Άρθρα

Έχει ελεγχθεί η πτώση του ρουβλίου;

Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε μια παρατεταμένη πτώση του εθνικού νομίσματος της Ρωσίας, του ρουβλίου, έναντι του δολαρίου. Παρόλου που, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο διάστημα, στις διαδικασίες της κίνησης κεφαλαίων έχουν εμπλακεί και τα γνωστά (σε τέτοιες περιπτώσεις) κερδοσκοπικά κεφάλαια, εν τούτοις η πτώση δεν μπορεί να εξηγηθεί από τις βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές κινήσεις τους και αποκαλύπτει μια έξοδο κεφαλαίων από τη Ρωσία που συνδυάζεται με δυσμενείς εξελίξεις στο εμπορικό ισοζύγιο—αν και το πρόβλημα του εμπορικού ισοζυγίου δείχνει να μετριάζεται κατά το τελευταίο διάστημα.

Διάγραμμα της ισοτιμίας δολαρίου-ρουβλίου κατά το διάστημα Σεπτ. 2022-Αύγ. 2023.
Παρατηρούμε την έναρξη ανοδικής τάσης για το δολάριο από τον Δεκέμβριο του 2022.
Πηγή: tradingview.com

Τη Δευτέρα, 14 Αυγούστου η ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ρουβλίου έσπασε το θεωρούμενο ως ψυχολογικό φράγμα των 100 ρουβλίων ανά δολάριο (δηλαδή 1 ρούβλι = 1 σεντ) σημειώνοντας χαμηλό 16 μηνών. Βέβαια, από την έναρξη της Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης (ΕΣΕ) της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι αυτή η χειρότερη τιμή στην ισοτιμία των δύο νομισμάτων. Την Τρίτη 8 Μαρτίου του 2022 το δολάριο είχε φτάσει τα 138.25 ρούβλια σημειώνοντας και ενδοσυνεδριακό υψηλό στα 154.25 ρούβλια. Η τότε άνοδος του δολαρίου (που μάλιστα από την άποψη της τεχνικής ανάλυσης είχε ξεκινήσει από τις 23 Φεβρουαρίου, δηλαδή μία ημέρα πριν την έναρξη της ΕΣΕ) οφειλόταν στα πρωτοφανή μέτρα των κυρώσεων που οδηγούσαν τη Ρωσική οικονομία σε αχαρτογράφητα νερά.

Η άνοδος αυτή ελέγχθηκε με συνδυασμένα μέτρα νομισματικής πολιτικής (ραγδαία αύξηση του επιτοκίου βάσης από το 8.5% στο 20%) και ελέγχου κεφαλαιακών ροών. Ειδικότερα επιβλήθηκε η υποχρεωτική μετατροπή του 80% των κερδών των Ρωσικών εξαγωγικών επιχειρήσεων σε ρούβλια, δηλαδή η υποχρεωτική επανεισαγωγή αυτών των κερδών στη χώρα. Επιπλέον απαγορεύτηκε η πώληση Ρωσικών αξιογράφων (ομόλογα, μετοχές, κ.λπ.) από τους ξένους κατόχους τους και ταυτόχρονα επιβλήθηκαν περιορισμοί στην εξαγωγή συναλλάγματος από Ρώσους πολίτες. Και τέλος είχαμε τη γνωστή υποχρέωση της αγοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ρούβλια από τους Δυτικούς πελάτες της Ρωσίας, στην οποία οι περισσότεροι υποχρεώθηκαν να πειθαρχήσουν εκόντες άκοντες.

Σαν αποτέλεσμα των επιτυχημένων αυτών μέτρων το δολάριο σταδιακά κατέρρευσε κάτω από τα 52 ρούβλια, με αυτό το χαμηλό να σημειώνεται στις 29 Ιουνίου του 2022. Η Ρωσική Κεντρική Τράπεζα (ΡΚΤ) σε συνεργασία με τα αρμόδια υπουργεία σταδιακά ήραν τις περισσότερες από αυτές τις απαγορεύσεις και περιορισμούς ενώ και το βασικό επιτόκιο τον Σεπτέμβριο του 2022 είχε πέσει στο 7.5%, δηλαδή χαμηλότερα από το σημείο που βρισκόταν όταν ξεκίνησε η ΕΣΕ, και μάλιστα παρέμεινε σταθερό σε αυτό το επίπεδο μέχρι πριν από ένα μήνα που ανέβηκε στο 8.5%.

Η κίνηση της ισοτιμίας δολαρίου-ρουβλίου κατά το διάστημα Ιαν. 2022-Νοε. 2022.
Πηγή: tradingview.com

Όμως, σταδιακά άρχισε να παρατηρείται μια εκ νέου άνοδος του δολαρίου στην ισοτιμία του με το ρούβλι, γεγονός που πιστοποιεί την συνισταμένη έξοδο κεφαλαίων από τη Ρωσία. Η ΡΚΤ έδειξε να μην ενοχλείται, για να μην πούμε ότι έμμεσα ενθάρρυνε κιόλας αυτήν τη τάση (βλ. παρακάτω). Από την άλλη, τα οικονομικά υπουργεία δεν έδειξαν να ενοχλούνται καθώς η υποτίμηση του νομίσματος βοηθούσε την αντιμετώπιση του προβλήματος του προϋπολογισμού που έχει πέσει έξω.

Αλλά ο θεσμός που ενοχλήθηκε ήταν, κατά τα φαινόμενα, η Ρωσική προεδρία—ενδεχομένως λόγω της αύξησης των πληθωριστικών πιέσεων που οπωσδήποτε δημιουργούν προβλήματα στα λαϊκά εισοδήματα και άρα και στην αποδοχή του προέδρου Πούτιν που εξακολουθεί να κινείται στην περιοχή τους εντυπωσιακού 80%.

Έτσι τη Δευτέρα 14 Αυγούστου, ο Maxim Oreshkin σύμβουλος σε οικονομικά θέματα του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας δημοσίευσε ένα άρθρο γνώμης στο ρωσικό TASS που αναμεταδόθηκε πλατιά στα υπόλοιπα Ρωσικά ΜΜΕ (μετάφραση στα Ελληνικά εδώ). Ο τίτλος του άρθρου ήταν: «Ένα ισχυρό ρούβλι είναι προς το συμφέρον της ρωσικής οικονομίας» και ο υπότιτλος: «Ο Maxim Oreshkin σχετικά με τον διαρθρωτικό μετασχηματισμό της οικονομίας και την αναγκαία συναλλαγματική ισοτιμία του ρουβλίου».

Την ίδια μέρα η ΡΚΤ ανακοίνωσε έκτακτη σύγκλιση του Συμβουλίου των Διοικητών της την επομένη, πράγμα που οι αγορές ορθώς εξέλαβαν ως επικείμενη άμεση άνοδο του ρωσικού βασικού επιτοκίου. Δεν είναι γνωστό (αν και κάποιος εύκολα μπορεί να το εικάσει) ποια ακριβώς ήταν η σχέση του ‘άρθρου γνώμης’ του συμβούλου του Ρώσου προέδρου με την αιφνίδια σύγκλιση του ΔΣ της ΡΚΤ.

Προσωπικά, διαβάζοντάς το άρθρο, δεν διαπίστωσα κάποια αλλαγή στην ακολουθούμενη πολιτική στήριξης της οικονομίας της χώρας στην παραγωγή πρώτων υλών ούτε διέκρινα κάποια έμφαση σε “διαρθρωτικές αλλαγές” όπως υποσχόταν ο υπότιτλος. Έγραψα τότε:

«Αν διαβάζω τελικά σωστά μέσα από τις γραμμές αυτού του άρθρου, πρόκειται για μια κλήση προς τις αρχές της ΡΚΤ να σκληρύνουν την επιτοκιακή πολιτική–άλλωστε αύριο συγκαλείται έκτακτα επί τούτου, για να εξετάσει το θέμα, το συμβούλιο των διοικητών της ΡΚΤ, οπότε το σημείο αυτό θα αποσαφηνιστεί.

»Συμπερασματικά, δεν βλέπω κάποια αλλαγή πολιτικής στο θέμα της φορολογικής πολιτικής ούτε διάβασα κάτι για την αλλαγή προσανατολισμού της χώρας όσο αφορά την έμφαση στην παραγωγή και εξαγωγή πρώτων υλών. Απλά, μια συγκυριακή αύξηση των τιμών σε ενέργεια, αγροτικά προϊόντα και μέταλλα, που είναι τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα της Ρωσίας, δείχνει να διασώζει την παρτίδα κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023, προκαλώντας ανακούφιση στον συγγραφέα του άρθρου γνώμης (και υποθέτω και στους υπεύθυνους χάραξης της ρωσικής οικονομικής πολιτικής).»

Την Τρίτη 15 Αυγούστου η ΡΚΤ αύξησε το βασικό επιτόκιο κατά 350 μονάδες βάσης από 8.5% στο 12% ενώ ταυτόχρονα ανακοίνωσε την ετοιμότητά της για νέες αυξήσεις αν δεν ελεγχθεί η πτώση του ρουβλίου. Η απότομη αύξηση αιφνιδίασε τις αγορές και τους κερδοσκόπους, που περίμεναν κάτι αρκετά ηπιότερο και δείχνει (μέχρι την Παρασκευή 18 Αυγούστου) έναν τουλάχιστον βραχυπρόθεσμο έλεγχο της πτώσης του ρουβλίου, με το δολάριο να πέφτει από το ενδοσυνεδριακό υψηλό των 102.355 ρουβλίων την Δευτέρα 14 Αυγούστου στο κλείσιμο των 92.98 ρουβλίων την Παρασκευή 18 Αυγούστου.

Όμως το εργαλείο των επιτοκίων είναι αμφίβολο αν μακροπρόθεσμα θα σταματήσει την πτώση του ρουβλίου αφού δεν ελέγχει βασικές αιτίες που προκαλούν την φυγή κεφαλαίων από τη Ρωσία. Δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά αν τέτοια τεχνικά μέτρα, χωρίς συμπληρωματικά πολιτικά μέτρα, μπορούν να αλλάξουν τη μεσοπρόθεσμη τάση.

Είναι αλήθεια ότι αυτή τη στιγμή συζητούνται συμπληρωματικά μέτρα, με κυριότερα (α) την υποχρεωτική μετατροπή μέρους ή και του συνόλου των κερδών των Ρώσων εξαγωγέων σε ρούβλια όπως είχε συμβεί και πέρυσι, αμέσως μετά την έναρξη της ΕΣΕ και τη μεγάλη (τότε) πίεση στο ρούβλι, και (β) τον έλεγχο στην εξαγωγή κεφαλαίων από τη Ρωσία (βλ. και σχετικό άρθρο του Reuters εδώ, πάντα με την προαίρεση της κριτικής ανάγνωσής του). Εκτός από τη μεγάλη αύξηση του βασικού επιτοκίου και οι παραπάνω ‘διαρροές’ για τα πρόσθετα μέτρα που συζητούνται έχουν βοηθήσει στον έλεγχο της ακατάσχετης πτώση του ρουβλίου από τις 15 Αυγούστου κ.ε. Το ερώτημα είναι αν βλέπουμε μια μεταστροφή της πτωτικής τάσης του ρουβλίου ή απλώς μια προσωρινή ανάπαυλα.

Το πρόβλημα περιπλέκεται επειδή, όπως έχω ξαναγράψει, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ρωσικού κράτους παρά την ανακούφιση που προκάλεσε τελευταία η άνοδος της τιμής του πετρελαίου Urals. Τα τελευταία στοιχεία που γνωρίζαμε (Ιουνίου) ανέφεραν για πτώση των εσόδων του κράτους κατά 19% και αύξηση των εξόδων κατά 27%, γεγονός που έκανε αναγκαία τη λήψη μέτρων—ήδη από όσο φαίνεται (βλ. την ομιλία του προέδρου της ΚΕ του ΚΚΡΟ Γκ. Ζιουγκάνοφ στο κλείσιμο της εαρινής συνόδου της Κρατικής Δούμας καθώς και άρθρο του αντιπροέδρου της ΚΕ του ΚΚΡΟ I. Μελνίκοφ) προγραμματίζεται μείωση της κρατικής επενδυτικής δραστηριότητας για το 2024, που σημαίνει απολύσεις κ.λπ. Η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος αποτελεί έναν παραδοσιακό τρόπο κάλυψης ελλειμμάτων και επομένως, παρά την ενόχληση της Ρωσικής προεδρίας από την πτώση του ρουβλίου, τα οικονομικά υπουργεία δεν θα ενοχληθούν ιδιαίτερα από αυτήν–εφόσον είναι ελεγχόμενη, και αυτό είναι ένα μεγάλο “εφόσον”.

Σχετικό με την προσπάθεια ελέγχου της πτώσης του ρουβλίου έγραψε και η οικονομολόγος του ΚΚΡΟ Τατιάνα Κουλίκοβα στην Πράβδα της 17ης Αυγούστου. Το αρκετά διαφωτιστικό της άρθρο έχει ως εξής:

*          *          *

Σχετικά με την κατάρρευση του ρουβλίου και το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας

ΠΡΑΒΔΑ, Αριθ. 87 (31436) 17 Αυγούστου 2023, 2 σελίδα

Συγγραφέας: Tatyana KULIKOVA, οικονομολόγος.

Τη Δευτέρα 14 Αυγούστου, η ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ρουβλίου έσπασε το ψυχολογικά σημαντικό όριο των 100 μονάδων του ρωσικού νομίσματος για ένα δολάριο ΗΠΑ. Αυτό ανάγκασε τελικά την Κεντρική μας Τράπεζα να δράσει: σε έκτακτη συνεδρίαση το πρωί της 15ης Αυγούστου, η Κεντρική Τράπεζα αύξησε απότομα το βασικό επιτόκιο κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, το οποίο ήταν υψηλότερο από τις προσδοκίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, ακόμη και μια τόσο απότομη αύξηση του επιτοκίου δεν θα συμβάλει στη σταθεροποίηση του ρουβλίου αν δεν ληφθούν μέτρα για την εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά συναλλάγματος, όπως η απαίτηση υποχρεωτικής πώλησης των κερδών σε ξένο νόμισμα από τους εξαγωγείς και ο περιορισμός των διασυνοριακών ροών κεφαλαίων.

* * *

Η αποδυνάμωση του ρωσικού ρουβλίου συνεχίζεται εδώ και πολλούς μήνες. Γράψαμε λεπτομερώς για τα αίτια και τις πιθανές αρνητικές συνέπειές της στο πρόσφατο άρθρο μας “Πού θα οδηγήσει η υποτίμηση;” (“Pravda”, αριθ. 72, 13.07.2023). Εν ολίγοις, ο κύριος λόγος για την πτώση του ρουβλίου είναι η απότομη συρρίκνωση του εμπορικού ισοζυγίου, η οποία επιδεινώνεται από τη σημαντική εκροή κεφαλαίων.

Από τα μέσα Ιουνίου περίπου, το ρούβλι εξασθενούσε σταθερά αλλά σχετικά αργά, αλλά τις τελευταίες ημέρες του μήνα η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε αισθητά: σε οκτώ ημέρες διαπραγμάτευσης από τις 28 Ιουνίου έως τις 6 Ιουλίου, η ισοτιμία του δολαρίου αυξήθηκε από 85 σε 92 ρούβλια (κάποια στιγμή έφτασε σχεδόν τα 94 ρούβλια ανά δολάριο). Αυτή η κατάρρευση του ρωσικού νομίσματος ήταν η αφορμή για τη συγγραφή εκείνου του άρθρου.

Ωστόσο, τώρα βλέπουμε ότι τα γεγονότα του τέλους Ιουνίου – αρχών Ιουλίου ήταν μόνο μια προθέρμανση και η πραγματική κατάρρευση του ρουβλίου συνέβη τον Αύγουστο, μόλις έληξε η φορολογική περίοδος του Ιουλίου (στις είκοσι του κάθε μήνα, το ρούβλι συνήθως ενισχύεται προσωρινά επειδή οι εξαγωγείς πωλούν συνάλλαγμα για να πληρώσουν τους φόρους ). Να πώς συνέβη.

Για εννέα ημέρες διαπραγμάτευσης από την 1η έως τις 11 Αυγούστου, το ρωσικό νόμισμα υποτιμήθηκε από τα 91,6 στα 99,4 ρούβλια ανά δολάριο, πλησιάζοντας το ψυχολογικά σημαντικό όριο των 100 ρουβλίων ανά δολάριο. Φαίνεται ότι η ρυθμιστική αρχή θα έπρεπε να είχε ξυπνήσει ήδη από τότε και να αρχίσει να σταθεροποιεί με κάποιο τρόπο την κατάσταση.

Για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να σημειωθεί ότι η Κεντρική μας Τράπεζα έκανε ένα βήμα για τη σταθεροποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας την περασμένη εβδομάδα: την Τετάρτη 9 Αυγούστου (όταν το δολάριο έφτασε τα 98 RUB για πρώτη φορά από την περασμένη άνοιξη), η ρυθμιστική αρχή ανακοίνωσε την αναστολή των αγορών συναλλάγματος στο πλαίσιο του δημοσιονομικού κανόνα μέχρι το τέλος του έτους. Ο όγκος των αγορών αυτών επρόκειτο να είναι ούτως ή άλλως ασήμαντος (σε ρούβλια ισοδυναμεί με 1,8 δισεκατομμύρια ρούβλια την ημέρα), οπότε επρόκειτο περισσότερο για μια συμβολική χειρονομία που υποτίθεται ότι θα σηματοδοτούσε στις αγορές ότι η ρυθμιστική αρχή ανησυχούσε για την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτού του μέτρου ήταν αρκετό για μία ακριβώς ημέρα: μετά την ανακοίνωσή του, το ρούβλι ενισχύθηκε κάπως και παρέμεινε στο εύρος των 97-98 ρουβλίων ανά δολάριο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Πέμπτης, αλλά το πρωί της Παρασκευής η κατάρρευση της συναλλαγματικής του ισοτιμίας συνεχίστηκε.

Ένας πρόσθετος παράγοντας που έπαιξε εναντίον του ρουβλίου την Παρασκευή 11 Αυγούστου ήταν, παραδόξως, οι ενέργειες της ίδιας της Κεντρικής Τράπεζας. Δημοσιεύθηκε το προγραμματικό έγγραφο “Σχετικά με τις κύριες κατευθύνσεις της ενιαίας νομισματικής πολιτικής” για τα επόμενα τρία χρόνια, όπου τονίστηκε για άλλη μια φορά ότι, εφόσον η υποτίμηση δεν απειλεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η Κεντρική Τράπεζα δεν προτίθεται να παρέμβει στη διαδικασία διαμόρφωσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Επιπλέον, κατά την παρουσίαση του εν λόγω εγγράφου, ο αναπληρωτής πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας Alexei Zabotkin τόνισε για άλλη μια φορά ότι η ρυθμιστική αρχή δεν βλέπει κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην τρέχουσα κατάρρευση του ρουβλίου.

Με αφορμή αυτή την είδηση, η ισοτιμία πλησίασε τα 100 ρούβλια ανά δολάριο στο κλείσιμο της εβδομάδας συναλλαγών. Ως αποτέλεσμα, ο πανικός άρχισε να επιταχύνεται- το θέμα της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ρουβλίου συζητήθηκε σε όλα τα μέσα ενημέρωσης κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου και οι περισσότεροι αναλυτές ανέμεναν (ή μάλλον ήλπιζαν) ότι τώρα η Κεντρική Τράπεζα θα παρενέβαινε οριστικά: θα ανακοίνωνε σκληρά μέτρα είτε τη Δευτέρα το πρωί, είτε ακόμη και ακριβώς το Σαββατοκύριακο.

Ωστόσο, ήρθε το πρωί της Δευτέρας και η Κεντρική Τράπεζα δεν έλαβε κανένα μέτρο. Επιπλέον, η αδράνεια της ρυθμιστικής αρχής υποστηρίχθηκε ουσιαστικά από τον Anatoly Aksakov, τον επικεφαλής της επιτροπής της Δούμας για τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το πρωί της Δευτέρας, τα μέσα ενημέρωσης δημοσίευσαν τη δήλωση του Aksakov σχετικά με τη στάση του πληθυσμού της εκλογικής του περιφέρειας απέναντι στην κατάρρευση του ρουβλίου: “Η Δημοκρατία [της Τσουβασίας. – Τ.Κ.] ζει μια γεμάτη ζωή, υπάρχουν χαμόγελα στα πρόσωπά τους και δεν υπάρχει άγχος που η ισοτιμία του δολαρίου έχει πλησιάσει τα 100 ρούβλια”.

Από όλα αυτά, οι συμμετέχοντες στην αγορά έβγαλαν το λογικό συμπέρασμα ότι οι χρηματοπιστωτικές αρχές δεν πρόκειται να στηρίξουν το εθνικό νόμισμα και αυτό έπεσε σε ελεύθερη πτώση, φθάνοντας στο επίπεδο των 101,74 ρουβλίων ανά δολάριο μέχρι το μεσημέρι.

Και μόνο μετά από αυτό η ρυθμιστική αρχή “ξύπνησε” τελικά και ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιηθεί έκτακτη συνεδρίαση το πρωί της 15ης Αυγούστου. Η είδηση αυτή οδήγησε σε απότομη ενίσχυση του ρουβλίου: μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα της συνεδρίασης, είχε ενισχυθεί σε σχεδόν 95 ρούβλια ανά δολάριο, δηλαδή το ρωσικό νόμισμα κέρδισε πίσω περίπου 7 μονάδες σε λίγες ώρες διαπραγμάτευσης. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, διότι οι κεντρικές τράπεζες πραγματοποιούν έκτακτες συνεδριάσεις μόνο στις πιο εξαιρετικές περιπτώσεις (η Κεντρική μας Τράπεζα έχει πραγματοποιήσει μόνο τέσσερις τέτοιες συνεδριάσεις τα τελευταία δέκα χρόνια), οπότε η αγορά περίμενε να ανακοινωθούν σκληρά και αποφασιστικά μέτρα.

Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας αποδείχθηκε πραγματικά σκληρή: το βασικό επιτόκιο αυξήθηκε κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) στο 12%. Αυτό είναι περισσότερο από ό,τι είχε προβλέψει η πλειονότητα των αναλυτών και των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές: ανέμεναν αύξηση της τάξης των 1-2 ποσοστιαίων μονάδων.

Παρ’ όλα αυτά, το ρούβλι υποχώρησε και πάλι μετά την ανακοίνωση της απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας: έπεσε από τα 95 στα σχεδόν 99 ρούβλια ανά δολάριο. Τι συνέβη;

Το θέμα είναι ότι η Κεντρική Τράπεζα περιορίστηκε μόνο στην αύξηση του βασικού επιτοκίου και δεν ανακοίνωσε πρόσθετα μέτρα που θα βοηθούσαν στην αποκατάσταση της ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης. Ας εξηγήσουμε αναλυτικότερα τι εννοούμε εδώ.

Η αύξηση του βασικού επιτοκίου συμβάλλει πραγματικά στη μείωση του πανικού στην αγορά συναλλάγματος, καθώς γίνεται πιο δαπανηρό για τους κερδοσκόπους να παίζουν εναντίον του ρουβλίου (συνήθως παίζουν με μόχλευση, δηλαδή τα περισσότερα από τα ρούβλια που χρησιμοποιούν για να αγοράσουν ξένο νόμισμα είναι δανεικά κεφάλαια). Είναι σαφές ότι ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί μόνο εάν η ισοτιμία αυξάνεται αρκετά έντονα, και η τρέχουσα [αύξηση του επιτοκίου κατά] 3,5 π.μ. – αυτό είναι, φυσικά, πολύ, αλλά όχι απαγορευτικό για ένα κερδοσκοπικό παιχνίδι. [ΣΗΜ. Δηλαδή, για να κερδίσουν οι κερδοσκόποι θα πρέπει η αύξηση της τιμής του δολαρίου σε ρούβλια να υπερκαλύπτει το κόστος δανεισμού τους σε ρούβλια].

Ως εκ τούτου, αυτή η αύξηση των επιτοκίων πιθανότατα συνέβαλε στη μείωση της πίεσης που ασκείται στο ρούβλι από τους κερδοσκόπους βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν την αφαίρεσε εντελώς. Επιπλέον, στις τρέχουσες ρωσικές συνθήκες η κερδοσκοπία απέχει πολύ από το να είναι ο κύριος παράγοντας της πτώσης του ρουβλίου: σε γενικές γραμμές, οι κερδοσκόποι μπήκαν στο παιχνίδι κατά του ρουβλίου σε σημαντικούς όγκους μόνο τις τελευταίες δύο ή τρεις εβδομάδες.

Ο κύριος μηχανισμός με τον οποίο μια αύξηση των επιτοκίων οδηγεί στην ενίσχυση του εθνικού νομίσματος, ακόμη και βραχυπρόθεσμα, είναι η τόνωση της εισροής κερδοσκοπικών κεφαλαίων από το εξωτερικό: οι ξένοι προσελκύονται από την υψηλή απόδοση των περιουσιακών στοιχείων της χώρας στην οποία αυξάνονται τα επιτόκια, και προκειμένου να επενδύσουν σε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, αγοράζουν το νόμισμα της χώρας αυτής. Ωστόσο, στην περίπτωση της Ρωσίας, για προφανείς λόγους, ο μηχανισμός αυτός είναι πλέον πρακτικά ανύπαρκτος.

Έτσι, βραχυπρόθεσμα, η επίδραση της αύξησης του βασικού επιτοκίου, χωρίς να συνοδεύεται από άλλα μέτρα που θα εξισορροπούσαν την προσφορά και τη ζήτηση στη ρωσική αγορά συναλλάγματος, θα είναι περιορισμένη: η “ελεύθερη πτώση” του ρουβλίου έχει σταματήσει, αλλά οι κίνδυνοι περαιτέρω αποδυνάμωσής του δεν έχουν εξαλειφθεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αγορά “απογοητεύτηκε” στις προσδοκίες της από την απρογραμμάτιστη συνεδρίαση της Κεντρικής Τράπεζας και η συναλλαγματική ισοτιμία του ρουβλίου άρχισε και πάλι να υποχωρεί.

Ποια μέτρα θα έπρεπε να συνοδεύουν την τρέχουσα αύξηση των επιτοκίων; Πρώτα απ’ όλα, είναι η επαναφορά της απαίτησης της υποχρεωτικής πώλησης των συναλλαγματικών εσόδων των εξαγωγέων [καθώς] και οι περιορισμοί στην απόσυρση κεφαλαίων. Έχουμε γράψει γι’ αυτά λεπτομερώς στο προαναφερθέν άρθρο “Πού θα οδηγήσει η υποτίμηση”;

Είναι σαφές ότι όλα αυτά τα μέτρα δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή η εισαγωγή τους απαιτεί συνεργασία με την κυβέρνηση, η οποία, προφανώς, δεν λειτουργεί τώρα, καθώς το Υπουργείο Οικονομικών χρειάζεται ένα αδύναμο ρούβλι για να καλύψει τον προϋπολογισμό. Ωστόσο, η κατάσταση είναι σοβαρή και είναι καιρός να το αντιληφθεί η κυβέρνηση. Την περασμένη άνοιξη οι νομισματικές μας αρχές είχαν αρκετή αποφασιστικότητα για να εισαγάγουν σκληρά μη αγοραία μέτρα και λειτούργησαν άριστα. Έτσι, αν υπάρχει πολιτική βούληση, η νομισματική κρίση μπορεί να ξεπεραστεί.

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά από τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η αγορά στο δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg το βράδυ της 15ης Αυγούστου. Σύμφωνα με τις αναφορές του πρακτορείου, η θέσπιση απαίτησης για την υποχρεωτική πώληση των κερδών σε ξένο νόμισμα από τους εξαγωγείς και οι περιορισμοί στην απομάκρυνση κεφαλαίων στο εξωτερικό εξακολουθούν να συζητούνται και υπάρχει πιθανότητα να εισαχθούν, αν και δεν έχουν ληφθεί ακόμη συγκεκριμένες αποφάσεις (κατά τη στιγμή της συγγραφής αυτού του άρθρου το πρωί της 16ης Αυγούστου). Το δημοσίευμα του Bloomberg έριξε αμέσως τις τιμές του δολαρίου από τα 99 στα 96,5 ρούβλια, και αυτό παρά το γεγονός ότι αφορούσε μόνο τη συζήτηση αυτών των μέτρων από τις ρωσικές αρχές και όχι αποφάσεις που να έχουν πραγματικά παρθεί.

Ο Πούτιν με τα δικά του λόγια: Οι πληρωμές σε ρούβλι και η σημασία τους

Ο πόλεμος της Ουκρανίας λειτουργεί ως καταλύτης για τον οικονομικό πόλεμο που διεξάγεται, και εντελώς ανεξάρτητα από το πώς εξελίσσονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, έχει επιταχύνει την πορεία διάσπασης του κόσμου σε Δύση – Ανατολή. Αυτό είναι το σημαντικότερο αποτέλεσμα του πολέμου, σημαντικότερο ίσως από τον ίδιο τον πόλεμο. 

Οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας ξεκίνησαν σε μια φρενίτιδα δυτικού ενθουσιασμού ότι η Ρωσία θα τσακιστεί, η οικονομία της θα απομονωθεί και θα καταρρεύσει, οι Ρώσοι θα πεινάσουν και θα εξεγερθούν, η εξουσία του Πούτιν θα ανατραπεί. 

Η πορεία δεν επιβεβαίωσε την αισιοδοξία της Δύσης. Ανεξάρτητα με το πώς προχωρούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ρωσίας, η ρωσική κυβέρνηση φάνηκε να έχει ετοιμάσει από πριν τα επόμενα βήματα της σύγκρουσης. Η συναίνεση της Κίνας και του Ιράν, και κυρίως, η άρνηση τόσο της Ινδίας όσο και του Πακιστάν να συναινέσουν στη σταυροφορία του ΝΑΤΟ και της ΕΕ εναντίον της Ρωσίας, έχει βαθύνει το ρήγμα ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή.

Σε αυτή τη σύγκρουση η Δύση έχει σαφώς οικονομική και στρατιωτική υπεροπλία, αλλά τα απέναντι μεγέθη είναι κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητα. Οι ίδιες οι οικονομικές κυρώσεις απέναντι σε μια χώρα εξαγωγό ενέργειας και πρώτων υλών, απειλούν την κυριαρχία του δολαρίου, όχι φυσικά αύριο, αλλά σε βάθος χρόνου. Η χρήση άλλων, περιφερειακών νομισμάτων για τις διεθνείς συναλλαγές, είναι η σημαντικότερη ίσως πρώτη παράπλευρη απώλεια του πολέμου. Και θύμα δεν είναι το ρούβλι, το οποίο ανέκτησε την ισοτιμία που είχε έναντι το δολαρίου πριν την εισβολή, αλλά το δολάριο και κυρίως το ευρώ. 

Ο Μπάιντεν δήλωνε ότι θα κάνει το ρούβλι σκουπίδι (turn ruble into rubble), αλλά στην πράξη το ρούβλι μετά από τη βουτιά του Φεβρουαρίου, κατέγραψε κατακόρυφη άνοδο. Ρώσοι σχολιαστές, ειρωνευόμενοι το νομισματικό προνόμιο των ΗΠΑ, καλούν πλέον την Ουάσινγκτον να τυπώσει αέριο, πετρέλαιο, σιτάρι ή τιτάνιο, όπως ακριβώς τυπώνει πληθωριστικό νόμισμα. 

Αν και απέχουμε πολύ μακριά από μια παγκόσμια νομισματική ισορροπία που θα αποκαθηλώνει το δολάριο από τον απόλυτα κυριαρχικό ρόλο του στις διεθνείς συναλλαγές, (το ρούβλι άλλωστε δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς συναλλαγές), οι τροχοί έχουν μπει σε κίνηση. Δεν κινούνται βέβαια από ιδεολογικές και πολιτικές αρχές, αλλά έστω και μόνο η απαίτηση να μην χορεύει ο κόσμος στο ρυθμό που αποφασίζει η υπερδύναμη, ακούγεται λογική. 

Όπως λογικός ακούγεται και ο Ινδός υπουργός που δήλωσε ευθαρσώς ότι τα συμφέροντα της χώρας του υπαγορεύουν την αγορά ρωσικού πετρελαίου διότι είναι φθηνό. Μέρος μάλιστα της συναλλαγής θα γίνει σε ρούβλι και το υπόλοιπο σε ευρώ.

Παρακάτω παρατίθεται σε πρόχειρη μετάφραση ολόκληρη η τοποθέτηση του Ρώσου προέδρου για το εκτελεστικό διάταγμα που αφορά την αγορά φυσικού αερίου και την πληρωμή του σε ρούβλια. Σε αντίθεση με τις θεατρικές δηλώσεις και τα συναισθηματικά ξεσπάσματα των ηγετών της Δύσης (οι δηλώσεις Μπάιντεν είναι οι πιο χαρακτηριστικές, αλλά όχι οι μόνες), η τοποθέτηση Πούτιν μοιάζει εντελώς ψύχραιμη, υπολογισμένη, συντεταγμένη και σύμφωνη με τα συμφέροντα της Ρωσίας και της ιθύνουσας τάξης της. Μοιάζει να ακολυθεί ένα σχέδιο προετοιμασμένο από πριν με μακροπρόθεσμη στόχευση και επεξεργασμένες συμμαχίες. 

Το νόημα της ανακοίνωσης του Πούτιν συνοψίζεται στην παρακάτω φράση: “Εμείς προμηθεύσαμε τους Ευρωπαίους καταναλωτές με τους πόρους μας, στην προκειμένη περίπτωση με φυσικό αέριο, και αυτοί το έλαβαν, μας πλήρωσαν σε ευρώ, τα οποία ευρώ στη συνέχεια τα πάγωσαν. Από την άποψη αυτή, υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι έχουμε προμηθεύσει μέρος του φυσικού αερίου που παρέχεται στην Ευρώπη, σχεδόν δωρεάν. Αυτό, φυσικά, δεν μπορεί να συνεχιστεί”.

Μπορεί η Ρωσία και η Ασία να μην πέρασαν διαφωτισμό, όπως η ευλογημένη Δύση, αλλά η τοποθέτηση Πούτιν δεν έχει τίποτα το καθυστερημένο ή το μεταφυσικό: Είναι μια τοποθέτηση απολύτως λογική, στα μέτρα του εκπροσώπου της καπιταλιστικής βεβαίως Ρωσίας, και θα όφειλε να είναι αναμενόμενη από την υπεροπτική Δύση.

Σήμερα υπέγραψα εκτελεστικό διάταγμα που καθορίζει τους κανόνες για το εμπόριο ρωσικού φυσικού αερίου με τα λεγόμενα μη φιλικά κράτη. Προσφέρουμε στους αντισυμβαλλομένους από τις χώρες αυτές ένα σαφές και διαφανές σύστημα. Για να αγοράσουν ρωσικό φυσικό αέριο, πρέπει να ανοίξουν λογαριασμούς σε ρούβλια σε ρωσικές τράπεζες. Από αυτούς τους λογαριασμούς θα γίνει η πληρωμή για το φυσικό αέριο που παραδίδεται από αύριο, από την 1η Απριλίου του τρέχοντος έτους. Εάν δεν γίνουν τέτοιες πληρωμές, θα θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων εκ μέρους των αγοραστών – με όλες τις επακόλουθες συνέπειες. Κανείς δεν μας πουλάει τίποτα δωρεάν, και ούτε και εμείς πρόκειται να κάνουμε φιλανθρωπίες. Δηλαδή, οι υφιστάμενες συμβάσεις θα σταματήσουν.

Θα ήθελα να τονίσω για άλλη μια φορά, ότι σε μια κατάσταση όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα των δυτικών χωρών χρησιμοποιείται ως όπλο, όταν εταιρείες από αυτά τα κράτη αρνούνται να εκπληρώσουν συμβάσεις με ρωσικές τράπεζες, επιχειρήσεις, ιδιώτες, όταν περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια και ευρώ έχουν παγώσει, δεν έχει νόημα να χρησιμοποιούμε τα νομίσματα αυτών των χωρών.

Στην πραγματικότητα, δείτε τι συμβαίνει, τι έχει ήδη συμβεί: Εμείς προμηθεύσαμε τους Ευρωπαίους καταναλωτές με τους πόρους μας, στην προκειμένη περίπτωση με φυσικό αέριο, και αυτοί το έλαβαν, μας πλήρωσαν σε ευρώ, τα οποία ευρώ στη συνέχεια τα πάγωσαν οι ίδιοι. Από την άποψη αυτή, υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι έχουμε προμηθεύσει μέρος του φυσικού αερίου που παρέχεται στην Ευρώπη, σχεδόν δωρεάν.

Αυτό, φυσικά, δεν μπορεί να συνεχιστεί. Επιπλέον, σε περίπτωση περαιτέρω προμηθειών φυσικού αερίου και πληρωμής τους βάσει του υφιστάμενου καθεστώτος, μπορούν επίσης να μπλοκαριστούν νέα οικονομικά έσοδα σε ευρώ ή δολάρια. Μια τέτοια εξέλιξη της κατάστασης, είναι αρκετά αναμενόμενη, ειδικά από τη στιγμή που ορισμένοι πολιτικοί στη Δύση μιλούν γι’ αυτό, μιλούν δημόσια. Επιπλέον, σε αυτό το πνεύμα μιλούν οι αρχηγοί κυβερνήσεων των χωρών της ΕΕ. Οι κίνδυνοι της σημερινής κατάστασης πραγμάτων είναι, φυσικά, απαράδεκτοι για εμάς.

Και αν εξετάσετε το ζήτημα συνολικά, η μεταφορά των πληρωμών για την προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου σε ρωσικά ρούβλια, αποτελεί σημαντικό βήμα προς την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής μας κυριαρχίας. Θα συνεχίσουμε να κινούμαστε με συνέπεια και συστηματικότητα προς αυτή την κατεύθυνση στο πλαίσιο του μακροπρόθεσμου σχεδίου, ώστε να αυξήσουμε το μερίδιο των συναλλαγών μας στο εξωτερικό εμπόριο υπέρ του εθνικού μας νομίσματος και των νομισμάτων των χωρών που λειτουργούν ως αξιόπιστοι εταίροι.

Παρεμπιπτόντως, πιθανώς έχετε ακούσει ότι πολλοί παραδοσιακοί προμηθευτές ενεργειακών πόρων στην παγκόσμια αγορά, μιλούν επίσης για διαφοροποίηση των νομισμάτων διακανονισμού.

Επιτρέψτε μου να επαναλάβω για άλλη μια φορά: η Ρωσία αξιολογεί ως πολύ σημαντική την επιχειρηματική της φήμη. Συμμορφωνόμαστε, και θα συνεχίσουμε να συμμορφωνόμαστε με τις υποχρεώσεις μας βάσει όλων των συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων φυσικού αερίου, και θα συνεχίσουμε να προμηθεύουμε φυσικό αέριο στις καθιερωμένες ποσότητες, θέλω να το τονίσω αυτό, και στις τιμές που καθορίζονται στις υφιστάμενες μακροπρόθεσμες συμβάσεις.

Τονίζω ότι οι τιμές αυτές είναι αρκετές φορές χαμηλότερες από τις τρέχουσες τιμές στην αγορά spot (σ.μ. αγορά που αφορά άμεσες παραδόσεις). Τι σημαίνει αυτό; Με απλά λόγια, το ρωσικό φυσικό αέριο σημαίνει φθηνότερη ενέργεια, θέρμανση, φως στα σπίτια των Ευρωπαίων, προσιτό κόστος λιπασμάτων για τους Ευρωπαίους αγρότες και, επομένως, τρόφιμα σε προσιτή τιμή και επάρκεια στο τέλος. Όλα αυτά αφορούν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, τους μισθούς των Ευρωπαίων, των πολιτών των ευρωπαϊκών χωρών.

Ωστόσο, αν κρίνουμε από τις δηλώσεις ορισμένων πολιτικών, φαίνονται έτοιμοι να παραμελήσουν τα συμφέροντα των πολιτών τους, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τον υπερατλαντικό αφέντη τους, τον επικυρίαρχο. Είναι κάποιο είδος λαϊκισμού από την ανάποδη: οι άνθρωποι ενθαρρύνονται να τρώνε λιγότερο, να ντύνονται πιο ζεστά για να κάνουν οικονομία στη θέρμανση, να αρνούνται να ταξιδέψουν – και όλα αυτά υποτίθεται προς όφελος εκείνων των ανθρώπων από τους οποίους ζητούνται αυτές οι εθελοντικές στερήσεις, για χάρη της αφηρημένης βορειοατλαντικής αλληλεγγύης.

Τέτοιες αμφίβολες προσεγγίσεις και ενέργειες στην οικονομική, ενεργειακή και επισιτιστική πολιτική εκ μέρους των δυτικών χωρών, παρατηρούνται εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο.

Παρεμπιπτόντως, την επισιτιστική κρίση θα την ακολουθήσει ένα άλλο αναπόφευκτο γεγονός, ένα νέο κύμα μετανάστευσης, κυρίως προς τις ευρωπαϊκές χώρες.

Παρ’ όλα αυτά, βήμα προς βήμα, λαμβάνονται αποφάσεις που ωθούν την παγκόσμια οικονομία σε κρίση, οδηγούν στη διακοπή των αλυσίδων παραγωγής και εφοδιασμού, οδηγούν στην αύξηση του παγκόσμιου πληθωρισμού και στην αύξηση της ανισότητας, στη μείωση της ευημερίας εκατομμυρίων ανθρώπων και στις φτωχότερες χώρες -το έχω ήδη πει- στην τραγωδία της μαζικής πείνας.

Φυσικά, τίθεται το ερώτημα: ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό; Ποιος θα είναι υπεύθυνος γι’ αυτό;

Είναι σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσπαθήσουν και πάλι να λύσουν τα προβλήματά τους – δηλαδή τα δικά τους προβλήματα – εις βάρος κάποιου άλλου, συμπεριλαμβανομένης της εκτόξευσης ενός νέου κύματος δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Έχει ήδη αυξηθεί υπερβολικά, και στις κορυφαίες ευρωπαϊκές οικονομίες το ρεκόρ καταρρίπτεται από τον πληθωρισμό, καθώς και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και την ίδια στιγμή, προσπαθούν να μας κατηγορήσουν για τα λάθη τους στην οικονομική πολιτική, πάντα ψάχνουν κάποιον να κατηγορήσουν. Είναι αρκετά προφανές, το βλέπουμε.

Θα ήθελα να προσθέσω ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσπαθήσουν να επωφεληθούν από τη σημερινή παγκόσμια αστάθεια, όπως έκαναν κατά τη διάρκεια του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια των επιθέσεών τους κατά της Γιουγκοσλαβίας, του Ιράκ, της Συρίας κ.ο.κ. Οι παγκόσμιες αγορές πέφτουν και η αξία των μετοχών των εταιρειών του αμερικανικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος αυξάνεται. Το κεφάλαιο εισρέει στις ΗΠΑ, στερώντας άλλους αναπτυξιακούς πόρους από άλλες περιοχές του κόσμου.

Ως αποτέλεσμα, οι Ευρωπαίοι όχι μόνο αναγκάζονται να πληρώνουν, αλλά και, στην πραγματικότητα, με τα ίδια τους τα χέρια να υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, να τις απομακρύνουν από την παγκόσμια αγορά. Για την Ευρώπη, αυτό σημαίνει μεγάλης κλίμακας αποβιομηχάνιση και απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, ενώ στο πλαίσιο της αύξησης των τιμών των τροφίμων, της βενζίνης, του ηλεκτρικού ρεύματος, της στέγασης και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, παρατηρείται επίσης ριζική μείωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.

Αυτό είναι το τίμημα που οι κυρίαρχες δυτικές ελίτ προσφέρουν να πληρώσουν στους ανθρώπους, όπως ήδη είπα, για τις φιλοδοξίες και τις κοντόφθαλμες ενέργειές τους τόσο στην πολιτική όσο και στην οικονομία, συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού πολέμου που προσπαθούν να εξαπολύσουν εναντίον της Ρωσίας, ή, θα μπορούσαμε να πούμε, έχουν ήδη εξαπολύσει.

Δεν ξεκίνησε τώρα, δεν ξεκίνησε τον τελευταίο μήνα. Παράνομες κυρώσεις και περιορισμοί έχουν επιβληθεί κατά της χώρας μας συνεχώς, εδώ και πολλά χρόνια. Στόχος τους είναι να περιορίσουν την ανάπτυξη της Ρωσίας, να υπονομεύσουν την κυριαρχία μας και να αποδυναμώσουν τις δυνατότητές μας στην παραγωγή, στα οικονομικά και στην τεχνολογία.

Επιτρέψτε μου να επαναλάβω ότι όλες αυτές οι κυρώσεις είχαν προετοιμαστεί εκ των προτέρων, θα είχαν εισαχθεί σε κάθε περίπτωση, θέλω να το τονίσω αυτό. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για κυρώσεις για το δικαίωμά μας στην ελευθερία, για το δικαίωμα να είμαστε ανεξάρτητοι, για το δικαίωμα να είμαστε Ρωσία. Για το γεγονός ότι δεν θέλουμε να χορέψουμε στο ρυθμό κάποιου άλλου, να θυσιάσουμε τα εθνικά μας συμφέροντα και τις παραδοσιακές μας αξίες.

Η συλλογική Δύση δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την πολιτική της οικονομικής πίεσης προς τη Ρωσία. Επιπλέον, φυσικά, θα αναζητήσει νέους λόγους για κυρώσεις, δηλαδή προσχήματα. Επομένως, δεν αξίζει να υπολογίζουμε στην αλλαγή αυτών των προσεγγίσεων, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον.

Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να ζητήσω από την κυβέρνηση, την Τράπεζα της Ρωσίας και τις περιφέρειες να διασφαλίσουν ότι η πίεση των κυρώσεων στη χώρα μας, όπως συνέβαινε τις προηγούμενες δεκαετίες, θα συνυπάρχει με την οργάνωση συστηματικών εργασιών για την ανάπτυξη της οικονομίας και των επιμέρους τομέων της. Αυτή είναι η αντικειμενική πραγματικότητα.

Τι θεωρώ σημαντικό να σημειώσω εδώ και ζητώ να επιστήσω την προσοχή όλων των συναδέλφων σε αυτό. Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση σε κάθε συγκεκριμένο κλάδο, είναι απαραίτητο να επικεντρωθούμε όχι μόνο στην αντιμετώπιση των προκλήσεων του τρέχοντος έτους, αλλά και στη δημιουργία μακροπρόθεσμων σχεδίων ανάπτυξης με βάση τις εσωτερικές δυνατότητες της οικονομίας μας, της ρωσικής επιστήμης και του εκπαιδευτικού συστήματος. Πρέπει να βασιστούμε κυρίως στην ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία και τον υγιή ανταγωνισμό, να προσπαθήσουμε να μεγιστοποιήσουμε το φορτίο των επιχειρήσεών μας, να δημιουργήσουμε νέες ικανότητες και να αυξήσουμε την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ρωσίας στο σύνολό της.

Ταυτόχρονα, οι βασικοί δείκτες της αποτελεσματικότητας της οικονομικής πολιτικής για εμάς θα πρέπει να είναι η διατήρηση και η δημιουργία θέσεων εργασίας, η μείωση της φτώχειας και της ανισότητας, η βελτίωση της ποιότητας της ζωής των ανθρώπων, η διαθεσιμότητα αγαθών και υπηρεσιών. Με αυτές τις απαιτήσεις κατά νου συζητήσαμε την κατάσταση στον κατασκευαστικό και στεγαστικό τομέα την περασμένη εβδομάδα.