Άρθρα

Ευρωπαϊκό Συντονισμό για την έξοδο από την Ε.Ε.

Στις 26 Μάη ενάντια στην νεοφιλελεύθερη Ε.Ε.

Είναι προφανές, για ένα όλο και αυξανόμενο αριθμό πολιτών, πως η Ε.Ε., που γεννήθηκε στην πραγματικότητα ως πρόθεση του ΝΑΤΟ, είναι μια ολιγαρχική γεωπολιτική δομή, νεοφιλελεύθερη και αντιλαϊκή. Αν και πεθαίνει, παρ’ ότι έχει μεγαλώσει η ψαλίδα ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους και η  ανισότητα ανάμεσα στις διάφορες χώρες, παρ’ ότι έχει ωθήσει την Ελλάδα και άλλες χώρες του νότου στην καταστροφή, προκαλώντας ανεξόφλητα χρέη, οι κυρίαρχες ελίτ δεν λοξοδρομούν από το  ευρω-νεοφιλελεύθερο σχέδιο τους, τη μεταφορά και των τελευταίων απομειναριών πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας.

Οι ευρωεκλογές εξυπηρετούν τα σχέδια των κυρίαρχων ελίτ, που με την εκλογική τελετουργία, επιδιώκουν να δώσουν μια  επίφαση δημοκρατικής νομιμοποίησης στην ένωση, η οποία απεναντίας είναι ολιγαρχική και αντιλαϊκή. Επιπλέον, όπως είναι γνωστό, το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο είναι ένα όργανο μαριονέτα, στερημένο από πραγματικά αποφασιστικές δυνάμεις και ολοκληρωτικά υποταγμένο στο Συμβούλιο και στην κομισιόν στα οποία ηγεμονεύει η εμπορική Γερμανία.

Σ’ αυτό το πλαίσιο η κριτική απάντηση σ’ αυτές τις εκλογές μέσω της αποχής μπορεί να  βρει  μια αυξανόμενη υποστήριξη ανάμεσα στους πολίτες διάφορων χωρών της Ε.Ε. Αυτή η θέση θα υποστηριχθεί από πολιτικές δυνάμεις που  έχουν στο πρόγραμμα τους τον κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό  που θα ξεπερνά το καπιταλιστικό σύστημα σε μια προοπτική πατριωτική και διεθνιστική.

Παρ’ όλα αυτά η απόρριψη  της νεοφιλελεύθερης  Ε.Ε. επίσης, θα έχει και άλλες εκφράσεις και τρόπους. Είναι δυνατό να υπάρξουν χώρες στις οποίες, λόγω των ιδιαίτερων τοπικών συνθηκών, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να διακηρυχθεί το όχι στην Ε.Ε. και το ευρώ και η ανάγκη της ρήξης είναι η συμμετοχή στις εκλογές ψηφίζοντας εκείνους που θέλουν την έξοδο από Ε.Ε., ευρώ και ΝΑΤΟ.

Εφόσον  ο  Ευρωπαϊκός Συντονισμός για την έξοδο από την Ε.Ε , το ευρώ και το ΝΑΤΟ  διακηρύττει την κυριαρχία των λαών και των εθνών, αναγνωρίζει τις διαφορετικές καταστάσεις που υφίστανται σε κάθε χώρα και τις επιλογές που πραγματοποιούνται από τις  εθνικές πολιτικές οργανώσεις που παίρνουν μέρος σ’ αυτόν.

Η βρετανική περίπτωση είναι ιδιαίτερα εμφανής. Αυτό που περισσότερο φοβάται η ευρωπαϊκή ελίτ είναι μια μεγάλη πλειοψηφία της λίστας του Brexit.

H Ιταλία είναι άλλη περίπτωση όπου  για πρώτη φορά στην ιστορία της, εδώ και δύο χρόνια, δύο λαϊκίστικες δυνάμεις μετατράπηκαν σε  πλειοψηφία, χάρη  στην καμπάνια τους ενάντια στο ευρώ, βρίσκονται στην εξουσία. Η ευρωκρατική ελίτ έχει μετατρέψει τις εκλογές σε ένα δημοψήφισμα για να συντρίψει την κυβέρνηση και να αναγκάσει την Ιταλία να γονατίσει.

Οι οργανώσεις που συμμετέχουν στον Ευρωπαϊκό Συντονισμό για την έξοδο από την Ε.Ε., το ευρώ και το ΝΑΤΟ δουλεύουν ώστε η 26 του Μάη να αποτελέσει  μια ήττα για τις κυρίαρχες ελίτ  και το ευρω-νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που προκαλεί μια αυξανόμενη ανισότητα και προωθεί  την διάλυση των κοινωνικών κατακτήσεων, μέσω των ιδιωτικοποιήσεων στην υγεία, στην εκπαίδευση και στις συντάξεις. Θα ήταν μια νίκη για τις  δημοκρατικές διεκδικήσεις και για τις λαϊκές δυνάμεις  και αυτές που τάσσονται υπέρ της κυριαρχίας, μια νίκη που θα έδινε ώθηση στην πάλη για την απελευθέρωση των λαών και της εργατικής τάξης.

 

Ευρωπαϊκός Συντονισμός για την έξοδο από το Ευρώ, την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ.

14\5\2019

 

 

Ισπανική Βουλή

«Ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας», συνέντευξη του Diosdado Toledano González για την κατάσταση στην Ισπανία

Ενόψει των εκλογών στις 28 Απριλίου στην Ισπανία το antapocrisis πήρε την παρακάτω συνέντευξη από τον Diosdado Toledano González στο περιθώριο του αντιΕΕ Φόρουμ της Ρώμης στις 13-14 Απριλίου. Ο Diosdado Toledano González είναι εκπρόσωπος της πλατφόρμας «Έξω από το ευρώ» και της κίνησης «Σοσιαλισμός 21» στην Ισπανία. Μέλος του Podemos και του Catanuña en Comú και κοινωνικός ακτιβιστής.

Ποια είναι η πολιτική κατάσταση  σήμερα στην Ισπανία;

Τα αποτελέσματα της οικονομικής διεθνούς κρίσης  πάνω στην Ισπανία, στα πλαίσια της Ε.Ε. της οποίας οι μηχανισμοί άσκησαν κατ’ επανάληψη πίεση στις κυβερνήσεις της Ισπανίας, να εφαρμόσουν τις πολιτικές των περικοπών και της λιτότητας, να υποτιμήσουν τους μισθούς με στόχο να εγγυηθούν την επιστροφή του τεράστιου χρέους στις τράπεζες και στα γερμανικά και διεθνή ταμεία, προκάλεσαν μία  μεγάλη κοινωνική αναστάτωση  και απονομιμοποίησαν τους πολιτικούς θεσμούς στα μάτια μεγάλου τμήματος του πληθυσμού.

Η πρώτη έκφραση αυτής της αναστάτωσης  υπήρξε το ξέσπασμα του κινήματος των αγανακτισμένων στις 15 Μάη του 2011 και η εξάπλωσή του σ’ όλη την χώρα. Το κίνημα αυτό με τα συνθήματα «Δεν μας εκπροσωπούν» απευθυνόμενοι στους πολιτικούς, ή «Σοσιαλιστικό και Λαϊκό κόμμα είναι τα ίδια σκατά» αμφισβητώντας το δικομματικό καθεστώς που εναλλασσόταν  στην κυβέρνηση, είχε πλατιά υποστήριξη από τους πολίτες. Η κυβέρνηση Θαπατέρο συμφώνησε μια αντιμεταρρύθμιση των συντάξεων με τα συνδικάτα CCOO και UGT που επιμήκυνε την ηλικία συνταξιοδότησης στα 67 και τον Σεπτέμβριο του 2011 προώθησε με την στήριξη του Λαϊκού Κόμματος την τροποποίηση του άρθρου 135 του ισπανικού συντάγματος που εξασφαλίζει τους επιβεβλημένους από την Ε.Ε. στόχους της μείωσης του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, με κόστος σημαντικές κοινωνικές περικοπές και την καταπάτηση των συνταγματικά κατοχυρωμένων κοινωνικών  δικαιωμάτων στην υγεία, την εκπαίδευση και την κοινωνική πρόνοια.

Παρ’ όλα αυτά στις βουλευτικές εκλογές στα τέλη του 2011 θριάμβευσε με απόλυτη πλειοψηφία το λαϊκό κόμμα και το σοσιαλιστικό κόμμα καταποντίστηκε. Ήταν η κυβέρνηση Ραχόϊ  που πήρε σκληρά αντιλαϊκά μέτρα όπως η αντιμεταρρύθμιση  του 2012 που χτύπησε σημαντικά εργατικά δικαιώματα, που επέβαλε τον οργανικό νόμο για σταθερούς προϋπολογισμούς, εφαρμόζοντας το Σύμφωνο Σταθερότητας της Ε.Ε., που έφερε το νόμο «Μορντάθα» για να χτυπήσει δικαιώματα και ελευθερίες.

Στη διάρκεια αυτής της διακυβέρνησης ξεπηδούν νέα πολιτικά μορφώματα.

Εκείνη την περίοδο, η κοινωνική δυσαρέσκεια αυξάνεται και εκφράζεται με την μεγάλη κινητοποίηση των «πορειών για αξιοπρέπεια» με το σύνθημα «ψωμί, δουλειά, στέγη», όπου θα ενωθούν στη Μαδρίτη στις 22 του Μάη 2014 περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι! Στις ευρωεκλογές του ίδιου μήνα εισβάλουν νέα μορφώματα και κυρίως το podemos που συγκέντρωσε 1.200.000 ψήφους και 5 έδρες. Το όραμα που γεννήθηκε από το νέο μωβ μόρφωμα είχε ένα μεγάλο αποτέλεσμα στις βουλευτικές εκλογές του 2015 όπου μαζί με μορφώματα που επηρεάζει πήρε  5.000.000 και 69 έδρες.

Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης προκάλεσε εκλογές τον Ιούνη του 2016, όπου διευκολύνθηκε ο θρίαμβος του λαϊκού κόμματος, υπήρξε μια μικρή άνοδος της συμμαχίας Unidos  Podemos και εκ νέου ήττα των σοσιαλιστών κάτω από την αρχηγία του Πιέδρο Σάντσεθ εγκαινιάζοντας μια τεράστια εσωτερική κρίση που προσωρινά έληξε με την νίκη του παλιού μηχανισμού και την παραίτηση του Σάντσεθ τον Οκτώβρη του 2016. Παρόλα αυτά η εξέγερση της βάσης των σοσιαλιστών γύρω από τον Σάντσεθ που ανανεώνει και «κοκκινίζει» τον λόγο του, του επιτρέπει στο συνέδριο του κόμματος τον Ιούνιο του 2017, να ξαναπάρει τον έλεγχο του κόμματος.

Η κοινωνική δυσαρέσκεια επανέρχεται  αυτή τη φορά με πρωταγωνιστή το κίνημα των συνταξιούχων που κατακλύζει  δρόμους και πλατείες κάθε εβδομάδα, υπερασπιζόμενο την ανάκτηση της αγοραστικής δύναμης των συντάξεων και συμπίπτει με την  αυξανόμενη αγανάκτηση από τα σκάνδαλα της διαπλοκής που συγκλόνιζαν την κυβέρνηση του λαϊκού κόμματος. Η κορύφωση έρχεται με την πρόταση μομφής στο κοινοβούλιο, όπου ηττάται η κυβέρνηση Ραχόι και αναδεικνύεται πρωθυπουργός ο αναγεννημένος ο Σάντσεθ.

Πως εκτιμάτε την διακυβέρνηση Σάντσεθ;

Η νέα κυβέρνηση του Σάντσεθ προσπάθησε να επιμηκύνει την διακυβέρνησή της διαμέσου μιας προγραμματικής συμφωνίας με τους Podemos Unidos γύρω από τον προϋπολογισμό του 2019. Το περιεχόμενο αυτής της συμφωνίας αποτελεί μια κοινωνική στροφή σε σύγκριση με τις πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων.

Ανάμεσα στα μέτρα που περιείχε η συμφωνία ήταν η αύξηση του κατώτερου μισθού στα 900 ευρώ το μήνα, δηλαδή μια αύξηση του 22,3%. Αυτό το μέτρο πρόκειται να γίνει νομοθετική πράξη μέσα στο 2019.

Δύο γεγονότα συντομεύουν τη ζωή της κυβέρνησης:

A. Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ανδαλουσία τον Δεκέμβρη του 2018 με μια μεγάλη υποχώρηση σε ψήφους των σοσιαλιστών και του τοπικού Podemos Unidos [Adelante Andalucia], την αύξηση των Ciudadanos, και τη δυναμική εμφάνιση του ακροδεξιού Vox με 400.000 και 12 έδρες. Έτσι φτάνουμε σε τοπική κυβέρνηση Δεξιάς με την υποστήριξη του Vox.

B. H απόρριψη της διαπραγμάτευσης του γενικού κρατικού προϋπολογισμού του 2019 σαν συνέπεια της αρνητικής ψήφου από την μία της Δεξιάς και των Ciudadanos, από την άλλη των κομμάτων υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλονίας E.R.C. και Junts x Cataluna προκάλεσε πρόωρες εκλογές στις 28 του Απρίλη.

Βρίσκεστε σε προεκλογική περίοδο. Τι  πιστεύετε για αυτές τις εκλογές αλλά και για την παρουσία και το ρόλο των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς;

Τα εκλογικά σενάρια είναι ανοικτά. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σαφείς τάσεις. Άνοδο του Σοσιαλιστικού κόμματος και πρωτιά σε ψήφους και έδρες, πτώση του Λαϊκού κόμματος, άνοδος των Ciudadanos αλλά όχι όσο προέβλεπαν προηγούμενες δημοσκοπήσεις, σημαντική πτώση των Unidos Podemos και δυναμική εμφάνιση του Vox σε ψήφους και έδρες. Άλλο σοβαρό στοιχείο είναι το μεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων γύρω στο 40%. Το σενάριο της πλειοψηφίας των 3 δεξιών κομμάτων  δεν τους εξασφαλίζει πλειοψηφία και στην βουλή, καθώς ο εκλογικός νόμος ευνοεί τα μεγάλα κόμματα στις μικρές εκλογικές περιφέρειες και άρα τιμωρεί την πολυδιάσπαση. Το σενάριο κυβέρνησης των σοσιαλιστών θα εξαρτηθεί από τα ποσοστά των Unidos Podemos και άλλων σχηματισμών.

Ο σχηματισμός κυβέρνησης από τα 3 δεξιά κόμματα θα άνοιγε μια περίοδο αναστάτωσης με μεγάλους κοινωνικούς αγώνες, αλλά επίσης με μεγάλο κίνδυνο διάσπασης του λαού γύρω από περιφερειακές αντιπαραθέσεις όπως στην περίπτωση της Καταλονίας.

Η συγκρότηση μιας κυβέρνησης των σοσιαλιστών, στην προοπτική ενός νέου κύκλου ύφεσης, δεν εξασφαλίζει  την εκπλήρωση των υποσχέσεων για μια κοινωνική στροφή. Η ευθυγράμμιση του Πέδρο Σάντσεθ  με τους θεσμούς της Ε.Ε. οι αγαστές σχέσεις με τον Μακρόν και την Μέρκελ, η  δουλοπρέπεια απέναντι στον Τραμπ σχετικά με την αναγνώριση του σφετεριστή, πραξικοπηματία Γκουαϊδό στην Βενεζουέλα ορίζουν την πολιτική του.

Το εκλογικό αποτέλεσμα του Unidos Podemos και η διαχείριση του, το αν θα μπει δηλαδή στην κυβέρνηση ή το αν θα κάνει αντιπολίτευση, σε συνδυασμό με το στοίχημα της κινητοποίησης της κοινωνίας και της ενδυνάμωσης του λαϊκού παράγοντα, είτε θα ματαιώσει ελπίδες και ευκαιρίες, είτε θα ανοίξει μια προοπτική πιο πραγματική για την προετοιμασία της κοινωνικής αλλαγής στο μέλλον.

Πώς εκτιμάτε την εμφάνιση του νέου κόμματος της ακροδεξιάς; Ποια τα ακροατήρια που επηρεάζει;

Η εκτίναξη του Vox είναι φρούτο της απόπειρας των οικονομικών εξουσιών να ελέγξουν πολιτικά τις αυτονομιστικές συγκρούσεις, συγκεντρώνοντας την υπαρκτή δυσαρέσκεια σε μια ψήφο τιμωρίας της διαφθαρμένης δεξιάς που αντιπροσωπεύει το λαϊκό κόμμα και να πριμοδοτήσουν μια πολιτική ακραίου φιλελευθερισμού και συγκεντρωτισμού.

Ο ηγέτης του Vox για μεγάλο διάστημα ανατράφηκε στους κόλπους του Λαϊκού κόμματος. Η οικονομική πολιτική του Vox είναι ακραία φιλελεύθερη, υποστηρίζει την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και των συντάξεων, την μείωση των  φόρων των πλούσιων και στηρίζει  μέτρα ενάντια στα δικαιώματα της εργατικής τάξης ακόμα και τον περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας. Σαν μοντέλο κράτους υποστηρίζει τον συγκεντρωτισμό και την κατάργηση των αυτόνομων τοπικών κυβερνήσεων και της αυτονομίας των περιοχών. Η ιδεολογία του είναι αντιδραστική, εκτρέφει την ξενοφοβία και υπόσχεται την απέλαση των μεταναστών χωρίς χαρτιά. Πρόκειται για ένα αυταρχικό κόμμα υπέρ της καταστολής των δικαιωμάτων των πολιτών και προπαγανδίζει την απαγόρευση των αυτονομιστικών κομμάτων αλλά και των μαρξιστικών λενινιστικών οργανώσεων.

Το Vox μαζεύει ψήφους από τα πιο αντιδραστικά τμήματα της δεξιάς, ιδιοκτήτες γης, μικροαστούς, αλλά και λαϊκά στρώματα που αγνοούν το πραγματικό πρόγραμμα του και παρασύρονται από ένα  συναισθηματικό ισπανικό εθνικιστικό λόγο στην πιο καθυστερημένη του εκδοχή. Οι εκλογικές του προοπτικές είναι ο άγνωστος χ με δεδομένο αυτό που συνέβη στις τοπικές εκλογές στην Ανδαλουσία και το υψηλό ποσοστό των αναποφάσιστων.

Ποια η κατάσταση αυτή την περίοδο στην Καταλονία και στο αυτονομιστικό κίνημα;

Η καταλανική κοινωνία είναι βαθιά διχασμένη γύρω από το αυτονομιστικό ζήτημα.

Παρά το ότι οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ένα 48% υποστηρίζει την ανεξαρτησία και οι υπόλοιποι είναι αντίθετοι, όταν τίθεται το ερώτημα να επιλέξουν πώς πρέπει να συνεχίσει η αυτόνομη διακυβέρνηση, με ένα ομοσπονδιακό μοντέλο που να δίνει περισσότερες εξουσίες και έσοδα στην Καταλονία ή με ανεξαρτησία, οι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας μειώνονται στο ένα τρίτο των ερωτηθέντων. Ακόμα και το απόλυτα πλειοψηφικό ρεύμα στο «δικαίωμα στην απόφαση» που είχε φτάσει το 80%, τελευταία μειώθηκε κατά 20 μονάδες.

Αναμφίβολα, η μονόπλευρη κήρυξη της ανεξαρτησίας χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο συσχετισμός δυνάμεων και ο βαθμός κοινωνικής συναίνεσης σε Καταλονία, Ισπανία και Ε.Ε., διευκόλυνε την επιβολή του άρθρου 155, την καθαίρεση της τοπικής  αυτονομιστικής κυβέρνησης, την προσωρινή φυλάκιση των ηγετών της και την παραπομπή τους στο ανώτατο δικαστήριο για τα εγκλήματα της εξέγερσης, της ανυπακοής και της κατάχρησης δημόσιου χρήματος.

Παράλληλα, οι πολιτικές εντάσεις ανάμεσα στα κόμματα που είναι υπέρ της ανεξαρτησίας για να αποκτήσουν την πολιτική ηγεμονία και να διευθύνουν τις αντίστοιχες στρατηγικές και πορείες, αποθάρρυναν σαφώς τις προσδοκίες όσων στήριζαν την ανεξαρτησία, καθώς δεν υπάρχει μια λογική πολιτική λύση που να  τυγχάνει ευρείας αποδοχής.

Ποια η πρόβλεψη σας για τις εκλογές στην Καταλονία; Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος της Αριστεράς;

Οι δημοσκοπήσεις που διεξάγονται στην Καταλονία και αφορούν τις γενικές εκλογές δείχνουν πως: Το ERC ( Ρεπουμπλικανική Αριστερά) φαίνεται να αυξάνεται και να μετατρέπεται σε πρώτη πολιτική δύναμη σε έδρες και ψήφους, εις βάρος του Junts x Cataluna  που δείχνει να μειώνεται αισθητά. Οι σοσιαλιστές  αυξάνονται πολύ σε βάρος του Cataluna en Comu-Podem (Podemos) που φαίνεται να μειώνεται στο μισό της εκλογικής του δύναμης καθώς στις προηγούμενες γενικές εκλογές ήταν η πρώτη δύναμη. Οι Ciudadanos δεν φαίνεται να παίρνουν κάτι σημαντικό, το Λαϊκό κόμμα  χάνει λόγω διαρροών προς το VOX που είναι πιθανό στην επαρχία της Βαρκελώνης να φτάσει και 2-3 έδρες. Επίσης πολύ σημαντικό είναι το μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων.

Μία Αριστερά με ένα σχέδιο κοινωνικής αλλαγής, οφείλει να έχει σαν προτεραιότητα της την υπεράσπιση των κοινωνικών διεκδικήσεων και των συμφερόντων της εργατικής τάξης που περνά μέσα από την οικοδόμηση της ενότητάς της και όχι της διάσπασής της λόγω των τοπικών συγκρούσεων και την ευθυγράμμιση της με τα συμφέροντα της εθνικιστικής δεξιάς, τόσο της καταλανικής όσο και της ισπανικής.

Αυτό σημαίνει πως πρέπει να χτιστεί μια μεγάλη συμμαχία της εργατικής τάξης, της κοινωνικής πλειοψηφίας, στο σύνολο του ισπανικού κράτους που να επιτρέπει την απαραίτητη συγκέντρωση δυνάμεων για να υπάρξει ρήξη με την μοναρχία και η ανάπτυξη μιας διαδικασίας  που θα ανακηρύξει τη δημοκρατία και ένα σύνταγμα που θα εκφράζει την οικονομική και λαϊκή κυριαρχία, θα μας αποσυνδέσει από τις συμφωνίες της Ε.Ε. και από το ευρώ και έτσι θα εξασφαλίζει τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα. Το παραπάνω σύνταγμα θα πρέπει να ορίζει ένα μοντέλο ομοσπονδιακό και αλληλέγγυο στην Ισπανία και οφείλει να εξασφαλίζει το δικαίωμα των διαφορετικών λαών της Ισπανίας για αυτοδιάθεση. Τελικά, να προσφέρει μια εναλλακτική ελπιδοφόρα και ελκυστική για την συμβίωση των λαών της Ισπανίας, με ένα κοινό σχέδιο που θα δίνει εγγυήσεις.

Ποια είναι η κοινή γνώμη στην Ισπανία γύρω από το ζήτημα της Ε.Ε. την περίοδο της κρίσης; Έχει αλλάξει κάτι; Τι μέλλον θα μπορούσε να έχει ένα αντί-Ε.Ε. κίνημα στην Ισπανία και ποιος θα μπορούσε να είναι ο  ρόλος της Αριστεράς σ’ αυτό;

Η ισπανική κοινωνία έχει μετατοπιστεί από μια αρχική φιλόΕΕ θέση, σαν απάντηση στην μακρά περίοδο της φρανκικής δικτατορίας, σε έναν αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό, συνέπεια των πολιτικών των επιβαλλόμενων περικοπών και της λιτότητας από την Ε.Ε. στην υπηρεσία των ολιγαρχιών της Κεντρικής Ευρώπης, ιδιαίτερα της Γερμανίας. Η εικόνα του Eurogroup να επιβάλλει αυστηρά μέτρα στον ελληνικό λαό είχε ένα καταστρεπτικό  αποτέλεσμα και πέρα από την Ελλάδα, για τις  ελπίδες που είχαν εναποτεθεί στην Ε.Ε.

Αυτός ο ευρωσκεπτικισμός στην Ισπανία εκφράστηκε σε διάφορες δημοσκοπήσεις. Τον Ιούνιο του 2016, το Pew Research Center δημοσίευσε τα αποτελέσματα μιας έρευνας που έδειχνε ότι αρνητική γνώμη για την Ε.Ε. είχε το 49% του πληθυσμού της Ισπανίας, πίσω από Ελλάδα και Γαλλία. Το ευρωβαρόμετρο που δημοσιοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2018 επιβεβαίωνε πως ο ευρωσκεπτικισμός  είχε καταγραφεί στην Ισπανία με μια πτώση 6 μονάδων της θετικής γνώμης για την Ε.Ε.

Παρ’ όλα αυτά αυτός ο ευρωσκεπτικισμός δεν έχει πολιτική έκφραση μέχρι στιγμής. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ένα μέρος της κοινής γνώμης στην Ισπανία γύρω από το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ και την Ε.Ε. είναι πολιτικά ορφανό.

Η διεξαγωγή της διεθνούς συνάντησης στην Βαρκελώνη για την έξοδο από το ευρώ στις 10 και 11 Οκτώβρη  του 2015 έδωσε μία ώθηση στην δημιουργία ενός κινήματος άποψης και πρωτοβουλιών με στόχο την ανάκτηση της οικονομικής και λαϊκής κυριαρχίας, την έξοδο από το ευρώ και την αποδέσμευση από την Ε.Ε. με ένα πρόγραμμα συνεργασίας με τις χώρες της Ευρώπης με όρους ισότητας, δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.

Ανάμεσα στις πρωτοβουλίες που πάρθηκαν από την Πλατφόρμα για την Έξοδο από το Ευρώ, ξεχωρίζει η επιστολή που απευθυνόταν στο κοινοβούλιο και υπογράφονταν  πλατιά από διανοούμενους και προσωπικότητες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, με στόχο την ακύρωση του νόμου για δημοσιονομική σταθερότητα που ψηφίστηκε το 2012, που επέβαλλε ταβάνι στις δαπάνες διάφορων υπηρεσιών, δήμων και αυτόνομων κυβερνήσεων και την αποσύνδεση από το Σύμφωνο Σταθερότητας της Ε.Ε.

Αυτή η πρόταση διείσδυσε στην κοινωνία και διάφορες πολιτικές δυνάμεις την υιοθέτησαν σε διαφορετικά βέβαια επίπεδα και αποχρώσεις. Το εκλογικό πρόγραμμα των Podemos περιλαμβάνει στο σημείο 233 την πρόταση της κατάργησης του άρθρου 135 του ισπανικού συντάγματος και του νόμου της δημοσιονομικής σταθερότητας (συγκεκριμενοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας της Ε.Ε. στην Ισπανία), το βασκικό PNV σχεδιάζει την αναθεώρηση του ταβανιού δαπανών για τις υπηρεσίες κ.τ.λ. Η θέση επίσης για έξοδο από το ευρώ υιοθετήθηκε από το Κ. Κ. Ισπανίας στο τελευταίο του συνέδριο, επίσης από άτομα και τομείς εθνικιστικών οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς και σε προσωπικό επίπεδο από ακτιβιστές του Podemos, της Ενωμένης Αριστεράς και του αντικαπιταλιστικού ρεύματος.

Είμαστε πεισμένοι, μπροστά στο πανόραμα της εξελισσόμενης κρίσης, του σχεδίου  της Ε.Ε. και της προοπτικής ενός νέου κύκλου οικονομικής ύφεσης που θα εντείνει τις συσσωρευμένες αντιθέσεις και ανισορροπίες στην Ε.Ε., ότι το σχέδιο της ανάκτησης της λαϊκής και οικονομικής κυριαρχίας, το στοίχημα της εξόδου από το ευρώ και της αποδέσμευσης από τις άδικες συμφωνίες της Ε.Ε., θα προχωρήσει με ένα άτεγκτο τρόπο μέσα στο λαό μέχρι να γίνει πραγματικότητα.

Το ξεπέρασμα ενός καπιταλισμού απαρχαιωμένου και ολοένα και πιο επικίνδυνου, το σχέδιο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, απαιτούν, ως προϋπόθεση για να γίνουν εφικτά, την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας και των οικονομικών εργαλείων.

Τη συνέντευξη πήρε και μετέφρασε
για το antapocrisis.gr
ο Παντελής Κουτσιανάς.

Κίτρινα γιλέκα

Μια μεγάλη νίκη που φοβίζει

1.

Η κοινωνική έκρηξη που ταράζει τη Γαλλία και όλη την Ευρώπη έχει πολλαπλή σημασία. Αποτελεί αποτύπωση της στιγμής κατά την οποία τα στρώματα και οι τάξεις που τσακίζονται από την παγκοσμιοποίηση (και ειδικά την ευρωπαϊκή εκδοχή της) εξεγείρονται μαζικά και άγρια, έχοντας όμως πλατιά κοινωνική αποδοχή. Η μεγάλη κοινωνική συναίνεση προς τα Κίτρινα Γιλέκα, παρά την τρομακτική καταστολή και τον πόλεμο που δέχονται από κόμματα, ΜΜΕ, κυβέρνηση, σημαίνει ότι αντικειμενικά, ενώνονται πολλά και διαφορετικά στρώματα, τάξεις, κατηγορίες που ασφυκτιούν, απορρίπτονται, συμπιέζονται. Κεντρικό στοιχείο στη συγκεκριμένη εξέλιξη είναι το ταξικό (φόροι, εισοδήματα, μισθοί, ακρίβεια) αλλά και ευρύτερα αυτό της προσωπικής – κοινωνικής αξιοπρέπειας. Αυτό αποτελεί την υλική βάση της κοινωνικής έκρηξης που ζει η Γαλλία, και υπό άλλες συνθήκες θα ήταν μια σημαντική ευκαιρία για να υπάρξουν κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές.

2.

Τα Κίτρινα Γιλέκα δεν έχουν άμεση πολιτική εκπροσώπηση. Όχι επειδή κυριαρχεί το απολίτικο στοιχείο, αλλά επειδή τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη, έτσι όπως είναι διαμορφωμένα, αδυνατούν να εκφράσουν τα κοινωνικά κομμάτια που βλέπουν τη θέση τους να χειροτερεύει. Η Αριστερά προσπαθεί να στείλει το παιχνίδι στο Κοινοβούλιο και να πείσει ότι τα Κίτρινα Γιλέκα υιοθετούν τα αιτήματά της ώστε να κεφαλαιοποιήσει το κίνημα εκλογικά. Η Άκρα Δεξιά, αφού βολεύτηκε με τη συλλήβδην χρέωση των Κίτρινων Γιλέκων στο φασισμό και στη Λεπέν, έσπευσε, όταν τα πράγματα ζόρισαν, να αποστασιοποιηθεί από το κίνημα εκφράζοντας τον Νόμο και την Τάξη. Οι περισσότεροι ηγέτες των Κίτρινων Γιλέκων είναι βγαλμένοι από τις διαδικτυακές κοινωνικές πλατφόρμες αποδεικνύοντας όχι απλά τις δυνατότητες των κοινωνικών δικτύων, αλλά το τεράστιο κενό πολιτικής εκπροσώπησης. Το πολιτικό κενό ωστόσο δεν σημαίνει ότι το κίνημα δεν έχει χρώμα προοδευτικό και ριζοσπαστικό. Το χρώμα δεν προκύπτει ούτε από τις κόκκινες σημαίες, ούτε από τα αντικαπιταλιστικά συνθήματα, ούτε από τις αναφορές στον Μάη του 68 και στην πολυτάραχη πολιτική ιστορία της Γαλλίας, παρόλο που όλα αυτά μπορεί να είναι βοηθητικά. Το προοδευτικό χρώμα προκύπτει από την ίδια τη φύση της κινητοποίησης και τα συνθήματα – αιτήματα που ενώνουν μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Τα Κίτρινα Γιλέκα εκφράζουν αυτούς που γίνονται φτωχότεροι. Αυτό από μόνο του και αντικειμενικά, είναι θετικό. Είναι απαραίτητος όρος και αναγκαία συνθήκη.

3.

Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη κοινωνική έκρηξη στην Ευρώπη, μετά τις ελληνικές πλατείες των αρχών της κρίσης. Η ελληνική περίπτωση (και η αντίστοιχη ιταλική ή ισπανική εκείνης της περιόδου) εξέφρασε τις πρώτες αντιδράσεις στην ευρωπαϊκή εκδοχή της καπιταλιστικής κρίσης, που πήρε τη μορφή των μνημονίων. Υπήρχε ελπίδα και πολιτική κεφαλαιοποίηση, με την προσδοκία ότι μπορεί τα πράγματα να πάνε διαφορετικά. Στη σημερινή Γαλλία (και σε ενδιάμεσες εκλογικές ή δημοψηφισματικές αναμετρήσεις όπως το ιταλικό δημοψήφισμα ή το βρετανικό Brexit), επιβεβαιώνεται καθαρά ότι, παρά τις προσδοκίες επούλωσης των πληγών της ΕΕ, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βρίσκεται σε κρίση. Μετά τους ελληνικούς τριγμούς του 2015, η Ευρώπη διαχειρίστηκε πολιτικά την κατάσταση με αλλεπάλληλες νίκες του μπλοκ της κλασικής νεοφιλελεύθερης λιτότητας και των συμμάχων του. Παρόλα αυτά το κοινωνικό υπέδαφος βράζει. Τα Κίτρινα Γιλέκα αποτελούν μια οδυνηρή υπενθύμιση για αυτό. Η σημερινή Γαλλία, προστίθεται στην πολιτική αστάθεια της Γερμανίας, στην κυβερνητική κρίση της Μ. Βρετανίας, στην κόντρα της Ιταλικής κυβέρνησης με την Κομισιόν. Ο συνδυασμός μιας κοινωνίας που δεν ανέχεται άλλη υποτίμηση της ζωής της και μιας πολιτικής εκπροσώπησης που δεν μπορεί να διαχειριστεί τα πράγματα με τον ομαλό τρόπο που το επιθυμεί, θα μπορούσε να δημιουργήσει εκρηκτικές – σε βάθος – καταστάσεις. Επί του προκειμένου απλά επιβεβαιώνεται ότι το πολιτικό και κοινωνικό DNAτης Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αλλάζει και δεν μετασχηματίζεται.

4.

Η αντιμετώπιση των Κίτρινων Γιλέκων από την κυβέρνηση Μακρόν είναι εικόνα από το μέλλον μιας Ευρώπης που στη θεωρία και στην Πνύκα πουλάει διαφωτισμό και δημοκρατία, αλλά στην πράξη ασκεί αυταρχισμό. Οι πλαστικές σφαίρες, οι στρατιωτικού τύπου επιχειρήσεις και τα τεθωρακισμένα στους δρόμους δεν είναι απλά υπενθύμιση ότι και στο παρελθόν η παλιά καλή ευρωπαϊκή δημοκρατία συχνά πυκνά κατέφευγε στη δικτατορία και στο φασισμό. Είναι και προειδοποίηση ότι και σήμερα και στο μέλλον, ο ευρωπαϊκός πολιτικός πολιτισμός δεν θα διστάσει να καταφύγει στην ακραία αιματηρή βία, εφάμιλλη με αυτή των τριτοκοσμικών δικτατοριών, για να χτυπήσει τις κοινωνικές αντιδράσεις. Η πολυκομματικής προέλευσης στήριξη στον υπάλληλο των τραπεζών, Μακρόν, οι εξ αριστερών (όσο εξ αριστερών είναι) κριτικές στον λαϊκισμό, η υποχώρηση της Λεπέν από την έμμεση στήριξη στην κοινωνική έκρηξη, σημαίνει ότι διαμορφώνεται ένα ενιαίο μπλοκ από τη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά που δίνει ψήφο ανοχής στο τυπικό νεοφιλελεύθερο πολιτικό προσωπικό γιατί δεν μπορεί να φανταστεί τίποτα διαφορετικό.

5.

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω απο την Ευρώπη. Το φάντασμα της αναζήτησης εναλλακτικής λύσης σε αντίθεση με την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, την ευρωζωνική λιτότητα, τη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα, που είναι η απάντηση στην καπιταλιστική κρίση-χρεοκοπία. Το λαικό συλλογικό «ασυνείδητο» γνωρίζει τους εχθρούς του. Οι πλούσιοι, οι «ελίτ», οι αστοί και όλοι οι οργανισμοί και οι θεσμοί της παγκοσμιοποίησης βρίσκονται στο στόχαστρο. Η αναζήτηση μοιάζει να εγκλωβίζεται προσωρινά στα δύο χρεωκοπημένα συστήματα, του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και του πραγματικού καπιταλισμού. Η αναζήτηση κινείται σαν ένα εκκρεμές δεξιά και αριστερά. Ολοένα και περισσότερο υπερβαίνει τα συστημικά κόμματα, τα φθαρμένα πρόσωπα, τα ξεπερασμένα απο την ιστορία κόμματα. Το προς τα που θα καταλήξει αφορά τα «υποκείμενα» και τις «πρωτοπορίες». Σε αυτά τα κινήματα και τις αναζητήσεις ας μην ψάχνουμε οπωσδήποτε τις κόκκινες σημαίες.

6.

Έχουμε μια μεγάλη νίκη. Μια νίκη με πολλά και αισιόδοξα συμπεράσματα. Πρώτο συμπέρασμα είναι ότι οι από πάνω φοβούνται το επίμονο και μαζικό κίνημα των από κάτω και μπορεί να υποχωρήσουν. Η θεωρία του μονόδρομου ηττήθηκε. Υπάρχουν και διαφορετικοί δρόμοι, όπως αλλωστε και κόσμοι. Οι διεκδικήσεις που θρυμματίζουν την λιτότητα μπορεί να είναι εφικτές, αποτελεσματικές και νικηφόρες. Ένας αγώνας που γεννιέται για την τιμή του πετρελαίου, μετασχηματίζεται σε πολιτικό αγώνα («Μακρόν παραιτήσου»), χωρίς να έχει εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, χωρίς να φοβάται για το αύριο. Το τρίπτυχο διεκδικήσεις, λαικό πρόγραμμα ενάντια στην ευρωζωνική λιτότητα και λαικό κίνημα, μπορεί να επιβάλλει λύσεις ενάντια στην οποιαδήποτε κυβερνητική εξουσία. Η ένοχη και εκκωφαντική σιωπή του κόμματος και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι το μνημόνιο ήταν επιλογή τους και όχι βολικός μονόδρομος που αίρει τις αμαρτίες τους. Δείχνει επίσης ότι φοβούνται πως η επομένη περίοδος, αυτή των διεκδικητικών κινημάτων, θα τους προσπεράσει και θα τους ξεσκεπάσει ολοσχερώς. Αποδεικνύει ότι το δίλημμα ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ, είναι ψεύτικο γιατί ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι όμοια κόμματα, που υπηρετούν το ίδιο πλαίσιο, την ίδια πολιτική (όπως άλλωστε και ο Μακρόν). Ένα ακόμα σημαντικό συμπέρασμα είναι πως χρειαζόμαστε μια λαϊκή Αριστερά που να έχει και παλεύει μια γενική διεθνιστική γραμμή ενάντια στην ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, που να έχει και να παλεύει ενα λαικό πρόγραμμα ενάντια σε λιτότητα, φτώχεια και ανεργία, που να ανιχνεύει, οικοδομεί και αγωνίζεται κάθε μέρα σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις για έναν διαφορετικό κόσμο, τον κόσμο του κομμουνισμού.

7.

Τριάντα χρόνια πριν, ένας παλαίμαχος και μέχρι το τέλος κομμουνιστής, μιλώντας για το τι πρέπει να γίνει στην Αριστερά, είχε πει ότι πρέπει να «οικοδομήσουμε το κόμμα των φτωχών». Αυτή η βασική και απλή αλήθεια ξεχνιέται. Η Αριστερά, και ειδικά η κομμουνιστική Αριστερά μπορεί να υπάρξει μόνο ως έκφραση των φτωχών. Το ταξικό στοιχείο είναι αντικειμενικά το κυρίαρχο. Όχι με την απλοϊκή εκδοχή της αναμονής μιας καθαρής «εργατικής» κινητοποίησης με συνδικάτα και συνελεύσεις που παλεύει ενάντια στη «δική της» αστική τάξη. Στη Γαλλία έχουμε μεσαία στρώματα που συμπιέζονται, μικροαστοί που προλεταριοποιούνται, κάτοικοι της υπαίθρου που τσακίζονται από τους φόρους και την ακρίβεια και φυσικά το κλασικό εργατικό στοιχείο. Αυτά συνιστούν τη γεωγραφία των Κίτρινων Γιλέκων. Δυστυχώς, στην Ευρώπη, επί δεκαετίες οικοδομήθηκε μια Αριστερά που δεν ενδιαφέρεται να εκφράσει τα συμφέροντα των φτωχών. Δεν συγκροτείται πάνω στο ταξικό στοιχείο. Μπορεί να αερολογεί για τις τάξεις, αλλά στην πράξη ενδιαφέρεται και συγκροτείται πάνω στο ιδεολογικό και πολιτιστικό – ιστορικό φορτίο. Έχουμε μια Αριστερά των δικαιωμάτων, του διαφωτισμού, της αποδοχής της διαφορετικότητας, του αντι-εθνικισμού, της αποδοχής της διάλυσης του εθνικού κράτους χάριν των πολυεθνικών ολοκληρώσεων. Η κεντρική σημαία της Αριστεράς δεν ορίζεται από την τάξη και τις τάξεις που θέλει να εκφράσει. Αποτέλεσμα είναι η κοσμοπολίτικη εκδοχή της Αριστεράς να βλέπει λαϊκισμό, εθνικισμό και ολίγη από φασισμό στα Κίτρινα Γιλέκα και η υπόλοιπη να περιμένει να δει το πλαίσιο και τα αιτήματα για να αποφασίσει. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει χωνευτεί το γνωστό ρητό για την «καθαρή κοινωνική επανάσταση που δεν πρόκειται να τη δει ποτέ και κανένας». Ακόμη περισσότερο όμως, δεν έχει χωνευτεί ότι χρειαζόμαστε μια πολιτική έκφραση των κοινωνικών στρωμάτων που συμπιέζονται και όχι φληναφήματα, δίχως ουσία και πράξη, για την εργατική τάξη.

8.

Με τον ίδιο τρόπο που ένας Γάλλος θα έβλεπε την Ελλάδα πριν έξι χρόνια και θα σιχτίριζε ότι τίποτα δεν γίνεται εναντίον της λιτότητας και του νεοφιλελεύθερου ζουρλομανδύα στην Ευρώπη, σήμερα ένας Έλληνας σιχτιρίζει τα ελληνικά πράγματα θεωρώντας ότι ο ελληνικός λαός ηττήθηκε οριστικά και αμετάκλητα και θα έχουμε αυτή την κατάσταση μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Αν διδάσκει κάτι η Γαλλία είναι ότι η κατάσταση στην Αριστερά δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη δείκτη της κοινωνικής αναστάτωσης και το καζάνι μπορεί να σπάσει σε ανύποπτο χρόνο. Αυτό δεν σημαίνει άγνοια του προβλήματος, αδιαφορία για το μέγεθος και το εύρος των κινήσεων ανάταξης της κατάστασης, ή χαζοχαρούμενες τοποθετήσεις εκλογικού κρετινισμού. Σημαίνει όμως ότι ο πολιτικός γύψος δεν συνεπάγεται και κοινωνικό νεκροταφείο και ότι όσοι θέλουν να είναι χρήσιμοι πρέπει να είναι και έτοιμοι.

Κίτρινα γιλέκα

Η ευχάριστη έκπληξη: το πρόγραμμα των κίτρινων γιλέκων

Μέσα σε λίγες ώρες και μέσα από πολλά ντοκουμέντα, το κίνημα των κίτρινων γιλέκων ξεπέρασε πολλά στάδια. Επιβεβαίωσε τη ριζοσπαστική καινοτομία του τόσο στη σύνθεση και τη μορφή της κινητοποίησής του όσο και στο περιεχόμενο των διεκδικήσεών του. Διαβάζοντας τις διεκδικήσεις που λάβαμε, δεν απομένει τίποτα από το μύθο ενός κινήματος καθοδηγούμενου από την άκρα δεξιά. Στα ανά χείρας ντοκουμέντα δεν υπάρχει ίχνος από τις αντιμεταναστευτικές και αντικρατικές εμμονές της συνήθους ακροδεξιάς. Και τίποτα από οικολογική αδιαφορία που του είχαν προσάψει.

Ένας ολόκληρος κόσμος περιφρόνησης και επιφυλακτικότητας καταρρέει μπροστά σε αυτά τα ντοκουμέντα καθώς και μπροστά σε μια κινητοποίηση της οποίας η αντοχή, η επιμονή και το πρόγραμμα δίνουν ένα μάθημα σε όλους εκείνους που της δίνουν μαθήματα από μακριά και αφ’ υψηλού. Επί του παρόντος, το κίνημα έχει αποκτήσει μια ηγεμονία στη συναίνεση της κοινωνίας που μπορεί να διαπιστωθεί στις δημοσκοπήσεις για την υποστήριξη της δράσης του. Αυτό σηματοδοτεί μια πλήρη αποδόμηση του κυβερνητικού σχεδίου φθοράς του.

Αυτό διαπιστώσαμε την Τετάρτη το βράδυ, όταν λάβαμε μια πολύ ειδική επιστολή στην Εθνοσυνέλευση. Περιείχε το έγγραφο με τα αιτήματα των πολιτών που συμμετέχουν στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων. Η ανάγνωσή του δείχνει σε ποιο σημείο οι λαϊκές απαιτήσεις, που εκφράζονται στο κίνημα αυτό, υπερβαίνουν πλέον τη μείωση των φόρων στα καύσιμα. Βασικά, λειτούργησε σαν έναυσμα για πολύ ευρύτερες προσδοκίες. Δεύτερη παρατήρηση που μας αναστάτωσε: σχεδόν όλα τα αιτήματα ευθυγραμμίζονται με τις προτάσεις του προγράμματος «L’Avenir en commun» της Ανυπότακτης Γαλλίας[1].

Σαν υπενθύμιση, το πρόγραμμα αυτό διαμορφώθηκε πριν από την προεκλογική εκστρατεία του 2017 με βάση τις προτάσεις πολιτών που συγκεντρώθηκαν στην πλατφόρμα και τις πολυάριθμες ακροάσεις σωματείων και ενώσεων. Ενώσεις που στη συνέχεια ταξινόμησαν το πρόγραμμα μας ως το καλύτερο σε πολλούς τομείς. Το πρόγραμμα αυτό δεν ήταν επομένως μια συλλογή μέτρων που τα φαντάστηκαν κάποιοι τεχνοκράτες, όπως συμβαίνει στα παραδοσιακά κόμματα, αλλά το αποτέλεσμα μιας παραγωγής της ίδιας της κοινωνίας και υπήρξαμε οι εκφραστές του.

Έτσι εξηγώ αυτή την σχεδόν πλήρη ταύτιση με τον κατάλογο των διεκδικήσεων που υπέβαλαν τα κίτρινα γιλέκα. Πιστεύω επίσης ότι βρίσκουμε εδώ μια ηχώ της δικής μας προσπάθειας να πείσουμε κατά τη διάρκεια και μετά την εκστρατεία. Πρέπει να διαπιστώσουμε και μία άλλη σύμπτωση ακόμα πιο εμφανή. Δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι αυτά τα αιτήματα βρίσκονται μέσα σε ένα μεγάλο αριθμό τροπολογιών που κατέθεσαν οι βουλευτές της Ανυπότακτης Γαλλίας μετά την εκλογή τους. Τις αποσαφηνίσαμε μέσα από πολλές συζητήσεις. Ολόκληρη η Εθνοσυνέλευση είχε ήδη την ευκαιρία να τοποθετηθεί πάνω σ’ αυτές. Και όχι μόνο να συζητήσει αλλά και να ψηφίσει. Όλες απορρίφθηκαν συστηματικά από την υπάρχουσα πλειοψηφία. Θα δώσω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Σχετικά με τη φορολογική δικαιοσύνη, τα κίτρινα γιλέκα απαιτούν εκτός από την ακύρωση της αύξησης των φόρων κατανάλωσης καυσίμων, που εμείς καταψηφίσαμε, την «προοδευτικότητα του φορολόγησης με περισσότερες διαβαθμίσεις». Η τροποποίηση της Ανυπότακτης Γαλλίας για την καθιέρωση 14 διαβαθμίσεων για το φόρο εισοδήματος απορρίφθηκε στις 13 Οκτωβρίου, οι 2017. Τα κίτρινα γιλέκα,  σχετικά με τις επιχειρήσεις, απαιτούν «οι μεγάλοι (McDonalds, Google, Amazon, Carrefour) να πληρώνουν πολλά και οι μικροί (βιοτεχνίες, μικρές επιχειρήσεις) λίγα.» Είναι ακριβώς η τροπολογία της Ανυπότακτης Γαλλίας, που ζητούσε την προοδευτικότητα του φόρου των επιχειρήσεων με βάση το ύψος των κερδών τους. Απορρίφθηκε από την πλειοψηφία του Μακρόν στις 11 Οκτώβρη του 2018. Μεταξύ των αιτημάτων βρίσκεται επίσης η ακύρωση της εισφοράς στην πηγή: και αυτό προτάθηκε από την Ανυπότακτη Γαλλία κατά τη συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 2017. Δεν τέλειωσα ακόμα. Θα δώσω και άλλα παραδείγματα.

Όσον αφορά την κοινωνική δικαιοσύνη, τα κίτρινα γιλέκα διεκδικούν την «ευημερία για τους ηλικιωμένους». Προτείναμε, ανεπιτυχώς, τον Νοέμβριο του 2018, στο πλαίσιο του νομοσχεδίου χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης, μια συνεισφορά των μετόχων που θα χρηματοδοτούσε τις μαζικές προσλήψεις που έχουν ανάγκη τα EHPAD[2]. Το έγγραφό τους προωθεί επίσης την απαίτηση για περιορισμό των υπερβολικά ακριβών ενοικίων. Αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός μιας από τις τροπολογίες μας στο πλαίσιο του νόμου περί στέγασης που ψηφίστηκε  στην Εθνοσυνέλευση το Μάη του 2018.

Για να αλλάξουν το οικονομικό μοντέλο, τα κίτρινα γιλέκα προτείνουν την κατάργηση της CICE[3], την επανεθνικοποίηση των αυτοκινητοδρόμων, των αεροδρομίων και την απαγόρευση ιδιωτικοποίησης των φραγμάτων. Όλα αυτά είχαν υποστηριχθεί για άλλη μια φορά από τους ανυπότακτους βουλευτές στο πλαίσιο του προϋπολογισμού για το 2018. Υπάρχει επίσης η απαίτηση να σταματήσουμε «να πληρώνουμε τους τόκους του χρέους που είναι παράνομοι». Μια πρόταση λίγο πιο ριζοσπαστική από τη δική μας τροπολογία που συζητήθηκε στο τελευταίο οικονομικό νομοσχέδιο, η οποία ζητούσε τον επανέλεγχο του χρέους, προκειμένου ένα μέρος του να κηρυχθεί παράνομο. Η απαγόρευση της «αποσπασμένης εργασίας[4]», που επίσης διεκδικούν, σύντομα θα αποτελέσει αντικείμενο νομοσχεδίου που προσεχώς θα εισηγηθώ με τον Danièle Obono.

Όσον αφορά την απασχόληση, βρίσκουμε ισοδυναμία μεταξύ των διεκδικήσεων του ντοκουμέντου (των κίτρινων γιλέκων) και του κοινοβουλευτικού μας έργου. «Επιστροφή στο κανόνα του CDI[5]» ζητούν τα κίτρινα γιλέκα. Εμείς προτείναμε μέγιστες ποσοστώσεις για συμβάσεις ορισμένου χρόνου ανά επιχείρηση: 5% για τις μεγάλες επιχειρήσεις και 10% για τις μικρές. Απορρίφθηκε από τους βουλευτές του Μακρόν στις 21 Σεπτεμβρίου 2018. Στην ίδια συνεδρίαση, απορρίφθηκε και η τροπολογία μας για τον περιορισμό των μισθολογικών διαφορών από 1 μέχρι 20 στην ίδια εταιρεία. Τα κίτρινα γιλέκα, πιο φιλόδοξα, προτείνουν ένα μέγιστο μισθό στα 15.000 ευρώ το μήνα. Και αν δεν μπορούμε να ζητήσουμε την αύξηση του SMIC[6] στη Συνέλευση, δεδομένου ότι η απόφαση δεν ανήκει στη δικαιοδοσία του, σημειώστε ότι αυτή η πρόταση υπάρχει ήδη μέσα στο L’Avenir en commun για 1326 ευρώ καθαρά, σχεδόν ίδια με την πρόταση των κίτρινων γιλέκων για 1300 ευρώ.

Όσο αφορά την οικολογία, τα κίτρινο γιλέκα θα χαρούν να μάθουν ότι εκείνοι που τους δίνουν μαθήματα ηθικής, καταψήφισαν το νομοσχέδιο της Ανυπότακτης Γαλλίας που ήθελε να επιβάλει φόρο στις συναλλαγές που αφορούν ακίνητη περιουσία αξίας πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ για να χρηματοδοτηθεί η ανανέωση των θερμικών φίλτρων. Φυσικά, οι βουλευτές του Μακρόν αρνήθηκαν επίσης να ακυρώσουν τα φορολογικά προνόμια για τα καύσιμα των αεροσκαφών ή να σταματήσουν την κατασκευή τεράστιων εμπορικών κέντρων στα περίχωρα των πόλεων. Δύο προτάσεις που τις βρίσκουμε τόσο στις διεκδικήσεις των κίτρινων γιλέκων όσο και στα προτεινόμενα από τους ανυπότακτους βουλευτές νομοσχέδια.

Όσον αφορά τη μετανάστευση, είναι δύσκολο να διακρίνουμε επιρροή της άκρας δεξιάς σε αυτό το ντοκουμέντο (των κίτρινων γιλέκων). Βρίσκεται μέσα στις γενικές κατευθύνσεις που υπερασπίζεται η κοινοβουλευτική ομάδα της Ανυπότακτης Γαλλίας. Προτείνει, όπως εμείς «να αντιμετωπίζονται τα αίτια της αναγκαστικής μετανάστευσης». Ζητά «την ικανοποίηση όσων ζητούν άσυλο». Όπως το απαιτεί και η τροπολογία μας για τη δημιουργία κέντρων υποδοχής σε διεθνή πρότυπα, που την υπερασπιστήκαμε κατά τη συζήτηση για τον νόμο περί ασύλου και μετανάστευσης. Τέλος, τα κίτρινα γιλέκα θέλουν η πατρίδα μας να καταβάλει προσπάθειες για την ενσωμάτωση των νεοφερμένων. Ήταν και η δική μας ιδέα όταν ζητήσαμε, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον νόμο περί ασύλου και μετανάστευσης, τη δημιουργία ειδικών κοινωνιογλωσσικών εργαστηρίων.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης σχετικά με το λεγόμενο νόμο για την ηθικοποίηση της πολιτικής ζωής, που συζητήθηκε το καλοκαίρι του 2017, είχαμε προτείνει την κατάργηση των αδικαιολόγητων προνομίων για τους πρώην προέδρους της Δημοκρατίας. Ένα μέτρο ενάντια στην προεδρική μοναρχία που το ξαναβρίσκουμε στο ντοκουμέντο που μας έχει αποσταλεί (από τα κίτρινα γιλέκα). Κυρίως, τα κίτρινα γιλέκα επιμένουν σε ένα μέτρο ανάκτησης της εξουσίας του λαού: το δημοψήφισμα λαϊκής πρωτοβουλίας. Συμπεριλαμβανόταν στις εμβληματικές τροπολογίες μας κατά τη διάρκεια της συνταγματικής αναθεώρησης. Το είχαμε προτείνει σε εθνική και τοπική κλίμακα, για πρόταση νόμου, για κατάργηση νόμου ή για την ανάκληση ενός εκλεγμένου αντιπροσώπου. Όλα αυτά πετάχτηκαν από τους βουλευτές-ρομπότ, οι οποίοι εκείνη την εποχή σκέφτονταν μόνο να υιοθετήσουν γρήγορα-γρήγορα το σχέδιο του αρχηγού τους.

Δεν μπορώ να παραθέσω εδώ όλες τις ταυτίσεις επειδή είναι πάρα πολλές. Μπορείτε να τις βρείτε πιο εξαντλητικά στον ιστότοπο της Ανυπότακτης Γαλλίας. Αλλά αυτή η κατάσταση είναι για εμάς σαν ένα επιτυχημένο τεστ. Η θεωρία της επανάστασης των πολιτών είναι η μόνη που έχει προβλέψει γεγονότα του τύπου που ζούμε. Αναγγέλλει έναν νέο πρωταγωνιστή: το λαό. Τον ορίζει κοινωνικά ως εκείνους που πρέπει να αγωνιστούν για να έχουν πρόσβαση στα δίκτυα που κάνουν τη ζωή δυνατή και δικτυώνονται οι ίδιοι γι’ αυτό. Η θεωρία περιγράφει την ιδιαίτερη θέση της αυτο-οργάνωσης και της αυτονομίας των μαζικών λαϊκών κινημάτων στη φάση της επανάστασης των πολιτών.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, για εμάς, ο απόλυτος σεβασμός αυτής της αυτο-οργάνωσης και αυτής της αυτονομίας είναι η προϋπόθεση για να ριζώσει μαζικά. Θέλω να πω ότι οι διεκδικήσεις των κίτρινων γιλέκων δεν είναι «φαντεζί» ή «αδύνατο να ικανοποιηθούν», όπως μπορεί να διαβασει κάποιος σε μερικές εφημερίδες ή να ακούσει σε ορισμένα πάνελ. Η εφαρμογή αυτού του προγράμματος θα αποτελούσε μια τεράστια ώθηση για την αναζωογόνηση της οικονομικής δραστηριότητας και επομένως της απασχόλησης και του οικογενειακού εισοδήματος. Είμαστε σε θέση να το κάνουμε. Η επιθυμία τους να εξαλειφθεί μια σοβαρή εναλλακτική λύση εξηγεί τη μανία που βλέπουμε εναντίον μας. Δεν μπορούν να το πετύχουν στο σημερινό πλαίσιο της κοινωνικής κινητοποίησης. Η δυναμική των γεγονότων θα μειώσει ακόμη περισσότερο την βάση της ισχύος του «Μακρονισμού». Μπορεί επίσης να παράγει θεαματικές εναλλακτικές πολιτικές λύσεις. Παίρνουμε το προβάδισμα ανοίγοντας όλες τις διαδρομές εξόδου από την κορυφή που επιτρέπουν τη θετική έκβαση αυτής της κατάστασης.

Αυτό είναι το νόημα της πρότασης μομφής που καταθέτουμε μαζί με τους κομμουνιστές στο Κοινοβούλιο. Αλλά είναι επίσης το νόημα της πρότασης ότι οι αντιστάσεις συγκροτούνται από τις συνελεύσεις των πολιτών για να κάνουν τις παρατηρήσεις τους και να εκλέξουν τους δικούς τους αντιπροσώπους. Συνολικά, στα μάτια μου, πρόκειται για μια επανάσταση των πολιτών που έχει αρχίσει. Ψάχνει τον εαυτό της, γιατί είναι εντελώς καινούργια τόσο στη σύνθεση όσο στους στόχους και τις μεθόδους της. Αλλά αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι όλες οι αναλύσεις που θέλουν να την αντιμετωπίσουν με τα παλιά κριτήρια δεν μπορούν παρά να συντριβούν πάνω σε μια πραγματικότητα της οποίας οι εξελίξεις θα τους διαφεύγουν συνεχώς.

Πηγή: melenchon.fr

Μετάφραση: Γιώργος Τριβιζάκης

[1] Το κίνημα του Μελανσόν

[2] Δημόσια κοινωνική δομή που περιλαμβάνει ΚΑΠΗ, γηροκομεία, και νοσηλευτήρια υπερηλίκων.

[3] Φορολογικό προνόμιο επιχειρήσεων που καθιερώθηκε «για την ενίσχυση της απασχόλησης».

[4] Θεσμός της ΕΕ που επιτρέπει την απόσπαση εργαζομένου από χώρα της ΕΕ σε άλλη χώρα-μέλος, για ορισμένο χρόνο και με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εργαζομένων στη χώρα υποδοχής.

[5] Σύμβαση απεριορίστου χρόνου.

[6] Κατώτατος μισθός.

Ιταλία

Μια θύελλα εκκολάπτεται στην Ευρώπη: Η Ιταλία και τα δημόσια οικονομικά της βρίσκονται στο κέντρο της

Η Ρώμη ετοιμάζεται για μια χαλάρωση στις δημοσιονομικές πολιτικές της – κάτι που είναι ακριβώς αυτό που έχει ανάγκη η Ιταλία αυτήν την στιγμή, και ακριβώς το αντίθετο από αυτό που οι Βρυξέλες και οι κερδοσκόποι των χρηματιστηρίων, περιμένουν και απαιτούν.

Οι Βρυξέλες απαιτούν μια “δημοσιονομική εξυγίανση”. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ρώμη θα μειώσει το έλλειμα της – την ετήσια διαφορά ανάμεσα στις δαπάνες και την φορολογία – έτσι ώστε να ξεκινήσει να ξεπληρώνει το τεράστιο δημόσιο χρέος της, το οποίο ανέρχεται στο 131% του ΑΕΠ, οριακά το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη μετά το Ελληνικό χρέος.

Η κυβέρνηση της Λέγκας και των Πέντε Αστέρων, έχει θέσει ως στόχο το έλλειμα της χώρας για τον επόμενο χρόνο να φτάσει το 2,4% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ο αριθμός αυτός βρίσκεται αρκετά χαμηλά σε σχέση με το όριο του 3% που έχει θέσει η ΕΕ, ταυτόχρονα όμως, πολύ ψηλότερα από τον στόχο του 1,8% ετησίως, παραβιάζοντας τους κανόνες της ΕΕ, οι οποίοι καλούν για σταθερή μείωση του δημόσιου ελλείματος σε υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία, μέχρι να επέλθει ένας ισορροπημένος προϋπολογισμός.

Το σχέδιο της Ρώμης περιλαμβάνει μια αναστροφή της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης, κάτι που είχε θεσπιστεί το 2011, από την προηγούμενη κυβέρνηση του Κόμματος των Δημοκρατικών. Αυτή είναι μια προοδευτική κίνηση και οικονομικά λογική, καθώς θα αναγκάσει τους εργοδότες να προσλάβουν περισσότερους νέους εργαζόμενους νωρίτερα, εξυπηρετώντας την μείωση του 31% της νεανικής ανεργίας.

Ο προϋπολογισμός αυτός περιλαμβάνει επίσης ένα είδος “μισθού του πολίτη” που θα αφορά κυρίως τους νέους άνεργους, που τώρα βασίζονται στην οικογένεια τους για οικονομική υποστήριξη. Ο αρχηγός των Πέντε Αστέρων, Luigi Di Maio, έχει προτείνει  το ποσό των 780 ευρώ το μήνα για την “εξάλειψη της φτώχιας”. Φαίνεται βεβαίως υπερβολικό ποσό, όμως κάθε προσπάθεια να μειωθούν οι αριθμοί όσων ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας (οι οποίοι έχουν φτάσει τα 5,1 εκατομμύρια ή το 8,4% του πληθυσμού) κι έχουν τριπλασιαστεί τα τελευταία 10 χρόνια, θα πρέπει να θεωρηθεί καλοδεχούμενη.

Ο διάβολος θα φανεί πάντως στις λεπτομέρειες, που προς το παρόν δεν είναι αρκετές. Δυστυχώς δεν διαφαίνεται ο συγκεκριμένος «μισθός» να προσομοιάζει σε ένα «βασικό εισόδημα» που θα καταβάλλεται από την πολιτεία, ανεξαρτήτως από το ατομικό εισόδημα, τα έσοδα και την επαγγελματική κατάσταση του κάθε πολίτη. Για αυτό από μερικούς θεωρείται ως απάντηση στην “γενιά των μηδενικών ωρών»[i]. Αντιθέτως θα συνδεθεί με την υποχρέωση για εργασία: οι αποδέκτες του συγκεκριμένου επιδόματος, με εξαίρεση τους συνταξιούχους, θα υποχρεώνονται σε 8ώρη κοινωφελή εργασία την εβδομάδα, έτσι ώστε να αποδείξουν ότι αναζητούν εργασία, και να δεχτούν μια από τις πρώτες τρεις προσφορές εργασίας που θα δεχθούν. Αυτά ισχυρίζεται ο Di Maio.

Οι αριστεροί ψηφοφόροι – που άλλαξαν την ψήφο τους στις τελευταίες εκλογές από το κατ’ όνομα κεντροαριστερό αλλά στην πράξη νεοφιλελεύθερο Κόμμα των Δημοκρατικών, στο Κόμμα των Πέντε Αστέρων- αλλά και πολλοί νέοι ψηφοφόροι στήριξαν αυτή την ιδέα του βασικού μισθού. Πλέον όμως υπάρχουν φόβοι ότι στην πράξη θα είναι το ίδιο με το περίφημο πακέτο μεταρρυθμίσεων του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, Hertz IV. Ακριβώς όπως περιγράφτηκε από την αμερικανική εφημερίδα The Nation ως “υποχρεωτική υπηρεσία επισφαλούς απασχόλησης”, οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις διεύρυναν μαζικά τους χαμηλόμισθους στη Γερμανία και οδήγησαν σε ακόμη χειρότερους μισθούς καθώς οι εργοδότες εκμεταλλεύονταν μια άφθονη προσφορά εργασίας.

Περίπου 2 δισεκατομμύρια ευρώ από τα 10 δισεκατομμύρια που προορίζονται για το συγκεκριμένο σχέδιο στον ιταλικό προϋπολογισμό θα επενδυθούν στα γνωστά αναποτελεσματικά Κέντρα Απασχόλησης της χώρας ώστε να βοηθήσουν στην υλοποίηση αυτού του σχεδίου. Οι περισσότεροι που θα λάβουν τον “μισθό του πολίτη” αναμένεται να είναι στο mezzogiorno (στη νότια περιοχή της Ιταλίας), όπου η φτώχεια και η ανεργία των νέων είναι υψηλότερες και όπου το κόμμα του Di Maio συγκέντρωσε μεγάλο ποσοστό ψήφων και το κόμμα αναδείχθηκε ως η μεγαλύτερη δύναμη στις γενικές εκλογές του Μαΐου.

Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση του τρόπου εργασίας δεν είναι μόνο το γεγονός ότι προσανατολίζεται να χτυπήσει την φτώχεια στο νότο. Είναι επίσης ότι συμπεραίνει πως το κύριο πρόβλημα της Ιταλίας είναι η προσφορά εργασίας. Δεν είναι. Στην Ιταλία χρειάζονται εργαζόμενοι με περισσότερες δεξιότητες αλλά όχι Mac Jobbers (εργαζόμενοι που αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα δουλειές και τομείς). Αυτοί, καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της αγοράς εργασίας, χάρη στους νόμους «Hire and Fire» (Προσέλαβε και Απέλυσε) που ψηφίστηκαν το 2014 από το Δημοκρατικό Κόμμα του Matteo Renzi.

Το ζήτημα κλειδί είναι η ζήτηση, όπως ισχύει εδώ και δύο δεκαετίες, κατόπιν των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και των ιδιωτικοποιήσεων σε χώρες ώστε να ενταχθούν και στη συνέχεια να παραμείνουν στον αυστηρό κλοιό της Ευρωζώνης. Αυτό οδήγησε σε μια απότομη πτώση των ασφαλών και σχετικά καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με μια γενικευμένη συμπίεση των μισθών, που οδήγησε τους απλούς Ιταλούς να δαπανούν λιγότερο σήμερα από ό,τι πριν από επτά χρόνια, και παρόλα αυτά εξακολουθούν να δαπανούν περισσότερα από όσα κερδίζουν. Εντούτοις, η μεταφορά κρατικού χρήματος στις τσέπες των πολιτών, για πρώτη φορά μπορεί να ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση, ειδικά εάν σχεδιάζει ο De Maio να την παράσχει μέσω μιας «ηλεκτρονικής κάρτας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα ιταλικά καταστήματα». Αλλά θα είναι πιθανώς, ένα μέτρο ανεπαρκές και βραχύβιο. Ο μεγάλος κίνδυνος θα είναι οι μισθοί που σε όλο το εύρος τους, θα καταστέλλουν περαιτέρω την εγχώρια ζήτηση, όπως έγινε στη Γερμανία, φτιάχνοντας και στην Ιταλία έναν ζητιάνο εργαζόμενο, αντιπροσωπευτικό του μοντέλου εργασίας που προάγει το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της Ευρώπης.

Τα υπόλοιπα μέτρα του προϋπολογισμού περιλαμβάνουν έναν ενιαίο φόρο και μια ακόμη φορολογική “αμνηστία” σε μια χώρα της οποίας το κρατικό ταμείο χάνει περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από φοροαποφυγές, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις. Οι νικητές αυτών των πολιτικών θα είναι οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι. Δεν θα δαπανήσουν τα επιπλέον χρήματα για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, αλλά θα κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί.

Αυτό που χρειάζεται η Ιταλία – και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις επενδύουν σε θέσεις εργασίας – είναι το είδος της κρατικής ανάπτυξης και των μεγάλων δημόσιων δαπανών που εγκαταλείφθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 από διαδοχικές κυβερνήσεις των κεντροαριστερών και των δεξιών. Αλλά οι Salvini και Di Maio, οι αναπληρωτές πρωθυπουργοί, ιδεολογικά δεν δίνουν βαρύτητα στο δημόσιο τομέα. Υπάρχουν ελάχιστα ποσά στον προϋπολογισμό για τα κρατικά σχολεία και νοσοκομεία. Τα σχέδια ιδιωτικοποίησης της προηγούμενης κυβέρνησης παραμένουν αμετάβλητα. Όπως και οι υποσχέσεις προς ΗΠΑ και ΝΑΤΟ για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος για τα βομβαρδιστικά F-35, το οποίο με το εκπληκτικό κόστος των 14 δισεκατομμυρίων ευρώ συν 35 δισεκατομμύρια σε υλικοτεχνική υποστήριξη και άλλα έξοδα για τα επόμενα 30 χρόνια, θα δημιουργήσει μόνο 1.500 θέσεις εργασίας στην Ιταλία. Πράγμα αντίθετο με τις υποσχέσεις του κινήματος των Πέντε Αστέρων, ότι θα μείωνε τις στρατιωτικές δαπάνες, όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση και έκανε προεκλογικές καμπάνιες.

Σε τελική ανάλυση, η Ρώμη προγραμματίζει να δαπανήσει πολλά χρήματα που στην καλύτερη περίπτωση θα ενισχύσουν βραχυπρόθεσμα, μια οικονομία που τώρα είναι ζωντανή – νεκρή. Άλλωστε ποιος μπορεί να τα βάλει με την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ και τον Πρόεδρο της ΕΕ Ζαν Κλοντ Γιούνκερ;

Και ποιος, ειλικρινά, δεν θα ήθελε να τους δει να προπηλακίζουν τον Σαλβίνι; Είναι άλλωστε αυτό που θέλει να εμποδίσει τους πρόσφυγες που δραπετεύουν από τον πόλεμο, την πείνα και τη δυστυχία, στο να φτάσουν στις ιταλικές ακτές. Είναι αυτός που ζητά να τους εκτοπίζει ή να κάνει τον βίο αβίωτο για τους μετανάστες που ήδη ζουν στην Ιταλία, κλείνοντας τις επιχειρήσεις τους, αρνούμενος να εξασφαλίσει στα παιδιά τους τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Το πρόβλημα για την Kομισιόν είναι ότι στην πορεία προς τις Ευρωεκλογές τον Μάιο του 2019, είναι έξυπνη πολιτική κίνηση για τους Salvini και Di Maio (ο πρώτος ευρωσκεπτικιστής επί χρόνια, ο δεύτερος ηγέτης ενός κόμματος με ισχυρό ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα) να στήσουν ένα θέατρο με τις Βρυξέλλες. Και αυτό το παιχνίδι της μπλόφας θα συνεχίζεται στην Ιταλία για το επόμενο διάστημα.

 

[i] Η γενιά των μηδενικών ωρών ή τα συμβόλαια των μηδενικών ορών αφορούν εργασίες που πληρώνονται ανά ώρα και στις οποίες δεν προβλέπεται από τον εργοδότη ένας ελάχιστος αριθμός ωρών απασχόλησης.

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: Σοφία Χάντερ

Η αντιπαράθεση Ιταλίας – ΕΕ, η Aριστερά και η άνοδος της ακροδεξιάς

H νέα κυβέρνηση της Ιταλίας

Η κυβέρνηση της Ιταλίας προέκυψε την 1η Ιουνίου του 2018 με Πρωθυπουργό τον Ιταλό νομικό Τζουζέπε Κόντε. Οι εκλογές είχαν διενεργηθεί 3 μήνες νωρίτερα τον Μάρτιο του 2018 και ανέδειξαν μεγάλους νικητές το κίνημα 5 αστέρων που ίδρυσε ο Ιταλός κωμικό Μπέμπε Γκρίλο το 2009 και συγκέντρωσε 32% και την Λίγκα του Βορρά που συμμετέχοντας σε συνασπισμό της δεξιάς συγκέντρωσε μόνη της 18%. Παρά την συμφωνία των δύο κομμάτων ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας αρνήθηκε τον σχηματισμό κυβέρνησης καταγγέλλοντας τον Σαβόνα που προτάθηκε για υπουργός οικονομικών ως ευρωσκεπτικιστή που θα ανατίναζε την πορεία της Ιταλίας στην Ευρωζώνη.

Πριν τις εκλογές του Μαρτίου του 2018, όπου οι επικριτές τις ΕΕ συγκέντρωσαν μαζί περί του 60% των ψήφων και η Σοσιαλδημοκρατία συρρικνώθηκε σε ποσοστά μικρότερα του 20%, είχαν προηγηθεί το δημοψήφισμα στην Ελλάδα και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, το Brexit του 2016, το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας το 2017 και φυσικά το δημοψήφισμα που διενέργησε ο Ρέντσι το 2016 και στο οποίο εισέπραξε μία ηχηρή σφαλιάρα που οδήγησε στην παραίτηση του και στην διενέργεια εκλογών. Η σφαλιάρα όμως αυτή (60% ΟΧΙ) με αφορμή την συνταγματική αναθεώρηση έφτασε μέχρι το διευθυντήριο των Βρυξελλών και της Φραγκφούρτης και ουσιαστικά ήταν καταδίκη των πολιτικών που επέβαλε η ΕΕ στην Ιταλία τα χρόνια της κρίσης.

Η Ιταλία που τώρα ταπεινώνεται από την ΕΕ με αφορμή το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατέθεσε η κυβέρνηση της για το 2019 δεν είναι αμελητέα οικονομική δύναμη, δεν είναι μια περιφερειακή χώρα όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία. Μιλάμε για την 4η μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ και την 8η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, μέλος του G20 και του ΝΑΤΟ με παραδοσιακά πολύ ισχυρή βιομηχανία και μεγάλη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού στα εργοστάσια του Βορρά. Η περιοχή της Λομβαρδίας (Μιλάνο- Τορίνο) είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική ζώνη της Ευρώπης και η FIAT της οικογένειας Ανιέλι απασχολούσε στα εργοστάσια της στο Τορίνο 100.000 εργαζόμενους. Τα στοιχεία δίνονται για να δειχθεί ότι μιλάμε για μία χώρα με πολύ μεγάλη οικονομική βάση που παρά την ανισομετρία βιομηχανικού Βορρά- υποβαθμισμένου και γεωργικού Νότου διατηρούσε ένα καλό επίπεδο για τους εργαζόμενους.

Η είσοδος στο ενιαίο νόμισμα και το προχώρημα της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία 20 χρόνια άφησε «ριγμένη» την ανεπτυγμένη αστική τάξη της χώρας, η οποία μετακύλησε την κρίση στους εργαζόμενους. Η ανεργία διπλασιάστηκε από το 2007 και σήμερα είναι 11% και 28% στους νέους, η βιομηχανική παραγωγή έπεσε 25% το χρέος αυξήθηκε 30% σε 8 χρόνια σαν αποτέλεσμα της κρίσης των επιτοκίων δανεισμού την περίοδο 2011-2013 όπου ενώ όλοι πληρώναμε σε ευρώ οι χώρες του Νότου (που δεν ήταν σε μνημόνια) δανείζονταν με απαγορευτικά υψηλά επιτόκια ενώ η Γερμανία με αρνητικά. Παρότι η κρίση της Ιταλίας δεν ήταν κρίση χρέους όπως η ελληνική, οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν με περικοπές παροχών σε παιδεία, σε υγεία και σε ασφάλιση οδήγησαν και στην αύξηση του χρέους (σήμερα 2η στην ΕΕ μετά την Ελλάδα) και σε πτώση του ΑΕΠ. Στην Ιταλία σήμερα 5 εκατ. άνθρωποι είναι κάτω από το όριο της φτώχιας. Η ένταξη σε ένα ενιαίο νόμισμα χωρίς όμως ενιαία κρατική δομή δημιούργησε τεράστιες ανισομετρίες.

Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι το πεδίο της οικονομίας και της κοινωνίας που οικοδομεί δημιουργεί το εύφορο έδαφος που πάνω του φυτρώνουν οι ιδέες της αμφισβήτησης αυτού που το γεννάει. Παιδιά αυτής της πραγματικότητας είναι το κίνημα 5 αστέρων που ιδρύθηκε το 2009 και το 2018 αναδείχθηκε πρώτο κόμμα. Η Λίγκα του Βορρά παρότι πιο έμπειρη πολιτικά είναι ένα αποσχιστικό κόμμα της αστικής τάξης που σε αυτήν την συγκυρία κατάφερε να ξεφύγει από την σκιά του Μπερλουσκόνι και αξιοποιώντας και το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ιταλίας (600.000 μετανάστες το 2018) έδωσε «εύκολες» απαντήσεις στα αίτια της κρίσης. Ο ευρωσκεπτικισμός και η αντιπαράθεση με την ΕΕ εκφράζεται πολιτικά από μία συμμαχία ενός «απολιτίκ» μορφώματος με ακροδεξιούς με σφραγίδα, που όμως είχαν μια αφήγηση για το κεντρικό πρόβλημα της Ιταλίας. Την υποβάθμιση της στα πλαίσια της Ε.Ε., υποβάθμιση που στο λαό γινόταν κατανοητή μέσα από την επιβαλλόμενη λιτότητα και τη διαχείριση του μεταναστευτικού που αντιμετωπίζει την Ιταλία (και την Ελλάδα) ως αποθήκη ψυχών της Ε.Ε. Αντίθετα, η σοσιαλδημοκρατία είναι σφιχτά δεμένη στο άρμα των Βρυξελλών ενώ η παλιά άρχουσα τάξη (Μπερλουσκονισμός) αδυνατεί να προσφέρει απαντήσεις και να ξεπλύνει τα αμαρτήματα του παρελθόντος.

H αντιπαράθεση με την ΕΕ

Ο προϋπολογισμός που κατέθεσε η Ιταλική κυβέρνηση απορρίφθηκε γιατί προέβλεπε ελλείμματα 2.5%, με την κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι βάζει πρώτα την επιστροφή στην ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών και μετά την μείωση του ελλείμματος, εξαγγέλλοντας επίδομα στήριξης για τους πιο φτωχούς. Τα ελλείμματα όμως απαγορεύονται στην υπό γερμανική κυριαρχία ζώνη του Ευρώ και ο προϋπολογισμός επεστράφη ως απαράδεκτος για διορθώσεις. Το ιερατείο των Βρυξελών (Ντράγκι, Γιούνκερ, Σόλτς, Μοσκοβισί) συνέστησε προσοχή και συμμόρφωση με τα συμφωνηθέντα και απείλησε ότι θα καταψηφίσει.

Από την άλλη, ο Nigel Farage βασικός υποστηρικτής του Brexit έσπευσε να στηρίξει το κίνημα 5 αστέρων και τον Ντι Μάιο ενώ η Μαρίν Λεπέν συναντήθηκε με τον Σαλβίνι (ηγέτη της Λίγκας και υπ. Εσωτερικών) και εξήγγειλαν ούτε λίγο ούτε πολύ «ένα μέτωπο που θα αγωνίζεται εναντίον της ΕΕ υπέρ της Ευρώπης» χωρίς όμως να εκθέτουν ένα εναλλακτικό σχέδιο.

Δημιουργείται ένα «μαύρο μέτωπο» που επιλέγει να επενδύσει πολιτικά και να συμπορευτεί με τους ριγμένους της παγκοσμιοποίησης: αστικές τάξεις χωρών που θίγονται από το ευρώ και την υπό γερμανική ηγεμονία ΕΕ, μεσαία τάξη που φτωχοποιείται, φτωχά στρώματα που μπορούν να στραφούν ενάντια στους μετανάστες. Η κόντρα στην παγκοσμιοποίηση περιέχει και εθνικιστικά- ξενοφοβικά συνθήματα (Τραμπ: τείχος στο Μεξικό, Σαλβίνι: κανένα πλοίο στην Ιταλία, δεν περισυλλέγουμε μετανάστες από την θάλασσα) όμως η πυρήνας της είναι η ανάταξη- ανάταση των εθνικών οικονομιών. Άρα ένα σχέδιο που περιλαμβάνει: δασμούς σε ξένα προϊόντα, ελλείμματα για να τροφοδοτηθεί ανάπτυξη, υποτίμηση νομίσματος για αύξηση των εξαγωγών και ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι για τον έλεγχο νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών.

Στην παρούσα φάση το μέτωπο αυτό δεν έχει εναλλακτική απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Η Λεπέν και ο Σαλβίνι δεν θέτουν θέμα εξόδου από το ευρώ και την Ε.Ε., ούτε η ιταλική κυβέρνηση έχει σχέδιο Β για σύγκρουση με το σύμφωνο σταθερότητας και επιστροφή στη λιρέτα. Οι παλινωδίες στο Brexit ή το ότι η ιταλική κυβέρνηση επιδιώκει να τα βρει με την Ε.Ε. για τον προϋπολογισμό, είναι δείκτης της ποιότητας και του βάθους αυτής της αμφισβήτησης. Υπάρχει διαπραγμάτευση κάθε αστικής τάξης για τον τρόπο ένταξης της στην παγκοσμιοποίηση, υπάρχει ένα δούναι και λαβείν. Ισχύει ότι μπορεί αυτή η αστάθεια να δημιουργήσει όρους πραγματικής ρήξης με το υπάρχον παγκόσμιο σύστημα, όμως οι από το 2010 μαζικές αμφισβητήσεις από τη Β. Αφρική, έως την Ισπανία και την Ελλάδα, την Καταλονία και την Βρετανία και τώρα την Ιταλία υπογραμμίζουν το βασικό πρόβλημα της εποχής. Πρέπει να συγκροτηθούν οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να θέσουν στρατηγική και τακτική για τη ρήξη με τη παγκοσμιοποίηση, με το σημερινό παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα δηλαδή για να είμαστε συγκεκριμένοι. Και οι δυνάμεις αυτές είναι αυτές που έχουν ή θα όφειλαν να έχουν αναφορά στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους, δηλαδή η αριστερά. Οι συμμαχίες πρέπει να αφορούν συνολικά τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης και οι παρούσες αντιπαραθέσεις μας αφορούν. Όμως πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε παντού ρήξεις και ευκαιρίες χωρίς να υπάρχουν τα υποκείμενα της ρήξης που θα μετατρέψουν μια ασταθή κατάσταση σε ευκαιρία.

Όσο δε συγκροτούνται αυτές οι δυνάμεις, το «μαύρο μέτωπο» θα αναπτύσσεται και μια τέτοια εξέλιξη θα έχουμε και στις επερχόμενες ευρωεκλογές, όπως φαίνεται. Το αν η ανάπτυξη του σημαίνει περαιτέρω διαλυτικές καταστάσεις πχ για την Ε.Ε., η μια νέα ισορροπία ισχύος δεν το ξέρουμε. Φαίνεται όμως ότι υπάρχει κοινή στάση του «μαύρου μετώπου» και του λεγόμενου «αντιλαϊκιστικού» στο βασικό δόγμα, το νεοφιλελευθερισμό, για την οικονομία και την κοινωνία.

H  Αριστερά

Σε μια οικονομία που ολοκληρώνεται, σε ένα σύστημα που ενοποιείται και οι εθνικές συγκροτήσεις (κράτη) φαίνεται να ξεθωριάζουν θα υπάρχουν νικητές και χαμένοι. Θα υπάρχουν στιγμές έντασης και κρίσης, θα υπάρχουν και στιγμές «ασταθούς» ισορροπίας δυνάμεων. Παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις θα εξατμίζονται ενώ άλλες θα δημιουργούνται. Πολιτικές ισορροπίες δεκαετιών θα ανατρέπονται σε ορίζοντα μηνών. Οι ρυθμοί με τους οποίους τρέχουν οι εξελίξεις, αναδεικνύονται ευκαιρίες και προκύπτουν τα κρίσιμα καθήκοντα, διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Σε αυτές τις εποχές τις κρίσης όμως η μάχη δίνεται με πολύ χειρότερους όρους από την πλευρά του υποκειμενικού παράγοντα. Υπάρχει ένας μεγάλος «απών»: Η αριστερά, οι κομμουνιστές και τα πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα τους. Αυτό το δεδομένο ορίζει το πλαίσιο, θέτει τα όρια τις διεκδίκησης, της ανατροπής, της «νίκης». Εγκλωβίζει την σκέψη σε «αυτό που μπορεί να γίνει» και όχι σε «αυτό που χρειάζεται να γίνει».

Η περιθωριοποίηση και η οργανωτική εξαφάνιση της Αριστεράς στην Ευρώπη δεν είναι όμως φυσικό φαινόμενο. Έχει εξηγήσεις και οι απολογισμοί πρέπει να γίνουν. Ορισμένα ερωτήματα είναι όμως αμείλικτα:

Γιατί δεν συνδέθηκε η λαϊκή αμφισβήτηση στην ΕΕ και στο ευρώ με αριστερά αντανακλαστικά αλλά η δεξιά και ακροδεξιά πολιτική κυριάρχησε;

-Γιατί ενώ οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές σε Ελλάδα και Ευρώπη για την αφήγηση της Αριστεράς, οι εκτιμήσεις της επιβεβαιώθηκαν και τα παραδοσιακά κόμματα συρρικνώθηκαν, οι δυνάμεις της Αριστεράς συρρικνώθηκαν ακόμα πιο πολύ;

-Ποιο είναι το εύρος των πολιτικών συμμαχιών που χρειάζεται να γίνουν από την Αριστερά ενάντια στην ΕΕ; Η ηγεμονία εντός των μετώπων είναι προαπαιτούμενο η επίδικο;

Η κρίση που σάρωσε τις πολιτικές ισορροπίες στο νότο της Ευρώπης από το 2010 υπήρξε αντικειμενικά μια επικίνδυνη ευκαιρία για την Αριστερά. Η Αριστερά όμως δεν συνδέθηκε με την αμφισβήτηση, είτε λόγω οργανωτικής αδυναμίας (αυτό όμως δεν αποτελεί συγχωροχάρτι) είτε λόγω ιδεολογικής πρόσδεσης στο άρμα του ευρωκομμουνισμού (περίπτωση Ιταλικής αριστεράς, PCI, Επανίδρυση, ιταλοποίηση κλπ. και γαλλικής αριστεράς), είτε λόγω φόβου να στηριχτεί στις δυνάμεις του λαού (τέτοια και η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ, δημοψήφισμα 2015). Τα δε τμήματα της που αναφέρονται στην επανάσταση και την ανατροπή δεν κατάφεραν να έχουν ούτε καν στοιχειώδη κοινή λογική παρέμβασης, αλλά αναχώρησαν από τον πολιτικό αγώνα.

Μπορεί η αριστερά να εκφράσει το αντι – ΕΕ αίτημα και την αντι – ΕΕ πολιτική με λαϊκό τρόπο, κόντρα στο λαϊκισμό της ακροδεξιάς; Πρακτικά και θεωρητικά η απάντηση πρέπει να είναι θετική. Όμως ήδη έχει αργήσει να δοθεί, ήδη κατασπαταλήθηκε το μεγάλο ρεύμα των προσδοκιών που ανέβασε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ήδη τα σημεία αναξιοπιστίας και φθοράς της υπαρκτής αριστεράς είναι αρκετά. Παρόλα αυτά η απάντηση του παραπάνω ερωτήματος ακόμα και στις μέρες μας θα αποβεί καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, την επιβίωση – αξιοπρέπεια των λαϊκών στρωμάτων, την εθνική ανεξαρτησία χωρών, την πολιτική επιβίωση της ίδιας της Αριστεράς. Μέχρι στιγμής δε δίνει τέτοια δείγματα γραφής. Στην πλειοψηφία, η ευρωπαϊκή αριστερά είναι βουτηγμένη στον μεταρρυθμιστισμό, στην αποδοχή του γερμανικής ΕΕ, στην προσπάθεια «αλλαγής της ΕΕ από τα μέσα», με επιτυχίες ανάλογες με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Η αντι – ευρωπαϊκή αριστερά δεν έχει σηκώσει το γάντι απέναντι στην ΕΕ. Αρνείται ή αδυνατεί να παρέμβει με τρόπο καθοριστικό στις εξελίξεις. Πέρα από τις διατυπώσεις, από το 2010 και μετά θα έπρεπε να οικοδομεί μέτωπο ενάντια στην ΕΕ – μέτωπο διεξόδου από την κρίση. Αυτό το μέτωπο θα συρρίκνωνε και τις εθνικιστικές λαϊκίστικες δυνάμεις που σήμερα αναπτύσσονται σε χώρες της ΕΕ και θα δημιουργούσε καλύτερους όρους για τις δυνάμεις της εργασίας. Ο συσχετισμός που δημιουργείται μέσα από μεταβατικές διεκδικήσεις και αγώνες αντικαπιταλιστικού και αντιμπεριαλιστικού χαρακτήρα και αναδεικνύει σαν κεντρικούς στόχους την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, φέρνει πιο κοντά και στρατηγικούς στόχους μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης και εξουσίας. Τα τελευταία χρόνια η Αριστερά θα μπορούσε να έχει επενδύσει στα 3 ΟΧΙ, ελληνικό, βρετανικό, ιταλικό και να πάρει προωθητικές αντι – ΕΕ πρωτοβουλίες. Αν η αριστερά αυτή είχε φιλοδοξίες, ανταγωνιστική προς το σύστημα λογική, πίστη στη δύναμη του λαού και στον εαυτό της, θα αξιοποιούσε τη σημαντική αυτή «στιγμή», για να ανοίξει μια συνολική αντιπαράθεση με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ΕΕ, που μόνο δεινά προοιωνίζεται για το λαό.

Ένας τέτοιος πολιτικός λόγος και στάση από την αριστερά, ή έστω από τμήμα της, θα μπορούσε να έχει σημαντικά αποτελέσματα σε συνθήκες που ο λαός αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης. Σε τέτοιες στιγμές τα ιδεολογήματα δεκαετιών είναι δυνατό να καταρρεύσουν, στο βαθμό που προβάλλει μια πειστική πολιτική πρόταση διεξόδου. Ένα στέρεο ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο απέναντι στην ΕΕ, που θα έχει υλικά αποτελέσματα και θα συγκροτεί κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, είναι αναγκαίος όρος για την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία, για τη διέξοδο από την κρίση, την επιβίωση του λαού.

Σήμερα χρειάζεται και απολογισμός και δράση ταυτόχρονα για την ανασύνθεση και τη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής δύναμης στην αριστερά. Το πρόβλημα αφορά και την Ελλάδα, αλλά ξεπερνά τα σύνορα της.

Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ήταν ένα χτύπημα, πανευρωπαϊκά, σε μια ελπίδα ότι η αριστερά μπορεί να πρωταγωνιστήσει σε έναν εναλλακτικό δρόμο λαϊκής κυριαρχίας και σύγκρουσης με την Ε.Ε.. Σήμερα είμαστε πιο πίσω. Η αριστερά σε Ελλάδα και Ευρώπη πολιτικά είναι σε ανυποληψία και οργανωτικά σε συρρίκνωση, ενώ η ενδυνάμωση του ακροδεξιού λαϊκισμού στήνει ένα δίπολο «λαϊκιστές» και εθνικιστές- δημοκράτες και οπαδοί της παγκοσμιοποίησης. Το δίπολο αυτό δε θα είναι ακριβώς το δίπολο δεξιάς – σοσιαλδημοκρατίας του παρελθόντος καθώς το επίδικο του έθνους κράτους και της λαϊκής κυριαρχίας θα είναι κεντρικό, ενώ στα λεγόμενα κοινωνικά θέματα η ατζέντα θα πηγαίνει όλο και πιο δεξιά-αντιδραστικά. Στο δίπολο αυτό οι δυνάμεις της αριστεράς θα πρέπει να αντισταθούν και να συγκροτηθούν σε ανεξαρτησία και από τους δύο πόλους. Ούτε αντι-ακροδεξιά μέτωπα ούτε σκέτα αντι-ΕΕ αλλά φιλονεοφιλελεύθερα μέτωπα. Αυτός είναι ο πρώτος όρος πολιτικά για μια  αριστερά σήμερα που θα θέλει να αρχίσει ξανά από την αρχή.

Εκλογές στη Βαυαρία

Για τις εκλογές στη Βαυαρία

Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών του κρατιδίου της Βαυαρίας θεωρήθηκε από πολλούς ιστορικό. Στην πραγματικότητα αποτελεί ένα ακόμα επεισόδιο μιας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης που ταλανίζει τη χώρα από το ξέσπασμα της κρίσης της ευρωζώνης το 2010 και, κυρίως, της προσφυγική κρίση το 2015. Αν και ψήγματά μιας επικείμενης πολιτικής κρίσης ήταν ήδη ορατά, οι εθνικές εκλογές του περασμένου φθινοπώρου ξεδίπλωσαν γεγονότα και έφεραν στο προσκήνιο τα πολιτικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η χώρα: τη ραγδαία άνοδο της ακροδεξιάς και την κοινωνική πόλωση, την κρίση των παραδοσιακών κομμάτων με τη διάλυση της σοσιαλδημοκρατίας και την εσωκομματική αναταραχή των χριστιανοδημοκρατών, την αδυναμία εξεύρεσης κυβερνητικών λύσεων και τις συνεχείς προστριβές στο κυβερνητικό στρατόπεδο αλλά και την άνοδο κινημάτων και της ριζοσπαστικοποίησης και πολιτικής ενεργοποίησης ενός κομματιού της κοινωνίας.

Εάν και στο οικονομικό πεδίο η Γερμανία επωφελήθηκε τα μέγιστα από την κρίση της ευρωζώνης, στο πολιτικό δεν βγαίνει αλώβητη. Μέχρι σήμερα η ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός που σχηματίστηκε με μεγάλη δυσκολία ένα χρόνο σχεδόν πριν, δεν έχει καταφέρει να πείσει. Είναι διάχυτη η αίσθηση της ακυβερνησίας, είναι εμφανείς η αδυναμία του κυβερνητικού στρατοπέδου να ασκήσει το έργο του, είναι κατάφορες οι αντιθέσεις μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων. Η Μέρκελ δεν μπορεί άλλο, ο Ζεεχόφερ είναι πολύ δεξιός για να γίνει αποδεκτός, η Νάλες δεν τραβάει, τα πολιτικά στρατόπεδα που εκπροσωπούν δεν μπορούν να βρουν κοινούς βηματισμούς. Και ενώ το πολιτικό αντικατοπτρίζει υπαρκτές αντιθέσεις του αστικού στρατοπέδου, υποβόσκει μια γενικότερη κοινωνική δυσαρέσκεια και ταυτόχρονα μια σημαντική κοινωνική πόλωση που εντείνεται από το γενικότερο κλίμα και ασκεί εκ νέου πιέσεις ουσιαστικά σε το πολιτικό φάσμα. Μέχρι τώρα οι πιέσεις αυτές έχουν οδηγήσει σε μια σημαντική πολιτική μετακίνηση προς στα δεξιά. Το τελευταίο διάστημα όμως βγαίνει στο προσκήνιο ένα κομμάτι κόσμου που αντιδρά μαζικά στη δεξιά στροφή της κοινωνίας και της πολιτικής. Νέα μαζικά κινήματα εμφανίζονται στις μεγάλες πόλεις, νέες συζητήσεις ανοίγουν αναπόφευκτα στην αριστερά που θέτουν ζητήματα-ταμπού για την γερμανική αριστερή πολιτικοποίηση – όπως το ζήτημα της ΕΕ και της Ευρώπη, του ιμπεριαλισμού και της θέσης της Γερμανίας κλπ – ενώ νέα μορφώματα οργανώνονται δειλά, επιχειρώντας να διεμβολίσουν, να πιέσουν από τα αριστερά αλλά και να πολιτικοποιήσουν και να ενώσουν. Κυριαρχούν βέβαια ακόμα τα επιμέρους ζητήματα και η εύκολη πολιτικοποίηση και λείπει ένα πολιτικό υποκείμενο που να μπορεί να συγκεντρώσει την κατάσταση. Έτσι η αντίδραση μέχρι στιγμής διοχετεύεται σε ασφαλή για το σύστημα κανάλια, σε συνθηματική πολιτική και εύκολη ψήφο.

Γεγονός είναι ότι οι οικονομικές αντιθέσεις που ξεδιπλώθηκαν ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της κρίσης της ευρωζώνης, προκάλεσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε πολιτικό επίπεδο, μεταφέροντας γρήγορα την κρίση από το οικονομικό και στο πολιτικό. Η αστική τάξη δεν βγαίνει από την κρίση αυτή ούτε αλώβητη ούτε ενιαία και αδιαίρετη. Βασικά, γιατί δεν βγαίνει από την κρίση. Το αστικό στρατόπεδο δεν είναι ενιαίο, δεν φαίνεται να είναι σίγουρο για το πως θέλει θα συνεχίσει και είναι ιδεολογικά πολωμένο. Η αδυναμία του να δώσει μακροχρόνιες λύσεις δημιουργεί προστριβές και αντιθέσεις, τόσο διακρατικές όσο και ενδοκρατικές. Ταυτόχρονα, η κρίση  διαλύει κοινωνικά συμβόλαια δεκαετιών και απελευθερώνει δυνάμεις, που αδυνατούν όμως αυτή τη στιγμή να βρουν λύσεις εκτός συστήματος. Έτσι γίνονται εύκολα υποχείρια στα χέρια των συστημικών προτάσεων στην που δυστυχώς δεν απειλούν το σύστημα, του δίνουν αντιθέτως χώρο και χρόνο να ανασυνταχθεί και να επαναπροσδιοριστεί στις νέες συνθήκες. Αυτό αφορά τόσο τα νέα «λαϊκιστικά», ακροδεξιά μορφώματα όσο και τη δημοφιλή σήμερα πολιτική των ταυτοτήτων και των δικαιωμάτων. Και ενώ υπάρχει ορατή μια πολιτική ευκαιρία, αυτή χάνεται όσο η αριστερά δεν δίνει τις δικές της απαντήσεις.

Για το αποτέλεσμα των εκλογών[1]

Η Βαυαρία είναι μια αρκετά ιδιαίτερη περιοχή, από τις παραδοσιακά πιο συντηρητικές περιοχές της Γερμανίας, με αρκετά μεγάλη σημασία για την κεντρική γερμανική πολιτική τόσο λόγω της οικονομικής της δύναμης όσο και για του μεγέθους της. Με πληθυσμό λίγο μεγαλύτερο από 12 εκατομμύρια, η Βαυαρία είναι το πολυπληθέστερο κρατίδιο της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, είναι το οικονομικά πιο ισχυρό και παραγωγικό. Ενδεικτικά, η ανεργία πέρσι έκλεισε περίπου στο 2,8%[2]ενώ ανά περιοχές κινήθηκε αρκετά κάτω του 2%, μπορεί δηλαδή να χαρακτηριστεί σχεδόν ανύπαρκτη. Το 18%[3] περίπου της συνολικής γερμανικής παραγωγής, βιομηχανικής και αγροτικής, παράγεται στη Βαυαρία, με ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά τα έτη 2009-2017 λίγο πάνω από 39%[4], η μεγαλύτερη σε επίπεδο Γερμανίας. Είναι ίσως λοιπόν το κρατίδιο που επωφελείται περισσότερο από όλα από την ίδια την οικονομική κρίση και κυρίως την κρίση της ευρωζώνης και τη σκληρή Γερμανική πολιτική. Το μέσο εισόδημα βρίσκεται περίπου στα 45.000€[5] το χρόνο, το υψηλότερο της Γερμανίας με αρκετές διακυμάνσεις βέβαια από περιοχή σε περιοχή, ενώ άνω του 80% του πληθυσμού θεωρεί την οικονομική του κατάσταση καλή, δηλώνει γενικά ικανοποιημένο και αποζητά σταθερότητα.

Οι χριστιανοκοινωνιστές του CSU, του αδελφού-συνεργαζόμενου κόμματος των χριστιανοδημοκρατών, χοντρικά κυβερνούν από τις αρχές της δεκαετίας του 50, δέκα χρόνια πριν δε τα εκλογικά ποσοστά τους αγγίζαν το 60%. Γενικά είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς την βαυαρική πολιτική και χωρίς τους χριστιανοκοινωνιστές, μια τοπικιστική, νεοφιλελεύθερη και συντηρητική έκδοση του μερκελικού κόμματος[6]. Η αριστερά της Βαυαρίας υπήρξε πάντα από αδύναμη έως ανύπαρκτη, παρά το μεγάλο ποσοστό εργατών στην περιοχή. Η βασική δύναμη συγκέντρωσης της εργατικής τάξης υπήρξε πάντοτε η σοσιαλδημοκρατία. Το πεδίο ήταν πάντα δύσκολο και εχθρικό για την υπόλοιπη αριστερά. Τόσο το υψηλό βιοτικό επίπεδο ακόμα και της ίδιας της εργατικής τάξης όσο και η γενικότερη κυρίαρχη ιδεολογία της περιοχής, ακραία τοπικιστική και ελιτιστική, δεν αποτελούν πρόσφορο έδαφος. Είναι δύσκολο να ορίσει κανείς το πως μπορείς να κάνεις αριστερή πολιτική και ιδεολογική δουλειά στο πιο πλούσιο κρατίδιο μιας ιμπεριαλιστικής, ισχυρής χώρας που επωφελείται και ζει από την ισχυρή θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη και τον κόσμο. Και η αριστερά δεν φαίνεται να έχει βρει ουσιαστικά την απάντηση.

Οι εκλογές λοιπόν αποτέλεσαν την απόλυτη ήττα για τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού του Βερολίνου, τους χριστιανοκοινωνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες. Οι μεν χριστιανοκοινωνιστές μετράνε το δεύτερο χειρότερο ποσοστό από υπάρξεώς τους, περίπου 37%, και αδυνατούν να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Οι δε σοσιαλδημοκράτες, με 9%, ουσιαστικά καταποντίζονται. Σε μια πρώτη ανάλυση μπορεί κανείς να πει με σιγουριά ότι τα δύο κόμματα πληρώνουν ακριβώς τα προβλήματα τις κεντρικής πολιτικής, την αδυναμία της κυβέρνησης, τους ενδοκυβερνητικούς διαξιφισμούς, τη μικροπολιτική και την αντιφατικότητα. Είναι η πρώτη φορά που γερμανική κυβέρνηση φαντάζει τόσο ευάλωτη. Και από την προοδευτική και από τη συντηρητική-ακροδεξιά μεριά εκφράζεται μια δυσαρέσκεια από την υπάρχουσα πολιτική. Τα δύο κόμματα λοιπόν γίνονται στόχος αυτής της δυσαρέσκειας.

Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτού που χάνουν οι χριστιανοκοινωνιστές έχει να κάνει με ένα κομμάτι κόσμου που θεωρεί λάθος την υποχωρητική στάση του κόμματος στο κεντρικό πολιτικό, κυρίως στο μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα. Δυσφορεί με τον «φιλελευθερισμό» της Μέρκελ, θέλει πιο σκληρή πολιτική, νιώθει να απειλείται για κάποιο λόγο. Ένα πρώτο στοιχείο είναι ότι υπάρχουν ανακατατάξεις στη δεξιά πολυκατοικία, με την εμφάνιση για πρώτη φορά στη Βαυαρία της Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Όσο και αν ξενίζει η εμφάνιση ενός ακραίου νεοφασιστικού μορφώματος στη Βαυαρική βουλή, η μετακίνηση αυτή ήταν αναμενόμενη καθώς η εναλλακτική αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστική δύναμη σε όλες τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά όμως στη Βαυαρία είναι ίσως διαφορετικά, ένας άλλου είδους αστικός εθνικισμός-τοπικισμός που δεν απορρέει από την πραγματικότητα των «αποτυχημένων της παγκοσμιοποίησης», όπως στην ανατολική Γερμανία, αλλά των επιτυχημένων αυτής. Και αυτό γιατί στην περιοχή υπήρχε πάντα μια αίσθηση ανωτερότητας, απόρροια της οικονομικής επιτυχίας της περιοχής, ένας ελιτισμός ως αποτέλεσμα της οικονομικής της δύναμης και ένας διάχυτος ατομικισμός. Στο πλαίσιο αυτό το ποσοστό της Εναλλακτικής για τη Γερμανία δε σοκάρει αν και προβληματίζει, κινήθηκε δε σε χαμηλότερα επίπεδα από άλλα κρατίδια και δεν προσέγγισε τόσους πολλούς νέους ψηφοφόρους όσο αλλού. Γιατί οι χριστιανοκοινωνιστές καταλαμβάνουν ούτως ή άλλως τον χώρο της συντηρητικής δεξιάς, μετακινούνται δε σταθερά όλο και δεξιότερα, με τη σκληρή τους πολιτική στο μεταναστευτικό, με τις μαζικές απελάσεις, με την ακραία πολιτική εσωτερικής ασφάλειας και τον νέο αστυνομικό νόμο που σε εμάς θα θύμιζε χούντα, με την επαναθρησκευτικοποίηση του κράτους απέναντι στο μουσουλμανικό κίνδυνο,  με τη γενικότερη ρητορική τους περί υπεροχής της Βαυαρίας και της κουλτούρας της.

Η άλλη πλευρά εδώ είναι ότι οι χριστιανοκοινωνιστές χάνουν ένα κομμάτι κόσμου που τοποθετεί τον εαυτό του στο χώρο της κεντροδεξιάς, που θεωρεί μεν τον εαυτό του από φιλελεύθερο έως νεοφιλελεύθερο στην οικονομία αλλά που ξενίζεται από τον ρατσιστικό λόγο και την σκληρή πολιτική, που έχει και άλλες ανησυχίες (περιβάλλον, ταυτότητες κλπ), που αναζητά μια πιο μετριοπαθή στάση, που θέλει ένταξη των προσφύγων, που δεν αρέσκεται από τη δεξιά πίεση που ασκούν οι χριστιανοκοινωνιστές στη Γερμανική κυβέρνηση. Ο κόσμος αυτός πάει είτε σε μικρότερα κόμματα της δεξιάς, όπως τους Φιλελεύθερους και τους Ελεύθερους Ψηφοφόρους που ανεβαίνουν οριακά, το μεγαλύτερο όμως κομμάτι του περνάει στους πράσινους. Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα των χριστιανοκοινωνιστών και ο ηγέτης του Ζεεχόφερ βρέθηκαν στο κέντρο των διαμαρτυριών στην περιοχή τους τελευταίους μήνες. Και είναι γεγονός ότι οι διαρροές των χριστιανοκοινωνιστών κινούνται περισσότερο προς τους πράσινους από ότι προς την Εναλλακτική για τη Γερμανία.

Οι πράσινοι είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι των εκλογών. Τα τελευταία χρόνια δε έχουν εξελιχθεί σε κόμμα μπαλαντέρ, παντός καιρού και πολιτικού κλίματος, κερδίζοντας ψηφοφόρους και από τα δεξιά τους και από τα αριστερά τους. Στη Βαυαρία καρπώνονται το σύνολο σχεδόν των χαμένων ψήφων των σοσιαλδημοκρατών και ένα μεγάλο μέρος των χριστιανοκοινωνιστών. Είναι μια εύκολη επιλογή καθώς τους πράσινους θα τους βρεις παντού: στο δρόμο για τα δικαιώματα των μεταναστών και ενάντια στην κυβέρνηση αλλά και στις τοπικές κυβερνήσεις να συγκυβερνούν με τους χριστιανοδημοκράτες. Είναι με το κεφάλαιο αλλά και με τα δικαιώματα και την κοινωνική δικαιοσύνη, με την οικολογία και τη βιωσιμότητα αλλά και με την οικονομική ανάπτυξη, γενικά ενάντια στο μίσος στην πολιτική αλλά και με την ασφάλεια. Γενικά είναι με όλους και με όλα, εύκολα συνθήματα, που πάντα σχεδόν διαψεύδονται όταν καλούνται να τα κάνουν πολιτική. Γιατί στην πραγματική ζωή πρέπει να παίρνεις θέση. Και οι πράσινοι, όσο και αν σήμερα βρίσκονται στο δρόμο, έχουν από καιρό πάρει θέση με το κεφάλαιο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά τους σημειώνονται στις πιο πλούσιες περιοχές, στα μεσαία και ανώτερα μεσαία και στα πιο μορφωμένα κοινωνικά στρώματα. Η πολιτική τους έχει όρια. Καρπώνονται λοιπόν σήμερα ένα ποσοστό που δεν τους ανήκει, που μάλλον θα γυρίσει πίσω στις ρίζες του, στην αριστερά και τη δεξιά, όταν αυτές καταφέρουν να ανασυνταχθούν. Ελλείψει εναλλακτικών όμως, οι πράσινοι καταφέρνουν να κρατάνε μια δυναμική και ουσιαστικά να εγκλωβίζουν.

Και εδώ φυσικά πρέπει να έρθουμε στο θέμα σοσιαλδημοκρατία. Οι σοσιαλδημοκράτες πληρώνουν και θα συνεχίσουν να πληρώνουν την πρόσδεσή τους στο άρμα του νεοφιλελευθερισμού και του γερμανικού κεφαλαίου. Πληρώνουν τη συνολικότερη κρίση και διάλυση της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία εκφράζεται στη Γερμανία αρχικά με την νεοφιλελεύθερη πολιτική Σρέντερ στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, μια βαθιά νεοφιλελεύθερη πολιτική επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος που δούλεψε στην κατεύθυνση της ισχυροποίησης του εξαγωγικού γερμανικού κεφαλαίου. Μια πολιτική που άνοιξε το δρόμο στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, επιβάλλοντας την συμπόρευση των σοσιαλδημοκρατών με τη δεξιά, τους κυβερνητικούς «μεγάλους συνασπισμούς» και τις συγκυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατών/χριστιανοδημοκρατών/χριστιανοκοινωνιστών. Εντός των συγκυβερνήσεων αυτών οι σοσιαλδημοκράτες διατυμπάνιζαν συνεχώς την αδυναμία τους μπροστά στον ισχυρό πόλο της Μέρκελ, κράτησαν στάση διγλωσσίας σε μια σειρά ζητημάτων, ουσιαστικά σύρθηκαν μπροστά στις επιταγές του Γερμανικού κεφαλαίου για ισχυρή γερμανική κυβέρνησης, για ισχυρή Γερμανία και γερμανική Ευρώπη. Η στάση τους αυτή αποξένωσε τελείως τη σοσιαλδημοκρατία από την παραδοσιακή βάση της, τους εργαζόμενους, τους βιομηχανικούς εργάτες και τα συνδικάτα και τους έχει οδηγήσει σε μια βαθιά εσωτερική κρίση, με κόσμο να φεύγει και προς τα αριστερά αλλά και προς τα δεξιά. Οι σοσιαλδημοκράτες πληρώνουν την αδυναμία τους να αποτελέσουν αντιπολίτευση, το ότι δεν έχουν εναλλακτική πρόταση και πολιτική ταυτότητα. Ο μέσος Γερμανός ψηφοφόρος δεν τους αναγνωρίζει πλέον λόγο ύπαρξης. Έχουν απογοητεύσει δε και αυτούς που ήλπιζαν σε ένα αντίβαρο στους ισχυρούς χριστιανοδημοκράτες, σε αυτούς που νόμιζαν ότι με τη συμμετοχή τους σε μια κυβέρνηση συνεργασίας ίσως θα μπορούσαν να πιέσουν προς τα αριστερά και να κάνουν τη διαφορά. Στην πραγματικότητα παραδόθηκαν. Ότι κρατάνε μένει είτε για ιστορικούς λόγους, είτε γιατί ελπίζει ότι θα αλλάξει το κόμμα, είτε απλά γιατί ζει και επωφελείται από αυτό(κυρίως συνδικαλιστές και πολιτικό προσωπικό). Η μετακίνηση ψηφοφόρων από τη σοσιαλδημοκρατία στους πράσινους δείχνει ότι απεγκλωβίζονται μάζες που παραμένουν στον προοδευτικό γενικά χώρο και θα μπορούσαν να αποτελέσουν κοινό για κάποια αριστερά στο μέλλον. Δείχνει όμως ότι οι μάζες αυτές πηγαίνουν σχετικά δεξιότερα, επιλέγοντας τα επί μέρους ζητήματα και τη ρεαλιστική πολιτική, εγκλωβίζονται. Ερώτημα είναι το γιατί η αριστερά δεν αποτελεί απάντηση και αν θα μπορούσε να αποτελέσει στο μέλλον. Ρόλο έπαιξε και το ζήτημα της χαμένης ψήφου, καλύτερα όμως να αποφεύγει κανείς τις τεχνικές απαντήσεις σε αμιγώς σε τελική ανάλυση πολιτικές ερωτήσεις.

Γιατί λοιπόν η αριστερά δεν παίρνει το χαμένο ποσοστό της σοσιαλδημοκρατίας; Η αριστερά δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα ισχυρή στη Βαυαρία. Έχει δε υποκειμενικές αλλά και αντικειμενικές δυσκολίες που είναι δύσκολο να υπερβεί. Στην πραγματικότητα το σημερινό της ποσοστό αποτελεί επιτυχία, αφού ανεβαίνει σε όλες τις περιφέρειες, ανά περιοχές δε διπλασιάζεται. Αρχικά, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι δύσκολο να κάνεις αριστερή πολιτική σε μια περιοχή με τα χαρακτηριστικά της Βαυαρίας. Φυσικά και υπάρχουν στρώματα που θα μπορούσε να επέμβει πιο ενεργά. Ακόμα και σε αυτούς όμως είναι δύσκολο. Η αποϊδεολογικοποίηση της αριστεράς και η αποκοπή της από την εργατική τάξη, σε ένα τέτοιο περιβάλλον δείχνει και τα όρια της. Λανθασμένα πέφτει στη λούπα της επί μέρους πολιτικής, από την οποία κερδίζει κάποιο κόσμο, έχει όμως αντικειμενικά όρια. Από την άλλη πλευρά η μικρή της βάση, η ποινικοποίηση που υπέστη τις προηγούμενες δεκαετιών στο πλαίσιο της πολιτικής των δύο άκρων που ακολουθήθηκε στη Γερμανία μετά την πτώση του τείχους – που στη Βαυαρία ήταν ιδιαίτερα σκληρή – και η σύνδεσή της με την ανατολική Γερμανία, δεν βοήθησαν ποτέ στην ανάπτυξή της. Τα εσωκομματικά της προβλήματα δε είναι ορατά και εδώ. Δεν πρέπει όμως να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η πολιτική κρίση δημιουργεί κινήματα και ακροατήρια και απελευθερώνει δυνάμεις. Χαρακτηριστικά είναι τα μεγάλα κινήματα που αναπτύχθηκαν στη Βαυαρία τα τελευταία δύο χρόνια, ενάντια στο νέο νόμο εσωτερικής ασφάλειας, ενάντια στους χριστιανοκοινωνιστές και τη δεξιά στροφή της Βαυαρίας, υπέρ των μεταναστών και των προσφύγων, ενάντια στην παγκοσμιοποίηση κ.α. Γενικά υπάρχει μια κινητοποίηση στη βάση της Βαυαρικής κοινωνίας αλλά δεν φαίνεται να μπορεί αυτή η αριστερά να τη μαζέψει. Το ρόλο της συγκέντρωσης δυνάμεων προσπαθεί να παίξει η νέα πρωτοβουλία Βάγκεκνεχτ-Λαφοντέν για τη δημιουργία ενός πλατιού κινήματος βάσης με συνελευσιακά χαρακτηριστικά και χαλαρότερη οργάνωση από τη στενά κομματική, που να προσεγγίζει κόσμο της γενικότερη κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς και απεγκλωβισμένους των σοσιαλδημοκρατών και των πρασίνων και να έχει ως βασικό κορμό το κόμμα της Αριστεράς. Έχει αρχίσει ήδη να κάνει την εμφάνιση της και έχει αρχίσει να συγκεντρώνει ένα κόσμο ευρύτερης αριστερής πολιτικοποίησης, δέχεται όμως δριμύτατη κριτική από την κυρίαρχη τάση του κόμματος της Αριστεράς, που την βλέπει περισσότερο ως απειλή παρά ως ευκαιρία.

Η επόμενη μέρα

Το βασικότερο είναι η επόμενη μέρα. Αν και σε επίπεδο Βαυαρίας δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή πλεύσης, όποιο και από τα κυβερνητικά σενάρια και να επικρατήσει. Αυτά είναι γενικά τρία: κυβέρνηση χριστιανοκοινωνιστών είτε με τους κεντροδεξιούς πλην νεοφιλελεύθερους τοπικιστές Ελεύθερους Ψηφοφόρους, είτε με τους πράσινους είτε με τους σοσιαλδημοκράτες. Το τρίτο σενάριο είναι και το πιο απίθανο. Το δεύτερο θα είχε ένα ενδιαφέρον. Θα βλέπαμε τι θα σήμαινε αυτό για τους πράσινους και τις εξαγγελίες τους και πιθανά θα απελευθέρωνε μια ακόμα μεγαλύτερη δυναμική, τόσο αυτή που πήραν τώρα αλλά που σίγουρα δεν είναι δική τους όσο και ενός αριστερότερου κόσμου που βρίσκεται ακόμα στους κόλπους τους και που σε ένα τέτοιο σενάριο πιθανά θα απεγκλωβίζονταν. Επίσημα οι πράσινοι δηλώνουν αδυναμία να συγκυβερνήσουν με τους ακραίους χριστιανοκοινωνιστές, προβάλλοντας τα ίδια αδιέξοδα που συνάντησαν κατά τις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης το περασμένο Φθινόπωρο. Θα δούμε τι θα συμβεί όμως εάν δεχτούν πιέσεις. Η βάση τους πάντως δεν είναι τελείως αρνητική στην πιθανότητα. Είναι απίθανο όμως να πιεστούν από κάπου όσο υπάρχει η λύση των Ελεύθερων Ψηφοφόρων. Το πρώτο σενάριο είναι και η πιο ασφαλής επιλογή και μάλλον η πιο εφικτή, ξεκάθαρη δεξιά κυβέρνηση χωρίς πολλές παρεκκλίσεις και με ξεκάθαρο ηγεμονικό ρόλο των χριστιανοκοινωνιστών.

Το σημαντικό είναι ο ρόλος που παίζουν οι βαυαρικές εκλογές στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και η επίδραση τους στον εύθραυστο συνασπισμό. Αρχικά, πληθαίνουν οι φωνές τόσο στους χριστιανοδημοκράτες όσο και στους χριστιανοκοινωνιστές που στέκονται κριτικά απέναντι στη Μέρκελ, τόσο προσωπικά όσο και πολιτικά. Η Μέρκελ φαίνεται να μην μπορεί πλέον να κρατήσει τις αναγκαίες ισορροπίες μέσα στο κομματικό συνασπισμό της και να μην μπορεί να ηγηθεί της κυβέρνησης. Πιέσεις δέχεται τόσο από τα αριστερά της όσο και από τα δεξιά της. Οι επικριτές από τα αριστερά την κατηγορούν πως υποτάσσεται στην ακροδεξιά πίεση των χριστιανοκοινωνιστών για να μην διαλυθεί ο κυβερνητικός συνασπισμός και πως ουσιαστικά εντείνει με τη στάση της το κλίμα ακυβερνησίας. Από τα δεξιά δε πιέζεται για σκληρότερη πολιτική, ειδικά στο μεταναστευτικό, κάτι που την βγάζει εκτός των ορίων της φιλελεύθερης στο κοινωνικό πολιτικής που έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα. Πιέζεται δε και κοινωνικά, τόσο από μια κοινωνική δεξιά που βαίνει συνεχώς δεξιότερα και που της πέφτει υπέρ το δέον φιλελεύθερη όσο και από μια πιο κεντρώα δεξιά που βλέπει τις ακραίες φωνές της κυβέρνησης σαν παραφωνία. Όλοι ζητάν καθαρότερη πολιτική που όμως θα σήμαινε να σπάσουν αυγά και να χαραχτούν νέοι δρόμοι και αυτό για το αστικό στρατόπεδο δεν είναι εύκολο. Το παιχνίδι τακτικισμού που παίζεται μέχρι στιγμής απλά επιτείνει το αδιέξοδο. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι οι υπάρχουσες λύσεις σε ένα μέλλον χωρίς Μέρκελ σημαίνουν πιθανότατα ακόμα δεξιότερη μετατόπιση, ακόμα περισσότερη σκλήρυνση της πολιτικής και ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις στην Ευρώπη.

Ταυτόχρονα η διάλυση της σοσιαλδημοκρατίας οδηγεί μοιραία σε επαναδιαπραγμάτευση της θέσης της στην κυβέρνηση και στο κομματικό σύστημα. Είναι ισχυρές οι φωνές που ζητάνε αλλαγή πλεύσης και αριστερή στροφή, αντιπολίτευση και επαναπροσδιορισμό του κόμματος. Υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι της βάσης που πιέζει, κυρίως η νεολαία που τοποθετήθηκε ανοιχτά κατά της συμμέτοχης του κόμματος στη νέα κυβέρνηση. Δεν είναι απίθανο να λοιπόν αποτραβηχτούν από τον κυβερνητικό συνασπισμό, πράγμα που θα έριχνε φυσικά την κυβέρνηση. Οι ισορροπίες είναι γενικά λεπτές. Οι εκλογές της Έσσης σε δυο βδομάδες είναι πιθανό να ξεδιπλώσουν δυναμικές. Πάντως αρχικά μάλλον υπάρχει μια στάση αναμονής, αν και όλα μέχρι στιγμής δείχνουν ότι τα αποτελέσματα της Έσσης θα είναι ανάλογα της Βαυαρίας και θα προκαλέσουν εξελίξεις.

[1]Για μια επισκόπηση της συνολικής μετακίνησης των Βαυαρών ψηφοφόρων: https://landtagswahl.br.de/esvdata/soft/ec/ltwby18-default/br24/analysen.html και http://www.tagesschau.de/multimedia/bilder/uvotealbum-991.html?fbclid=IwAR3TNoyJt0SR1eilZ82nB_wumKoUmezAovwD-DNd9JbZ3k3QMBYUVGW9oEY.

[2] Bundesagentur für Arbeit, https://statistik.arbeitsagentur.de/Navigation/Statistik/Statistik-nach-Regionen/Politische-Gebietsstruktur/Bayern-Nav.html, last accessed: 17.10.2018

[3]Horst Kahrs (2018). Die Wahl zum 18. Bayrischen Landtag and 14. Oktober 2018: Wahlbericht und Kommentar. ΙνστιτούτοΡόζαςΛούξεμπουργκ, https://www.rosalux.de/fileadmin/rls_uploads/pdfs/Themen/wahlanalysen/2018-10-14_LTW_BY_WNB.pdf

[4]Horst Kahrs (2018). Die Wahl zum 18. Bayrischen Landtag and 14. Oktober 2018: Wahlbericht und Kommentar. ΙνστιτούτοΡόζαςΛούξεμπουργκ, https://www.rosalux.de/fileadmin/rls_uploads/pdfs/Themen/wahlanalysen/2018-10-14_LTW_BY_WNB.pdf

[5]Στο ίδιο.

[6]Στις κεντρικές εκλογές κατεβαίνουν ως συνεργαζόμενοι με το μερκελικό κόμμαCDUαλλά συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις για τον συντονισμό της κεντρικής κυβέρνησης ως ανεξάρτητος παράγοντας.

Η Ιταλία, η ΕΕ και ο αναγκαίος προσανατολισμός

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η Ιταλία υπενθυμίζει τη μόνιμη κρίση στρατηγικής, ύπαρξης και προσανατολισμού της ΕΕ. Η ΕΕ δε μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ως έχει για μεγάλο διάστημα. Παράγει ανισότητα εντός κάθε χώρας αλλά και κάθετα μεταξύ του Βορρά και του Νότου. Μεταφέρει διαρκώς κυριαρχία πολιτική, οικονομική, λαϊκή από τα έθνη κράτη στις αγορές, στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και στο Βερολίνο. Οξύνει ακόμα και τις αντιθέσεις ανάμεσα σε αστικές τάξεις που κερδίζουν από αυτή τη διαδικασία και σε αστικές τάξεις που μένουν πίσω, υποβαθμίζονται, χάνουν την ανεξαρτησία τους… Οι αντιφατικοί «χαμένοι της παγκοσμιοποίησης» αντιδρούν, παράγουν πολιτικές κρίσεις, αμφισβητούν το πείραμα της ΕΕ στο σκληρό του πυρήνα. Ένα τέτοιο κρισιακό επεισόδιο είναι σε εξέλιξη και στην Ιταλία, μετά τις πρόσφατες εκλογές και την λεγόμενη αντισυστημική ψήφο.

Το πραγματικό ερώτημα, που δεν απαντιέται, είναι αν η ΕΕ – και ειδικά η ευρωζώνη – θα προχωρήσει σε μια ανώτερη ενοποίηση, σε μια ομοσπονδία, ή αν θα παραμείνει ως έχει, δημιουργώντας διαρκώς κρίσεις, με τα δομικά προβλήματα οικονομικής πολιτικής και κυριαρχίας που έχει. Η πρώτη απάντηση μοιάζει να είναι η πιο «λογική». Όμως όταν συγκρούονται συμφέροντα, δεν εξελίσσονται όλα λογικά. Γιατί παραμένουμε, είτε θέλουμε να το βλέπουμε, είτε το αποφευγουμε, στην εποχή του ιμπεριαλισμού, της ανισομετρίας και του ανταγωνισμού. Η Γερμανία δεν παραχωρεί τη δύναμη της και τα προνόμια της στις υπόλοιπες χώρες. Ή αν παραχωρήσει ταχτικά ένα πολύ μικρό μέρος, ζητάει πολλαπλάσια ανταλλάγματα. Αυτό είναι τα μνημόνια. Για την οικονομική «στήριξη» με τη μορφή δανείων, ζητήθηκαν κυριολεκτικά τα κλειδιά μιας χώρας. Αυτή την απάντηση έδωσε και η Μέρκελ στις προτάσεις Μακρόν για ένα ευρωπαϊκό ΔΝΤ και για έναν επενδυτικό (μικρό) προϋπολογισμό προς τις πιο φτωχές χώρες. Όμως μια τέτοια πολιτική από τη Γερμανία θα παράγει διαρκώς φαινόμενα καταπάτησης και συρίκνωσης της λαικής κυριαρχίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας. Όχι μόνο από χώρες σαν την Ελλάδα, αλλά και από χώρες σαν την Ιταλία ή τη Γαλλία. Και ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται. Γιατί και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, κοινώς του νεοφιλελεύθερου ιμπεριαλισμού, ο ανταγωνισμός για την ηγεμονία και η πραγματικότητα των εκμεταλλευτικών και εκμεταλλευόμενων εθνών ειναι εδώ.Τούτων δοθέντων η θέση για μεταρρύθμιση, αλλαγή, βελτίωση, εκδημοκρατισμό της ΕΕ δεν ευσταθεί με βάση την πολιτική λογική του συσχετισμού δύναμης. Είτε με τις πιο ήπιες αφηγήσεις, όπως αυτές του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, είτε με τις πιο κρουστικές, όπως του Γ. Βαρουφάκη, οι απόψεις αυτές είναι χίμαιρες. Χρόνο με το χρόνο, επεισόδιο το επεισόδιο, η θέση για ρήξη ή όχι, για αποδέσμευση ή όχι, για διάλυση η όχι της ΕΕ και της ευρωζώνης γίνεται όλο και πιο επίκαιρη, από τα ίδια τα πράγματα και τα γεγονότα. Οι ενωμένες πολιτείες της Ευρώπης για να υπάρξουν πρεπει πρωτίστως να έχει ανατιναχθεί το οικοδόμημα της ευρωζώνης και της ΕΕ. Ζουμε μια αργή διαδικασία αυτοανατίναξης, ή Γερμανικής ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας.

Σήμερα υπάρχει αμφισβήτηση και λαϊκή διαμαρτυρία ενάντια στην Ε.Ε. Η πολιτική έκφραση αυτής της διαμαρτυρίας είναι κυρίως δεξιάς ή και ακροδεξιάς κατεύθυνσης. Υπάρχουν αστικές μερίδες σε διάφορες χώρες που αντιδρούν, χωρίς προς το παρόν να έχουν εκθέσει κάποιο εναλλακτικό σχέδιο αποδέσμευσης από την ευρωζώνη ή την ΕΕ (πχ Λεπέν ή Σαλβίνι). Ήδη σε πολύ μικρό διάστημα, μετά τις πιέσεις και την αντιδημοκρατική εκτροπή των Βρυξελλών, η παρούσα κυβέρνηση 5 αστέρων-Λέγκας φαίνεται να υποχωρεί σε κάποια σημεία του προγράμματος της και να υπαναχωρεί από κάποια ρηξιακή λογική. Υπάρχουν και τα εργατικά λαϊκά στρώματα που δυσανασχετούν γιατί δέχονται τις αντιλαϊκές πολιτικές της ΕΕ. Όμως δεν έχουν πολιτική έκφραση καθώς η πλειοψηφία της αριστεράς στην Ευρώπη ήταν εδώ και δεκαετίες μια δύναμη φιλοευρωπαϊκή στα όρια της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή η πραγματικότητα εκφράστηκε με τον πιο οδυνηρό τρόπο στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και στην Ισπανία το «αντισυστημικό» Podemos βιάζεται να ρίξει γέφυρες συννενόησης στο σοσιαλιστικό κόμμα και την κεντροαριστερά. Στην ΕΕ μετά τη δοκιμασία της οξείας κρίσης του 2008-2015 ο συσχετισμός δύναμης είναι πιο αρνητικός και όχι πιο θετικός. Κερδισμένος είναι και ο γερμανικός μονόδρομος και η εκ δεξιών «αμφισβήτηση» στην ΕΕ η οποία είναι στην ουσία αίτημα για επαναδιαπραγμάτευση ισχύος. Όχι, το πλέον πιθανό είναι ο Σαλβίνι να μην τινάξει στον αέρα την ΕΕ.

Η Ιταλία λοιπόν πρέπει να διδάξει. Από τη μία για το αναγκαίο του αντι-ευρωενωσιακού προσανατολισμού. Όχι ως σύνθημα, αλλά ως ανάλυση, πολιτική συμμαχιών, προσανατολισμό, πρόγραμμα, δράση. Από την άλλη, μετά το ΣΥΡΙΖΑ του 2015, το Brexit του 2016, την Καταλονία του 2017, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ρήξη με την ΕΕ, με πρόγραμμα τις ελάχιστες προσδοκίες, δεν γίνεται. Ούτε με την αντίληψη ότι οι εκρηκτικές αντιθέσεις από μόνες τους θα πυροδοτήσουν το κίνημα, ούτε με την αναμονή για δράση από κάποιον άλλο, ούτε με την εκχώρηση στο λαό και στην αυθόρμητη λαϊκή διαμαρτυρία των πολιτικών καθηκόντων της ρήξης με την ΕΕ. Καθήκοντα που απαιτούν συμπεράσματα από την περίοδο της κρίσης, κοινή λογική, μαζική πολιτική, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία του απαραίτητου πολιτικού υποκειμένου. Καθήκοντα που απαιτούν διεθνιστικές πρωτοβουλίες, με γνώση ότι οι διαθέσιμες δυνάμεις σε έναν τέτοιο προσανατολισμό είναι εξαιρετικά λίγες. Οι δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς, αντί να περιμένουν (και να σχολιάζουν σχετικά) κάθε φορά το ώριμο φρούτο κάποιας ρήξης, ας ανοίξουν τη συζήτηση για τα καθήκοντα αυτά.

Σε αναμονή πολιτικών εξελίξεων η Ιταλία

Λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες και η Ιταλία προετοιμάζεται για το δημοψήφισμα που θα καθορίσει το μέλλον της αναθεώρησης του ιταλικού συντάγματος του 1947. Σωματεία και οργανώσεις προετοιμάζονται για την αυριανή ψηφοφορία στην οποία η κυβέρνηση Ρέντσι, το σύνολο των ΜΜΕ καθώς και τα ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων όλων των κλάδων εχουν ταχθεί υπέρ του ναι. Αντίθετα, οργανώσεις της αριστεράς, σωματεία βάσης όπως το UBS και τα λαικά στρώματα θα εκφραστούν μέσω του ΟΧΙ.

italia savvato 1

Το δημοψήφισμα έχει μετατραπεί σε ψήφο αποδοκιμασίας του Ρέντσι, της πολιτικής της λιτότητας και της των πολιτικών της ΕΕ της οποίας η παρούσα κυβέρνηση είναι ο κύριος εκφραστής. Το ΟΧΙ σημειώνει ένα οριακό προβάδισμα μέχρι στιγμής αλλά καθοριστική θα είναι η ψήφος των αναποφάσιστων. Ο συντονισμός NO! SocialPlatform, στον οποίο συμμετέχουν το Δίκτυο Κομμουνιστών και το σωματείο USB διεξάγει καμπάνια υπερ του ΟΧΙ συνδέοντας τις προοδευτικές δυνάμεις που επιθυμούν την απομάκρυνση του Ρέντσι μέσω ενός βροντερού ΟΧΙ. Το μιντιακό κατεστημένο σύσσωμο στηρίζει το ναι και εδώ και εβδομάδες έχει εξαπολύσει εκστρατεία εκφοβισμού της κοινωνίας για τα δεινά που θα έρθουν σε περίπτωση ανάδειξης ενός ισχυρού ΟΧΙ. Μέχρι και ο Ρέντσι έχει δηλώσει πως σε ήττας του ναι θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση. Μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του ναι και του ΟΧΙ θα κάνει πιο σίγουρη την ανατροπή της κεντροαριστερής κυβέρνησης.

Εκτός της αριστεράς, η φασιστική δεξιά και η ακροδεξιά έχουν τοποθετηθεί υπερ του ΟΧΙ προβάλλοντας ταυτόχρονα αντι-μεταναστευτική ατζέντα και χρησιμοποιώντας την αντίθεση τους στην ΕΕ εργαλειακά σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουν τα λαϊκά στρώματα τα οποία έχουν πληγεί από τις πολιτικές των τελευταίων κυβερνήσεων και ειδικότερα από τις μεταρρυθμίσεις στα εργασιακό, στην υγεία και την εκπαίδευση. Μάλιστα ο Ρέντσι χρησιμοποίησε σαν επιχείρημα υπερ του ναι και επιχείρησε να ταυτίσει την αριστερά με την ακροδεξιά λόγω της αντίθεσης τους στην αναθεώρηση του συντάγματος. Πάντως, σε πρόσφατη αντι-συγκέντρωση κατά των εγκαινίων φασιστικού παραρτήματος της CASAPOUND σε προάστιο της Ρώμης δεκάδες αντιφασίστες συνελήφθησαν από την αστυνομία και αντιμετωπίζουν βαριές κατηγορίας, αποδεικνύοντας ότι τα φασιστικά κόμματα αν και εμφανίζονται αντί-συστημικά παραμένουν τα «αγαπημένα» παιδιά του συστήματος.

italia savvato 2

Είναι αναγκαίο την Κυριακή να εκφραστεί ένα ισχυρό ΟΧΙ κατά της συνταγματικής αναθεώρησης η οποία οδηγεί σε ακόμα ένα πιο ισχυρό-συγκεντρωτικό κράτος με μόνο σκοπό να εφαρμόζει τις οδηγίες των τεχνοκρατών των Βρυξελλών πιο αποτελεσματικά και να πλήττει τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Είναι ακόμα πιο σημαντικό την νίκη αυτήν να μην την καρπωθούν οι φασίστες αλλά ένα προοδευτικό-αριστερό μέτωπο που θα ηγηθεί την επόμενη μέρα της ήττας του ευρωπαϊσμού και θα μπορέσει να οδηγήσει αυτό το ΟΧΙ σε ένα πραγματικό ΟΧΙ όλων των λαών ενάντια στην φτώχεια, την υποτέλεια και τον πόλεμο, ενάντια στην ΕΕ και στο ευρώ.

Για το antapocrisis.gr, Άλεξ Μπουμπουκιώτης και Κώστας Χαιρόπουλος.