Άρθρα

Άνοιγμα σχολείων: Και τώρα μπορείτε να πα’ να …μολυνθείτε

Η απόφαση για άρον άρον άνοιγμα των σχολείων αύριο, η ανικανότητα να εξασφαλιστούν επαρκείς ποσότητες σελφ τεστ για τους μαθητές, η ανεμελιά για τον υψηλό διψήφιο αριθμό καθημερινών θανάτων, η αδιαφορία για τα διαδοχικά αρνητικά ρεκόρ απωλειών και κρουσμάτων που καταγράφει η χώρα, και η πεισματική άρνηση της κυβέρνησης να ενισχύσει το σύστημα υγείας, θεμελιώνει τη στρατηγική Μητσοτάκη απέναντι στην πανδημία: Ανοσία της αγέλης, όσο το δυνατόν νωρίτερα, ανεξαρτήτως θυμάτων. 

Εκφρασμένο με τη γηπεδική κραυγή που απευθύνουν οι νικητές στους ηττημένους: “Και τώρα μπορείτε να πα’ να … ”

Δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, αλλά χυδαίοι άνθρωποι και χυδαίες πολιτικές. Μια τέτοια χυδαία πολιτική είναι η πλήρης παράδοση της χώρας σε όσα φέρνει η τύχη. Κυριολεκτικά, η πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στην πανδημία είναι το “όσα έρθουν κι όσα πάνε”. 

Η ανοσία της αγέλης, λένε πολλοί, δεν είναι μια στρατηγική, αλλά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μιας πανδημικής κρίσης. Ας μην τη φοβόμαστε λοιπόν. 

Δυστυχώς όμως, μεταμορφώνεται σε υγειονομική πολιτική, όταν πέφτει λευκή πετσέτα σε κάθε πρόκληση: Από το επαρκές σύστημα ανίχνευσης των κρουσμάτων, μέχρι την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας που θα μπορούσε να καθοδηγήσει με έγκαιρη διάγνωση τους ασθενείς και να μειώσει κατακόρυφα βαριές νοσηλείες και θανάτους. 

Και ακόμα χειρότερα: Δεν έχουμε απλώς λευκή πετσέτα, δηλαδή πλήρης παραδοχή ήττας και ανικανότητας, αλλά μετατροπή της ήττας σε πεδίο κερδοσκοπίας για τους λίγους και τους εκλεκτούς. Η Ελλάδα έγινε διεθνώς ρεζίλι με τις συγκρίσεις (και τις προσβολές) που έκανε ο Άδωνης Γεωργιάδης για τα κυπριακά τεστ (τις οποίες μάζεψε σαν βρεγμένη γάτα). Σε όλη την Ευρώπη τα πρωτόκολλα για την ανίχνευση των κρουσμάτων είναι εμφανώς πιο ανθρώπινα, με το pcr test να είναι δωρεάν σε περίπτωση που έχεις συμπτώματα. Το pcr test στη Γερμανία, στην Ολλανδία ή στη Γαλλία γίνεται μέσα σε λίγες ώρες από τη στιγμή που δηλωθεί συμπτωματολογία συμβατη με Covid. Δοκιμάστε να κλείσετε ραντεβού στην Ελλάδα για pcr σε δημόσια δομή υγείας. Στη χώρα μας, η κατάρρευση της ΠΦΥ οδηγεί σε έκρηξη κερδών των διαγνωστικών κέντρων. Επιλογή απολύτως συνειδητή από μια κυβέρνηση αγυρτών και μαυραγοριτών. 

Ποιος αλήθεια πιστεύει ότι το άνοιγμα των σχολείων αύριο Δευτέρα, 10/1 γίνεται αποκλειστικά και μόνο με γνώμονα την υγεία των παιδιών και των γονιών τους;

Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι μόνο κριτήριο είναι η άρνηση του κράτους να εγγυηθεί εισοδήματα και άδειες σε γονείς που θα αναγκαστούν να κρατήσουν τα παιδιά στο σπίτι;

Ποιος γονιός παιδιού δημοτικού σχολείου δεν σκέφτηκε σοβαρά αυτές τις μέρες να κρατήσει τα παιδιά στο σπίτι; 

Και ποιοι γονείς έχουν τη δυνατότητα να κάνουν κάτι τέτοιο;

Όχι αυτοί που εργάζονται για να ζήσουν και “εξαρτώνται από το μισθό τους” (ας θυμηθούμε και πάλι την έκφραση του Μητσοτάκη – Λουδοβίκου). 

Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι στα σχολεία την εβδομάδα αυτή θα διεξαχθεί ένα μεγάλο πείραμα σε βάρος των παιδιών και των γονιών τους; 

Μήπως όμως πρόκειται να δώσει η Επιτροπή Ειδικών στη δημοσιότητα, πόσοι από τα κρούσματα της μεθεπόμενης εβδομάδας είναι γονείς με παιδιά στα δημοτικά σχολεία, στα γυμνάσια και στα λύκεια;

Μήπως πρόκειται να δημοσιοποιήσει πόσοι από γονείς και παπούδες θα νοσήσουν βαριά και πόσοι από αυτούς θα καταλήξουν;

Όχι, θα κρυφτεί και πάλι πίσω από την (ευτυχή) συγκυρία τα παιδιά και οι έφηβοι να μην παρουσιάζουν συμπτώματα ή τουλάχιστον όχι ισχυρά. 

Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι τα κενά εκατοντάδων ή και χιλιάδων εκπαιδευτικών που νοσούν, δεν πρόκειται να καλυφθούν από ένα υπουργείο που με το σταγονόμετρο εγκρίνει αναπληρώσεις σε μακροχρόνιες απουσίες εκπαιδευτικών;

Ποιος δεν φοβάται τι θα γίνει με τα τμήματα που δεν θα έχουν δασκάλους, όπου τα παιδιά θα μοιράζονται στις άλλες τάξεις, τινάζοντας στον αέρα τις μπούρδες θεωρίες του κ.Μαγιορκίνη και τις φρούδες προσδοκίες των ανεπίγνωστων στελεχών του υπουργείου για κρούσματα που περιορίζονται μαγικά ανά τμήμα/bubble;

Ποιος δεν ξέρει ότι οι διευθυντές παρακαλούν ή και συνιστούν (άτυπα και προφορικά) τα παιδιά να μείνουν σπίτι, τουλάχιστον για την πρώτη εβδομάδα;

Και τι είναι μια κυβέρνηση που κωφεύει σε όλα αυτά, πέρα από μια κυβέρνηση ακριβώς όπως την αποκάλεσε ο ουδόλως συμπαθής στον γράφοντα κ. Κουρουμπλής;

Μα, λένε οι απολογητές της κυβερνητικής πολιτικής, ότι έτσι γίνεται και στην Ευρώπη.

Ως συνήθως κρύβουν τη μισή αλήθεια.

Τα σχολεία πράγματι, ανοίγουν στην Ευρώπη, αλλά:

α. Στην Ευρώπη το κύμα νοσηλειών της Δέλτα υποχώρησε, προτού αυξηθεί το κύμα νοσηλειών της Όμικρον. Εδώ τα δύο κύματα συγχωνεύτηκαν σε ένα. Αυτό σημαίνει ότι η πολυαναμενόμενη ελαφρύτερη συμπτωματολογία της Όμικρον, ακόμα και αν ισχύει γενικά (που είναι άλλης τάξης συζήτηση), στην Ελλάδα θα προστεθεί σε ένα ήδη τσακισμένο σύστημα υγείας που λειτουργεί (για την ακρίβεια υπολειτουργεί) εδώ και μήνες, διατηρώντας καθημερινά διψήφιο (ή και τριψήφιο για μεγάλο διάστημα) αριθμό διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ. Το σύστημα υγείας στην Ευρώπη μπορεί να στηρίξει επιπλέον φόρτο, στην Ελλάδα όχι. Τόσο απλά. 

β. Στην Ευρώπη, από τις αρχές Νοεμβρίου οι θάνατοι και από τέλη Δεκεμβρίου τα κρούσματα αναλογικά με τον πληθυσμό, είναι περίπου τα μισά από ότι στην Ελλάδα.

Η αναλογία είναι πολύ χειρότερη για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αν συγκριθεί μόνο με τη Δυτική Ευρώπη και όχι με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Όταν λοιπόν τόσο η υγειονομική άμυνα και η κατάσταση των συστημάτων υγείας, όσο και η ίδια η εξέλιξη της πανδημίας, είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση στην υπόλοιπη Ευρώπη, από ότι στην Ελλάδα (σύμφωνα πάντα με τους αριθμούς), από πού κι ως πού προκύπτει ότι μέτρο σύγκρισης πρέπει να είναι αποκλειστικά η ημερομηνία στην οποία ανοίγουν τα σχολεία;

Για να μην αναφερθούμε στην πραγματικότητα των ίδιων των σχολικών τάξεων (πλήθος μαθητών ανά τμήμα, πυκνότητα ανά τετραγωνικό, συστήματα εξαερισμού με κατάλληλα φίλτρα, πλήθος εκπαιδευτικών ανά σχολική μονάδα, κάλυψη κενών και αναπληρώσεων κοκ). Αυτές οι παράμετροι, οι τόσο διαφορετικές στην Ελλάδα από ότι στην Ευρώπη, που η εξασφάλισή τους κοστίζει λεφτά σε μια κυβέρνηση που θέλει εμμονικά να τσακίσει το δημόσιο σχολείο, κάνουν την απόφαση για το άνοιγμα των σχολείων χωρίς την παραμικρή ουσιαστική αλλαγή (εκτός από το ένα επιπλέον σελφ τεστ – και αν αυτό βρεθεί δηλαδή), μνημείο ασυνείδητης πολιτικής.

Τα σχολεία γενικά πρέπει να είναι ανοικτά. Και στον καιρό της πανδημίας. Η τηλεκπαίδευση (που εμμέσως πλην σαφώς η κυβέρνηση παραδέχεται ότι δεν αποδίδει), διαμόρφωσε μια γενιά μαθητών με ισχυρές μαθησιακές και κοινωνικο-ψυχολογικές δυσκολίες. Έγκλημα, για το οποίο παρεμπιπτόντως, ουδείς λογοδοτεί. Όμως δεν μπορεί τα σχολεία πέρυσι, με καλύτερους δείκτες σε όλους τους τομείς, να είναι επί πέντε μήνες κλειστά, και σήμερα, να μην δίνεται παράταση ούτε καν πέντε ημερών (οι οποίες ούτως ή άλλως αναπληρώνονται από τις εκδρομές που δεν έγιναν). Δεν μπορεί, ακόμα και αυτή η εμφανώς ανίκανη στη διαχείριση και αδιάφορη στα προβλήματα της κοινωνίας κυβέρνηση να είναι ακριβή στα πίτουρα και φτηνή στο αλεύρι. Δεν μπορεί να μετατρέπει τους εκπαιδευτικούς σε φαρμακοποιούς, τους μαθητές και τις οικογένειές τους σε πειραματόζωα και την εκπαίδευση σε υγειονομικό ναρκοπέδιο.

Να αξιολογήσουμε τους “αξιολογητές” και τις πολιτικές τους για την εκπαίδευση

Να αξιολογήσουμε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα

Γιατί η ελληνική οικογένεια αποστραγγίζεται και δίνει 1,2 δις στην ιδιωτική εκπαίδευση;

Φταίει ότι εδώ και 30 χρόνια, με κάθε νόμο «ενάντια στην παραπαιδεία», αυξάνεται η παραπαιδεία και οι απαιτούμενες ώρες για φροντιστήρια; Αύξησε η φροντιστηριοποίηση της Γ λυκείου από το ν. Γαβρόγλου, τα απαιτούμενα φροντιστήρια ναι ή όχι; Θα τα αυξήσει η τράπεζα θεμάτων του ν. Κεραμέως από την Α’ λυκείου; Φταίει ο εκπαιδευτικός που «δεν κάνει καλό μάθημα» ή το ότι οι Πανελλήνιες έχουν απαιτήσεις και ύλη που «δεν βγαίνουν» με τις προβλεπόμενες διδακτικές ώρες στο σχολείο; Και γιατί να μην αντιστοιχούν οι Πανελλήνιες στα όσα μπορούν να διδαχτούν στο σχολείο; Κι ακόμα, γιατί να μην υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ;

Φταίει ότι έχετε εξοβελίσει τη μουσική, τον αθλητισμό και την καλλιτεχνική παιδεία από το σχολείο; Φταίει η ΝΔ που κατήργησε τα καλλιτεχνικά στο Λύκειο;

Φταίνε μήπως αυτοί που έκλεισαν όλα τα αθλητικά σχολεία, γιατί ήταν «δαπανηρά»;

Φταίει μήπως ότι σταδιακά όλες οι αθλητικές δραστηριότητες στους δήμους έγιναν επί πληρωμή και μια οικογένεια με δύο παιδιά απαιτεί ένα «κεφαλικό φόρο» άνω των 1000€/έτος;

Να αξιολογήσουμε τα αίτια της αμορφωσιάς

Φταίνε μήπως τα νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία, εδώ και 15-20 χρόνια, που μαθαίνουν τα παιδιά Γλώσσα μέσα από συνταγές μαγειρικής και Ιστορία μέσα από μύθους για κρυφά σχολειά και συνωστισμούς στη Σμύρνη! Βιβλία με γλώσσα, έννοιες και όρους δυσνόητους για μικρούς και μεγάλους μαθητές, με νοήματα ασύνδετα, που απωθούν αντί να κεντρίζουν το ενδιαφέρον για γνώση και μάθηση.

Φταίνε μήπως οι εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια αλλαγές ώστε τα παιδιά να μαθαίνουν εφήμερες δεξιότητες στα Μαθηματικά και στην Πληροφορική, να μαθαίνουν μέσω της «βιωματικής μάθησης» Φυσική, να εξετάζονται σε multiple choice αντί για να γράφουν Έκθεση; Φταίει ο «κακός δάσκαλος» που τα παιδιά τελειώνοντας το σχολείο δεν έχουν τις πιο στοιχειώδεις γενικές γνώσεις, δυσκολεύονται να κατανοήσουν ένα άρθρο εφημερίδας ή να λύσουν ένα πρόβλημα πρακτικής αριθμητικής, ή φταίει το ότι οι πολιτικές τους στοχεύουν ακριβώς σε αυτό –μια νέα γενιά αμόρφωτη, που να μην σκέφτεται και να μην αμφισβητεί;

Πώς θα προετοιμαστούν οι μαθητές σε μια εποχή που θέτει νέα ερωτήματα φιλοσοφικά, τεχνολογικά, επιστημονικά με την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Γενετικής; Με τις ανοησίες σας για τις ήπιες δεξιότητες; Φτάνουν οι εμμονές με τις STEM επιφανειακές δεξιότητες;

Δε χρειάζονται περισσότερη Λογοτεχνία; Περισσότερη Φιλοσοφία; Περισσότερη Κοινωνιολογία – που έβγαλε η ΝΔ από το Λύκειο; Δε χρειάζεται περισσότερη Βιολογία και θεωρία της εξέλιξης και λιγότερο θρησκευτικά που είναι το μόνο μάθημα που έμεινε στη Γ’ λυκείου; Δε χρειάζεται περισσότερη Επιστήμη κόντρα στο σκοταδισμό;

Φταίει ο εκπαιδευτικός για το μορφωτικό επίπεδο στα 25άρια τμήματα; Για το ότι η ΝΔ αύξησε το ανώτατο όριο μαθητών; Για το ότι 700.000 μαθητές στοιβάζονται σε τμήματα 21-28 μαθητών;

Φταίει ο αναπληρωτής εκπαιδευτικός που έρχεται στο σχολείο Νοέμβρη και πρέπει να βγάλει την ύλη ότι και να γίνει;

Να αξιολογήσουμε το μάθημα που μπορεί να κάνουν οι 50.000 αναπληρωτές εκπαιδευτικούς που στα 45 είναι ακόμα αναπληρωτές από σχολείο σε σχολείο με μια βαλίτσα στο χέρι;

Να αξιολογήσουμε τους χιλιάδες 65άρηδες εκπαιδευτικούς που οι νόμοι όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων αύξησαν τα όρια συνταξιοδότησης και τους κρατάνε στην τάξη μέχρι τα 67;

Φταίει ο καθηγητής στα εγκαταλελειμμένα ΕΠΑΛ, για τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών, όταν επί δεκαετίες οι κυβερνώντες προωθούν την αντίληψη ότι «ο μαθητής από το Περιστέρι ας γίνει ψυκτικός» και ότι «δεν παίρνουν όλα τα παιδιά τα γράμματα;».

Ποιος φταίει που έχουμε τέτοια αποσύνδεση θεωρίας (ΓΕΛ) και πράξης (ΕΠΑΛ) στο ελληνικό σχολείο με το πρώτο να εκπαιδεύει στην παπαγαλία και το δεύτερο στις τεχνικές δεξιότητες; Ποιος φταίει που καταργήθηκε, με το νόμο Αρσένη το 1997, ο πιο ενδιαφέρον τύπος σχολείου που συνδύαζε θεωρία και πράξη, τα περίφημα Πολυκλαδικά, επειδή ήταν «δαπανηρά»;

Φταίνε οι κυβερνήσεις που κατάργησαν όλες τις δημόσιες φροντιστηριακές δομές για τους πιο αδύναμους μαθητές, όπως η Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη και η Ενισχυτική Διδασκαλία που ξεκινάει συνήθως… τον Απρίλιο;

Φταίει αυτή η εγκατάλειψη των μαθητών των λαϊκών οικογενειών για το γεγονός ότι οι Πολυτεχνεία και τις Ιατρικές είναι μακρινό όνειρο γι’ αυτά τα παιδιά; Για τις σχολικές επιδόσεις φταίει μόνο ο εκπαιδευτικός ή και η κοινωνία, η οικογένεια, το γύρω περιβάλλον, το μορφωτικό κεφάλαιο όπως έλεγε και το βιβλίο της Κοινωνιολογίας στο Λύκειο, που φροντίσατε να καταργήσετε για «να μη γίνουν τα παιδιά μας κομμουνιστές»;

Τέλος, φταίει μήπως ότι το Υπουργείο επί 1,5 χρόνο στην πανδημία δεν έκανε τίποτα, με αποτέλεσμα στους 12 εκπαιδευτικούς μήνες οι 7 να έχουν γίνει με τηλεκπαίδευση; Γι’ αυτά τα τεράστια κενά που θα ακολουθούν αυτά τα παιδιά για χρόνια, ποιος θα φταίει;

Να αξιολογήσουμε και τις σχολικές μονάδες;

Με μικρές αίθουσες και στριμωγμένα θρανία που το χειμώνα κρυώνεις και το καλοκαίρι σκας και που μπορεί να πλημμυρίσουν σε μια νεροποντή; Που δεν έχουν κλειστά γυμναστήρια ως όφειλαν; Που τα προαύλια είναι μικρά και ακατάλληλα; Που δεν έχουν τίποτε άλλο για τον αθλητισμό πέρα από 4-5 μπάλες;

Που συνήθως έχουν ένα μόνο εργαστήριο ΗΥ και αυτό παλιάς τεχνολογίας; Που δεν έχουν αίθουσα πολυμέσων, διαδραστικούς πίνακες, επαρκώς εξοπλισμένα εργαστήρια Φυσικής και Χημείας, σύγχρονες βιβλιοθήκες;

Που δεν έχουν τους πόρους για να οργανώνουν εκπαιδευτικές εκδρομές και επισκέψεις, παρά μόνο αν βάλουν οι γονείς βαθιά το χέρι στην τσέπη;

Μήπως καλύτερα να αξιολογήσουμε αυτές που είναι σε κοντέινερ από τους σεισμούς προ 25ετίας; Ή αυτές που φτιάχτηκαν προ 15ετίας σε κοντέινερ και προκάτ με την υπόσχεση ότι θα φτιαχτεί σχολείο, αλλά ακόμα σε κοντέινερ είναι;

Φταίει κάποιος που τα προγράμματα σχολικής στέγης έχουν μειωθεί κατά 70% και τα λεφτά των σχολικών μονάδων για τα τρέχοντα έξοδα κατά 50%;

Για όλα τα παραπάνω που ευθύνονται για τα προβλήματα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα φταίνε όλοι οι επίδοξοι αξιολογητές! Κυβέρνηση και ΜΜΕ που νυχθημερόν βρίζουν τον εκπαιδευτικό που κρατάει το σχολείο όρθιο όταν μειώθηκε η χρηματοδότηση του κατά 50% και όταν του έκοψαν το 40% του μισθού και όταν του έκοψαν το εφάπαξ και τη σύνταξη και όταν τον πέταξαν μπροστά σε μια οθόνη για να κάνει «μάθημα».

Κύριοι αξιολογητές, εσείς αξιολογηθήκατε και έχετε κάνει μεγάλη ζημιά στο δημόσιο σχολείο. Γι’ αυτό σκάστε επιτέλους!

Σίγουρα ο εκπαιδευτικός μπορεί να βελτιωθεί, να γίνει καλύτερος, να κάνει καλύτερο μάθημα.

Όμως οι νόμοι της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού δεν έχουν καμία σχέση με αυτό.

Θέλουν απλά να μεταφέρουν την κρατική ευθύνη, για τα παραπάνω αδιέξοδα, στο σχολείο και τον εκπαιδευτικό*.

Και να βάλουν στο μέλλον τα σχολεία να ανταγωνίζονται για την «πραμάτεια τους» για να προσελκύουν γονείς που θα αντιμετωπίζονται όχι ως πολίτες με δικαίωμα στη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, αλλά ως πελάτες και χρήστες εκπαιδευτικών υπηρεσιών.

Η εκπαίδευση χρειάζεται ριζικό αναπροσανατολισμό σε περιεχόμενο και λογική, σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ ότι προωθείται εδώ και 2-3 δεκαετίες τουλάχιστον. Προσανατολισμό στη γνώση και τη μόρφωση κι όχι στις «δεξιότητες» και την «αγορά».

Το δημόσιο σχολείο χρειάζεται ένα τεράστιο χρηματοδοτικό πακέτο κρατικής χρηματοδότησης, μετά από μια υπερδεκαετή υπερλιτότητα, για να προσφέρει πραγματικά δημόσια δωρεάν παιδεία σε όλα τα παιδιά.

Η αξιολόγηση έχει βγάλει τα αποτελέσματά της.

*Με βάση αυτούς τους νόμους ο εκπαιδευτικός και το σχολείο έχουν την ευθύνη για την εξεύρεση πόρων, για να βρουν λύσεις στα ζητήματα υποδομών και εξοπλισμού, για τις σχολικές επιδόσεις σε πανελλαδικές εξετάσεις για τα παιδιά στη ΣΤ’ του Δημοτικού και της Γ΄ Γυμνασίου (ν. 4823, άρθρα 87, 98, 99, 104, 105, 107 και Υπουργική Απόφαση 108906/ΓΔ4/2021, άξονες 6 & 7).

Ας αξιολογηθούμε τώρα κι εμείς

Θα είμαστε ανεπαρκείς αν σκύψουμε το κεφάλι και τους αφήσουμε να μας «αξιολογούν».

Αν γίνουμε «υπαλληλίσκοι» κι όχι δάσκαλοι.

Αν δεν ενωθούμε με μαθητές και γονείς, με όλη την κοινωνία, για να ανατρέψουμε τα σχέδιά τους.

Αν δεν υπερασπιστούμε τη δημόσια δωρεάν παιδεία – δεν αντιπαλέψουμε τους ταξικούς φραγμούς.

Αν δεν αγωνιστούμε για το δικαίωμα της νέας γενιάς στη μόρφωση – για το μέλλον των παιδιών μας.

Σταματήστε να κατηγορείτε τους εκπαιδευτικούς, δείξτε τους εμπιστοσύνη και αφήστε τους να διδάξουν

Το παρακάτω άρθρο αναφέρεται στη συζήτηση που ξέσπασε πριν 5 χρόνια στην Αυστραλία όταν αυτή έπεσε στα αποτελέσματα της διεθνούς κατάταταξης των επαιδευτικών συστημάτων. Οι εκπαιδευτικοί ήταν για ακόμη μια φορά ο αποδιοπομπαίος τράγος σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που επί δεκαετίες εφάρμοζε όσα σήμερα παρουσιάζονται ως η τελευταία λέξη της μόδας στα εκπαιδευτικά συστήματα: Αξιολογήσεις επί αξιολογήσεων, άπειρες φόρμες και ρουμπρίκες, δυσβάσταχτο γραφειοκρατικό φορτίο που μετέτρεπε τον εκπαιδευτικό, από δάσκαλο της τάξης, σε λογιστή/υπάλληλο γραφείου που συμπληρώνει εκθέσεις και αναφορές προς τους ανωτέρους του. Τα αποτελέσματα ήταν κατακόρυφη πτώση στα μαθησιακά αποτελέσματα, φυγή εκπαιδευτικών από τα σχολεία, μείωση του επιπέδου και της ποιότητας της διδασκαλίας.

Οι εκπαιδευτικοί, αντί να διδάσκουν, αξιολογούσαν. Ο χρόνος τους αφιερώνονταν σχεδόν αποκλειστικά σε αυτό. Τα αποτελέσματα ήταν αποθαρρυντικά για τους μαθητές και την εκπαίδευση και περιγράφονται παρακάτω από έναν ακόμα υπεράνω υποψίας για φιλο-αριστερή ή φιλο-συνδικαλιστική παρέκκλιση συγγραφέα, εκπαιδευτικό και ακαδημαϊκό, τον Ned Manning. Επί λέξει λέει ότι “η εμμονή μας στη λογοδοσία (στμ. accountability, το νέο ιερό Ευαγγέλιο από όσους διοικούν την εκπαίδευση αλλά δεν λογοδοτούν για τα εκτρώματά τους), σημαίνει ότι κάθε στιγμή στη ζωή και στο χρόνο ενός δασκάλου περνά ικανοποιώντας γραφειοκρατικές απαιτήσεις”.

Αυτά που εφαρμόστηκαν εκεί και σχεδόν καθολικά αναγνωρίστηκαν ως παράγοντας μείωσης των μαθησιακών αποτελεσμάτων, έρχονται σήμερα, τάχα ως αυταπόδεικτη αλήθεια και αδιαμφισβήτητη διεθνής πραγματικότητα, να επιβληθούν στο ελληνικό σχολείο από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και την εμμονική εναντίον του δημόσιου σχολείου Κεραμέως.

Τα νέα ότι έχουμε μείνει πίσω στην παγκόσμια κατάταξη στα μαθηματικά και στην φυσική στα σχολεία μας, έφερε τις συνήθεις απαντήσεις από τους συνήθεις ύποπτους. Ο ομοσπονδιακός υπουργός Παιδείας Simon Birmingham λέει ότι «ντρέπεται» για τα «φρικτά αποτελέσματα».

Λέει ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη χρηματοδότηση αλλά σχετίζεται αποκλειστικά με την «ποιότητα των εκπαιδευτικών». Εκείνο το παλιό παραμύθι που διαρκώς επαναλαμβάνεται. Καμία σχέση δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ούτε με το μέγεθος των τάξεων. Ο υπουργός Birmingham  αναφέρει έρευνες που λένε ότι τα μικρότερα μεγέθη τάξεων δεν κάνουν διαφορά.

Ας λύσουμε το θέμα μια για πάντα.

Επειδή οι τάξεις των 45 είναι διαχειρίσιμες σε άλλους πολιτισμούς, δεν σημαίνει ότι μπορεί να είναι διαχειρίσιμες εδώ. Είμαστε πολιτισμικά πολύ διαφορετικοί από πολλές από τις χώρες της βαθμολογίας. 

Τι μπορεί για παράδειγμα να κάνει ένας δάσκαλος σε ένα σχολείο της Αυστραλίας εάν ένας μαθητής του πει να «βγάλει το σκασμό» ή αν πετάξει μια καρέκλα έξω από το παράθυρο ή αν δεν κάνει την εργασία του; Τίποτα. 

Πού θα βρει στήριξη για τέτοιες καταστάσεις; Στο γραφείο του διευθυντή; Στον ίδιο διευθυντή που είναι τόσο πηγμένος από τις απαιτήσεις των γονέων, των στελεχών και των γραφειοκρατών της εκπαίδευσης που δεν προλαβαίνει καν να βγει από το γραφείο του ακόμα κι αν το θέλει;

Πότε θα αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι έχουμε λάθος προτεραιότητες; Πότε θα σταματήσουμε να κατηγορούμε τους εκπαιδευτικούς και θα κάνουμε τα βήματα που πρέπει να γίνουν για τη βελτίωση των συνθηκών στα σχολεία μας, τόσο για τους δασκάλους όσο και για τους μαθητές και, με αυτόν τον τρόπο, θα αυξήσουμε αναπόφευκτα το επίπεδο;

Είναι μήπως περίεργο το γεγονός ότι το 30% -50% των νέων εκπαιδευτικών εγκαταλείπουν το σχολείο κατά τα πρώτα πέντε χρόνια της διδασκαλίας; Μήπως έχουν εκπαιδευτεί άσχημα ή μήπως δεν έχουν τις απαιτούμενες δεξιότητες; Ή μήπως επειδή ανακαλύπτουν ότι η διδασκαλία στα σύγχρονα αυστραλιανά σχολεία συνεπάγεται τόση δουλειά έξω από την τάξη, ώστε δεν καταφέρουν ποτέ να κάνουν αυτό για το οποίο εκπαιδεύονται; Δηλαδή, να διδάξουν μέσα στην τάξη.

Η εμμονή μας στη λογοδοσία και στην αξιολόγηση σημαίνει ότι κάθε ελεύθερη στιγμή της ζωής ενός δασκάλου δαπανάται όχι για την προετοιμασία μαθημάτων ή την μαθησιακή διαδικασία, αλλά για την ικανοποίηση των γραφειοκρατικών απαιτήσεων της εργασίας. Με άλλα λόγια, συμπλήρωση εντύπων. Ένα ατελείωτο χαρτομάνι, το περισσότερο από το οποίο θα μπορούσε να το διεκπεραιώνει ο πρώτος τυχόντας. 

Οι νέοι εκπαιδευτικοί χρειάζονται μέντορες. Όλοι το ξέρουμε αυτό. Δεν είναι εύκολο να ελέγξεις μια κατηγορία εφήβων, των οποίων τον σεβασμό πρέπει να κερδίσεις. Σωστά, να κερδίσεις.  

Ο πολιτισμός μας όμως κάνει τα πάντα εκτός από το να σέβεται τους δασκάλους. Γιατί θα πίστευε κανείς ότι οι μαθητές μας θα τους σεβαστούν, την ώρα που η κοινωνία διδάσκεται να τους χλευάζει;

Έχουμε πολύ διαφορετικές πειθαρχικές προσδοκίες από μερικούς από τους «αντιπάλους» μας στις παγκόσμιες εκπαιδευτικές κατατάξεις. Έχουμε επίσης μαθητές με μια σειρά ειδικών αναγκών. Δεν πρόκειται να φτάσουν εκεί που θέλουμε, απλώς από μόνοι τους.

Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τη σύνδεση ανάμεσα στις άσχημες κοινωνικές συνθήκες στις οποίες βρίσκονται μερικοί συνάνθρωποί μας και των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων τους. Οι άνθρωποι που ζουν σε απόλυτη φτώχεια δεν τα πάνε καλά στα μαθηματικά και τη φυσική. 

Πω πώ, φοβερό! 

Ποιος θα το σκεφτόταν; 

Πρέπει να φταίνε οι δάσκαλοι. 

Οι άνθρωποι που ζουν σε μη προνομιούχες περιοχές δεν τα πηγαίνουν καλά στο σχολείο; Φέρτε μου ένα σύννεφο να πέσω. 

Ξέρουμε ποιον να κατηγορήσουμε. 

Άτομα που έχουν ξεφύγει από περιοχές που έχουν πληγεί από τον πόλεμο και για τους οποίους τα αγγλικά είναι δεύτερη γλώσσα, ανταπεξέρχονται με δυσκολία στην τάξη. Πραγματικά; 

Πρέπει να φταίει αυτός ο νεαρός δάσκαλος που προσπαθεί να ελέγξει μια ανεξέλεγκτη τάξη.

Ακολουθεί μια απλή πρόταση για να πάμε παρακάτω: Καταργήστε όλο το γραφειοκρατικό χαρτομάνι από τη δουλειά των εκπαιδευτικών και δώστε τους χώρο να αφιερώσουν το χρόνο που χρειάζονται για να προετοιμάσουν τα μαθήματα για τις τάξεις τους. Δώστε τους τη φυσική και συναισθηματική υποστήριξη που χρειάζονται με το θεσμό των μέντορων. Και, συγγνώμη, κύριε Birmingham, σε αυτή τη χώρα, διατηρήστε το μέγεθος των τάξεων διαχειρίσιμο.

Πηγή: The Guardian

Μετάφραση: antapocrisis

Αξιολόγηση σχολείων made in USA: Τι θέλει η Κεραμέως;

Το παρακάτω άρθρο είναι ένα αποκαλυπτικό κατηγορώ της εκπαιδευτικής πολιτικής των κυβερνήσεων Μπους και Ομπάμα προερχόμενο από την υπεράνω υποψίας υφυπουργό παιδείας του Μπους. Η Diane Ravitch είναι ιστορικός της εκπαίδευσης, ακαδημαϊκός και συγγραφέας δεκάδων βιβλίων για την εκπαίδευση. Με το κείμενό της “Γιατί άλλαξα γνώμη” περιγράφει την πλήρη μεταστροφή της από υποστηρίκτρια της “ελευθερίας επιλογής” σχολείων και της “λογοδοσίας” εκπαιδευτικών, σε κατήγορο της πολιτικής που λειτούργησε τιμωρητικά ενάντια στους πιο αδύναμους μαθητές των φτωχότερων και μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων.

Η “ελευθερία επιλογής σχολείου”, η “αυτονομία της σχολικής μονάδας”, η “λογοδοσία” και η “αξιολόγηση” των εκπαιδευτικών και των σχολείων, ήταν η σημαία της μεταρρύθμισης που σάρωσε τα σχολεία των ΗΠΑ στις αρχές του εικοστού αιώνα και δημιούργησε τα καταστροφικά για την εκπαίδευση αποτελέσματα που περιγράφονται από την Diane Ravitch.

Η αντιγραφή της πολιτικής των αμερικανικών κυβερνήσεων από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και η εμμονική προσπάθεια της υπουργού Κεραμέως να ενοχοποιήσει τους εκπαιδευτικούς για να μπορέσει να περάσει την κατηγοριοποίηση των σχολείων, έχει στόχο να χτυπήσει το δημόσιο σχολείο και την καθολική και ισότιμη πρόσβαση των παιδιών στην εκπαίδευση. Τα αποτελέσματα της πρωτότυπης πολιτικής στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και πιο συγκεκριμένα του νόμου με τον παραπλανητικό τίτλο “No Child Left Behind”, αναγνωρίζονται πλέον, σχεδόν καθολικά, ως τραγικά για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και την εκρηκτική άνοδο της εκπαιδευτικής ανισότητας ανάλογα με την κοινωνική και οικονομική θέση των γονέων.

Αυτό ωστόσο δεν φαίνεται να πτοεί την κυβέρνηση Μητσοτάκη, την υπουργό Κεραμέως και το σύστημα εξουσίας και ΜΜΕ που τους στηρίζουν λυσσαλέα. Στόχος τους είναι η δραματική υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου και η επιβολή με το ζόρι, με προειλημμένες αποφάσεις δικαστηρίων και με την πυγμή του “αποφασίζομεν και διατάσσομεν” της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας.

Η Diane Ravitch περιγράφει παραστατικά την πολιτική που σήμερα αντιγράφει η Κεραμέως και επιχειρεί να επιβάλει στην ελληνική εκπαίδευση.

Γιατί άλλαξα γνώμη

Όταν το 1991 ανέλαβα καθήκοντα υφυπουργού Παιδείας στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους πατρός, δεν είχα κάποια κατασταλαγμένη άποψη για το ζήτημα της «ελεύθερης επιλογής» στην εκπαίδευση ή για το πώς θα καταστούν οι εκπαιδευτικοί «περισσότερο υπεύθυνοι». Όμως, όταν δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψα την κυβέρνηση, υποστήριζα την αρχή της αμοιβής του εκπαιδευτικού ανάλογα με την αξία του: θεωρούσα ότι οι εκπαιδευτικοί των οποίων οι μαθητές επιτύγχαναν καλύτερα αποτελέσματα έπρεπε να αμείβονται καλύτερα από τους υπόλοιπους. Υποστήριζα, επίσης, τη γενίκευση των τεστ αξιολόγησης τα οποία μου φαίνονταν χρήσιμα, ούτως ώστε να εντοπίζουμε με ακρίβεια ποια σχολεία χρειάζονταν συμπληρωματική βοήθεια. Έτσι, εξέφρασα τον ενθουσιασμό μου όταν, το 2001, το Κογκρέσο ψήφισε έναν νόμο προς αυτήν την κατεύθυνση, τον νόμο NCLB («Νο Child Left Behind», «Κανένα παιδί δεν θα μείνει πίσω»), και όταν στη συνέχεια, το 2002, ο πρόεδρος Μπους τον έθεσε σε ισχύ με την υπογραφή του.

Σήμερα, παρατηρώντας τις χειροπιαστές επιπτώσεις της συγκεκριμένης πολιτικής, έχω αλλάξει γνώμη, θεωρώ, πλέον, ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης που λαμβάνουν τα παιδιά έχει μεγαλύτερη σημασία από τα προβλήματα διαχείρισης, οργάνωσης ή αξιολόγησης των σχολικών μονάδων.

Ο νόμος NCLB απαιτεί από κάθε πολιτεία των ΗΠΑ να αξιολογήσει τις ικανότητες όλων των μαθητών στην ανάγνωση και στις μαθηματικές πράξεις, από το επίπεδο της τρίτης δημοτικού έως εκείνο της δευτέρας γυμνασίου. Στη συνέχεια, τα αποτελέσματα κάθε σχολικής μονάδας αναλύονται σε συνάρτηση με την εθνοτική προέλευση, το επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας, την ενδεχόμενη ύπαρξη αναπηριών ή μαθησιακών δυσκολιών και το εισόδημα των γονέων. Σε κάθε μία από τις ομάδες που συγκροτούνται με αυτόν τον τρόπο, επιβάλλεται να επιτευχθεί, μέχρι το 2014, ποσοστό επιτυχίας 100% στα τεστ. Εάν σε ένα σχολείο, ακόμα και μία μονάχα από αυτές τις ομάδες δεν επιτυγχάνει συνεχείς προόδους προς την εκπλήρωση του στόχου που έχει τεθεί, η σχολική μονάδα υπόκειται σε κυρώσεις, των οποίων η σοβαρότητα αυξάνεται σταδιακά. Την πρώτη χρονιά, το σχολείο δέχεται μια επίπληξη. Την επόμενη, σε όλους τους μαθητές (ακόμα και σε εκείνους που πέτυχαν υψηλή βαθμολογία) προσφέρεται η δυνατότητα να αλλάξουν σχολική μονάδα. Την τρίτη χρονιά, οι φτωχότεροι μαθητές δικαιούνται δωρεάν ενισχυτική διδασκαλία. Εάν το σχολείο δεν κατορθώσει να επιτύχει τους στόχους που έχουν τεθεί μέσα σε διάστημα πενταετίας, βρίσκεται αντιμέτωπο με τα ενδεχόμενα της ιδιωτικοποίησής του, της μετατροπής του σε charter school (βλέπε παρακάτω), της πλήρους αναδιάρθρωσής του ή, απλούστατα, του κλεισίματός του. Το δε προσωπικό του μπορεί να απολυθεί. Αυτή τη στιγμή, περίπου το ένα τρίτο των δημόσιων σχολείων της χώρας (δηλαδή, περισσότερα από 30.000) έχουν ενταχθεί στην κατηγορία των σχολικών μονάδων που δεν επιτυγχάνουν «ικανοποιητικά ετήσια αποτελέσματα».

Το κρίσιμο σημείο του νόμου NCLB είναι ότι άφησε τις πολιτείες να ορίσουν τα δικά τους κριτήρια αξιολόγησης. Έτσι, κάποιες εκμεταλλεύθηκαν τη δυνατότητα να μειώσουν τις απαιτήσεις τους… έτσι ώστε να διευκολύνονται οι μαθητές να επιτύχουν τους στόχους που έχουν τεθεί. Όμως, η βελτίωση του σχολικού επιπέδου που προβάλλεται σε τοπικό επίπεδο δεν επιβεβαιώνεται πάντα από τα ομοσπονδιακά τεστ. Πράγματι, το Κογκρέσο υποχρεώνει τα σχολεία να υποβάλουν ορισμένους από τους μαθητές τους, επιλεγμένους με τυχαίο τρόπο, σε μια αξιολόγηση σε εθνικό επίπεδο, στη National Assessment of Educational Progress (ΝΑΕΡ), ούτως ώστε να γίνεται δυνατή η σύγκριση των αποτελεσμάτων τους με εκείνα που παρουσιάζουν οι πολιτείες. Στο Τέξας, για παράδειγμα, όπου οι αρχές εμφανίζουν ότι έχουν επιτύχει ένα πραγματικό παιδαγωγικό θαύμα, οι επιδόσεις των μαθητών στο τεστ ανάγνωσης παρουσιάζουν στασιμότητα εδώ και δέκα χρόνια. Κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ η πολιτεία του Τενεσί υποστήριζε ότι το 90% των μαθητών της είχε επιτύχει τους στόχους που είχαν τεθεί για το έτος 2007, η αξιολόγηση της ΝΑΕΡ αποδείχθηκε πολύ λιγότερο κολακευτική (μόλις το 26% αρίστευσε).

Ξοδεύτηκαν δισεκατομμύρια δολάρια για τη σύνταξη όλων αυτών των τεστ στα οποία στηρίζονται τα συστήματα αξιολόγησης, καθώς και για τη διεξαγωγή των αντίστοιχων εξετάσεων. Σε πολλά σχολεία, αρκετούς μήνες πριν την ημερομηνία διεξαγωγής τους, οι εκπαιδευτικοί παύουν να ασχολούνται με τη διδακτέα ύλη και αφοσιώνονται στην εντατική προετοιμασία των μαθητών τους για τα τεστ. Ωστόσο, πλήθος ειδικών απέδειξε ότι τα παιδιά δεν επωφελούνται από όλη αυτή τη διαδικασία, δεδομένου ότι μαθαίνουν τις τεχνικές με τις οποίες μπορούν να επιτύχουν καλά αποτελέσματα στα τεστ και λιγότερο το πραγματικό περιεχόμενο του εξεταζόμενου μαθήματος.

Παρά τα χρήματα και τον χρόνο που διατέθηκαν, οι επιδόσεις στη ΝΑΕΡ ελάχιστα βελτιώθηκαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έμειναν στάσιμες. Μάλιστα, στα μαθηματικά παρατηρούνταν μεγαλύτερη πρόοδος πριν από την εφαρμογή του νόμου NCLB. Σύμφωνα δε με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, όσον αφορά την ανάγνωση, το επίπεδο βελτιώθηκε στην τετάρτη δημοτικού, ενώ στη δευτέρα γυμνασίου οι επιδόσεις του 2009 ήταν ίδιες με εκείνες που είχαν καταγραφεί το 1998.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι τα αποτελέσματα που επιτυγχάνουν οι μαθητές στα τεστ, ούτε και ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτείες και οι πόλεις κατορθώνουν να επιτύχουν τα αποτελέσματα. Το πραγματικό θύμα αυτής της επιμονής των αρχών σε παρόμοιες μεθόδους είναι η ποιότητα της εκπαίδευσης. Καθώς η ανάγνωση και τα πρακτικά μαθηματικά έχουν πλέον απόλυτη προτεραιότητα, οι εκπαιδευτικοί συνειδητοποιούν ότι αυτά τα δύο μαθήματα καθορίζουν το μέλλον του σχολείου τους -αλλά και τη διατήρηση της θέσης τους- με αποτέλεσμα να παραμελούν τα υπόλοιπα. Η ιστορία, η λογοτεχνία, η γεωγραφία, οι φυσικές επιστήμες, οι ξένες γλώσσες, η αγωγή του πολίτη και τα καλλιτεχνικά μαθήματα υποβαθμίζονται σε εντελώς δευτερεύοντα.

Από την άλλη πλευρά, εδώ και δεκαπέντε χρόνια περίπου, μια άλλη πρόταση έχει προσελκύσει την προσοχή ισχυρών ιδρυμάτων και πλούσιων εκπροσώπων της εργοδοσίας. Πρόκειται για την «ελεύθερη επιλογή», η οποία ενσαρκώνεται κυρίως στα charter schools που έκαναν την εμφάνισή τους στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Από εκείνη την εποχή, έχουν δημιουργήσει ένα ευρύτατο κίνημα που περιλαμβάνει περισσότερα από 5.000 σχολεία με 1.500.000 μαθητές. Οι συγκεκριμένες σχολικές μονάδες χρηματοδοτούνται με δημόσιους πόρους, αλλά διοικούνται όπως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και δεν υπάγονται στις περισσότερες από τις νομοθετικές ρυθμίσεις που ισχύουν για το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Για παράδειγμα, η πλειονότητα (ποσοστό μεγαλύτερο του 95%) αρνείται να προσλάβει συνδικαλισμένους εκπαιδευτικούς. Κι όταν οι αρχές της πολιτείας της Νέας Υόρκης θέλησαν να πραγματοποιήσουν αξιολόγηση και έλεγχο της λειτουργίας των charter schools στα οποία είχαν χορηγήσει άδεια λειτουργίας, τα σχολεία προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη για να αποτρέψουν παρόμοιο ενδεχόμενο: η πολιτεία όφειλε να τους έχει εμπιστοσύνη και να τα αφήσει να πραγματοποιήσουν αυτοέλεγχο και αυτοαξιολόγηση.

Το επίπεδό τους είναι υπερβολικά άνισο. Σε μερικά είναι εξαιρετικό, ενώ σε άλλα είναι καταστροφικό. Συνήθως το επίπεδο κυμαίνεται ανάμεσα στα δύο άκρα. Μέχρι σήμερα, έχει επιχειρηθεί μονάχα μία προσπάθεια αξιολόγησής τους σε εθνικό επίπεδο: πρόκειται για την έρευνα της Μάργκαρετ Ρέιμοντ, οικονομολόγου στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ [1]. Παρ’ όλο που χρηματοδοτήθηκε από το ίδρυμα Walton Family Foundation, το οποίο υπεραμύνεται φανατικά των charter schools, η έρευνα απέδειξε ότι μόλις το 17% των συγκεκριμένων σχολείων έχουν επιτύχει ανώτερο επίπεδο από εκείνο που απαντάται σε ένα συγκρίσιμο δημόσιο σχολείο. Το υπόλοιπο 83% επιτυγχάνει παρεμφερείς ή κατώτερες επιδόσεις. Όσον αφορά δε τις εξετάσεις της ΝΑΕΡ στην ανάγνωση και στα μαθηματικά, οι μαθητές που φοιτούν στα charter schools επιτυγχάνουν τα ίδια αποτελέσματα με εκείνους των δημόσιων σχολείων, ανεξαρτήτως κατηγορίας (μαύροι, ισπανόφωνοι, φτωχοί, κάτοικοι μεγάλων πόλεων). Παρ’ όλα αυτά, το μοντέλο των charter schools θεωρείται ότι αποτελεί τη θαυματουργή λύση για όλα τα προβλήματα του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος, τόσο για τη δεξιά -φυσικά- όσο και για πολλούς δημοκρατικούς. Μάλιστα, οι τελευταίοι έχουν δημιουργήσει και μια ομάδα πίεσης, τους «Δημοκρατικούς για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση».

Ορισμένα charter schools αποτελούν ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ άλλα είναι μη κερδοσκοπικά σωματεία. Η λειτουργία τους στηρίζεται στο υψηλό ποσοστό ανανέωσης του προσωπικού τους, καθώς οι εκπαιδευτικοί τους εργάζονται απίστευτα πολλές ώρες (έως και 60 ή 70 ώρες την εβδομάδα), ενώ παράλληλα είναι υποχρεωμένοι να έχουν πάντοτε το κινητό τηλέφωνό τους ανοιχτό, έτσι ώστε να μπορούν οι μαθητές τους να έρθουν σε επαφή μαζί τους οποιαδήποτε στιγμή. Η απουσία συνδικάτων διευκολύνει την επιβολή παρόμοιων συνθηκών εργασίας.

Όταν τα μέσα ενημέρωσης ενδιαφέρονται για τα charter schools, εστιάζουν πολύ συχνά την προσοχή τους σ’ εκείνα που έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα. Έτσι, είτε ηθελημένα είτε όχι, δημιουργούν την εντύπωση ότι πρόκειται για πραγματικούς «παραδείσους» γεμάτους νεαρούς και δυναμικούς εκπαιδευτικούς και μαθητές με στολή, άψογους τρόπους και ικανούς να συνεχίσουν όλοι τους τις σπουδές στο πανεπιστήμιο. Όμως, τα ρεπορτάζ αποσιωπούν ορισμένους παράγοντες που έχουν αποφασιστική σημασία. Κατ’ αρχήν, οι μαθητές τους προέρχονται από οικογένειες που ενδιαφέρονται περισσότερο για τη σχολική επίδοση των παιδιών τους. Επιπλέον, δέχονται την εγγραφή λιγότερων παιδιών με ξένη μητρική γλώσσα, με μαθησιακές δυσκολίες ή άστεγων [2], γεγονός που τους εξασφαλίζει ένα πλεονέκτημα σε σύγκριση με τα δημόσια σχολεία. Τέλος, έχουν το δικαίωμα να διώξουν και να στείλουν σε δημόσιο σχολείο τους μαθητές που «κηλιδώνουν» την εικόνα του σχολείου.

Όταν αναπτύχθηκε το κίνημα υπέρ των charter schools, στηριζόταν στη βεβαιότητα ότι θα ιδρύονταν και θα στελεχώνονταν από εκπαιδευτικούς γεμάτους ζήλο, οι οποίοι θα ενδιαφέρονταν να βοηθήσουν τους μαθητές που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Καθώς θα είχαν ελευθερία κινήσεων, θα μπορούσαν να καινοτομήσουν και να βρουν τρόπους για να βοηθηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η συγκεκριμένη κατηγορία μαθητών. Έτσι, θα ωφελούνταν το σύνολο της κοινότητας όταν οι μαθητές θα επέστρεφαν στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Όμως, σήμερα, τα σχολεία αυτού του τύπου ανταγωνίζονται ανοιχτά τα δημόσια σχολεία. Στο Χάρλεμ, τα δημόσια σχολεία είναι αναγκασμένα να οργανώνουν διαφημιστικές καμπάνιες που απευθύνονται στους γονείς. Οι προϋπολογισμοί των (τουλάχιστον) 500 δολαρίων για διαφημιστικά φυλλάδια φαίνονται αστείοι μπροστά στο ποσό των 325.000 δολαρίων που διαθέτει για διαφήμιση ο ισχυρός όμιλος που προσπαθεί να διώξει τα δημόσια σχολεία από την «εκπαιδευτική αγορά».

Τον Ιανουάριο του 2009, όταν ανέλαβε η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, ήμουν σίγουρη ότι θα καταργούσε τον νόμο NCLB και θα ξεκινούσε την προσπάθειά της πάνω σε υγιείς βάσεις. Όμως, συνέβη το ακριβώς αντίθετο: υιοθέτησε τις πιο επικίνδυνες ιδέες και επιλογές της περιόδου Μπους. Το πρόγραμμά της -με την ονομασία «Race to the Top» (Αγώνας Δρόμου προς την Κορυφή)- υπόσχεται επιδοτήσεις 4,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε πολιτείες οι οποίες αντιμετωπίζουν τεράστια οικονομικά προβλήματα εξαιτίας της κρίσης. Για να επωφεληθούν από αυτόν τον πακτωλό, οφείλουν να καταργήσουν κάθε νομοθετικό φραγμό που αφορά τη δημιουργία των charter schools. Έτσι, η εξάπλωσή τους υλοποιεί το παλιό όνειρο των επιχειρήσεων της εκπαίδευσης και των οπαδών της θεωρίας ότι τα πάντα πρέπει να ρυθμίζονται από την αγορά, οι οποίοι φιλοδοξούν να διαλύσουν εντελώς το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.

Όμως, είναι παράλογο να αξιολογούνται οι εκπαιδευτικοί με βάση τα αποτελέσματα των μαθητών τους, καθώς αυτά δεν εξαρτώνται μονάχα από όλα όσα συμβαίνουν μέσα στην τάξη. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζουν εξωτερικοί παράγοντες, όπως οι οικονομικοί πόροι της οικογένειας, ο ζήλος τους για μάθηση, καθώς και η υποστήριξη την οποία πρέπει -ή μπορούν- να τους εξασφαλίσουν οι γονείς τους. Κι όμως, οι μόνοι που θεωρούνται υπεύθυνοι για τις επιδόσεις των μαθητών είναι οι εκπαιδευτικοί. Όσον αφορά δε τις «αλλαγές» στις σχολικές μονάδες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, πρόκειται για έναν ευφημισμό που αποκρύπτει ότι πρόκειται ακριβώς για τα μέτρα που προέβλεπε και ο NCLB. Εάν οι επιδόσεις των μαθητών δεν βελτιώνονται με ταχύ ρυθμό, τα σχολεία περνούν στην αρμοδιότητα της πολιτείας, κλείνουν, ιδιωτικοποιούνται ή μετατρέπονται σε charter schools. Όταν οι αρχές της πολιτείας του Ροντ Αϊλαντ ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να απολύσουν όλο το διδακτικό προσωπικό του μοναδικού λυκείου της πόλης Σέντραλ Φολς, η απόφασή τους επικροτήθηκε από τον υπουργό Παιδείας, Αρνε Ντάνκαν, κι από τον ίδιο τον δημοκρατικό πρόεδρο. Πρόσφατα, το προσωπικό επαναπροσελήφθη, αφού προηγουμένως δέχθηκε να εργάζεται περισσότερες ώρες και να προσφέρει περισσότερη εξατομικευμένη βοήθεια στους μαθητές.

Η έμφαση που δίνει η κυβέρνηση Ομπάμα στην αξιολόγηση ώθησε τις πολιτείες να τροποποιήσουν τη σχετική νομοθεσία τους, ελπίζοντας ότι θα τους χορηγηθούν τα ομοσπονδιακά κονδύλια που τόσο πολύ χρειάζονται. Η Φλόριντα ψήφισε πρόσφατα έναν νόμο με τον οποίο απαγορεύεται η πρόσληψη εκπαιδευτικών που δεν διαθέτουν προϋπηρεσία, το ήμισυ του μισθού τους συνδέεται με τις επιδόσεις των μαθητών τους, ενώ καταργούνται και τα κονδύλια για τη διά βίου επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Παράλληλα, η διαδικασία αξιολόγησης των σχολικών μονάδων χρηματοδοτείται με την παρακράτηση από την πολιτεία του 5% του προϋπολογισμού κάθε περιφέρειας για την εκπαίδευση. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί ένωσαν τις δυνάμεις τους και κατόρθωσαν να πείσουν τον κυβερνήτη Τσάρλι Κριστ να μην υπογράψει αυτόν τον νόμο, γεγονός που, πιθανότατα, σήμανε και το τέλος της πολιτικής του καριέρας στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα [3]. Όμως, παρόμοια μέτρα λαμβάνονται σχεδόν παντού σε ολόκληρη τη χώρα.


[1] « Multiple choice : Charter school performance in 16 states », Center for Research on Education Outcomes (Credo), Stanford University, Ιούνιος 2009.

[2] (ΣτM) : Στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω του κύματος των κατασχέσεων των κατοικιών την τελευταία πενταετία, εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες είναι πλέον άστεγες και ζουν -αν όχι στον δρόμο- σε τροχόσπιτα και σε σκηνές. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, μεγάλο μέρος των παιδιών τους προσπαθεί να συνεχίσει τη φοίτησή του στο σχολείο.

[3] (ΣτΜ) : Ο κυπριακής καταγωγής Τσάρλι Κριστ, κυβερνήτης της Φλόριντα από το 2006, αποφάσισε να διεκδικήσει την έδρα της πολιτείας για τη Γερουσία. Στις προκριματικές εκλογές, όμως, για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, έχασε από τον Μάρκο Ρούμπιο, εκφραστή του ακραίου κινήματος Tea Party. Ο Κριστ κατέβηκε στις εκλογές της 2ας Νοεμβρίου ως ανεξάρτητος, αλλά τελικά ηττήθηκε από τον Ρούμπιο.

Πηγή: The Nation

Αναδημοσίευση από Le Monde Diplomatique

Αντισυνταγματικός κατήφορος Κεραμέως: Από πότε απαγορεύεται η απεργία με αίτημα την αλλαγή ή κατάργηση ενός κυβερνητικού νόμου;

Των Ειρήνη Τσαλουχίδη – Νίκου Νικολέα.

Η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως αφού στράφηκε με αγωγή κατά της προκηρυχθείσας, από τις ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, απεργίας- αποχής από τις διαδικασίες «αξιολόγησης», αφού επέσπευσε για τη Δευτέρα 11/10 τη συζήτηση της έφεσης επί της δικαστικής απόφασης που έκρινε την απεργία παράνομη αλλά όχι και καταχρηστική, στράφηκε με αγωγή και κατά της απόφασης που πήρε η ΑΔΕΔΥ για απεργία- αποχή, καλύπτοντας συνδικαλιστικά τον αγώνα των εκπαιδευτικών.

Η δικαστική απόφαση για την απεργία ΔΟΕ – ΟΛΜΕ την έκρινε μόνο παράνομη, με δικαίωμα έφεσης από τη μεριά των ομοσπονδιών. Ωστόσο το δεύτερο δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ενάντια στην απεργιακή κάλυψη που παρείχε η ΑΔΕΔΥ συντάχθηκε πλήρως με το αίτημα του Υπουργείου, δείχνοντας ότι και αυτές ακόμα οι λειψές εκλάμψεις ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης δεν θα γίνονται αποδεκτές. Η δικαιοσύνη οφείλει να υπηρετεί την εκτελεστική εξουσία, και έτσι το δεύτερο δικαστήριο, έκρινε την απεργία- αποχή που εξήγγειλε η ΑΔΕΔΥ παράνομη και καταχρηστική, απαγορεύοντας την έναρξή της με απειλή χρηματικής ποινής 3.000 ευρώ προς κάθε συνδικαλιστική οργάνωση για κάθε τυχόν παραβίαση της απόφασής του, την οποία κήρυξε και προσωρινά εκτελεστή.

Το Υπουργείο Παιδείας, σε όλες τις νομικές του ενέργειες έχει δύο βασικές επιδιώξεις. Πρώτον, να εκδοθεί εκτελεστή απόφαση «απαγόρευσης» της απεργίας, με την απειλή χρηματικής ποινής κατά των συνδικαλιστικών οργανώσεων και δεύτερον να κριθεί η απεργία εκτός από «παράνομη» και «καταχρηστική».

Ποια η διαφορά; Παράνομο είναι κάτι που αντίκειται στο νόμο. Εν προκειμένω, η απεργία των 4 ομοσπονδιών κρίθηκε παράνομη γιατί δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπει ο αντεργατικός νόμος Χατζηδάκη (προσφυγή στον ΟΜΕΔ για «δημόσιο διάλογο» μεταξύ Υπουργείου και συνδικαλιστικών οργανώσεων, ορισμός προσωπικού ασφαλείας για την συνέχιση της λειτουργίας των σχολικών μονάδων).

Η απόφαση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του πως ο νόμος Χατζηδάκη έρχεται όχι απλά να περιορίσει αλλά ουσιαστικά να εξαϋλώσει το συνταγματικό δικαίωμα στην απεργία. Έτσι, η διεύρυνση της διαδικασίας του «δημοσίου διαλόγου» στον ΟΜΕΔ, πέρα από τις επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος ή κοινής ωφέλειας, αφορά όλο το δημόσιο τομέα. Πρόκειται για μια προσχηματική διαδικασία που ταυτόχρονα λειτουργεί και σαν κώλυμα για την απεργία, καθώς όσο διαρκεί απαγορεύεται η πραγματοποίησή της. Υπάρχει επίσης πρόβλεψη για προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, που θα καλύπτει το 1/3 της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας. Όπως αποτυπώθηκε και στην απόφαση επί της αγωγής κατά των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών «οι εναγόμενες όφειλαν να διαθέσουν το αναγκαίο προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, ώστε να μη ματαιωθεί αλλά να ικανοποιηθεί, έστω κατά ένα ουσιαστικό ποσοστό, η ανάγκη της εκπαίδευσης, δηλαδή η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων».

Πέραν του γελοίου να αποφασίζει το δικαστήριο την ταύτιση της ανάγκης της εκπαίδευσης με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων, εδώ έχουμε ένα βήμα παραπάνω. Η απεργία – αποχή είναι μορφή λευκής απεργίας απέναντι σε ένα συγκεκριμένο υπαλληλικό καθήκον, με στόχο να το μπλοκάρει. Το να απαιτείται προσωπικό ασφαλείας για να διεκπεραιώνει την αξιολόγηση (ενάντια στην οποία γίνεται η απεργία), είναι στην πραγματικότητα απαγόρευση της απεργίας.

Με άλλα λόγια, η απεργία θα είναι νόμιμη εφόσον θα είναι σαν να μην γίνεται.

Καταχρηστικό, από την άλλη, θεωρείται το να ασκείς νομίμως, από τυπική άποψη, ένα δικαίωμα για σκοπούς ωστόσο αποδοκιμαζόμενους από την έννομη τάξη ή διαφορετικά για σκοπούς αντίθετους με αυτούς που οδήγησαν στην κατοχύρωση του δικαιώματος. Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας χαρακτηρίζει «καταχρηστική» και επιδιώκει να αναγνωριστεί ως τέτοια η απεργία-αποχή των εκπαιδευτικών επειδή αποτελεί «πολιτική απεργία» που στοχεύει στο να επιβάλλει «μεταβολή της κυβερνητικής πολιτικής», όπως αυτή εξαγγέλθηκε στις «προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης» και «να εξαναγκάσει το Κοινοβούλιο» να καταργήσει ψηφισμένο νόμο.

Η διατύπωση που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα και στις δυο αγωγές αποκαλύπτει τον αντισυνταγματικό κατήφορο της Κεραμέως και της κυβέρνησης συνολικά: «Το δικαίωμα στην απεργία είναι απολύτως σεβαστό, αρκεί η κινητοποίηση να είναι νόμιμη και να μην επιχειρεί ακύρωση νόμων που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων».

Σκοπός της Κεραμέως είναι, λοιπόν, να επικυρωθεί δικαστικά η βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη ότι απαγορεύεται κανείς να απεργεί με αίτημα την αλλαγή ή την κατάργηση ενός νόμου. Σύμφωνα με την Υπουργό, το άρθρο 23 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην απεργία ως μέσο «για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων» έχει ως όριο και υποχωρεί μπροστά στο γεγονός ότι τα μέτρα που θίγουν αυτά τα συμφέροντα αποτελούν κυβερνητική απόφαση και είναι κυρωμένα από την Βουλή. Υιοθετεί τις πιο αντιδραστικές ερμηνείες σε θεωρία και νομολογία του δικαίου της απεργίας, σύμφωνα με τις οποίες οι εργαζόμενοι μπορούν να προασπίζουν τα συμφέροντα τους αρκεί, με έναν μεταφυσικό τρόπο, να μη θίγουν και να μην επιβάλλονται στην κρατική/ κυβερνητική πολιτική ή την επιχειρηματική πολιτική του εργοδότη.

Η αντίληψη της κυβέρνησης (και όχι μόνο της παρούσας) για την δημοκρατία και την νομοθέτηση συνοψίζεται λίγο πολύ στα εξής: «Νομοθετούμε ό,τι γουστάρουμε εν μέσω πανδημίας και lockdown. Κάνουμε μια προσχηματική “δημόσια διαβούλευση”. Σύσσωμη η εκπαιδευτική κοινότητα αντιτίθεται σε αυτό που ψηφίζουμε. Την γράφουμε στα παλαιότερα των υποδημάτων μας – περνάμε και καμιά διάταξη για την εξίσωση των πτυχίων των ιδιωτικών κολλεγίων. Η εκπαιδευτική κοινότητα αντιδρά και θέλει να απεργήσει. Έχουμε ψηφίσει όμως μέσα στο καλοκαίρι το νόμο Χατζηδάκη που της απαγορεύει να απεργήσει. Η εκπαιδευτική κοινότητα μας αγνοεί και συμμετέχει στην απεργία-αποχή σε ποσοστά άνω του 70%, παρά τις απειλές και τις δικαστικές μεθοδέυσεις. Τώρα σκληραίνουμε την επίθεση: “Απαγορεύεται να διαφωνείς με τους νόμους που ψηφίζουμε για το πώς θα κάνεις τη δουλειά σου και πώς θα μορφώνεται το παιδί σου και να το εκδηλώνεις, γιατί εκβιάζεις την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο”. Δώστε μας επιπλέον και 40 χιλιάρικα, να τα δώσουμε στα κανάλια».

Στα ουσιώδη: ο αυταρχικός, αντισυνταγματικός παροξυσμός της Κεραμέως που αξιοποιεί όλα τα όπλα του νόμου Χατζηδάκη καθώς και την πάγια δικαστική περιστολή του δικαιώματος στην απεργία (επί δεκαετίες το 90% των αποφάσεων κρίνει απεργίες ως παράνομες και καταχρηστικές) δεν αναιρεί ότι η απεργία-αποχή των εκπαιδευτικών είναι δημοκρατική στην ουσία της. Όχι μόνο λόγω της συμμετοχής της συντριπτικής πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών πανελλαδικά, αλλά και γιατί εναντιώνεται στην επιστροφή των σχολείων σε εποχές επιθεωρητισμού. Είναι δίκαιη και σημαντική γιατί ο κύριος σκοπός της αξιολόγησης είναι η επίτευξη της πιστής εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων εκπαιδευτικών δογμάτων περί παντοδυναμίας της αγοράς, «αριστείας», απόρριψης της γνώσης και αποθέωσης των «δεξιοτήτων». Είναι όλα τα παραπάνω γιατί δεν υπερασπίζεται τους «τεμπέληδες εκπαιδευτικούς», όπως λυσσάνε να αποδείξουν τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, αλλά τους χιλιάδες μαθητές που μένουν εκτός ΑΕΙ και τους ακόμη περισσότερους που θα περάσουν από την κιμαδομηχανή της τράπεζας θεμάτων. Υπερασπίζεται πρωτίστως τους φτωχότερους μαθητές, που μόνη τους ελπίδα για κοινωνική κινητικότητα είναι το δημόσιο σχολείο και το δημόσιο πανεπιστήμιο κι όχι ένα σχολείο πολλών ταχυτήτων κι ένα ιδιωτικό ΙΕΚ. Υπερασπίζεται εντέλει τη γενιά των ανθρώπων που η παιδεία που της χτίζουν είναι «λίγο θρησκευτικά, λίγο εθνοκεντρισμός, πολύ γκουγκλάρισμα, πολύ management και θάνατος στην κριτική σκέψη». Αυτό το σχολείο θέλει να χτίστει η Κεραμέως και η αξιολόγηση είναι η «δικλείδα ασφαλείας» που θα διασφαλίζει ότι κανείς εκπαιδευτικός, μαθητής ή διευθυντής δεν θα αποκλίνει από τους παραπάνω στόχους.

Η απεργία των εκπαιδευτικών είναι «πολιτική» ακριβώς γιατί εκφεύγει των στενών συνδικαλιστικών συμφερόντων μίας συντεχνίας και στρέφεται ενάντια στο βαθιά ταξικό σχολείο που φαντασιώνεται η Κεραμέως. Αυτό είναι το στοιχείο που την καθιστά δημοκρατική. Τι είναι άλλωστε αντιδημοκρατικό, η κατάργηση ενός νόμου ή η κατάργηση του ρόλου εκπαιδευτικού, της αποστολής του δημόσιου σχολείου, των μορφωτικών ευκαιριών και του μέλλοντος χιλιάδων μαθητών;

Η πρεσβεία των ΗΠΑ απαιτεί, η κυβέρνηση Μητσοτάκη νομοθετεί

Το γεγονός ότι η πρεσβεία των ΗΠΑ απαιτούσε από το 2009 να μπει η αστυνομία στα Πανεπιστήμια και να αναγνωριστούν ως ισότιμα των ΑΕΙ τα ιδιωτικά Κολλέγια που επί πληρωμή αποδίδουν τίτλους σπουδών, διευκρινίζει ακόμα περισσότερο τον χαρακτήρα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά και συνολικά του ελληνικού πολιτικού συστήματος και μέρους της ακαδημαϊκής ελίτ της χώρας.

Σύμφωνα με τα έγγραφα που δημοσιεύθηκαν στο Wikileaks και είχαν παρουσιαστεί και στο ελληνικό τύπο από το 2014, η αμερικανική πρεσβεία θεωρούσε ότι «το μεγαλύτερο πρόβλημα των ελληνικών Πανεπιστημίων είναι τα υπερβολικά ισχυρά και πολιτικοποιημένα φοιτητικά συνδικάτα, καθώς και ότι οι φιλικοί καθηγητές της πρεσβείας και η ίδια η πρεσβεία των ΗΠΑ στα Πανεπιστήμια, δεν μπορούν να προωθήσουν τα προγράμματα των ΗΠΑ γιατί οι φοιτητικοί σύλλογοι είναι πολιτικοποιημένοι.

Ανάμεσα στους συνομιλητές της πρεσβείας φιγουράρουν ονόματα της πολιτικής, ακαδημαϊκής και πνευματικής ελίτ του τόπου που κατά κυριολεξία φαίνεται να λειτουργούν ως πληροφοριοδότες της υπερδύναμης, συναινώντας μάλιστα στις επιδιώξεις της, συστρατευόμενοι στα σχέδιά της.

Πλέον η κυβέρνηση Μητσοτάκη δια των ανεπαρκέστατων και ταυτόχρονα εμμονικών Χρυσοχοΐδη και Κεραμέως νομοθετεί όλα όσα επιθυμεί η πρεσβεία των ΗΠΑ και τα οποία άλλωστε δεν απέχουν από τις δικές της επιδιώξεις. Το γεγονός ότι νομοθετεί τις απαιτήσεις των Αμερικανών επί πανδημίας, χωρίς δυνατότητα κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχής, διαβούλευσης ή και αντίδρασης κατά πώς το ίδιο το Σύνταγμα επιτρέπει, κάνει τέλειο τον ευτελισμό της.

Το βάθος της εξάρτησης του ελληνικού πολιτικού προσωπικού από την πρεσβεία είναι τεράστιο. Μόνο και μόνο το γεγονός της κατ’ εντολήν νομοθέτησης θα όφειλε να προκαλέσει τεράστια πολιτική κρίση, αν βεβαίως η αντιπολίτευση δεν βαρύνονταν με επίσης μεγάλα αμαρτήματα σε ό,τι αφορά τις υπερατλαντικές σχέσεις της χώρας.

Το γεγονός αυτό αν και θεωρείται πλέον φυσιολογικό, υπογραμμίζει με τον πιο έντονο τρόπο ότι ο αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, στον αυταρχισμό ενάντια στα Πανεπιστήμια και στην υποβάθμιση της Παιδείας είναι άρρηκτα δεμένος με τον αγώνα ενάντια στο σύστημα εξάρτησης και υποτέλειας που παίρνει εντολές από τις πρεσβείες.

Οι άνθρωποι που μισούν όσο τίποτα άλλο τη δημόσια παιδεία, αποφάσισαν να την «αναβαθμίσουν»

Στις 29/01 κατατέθηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Απ’ όλα τα προβλήματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης η κυβέρνηση έρχεται να αντιμετωπίσει τους «αιώνιους φοιτητές», κάποιες νεφελώδεις «ακαδημαϊκές προϋποθέσεις» και… την ανομία. Ακόμα και με τα μέτρα και τις προτεραιότητες της πολιτικής και της ιδεολογίας της, η κυβέρνηση της ΝΔ επιλέγει να εφαρμόσει ό,τι πιο καθυστερημένο, αντιδραστικό, χωροφυλακίστικο στοιχείο έχει να επιδείξει η Δεξιά.

Επιλέγει να φέρει τον χωροφύλακα στο Πανεπιστήμιο, και η ίδια, ως κρεοπώλης στον πάγκο του χασάπη, να κόψει μερικές δεκάδες χιλιάδες φοιτητών από τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση για να γεμίσουν οι τσέπες των ιδιωτικών πωλητηρίων πτυχίων που ονομάζονται κολλέγια. Οι εκλεκτικές σχέσεις και συγγένειες άλλωστε, δεν κρύβονται.

Τα δύο φίλτρα που εισαγάγει, τη βάση εισαγωγής και τις μειωμένες επιλογές στο μηχανογραφικό, έρχονται να προστεθούν σε ένα ακόμα που νομοθετήθηκε πριν τα Χριστούγεννα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Την τράπεζα θεμάτων στις εξετάσεις της κάθε τάξης του Λυκείου, η οποία από την εμπειρία του 2013 όταν και εφαρμόστηκε, θα «ωθήσει» χιλιάδες μαθητές από το Λύκειο σε διετείς σχολές κατάρτισης. Οι οποίες και αυτές νομοθετήθηκαν πριν τα Χριστούγεννα.

Μα είναι λογικό όλοι να θέλουν να σπουδάσουν; Δε θέλουμε αποφοίτους επαγγελματικών σχολών;

Η απάντηση είναι ότι οι απόφοιτοι των ΑΕΙ έχουν τη μισή ανεργία από τους απόφοιτους των σχολών κατάρτισης, ΙΕΚ, ΕΠΑΛ κοκ. Η κυβερνητική προπαγάνδα αντιστρέφει την πραγματικότητα για να πείσει το λαό ότι έχουμε ανεργία γιατί έχουμε πολλούς αποφοίτους ΑΕΙ. Τα νούμερα όμως λένε το ανάποδο.

Στόχος του νομοσχεδίου είναι να συρρικνώσει τη δημόσια εκπαίδευση και να μεγαλώσει η πίτα για την ιδιωτική.

Δεύτερος στόχος είναι να τελειώνει με την όποια αμφισβήτηση μέσα στο πανεπιστήμιο. Και να συγκροτήσει το ακροατήριο της δεξιάς στην ατζέντα «ενάντια στην ανομία».

Η κυβέρνηση αποφεύγει να ομολογήσει τους στόχους της ανοιχτά. Με ψέματα, στρεβλώσεις, εμμονές και αρκετή απόσταση από την πραγματικότητα του λαού και των πανεπιστημίων, επιχειρεί να συγκροτήσει το λόγο της.

Πιο συγκεκριμένα:

Θέσπιση βάσης εισαγωγής. Στόχος, με βάση το Υπουργείο: Η διασφάλιση των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων της επιτυχούς φοίτησης και της έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών.

Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν, περίπου το 10% των τμημάτων έχουν βάση κάτω από 6. Τα τμήματα αυτά είναι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, περιφερειακά τμήματα χαμηλής ζήτησης. Άρα η βάση εισαγωγής δε θα έχει σχεδόν καμία επίδραση στο πρόβλημα των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων ή της έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών στα κεντρικά πανεπιστήμια των μεγάλων πόλεων. Απλά θα κλείσει πολλά περιφερειακά τμήματα. Το πρόβλημα των φοιτητών που λιμνάζουν έχει να κάνει με οικονομικούς-κοινωνικούς παράγοντες και όχι με ακαδημαϊκούς, όπως:

  • Πολλοί φοιτητές που θα περάσουν στα τμήματα στις μικρές πόλεις δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν μακριά από το σπίτι τους. Δηλώνουν το τμήμα για να περάσουν κάπου την πρώτη χρονιά και συνήθως ξαναδίνουν. Ακόμα κι έτσι όμως, χωρίς καμία στήριξη της πολιτείας σε εστίες, φοιτητική μέριμνα, χρηματοδότηση για έρευνα, αρκετοί από αυτούς τους εισακτέους θα σπουδάσουν και θα τελειώσουν τις σπουδές τους.
  • Το φαινόμενο των φοιτητών που λιμνάζουν δεν είναι τόσο έντονο σε σχολές με καλή επαγγελματική αποκατάσταση. Αντίθετα παρατηρείται περισσότερο σε τμήματα που η βάση τους απέχει από το να είναι κάτω από τη βάση, αλλά τα ποσοστά άνεργων αποφοίτων είναι μεγάλα (πχ τμήματα των λεγόμενων καθηγητικών σχολών, κοινωνικές επιστήμες).

Οι βάσεις στα Παιδαγωγικά τμήματα τη δεκαετία 2000-2010 ή στις αστυνομικές και στρατιωτικές σχολές μέσα στην κρίση, ανέβηκαν από την κοινωνική προσδοκία για μια σταθερή δουλειά, όταν η μερική απασχόληση, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων και η ανεργία εκτινάχθηκαν.

Οι βάσεις σε πολλά περιφερειακά τμήματα ακολούθησαν ελεύθερη πτώση μετά το 2010, όταν με τις μνημονιακές πολιτικές, έγινε απαγορευτικό για πολλές οικογένειες να μπορούν να στηρίξουν τις σπουδές των παιδιών τους σε άλλες πόλεις.

Επομένως  η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται ένα υπαρκτό ζήτημα, τις χαμηλές βαθμολογίες κάποιων φοιτητών, για να κλείσει απλά κάποια τμήματα. Ταυτόχρονα με την ισοτιμία επαγγελματικών δικαιωμάτων ΑΕΙ με κολέγια, ωθεί όσους από αυτούς έχουν να διαθέσουν τα αντίστοιχα δίδακτρα ως πελατεία για τα κολέγια. Αν ήταν στοιχειωδώς ειλικρινές το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για «το ακαδημαϊκό επίπεδο» και δε νομοθετούσαν ως  πλασιέ της ιδιωτικής εκπαίδευσης, οι ίδιες βάσεις εισαγωγής θα έπρεπε να ισχύουν και για όσους θέλουν να εγγραφούν στα κολέγια.

Το ακαδημαϊκό επίπεδο διασφαλίζεται από το πρόγραμμα σπουδών, τους καθηγητές, τους διαθέσιμους πόρους και μέσα σε φοιτητές, ερευνητές και καθηγητές. Θέλει στα αλήθεια το Υπουργείο να συγκρίνει το ακαδημαϊκό επίπεδο, όσον αφορά το εκπαιδευτικό προσωπικό για παράδειγμα του Τμήματος Ορυκτών Πόρων στα Χανιά που για διάφορους λόγους (άνοιξε άλλο παρεμφερές τμήμα, απουσία πολιτικής γύρω από τα μεταλλεύματα) είχε το 2020 βάση κοντά στο 3 (!!!) , με το ακαδημαϊκό επίπεδο του x college που διαφημίζει ο Άδωνις Γεωργιάδης;

Το χαμηλό επίπεδο είναι πρόβλημα αλλά πρώτον αφορά εξίσου και τα ιδιωτικά ιδρύματα που πουλάνε πτυχία και δικαιώματα χωρίς καμία διασφάλιση όρων. Δεύτερον είναι πολύ μεγαλύτερο το πρόβλημα του επιπέδου, αφορά μια πορεία από το δημοτικό και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αφορά όλες τις αποτυχημένες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων 3 δεκαετιών που στόχευαν στην εκπαίδευση δεξιοτήτων και όχι στη μόρφωση, μπορεί το υπουργείο να ρωτήσει και ακαδημαϊκούς σε σχολές με βάση όχι το 3, αλλά το 15!.

Μείωση επιλογών μηχανογραφικού. Στόχος, με βάση το Υπουργείο: Να εισάγονται περισσότεροι υποψήφιοι σε Τμήματα στα οποία επιθυμούν πραγματικά να σπουδάσουν.

Το μέτρο αυτό θα λειτουργήσει ενισχυτικά στη βάση εισαγωγής, δηλαδή σαν ένα μικρό αλλά υπαρκτό φίλτρο για τον αποκλεισμό χιλιάδων υποψηφίων από τα δημόσια ΑΕΙ. Από μαθηματικής και λογικής άποψης όμως ο ισχυρισμός του Υπουργείου δε βγάζει κανένα νόημα. Οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι διαγωνισμός ανάμεσα σε συγκεκριμένες θέσεις ανά τμήμα. Η Ιατρική Αθηνών θα ορίσει χ θέσεις και οι χ «καλύτεροι» μαθητές θα περάσουν Ιατρική. Θα υπάρχουν πολλαπλάσιοι μαθητές που ήθελαν Ιατρική αλλά λόγω των βαθμών τους θα δηλώσουν και τα τμήματα νοσηλευτικής, βιολογίας κοκ. Ελάχιστα πράγματα λοιπόν αλλάζουν στο «που επιθυμεί πραγματικά να σπουδάσει». Απλά κάποιοι πιο χαμηλόβαθμοι μαθητές θα ζυγίζουν τα οικονομικά των οικογενειών τους και αν δε μπορούν να σπουδάσουν πχ στη Δράμα στο Τμήμα Βιοτεχνολογίας θα αποφεύγουν να δηλώνουν τα περιφερειακά τμήματα. Με αποτέλεσμα αυτά να κλείσουν.

Θέσπιση ορίου φοίτησης. Στόχος, με βάση το Υπουργείο: Η βελτίωση του ρυθμού αποφοίτησης και η γρηγορότερη ενσωμάτωση  ανθρώπινου δυναμικού στην αγορά εργασίας.

Πιστεύει αλήθεια η Κεραμέως και οι υπόλοιποι άριστοι ότι υπάρχουν φοιτητές που τεμπελιάζουν και δεν τελειώνουν από βλακεία ή νεανική ανεμελιά, ενώ εκεί έξω τους περιμένει ανυπόμονα η αγορά εργασίας με υψηλούς μισθούς και καλές δουλειές;

Σήμερα οι λεγόμενοι «λιμνάζοντες φοιτητές» δεν δημιουργούν καμία αρνητική συνέπεια σε κανένα τμήμα. Ούτε κρατάνε θέσεις, ούτε κοστίζουν κάτι στο κράτος όπως βιβλία, φοιτητική μέριμνα κοκ. Όπως αναφέρθηκε είναι ένα φαινόμενο το οποίο έχει να κάνει με το πρόβλημα της υψηλής ανεργίας, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και κάθε θετικής προσδοκίας για απόφοιτους συγκεκριμένων τμημάτων, την αδυναμία οικογενειών να χρηματοδοτούν σπουδές σε μια άλλη πόλη, την ελλιπέστατη κρατική χρηματοδότηση για τη φοιτητική μέριμνα.

Το μόνο που θα καταφέρει η ρύθμιση αυτή είναι να διαγραφούν φοιτητές οι οποίοι για διάφορους αντικειμενικούς λόγους (οικονομικοί λόγοι, παράλληλη εργασία, οικογένεια) καθυστερούν να τελειώσουν.

Θέσπιση πανεπιστημιακής αστυνομίας. Στόχος, με βάση το Υπουργείο: Η αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, ενός χώρου ελεύθερης διακίνησης ιδεών, απρόσκοπτης διεξαγωγής έρευνας και διδασκαλίας.

Η κυβέρνηση επιμένει σε ένα μέτρο που βρίσκει απέναντι το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας. Τα χυδαία κυβερνητικά σποτάκια παρουσιάζουν μια εικόνα προσβλητική για τους χιλιάδες φοιτητές και ακαδημαϊκούς. Δεν είναι η καθημερινότητα του Ελληνικού Πανεπιστημίου οι φωτιές, οι σύριγγες, τα χτισίματα καθηγητών. Στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο και αξιόλογη έρευνα γίνεται και διδασκαλία και όλα αυτά χωρίς την απαιτούμενη στήριξη από το κράτος. Η έρευνα και η διδασκαλία εμποδίζεται από την υποχρηματοδότηση, όχι από τους ακτιβισμούς του Ρουβίκωνα. Το «ακαδημαϊκό περιβάλλον» εμποδίζεται από τις περιστρεφόμενες πόρτες μεγαλοκαθηγητών, ΔΑΠιτών, κυβέρνησης, συμφερόντων, κι όχι από τις φοιτητικές αφίσες και το φοιτητικό συνδικαλισμό.

Πολύ περισσότερο όταν είναι σαφές σε όλους τους σχετικούς με τα Πανεπιστήμια ότι αυτά υποφέρουν από ένα οργανωμένο σύστημα εξαγοράς συνειδήσεων, παροχής σημειώσεων, μαζικών αντιγραφών, επιλεκτικών προσβάσεων σε μεταπτυχιακά, στοχευμένων χρηματοδοτήσεων προγραμμάτων, ακαδημαϊκών ανελίξεων, καθηγητικών κυκλωμάτων, το οποίο έχει επί χρόνια στήσει η κυβερνητική παράταξη στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Αντί να αναγνωριστεί και να αντιμετωπιστεί αυτή ακριβώς η γάγγραινα που εξευτελίζει το ελληνικό Πανεπιστήμιο, προκαλείται ένας άνευ προηγουμένου ηθικός πανικός, με ψέματα, συκοφαντίες, διαστρεβλώσεις, χυδαιότητες, δίνοντας τη χαριστική βολή στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση και “δικαιολογώντας” τα αδικαιολόγητα.

Έχει αποκαλυφθεί για παράδειγμα πλήρως, ότι ποινικά προβλήματα όπως το εμπόριο ναρκωτικών γίνεται κυρίως έξω από το πανεπιστήμιο με την αστυνομία όχι απλώς θεατή, αλλά ενορχηστρωτή μιας συντεταγμένης κίνησης να φέρει την πρέζα και το εμπόριό της γύρω από τα ΑΕΙ.

Προβλήματα συμμοριτισμού και μηδενιστικής βίας, που έχουν εκφραστεί εντελώς μειοψηφικά και σε 2 πανεπιστημιακά κτίρια – από τα δεκάδες – στο κέντρο της Αθήνας, είναι κοινωνικά προβλήματα και όπως δε λύνονται με την καταστολή στις γειτονιές της Αθήνας, δε θα λυθούν και στην ΑΣΟΕΕ. Οι μπάρες, η αστυνομία, οι κάμερες, όπως δεν έλυσαν τα προβλήματα δολοφονιών σε κολέγια και σχολεία στις ΗΠΑ από «μοναχικούς λύκους», δε θα τα λύσουν κι εδώ.

Μετά το συγκεκριμένο νομοσχέδιο σειρά έχουν δύο ακόμα νομοσχέδια. Ένα για την αξιολόγηση και την αυτονομία της σχολικής μονάδας. Ένα κρίσιμο βήμα για να εμπορευματοποιηθεί ακόμα περισσότερο – έως και να έρθει το κουπόνι – το σχετικά Δημόσιο αλλά καθόλου Δωρεάν σχολείο. Και ένα νομοσχέδιο για ένα νέο Νόμο Πλαίσιο για τα ΑΕΙ και την αναγνώριση ξένων πανεπιστημίων, το οποίο κι αυτό θα ωθεί ακόμα περισσότερο τα ΑΕΙ, μέσω της αξιολόγησης πάντα, στην αναζήτηση  χρηματοδοτήσεων.

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση της ΝΔ θέλει να επιταχύνει. Θεωρεί ότι έχει το συσχετισμό στην κοινωνία «για τις αναγκαίες τομές στην παιδεία». Μισεί τη δημόσια εκπαίδευση όσο τίποτα, δουλεύει ανοικτά και κυνικά για τους επιχειρηματικούς κύκλους των κολλεγίων, επιδίδεται σε όργιο συκοφάντησης και χυδαιολογίας ενάντια στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, τους φοιτητές, τους καθηγητές, τους πρυτάνεις.

Οι κινητοποιήσεις μπορούν να καθυστερήσουν αυτήν την πολιτική. Πρέπει να συνεχιστούν και να μαζικοποιηθούν.

Και ταυτόχρονα να συγκροτηθεί ένας πειστικός λόγος για την ανάγκη στήριξης της Δημόσιας Δωρεάν Παιδείας.

Ανοίξτε τα σχολεία. Σχολάστε την Υπουργό.

Η καταγέλαστη ανακοίνωση της καταγέλαστης Υπουργού για «δυσλειτουργίες» του συστήματος Webex θα προκαλούσε τον οίκτο αν δεν αφορούσε πάνω από μισό εκατομμύριο μαθητές και εκπαιδευτικούς. Το σύστημα τηλεκπαίδευσης κατέρρευσε από τη 2η ώρα μαθήματος, παρά τις ηχηρές περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Υπουργείου Παιδείας.

Επί έναν μήνα, ο καημός των κακομαθημένων κολλεγιόπαιδων που παριστάνουν τους υπουργούς ήταν η επιτυχία της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για τα υπηρεσιακά συμβούλια των εκπαιδευτικών. Το μοναδικό τους ζόρι ήταν να πάρουν τη ρεβάνς από την ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ, να δυσφημίσουν το συνδικαλισμό και τις εκλογικές του διαδικασίες, να σπιλώσουν για μια ακόμα φορά τους εκπαιδευτικούς ως τεμπέληδες, αργόσχολους, αρνητές της προόδου, της αριστείας και της καινοτομίας.

Όμως αυτοί, οι άριστοι και οι καινοτόμοι έγιναν ρεντίκολο, όταν το Σάββατο, ημέρα αργίας, η ηλεκτρονική ψηφοφορία (που δεν απαιτούσε ούτε χρόνο, ούτε κόπο), κατέγραψε αποχή της τάξης του 95%. Το 95% των εκπαιδευτικών γύρισε περιφρονητικά την πλάτη σε μια πολιτική ηγεσία που μισεί και διαβάλει, αντί να στηρίζει και να διευθύνει τη Δημόσια Παιδεία.

Οι προτεραιότητες της Κεραμέως (παγουρίνα, σωβρακομάσκες και Κρουέλα Ντε Βιλ του συνδικαλισμού) δεν της επέτρεψαν να ασχοληθεί, όλο το προηγούμενο εξάμηνο, με τη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας της τηλεκπαίδευσης. Έστω και μόνο για να καλύψει το 70% των μαθητών που ίσως έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει λειτουργικά το διαδικτυακό μάθημα.

Δεν είναι όμως αποκλειστικά πρόβλημα ικανοτήτων, ιεραρχήσεων, ή στοιχειωδών αντιληπτικών δυνατοτήτων μιας εμφανώς χρεοκοπημένης Υπουργού.

Είναι πολιτικό και ιδεολογικό πρόβλημα της κυβέρνησης των τάχα αρίστων.

Η Κεραμέως και ο Μητσοτάκης θέλησαν να αντικαταστήσουν τη ζωντανή εκπαίδευση με την εξ αποστάσεως διδασκαλία. Αρνήθηκαν να πάρουν μέτρα μείωσης μαθητών ανά τμήμα, πρόσληψης περισσότερων εκπαιδευτικών, ανοίγματος περισσότερων σχολείων και αιθουσών. Γιατί τα μέτρα αυτά μπορεί να είναι κοινωνικά χρήσιμα και παιδαγωγικά ωφέλιμα, αλλά κοστίζουν. Και αντί να γέμιζαν οι τσέπες των κολλητών με τις πέτσινες λίστες και τα σκόιλ ελικίκου, θα ενισχύονταν τα κοινωνικά αγαθά. Αυτό δεν ήταν επιτρεπτό. Και δεν πρόκειται για ζήτημα διαχειριστικών ικανοτήτων, αλλά για ζήτημα πολιτικών προτεραιοτήτων.

Η Κεραμέως και ο Μητσοτάκης πήγαν στο ίδιο σχολείο και στο ίδιο (Ivy League) Πανεπιστήμιο. Ζουν στο ίδιο βόρειο, ευάερο και δροσερό προάστιο της Αθήνας. Για την ακρίβεια ζουν στην ίδια γυάλα, τη γυάλα των πορφυρογέννητων που περιφέρουν την αριστεία τους ως σημάδι εκ γενετής, απαιτώντας από τους κοινούς θνητούς σιωπή και υποταγή. Είναι η γυάλα που κάνει τον Μητσοτάκη να δηλώνει ότι «υπάρχουν άνθρωποι εξαρτημένοι από το μισθό τους», μιλώντας για το 99% των Ελλήνων που πρέπει να δουλέψει (και μάλιστα πολύ σκληρά) για να μπορέσει να ζήσει. Γιατί ο Μητσοτάκης και η Κεραμέως ανήκουν στο 1% που δεν είναι εξαρτημένο από το μισθό του. Και φυσικά ως γονείς μπορούν να διαθέσουν και από έναν υπολογιστή Apple σε κάθε παιδί της δικής τους οικογένειας, ακριβώς επειδή o μισθός των περισσότερων άλλων γονιών είναι περίπου ο μισός από όσο κοστίζει ένα MacBook.

Η Κεραμέως και ο Μητσοτάκης θεωρούν ότι ο ιδιωτικός τομέας θα λύσει τα προβλήματα που δημιουργεί ο δημόσιος. Στη σημερινή περίπτωσή μας, ο δημόσιος τομέας (εκπαιδευτικοί) καλούνται να διαχειριστούν ένα πρόβλημα που δημιουργεί η ανικανότητα του ιδιωτικού τομέα να σκεφτεί και να λειτουργήσει πέρα από το όριο του κέρδους και της ζημιάς του. Το σημερινό φιάσκο είναι φιάσκο γιατί το Υπουργείο είχε έξι μήνες να προετοιμαστεί και να προετοιμάσει την ιδιωτική εταιρεία για να αντιαποκριθεί σε ένας απολύτως προβλεπόμενο και συγκεκριμένο φόρτο.

Η Κεραμέως και ο Μητσοτάκης θεωρούσαν ότι το μόνο που έπρεπε να κάνουν εδώ και έξι μήνες ήταν να πανηγυρίζουν για την κωλοφαρδία της χώρας στο πρώτο κύμα της επιδημίας. Να παπαγαλίζουν την ατομική ευθύνη των πολιτών και να αυτοθαυμάζουν τον εαυτό τους στα διαλείμματα της αποθέωσής τους από τα ΜΜΕ.

Δεν ξόδεψαν πόρους  για να ετοιμάσουν την κοινωνία, την υγεία, την εκπαίδευση μπροστά στο δεύτερο κύμα που ήταν δεδομένο. Δεν ενδιαφέρθηκαν για την επιβίωση ολόκληρων κοινωνικών κατηγοριών που τσακίζονται οικονομικά. Δεν ασχολήθηκαν με τη συγκρότηση μηχανισμού ισχυρού ελέγχου, ανίχνευσης, απομόνωσης για τον περιορισμό των κρουσμάτων. Δεν προβληματίστηκαν για το πώς θα ενισχύσουν τα Νοσοκομεία, πώς θα αυξήσουν κλίνες απλής νοσηλείας και εντατικής φροντίδας. Αρνήθηκαν ακόμα και να συζητήσουν για τη μείωση των μαθητών ανά τάξη. Στάθηκαν ανίκανοι να διασφαλίσουν έστω, μέσα και προϋποθέσεις για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Η Γ.Γ. του Υπουργείου Κεραμέως (γιατί Παιδείας δεν είναι), για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, δήλωσε ότι “δεν μπορεί από τη μία ημέρα στην άλλη το σύστημα να λειτουργήσει άψογα”. Από τη μία μέρα στην άλλη είναι από τον …Μάρτιο μέχρι τον Νοέμβριο.

Αλλά ακόμα και αν η Cisco και το ΠΣΔ λειτουργήσουν αύριο μεθαύριο ή την άλλη εβδομάδα, θα εξακολουθούν να υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές σε όλη τη χώρα που το καλύτερο που θα μπορούν να κάνουν, είναι να συνδέονται στο μάθημα με το κινητό τους. Και δεκάδες χιλιάδες που δεν θα μπορούν να κάνουν ούτε αυτό.

Και όλοι μα όλοι οι μαθητές θα κερδίσουν υποπολλαπλάσια από όσα θα κέρδιζαν με ολιγομελή τμήματα, περισσότερους καθηγητές, ανοικτά, αλλά και ασφαλή σχολεία.

Το μόνο που μπορεί να γίνει μετά από το σημερινό φιάσκο είναι να σχολάσει η καταγέλαστη Υπουργός. Και πριν σχολάσει να ανοίξει τα σχολεία με όλα τα απαραίτητα μέτρα. Θα είναι η τελευταία (και πρώτη) συνεισφορά της στην ελληνική εκπαίδευση.

Οι α-νοησίες μιας απελέκητης

Η Κ. Κεραμέως δεν θα απασχολούσε ούτε κουνούπι ανά την ελληνική επικράτεια αν δεν ήταν κόρη του πατέρα της. Διότι με εξαίρεση όσα της έχει προσκομίσει το επώνυμό της (πτυχία, δικηγορικό γραφείο, σχέσεις και εισόδημα), τα πολιτικά πεπραγμένα της συνιστούν κακοφτιαγμένο μνημείο κενοδοξίας και φαιδρότητας. Εκτοξεύτηκε στο πολιτικό χρηματιστήριο ως υποψήφια Επικρατείας της ΝΔ το 2015, οπότε και τα ΜΜΕ την αποθέωναν ως άριστη των αρίστων. Οι διθύραμβοι για τις ικανότητές της συνεχίστηκαν, μέχρι τη στιγμή όπου έπρεπε αυτές να αποδειχθούν. Σήμερα, ακόμα και τα μπουκωμένα από τη λίστα Πέτσα ΜΜΕ διεκτραγωδούν την πολιτεία της στο Υπουργείο Παιδείας.

Η κ. Κεραμέως ακολούθησε κατά γράμμα το manual της ανάδειξης των αρίστων από τις τάξεις των αρίστων: Κολλέγιο Αθηνών, αποφυγή των πανελλήνιων εξετάσεων, πρώτες σπουδές στη Σορβόννη, μεταπτυχιακό στο Χάρβαρντ. Πρώτη, (και εννοείται πάντα σύντομη), εργασία σε γραφείο εξωτερικού για να αποκτήσει την απαραίτητη λάμψη το βιογραφικό, και αμέσως μετά επιστροφή στα πάτρια για να αναλάβει την οικογενειακή νομική εταιρεία. Κάθε άριστος που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να ιδρύσει μια ΜΚΟ με φιλανθρωπική δράση, κίνηση που είναι πλέον καταλύτης, αν όχι προϋπόθεση, για μια θριαμβευτική είσοδο στην πολιτική. Οι οδηγίες του εγχειριδίου ακολουθήθηκαν κατά γράμμα και επιλέχθηκε από τον Α. Σαμαρά στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της ΝΔ.

Ξεκίνησε την υπουργική της θητεία βραβεύοντας την Ελένη Αντωνιάδου, ως «διαπρέπουσα στη ΝΑΣΑ, ειδική στους τομείς της Αναγεννητικής Ιατρικής και της Βιοαστροναυτικής». Υπογράμμιζε μάλιστα ότι «το πάθος της για την επιστήμη μας εμπνέει». Λίγες μέρες μετά, αποκαλύφθηκε με πάταγο ότι η διαπρέπουσα βιοαστροναυτική επιστήμονας είχε περάσει από ένα summer camp της ΝΑΣΑ, όπως χιλιάδες και χιλιάδες άλλοι φοιτητές, στο δε τομέα της αναγεννητικής ιατρικής το όνομά της είναι παντελώς άγνωστο, ο επικεφαλής καθηγητής της ελέγχεται μάλιστα για αποτυχημένες επεμβάσεις τραχείας καθώς όλοι οι ασθενείς του απεβίωσαν. Η κ. Αντωνιάδου υπήρξε μηντιακό κατασκεύασμα, και ως τέτοιο βρήκε το ταίρι της σε ένα άλλο μηντιακό κατασκεύασμα. Αυτό της άριστης και ικανής υπουργού από το Χάρβαρντ.

Η κ. Κεραμέως συνέχισε τη θριαμβευτική της πορεία με το μήνυμά της -ως Υπουργού Παιδείας- για την 28η Οκτωβρίου όπου επέδειξε μνημειώδη άγνοια για το πότε ξεκίνησε ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα αφιονισμένα με τις χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις των ελληνόπουλων ΜΜΕ και οι έξαλλοι με τη χαμηλή κατάταξη των ελληνικών Πανεπιστημίων δημοσιογράφοι, δεν βρήκαν ούτε λέξη για να περιγράψουν το έπος αμορφωσιάς και προχειρότητας. Δεκαπεντάχρονοι μαθητές που δεν ξέρουν τι γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου κρεμιούνται στα μανταλάκια ως απόδειξη της χρεοκοπίας του ελληνικού σχολείου. Τριανταπεντάχρονη υπουργός με πτυχία από τη Σορβόννη και το Χάρβαρντ και ένα τσούρμο καλοπληρωμένων συμβούλων και παρατρεχάμενων να χτενίζει τις ανακοινώσεις της, δεν μπόρεσε να βγάλει μια σωστή ανακοίνωση για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Όντας μάλιστα στα πλαίσια των θεσμικών της υποχρεώσεων (μήνυμα υπουργού παιδείας) και όχι μπροστά στην ασφυκτική πίεση μιας τηλεοπτικής κάμερας.

Τρεις ολόκληρους μήνες αφού ανέλαβε το υπουργείο, δεν μπορούσε να πει, σε ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή, το ποσοστό του προϋπολογισμού του υπουργείου της. Φανταστείτε έναν διευθύνοντα σύμβουλο μιας επιχείρησης να μην γνωρίζει, χοντρικά έστω, τον προϋπολογισμό του οργανισμού του. Θα αποτελούσε καταγέλαστο δείγμα νεποτισμού και ανικανότητας. Όχι όμως στην Ελλάδα, όπου τα καλύτερα βιογραφικά χτίζονται χάρη στην εξουσία, τις σχέσεις και το χρήμα. Αποτελούν δε εσαεί απόδειξη υπεροχής και ανωτερότητας έναντι των φτωχών ιθαγενών οι οποίοι αν και έχουν συνήθως συντριπτικά πολλαπλάσιες ικανότητες, κερδίζουν κατά κανόνα συντριπτικά υποπολλαπλάσια εισοδήματα.

Εντωμεταξύ, ανάμεσα στην α-νοησία (μωρία, αφροσύνη, έλλειψη σκέψης, κατά τα λεξικά) που την χαρακτήριζε, το υπουργικό της έργο παρέμεινε στάσιμο να μηρυκάζει τα χιλιοειπωμένα δεξιά κλισέ: Αιώνιοι φοιτητές, εθνική και θρησκευτική συνείδηση, ιδιωτική εκπαίδευση, αξιολόγηση εκπαιδευτικών. Η θητεία της εξαντλήθηκε στην επαναφορά της τράπεζας θεμάτων, των βιβλίων, των προγραμμάτων και των ιδεοληψιών της νεοελληνικής δεξιάς της δεκαετίας του 90.

Ούτε μισή οκά σκέψης έστω και προς τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση του δυτικού κόσμου.

Και μετά ήρθε ο κορωνοϊός.

Η κ. Κεραμέως νομοθέτησε την αύξηση των μαθητών ανά τμήμα σε καιρούς πανδημίας, θεωρώντας ότι περισσότερα τμήματα, καλύτερα σχολεία, μεγαλύτερες αίθουσες, περισσότεροι εκπαιδευτικοί, είναι λεφτά πεταμένα. Ίσως πόνταρε και σε Μαγιορκίνηδες έτοιμους να δικαιολογήσουν τις φαιδρότητες με ακόμα μεγαλύτερες φαιδρότητες. Μαγιορκίνηδες βρέθηκαν, αλλά δεν έπεισαν ούτε την Καθημερινή.

Η κ. Κεραμέως εξάντλησε την προετοιμασία των σχολείων για την πανδημία του φθινοπώρου στα αποτυχημένα και επικίνδυνα παγουρίνα – δωρεά εφοπλιστή και στις ακόμα πιο αποτυχημένες υπερμεγέθεις μάσκες. Δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το απλούστερο: Σαφές και δίχως κενά πρωτόκολλο διαχείρισης και ελέγχου ύποπτων κρουσμάτων μέσα στα σχολεία. Αυτό κατέληξε στην οριστική του μορφή μόνο μετά το άνοιγμα των σχολείων. Και δεν απάντησε καν στο βασικό ερώτημα: Αν ένας μαθητής έχει συμπτώματα γρίπης 4 – 5 φορές μέσα στη χρονιά, πώς και με ποια διαδικασία θα ελέγχεται για covid-19 χωρίς οικονομική αιμορραγία, υγειονομικό ρίσκο και οικογενειακή ταλαιπωρία;

Με τούτα και με κείνα η υπουργός φθάνει στην κορωνίδα της πολιτικής της σταδιοδρομίας με τις καταλήψεις. Δεν θα μας απασχολήσουν οι καταλήψεις αυτές καθαυτές, το δίκαιο ή όχι των αιτημάτων τους, ή οι προβλέψιμες κραυγές της ΝΔ για το «έθιμο των καταλήψεων». Έθιμο που ειρήσθω εν παρόδω είχε να εμφανιστεί στα σχολεία περισσότερο από δέκα χρόνια, οπότε και έπαψε να είναι έθιμο, αλλά αυτά μάλλον είναι ψιλά γράμματα για τους κακοποιητές της αλήθειας. Δεν θα ασχοληθούμε επίσης με την επανεμφάνιση πρώην υπουργών παιδείας του παρελθόντος που έμειναν στην ιστορία -θέλουν δεν θέλουν- είτε ως επικίνδυνοι, είτε ως αποτυχημένοι.

Θα μας απασχολήσει όμως το ΦΕΚ της υπουργού (1/10) με το οποίο ορίζει ως υποχρεωτική τη σύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση για τα παιδιά στα κατειλημμένα σχολεία, εξαιρώντας εκείνα τα οποία συμμετέχουν στην κατάληψη.

Με αυτή και μόνο την απόφασή της η κ. Κεραμέως ακυρώνει με πάταγο και την νομική της υπόσταση. Η υπουργική της υπόσταση ήταν ούτως ή άλλως κατεδαφισθείσα. Καλεί τους εκπαιδευτικούς να αντιμετωπίσουν μια πράξη που δεν προβλέπεται από το νόμο (κατάληψη) -και για την ίδια και την κυβέρνηση είναι παράνομη- με μια πράξη που είναι σαφώς εκτός των ορίων του νόμου -και για το ελληνικό Σύνταγμα και τις διεθνείς Συμβάσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου και του παιδιού είναι παράνομη.

Αν η κ. Κεραμέως αφιέρωνε ελάχιστες ώρες στη μελέτη της εκπαιδευτικής νομοθεσίας, θα έβλεπε ότι οι ποινές, εδώ και χρόνια, στην Ελλάδα και διεθνώς, έχουν αποκλειστικά παιδαγωγικό χαρακτήρα. Ακόμα και ο πειθαρχικά χειρότερος μαθητής της χώρας, μπορεί να υποστεί το υπέρτατο μέτρο της αλλαγής σχολικού περιβάλλοντος, μόνο στο βαθμό που αυτό κριθεί ότι λειτουργεί παιδαγωγικά υπέρ του ίδιου, προσδοκώντας να επανέλθει στο πλαίσιο και στους κανόνες της σχολικής ζωής και έχοντας αποδείξει ότι αυτή η επαναφορά δεν μπορεί να γίνει εντός του ίδιου σχολικού περιβάλλοντος.

Η κ. Κεραμέως προτιμά να περνά τον χρόνο της διαφημίζοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία των παγουρίνων με το εκτεθειμένο στόμιο ή να εορτάζει την Ευρωπαϊκή Ημέρα Αθλητισμού φορώντας φόρμα και κάνοντας σετάκια γυμναστικής έξω από το υπουργικό της γραφείο. Δεν χαράμισε ωστόσο ούτε δευτερόλεπτο για να εξοικειωθεί με τη -σχετική με τις πανάκριβες σπουδές της- νομοθεσία που διέπει το εκπαιδευτικό έργο.

Ίσως, αν είχε διαφορετικές προτεραιότητες, θα έβλεπε, ότι ούτε η εκπαιδευτική διαδικασία (έστω και στη μορφή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης) μπορεί να υποβιβαστεί σε τιμωρητική πράξη για τα κατειλημμένα σχολεία, ούτε ο αποκλεισμός από αυτή συνιστά παιδαγωγικό μέτρο έναντι των «παρανομούντων» καταληψιών μαθητών.

Το να ζητά δε από τους εκπαιδευτικούς από τη μια να είναι έξω από τα κάγκελα του κατειλημμένου σχολείου για να καταγράφουν τους παρανομούντες μαθητές και από την άλλη να κάνουν ταυτόχρονα εξ αποστάσεως μάθημα όπου θα βάζουν απουσίες στους καταληψίες, δεν συνιστά άγνοια νομοθεσίας αλλά κατάργηση κοινής λογικής.

Εάν επίσης η κ. Κεραμέως αντί να αναμασά ακροδεξιά κλισέ διάβαζε τους νόμους που η ίδια ψήφιζε, θα έβλεπε ότι η κατ’ εξαίρεση παροχή τηλεκπαίδευσης δικαιολογείται σε κλείσιμο σχολείων λόγω μεταδοτικής νόσου η φυσικής καταστροφής. Η κατάληψη δεν είναι τίποτα από τα δύο. Τουλάχιστον όχι ακόμα.

Το βασικό όμως πρόβλημα δεν είναι η εντελώς παράνομη εγκύκλιος Κεραμέως αλλά η αφαίρεση κάθε ίχνους παιδαγωγικής λογικής και ευθύνης. Μόνο δεσμοφύλακες αναμορφωτηρίων ανηλίκων του προ-περασμένου αιώνα θα μπορούσαν να σκεφτούν τον αποκλεισμό από την παιδαγωγική διαδικασία (έστω και αυτήν την κολοβή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης) ως μέσο πειθάρχησης. Σήμερα, σε όλα τα πολιτισμένα κράτη του κόσμου, ακόμα και οι χειρότεροι δολοφόνοι έχουν δικαίωμα να παρακολουθήσουν τις σπουδές τους, έστω και αν βρίσκονται εφόρου ζωής έγκλειστοι σε φυλακές βαρυποινιτών. Ακόμα και αν είναι μελλοθάνατοι. Συνιστά βασική παραδοχή του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Μήπως για την κ. Κεραμέως οι καταληψίες μαθητές είναι κάτι ακόμα χειρότερο από τους χειρότερους δολοφόνους;

Εάν η κ. Κεραμέως είχε την παραμικρή επαφή με την εκπαίδευση και την πραγματικότητά της καθώς και με την παιδαγωγική (έστω και μόνο με το αστικό φιλελεύθερο ρεύμα της), θα ήξερε ότι οι ποινές στους μαθητές δεν έχουν απλώς παιδαγωγικό χαρακτήρα αλλά είναι και απολύτως εξατομικευμένες. Δεν μπορούν δηλαδή κάποιες δεκάδες ή και εκατοντάδες μαθητές που συμμετέχουν σε μια κατάληψη να τιμωρηθούν συλλογικά χωρίς εξατομικευμένη αξιολόγηση. Σε επίπεδο δικαίου μάλιστα, η ατομική ευθύνη τέλεσης αδικήματος (αποδεχόμενοι χάριν λόγου ότι οι καταλήψεις είναι αδίκημα), συνιστά ακρογωνιαίο λίθο του νομικού πολιτισμού. Όχι όμως του νομικού πολιτισμού της εκ Σορβόννης και Χάρβαρντ ορμώμενης άριστης.

Η κ. Κεραμέως με τις πράξεις της, τις ανακοινώσεις, τις εγκυκλίους και τις δηλώσεις της γελοιοποιεί τόσο τον μύθο της αριστείας, όσο και την αντίληψη ότι αποτελεσματική πολιτική κάνουν τα καλύτερα βιογραφικά και τα πανάκριβα και με κύρος πτυχία. Αποδεικνύει καθημερινά το εντελώς ανάποδο: Τη βαθιά αμορφωσιά με την ουσιαστική έννοια του όρου, το γεγονός ότι παρέμεινε ξύλο απελέκητο, με μηδαμινή κοινωνική εμπειρία, σε αφασιακή κατάσταση, εντός μιας γυάλινης φούσκας της τάξης της που ορίζεται από τα πανάκριβα σχολεία των βορείων προαστίων, τα πάρτυ στη Μύκονο και τα γκαλά στην Εκάλη.

Πέραν τούτου ουδέν.

Φυσικά η αντίληψη ότι πολιτική κάνουν οι άριστοι, τα βαριά και εκθαμβωτικά πτυχία και τα καλύτερα βιογραφικά δεν κατοικεί μόνο στη ΝΔ. Η κοινότητα ωστόσο των στόχων και των βασικών αξόνων της μνημονιακής και μεταμνημονιακής πολιτικής σε όλο το βασικό πολιτικό φάσμα (ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ) έχει αφήσει μικρά περιθώρια διαφοροποίησης. Αν όλοι ψηφίζουν λιτότητα, μνημόνια, ευρωατλαντικό πλαίσιο, τυφλή υπακοή στις ΗΠΑ, σε τι θα μπορέσουν να διαφοροποιηθούν;

Αποκλειστικά και μόνο στις διαχειριστικές ικανότητες, στην αριστεία, στη γλωσσομάθεια, στις γραβάτες, στον κοσμοπολιτισμό.

Εκεί πόνταρε και κέρδισε ο Μητσοτάκης.

Μόνο που η πραγματικότητα αργά ή γρήγορα επιβάλλεται και το πουλόβερ αρχίζει να ξηλώνεται. Η μυθολογία των άριστων που τα καταφέρνουν καλύτερα επειδή τα σχολεία και τα πτυχία τους είναι καλύτερα και ακριβότερα, ξεγυμνώνεται. Αποδεικνύεται ότι η πολιτική παραμένει σύγκρουση συμφερόντων και οι πολιτικοί αποτελούν εκπροσώπους κοινωνικών τάξεων. Και όποιος θέλει να αναμετρηθεί με την κούφια αριστεία της ΝΔ οφείλει πρώτα και κύρια να αναμετρηθεί με τον πυρήνα της πολιτικής και της ιδεολογίας της.

Πίσω στα βασικά λοιπόν.

Όχι δεν ντρεπόμαστε για τους δασκάλους μας κ. Μπαμπινιώτη. Για την πολιτική και πνευματική ηγεσία του τόπου ντρεπόμαστε.

Ο Γ. Μπαμπινιώτης αποφάσισε να υιοθετήσει όλη τη χολερική φιλολογία της ψευδεπίγραφης αριστείας για τους εκπαιδευτικούς που φοβούνται να δείξουν τη δουλειά τους. Με μπόλικη κουτοπονηριά, ξεκινά από την ανάποδη: Μα οι δάσκαλοί μας είναι εξαίρετοι, είναι δυνατόν να τους αμφισβητούμε; Να λέμε «έμμεσα και φοβικά ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν οι εκπαιδευτικοί μας ως δάσκαλοι μέσα στην τάξη; Έχουν δώσει δείγματα —στην πλειονότητά τους— οι εκπαιδευτικοί μας ότι είναι ανεπαρκείς;» ρωτά τάχα αθώα ο πρώην υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Παπαδήμου.

Με αυτές τις κακής ποιότητας σοφιστείες ο Γ. Μπαμπινιώτης θεωρεί τους εκπαιδευτικούς εντελώς ηλίθιους. Μοιάζει με εκείνους τους θατσερικούς οικονομολόγους που αποθεώνουν την ανιδιοτέλεια, τη μεγαλοψυχία, την αίσθηση προσφοράς των νοσηλευτριών του Βρετανικού συστήματος υγείας, μόνο και μόνο για να καταλήξουν ότι …αφού επιτελούν υψηλό λειτούργημα, δεν πρέπει να πληρώνονται. Για την ακρίβεια, ισχυρίζονται ευθαρσώς ότι «η καλή νοσοκόμα είναι η κακοπληρωμένη νοσοκόμα[i]». Όποια άλλωστε νοιάζεται για το ύψος του μισθού που παίρνει, μάλλον δεν φροντίζει τους ασθενείς της ανιδιοτελώς.

Για τον κ. καθηγητή και για τους θατσερικούς οικονομολόγους δεν ισχύει καν το «να σε κάψω Γιάννη, να σε αλείψω λάδι». Ισχύει το «να σε αλείψω λάδι, για να σε κάψω Γιάννη».

Ο πρώην πρύτανης, πρώην πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, πρώην σύμβουλος του ΙΕΠ, πρώην υπεύθυνος «εθνικών διαλόγων» και «μεταρρυθμίσεων» στην ελληνική εκπαίδευση και πρώην υπουργός Παιδείας με πρόταση της ΝΔ, συντάσσεται, εντελώς αναμενόμενα, με τον αντι-εκπαιδευτικό παροξυσμό, παριστάνοντας πονηρούτσικα τον υποστηρικτή των δασκάλων.

Αυτός ο παροξυσμός θεωρεί ότι η αντίδραση στις κάμερες αποδεικνύει ότι οι δάσκαλοι ντρέπονται για τον εαυτό τους. Κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, οι κυβερνητικές ντροπές δεν μπορούν καν να διανοηθούν ότι οι εκπαιδευτικοί μπορεί να νοιάζονται περισσότερο για το παιδαγωγικό αποτέλεσμα της δουλειάς τους, από ό,τι για τη δημόσια εικόνα τους.

Να νοιάζονται περισσότερο για το αν το μάθημα σε ζωντανή μετάδοση είναι όντως μάθημα, από το αν θα τους «κρεμάσουν στα μανταλάκια» κακομαθημένοι άριστοι.

Να νοιάζονται περισσότερο για τη δυνατότητα των παιδιών να εκφραστούν, να ρωτήσουν ή να λαθέψουν ελεύθερα, από το να παραδίδουν καθημερινά μια τυπική, στεγνή, μετωπική, δειγματική διδασκαλία, υπό το κράτος της παρακολούθησης.

Να νοιάζονται περισσότερο για την παιδαγωγική τους ευθύνη απέναντι στους μαθητές τους, από το αν ένας γονέας παρακολουθώντας το μάθημα από το σπίτι, τους καταγγείλει γιατί είπαν στα οκτάχρονα παιδιά ότι η Οδύσσεια είναι «παραμύθι, ιστορίες που κάποιος έγραψε».

Αυτό άλλωστε που ενδιαφέρει τους υποστηρικτές μιας κακής, αψυχολόγητης και αντιπαιδαγωγικής πολιτικής, είναι να αναμεταδίδεται το μάθημα ώστε να μπορούν να λεηλατούνται οι εκπαιδευτικοί. Να σχολιάζονται για παράδειγμα από έναν γονέα που είναι σίγουρος ότι οι Κύκλωπες και οι Λαιστρυγόνες, η Κίρκη και οι Λωτοφάγοι είναι κομμάτι της ιστορίας και όχι της μυθολογίας.

Δεν έχουν σημασία άλλωστε οι τερατολογίες. Σημασία έχει να διαμορφώνεται η κοινή γνώμη και να ταΐζεται ο κοινωνικός αυτοματισμός.

«Ντρέπεστε για την ποιότητα του μαθήματός σας;» ρωτούν οι κάθε λογής υβριστές των εκπαιδευτικών. «Μα είναι δυνατόν τόσο εξαίρετοι δάσκαλοι να έχετε να φοβηθείτε κάτι από την αναμετάδοση του μαθήματός σας;» ρωτά πιο πονηρά, αλλά εξίσου προσβλητικά, ο Γ. Μπαμπινιώτης.

Άθελά τους καίνε την αιτιολογία της ντροπολογίας Κεραμέως. Ότι τάχα η ζωντανή μετάδοση του μαθήματος στο διαδίκτυο γίνεται για τα παιδιά που μένουν σπίτι. Στη λαχτάρα τους να βγάλουν τους εκπαιδευτικούς (πέρα από τεμπέληδες), άχρηστους, παραδέχονται πλέον, ότι η κάμερα δεν είναι για τον μαθητή, αλλά για τον δάσκαλο.

Ας αποφασίσουν επιτέλους τα κυβερνητικά χαλκεία: Η κάμερα θα δείξει την ποιότητα της δουλειάς των εκπαιδευτικών ή θα χρησιμοποιηθεί για τα παιδιά που μένουν σπίτι; Γιατί μέχρι τώρα, το δεύτερο λειτουργεί απλώς ως πρόφαση για το πρώτο.

Οι αντιπαιδαγωγικές προτάσεις για τις κάμερες αποδεικνύουν ότι τόσο η πολιτική ηγεσία, όσο και πολλοί πνευματικοί ταγοί, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι είναι η σχολική τάξη. Από τι αποτελείται, πώς προχωρά, ποιες σχέσεις αναπτύσσονται, πώς μετασχηματίζεται σε δρώσα δύναμη μάθησης. Δεν έχουν κυριολεκτικά την παραμικρή εικόνα για το τι γίνεται.

Η εμμονή τους για τις κάμερες αποδεικνύει ότι είναι άσχετοι και ταυτόχρονα επικίνδυνοι. Θέλουν να σχεδιάσουν εκπαιδευτική πολιτική αυτοί που δεν καταλαβαίνουν ότι η κάμερα θα παγώσει και τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Θέλουν να μεταρρυθμίσουν την εκπαίδευση αυτοί που μπερδεύουν το μάθημα με τη διάλεξη, συγχέουν το πανεπιστημιακό αμφιθέατρο με τη σχολική τάξη, ταυτίζουν το TEDx με το σχολείο. Θέλουν να παραστήσουν τους φιλελεύθερους και τους υπέρμαχους των ατομικών δικαιωμάτων αυτοί που δεν διστάζουν να ρίξουν τον εκπαιδευτικό αλλά και τους ανήλικους μαθητές στην αρένα του διαδικτύου.

Κι ας επαίρονται ορισμένοι, όπως ο κ. Μπαμπινιώτης, ότι «εκπαιδεύουν τους διδάσκοντες». Αν ο κ. καθηγητής δεν μπορεί να καταλάβει ότι η ζωντανή μετάδοση του μαθήματος στο διαδίκτυο, τσαλαπατά τόσο την παιδαγωγική ευθύνη του διδάσκοντα, όσο και το μαθησιακό αποτέλεσμα της τάξης, κακώς εκπαίδευε τόσα χρόνια τους διδάσκοντες. Ζημιά τους έκανε. Ας περιόριζε έστω τις διδαχές του στη Γλωσσολογία και ας άφηνε την Παιδαγωγική.

Δεν θα επιχειρηματολογήσουμε περαιτέρω γιατί η κάμερα υπονομεύει τη μαθησιακή διαδικασία, το παιχνίδι της γνώσης ή την παιδαγωγική ελευθερία. «Όπως δεν χρειάζεται να κακοποιεί κανείς τα παιδιά του για να αρνηθεί την κάμερα μέσα στο σπίτι του, έτσι δεν χρειάζεται να είναι κανείς κακός δάσκαλος για να αρνηθεί την κάμερα στην τάξη του», σημειώσαμε σε προηγούμενο σχόλιο.

Θα επιμείνουμε ωστόσο ότι Υπουργός Παιδείας που συνελήφθη ψευδόμενη για τη γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων, αντί να υβρίζει τους εκπαιδευτικούς εμφανώς εκνευρισμένη, θα έπρεπε να υποβάλει την παραίτησή της. Ή έστω να περιορίσει τις ακροβασίες της στα εκκλησιαστικά ζητήματα, τα οποία φαίνεται να γνωρίζει καλά, σε αντίθεση με τα παιδαγωγικά. Μαθητές και εκπαιδευτικοί δεν φταίνε σε τίποτα να πληρώνουν τις ψυχώσεις της κ. Κεραμέως.

Δεν θα επιχειρηματολογήσουμε επίσης ότι ένας γονέας που θέλει κάμερα για να καταλάβει τι δουλειά γίνεται στην τάξη του παιδιού του, δεν έπρεπε να κάνει παιδιά. Ως γονιός δεν έχεις ιδέα τι κάνει το παιδί σου στο σχολείο (δηλαδή τι κάνει ο δάσκαλος στην τάξη), μόνο αν το έχεις ήδη παρκάρει στον ιδιαιτερά, στον Πουκαμισά ή στην τηλεόραση. Η κάμερα δεν θα σου δείξει τίποτα, πέρα από το ότι είσαι ακατάλληλος γονέας.

Ας σταθούμε όμως στον μύχιο πόθο των νεοφιλελεύθερων: Την αξιολόγηση των δασκάλων. Πώς και από ποιον οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αξιολογηθούν, είναι μία συζήτηση. Άλλη συζήτηση είναι αν η αξιολόγηση γίνεται με μια κάμερα που σε παρακολουθεί. Ο νόμος έχει αποφανθεί ότι ακόμα και αν ένας εργαζόμενος αξιολογείται, αυτή η αξιολόγηση δεν μπορεί να γίνεται με μια κάμερα να τον παρακολουθεί. Γιατί όμως το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια να το έχει ο κάθε εργαζόμενος, αλλά όχι ο εκπαιδευτικός;

Και αν συνεχίσουμε στον ίδιο συλλογισμό, αν είναι λογικό να αξιολογηθεί ο εκπαιδευτικός παρακολουθώντας τη δουλειά του με κάμερα, γιατί να μην βάλουμε μια κάμερα πάνω από τον δημόσιο υπάλληλο: Πόσους εξυπηρέτησε, πόσες φορές πήγε τουαλέτα, αν έκανε διάλειμμα, πόσους καφέδες παρήγγειλε, αν έξυσε τη μύτη του.

Προτού προλάβουν οι νεοφιλελεύθεροι να τρελαθούν από τη χαρά τους, ας συνεχίσουμε: Γιατί να μην αξιολογηθεί ο δημοσιογράφος την ώρα που σχεδιάζει το πώς θα κρύψει μια είδηση ή θα προβάλει μια άλλη; Ή ο υπουργός την ώρα που συνομιλεί με τον καναλάρχη; Ή ο επιχειρηματίας την ώρα που ζητά νέο δάνειο από τον τραπεζίτη; Ή ο πολιτικός την ώρα που εξυπηρετεί τον επιχειρηματία;

Όλοι αυτοί δεν πρέπει να φαίνονται; Μόνο ο δάσκαλος πρέπει να φαίνεται;

Γιατί να μην είχαμε μια κάμερα πάνω από τον κ. Βρούτση την ώρα που σχεδίαζε το σκόιλ ελικίκου; Με ποιους μίλησε; Τι τους είπε; Τι σχεδίασαν;

Γιατί να μην είχαμε μια κάμερα πάνω από την κ. Κοσιώνη την ώρα που έψαχνε να βρει σε τι είναι πρώτη η Ελλάδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη; Ποιος συνέλαβε την επιστημονική ανακάλυψη για αριθμό τεστ ανά αριθμό κρουσμάτων;

Γιατί να μην είχαμε μια κάμερα πάνω από την κ. Κεραμέως την ώρα που σχεδίαζε πώς θα εμφανίσει ψευδώς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων ως συναινούσα στην ντροπολογία της;

Τι έχουν να κρύψουν όλοι οι παραπάνω; Τι έχουν να ντραπούν; Μήπως φοβούνται;

Ή μήπως έχουν δικαιώματα, που τα στερούνται όμως οι εκπαιδευτικοί;

Όταν η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε λογικό πλαίσιο, όταν η αντίδραση έχει αποχαλινωθεί, τα παιδαγωγικά επιχειρήματα αναμετριούνται με την άβυσσο της πόρωσης και του φανατισμού. Αντί να μπει ένα φρένο στην ηλιθιότητα και στην εγκληματική ανευθυνότητα της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας, καθόμαστε να συζητάμε στα σοβαρά αν η σχολική τάξη μπορεί να λειτουργήσει ελεύθερα και αποτελεσματικά κάτω από μια κάμερα. Είναι και αυτό σημείο των καιρών.

Η πνευματική και πολιτική ηγεσία του τόπου διαπράττει σημεία και τέρατα στην εκπαίδευση και ταυτόχρονα ρίχνει το φταίξιμο στους εκπαιδευτικούς. Επί τριάντα χρόνια επιδίδεται σε κάθε λογής ράβε ξήλωνε, πράξη και παράλειψη, μεταρρύθμιση και αντιμεταρρύθμιση στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όντας ταυτόχρονα έτοιμη να κατηγορήσει τους εκπαιδευτικούς για τις αδυναμίες, τα δεινά και τις αστοχίες.

Η πνευματική και πολιτική ηγεσία του τόπου, αντί να ασχολείται με το πώς και το γιατί η πανδημία επέδρασε αρνητικά στη σχέση των οικονομικά και μαθησιακά αδύναμων μαθητών με την εκπαίδευση, επιδίδεται σε επικίνδυνες αντιπαιδαγωγικές ακροβασίες.

Ο κ. Μπαμπινιώτης μπορεί να αναρωτιέται αν ντρεπόμαστε για τους εκπαιδευτικούς μας.

Εμείς δεν αναρωτιόμαστε. Ντρεπόμαστε για την πολιτική και πνευματική ηγεσία του τόπου.

 

ΥΓ. Το δημοφιλέστερο μάθημα σε όλο το Χάρβαρντ εδώ και τέσσερα χρόνια είναι το περίφημο CS50 (Εισαγωγή στην Επιστήμη των Υπολογιστών). Ο καθηγητής David Malan, ένας χαρισματικός ακαδημαϊκός, κάνει ένα εντυπωσιακό μάθημα στο θέατρο Sanders του Memorial Hall που χωρά τους 800 και πλέον φοιτητές που σπεύδουν να δηλώσουν συμμετοχή. Πρόκειται για το πιο γνωστό και μαζικό μάθημα, και μακράν το πιο επιτυχημένο στην εκπαιδευτική πλατφόρμα του Χάρβαρντ. Ο ίδιος ο Malan είναι από τους πιο αναγνωρίσιμους καθηγητές της Επιστήμης των Υπολογιστών σε όλο τον κόσμο, και κάθε του μάθημα μοιάζει με εκρηκτική θεατρική παράσταση. Αν και την πρώτη χρονιά ζήτησε από το πολυπληθές, ενήλικο (και μάλλον υψηλότατου μορφωτικού επιπέδου) ακροατήριό του να μείνει σπίτι (εκτός από την πρώτη και την τελευταία εβδομάδα), και να μελετήσει το μάθημα από το βίντεο και την online πλατφόρμα, την επόμενη χρονιά, ζήτησε να έρχονται όλοι στο μάθημά του. Δικαιολόγησε την αλλαγή αυτή, λέγοντας ότι τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ενεργητικότητα, την αλληλεπίδραση και τη μαθησιακή διαδικασία ενός ζωντανού μαθήματος ακόμα και αν αυτό αφορά 800 άτομα. Ο σταρ του Χάρβαρντ, ο κατεξοχήν τηλεοπτικός καθηγητής, ο ακαδημαϊκός που μοιάζει με ηθοποιό, καταλαβαίνει αυτό που αδυνατούν να καταλάβουν οι εν Ελλάδι θαυμαστές της κάμερας σε σχολικές τάξεις ανήλικων μαθητών.

 

[i] Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της οπτικής το άρθρο του καθηγητή Οικονομικών Anthony Heyes με τίτλο: «Τα οικονομικά όσων επιτελούν λειτούργημα: “Γιατί μια κακά πληρωμένη νοσοκόμα είναι καλή νοσοκόμα”;»