Άρθρα

Για να νικήσει η ειρήνη πρέπει να ηττηθούν όσοι προκάλεσαν τον πόλεμο

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι η αρχή του πολέμου. Η αρχή έγινε το 2014, όταν η φιλοευρωπαϊκή και φιλοατλαντική ακροδεξιά του Κιέβου ξεκίνησε το πογκρόμ ενάντια σε αντιφρονούντες και ρωσόφωνους.

Το αποτέλεσμα ήταν 14.000 νεκροί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία θύματα των παραστρατιωτικών ακροδεξιών ομάδων αλλά και των βομβαρδισμών της ουκρανικής ηγεσίας εναντίον εδαφών και πόλεων του ίδιου της του κράτους, στο πλαίσιο της εθνοκάθαρσης που επιχειρήθηκε.

Πριν λίγες μέρες βομβαρδίστηκαν οι ημιαυτόνομες περιοχές του Ντομπας από τον ουκρανικό στρατό. Σήμερα η Ρωσία βομβαρδίζει ουκρανικούς στόχους και εισβάλει με στρατεύματα. Προς το παρόν οι στόχοι είναι περιορισμένοι σε υποδομές στρατιωτικής σημασίας, η αντίσταση του ουκρανικού στρατού φαίνεται μηδαμινή, και οι αναφορές των ΜΜΕ μιλούν για μονοψήφιο αριθμό νεκρών, αρκετές ώρες μετά την εισβολή.

Από το 2014, η συμφωνία του Μινσκ κουρελιάστηκε από την ουκρανική ηγεσία που κατέλαβε το 2014 τη διακυβέρνηση της χώρας, υπό την ώθηση του ΝΑΤΟ που πάσχιζε να μετατρέψει την Ουκρανία σε στρατιωτικό προπύργιο των Αμερικανών.

Η ακροδεξιά του Κιέβου λειτούργησε ως κοινός προβοκάτορας, πιστεύοντας ότι η Δύση θα εγγυηθεί τους λεονταρισμούς της απέναντι σε μια πυρηνική δύναμη που νιώθει ότι απειλείται και περικυκλώνεται κάθε χρόνο όλο και περισσότερο.

Σήμερα αποδεικνύεται ότι πόνταρε λάθος. Έπαιξε και έχασε, όχι απλά την εδαφική ακεραιότητα της χώρας αλλά την ασφάλεια των ανθρώπων της.

Ένας πόλεμος είναι γεγονός τραγικό. Και κανείς δεν μπορεί ελαφρά τη καρδία, και υπό την ασφάλεια χιλιάδων χιλιομέτρων μακριά να μην τον αξιολογεί ως τέτοιον.

Αλλά να θυμόμαστε ποιοι τον ξεκίνησαν, ποιοι τον προκάλεσαν, ποιοι υποδαύλισαν την ένταση, ποιοι οδήγησαν σε αυτόν. Η ακροδεξιά του Κιέβου, τα επεκτατικά σχέδια του ΝΑΤΟ, το αμερικανικό σχέδιο περικύκλωσης της Ρωσίας.

Για να νικήσει η ειρήνη πρέπει να ηττηθούν όσοι φέρνουν τον πόλεμο. Όχι μόνο σήμερα, αλλά κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο, εδώ και δεκαετίες.

Η ελληνική κυβέρνηση ήδη συντάσσεται με τη ρητορική της Δύσης. Να μην τολμήσει να εμπλέξει τη χώρα και τις ένοπλες δυνάμεις της σε τυχόν Νατοϊκά αντίποινα ή αντιδράσεις.

Ο πόλεμος, οι κομμουνιστές και τα ελληνοτουρκικά

Είναι αλήθεια πως τον τελευταίο καιρό παρουσιάστηκε μία πλημμυρίδα άρθρων στο διαδίκτυο και στον ημερήσιο Τύπο σχετικά με τη στάση των κομμουνιστών σε ενδεχόμενο πολέμου ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα. Με αφορμή διάφορες απόψεις που διατυπώθηκαν και πολιτικούς σχηματισμούς που συγκρούστηκαν, καταθέτουμε και τη δική μας άποψη.

Α. ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Είναι διαδεδομένη η τακτική με βάση την οποία όσοι έχουν αναφορά στον Μαρξισμό, να επικαλούνται ρήσεις, γραπτά και πρακτικές από τους κλασικούς. Είναι, επίσης, γνωστή η μέθοδος της κοπτοραπτικής για να υποστηριχθεί εκείνη ή η άλλη άποψη κι εν μέσω τσιτάτων να νομιμοποιηθεί. Υπάρχει, λοιπόν, ένα ζήτημα μεθόδου. Το πρόβλημα δεν είναι η αναφορά στους κλασικούς αλλά το πώς γίνεται αυτή. Αποκτά αξία μόνο υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) όταν εξετάζεται το σύνολο της σκέψης τους σε ένα γραπτό τους για ένα συγκεκριμένο ζήτημα κι όχι αποκόπτοντας αποσπάσματα που νιώθουμε ότι εναρμονίζονται με το ιδεολογικό μας πλαίσιο, β) όταν μελετάμε τη σκέψη τους στο σύνολο του έργου τους, εντοπίζοντας αλλαγές ή και λάθη, γ) όταν εξηγούμε γιατί είχαν τη συγκεκριμένη σκέψη κι όχι κάποια άλλη με δεδομένο το ιστορικό πλαίσιο της εποχής τους.

Μια δεύτερη μεθοδολογική παρατήρηση έχει να κάνει με το αν λαμβάνουμε υπόψη την κλασική λενινιστική προτροπή να εξετάζουμε τα φαινόμενα ιστορικά: το συγκεκριμένο γεγονός τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η παράβλεψη αυτής της αρχής μας οδηγεί σε αυθαίρετες αφαιρέσεις και εν τέλει στη δογματική κι όχι διαλεκτική θεώρηση των πραγμάτων.

Β. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Εξετάζοντας την εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος σε σχέση με τον πόλεμο, θα μπορούσε κάποιος να δει είτε σοβαρές αντιφάσεις, είτε ότι το ζήτημα του πολέμου αντιμετωπίστηκε κατά βάση διαλεκτικά (επιλέγουμε αναφανδόν τη δεύτερη εκδοχή). Εξαρτάται από τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

Eίναι πασίγνωστο το απόφθεγμα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου με βάση το οποίο «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα». Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως ο Μαρξ και ο Ένγκελς καλούσαν τους προλετάριους να λάβουν μέρος σε εθνικούς πολέμους: α) ο Μαρξ το 1849, β) ο Ένγκελς το 1859 και το 1891. Μάλιστα ο τελευταίος το 1891 καλούσε σε υπεράσπιση της πατρίδας, εξαιτίας της απειλής και του επερχόμενου τότε πολέμου της Γαλλίας (Μπουλανζέ) και του Αλέξανδρου του Γ’ ενάντια στη Γερμανία.

Στην περίοδο του Α΄ παγκόσμιου πολέμου όπου οι λαοί οδηγήθηκαν στο ιμπεριαλιστικό σφαγείο και που ο κόσμος είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, η Σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε σοσιαλσοβινιστικές θέσεις, ενστερνίστηκε τα εθνικιστικά αφηγήματα, ψήφισε τις πολεμικές πιστώσεις στα εθνικά κοινοβούλια ενόψει της επικείμενης σφαγής. Η Διεθνιστική αριστερά (Λένιν, Λούξεμπουργκ) διαφοροποιήθηκε από το κυρίαρχο τμήμα της Σοσιαλδημοκρατίας και προέτρεψε τους εργάτες να μην μπούνε σε μία διαδικασία «κάτω από ξένες σημαίες», δηλαδή υπό την ηγεμονία των κεφαλαιοκρατών. Πάντως, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση υπήρξε τουλάχιστον μία εξαίρεση, αφού ο Λένιν αναγνωρίζει πως ο πολεμικός αγώνας της Σερβίας, αποτελεί μία δίκαιη πράξη. Επιπλέον, διαβάζοντας κάποιος το γράμμα του Λένιν στην Αρμάντ, καταλαβαίνει τι σημαίνει διαλεκτική σκέψη και γιατί ο μεγάλος επαναστάτης αποτελεί παράδειγμα σκέψης και για το σήμερα.

Στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αν και παγκόσμιος και αυτός και ιμπεριαλιστικός από την πλευρά της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν ριζικά. Τώρα υπήρχε η Σοβιετική Ένωση. Τώρα υπήρχε ο φασισμός-ναζισμός. Τώρα υπήρξαν ιμπεριαλιστικές χώρες που για τους δικούς τους λόγους (αν και η πολιτική τους παλινδρόμησε ανάμεσα σε διάφορες εκδοχές) βρέθηκαν απέναντι στον Άξονα. Επομένως, ο πόλεμος από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ένας πόλεμος πατριωτικός, αντιφασιστικός, διεθνιστικός και συνάμα αντιιμπεριαλιστικός.

Όσον αφορά την ελληνική περίπτωση η εκστρατεία του 1922 στη Μικρά Ασία, συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση του ΣΕΚΕ και το μικρό τότε κόμμα της εργατικής τάξης, έδωσε ένα θαυμάσιο δείγμα ταξικής πολιτικής.

Το 1940, όμως, είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Η φασιστική Ιταλία εισβάλλει στην Ελλάδα. Ο λαός εμφορείται από πατριωτικά αισθήματα και το γράμμα Ζαχαριάδη έμελε να χαράξει μία κατευθυντήρια γραμμή για τη μετέπειτα ιστορική εξέλιξη. Ο ελληνικός τροτσκισμός, τουλάχιστον ένα μέρος του, στάθηκε απέναντι στη γραμμή του ΚΚΕ. Καλούσε σε «συναδέλφωση με τα ταξικά μας αδέλφια, τους Γερμανούς». Η κατάληξη είναι γνωστή: από τη μία καταδίκη στην ιστορική αφάνεια. Από την άλλη δημιουργία ενός ηρωικού και ρωμαλέου κινήματος αντίστασης που έγραψε ιστορία και αποτέλεσε, αποτελεί και θα αποτελεί φωτεινό παράδειγμα για δράση και που διαμόρφωσε ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου.

Γ. Η ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Τι ακριβώς γίνεται σήμερα με την Τουρκία; Η Τουρκία έχει «ανεβάσει στροφές» όσον αφορά την επιθετικότητά της με τρόπο που δημιουργεί σοβαρές και βάσιμες ανησυχίες. Η επιθετικότητά της εδράζεται στην κάτι παραπάνω από αξιοπρόσεκτη οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών, στην ανάπτυξη της πολεμικής της βιομηχανίας, στην άνοδο του δευτερογενούς τομέα της, στη διατροφική της αυτάρκεια, στο ότι είναι όγδοη δύναμη στρατιωτικά στον κόσμο, στον μεγάλο της πληθυσμό. Όλα αυτά έχουν οδηγήσει τη σημερινή τουρκική αστική τάξη να επιδεικνύει μία αναβαθμισμένη επιθετικότητα, να αποκτά βαθμούς ελευθερίας από τις ΗΠΑ, να διεκδικεί συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων στο Αιγαίο, να εισβάλει στο Αφρίν κ.λπ. Η συμπεριφορά της φέρει πλέον ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για ιμπεριαλιστική δύναμη.

Από την άλλη η ελληνική αστική τάξη, δέσμια από τις απαρχές της, πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών εξαρτήσεων και παράλληλα έχοντας απολέσει θέσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας εν μέσω κρίσης, επιχειρεί να αναβαθμίσει τη θέση της. Η προσπάθεια αυτή εκφράζεται μέσα από τη συγκρότηση του άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, τη συμμετοχή της στην άσκηση Ηνίοχος, την επιθυμία της να αξιοποιήσει, προφανώς μέσω τρίτων, τα κοιτάσματα του Αιγαίου, την αποδοχή της λειτουργίας παλιών και νέων αμερικανικών βάσεων. Εδώ, όμως, πρέπει να αποσαφηνίσουμε κάτι. Είναι άλλο οι ενδόμυχοι πόθοι της ελληνικής αστικής τάξης και άλλο η πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα μας λέει πως η όποια αναβάθμιση, αν και όταν επιτευχθεί θα είναι κάτω από το άγρυπνο μάτι των ΗΠΑ και της ΕΕ. Και η όποια αναβάθμιση θα ισοδυναμεί με την απόδοση ορισμένων ξεροκόμματων, αφού τα φιλέτα θα τα γεύονται άλλοι. Σε κάθε περίπτωση η ελληνική αστική τάξη στον ανταγωνισμό της με την τουρκική, δεν μπορεί αντικειμενικά να παραστήσει τον τσαμπουκά της υπόθεσης. Όχι γιατί είναι φιλειρηνική, αλλά γιατί δεν της το επιτρέπει η θέση και η δυναμική της.

Αν, λοιπόν, η Τουρκία αποφανθεί πως θα υλοποιήσει τις επιδιώξεις της μέσω πολεμικού επεισοδίου ή και πολέμου, τι οφείλουν να κάνουν οι κομμουνιστές; Η απάντηση είναι μία και μοναδική. Κάθε πατριώτης, κάθε προοδευτικός πολίτης, κάθε κομμουνιστής οφείλει να υπερασπίσει την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας του. Κανείς δεν δικαιούται να σφυρίζει αδιάφορα. Τα συνθήματα του τύπου «να μην γίνουμε κρέας για τα κανόνια», είναι πασιφιστικά συνθήματα που δεν ανταποκρίνονται επ’ ουδενί στις σημερινές συνθήκες. Ο πόλεμος από την πλευρά της Ελλάδας θα είναι ένας δίκαιος πόλεμος.

Δ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Τι θέση παίρνει σήμερα η αριστερά μπροστά στο ενδεχόμενο πολέμου;

Ας ξεκινήσουμε από το ΚΚΕ. Στο πλαίσιο της ιδεολογικής και πολιτικής στροφής του που αφομοίωσε τροτσκιστικά στοιχεία και που επισημοποιήθηκε στο 19ο και το 20ο συνέδριο, αμφισβητήθηκε η γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο καθώς και το γράμμα του Ζαχαριάδη. Η θέση του σημερινού ΚΚΕ υπήρξε ένα σύμφυρμα απόψεων που αγνοούσε τόσο τα ιστορικά δεδομένα, όσο και τη διαλεκτική-επαναστατική σκέψη. Και ξάφνου η ψηφισμένη γραμμή των συνεδρίων αλλάζει. Το ΚΚΕ μιλά σωστά για την άνοδο της τουρκικής επιθετικότητας και σωστά αναφέρεται στην ανάγκη υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας. Εντούτοις, σε αυτό το σημείο, αναφύονται τρία προβλήματα: α) πώς αλλάζει μία γραμμή χωρίς καμία εξήγηση; β) πώς παραβιάζονται αποφάσεις συνεδρίων που έχουν εγκριθεί, όπως μας ενημέρωνε ο «Ριζοσπάστης», με ομοφωνίες;, γ) η αλλαγή μιας θέσης για να μην απομονωθείς από τον κόσμο κι όχι γιατί εκτιμάς ότι αυτή η αλλαγή είναι επιβεβλημένη λόγω των δεδομένων, είναι ή όχι οπορτουνισμός;

Όσον αφορά τη ΛΑΕ με βάση τη σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε για τις εξελίξεις στη Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τη γενικότερη όξυνση των αντιθέσεων, πρέπει να πούμε πως βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση. Θετική είναι και η δήλωση πως θα υπάρξουν πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση ενός φιλειρηνικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Μένει να δούμε αν θα πρόκειται για μία θέση και στάση που θα πάει σε βάθος χρόνου.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την άλλη, εγκλωβίστηκε δυστυχώς στα παλιά δήθεν διεθνιστικά σχήματα, ασκώντας κριτική σε όποιον μιλά για υπεράσπιση της πατρίδας και εγκαλώντας τον για εθνικισμό. Κρίμα. Τα όποια θετικά βήματα έκανε μετά τη συγκρότησή της (υιοθέτηση μεταβατικού προγράμματος, ορισμένα πολιτικά ανοίγματα, σωστή στάση στο δημοψήφισμα), τα ανατρέπει όλα. Η θέση για τον πόλεμο είναι εξαιρετικά κρίσιμη για το πώς θα σταθεί ένας πολιτικός φορέας αλλά και για το πώς θα σταθεί απέναντί του ο λαός. Τα ερωτήματα που έρχονται και θέτονται αμείλικτα είναι τούτα: τι θα προτείνουν οι επαναστάτες στο ενδεχόμενο επίθεσης της Τουρκίας; Άρνηση στράτευσης; Συναδέλφωση με τους Τούρκους στρατιώτες; Να φύγουμε από τη χώρα; Να σιωπήσουμε; Να καλέσουμε τον λαό σε εμφύλιο πόλεμο; Τα ερωτήματα, απολύτως πεισματάρικα, ζητάνε απαντήσεις και εδώ δεν μπορεί να σταθεί το «βλέποντας και κάνοντας». Και δεν μπορεί να σταθεί γιατί οι επαναστάτες οφείλουν να προετοιμάζουν τον λαό, πολιτικά, ιδεολογικά και ψυχολογικά. Να του δώσουν μία ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση που να εμπεριέχει την αντίσταση στον εισβολέα και στη συνέχεια τον αγώνα για κοινωνική απελευθέρωση. Διαφορετικά η μοίρα του τροτσκισμού περιμένει τους αγνοούντες την ιστορία, την πραγματικότητα αλλά και την κοινή λογική.

Πηγή: Σύλλογος Γιάννης Κορδάτος

Βομβαρδίστε τα δημόσια σχολεία: μια μετριοπαθής πρόταση

«Ήρθε η ώρα να σκεφτούμε την αποστολή οπλισμένων μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων (drones) σε κάθε σχολείο των Ηνωμένων Πολιτειών. Εάν τα drones μπορούν να σώζουν ανθρώπους στη μέση της Συρίας, κατευθυνόμενα από τους ήρωες στρατιωτικούς της αεροπορικής βάσης Νέλις στο Λας Βέγκας, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προστατεύσουν σχολεία μέσα στις ΗΠΑ», τάδε έγραψε στο Τουίτερ ο «αρχι-παιδαγωγός» του Λευκού Οίκου, ύστερα από τη σφαγή σε σχολείο της Φλόριδας.

Είναι κι αυτή μια ιδέα. Οι εταιρείες Northrop Grumman, Lockheed Martin και Boeing, βασικοί προμηθευτές του Πενταγώνου με τα αξίας εκατομμυρίων δολαρίων μη επανδρωμένα αεροσκάφη Predator και Reaper, αναμφίβολα θα χειροκροτήσουν μια τέτοια τεράστια παραγγελία. Ο υφυπουργός Άμυνας, Πάτρικ Σάναχαν, πρώην εκτελεστικό στέλεχος της Boeing για τα προγράμματα πυραυλικής άμυνας, θα σπεύσει πιθανώς να υλοποιήσει ταχύτατα τη σχετική κρατική παραγγελία.Για το στρατό, τα drones είναι γνωστά ως UAVs (Unmanned Aerial Vehicles/μη επανδρωμένα οχήματα αέρος) ή RPAS (Remotely Piloted Aerial Systems/ τηλεκατευθυνόμενα εναέρια συστήματα). Το κοινό τα γνωρίζει ως «drones», όπως οι κηφήνες που δεν έχουν κεντρί ούτε παράγουν μέλι, και ο μόνος σκοπός τους είναι να ζευγαρώσουν με μια γόνιμη βασίλισσα. Τι γοητευτική παρομοίωση: στη στρατιωτική φαντασία, σαφώς ανδρική –ανεξαρτήτως φύλου— τα οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη είναι μέσο για σεξ, αγάπη και αναπαραγωγή.

Όπως και να ’χει, τα drones θα μπορούσαν να είναι πολύ χρήσιμα στα σχολεία. Λειτουργούν ως μέσον συλλογής πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης και μπορούν έτσι να εμποδίζουν την αντιγραφή στις εξετάσεις. Μπορούν να πραγματοποιούν ελέγχους για βόμβες στους δρόμους ή για διάφορους μηχανισμούς στις περιοχές προσγείωσης και να δείχνουν τις παραβάσεις στο πάρκινγκ του σχολείου. Μπορούν να ακούνε τις συνομιλίες μέσω των κινητών τηλεφώνων και να αναγνωρίζουν εκείνους που ασχολούνται υπερβολικά με το σεξ, την πορνογραφία και άλλες τέτοιες γραφικότητες των εφήβων. Μπορούν να καταγράφουν τις καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων για να εντοπίζουν την ανώμαλη συμπεριφορά ή τις δυσάρεστες πρακτικές ανάμεσα στο προσωπικό του σχολείου. Μπορούν να παρέχουν εναέρια υποστήριξη (ακόμη κι αν τα οπλισμένα μη επανδρωμένα ελικόπτερα τώρα τελειοποιούνται) κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης από έναν διαταραγμένο «μοναχικό τύπο» ή έναν σατανικό τρομοκράτη – η διάκριση αυτών των δύο στα ΜΜΕ , όπως επισημαίνουν ορισμένοι κυνικοί, συχνά εξαρτάται από τη «φυλή» του δολοφόνου.

Φυσικά, τέτοιου είδους επιχειρήσεις που αναλαμβάνονται στο όνομα της ασφάλειας, όπως τα οπλισμένα drones πάνω από κάθε αμερικανικό σχολείο, συνεπάγονται παράπλευρους κινδύνους. Το πρώτο χτύπημα του Ομπάμα με drone στην Υεμένη , μια μυστική ενέργεια του Λευκού Οίκου στις 17 Δεκεμβρίου 2009, δεν σκότωσε μόνο αυτούς που στόχευε αλλά και δύο οικογένειες της γειτονιάς. Το drone άφησε πίσω μια σειρά από βόμβες διασποράς που συνέχισαν να σκοτώνουν, προκαλώντας κι άλλες «παράπλευρες» απώλειες. Εκείνη την εποχή, ο στρατηγός Τζέιμς Τζόουνς του σώματος των πεζοναυτών και πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας περιέγραψε την Υεμένη απολογητικά ως «εμβρυικό θέατρο [πολέμου] με το οποίο δεν ήμαστε πραγματικά εξοικειωμένοι».

Ο στρατηγός Τζόουνς ήταν ακριβής. Πριν από το πλήγμα του Ομπάμα στην Υεμένη το 2009, είχε σημειωθεί μόνο μία επίθεση – τον Νοέμβριο του 2002. Αλλά το 2012, τα πλήγματα με drones πραγματοποιούνταν στο «εμβρυικό θέατρο» της Υεμένης με ρυθμό ενός κάθε έξι ημέρες και τον Αύγουστο του 2015 περισσότεροι από 490 άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί εξ αιτίας αυτών των επιθέσεων. Αυτός είναι ο επίσημος αριθμός θυμάτων, όσο για τον ανεπίσημο …

Το 2015, ο αντιστράτηγος Μάικλ Φλιν, πρώην επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του στρατού, πριν από τον διορισμό του ως συμβούλου εθνικής ασφαλείας του προέδρου Τραμπ στις αρχές τα του 2017, θέση στην οποία έμεινε τρεις εβδομάδες, σχολίασε με καυστικό τρόπο τα πλήγματα με drones σε εδάφη που είναι γεμάτα με ανθρώπους –που ούτε είναι τρομοκράτες ούτε επίδοξοι τρομοκράτες—περιλαμβανομένων νηπίων:

Η εκστρατεία με drones αυτή τη στιγμή στοχεύει απλώς σε δολοφονίες. Όταν ακούει κανείς τη φράση «σύλληψη/φόνος», η σύλληψη είναι στην πραγματικότητα ευφημισμός. Στη στρατηγική μας με τα drones , η «σύλληψη» δεν υφίσταται. Δεν συλλαμβάνουμε πλέον. Η όλη πολιτική μας στη Μέση Ανατολή βασίζεται σε drones που βομβαρδίζουν. Αυτό αποφάσισε να κάνει η σημερινή κυβέρνηση στην εκστρατεία της κατά της τρομοκρατίας. Είναι ερωτευμένη με τις δυνατότητες των ειδικών επιχειρήσεων και την ικανότητα της CIA να βρίσκει κάποιον τύπο στη μέση της ερήμου, σε κάποιο βρομερό μικρό χωριό, να ρίχνει μια βόμβα στο κεφάλι του και να τον σκοτώνει.

Λοιπόν, πριν αποφασιστεί να δοθούν απλόχερα εκατομμύρια δολάρια που προορίζονται για την εκπαίδευση σε οπλισμένα drones για την προστασία ενός «βρομερού μικρού» σχολείου στην Αλαμπάμα, ο πρόεδρος θα έπρεπε να εξετάσει μια πιο φθηνή και πραγματικά ταχύτατη εναλλακτική λύση: να βομβαρδίσει τα δημόσια σχολεία.

Αυτή η τακτική εφαρμόζεται συστηματικά στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική σε πολέμους που, υποτίθεται, ξεριζώνουν την παγκόσμια τρομοκρατία. Για παράδειγμα, στην Υεμένη, τη φτωχότερη χώρα της Μέσης Ανατολής, ο αποκαλούμενος «σαουδαραβικός συνασπισμός» έχει βομβαρδίσει μέχρι πλήρους εξάλειψης πάνω από 500 σχολεία από τον Φεβρουάριο του 2015. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν πόλεμο διά πληρεξουσίων που ενορχηστρώνεται από τη μυστική αγγλο-αμερικανική διοίκηση κοινών ειδικών επιχειρήσεων.

Μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι ο βομβαρδισμός όλων των δημόσιων αμερικανικών σχολείων είναι κατά τι ακραία ενέργεια. Σκεφθείτε, όμως, το άμεσο όφελος. Χωρίς το βάρος της φοίτησης στα επικίνδυνα σχολεία, μαθητές λυκείων, σε τεράστιους αριθμούς, θα ήταν ελεύθεροι να στρατευθούν. Θα μάθαιναν την πειθαρχία, τον πατριωτισμό, τις τέχνες του τατουάζ και θα αποκτούσαν τις δολοφονικές ικανότητες που είναι αναγκαίες για να μείνει η Αμερική ασφαλής. Δεν θα έβρισκαν την κουλτούρα του στρατού σε όλα διαφορετική από την κουλτούρα των λυκείων. Θα μπορούσαν να πίνουν, να ξερνάνε, να πίνουν ακόμη περισσότερο, να ξερνάνε και να κάνουν άψυχο σεξ συναινετικά.

Αν αυτό το ωφελιμιστικό επιχείρημα υπέρ του βομβαρδισμού των δημόσιων σχολείων δεν μπορεί να σας πείσει, σκεφθείτε την πρώτη προτεραιότητα του προέδρου Τραμπ για την εκπαίδευση: τη σχολική επιλογή. Σήμερα, εννέα στα δέκα παιδιά στις ΗΠΑ φοιτούν σε δημόσια σχολεία. Εάν τα δημόσια σχολεία βομβαρδίζονταν, η συντριπτική πλειονότητα των παιδιών που σήμερα δεσμεύονται από το παλιομοδίτικο δικαίωμα στην ελεύθερη, κοσμική εκπαίδευση θα αναγκάζονταν να υιοθετήσουν την «επιλογή». Θα μπορούσαν να διαλέξουν τα σχολεία που ιδρύουν ομάδες ιδιωτών με δημόσιο χρήμα ή να εξασφαλίσουν κουπόνια για ιδιωτικά ή θρησκευτικά σχολεία.

Ασφαλώς θα συμφωνήσετε με τον πρόεδρο Τραμπ και την υπουργό Παιδείας Μπέτσι ντε Βος ότι η θέση της αμερικανικής εκπαίδευσης στην 26η βαθμίδα της παγκόσμιας κατάταξης είναι εξευτελιστική. Συνεπώς, είναι ενθαρρυντικό το ότι η περικοπή 10,5 δισ. δολαρίων από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του 2018 για την εκπαίδευση αποτελεί ένα πρώτο γενναίο βήμα για να αντιστραφεί αυτή η θλιβερή επίδοση. Μέρος των εξοικονομούμενων χρημάτων, 400 εκατ. δολάρια, θα διατεθεί για την εξάπλωση των σχολείων που ιδρύουν ομάδες ιδιωτών, όπως επίσης των ιδιωτικών και των θρησκευτικών σχολείων, αλλά αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου: 1 δισ., που σήμερα διατίθεται για να ασκηθεί πίεση στα δημόσια σχολεία να θεσπίσουν πολιτικές που προπαγανδίζουν την «επιλογή», θα μπορούσε να εξοικονομηθεί και να διοχετευθεί σε τομείς που είναι πιο αναγκαίοι – εάν βομβαρδίζονταν τα δημόσια σχολεία. Θα μπορούσε να προστεθεί στον συνδυασμένο προϋπολογισμό άμυνας και πυρηνικών όπλων, που τώρα φτάνει στο συγκρατημένο ύψος των $731.09 δισ. (συγκριτικά, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Ρωσίας ισοδυναμεί με το αξιοθρήνητο ποσό των $45 δισ. ετησίως).

Ο συνολικός αμυντικός προϋπολογισμός των $731.09 δισ. έναντι του προϋπολογισμού για την παιδεία των $59 δισ. βοηθά να πειστεί κανείς πόσο σοφοί, προνοητικοί και πνευματικά ισχυροί είναι οι ηγέτες που έχουμε επιλέξει – και πόσο αφοσιωμένοι σε ένα ασφαλές και επιτυχές μέλλον για τους νέους μας. Στο Πεντάγωνο δίνονται $686 δισ., ο μεγαλύτερος προϋπολογισμός από αυτόν του Ομπάμα το 2011, αυξημένος κατά 74 δισ. σε σχέση με το 2017. Στην περίπτωση που ανησυχείτε ότι οι πόλεμοι εναντίον όλων των εχθρών μας στο εξωτερικό θα σταματήσουν, ησυχάστε: $69 δισ. εξασφαλίζονται για τη χρηματοδότηση πολέμων το 2019, $6,97 δισ. θα δοθούν στην προμήθεια, την έρευνα, την ανάπτυξη και τη «δημιουργία ειδικού συστήματος» που σχετίζονται με τα drones, μια μεγάλη αύξηση σε σχέση με τα 2,9 δισ. του 2016. Στο υπουργείο Ενέργειας, που έχει την αποστολή συντήρησης των πυρηνικών όπλων, θα δοθούν 30 δισ. δολάρια. Στην Εθνική Διοίκηση Πυρηνικής Ασφάλειας, μια ημιαυτόνομη πτέρυγα του υπουργείου Ενέργειας, θα δοθούν 15,09 δισ. δολάρια, μια αύξηση σχεδόν 1,2 δισ. από το περασμένο έτος.

Ειλικρινά, οι προτεραιότητες δεν θα μπορούσαν να είναι πιο προφανείς: τόσο που δεν μπορώ να τους δώσω αρκετή έμφαση. Εξίσου ειλικρινά, με σεβασμό, θα απέτρεπα τον πρόεδρο Τραμπ να χρησιμοποιήσει οπλισμένα drones στα δημόσια σχολεία. Είναι πανάκριβα: το κόστος για τις ώρες πτήσης ποικίλλει κατά πολύ – από 2.000 έως 3.000 δολάρια την ώρα για τα πρωτόγονα Reapers και Predators μέχρι 30.000 την ώρα για το σικάτο Global Hawk, ενώ το κόστος της πτήσης ανά ώρα για την πιο νέα περηφάνια του στρατού, το Gray Eagle, που θα κάνει το ντεμπούτο του τη φετινή άνοιξη (η στρατιωτική βάση στο Φρούριο Κάρσον ήδη παρήγγειλε τέσσερα) είναι ακόμη άγνωστο (τουλάχιστον στην υπογράφουσα ερευνήτρια). Το Gray Eagle είναι ένα «θηριώδες drone με άνοιγμα φτερών 56 ποδών [18,6 μέτρων] που φέρει τέσσερις πυραύλους αέρος-εδάφους Hellfire και μπορεί να πετάει 24 ώρες με τη συνεχούς λειτουργίας ντιζελομηχανή που διαθέτει», περηφανεύεται το Military.com […]

Επίσης, και πάλι με σεβασμό, υπενθυμίζω στον πρόεδρο Τραμπ ότι τα πολλών εκατομμυρίων δολαρίων εξοπλισμένα drones είναι πολύπλοκα συστήματα. Ακόμη και βασικά μοντέλα όπως τα Predators και τα Reapers απαιτούν τέσσερα αεροσκάφη, έναν σταθμό ελέγχου στο έδαφος και δορυφορική σύνδεση. Γνωρίζουμε ότι τα drones δεν είναι επανδρωμένα, αλλά χρειάζονται πιλότους. Απαιτούν εκπαιδευμένα πληρώματα για να τα κατευθύνουν, να αναλύουν τις εικόνες και να αποφασίζουν την εξαπόλυση πυραύλων αέρος- εδάφους. Αυτοί οι εξ αποστάσεως «ήρωες», όπως τους αποκαλεί ο πρόεδρος, [οι «ήρωες του τηλεκοντρόλ»], καλύτερα να φυλάσσονται για πιο επικές και αιματηρές μάχες από ό,τι ο πόλεμος στα δημόσια σχολεία.

Για να αποτραπεί η επανάληψη της σφαγής που έπληξε το λύκειο Marjory Stoneman Douglas στη Φλόριδα τα εξοπλισμένα drones δεν είναι καλή ιδέα: πετιούνται, στην κυριολεξία, χρήματα στην εκπαίδευση. Ούτε είναι καλή ιδέα η τεχνολογία του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, ούτε το να τοποθετηθούν συνταξιούχοι αστυνομικοί και στρατιωτικοί στις σχολικές τάξεις, ούτε να οργανωθεί η ασφάλεια στα σχολεία με τρόπο αντίστοιχο της ασφάλειας των αεροδρομίων (αν και αυτό θα μπορούσε να είναι πολύ δημοφιλές στους μαθητές, καθώς η πραγματική διδακτική ημέρα δεν θα άρχιζε ποτέ, εφόσον θα περνούσαν ώρες επί ωρών για έρευνες, ελέγχους κ.λπ.) ούτε οι ένοπλοι καθηγητές (σας λέω από την εμπειρία μου μέσα στις σχολικές τάξεις ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μοιραίο, όταν οι ημέρες διδασκαλίας πάνε στραβά).

Όχι, η πιο γρήγορη, η πιο φθηνή, η πιο αποτελεσματική λύση για να λυθεί το πρόβλημα της ανασφάλειας στα σχολεία είναι να βομβαρδιστούν τα δημόσια σχολεία μέχρι πλήρους εξαφάνισης. Όπως παρατήρησε η χειρότερη υπουργός Παιδείας που είχε το προνόμιο να αντέξει αυτή η χώρα, «Ήρθε για εμάς η ώρα να διαλύσουμε τους περιορισμούς της μυστηριακής προσέγγισης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης όσον αφορά την εκπαίδευση. Η Ουάσιγκτον ήταν στο τιμόνι για πάνω από 50 χρόνια και έχει να επιδείξει ελάχιστα αποτελέσματα στις προσπάθειές της».

Με μια αισιόδοξη νότα, προσβλέπω στην ημέρα που ένας υπουργός Άμυνας, που αντιτίθεται εξίσου στον πόλεμο όπως η Μπέτσι ντε Βος στην εκπαίδευση, θα διακηρύξει ότι η «μυστηριακή προσέγγιση» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την «άμυνα» τελειώνει.

Πηγή: CounterPunch

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Τα «εθνικά» όρια της αστικής τάξης

Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα στην στρατηγική -και ως εκ τούτου εξαιρετικά εύφλεκτη- ζώνη της Μέσης Ανατολής διαμορφώθηκε μια ιδιαίτερη κατάσταση την οποία μπορούμε να ορίσουμε ως «στρατηγικό κενό». Με το τελευταίο εννοούμε την απουσία μιας δύναμης ή ενός συστήματος δυνάμεων που θα είχε τη ισχύ να επιβληθεί στα τοπικά και στα επιμέρους συμφέροντα επιβάλλοντας το δικό της νόμο και, κάτω από αυτόν, την σταθερότητα στην περιοχή. Για πολλούς αιώνες στην ζώνη αυτή η σταθερότητα εξασφαλιζόταν από την ισχύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από αυτήν από το αποικιακό ευρωπαϊκό σύστημα και, τέλος, στα πιο κοντινά στα δικά μας χρόνια από τον ισχυρό «δυτικό» συνασπισμό του Ψυχρού Πολέμου. Στον τελευταίο δέσποζε η υπερδύναμη Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Οι καιροί όμως αλλάζουν και οι συσχετισμοί μεταβάλλονται. Οι δημογραφικές μεταβολές, τα οικονομικά μεγέθη, οι στρατιωτικές δυνατότητες ανέτρεψαν σε βάρος του δυτικού συνασπισμού δυνάμεων τις ισορροπίες. Η αλλαγή των δεδομένων εμφανίστηκε δραματικά στο προσκήνιο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ακριβώς τη στιγμή που στη δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ θριαμβολογούσαν για την επικράτηση και την επιβολή του δικού τους καπιταλισμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Σχεδόν απρόσμενα, σε καιρούς ευδαιμονίας, οι νικητές του Ψυχρού Πολέμου έχασαν όλους τους θερμούς πολέμους που εξαπέλυσαν στην περιοχή. Για την ακρίβεια κέρδισαν όλες τις μάχες, ανακάλυψαν όμως με έκπληξη ότι τα μεγέθη δεν τους επέτρεπαν πλέον να κερδίσουν τον πόλεμο. Από τις επιβλητικές εκστρατείες, τύπου Αφγανιστάν και Ιράκ, περιορίστηκαν στους δι’ αντιπροσώπων πολέμους και σε αντίστοιχους σχεδιασμούς: η «Αραβική Άνοιξη» ήταν η ελπιδοφόρα καινοτομία που όμως οδήγησε στο κενό και στη απογοήτευση.Η αποτυχία των δυτικών δυνάμεων και των μηχανισμών τους -Ενωμένης Ευρώπης, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ- και η συνακόλουθη αποκάλυψη των περιορισμένων δυνατοτήτων τους, ανέδειξε στη στρατηγική αυτή περιοχή περιφερειακές δυνάμεις οι οποίες έσπευσαν, με ολοένα και πιο αποφασιστικούς τρόπους να διεκδικήσουν τα όσα οι «δυτικοί» δεν μπορούσαν πλέον να ελέγξουν: η πλέον αποφασιστική των αναμετρήσεων μεταξύ των νέων μνηστήρων λαμβάνει χώρα στην πολύπαθη Συρία, όπου όλοι οι παλαιοί και νέοι διεκδικητές κυριαρχίας αναμετριόνται πάνω στα πτώματα και στα ερείπια των Σύρων και της Συρίας: Ιράν, Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Ισραήλ είναι άμεσοι συμμέτοχοι στο πολεμικό παιχνίδι. Η παραγκωνισμένη στα 1990 Ρωσία βρήκε μέσα από το ίδιο παιχνίδι την ευκαιρία να μπει και πάλι στο πεδίο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ενώ οι ΗΠΑ και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί της κάνουν και αυτοί τον πόλεμο που μπορούν: κυρίαρχοι του αέρα βομβαρδίζουν δικαίους και αδίκους σε ένα παράξενο είδος πολέμου –«αντιποίνων» θα λέγαμε- όπου ελλείψει δυνατοτήτων χερσαίας επέμβασης – κατάκτησης, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποφασιστικό αποτέλεσμα.

Το παιχνίδι είναι πολεμικό. Ως εκ τούτου κερδίζει αυτός που βάζει στρατιώτες και όπλα στο σκηνικό. Το Ιράν το κατάλαβε πρώτο αυτό, η Ρωσία επίσης, η Σαουδική Αραβία με αυτό που μπορεί, τους μισθοφόρους. Με κάποια καθυστέρηση λόγω του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού, το κατάλαβε και η Τουρκία. Διστακτικά στην αρχή, σε κλίμακα αληθινού πολέμου στη συνέχεια, ο τουρκικός στρατός βρίσκεται σε ολοένα και μεγαλύτερους αριθμούς στο έδαφος της Συρίας και του Ιράκ. Φυσικά ο πόλεμος έχει απώλειες, στρατιώτες σκοτώνονται, δάκρυα και πόνος γονέων συγγενών, φίλων, εμφανίζονται στις τηλεοπτικές εικόνες. Δεν είναι έξω από τις πολιτικούς σχεδιασμούς η θλίψη για τους πεσόντες. Εισάγει την κοινωνία ολόκληρη στην «κανονικότητα» του πολέμου, την εθίζει στις μικρές δόσεις σε τρόπο ώστε να μπορεί να δεχθεί τις μεγαλύτερες. Η Τουρκία με τον τεράστιο στρατό, με την φιλόδοξη στρατιωτική βιομηχανία, με οικονομία που χωρίς να είναι ακόμα «οικονομία πολέμου», τείνει προς τα εκεί, βρίσκει στη Συρία τον τρόπο να αξιοποιήσει πολιτικά τα στρατιωτικά της επιχειρήματα. Να προωθεί δηλαδή τα συμφέροντα και τα σχέδια της άρχουσας τάξης της χώρας δια του πολέμου.

Ερχόμαστε στο σημείο που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη δική μας χώρα και το δικό μας λαό. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ζώνες αστάθειας. Από βορρά τα Βαλκάνια, από τα ανατολικά το μεσανατολικό κενό. Η ίδια η χώρα είναι ο ορισμός της γεωπολιτικής «μαύρης τρύπας». Το πρόβλημα είναι το ακόλουθο: στο νομικό πεδίο -στο διεθνές δίκαιο- η χώρα κατέχει μια πολλά υποσχόμενη θέση. Τα χωρικά της ύδατα σε συνδυασμό με την ζώνη «Αποκλειστικής Οικονομικής Εκμετάλλευσης» (ΑΟΖ), εκτείνονται σε έκταση 500.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στο ένα πέμπτο της Μεσογείου. Δεν πρόκειται για «άγονες» εκτάσεις. Οι ενεργειακές ανακαλύψεις ή έστω οι βάσιμες προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί καθιστούν ετούτες τις θαλάσσιες εκτάσεις το ίδιο ενδιαφέρουσες για τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό με τις ερήμους της Σαουδικής Αραβίας. Ως εκεί η τύχη δείχνει να χαμογελά στην χώρα μας.

Φαίνεται όμως ότι η τύχη αυτή χαμογελά στην Ελλάδα όσο η αντίστοιχη των γερμανο-ολλανδών αγροτών εποίκων στη Νότιο Αφρική, στην Οράγγη και στο Τρανσβαάλ. Και αυτοί κατέκτησαν-απέκτησαν μια τεράστια επικράτεια όπου έβοσκαν τα κοπάδια τους και καλλιεργούσαν τη γη τους. Όταν σε αυτή βρέθηκαν κοιτάσματα χρυσού η τύχη έγινε ατυχία. Αιματηρός πόλεμος και τελικά κατάκτηση από τους ισχυρούς γείτονες, τους Βρετανούς του Ακρωτηρίου. Ο φυσικός πλούτος είναι τελικά κατάρα για τις χώρες και τους λαούς που διαθέτουν αναντίστοιχη με τα εμπλεκόμενα συμφέροντα ισχύ. Η Ελλάδα θυμίζει στο ζήτημα αυτό τους δυστυχισμένους Μπόερς του 1900.

Πρόκειται για μια χώρα αδύναμη κοινωνικά και, ως εκ τούτου, πολιτικά. Την κυβερνά μια αστική τάξη «μετεμφυλιακή» που έκτισε την οικονομική, κοινωνική και πολιτική της κυριαρχία υπηρετώντας κατακτητές. Που έμαθε να ζει και να πορεύεται στη σκιά των «μεγάλων», στην υπηρεσία τους, και που, χάρη στα όπλα και στα χρήματα των τελευταίων, δεν δίστασε να συντρίψει τον λαό της χώρας κάθε φορά που αυτός σήκωνε κεφάλι. Μια αστική τάξη που έχει στις ρίζες της την απάνθρωπη συντριβή ενός λαϊκού κινήματος που, μεταξύ πολλών άλλων, δίδαξε αυτό που είναι ο πατριωτισμός. Ετούτο τον πατριωτισμό του λαού ποικιλότροπα απεχθάνεται η κυρίαρχη αστική μας τάξη. Πότε πιθηκίζοντας όσα «κοσμοπολίτικα» συναντά, πότε ομνύοντας πίστη και αφοσίωση στους «αφέντες-προστάτες», πότε καταθέτοντας στα πόδια και στα συμφέροντά τους τις τύχες της χώρας, του λαού, του μέλλοντος μας.

Ας δούμε τι είναι για ετούτη την αστική τάξη -και τις συνακόλουθες κυβερνήσεις, «αριστερές» ή δεξιές, που την εκφράζουν- η «άμυνα» της χώρας. Ένα πλέγμα «εξυπηρετήσεων» των ισχυρών της προστατών με το αζημίωτο γι αυτήν και με γνώμονα μοναδικό την ικανοποίηση των ισχυρών μητροπόλεων της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής «δύσης». Η μόνη «στρατηγική» συνίσταται στην επίκληση της παρέμβασης και της προστασίας των «ισχυρών» κάθε φορά που αναδεικνύεται η εθνική αδυναμία.

Η πολιτική των εξοπλισμών αποτυπώνει εύγλωττα την κατάσταση. Τα εξοπλιστικά «προγράμματα» ανακοινώνονται συνήθως μετά από κάποια «επίσημη» και επικοινωνιακή συνάντηση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας με αντίστοιχη της όποιας δυτικής μητρόπολης. Μέσα στο πακέτο των «συμφωνηθέντων» περιλαμβάνεται συνήθως και το όποιο «συμβόλαιο» στα εξοπλιστικά. Η επίσκεψη του Τσίπρα στον Τραμπ συνοδεύτηκε από ανακοινώσεις για την αναβάθμιση των F-16 και ακολουθήθηκε από την ανεκδιήγητη απόκτηση ελικοπτέρων Kiowa προερχόμενα από τον χώρο απορριμάτων προς καταστροφή του αμερικανικού στρατού! Ο απληροφόρητος αναγνώστης οπωσδήποτε θα έχει δει τα ελικόπτερα αυτά είτε στην ταινία «Αποκάλυψη τώρα» είτε στην «Black Hawk down!”. Πραγματικά ετούτα τα οπλικά συστήματα πρωταγωνιστούσαν σε πολέμους που έγιναν πενήντα ή εικοσιπέντε χρόνια πριν από τις μέρες μας!

Οι καλές σχέσεις με τη Γαλλία του Μακρόν οδήγησαν στην εμμονή για την αγορά γαλλο-ιταλικών φρεγατών FREMM. Το τι ακριβώς θα κάνουν στο κλειστό Αιγαίο πανάκριβα πλοία των 7.000 τόνων παραμένει τακτικά, στρατηγικά και λογικά αδιευκρίνιστο. Παράλληλα η χώρα παραδίδει με απλή αίτηση και χωρίς περαιτέρω διαδικασίες βάσεις και «διευκολύνσεις» σε όποια νατοϊκή δύναμη το αιτηθεί. Διαφημίζει δε τα πλεονεκτήματα θέσεων όπως η Σκύρος, η Κάρπαθος, η Καλαμάτα, έτσι ώστε οι «ισχυροί» να ενδιαφερθούν και για αυτά. Ένα στρατιωτικό ΤΑΙΠΕΔ έχει δημιουργηθεί σε αυτόν τον χώρο! Το προφανές γεγονός ότι η «συνδιοίκηση» -τουλάχιστον- των στρατιωτικών βάσεων μειώνει κατά πολύ την σημασία τους για την πραγματική άμυνα της χώρας, απλά δεν σχολιάζεται. Δεν σχολιάζεται διότι απλά δεν υπάρχει ούτε καν η υποψία ότι η άμυνα της εθνικής επικράτειας είναι αποκλειστικά και μόνο υπόθεση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ασυνείδητα ή ενσυνείδητα ετούτο το καθήκον έχει παραχωρηθεί σε «φίλους», «συμμάχους» και «προστάτες». Και αυτό σε εποχές όπου τα δρώμενα στη Συρία μαρτυρούν καθημερινά το πόσο ευμετάβλητη είναι η στάση και οι προθέσεις των μεγάλων σε κατάσταση «στρατηγικού κενού».

Ακόμα και οι «επικοινωνιακές» τακτικές προδίδουν τις βαθύτερες σκέψεις. Τα δάκρυα που χύθηκαν για τον εμβολισμό του περιπολικού «Γαύδος» του Λιμενικού Σώματος από τουρκικό πολεμικό (το TCSG703 Umut δηλώνεται ως σκάφος του λιμενικού από τους Τούρκους, σε ολόκληρο τον κόσμο όμως είναι πολύ σπάνιο φαινόμενo να εξοπλίζονται σκάφη του λιμενικού με πυροβόλο των 76 χλστ!) επικεντρώνονταν στο γεγονός ότι το πληγέν σκάφος χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ποσοστό 80% περίπου. Η ιδέα και η ελπίδα ότι οι Ευρωπαίοι θα ένοιωθαν κάποιο είδος οργής για την καταστροφή της «δικής τους» περιουσίας φαίνεται πως διακατέχει τους «επικοινωνιακούς υπεύθυνους», ένστολους και μη.

Η όλη συνταγή ήταν από καιρό προφανές ότι είχε ημερομηνία λήξης. Η τελευταία προσδιορίστηκε από τη στιγμή που η Τουρκία αισθάνθηκε αρκετά δυνατή ώστε να προσθέσει το στρατιωτικό χαρτί στο πολιτικό της οπλοστάσιο. Πολύ λίγοι μπορούν να ακολουθήσουν σε αυτό το πεδίο. Και η Ελλάδα βρίσκεται απόλυτα απροετοίμαστη μπροστά σε αυτό. Οι συμμαχίες και οι ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί στους οποίους οι αστικές κυβερνήσεις εναπόθεσαν την προστασία των εθνικών συμφερόντων αδυνατούν επίσης να ακολουθήσουν στο δρόμο αυτό. Οι πόλεμοι τους γίνονται σχεδόν αποκλειστικά στην περιοχή «δι αντιπροσώπων» (proxy–wars στην αγγλοσαξωνική ορολογία). Αυτό σημαίνει ότι οι συμμαχίες τους και οι εγγυήσεις που αυτές παράγουν είναι ασταθείς και διαρκώς μεταβαλλόμενες. Με άλλα λόγια ελάχιστα πράγματα αξίζουν. Το μόνο «όπλο» των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων είναι απλά άσφαιρο.

Κάθε φορά που κατεδαφίζονται “εθνικά” δίκαια και περικόπτεται η εθνική κυριαρχία και η εθνική επικράτεια, οι φωνές για τα “εθνικά ζητήματα” φθάνουν ως τον ουρανό. Μη νομίσει κανείς ότι αφορούν τη συγκεκριμένη απειλή και τον πραγματικό ένοχο της επιβουλής. ‘Οχι! Οι φωνές αφορούν πάντα ένα θέμα άσχετο, μια απειλή που δεν υπάρχει (το εάν θα υπάρξει στο μέλλον είναι άλλη υπόθεση – για το παρόν μιλούμε τώρα). Υπαινίσσομαι το περίφημο «όνομα»… Στην Κατοχή, θυμίζω, οι παράγοντες του ναζιστικού καθεστώτος της Ελληνικής Πολιτείας -οι δωσίλογοι- έκαναν “εθνικό αγώνα” ενάντια στους πάντες εκτός από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς που κατείχαν, λεηλατούσαν και διαμέλιζαν τη χώρα. Παλιές τακτικές, παλιά τεχνογνωσία της άρχουσας τάξης.

Στις βραχονησίδες του Αιγαίου ΣΗΜΕΡΑ, στα κυπριακά πελάγη ΣΗΜΕΡΑ δημιουργούνται κάθε μέρα τετελεσμένα σε βάρος των λαών της Κύπρου και της Ελλάδας – της επικράτειας και των δικαιωμάτων των χωρών αυτών. Επειδή σε αυτά τα σπουδαία η αστική τάξη ελάχιστα έχει να πει και λιγότερα να πράξει, το «όνομα» προσφέρεται ως ιδανική δίοδος απόδρασης από την σκληρή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που και αυτής το κόστος οι λαοί θα αναλάβουν να το πληρώσουν.

Πηγή: Κατιούσα