Άρθρα

6 Μάρτη 1910: Η εξέγερση των κολίγων ορόσημο στην ιστορία του αγροτικού κινήματος

«Φρονώ ότι το δίκαιον είνε εκεί όπου το συμφέρον των πολλών και όχι των ολίγων,
επομένως μεταχειρίζομαι τας δυνάμεις μου υπέρ
της εξαφανίσεως του τσιφλικιού
και της πλήρους ανεξαρτησίας του καλλιεργητού»

Μαρίνος Αντύπας

Στις 2 Ιουλίου 1881 επικυρώθηκε η Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης από τις μεγάλες δυνάμεις και την Τουρκία, απότοκη της Συνθήκης του Βερολίνου του 1878 με την οποία η Θεσσαλία και η Άρτα προσαρτήθηκαν στο Ελληνικό κράτος. Εκείνο που καθόρισε τις προαναφερόμενες παραχωρήσεις στην Ελλάδα ήταν ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων και κυρίως η πρόθεση της Αγγλίας να φράξει το δρόμο της Ρωσίας στα Βαλκάνια.

Όμως τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή των αγροτών του θεσσαλικού κάμπου. Η γη άλλαξε χέρια. Οι τουρκικοί τίτλοι μπήκαν στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης και μέσα σε τρία χρόνια πέρασαν στα χέρια Ελλήνων που βρίσκονταν στο εξωτερικό (Χρ. Ζωγράφος, Δ. Σκυλίτσης, Στεφάνοβικ, Μπαλτατζής, Συγγρός, Ζαρίφης, Ζάππας, Τερτίπης, Καρτάλη κ.α). Τον Τούρκο δυνάστη διαδέχτηκε ο Έλληνας, ο οποίος ήταν χειρότερος του προκατόχου του.

Επί Τουρκοκρατίας, οι τσιφλικάδες είχαν μόνο το δικαίωμα είσπραξης των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων που κατείχαν, ενώ οι κολλήγοι είχαν πατροπαράδοτα δικαιώματα επί των κοινόχρηστων χώρων του τσιφλικιού, δηλαδή της γης, των σπιτιών, των δασών και των βοσκοτόπων.

Αντίθετα οι Έλληνες τσιφλικάδες επέμεναν ότι είχαν δικαιώματα απόλυτης κυριαρχίας σε όλη την ιδιοκτησία τους, έτσι οι καλλιεργητές – κολίγοι είχαν περιπέσει σε καθεστώς δουλοπάροικου «αφού ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν στον γαιοκτήμονα (αφέντην), το 1/2 ή το 1/3 των παραγομένων καρπών, ενοίκιον διά την βοσκήν των κτηνών, μέγαν αριθμόν ορνίθων και αμνών, ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου, καυσοξύλων, αιγών, πεπονιών, χόρτου και αχύρου, να στέλλωσιν εν θήλυ μέλος, ίνα ζυμώνη και ψήνη το ψωμί της επιστασίας: Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων…
Κατώκουν (σ.σ. οι κολίγοι) εις τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν τη αυτή φάτνη με τους όνους των, θνήσκοντες δε, και με αιμάσσουσαν καρδίαν, ητένιζον τα πέριξ της κλίνης του θανάτου τέκνα των, διότι τα εγκατέλειπον άστεγα… Οσάκις δε υπεδέχοντο τον αφέντην επισήμως, γονυπετείς, εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του. Γενικώς δε ειπείν αι μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλιώσεις και αι αφόρητοι ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου, έπληττον τα νώτα».

Οι συνθήκες ζωής των κολίγων ήταν πανάθλιες. Η εξάρτηση τους από τους τσιφλικάδες και τους επιστάτες απόλυτη.

Οι επιστάτες ήταν η δεύτερη εξουσία μετά τον τσιφλικά. Είχαν το δικαίωμα να επεμβαίνουν σε κάθε πτυχή της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής τους, να τους απαγορεύουν να παντρευτούν, να τους απαγορεύουν την φιλοξενία, να μη τους αφήνουν να μιλούν μεταξύ τους, να μην κυκλοφορούν μετά τη δύση του ηλίου. Δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν απ’ το χωριό χωρίς την άδεια του επιστάτη.

Τον Ιούλιο που ήταν μήνας θερισμού ο θεσσαλικός κάμπος ήθελε περισσότερα χέρια. Οι επιστάτες των τσιφλικάδων διάλεγαν από τις πλατείες της Λάρισας που μετατρέπονταν σε σκλαβοπάζαρα τους θεριστές (γκέκηδες).

kileler01Τον «τυχερό» θεριστή (γκέκη) τον πήγαιναν σε μια καλύβα. Εκεί του ξύριζαν το σβέρκο. Στο ξυρισμένο σημείο του τραβούσαν δυο χαρακιές με το ξυράφι. Από κει του ρουφούσαν το αίμα με ένα κέρατο βοδιού που το ’χαν κάνει σα σωλήνα. Αφού του άδειαζαν το αίμα, (κυριολεκτικά), για να μπορεί να αντέξει στον καύσωνα του Θεσσαλικού κάμπου, του έβαζαν στην πληγή κοπριά ή καπνό.

Ο γκέκης, μισολιπόθυμος ήταν έτοιμος για δουλειά. Όλη αυτή τη διαδικασία έπρεπε να την υπομείνει αγόγγυστα, διαφορετικά κινδύνευε να χάσει το «ευεργέτημα» της εργασίας.

Αλλά και το φαγητό που έδιναν οι τσιφλικάδες στους θεριστές ήταν προσαρμοσμένο στις συνθήκες του θεσσαλικού κάμπου, έπρεπε να βοηθά στην απόδοση τους, να μην ανεβάζει την πίεσης του αίματος, για να μην πάθουν συγκοπή και να κόβει τη δίψα, για να μη χασομερούν πίνοντας νερό.

Το φαγητό αυτό είναι το γνωστό «σκορδάρι» ξύδι με κοπανισμένο σκόρδο στο οποίο ρίχνουν ψωμί και γίνεται «παπάρα».

Χίλιες φορές καλύτεροι οι Τούρκοι… έλεγαν οι γεροντότεροι.

Το καθένα από τα τσιφλίκια ήταν από 10.000 έως 100.000 στρέμματα

Εκείνοι που δούλευαν τα τσιφλίκια ήταν :

Οι κολίγοι. ακτήμονες που καλλιεργούσαν τα κτήματα και έδιναν μέρος της σοδειάς – τη λεγόμενη μορτή – στους τσιφλικάδες, ενώ πλήρωναν και φόρο στο κράτος (το λεγόμενο «φόρο αροτριώντων», που επέβαλε η κυβέρνηση Τρικούπη).

Οι παρακεντέδες και κουλουκτσήδες- οι λεγόμενοι προλετάριοι της υπαίθρου- ήταν ακτήμονες χωρικοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και από τους τσιφλικάδες, αλλά και από τους κολίγους, είτε ως εργάτες γης, είτε ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές. Μερικοί γίνονταν αγροφύλακες, τεχνίτες, αγωγιάτες – αυτοί πληρώνονταν από τους κολίγους και τους τσιφλικάδες – αλλά στην πλειοψηφία τους ήταν εξαθλιωμένο αγροτικό προλεταριάτο που αμειβόταν σε είδος (στάρι, παπούτσια κλπ.) και ήταν σε χειρότερη μοίρα ακόμα και από τους κολίγους.

Πέρα όμως από τις πρωτόγονες φεουδαρχικές παραγωγικές σχέσεις όπου οι λίγοι δυνάστευαν τους πολλούς, η κατάσταση των φτωχών αγροτών της περιοχής επιβαρυνόταν και από τη διεθνή κατάσταση, δεδομένου ότι την εποχή που η Θεσσαλία πέρασε στην ελληνική επικράτεια, ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρισκόταν σε συνθήκες οξύτατης κρίσης (κρίση του προμονοπωλιακού καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού). Έτσι πολλαπλασιάζονταν τα κερδοσκοπικά φαινόμενα γενικά και η κερδοσκοπική εκμετάλλευση της γης.

Ο εκσυγχρονιστής Χ.Τρικουπης, ήταν αντίθετος με τη διανομή της γης στους κολίγους, και διευκρίνιζε με σαφήνεια τη θέση του στη βουλή:

«… εαν επιβάλωμεν την διανομὴν των κτημάτων εις τους καλλιεργητάς, όπως μου το ζητείτε, θα εκδιώξωμεν εξ Ελλάδος το χρήμα των Ελλήνων του εξωτερικού. Αντιθέτως, οφείλομεν να προσελκύσωμεν τα κεφάλαια αυτών των Ελλήνων και όχι να τους εκφοβίσωμεν… Η κατάστασις εις την Θεσσαλίαν πρέπει να παραμείνη ως έχει, διότι τούτο απαιτούν τὰ γενικώτερα συμφέροντα της χώρας μας…»

Υπό αυτές τις συνθήκες στο θεσσαλικό κάμπο, το έδαφος ήταν αρκετά γόνιμο για να φυτρώσει, να ριζώσει και να φουντώσει το απελευθερωτικό κοινωνικό κίνημα των κολίγων με βασικό αίτημα την απαλλοτρίωση και το μοίρασμα των τσιφλικιών.

Το σύνθημα της απαλλοτρίωσης και του μοιράσματος των τσιφλικιών λέγεται ότι το έριξε πρώτη η εφημερίδα «Πανθεσσαλική» του Σοφ. Τριανταφυλλίδη, η οποία έβγαινε στο Βόλο από το 1900, αλλά το πρόβαλλαν με όλες τους τις δυνάμεις οι ριζοσπάστες και οι σοσιαλιστές της εποχής ένας από αυτούς ήταν και ο Μαρίνος Αντύπας.

Η πρώτη πράξη συνειδητοποίησης των αγροτών ήταν να δημιουργήσουν δικές τους οργανώσεις. Η ίδρυση και η λειτουργία αγροτικών συλλόγων βοήθησε στην οργάνωση και το συντονισμό του αγώνα των κολίγων.

Το 1904 ιδρύθηκε ο «Θεσσαλικός Γεωργικός Σύλλογος» στη Λάρισα, το 1906 ο «Γεωργικός Σύνδεσμος» στα Τρίκαλα, το 1907 ο «Πανθεσσαλικός Σύλλογος», «Κοινό των Θεσσαλών», το 1908 η «Ένωσις των πληρεξουσίων της Κοινότητας Κοσκινά», το 1909 ο «Γεωργικός Πεδινός Σύνδεσμος» στην Καρδίτσα, που έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο.

Η οργανωτική προσπάθεια ολοκληρώθηκε με τη συγκρότηση μεγάλης Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα, με τριακόσια μέλη. Ταυτόχρονα, με τους Συνδέσμους ανήλθαν στην ηγεσία του αγώνα παιδιά των αγροτών. Η αγροτική τάξη της Θεσσαλίας αποκτούσε τώρα τη δική της ηγεσία βγαλμένη από τους κόλπους της.

Τους κολίγους του κάμπου ενέπνευσαν οι απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών και οι αγώνες του Σοσιαλιστικού Κέντρου του Βόλου.

Οι πρωτοπόροι αγρότες και διανοούμενοι “αγροτόπαιδα” γυρίζουν σε όλα τα χωριά, συγκεντρώνουν τους δουλευτάδες της θεσσαλικής γης, τους μιλούν για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τους καλούν σε ομαδικό αγώνα, σε παναγροτικά συλλαλητήρια.

Από το 1908 η Θεσσαλία ήταν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.

Στις αρχές του 1910 οι κινητοποιήσεις γενικεύονται σ’ όλο το θεσσαλικό κάμπο. Οι κολίγοι του θεσσαλικού κάμπου ήταν έτοιμοι να διεκδικήσουν δυναμικά το δίκιο τους.

Πρόδρομοι της εξέγερσης

Το 1882 έγινε μεγάλη εξέγερση στο Ζάρκο Τρικάλων εναντίον του τσιφλικά Ζωγράφου, που κατέληξε σε ένοπλη εξέγερση των κατοίκων του χωριού. Μια εξέγερση που τελικά καταπνίγηκε από τη Χωροφυλακή, η οποία συνέλαβε και βασάνισε πολλούς αγωνιστές, ενώ τα δικαστήρια προχώρησαν σε καταδίκες και εξώσεις από τα σπίτια τους.

Το 1883 ο βουλευτής Τρικάλων Νικόλαος Ταρμπάζης, που καταγόταν από το Ζάρκο, στην παρθενική μνημειώδη ομιλία του στη Βουλή τάχθηκε με θάρρος υπέρ των κολίγων και κατά των τσιφλικάδων.

Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος με τον τότε πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη:

– Τρικούπης: Κύριε Ταρμπάζη, είμαι εξουσιοδοτημένος από τον κύριο Ζωγράφο να σας θέσω την ακόλουθη ερώτηση. Εάν θέλετε να αποκαταστήσετε τις σχέσεις σας μ’ αυτόν και εάν συμφωνείτε, σας προσφέρεται η θέσις του υποδιοικητού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος.

– Ταρμπάζης: Κύριε Πρόεδρε, ο κ. Ζωγράφος είναι ένας τύραννος με την κυριολεκτική έννοια του όρου… Είναι ένας ληστής… Κύριε Πρόεδρε, ευχαριστώ διά την προσφοράν, αλλά δεν δέχομαι. Αγωνίζομαι για την αποκατάσταση των ακτημόνων καλλιεργητών γης της Θεσσαλίας. Δεσμευόμενος μέσα στον αγώνα δεν το κάνω με την υστεροβουλία να αποκτήσω πλούτη, ή ανώτερες θέσεις. Όχι, με προσβάλλετε… Ο αγώνας μου είναι αγώνας δικαιοσύνης και ισότητας των πολιτών. Εμείς οι Θεσσαλοί υποφέραμε πολύ από τους Μπέηδες και τους Τούρκους πασάδες, αλλά ακόμη περισσότερο από τους Έλληνες γαιοκτήμονες, όπως, π.χ, ο κ. Ζωγράφος. Οι Ζαρκινοί συμπατριώται μου είναι δούλοι εις ελευθέραν επικράτειαν. Πρέπει, λοιπόν, να γίνουν ελεύθεροι. Αυτό είναι το επιτακτικόν καθήκον δι’ εμέ και διά τους άλλους συναδέλφους μου. Η φωνή της συνειδήσεώς μου με καλεί να μην εγκαταλείψω τους σκλάβους χωρικούς.

Το 1904 ο «Θεσσαλικός Γεωργικός Σύνδεσμος» οργανώνει συλλαλητήρια στη Λάρισα.

Το 1905 κολίγοι από τον Πυργετό Λάρισας ξυλοκόπησαν αγροφύλακα και την ίδια εποχή κολίγοι από το Λασποχώρι (Ομόλιο) τραυμάτισαν διευθυντή τσιφλικιού και δυο φύλακες.

kileler02Το 1906 έρχεται από την Κεφαλονιά στον Πυργετό της Λάρισας ο Μαρίνος Αντύπας για να αναλάβει επικεφαλής στα κτήματα του θείου του, του τσιφλικά Σκιαδαρέση. Αμέσως αρχίζει δράση, γυρνώντας τα χωριά της Θεσσαλίας καλώντας τους κολίγους να ξεσηκωθούν κατά των τσιφλικάδων και οργανώνει τους πρώτους «αγροτικούς συνδέσμους».

Στις 9 Μάρτη του 1907 στον Πυργετό ο Ιωάν. Κυριακός, επιστάτης του τσιφλικά Αρ. Μεταξά, δολοφονεί τον Αντύπα διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις της Νομαρχίας που είχε υποδαυλίσει ο Αγαμέμνων Σλήμαν, γιος του αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν, μεγαλοτσιφλικά και βουλευτή Αγιάς.

Οι κολίγοι τον μεταφέρουν νεκρό στα χέρια τους στα Τέμπη, η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και ενταφιάστηκε στο Ομόλιο.

Το αίμα του όμως δεν πήγε χαμένο. «Θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσά σας», συνήθιζε να λέει… Ο Αντύπας έγινε ήρωας και σύμβολο για τους αγανακτισμένους αγρότες.

Το Φλεβάρη του 1909 στην Καρδίτσα έγινε το πρώτο μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο. Μικρότερα συλλαλητήρια έγιναν τον ίδιο μήνα σε Τρίκαλα, Σοφάδες, Αγιά, Τύρναβο και Φάρσαλα.

Η κλιμάκωση

kileler03Στις αρχές του 1910 ένα σύνθημα κυριαρχούσε στο θεσσαλικό κάμπο: «Απαλλοτρίωση». Στις 7 Φλεβάρη 1910 έγιναν μεγάλες κινητοποιήσεις στα Τρίκαλα, στη Λάρισα και στο Βόλο. Στις 19 Φεβρουαρίου 1910 η Πανθεσσαλική Επιτροπή με μέλη απ’ όλους τους νομούς της Θεσσαλίας επισκέφθηκε, τον πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη, υπουργούς, αρχηγούς κομμάτων και άλλους παράγοντες. Επέδωσε υπόμνημα, και ανέπτυξε και προφορικά την αναγκαιότητα της απαλλοτρίωσης και τελικά πέτυχε να υποβληθεί στη βουλή νομοσχέδιο για τη λύση του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία.

Πρότεινε στους Θεσσαλούς βουλευτές να παραιτηθούν, αν δεν ψηφιστεί το νομοσχέδιο και, αφήνοντας μικρή αντιπροσωπία στην Αθήνα, ξαναγύρισε στη Θεσσαλία για να συνεχίσει τον αγώνα.

Στις 27 Φλεβάρη του 1910 η «Πανθεσσαλική Επιτροπή» και το «Κοινό των Θεσσαλών» οργανώνουν συλλαλητήρια σ’ όλη τη Θεσσαλία (Τρίκαλα, Καρδίτσα, Φάρσαλα, Τύρναβος, Αγιά).

Το μεγαλύτερο είναι αυτό της Καρδίτσας, όπου συμμετείχαν πάνω από 12.000 αγρότες, αλλά και εργαζόμενοι. Εκεί πέφτει και ο πρώτος νεκρός κολίγος. τον οποίο σκότωσε έφιππος χωροφύλακας.

Το συλλαλητήριο συνεχίσθηκε και στο τέλος εγκρίθηκε ψήφισμα με το οποίο οι αγρότες απαιτούσαν από τη Βουλή να απαλλοτριώσει τα τσιφλίκια.

Στα Τρίκαλα συμμετείχαν 6.000 αγρότες. Τα εμπορικά καταστήματα σε ένδειξη συμπαράστασης έκλεισαν.

Την 1η Μάρτη του 1910, 400 κολίγοι από τα Ορφανά Καρδίτσας, οπλισμένοι με γκράδες, σταμάτησαν το τρένο, λίγο παραπέρα από το σταθμό, δηλώνοντας πως αν δε γίνει απαλλοτρίωση, θα καταστρέψουν τη γραμμή.

Στα χωριά Τσαχμάκ, Κόντου και Κρύα Βρύση Φαρσάλων ο κολίγοι έκαψαν τις αχυραποθήκες των τσιφλικάδων.

Η Πανθεσσαλική Επιτροπή από τις επαφές της στην Αθήνα με πολιτικούς, και κυρίως από το ότι δεν προχωρούσε το νομοσχέδιο για συζήτηση, κατάλαβε ότι τα μεγάλα κόμματα στα φανερά κάνουν πως υποστηρίζουν, αλλά στα παρασκήνια βάζουν εμπόδια. Επεδίωκαν, έτσι, να κερδίσουν χρόνο.

Η αντιπροσωπεία των Θεσσαλών, έκρινε ότι πρέπει ν’ ασκηθεί μεγαλύτερη πίεση στην κυβέρνηση, ώστε ν’ αναγκαστεί να συζητήσει το νομοσχέδιο για την απαλλοτρίωση.

Για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού έκριναν ότι παράλληλα μες τις ενέργειες της επιτροπής στην Αθήνα, πρέπει να γίνουν και άλλα συλλαλητήρια στην Θεσσαλία. Και ένα από αυτά να είναι μεγάλο, Πανθεσσαλικό.

Για το Πανθεσσαλικό συλλαλητήριο επέλεξαν ως καταλληλότερη πόλη τη Λάρισα. Το Πανθεσσαλικό συλλαλητήριο στη Λάρισα ορίστηκε για της 6 Μαρτίου 1910. Για την οργάνωσή του χρησιμοποιήθηκε η πείρα από τα προηγούμενα συλλαλητήρια των Τρικάλων και της Καρδίτσας. Αγωνιστές από την Καρδίτσα, πήγαν στη Λάρισα και μετέδωσαν αυτή την πείρα, μετέχοντας μάλιστα και οι ίδιοι στην οργάνωσή του.

6 Μάρτη του 1910

Οι εφημερίδες της Αθήνας προετοίμαζαν το κλίμα. Η ΕΣΤΙΑ έγραφε «Κινδυνεύομεν με όσα γίνονται εν Θεσσαλία να προκαλέσωμεν επέμβασιν εξωτερικήν. Είναι καιρός να συνέλθωμεν και να αντιληφθώμεν ότι δεν είναι καιρός διά πειραματισμούς». Και η εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ»: «Η εν Θεσσαλία εξέγερσις, η παράλογος, αλλά και όντως αντιπατριωτική κατά την περίοδον ταύτην του πολιτειακού ημών βίου, πρέπει να περισταλή πάση θυσία…»

kileler04Στο Κιλελέρ οι κολίγοι επιβιβάστηκαν στο τρένο χωρίς να βγάλουν εισιτήριο. Οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, ύστερα από διαταγή του διευθυντή των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, που ταξίδευε με κείνη την αμαξοστοιχία, τους ζήτησαν να αποβιβαστούν. Οι κολίγοι, βλέποντας πως υπήρχε στρατός στο τρένο, κατέβηκαν. Οργισμένοι όμως από τις βρισιές τους, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να πετροβολούν την αμαξοστοιχία. Τότε εκείνος ζήτησε από τον αξιωματικό της στρατιωτικής δύναμης, που βρισκόταν στο τρένο και πήγαινε στη Λάρισα για το συλλαλητήριο, να αντιμετωπίσει ένοπλα τους αγρότες.

Διέταξε ευζώνους και φαντάρους να πυροβολήσουν το πλήθος. Δύο από τους αγρότες, έπεσαν νεκροί, ένας τραυματίζεται βαριά και άλλοι ελαφριά. Το αίμα έβαψε τον κάμπο…

Το τρένο αγκομαχώντας έφτασε στο σταθμό Τσουλάρ, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι κολλήγοι για το συλλαλητήριο, αλλά δε σταμάτησε να τους πάρει. Νέα ένταση. Η οργή των κολίγων στο κατακόρυφο. Οι τσολιάδες από τα παράθυρα πυροβολούν και πάλι. Δύο ακόμη αγρότες νεκροί και πολλοί ακόμη τραυματίζονται. Το αίμα κυλάει άφθονο…

Το συλλαλητήριο της Λάρισας από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων «Θεσσαλία» και «Πανθεσσαλική».

«…Χώρος συγκέντρωσης, στην πλατεία Θέμιδος στη Λάρισα …Στις εισόδους της Λάρισας, στην πύλη της Αγιάς, στην πύλη των Φαρσάλων, στην πύλη της Καρδίτσας, στην πύλη των Τρικάλων και μπροστά από τη γέφυρα στον Πηνειό, είχαν στηθεί ενισχυμένες φρουρές.

Από 9ης πρωινής ήρξαντο οι χωρικοί προσερχόμενοι, συσσωματωμένοι εις μεγάλας ομάδας, πεζοί και έφιπποι, με ερυθράς και μαύρας σημαίας, μεταξύ των οποίων, κάπου- κάπου, διεκρίνετο και καμμιά γαλανόλευκος. Τα εθνικά μας χρώματα δεν είχον θέσιν, βεβαίως, εις την συνάθροισιν που την διείπεν η ερυθρά αγανάκτησις και η μαυρίλα της απελπισίας και της φρικώδους καταπτώσεως εις ην ευρίσκονται οι γεωργικοί πληθυσμοί. Από τους πρώτους που μπήκαν στην πόλη ήταν οι ολιγομελείς αντιπροσωπείες από τα μακρινά της Θεσσαλίας και κατόπιν ομάδες, πεζοί ή έφιπποι, από τα γύρω χωριά: οι αγρότες από τον Κρανώνα, οι αγρότες του Ογχήστου, οι αγρότες από το Συκούριο…

Οι προσερχόμενοι διέσχιζον τας οδούς της πόλεως ζητωκραυγάζοντες υπέρ της απελευθερώσεως των και της απαλλοτριώσεως της Θεσσαλικής γης… Ζητωκραυγάζοντες και επευφημούμενοι, προχωρούν εις την πλατείαν εν πλήρη τάξει… Ενώ όμως μέχρι της στιγμής ταύτης άκρα ησυχία επεκράτει, απαισία διάδοσις ήλθε να ενσπείρει την κατάπληξιν του συγκεντρωθέντος κόσμου…».

Ο δημοσιογράφος αναφέρεται στο αιματοκύλισμα του Κιλελέρ και του Τσουλάρ.

«έφτασε στους συγκεντρωμένους η πληροφορία ότι η φρουρά της πύλης των Φαρσάλων δεν επιτρέπει να περάσουν μέσα στην πόλη οι αγρότες που έρχονταν από το Νεμπεγλέρ (Νίκαια). Τότε ένα μεγάλο μέρος από τους συγκεντρωμένους στην πλατεία ορμά, τρέχων εις την Πύλην των Φαρσάλων, όπως απελευθερώση τους χωρικούς και τους παραλάβη μαζί του… (Εκεί) ίλη ιππικού υπό τον Φ. Πηχεών, εμποδίζει με προτεταμένα και γεμισμένα όπλα τους εκ Νεμπεγλέρ (Nίκαια) χωρικούς να εισέλθουν, καίτοι ήσαν άοπλοι».

«Εν τω μεταξύ καταφθάνουν και οι εντός της πόλεως, οίτινες εκ των νώτων καταλαμβάνοντες τους ιππείς, ορμούν να διασπάσουν την γραμμήν. Επικρατεί πανδαιμόνιον. Ο διοικητής της ίλης διατάσσει τους ιππείς να ξιφουλκήσουν και να επελάσουν…

kileler05Τι εγένετο την στιγμήν εκείνην είναι απερίγραπτον. Αι σφαίραι διασχίζουν τον αέρα, οι χωρικοί τρέχουν τήδε κακείσε (εδώ κι εκεί), αναζητούντες πέτρες και ξύλα δια να αμυνθούν. Οι αγρότες της Νίκαιας κατόπιν αγρίας πάλης, διέσπασαν τις τάξεις της φρουράς, την γραμμή των ιππέων πέρασαν ορμητικά στην πόλη κι ενώθηκαν με τους υπόλοιπους στην πλατεία αφήσαντες επί του πεδίου της μάχης τον Α. Μπατάλαν και θανασίμως τραυματισθέντα άλλον ένα.

Καθώς οι αγρότες σπεύδουν προς την πλατεία για να ενωθούν με τους άλλους το ιππικόν κάμνει νέα επέλασιν δια να τους εμποδίσει. Οι χωρικοί, εξαγριωθέντες πλέον, την υποδέχονται δια λιθοβολισμού.

Φωναί, κακόν, πανδαιμόνιον. Τη στιγμήν αυτήν τραυματίζονται πολλοί… Οι χωρικοί προχωρούν… αλαλάζοντες, θραύουν υαλοπίνακας και εισορμούν εις την πλατείαν Θέμιδος, ζητωκραυγάζοντες υπέρ της ελευθερίας και του δικαίου των. Το ιππικόν επελαύνει πάλιν κατά του αόπλου λαού και προσπαθεί να το διαλύση, αλλά ούτος δια πυκνού λιθοβολισμού, αμύνεται σθεναρά. Γενικός αναβρασμός και έξαψις επικρατεί. Η πόλις στρατοκρατείται και διατελεί εν τρομοκρατία. Τα καταστήματα όλα είμαι κλειστά, οι δε πλείστοι των κατοίκων έσπευσαν να κλεισθούν εις τας οικίας των…».

Ο νομάρχης, ο αστυνόμος και ο φρούραρχος βλέποντας πως δεν είναι εύκολη υπόθεση η επιχείρηση καταστολής των αγροτών, ύστερα από πολύ ώρα μάχης, διατάσσουν το στρατό να σταματήσει το πυρ.

Μετά το αιματοκύλισμα στο Κιλελέρ, το Τσουλάρ, την Πύλη Φαρσάλων και την πόλη της Λάρισας οι αγρότες πραγματοποίησαν ειρηνικά το συλλαλητήριο τους στην πλατεία Θέμιδος.

Το συλλαλητήριο θα καταλήξει με την έγκριση του παρακάτω ψηφίσματος που στάλθηκε τηλεγραφικώς στην Αθήνα, στην κυβέρνηση και τη Βουλή:

«Απας ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον Λάρισαν ίνα έκφραση βαθύν πόνον και πικρόν παράπονον διά τη μη υποβολήν και επιψήφισην του νόμου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και προικοδοτήσεως γενναιοτέρας του Γεωργικού Ταμείου

Α π α ι τ ε ί

α) Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.

β) Τη γενναιοτέραν προικοδότησιν του γεωργικού ταμείου διά της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η Κυβέρνησις καλύτερον.

γ) Εκφράζει τη βαθείαν λύπην και οδύνην του διά την εκ μέρους των αρχών της Πολιτείας άδικον επίθεση κατά του φιλησύχου και νομοταγούς λαού, ης θύματα υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας».

Οι διώξεις

Μετά το μακελειό η κυβέρνηση Δραγούμη, έχοντας τη σύμφωνη γνώμη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, που ουσιαστικά ασκούσε την εξουσία, αλλά και των βασικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, εξαπέλυσε μαζικές διώξεις.

Οι χωροφύλακες συλλαμβάνανε κρυμμένους χωρικούς σε σπίτια, στάβλους, αχυρώνες… Όσοι θεωρήθηκαν «πρωταίτιοι» των επεισοδίων, οι περισσότεροι ηγέτες των αγροτών, παραπέμφθηκαν σε δίκη.

kileler06Η δίκη για τα αιματηρά γεγονότα στο Κιλελέρ, το Τσουλάρ και τη Λάρισα – με κατηγορούμενους 25 αγρότες και αγροτιστές – έγινε στο Κακουργιοδικείο της Λαμίας. Η δίκη για το συλλαλητήριο της 27ης Φλεβάρη στην Καρδίτσα με κατηγορούμενους 35 αγρότες και αγροτιστές έγινε στο κακουργιοδικείο της Χαλκίδας. Και οι δυο δίκες άρχισαν στις 19 Ιουνίου 1910 και διήρκεσαν τέσσερις μέρες.

Στη δίκη της Λαμίας ο εισαγγελέας Χαλκιόπουλος αγορεύοντας την 22αμΙουνίου χαρακτήρισε το αίτημα των κολίγων για αναγκαστική απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και για διανομή τους στους ακτήμονες ως «άδικον και παράνομον πράξιν, αφού ούτω διασαλεύεται το απαραβίαστον της ιδιοκτησίας».

Στη δίκη της Χαλκίδας ο εισαγγελέας Λιβαδειάς Κ. Γεωργιάδης, απειλώντας και φωνάζοντας στην αγόρευσή του, μεταξύ άλλων, είπε: «Η κολληγία είναι δικαίωμα ενοχικόν, εταιρεία ή μίσθωσις και συνεπώς οι κατηγορούμενοι δεν εδικαιούντο να δημιουργήσωσιν ταραχάς… Αγροτικόν ζήτημα δεν υφίσταται. Οι τσιφλικούχοι πιέζονται και, όπως απαλλαγώσι καθημερινών συγκρούσεων, ενοικιάζουν τα κτήματά των. Ο Θεσσαλός δεν είναι γεωργός αλλά κτηνοτρόφος. Αρνείται να καλλιεργήση πλέον των είκοσι στρεμμάτων. Παρασύρεται ευκόλως… Σπαταλά την περιουσίαν του στα μαναβικά και δι’ αυτό κατά την εβδομαδιαίαν αγοράν δεν ευρίσκει κανείς φρούτα. Τρώγει τα αχλάδια σαν γουρούνι. Υπάρχουν βεβαίως και καλοί Θεσσαλοί. Αλλ’ οι πλείστοι εξ αυτών είναι τεμπέληδες και ζωοκλέπται. Ο “Γεωργικός Σύνδεσμος” ιδρύθη διά σκοπούς εκμεταλλευτικούς…»

Παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες των διωκτικών αρχών οι ένορκοι των δύο Κακουργιοδικείων αθώωσαν τους κατηγορούμενους.

Πανελλήνια αλληλεγγύη – Δικαίωση

Το αιματοκύλισμα των αγροτών. ξεσήκωσε κύμα αντιδράσεων και συμπάθειας σε όλη τη χώρα, ενώ η κοινωνική πίεση αυξήθηκε για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος. Στη Βουλή έγινε ευρεία συζήτηση για το αγροτικό ζήτημα και ο Στέφανος Δραγούμης χαρακτηρίστηκε ως «πρωθυπουργός του αίματος».

Η πολιτική εξουσία δεν μπορούσε να κλείνει άλλο τα μάτια. Το πρώτο δειλό βήμα για τη λύση του προβλήματος έγινε το 1911 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που διαδέχθηκε τον Στέφανο Δραγούμη στην πρωθυπουργία. Πάρθηκαν ορισμένα νομοθετικά μέτρα υπέρ των κολίγων, αλλά απαλλοτριώσεις δεν έγιναν.

Όταν το πρόβλημα της αποκατάστασης των προσφύγων πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, άρχισαν από την κυβέρνηση του Ν. Πλαστηρα απαλλοτριώσεις τσιφλικιών προς αποκατάσταση των ακτημόνων καλλιεργητών. Το 1923 υπογράφτηκε το διάταγμα “περί ολοκληρωτικής απαλλοτριώσεως των τσιφλικιών, άνευ αποζημιώσεως των ιδιοκτητών” και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 57 – 05.03.1923.

Στο άρθρο 3 – «Ολοκληρωτική απαλλοτρίωσις» αναφέρεται ότι «1.Υπόκεινται εις ολοκληρωτικήν απαλλοτρίωσιν: α΄) Αι εις το Κράτος, τους δήμους, τας κοινότητας, τας Μονάς, τα πάσης κατηγορίας θρησκευτικά ιδρύματα και πάντα έν γένει τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ανήκουσαι εκτάσεις μετά των επ΄αυτών κειμένων και την γεωργικήν αποκατάστασιν εξυπηρετούντων κτιρίων».

Στο Νομοθετικό Διάταγμα περιλαμβάνονταν «Γαίαι χρησιμοποιούμεναι προς βοσκήν, υποδιαιρούμεναι εις πεδινάς και ορεινάς (Άρθρ 17 γ ) και εξαιρούνταν από την απαλλοτρίωση «αι δια την νομαδικήν κτηνοτροφίαν ανέκαθεν χρησιμοποιούμεναι μη καλλιεργήσιμοι βουνώδεις εκτάσεις, μετά των απαραιτήτων δια την κτηνοτροφικήν εκμετάλλευσιν κρασπέδων αυτών (ποδίες)».

Αντί επιλόγου

kileler07Η εξέγερση των κολίγων δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, ούτε έγινε με παράγγελμα που εκφωνήθηκε. Η εξέγερση ήταν κατάληξη μακρών συντονισμένων ομαδικών συλλογικών αγώνων, στη διάρκεια των οποίων, οι Θεσσαλοί αγρότες ανέπτυξαν όλες τις μορφές πάλης, από τις κατώτερες μέχρι τις ανώτερες.

Η εξέγερση των κολίγων, με τους νεκρούς και τους δεκάδες τραυματίες, σηματοδότησε την απελευθέρωση του αγροτικού κόσμου από το ζυγό των τσιφλικάδων. Ως τότε οι τσιφλικάδες – γαιοκτήμονες εμφανίζονταν ως ανίκητοι και αδιασάλευτη η κοινωνική δομή της χώρας. Η εξέγερση των κολίγων παραμένει φάρος φωτεινός, και δείχνει το δρόμο της νίκης στους αγώνες.