Άρθρα

Έφυγε ο Γιώργος Φαρσακίδης

Γεννημένος το 1926 στην Οδησσό όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια, το 1933 ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Σε πολύ νεαρή ηλικία στρατεύτηκε στην υπόθεση του κομμουνισμού. Ανταρτοεπονίτης τραυματίζεται σε μάχη με τους γερμανούς, γεγονός που θα του αφήσει αναπηρία και στα δυο του χέρια.

Στα κοντά δεκαεφτά χρόνια που πέρασε εξόριστος, θεωρώντας την τέχνη «όπλο αναντικατάστατο στα χέρια όσων θέλησαν να παραμείνουν ορθοί» αποτυπώνει με το πενάκι του σκηνές από τη ζωή των πολιτικών κρατούμενων, τα βασανιστήρια και τις κακουχίες τους, την καθημερινότητά τους, μορφές συνεξόριστων συντρόφων.

«…Ωστόσο για μας, τους “πρωτάρηδες”, τη Γενιά της Αντίστασης, από το ζοφερό κλίμα εκείνης της εποχής δεν έλειπε η γοητεία. Όλα πρωτόγνωρα, γιομάτα με συνταραχτικό ενδιαφέρον και νόημα, ήταν η συνέχεια με άλλες μορφές, ενός αγώνα που είχαμε ζήσει. Όλα με το ντύμα του επαναστατικού ρομαντισμού, άγνωστα και απροσδιόριστα, που τα φοβάσαι αλλά και τα προκαλείς σε αναμέτρηση.

Για αρκετούς από μας, γεννήθηκε στις συνθήκες εκείνες η ανάγκη μιας κάποιας απομνημόνευσης, μ’ ένα σκίτσο, ένα ξυλόγλυπτο, ένα γραφτό…».

Το εικαστικό και λογοτεχνικό του έργο συμβάλλει σ’ αυτό που θεωρούσε ευθύνη και ανάγκη «να συναρμολογήσουμε ψηφίδα ψηφίδα τα παραλειπόμενα της νεότερης ιστορίας του τόπου μας».

72 χρόνια από την Μακρόνησο

Στις 19 Φλεβάρη 1947 ξεκίνησε να λειτουργεί το κολαστήριο της Μακρονήσου. Επί δέκα χρόνια η Μακρόνησος λειτούργησε ως μνημείο ανθρώπινης βαρβαρότητας, ως σφαγείο εκατοντάδων κομμουνιστών και βασανιστήριο χιλιάδων άλλων. Ο Μακρονησιώτης πέρασε στην νεότερη ιστορία ως τίτλος τιμής, ως μοναδικό και ιδιαίτερο μετάλλιο που δόθηκε σε ανθρώπους που βασανίστηκαν πέρα από τα όρια της ανθρώπινης κλίμακας και που είτε άντεξαν, είτε υπέγραψαν, κουβαλούσαν αυτό το “μετάλλιο” μέχρι το τέλος της ζωής τους. Τα καλύτερα παιδιά του ελληνικού λαού, παλαίμαχοι του Αλβανικού μετώπου, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, πέρασαν από το κολαστήριο της Μακρονήσου, αυτό που οι αστοί πολιτικοί ονόμαζαν “νέο Παρθενώνα”, “αναρρωτήριο ψυχών” και εθνική κολυμβήθρα”…

Ο Γιώργος Φαρσακίδης, αυτοδίδακτος χαράκτης και ζωγράφος, Μακρονησιώτης ο ίδιος, περιγράφει την “υποδοχή” των χαρακτηρισμένων ως “κομμουνιστών” ή “συνοδοιπόρων” στρατιωτών στις πύλες του Α’ Τάγματος Σκαπανέων (Α.Ε.Τ.Ο.):

Οι χωροφύλακες αμίλητοι. Μας μετράνε, παραδίνουν τους καταλόγους κι απομακρύνονται βιαστικοί. Από σήμερα σας παραλαμβάνει ο στρατός! βρυχάται το μεγάφωνο, θα περάσετε καλά…

Όλη η φάλαγγα δέκα βήματα εμπρός. Κλίνατ’ επ’ αριστερά!

Στα δεξιά του δρόμου, ως τη θάλασσα, χέρσο, ξερό απλώνεται το ίσιωμα. Μπροστά μας, ξεχωρίζουνε οι επίσημοι κι ένα γύρω σειρές – σειρές αλφαμίτες, ακίνητοι, βλοσυροί. Πλάι σε ρασοφόρο, ο διοικητής Βασιλόπουλος. Ο λόγος του σύντομος, ειρωνικός: Δεν είναι Νταχάου εδώ, όπως σας είπανε… Για όσους θα γίνουνε Έλληνες.

Κοιτάει το ρολόι του: Έχετε πέντε λεπτά να σκεφθείτε.

Μετά κάποιος μιλάει, ο παπάς νομίζω, για τις «ανοιχτές αγκαλιές της πατρίδος», την «εθνικήν κολυμβήθραν», για μας, τα «παραστρατημένα παιδιά», για το «σκληρό τιμωρό χέρι».

Το μεγάφωνο, ξερό, μεταλλικό, ξερνά ανάκατα απειλές κι υποσχέσεις: Όσοι συμφωνούν, να προχωρήσουν τέσσερα βήματα εμπρός.

Βγαίνουνε. Δυο, τρεις, τέσσερις. Βαριά γύρω μας η βουβαμάρα.

Ακόμα ένας. Τα λεπτά περνούν, η προθεσμία τελειώνει. Κανείς! Κανείς!

Οι αλφαμίτες να εκτελέσουν το καθήκον που τους ανέθεσε η πατρίδα. Οι άσπρες ζώνες κινήθηκαν σε παράταξη μάχης. Όπλα τους, κασμαδόξυλα, μπαμπού, σιδηρογωνιές. Οι πρώτοι χτυπημένοι, το πρώτο αίμα.

Η μάζα πισωγυρίζει κατά τη θάλασσα. Σιγά στην αρχή, σφιχτοδεμένη. Μετά σπάει, ξεχύνεται αγριεμένο κοπάδι. Ποδοβολητό, ουρλιαχτά, βλαστήμιες μπερδεύουν με θούρια κι οδηγίες. Πασχίζουν να ξεμοναχιάσουν, να διαλυθούνε το μπουλούκι. Σαν το κατορθώσουν, σκορπά ο κόσμος και ξανασμίγει σ’ άλλες ομάδες μικρότερες. Και ξανά και ξανά.

Ασυναίσθητα τότε, κολλάς, γαντζώνεσαι σ’ άλλους, να χωθείς μέσα, να γίνεις ένα μαζί τους. Οι ριπές αγριεύουν πιότερο ακόμα. Καμπόσοι πέφτουν στους βράχους, στη θάλασσα. Εκεί μες στα βράχια τους ψαρεύουν και τους τελειώνουνε. Όλο πιο αριές, πιο λιγοστές οι ομάδες. Τρέχεις, πηδάς, σαν τ’ αγρίμι, πέρα-δώθε. Πάν’ απ’ τα βράχια, τα πεσμένα κορμιά. Για πόσο; Πιάστηκε η ανάσα, τα πόδια κόπηκαν. Κι άξαφνα, συνειδητοποιείς τρομερή την αλήθεια: Έμεινες μόνος! Από τώρα και μπρος νιώθεις την ευθύνη να σε βαραίνει προσωπικά. Θα την αντιμετωπίσεις σαν άτομο, φάτσα με φάτσα.

Το χτύπημα από τα πλάγια, απρόσμενο, δυνατό, και κάτι στο πρόσωπο σαν ανάσα καυτή.

Σκόνταψα, πέφτω… Νιώθω τα δάχτυλά μου γατζωμένα σ’ ένα κορμί ζεστό, ακίνητο.

Τα βήματά τους…. Μ’ αναποδογυρίζουνε βλαστημώντας, μ’ ανασηκώνουν τραβώντας απ’ τα μαλλιά.

Για λίγο τα μάτια μισανοίγουνε μόνα τους, όσο να προλάβεις να δεις τις ιδρωμένες, αγριεμένες τους φάτσες.

Η αρχή του τέλους. Τα χτυπήματα βαριά, στο κορμί, στο κεφάλι. Δεν πονάνε, ζαλίζουν. Ένα, δύο, τρία. Ένα κόκκινο σύννεφο.

Ωστόσο ακούω ακόμα, νιώθω, σκέφτομαι: Καλύτερα έτσι, ναι, στο κεφάλι, να τελειώνουμε.

Μετά ένας πόνος αβάσταγος τρυπάει τον ώμο. Πονάω, πονάω πολύ…

Ζω!. Πόση ώρα νά’ χω πεσμένος; Ο ήλιος κατάφατσα τσουρουφλάει. Στο πρόσωπό μου πηγμένο το αίμα, με δυσκολεύει να δω. Με κόπο μισανοίγω τα μάτια.

Πλάι μου κι άλλοι ακίνητοι, αραδιασμένοι στο μήκος του δρόμου.  Λίγο πιο μπρος δυο ποδάρια ξυπόλητα τινάζονται σε σπασμό. Ξεχωρίζω το σκουροκόκκινο με ρίγες μπουφάν. Και βέβαια είναι… το Μανιατάκι της γειτονικής μας σκηνής. Θα πρέπει να ξεψυχά.

Έρχονται.

Δοκιμάζουν μ’ αναμμένο τσιγάρο, στραμπουλάνε τα χέρια, μερικές στα πόδια, στα πλευρά.

Να διαπιστώσουν αν ζω. Μετά κάπου με σέρνουν απ’ τα ποδάρια.

Συνέρχομαι στο καμιόνι. Φίσκα από κορμιά στοιβαγμένα ανάκατα.

Μες στον ιδρώτα, τη σκόνη, το αίμα. Μπρούμυτα κι ανάσκελα, σπαρταράνε ή μένουν ακίνητα ή βογκάν ή σωπαίνουν. Και συ, ένα μαζί τους, στην “Εθνικήν Κολυμβήθραν!”

Ο Γιάννης Ρίτσος, κι αυτός Μακρονησιώτης, το 1949 στην ποιητική συλλογή “Πέτρινος χρόνος” γράφει το ποίημα “Α. Β. Γ.”, τα τρία μεγάλα γράμματα που ξεχώριζαν από το καΐκι που ερχόταν στην Μακρόνησο και συμβόλιζαν τα τρία τάγματα – φόβητρο των δεκάδων χιλιάδων που πέρασαν από αυτόν τον τόπο μαρτυρίου:

Τρία μεγάλα γράμματα
γραμμένα μ’ ασβέστη στη ραχοκοκκαλιά της Μακρόνησος.

(Όταν ερχόμαστε με το καράβι
στριμωγμένοι ανάμεσα στους μπόγους και στις υποψίες μας
τα διαβάσαμε πάνου απ’ το κατάστρωμα
κάτου απ’ τις βρισιές του χωροφύλακα, τα διαβάσαμε
εκείνο το ήσυχο πρωινό του Ιουλίου,
κι η αρμύρα κι η μυρουδιά της ρίγανης και το θυμάρι
δεν καταλάβαιναν καθόλου τι θα πουν αυτά τα τρία ασβεστωμένα γράμματα).

Α΄ τάγμα
Β΄ τάγμα
Γ΄ τάγμα

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ

Κι η θάλασσα του Αιγαίου είταν γαλάζια όπως πάντοτε
πολύ γαλάζια, μόνο γαλάζια.

Α΄ —
Α, ναι, μιλούσαμε κάποτε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη,

Β΄ —
για το γυμνό στήθος της υγείας κεντημένο με μιαν άγκυρα και μια γοργόνα,

Γ΄ —
για το θαλάσσιο φως που πλέκει τα κουρτινάκια των γλάρων.

Α.Β.Γ.

300 σκοτωμένοι.
Μιλούσαμε, ναι, για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη —
ο κάβουρας που ρεμβάζει στο νοτισμένο βράχο,
άντικρυ στη μαλαματένια δύση,
καθώς ένα μικρό μπρούτζινο άγαλμα του Ωκεανού.

Α.Β.Γ.

600 τρελλοί.
(Οι γυάλινες γαρίδες κυνηγώντας στα ρηχά τον ίσκιο του πρωινού άστρου,
το χρυσό και γαλανό καλοκαίρι πετροβολώντας με κουκουνάρια το μεσημεριάτικο ύπνο των κοριτσιών,
τα παλιά πεύκα ξύνοντας τη ράχη τους στην ασβεστωμένη μάντρα).

Α.Β.Γ.

900 κουτσοί.
Ζήτω
ο βασιλεύς Παύλος.
(Κι η Παναγιά του πόντου φλωροκαπνισμένη απ’το σούρουπο
να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά
συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών
καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα).

Α.Β.Γ.

Α.Β.Γ.

(Μιλούσαμε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη, ναι, ναι).
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ —
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ — ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
Κι η θάλασσα είναι ακόμη γαλάζια όπως πάντοτε
κι ο αμερικάνικος στόλος ταξιδεύει στο Αιγαίο
ήσυχος, ήσυχος, ωραίος,
και τ’ άστρα ανάβουν κάθε βράδι μικρές φωτιές
να ψήσουν οι Άγγελοι την ψαρόσουπα της Παναγίας.

Α.Β.Γ.

Α.Β.Γ.

Κι από κάτου απ’ τ’ αστέρια περνάνε
καραβιές-καραβιές οι εκτοπισμένοι
και τσουβάλια με κομμένα ποδάρια
και τσουβάλια με κομμένα χέρια
και τσουβάλια με νεκρούς
ξεβράζουν οι φουρτούνες στις αχτές του Λαυρίου.

(Αιγαιοπελαγίτικο τοπίο
χρυσό και γαλάζιο).

Α.Β.Γ.

Σε τούτα τα βράχια τουφεκίστηκαν οι 300 του Α΄ Τάγματος,
τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά ξεκολλημένα μαζί με το δέρμα
απ’ το καύκαλο ενός συντρόφου που αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση.

Α.Β.Γ.

Τα συρματοπλέγματα.
Οι νεκροί.
Οι τρελλοί.

Α.Β.Γ.

(Γαλάζια, η θάλασσα — πολύ γαλάζια.
Χρυσό αιγαιοπελαγίτικο τοπίο.
Οι γλάροι).

Α.Β.Γ.

Μαύρη, κατάμαυρη θάλασσα
Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο.
Τα συρματοπλέγματα.

Α.Β.Γ.

Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο με σφιγμένα δόντια,
κόκκινο, κατακόκκινο τοπίο με σφιγμένη γροθιά,
μαύρη και κόκκινη καρδιά πηγμένη στο αίμα της
κι ένας κόκκινος ήλιος πηγμένος μες στο αίμα του.

Α.Β.Γ.

[…]

Η σφαγή των 300 στην οποία αναφέρεται ο Ρίτσος έγινε στις 29 Φλεβάρη του 1948, ημέρα Κυριακή. Σε αυτή τη σφαγή αναφέρεται ο επίσης Μακρονησιώτης Μενέλαος Λουντέμης όταν γράφει ότι:

…Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι.

Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου για πρώτη φορά δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Όσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες παρακολουθούσαν τη ζωή απ’ τις χαραμάδες… Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη…