Άρθρα

Κερατσίνι 8χρονη

Εντάξει μωρέ, γυφτάκι ήταν

Όταν γάζωσαν με 40 σφαίρες οι πάνοπλοι αστυνομικοί στο Πέραμα τρεις άοπλους κλέφτες αυτοκινήτου, όταν ο ένας από αυτούς εκτελέστηκε εν ψυχρώ από τη δολοφονική μανία των επίσημων οργάνων του κράτους, όταν αποκαλύφθηκε ότι νεκρός δεν ήταν ο οδηγός που τάχα “εμβόλισε” τους αστυνομικούς αλλά ο συνοδηγός, ένα μέρος της κοινωνίας απόρησε.

Πώς είναι δυνατόν η κλοπή ενός αυτοκινήτου που μάλιστα δεν άξιζε ούτε την βενζίνη που έκαψε, να τιμωρείται με θάνατο; Πώς είναι δυνατόν η ΕΛΑΣ να γίνεται εκτροφείο εκδικητών, νταήδων και πιστολέρο που αγνοούν το Σύνταγμα και τους νόμους που ορκίστηκαν να υπηρετήσουν;

Ένα άλλο μέρος της κοινωνίας κραύγασε με παροξυσμό: Καλά τους έκαναν! Καλώς άδειαζαν τα πιστόλια τους οι αστυνομικοί λες και βρίσκονταν σε εμπόλεμη ζώνη. Τι σημασία έχει που δεν δέχονταν πυρά; Καλώς σκότωσαν τον κλέφτη. Κλέφτης ήταν. Δηλαδή θέλετε να του πούμε και μπράβο;

Ο παροξυσμός έγινε ενθουσιασμός γιατί οι τρεις κλέφτες ήταν τσιγγάνοι. Και οι τσιγγάνοι σκότωμα θέλουν. Κάποιοι το είπαν, κάποιοι το σκέφτηκαν. Η ΕΛΑΣ, δηλαδή το όργανο του κράτους, το υλοποίησε.

Είκοσι μέρες μετά τους πυροβολισμούς στο Πέραμα, το απόγευμα της 17 Νοέμβρη, ένα 8χρονο κορίτσι συνθλίβεται από την πόρτα του εργοστασίου Σαραντόπουλος – Μύλοι Αλλατίνη στο Κερατσίνι. Παγιδεύτηκε από τη συρόμενη βαριά εργοστασιακή πόρτα, συνθλίφτηκε η σπονδυλική της στήλη, από το χτύπημα στο θώρακα προκλήθηκε εσωτερική αιμορραγία και η ιατροδικαστική εκτίμηση έκανε λόγο για αργό και βασανιστικό θάνατο. 

Και ακόμα χειρότερα: Το κοριτσάκι ήταν επί 2,5 ωρες σφηνωμένο – κάποιες από αυτές ήταν ζωντανό – με υπαλλήλους και περαστικούς να περνούν δίπλα της. Ένας την κλωτσά με το πόδι να δει αν ζει. Ένας οδηγός φορτηγού παρκάρει περνώντας δίπλα της. Ένας άλλος ξανακλείνει την πόρτα που συνθλίβει εκ νέου το παιδικό κορμί. 

Παρόλο που το νέο είναι ανατριχιαστικό και υπό κανονικές συνθήκες θα συγκλόνιζε τη χώρα, δεν γίνεται γνωστό παρά μία ολόκληρη εβδομάδα μετά, όταν έρχεται στη δημοσιότητα το βίντεο. Κάπου στα ψιλά μάθαμε ότι συγγενείς της 8χρονης επιτέθηκαν στο εργοστάσιο. 

Οι επαγγελματίες της ενημέρωσης που ανέλαβαν το damage control για την εταιρεία Σαραντόπουλος – Μύλοι Αλλατίνη, έκαναν πράγματι εξαιρετική δουλειά. Ιδιοκτησία, διεύθυνση, υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων, αξίζουν συγχαρητηρίων. Το όνομα του εργοστασίου δεν αναφέρεται πουθενά. Από κανένα ΜΜΕ, από κανέναν δημοσιογράφο. 

Το 8χρονο κορίτσι που το έλιωσε η πόρτα του εργοστασίου, το παιδάκι που επί ώρα πέθαινε από ασφυξία με σπασμένο θώρακα και σπονδυλική στήλη, ήταν γυφτάκι. 

Έτσι δικαιολογούνται όλα. Και η αδιαφορία, και η σκατοψυχιά, και η σιωπή των ΜΜΕ, και η έντεχνη επιχείρηση συγκάλυψης που οργανώθηκε.

Ένα γυφτάκι δεν αξίζει τα δάκρυά μας. Δεν είναι άλλωστε χαριτωμένο σκυλάκι ή γατάκι που θα κέρδιζε τη συμπόνια μας. Αν μάλιστα είναι βρώμικο και άπλυτο, αν ζητιανεύει στα φανάρια, αν μπήκε στο εργοστάσιο όχι για να παίξει αλλά για να κλέψει, ίσως πήρε την τιμωρία που του αξίζει. Άλλωστε, ανώνυμοι λογαριασμοί του ελληνικού ακροδεξιού βόθρου που βυσσοδομεί στο Twitter, αναρωτήθηκαν πονηρά “τι δουλειά είχε η 8χρονη μέσα στο εργοστάσιο;”. Πιο κομψά αλλά ίδιας ποιότητας άνθρωποι, αντί να σιωπήσουν μπροστά στο μέγεθος της ανθρώπινης αγριότητας, αναζήτησαν ευθύνες στους γονείς.

Ο Νίκος Σαμπάνης ήταν κλέφτης αυτοκινήτου. Η εν ψυχρώ δολοφονία του, έστω και αν δεν κρατούσε όπλο, έστω και αν δεν συνιστούσε απειλή, έστω και αν δεν οδηγούσε καν αυτός το αυτοκίνητο (που τάχα πέρασε πάνω από τους αγρατσούνιστους αστυνομικούς), δικαιολογήθηκε από τον κοινωνικό και πολιτικό αγριανθρωπισμό εξαιτίας της κλοπής. 

Η 8χρονη Όλγα ποιο έγκλημα ακριβώς έκανε για να δικαιολογείται τόσο μίσος, τόση συγκάλυψη, τόση περιφρόνηση;

Αν η 8χρονη Όλγα δεν ήταν ένα φτωχοντυμένο και βρώμικο γυφτάκι που περιπλανιόταν στους σκοτεινούς δρόμους του βιομηχανικού Πειραιά, αλλά παιδί μιας καλής οικογένειας σε καθωσπρέπει αστικά προάστια, κι αν έχανε τη ζωή του με αυτόν τον τρόπο, δεν θα είχε ξεσηκωθεί το σύμπαν ενάντια στην εταιρεία, τα στελέχη και τους εργαζόμενους που περνούσαν δίπλα της αδιαφορώντας ή συγκαλύπτοντας;

Κάποιες ζωές αξίζουν περισσότερο από κάποιες άλλες. 

Και ορισμένες δεν αξίζουν απολύτως τίποτα. Ούτε το βλέμμα των περαστικών, ούτε την κινητοποίηση της Αστυνομίας, ούτε το ρεπορτάζ των δημοσιογράφων. Πολύ περισσότερο δεν αξίζουν τις συγκινητικές δηλώσεις του πρωθυπουργού ή των υπουργών του. 

Ο ρατσισμός είναι βαθύς και συστημικός. Ο αγριανθρωπισμός και η μισαλλοδοξία επελαύνουν. Από τον χειροκροτητή των μπάτσων – εκτελεστών που γάζωσαν με σφαίρες νεαρούς άοπλους κλέφτες αυτοκινήτου, μέχρι αυτόν που βρίζει τη μετανάστρια μάνα φωνάζοντας χυδαία “μωρή εγώ σε γκάστρωσα;”. Και από όσους έκρυψαν ή αδιαφόρησαν για τον αργό βασανιστικό θάνατο ενός 8χρονου κοριτσιού, μέχρι αυτούς που έκρυψαν το όνομα της επιχείρησης μην τυχόν και πληγεί το καλό όνομα της ιδιωτικής ελληνικής επιχειρηματικότητας.

Γιατί κακά τα ψέματα, ακόμα και αν δεχτούμε ότι ένας μεμονωμένος άνθρωπος φοβήθηκε, σάστισε ή τα έχασε μπροστά στο θέαμα ενός συνθλιμμένου κοριτσίστικου σώματος, πώς να δεχτούμε ότι μια ολόκληρη εταιρεία κινήθηκε με μοναδικό κριτήριο τη διαχείριση της ζημιάς του ονόματός της;

Ο κόσμος οπισθοχωρεί. Κοινωνικά και πολιτικά.

Και αυτό δεν είναι άσχετο με το σκότωμα της ελπίδας ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν σε μια κατεύθυνση αλληλεγγύης και ανθρωπιάς.

Δεν είναι ασύνδετο με το χαμήλωμα των προσδοκιών, την παραίτηση από τις μεγάλες κοινωνικές προκλήσεις, την ιδιώτευση και την αφιέρωση στην ατομική και οικογενειακή ησυχία.

Δεν είναι ξένο με την ιδεολογική αρχή ότι δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα.

Οι άνθρωποι που έκλειναν και ξανάκλειναν την πόρτα του εργοστασίου πάνω από το πτώμα μιας 8χρονης είναι γέννημα θρέμμα της εποχής μας.

Και εδώ και πολλά χρόνια ζούμε στην εποχή των τεράτων.