Άρθρα

Αν η παιδεία είναι καθολική ανάγκη, τότε το άνοιγμα σχολείων και πανεπιστημίων να γίνει προτεραιότητα

Στην υπόλοιπη Ευρώπη κάνουν τηλεκπαίδευση;

Παρακολουθώντας το δυναμικό χάρτη της UNESCO για την παγκόσμια εκπαίδευση όλη την περίοδο της πανδημίας του covid-19, εύκολα διακρίνει κανείς ότι στις 14/12/2020 (και σε όλη σχεδόν την περίοδο του επονομαζόμενου 2ου κύματος), περίπου το ¼ του συνολικού μαθητικού-σπουδαστικού πληθυσμού στον κόσμο παρακολουθεί τηλεμαθήματα, ενώ τα ¾ συνεχίζουν τη δια ζώσης εκπαίδευση. Για να έχουμε μια εικόνα, η Ελλάδα, η Τουρκία, η Βουλγαρία, η Πολωνία, η Τσεχία και η Αυστρία κρατούν τις εκπαιδευτικές δομές κλειστές και εφαρμόζουν την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Οι γειτονικές Βόρεια Μακεδονία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Ρουμανία, Ουγγαρία και Ιταλία έχουν μερικώς αναστείλει τη λειτουργία τους, ενώ Αλβανία και Σερβία εξαιρούνται από τον «βαλκανικό κανόνα» και διατηρούν τα σχολεία τους ανοιχτά. Ομοίως πράττουν οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες, Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία καθώς και οι σκανδιναβικές χώρες, όπως και οι χώρες στη βορειανατολική πλευρά της ηπείρου, Ρωσία, Λευκορωσία και Ουκρανία.

Κλείσιμο σχολείων – ένα ιστορικό πλήγμα στη δημόσια εκπαίδευση

Επισκοπώντας ορισμένα άρθρα σε ηλεκτρονικές σελίδες της ξένης ειδησεογραφίας διαπιστώνουμε πως οι αρχηγοί ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών ανακοίνωσαν τις αποφάσεις για τη διατήρηση της δια ζώσης εκπαίδευσης.

Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έκανε σαφές ότι «πρέπει να γίνουν κοινωνικές θυσίες ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα σχολεία θα παραμείνουν ανοιχτά. Θα κάνουμε τα πάντα, προκειμένου τα παιδιά μας να μην βγουν χαμένα από την πανδημία» (www.thedailybeast.com). Σε παρόμοιο άρθρο της ηλεκτρονικής New York Times αναφέρεται ότι η καγκελάριος τόνισε «τις δραματικές κοινωνικές επιπτώσεις» που προκάλεσε στις οικογένειες το κλείσιμο των σχολείων και των ημερήσιων κέντρων φροντίδας κατά τη διάρκεια του lockdown τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Παρόλα αυτά από τις 16/12 θα ισχύσει γενικό lockdown και στη Γερμανία με κλείσιμο των σχολείων έως τις 10 Γενάρη, γεγονός που δείχνει ότι οι καραντίνες έχουν επιλεγεί ως το έσχατο μέτρο ακόμη και στο καπιταλιστικό κέντρο, σίγουρα όμως όχι με τις αυστηρές απαγορεύσεις που ισχύουν στη χώρα μας.

Στη γαλλική επικράτεια, στα τέλη Οκτώβρη, όταν τα κρούσματα ξεπερνούσαν τα 50.000/ημέρα, ο Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε εθνικό lockdown, αλλά με τα σχολεία ανοιχτά για το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Στο ίδιο άρθρο της ηλεκτρονικής New York Times, ο Ιρλανδός Πρωθυπουργός Micheal Martin είπε ότι ενώ η χώρα του δεν θα μπορούσε να αποφύγει τα περιοριστικά μέτρα, παρόλες τις σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία, ήταν ζωτικής σημασίας τα σχολεία να παραμείνουν ανοιχτά. «Δεν μπορούμε και δεν θα επιτρέψουμε το μέλλον των παιδιών και των νέων μας να πέσει θύμα της νόσου. Χρειάζονται την εκπαίδευσή τους».

Υπάρχουν ανάλογες δηλώσεις, αλλά είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη η δήλωση του Andreas Schleicher, επιβλέποντα του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ: «σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι στην Ευρώπη γρήγορα κατάλαβαν πόση μεγάλη ζημιά έχει γίνει με το κλείσιμο των σχολείων, ιδιαίτερα στους αδύναμους, μη προνομιούχους μαθητές», καταγεγραμμένη σε άρθρο του NPR (National Public Radio) των ΗΠΑ.

Τις αποφάσεις που αφορούν στην εκπαίδευση έχουμε συνηθίσει να τις διαβάζουμε ως πολιτικές. Είναι όμως; Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η πολιτική έχει χάσει την όποια αυτονομία της και έχει συγχωνευτεί πλήρως με την οικονομία. Βασισμένοι σε αυτή την παραδοχή, θα κάνουμε μια υπόθεση: στη χώρα μας εφαρμόζεται η τηλεκπαίδευση, με συνέπεια τα παιδιά και οι νέοι να στερούνται την δια ζώσης εκπαίδευση, επειδή ακριβώς η οικονομία είναι η αδιαμφισβήτητη προτεραιότητα. Η επιλογή των τηλεμαθημάτων είναι μια κάκιστη επιλογή στο πλαίσιο μιας επιθετικής στρατηγικής για τη διάλυση της δημόσιας-κρατικής εκπαίδευσης, εκείνης εν πάση περιπτώσει που γνωρίζαμε πριν από την πανδημία και χρειάζεται να περισώσουμε και να αλλάξουμε με κάθε τρόπο. Η κυρίαρχη τάξη στη χώρα μας προωθεί αναδιαρθρώσεις, προκειμένου οι νέες γενιές να μην αποκτήσουν τη μόρφωση και την παιδεία  που είναι αναγκαίες για μια κριτική ανάγνωση των κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων, τουλάχιστον. Επιπλέον, επιδιώκουν να ξεριζώσουν και την αξία της μόρφωσης, η οποία για δεκαετίες βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία των κοινωνικών και προσωπικών αξιών.

Συνοπτικά, η παραγωγική βάση στη χώρα μας από τη δεκαετία του ‘90 κυρίως με την ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση» προσανατολίστηκε στον τριτογενή τομέα με αλματώδη αύξηση στην παροχή υπηρεσιών, ειδικά στον κλάδο των τραπεζών, διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, στην εστίαση, στον τουρισμό, στις επικοινωνίες. Ταυτόχρονα, ο πρωτογενής τομέας συρρικνώθηκε σε ανεπίτρεπτο βαθμό και η ήδη ατελής εκβιομηχάνιση μεταστράφηκε σε αποβιομηχάνιση. Για αυτούς και άλλους παράγοντες, η οικονομία χρεοκόπησε και στη συνέχεια με πρόσχημα το εξωτερικό χρέος και την πάση θυσία παραμονή στο ευρώ, επιβλήθηκαν μια σειρά από μέτρα αυστηρής λιτότητας και εξάρτησης της οικονομίας από τους πιστωτές. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί και η περίοδος που διανύουμε, κατά την οποία το ΑΕΠ μειώνεται και το χρέος διογκώνεται υπερβαίνοντας ήδη το 208% του ΑΕΠ. Η ψευδαίσθηση της ευρωπαϊκής σύγκλισης διαλύεται μέσα σε μια συνεχιζόμενη και βίαιη συντριβή της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Οι «ισχυρές» οικονομίες της Ευρώπης κρατούν τα ηνία σε οικονομικοπολιτικό επίπεδο, επειδή ακριβώς έχουν καταστήσει εξαρτημένες τις οικονομίες του νότου και των πρώην αποικιών επίσης. Οι ίδιοι οι αξιωματούχοι της ΕΕ παραδέχονται πια ανοιχτά ότι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες σώθηκαν χάρη στην προσπάθεια αποπληρωμής του ελληνικού χρέους. Από τους καταστατικούς όρους της ευρωπαϊκής οικονομικής ένωσης, η χώρα μας έμελλε να βρίσκεται στην περιφέρεια του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας.  Ως εκ τούτου το εργατικό δυναμικό που επιλέγεται ήδη από την εκπαίδευση, δεν χρειάζεται να αποκτήσει παρά κάποιες δεξιότητες, είναι απαραίτητο να ανανεώνει δια βίου την κατάρτισή του, και κυρίως είναι αδιανόητο να σκέφτεται και να διεκδικεί οτιδήποτε πέρα από εκείνα που του πετάνε.

Από την οπτική αυτή μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε γιατί η Μέρκελ, ο Μακρόν και άλλοι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν κάνει τις παραπάνω δηλώσεις  προκρίνοντας τα ανοιχτά σχολεία και τα πανεπιστήμια. Από την άλλη μεριά, τον Μάρτιο η Υπουργός Νίκη Κεραμέως ευχαρίστησε τους εκπαιδευτικούς για την προθυμία τους να ξεκινήσουν τα τηλεμαθήματα, εργαλειοποιώντας εύκολα την πανδημία, και από το Νοέμβριο θριαμβολογεί όπου βρεθεί και όπου σταθεί για την παρακαταθήκη που αφήνει η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες. Όταν, λοιπόν, ο Ιρλανδός πρωθυπουργός διαμηνύει ότι «τα παιδιά χρειάζονται την εκπαίδευσή τους», εδώ, πίσω από τις διατυπώσεις θριαμβολογίας για την τηλεκπαίδευση, οφείλουμε να διαβάσουμε ότι τα παιδιά στη χώρα μας, που δεν έχουν άλλη δυνατότητα από το να παρακολουθήσουν το κρατικό σχολείο, δεν την χρειάζονται. Όπως μάλλον δεν χρειάζονται και την υγεία και άλλα βασικά αγαθά.

Εξάλλου, η διάλυση του δημόσιου σχολείου αρθρώνεται με ένα συνεχές και  πυκνό πλέγμα αλλαγών που περιλαμβάνουν τα καταργημένα μαθήματα, το νέο νομοσχέδιο για την επαγγελματική εκπαίδευση, την αξιολόγηση σχολικής μονάδας και εκπαιδευτικών, το προσοντολόγιο, την τράπεζα θεμάτων, τις αλλαγές στην Γ΄ θμια, την πανεπιστημιακή αστυνομία. Μελετώντας όλες τις αλλαγές διαλεκτικά και στις μεταξύ τους συνεπαγωγές, η δημόσια εκπαίδευση στο σύνολό της οδηγείται σε καταστροφή.  Έτσι θεωρούμε ότι εξηγείται και η εικόνα στο χάρτη της UNESCO, που μας κατατάσσει αβίαστα στο βαλκανικό στάτους, απέχοντας πολύ από τις ευρωπαϊκές νόρμες στο ζήτημα της παιδείας.

Τέλος, το αίτημα για δωρεάν τεχνολογικό εξοπλισμό από το Κράτος, αν ικανοποιηθεί, ναι μεν θα εξασφαλίσει ισότιμη πρόσβαση στα εξ αποστάσεως μαθήματα, αλλά θα μας οδηγήσει εκεί που δεν θέλουμε να πάμε, σε σχετική μονιμοποίησή τους. Η κανονικοποίησή τους, εκτός των σοβαρών συνεπειών στη μόρφωση των παιδιών, θα σημάνει και απολύσεις εκπαιδευτικών και άλλων εργαζόμενων, όπως καθαριστριών, φυλάκων, διαχειριστών στα κυλικεία. Επιπλέον, αφενός θα φέρει τεράστια κέρδη σε ανάλογες επιχειρήσεις και εύκολο χρήμα στις τσέπες των μεσολαβητών, αφετέρου οι δαπάνες για τη συντήρηση των υποδομών, θα καταρρεύσουν πίσω από μια ακόμη δικαιολογία. Είναι σχέδιο νόμου πια η ψηφιοποίηση των υπουργείων και της διοίκησης του Κράτους, ύψους 6 δις ευρώ, με το υπουργείο Παιδείας να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας, Σύμφωνα με την «Ψηφιακή Βίβλο», όπως ονομάζεται το εγχείρημα, ψηφιοποιούνται οι διοικητικές λειτουργίες, η επικοινωνία με τους γονείς, η επιμόρφωση, αλλά επίσης η αποτύπωση της αξιολόγησης σχολικών μονάδων για την αξιοποίηση του εκπαιδευτικού προσωπικού. Είναι καθοριστικής σημασίας στρατηγική επιλογή του κράτους, ας μην μας διαφεύγει διότι μάλλον δεν είναι άσχετη με όσα συζητάμε.

Είναι ασφαλή τα ανοιχτά σχολεία;

Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει μόλις ανακοινωθεί η παράταση των κλειστών σχολείων τουλάχιστον μέχρι τις 7 Γενάρη, όμως, πριν ακόμη από την έναρξη της τρέχουσας χρονιάς το βασικό αίτημα των σχολικών καταλήψεων και των εκπαιδευτικών κινητοποιήσεων ήταν 15 μαθητές ανά τμήμα, μείωση φοιτητών στις αίθουσες, ώστε να είναι ένα ασφαλές περιβάλλον για εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους. Συνιστά σχεδόν ελληνική πρωτοτυπία το γεγονός ότι τα σχολεία άνοιξαν με περισσότερους μαθητές ανά τμήμα σε σχέση με την περσινή χρονιά, κάτι που ούτε στην κατεχόμενη Παλαιστίνη και στην Αλβανία δεν συνέβη.

Είναι πράγματι ασφαλές να λειτουργούν σχολεία και πανεπιστήμια ή υπάρχει αυξημένος κίνδυνος διασποράς του ιού; Οι ειδικοί γιατροί, ειδικά όσοι προβάλλονται στα κυρίαρχα ΜΜΕ όλο αυτό το διάστημα, εκφέρουν αντιφατικές και αντιθετικές γνώμες.

Συγχρόνως, καμιά μελέτη ή πείραμα δεν έχει εκπονηθεί στα ελληνικά σχολεία, ώστε να εκτιμήσει την ύπαρξη επικινδυνότητας ή όχι, ούτε και μαζικά τεστ διενεργήθηκαν στους συγκεκριμένους χώρους. Σύμφωνα με άρθρο στο ηλεκτρονικό sciencemag, το Charitè University Hospital  του Βερολίνου, διενεργεί σε τακτική βάση τεστ κορονοϊού και αντισωμάτων σε 48 σχολεία και κέντρα ημέρας, τόσο στο προσωπικό, στους μαθητές, όσο και στα μέλη των οικογενειών τους, τακτική που ακολουθήθηκε και σε άλλες χώρες.

Ο Johannes Huebner, διευθυντής στο τμήμα Παιδιατρικής για τις μεταδοτικές νόσους του  Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Μονάχου, δήλωσε στο NPR ότι οι επιστημονικές μελέτες δεν έχουν ανιχνεύσει υψηλούς ρυθμούς μετάδοσης του ιού στα σχολεία. «Οι περισσότερες από τις μολύνσεις εισάγονται στο σχολείο από τους ενήλικες, από εκπαιδευτικούς, και έπειτα διασπείρονται στα παιδιά. Τις περισσότερες φορές όμως πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις…..». Στο ίδιο άρθρο, ο Andreas Schleicher, επιβλέπων του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ υποστηρίζει ότι «έρευνες έχουν δείξει ότι αν τηρούνται τα πρωτόκολλα της κοινωνικής αποστασιοποίησης, το σχολείο είναι πράγματι αρκετά ασφαλές περιβάλλον, σίγουρα πιο ασφαλές από το να τριγυρίζουν τα παιδιά έξω από το σχολείο».

«Οι ειδικοί τονίζουν ότι πολλά πράγματα είναι πλέον γνωστά που δεν ήταν την περασμένη άνοιξη: με κατάλληλες προφυλάξεις, ο ρυθμός μετάδοσης του covid-19 στα σχολεία είναι σχετικά χαμηλός, ειδικά ανάμεσα στους πιο μικρούς μαθητές˙ παιδιά που όντως μολύνονται τείνουν να έχουν πολύ ελαφρά συμπτώματα, και μέτρα όπως μάσκες, κοινωνικές αποστάσεις και αερισμός είναι πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί…..Το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Πρόληψη και τον Έλεγχο της Νόσου βρήκε ότι στα παιδιά αναλογεί λιγότερο από το 5% όλων των κρουσμάτων που αναφέρθηκαν στις 27 ευρωπαϊκές χώρες συμπεριλαμβανομένης της Αγγλίας, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο (www.nytimes.com).

Στο άρθρο της ηλεκτρονικής The Daily Beast αναφέρεται μελέτη στη Γερμανία από το Labour Economics της Βόννης, στην οποία δεν βρέθηκε συσχέτιση ανάμεσα στο άνοιγμα των σχολείων το Σεπτέμβριο και στην αύξηση των κρουσμάτων τέλος Οκτώβρη. Διαφορετικά ήταν τα αποτελέσματα παρόμοιας μελέτης στην Ιταλία, που καταλήγουν σε αντίθετο συμπέρασμα.

Σήμερα κιόλας, ανοιχτά σχολεία και πανεπιστήμια!

Όπως και να ΄χει, οι επιστημονικές μελέτες μπορούν να δείξουν πράγματα, αντιφατικά μεν, αλλά οι αποφάσεις της Πολιτείας είναι εκείνες που διαμορφώνουν την πραγματικότητα. Είναι αναπόφευκτο ότι με τους μαθητές στοιβαγμένους σε μικρές αίθουσες ανά 25 ή στα αμφιθέατρα ανά 200  φοιτητές και πάνω, η διασπορά διευκολύνεται, ακόμη και αν νέοι και παιδιά έδειξαν μια πρωτοφανή εσωτερική πειθαρχία στην τήρηση των αποστάσεων και της χρήσης μάσκας. Υπήρχαν κρούσματα την πρώτη περίοδο της δια ζώσης λειτουργίας, αλλά αποκλειστικά λόγω της αδιαλλαξίας της κυβέρνησης να πάρει οποιοδήποτε ουσιαστικό μέτρο. Όπως και στο σύστημα υγείας έτσι και στην εκπαίδευση κανένα μέτρο δεν πάρθηκε, κανένα μέτρο δεν παίρνεται, ούτε τώρα που θρηνούμε 100 νεκρούς συνανθρώπους μας την ημέρα, νεκρούς δικούς μας, εργαζόμενους και εργάτες. Η επίταξη των ιδιωτικών κλινικών έγινε για μη covid-19 περιστατικά, με διπλάσια κόστη για το δημόσιο. Η ιδιωτικοποίηση της υγείας γίνεται μεσούσης της πανδημίας. Με την ίδια στόχευση κατεδαφίζεται η δημόσια εκπαίδευση στα θεμέλιά της, ενώ στο τέλος της πανδημίας, με προμετωπίδα τα δημοσιονομικά προβλήματα, θα συνεχιστεί επιταχυνόμενα.

Εκτός των άλλων το κλείσιμο σχολείων και πανεπιστημίων αποτελεί μια ακόμη πτυχή της καταστολής, της καταστολής μέσα στην εκπαιδευτική κοινότητα και των πολιτικών διεργασιών που γεννιούνται εντός της. Συνδέεται με τη βίαιη καταστολή που βιώθηκε στις 17 Νοέμβρη, 26 Νοέμβρη και 6 Δεκέμβρη, είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένη με την καταστολή του lockdown. Είναι πασιφανές, σε όσους θέλουν να δουν, για ποιο λόγο το lockdown φέρεται ως η μόνη δυνατή λύση στην πανδημία.

Αν στην υγεία θρηνούμε για τους αδικοχαμένους ασθενείς, δεν είναι μακριά ο καιρός που θα οργιστούμε από τις επιπτώσεις της τηλεκπαίδευσης και των άλλων αλλαγών στην εκπαίδευση. Είναι αισθητή η δυσφορία και η δυσαρέσκεια που προκαλούν, αλλά τούτο δεν αρκεί. Η ανάγκη να επαναλειτουργήσουν τα σχολεία και τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι επιτακτική, με όλες τις προαπαιτούμενες προφυλάξεις, τώρα αμέσως. Ωστόσο, οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες δεν κάνουν τίποτε, ώστε να δημιουργήσουν τους όρους για ξεδίπλωμα ενός πανεκπαιδευτικού κινήματος και πιθανότατα δεν θα το κάνουν αν δεν πιεστούν από τα κάτω. Οι συνθήκες ωρίμασαν, οι έφηβοι μαθητές στις καταλήψεις έκαναν ανυποχώρητα θαυμάσιο αγώνα, οφείλουμε να «ωριμάσουμε» και εμείς οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς και να αναλάβουμε τις ευθύνες που έχουμε ως παιδαγωγοί και εργαζόμενοι. Μια κοινωνία που δεν μάχεται για την παιδεία και τη μόρφωση των επερχόμενων γενεών είναι μια αυτοκαταστροφική κοινωνία.

Πρωτοβουλία εκπαιδευτικών «Στην τηλεκπαίδευση δεν δίνουμε συναίνεση»

Αναφορές στο κείμενο έγιναν από τα παρακάτω άρθρα και σελίδες:

https://en.unesco.org/covid19/educationresponse

https://www.sciencemag.org/news/2020/11/covid-19-soars-many-communities-schools-attempt-find-ways-through-crisis

https://www.thedailybeast.com/europe-from-italy-and-france-to-germany-is-locking-down-everything-to-keep-schools-open-in-covid-second-wave

https://www.nytimes.com/2020/10/29/world/europe/schools-coronavirus-europe-lockdowns.html

https://text.npr.org/934153674 9

https://thepressproject.gr/se-dimosia-diavoulefsi-to-n-s-ypsous-6-disekatommyrion-gia-tin-psifiopoiisi-tou-kratous/

https://xeirografa.blogspot.com/2020/11/blog-post.html

https://www.esos.gr/arthra/70644/i-vivlos-psifiakoy-metashimatismoy-gia-tis-treis-vathmides-tis-ekpaideysis

https://www.dw.com/el/%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-lockdown-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%89%CF%82-%CF%84%CE%B9%CF%82-10-%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85/a-55923421

https://www.alfavita.gr/ekpaideysi/339808_lockdown-sholeia-kleinoyn-mazi-me-oli-ti-germania

Καθώς ο COVID-19 καλπάζει σε πολλές κοινότητες, τα σχολεία προσπαθούν να βρουν λύσεις μέσα στην κρίση

Δημοσιεύουμε ένα επιστημονικό άρθρο από τη σελίδα www.sciencemag.org με τίτλο: As COVID-19 soars in many communities, schools attempt to find ways through the crisis. Στο άρθρο σημειώνονται διάφορες πρακτικές που ακολουθήθηκαν σε διάφορες χώρες. Παρόλο που η επιστημονική συζήτηση είναι σε εξέλιξη, γίνεται σαφές ότι υπάρχουν διαφορές, ανάλογα με τις προτεραιότητες που θέτει η κάθε κοινωνία. Στη βάση αυτή γενικά στις ΗΠΑ κλείνουν πιο εύκολα τα σχολεία, ενώ κρατάνε ανοιχτές άλλες οικονομικές δραστηριότητες, από ό,τι σε Ευρωπαϊκές χώρες. Όπως επίσης γίνεται σαφές ότι για τη στήριξη των σχολείων, σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, τίθεται θέμα πόρων. Από τα τεστ και τους μηχανισμούς ελέγχου, έως τις μικρότερες τάξεις. Η δική μας κυβέρνηση ούτε εναλλακτικές στρατηγικές αναζήτησε, ούτε πόρους είχε τη βούληση να διαθέσει. Έθεσε ένα αυθαίρετο όριο για «500 κρούσματα τη μέρα», ώστε να μην ανοίξουν ποτέ τα σχολεία.

Όπως όμως σημειώνεται στο άρθρο «Αν και οι αριθμοί μπορούν να προσφέρουν μια βάση, πολλοί λένε ότι οι αποφάσεις σχετικά με το άνοιγμα και το κλείσιμο σχολείων είναι τόσο ηθικές και πολιτικές όσο και επιστημονικές. «Δεν νομίζω ότι η σωστή ερώτηση είναι, σε ποιο σημείο κλείνουμε τα σχολεία», λέει ο Greer, του Πανεπιστημίου του Guelph. «Αντ ‘αυτού, τι πρέπει να κάνουμε για να διατηρήσουμε τα σχολεία ανοιχτά;»

Τα σχολεία σε όλο τον κόσμο είναι και πάλι ο τόπος ενός μεγάλου, και σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτου, πειράματος.

Όταν τα σχολεία από τη Νέα Ζηλανδία έως τη Νορβηγία στην Ιαπωνία άνοιξαν ξανά τον Απρίλιο και τον Μάιο, καθώς το πρώτο κύμα του COVID-19 υποχώρησε, ο ιός παρέμεινε υπό έλεγχο. Αξιωματούχοι υγείας και εκπαίδευσης πανηγύριζαν, έχοντας στοιχηματίσει ότι τα τεράστια οφέλη της δια ζώσης σχολικής εκπαίδευσης υπερέβαιναν τον κίνδυνο εξάπλωσης του ιού μεταξύ παιδιών και δασκάλων – και από τα σχολεία στις ευρύτερες κοινότητες.

Ως αποτέλεσμα, πολλές περιοχές  που είχαν κινηθεί προσεκτικά στην αρχή άφησαν ορθάνοιχτες τις πόρτες των σχολείων τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο. Τα σχολεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία και την Ολλανδία μετατοπίστηκαν από τις εκ περιτροπής μικρές ομάδες μαθητών σε τάξεις πλήρους μεγέθους. Πόλεις όπως το Μόντρεαλ που είχαν κρατήσει τα σχολεία κλειστά, καλωσόρισαν πίσω στις τάξεις τους μαθητές τους. Στο Manaus της Βραζιλίας, μια πόλη με αριθμό θανάτων από COVID-19 από τους υψηλότερους στον κόσμο, περισσότεροι από 100.000 μαθητές επέστρεψαν στις τάξεις τους. Οι έφηβοι συνέρρεαν στους διαδρόμους των σχολείων στη Τζόρτζια, την Αϊόβα και το Τέξας. Αλλά το σκηνικό είναι πολύ διαφορετικό τώρα: Σε πολλές περιοχές, ο COVID-19 έχει φτάσει σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα από ό, τι στις αρχές του έτους.

Τον Ιούλιο, το Science εξέτασε τα πιο ενθαρρυντικά διδάγματα από τα πρώτα ανοίγματα μεταξύ σχολείων σε περιοχές με μικρή διασπορά του COVID-19. Τώρα, ο έλεγχος του ανοίγματος των σχολείων σε χώρες όπου ο ιός επανεμφανίζεται, μας παρέχει μια πιο περίπλοκη εικόνα των κινδύνων και του τρόπου αντιμετώπισής τους.

Ο ιός έχει εκθέσει τις ανισότητες μεταξύ και εντός των χωρών, με τις πιο ανησυχητικές να εντοπίζονται στα σχολεία. Σε πολλές χώρες, όπως η Ινδία, το Μεξικό και η Ινδονησία, τα περισσότερα σχολεία παραμένουν κλειστά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μαθητές που εγγράφονται σε δημόσια σχολεία από το Λος Άντζελες ως στο Σικάγο, τα οποία σε κανονικές συνθήκες ενδέχεται να δυσκολεύονται να παρέχουν αρκετό σαπούνι και χαρτί υγείας, συνεχίζουν να μαθαίνουν από το σπίτι, ενώ πλούσια ιδιωτικά σχολεία έχουν εγκαταστήσει σκηνές για υπαίθρια μάθηση και προσέλαβαν περισσότερους καθηγητές για να συρρικνώσουν τις ήδη μικρές τάξεις. «Οι ανισότητες από σχολείο σε σχολείο είναι αδικαιολόγητες και ψυχοφθόρες», λέει ο Tom Kelly, επικεφαλής του σχολείου Horace Mann, ενός ιδιωτικού σχολείου στη Νέα Υόρκη που άντλησε πολλούς πόρους για να ανοίξει.

Τα πρώιμα στοιχεία, που συχνά συγκεντρώθηκαν από ερευνητές με παιδιά στο σχολείο ή από συζύγους εκπαιδευτικών, υποδηλώνουν ότι τα σχολεία μπορούν να παραμείνουν ανοιχτά ακόμη και ενόψει μιας σημαντικής εξάπλωσης του ιού στην κοινότητα, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχυρά μέτρα ασφάλειας και την πολιτική βούληση. Πολλές χώρες κλείνουν εστιατόρια, μπαρ και γυμναστήρια και καλούν τους κατοίκους να αποφεύγουν τις κοινωνικές συγκεντρώσεις προκειμένου να περιορίσουν τη διάδοση και να κρατήσουν τα σχολεία ανοιχτά. Μερικές φορές, αυτό δεν ήταν αρκετό: Η Τσεχική Δημοκρατία, η Ρωσία και η Αυστρία έκλεισαν τα σχολεία ενόψει της ανόδου των αριθμών των κρουσμάτων τον Οκτώβριο και στις αρχές Νοεμβρίου.

«Νομίζω ότι τα σχολεία πρέπει να κλείσουν τελευταία», λέει ο Michael Wagner, μικροβιακός οικολόγος στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ο οποίος είναι μέλος μιας κοινοπραξίας που μελετά τον επιπολασμό του ιού στα σχολεία της Αυστρίας. Ωστόσο, προειδοποιεί ότι είναι ευκταία η σκέψη να προτείνουμε ότι τα ανοιχτά σχολεία δεν μπορούν να τροφοδοτήσουν την εξάπλωση του ιού. Το κλείσιμο τους μπορεί να είναι «ένα από τα πιο ισχυρά μέτρα που έχουμε, αλλά και ένα από τα πιο δαπανηρά» για τα παιδιά.

Στην Αυστρία, τα σχολεία έμειναν κλειστά ως τις 17 Νοεμβρίου. Ωστόσο, άλλες χώρες, όπως η Νότια Κορέα και η Αυστραλία, έκλεισαν πολλά σχολεία στα πρώτα σημάδια της αύξησης των κρουσμάτων, καθώς οι αρχές εργάστηκαν για να εξαλείψουν ακόμη και τη μέτρια μετάδοση. «Η συζήτηση είναι αρκετά πολωμένη αυτή τη στιγμή ως προς το εάν τα σχολεία πρέπει να είναι ανοιχτά ή πρέπει να κλείνουν», λέει η Nisha Thampi, γιατρός παιδιατρικών μολυσματικών ασθενειών στο Παιδικό Νοσοκομείο του Ανατολικού Οντάριο. “Οι άνθρωποι ερμηνεύουν τα δεδομένα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για να δικαιολογήσουν το ένα ή το άλλο.”

Πόσο συνηθισμένη είναι η έξαρση του ιού στα σχολεία;

Ένα εκνευριστικό άγχος για τους δασκάλους και τους γονείς είναι η σιωπηλή εξάπλωση του ιού μέσω των διαδρόμων και των τάξεων. Τα περισσότερα σχολεία διαθέτουν μέτρα προστασίας όπως την απαίτηση χρήσης μάσκας ή την τήρηση των αποστάσεων για να εμποδίσουν ένα ξέσπασμα εάν ένας μαθητής ή μέλος του προσωπικού φέρει τον COVID-19 στο κτίριο. Αλλά με τις περιπτώσεις των κρουσμάτων να αυξάνονται σε πολλές κοινότητες, αυτά τα προστατευτικά μέτρα αντιμετωπίζουν ένα στρες τεστ. «Βρίσκεσαι διαρκώς επί ξυρού ακμής», λέει ο Bradford Gioia, επικεφαλής της Montgomery Bell Academy στο Νάσβιλ του Τενεσί, ένα σχολείο με 800 αγόρια μαθητές από την έβδομη έως τη 12η τάξη.

Μέχρι στιγμής, λένε οι επιστήμονες, τα κρούσματα στο σχολείο φαίνονται λιγότερο κοινά από ό, τι αρχικά φοβόντουσαν, μόνο που τα δεδομένα είναι αραιά. Στο Πανεπιστήμιο Duke, οι Danny Benjamin και Kanecia Zimmerman, όντας και οι δύο παιδίατροι όσο και επιδημιολόγοι, συνεργάζονται με περισσότερες από 50 σχολικές περιοχές καθώς και με τοπικά τμήματα υγείας για τη μελέτη του COVID-19 στα σχολεία. Η προσπάθεια περιλαμβάνει τη συλλογή δεδομένων για συστάδες και μεμονωμένες περιπτώσεις από ένα υποσύνολο έξι σχολικών περιοχών – 50.000 μαθητές και προσωπικό – στις πρώτες 9 εβδομάδες της δια ζώσης διδασκαλίας. Η εξάπλωση του ιού στην κοινότητα στη Βόρεια Καρολίνα ήταν υψηλή και η ομάδα κατέγραψε 197 περιπτώσεις COVID-19 που προέκυψαν εκτός σχολείου και μόλις οκτώ επιβεβαιώθηκαν ως «δευτεροβάθμια μετάδοση» ή εξαπλώθηκαν από το ένα άτομο στο άλλο μέσα σε ένα σχολείο. Σε αυτούς τους αριθμούς σχεδόν λείπουν περιπτώσεις ασυμπτωματικών λοιμώξεων. Αλλά ο Benjamin πιστεύει ότι τα δεδομένα υποστηρίζουν την προσέγγιση που ακολουθούν τα σχολεία της Βόρειας Καρολίνας, με μικρές τάξεις και μάσκες για όλους. Εκτιμά ότι για κάθε 10.000 άτομα στο σχολείο, θα υπάρχουν μεταξύ ενός και πέντε περιπτώσεων δευτεροβάθμιας μετάδοσης περίπου κάθε 2 μήνες.

Η κατανόηση του γιατί συμβαίνουν εξάρσεις του ιού μπορεί να βοηθήσει τα σχολεία να ενισχύσουν την προστασία τους. Σύμφωνα με τα δεδομένα του Benjamin , μια έξαρση του ιού εντοπίστηκε σε μια ομάδα δασκάλων που επιβιβάστηκαν στο ίδιο αυτοκίνητο για να αγοράσουν φαγητό. Η ασυνεπής κάλυψη με μάσκα σε τάξη προνήπιων στο Τενεσί συνδέθηκε με μια μικρή εστία στην περιοχή. Ο Kelly, ο επικεφαλής του Horace Mann, ανησύχησε όταν τρεις καθηγητές βγήκαν θετικοί ο ένας μετά τον άλλο. Ο Kelly έκλεισε το γυμνάσιο και το λύκειο για 2 εβδομάδες. Ωστόσο, η ανίχνευση των επαφών έδειξε ότι οι περιπτώσεις δεν σχετίζονταν και πως κανένας άλλος δεν ήταν θετικός κατά τη διάρκεια του κλεισίματος.

Πολλές περιπτώσεις κρουσμάτων μεταξύ μαθητών ορθά πυροδοτούν ανησυχίες σχετικά με την εξάπλωση στο σχολείο. Αλλά οι ζωές των νέων είναι αλληλένδετες και ο ιός έχει πολλές πιθανότητες να μολύνει τους νέους εκτός σχολείου. «Τα παιδιά έχουν μαθήματα χορού, τάξη ποδοσφαίρου, σχολικό λεωφορείο», λέει ο Gail Carter-Hamilton, νοσοκόμος στο Τμήμα Δημόσιας Υγείας της Φιλαδέλφειας που παρέχει υποστήριξη σε τοπικά σχολεία.

Ο εντοπισμός του ιού θα μπορούσε να δείξει εάν σχετίζονται πολλές περιπτώσεις σε ένα σχολείο. Αλλά σχεδόν ποτέ δεν έχει γίνει, λέει ο Trevor Bedford, ειδικός στην αλληλουχία ιών γονιδιώματος στο Κέντρο Έρευνας για τον Καρκίνο του Fred Hutchinson. «Είναι πραγματικά απογοητευτικό», δηλώνει.

Πολλοί εμπειρογνώμονες εκφράζουν την απογοήτευση τους για το γεγονός ότι παρόλο που οι αξιωματούχοι της υγείας συχνά αναφέρουν χαμηλό αριθμό σχολικών περιπτώσεων, η τήρηση αρχείων είναι ασυνεπής, όπως και η διαφάνεια, ιδίως όσον αφορά τις έρευνες. «Δείξτε μας τα δεδομένα», λέει η Amy Greer, επιδημιολόγος μολυσματικής νόσου στο Πανεπιστήμιο του Guelph. Αναγνωρίζει ότι η προστασία του ατομικού απορρήτου είναι απαραίτητη – αλλά τα αναγνωρισμένα δεδομένα μπορούν ακόμα να μελετηθούν και να κοινοποιηθούν. «Πρέπει να είμαστε σε θέση να καταλάβουμε ποια είναι τα δεδομένα που έχουμε για τη μετάδοση στα σχολεία», λέει.

Το Montgomery Bell Academy προσφέρει επιτόπου τεστ, και πολλές ημέρες, μερικοί μαθητές βρίσκονται στο σπίτι μετά από θετικές διαγνώσεις, με μεγαλύτερο αριθμό σε καραντίνα λόγω στενής επαφής με κάποιον που έχει μολυνθεί. Οι περισσότερες περιπτώσεις εντοπίστηκαν σε εξωτερικές δραστηριότητες, αν και τρία αγόρια που βρέθηκαν από κοινού σε μια αίθουσα μελέτης έξι ατόμων μολύνθηκαν από τον ιό. Η διαφάνεια σχετικά με την πρόσβαση σε ιούς σε ένα σχολείο μπορεί να είναι δύσκολη, αλλά όλο και περισσότερο ο Gioia πλησιάζει προς την πλευρά της διαφάνειας. «Οι περισσότεροι εκτιμούν την ειλικρίνεια», λέει.

Αλλάζουν τα σχολεία την αντίληψη του κινδύνου;

Αθλητισμός. Ραντεβού. Πάρτι γενεθλίων. Πρακτική ορχήστρας. Όταν ανοίγουν τα σχολεία, οι άλλες δραστηριότητες των μαθητών ενδέχεται να συνεχιστούν. Και αυτό ανησυχεί τους ερευνητές.

«Οι οικογένειες κοιτούν προς τα σχολεία για να επικοινωνήσουν το τι είναι εντάξει», λέει η Jennifer Lerner, η οποία μελετά την ψυχολογία της κρίσης και της λήψης αποφάσεων στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ακόμα και όταν τα σχολεία κάνουν ό, τι μπορούν για να μετριάσουν την εξάπλωση του COVID-19 μέσα στα κτίρια τους, η απλή πράξη ανοίγματος μπορεί να στείλει ένα ανεπιθύμητο μήνυμα ότι η ανάμιξη μεταξύ τους είναι καλοήθης – και παρέχει περισσότερες ευκαιρίες να το πράξει.

Εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αξιολογούν τον κίνδυνο, ο Lerner επισημαίνει ένα επιδραστικό έγγραφο που δημοσιεύθηκε το 1987 στο Science, στο οποίο ο ψυχολόγος Paul Slovic στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον έγραψε ότι όσο πιο αβέβαιο και ανεξέλεγκτο φαίνεται κάτι, τόσο πιο επικίνδυνο οι άνθρωποι το θεωρούν. Οι δραστηριότητες που σχετίζονται με το σχολείο θεωρούνται οικείες και ελεγχόμενες και έτσι μπορεί να φαίνονται λιγότερο επικίνδυνες, λέει ο Greer. Διαπίστωσε σε μια εθνική έρευνα ότι το 40% των οικογενειών έχουν τα παιδιά τους σε τουλάχιστον μία δραστηριότητα μετά το σχολείο, και μερικές «έχουν παιδιά που συμμετέχουν σε εξωσχολικές ημέρες 5 ημέρες την εβδομάδα».

Για πολλούς ανθρώπους, είναι ιδιαίτερα δύσκολο το  να φανταστούν το σχολείο χωρίς σπορ. Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα εξάπλωσης του ιού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πολλά κρούσματα τον Αύγουστο εντοπίστηκαν σε δραστηριότητες ποδοσφαίρου. Στις αρχές αυτού του μήνα, το Iowa High School Girls Athletic Union φιλοξένησε ένα κρατικό πρωτάθλημα βόλεϊ που συγκέντρωσε 20.000 οπαδούς και παίκτες γυμνασίου σε μια εσωτερική αρένα, ενώ οι περιπτώσεις στην πόλη υποδοχής, Cedar Rapids, σημείωσαν υψηλά ρεκόρ και τα νοσοκομεία εξάντλησαν την χωρητικότητα τους. Στο Οντάριο του Καναδά, τα κρούσματα έχουν συνδεθεί με το χόκεϊ των νέων. Αν ο COVID-19 εξαπλώθηκε κατά τη διάρκεια του ίδιου του παιχνιδιού ή μετά από συναντήσεις με την οικογένεια και τους φίλους δεν είναι γνωστό. «Τα σχολεία θα έχουν μια πολύ δύσκολη στιγμή με σπορ», λέει ο Μπέντζαμιν. «Είναι δύσκολο να τα κάνεις ασφαλή.»

Τα πάρτι, επίσης, ήταν ένα ζήτημα σε όλο τον κόσμο. Στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής, μια συγκέντρωση μαθητών γυμνασίου σε ένα μπαρ προκάλεσε ένα ξέσπασμα που τελικά μόλυνε περισσότερους από 80 ανθρώπους. Στο σχολείο της κόρης του Lerner, όλες οι οικογένειες υπέγραψαν μια δέσμευση ότι, μεταξύ άλλων, θα συμμορφωθούν με τους κρατικούς περιορισμούς στις κοινωνικές συγκεντρώσεις. Όταν αρκετά κορίτσια πραγματοποίησαν πάρτι, υποχρεώθηκαν να μείνουν σε καραντίνα στο σπίτι για 2 εβδομάδες. Για τους υπαλλήλους υγείας, μια δύσκολη πράξη εξισορρόπησης μπορεί να είναι σωστή. Το μήνυμα προς τις σχολικές κοινότητες, λέει ο Lerner, πρέπει να είναι: «Υπάρχει τόσο τεράστιο όφελος από το άνοιγμα των σχολείων». Για να το υποστηρίξουμε αυτό, “Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι μειώνουμε τον κίνδυνο σε όλα τα άλλα πιθανά μέρη.”

Πόσος καθαρός αέρας είναι αρκετός;

Καθώς οι θερμοκρασίες πέφτουν στο Βόρειο Ημισφαίριο, πολλά σχολεία δεν εκπέμπουν την ζεστασιά που κάποτε είχαν. Η πανδημία του corona δημιούργησε μια νέα ρουτίνα: Ανοίξτε τα παράθυρα, ανεξάρτητα από τον καιρό.

Στη Γερμανία, οι μαθητές φορούν παλτά και χειμερινά καπέλα στην τάξη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τους επιτρέπεται να φορούν επιπλέον ρούχα πάνω από στολές. Είναι μέρος μιας προσπάθειας διασποράς τυχόν εκπνεόμενων ιογενών σωματιδίων προτού κάποιος μπορεί να τα εισπνεύσει.

«Τα μοτίβα ροής αέρα που έχετε εντός τάξης κάνουν μεγάλη διαφορά στην πιθανή έκθεσή σας», λέει ο Paul Linden, ο οποίος μελετά τη μηχανική ρευστών στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και τον Σεπτέμβριο έκανε μια δημοσίευση σχετικά με το πώς ο εξαερισμός μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της εξάπλωσης του ιού. Αλλά με μεταβλητότητα στις καιρικές συνθήκες, στα συστήματα εξαερισμού και στο μέγεθος και την τοποθέτηση των παραθύρων, η καθοδήγηση είναι ασαφής. «Είναι πολύ δύσκολο να είμαστε επιτακτικοί», λέει.

Αντί να βυθίζονται σε υπολογισμούς για κάθε εσωτερικό χώρο, επιστήμονες όπως η Linden υιοθετούν μια απλή εναλλακτική λύση: οθόνες διοξειδίου του άνθρακα υψηλής ποιότητας (CO2), οι οποίες κοστίζουν μόλις 100 $. Επειδή το CO2 εκπνέεται καθώς οι άνθρωποι αναπνέουν, μπορεί να χρησιμεύσει ως πληρεξούσιο για το πόσο έχει αναπτυχθεί ο εκπνεόμενος αέρας και ο πιθανός ιός. Σε εξωτερικούς χώρους, η συγκέντρωση CO2 είναι περίπου 400 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm). «Αυτό που προτείνουμε στα σχολεία είναι ότι το CO2 είναι κάτω από 700 ppm», ακόμα κι αν όλοι φορούν μάσκα, λέει ο Jose-Luis Jimenez, επιστήμονας αερολύματος στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, Boulder, ο οποίος διαμορφώνει τον κίνδυνο μετάδοσης. Σε μια εκκλησία στην πολιτεία της Ουάσινγκτον, όπου ξεκίνησε το ξέσπασμα του Μάρτιο μεταξύ των μελών της χορωδίας, η μοντελοποίηση του Jimenez δείχνει ότι τα επίπεδα CO2 ήταν περίπου 2500 ppm.

Προκαταρκτικά στοιχεία από οθόνες CO2 στα σχολεία υποδηλώνει ότι έχουμε ακόμα πολλά να λάβουμε υπόψη. Η Linden διαπίστωσε ότι τα επίπεδα CO2 στις αίθουσες διδασκαλίας πριν από την πανδημία ήταν περίπου διπλάσια το χειμώνα από το καλοκαίρι. Στη Μαδρίτη, ο Javier Ballester, εμπειρογνώμονας υγρής δυναμικής στο Πανεπιστήμιο της Σαραγόσα, διαπίστωσε ότι, όταν τα παράθυρα είναι κλειστά, μια τυπική τάξη με 15 μαθητές περνάει τα 1.000 ppm σε μόλις 15 έως 20 λεπτά.

Ένα μέρος της πρόκλησης είναι πρακτικό. Εάν τα παιδιά «παγώνουν από το κρύο, αυτό δεν θα βοηθήσει τη μαθησιακή τους εμπειρία», λέει ο Henry Burridge, ειδικός μηχανικών ρευστών στο Imperial College London. Οι υπολογισμοί του Ballester υποδηλώνουν ότι το άνοιγμα πολλών παραθύρων κατά 15 εκατοστά είναι πιθανό να είναι επαρκές. Η Γερμανία προσπαθεί να δοκιμάσει ένα διαφορετικό συμβιβασμό: Οι αίθουσες διδασκαλίας μπορούν να αφήσουν τα παράθυρα κλειστά για 20 λεπτά και στη συνέχεια ανοιχτά για 5 λεπτά. (Τα σχολεία του Βερολίνου έπρεπε να εγκαταστήσουν δεκάδες χιλιάδες νέες λαβές σε παράθυρα που είχαν σχεδιαστεί ως κλειστά).

Ορισμένα σχολεία προσθέτουν φίλτρα αέρα επαγγελματικής ποιότητας για να προσπαθήσουν να εξαλείψουν τον ιό και οι επιστήμονες αναπτύσσουν άλλες δημιουργικές λύσεις. Ο Frank Helleis, φυσικός στο Ινστιτούτο Χημείας του Max Planck, ανέπτυξε ένα σύστημα απορροφητικών κώνων πάνω από τα γραφεία των μαθητών και των δασκάλων. Αυτός και οι συνάδελφοί του δοκιμάζουν τις εγκαταστάσεις σε ένα σχολείο στο Μάιντς της Γερμανίας, όπου η γυναίκα του είναι δασκάλα. Οι κουκούλες σε σχήμα κώνου κρέμονται από την οροφή, συνδέονται με σωλήνες που οδηγούν σε παράθυρο, όπου ένας ανεμιστήρας φυσάει αέρα έξω. Ο θερμός αέρας γύρω από ένα άτομο ανεβαίνει, μεταφέροντας τον εκπνεόμενο αέρα στην κουκούλα και απομακρύνει περίπου το 90% των αερολυμάτων πριν αυτά μπορέσουν να κυκλοφορήσουν, λέει ο  Helleis. «Συμβαίνει γρήγορα μέσα σε 10 δευτερόλεπτα.» Χτισμένο από αναλώσιμα που διατίθενται σε καταστήματα οικιακής βελτίωσης, ο σχεδιασμός είναι ελεύθερα διαθέσιμος.

Ο Ballester, του οποίου η σύζυγος είναι κι αυτή δασκάλα, προσπάθησε να συνδέσει ένα τυπικό φίλτρο αέρα σε έναν ανεμιστήρα. Οι αρχικές δοκιμές δείχνουν ότι είναι σχεδόν εξίσου αποτελεσματικό με τα μηχανήματα επαγγελματικής ποιότητας. Τα περισσότερα σχολεία δεν μπορούν να ξοδέψουν 500 $ ανά τάξη, λέει ο Ballester, “αλλά αν είναι 50 $ ή 60 $, μπορούν.” Ανεμιστήρες με φίλτρα που καθαρίζουν τον εσωτερικό αέρα «λειτουργούν πολύ καλά», λέει ο Jimenez και χρησιμοποιούνται ήδη σε περιοχές με δασικές πυρκαγιές ή ατμοσφαιρική ρύπανση. Τέτοιες λύσεις Ιδιαίτερα μπορεί να είναι πολύτιμες για αίθουσες διδασκαλίας με λίγα ή καθόλου παράθυρα – μια συνηθισμένη κατάσταση στα σχολεία των Η.Π.Α. που γεννά ανησυχίες αναφορικά με το εκ νέου άνοιγμα των σχολείων.

Εντέλει τα τεστ κάνουν τη διαφορά;

Από τον Μάιο, οι έφηβοι στο Γυμνάσιο Carolinum, ένα σχολείο στο Neustrelitz της Γερμανίας, έδωσαν δείγμα του επιχρίσματος του λαιμού τους δύο φορές την εβδομάδα. Μαζί με τους μαθητές, το προσωπικό και τα μέλη της οικογένειας σε άλλα έξι σχολεία και μια ημερήσια φροντίδα, οι έφηβοι στέλνουν τα δείγματα στην Centogene, μια εταιρεία βιοτεχνολογίας. Ο ιστότοπος της εταιρείας δηλώνει, «Σχολείο παρά τον  κορονοϊό αλλά ασφαλές!» Έχει διεξαγάγει σχεδόν 40.000 τεστ μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τους οποίους ο Volkmar Weckesser, διευθυντής πληροφοριών της Centogene, έχει εντοπίσει «πολλαπλές» περιπτώσεις αλλά δεν έχει εντοπίσει κρούσματα. «Δεν μπορούμε να πούμε τι θα συνέβαινε αν δεν είχαμε βρεθεί εκεί», αναγνωρίζει, αλλά η απομόνωση των περιπτώσεων απέσυρε την πιθανότητά τους να προκαλέσουν περισσότερες μολύνσεις.

Τα τεστ κορωνοϊού στα σχολεία είναι ανοργάνωτα, αντικατοπτρίζοντας βασικές αβεβαιότητες, συμπεριλαμβανομένου του πόσο τα παιδιά διαδίδουν τον ιό και τη μεταβλητή ακρίβεια διαφορετικών δοκιμών. Ορισμένα προγράμματα χρησιμοποιούν δοκιμές για παρακολούθηση, όπως η Νέα Υόρκη, η οποία έχει πραγματοποιήσει μηνιαία τεστ σε ποσοστό 10% έως 20% του προσωπικού και των μαθητών σε πολλά δημόσια σχολεία. Ο Wagner, του Πανεπιστημίου της Βιέννης, και οι συνάδελφοί του εξετάζουν μαθητές και καθηγητές σε αυστριακά σχολεία, και αυτό το φθινόπωρο διαπίστωσε ότι περίπου ένας στους 250 ανθρώπους μολύνθηκε χωρίς συμπτώματα.

Τα μαζικά τεστ έχουν τα οφέλη τους. Ωστόσο, καταλαμβάνουν δυνητικά περιορισμένους πόρους και μπορεί να δώσουν μια ψευδή εικόνα, προειδοποιεί ο Δούκας του Μπέντζαμιν Ακόμη και οι πιο ακριβείς εξετάσεις μπορεί να χάσουν μολύνσεις σε πρώιμο στάδιο. «Οι παρεμβάσεις σας στη δημόσια υγεία πρέπει να υποθέτουν ότι όλοι έχουν μολυνθεί», λέει.

Αρκετές μελέτες στρέφονται σε τεστ για να ανιχνεύσουν μια άγνωστη μεταβλητή: εάν άτομα χωρίς συμπτώματα διαδίδουν το SARS-CoV-2 στο σχολείο. Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Charité του Βερολίνου, μια ομάδα συνεργάζεται με 48 σχολεία και ημερήσιες φροντίδες για να ελέγχουν τακτικά το προσωπικό, τους μαθητές και τα μέλη της οικογένειάς τους για ιούς και αντισώματα. Στο Νάσβιλ, μια ομάδα από το Πανεπιστήμιο Vanderbilt κατεβαίνει κάθε 2 εβδομάδες σε ένα σχολείο, όπου τα παιδιά ηλικίας 4 ετών φτύνουν σε ένα φλιτζάνι και παραδίδουν το δείγμα τους. “Έχει σημασία ακόμη και αν ένα μικρό ποσοστό έχει ανιχνεύσιμο ιό στο σάλιο, αλλά δεν είναι συμπτωματικό και δεν εκδηλώνεται;” αναρωτιέται ο Ritu Banerjee, ένας από τους τρεις ειδικούς παιδιατρικών μολυσματικών ασθενειών που διεξάγουν τη μελέτη, μαζί με τη Sophie Katz και την Kathryn Edwards. Μέχρι στιγμής, αυτή και οι συνάδελφοί της έχουν συλλέξει τέσσερις παρτίδες με περισσότερα από 180 δείγματα η καθεμία και έχουν πραγματοποιήσει δοκιμές σε τρεις από αυτές. Εμφανίστηκε μια θετική περίπτωση σε κάθε παρτίδα και καμία δεν φάνηκε να έχει μολύνει κανέναν στο σχολείο.

Στο Μόντρεαλ, ο ειδικός για την παρακολούθηση της υγείας David Buckeridge και η ειδική παιδιατρικών μολυσματικών ασθενειών Caroline Quach-Thanh στο Πανεπιστήμιο McGill σχεδιάζουν ένα πείραμα σε δύο σχολεία. Θέλουν να μάθουν αν είναι ασφαλές να περιορίσουμε μια καραντίνα 14 ημερών για στενές επαφές σε 7 ημέρες με τεστ πριν επιστρέψουν στο σχολείο. Οι ερευνητές του Μόντρεαλ και του Νάσβιλ έχουν κάτι κοινό: τα παιδιά τους φοιτούν στα σχολεία που υποδέχτηκαν τους ερευνητές. Αυτή η σύνδεση, λέει ο Buckeridge, ήταν ζωτικής σημασίας για να καταστεί δυνατή η εργασία.

Θα πρέπει να ανοίξουν τα σχολεία όσο εκτοξεύονται τα κρούσματα;

Το πρώιμο άνοιγμα των σχολείων δημιούργησε αισιοδοξία για την ασφάλεια. Ωστόσο, πολλοί ειδικοί προειδοποιούν ότι αυτή η εμπειρία έχει περιορισμένη σημασία για τις περιοχές υψηλής μετάδοσης σήμερα. «Οι περιοχές που άνοιξαν ξανά τα σχολεία την άνοιξη… είχαν πολύ, πολύ λίγο ιό να  κυκλοφορεί στην κοινότητα», λέει ο Matthew Oughton, γιατρός μολυσματικών ασθενειών στο McGill. Ωστόσο, η Δανία, για παράδειγμα, είχε περισσότερες από πέντε φορές περισσότερες περιπτώσεις την εβδομάδα όπως εκείνες της άνοιξης και η Γαλλία περισσότερες από 10 φορές. Οι αξιωματούχοι αντιμετωπίζουν δύσκολες αποφάσεις σχετικά με το εάν και πότε πρέπει να κλείσουν τα σχολεία.

Οι επιστημονικές αβεβαιότητες δεν βοηθούν. Οι αρχικές μελέτες έδειξαν ότι τα παιδιά κάτω των 10 ετών ήταν λιγότερο πιθανό από τα μεγαλύτερα και τους ενήλικες να κολλήσουν  και να μεταδώσουν τον SARS-CoV-2. Όμως νεότερα δεδομένα έχουν μπερδέψει την εικόνα. Τον Σεπτέμβριο, μια μελέτη οικογενειών εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης του Ηνωμένου Βασιλείου δεν βρήκε καμία διαφορά στην ευαισθησία ανά ηλικία. Οι έρευνες αντισωμάτων στη Βραζιλία και τη νότια Γερμανία ανέφεραν παρόμοια αποτελέσματα. Σε ένα παιδικό σταθμό στην Πολωνία, πέντε μικρά παιδιά, κανένα με συμπτώματα, προφανώς μόλυναν εννέα μέλη των οικογενειών τους. «Νομίζω ότι οι ασυμπτωματικές λοιμώξεις επέτρεψαν στα παιδιά να περνάνε απαρατήρητα από τα ραντάρ», λέει η Zoë Hyde, επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αυστραλίας, Περθ.

Ωστόσο, ορισμένες χώρες διαπιστώνουν ότι μπορούν να καταστέλλουν τον ιό ενώ τα σχολεία παραμένουν ανοιχτά. Στα μέσα Οκτωβρίου, η Ιρλανδία έκλεισε το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας ζωής, περιορίζοντας τους ανθρώπους σε απόσταση μέχρι 5 χιλιόμετρα από το σπίτι τους, αλλά η δια ζώσης εκπαίδευση συνεχίστηκε. Περίπου το ίδιο διάστημα, στην Ολλανδία έκλεισαν εστιατόρια, μπαρ και μουσεία αλλά κράτησαν τα σχολεία ανοιχτά. Και στις δύο χώρες, οι νέες περιπτώσεις έχουν μειωθεί σημαντικά.

Χωρίς σαφήνεια σχετικά με το ζήτημα της μετάδοσης στο σχολείο, τα σχολεία αναζητούν τις ενδείξεις  για το πότε πρέπει να ρίξουν την πετσέτα και να στραφούν σε εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Αξιωματούχοι στην Αϊόβα δεν θα εξετάσουν το κλείσιμο των τοπικών σχολείων έως ότου το ποσοστό θετικής δοκιμής ενός νομού υπερβεί το 15% ενώ η Νέα Υόρκη ανακοίνωσε σήμερα ότι έκλεισε τα σχολεία στο 3%. Άλλες περιοχές αναλύουν τα επίπεδα ιών σε γειτονιές από τις οποίες αντλεί δυναμικό ένα σχολείο. Οι αρχές του Βερολίνου επικεντρώνονται στο τι συμβαίνει μέσα σε ένα σχολείο, αξιολογώντας εβδομαδιαία τον αριθμό των νέων κρουσμάτων και των ατόμων σε καραντίνα.

Ο Χάιντ και ο Ντέιβιντ Ρούμπιν, επικεφαλής του PolicyLab στο Παιδικό Νοσοκομείο της Φιλαδέλφειας, πιστεύουν ότι τα σχολεία θα πρέπει πιθανώς να κλείσουν εάν υπάρχουν τόσες πολλές περιπτώσεις που η ανίχνευση επαφών στην κοινότητα δεν είναι πλέον εφικτή. Στην περιοχή της Φιλαδέλφειας, «το ίχνος επαφής καταρρέει», λέει ο Ρούμπιν. Στα μέσα Νοεμβρίου, με την αύξηση των ποσοστών μετάδοσης, συνέστησε στα σχολεία της περιοχής να εξετάσουν το ενδεχόμενο κλεισίματος, ειδικά για μεγαλύτερα παιδιά, έως τον Ιανουάριο του 2021.

Αν και οι αριθμοί μπορούν να προσφέρουν μια βάση, πολλοί λένε ότι οι αποφάσεις σχετικά με το άνοιγμα και το κλείσιμο σχολείων είναι τόσο ηθικές και πολιτικές όσο και επιστημονικές. «Δεν νομίζω ότι η σωστή ερώτηση είναι, σε ποιο σημείο κλείνουμε τα σχολεία», λέει ο Greer, του Πανεπιστημίου του Guelph. «Αντ ‘αυτού, τι πρέπει να κάνουμε για να διατηρήσουμε τα σχολεία ανοιχτά;»

Στο παράδειγμα που έθεσε η Ιρλανδία και η Ολλανδία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Γερμανία έχουν κρατήσει τους μαθητές στις αίθουσες διδασκαλίας ενώ κλείνουν άλλα μέρη της δημόσιας ζωής. Ωστόσο, οι πόλεις των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Βοστώνης και του Σαν Φρανσίσκο, έχουν καθυστερήσει ή έκλεισαν τα δημόσια σχολεία, χωρίς σημαντικές αναστολές στις επιχειρήσεις. «Πολλές σχολικές περιοχές δεν λαμβάνουν την υποστήριξη που χρειάζονται», συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης για μέτρα ασφαλείας, λέει η Meagan Fitzpatrick, μοντελοποιητής μολυσματικών ασθενειών στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Maryland.

Τελικά, συμπληρώνει, μόνο οι ερευνητές μπορούν να προσφέρουν πολλά. Μέχρι τα υποκατάστατα της πανδημίας, πιθανότατα με τη βοήθεια ενός εμβολίου, αξιωματούχοι, γονείς και δάσκαλοι αντιμετωπίζουν ερωτήσεις που δεν εμπίπτουν στην επιστήμη: «Τι εννοείς με τον όρο ασφαλής; Και ποια επίπεδα κινδύνου είστε διατεθειμένοι να αποδεχτείτε για το άνοιγμα του σχολείου σας; ”

Πηγή: sciencemag.org

Μετάφραση: antapocrisis

Ανοιχτά σχολεία τώρα, ή να χαθεί η χρονιά;

Το αν πρέπει να ανοίξουν τα σχολεία, όταν το συρρικνωμένο από τις μνημονιακές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές σύστημα ελέγχου, πρόληψης και περίθαλψης έχει κλατάρει, είναι ένα υπαρκτό δίλημμα.

Το να λέει όμως ο πρωθυπουργός ότι η τηλεκπαίδευση πάει καλά και ότι είναι …παρακαταθήκη για την ψηφιακή εκπαίδευση, και ότι επιπλέον πρώτα θα ανοίξει το λιανεμπόριο και μόνο από το Γενάρη θα ανοίξουν τα σχολεία, είναι ενδεικτικό των κριτηρίων της κυβέρνησης.

Το να ισχυρίζεται ο κ. Πέτσας ότι «τις τελευταίες εβδομάδες η τηλεκπαίδευση λειτουργεί πολύ αποτελεσματικά» και ταυτόχρονα να ανακοινώνει ότι έως 7 Ιανουαρίου τα σχολεία δε θα ανοίξουν, αλλά θα ανοίξουν εκκλησίες, κομμωτήρια και εμπόριο, είναι μια τραγική επιβεβαίωση της αντίληψης, των αρχών και των αξιών αυτής της κυβέρνησης.

Σε Γερμανία, Αγγλία, Ισπανία κ.α. υπάρχουν μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας παρόμοια με τη χώρα μας, ωστόσο τα σχολεία – και ειδικά η πρωτοβάθμια εκπαίδευση – έχουν μείνει ανοικτά. Κι αυτό γιατί αναγνωρίζουν το προφανές. Ότι η τηλεκπαίδευση δε λειτουργεί και ότι η μοναδική παρακαταθήκη που θα αφήσει δεν είναι κάποια «ψηφιακή εκπαίδευση» αλλά αυξημένα μαθησιακά προβλήματα, χαμηλή κοινωνικοποίηση, ψυχολογικά βάρη και ένταση των ανισοτήτων.

Μόνο ο κ. Μητσοτάκης, ακολουθώντας την πτωχοπροδρομική βαλκανική οπτική σύμφωνα με την οποία η καινοτομία συνίσταται στη χρήση ηλεκτρονικών γκάτζετ, βλέπει ψηφιακές  ευκαιρίες.

Το δίλημμα όμως είναι υπαρκτό. Μπορούν να ανοίξουν τα σχολεία με την παρούσα κατάσταση στην πανδημία;

Οι προαναφερθείσες ευρωπαϊκές χώρες εμφανίζουν τις τελευταίες μέρες παρόμοια ήπια κάμψη στη διασπορά της πανδημίας με την Ελλάδα. Δηλαδή έχουμε επιδημιολογικά μια παρόμοια συμπεριφορά με την Ελλάδα, παρόλο που τα σχολεία εκεί παρέμειναν ανοικτά.

Δεν υπερασπιζόμαστε αυτό το μοντέλο, καθώς η πολιτική που ακολουθείται πανευρωπαϊκά είναι μια προσπάθεια συγκράτησης της πανδημίας στα όρια των συστημάτων υγείας. Δεν ακολουθείται μια πολιτική εξάλειψης της πανδημίας και διάσωσης ανθρώπινων ζωών. Κάτι τέτοιο απαιτεί ισχυρή κρατική παρέμβαση, ισχυρά συστήματα ελέγχου και πρόληψης, ισχυρό δημόσιο τομέα. Η θνήσκουσα Ευρώπη δεν θυσιάζει τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού για να εξαλείψει την πανδημία.

Με δεδομένο αυτό το πλαίσιο και με βάση ότι δεν έχουν υιοθετηθεί επιθετικά «ασιατικά» μοντέλα ελέγχου της πανδημίας οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν, ανάμεσα στα άλλα, ανοικτά τα σχολεία.

Η Ελλάδα όχι.

Ωστόσο δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο τελικά επιδρούν τα σχολεία στην κάμψη ή έξαρση της πανδημίας, γιατί δεν υπάρχουν ασφαλή δεδομένα. Αν και υπάρχουν έρευνες που υποστηρίζουν ότι η συμβολή είναι μικρή.

Το εξοργιστικό όμως είναι ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι η ανησυχία σε ότι αφορά τη συμβολή των σχολείων στα κρούσματα δεν έχει να κάνει με τα ίδια τα σχολεία και την ενδοσχολική μετάδοση αλλά τα κρούσματα που έρχονται απ’ έξω!

Στα σχολεία δεν κολλάει ιδιαίτερα, στην Ερμού όμως κολλάει, άρα η κυβέρνηση ανοίγει την Ερμού και όχι τα σχολεία!

Ξεκάθαρο.

Αυτό που είναι σαφές είναι ότι η διασπορά παραμένει έντονη γιατί σε αυτό το «επιλεκτικό» λοκντάουν, η οικοδομή, οι βιομηχανίες, οι μεταφορές, ήταν και είναι οι βασικές πηγές διάδοσης του ιού. Δεν ήταν τα σχολεία και αυτό αποδείχθηκε με την εξαιρετικά αργή κάμψη των κρουσμάτων.

Γι’ αυτές όμως τις δραστηριότητες δεν προβλέπεται η παραμικρή πολιτική ελέγχου. Ούτε μαζικά τεστ, ούτε μέτρα για το συγχρωτισμό, ούτε ιχνηλάτιση. Ξέρουμε ότι το λιανεμπόριο που θα ανοίξει τις γιορτές θα φέρει νέα αύξηση στην διασπορά.

Τα σχολεία λοιπόν δε μένουν κλειστά για να σωθούν ανθρώπινες ζωές, αλλά πρώτον γιατί η κυβέρνηση αδιαφορεί για τη δημόσια εκπαίδευση και δεύτερον γιατί αποτελείται από ένα πολιτικό προσωπικό που δεν έχει και δεν θέλει να αποκτήσει την παραμικρή συνείδηση για το φιάσκο της τηλεκπαίδευσης, ειδικά στις πιο φτωχές περιοχές και τους πιο αδύναμους μαθητές.

Αυτό που ξέρουμε επίσης είναι ότι αν στα σχολεία είχαμε κάποια κρούσματα το Νοέμβριο, αυτά θα είναι πολλαπλάσια τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο. Ξέρουμε ότι με τη χαλάρωση των Χριστουγέννων, η διασπορά θα αυξηθεί. Ξέρουμε ότι με τα συγκεκριμένα μέτρα «επιλεκτικού» λοκ ντάουν και με ανύπαρκτους μηχανισμούς τεστ και ιχνηλάτισης, το τρίτο κύμα θα είναι ακόμα σφοδρότερο και ότι τα κρούσματα δε θα πέσουν ποτέ στα 500 όπως έχουν βάλει όριο διάφοροι «ειδικοί» για να δώσουν θετική εισήγηση για το άνοιγμα των σχολείων.

Άρα χρειάζεται μια πολιτική απόφαση.

Τελείωσε η σχολική χρονιά;

Είτε θα βασανίζουμε μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικούς με το ανέκδοτο της τηλεκπαίδευσης μέχρι την Άνοιξη, προκαλώντας ανυπολόγιστη ζημιά στους μαθητές, είτε θα αναληφθεί το ρίσκο για το άνοιγμα των σχολείων με όσο το δυνατόν περισσότερα μέτρα όπως τεστ, ιχνηλάτιση, σπάσιμο τμημάτων.

Θα πει κάποιος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν τα έκανε αυτά 8 μήνες, θα τα κάνει τώρα;

Ας δοθεί τότε μια καθαρή απάντηση.

Οι «ειδικοί» πήγαν από 1 Δεκεμβρίου στις 7, μετά στις 14 για να πάνε μετά Γενάρη και όταν φουντώσει η πανδημία στις γιορτές να πουν από Φλεβάρη και μετά βλέπουμε. Όλοι γνωρίζουν ότι το τρίτο κύμα θα είναι πιο σφοδρό. Η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη έως την Άνοιξη.

Γιατί λοιπόν πρέπει να κοροϊδευόμαστε;

Το ερώτημα δεν είναι ανοιχτά ή κλειστά σχολεία για μερικές ακόμα βδομάδες. Το ερώτημα είναι ανοιχτά σχολεία τώρα ή να χαθεί επί της ουσίας η χρονιά;

Αφού δεν πήραν τα μέτρα που έπρεπε όλο αυτό το διάστημα για την πρώτη επιλογή, ας σταματήσουν να παίζουν με τις ημερομηνίες και ας περιορίσουν τη ζημιά.

Και το πρώτο ζητούμενο σε αυτή την κατάσταση είναι να γίνει πλατιά γνωστό και σαφές ότι η τηλεκπαίδευση δεν λειτουργεί. Όχι μόνο δεν λειτουργεί, αλλά έτσι όπως γίνεται κάνει ζημιά. Οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου, Γ. Κορμά και μια πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κάνουν γνωστό αυτό που ζει κάθε εκπαιδευτικός και ελληνική οικογένεια.

Χαρακτηριστικά ο κ. Κόρμας σημείωσε πως η Ελλάδα, είναι από τις ελάχιστες -αν όχι η μόνη- χώρες στην Ευρώπη, όπου έκλεισαν τα σχολεία και στις μικρές ηλικίες, τονίζοντας πως σε όλες οι υπόλοιπες, παρά το γεγονός πως ορισμένες έχουν σοβαρότερο επιδημιολογικό φορτίο από εμάς, τα κράτησαν ανοιχτά. Σημείωσε τη βαθιά ανησυχία ότι τα παιδιά εξοικειώνονται με την οθόνη, ότι αυτό τους ανησυχεί πάρα πολύ, εστίασε στο πρόβλημα που ανακύπτει στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών η οποία επηρεάζεται πάρα πολύ από τα κλειστά σχολεία και ήταν σαφής ότι πάνω από 25 λεπτά και με δίωρα και τρίωρα διαλείμματα, η χρήση ταμπλέτας ή οθόνης υπολογιστή για τα μικρά παιδιά είναι σοβαρό θέμα υγείας.

Τηλεκπαίδευση με πλήρες ωράριο και επί μήνες, είναι επικίνδυνη για τη δημόσια (ψυχική) υγεία και ατελέσφορη για τη δημόσια παιδεία. Δεν είναι μια «αποτελεσματική εκπαιδευτική διαδικασία» όπως νομίζουν οι Πέτσας, Μητσοτάκης, Κεραμέως. Τα ψυχολογικά προβλήματα σε παιδιά και εφήβους θα αυξηθούν εκθετικά. Μαθησιακά μόνο οι άριστοι μαθητές κρατιούνται κάπως. Οι υπόλοιποι μαθητές μαθησιακά θα πάνε ακόμα πιο πίσω και από το σημείο που βρίσκονταν 5-6 μήνες πριν. Και αυτό δεν το λένε κάποιοι τεχνοφοβικοί. Το λένε οι κατεξοχήν αρμόδιοι.

Το γεγονός ότι υπάρχει μια μικρή μειοψηφία εκπαιδευτικών, συνήθως συγκεκριμένων πολιτικών πεποιθήσεων, που πανηγυρίζει για τις βιντεοδιαλέξεις μέσω webex και δεν ενοχλείται από την υποβάθμιση της μαθησιακής διαδικασίας και την υποβάθμιση των γνωστικών στόχων, δεν εκφράζει τίποτα άλλο από τη δυσανεξία -που δυστυχώς έχει- στη ζωντανή επαφή με τα παιδιά.

Για να μη χαθεί η χρονιά θα πρέπει να υπάρξουν, έστω τώρα, μέτρα.

Με μείωση της ύλης και με προετοιμασία δραστικών μέτρων για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, για να χαλαρώσει η πίεση στους μαθητές της Γ’ Λυκείου.

Με έστω εκ περιτροπής διδασκαλία σε μικρά τμήματα, αφού πρωθυπουργός και υπουργοί είναι και εμμονικοί ενάντια στο δημόσιο και ανάξιοι να οργανώσουν τα σχολεία σε καιρό πανδημίας.

Με μαζικά τεστ και ιχνηλάτιση.

Με δραστική μείωση των ωρών του μαρτυρίου της τηλεκπαιδευσης.

Με ασφαλές άνοιγμα χώρων αθλητισμού για τους μαθητές.

Δεν αναφερόμαστε στα μέτρα που θα έπρεπε να πάρει μια οποιαδήποτε κυβέρνηση από το Σεπτέμβριο. Έχει γίνει σαφές ότι η ιδεοληψία τους είναι πιο ισχυρή από την κοινή λογική.

Μιλάμε για μέτρα που μπορούν να πάρουν ακόμα και αυτοί.

Αρκεί να μην μπερδεύουν το play station με τη μαθησιακή διαδικασία.

10 ερωτήματα προς το Υπουργείο Παιδείας και τις λάθος προτεραιότητές του

1. Ποια επιδημιολογική ανάγκη οδήγησε στο κλείσιμο των σχολείων σήμερα, όταν πριν μια εβδομάδα που πάρθηκε η απόφαση για κλείσιμο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αλλά όχι της πρωτοβάθμιας, η εικόνα των κρουσμάτων ήταν περίπου η ίδια;

2. Δε θα έπρεπε να περιμένει η επιτροπή  και η κυβέρνηση άλλη μια εβδομάδα, με εξαίρεση ίσως τη Θεσσαλονίκη (όπου η κατάσταση έχει ξεφύγει λόγω των εγκληματικών κυβερνητικών ευθυνων), για να δει τα αποτελέσματα του lockdown, πριν κλείσει και τα σχολεία της πρωτοβάθμιας;

3. Η ίδια η επιτροπή παραδέχεται ότι στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση η διασπορά και η μεταδοτικότητα είναι μικρή έως ελάχιστη. Άρα γιατί να κλείσουν τώρα τα σχολεία; Τι θα γίνει το Γενάρη-Μάρτιο όταν θα είναι δύσκολο να μείνουν τα παράθυρα ανοιχτά και θα υπάρχει και η επιβάρυνση άλλων ιώσεων;

4. Η επιτροπή και η κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι κλείνουν τα σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για να μειωθεί η κίνηση κατά το πρωινό και μεσημεριανό κουδούνι. Μα η κίνηση αυτή είτε γίνεται με τα πόδια στη γειτονιά, είτε με αυτοκίνητο. Δε χρησιμοποιούνται ΜΜΜ, τα οποία όμως χρησιμοποιούν μετά πολλοί από τους γονείς για να πάνε στη δουλειά τους. Ποια λογική επιβάλει κλείσιμο σχολείων αλλά όχι πύκνωση δρομολογίων;

5. Αν ο στόχος είναι να μειωθεί κι άλλο η κίνηση σε ένα “μερικό”, προς το παρόν, lockdown, γιατί δεν επιλέχθηκαν άλλοι τομείς; Γιατί δεν κλείνουν τα καταστήματα των τραπεζών, από τη στιγμή που η πλειοψηφία των συναλλαγών (και ειδικά των σοβαρότερων συναλλαγών) γίνεται ηλεκτρονικά; Ποια είναι πιο σημαντική λειτουργία για την κοινωνία; Η παιδεία ή οι τραπεζικές συναλλαγές; Ποια είναι τελικά τα κριτήρια και οι προτεραιότητες της κυβέρνησης;

6.  Γιατί δεν παίρνονται επιπλέον μέτρα στα ΜΜΜ, στα σούπερ μάρκετ, σε μεγάλες βιομηχανίες και εταιρείες, όπου η κατάσταση μόνο lockdown δε θυμίζει, ώστε να μειωθεί όντως η κίνηση κι ο συνωστισμός;

7. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η εκπαιδευτική διαδικασία θα συνεχιστεί μέσω τηλε-εκπαίδευσης. Αν η Υπουργός Παιδείας μιλούσε με τους εκπαιδευτικούς των δημόσιων σχολείων και όχι με τους σχολάρχες των ιδιωτικών σχολείων, θα γνώριζε ότι η πλειοψηφία των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συνδέεται στα “βιντεομαθήματα” μέσω κινητού τηλεφώνου. Οι μαθητές της Α’ και Β’ Δημοτικού έχουν κινητό; Και αν έχουν, (που δεν έχουν και δεν πρέπει να έχουν), είναι επιστημονικά, ιατρικά, ψυχολογικά, μαθησιακά σωστό να βρίσκονται πάνω από ένα κινητό τηλέφωνο τουλάχιστον 3 ώρες τη μέρα;

8. Αν η Υπουργός Παιδείας είχε την παραμικρή επαφή με τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα άκουγε ότι η τηλε-εκπαίδευση είναι ένα μεγάλο φιάσκο. Γιατί απουσιάζει απ’ όλη τη διαδικασία το Α και το Ω της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το πλαίσιο, οι στόχοι, τα μέσα. Όλα. Ακόμα χειρότερα, θα είναι κλαυσίγελος. 30′ διδακτική ώρα σε τμήμα της Β’ δημοτικού, όταν τα 15′-20′ θα δαπανώνται για να κλείσει τα μικρόφωνα ο μικρός μαθητής ή να βάλει σωστά την καμερα, θα συσσωρεύουν αποτυχία και ματαίωση. Για να μη μιλήσουμε για τα παιδιά που δε θα συνδέονται, που θα είναι 2-3 αδέρφια μαζί στο δωμάτιο, γιατί υπάρχουν και οικογένειες που δεν μένουν σε σπίτια 150 τμ, για μαθητές που δεν έχουν τις απαιτούμενες συσκευές ή που έχουν μαθησιακές δυσκολίες, ή ακόμα και για άγνωστους εξωσχολικούς που θα συνδέονται στο μάθημα γιατί το Υπουργείο ούτε αυτό δεν μπορεί να αποτρέψει . Τα έχουν σκεφτεί όλα αυτά στο Υπουργείο ή νομίζουν ότι η τηλεεκπαίδευση είναι κάτι σαν τα εξ αποστάσεως Υπουργικά Συμβούλια και τα Eurogroup με τις 60άρες οθόνες και τα premium συστήματα  βιντεο διασκέψεων;

9. Ακριβώς επειδή κάθε μέτρο, ακόμα και στα πλαίσια της αποτυχημένης διαχείρισης της πανδημίας από την επιτροπή και την κυβέρνηση, πρέπει να μπαίνει στη βάσανο του ισοζυγίου “περιορισμός του ιού vs άλλες συνέπειες”, τι έχει να πει το Υπουργείο και η επιτροπή περί αυτού; Αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές, ψυχολογικές, μαθησιακές συνέπειες από το κλείσιμο των σχολείων και τον εγκλεισμό – ειδικά των μικρών μαθητών – στα σπιτια και μπροστά στις οθόνες;

10. Αν ισχύουν οι εισηγήσεις ότι όλη τη χρονιά θα πηγαίνουμε με τη λογική του “ακορντεόν” (άνοιγμα-κλείσιμο-άνοιγμα), μήπως το Υπουργείο θα έπρεπε να ξαναδεί τα μέτρα που προτείνουν οι εκπαιδευτικοί; Δηλαδή το σπάσιμο των τμημάτων με διορισμούς εκπαιδευτικών, μαζί με αύξηση των τεστ και των μηχανισμών ιχνηλάτησης; Έτσι ώστε να είναι λιγότερο επιβαρυντική στην επιδημιολογική κατάσταση η ζωντανή λειτουργία των σχολείων; Δημοσιονομικά το κόστος δεν είναι τεράστιο, ειδικά αν τεθούν στο ισοζύγιο και οι άδειες που θα πρέπει να πάρουν τώρα οι γονείς.

Πρόκειται για γινάτι; Για ιδεολογική εμμονή; Για άρνηση να ενισχυθούν τα κοινωνικά αγαθά; Για την βαθιά έχθρα της δεξιάς απέναντι στις κοινωνικές ανάγκες; Ή απλώς για ανικανότητα οργάνωσης των σχολείων με βάση ένα νέο και αναγκαίο πλαίσιο;

Υπάρχουν απαντήσεις ή η κυβέρνηση αδυνατεί να αντιληφθεί την προτεραιότητα της παιδείας στην κοινωνία;