Άρθρα

Παιχταράς ο Τσίπρας στη Βουλή;

Ας ξεκινήσουμε με μια προκλητική αξιολογητική κρίση: Όσοι λιγώνονται από την αντιεθνικιστική ρητορεία του Τσίπρα και πανηγυρίζουν μέσα τους για τις αναφορές του στο Δημοκρατικό Στρατό και στη Μίρκα Γκίνοβα, ας ενταχθούν κατευθείαν στον ΣΥΡΙΖΑ, να μην παιδεύονται κι αυτοί, και να μην παιδεύουν και άλλους.

Ας ενταχθούν στον ΣΥΡΙΖΑ και όσοι θεωρούν ότι «είναι κακή η επέκταση του ΝΑΤΟ», αλλά από την άλλη «ποιοι είμαστε εμείς που θα απαγορεύσουμε την είσοδο ενός γειτονικού κράτους στο ΝΑΤΟ;». Όποιος πιστεύει ότι «η εναντίωση στο ΝΑΤΟ είναι θέμα του γειτονικού κράτους και όχι δικό μας», απέχει μια σταλιά δρόμο από το να σφυρίζει αδιάφορα όταν βομβαρδίζεται η Συρία και διαμελίζεται το Ιράκ γιατί «ποιοι είμαστε εμείς που θα αποφασίσουμε τι θα γίνει σε μια άλλη χώρα;». Λες και άμα πει η όποια ελληνική Αριστερά «όχι στη Συμφωνία», θα απαγορεύσει («σταλινικά», ναι, ακούστηκε και αυτό) στους γείτονες την είσοδο στο ΝΑΤΟ.

Ας προστρέξουν στο κυβερνητικό κόμμα και όσοι αηδιάζουν με αποτροπιασμό μπροστά στη -λάθος είναι αλήθεια- θέση του ΚΚΕ ή της ΛΑΕ για ενίσχυση του αλυτρωτισμού των γειτόνων, καταπίνοντας με ευχαρίστηση τόνους Νατοϊκών λυμάτων και ιμπεριαλιστικών αποπάτων.

Το ίδιο και όσοι θεωρούν ότι το κρίσιμο σήμερα ζήτημα για την ελληνική κοινωνία είναι η διαίρεση ανάμεσα σε διεθνιστές και μακεδονομάχους. Αλλά και όσοι θεωρούν ότι η συγκεκριμένη συμφωνία είναι αποτέλεσμα του ελληνικού εθνικισμού και αν κατηγορούν σε κάτι την κυβέρνηση είναι ότι ήταν πολύ επιθετική με τους γείτονες και αντί να τους αφήσει το όνομα, τους υποχρέωσε σε αλλαγή. Αυτοί έχουν πάρει διαζύγιο με κάθε τι που θυμίζει μαρξισμό και διαλεκτική, μόνο που θεωρούν εαυτούς ειδήμονες και στον μαρξισμό και στη διαλεκτική.

Είναι κρίμα και άδικο όλοι οι παραπάνω να έχουν ενσωματωθεί από την κορυφή μέχρι τα νύχια στην κυρίαρχη αστική πολιτική και να μην απολαμβάνουν τα κάθε είδους προνόμια που έχει η ένταξη σε ένα κόμμα εξουσίας.

Είναι επίσης κρίμα να ταλαιπωρούν οι απόψεις ενός αστικού κοσμοπολίτικου εκσυγχρονισμού την Αριστερά, την ώρα που αυτή έχει ζωτική ανάγκη τη δικιά της ανταγωνιστική οργάνωση και ανταγωνιστική θεωρία για να ανασυντεθεί και να ξαναχτιστεί από τα σημερινά ερείπια.

Ο δε θαυμασμός στον «παιχταρά» Τσίπρα ή στον «τεκμηριωμένο και γνώστη» Κοτζιά, καλύτερα να αντικατασταθεί από τον θαυμασμό μπροστά στην ΑΕΚ, στον ΠΑΟΚ, στον Τσιτσιπά ή στον Ναδάλ.

Το να περιορίζει κάποιος τον εαυτό του στο ρόλο του ποδοσφαιρικού θεατή μιας ενδοαστικής κόντρας στη Βουλή ανάμεσα στα παλτά – μακεδονομάχους και στους παιχταράδες αντιεθνικιστές, είναι θέμα δικό του. Το να περιμένει ότι αυτό πρέπει να κάνει και η όποια Αριστερά επιμένει να είναι Αριστερά, πάει πολύ.

Ο Βούτσης είχε δίκιο όταν έλεγε πριν μήνες ότι το Μακεδονικό θα είναι όχημα ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού. Αυτό εννόησε ο Τσίπρας όταν μίλησε για τη δεξιά πολυκατοικία εντάσσοντας τον Καμμένο σε αυτήν, ενώ όλοι οι σχεδιασμοί του ΣΥΡΙΖΑ αφορούν την ανασύσταση μιας μεγάλης ενιαίας Κεντροαριστεράς. Η παρέλαση των κυβερνητικών στελεχών από το σπίτι του υπέργηρου Λιβάνη δεν ήταν τίποτα άλλο από υποβολή διαπιστευτηρίων επ΄ αυτού του σχεδίου. Το ίδιο και η διάλυση του ΚΙΝΑΛ, του Ποταμιού, της Ένωσης Κεντρώων και λοιπών ενδιάμεσων.

Η διαπίστωση Βούτση μακάρι να συνοδευτεί και από την ανασύνθεση της πολιτικής και ανθρώπινης γεωγραφίας και στην Αριστερά. Ας πάνε να γίνουν ουρά της κυβέρνησης όσοι έχουν αφαιρέσει το κρίσιμο στοιχείο του ιμπεριαλισμού και των αστικών συμφερόντων. Όσοι μιλούν για τη συμφωνία υποβαθμίζοντας ότι η συμφωνία έγινε, ψηφίστηκε και θα εφαρμοστεί, βρέξει χιονίσει γιατί αυτή είναι η συνασπισμένη θέληση των ιμπεριαλιστών.

Ας πάνε να γίνουν εξαπτέρυγα του Τσίπρα όσοι μιλούν για τη συμφωνία έχοντας πέσει σε χειμερία νάρκη από το 1992, τότε που η κρατούσα αστική πολιτική ήταν ο εθνικισμός και σύσσωμο το ελληνικό Κοινοβούλιο κραύγαζε ότι «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική».

Τους έχουμε νέα: Εδώ και εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια, υπό την καθοδήγηση ΕΕ και ΗΠΑ όλη η αστική πολιτική έχει περάσει στη σφαίρα του ρεαλισμού, της αποδοχής τετελεσμένων, της σύνθετης ονομασίας, της ανάγκης επίλυσης. Ο Σαμαράς χθες, ως αντιπολίτευση, ξαναθυμήθηκε ότι «η Μακεδονία είναι μία», αλλά ξέχασε ότι ως κυβέρνηση προωθούσε τη σύνθετη ονομασία.

Το να σκιαμαχεί κανείς με τον μακεδονομάχο Σαμαρά από τις θέσεις της επίσημης και διαχρονικής αστικής πολιτικής, δεν τον κάνει αριστερό, τον κάνει άξιο εκπρόσωπο της άρχουσας τάξης.

Και από αυτή την άποψη ο Τσίπρας είναι παιχταράς: Η κοινωνία σε καταστολή, εμπεδώνει το ρόλο της ως παθητικού θεατή, η αστική πολιτική να βρίσκει τον καλύτερό της εκφραστή στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ και οι αριστεροί σε σύγχυση να ξερογλύφονται είτε με τις αντιδεξιές και αντιεθνικιστικές κορώνες του Τσίπρα, είτε να βρίσκουν καταφύγιο και αποκούμπι στο ακούνητο (και προς τούτο ακίνδυνο) ΚΚΕ.

Μόνο που ο Τσίπρας είναι στο αντίπαλο στρατόπεδο. Και όρος για την επιβίωση των κοινωνικών τάξεων που θέλει να εκφράσει η Αριστερά, είναι η συντριβή του.

Η Μακεδονία είναι αμερικανική

Η Μακεδονία είναι αμερικανική

Η αντιπαράθεση που διεξάγεται αυτές τις μέρες για τη Συμφωνία των Πρεσπών είναι λάθος. Τα δύο βασικά στρατόπεδα ορίζονται το ένα από τον εθνικισμό και το άλλο από τον αντιεθνικισμό. Πρόκειται όμως για ένα βολικό σχήμα που βολεύει και το ένα στρατόπεδο και το άλλο.

Ο εθνικισμός και ο αντιεθνικισμός φαίνονται ανειρήνευτοι αντίπαλοι, συχνά όμως αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό συμβαίνει όταν μια δευτερεύουσα αντίθεση έρχεται να συσκοτίσει την βασική. Η βασική αντίθεση είναι ο κινητήριος μοχλός της συγκεκριμένης εξέλιξης, και στην περίπτωσή μας είναι ο ιμπεριαλισμός από τη μια και οι λαοί και τα έθνη της περιοχής από την άλλη. Το ότι το πρώτο στρατόπεδο φαίνεται παντοδύναμο ενώ το δεύτερο είναι διαλυμένο και αποσυγκροτημένο, δεν σημαίνει ότι αυτή η βασική αντίθεση δεν υπάρχει.

Δεν χρειάζεται να εντρυφήσουμε στο έργο του Μάο Τσε Τουνγκ ή στον λενινισμό για να κατανοήσουμε τις αντιθέσεις, το ποιες είναι δεσπόζουσες, τις πλευρές των αντιθέσεων και την ειδική μορφή που αυτές παίρνουν. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι παιδί του αμερικανο-νατοϊκού σωλήνα, γέννημα θρέμμα των απαιτήσεων των ΗΠΑ, γραμμένη από τις υπηρεσίες των δύο χωρών, αλλά καθοδηγημένη, εμπνευσμένη, και κατά γράμμα επικυρωμένη από την αμερικανική πρεσβεία. Στόχος της είναι η απρόσκοπτη εδραίωση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Βαλκανική, και η περαιτέρω σύσφιξη του κλοιού γύρω από τα τελευταία απομεινάρια της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια (Σερβία).

Αν αυτή η βασική πλευρά, που οδήγησε και δημιούργησε τη συμφωνία των Πρεσπών αφαιρεθεί, έχουμε μείνει με τα κουβαδάκια μας σε μια παραλία να παίζουμε τους πατριώτες ή τους διεθνιστές.

Η συζήτηση για τη Συμφωνία των Πρεσπών είναι λάθος γιατί η συγκεκριμένη Συμφωνία δεν είναι καλή ή κακή ως προς το ένα ή το άλλο ζήτημα που επιλύει. Είναι απορριπτέα στο σύνολό της γιατί με την υπογραφή τους οι δύο χώρες βάζουν δραγάτη στο σπιτικό τους το μεγάλο αφεντικό της περιοχής.

Και όσοι ισχυρίζονται ότι ακόμα και έτσι, υπό την καθοδήγηση του μεγάλου αφεντικού της περιοχής, λύνεται τουλάχιστον ένα πρόβλημα που απειλεί την ειρήνη και τις σχέσεις καλής γειτονίας, θα πρέπει να το σκεφτούν καλύτερα. Γιατί το μεγάλο αφεντικό της περιοχής έχει αποδείξει πλειστάκις στο παρελθόν ότι δεν έχει πρόβλημα ούτε με τον ξεχειλωμένο αντιεθνικισμό και την κατάργηση των συνόρων, ούτε με το εθνικιστικό μίσος, την πατριδοκαπηλία, τα θερμά επεισόδια ή τους περιφερειακούς πολέμους. Αρκεί, είτε στη μία, είτε στην άλλη περίπτωση να υπηρετείται ο σχεδιασμός της Ουάσιγκτον.

Με χαρακτηριστική ευκολία ο αντιεθνικισμός και το «κάτω τα σύνορα» μετατρέπεται σε ρευστοποίηση συνόρων και εθνικής κυριαρχίας και αναθεωρητισμό. Αρκεί να είναι αμερικανόπνευστος. Έχει γίνει στο παρελθόν στα Βαλκάνια, σήμερα στη Μέση Ανατολή, αύριο οπουδήποτε.

Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι κακή γιατί παραχωρεί ελληνικό έδαφος. Δεν παραχωρεί. Ούτε είναι κακή γιατί παραδίδει το όνομα. Η σύνθετη ονομασία είναι μια λογική λύση έτσι όπως ένθεν κακείθεν των συνόρων διαμορφώθηκαν οι εθνικές συνειδήσεις και οι ευαισθησίες. Ούτε είναι κακή γιατί πριμοδοτεί τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων. Τουλάχιστον όχι περισσότερο από τον ασυγκράτητο αλυτρωτισμό που επί Γκρούεφσκι ήταν επίσημη κρατική πολιτική.

Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι κακή γιατί μέχρι και στο τελευταίο της γράμμα είναι αμερικανόπνευστη και για αυτό επισφαλής, αμφισβητήσιμη, υποβολιμαία, βλαπτική για τους λαούς και την ανεξαρτησία τους.

Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι δηλητηριώδης γιατί με τον τρόπο που μαγειρεύτηκε, συμφωνήθηκε και σήμερα εγκρίνεται, ενσταλάζει τη ραγιάδικη ιδεολογία, αν δεν σπρώχνει κοινωνικά στρώματα στο συντηρητισμό και στην ακροδεξιά. Όλη η διαδικασία που προηγήθηκε, εγκλωβίζει την κοινωνία στο να αποδεχθεί την ανικανότητά της, να θεωρεί φυσιολογική την ξένη «προστασία» ή να ρέπει σε έναν κακόμοιρο εθνικισμό που πηγαίνει μόνο μέχρι εκεί που του επιτρέπουν οι προστάτες.

Είναι προφανές ότι στο έδαφος της διάλυσης, της αποστράτευσης και της μεγάλης σύγχυσης θα επικρατούν οι πιο διαλυμένες, αποστρατευμένες, σε πλήρη σύγχυση στάσεις και πολιτικές. Και σε αυτές ανήκουν και όσοι προσέτρεξαν στη διαδήλωση και όσοι μάχονται με πάθος ενάντιά της, οργανώνοντας αντισυγκεντρώσεις ή αναπαράγοντας τα κυβερνητικά μιμίδια. Γιατί το βασικό σήμερα δεν είναι ούτε να ενωθούμε, ούτε να καταγγείλουμε το πλήθος που θα ακούει Κρις Σπύρου και Πατούλη κουνώντας ελληνικές σημαίες. Ούτε να ειρωνευτούμε τις γραφικές φιγούρες του Συντάγματος, ούτε να κλείσουμε τα αυτιά στις εθνικιστικές μπούρδες των μεγαφώνων.

Και ένα τελευταίο σχόλιο για το αίτημα για δημοψήφισμα: Το να εκφραστεί ο λαός είναι πάντα ένα αίτημα δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας. Αλλά όπως κάθε τι στην πολιτική, δεν είναι διαδικασία σε κενό αέρος. Είναι προφανές ότι δημοψήφισμα δεν πρόκειται να γίνει, γιατί τα ζητήματα που επιβάλλονται από τους ιμπεριαλιστές δεν μπαίνουν στη βάσανο του να κριθούν από το λαό. Εάν αυτό, παρ’ ελπίδα συμβεί (δες 2015) οι κωλοτούμπες για όσους θέλουν να παραμείνουν στην υπηρεσία του κατεστημένου, οφείλουν να είναι εντυπωσιακές.

Πάντα όμως, για την Αριστερά, ένα δημοψήφισμα έχει να κάνει με συσχετισμούς, προτεραιότητες, δυνάμεις που θα ταχθούν στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο, ιεραρχήσεις και προσδοκώμενα αποτελέσματα. Σήμερα, κανένα αίτημα δημοψηφίσματος δεν πρόκειται να λειτουργήσει προωθητικά και συγκροτητικά για ό,τι έχει απομείνει ως λαϊκό κίνημα.

Η διαλυμένη και χιλιοτσακισμένη Αριστερά στην Ελλάδα του 2019, και ειδικά η κομμουνιστική Αριστερά, θα ανασυγκροτηθεί μέσα από τις μάχες που θα επιλέξει η ίδια να δώσει. Όχι μέσα από τις δευτερεύουσες αντιπαραθέσεις στις οποίες την σέρνουν από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ και η αμερικανική πρεσβεία και από την άλλη ο κακοχωνεμένος πατριωτισμός ανάμεικτος με εθνικιστική μισαλλοδοξία.

Η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι έχουμε μια Αριστερά που έχει σημαία της το «δεν γίνεται τίποτα», που αντιλαμβάνεται το γεγονός και όχι τη διαδικασία, που απαντά στο φαινόμενο αδιαφορώντας για το νόμο, που ενδιαφέρεται για τη συγκυρία και όχι για το μέλλον.

Η Αριστερά στο σύνολό της, περιλαμβάνοντας το ΚΚΕ, αποδέχεται την αδυναμία και το συσχετισμό δύναμης, δεν βλέπει ότι παρά και ενάντια σε αυτό τον συσχετισμό, θα υπήρχαν οι όροι για πρωτοβουλίες που μπορούν να τον ανατρέψουν. Παρά τους κατά καιρούς βερμπαλισμούς και συνθήματα το ευρωατλαντικό πλαίσιο είναι μη αμφισβητήσιμο και για αυτό και σε γενικές γραμμές αποδεκτό. Ποτέ άλλωστε δεν έχει τεθεί στα σοβαρά μια διαφορετική κατεύθυνση που να προβάλει την ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, σε συνδυασμό με την κοινωνική και λαϊκή διεκδίκηση. Η λογική «είμαστε μικροί και λίγοι και δεν μπορούμε» είναι κυρίαρχη.

Αν η Συμφωνία των Πρεσπών επικύρωσε το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι «η Μακεδονία (και όχι μόνο) είναι αμερικανική», η κομμουνιστική Αριστερά πρέπει στα σοβαρά να σκεφτεί και να αποφασίσει αν οι λαοί μπορούν να κάνουν χωρίς προστάτες.

Διεθνιστικό ΟΧΙ στη συμφωνία των Πρεσπών

Διεθνιστικό Όχι στη Συμφωνία των Πρεσπών

Η κυβέρνηση έφερε για ψήφιση στη βουλή τη συμφωνία των Πρεσπών. Η συμφωνία αυτή, που τόσες αντιπαραθέσεις και πολιτικούς τριγμούς έχει προκαλέσει, δεν έγινε γιατί οι κυβερνήσεις των δύο χωρών αποφάσισαν ξαφνικά να παραμερίσουν εθνικιστικές και αλυτρωτικές αντιλήψεις και να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση, όπως ισχυρίζεται η κυβερνητική προπαγάνδα. Δεν έγινε ούτε γιατί οι δύο κυβερνήσεις έγιναν προδοτικές και αποφάσισαν να ξεπουλήσουν τα «εθνικά» τους δίκαια, όπως διατυμπανίζουν οι εθνικιστικές και πατριδοκάπηλες φωνές και από τις δύο πλευρές των συνόρων.

Η συμφωνία έγινε γιατί αυτό απαιτούν τα αμερικανικά συμφέροντα στη γειτονιά μας. Για να προωθηθεί η ολοκληρωτική προέλαση ΗΠΑ και ΝΑΤΟ στα δυτικά Βαλκάνια. Για να ανακοπεί και εκμηδενιστεί η όποια ρωσική επιρροή στην περιοχή, ν’ αλλάξουν οι συσχετισμοί στον μεταξύ τους ανταγωνισμό και να αποκτήσουν οι αμερικανο-νατοϊκοί ισχυρότερα ερείσματα και βάσεις για τον έλεγχο ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου και της ανατολικής Ευρώπης.

Οι κυβερνήσεις των δύο χωρών προχώρησαν στη συμφωνία γιατί θεωρούν ότι, υπό τη νατοϊκή ομπρέλα, μπορούν να κατοχυρώσουν (ΠΓΔΜ) ή να αναβαθμίσουν τη θέση και το ρόλο τους. Ειδικά η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας κάνει τη στρατηγική επιλογή πρόσδεσης στον άξονα ΗΠΑ-ΕΕ-Ισραήλ, φιλοδοξεί να παίξει το ρόλο τοποτηρητή του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή.

Και στις δύο χώρες, για να περάσει η συμφωνία, στα μεν κοινοβούλια επιστρατεύτη-καν οι γνωστές άθλιες πρακτικές συναλλαγών, αποσκιρτήσεων, μεταγραφών, στις δε κοινωνίες τέθηκαν με τον πιο χυδαίο τρόπο κάθε είδους εκβιαστικά διλήμματα. Οι ιμπεριαλιστές, που τα καθοδήγησαν όλα αυτά, έχουν την απαραίτητη τεχνογνωσία.

Απέναντι στην κριτική που δέχεται από τ’ αριστερά, η κυβερνητική προπαγάνδα υπονοεί ή και διατυπώνει ανοιχτά το επιχείρημα ότι, στο βαθμό που η συμφωνία των Πρεσπών περιέχει και σωστά πράγματα (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, μέτρα για εξάλειψη του αλυτρωτισμού), οφείλει να υποστηριχθεί έστω και αν την επέβαλαν οι αμερικανονατοϊκοί. Γιατί τελικά «όλοι κερδίζουμε», αφού δίνεται η δυνατότητα να λυθεί ένα μακροχρόνιο πρόβλημα που δηλητηρίαζε τις σχέσεις μας με μία γειτονική χώρα. Το επιχείρημα αυτό δόλια αποκρύπτει ότι:

  • Το σημερινό «μακεδονικό ζήτημα» είναι αποτέλεσμα της αμερικανονατοϊκής επέμβασης η οποία οδήγησε στη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και την εμφάνιση, ως κράτους πλέον, της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας.
  • Η τυφλή πρόσδεση της χώρας μας στον νατοϊκό άρμα, δεν απέτρεψε την τουρκική εισβολή και την εθνική τραγωδία της Κύπρου το 1974.
  • Είναι το ίδιο το ΝΑΤΟ που, λίγα χρόνια πριν, προκάλεσε εμφύλιο στην Ουκρανία και έφερε στην εξουσία φιλοναζιστές, ενώ βασικές δυνάμεις του επιδίωξαν τη διάλυση της Συρίας και στήριξαν τις διάφορες τζιχαντιστικές ομάδες.
  • Η συμφωνία των Πρεσπών πάει χέρι-χέρι με την επέκταση του ΝΑΤΟ και στην Ελλάδα. Τα πυρηνικά σε Σούδα και Άραξο, οι νέες βάσεις, το να φεύγουν αεροπλάνα και πλοία από τις βάσεις αυτές για να βομβαρδίζουν στη Συρία και αλλού, αυξάνουν τις πιθανότητες να γίνει και η χώρα μας στόχος πολεμικών επιχειρήσεων.

Για όλα αυτά δεν λέει λέξη ούτε η κυβέρνηση ούτε και οι «μακεδονομάχοι». Η πρώτη για να μας πείσει ότι οι αμερικάνοι και το ΝΑΤΟ «είναι φίλοι μας» και το να είμαστε υπό την προστασία τους μπορεί να είναι εθνικά επωφελές. Οι άλλοι για να μας υποδείξουν ως εχθρό το γειτονικό λαό και όχι τους ιμπεριαλιστές.

Είμαστε ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών γιατί οποιαδήποτε συμφωνία με τη γειτονική χώρα, με ή χωρίς τη λέξη Μακεδονία, εφόσον έχει ως ζητούμενο και αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη εξάρτηση των δύο χωρών από το ΝΑΤΟ, μπορεί να αξιοποιηθεί για ανακατατάξεις συνόρων. Σε τέτοια σχέδια, οι μεν εθνικιστές της ΠΓΔΜ θα χρησιμοποιηθούν για να διεκδικήσουν διάφορα στο όνομα της μακεδονικής ταυτότητάς τους, οι δε Έλληνες ομογάλακτοί τους για να υλοποιήσουν το ανιστόρητο σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική». Ενίσχυση του ΝΑΤΟ σημαίνει ενίσχυση των εθνικισμών στα Βαλκάνια. Ήδη ΗΠΑ και ΝΑΤΟ προωθούν τον κατακερματισμό και τις πολεμικές συγκρούσεις (Μαυροβούνιο, Κόσοβο). Για τους σκοπούς αυτούς αξιοποιούν και επεκτείνουν τις αμερικάνικες βάσεις που καλύπτουν ήδη τεράστιες εκτάσεις βαλκανικών χωρών.

Ζητάμε τη διάλυση του ΝΑΤΟ και όχι τη διευκόλυνση και διεύρυνσή του. Το ΝΑΤΟ, που συγκροτήθηκε 70 χρόνια πριν σαν αντίπαλος της ΕΣΣΔ, εξακολουθεί να υπάρχει και να επεκτείνεται, παρ’ όλο που η ΕΣΣΔ δεν υπάρχει εδώ και 30 χρόνια. Και να γεννάει πολέμους, εμφυλίους και προσφυγιά.

Με το λαό της γειτονικής χώρας δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα. Με γνώμονα την ειρηνική συμβίωση και συνεργασία και απομονώνοντας τους πατριδοκάπηλους, μπορούν να διευθετηθούν όλα τα προβλήματα ανάμεσα στις δύο χώρες. Απαραίτητη προϋπόθεση η απαλλαγή από την ασφυκτική ευρωατλαντική κυριαρχία και επιδιαιτησία.

Καλούμε τη νεολαία και το λαό:

  • Να αγωνιστεί για την απαλλαγή από τα δεσμά των αμερικανονατοικών ιμπεριαλιστών, για πραγματική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία.
  • Να απομονώσει και να καταδικάσει την πατριδοκαπηλία. Καμία ανοχή στον εθνικισμό και το φασισμό.
  • Να αναπτύξει την αλληλεγγύη του με όλους τους γειτονικούς λαούς.
  • Να διαφυλάξει την ειρήνη στην περιοχή μας.

ΕΞΩ ΤΟ ΝΑΤΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

ΕΙΡΗΝΗ – ΦΙΛΙΑ – ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ

Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΩΝ ΛΑΩΝ

H Μακεδονία σε σταυροδρόμι

Το antapocrisis δημοσιεύει την ανακοίνωση του Κόμματος Εργασίας -Partija  Rada-από την Σερβία και Βοσνία-Ερζεγοβίνη.

Οι κομμουνιστές έχουν εδώ και καιρό  τοποθετηθεί καθαρά πάνω στο  Μακεδονικό εθνικό ζήτημα και στο δικαίωμα  του λαού στην υπεράσπιση  της ανεξαρτησίας και του ονόματος. Κάθε προσπάθεια των Βούλγαρων, των Ελλήνων και των Σέρβων εθνικιστών να αρνηθούν την ύπαρξη Μακεδονικού έθνους ήταν καταδικασμένη. Ακόμα και σήμερα οι κομμουνιστές   παλεύοντας  ενάντια στους ιμπεριαλιστές, καταδικάζουν  τις προσπάθειες όλων των βαλκανικών καθεστώτων να ικανοποιήσουν τα μικρά τους σοβινιστικά  τους συμφέροντα εις βάρος του λαού της Μακεδονίας.

Το ερώτημα της επιλογής  του ονόματος της χώρας  στην οποία ζουν είναι ερώτημα το οποίο μπορούν να απαντήσουν μόνο οι πολίτες αυτής της χώρας. Η υπάρχουσα διαφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Μακεδονίας γύρω από το όνομα, τυπικά αφορά τα συμφέροντα των δύο χωρών, ουσιαστικά όμως δημιουργήθηκε κατ’ εντολή των ιμπεριαλιστών και σύμφωνα με τα τρέχοντα συμφέροντα τους. Βέβαια η δικτατορία αυτή συνεχίζει να καταπιέζει  τα δικαιώματα των Μακεδόνων, των  Αλβανών και άλλων ομάδων.

Είναι τελείως απαράδεκτο να χρησιμοποιείται το δημοψήφισμα, έτσι ώστε ο λαός της Μακεδονίας επίσημα να αναγνωρίσει την κατοχή του ΝΑΤΟ και της ιμπεριαλιστικής ΕΕ.

Υποστηρίζουμε κάθε προοδευτική δύναμη που παλεύει για την ελευθερία  της Ελλάδας και της Μακεδονίας ενάντια στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ και όλων των ιμπεριαλιστών. Είναι χρέος όλων μας να διαψεύσουμε τον μύθο  ότι οι βαλκανικοί λαοί δεν μπορούν να  αντισταθούν. Η ενότητα των λαών της Μακεδονίας, της Ελλάδας και των άλλων βαλκανικών χωρών δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω σε ένα συγκαλυμμένο σοβινισμό, ούτε κάτω από τις  ιμπεριαλιστικές εντολές ή την Νατοϊκή μπότα. Μόνο οι λαοί των  Βαλκανίων, ενωμένοι και ίσοι μεταξύ τους μπορούν να   ελευθερώσουν τον εαυτό τους  απ’ την δικτατορία του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΛΑΩΝ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ

ΓΙΑ ΕΝΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ

Συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ

Γιατί να μην χειροκροτήσουμε τον Τσίπρα για τη συμφωνία;

Μια ευρέως διαδεδομένη άποψη στην Αριστερά είναι ότι η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ μπορεί να έρχεται υπό την πίεση του ΝΑΤΟ και τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των ΗΠΑ, αλλά στο βαθμό που βάζει τέρμα σε μια επιζήμια διαμάχη και σε ανόητους εθνικισμούς, δεν μπορούμε παρά να τη δούμε θετικά. Βεβαίως η κυβέρνηση Τσίπρα είναι αντιλαϊκή και φιλοΝατοϊκή και τα λοιπά, αλλά, άλλο αυτό, και άλλο η συμφωνία με τη Β. Μακεδονία.

Το θέμα με αυτές τις απόψεις όμως είναι ότι δεν φτάνουν μέχρι τέλους, στο λογικό συμπέρασμα. Το έντιμο θα ήταν να χαιρετιστεί η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ ως νίκη της Αριστεράς και της αριστερής πολιτικής, ως θετικό βήμα για τους λαούς και να αποδοθούν τα εύσημα στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί δεν κάνουν κάτι τέτοιο ευθέως όσοι μιλούν για συμφωνία με θετικά σημεία; Γιατί δεν έχουν την τόλμη να φτάσουν μέχρι την απόληξη της άποψής τους και να στηρίξουν – στο συγκεκριμένο ζήτημα – ανοικτά και καθαρά τον Τσίπρα, διατηρώντας τη διαφωνία τους με τις άλλες πλευρές της πολιτικής του; Στην πολιτική όπως και στη ζωή δεν υπάρχει το «ολίγον έγκυος». Είτε η συμφωνία είναι θετική και πρέπει να τη χαιρετίσουμε (με όλες τις συνεπαγωγές για την κυβέρνηση που την έφερε), είτε όχι.

Στην ουσία: Σύμφωνα με αρκετούς σχολιαστές, στελέχη και προσωπικότητες της Αριστεράς, θα πρέπει να πάρουμε τη συμφωνία λέξη λέξη και στο βαθμό που περιέχει σωστά πράγματα (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, μέτρα εναντίον του αλυτρωτισμού, αποκλιμάκωση της έντασης, χρήση έναντι πάντων, βελτίωση σχέσεων και κλίμα εμπιστοσύνης), οφείλουμε να ταχθούμε υπέρ της. Η αποσπασματικότητα όμως με την οποία διαβάζεται η συμφωνία για το ονοματολογικό είναι -όπως θα έλεγε ο Ταλεϋράνδος- κάτι περισσότερο από έγκλημα, πρόκειται για λάθος.

Πού συνίσταται το λάθος;

Να δούμε το όλον

Πρώτον στο ότι η μέθοδος «λέξη λέξη» συχνά κρύβει το νόημα. Κάθε συμφωνία εμπεριέχει στο γενετικό της υλικό, ίχνη από το περιβάλλον της και τον συσχετισμό δύναμης, τις απώτερες σκοπιμότητες και τις ευρύτερες στρατηγικές. Μια ορισμένη ιστορική αντίληψη στην Αριστερά μας δίδαξε ότι δεν υπάρχουν ουδετερότητες και καθαρότητες πουθενά, ειδικά στο πεδίο της πολιτικής. Η Αριστερά σήμερα, πολύ περισσότερο από το να παριστάνει τον διεθνολόγο, οφείλει να εκτιμήσει τη συνολική εικόνα, να συνδέσει τις αποσπασματικές προτάσεις σε μια ενιαία αφήγηση με κοινό νόημα, να δει την ευρύτερη πορεία των πραγμάτων. Τώρα τελευταία έγινε και πάλι εύκολο να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Η πικρή εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ θα όφειλε να μας διδάξει ότι δεν αρκεί να βλέπεις το επιμέρους «θετικό» που θες απεγνωσμένα να δεις, αλλά πρέπει να κοιτάς τη μεγάλη εικόνα.

Ποιο είναι το δάσος στην προκειμένη περίπτωση; Στο ότι η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ είναι οργανικά συνδεδεμένη με την ολοκληρωτική προέλαση των ΗΠΑ στα Δυτικά Βαλκάνια. Για να αρθεί το βέτο της ένταξης της Βόρειας (πλέον) Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, λύθηκε σε ελάχιστο χρόνο το Μακεδονικό. Αυτό είναι κακό; Από μόνο του όχι. Η διένεξη με την ΠΓΔΜ όφειλε να είχε λυθεί εδώ και χρόνια, στη βάση της κοινής παραδοχής για σύνθετη ονομασία, αναγνώριση του απαραβίαστου των συνόρων, εγγύηση της εθνικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητας, τσάκισμα των αλυτρωτισμών, ανάπτυξη της φιλίας και της συνεργασίας.

Όμως στην πολιτική δεν υπάρχουν πράγματα «από μόνα τους». Δεν υπάρχουν συμφωνίες αποστειρωμένες από το περιβάλλον τους, από τον ισχύοντα συσχετισμό και από το «μεγάλο αφεντικό» που τις επιβάλει, τις εγγυάται, τις διερμηνεύει και τις καθοδηγεί. Και η αμέσως επόμενη ερώτηση είναι: Το «μεγάλο αφεντικό» (δηλαδή στην περίπτωσή μας το ΝΑΤΟ) τι σχέση έχει με έννοιες όπως εθνική κυριαρχία, απαραβίαστο συνόρων, φιλία και συνεργασία;

Να σκεφτούμε πολιτικά

Το δεύτερο λάθος έχει να κάνει με τον εξοβελισμό της πολιτικής από την εκτίμηση της συμφωνίας. Το ποιος κερδίζει, ποιος χάνει και ποιος επιδιώκει τι, διαμορφώνει τον συσχετισμό δύναμης και ο συσχετισμός δύναμης διαμορφώνει τις κοινωνίες και επηρεάζει την ταξική πάλη. Αυτή η «λεπτομέρεια» διαφεύγει από τις αναλύσεις των ημερών. Εκτός και αν το ζήτημα του ονόματος δεν είναι πολιτικό, αλλά ιστορικό, φιλοσοφικό ή κοινωνιολογικό. Πολιτικά, αυτοί που κερδίζουν από τη συμφωνία είναι σε πρώτη φάση ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και συνακόλουθα οι αστικές τάξεις σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ που κατά συντριπτική πλειοψηφία θέλησαν και εργάστηκαν για τη συμφωνία.

Από την άλλη, οι εθνικιστικές και σοβινιστικές πλευρές, ενώ φαίνεται να υποχωρούν, αναδεικνύονται στην πραγματικότητα στον μοναδικό αντίπαλο στον κοσμοπολίτικο, αντιεθνικιστικό Νατοϊσμό. Σε βάθος χρόνου η ακροδεξιά θα μετρήσει κέρδη καθώς ενώ «έχασε το όνομα της Μακεδονίας» και τα μετερίζια της πατριδοκαπηλείας στα οποία αρεσκόταν, αναδείχθηκε σε αντίπαλο δέος. Αν λοιπόν θέλουμε να μετρήσουμε τη συμφωνία πολιτικά, πρέπει να απαντήσουμε στο αν τετραγωνίζεται ο κύκλος, αν δηλαδή κερδίζει ταυτόχρονα και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, και οι αστικές τάξεις και οι λαοί. Διαφορετικά, κάποιοι πανηγυρίζουν κατά λάθος. Και αυτοί μάλλον δεν είναι ούτε οι ιμπεριαλιστές, ούτε οι αστοί.

Να είμαστε πραγματικοί

Το τρίτο λάθος έχει να κάνει με την εκτίμηση της εποχής και των χαρακτηριστικών της. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, οι αριστεροί που καλοβλέπουν τη συμφωνία διαβεβαιώνουν ότι η αστική τάξη εξαπολύει τον εθνικιστικό παροξυσμό της και αυτός είναι ο βασικός αντίπαλος στον οποίο πρέπει να αντιταχθούμε. Οι συγκεκριμένοι σύντροφοι είναι και οι μόνοι που βλέπουν ότι ο εθνικισμός είναι σήμερα η επικρατούσα πολιτική της αστικής τάξης. Όλοι οι άλλοι βλέπουν αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει. Ότι δηλαδή ο εθνικισμός υπήρξε το βασικό καταφύγιο της ελληνικής αστικής τάξης στο μακρινό 1990, στην εποχή της κατάρρευσης και των αβεβαιοτήτων. Έκτοτε, στο συγκεκριμένο ζήτημα, και βασικά από την ενδιάμεση συμφωνία και μετά, έχει επικρατήσει ο απόλυτος ρεαλισμός και η εθνική γραμμή της σύνθετης ονομασίας, η οποία προσέκρουε στην αδιάλλακτη ηγεσία του Γκρούεφσκι. Όταν επικράτησαν και στη γειτονική χώρα οι δυνάμεις του αστικού εκσυγχρονισμού, το χάσμα γεφυρώθηκε και εγένετο συμφωνία.

Τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ στηρίζουν λυσσωδώς τα ιμπεριαλιστικά κέντρα του ευρωατλαντικού άξονα και οι αστικές τάξεις εκατέρωθεν των συνόρων. Στην Ελλάδα, μέχρι και η λαλίστατη Εκκλησία σιώπησε. Απέμεινε μια ΝΔ, διαρκώς έκθετη στα μάτια της ελληνικής άρχουσας τάξης και των ξένων πατρώνων της, που από τη μια επιχειρούσε να διατηρήσει τις γέφυρες με το δεξιό ακροατήριό της και από την άλλη δεν ήξερε πώς να κρύψει την επί της ουσίας συμφωνία της στη γραμμή Τσίπρα – Ζάεφ, αναγνωρίζοντας ότι αυτό είναι που θέλει η άρχουσα τάξη. Ας μην αμφιβάλει κανείς, ότι λίγο ακόμα να ζορίσουν οι Γερμανοί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ζητήσει δημοσίως συγνώμη για τον συγκυριακό εθνολαϊκισμό του. Πώς ακριβώς, σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί κανείς στα σοβαρά να ισχυριστεί ότι ο εθνικισμός είναι η κύρια πλευρά της αστικής πολιτικής; Και άρα ο εθνικισμός είναι που πρέπει να ηττηθεί σήμερα, εδώ και τώρα, μέσω αυτής της συμφωνίας;

Ο εθνικισμός και ο σωβινισμός είναι πλευρές της αστικής πολιτικής και χθες ή αύριο μπορεί να γίνουν κυρίαρχες. Αλλά όχι σήμερα. Η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης δείχνει ότι στο τιμόνι, σήμερα, δεν είναι τα ακροδεξιά παραληρήματα των αρχών του 90. Είναι ο ακραιφνής φιλοΝατοϊκός, φιλοδυτικός κοσμοπολιτισμός. Με μπόλικο αντιεθνικισμό, εκσυγχρονισμό, ευρωπαϊκό πνεύμα κοκ. Και αν ως Αριστερά καλά κάνουμε και είμαστε ενάντια στον εθνικισμό και στην πατριδοκαπηλεία, μήπως πρέπει να αποδώσουμε τη σημασία που πρέπει και στο Νατοϊσμό που ντύνεται με προβιά δημοκρατίας, αντιεθνικισμού και δικαιωμάτων;

Γιατί αυτή είναι η πλευρά που κυριαρχεί σήμερα στο ζήτημα της Μακεδονίας και συνολικά στην εξωτερική πολιτική: Δόγμα ακραίας προσχώρησης στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου, ένταξη στην αντιρωσική υστερία, προσμονή ανταλλαγμάτων από αυτή τη γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδας, καθώς, αν και πάντα ανήκε στο στρατόπεδο της Δύσης, ποτέ δεν ήταν τόσο βασιλικότερη του βασιλέως, όσο είναι σήμερα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η ελληνική αστική τάξη έχοντας σχετικά υποβαθμιστεί από τη μνημονιακή περίοδο, νομίζει ότι θα αντισταθμίσει τις ζημιές με τα προσδοκώμενα ανταλλάγματα αυτής της γεωπολιτικής μετατόπισης. Ο Τσίπρας πιστώνεται την επιτυχία αυτής της αστικής πολιτικής, αναδεικνύεται στον καλύτερο εκφραστή της, και εγγυάται και στο εσωτερικό κατεστημένο και στους ξένους δανειστές, ότι είναι ο ικανότερος να φέρει σε πέρας τη δουλειά.

Το ερώτημα είναι τι σχέση έχουμε εμείς με όλα αυτά και γιατί πρέπει να πανηγυρίζουμε την επιτυχία τους.

Μια νατοϊκή λύση δεν είναι λύση, αλλά υποθήκη για νέα δεινά

1. Η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ αποτελεί μια εξαιρετική εξέλιξη για τις ΗΠΑ και την ΕΕ που επέβαλαν λύση στο ονοματολογικό για να ισχυροποιηθεί άμεσα η Νατοϊκή παρουσία στα Βαλκάνια. Ανοίγει πλέον ο δρόμος για τη μαζική ένταξη κρατών της Νότιας Βαλκανικής στον ευρωατλαντικό άξονα, την ασφυκτική πίεση στη Σερβία, την περαιτέρω περικύκλωση της Ρωσίας. Μια Νατοϊκή λύση δεν είναι καλή λύση γιατί το πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί είναι εξ ορισμού προβληματικό, αποσταθεροποιητικό, επικίνδυνο. Η εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών και η υποχώρηση των εθνικιστικών και μισαλλόδοξων απόψεων θα ήταν θετική εξέλιξη αν το πλαίσιο δεν οριζόταν πατερναλιστικά και ασφυκτικά από τις ΗΠΑ. Το πρόσφατο παρελθόν της αμερικανικής παρουσίας στα Βαλκάνια δεν αφήνει σε κανέναν το περιθώριο να βλέπει στη συγκεκριμένη συμφωνία μόνο τα όσα γράφονται και όχι τα όσα συνεπάγονται.  Τέτοια παραδείγματα συμφωνιών, που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών και όχι τη συνεργασία και τη φιλία των λαών, υπάρχουν αρκετά, με άσχημη κατάληξη. Συμφωνίες με αρκετή «δημιουργική ασάφεια» που είναι θνησιγενείς. Η περιοχή μας, τα ίδια τα Βαλκάνια, η Κύπρος, πρέπει κάτι να θυμίζουν σε όσους υπερασπίζονται τη γραμμή «λύση, κι ας είναι και υπό το ΝΑΤΟ».

2. Η συγκεκριμένη συμφωνία αποτελεί μια νίκη για τις αστικές τάξεις και στις δύο χώρες. Ο εκατέρωθεν εθνικισμός έχει δώσει τη θέση του στον χυδαίο πραγματισμό, στη μονομερή προσκόλληση στον ευρωατλαντικό άξονα, στην πάση θυσία και χωρίς καμιά αναστολή υπηρέτηση των σχεδίων των ΗΠΑ και της ΕΕ. Οι δύο πρωθυπουργοί εκφράζουν τα πιο δυτικόφιλα τμήματα των αστικών τους τάξεων και για αυτό απολαμβάνουν της πλήρους εμπιστοσύνης των ιμπεριαλιστών της ΕΕ και των ΗΠΑ. Δεν κάνουν απλά το χατίρι στο ΝΑΤΟ που θέλει άμεση και γρήγορη λύση του ονοματολογικού, αλλά έχουν βασίσει τη στρατηγική τους στην πλήρη, οργανική, ολοκληρωτική και φανατική προσχώρηση στο στρατόπεδο των ΗΠΑ. Ειδικά στην ΠΓΔΜ η αντιπολίτευση εκφράζει έναν διαφορετικό, φιλο-ρωσικό προσανατολισμό, που όμως προς το παρόν είναι μειοψηφικός. Αντίθετα, στην Ελλάδα, δεν υπάρχει τμήμα της αστικής τάξης με αντιδυτικό προσανατολισμό. Η στάση της ΝΔ και η στροφή της στην πατριδοκαπηλεία αφορά αποκλειστικά το εκλογικό της ακροατήριο και το γεγονός ότι νιώθει παραγκωνισμένη από τον διεθνή παράγοντα καθώς ο Τσίπρας βγάζει καλύτερα και αποτελεσματικότερα τη δουλειά για τον αμερικάνικο και ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό.

3. Το γεγονός ότι σε αυτή τη φάση δεν κυριαρχούν οι ακραίες και εθνικιστικές φωνές και στις δύο χώρες δεν σημαίνει ότι ο εθνικισμός και ο σωβινισμός παύουν να είναι όπλο στη φαρέτρα της αστικής πολιτικής. Ανάποδα, με τον προκλητικά αμερικανόδουλο τρόπο που πολιτεύονται Τσίπρας και Ζάεφ, με την ωμή και χυδαία παρεμβατικότητα των Αμερικάνων, ο εθνικισμός και η πατριδοκαπηλεία αναδύονται ως η μοναδική εναλλακτική στην ακραία φιλονατοϊκή πολιτική. Από αυτή την άποψη, ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η ακροδεξιά, κερδίζουν, γιατί ενώ παραμένουν χρήσιμη εναλλακτική για το σύστημα, φαντάζουν διαφορετικοί. Ιστορικά ο εθνικισμός και ο σωβινισμός ήταν ο κατεξοχήν τρόπος για τη μετακύλιση της κρίσης σε ανώδυνα κανάλια. Όμως για την Αριστερά δεν είναι αδιάφορο αν τη σημαία του αντιεθνικιστικού αγώνα τη σηκώνει ο κοσμοπολίτικος αντιεθνικισμός που καταλήγει φιλοιμπεριαλισμός. Στον μετακομμουνιστικό κόσμο άλλωστε, αυτό είναι το βασικό πολιτικό μπλοκ που προωθεί και εφαρμόζει την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, τις πλέον νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τις πολεμικές επεμβάσεις ή τις πορτοκαλί αντεπαναστάσεις ενάντια σε κυρίαρχα έθνη και λαούς. Σήμερα ο αντιεθνικισμός των Τσίπρα – Ζάεφ, από τη μια αποτελεί τον καλύτερο υπηρέτη των ιμπεριαλιστών, από την άλλη αναδεικνύει πανευτυχής ως βασικό του αντίπαλο την εθνικιστική και ακροδεξιά ρητορική. Η αντιμπεριαλιστική, διεθνιστική, αριστερή οπτική είναι απούσα. Εξέλιξη καθόλα βολική και ευπρόσδεκτη για τους αστικούς και ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.

4. Οι λαοί και οι εργαζόμενες τάξεις εκατέρωθεν των συνόρων όχι απλά δεν έχουν κάτι να κερδίσουν από τη συγκεκριμένη συμφωνία, αλλά έχουν πολλά να διακινδυνεύσουν. Οι δύο χώρες δένονται ακόμα πιο βαθιά και ολοκληρωτικά στις νατοϊκές επιδιώξεις τις οποίες η πρόσφατη ιστορία έχει αποδείξει εντελώς επικίνδυνες. Η σταθερότητα υπό τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αποτελεί βήμα αποσταθεροποίησης, εγγραφή υποθήκης για μελλοντικές αναταράξεις, όποτε τα υπερατλαντικά συμφέροντα προστάξουν. Το δε δηλητήριο του εθνικισμού και της ξενοφοβίας δεν θα ρέει λιγότερο, επειδή δεν ορίζει συγκυριακά την επίσημη κρατική πολιτική. Άλλωστε το ίδιο ή και περισσότερο επικίνδυνος με τον εθνικιστικό και καθυστερημένο αστισμό είναι και ο εκσυγχρονιστικός και αντιεθνικιστικός αστισμός, που αφού καθημάξει οικονομικά και κοινωνικά τη χώρα, ανακαλύπτει τη νέα μεγάλη ιδέα στην πλήρη προσχώρηση στους νατοϊκούς σχεδιασμούς. Το διεθνιστικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, και στους δύο λαούς, κάνει ακόμα ένα βήμα πίσω και η υποχώρηση έως εκμαυλισμός συνειδήσεων θυμίζει τις εποχές του Βαν Φλιτ και του «στρατηγέ μου ιδού ο στρατός σας». Στην ΠΓΔΜ το βασικό επιχείρημα του Ζάεφ υπέρ της συμφωνίας, είναι ότι η χώρα του θα χορτάσει αν μπει στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ (πράγμα που δεν επιβεβαιώθηκε για παράδειγμα στη γειτονική Βουλγαρία). Στη δε Ελλάδα η πρώην Αριστερά υπερηφανεύεται ότι αποτελεί το καλό παιδί των ΗΠΑ και της ΕΕ. Με τη συμφωνία αυτή, τον τρόπο που μεθοδεύεται και το πλαίσιο της, ο φιλοιμπεριαλιστικός κοσμοπολιτισμός κερδίζει, η εθνικιστική ρητορεία κερδίζει, η αντιιμπεριαλιστική και διεθνιστική πλευρά υποχωρεί. Σε ένα αυριανό επεισόδιο στην περιοχή ή σε μια αλλαγή των συσχετισμών, οι δύο λαοί θα είναι ακόμα πιο ευάλωτοι σε ιμπεριαλιστικά σχέδια ή/και σε εθνικιστικές προβοκάτσιες.

5. Η συμφωνία Τσίπρα Ζάεφ πρέπει να αντιμετωπιστεί πολιτικά. Εξετάζοντας το ισοζύγιο και το συσχετισμό των δυνάμεων διεθνώς και εσωτερικά. Το ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν από μια τέτοια συμφωνία. Ανάποδα με πολλές φωνές που βλέπουν είτε εθνική προδοσία είτε εθνικό θρίαμβο, ίσως και ελληνικό ιμπεριαλισμό, η αλήθεια δεν βρίσκεται εκεί. Η συμφωνία ως τέτοια, αντανακλά έναν συμβιβασμό που σε ένα πλαίσιο φιλίας, αλληλεγγύης, ακηδεμόνευτης, ελεύθερης και δημοκρατικής έκφρασης, των δύο λαών, χωρίς αλυτρωτισμούς και επιθετικές διαθέσεις, θα μπορούσε να λειτουργήσει. Στο ευρωατλαντικό πλαίσιο, στο περιβάλλον της ιμπεριαλιστικής επιβολής και εξάρτησης, με τις αστικές τάξεις της περιοχής να προσδένονται στενά στο επικίνδυνο για τους λαούς άρμα των ΗΠΑ και της ΕΕ, η συμφωνία αυτή είναι αρνητική, από την αρχή ως το τέλος. Μια συμφωνία άλλωστε, δεν αφορά μόνο τα όσα γράφονται στο χαρτί, αλλά και όσα γίνονται, εννοούνται ή συνεπάγονται. Το βασικό πρόβλημα για τους λαούς της περιοχής είναι (διαχρονικά) πρόβλημα πολέμου, αποσταθεροποίησης, ρευστοποίησης, αμφισβήτησης συνόρων και εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Αν τα πράγματα είναι έτσι, το καθήκον των λαών είναι να περιορίσουν τους εμπρηστές του πολέμου, όχι να τους δώσουν τα κλειδιά του σπιτιού τους, ούτε να τους αφήσουν να κανονίσουν και τις σχέσεις με τη γειτονιά.

6. Μεγαλύτερη ίσως σημασία από τη συμφωνία, έχουν τα πολιτικά της απόνερα στην Ελλάδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώνεται ως το αγαπημένο και αποτελεσματικότερο κόμμα του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών. Το ΚινΑλ διχάζεται με τους μισούς να επιλέγουν αυτό που επιθυμεί η αστική τάξη και να κινούνται προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τους άλλους μισούς να τοποθετούνται αρνητικά για να μπορέσουν να επιβιώσουν ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ. Στη δυσκολότερη φάση βρίσκεται η ΝΔ η οποία βλέπει την εδώ και λίγα χρόνια επίσημη αστική γραμμή για «σύνθετη ονομασία για όλες τις χρήσεις με γεωγραφικό προσδιορισμό», να γίνεται πράξη από τον Τσίπρα. Το πολιτικό αποτέλεσμα της συμφωνίας είναι ότι το Κέντρο διχοτομείται ανάμεσα στους δύο πόλους (ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ), η δε ΝΔ σπρώχνεται κι άλλο προς τα δεξιά χάνοντας και άλλους πόντους αξιοπιστίας προς τους δανειστές, την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Η πρόταση δυσπιστίας είναι απέλπιδα προσπάθεια να κερδηθεί το παιχνίδι των εντυπώσεων, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης έμεινε να διαχειρίζεται τις εθνικιστικές εξάρσεις και να σχολιάζει τη διπλότητα και τον χαμαιλεοντισμό των ΑΝΕΛ. Όχι και σπουδαία πράγματα δηλαδή. Όλα αυτά δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, πέραν των μνημονίων, διαχειρίζεται αποτελεσματικά και τις γεωπολιτικές επιδιώξεις του ιμπεριαλισμού. Εκ των πραγμάτων, ακόμη και αν χάσει τις επόμενες εκλογές λόγω φθοράς, εδραιώνεται ως ο ένας (και ιδιαίτερα αποτελεσματικός) πόλος του αστικού πολιτικού φάσματος.

7. Το καθήκον της Αριστεράς και ειδικά της κομμουνιστικής Αριστεράς σήμερα είναι να μιλήσει και να πράξει πολιτικά. Να κρίνει τη συμφωνία και τις εξελίξεις ενταγμένα στο πλαίσιο που συμβαίνουν και να εκτιμήσει το συσχετισμό, τις δυνάμεις που ωφελούνται και τις δυνάμεις που χάνουν. Η Αριστερά δεν κρίνει ως σχολιαστής, δημοσιογράφος, ιστορικός ή καθηγητής διεθνούς δικαίου. Η Αριστερά κρίνει και κυρίως πράττει, ως πολιτική δύναμη ανατροπής της αστικής πολιτικής και των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων. Αν αυτά ισχύουν, είναι προφανές ότι η αριστερή στάση απέναντι στη συμφωνία πρέπει να είναι αρνητική, καθώς μια νατοϊκή λύση δεν είναι λύση αλλά υποθήκη για νέα δεινά. Απαιτείται διμέτωπος αγώνας ενάντια στην κρατούσα αστική πολιτική (φιλοΝατοϊκή/αντιεθνικιστική) αλλά και στην εναλλακτική της εκδοχή (εθνικιστική/ξενοφοβική). Και πάνω από όλα ιεράρχηση του βασικού εχθρού της ειρήνης, της σταθερότητας, της ομαλής συνύπαρξης των λαών και των εθνών, ο οποίος στον μετακομμουνιστικό κόσμο έχει ένα όνομα: Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Το ΚΚΕ, η αριστερά και τα συλλαλητήρια της πατριδοκαπηλείας

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Το πατριδοκάπηλο συλλαλητήριο της 4ης Φεβρουαρίου τελειώσε. Ο βασικός κερδισμένος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και σε δεύτερο χρόνο η ακροδεξιά εντός και εκτός της ΝΔ. Μέρος του συστήματος (ΝΔ, ΜΜΕ) «έπαιξε» αυτό το συλλαλητήριο σε μια αντικυβερνητική κατεύθυνση και η αναδιάταξη στη δεξιά-ακροδεξιά παραμένει ερώτημα.

Η εναπομείνασα αριστερά και οι αριστεροί, μετράνε τις πληγές τις επόμενης μέρας. Όχι μόνο γιατί ένα πάλαι ποτέ σύμβολο της, ο Μίκης, μίλησε σαν εκπρόσωπος τύπου της ακροδεξιάς πτέρυγας της ΝΔ και νομιμοποίησε τους Ναζί. Αλλά κυρίως γιατί η συνολική της εικόνα, τις βδομάδες αυτές του «μακεδονικού», ήταν μια εικόνα μικροκομματικών επιδιώξεων και άστοχων τοποθετήσεων.

Άλλοι θεώρησαν ότι θα καβαλήσουν το κύμα της «πατριωτικής» έξαρσης για να ψαρέψουν σε θολά νερά, όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Άλλοι μεταξύ εθνικισμού και καιροσκοπισμού, οι οποίοι όπου βλέπουν κόσμο να κινείται βλέπουν θετικές διεργασίες (Καταλονία πριν 2 μήνες, πατριδοκάπηλα συλλαλητήρια σήμερα), όπως η ομάδα γύρω από την εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς. Χωρίς κανένα κριτήριο, αρχές, αξίες.

Άλλοι έγιναν πρόθυμη συνιστώσα του «αντιεθνικιστικού» μετώπου στο οποίο πρωτοστατεί η κυβέρνηση. Κάποιοι, έξω από κάθε κοινή λογική, πρωτοστάτησαν στο να εξαφανίσουν το υπαρκτό πρόβλημα του αλυτρωτισμού της ΠΓΔΜ-που είναι μια ειδική μορφή εθνικισμού-πρόβλημα που αναγνωρίζει όμως ο νυν πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ Ζάεφ.

Έλλειψε εκκωφαντικά μια αντιιμπεριαλιστική παρέμβαση και τοποθέτηση, σε ένα κατεξοχήν πρόβλημα ιμπεριαλιστικής προωθούμενης «λύσης». Και σε ένα τέτοιο καθήκον, ιστορικά και πολιτικά, η κομμουνιστική αριστερά έπρεπε να πρωτοστατήσει.

Η απλή, λογική, «αυτονόητη» ανάγκη, για μια πλατιά πρωτοβουλία με κεντρικά συνθήματα έξω τα ΝΑΤΟ από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια-καμία συμφωνία για χάρη του ΝΑΤΟ δεν τέθηκε.

Μια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να καλέσει από παρεμβάσεις στις γειτονιές έως μια αντιιμπεριαλιστική διαδήλωση, κάποιες μέρες πριν το συλλαλητήριο των πατριδοκάπηλων, στην πρεσβεία των ΗΠΑ, την «μήτρα» των λύσεων και το βασικό υπεύθυνο – όχι το μοναδικό – των προβλημάτων στην περιοχή.

Το «αντιφασιστικό» συλλαλητήριο του Σαββάτου, το οποίο κάλεσαν Ανταρσυα, ΛΑΕ και άλλες δυνάμεις, δεν ήταν κάτι τέτοιο. Από το βασικό σύνθημα έως την κατάληξη (γραφεία Χρυσής Αυγής) δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα. Ήταν ένα αντιφασιστικό συλλαλητήριο, ετεροκαθοριζοταν από τη δράση των χρυσαυγιτών, αντικειμενικά εντάσσονταν στη λογική του «αντιεθνικιστικού μετώπου», αφήνοντας έξω την βασική πλευρά της αντίθεσης, που είναι η κυβερνητική Νατοϊκή γραμμή για «συμβιβασμό και λύση».

Μια πρωτοβουλία που θα έδινε ένα ανεξάρτητο αντιιμπεριαλιστικό και πατριωτικό στίγμα της αριστεράς και θα εμπόδιζε την ταύτιση πατριωτισμού-εθνικισμού.

Μια πρωτοβουλία στην οποία θα τίθονταν οι βασικοί αντίπαλοι. Το ΝΑΤΟ, οι βάσεις του από τη Σούδα ώς την υπερ-βάση στο Κόσσοβο, τα κόμματα που το στηρίζουν, από το ΣΥΡΙΖΑ έως τη ΝΔ , την κεντροαριστερά και τη Χρυσή Αυγή.

Μια πρωτοβουλία για την οποία το ΚΚΕ, λόγω μαζικότητας και μόνο, είχε ευθύνες. Τι νόημα έχουν οι κομματικές παρελάσεις των χιλιάδων μελών όταν αυτός ο κόσμος δεν καλείται να αναλάβει δράση όταν αναπτύσσονται οι δυναμικές; Είναι γνωστή η ανθενωτική λογική του ΚΚΕ. Γιατί έστω δεν οργάνωσε ένα τέτοιο συλλαλητήριο; Δεν είναι πρόβλημα για το ΚΚΕ ότι ο συνολικός συσχετισμός αντιδραστικοποιείται με τα συλλαλητήρια των πατριδοκάπηλων; Περιμένει το ΚΚΕ από τον «αντικυβερνητικό» αγώνα του εσμού της δεξιάς-ακροδεξιάς να πάρει κάποιο (εκλογικό) κοκκαλάκι; Δε θέλει να συγκρουστεί-πάλι για χάριν των δημοσκοπήσεων- με το ρεύμα της «πατριωτικής» έξαρσης; Στο πρωτοσέλιδο της Κυριακής ο Ριζοσπάστης ονομάτιζε ως υπεύθυνο τα σχέδια ΗΠΑ-Ε.Ε. στην περιοχή και τους αλυτρωτισμούς. Σωστό, Όμως με πρωτοσέλιδα θα γίνει αποκάλυψη του ρόλου του ΝΑΤΟ, καταγγελία της κυβέρνησης, της ΝΔ και των πατριδοκάπηλων και απόσπαση κόσμου που αγωνιά και στον οποίο ψαρεύουν οι παραπάνω με θολά και εθνικιστικά συνθήματα;

Αλήθεια ποιος ο ρόλος και ο χαρακτήρας του ΚΚΕ στην ελληνική κοινωνία; Να «τα λέει» και να «έχει πάντα δίκιο»; Υπάρχουν άμεσα καθήκοντα κάθε φορά; Η δεν απασχολεί το ΚΚΕ πως χτίζονται οι συνειδήσεις και οι συσχετισμοί κάθε φορά; Πως φτιάχτηκε το μέτωπο των πατριδοκάπηλων από εθνικιστές έως τη ΝΔ και πρώην αριστερούς; Έπρεπε το ΚΚΕ να καλέσει κάθε αντιΝΑΤΟική-αντιιμπεριαλιστική φωνή και δύναμη για το δικό μας μέτωπο, σε κόντρα με τον κοσμοπολιτισμό και τον εθνικισμό; Η από θέση αρχής το ΚΚΕ δε θα συμμαχεί ποτέ, για κανένα θέμα και με κανέναν;

Το ΚΚΕ «γιορτάζει» τα 100 χρόνια του. Συχνά – πυκνά στελέχη του επικαλούνται την πολύχρονη πείρα του. Σίγουρα έχει την πείρα να αντιληφθεί τι θα σήμαινε ένα συλλαλητήριο αρκετών χιλιάδων διαδηλωτών στην πρεσβεία των ΗΠΑ με κεντρικά συνθήματα έξω τα ΝΑΤΟ από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια-καμία συμφωνία για χάρη του ΝΑΤΟ. Πως θα πίεζε από τον Άδωνι, έως και το Μίκη. Δεν του «ξέφυγε», ηθελημένα δεν το έπραξε. Με κριτήριο την κάλπη και το κόμμα-μαγαζί και όχι τον γενικό συσχετισμό και τη λεηλασία του κόσμου από τον εθνικισμό και τον κυβερνητικό κοσμοπολιτισμό.

Μεγάλος κερδισμένος ο ΣΥΡΙΖΑ από το συλλαλητήριο

Τα φαινόμενα ίσως απατούν, αλλά το σημερινό συλλαλητήριο για τη Μακεδονία βγάζει κερδισμένο τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πρώτον επειδή αποδεικνύει για μια ακόμα φορά, και στην ελληνική άρχουσα τάξη και στον ιμπεριαλισμό, ότι το κόμμα που εξυπηρετεί πιο αποτελεσματικά και ικανά τα αστικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις του ευρωατλαντικού άξονα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Η άρχουσα τάξη έχει γραμμή για το μακεδονικό και είναι ανταγωνιστική με το κεντρικό σύνθημα του συλλαλητηρίου. Δεν είμαστε στα 1992 όταν σύσσωμος ο αστικός κόσμος οχυρώθηκε πίσω από τη μη παράδοση του ονόματος. Η σημερινή γραμμή του αστισμού είναι η αποδοχή σύνθετης ονομασίας ανοίγοντας το δρόμο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και (μελλοντικά) και στην ΕΕ. Είναι η γραμμή που επιβάλουν με κάθε μέσο οι διεθνείς οργανισμοί και τα επιχειρηματικά συμφέροντα, είναι η λύση που επιζητά το ελληνικό κεφάλαιο. Στη γραμμή αυτή συντάσσονται σημαντικά τμήματα της ΝΔ, ακόμη και αν η πατριδοκαπηλεία και ο εθνικισμός παραμένουν αναγκαίες γέφυρες της αξιωματικής αντιπολίτευσης με το εκλογικό της ακροατήριο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποκαθιστά ανοικτά τη ΝΔ ως το κατεξοχήν κόμμα της αστικής τάξης. Αφού κατακάτσει ο κουρνιαχτός από το συλλαλητήριο ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει κι άλλους πόντους στην εμπιστοσύνη του αστισμού και των δανειστών. Η αλλοπρόσαλη και αντιφατική στάση της ΝΔ που από την αποδοχή της σύνθετης ονομασίας εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, μεταπήδησε στο «καμιά παραχώρηση στο όνομα» για λόγους εκλογικού ακροατηρίου, θα πιστωθεί αρνητικά.

Δεύτερον, επειδή ο αντίπαλος της κυβέρνησης, όπως αναδείχθηκε από το συλλαλητήριο δεν είναι ένα μαζικό κίνημα πρώτα και κύρια ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και στην άνωθεν (και σε αυτά τα πλαίσια) επιβαλλόμενη λύση του ονοματολογικού. Στο συλλαλητήριο εκφράστηκε ένα συνονθύλευμα δυνάμεων, που ακόμα και αν στο σύνολό τους δεν είναι εθνικιστικές, συγκροτείται κάτω από το εθνικιστικό, ρηχό, ανιστόρητο και επικίνδυνο «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική». Η πατριδοκαπηλεία και ο εθνικισμός για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όχι απλά δεν είναι επικίνδυνος αντίπαλος, αλλά είναι ένας βολικός αντίπαλος. Η μετακύλιση της κρίσης στον εθνικισμό είναι μια διαχρονικά καλή συνταγή για την άρχουσα τάξη. Το συλλαλητήριο, υπό αυτούς τους όρους, ήταν λοιπόν καλοδεχούμενο από ισχυρό τμήμα του κατεστημένου, ακόμη και αν το επί της ουσίας αίτημά του (“όχι στη σύνθετη ονομασία”) δεν είναι αποδεκτό και θα ανατραπεί πανεύκολα σε λίγες μέρες. Τα πράγματα θα ήταν αλλιώς αν αντί για έναν εθνικιστικό και εύκολα αντιμετωπίσιμο αντίπαλο, υπήρχε ένα αντιμπεριαλιστικό κίνημα που υπερασπίζεται την εθνική ανεξαρτησία και κατανοεί ότι αυτός που την απειλεί δεν είναι η σύνθετη ονομασία αλλά η διαχρονική βαλκανοποίηση της Βαλκανικής από τους ευρωατλαντικούς προστάτες. Στην περίπτωση αυτή η κυβέρνηση Τσίπρα θα έπρεπε να απολογείται, όχι γιατί αποδέχεται τη σύνθετη ονομασία, αλλά γιατί έχει καταντήσει το πιστότερο σκυλάκι των ΗΠΑ και της ΕΕ και μετά την κοινωνική και οικονομική καταστροφή των μνημονίων, βάζει και την ίδια τη χώρα στον πάγκο του χασάπη ιμπεριαλισμού.

Τρίτον, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ εύκολα πλέον θα πιέσει και θα κερδίσει από τα δεξιά του, καθώς από τα αριστερά του δεν απειλείται από κανέναν. Θα πιέσει αποτελεσματικά το ακραίο κέντρο και τον λεγόμενο μεσαίο χώρο, θα ζορίσει ακόμη και τη ΝΔ που με το ένα πόδι παραβρίσκεται στα συλλαλητήρια της πατριδοκαπηλείας και με το άλλο πόδι διεκδικεί να είναι το σύγχρονο ευρωπαϊκό αστικό κόμμα, το αγαπημένο των δανειστών και της άρχουσας τάξης. Σε αντίθεση με αυτά που φανταζόμαστε, τα συλλαλητήρια δεν υπαγορεύουν την πολιτική των κυβερνήσεων (το 2015 δεν είναι μακριά), ούτε κερδίζουν εκλογές. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ παίζουν πλέον στο ίδιο γήπεδο, καθώς εκφράζουν τα ίδια ταξικά συμφέροντα. Νικητής θα είναι αυτός που θα πείσει ότι εκφράζει καλύτερα τα συμφέροντα της τάξης που υπηρετεί. Η κυβέρνηση Τσίπρα αποδείχθηκε ικανότερη να εμπεδώσει κοινωνικά και οικονομικά τα μνημόνια και να δεσμεύσει τη χώρα σε επιτροπεία διαρκείας και εσαεί λιτότητα. Ακόμη περισσότερο, στο μακεδονικό, η κυβέρνηση Τσίπρα εκφράζει πολύ πιο καθαρά τις επιδιώξεις της ελληνικής άρχουσας τάξης. Η επίλυση του θέματος της ονομασίας και η συνακόλουθη ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ είναι η κατεύθυνση που έχει χαράξει ο ευρωατλαντικός άξονας και ακολουθεί πλήρως ο ελληνικός αστισμός. Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μετά την κατραπακιά των μνημονίων και της οικονομικής καθίζησης, βλέπει πεδίο δόξης λαμπρόν, συνοδευόμενο από ανταλλάγματα (έστω και ελάχιστα), αν η Ελλάδα εδραιωθεί ως η σταθερή, δυτικόφιλη, υπάκουη δύναμη της περιοχής.

Τέταρτον, γιατί το συλλαλητήριο της Αθήνας, παρά το ότι πολιτικά μετατοπίστηκε από τον ακραιφνή εθνικιστικό χαρακτήρα του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης, δεν δίνει διέξοδο στο πρόβλημα. Η συμμετοχή του Μίκη επιχείρησε να ξεπλύνει τον χαρακτηρισμό του συλλαλλητηρίου ως ακροδεξιό, αλλά η ομιλία του ήταν χειρότερη από τη συμμετοχή του. Η αποθέωση του μέχρι πρότινος «εθνολαϊκιστή αντιμνημονιακού» Μίκη από το ΣΚΑΙ είναι ενδεικτική. Δεν είναι το πρώτο, ίσως ούτε το χειρότερο λάθος που κάνει ο Μ.Θεοδωράκης ως πολιτικός, αλλά το πρόβλημα είναι βαθύτερο για τους υποστηρικτές του συλλαλητηρίου. Το πλαίσιο που συγκρότησε το σημερινό συλλαλητήριο είναι παιχνιδάκι για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η δε αποστροφή του Μίκη «αφήστε τους Σκοπιανούς να ζουν τον εθνικό τους μύθο, αλλά εμείς δεν θα τους παραδεχτούμε ποτέ ως Μακεδόνες» σημαίνει ότι η μόνη εναλλακτική στη σύνθετη ονομασία υπό το ΝΑΤΟ, είναι η διπλή ονομασία που ντε φάκτο υπάρχει: Οι Έλληνες θα αποκαλούν τη γειτονική χώρα Σκόπια και όλος ο άλλος κόσμος Μακεδονία. Σπουδαία επιτυχία… Απέναντι σε αυτό η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει μια πολύ πειστικότερη αφήγηση: Εμπέδωση του ρόλου της χώρας ως πειθήνιας και σταθερής δυτικόφιλης δύναμης, εκμετάλλευση των προβλημάτων των ΗΠΑ με την άτακτη Τουρκία και προβολή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ως της φιλοαμερικανικότερης κυβέρνησης της περιοχής, ολοσχερής προσχώρηση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αίγυπτος, παραχώρηση στη σύνθετη ονομασία για να ενταχθεί η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και να επιταχυνθεί/διασφαλιστεί η αμερικανική απόβαση στα Δυτικά Βαλκάνια. Στα πλαίσια αυτά όλο και κάποιο αντάλλαγμα μπορεί να έρθει, σε μια καθημαγμένη από τα μνημόνια χώρα. Αν συγκρίνουμε τις δύο, τάχα αντιπαραθετικές πολιτικές, η αφήγηση ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πειστικότερη από τις ρηχές και διόλου αντιμπεριαλιστικές κραυγές του συλλαλητηρίου. Πειστικότερη όχι μόνο για την άρχουσα τάξη, αλλά και για ισχυρά τμήματα κοσμοπολίτικων μεσαίων στρωμάτων.

Συμπέρασμα;

Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως η λογική και ήρεμη δύναμη που βγάζει όλη τη δύσκολη δουλειά για την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Πέραν της εμπέδωσης των μνημονίων (εργασία ιδιαίτερα δύσκολη προ του 2015 και με τεράστιο πολιτικό κόστος), προβάλει ως ικανός διαχειριστής των ευνοϊκών συγκυριών στα εθνικά θέματα (πίεση ΝΑΤΟ για επίλυση του ονοματολογικού). Η κόντρα του δεν είναι με ένα αντιμπεριαλιστικό λαϊκό κίνημα, αλλά με ένα συνονθύλευμα εθνικιστικών και πατριδοκάπηλων δυνάμεων, εύκολα διαχειρίσιμων. Ταυτόχρονα το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ VS Ακροδεξιά λειτουργεί ως ευτυχής σανίδα σωτηρίας για την ίδια την κυβέρνηση Τσίπρα. Τέλος η δεξιά πολυκατοικία μπαίνει σε φάση τριγμών καθώς θα πρέπει να συμβιβάσει την κληρονομιά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για ένα κόμμα καθαρόαιμο εκφραστή των συμφερόντων των ΗΠΑ και του αστισμού, με τη σημερινή διαχείριση του Κυριάκου Μητσοτάκη που αποδεικνύει για δεύτερη φορά μετά τον ΓΑΠ ότι «τα παιδιά δεν κάνουν για τη δουλειά» την οποία τους αναθέτουν.

Κοντολογίς, ο ΣΥΡΙΖΑ ανασυντάσσεται σε βάθος χρόνου, υποκαθιστά τη ΝΔ ως το αποτελεσματικότερο αστικό/φιλοΕΕ/φιλοΗΠΑ κόμμα, εκφράζει το μεσαίο χώρο του «ακραίου κέντρου» και της «κοινής λογικής», υποβιβάζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε απολογητή των ρηχών, εθνικιστικών και αναποτελεσματικών γραφικοτήτων, ενώ στριμώχνει και τις όποιες εξ αριστερών του δυνάμεις κάτω από τη δική του ομπρέλα προβάλλοντας (και τεχνηέντως υπερτονίζοντας) τον κίνδυνο της ακροδεξιάς. Τρία χρόνια μετά τη μεγάλη απάτη του Γενάρη του 2015, εξακολουθεί να αναζητείται αντιπολίτευση.

Όχι στα συλλαλητήρια της πατριδοκαπηλείας – Έξω οι Ιμπεριαλιστές από τα Βαλκάνια

Ανακοίνωση από την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

ΟΧΙ ΣΤΑ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΚΑΠΗΛΕΙΑΣ

ΕΞΩ ΟΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

ΕΞΩ Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΤΟ

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ

Το σύγχρονο «μακεδονικό πρόβλημα» δημιουργήθηκε τρεις δεκαετίες πριν, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας από την ωμή και βίαιη επέμβαση των ιμπεριαλιστών των ΗΠΑ και ΕΕ. Ξαναβρέθηκε πρόσφατα στην ημερήσια διάταξη, πάλι από αυτούς που το δημιούργησαν: τώρα, η στρατηγική των ιμπεριαλιστών υπαγορεύει την άμεση ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ, άρα καιτην άρση του ελληνικού βέτο. Η πρόθυμη κυβέρνηση Τσίπρα έσπευσε να ανταποκριθεί αφού κάθε επιθυμία των προστατών είναι γι’ αυτήν διαταγή. Ο ελληνικός αστισμός τη στηρίζει ώστε να βρεθεί γρήγορα «λύση».

Σε συνθήκες γενικής υποχώρησης του λαϊκού κινήματος και σχεδόν ανυπαρξίας αντιιμπεριαλιστικού προσανατολισμού, οι βρικόλακες της πατριδοκαπηλίας βγήκαν μπροστά. Αμβρόσιοι, ψωμιάδηδες, φασίστες απόστρατοι, χρυσαυγίτες, ανέλαβαν την «υπεράσπιση» της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Από κοντά και σημαντικό τμήμα της ΝΔ ποντάροντας στο «μακεδονικό» για τη φθορά της κυβέρνησης. Το οικονομικό τσάκισμα και η εθνική ταπείνωση που βιώνει την εποχή των μνημονίων ο ελληνικός λαός, διευκολύνει τη διάχυση του εθνικιστικού δηλητήριου. Η μαζικότητα του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης αυτό αποδεικνύει.

Το εσωτερικό σκηνικό που στήνεται είναι από τη μία η κυβέρνηση Τσίπρα που αξιοποιεί μια ευνοϊκή για την Ελλάδα γεωπολιτική συγκυρία για να βρει μια βιώσιμη λύση με τους γείτονες, καιαπό την άλλη οι πατριδοκάπηλοι. Όμως και οι δυο τους ψήφισαν και ψηφίζουν -με χέρια και πόδια- τα μνημόνια που εξαθλιώνουν το λαό και εκχωρούν την εθνική κυριαρχία. Και οι δυο συμφωνούν στο ξεπούλημα του εθνικού πλούτου και των υποδομών. Και οι δυο συμφωνούν με τη στρατηγική συνεργασία με τους σιωνιστές του Ισραήλ, ναρκοθετώντας τη φιλειρηνική πορεία της χώρας. Γιατί τελικά και οι δυο εκφράζουν με πλήρη συνέπεια την αμερικανοδουλεία και την ευρωδουλεία.

Το συλλαλητήριο που οργανώνεται την Κυριακή στην Αθήνα έχει λάθος σύνθημα, λάθος στόχο, λάθος συμμαχίες, λάθος φίλους, λάθος εχθρούς και επικίνδυνους διοργανωτές. Δεν γίνεται για την υπεράσπιση της Μακεδονίας. Όταν ξεπουλιόνταν τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, οι δρόμοι, ο ορυκτός πλούτος της Μακεδονίας, οι «μακεδονομάχοι» της συμφοράς υπερθεμάτιζαν ή απουσίαζαν. Το συλλαλητήριο της Κυριακής στοχεύει να διοχετεύσει την ταξική αγανάκτηση και την εθνική ταπείνωση του λαού σε ανώδυνα για το σύστημα κανάλια. Να αναδιατάξει τη δεξιά και να αναδιαμορφώσει συνολικά το πολιτικό σύστημα σε ακόμα πιο αντιδραστικό επίπεδο.

Το συλλαλητήριο της Κυριακής δεν προκαλεί καμία πολιτική φθορά στη μνημονιακή κυβέρνηση Τσίπρα. Αντίθετα, την ενισχύει γιατί την κάνει να φαντάζει ως ρεαλιστική, φιλειρηνική και εκσυγχρονιστική συγκρινόμενη με τους φασίστες, τους γραφικούς, τους πολεμοκάπηλους.

Η εξόφθαλμη προσπάθεια των διοργανωτών του, να στρογγυλέψουν τα ακροδεξιά χαρακτηριστικά του (που στη Θεσσαλονίκη εμφανίστηκαν με εντελώς απεχθές πρόσωπο) δεν πρέπει να παραπλανήσει κανέναν. Ενδεχόμενη συμμετοχή προσωπικοτήτων κύρους με αναφορά στην αριστερά δεν μπορεί να αλλοιώσει τον αντιδραστικό χαρακτήρα του.

Ένα γνήσιο λαϊκό συλλαλητήριο θα είχε στόχο την έξοδο της χώρας από το ΝΑΤΟ και όχι τη χρήση του σαν «διαπραγματευτικό χαρτί». Θα διοχέτευε τη λαϊκή οργή ενάντια στο πολιτικό προσωπικό που ξεπούλησε την πατρίδα στους δανειστές αντί να τους ξεπλένει. Θα έβαζε απέναντι τους υποτακτικούς των ΗΠΑ – ΕΕ και τους εθνικιστές και από τις δύο πλευρές. Όχι το λαό της ΠΓΔΜ.

Το -υπαρκτό- πρόβλημα με τη γειτονική χώρα μπορεί να επιλυθεί μόνο από μια κυρίαρχη ελληνική κυβέρνηση που θα αξιοποιεί τις αντιθέσεις και τη γεωπολιτική συγκυρία αλλά θα αρνείται την επιδιαιτησία των ιμπεριαλιστών. Που στόχος της θα είναι η φιλία και η συνεργασία με όλους τους γειτονικούς λαούς.

Η ιστορική εμπειρία των βαλκανικών λαών δείχνει ότι δεν υπάρχει τρόπος για να ηρεμήσει η πολύπαθη περιοχή αν δεν ξεκουμπιστούν οι πάτρωνες της Δύσης. Σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι επείγουσα η ανάγκη συγκρότησης ενός μαζικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μ. Ανατολή, σε αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του πολέμου και του θανάτου.

Η Αριστερά, αν θέλει να είναι χρήσιμη, οφείλει να πρωτοστατήσει στο καθήκον της συγκρότησης ενός τέτοιου κινήματος. Μόνο έτσι θα αποκαλυφθεί ο ρόλος του εσμού των πατριδοκάπηλων, θα αποσπαστούν από την επιρροή τους λαϊκά στρώματα και ταυτόχρονα θα υπονομευθεί η τωρινή, αλλά και κάθε εθελόδουλη κυβέρνηση. Αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε σήμερα και όχι εκείνος των εύκολων, «αντιεθνικιστικών» συγκεντρώσεων καταγγελίας.

Το Μακεδονικό ζήτημα

Δημοσιεύουμε παλιότερο κείμενο της Α/συνεχεια σχετικά με την Βαλκανική Κρίση, το οποίο αναφέρεται στην ιστορία του Μακεδονικού ζητήματος.

Διαβάστε το κείμενο παρακάτω:

Το Μακεδονικό ζήτημα