Άρθρα

Ποιο success story; Οι μισθοί είναι χαμηλότεροι από το 2009

Μιλώντας τις προάλλες στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης του Τόκιο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Όπως είναι αναμενόμενο σε μια ομιλία που έχει σκοπό την άγρα επενδύσεων, ο πρωθυπουργός έδωσε μια ωραιοποιημένη εικόνα της οικονομικής πραγματικότητας -το success story στην πιο τραβηγμένη εκδοχή του.

Ωστόσο, ακόμα και σε αυτήν την προπαγανδιστική παρουσίαση, ο κ. Μητσοτάκης δεν μπόρεσε να αρνηθεί το πρόβλημα που υπάρχει με τα εισοδήματα των εργαζομένων. Συγκεκριμένα, ανέφερε: «Η προσοχή μου είναι συνεχώς στραμμένη στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Στα πρώτα τέσσερα χρόνια, ασχοληθήκαμε με τις περικοπές των φόρων. Την επόμενη τετραετία -εάν οι πολίτες μας εμπιστευτούν ξανά- θα προσπαθήσουμε να αυξήσουμε τους μισθούς».

Δεν ξέρω πόσοι-ες πιστεύουν πια τις υποσχέσεις που δίνουν προεκλογικά οι άνθρωποι της εξουσίας, αλλά το σημαντικό με τη συγκεκριμένη αναφορά του κ. Μητσοτάκη είναι πως συνιστά έμμεση παραδοχή όχι μόνο ότι και οι μισθοί είναι χαμηλοί, αλλά και ότι η κυβέρνηση δεν κατάφερε και πολλά για το ζήτημα, αφού το παραπέμπει στην επόμενη τετραετία.

Η σύγκριση

Η πραγματική κατάσταση είναι βέβαια πολύ πιο ζοφερή. Οι εργαζόμενοι-ες είναι πολύ πιο φτωχοί-ες από ό,τι ήταν πριν μπούμε στα μνημόνια. Στην ουσία, οι μισθοί παραμένουν ακόμα σε…Μνημόνιο και δεν υπάρχει προοπτική για να βγουν σε σύντομο διάστημα. Αλλά ας δούμε τα στοιχεία που πιστοποιούν τον ισχυρισμό μας.

Την περασμένη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε το πολύ ενδιαφέρον συνέδριο «Αναζητώντας τον Άλλο Δρόμο: Στρατηγικές Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας» που συνδιοργάνωσε ο όμιλος ΜΕΤΑΒΑΣΗ, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών – ENA και το Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή. Στο πλαίσιο του συνεδρίου ο Χρήστος Πιέρρος, ερευνητής στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ και μετα-διδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, έκανε μια παρουσίαση για τις συλλογικές συμβάσεις και το επίπεδο των μισθών. Σταχυολογώ ορισμένα σημεία της ανακοίνωσής τους που αναδεικνύουν, νομίζω, το μέγεθος του προβλήματος «μισθοί».

Πτώση μισθών

  • Παρά τη μεγάλη πτώση των μισθών κατά τη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων, οι τιμές παρέμειναν σχετικά σταθερές, κάτι που ενδεχομένως αποδίδεται σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους. Αν υπολογίσουμε τώρα τους μισθούς σε συνάρτηση με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, θα διαπιστώσουμε ότι τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων το 2021 βρίσκονταν στο 69% αυτών του 2009.
Ποιο success story; Οι μισθοί είναι χαμηλότεροι από το 2009

Η εξέλιξη του μέσου μισθού

  • 2009: 1.542€ (ανά μήνα), 21.595€ (ανά έτος)
  • 2021: 1.134€ (ανά μήνα), 15.879€ (ανά έτος)

Η εξέλιξη του πραγματικού μισθού (αφού δηλαδή λάβουμε υπόψη τη μεταβολή των τιμών)

  • 2009: 1.626€ (ανά μήνα), 22.765€ (ανά έτος)
  • 2021: 1.120€ (ανά μήνα), 15.687€ (ανά έτος)

Έχει επίσης μεγάλη σημασία η μεγάλη αλλαγή στον χαρακτήρα της αγοράς εργασίας. Το 2021 το σημείο αναφοράς για το ύψος των μισθών ήταν ο βασικός μισθός, κάτι που δεν ίσχυε το 2010 όταν μπαίναμε στο Μνημόνιο.

  • Το 2010 (με βασικό μισθό τα 751 ευρώ), το συγκριτικά μεγαλύτερο σημείο συγκέντρωσης των μισθών ήταν στα 1.000 – 1.150 ευρώ (4,5% με 5% των μισθωτών)
  • Το 2021 οι δύο μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ήταν στα 700-851 (5% των μισθών) και στα 650 ευρώ (7% των μισθών).

Με πιο απλά λόγια, είναι πολύ περισσότεροι οι μισθωτοί-ές που αμείβονται με τον βασικό μισθό ή λίγο παραπάνω από αυτόν.

Ποιο success story; Οι μισθοί είναι χαμηλότεροι από το 2009

Τελευταίοι της ευρωζώνης

Ας δούμε όμως τη σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Σύμφωνα με την Eurostat, βάσει του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), δηλαδή με βάση την αγοραστική δύναμη, η Ελλάδα το 2021 ήταν στην τελευταία θέση της ευρωζώνης και την προτελευταία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνη χειρότερη από εμάς η Βουλγαρία. Για να γίνει κατανοητή η ιστορική οπισθοχώρηση της ευημερίας τα τελευταία χρόνια, να σημειώσουμε ότι το 2009 Ελλάδα ήταν στην 14η θέση της ΕΕ. Δηλαδή μέσα σε 12 χρόνια έχασε 12 θέσεις.

Ως προς την αγοραστική δύναμη, τα πράγματα αντί να βελτιωθούν γίνονται χειρότερα με την πληθωριστική κρίση. Σύμφωνα με το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα λιγότερο από 750 ευρώ, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης φτάνει έως το 40%. Αντίστοιχα για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα λιγότερο από 751 – 1.100 ευρώ, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης είναι από 9% έως 14%.

Φτωχύναμε λοιπόν χωρίς μάλιστα η εργασία να γίνει πιο παραγωγική κι επομένως πιο ανταγωνιστική. Στην παρουσίασή του ο Χρήστος Πιέρρος επισήμανε ότι το 2022 οι ώρες εργασίας ξεπέρασαν το επίπεδο του 2008, την ίδια στιγμή που το ΑΕΠ ήταν 25% χαμηλότερο. Δηλαδή δουλεύουμε περισσότερο για μικρότερο προϊόν και η ελληνική οικονομία μετασχηματίζεται σε οικονομία εντάσεως εργασίας. Αυτό και αν είναι αποτυχία!

Ποιο success story; Οι μισθοί είναι χαμηλότεροι από το 2009

Τα στοιχεία αποδεικνύουν λοιπόν ότι είμαστε πιο φτωχοί και λιγότερο παραγωγικοί από ό,τι πριν 13 χρόνια. Το success story δεν είναι παρά ένα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα.

Πηγή: news247

Κατώτατος μισθός

Κατώτατος μισθός και κατώτατες προσδοκίες

Από μία πλευρά το μνημόνιο ήταν, εκτός των άλλων, ένα πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης (το οποίο κατά τα άλλα ήθελαν να αποφύγουν οι εγχώριοι κήρυκες του “ανήκομεν εις τη Δύση” με μια ενδεχόμενη επιστροφή σε εθνικό νόμισμα) των μισθών και των αξιών στην Ελλάδα.

Μνημονιακή συνέχεια…

Την πλευρά αυτή υλοποίησε η μείωση του κατώτατου μισθού το 2012 και ειδικά ο μνημονιακός νόμος 4172/2013 (ν. Βρούτση). Αυτός ο νόμος θεσμοθέτησε γενικά τα εξής.

  • Ο κατώτατος μισθός θα καθορίζεται πλέον από την κυβέρνηση (δηλαδή από τους δανειστές) – και όχι από τη διαπραγμάτευση εργοδοτών-εργαζομένων όπως γινόταν έως το 2010. Τότε καθορίστηκε στα 586 € με «κλειδωμένο» αυτό το ύψος έως και το Γενάρη του 2017. Επίσης ο νόμος προβλέπει το 2013 ότι τυχόν αύξηση μετά το 2017 θα παίρνει υπόψη την κατάσταση της οικονομίας, την ανάπτυξη, την παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα κοκ.
  • Ο νόμος του 2ου μνημονίου προέβλεπε ότι το Γενάρη κάθε έτους (μετά το 2017) θα εκκινούσαν διαβουλεύσεις μεταξύ διαφόρων θεσμικών παραγόντων (Τράπεζα της Ελλάδας – δηλαδή ΕΚΤ, Στατιστική υπηρεσία, Υπουργός Οικονομίας, Υπουργός Εργασίας κ.α.) για τον καθορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού. Το αργότερο έως 31/05 ο Υπουργός Εργασίας εκδίδει την τελική απόφαση της κυβέρνησης.

Αν δε θέλουμε λοιπόν να βαφτίζουμε το κρέας ψάρι, η κυβέρνηση υλοποιεί, με καθυστέρηση δύο ετών, τη «λελογισμένη» αύξηση που προέβλεπε το δεύτερο μνημόνιο των Σαμαρά-Βενιζέλου. Το υλοποιεί βέβαια με τη γνωστή Συριζαίικη κουτοπονηριά. Αυτό που αλλάζει στο νόμο, δεν είναι η επιστροφή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ συνδικάτων-εργοδοτών, όπως ψευδά δηλώνει η κ. Αχτσιόγλου ως γνήσιο τέκνο μιας «σχολής» αντιμετώπισης της πολιτικής ως συνεχείς «επικοινωνιακές μάχες», αλλά είναι η τελική ημερομηνία έκδοσης της απόφασης-πάντα από τον Υπουργό Εργασίας. Καθώς οι πολιτικές εξελίξεις τρέχουν και υπάρχει πιθανότητα να έχουμε εκλογές πριν το καλοκαίρι, γιατί η κυβέρνηση που καμώνεται την προστάτιδα των φτωχών να μην έχει άλλο ένα όπλο στην επικοινωνιακή φαρέτρα της; Γιατί να μην εμφανίσει την ήδη αποφασισμένη (λελογισμένη πάντα), από το μνημόνιο Σαμαρά-Βενιζέλου, αύξηση του κατώτατου μισθού ως μια δική της «μάχη» υπέρ των φτωχών;

Με τις ευχές των δανειστών και του ΣΕΒ

Ποια μάχη όμως; Για μια «λελογισμένη» αύξηση του κατώτατου μισθού υπάρχει και η σύμφωνη  γνώμη των εργοδοτών και των δανειστών και του «σκληρού» ΔΝΤ. Ας αφήσουμε στην άκρη τη συμφωνία και της ΝΔ, καθώς στη μεταμνημονιακή Ελλάδα του σήμερα δεν έχει μεγάλη σημασία τι λέει το κάθε κόμμα, αρκεί να έχει το οκ των δανειστών-ιμπεριαληστών.

Το ΔΝΤ το καλοκαίρι δηλώνει τα εξής: “Οποιαδήποτε προσαρμογή των κατώτατων μισθών θα πρέπει να είναι συνετή και σύμφωνη με ό,τι έχει κατακτηθεί στο πεδίο της παραγωγικότητας, με στόχο τη διατήρηση της δυναμικής της ανάκαμψης της απασχόλησης και την αποφυγή κάθε μείωση  της ανταγωνιστικότητας”.

Ο ΣΕΒ στην τελευταία του έκθεση, πριν τη ΔΕΘ, σημειώνει με νόημα: Η παραγωγικότητα της εργασίας, μετά από τρία χρόνια μείωσης, έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής (+0,7% το α’ εξάμηνο του 2018), στηρίζοντας ονομαστικές αυξήσεις στους μισθούς άνω του 1% (ή +0,8% λαμβάνοντας υπόψιν τον πληθωρισμό) στο α’ εξάμηνο του 2018 (έναντι 0,1% το 2017 και μειώσεων τα προηγούμενα χρόνια)“.

Τι δηλώνουν λοιπόν οι υποτιθέμενοι σκληροί; Βεβαίως να γίνει αύξηση, αλλά αυτή να μη ξεφύγει από τα πλαίσια της ανάπτυξης και της αύξησης της παραγωγικότητας.

Σε πλέον φιλοκυβερνητικά πλαίσια, ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Κωνσταντίνος Κόλλιας, δήλωνε πριν λίγες μέρες:

“Είναι σημαντικό να προχωρήσουμε σε μια τέτοια αύξηση, αλλά για να είναι βιώσιμη πρέπει να δούμε πώς θα είναι βιώσιμες και οι επιχειρήσεις. Άρα, να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, ώστε αυτές να έχουν τη δυνατότητα να κρατήσουν τις θέσεις απασχόλησης και να τις αυξήσουν, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον κατώτατο και τον υποκατώτατο μισθό. Παράλληλα, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη και η μείωση των εργοδοτικών εισφορών”.

Στο ίδιο πλαίσιο – και πιο αριστερά ο Μίχαλος από την κυβέρνηση αφού ζητάει αύξηση στα 751 € σε δύο χρόνια – κινήθηκαν και οι τοποθετήσεις των Μίχαλου – Κορκίδη από τα Εμπορικά και Βιομηχανικά Επιμελητήρια. Δηλαδή επανέλαβαν αν δεν υπέβαλαν τα βασικά μέτρα ελαφρύνσεων που ανακοίνωσε ο Τσίπρας στη ΔΕΘ για το μεσαίο και μεγάλο κεφάλαιο.

Η επικοινωνιακή διαχείριση

Άρα δεν υπάρχει καμία μάχη υπέρ των φτωχών. Υπάρχει μια χυδαία προεκλογική επικοινωνιακή διαχείριση της ισχνής ανάπτυξης, που θα υπήρχε αντικειμενικά μετά από μια πρωτόγνωρη συσσωρευμένη ύφεση 8 ετών της τάξης του 29%! Και οι ίδιοι οι καπιταλιστές καταλαβαίνουν ότι με 25% ανεργία και χωρίς συμμετοχή των εργαζομένων -με μικρό μερίδιο- στην ανάπτυξη, αυτή έχει κοντά πόδια.

Το βασικό που έχουν πετύχει οι μνημονιακοί νόμοι εσωτερικής υποτίμησης είναι ότι αυτό το μερίδιο της πίτας για τους εργαζόμενους είναι απελπιστικά μικρότερο, σε σύγκριση με το 2009. Από το 2012 έχουν γίνει εκατομμύρια προσλήψεις εργαζομένων με βάση τους μνημονιακούς νόμους, που πέρα από το ύψος του κατώτατου μισθού διατηρούν παγωμένες και τις αυξήσεις ανά τριετία. Μισθοί της τάξης των 600 έως 800 ευρώ εάν πρόκειται για πτυχιούχους με παιδιά.

Για να μη μιλήσουμε για τις επιχειρησιακές ή κλαδικές συμβάσεις, για τις οποίες πάλι ψεύδεται η κ. Αχτσιόγλου καθώς η επαναφορά του καθεστώτος της βέλτιστης σύμβασης αφορά μόνο 70.000-80.000 εργαζόμενους, τις ατομικές συμβάσεις και όλο το αρχιπέλαγος της μνημονιακής απορρύθμισης που διαμορφώνουν νέους εργαζόμενους με 300 € και 400 €. Μισθοί πείνας και ανέχειας κυριολεκτικά. Αυτό το πλαίσιο το αφήνει άθικτο η κ. Αχτσιόγλου.

Δεν υποτιμούμε τις αυξήσεις 20-30 ευρώ. Ή αν καταργηθεί ο υποκατώτατος για τους κάτω των 25 ετών (όπως δεσμεύεται και η ΝΔ εξάλλου), θα έχουμε αυξήσεις της τάξης των 100 ευρώ για κάποιες χιλιάδες νέους εργαζόμενους. Ή αυξήσεις της τάξης των 40-50 ευρώ για εργαζόμενο με προϋπηρεσία, με παιδιά κοκ. Όμως δε μπορούμε παρά να υπενθυμίσουμε ότι στους ίδιους εργαζόμενους η αλλαγή στο όριο του αφορολόγητου το 2020 θα τους αφαιρέσει μεγαλύτερο ή και πολλαπλάσιο ποσό. Για να μη μιλήσουμε για όλο το υπόλοιπο πλαίσιο που κρατάει τους εργαζόμενους καθημερινά στα όρια της ανέχειας. Η σύνταξη του παππού και της γιαγιάς (σε πόσα σπίτια δε συμπληρώνουν αυτοί τους μισθούς των 600-70 ευρώ των παιδιών τους;) που ήδη έχει πετσοκοπεί με τις απανωτές μειώσεις αλλά και με το νέο τρόπο υπολογισμού του νόμου Κατρούγκαλου. Με το μνημονιακό δυσθεώρητο ΦΠΑ που «φορολογεί» το ίδιο τον πλούσιο με το φτωχό. Με τον ΕΝΦΙΑ.

Όχι δεν υπάρχει καμία διαδικασία, έστω αργή, έστω μετριοπαθής, έστω στα πλαίσια μιας σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης εργοδοτών-εργαζομένων, ανάκτησης εργασιακών δικαιωμάτων και αύξησης του μεριδίου της πίτας των εργαζομένων στο εθνικό εισόδημα και την (καπιταλιστική) ανάπτυξη.

Υπάρχει μια μικρή αύξηση στον κατώτατο μισθό που προβλεπόταν και από τους δανειστές και από το ΔΝΤ 5 χρόνια πριν. Ταυτόχρονα από την άλλη τσέπη, το μνημονιακό καθεστώς συνεχίζει και αφαιρεί τα ίδια και μεγαλύτερα ποσά από τους εργαζόμενους, μέσα από την αύξηση των φόρων και τη μείωση των συντάξεων.

Και υπάρχει και μια χυδαία επικοινωνιακή διαχείριση μιας κοινωνίας χωρίς ελπίδα, μιας μέσης συνείδησης μηδενικών προσδοκιών. Αυτήν την κοινωνία των μηδενικών προσδοκιών ο ΣΥΡΙΖΑ τη δημιούργησε με την πολιτική -ευχολόγιο που είχε έως το 2015 και μετά το 2015 με τον χυδαίο πολιτικό αμοραλισμό που επέδειξε. Η συνείδηση της κοινωνίας, η μέση συνείδηση των εργαζομένων «εκπαιδεύτηκε» από το ΣΥΡΙΖΑ να μην πιστεύει τίποτα, να μην περιμένει τίποτα, να μην αγωνίζεται για τίποτα. Δεν είναι τυχαία εξάλλου η κάμψη των αγώνων τα τελευταία 3 χρόνια. Αυτή τη μέση συνείδηση διαχειρίζεται επικοινωνιακά ο ΣΥΡΙΖΑ στα πλαίσια του διπολισμού ΝΔ/ΣΥΡΙΖΑ και δεξιάς/αντιδεξιάς, επανερχόμενος στην άλλοτε επάρατο πολιτική του μικρότερου κακού.

Για όσους βρέθηκαν στην Αριστερά κάποια στιγμή, ή πέρασαν από αυτήν, τα παραπάνω δεν αποτελούν λεπτομέρειες. Δεν μπορεί το όραμά τους να ήταν αυτή η «διαχείριση» της μετα-μνημονιακής κοινωνίας της φτώχειας.

Αν είναι έτσι, είχαν πάρει τη ζωή τους λάθος από παλιά. Από τότε που το Παπανδρεικό ή Σημιτικό ΠΑΣΟΚ ήταν όντως το μικρότερο κακό μπροστά στον Μητσοτάκη.

Γιατί αν η Αριστερά δεν μπορεί να αυξάνει τις προσδοκίες των εργαζομένων και της κοινωνίας, αν δε μπορεί να δίνει όραμα έξω από τα πλαίσια της διαχείρισης του μικρότερου κακού, δεν έχει και νόημα ύπαρξης.

Τι σημαίνει ανάληψη της ευθύνης κ. Τσίπρα;

Γιατί η τροπολογία για τον κατώτατο μισθό διαιωνίζει και δεν αναιρεί το μνημονιακό κεκτημένο

Το ερώτημα που τίθεται είναι πολύ απλό: Αν η τροπολογία για τον κατώτατο μισθό  που έφερε η κυβέρνηση στη βουλή στις 19 Σεπτεμβρίου ισοδυναμεί με αύξησή του, τότε γιατί σύσσωμο το μνημονιακό μπλοκ καταψήφισε την τροπολογία του ΚΚΕ που προέβλεπε την αύξηση του στα 751 ευρώ; Ο λόγος είναι απλός: η τροπολογία της κυβέρνησης δεν σημαίνει αυτόματη αύξηση του κατώτατου μισθού!

Για να καταλάβουμε τη νέα πολιτική απάτη του ΣΥΡΙΖΑ αξίζει να δούμε τι ακριβώς προβλέπει η τροπολογία που ήρθε να αλλάξει το περίφημο άρθρο 103 του νόμου 4172/2013 στα επουσιώδη και δευτερεύοντα σημεία του. Ο νόμος εκείνος που είχε ψηφιστεί από την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ προέβλεπε τα εξής:

Πρώτο, μια νέα διαδικασία διαμόρφωσης νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού όλης της χώρας που θα ενεργοποιούταν όχι πριν τις 1/1/2017. (παρ. 2). Ο χρονικός αυτός ορίζοντας γίνεται κατανοητός αν πάρουμε υπ’ όψη μας ότι ο νόμος συντάχθηκε και ψηφίσθηκε επί δεύτερου Μνημονίου.

Δεύτερο, ότι το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου θα καθορίζεται λαμβάνοντας υπ’ όψη τους εξής εννέα παράγοντες: Την κατάσταση της οικονομίας, τις προοπτικές ανάπτυξης από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού ανεργίας, των εισοδημάτων και των μισθών. (παρ. 3).

Τρίτο, ότι για τον ορισμό του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου διεξάγεται διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης (παρ. 4), η οποία συντονίζεται από τον πρόεδρο του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας, έναν εκπρόσωπο του υπουργείου Οικονομικών κι έναν ακόμη εκπρόσωπο του υπουργείου Εργασίας.  (παρ. 5) Στην επιτροπή συντονισμού της διαβούλευσης συμμετέχουν εκπρόσωποι της Τράπεζας της Ελλάδας, της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, κλπ, κλπ.

Τέταρτο, ο νόμος περιέγραφε με θαυμαστή ακρίβεια το χρονοδιάγραμμα, ορίζοντας για παράδειγμα  ότι η αποστολή έγγραφης πρόσκλησης από την επιτροπή συντονισμού της διαβούλευσης γίνεται εντός του τελευταίου δεκαημέρου του Φεβρουαρίου (5β, αα). Ότι η διαβίβαση του υπομνήματος και της τεκμηρίωσης κάθε διαβουλευόμενου προς τους λοιπούς εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων γίνεται το αργότερο μέχρι την 15η Απριλίου κάθε έτους (5β, γγ). Ότι, το σχέδιο του πορίσματος διαβούλευσης ολοκληρώνεται το αργότερο μέχρι την 31η Μαΐου κάθε έτους (5β, εε), κ.λπ, κ.λπ.

Πέμπτο και τελευταίο ότι ο υπουργός Εργασίας εκδίδει απόφαση καθορισμού του κατώτατου μισθού μετά από σύμφωνη γνώμη του υπουργικού συμβουλίου.

Ταφόπλακα στις διαπραγματεύσεις

Δε χρειάζεται κάποιος να είναι εργατολόγος ούτε να έχει μακρά συνδικαλιστική εμπειρία για να καταλάβει ότι αν ο νόμος που ψηφίστηκε όταν υπουργός Εργασίας ήταν ο Βρούτσης είναι βαθιά αντιδραστικός για έναν πολύ απλό λόγο: επειδή καταργεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και εκχωρεί το δικαίωμα καθορισμού του μισθού και του ημερομισθίου στον υπουργό, που θα αποφασίζει ελέω …ΣΕΒ. Αν επομένως η κυβέρνηση ήθελα να ανατρέψει το μνημονιακό κεκτημένο έπρεπε να επαναφέρει το καθεστώς της προμνημονιακής περιόδου, όταν οι λεγόμενοι κοινωνικοί εταίροι αποφάσιζαν στο πλαίσιο ελεύθερων διαπραγματεύσεων το ύψος του μισθού και των ημερομισθίου και ευρύτερα για τις εργασιακές σχέσεις. Συζητούσαν, συμφωνούσαν, διαφωνούσαν, παζάρευαν και κάπου στη μέση τα έβρισκαν. Αυτό συνέβαινε επί δεκαετίες!

Τι αλλάζει όμως η τροπολογία της Αχτσιόγλου; Από τα πέντε παραπάνω σημεία αλλάζει το τέταρτο, που αφορά τις ημερομηνίες ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία επανακαθορισμού και πιθανότατα αύξησης των αμοιβών από σήμερα! Τα υπόλοιπα μένουν απαράλλαχτα, κατά  παραγγελία όχι μόνο του προέδρου του ΣΕΒ, του Θ. Φέσσα αλλά και των θεσμών που στο πλαίσιο της πρώτης τους επίσκεψης με την οποία εγκαινίασαν την «επαυξημένη επιτήρηση» κατέστησαν σαφές ότι απορρίπτουν κάθε σκέψη επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων! Κι η κυβέρνηση υπάκουσε πειθήνια!

Προς επίρρωση, αναφέρει η τροπολογία στις τρεις  τελευταίες παραγράφους της τελευταίας, τρίτης στη σειρά σελίδας: «για την εκκίνηση της διαδικασίας εντός του 2018, με την προτεινόμενη διάταξη τίθενται ειδικά χρονοδιαγράμματα για την έναρξη και ολοκλήρωση της διαδικασίας, έτσι ώστε αυτή να ξεκινήσει εντός του τελευταίου δεκαημέρου του μηνός Σεπτεμβρίου του 2018 και να ολοκληρωθεί εντός του τελευταίου δεκαπενθημέρου του μηνός Ιανουαρίου 2019. Ακολουθεί δε κατά τα προβλεπόμενα στην περ. β’ της παρ. 7 του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 η έκδοση απόφασης του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης… με την οποία καθορίζονται ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο. Σημειώνεται ότι με τη προτεινόμενη διάταξη διατηρούνται όλα τα ενδιάμεσα στάδια της διαδικασίας του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 και προβλέπονται ισόχρονα διαστήματα διάρκειας κάθε επιμέρους σταδίου, δίχως να επέρχεται ουδεμία αλλαγή πέραν των ρητώς προβλεπομένων ημερομηνιών». Για να μη μείνει καμία αμφιβολία δε, ότι το μνημονιακό κεκτημένο της κατάργησης των διαπραγματεύσεων μένει ανέγγιχτο και θωρακίζεται μάλιστα, τελειώνει με τα εξής η τροπολογία: «Τέλος, διευκρινίζεται ότι η προτεινόμενη διάταξη αφορά στην εκκίνηση του μηχανισμού ειδικά και μόνο για το έτος 2018, ενώ από τα επόμενα έτη θα εφαρμόζονται κανονικά οι ημερομηνίες που τίθενται από το άρθρο 103 του ν. 4172/2013»!

Τούτου δοθέντος, το νέο τοπίο στις εργασιακές σχέσεις δεν ισοδυναμεί με αναίρεση των μνημονιακών κεκτημένων, αλλά με  θωράκισή και διαιώνισή τους! Γι’ αυτό και η τροπολογία της Αχτσιόγλου ψηφίσθηκε από ΝΔ και τα ξέφτια του ΠΑΣΟΚ, χωρίς καμία αντίρρηση…

Προαιρετική η συλλογική σύμβαση!

Έρχονται όμως και χειρότερα. Όπως κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει ο ΣΕΒ, στη νέα συλλογική σύμβαση θέλει να περιληφθεί το δικαίωμα κάθε επιχείρησης ή κλάδου να ζητάει εξαίρεση από τα συμφωνηθέντα, υπό την επίκληση οικονομικών ή άλλων λόγων. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει ποτέ ξανά στην Ελλάδα! Στην Αγγλία, αντίθετα, είναι καθεστώς. Εάν δε, περάσει θα αποτελεί τεράστια οπισθοδρόμηση γιατί κάθε απατεώνας βιομήχανος θα μπορεί να ζητάει εξαίρεση επικαλούμενος μείωση κερδών, άνοδο των επιτοκίων ή τη χασούρα του στο καζίνο! Για να κάνει μάλιστα το αίτημά του να φαίνεται πιο δικαιολογημένο θα μπορεί να το συνοδεύει κι από την συγκατάνευση των εργαζομένων του, που υπό το φόβο της απόλυσης θα ομονοούν για να μην εφαρμοστεί η συλλογική σύμβαση.

Τα παραπάνω δεδομένα θέτουν πρωτόγνωρα καθήκοντα για το εργατικό κίνημα καθώς (πλάι σε όλα τα αιτήματα της αύξησης των μισθών, της μείωσης των ωρών εργασίας κ.α.) θα πρέπει να προτάξει το αίτημα της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Δηλαδή, της ακύρωσης του νόμου Βρούτση και της τροπολογίας Αχτσιόγλου. Επίσης να διεκδικήσει το αυτονόητο: καθολική εφαρμογή του νόμου για τη συλλογική σύμβαση εργασίας, χωρίς καμία εξαίρεση, για όλους τους κλάδους, για όλες τις επιχειρήσεις, για όλους τους εργαζόμενους, για όλες τις περιφέρειες της Ελλάδας!

Όταν λέμε συλλογική σύμβαση, εννοούμε συλλογική σύμβαση…

Πηγή: ΚΟΜΜΟΝ