάρχει αυτή η διαφορική κατανομή των αρνητών, που ναι μεν είναι παγκόσμια, φαίνεται να ακολουθεί όμως κατά πόδας την νεοφιλελεύθερη κοινωνική δομή και να μην εξαρτάται απόλυτα από την ατομική ιδεολογική προσέγγιση; Όσο πιο ατομικιστική είναι μια κοινωνία στον τρόπο λειτουργίας της, τόσο πιο έντονα είναι τα φαινόμενα μη πειθάρχησης στις οδηγίες  και τα περιοριστικά μέτρα, ακόμα και από άτομα που θεωρητικά τουλάχιστον αυτοπροσδιορίζονται ως “αριστερά” και αντιτίθενται στον νεοφιλελευθερισμό. Όσο πιο ενισχυμένο είναι το “άτομο” σε σχέση με το “σύνολο” στην κουλτούρα μιας κοινότητας τόσο πιο ισχυρό είναι το ρεύμα της αντίδρασης. Μακροσκοπικά φαντάζει σαν μια άλλη επιδημία παράλληλη του Covid-19: αυτή της απώλειας ενσυναίσθησης, της αδιαφορίας για τον διπλανό, του ακραίου φιλοτομαρισμού.

Οι κοινότητες που αδυνατούν να αντιληφθούν ότι τα μέτρα προστασίας που ζητείται από τον καθένα να εφαρμόσει δεν σκοπεύουν στην δική του προστασία παρά αυτή των διπλανών του από εκείνον και πως μόνο έτσι είναι εφικτή και η δική του ατομική προστασία ως διπλανός και εκείνος κάποιου άλλου, είτε δεν κατανοούν την σημασία του κάθε μέτρου είτε το υποεκτιμούν αφού σε ατομικό επίπεδο δεν προσφέρει σιγουριά. Τελικό αποτέλεσμα είναι η πλημμελής εφαρμογή και η συνέχιση των αλυσίδων μετάδοσης του ιού. Πρόκειται για μια επώδυνη πρακτική απόδειξη της θεωρίας του Δαρβίνου ο οποίος περιέγραφε στην “Καταγωγή του Ανθρώπου” πως η επίδειξη αλτρουϊσμού και αλληλεγγύης εντός της κοινότητας είναι συλλογικό εξελικτικό πλεονέκτημα και γιαυτό “επιβιώνει” παρά την “βλάβη” σε ατομικό επίπεδο για το άτομο που την επιδεικνύει. Ίσως ξαφνιάζει τον αναγνώστη πως ήδη ο ίδιος ο Δαρβίνος είχε προκαταβολικά καταρρίψει αυτό που η σχολή του Σικάγου θα έκανε μπαντιέρα τάχαμου επιστημονικής βάσης των αντικοινωνικών συμπεριφορών που ευαγγελιζόταν με την ανάδυση της ψευδεπώνυμης και ψευδοεπιστημονικής “θεωρίας” του “κοινωνικού δαρβινισμού” εκατό περίπου χρόνια πριν την δεύτερη. Τα παγκόσμια επιδημιολογικά στοιχεία της παρούσης πανδημίας είναι λοιπόν άλλη μια επιβεβαίωση του έτερου “θείου Κάρολου” του 19ου αιώνα και της παχιάς γενειάδας του.

Η πολιτεία, θες από σφάλμα, θες από νεοφιλελεύθερη ιδεολογική αγκύλωση, δεν αποπειράθηκε καν να εξηγήσει την κοινωνική – συλλογική διάσταση των περιοριστικών μέτρων. Αν μιλήσεις με απλούς ανθρώπους  στον δρόμο και εξηγήσεις ότι την μάσκα και τις αποστάσεις πρέπει να τις εφαρμόζει για να προστατέψει τους άλλους από εκείνον και όχι ανάποδα, αντιλαμβάνεσαι την ξαφνική “αποκάλυψη” που συμβαίνει στο νου τους και τα μάτια τους. Σαν κάποιος να τους θυμίζει ξαφνικά μια έννοια που έχουν από χρόνια ξεχάσει: η κοινωνία, το ΕΜΕΙΣ αντί για το ΕΓΩ. Γιατί τελικά αυτό που ισχυριζόταν η Μάγκι Θάτσερ ως δεδομένο το 1987, οι ιδεολογικοί απόγονοι και συνεχιστές της κατάφεραν να το εγκαταστήσουν στα μυαλά των ανθρώπων 30 χρόνια αργότερα:  δεν υπάρχει ‘κοινωνία’ – υπάρχουν μεμονωμένοι άνδρες και γυναίκες, και υπάρχουν οικογένειες. Και τώρα θα πληρώσουμε τις συνέπειες.

Αφού «δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομα», τι χρειαζόμαστε την κοινωνιολογία;

Μια από τις προτάσεις της κ. Κεραμέως στο νομοσχέδιο που εν μέσω πανδημίας καταθέτει είναι η κατάργηση της Κοινωνιολογίας από πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα και η αντικατάστασή του από τα Λατινικά. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι καθώς ίσως η κ. Κεραμέως να ήθελε να αντικαταστήσει την Βιολογία που εμπεριέχει την άθεη θεωρία της εξέλιξης με τα αποφθέγματα του πατέρα Παΐσιου, οπότε πάλι καλά να λέμε. Ωστόσο η επιλογή να αφαιρεθεί ένα μάθημα που έχει κατηγορηθεί ότι «προσηλυτίζει τα παιδιά στην Αριστερά» και να αντικατασταθεί από ένα μάθημα που ούτε καν ο κλάδος που το διδάσκει μπορεί να το υπερασπίσει επαρκώς ως αναγκαίο εξεταζόμενο μάθημα, κρύβει κάτι βαθύτερο.

Οι κοινωνικές επιστήμες προφανώς δεν προσηλυτίζουν τα παιδιά στην Αριστερά. Ο Άντονι Γκίντενς, κορυφαίος κοινωνιολόγος της εποχής μας, θα έκοβε τις φλέβες του με τον αντι-κοινωνιολογικό οίστρο της καθυστερημένης ελληνικής Δεξιάς. Ήταν αυτός που εμπνεύστηκε τον Τρίτο Δρόμο του Μπλερ για να θέσει οριστικά και αμετάκλητα το Εργατικό Κόμμα απέναντι στους εργαζόμενους. Ωστόσο οι κοινωνικές επιστήμες, όπως σε ένα βαθμό και οι οικονομικές αλλά και οι ιστορικές, θέτουν στο κέντρο της προσοχής τους την κοινωνική πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Επιχειρούν δηλαδή να εξηγήσουν τη δράση των ατόμων μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και να ερμηνεύσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τη σχέση αυτή.

Η Κοινωνιολογία δεν έχει εξ ορισμού ή αποκλειστικά αριστερό προσανατολισμό – λίγο δύσκολα για παράδειγμα ο Βέμπερ θα κατηγορούνταν για αριστερίζουσες παρεκκλίσεις, εκτός κι αν η κ. Κεραμέως τον μπερδεύει με τον Μαρξ εξαιτίας του μικρού του ονόματος. Πράγμα διόλου απίθανο από μια Υπουργό Παιδείας που δεν ξέρει τι προϋπολογισμό έχει το Υπουργείο της ή πότε ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά ας πάμε παρακάτω.

Ένας σωστός πολιτικός, όπως ο ίδιος ο Μαξ (και όχι Μαρξ) Βέμπερ υπογραμμίζει, συμπεριφέρεται ira et studio. Με φόβο και πάθος λοιπόν η κ.Κεραμέως δεν αντικαθιστά μόνο την Κοινωνιολογία αλλά και τον τίτλο του πρώτου πεδίου από Ανθρωπιστικές, Νομικές και Κοινωνικές Επιστήμες σε σκέτες Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Εδώ ερχόμαστε στον πυρήνα της προβληματικής του Υπουργείου Παιδείας που δεν είναι άλλος από την αποστροφή σε οτιδήποτε το «Κοινωνικό».

Την αποστροφή δηλαδή σε οτιδήποτε μπορεί να μελετήσει τις αλληλεπιδράσεις μέσα στην κοινωνία, τους μηχανισμούς των κοινωνικών συμπεριφορών, τις αιτίες των κοινωνικών προβλημάτων, τους τρόπους με τους οποίους οργανώνεται μια κοινωνία και οι θεσμοί της. Είναι μια αποστροφή μεταφυσική, σχεδόν φετιχιστική, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πρώτο στάδιο των κοινωνιών, κατά τον πατέρα της Κοινωνιολογίας, Αύγουστο Κοντ, ήταν το θεολογικό. Εκεί λογικά, βρισκόμαστε ακόμα, σύμφωνα με την Υπουργό Παιδείας. Μέχρι να φτάσουμε στο τρίτο θετικιστικό στάδιο, έχουμε δρόμο.

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κ. Κεραμέως σε ό,τι αφορά την Κοινωνιολογία, ορίζεται από τη Θάτσερ. Όχι, η πρώην πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας δεν ήταν καθηγήτρια Λατινικών. Ήταν όμως το συμβολικό πρόσωπο του νεοφιλελευθερισμού που αποτύπωσε με τον κυνικότερο δυνατό τρόπο την πολιτική που κυριάρχησε στο τέλος του εικοστού αιώνα: «Δεν υπάρχουν κοινωνίες, υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους».

Αφού δεν υπάρχουν κοινωνίες, δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις και συμφέροντα, τι μας χρειάζεται η Κοινωνιολογία;

Το βιβλίο της Γ Λυκείου υποστηρίζει ότι η Κοινωνιολογία είναι «μοναδική επιστήμη, γιατί δεν εστιάζει στο άτομο, αλλά ασχολείται με το κοινωνικό σύνολο και συνεπώς επικεντρώνεται στις κοινωνικές σχέσεις του ατόμου και των ομάδων των σύγχρονων κοινωνιών».

Στα αλήθεια θα μπορούσε να επιβιώσει μια τέτοια θεώρηση του ανθρώπου ως κοινωνικό ον, από μια κυβέρνηση που κάνει πράξη το νεοφιλελεύθερο δόγμα ότι κάθε άνθρωπος (πρέπει να) είναι μόνος του; Να είναι homo homini lupus;

Θα μπορούσε να επιβιώσει μια επιστήμη της οποίας όλες οι σχολές (από τις δεξιές μέχρι τις αριστερές εκδοχές της) μελετούν τους τύπους των κοινωνικών σχέσεων, από μια κυβέρνηση της οποίας ο επικεφαλής της δηλώνει ότι «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση»;

H ελληνική νέα Δεξιά όπως αυτή αποτυπώνεται στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει φιλελεύθερο και ευρωπαϊκό περίβλημα, αλλά βαθιά καθυστερημένο και νεοσυντηρητικό πυρήνα. Η σύγκρισή της με τους παλιούς αστούς πολιτικούς της Δεξιάς, είναι από κάθε άποψη απογοητευτική. Όχι κρίνοντάς την στην πολιτική κλίμακα Αριστεράς – Δεξιάς, ουδείς άλλωστε μπορεί να κατηγορήσει τον Τσάτσο ή τον Κανελλόπουλο για προοδευτικούς. Είναι απογοητευτική, κρίνοντας τη δυνατότητά της να αρθρώσει την παραμικρή ερμηνεία στα κοινωνικά φαινόμενα πέρα από αλαλαγμούς θατσερικών μοτίβων.

Το θέμα της Κοινωνιολογίας πιθανότατα δεν είναι το σημαντικότερο ζήτημα από το νομοσχέδιο του Υπουργείου. Επιπλέον εύκολα εκπίπτει η σχετική συζήτηση για τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα στη δηλητηριώδη αντιπαράθεση ανάμεσα στις ειδικότητες για τη βαρύτητα του μαθήματος, το πλήθος των διδακτικών ωρών, άρα και των θέσεων εργασίας σε σχολεία ή φροντιστήρια.

Είναι όμως ενδεικτικό των ιεραρχήσεων, των ιδεοληψιών και των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης. Και αποκαλυπτικό του αποτυπώματος που φιλοδοξεί να αφήσει στην εκπαίδευση: Απελπιστικά λίγο, κοντόθωρο, αναχρονιστικό.

Με αφορμή τις διαδηλώσεις στις ΗΠΑ: Ο φετιχισμός του ατομικού ανθρώπου και τα μέτρα περιορισμού

Πολλά μπορούμε να γράψουμε και να πούμε για τα μέτρα της καραντίνας στον καιρό του κορωνοϊού. Για την ακρίβεια πάμπολλα. Και στα πλαίσια αυτής της κουβέντας είναι λογικό να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε, να τσακωθούμε και να τα ξαναβρούμε.

Ωστόσο μέσα από κάποιες αντιδράσεις τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ φάνηκε ξεκάθαρα κάτι που μέχρι ώρας το λέγαμε ορισμένοι και σε πολλούς κακοφαινόταν.

Πριν λίγες μέρες στις ΗΠΑ είδαμε ένοπλους ακροδεξιούς στην πολιτεία του Μίσιγκαν να απαιτούν άρση των μέτρων της καραντίνας, γιατί αυτά ακριβώς αντιβαίνουν και παραβιάζουν την «ατομική ελευθερία τους στο να δρουν και να μετακινούνται «δίχως περιορισμούς». Είδαμε επίσης πλακάτ Αμερικανών γεμάτα οργή να δηλώνουν πως: «Κοινωνική απομόνωση = Κομμουνισμός» την ίδια ώρα που οι νεκροί στις ΗΠΑ λόγω κορωνοϊού ξεπερνούσαν τις 4.500 την ημέρα.

Οι διαδηλώσεις σε πολιτείες των ΗΠΑ για τον τερματισμό των περιοριστικών μέτρων οργανώνονται συνήθως από υπερ-συντηρητικούς ψηφοφόρους, υπερασπιστές του δικαιώματος στην “ελεύθερη” οπλοκατοχή, υποστηρικτές του Tea Party. Συχνά έρχονται σε αντιπαράθεση με γιατρούς και νοσηλευτές που επιχειρούν να πείσουν τους λάτρεις της “ελευθερίας” του ατόμου, της μετακίνησης, της αγοράς, ότι πρέπει να υπάρχει και κοινωνική ευθύνη.

Μια μικρογραφία όλων των τεκταινόμενων στις ΗΠΑ την είχαμε ζήσει βέβαια νωρίτερα κι εδώ. Οι μύδροι του νεοναζί Λαγού, πρώην βουλευτή της ΧΑ, περί περιορισμού της ελευθερίας των Ελλήνων «με το πρόσχημα του κορωνοϊού» είχαν ως πρακτική απόληξη την προβοκατόρικη υποκίνηση εντάσεων μεταξύ μερίδων πιστών τις παραμονές του Πάσχα, αυτή τη φορά με το πρόσχημα της επίθεσης «ενάντια στην χριστιανική πίστη». Αντίστοιχα φαινόμενα παρουσιάστηκαν και σε άλλους κύκλους ακροδεξιών στην Ευρώπη.

Το ίδιο διάστημα ωστόσο αντίστοιχα επιχειρήματα υιοθετούσαν και χώροι που δεν εντάσσονται στην ελληνική ακροδεξιά αλλά λένε ότι βρίσκονται απέναντι της. Ποιος δεν άκουσε τις περισπούδαστες «αριστερές» τοποθετήσεις για το πρόσχημα του κορωνοϊού που μπήκε σφήνα στην περίπου «επαναστατική κίνηση των μαζών»;

Ποιος ξεχνά ότι όσοι εξ αριστερών τάχθηκαν υπέρ των μέτρων για να σωθεί πρωταρχικά ο λαός, χαρακτηρίστηκαν ειρωνικά ως «νεογκοτζαμάνηδες»;

Κι ήταν τέτοιος ο επαναστατικός συλλογισμός ορισμένων που έκαναν (κι ακόμη κάνουν) απεύθυνση για μαζικές κινητοποιήσεις την Πρωτομαγιά κόντρα στον «αυταρχισμό των μέτρων της καραντίνας».

Δίπλα σ’ αυτούς ακκίζονται και κάποιοι αναρχικοί που δεν αντέχουν άλλο τη «δικτατορία των επιστημόνων και των γιατρών». Βλέπετε τρικυμία μπορεί να υπάρχει και στο ποτήρι, πόσο μάλλον στο μυαλό…

Πέρα όμως από την κοινοτυπία μεταξύ των μεν και των δε στα επιχειρήματα και τις κατευθύνσεις απέναντι στη συγκυρία της καραντίνας, βρίσκεται κάτι πολύ βαθύτερο, που παρά τις ιδεολογικές διαβεβαιώσεις και τα επιμέρους μανιφέστα δείχνει να ενώνει κι όχι να χωρίζει.

Κι εκεί ακριβώς οι περισσότεροι από τους παραπάνω, παρά τα διαφορετικά τους χαρακτηριστικά, δεν τέμνονται αλλά συγκλίνουν. Γιατί το σημείο εκκίνησης είναι κοινό.

Κι εδώ ας γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι.

Ο φετιχισμός του ατομικού δικαιώματος, της ατομικής ελευθερίας να κάνουμε ό,τι γουστάρουμε και εν γένει η φιλοσοφία του ατομικού ανθρώπου που νοιώθει ότι είναι ελεύθερος όσο “αυτοπροσδιορίζεται” και δεν βλέπει παραπέρα από τη μυτούλα του, είναι το κοινό σημείο μεταξύ μεταμοντέρνων “επαναστατών” όσο και του βαθέως πυρήνα των ακροδεξιών.

Με άλλα λόγια η νοοτροπία του “κάνω ό,τι γουστάρω γιατί είναι ατομικό μου δικαίωμα”, είτε φοράει ακροδεξιά είτε «αριστερή-αναρχική» προβιά είναι ένα και το αυτό πράγμα και συνιστά την πεμπτουσία της αστικής ιδεολογίας, που πάνω στην ιερότητα του ατομικού δικαιώματος εκμεταλλεύεται και σκοτώνει το συλλογικό δικαίωμα και τη συλλογική ύπαρξη που λέγεται “ανθρώπων κοινωνία”.

Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις στο αφήγημα εναντίον της καραντίνας και της επιστημονικής κοινότητας (χτύπημα στο κίνημα ή χτύπημα στην πίστη), τα ελατήρια μοιάζουν να είναι παρόμοια αν όχι ολόιδια. Και τα ελατήρια αυτά είναι η ραχοκοκαλιά της αστικής ιδεολογίας, του ατομικού ανθρώπου και του ατομίστικου «εγώ» που αδυνατεί να αντιληφθεί το συλλογικό «εμείς». Είναι ο homo homini lupus, ο άνθρωπος που είναι λύκος για τον άλλον άνθρωπο, και όχι συνάνθρωπος, μέλος της ίδιας κοινότητας, συνυπεύθυνος και αλληλεξαρτώμενος.

Σημασία δεν έχει τι δηλώνεις πως είσαι αλλά τι δηλώνει έμπρακτα η στάση σου σε καταστάσεις έκτακτες και περίπου οριακές, ακριβώς όπως σήμερα. Κάποτε ο Λένιν είχε γράψει ότι στις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχουν δυο ιδεολογίες, η αστική (ατομιστική) και η προλεταριακή (συλλογική) και ότι όσο η μία υποχωρεί τόσο η άλλη ενισχύεται.

Εφόσον λοιπόν η επαναστατική συνείδηση δεν (πρέπει να) είναι η τυπολατρία της ιδεολογίας αλλά κυρίως η αλληλοσύνδεση συνείδησης και πράξης στον ορίζοντα του συλλογικού και της κοινωνικής προόδου, καλό είναι κάποιοι να ξανασκεφτούν τα λεγόμενα και τα γραφόμενα τους γιατί παρά τις διαβεβαιώσεις τους, φαίνεται ότι πρακτικά δεν διαφοροποιούνται από την ακροδεξιά και τον αστικό εγωκεντρισμό στην πράξη.

Κι αν αυτό δεν είναι εφικτό τότε ας σκεφτούμε κι εκείνο. Αν στη μεριά της κοινωνίας των πολλών βρίσκει χώρο η κόπρος της άλλης μεριάς – δηλαδή του αστισμού, τότε καλό είναι να χαραχτούν γραμμές και να ξεβρωμίσουμε από εκείνο που δεν πρέπει να είμαστε τόσο για λόγους αρχής όσο και για λόγους ανάγκης. Τα στρατόπεδα της κοινωνίας ενίοτε ξεχωρίζουν από τα συνθήματα τους αλλά πάντοτε διακρίνονται καλύτερα από την πρακτική τους (και τα ελατήρια της) στη συγκυρία των κρίσιμων στιγμών.

Ακριβώς όπως σήμερα.

Οι σαρανταπέντε νεκροί και ο εικοσιπεντάχρονος

Οι σαρανταπέντε νεκροί και ο εικοσιπεντάχρονος

Σαρανταπέντε νεκρούς γιατρούς και νοσηλευτές, μετρούσε μέχρι χθες η Ιταλία. Οι περισσότεροι από αυτούς βρέθηκαν περί τα μέσα Μάρτη να νοσηλεύουν ασθενείς χωρίς μέσα προστασίας. Ο γιατρός Ρομπέρτο Στέλλα, πριν πεθάνει, συνιστούσε στους συναδέλφους του: «Έχουμε ξεμείνει από μάσκες. Να είμαστε όμως προσεκτικοί και να συνεχίσουμε». Από την αρχή της κρίσης, έχουν νοσήσει περισσότεροι από 5.000 υγειονομικοί στη γειτονική χώρα, ειδικά όσοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των νοσοκομείων κατά τις πρώτες εβδομάδες.

Αυτή είναι η μία εικόνα.

Εικοσιπεντάχρονος, αφού επιστρέφει από την Αγγλία μαζί με την παρέα του, εν μέσω συνεχών εκκλήσεων από τις αρμόδιες αρχές και μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας, αποφασίζει να πάει στη βίλα του, σε νησί του Αιγαίου. Παραμονές της απαγόρευσης της άσκοπης μετακίνησης (άρα και των εκδρομών σε επαρχία, νησιά ή εξοχικά), ο εικοσιπεντάχρονος και οι φίλοι του σπάνε την καραντίνα την οποία όφειλαν να είχαν κρατήσει ως προερχόμενοι από το εξωτερικό, και αποφάσισαν να πάνε στο νησί για να ξεσκάσουν.

Αυτή είναι η δεύτερη εικόνα.

Σημασία δεν έχουν ούτε οι λεπτομέρειες, ούτε τα ονόματα. Άλλωστε η ιστορία μας δεν έχει τίποτα το προσωπικό.

Σημασία έχει ότι ο εικοσιπεντάχρονος ήταν φορέας του ιού, και αφού πρόλαβε και κυκλοφόρησε στο νησί, όταν διαγνώστηκε θετικός, οργανώθηκε αεροδιακομιδή για να μεταφερθεί στην Αθήνα. Είναι γιος επιχειρηματία.

Δεν μπορεί κανείς να μην κάνει τον σχετικό συνειρμό για την 40χρονη μητέρα τριών παιδιών, που δίχως οικογενειακό γιατρό και με σύσταση από τον ΕΟΔΥ να κάτσει σπίτι της, κατέληξε από την ίωση. Δεν οργανώθηκε καμιά διακομιδή σε νοσοκομείο.

Μάλλον δεν είχε μπαμπά επιχειρηματία, σίγουρα δεν έσπασε καμιά καραντίνα, ούτε θέλησε να πάει να ξεσκάσει σε κάνα νησί. Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχε και βίλα.

Αφήνουμε εδώ τους συνειρμούς για την 40χρονη και τις ταξικές διακρίσεις, που αφού υπάρχουν παντού, υπάρχουν και στην πανδημία. Να συστήσουμε ωστόσο σε όσους σωστά επιμένουν ότι δεν υπάρχουν διακρίσεις στον ιό, να δουν τις διακρίσεις που υπάρχουν στην αντιμετώπισή του. Κάτι τέτοιο θα έκανε καλό στην Ιατρική ως ολιστική επιστήμη.

Ας επανέλθουμε στις δύο εικόνες. Των 45 νεκρών γιατρών και νοσηλευτών και του εικοσιπεντάχρονου.

Γιατί αυτές οι δύο εικόνες ορίζουν δύο κόσμους.

Ο πρώτος κόσμος είναι αυτός της προσφοράς και της αυτοθυσίας. Ο δεύτερος κόσμος είναι αυτός της αδιαφορίας και του εγωισμού. Συνήθως ο πρώτος κόσμος συνδυάζεται με ένα βαθύ αίσθημα κοινωνικής ευθύνης. Ο δεύτερος κόσμος συνδυάζεται με ατομική ανευθυνότητα που συχνά μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στους άλλους.

Ο ένας κόσμος είναι συνήθως σιωπηλός. Δεν θα βγει να φωνάξει για το ρόλο του, τη δουλειά του, τα αποτελέσματά του. Στον πρώτο κόσμο ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία των μέχρι χθες απαξιωμένων γιατρών και νοσηλευτών. Σήμερα εισπράττουν το χειροκρότημα, αλλά αύριο, αν η κατάσταση μείνει ως έχει, θα είναι πάλι ο σάκος του μποξ για το διαλυμένο και καταταλαιπωρημένο ΕΣΥ. Οι πολιτικοί, όταν περάσει η μπόρα, θα τους βρουν ίσως τεμπέληδες, ίσως πλεονάζοντες, ίσως αχρείαστους.

Ο δεύτερος κόσμος είναι συνήθως φωνακλάδικος. Θα επικαλεστεί το ατομικό του δικαίωμα στα πάντα. Και θα το υποστηρίξει, συνήθως με την οικονομική του δυνατότητα, ή τις πολιτικές του γνωριμίες. Στον δεύτερο κόσμο για παράδειγμα ανήκει ο κάτοχος της Πόρσε ή της Κορβέτ που πατάει το γκάζι κι όποιον πάρει ο χάρος. Ή αυτός που για χάρη του θα πέσουν τα τηλέφωνα των υψηλά ιστάμενων για κρεββάτι εντατικής, για χαρτί ψυχιάτρου, για ευνοϊκή μεταχείριση.

Μία από τις επιπτώσεις της πανδημίας είναι ότι μαθαίνουμε όλο και περισσότερο να ξεχωρίζουμε τους δύο κόσμους. Είναι δύο διαφορετικοί εντελώς κόσμοι, έστω και αν συνυπάρχουν στην κοινωνία. Και είναι καλό να τους διακρίνουμε όλο και περισσότερο.

Και μία άλλη επίπτωση είναι ότι όσοι συνήθως εκπροσωπούν τον δεύτερο κόσμο, αυτές τις μέρες είναι αναγκασμένοι να συμμορφώνονται με τις κοινωνικές απαιτήσεις. Αύριο θα ξαναγυρίσουν στην παλιά τους τέχνη κόσκινο, αλλά αυτό είναι και λίγο ζήτημα δικό μας.

ΥΓ. Η στήλη εύχεται ειλικρινά γρήγορη ανάρρωση στον εικοσιπεντάχρονο. Το ζήτημα δεν είναι προσωπικό. Είναι βαθιά ιδεολογικό.