Άρθρα

Τεχνολογία και εργασία

Η περίπτωση των ρομπότ – τι είναι – τι συμβαίνει

Τα τελευταία χρόνια έχει αναθερμανθεί η συζήτηση για τις επιπτώσεις των τεχνολογικών εξελίξεων στην εργασία – και όχι μόνο. Οι εξελίξεις στο χώρο της ρομποτικής, οι εξελίξεις στο χώρο της τεχνητής νοημοσύνης, οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές προκαλούν είτε πολλές ελπίδες είτε πολλούς προβληματισμούς για το μέλλον.

Παρόλο που οι τεχνολογίες αυτές δεν είναι καινούριες αλλά αρκετών δεκαετιών, παρόλο που η συζήτηση αυτή κρατάει από παλιά – η εικόνα του ομιλούντος ρομπότ που εκτελεί διάφορες εργασίες μετράει κάτι λιγότερο από έναν αιώνα – παρόλο που, με αφορμή κάποια τεχνολογική εξέλιξη, τίθενται κατά καιρούς ορόσημα, που δεν επιβεβαιώνονται, για το «τέλος της εργασίας» και για το «ρομπότ που θα αντικαταστήσει τον άνθρωπο στη βιομηχανία», υπάρχουν όντως νέα δεδομένα και εξελίξεις γύρω από το ζήτημα αυτό.

Με τον όρο ρομπότ και ρομποτική εννοούμε τη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια προγραμματιζόμενη μηχανή που μπορεί να εκτελεί διάφορες φυσικές και μη λειτουργίες που βασίζονται σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Από ένα μηχανικό βραχίονα που έχει προγραμματιστεί να κάνει κάποιες επαναληπτικές κινήσεις για να συναρμολογεί μια πόρτα αυτοκινήτου έως ένα λογισμικό cruise control που βασίζεται σε αισθητήρες σε ένα αεροπλάνο ή σε ένα λεωφορείο.

Οι διάφορες μελλοντολογίες και τεχνο-ουτοπικές απόψεις προσέβλεπαν στις δεκαετίες 60-70 μια τεράστια έκρηξη των ρομπότ και της εισόδου αυτής της τεχνολογίας σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα – και ειδικά στην εργασία.

Για 2-3 δεκαετίες όμως υπήρξε σχετική στασιμότητα στον τομέα αυτό. Ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 60 οι επιστήμονες διακήρυτταν ότι σε περίπου 30-40 χρόνια τα ρομπότ θα έχουν πλέον τη νοημοσύνη του ανθρώπου, στα ίδια επιστημονικά ιδρύματα στις αρχές του 2000 η ιδέα της κατασκευής μηχανών με νοημοσύνη ανθρώπινου επιπέδου, έστω σε επιμέρους τομείς, είχε απαξιωθεί. Εκείνη την περίοδο οποιαδήποτε αναφορά στην τεχνητή νοημοσύνη και στα ρομπότ που θα προσεγγίσουν ανθρώπινες λειτουργίες είχε φτάσει να θεωρείται μάλλον μια υπερφίαλη εικασία.

Το αποφασιστικό στοιχείο που ανέτρεψε αυτή τη στασιμότητα είναι οι εξελίξεις στη διασύνδεση στο διαδίκτυο, οι αλλαγές στην ταχύτητα των επεξεργαστών και ειδικά στα αποθηκευτικά μέσα, η εξέλιξη των αλγορίθμων, η σύνδεση οποιασδήποτε συσκευής και στην ουσία η απίστευτη ποσότητα πληροφορίας που είναι πλέον αποθηκευμένη και «ρέει» στο διαδίκτυο. Η νέα αυτή πραγματικότητα οδήγησε στην υπέρβαση των έως τώρα ορίων στην τεχνητή νοημοσύνη και γενικά στη δυνατότητα μιας μηχανής να μαθαίνει, να διαχειρίζεται μοντέλα απόφασης και πληροφορίες, να παίρνει αποφάσεις, να «έχει νόηση».

Η υπέρβαση αυτών των ορίων δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι φτάσαμε στην εποχή που το ρομπότ θα αντικαταστήσει τον άνθρωπο, θα έχει αντίστοιχη νόηση κοκ. Υπάρχει πολύς δρόμος έως εκεί, που με βάση και τις πιο σοβαρές επιστημονικές φωνές, δεν είναι εφικτό να διανυθεί. Σημαίνει όμως ότι ζούμε ένα κύμα μιας ραγδαίας εισόδου της τεχνολογίας της ρομποτικής στην παραγωγή και μιας αντίστοιχης ραγδαίας αναδιάρθρωσης της εργασίας. Τα δεδομένα, η ροή τους, η διαχείριση τους είναι το νέο στοιχείο.

Όπως ανέφερε στο αμερικανικό οικονομικό περιοδικό Forbes, ο συνεργάτης του Ενρίκε Ντανς: «Τα δεδομένα είναι το μυστικό όπλο κάθε εταιρείας, το νέο πετρέλαιο, η βενζίνη που κινεί τους αλγορίθμους. Χρησιμοποιήστε όποια μεταφορά θέλετε, αλλά ως διευθύνων μια εταιρεία, αν τα δεδομένα, η μηχανική μάθηση και η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι στην κορυφή της ατζέντας σας, τότε θα έπρεπε να σας απομακρύνουν από τη θέση σας. Δεν ξέρουμε ακόμα σε ποιον θα ανήκουν αυτά τα δεδομένα, δεν ξέρουμε αν η τεχνητή νοημοσύνη θα είναι ιδιόκτητη ή ανοιχτή, αλλά ξέρουμε ότι τώρα είναι η ώρα να σταματήσετε να φοβάστε την τεχνητή νοημοσύνη και να αρχίσετε να δουλεύετε για να κατανοήσετε τις επιπτώσεις της… Αν υπάρχει ένα πράγμα που οι πιο πολύτιμες στον κόσμο εταιρείες συμφωνούν, είναι ότι η μελλοντική τους επιτυχία στηρίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη».

Και έχει δίκιο. Η τάση εισόδου των ρομπότ στην παραγωγή τα τελευταία χρόνια είναι ραγδαία. Κατά την περίοδο 2010 – 2014, η μέση αύξηση των πωλήσεων ρομπότ ανήλθε στο 17% ετησίως, το δε 2014 οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 29% και έκτοτε οι ρυθμοί είναι σε αυτά τα μεγέθη. Το 2015 είχαμε 248.000 πωλήσεις βιομηχανικών ρομπότ, ενώ το 2017  είχαμε ξεπεράσει τις 380.000. Έως το 2021 οι προβλέψεις της διεθνούς ομοσπονδίας ρομποτικής, μιλούν για πωλήσεις 630.000 νέων ρομπότ στην παραγωγή. Η Ασία και ειδικά η Κίνα οδηγούν την αγορά αυτή, καθώς το 56% αφορά πωλήσεις στην Κίνα. Γερμανία, Σιγκαπούρη, Ν. Κορέα και Ιαπωνία έχουν ήδη τη μεγαλύτερη ενσωμάτωση ρομπότ στη βιομηχανία. Ενώ ο παγκόσμιος μέσος όρος πυκνότητας είναι 85 ρομπότ/10.000 εργαζόμενοι στη Ν. Κορέα είναι 710, στη Σιγκαπούρη 658, στη Γερμανία 322, στην Ιαπωνία 308. Γι’ αυτό και σε αυτές τις χώρες ο ρυθμός αύξησης πωλήσεων ρομπότ είναι αρκετά κάτω του διεθνούς μέσου όρου και κυμαίνεται γύρω στο 10%. Άρα μιλάμε για μια τάση αύξησης που είναι πιο ραγδαία όσο οι καπιταλιστικές σχέσεις είναι σχετικά πιο καθυστερημένες.

Ρομπότ και εργασία στον καπιταλισμό

Ποια είναι η επίπτωση των ρομπότ στην παραγωγική διαδικασία; Μια πρόχειρη, εμπειρική ματιά θα κάνει την διαπίστωση ότι αφού τα ρομπότ αντικαθιστούν ανθρώπινη εργασία του χεριού και του μυαλού, τότε χάνονται θέσεις εργασίας. Ότι οι πλέον επαναληπτικές, βαριές, κοπιαστικές εργασίες για το σώμα και το μυαλό γίνονται πλέον από προγραμματισμένες μηχανές. Ότι η ανειδίκευτη εργασία τείνει να αντικατασταθεί από τα ρομπότ.

Το εργοστάσιο της Foxconn στην Κίνα (κατασκευάζει τα iphone και τα ipad της Apple) απασχολούσε το 2014 110.000 εργαζόμενους. Το 2016 τους μείωσε σε 50.000 χάρη σε μια μαζική εισαγωγή 40.000 ρομπότ. Το πρόγραμμα αντικατάστασης της ανθρώπινης εργασίας από τα ρομπότ έχει στόχο την ολοκληρωτική – σχεδόν – εξάλειψη της ανθρώπινης εργασίας από ρομπότ σε τρία στάδια στα επόμενα χρόνια.

H μαζική είσοδος των ρομπότ δεν αφορά όμως μόνο την βιομηχανία. Ο Τραμπ πρόσφατα επισκέφθηκε το Πιτσμπουργκ για να καθησυχάσει τους 1300 οδηγούς ταξί, τους 9400 οδηγούς λεωφορείων και τους 19.500 οδηγούς φορτηγών, οι οποίοι ανησυχούν από την επέλαση της Uber που απειλεί να τους στείλει στην ανεργία με τη σταδιακή εγκατάσταση λογισμικού αυτοκινούμενων οχημάτων.

Ωστόσο αρκετές δεκαετίες μετά τη σταδιακή είσοδο της αυτοματοποίησης και των προγραμματισμένων μηχανών στην παραγωγή και κάτω από τα εμπειρικά δεδομένα που υπάρχουν, πρέπει να προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τι πραγματικά συμβαίνει και ποιες είναι οι τάσεις για το μέλλον.

Σε μια πρώτη ανάγνωση πάντως η είσοδος των ρομπότ στην παραγωγή δεν έχει επιβεβαιώσει τις προβλέψεις μιας σειράς τοποθετήσεων (Gorz, Riffkin, Negri κ.α.) που έβλεπαν και βλέπουν από το τέλος της ανειδίκευτης εργασίας έως το τέλος του νόμου της αξίας.

Το ζήτημα ρομποτική και απώλεια θέσεων εργασίας τίθεται σχεδόν σε κάθε σύνοδο στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός. Μια πιο αναλυτική έρευνα το 2016 με θέμα «Το μέλλον της εργασίας» κατέληξε στον εξής υπολογισμό: Έως το έτος 2020, από την εισαγωγή ρομπότ στη μεταποίηση και στις υπηρεσίες, θα δημιουργηθούν 2,1 εκατομμύρια και θα χαθούν 7,1 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.

Οι ίδιοι «σοφοί» δύο χρόνια μετά ανέτρεψαν τις προηγούμενες προβλέψεις τους. Το 2018 η νέα έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) με τίτλο «Towards a Reskilling Revolution – A Future of Jobs for All», υπολόγισε όσον αφορά τις ΗΠΑ, στην δεκαετία 2016-2026 το τελικό ισοζύγιο θέσεων εργασίας που θα δημιουργηθούν σε σχέση με θέσεις εργασίας που θα χαθούν, λόγω της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης, θα είναι θετικό κατά 11 εκατομμύρια. Δε γνωρίζουμε τι μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο εκθέσεις και είναι μάλλον απίθανο να υπάρχει κάποια έγκυρη επιστημονική μέθοδος πίσω από αυτές. Η τελευταία έκθεση βασίσθηκε σε μια μεγάλη δειγματοληπτική έρευνα μεταξύ εργοδοτών και διευθυντικών στελεχών που διοικούν 15 εκατομμύρια εργαζόμενους σε 20 χώρες. Οι οποίοι εργοδότες και διευθυντικά στελέχη, πέρα από την τεχνο-αισιοδοξία τους, μόνο ουδέτεροι δεν είναι γύρω από την μαζική είσοδο των ρομπότ στην παραγωγή, καθώς η καινοτομία σημαίνει για αυτούς αύξηση των κερδών. Με βάση πάντως τη δική τους οπτική – που γίνεται και μια κυρίαρχη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή – το πρόβλημα δεν είναι η απώλεια θέσεων εργασίας, αλλά πως το κράτος θα επανεκπαιδεύσει διαρκώς τους ανειδίκευτους εργάτες (οδηγοί λόγω των αυτοκινούμενων οχημάτων, ταμίες λόγω των αυτόματων μηχανημάτων με barcode και των ΑΤΜ, μεταφορείς λόγω των drone κ.α.), που στην πλειοψηφία τους θα είναι εκτεθειμένοι στην απώλεια της δουλειάς τους από την μαζική είσοδο του αυτοματισμού. Άρα, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ Κλάους Σβαμπ θα πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες επενδύσεις στην εκπαίδευση έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να προσαρμοσθούν κατάλληλα στις νέες απαιτήσεις του εργασιακού περιβάλλοντος.

Ο Manuel Castells, που θεωρείται ο «εξ αριστερών» θεωρητικός της «παγκόσμιας διαδικτυακής κοινωνίας» από πολλούς και που έχει γράψει και σχετικά βιβλία, υποστηρίζει ότι η αυξημένη προσφορά που οφείλεται στην άνοδο της παραγωγικότητας που δημιουργεί η τεχνολογία δημιουργεί αυξημένη ζήτηση και παρότι οι νέες τεχνολογίες μειώνουν το κόστος παραγωγής θα συνεχίσουν να δίνουν θέσεις εργασίας με το είδος των εργασιών να αλλάζει ποσοτικά και ποιοτικά κάτω από το πληροφοριακό παράδειγμα. Σύμφωνα και με αυτόν με μια πολιτική πρόβλεψης και δια βίου εκπαίδευσης στους εργαζόμενους και τους κλάδους που απαξιώνονται δε θα υπάρχει πρόβλημα ανεργίας από τη μαζική είσοδο του αυτοματισμού.

Όλοι οι παραπάνω, από τους τεχνοκράτες του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ έως τους κοινωνιολογίζοντες ακαδημαϊκούς χρησιμοποιούν και ένα ακόμα ισχυρό επιχείρημα. Ότι κάθε άλμα στην τεχνολογία και κάθε είσοδος καινοτομίας (βιομηχανική επανάσταση, ηλεκτρισμός) δημιουργούσε φόβο για μαζική ανεργία εξαιτίας των μηχανών. Ο φόβος αυτός όμως δεν επιβεβαιώθηκε.

Και πράγματι, μια εμπειρική ματιά στα δεδομένα περί ανεργίας των τελευταίων δεκαετιών, όπου και υπάρχει είσοδος του αυτοματισμού και της ρομποτικής στην παραγωγή, δεν επιβεβαιώνει ούτε μια «καταστροφολογική» εκτίμηση περί ραγδαίας καταστροφής θέσεων εργασίας, αν θεωρήσουμε έγκυρο τον τρόπο μέτρησης της ανεργίας από Παγκόσμια Τράπεζα, Eurostat κοκ, ούτε μια «εξ αριστερών» επιφανειακή εκτίμηση ότι έρχεται το τέλος της εργασίας… Ακόμα και αν υπάρχουν προβλήματα στη μέτρηση, δεν ισχύει ότι τα ρομπότ και ο αυτοματισμός κάνουν τους εργάτες περιττούς. Σίγουρα όχι με το ραγδαίο ρυθμό που κάποιοι έβλεπαν πριν 30-40 χρόνια. Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι όσο υπάρχει καπιταλισμός, θα υπάρχουν και εργάτες.

Ποια είναι επομένως η ουσιαστική επίπτωση της τεχνολογίας στην εργασία και ποιο θα είναι το τοπίο που θα έχει να αντιμετωπίσει το εργατικό κίνημα τα επόμενα χρόνια από την εν εξελίξει μαζική είσοδο των ρομπότ; Εδώ είναι απαραίτητη μια παρένθεση με μια «κάθοδο» σε βασικές αρχές της πολιτικής οικονομίας.

Το κεφάλαιο χωρίζεται στο μεταβλητό τμήμα του (μκ), δηλαδή τα έξοδα για την πληρωμή των εργαζομένων και από το σταθερό κεφάλαιο(σκ), τα έξοδα για την απόσβεση των μηχανών και άλλων πρώτων υλών. Το συνολικό κεφάλαιο είναι Κ=σκ+μκ, οπότε το ποσοστό κέρδους του επιχειρηματία πκ=υ/Κ, το κλάσμα δηλαδή της υπεραξίας προς το συνολικό κεφάλαιο. Από τη στιγμή που το συνολικό κεφάλαιο αυξάνεται λόγω της αύξησης του σταθερού κεφαλαίου, αυξάνεται ο παρανομαστής του κλάσματος και άρα το ποσοστό κέρδους σταθερά μειώνεται. Αυτός είναι ένας γενικός νόμος που ισχύει σε μια ολόκληρη μακροπερίοδο του καπιταλισμού.

Η τάση αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με την αύξηση των κερδών που συνεπάγεται η αύξηση της παραγωγικότητας που δημιουργεί η είσοδος των ρομπότ και της τεχνολογίας. Μακροπρόθεσμα ισχύει ότι η είσοδος μηχανών μειώνει την υπεραξία που παράγει το κεφάλαιο  – καθώς αυτή παράγεται από την ανθρώπινη εργασία η οποία μειώνεται – όμως βραχυπρόθεσμα ο κάθε ξεχωριστός καπιταλιστής αυξάνει το συγκριτικό του πλεονέκτημα σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, κερδίζει νέα μερίδια στην αγορά, επιβάλλει μονοπωλιακούς όρους, κερδίζει περισσότερα. Το συγκριτικό πλεονέκτημα χάνεται όταν η είσοδος της νέας τεχνολογίας γενικευτεί. Τότε αναζητείται μια νέα καινοτομία, ένα νέο ποιοτικό και ποσοτικό άλμα στην είσοδο νέας τεχνολογίας. Σε κάθε νέα είσοδο νέων μηχανών η τάση μείωσης της υπεραξίας είναι μικρότερη καθώς όλο και περισσότερο συμμετέχουν μηχανές και ρομπότ και όχι εργάτες στην παραγωγή νέων μηχανών και ρομπότ. Επίσης η τάση μείωσης της υπεραξίας σχετίζεται και με τα όρια των ορισμών της ανθρώπινης εργασίας και της εργασίας ενός ρομπότ που έχει αναβαθμισμένη – σχεδόν ανθρώπινη – νόηση.

Βέβαια τα παραπάνω είναι μια χοντρική εικόνα για τις αντικειμενικές τάσεις γύρω από την είσοδο νέας τεχνολογίας. Συνήθως τα πράγματα δε γίνονται ακριβώς έτσι, καθώς τον κύριο ρόλο τον διαδραματίζει η ταξική πάλη. Έτσι την τάση μείωσης της υπεραξίας το κεφάλαιο την αντιπαλεύει μειώνοντας τα μεροκάματα, αυξάνοντας την εντατικοποίηση της εργασίας, διευρύνοντας τη μερική απασχόληση, χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο και την τεχνολογία για να οργανώνει διαφορετικά την παραγωγή, σε παγκόσμιο επίπεδο, ως «παγκόσμια επιχείρηση», όπου σε άλλη χώρα είναι το εργοστάσιο με τα φτηνά μεροκάματα, σε άλλη χώρα οι αποθήκες, σε άλλη χώρα η έδρα λόγω φορολογίας κοκ.

Στην ουσία έχουμε μια αναδιάρθρωση της παραγωγής. Όχι σε κάθε επιχείρηση ξεχωριστά μόνο, αλλά σε επίπεδο παγκόσμιας αγοράς. Το πέταγμα της ζωντανής εργασίας από την παραγωγή λόγω των μηχανών είναι γεγονός αλλά ο καπιταλισμός έχει καταφέρει να το διαχειρίζεται, έως τώρα, κυρίως μέσω του μοιράσματος της ανεργίας και της διεύρυνσης της μερικής απασχόλησης. Το μεταπολεμικό μοντέλο της σταθερής εργασίας, με εργατικά δικαιώματα, 8ωρο, ασφάλιση αντικαθίσταται από την ευέλικτη εργασία στο ωράριο, στο αντικείμενο, στις συνθήκες, στο μισθό. Και αυτό αφορά και τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό και τον πιο καθυστερημένο. Στη Δύση, αφορά θέσεις εργασίας σε υπηρεσίες οι οποίες διευρύνονται σε σχέση με τις παραδοσιακές θέσεις εργασίας στη βιομηχανία. Θέσεις εργασίας κατά κανόνα πιο επισφαλείς, εποχιακές, part time, με συμβάσεις έργου, κακοπληρωμένες. Με εξαίρεση αυτές των managers, προγραμματιστών, διαφημιστών, στελεχών κ.α. που είναι καλοπληρωμένες και με πολύ καλές συνθήκες. Αλλά και στην «Ανατολή», αν πάμε πάλι πίσω στη Foxconn, την ίδια στιγμή που σχεδίαζε την μαζική είσοδο των ρομπότ, το 40% των εργαζομένων έχουν προσληφθεί με συμβάσεις προσωρινού έργου, όταν η κινεζική νομοθεσία ορίζει ότι το ποσοστό των συμβάσεων αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10%, ενώ αμείβονται με 2,26 δολάρια την ώρα και κάνουν υπερωρίες άνω των 100 ωρών το μήνα, όταν το ανώτατο όριο που προβλέπει ο νόμος είναι 36 ώρες, όπως αναφέρει σε έκθεση αμερικάνικη ΜΚΟ (China Labour Watch), μάλλον από «ζήλια» που το αμερικάνικο κεφάλαιο δεν απολαμβάνει τις ίδιες συνθήκες και όχι από αλληλεγγύη στους εργαζόμενους.

Οι τεχνοκράτες και οι ακαδημαϊκοί της παγκοσμιοποίησης ισχυρίζονται ότι ο διαρκής αγώνας για καινοτομία και η είσοδος των ρομπότ στην παραγωγή, αποτελεί ένα αντικειμενικά θετικό βήμα για την ανθρωπότητα, ότι η αύξηση της παραγωγικότητας θα οδηγήσει σε μια κοινωνία της αφθονίας, σε πτώση των τιμών, ότι τα οφέλη αυτής της αύξησης της παραγωγικότητας θα διαχυθούν προς τα κάτω, αργά ή γρήγορα.

Στην πράξη όμως η είσοδος των ρομπότ στην παραγωγή και η αύξηση της παραγωγικότητας δε συνοδεύεται από βελτίωση του εισοδήματος. Η αύξηση της παραγωγικότητας συνοδεύεται στον καπιταλισμό από την αύξηση της ανισότητας και την αύξηση της συγκεντροποίησης του πλούτου, της γνώσης, της παραγωγής. Σύμφωνα με το foreign affairs τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η αύξηση των μισθών στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει αποκλίνει από την παραγωγικότητα λόγω της μείωσης του μεριδίου της εργασίας στην [εθνική] παραγωγή. Το 1975, το εργατικό δυναμικό έλαβε το 65% του συνόλου του εισοδήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα, ο αριθμός αυτός είναι κάτω από 60%. Εάν το μερίδιο είχε παραμείνει στα ίδια, οι Αμερικανοί εργαζόμενοι θα λάμβαναν επιπλέον 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Αντ’ αυτού, τα χρήματα αυτά συγκεντρώνονται στους κατόχους κεφαλαίων. Μήπως την ίδια συνταγή δεν ακολούθησε και η Γερμανία με την πολιτική της ατζέντας 2000 του Σρέντερ πριν περίπου 20 χρόνια;

Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας αυξάνει την προσφορά και δίνει τη «δυνατότητα» και ο εργάτης στην Κίνα και ο νέος εργαζόμενος σε μια οικονομία υπηρεσιών με συμβάσεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας στη Γαλλία να ντύνεται με μόδα αντίστοιχη του star system στο Zara, με χαμηλό κόστος και να έχει το πιο σύγχρονο smart phone μέσω μιας σχετικά φτηνής συνδρομής σε κάποιον πάροχο. Αυτά έχουν συνέπειες στη συνείδηση του εργαζομένου και στα καταναλωτικά πρότυπα, όμως την ίδια στιγμή οι μόνιμα άστεγοι, οι μόνιμα άνεργοι, οι μόνιμα χωρίς πρόσβαση σε στοιχειώδη ποιοτική τροφή, οι μόνιμα εγκλωβισμένοι – καθώς η μετακίνηση είναι ακριβό εμπόρευμα γι΄ αυτούς – στα γκέτο των προαστίων των καπιταλιστικών μητροπόλεων, αυξάνονται.

Η είσοδος των ρομπότ δεν έφερε ελάφρυνση από τις απάνθρωπες εργασιακές σχέσεις. Τις άλλαξε, μπορεί πολλοί εργάτες να μη χρειάζεται πλέον να κουβαλούν βαριά αντικείμενα, αλλά πολλοί περισσότεροι είναι οι εργαζόμενοι πλέον που αναζητούν στήριξη σε ψυχολόγους γιατί έχουν άγχος, ανασφάλειες, νιώθουν πίεση από το εργασιακό περιβάλλον.

Η είσοδος των ρομπότ και το γεγονός ότι με λιγότερες ώρες ανθρώπινης εργασίας παράγονται περισσότερα αγαθά, δεν μείωσε το ωράριο των εργαζομένων. Αντίθετα αυτό έχει αυξηθεί είτε άτυπα, είτε με τη βία στις ζώνες των αυταρχικών καθεστώτων φτηνής εργασίας όπου βρίσκουν καταφύγιο οι πολυεθνικές (Ασία), είτε με αντίστοιχα νομοθετήματα στην ανεπτυγμένη Δύση (πχ 12ωρο στην Αυστρία).

Ο Στήβεν Χόκινγκ είχε διακρίνει ένα σημαντικό μέρος του προβλήματος: Αν οι μηχανές παράγουν όλα όσα χρειαζόμαστε, το αποτέλεσμα εξαρτάται από το πώς αυτά θα διανέμονται. Ο καθένας μπορεί να απολαύσει μια πολυτελή ζωή, αν η ευμάρεια που παράγεται από τις μηχανές μοιράζεται. Από την άλλη, οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να καταλήξουν άθλια φτωχοί αν οι ιδιοκτήτες των μηχανών συνεχίσουν το λόμπι κατά της αναδιανομής του πλούτου. Μέχρι τώρα η τάση δείχνει προς τη δεύτερη εκδοχή, με την τεχνολογία να οδηγεί σε ολοένα και αυξανόμενη ανισότητα.

Δεν υπάρχει λοιπόν καμία αντικειμενικότητα ότι η ανθρωπότητα λόγω της τεχνολογίας και των ρομπότ θα ζήσει καλύτερα. Ούτε αν επιτευχθεί μια ρύθμιση στα εκπαιδευτικά συστήματα, θα μειωθούν τα προβλήματα, εκτός αν ως τέτοια ονομάζουμε τη μερική απασχόληση και το σπάσιμο μιας θέσης εργασίας σε δύο.  Δεν υπάρχει καμιά αντικειμενική τάση ότι η τεχνολογική καινοτομία θα δημιουργήσει μια καλύτερη κοινωνία, θα φέρει την πρόοδο. Είναι τέτοια η κοινωνική οπισθοδρόμηση και τα αδιέξοδα που δημιουργεί ο καπιταλισμός, παρ όλη την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνολογίας, που κερδίζουν έδαφος απόψεις μεταξύ ιστορικών που λίγο πολύ ισχυρίζονται ότι υπάρχουν μεγάλες μερίδες πληθυσμών που ζουν στον 21ο αιώνα πολύ χειρότερα απ’ ότι ζούσαν οι φτωχοί στα προκαπιταλιστικά χρόνια, επί φεουδαρχίας.

Το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στην εποχή μας οφείλει να διαβάσει τις σύγχρονες τάσεις, να μελετήσει και να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που δημιουργεί, η συντελούμενη από την τεχνολογία αναδιάρθρωση στην παραγωγή, στη συνείδηση και την οργάνωση του υποκειμένου, να αποκαλύψει τι πραγματικά γίνεται με την είσοδο των ρομπότ στην παραγωγή, να αποκρούσει τις τεχνο-αισιόδοξες απόψεις είτε στην τεχνοκρατική τους είτε στην πιο «ευαίσθητη» ακαδημαϊκή τους εκδοχή. Δεν έχει νόημα ούτε μια τεχνοφοβική λογική, καθώς δεν έχει να προσφέρει κάτι, ούτε μια λογική αντικειμενισμού που υποτιμάει τα καθήκοντα της ταξικής πάλης και αναθέτει την ανθρώπινη πρόοδο στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Παραφράζοντας ένα παλιό σύνθημα δεν είναι σίγουρο ότι η τεχνολογία θα φέρει πιο κοντά την επανάσταση και το σοσιαλισμό. Υπάρχει πάντα και η περίπτωση να είναι τέτοια η ανάπτυξη (αυτο)καταστροφικών δυνάμεων στη βάση της ανάπτυξης της τεχνολογίας, αν παραμείνει στα χέρια των μονοπωλίων και στη φρενήρη λογική του κέρδους, ώστε η τεχνολογία να θάψει την επανάσταση και το σοσιαλισμό μαζί με την ίδια την ανθρωπότητα. Άρα τι ζητάμε και τι κάνουμε;

Βασικό αίτημα που γεννάει η αύξηση της παραγωγικότητας από την μαζική είσοδο των αυτόματων μηχανών στην παραγωγή είναι το αίτημα της μείωσης του χρόνου δουλειάς χωρίς μείωση αποδοχών για όλους τους εργαζόμενους σε ολόκληρο τον κόσμο. Ένα αίτημα οικουμενικό, που μπορεί, να συνενώσει, αν υπάρξουν οι αντίστοιχες πρωτοπορίες, τους εργαζόμενους απέναντι στον καπιταλισμό, τις πολυεθνικές, την παγκοσμιοποίηση. Ο τρόπος οργάνωσης και έκφρασης γύρω από αυτό το αίτημα δεν έχει ακόμα βρεθεί, αλλά η πρόκληση παραμένει αν αυτό το αίτημα μπορεί να παίξει εκείνον το ρόλο που έπαιξε ιστορικά πριν 150 χρόνια το αίτημα για το 8ωρο.

Τέλος, η τεχνολογική εξέλιξη, το διαδίκτυο, η διαρκής ροή πληροφορίας, τα ρομπότ, η τεχνητή νοημοσύνη, όλα αυτά αποτελούν προκλήσεις και για τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει μια μελλοντική προσπάθεια για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Αυξάνουν τα εργαλεία κεντρικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, όπως αυξάνονται και τα εργαλεία σαμποτάζ, προβοκάτσιας, περικύκλωσης μιας χώρας ή μιας ομάδας χωρών από τον ιμπεριαλισμό. Το γεγονός ότι χώρες όπως η Κούβα, που έχουν επιλέξει ένα ανεξάρτητο προσανατολισμό, τεχνολογικά δεν ακολουθούν την εποχή, δε μπορεί να προκύπτει μόνο από ανεπάρκεια του εκεί καθεστώτος, ούτε το εμπάργκο τα εξηγεί όλα. Είναι πιθανόν να αποτελεί και επιλογή.

Σε κάθε περίπτωση η τεχνολογία είναι μια νέα πραγματικότητα για τη νέα σοσιαλιστική οικονομία. Το ποια ερωτήματα θα θέσει η ζωή κάθε φορά σε σχέση με τη χρήση της μία ή της άλλης τεχνολογίας ή τον αποκλεισμό της μίας ή της άλλης, με κριτήριο πάντα την αντοχή και ρίζωμα μιας επανάστασης ή μιας φιλολαϊκής εξουσίας, δεν το γνωρίζουμε από σήμερα. Για μια ολόκληρη περίοδο μια χώρα ή ομάδα χωρών που θα επιλέξει τη ρήξη με την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση και τους νεοφιλελεύθερους μηχανισμούς της, σίγουρα δε θα μπορεί να βασίζεται στα τεχνολογικά επιτεύγματα της Silicon Valley και στην πολιτική συνεργασία ή έστω ουδετερότητα μονοπωλίων όπως η Google. Δε θα πρέπει να κλειστεί, θα πρέπει να αναζητά την πρόσβαση στα τεχνολογικά επιτεύγματα, αλλά θα πρέπει να είναι έτοιμη για εμπάργκο, εκβιασμούς, σαμποτάζ. Με αυτήν την έννοια η γενική διαπίστωση ότι η σημερινή τεχνολογία αποτελεί τη βάση για τη μελλοντική σοσιαλιστική εξουσία είναι σωστή μεν, πολύ γενική δε. Στην πραγματική ζωή δεν χωρούν αντικειμενικότητες, εύκολες προβλέψεις και σχέδια επί χάρτου.