Άρθρα

Γιατί μιλάμε για εμφυλη βία

Γράφει η Μαρίνα Παπαδοπούλου και η Ειρήνη Τσαλουχίδη

Η δημόσια αναφορά της Σοφίας Μπεκατώρου σχετικά με το βιασμό που υπέστη άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, με τις καταγγελίες για δημόσια πρόσωπα να διαδέχονται η μία την άλλη. Με αφορμή αυτήν την καταγγελία, ξεκίνησε μια παράλληλη και συνδεόμενη συζήτηση για τη βία στους χώρους εργασίας. Το ρεύμα που δημιουργήθηκε ήταν τόσο ισχυρό, ώστε να φτάσουν να αποκαλύπτονται σοβαρές εγκληματικές συμπεριφορές ανθρώπων που αποτελούσαν «προσωπικές επιλογές του πρωθυπουργού» σε βάρος ανηλίκων και μη. Η συζήτηση που διεξάγεται ευρύτατα αυτή τη στιγμή στα social media, τα ΜΜΕ, τις παρέες των ανθρώπων είναι πλούσια και χαώδης, ενώ εκτείνεται και σε επιμέρους παραμέτρους του προβλήματος της έμφυλης βίας, όπως το νομικό πλαίσιο, η στάση της δικαιοσύνης, η ψυχολογία των θυμάτων, ο ρόλος της οικογένειας, οι πολιτικές ευθύνες κ.ά. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να εισάγει ορισμένους προβληματισμούς στη συζήτηση, με στόχο αυτή να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα.

Υπάρχει πρόβλημα έμφυλης βίας στην Ελλάδα;

Ναι. Υπάρχει και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο, με διαφορετική ένταση και έκταση. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η ανισότητα μεταξύ των φύλων αποτελεί παρελθόν ή απλό κατάλοιπο προηγούμενων εποχών που με τον καιρό και την δήθεν γραμμική κοινωνική εξέλιξη θα ξεπεραστεί. Τα στοιχεία τους διαψεύδουν. Σύμφωνα με έρευνα που διενέργησε το 2012 το FRA[1] σε 42.000 γυναίκες από όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. το 33% των γυναικών από 15 ετών και άνω έχουν πέσει θύματα σωματικής ή/και σεξουαλικής κακοποίησης τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους.  Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, 1 στις 20 γυναίκες στην Ε.Ε. έχει πέσει θύμα βιασμού. Το ποσοστό που αφορά την Ελλάδα είναι μικρότερο, με τα θύματα σεξουαλικής ή/και σωματικής βίας να ανέρχονται στο 19% των ερωτηθεισών. Χαμηλότερα είναι και τα ποσοστά των βιασμών. Ενδιαφέρον στοιχείο στην έρευνα είναι σταθερά τα υψηλότερα ποσοστά σωματικής και σεξουαλικής βίας αναφέρονται στις θεωρητικά «προηγμένες» σκανδιναβικές χώρες, με την έρευνα να θέτει πάντως υπόψιν του αναγνώστη ότι αυτό πιθανώς οφείλεται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι υπάρχει καλύτερη αντίληψη σε σχέση με το τι συνιστά παρενόχληση και σεξουαλική βία.

Ειδικά για την Ελλάδα, ενδιαφέρον έχει το στοιχείο ότι ενώ μόνο το 17% δηλώνει ότι ανησυχεί ότι θα πέσει θύμα κακοποίησης (με την πλειοψηφία μάλιστα να θεωρεί πιθανότερο το ενδεχόμενο να κακοποιηθεί από κάποιον άγνωστο παρά τα σαφή στοιχεία που δείχνουν ότι η κακοποίηση από οικεία πρόσωπα είναι πολύ συχνότερη), το 68% των γυναικών (ένα από τα υψηλότερα ποσοστά πανευρωπαϊκά) δηλώνουν ότι αποφεύγουν συνειδητά την μετακίνησή τους σε ορισμένους χώρους, ιδιωτικούς ή δημόσιους, που αναγνωρίζουν ως «επικίνδυνους». Τα παραπάνω φαίνονται λογικά επακόλουθα της ευρέως διαδεδομένης αντίληψης που θέλει το θύμα να ευθύνεται επειδή «προκάλεσε» ή «ήταν απρόσεκτο», αλλά και της λογικής που θέλει τις γυναίκες κυρίως να φοβούνται την κακοποίηση και όχι να είναι καλά ενημερωμένες σε σχέση με αυτήν. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα βρίσκεται τρίτη από το τέλος, όσον αφορά το ποσοστό καταγγελίας στην αστυνομία του πιο σοβαρού περιστατικού σωματικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης που έχει δεχθεί μία γυναίκα.

Τι γεννά την καταπίεση και τη βία;

Η καταπίεση αφορά μια ανισότητα ισχύος και την επιβολή του ισχυρού στον αδύναμο, κύριο χαρακτηριστικό των εκμεταλλευτικών συστημάτων. Μια τέτοια ανισότητα είναι φανερή ανάμεσα στα δύο φύλα και έχει προκύψει ιστορικά από την κυριαρχία της πατριαρχίας ως τρόπου οργάνωσης της οικογένειας και της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με τον Ένγκελς [2] στην ανάλυσή του για την καταγωγή της οικογένειας, η υποδούλωση των γυναικών στους άνδρες αποτέλεσε την πρώτη ταξική σχέση υποδούλωσης.

Η γυναικεία εκμετάλλευση προέκυψε από το ζήτημα καταμερισμού της εργασίας και της κληροδότησης της ιδιοκτησίας, αλλά σύντομα εγκαθιδρύθηκε στην ιδεολογία, τα κοινωνικά στερεότυπα και την ηθική, με διαφοροποιήσεις σε κάθε εποχή, διαμορφώνοντας τους κοινωνικούς ρόλους του φύλου που εξυπηρετούν τον καταμερισμό της εργασίας σε κάθε ιστορική περίοδο. Η σχέση μεταξύ ταξικού και έμφυλου ζητήματος έχει υπογραμμιστεί ήδη από τη δεκαετία του ’60 από το μαρξιστικό φεμινισμό, αναδεικνύοντας το ζήτημα του φύλου ως μια σημαντική αντίθεση για το καπιταλιστικό σύστημα. Αναγνωρίζει την καταπίεση των γυναικών, ή καλύτερα την κυριαρχία των ανδρών, ως δομικό στοιχείο του συστήματος, μέσω της διπλής εκμετάλλευσης των γυναικών στον τομέα της παραγωγής και της αναπαραγωγής.

Έτσι, η σχέση μεταξύ των φύλων διαμορφώνεται ως μια σχέση εξουσίας συχνά μέσω της επιβολής αυτής, είτε λόγω των κοινωνικών νορμών που επιζητούν τη συμμόρφωση, είτε με χρήση βίας. Πρέπει να γίνει απολύτως αντιληπτό ότι ο βιασμός και οι παρενοχλητικές συμπεριφορές δεν σχετίζονται με την σεξουαλικότητα και δεν αποτελούν πιο «επιθετικές» μορφές έκφρασης της επιθυμίας ή της αγάπης. Σχετίζονται κατά βάση με την εξουσίαση του άλλου, που νοείται την δεδομένη στιγμή και βάσει των κυρίαρχων κοινωνικών αντιλήψεων ως αδύναμος. Το πρόβλημα δηλαδή ανάγεται στο σύστημα που παράγει θύτες και θύματα και στις αξίες που αυτό καλλιεργεί στην κοινωνία, προκειμένου να νομιμοποιήσει την οικονομική και κοινωνική ανισότητα που παράγει. Λεκτική, σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική, η έμφυλη βία διαχωρίζεται ως έννοια  από άλλα είδη βίας λόγω της κατεύθυνσής της  (προς τη γυναίκα) και του σκοπού της (την επιβολή του ισχυρού φύλου). Οι κοινωνικές νόρμες για τη σχέση και αλληλεπίδραση μεταξύ των φύλων, οι οποίες κανονικοποιούν την ανδρική επιθετικότητα έχουν δημιουργήσει μια κουλτούρα αποσιώπησης για περιστατικά έμφυλων κακοποιητικών συμπεριφορών στο σπίτι, την εργασία ή το δημόσιο χώρο. Και για αυτό, η εμφάνιση τέτοιων καταγγελιών στο δημόσιο λόγο αποκτά χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας: η μία ακολουθεί την άλλη γιατί λαμβάνουν δύναμη από το άνοιγμα του διαλόγου στη δημόσια σφαίρα, από την πρόκληση που αυτό δημιουργεί ενάντια στο status quo που κανονικοποιεί την παραβιαστική συμπεριφορά με το επιχείρημα «έτσι είναι η φύση τους».

Αυτές οι κοινωνικές νόρμες συνδέονται με το φαινόμενο της «κουλτούρας του βιασμού». Πρόκειται για μια κοινωνιολογική έννοια που αναφέρεται σε κοινωνικά πλαίσια στα οποία μέσω των κοινωνικών στάσεων για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ο βιασμός κανονικοποιείται, ενισχύεται η έμφυλη βία και η ενοχοποίηση του θύματος. Η κυρίαρχη αναπαράσταση για το βιασμό αφορά μια επίθεση ενός «τρελού» σε ένα σκοτεινό σοκάκι, όπου η εμφάνιση μιας κοπέλας τον έκανε να μη μπορεί να συγκρατήσει τη γενετήσια ορμή του. Αυτό αναπαράγει το μύθο της ευθύνης του θύματος ως πόλου σεξουαλικής έλξης. Ταυτόχρονα, θεωρεί αναπόδραστη τη σεξουαλική διέγερση κάθε άνδρα, αλλά η ‘διαταραχή’ του βιαστή έγκειται στο ότι ο συγκεκριμένος δρα επί αυτής της σεξουαλικής ορμής. Η «πρόληψη» λοιπόν του βιασμού έγκειται στις επιλογές της γυναίκας ώστε να μη φαίνεται σεξουαλική διαθέσιμη, και από πολύ νεαρή ηλικία η γυναίκα εκπαιδεύεται σε μεθόδους πρόληψης: να είσαι με παρέα, να συνοδεύεσαι από άνδρα, να γυρνάς νωρίς, να μη φοράς αποκαλυπτικά ρούχα, να διαλέγεις την πιο φωτισμένη διαδρομή, να κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι, να μιλάς στο τηλέφωνο ή έστω να παριστάνεις πως μιλάς στο τηλέφωνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο θύτης παρουσιάζεται ως ανώμαλος, ως πιθανό ‘ψυχιατρικό περιστατικό’, αλλά το θύμα δε γλυτώνει από τις κατηγορίες ότι δεν πρόσεχε αρκετά, ότι έχει κάποιου είδους ευθύνη στο γιατί συνέβη σε εκείνη.. Πολύ συχνότερα βέβαια είναι τα περιστατικά βιασμού από οικεία πρόσωπα. Σε αυτά τα περιστατικά επικρατεί η δυσπιστία των Αρχών και του κοινωνικού περιγύρου, που είτε κατηγορούν το θύμα για ψευδή καταγγελία, είτε ξεχειλώνουν την έννοια της συναίνεσης. Η ευθύνη βαραίνει και πάλι το θύμα που δεν προέβαλε αρκετή αντίσταση, δεν έκανε σαφή την άρνηση ή απλά θεωρείται ότι μετάνιωσε μια συναινετική πράξη και τώρα θέλει να εκδικηθεί και να συκοφαντήσει.

Το θύμα πέρα από το τραύμα για το αυτό το οποίο πέρασε, εσωτερικεύει το βάρος της «ατομικής της ευθύνης» κατηγορώντας τον εαυτό της ότι θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι παραπάνω Θα μπορούσε να είχε φωνάξει περισσότερο, να χτυπήσει δυνατότερα, να πει περισσότερες φορές «όχι», να εμπιστευτεί λιγότερο τα λόγια «Καλέ είναι δυνατόν να με φοβάσαι; Ένα ποτό θα πιούμε». Φυσιολογικές αντιδράσεις του σοκ, όπως το πάγωμα, χρησιμοποιούνται ενάντια στο θύμα. Η απώθηση του συμβάντος και η δυσκολία παραδοχής του ως βιασμό είναι συχνό ψυχολογικό φαινόμενο και παίζει σημαντικό ρόλο στην καθυστέρηση της καταγγελίας, ενώ ταυτόχρονα οι κοινωνικές επιπτώσεις που υφίστανται τα θύματα που καταγγέλλουν αποτελούν επιπλέον αποτρεπτικό παράγοντα.

Έμφυλη ή ταξική βία;

Πολλές από τις καταγγελίες που δημοσιοποιούνται αφορούν τους εργασιακούς χώρους και αυτό έχει ανοίξει μια παράλληλη συζήτηση για τη βία στην εργασία. Η συζήτηση αυτή είναι αναγκαία. Δε χρειάζεται όμως να υπονομεύει την ιδιαιτερότητα της γυναικείας εργασίας, θέτοντας ως αλληλοαποκλειόμενα το ταξικό και το έμφυλο. Φυσικά και υπάρχει το φαινόμενο βίας προς τους εργαζομένους και προς τα δύο φύλα. Οφείλουμε όμως να κατανοήσουμε πως η καταπίεση, ο εξευτελισμός και η βία του εργοδότη δημιουργεί μια εντονότερη καταπίεση όταν κατευθύνεται σε γυναίκα εργαζόμενη, γιατί κατά κανόνα εκμεταλλεύεται την ασθενέστερη θέση της εξαιτίας του ότι είναι γυναίκα: είτε γιατί σωματικά δεν μπορεί να αντιδράσει, είτε γιατί έχει λιγότερες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας (άρα μεγαλύτερες πιθανότητες να σιωπήσει), είτε γιατί η κοινωνική κατακραυγή μπορεί να κατευθυνθεί στο θύμα αντί για το θύτη, είτε σεξουαλικοποιώντας το σώμα της κοκ.

Επίσης, δεν αρνείται κανείς το γεγονός πως το γυναικείο και εργατικό κίνημα πέτυχαν μεγάλες νίκες τις παρελθούσες δεκαετίες γύρω από ζωτικής σημασίας αιτήματα όπως το ωράριο, οι δομές του κοινωνικού κράτους, τα ασφαλιστικά συστήματα, η προστασία της μητρότητας κ.ά. Οι σημαντικές αυτές νίκες έχουν ωστόσο αναιρεθεί σε μεγάλο βαθμό μετά από 40 χρόνια νεοφιλελεύθερου παροξυσμού. Η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η όλο και πιο έντονη ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας (συχνά μάλιστα στο όνομα της δυνατότητας των γυναικών να μεγαλώνουν τα παιδιά τους), η αμφισβήτηση του 8ώρου και η ολομέτωπη επίθεση στο συνδικαλισμό μας έχουν οδηγήσει πολλά βήματα πίσω. Ο νεοφιλελευθερισμός επιχειρεί την επιστροφή της γυναίκας στους παραδοσιακούς ρόλους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, διατηρουμένης φυσικά της ιδιότητάς της ως εργαζόμενης, με σχέσεις ωστόσο μερικούς απασχόλης, τηλεργασίας ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι που πρέπει να ενισχυθεί η φωνή των γυναικών στους χώρους εργασίας και η διεκδίκηση παραδοσιακά «γυναικείων» αιτημάτων, που στην πραγματικότητα όμως συντελούν στην βελτίωση της θέσης του συνόλου των εργαζομένων.

Το γυναικείο ζήτημα ήταν και παραμένει επίκαιρο και χρειάζεται να υπάρχει στην ατζέντα όσων διεκδικούν ένα δίκαιο κόσμο, μακριά από τν καταπίεση και την εκμετάλλευση. Η εξέλιξη το Me Too στην Ελλάδα αποτελεί αφορμή να βγει στο προσκήνιο μια πλευρά της γυναικείας εμπειρίας, ένα συλλογικό βίωμα γύρω από την έμφυλη διάσταση της βίας και της καταπίεσης, σε μια εποχή που υπάρχουν περισσότερα ανοικτά αυτιά. Αυτή η συνθήκη θα βοηθήσει να κάνουμε το πρώτο βήμα, να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα στην πραγματική του διάσταση, ώστε να αρχίσουμε να ψηλαφουμε απαντήσεις.

[1] European Agency for Fundamental Rights: Βία κατά των γυναικών – Πανευρωπαϊκή έρευνα . Η έρευνα αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα έρευνα που έχει διενεργηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ περιλαμβάνει αναλυτικά στοιχεία και για την ψυχολογική βία, την σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, τη διαδικτυακή παρενόχληση, το stalking κ.ά. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι διακρίνει αυστηρά τα κριτήρια ανάμεσα στις διαφορετικές μορφές βίας.

[2] Ένγκελς, Φ. Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους

Ημέρα της Γυναίκας: μια πολύ σοβιετική ιστορία

Ενας αστικός μύθος συνόδευε για σχεδόν μισό αιώνα την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Κάποιοι ήθελαν να «θυμούνται» μια απεργία στη Νέα Υόρκη και να ξεχνούν την έναρξη της Ρωσικής Επανάστασης.

Από τα μέσα του 20ού αιώνα και για αρκετές δεκαετίες δεκάδες δημοσιεύματα για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας εντόπιζαν τις απαρχές του εορτασμού σε μια απεργία γυναικών σε κλωστοϋφαντουργία, που σημειώθηκε στις 8 Μαρτίου του 1857 στη Νέα Υόρκη. Αρκετοί αρθρογράφοι έφτασαν μάλιστα να περιγράφουν με τρομακτικές λεπτομέρειες την άρνηση των γυναικών να υπακούσουν στις εντολές της αστυνομίας να διαλυθούν. «Η αστυνομία είχε εντολές να πυροβολεί και να σκοτώνει» έγραφαν κάποιοι, ενώ άλλοι προσέθεταν ότι οι γυναίκες έδιναν τη μάχη για τις 10 ώρες εργασίας.

Το μοναδικό πρόβλημα σε αυτές τις αφηγήσεις είναι ότι η συγκεκριμένη απεργία, όπως και οι συγκρούσεις με την αστυνομία, δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Σύμφωνα με έρευνες που πραγματοποίησαν δύο εμβληματικά μέλη του φεμινιστικού κινήματος της Γαλλίας, η Λιλιάν Καντέλ και η Φρανσουάζ Πικ, καμία εφημερίδα και κανένα ιστορικό αρχείο δεν έχει καταγράψει κάποιο σημαντικό γεγονός στις 8 Φεβρουαρίου του 1857 στη Νέα Υόρκη. Προφανώς οι δύο ερευνήτριες δεν είχαν καμία πρόθεση να αμφισβητήσουν τις ηρωικές μάχες που έδινε από τα μέσα του 19ου αιώνα το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ. Πιστεύουν όμως ότι η επικράτηση του συγκεκριμένου αστικού μύθου οφείλεται στην προσπάθεια ορισμένων να αποκρύψουν τον ρόλο που έπαιξε η Σοβιετική Ενωση στην καθιέρωση της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας.

Στις 8 Μαρτίου του 1917 (23 Φεβρουαρίου για το ρωσικό ημερολόγιο) γυναίκες από βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργίας του Πέτρογκραντ, της πρωτεύουσα της τσαρικής Ρωσίας, ξεκίνησαν μια απεργία που σύντομα επεκτάθηκε σε ολόκληρη την πόλη. Ήταν η έναρξη της Επανάστασης του Φεβρουαρίου, η οποία με τη σειρά της σηματοδότησε την απαρχή της Ρωσικής Επανάστασης του 1917. Ακόμη και εδώ βέβαια υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τα γεγονότα που πυροδότησαν τις συγκεντρώσεις. Η επίσημη ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης ανέφερε ότι όλα ξεκίνησαν με εντολή της Κεντρικής Επιτροπής Μπολσεβίκων του Πέτρογκραντ. Ο Τρότσκι, όμως, στην Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, αποκάλυπτε ότι η απεργία ξεκίνησε αυθόρμητα, «χωρίς να ληφθούν υπόψη οι δικές μας οδηγίες», όπως έλεγε.

Από τις περιγραφές του Τρότσκι μαθαίνουμε επίσης ότι η 8η Μαρτίου υπήρχε ήδη ως Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Πιθανότατα η επιλογή της ημέρας έγινε το 1914 με τις μεγάλες συγκεντρώσεις στο Βερολίνο και το Λονδίνο (όπου πραγματοποιήθηκε και η ιστορική σύλληψη της θρυλικής σουφραζέτας Σίλβια Πάνκχερστ). Η απόφαση να υπάρχει μια διεθνής ημέρα για τη γυναίκα είχε ληφθεί τον Αύγουστο του 1910 στη Διεθνή Διάσκεψη Σοσιαλιστριών Γυναικών που πραγματοποιήθηκε στην Κοπεγχάγη, χωρίς όμως να οριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία. Η Ημέρα της Γυναίκας λοιπόν ήταν εξ αρχής συνυφασμένη με το σοσιαλιστικό κίνημα, αλλά το μέγεθος των γεγονότων του Πέτρογκραντ ήρθε να βάλει και τη σφραγίδα της Ρωσικής Επανάστασης – κάτι που δεν μπορούσε να ανεχτεί η Δύση.

Η 8η Μαρτίου είχε αποκτήσει πλέον σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά, καθώς συνέδεε τον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών με ευρύτερα θέματα ισότητας, τις συνθήκες εργασίας, αλλά και το αντιπολεμικό κίνημα. Το σύνθημα «Ψωμί και ειρήνη», με το οποίο ξεκίνησαν την απεργία τους οι γυναίκες στο Πέτρογκραντ, μπορεί να ήταν από τα πιο σύντομα στην ιστορία των επαναστάσεων, αλλά άνοιγε τεράστιους ορίζοντες στο γυναικείο κίνημα. Δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις γυναικών, πριν από την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου στη Μαδρίτη, έγινε από την κομμουνίστρια Ντολόρες Ιμπαρούρι, η οποία έδωσε και αντιφασιστικά χαρακτηριστικά στην επέτειο της 8ης του Μάρτη.

Ασχέτως πάντως της σημασίας της για το φεμινιστικό κίνημα, η ιστορία της 8ης Μαρτίου αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα για πώς μπορεί να δημιουργηθεί ένας αστικός μύθος. Όπως εξηγούν η Λιλιάν Καντέλ και η Φρανσουάζ Πικ, από το 1955, οπότε δημιουργείται ο μύθος της απεργίας των γυναικών στη Νέα Υόρκη, δεκάδες δημοσιογράφοι φρόντιζαν να προσθέτουν μικρές λεπτομέρειες που θα έκαναν την αφήγησή τους πιο ρεαλιστική. «Μια φορά και ένα καιρό» έγραφε το 1955 η γαλλική Humanité «στη Νέα Υόρκη του 1857 υπήρχαν εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας, οι οποίες δούλευαν για δέκα ώρες την ημέρα σε απάνθρωπες συνθήκες με μισθούς πείνας».

Λίγες ημέρες νωρίτερα όμως άλλο δημοσίευμα ανέφερε ότι οι εργάτριες δούλευαν περισσότερες ώρες και με την απεργία τους ζητούσαν την καθιέρωση της δεκάωρης εργασίας. Διαβάζοντας τα κείμενα θα πίστευες ότι οι συντάκτες έζησαν από κοντά τα γεγονότα και μπορούσαν να περιγράψουν ακόμη και το λαμπύρισμα στα μάτια των απεργών (σχεδόν όπως η εφημερίδα «Το Βήμα» περιέγραφε τους σωματοφύλακες του Ερντογάν, ο οποίος… δεν είχε έρθει στην Ελλάδα).

Αρκετές από αυτές τις αφηγήσεις ξεκίνησαν και από έντυπα της Αριστεράς, όπως η Humanité, ήταν όμως το αντικομμουνιστικό κλίμα του Ψυχρού Πολέμου που λειτούργησε σαν πευκοβελόνες στην πυρκαγιά της παραπληροφόρησης. Η Δύση δεν μπορούσε να δικαιολογήσει στον δικό της πληθυσμό ότι οι γυναίκες στη πρώην ΕΣΣΔ απολάμβαναν ίσα δικαιώματα με τους άντρες, τη στιγμή που στην καρδιά της Ευρώπης αντιμετωπίζονταν σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας (σε ένα καντόνι της Ελβετίας οι γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά το… 1990).

Το βέβαιο είναι ότι ο αστικός μύθος έδρασε υποδειγματικά σε εποχές που η παγκόσμια ημέρα των γυναικών έπρεπε να αποσυνδεθεί από άλλες, εξίσου «επικίνδυνες», διεκδικήσεις.

Η σιωπή σπάει με αγώνες

Κάποτε το 1857, οι εργάτριες στα ραφτάδικα της Ν. Υόρκης κατέβηκαν σε απεργία, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, ωράριο 10 ωρών και ισότιμα δικαιώματα. Η αστυνομία απάντησε με σφοδρή επίθεση!

Ηταν 8 του Μάρτη κι αυτή ήταν μια μεγάλη στιγμή στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Είχε προηγηθεί η πρώτη γυναικεία απεργία των Αγγλίδων εργατριών στα γάντια, στο Ουόρτσεστερ το 1804, ενώ το 1831 ακολούθησαν οι Γαλλίδες καπελούδες.

Στην Αμερική, η σπίθα ανάμεσα στις γυναίκες άναψε το 1820, στο Νιου Ιγκλαντ, στις βιοτεχνίες ενδυμάτων, με αιτήματα καλύτερες συνθήκες δουλειάς, αξιοπρεπείς μισθούς και μικρότερα ωράρια. Να σημειωθεί πως η απεργία των υφαντριών στο Ντόβερ, το 1828, είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, που παραλίγο να επέμβει η πολιτοφυλακή, για να αποσοβηθεί η …γυναικοκρατία!
Εγιναν κι άλλες πολλές κινητοποιήσεις, ώσπου ιδρύθηκε το 1844 το πρώτο γυναικείο εργατικό σωματείο. Οι γυναίκες πέτυχαν τότε και τις πρώτες μεταρρυθμίσεις στις συνθήκες εργασίας στην κλωστοϋφαντουργία. Ακολούθησε η δημιουργία σωματείων και στους κλάδους των καπνεργατριών, των ραφτρών, των τυπογράφων, των μοδιστρών και των εργαζομένων σε πλυντήρια.
Από τότε μέχρι σήμερα, οι γυναίκες δεν σταμάτησαν να αγωνίζονται για τα αυτονόητα. Στις σημερινές συνθήκες όμως, του γενικευμένου φόβου και της ανασφάλειας, ζουν στο πετσί τους ακόμα πιο επώδυνα την αντιδραστικότητα της κοινωνίας της εκμετάλλευσης και την όξυνση απαράδεκτων συμπεριφορών απέναντί τους, που φτάνουν μέχρι την ενδοοικογενειακή βία, τη σεξουαλική παρενόχληση, τον βιασμό, ακόμη και τις δολοφονίες. Οι πρόσφατες πρώτες καταγγελίες άνοιξαν το δρόμο της αποκάλυψης και της ανατριχιαστικής περιγραφής μιας κόλασης.
Εργοδοτική βία και τρομοκρατία με την απειλή απόλυσης και ανεργίας, σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση, εκβιασμοί μεγαλοπαραγόντων του αθλητισμού, του θεάτρου, χυδαίες πιέσεις του πανεπιστημιακού, δημοσιογραφικού κι επιχειρηματικού κατεστημένου.
Υποκριτικό κυβερνητικό ενδιαφέρον

Παρατηρήθηκε όμως και το εξής περίεργο: Οι δήθεν πολέμιοι της κοινωνικής αδικίας και της υπεράσπισης των γυναικείων δικαιωμάτων είναι οι ίδιοι που προωθούν νόμους για την ακόμη πιο στυγνή εκμετάλλευσή τους, την κατάργηση π.χ. του 8ωρου και τη συντριβή κάθε εργατικού δικαιώματος.

Οι – τάχα – εχθροί της βίας κατά των γυναικών χρησιμοποιούν την πιο άγρια καταστολή, για να θωρακίσουν την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων. Αυτό που πραγματικά τους νοιάζει είναι να κρύψουν την πραγματικότητα της εμπορευματοποίησης και του ανταγωνισμού, που αποθεώνει την ατομικότητα έναντι της συλλογικότητας.

Τους εξυπηρετεί η σιγή κι η αφωνία για τις πραγματικές ταξικές αιτίες της πολύμορφης βίας σε βάρος των γυναικών. Καλούν τις γυναίκες να διαμαρτυρηθούν για την ενδοοικογενειακή βία και τη βία στους χώρους δουλειάς, αλλά ταυτόχρονα να …σιωπήσουν για τις πολιτικές που τσακίζουν τη ζωή τους, να μην καταγγείλουν την εργοδοτική και κρατική βία και να ανεχθούν την καταστολή στους αγώνες για τα δικαιώματά τους.

Η ανεργία είναι μορφή βίας

Υπάρχουν βαθιές κοινωνικές και οικονομικές αιτίες που υφίστανται οι γυναίκες τη βία. Γιατί μορφή βίας είναι και η ανεργία, η ανασφάλιστη εργασία, τα σπασμένα ωράρια, η υποαπασχόληση, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, οι άδειες μητρότητας… Ολα αυτά είναι μορφές κρατικής και εργοδοτικής βίας που υφίστανται γυναίκες και κανένας δεν τις προστατεύει.

Η ρίζα της γυναικείας ανισοτιμίας είναι ταξική. Ποτέ το απάνθρωπο σύστημα του καπιταλισμού δεν πρόκειται να παραχωρήσει πραγματική ισοτιμία, γιατί απλά κάτι τέτοιο δεν συμβαδίζει με τον εκμεταλλευτικό του χαρακτήρα.

Το βολεύει η εργασιακή ζούγκλα και όσα απαράδεκτα συμβαίνουν σ’ αυτήν. Μάλιστα, με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ψηφίστηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και διατηρήθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ, απαλείφθηκε ακόμα και η κατώτατη ποινή για τη σεξουαλική παρενόχληση εργαζόμενων γυναικών από εργοδότη, δηλαδή από άτομο «που εξαρτάται εργασιακά από αυτόν ή εκμεταλλευόμενος την ανάγκη ενός προσώπου να εργαστεί», ρίχνοντας «στα μαλακά» τους ενόχους (άρθρο 337).

Μόνες στα δύσκολα

Στα δύσκολα, οι γυναίκες μένουν χωρίς στοιχειώδη νομική προστασία, αφού με τον νέο Ποινικό Κώδικα π.χ. οι μαστροποί διώκονται μόνο βάσει του άρθρου 323Α για την «εμπορία ανθρώπων», εφόσον δηλαδή αποδειχθεί ότι υπάρχει κακοποίηση.

Οπότε, αν θεωρηθεί ότι υπάρχει «συναίνεση» της γυναίκας, δεν υπάρχει καν δίωξη. Οι γυναίκες – μην ξεχνάμε – έρχονται αντιμέτωπες με τη βία των ιμπεριαλιστικών πολέμων των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ. Αφήνουν την κόλαση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων για να βρεθούν στα κολαστήρια των hot spots τύπου Μόριας, εκτεθειμένες στα κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων και σε κάθε είδους κινδύνους.

Δεν πείθει κανέναν το κακοπαιγμένο ενδιαφέρον της ΝΔ, όπως και του ΣΥΡΙΖΑ, για την προστασία των γυναικών προσφύγων, όταν η ελληνική κυβέρνηση συμμετέχει ενεργά στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, όταν δίνει το 2% του ΑΕΠ το χρόνο για τους εξοπλισμούς της δολοφονικής μηχανής του ΝΑΤΟ, που προκαλεί πόλεμο και προσφυγιά.
Οταν στηρίζει την απαράδεκτη Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας, μαζί με τον αντιδραστικό Κανονισμό του Δουβλίνου, εμποδίζοντας τους πρόσφυγες να φτάσουν στις χώρες πραγματικού προορισμού τους. Οσοι νόμοι και αν ψηφιστούν, όσες διεθνείς συμβάσεις για την καταπολέμηση της βίας και αν κυρωθούν, όσα Εθνικά Σχέδια Δράσης για την ισότητα των φύλων και αν καταστρωθούν, η βία θα εντείνεται, όσο παραμένουν οι παράγοντες του οικονομικού και κοινωνικού καταναγκασμού των γυναικών.
Αυτό που πρέπει να διεκδικηθεί είναι:

Μέτρα στήριξης άνεργων γυναικών, γυναικών από μονογονεϊκές και πολύτεκνες οικογένειες, μόνιμη και σταθερή δουλειά με αξιοπρεπείς μισθούς, κατοχυρωμένους από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Επίδομα ανεργίας χωρίς όρους και προϋποθέσεις.

Χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό για λειτουργία κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών και υποδομών, για την πρόληψη του φαινομένου της βίας κατά των γυναικών και για τη στήριξη των κακοποιημένων γυναικών (ξενώνες, τηλεφωνικές γραμμές κ.ά.), με την άμεση και πλήρη στελέχωσή τους από εξειδικευμένο προσωπικό με μόνιμη και σταθερή εργασία χωρίς καμία εμπλοκή ΜΚΟ και ΚΟΙΝΣΕΠ.

Ενημερωτικά προγράμματα σε σχολεία και σχολές από επιστημονικούς κρατικούς φορείς.

Η σιωπή για την πολύμορφη βία που δέχονται οι γυναίκες, μπορεί να σπάσει μόνο μέσα από τον συλλογικό αγώνα. Μόνο έτσι μπορεί να γιορτάζεται η 8η του Μάρτη, όπως της αξίζει.

Πηγή: Ριζοσπάστης