Άρθρα

Ο Ζακ Ντελόρ κατέστρεψε την Ευρωπαϊκή Αριστερά

Δημοσιεύουμε, με αφορμή τον θάνατο του Ζακ Ντελόρ και σε συνέχεια του σχολίου για τη σχέση Ντελόρ – Σόιμπλε που πέθαναν την ίδια μέρα, ένα άρθρο του Thomas Fazi σχετικά με τον ρόλο που έπαιξαν οι Γάλλοι Σοσιαλιστές, αλλά και ευρύτερα οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές, στην υιοθέτηση και εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Το άρθρο είναι εξαιρετικά χρήσιμο γιατί υπενθυμίζει τους βασικούς σταθμούς στην πορεία από την “χαλαρή” ΕΟΚ της δεκαετίας του 70, στην ΕΕ του Μάαστριχτ και των σκληρών δημοσιονομικών περιορισμών, όπου πλέον τα κράτη μέλη έχουν απωλέσει κάθε δυνατότητα άσκησης εθνικής – ανεξάρτητης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής. Έτσι, αυτοί που θα όφειλαν σήμερα να αποτίσουν φόρο τιμής στον Ντελόρ, είναι στην πραγματικότητα, ακριβώς οι ίδιοι που αποτίουν φόρο τιμής στον Σόιμπλε και στην εξοντωτική για τους λαούς πολιτική σιδηράς λιτότητας προς όφελος του χρηματοπιστωτικού τομέα και των πλεονασματικών χωρών της Βόρειας Ευρώπης.

Υπάρχει ένα παραμύθι που οι Ευρωπαίοι προοδευτικοί θέλουν να λένε στους εαυτούς τους: ότι, μετά τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι κυβερνήσεις τους έκαναν έναν οιονεί ουτοπικό συμβιβασμό μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού – για να διαφθαρεί κατόπιν από την εισαγωγή του στυγνού καπιταλισμού που καθόρισε τη νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση του Ρήγκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Είναι ένας παρήγορος μύθος, σχεδιασμένος για να δικαιολογήσει τις δικές τους αποτυχίες. Είναι, ωστόσο, εντελώς αναληθής. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν εξήχθη στην Ευρώπη από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού (ή από την άλλη πλευρά της Μάγχης, για την ακρίβεια). Ήταν σε μεγάλο βαθμό μια εγχώρια υπόθεση – η οποία, στην πραγματικότητα, προηγήθηκε από τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, και συγκεκριμένα από έναν Σοσιαλιστή: Ο Ζακ Ντελόρ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1985 έως το 1995, ο οποίος πέθανε αυτή την εβδομάδα.

Για να κατανοήσουμε αυτή την τραγωδία, δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε στο 1945, αλλά στο 1981. Τον Μάιο, ο σοσιαλιστής Φρανσουά Μιτεράν εξελέγη πρόεδρος της Γαλλίας, μετά από δύο και πλέον δεκαετίες αποκλεισμού της Αριστεράς από τα αξιώματα. Σχηματίζει μια κυβέρνηση στην οποία συμμετείχαν και κομμουνιστές υπουργοί για πρώτη φορά από το 1947, προκαλώντας την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η Γαλλία οδεύει προς μια ριζική ρήξη με τον καπιταλισμό.

Εκείνη την εποχή, μια τέτοια ιδέα δεν ήταν αδιανόητη. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εξακολουθούσαν να πιστεύουν ακράδαντα στη σημασία της θέσπισης οικονομικών κανόνων και στην ανάγκη για ελέγχους κεφαλαίων και ρυθμιζόμενες χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες προϋπέθεταν υψηλό βαθμό οικονομικής κυριαρχίας. Αυτό δεν ίσχυε πουθενά περισσότερο από ό,τι στη Γαλλία: οι Γάλλοι ήταν πάντα ιδιαίτερα απρόθυμοι να συμφωνήσουν με οποιαδήποτε υπερεθνική αρχή – μια συνεπής θέση που εμπόδιζε την πρόοδο προς μια οικονομική και νομισματική ένωση. Γενικά, εξακολουθούσε να υπάρχει η πεποίθηση ότι τα επιμέρους έθνη είχαν τη δύναμη να διαμορφώνουν τα δικά τους οικονομικά και πολιτικά πεπρωμένα – και ακόμη και να αμφισβητούν το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.

Τίποτα δεν το δείχνει καλύτερα από τη νίκη του Μιτεράν την άνοιξη του 1981. Η πολιτική ατζέντα του νέου προέδρου περιελάμβανε ένα φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα κεϋνσιανής οικονομικής αναζωογόνησης και αναδιανομής. Πρότεινε επίσης εκτεταμένες εθνικοποιήσεις των βιομηχανικών ομίλων της Γαλλίας. Με την εφαρμογή αυτής της πλατφόρμας, υποστήριξε ο Μιτεράν, η κυβέρνησή του θα επέσπευδε μια “ρήξη” με τον καπιταλισμό και θα έθετε τα θεμέλια για έναν “γαλλικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό”. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί αυτό αντιπροσώπευε μια στιγμή τεράστιας ελπίδας όχι μόνο για τη γαλλική Αριστερά, αλλά για ολόκληρη την ευρωπαϊκή Αριστερά – του είδους που δεν έχει παρατηρηθεί έκτοτε.

Αμέσως μετά την έναρξη του πειράματος Μιτεράν, ωστόσο, αυτή η ελπίδα, άρχισε να διαλύεται. Ως αντίδραση στο φιλόδοξο σχέδιο οικονομικών μεταρρυθμίσεων των Σοσιαλιστών, το κεφάλαιο άρχισε να εγκαταλείπει τη Γαλλία σχεδόν αμέσως. Παρά την επιβολή δρακόντειων κεφαλαιακών ελέγχων, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να σταματήσει τη φυγή.

Αυτό δημιούργησε μια καθοδική πίεση στο φράγκο (που επιδεινώθηκε περαιτέρω από τις παγκόσμιες αυξήσεις των επιτοκίων μετά το 1979), απειλώντας τη συμμετοχή της Γαλλίας στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ) – το σύστημα των ημι-καθορισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών που δημιουργήθηκε το 1979. Στο πλαίσιο του ΕΝΣ, οι κεντρικές τράπεζες των συμμετεχόντων κρατών είχαν ελάχιστες επιλογές από το να ακολουθούν την περιοριστική νομισματική πολιτική της Bundesbank. Ωστόσο, αυτό ήταν ασυμβίβαστο με το αναθεωρητικό πρόγραμμα του Μιτεράν – και ο Μιτεράν βρέθηκε σε μια θέση όπου έπρεπε να αποφασίσει αν θα αποχωρήσει από το ΕΝΣ ή θα εγκαταλείψει την προοδευτική του ατζέντα. Δυστυχώς, επέλεξε τον τελευταίο δρόμο.

Και έτσι, την άνοιξη του 1983, ο Μιτεράν και οι Σοσιαλιστές άλλαξαν δραστικά πορεία, σε αυτό που έμεινε γνωστό ως tournant de la rigueur (στροφή στη λιτότητα): αντί για την ανάπτυξη και την απασχόληση, η έμφαση θα δινόταν τώρα στη σταθερότητα των τιμών, τη δημοσιονομική συγκράτηση και τις φιλικές προς τις επιχειρήσεις πολιτικές. Μια κρίσιμη πτυχή αυτού ήταν η σταδιακή κατάργηση σχεδόν όλων των ελέγχων κεφαλαίων και των περιορισμών στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Και ποιος ήταν ο κύριος αρχιτέκτονας αυτής της αλλαγής; Ο υπουργός Οικονομικών του Μιτεράν, Ζακ Ντελόρ.

Τα αποτελέσματα αυτής της στροφής δεν μπορούν να υπερεκτιμηθούν. Η νίκη του Μιτεράν το 1981 είχε εμπνεύσει την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η ρήξη με τον καπιταλισμό -τουλάχιστον στην ακραία του μορφή- ήταν ακόμη δυνατή. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, οι Γάλλοι Σοσιαλιστές είχαν καταφέρει να “αποδείξουν” το ακριβώς αντίθετο: ότι η παγκοσμιοποίηση ήταν μια αναπόφευκτη πραγματικότητα. Παρόλο που υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις στη διάθεση του Μιτεράν (όπως η έξοδος από το ΕΝΣ και η κυμαινόμενη ισοτιμία του φράγκου), το συμπέρασμα που έβγαλαν οι περισσότεροι ήταν ότι ο “κεϋνσιανός δρόμος προς τον σοσιαλισμό” είχε αποτύχει. Το κεφάλαιο είχε νικήσει.

Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, οι Γάλλοι Σοσιαλιστές, αφού ασπάστηκαν τον νεοφιλελευθερισμό στο εσωτερικό τους, στη συνέχεια προχώρησαν στην εξαγωγή των νεοαποκτηθέντων απόψεών τους – για τα πάντα, από τις κινήσεις κεφαλαίων μέχρι τη νομισματική ολοκλήρωση – στην υπόλοιπη Ευρώπη. Εδώ, ο Ντελόρ ήταν επίσης κεντρικό πρόσωπο. “Η εθνική κυριαρχία δεν σημαίνει πλέον πολλά ή δεν έχει μεγάλο πεδίο εφαρμογής στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία”, είπε. “Ένας υψηλός βαθμός υπερεθνικότητας είναι απαραίτητος”. Αυτό ήταν μια ριζική απόκλιση από την παραδοσιακή souverainiste (σ.μ. εθνο-κυρίαρχη) στάση της Γαλλίας, η οποία είχε ήδη τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο από την απόφαση της Γαλλίας να ενταχθεί στο ΕΝΣ, στο πλαίσιο του οποίου, όπως σημειώθηκε, η χώρα αναγκάστηκε ουσιαστικά να υποτάξει τη δική της ανεξαρτησία στη νομισματική-δημοσιονομική πολιτική, στη νομισματική πολιτική της Bundesbank.

Για όλες τις ιστορικές ανησυχίες της Γαλλίας σχετικά με την υπερεθνική (δηλαδή την “ευρωπαϊκή”) καταπάτηση της κυριαρχίας της από τη μία πλευρά και τη γερμανική ηγεμονία από την άλλη, λίγοι αντιλήφθηκαν την ειρωνεία ότι οι Σοσιαλιστές ήταν αυτοί που εγκατέλειψαν αυτή την ελευθερία – και μάλιστα την εγκατάλειψα, από όλα τα έθνη, στη Γερμανία. Αλλά από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι Γάλλοι πολιτικοί και στις δύο πλευρές του πολιτικού χάρτη είχαν αποδεχθεί ότι η διατήρηση του καθεστώτος της Γαλλίας απαιτούσε να παραμείνουν σταθερά “στην Ευρώπη” – δηλαδή στο ΕΝΣ – πράγμα που με τη σειρά του συνεπαγόταν την υιοθέτηση μιας πολιτικής χαμηλού πληθωρισμού και σταθερού νομίσματος.

Αυτό επέφερε μια σαφή αλλαγή στη στάση των Σοσιαλιστών απέναντι στην Ευρώπη – μια διάθεση που ο Ντελόρ συνόψισε τον Οκτώβριο του 1983: “Η μόνη μας επιλογή είναι μεταξύ μιας ενωμένης Ευρώπης και της παρακμής”. Όπως σημείωσε ο Rawi E. Abdelal, καθηγητής διοίκησης επιχειρήσεων στο Harvard Business School: “Στο βαθμό που η γαλλική Αριστερά συνέχιζε να ελπίζει σε σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, τα μέλη της μπορούσαν να δουν την Ευρώπη ως το μόνο πεδίο στο οποίο θα μπορούσαν να επιτευχθούν οι σοσιαλιστικοί στόχοι”. Το πρόβλημα ήταν ότι, μέχρι το 1983, είχαν ελάχιστα να προσφέρουν από την άποψη μιας πανευρωπαϊκής προοδευτικής εναλλακτικής λύσης, αφού είχαν αποδεχθεί την αντίληψη ότι οι κοινωνικοπολιτικοί στόχοι θα έπρεπε να υποταχθούν στη “σταθερότητα των τιμών”.

Και έτσι, δύο χρόνια αργότερα, η Γαλλία υποστήριξε σθεναρά τον διορισμό του Delors στη θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – μια θέση που θα κατείχε για μια δεκαετία, υπηρετώντας για τρεις θητείες, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο κάτοχο του αξιώματος. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η προεδρία του Ντελόρ ήταν πρωτοποριακή, δίνοντας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μια δυναμική που δεν υπήρχε την προηγούμενη δεκαετία. Είναι επίσης η περίοδος κατά την οποία τέθηκαν τα θεμέλια της νομισματικής ένωσης, και γενικότερα της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης, μια εξέλιξη στην οποία ο Ντελόρ, και οι Γάλλοι Σοσιαλιστές γενικότερα, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο.

Η λογική τους ήταν η εξής: δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του ΕΝΣ, η Bundesbank όριζε ουσιαστικά τα επιτόκια για όλα τα συμμετέχοντα κράτη, και ότι η έξοδος από το ΕΝΣ δεν θεωρούνταν επιλογή, οι Γάλλοι πείθονταν όλο και περισσότερο ότι υπήρχε μόνο ένας τρόπος να διατηρηθεί ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών με χαμηλό πληθωρισμό και ταυτόχρονα να αποσπαστεί ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής από τη Γερμανία: να πιέσουν για μια πλήρη ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Για τον Ντελόρ, η δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος έγινε ύψιστη προτεραιότητα και ξεκίνησε να πείσει τους απρόθυμους συναδέλφους του Ευρωπαίους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να αγκαλιάσουν την ιδέα. Το πρώτο βήμα ήταν η υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, το 1986, η οποία έθετε ως στόχο τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς έως το 1992. Ο Ντελόρ προχώρησε επίσης στην εξαγωγή των νέων απόψεων της Γαλλίας σχετικά με την κίνηση κεφαλαίων στην υπόλοιπη Ευρώπη, πιέζοντας για την πλήρη απελευθέρωση των κεφαλαιακών ροών σε ολόκληρη την ήπειρο – ανοίγοντας το δρόμο για τη νομισματική ένωση.

Αυτό αναδεικνύει την ιστορική σημασία της νεοφιλελεύθερης στροφής της γαλλικής Αριστεράς: αν οι Γάλλοι δεν είχαν αγκαλιάσει τη χρηματοπιστωτική απελευθέρωση σε εγχώριο επίπεδο, δεν θα είχαν ποτέ προσφέρει την υποστήριξή τους για μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική αγορά – και η νομισματική ένωση πιθανότατα δεν θα είχε δει ποτέ το φως της ημέρας.

Οι προτάσεις της Επιτροπής συνάντησαν αρχικά τη σθεναρή αντίσταση πολλών κυβερνήσεων. Αλλά στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο Ντελόρ είχε καταφέρει να αλλάξει ριζικά την ευρωπαϊκή προσέγγιση για τους ελέγχους κεφαλαίων – και να πείσει τις χώρες μέλη της ΕΕ να εισαγάγουν την πλήρη κινητικότητα των κεφαλαίων μέχρι το 1992, καθιστώντας ουσιαστικά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων κεντρικό δόγμα της αναδυόμενης ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς. Αυτό αποτελούσε δεσμευτική υποχρέωση όχι μόνο μεταξύ των μελών της ΕΕ αλλά και μεταξύ των μελών και των τρίτων χωρών.

Στην πραγματικότητα, ο Ντελόρ είχε καταφέρει να ωθήσει την Ευρώπη να υιοθετήσει πλήρως τη “συναίνεση των Παρισίων”, το ευρωπαϊκό ισοδύναμο της συναίνεσης της Ουάσιγκτον. Συνέπεια αυτού ήταν ένα ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα που ήταν, κατ’ αρχήν, το πιο φιλελεύθερο που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Υπό αυτή την έννοια, οι Ευρωπαίοι, κάθε άλλο ήταν παρά παθητικοί αποδέκτες των πολιτικών της ελεύθερης αγοράς που επινοήθηκαν στην Ουάσιγκτον. Για την ακρίβεια, προηγήθηκαν των Αμερικανών στην υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και στην προώθηση της εξάπλωσης του παγκόσμιου κεφαλαίου.

Αυτό επηρέασε επίσης σε μεγάλο βαθμό την οικοδόμηση της νομισματικής ένωσης. Εν ολίγοις, ο Ντελόρ κατάφερε να πείσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι, με την ένταξή τους στο ΕΝΣ και την απελευθέρωση των ροών κεφαλαίων, είχαν ουσιαστικά ήδη χάσει μεγάλο μέρος της οικονομικής τους κυριαρχίας- επομένως, δεν είχαν παρά να υιοθετήσουν τη νομισματική ολοκλήρωση ως έναν τρόπο ανάκτησης κάποιας κυριαρχίας σε υπερεθνικό επίπεδο, “έχοντας λόγο” στη συλλογική νομισματική πολιτική της Ευρώπης. Ήταν ένα έξυπνο επιχείρημα, αλλά λανθασμένο: όπως έδειξε η ιστορία, παραχωρώντας τη νομισματική τους πολιτική σε μια υπερεθνική κεντρική τράπεζα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κατέληξαν απλώς να χάσουν την ελάχιστη κυριαρχία που τους είχε απομείνει.

Ωστόσο, ο Ντελόρ βοηθήθηκε από το γεγονός ότι, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ακόμη και το γερμανικό κατεστημένο είχε συμφωνήσει με την ιδέα της νομισματικής ένωσης – και πράγματι, οι εθνικές ελίτ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν συμφωνήσει με την ιδέα μιας υπερεθνικής κεντρικής τράπεζας, πλήρως απρόσβλητης από τις δημοκρατικές πιέσεις, ως ενός χρήσιμου τρόπου απομόνωσης της οικονομικής πολιτικής από τη λαϊκή αμφισβήτηση. Μέχρι το 1989, η Επιτροπή Ντελόρ είχε δημοσιεύσει την εξαιρετικά σημαντική Έκθεση Ντελόρ, η οποία ουσιαστικά λειτουργούσε ως σχέδιο για την οικοδόμηση της νομισματικής ένωσης τα επόμενα χρόνια.

Η τελευταία πράξη αυτής της δημοκρατικής τραγωδίας ήρθε τρία χρόνια αργότερα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αυτή δεν καθόρισε μόνο ένα χρονοδιάγραμμα για την εγκαθίδρυση της νομισματικής ένωσης (σύμφωνα με την έκθεση Ντελόρ), αλλά δημιούργησε επίσης ένα de facto οικονομικό σύνταγμα που ενσωμάτωσε τον νεοφιλελευθερισμό στον ίδιο τον ιστό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέχρι τη λήξη της Επιτροπής Ντελόρ, το 1995, είχε τεθεί μεγάλο μέρος των θεμελίων για τον τεχνοεξουσιαστικό και αντιδημοκρατικό κολοσσό που θα γινόταν αργότερα η ΕΕ – και, σε μεγάλο βαθμό, οφείλουμε να “ευχαριστήσουμε” τον Ντελόρ, έναν Γάλλο σοσιαλιστή, γι’ αυτό.

Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό δεν οδήγησε μόνο στην κατεδάφιση του λατρεμένου ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου της Αριστεράς, προς όφελος των χρηματοπιστωτικών-επιχειρηματικών συμφερόντων (και, φυσικά, της Γερμανίας), αλλά άνοιξε επίσης τον δρόμο για την κατάρρευση της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής Αριστεράς – και την άνοδο της λαϊκιστικής Δεξιάς. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, η τελευταία είναι αυτή που πρέπει σήμερα να αποτίσει φόρο τιμής στον Ντελόρ.

Πηγή: UnHerd

Μετάφραση: antapocrisis

Ανάμεσα στον Ντελόρ και στον Σόιμπλε μεσολαβούν μόνο οι αυταπάτες

Την ίδια μέρα, σαν από ειρωνία της ιστορίας, πέθαναν δύο βαριά ονόματα της ιστορίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Ζακ Ντελόρ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ο πρώτος ήταν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν) κατά την κρίσιμη δεκαετία 1985 – 1995 και προώθησε την ιδέα του ευρώ, την ευρωπαϊκή ενοποίηση υπό τον γαλλογερμανικό άξονα, αλλά και τα “πακέτα” οικονομικής βοήθειας που πήραν το όνομά του. Ο δεύτερος ήταν υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, “αφεντικό” του Eurogroup κατά την περίοδο της κρίσης του ευρώ (2009 – 2017), ενορχηστρωτής της πανευρωπαϊκής λιτότητας, της γερμανικής Ευρώπης και πρωτεργάτης του οικονομικού στραγγαλισμού του ευρωπαϊκού Νότου και ιδίως της Ελλάδας.

Οι κουτοπόνηροι της κεντροαριστεράς αναδεικνύουν τις θηριώδεις τάχα διαφορές ανάμεσα στους δύο άνδρες. Μιλούν για την ικανότητα του πρώτου να ενώνει και του δεύτερου να χωρίζει. Για την σοσιαλιστική δοτικότητα των πακέτων Ντελόρ σε αντιδιαστολή με τη νεοφιλελεύθερη εκδικητικότητα των μέτρων Σόιμπλε. Για τον οραματιστή Γάλλο και τον πραγματιστή Γερμανό.

Οι κυνικοί της κεντροδεξιάς και του ακραίου κέντρου θα αποτίσουν φόρο τιμής στον αγαπημένο τους Σόιμπλε, ζητώντας γονυπετείς συγνώμη για τις κατάρες που εκτόξευσαν οι Έλληνες εναντίον του. Ήταν αυτοί που εύχονταν “βάστα Σόιμπλε” και “Γερούν γερά”, την περίοδο που ο ελληνικός λαός δυσφημίζονταν παγκοσμίως ως σπάταλος, ανεπρόκοπος, ανήθικος και τεμπέλης. Για αυτούς, ο Ντελόρ εκπροσωπεί την σπατάλη και το γλέντι, ενώ ο Σόιμπλε την “ενάρετη λιτότητα”, το μέτρο, τους κανόνες και τον λογαριασμό. Σιχαίνονταν άλλωστε μέχρι το μεδούλι τον λαό που διεκδικούσε την εθνική και κοινωνική του αξιοπρέπεια.

Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στον Ντελόρ και τον Σόιμπλε δεν μεσολαβεί τίποτα απολύτως, πέρα από τις αυταπάτες της ενοποίησης και τις ψευδαισθήσεις της σύγκλισης στην ΕΕ.

Ο Ντελόρ αναπόφευκτα οδηγεί στον Σόιμπλε και ο Σόιμπλε δεν θα υπήρχε χωρίς τον Ντελόρ.

Αυτή η πικρή αλήθεια, προϋποθέτει να δούμε την πρώτη περίοδο της ΕΟΚ και της ΕΕ (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, δημιουργία της Νομισματικής Ένωσης, ΕΣΠΑ κλπ), ως αυτό που πραγματικά υπήρξε: Μοχλός για την καταστροφή της παραγωγικής βάσης των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και ειδικά της Ελλάδας. Τα δισ ευρώ που διατέθηκαν στην ελληνική οικονομία από τα περίφημα πακέτα, θα αντιστάθμιζαν, υποτίθεται, τις αρνητικές συνέπειες από την ένταξη στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ.

Στην πραγματικότητα διεύρυναν τον δυσμενή συσχετισμό που χαρακτήριζε εξαρχής την ελληνική οικονομία σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κέντρο, παγίωσαν τα αρνητικά χαρακτηριστικά και τις δομικές ανεπάρκειες της Ελλάδας, σίτισαν γενναιόδωρα την αστική της τάξη, απαιτώντας διαρκώς λιτότητα για τους εργαζόμενους.

Οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις ενίσχυσαν δραστηριότητες που μετασχημάτισαν ακόμα περισσότερο την οικονομική βάση της χώρας σε μεταπρατική και μη παραγωγική κατεύθυνση, και αποτέλεσαν το τυράκι στη φάκα της παραγωγικής αποδιάρθρωσης.

Τα δε έργα, που οφείλονταν στα ευρωπαϊκά πακέτα, πράγματι μεγάλα και επιβλητικά, από το Μετρό και το αεροδρόμιο της Αθήνας, μέχρι τις Εθνικές Οδούς και τα λιμάνια, στόχευαν όλα, σχεδόν απλοκλειστικά, στο μοντέλο μιας Ελλάδας τουριστικού προορισμού, διαμετακομιστικού κέντρου, παροχής υπηρεσιών, μεταπρατισμού. Από τα ευρωπαϊκά πακέτα καλύφθηκαν φυσικά και πάγιες ανάγκες του ελληνικού δημοσίου (από κατασκευές σχολείων και νοσοκομείων μέχρι μισθοδοσίες), ξεγυμνώνοντας τον μύθο της ισχυρής Ελλάδας.

Μπούκωσαν από τα πακέτα Ντελόρ οι βασικές οικογένειες της αστικής τάξης στον κατασκευαστικό, ενεργειακό, χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς ήταν οι βασικοί υποδοχείς των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων και των αναγκαίων εθνικών συμμετοχών, αλλά και των δανειακών συμβάσεων που σύναπταν οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες για να υλοποιηθούν τα συγκεκριμένα έργα.

Δίπλα στην αστική τάξη, ένα πλήθος μεσαίων και μικρομεσαίων αετονύχηδων, μπασμένων στα κόλπα των επιδοτήσεων, μιλημένων με τα υπουργεία και τις επιτροπές, έχοντας κατάλληλα κονέ με όσους έλεγχαν φακέλους, έσπρωχναν αιτήσεις και ενέκριναν δάνεια, οι οποίοι έφτασαν στο σημείο να μην φτιάχνουν ούτε το καζανάκι στο εξοχικό τους αν πρώτα δεν έπαιρναν ΕΣΠΑ. Πρόκειται για τους ίδιους που σήμερα αναφωνούν υποκριτικά ότι “μαζί τα φάγαμε, πρέπει να τα πληρώσουμε και ευτυχώς που υπήρξε ο Σόιμπλε”.

Την ίδια στιγμή όμως που η αστική τάξη και οι σύμμαχοί της μπούκωναν χρήμα μέσω δημοσίων έργων, προμηθειών και δανείων, η ελληνική οικονομία ξεδοντιάζονταν συστηματικά. Γεωργία και βιομηχανία αποδιαρθρώθηκαν, η έρευνα και η τεχνολογία δεν στηρίχθηκαν, οι οικονομικοί κλάδοι έντασης γνώσης υπήρξαν αποκλειστικό προνόμιο της Βόρειας Ευρώπης, και η Ελλάδα, κατόπιν τριών δεκαετιών ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, κατέληξε να είναι χώρα γκαρσονιών, κακοπληρωμένης εργασίας, επισφάλειας, χρηματοπιστωτικής φούσκας και κερδοσκοπικού real estate. Με τα σχολεία και τα νοσοκομεία διαλυμένα.

Οι Έλληνες, σε αντίθεση με όσα διέδιδαν οι “βάστα Σόιμπλε”, δούλευαν περισσότερο από τους Ευρωπαίους, αλλά η δομή και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας κρατούσαν τη χώρα στον πάτο της παραγωγικότητας. Και για τη δομή και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, για τη χαμηλή παραγωγικότητα και τα διαρθρωτικά αδιέξοδα, για τη φυγή των καλύτερων μυαλών στο εξωτερικό και την ανυπαρξία κάθε σχεδιασμού ανασυγκρότησης δυναμικών τομέων στην παραγωγή και στην οικονομία, δεν φταίνε οι αγρότες που έκαναν τις επιδοτήσεις μπουκάλια με Σίβας στα επαρχιακά σκυλάδικα (αγαπημένο επιχείρημα των γερμανόψυχων), αλλά ο ίδιος ο προσανατολισμός των “πακέτων” στήριξης της ΕΕ.

Ο λογαριασμός που πληρώθηκε επί Σόιμπλε αφορούσε το σαθρό και παρασιτικό οικονομικό μοντέλο που αναπτύχθηκε. Το μοντέλο που συγκροτήθηκε πάνω στην “απορρόφηση των ΕΣΠΑ”, όπου πλήθος αρπακτικών γύρω από τα κόμματα εξουσίας, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, σιτίζονταν πλουσιοπάροχα, δημιουργώντας εφήμερες επιχειρηματικές αρπαχτές που χρηματοδοτούνταν αδρά από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, τους ελληνικούς προϋπολογισμούς και τα προνομιακά δάνεια των τραπεζών.

Αυτό το χρεοκοπημένο μοντέλο κυριάρχησε εξαιτίας – και όχι ενάντια – στα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης.

Αυτό θέλησαν για την Ελλάδα, αυτό έκαναν.

Η αντιδιαστολή της εποχής Ντελόρ στην εποχή Σόιμπλε, απλώς υπηρετεί το προπαγανδιστικό αφήγημα της αστικής τάξης: “Ήρθαν λεφτά, εμείς τα φάγαμε, εμείς γλεντήσαμε, στο τέλος εσείς πληρώσατε”.

Η εποχή της εξαγοράς, του φθηνού δανεισμού και του μαζικού εκμαυλισμού, έπρεπε να προηγηθεί της εποχής που πληρώνεται ο λογαριασμός, της εποχής δηλαδή των μνημονίων, της λιτότητας, της κοινωνικής κατάρρευσης και της οικονομικής στασιμότητας.

Να γιατί ο Ντελόρ αναπόφευκτα οδηγούσε στον Σόιμπλε και ο Σοιμπλε δεν μπορεί παρά να διαδέχονταν τον Ντελόρ.

Ανάμεσά τους δεν βρίσκεται τίποτα απολύτως πέρα από τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας ήταν προς όφελος της χώρας και του λαού της.

Κινδυνεύει η ευρωπαϊκή δημοκρατία με τη Λεπέν; Πλάκα κάνετε;

Η Ευρώπη είναι σε βαθιά υπαρξιακή κρίση, το μεταπολεμικό σύστημα πολιτικής αντιπροσώπευσης έχει διαρραγεί, και οι γαλλικές εκλογές το επιβεβαίωσαν για μια ακόμα φορά. Η Γαλλία, όπως και κάθε ευρωπαϊκή χώρα, αλλά ίσως με πιο εκφραστικό τρόπο, δείχνει το θυμό, την απογοήτευση και την οργή της. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. 

Ούτε ο Διαφωτισμός κινδυνεύει, ούτε η Δημοκρατία. Έχουν άλλωστε ήδη εκτελεστεί εν ψυχρώ, από όσους σήμερα παριστάνουν τους ανήσυχους και καλούν σε συσπείρωση γύρω από τον Μακρόν. Η σημερινή Δύση δεν έχει αφήσει τίποτα σώο από την προοδευτική κληρονομιά των περασμένων αιώνων. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο για να το γκρεμίσει η Λεπέν. Η δουλειά έχει γίνει. 

Ανησυχούν μήπως η ακροδεξιά Λεπέν αναιρέσει τις δημοκρατικές κατακτήσεις, αυτοί, που στην Ουκρανία πριμοδότησαν, εξέθρεψαν και νομιμοποίησαν τα ναζιστικά τάγματα της εθνικιστικής καθαρότητας. Μα τι εκλεκτικισμός είναι αυτός;

Πρώτα, εξίσωσαν τον κομμουνισμό με τον ναζισμό. Μετά, αναθεώρησαν την ιστορία. Ενοχοποίησαν ή και απαγόρευσαν κάθε αναφορά στο σοσιαλιστικό παρελθόν. Εξέθρεψαν το νεοναζιστικό φαινόμενο στο όνομα της αποκομμουνιστικοποίησης. Και σήμερα υιοθετούν, χειροκροτούν, χρηματοδοτούν και εξοπλίζουν τα ναζιστικά τάγματα. Για αυτούς, μπροστά στον Πούτιν, ο Χίτλερ είναι πταίσμα. 

Να μας συγχωρείτε λοιπόν, αλλά δεν μοιραζόμαστε τον τρόμο τους. Συγκρινόμενη με τον ουκρανικό ναζισμό, η Λεπέν είναι αρσακειάδα.

Φυσικά, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, η Λεπέν μοιάζει ξένη. Μοιάζει αλλά δεν είναι. Γιατί δίπλα στις ξενοφοβικές και ομοφοβικές πλευρές της ακροδεξιάς, υπάρχουν οι δηλώσεις πίστης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στην ελεύθερη αγορά και στην ευρωατλαντική στρατηγική. Ο αντισυστημισμός της Λεπέν, δεν υπάρχει, παρά μόνο ως ρητορεία.

Ακριβώς είκοσι χρόνια πριν, ο πατέρας Λεπέν ερχόταν δεύτερος πίσω από τον Σιράκ. Το σοκ διαδέχθηκε ένας “δημοκρατικός συναγερμός” από την Αριστερά μέχρι τη Δεξιά, που στοιχιζόταν πίσω από τον Σιράκ “χωρίς επιφυλάξεις”. Η εγχείρηση τότε πέτυχε, αλλά ο ασθενής στην πορεία πέθανε. 

Τα δημοκρατικά αντανακλαστικά του λαού ήρθαν πολύ γρήγορα αντιμέτωπα με μια αντιδημοκρατική και αντιλαϊκή πολιτική, είτε με κεντροδεξιό, είτε με κεντροαριστερό πρόσημο. Η συγκεκριμένη εξέλιξη, κανονικοποίησε την Ακροδεξιά, και άφησε τους πάντες με την απορία τι χειρότερο θα γινόταν αν έλειπε αυτός ο “δημοκρατικός συναγερμός”.

Είκοσι χρόνια μετά, το σοκ είναι πολύ μικρότερο. Μάλλον ανύπαρκτο. Εν μέρει γιατί η Ακροδεξιά λειαίνει όλο και περισσότερο τις αιχμές της. Κυρίως όμως, γιατί η συστημική, πλειοψηφική έκφραση του πολιτικού συστήματος γεννά τόση και τέτοια απογοήτευση, που ακόμα και οι βάρβαροι φαντάζουν “μιά κάποια λύση”. 

Όσο για τους ιεροκήρυκες των ευρωπαϊκών αξιών, του Διαφωτισμού και της Δημοκρατίας, που φρίττουν μπροστά στο ενδεχόμενο της Λεπέν και ηδονίζονται με τον φιλελεύθερο Μακρόν, αρκεί μία και μόνο ερώτηση: 

Τι θα ψηφίζατε, αν στο δεύτερο γύρο περνούσε η Λεπέν με τον Μελανσόν; 

Η απάντηση είναι δεδομένη. 

Αυτή η κινούμενη ντροπή του ακραίου κέντρου, θα ψήφιζε με νύχια και με δόντια Λεπέν μην τυχόν και θιγεί η κερδοφορία των αγορών και η Ευρώπη του κεφαλαίου. 

Η Λεπέν δεν θα ήταν πλέον η ακροδεξιά πράκτορας του Πούτιν, αλλά η Πασιονάρια του νεοφιλελευθερισμού. 

Διότι άμα ο εχθρός εμφανιστεί στις πύλες, οι ναζιστικές ύαινες του Αζόφ γίνονται πατριωτικά λιοντάρια και τα ακροδεξιά όρνεα της Γαλλίας γίνονται φιλελεύθερα αρνάκια. 

Ο Διαφωτισμός και η Δημοκρατία έγιναν κουρέλια από μια ευρωπαϊκή ελίτ που επί δεκαετίες σκόρπισε απλόχερα τη φτώχεια, την ανασφάλεια, την ανεργία. Οι ακροδεξιές δυνάμεις έχουν αιχμή το μεταναστευτικό αλλά βαθύτερη και υποβόσκουσα αιτία της ανόδου τους είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός που έφερε η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός. 

Λένε οι φιλελεύθεροι υποτακτικοί των ΗΠΑ ότι ο Ορμπάν ή η Λεπέν, είναι φίλοι του Πούτιν. Οι πιο ευφάνταστοι από αυτούς θεωρούν, ότι μετά τις αμερικανικές εκλογές που έφεραν τον Τραμπ, ο Πούτιν θα “κλέψει” και τις εκλογές στη Γαλλία. Εδώ ισχύει το ρητό “το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη”. Αυτός που (κατά τη γνώμη τους) σχεδόν κατατροπώθηκε στον πόλεμο με την Ουκρανία, είναι ικανός να διαμορφώνει τη λαϊκή ετυμηγορία στην Αμερική και στη Γαλλία; Θα ήταν ηλίθιοι αν δεν ήταν χυδαίοι. 

Η Ευρώπη βρίσκεται σε παρακμή. Ο πόλεμος στην Ουκρανία την έφερε πολύ πίσω. Την καθιστά ολοκληρωτικά εξαρτώμενη από τον υπερατλαντικό σύμμαχο. Οι ηγέτες της και οι πολιτικές της δυνάμεις προτιμούν να προσχωρήσουν, ίσως και να πρωτοστατήσουν στη Νατοϊκή σταυροφορία, θυσιάζοντας την πολυδιαφημισμένη ευημερία των κοινωνιών τους. 

Όσοι αλλόφρονες φανατικοί καλούσαν τους Ευρωπαίους να πεινάσουν αλλά να μην ενδώσουν στον Πούτιν, τι ακριβώς εκλογικό αποτέλεσμα περίμεναν στη Γαλλία; Και ποιες πολιτικές εξελίξεις εγκυμονεί μια τρομακτική αύξηση στο κόστος ενέργειας, δηλαδή στο κόστος παραγωγής και μεταφοράς, δηλαδή στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκων οικονομιών; 

Ακόμα και αν η Λεπέν χάσει από τον Μακρόν τη μεθεπόμενη Κυριακή, η επόμενη Λεπέν θα κερδίσει τον επόμενο Μακρόν. Γιατί πέρα από τα φληναφήματα του φιλελευθερισμού, υπάρχει και η πραγματική ζωή με τις πραγματικές της συνθήκες.

Ίσως όμως ολόκληρη η Δυση είναι σε παρακμή. Η φθίνουσα πορεία της αντανακλάται στην πρωτόγνωρη αμφισβήτηση της ηγεμονίας της, που πριν είκοσι χρόνια ήταν απολύτως δεδομένη. Δεν αμφισβητείται απλώς από τη Ρωσία. Αμφισβητείται – κυρίως – από την Κίνα, αλλά και από την Ινδία, από το Πακιστάν, από το Ιράν, από τη Βραζιλία.

Και όπως κάθε παρακμάζουσα αυτοκρατορία, η Δύση έχει τους Ούννους και τους Βησιγότθους που της αντιστοιχούν. Τον Τραμπ, τη Λεπέν, τον Ορμπάν και άλλους που θα ξεφυτρώνουν σε μια μακρά πορεία στο μέλλον. Όμως το θέμα είναι η παρακμή. Δεν είναι οι ανεμοδείκτες της. 

Ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική: Βάθεμα και συνεχής διεύρυνση της δυαδικής κοινωνίας

… υπάρχει ένα μεγάλο γεγονός, που χαρακτηρίζει το 19ο αιώνα μας, ένα γεγονός που κανένα κόμμα δεν τολμά να το αρνηθεί. Από τη μία μεριά, γεννήθηκαν βιομηχανικές επιστημονικές δυνάμεις που δεν τις είχε ποτέ υποπτευθεί καμία εποχή από την προηγούμενη ιστορία της ανθρωπότητας. Από την άλλη μεριά υπάρχουν συμπτώματα κατάπτωσης που επισκιάζουν με το παραπάνω τις φρίκες που διηγούνται για τα τελευταία χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Στις μέρες μας το καθετί φαίνεται να εγκυμονεί το αντίθετό του. Οι μηχανές, οι προικισμένες με την θαυμάσια δύναμη να συντομεύουν και να κάνουν πιο καρποφόρα την ανθρώπινη εργασία, βλέπουμε να καταδικάζουν την τελευταία στην πείνα και την υπερεργασία. Οι καινούριες πηγές πλούτου, από κάποια παράδοξη κατάρα της μοίρας, μετατρέπονται πηγές της στέρησης. Οι νίκες της τεχνικής φαίνονται να εξαγοράζονται με το χάσιμο του χαρακτήρα. Στον ίδιο βαθμό που η ανθρωπότητα δαμάζει την φύση, ο άνθρωπος φαίνεται να σκλαβώνεται σε άλλους ανθρώπους ή στην ίδια του την ποταπότητα. Ακόμα και το καθαρό φως της επιστήμης φαίνεται να μη μπορεί να φωτίσει παραπάνω στο σκοτεινό φόντο της αμάθειας. Όλες οι εφευρέσεις και οι πρόοδοι μας φαίνονται να έχουν σαν αποτέλεσμα να προικίζουν τις υλικές δυνάμεις με διανοητική ζωή και να υποβιβάζουν την ανθρώπινη ζωή στο επίπεδο μιας υλικής δύναμης…

Καρλ Μαρξ

Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η μεταφορά των βιομηχανικών μονάδων σε ζώνες χαμηλότερου εργατικού κόστους, οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν νέα δεδομένα στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, της εργασίας και της κοινωνίας.

Η “πλήρης απασχόληση” δεν αποτελεί παρά μία παλιά ανάμνηση για τους περισσότερους εργαζόμενους κι η οποία δεν εμφανίζεται πια σε κανένα πρόγραμμα καμίας ευρωπαϊκής κυβέρνησης ή κόμματος. Το “κράτος-πρόνοια” που αναπτύχθηκε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο στην Ευρώπη έχει μπει στο “κρεβάτι του Προκρούστη”, ενώ η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός παρουσιάζονται σαν φυσική και παραδεκτή κατάληξη μιας οικονομικής ανάπτυξης που επιβάλλουν οι ιθύνοντες του Διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο λεγόμενος κοινωνικός διάλογος αποτελεί μία στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης, για να εξασφαλίσει την όσο δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση για τα μέτρα που θα παρθούν στην πορεία σύγκλισης με στόχο την υπογραφή ενός νέου “κοινωνικού συμβολαίου”. Όμως, το να μιλάει κανείς με συνδικαλιστές, των οποίων η ευρύτητα της εκπροσώπησης και της κοινωνικής απήχησης είναι αμφίβολες, δε σημαίνει ότι μιλάει με τους εργαζόμενους, την κοινωνία. Αντίθετα, οι άνεργοι της Goodyear, της Softex κλπ, μαζί με αυτούς που θα επακολουθήσουν, τους νέους που είναι χωρίς δουλειά, όλοι αυτοί που κυνηγάνε το μεροκάματο από το πρωί μέχρι το βράδυ, συγκροτούν ένα κοινωνικό στρώμα που δεν εκπροσωπείται σε κανένα διάλογο και που χρόνια τώρα, αγνοείται προκλητικά από όλες τις κυβερνήσεις, τα κόμματα και τα συνδικάτα.

Η πορεία σύγκλισης των χώρων της ΕΕ επιβάλλει μία “νέα κοινωνική πολιτική”. Το σημείωμα που ακολουθεί πραγματεύεται την ανατίναξη στη μεταΜΑΑΣΤΡΙΧΤ εποχή ολοκλήρου του “μεταπολεμικού κοινωνικού οικοδομήματος”.

Η νέα ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική

Η οικονομική και κοινωνική κρίση που μαστίζει πάνω από μια 20ετία τις χώρες της ΕΕ προκαλεί αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής, όσο και στην αναδιανομή του παραγόμενου προϊόντος. Η κρίση της υπερσυσσώρευσης σημαίνει την αδυναμία του κεφαλαίου να πετύχει ικανοποιητικούς όρους επένδυσης που να προσφέρουν ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους.

Η οικονομική μεγένθυση της μεταπολεμικής περιόδου – “τα 30 ένδοξα χρόνια του καπιταλισμού” – υποχωρεί και τη θέση της καταλαμβάνει η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των χώρων της ΕΕ.

Η αναδιάρθρωση της οικονομίας των χώρων της Ευρώπης δεν αφορά μόνο τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και την ίδια τη φύση και τον ρόλο της εργασίας. Η ευλυγισία – ευελιξία του κεφαλαίου εκδηλώνεται προς δύο κατευθύνσεις : στην οργάνωση της παραγωγής με την επέκταση του ευλύγιστου εργαστηρίου, και δεύτερον, στη μείωση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος με αιχμή τη συμπίεση της ζωντανής εργασίας.

Η μακροχρόνια ανεργία, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, η αύξηση του ποσοστού της απόλυτης εξαθλίωσης και της φτώχειας, ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελούν ορισμένα από τα νέα χαρακτηριστικά του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, τα οποία είναι τα νέα δεδομένα της “μεταβιομηχανικής εποχής”.

Η κρίση του “ κράτους-πρόνοιας” – και, κατ’ επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης και πολιτικές – θέτει μία σειρά από ερωτήματα. Μπορεί να υπάρξει κοινωνική πολιτική στη μεταΜΑΑΣΤΡΙΧΤ εποχή; Ποιος θα ασχοληθεί με τα προβλήματα της φτώχειας, της μακροχρόνιας ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού; Ποιος θα αναλάβει το κόστος συντήρησης και ποιος θα κατορθώσει να αντιμετωπίσει τα προαναφερόμενα προβλήματα; Μήπως η νεοφιλελεύθερη πολιτική ή η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της; Μήπως η κρατική ή ιδιωτική κερδοσκοπική δραστηριότητα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης;

Αφού διάφορες πλευρές τίθεται το ζήτημα της κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ και της ανάληψης πρωτοβουλιών αντιμετώπισης των προβλημάτων της φτώχειας, της μακροχρόνιας ανεργίας κλπ. Η κυβέρνηση φαίνεται να υιοθετεί τη λεγόμενη “κοινωνική αλληλεγγύη” για μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων, επιστρέφοντας πολλές δεκαετίες πίσω, στην πρώτη περίοδο της κοινωνικής ασφάλισης, στα γνωστά “ταμεία αλληλοβοήθειας”. Όμως, κατά πόσο είναι δυνατή μία “νέα κοινωνική πολιτική” ανάλογη με αυτή του “κράτους-πρόνοιας” της μεταπολεμικής περιόδου σε μία περίοδο διεθνών οικονομικών, τεχνολογικών, κοινωνικών αλλαγών και ανακατατάξεων όπου το στοιχείο της δυαδικοποίησης των κοινωνιών καθίσταται εντονότερο παρά ποτέ, κι οι οποίες κοινωνικές πολιτικές για περιορισμό της κοινωνικής διχοτόμησης καθίστανται ολοένα και πιο αναποτελεσματικές!

Στη Διακυβερνητική Διάσκεψη των 15 της ΕΕ – που συγκλήθηκε τον Ιούνιο του ‘96 στην Φλωρεντία – οι ιθύνοντες αποφάσισαν να επανεκτιμήσουν τη στρατηγική τους για την απασχόληση και την ανεργία. Γιατί, η χαλάρωση στη εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης του Μάαστριχτ οδηγεί σε αποκλίσεις αφού τους στόχους και φυσικά δεν ψάχνουν να βρουν τρόπους για την εξάλειψη της ανεργίας, αλλά μοναδικό τους μέλημα είναι να αποφύγουν τις επερχόμενες κοινωνικής εκρήξεις. Στην ουσία πρόκειται για ένα “νέο κύμα” τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση της Λευκής Βίβλου, μιας πιο άγριας επίθεσης ενάντια στους λαούς της Ευρώπης.

Η Λευκή Βίβλος ήταν μία ιδιαίτερη στιγμή στην προσπάθεια για τη μέγιστη ευελιξία στην αγορά εργασίας : η δημιουργία μιας δεύτερης αγοράς εργασίας, με μειωμένο ή μεταβλητό ωράριο εργασίας, με μερική απασχόληση και με μειωμένες αμοιβές και κοινωνικής εισφορές. Μία “στιγμή” που εγκαινίασε την επίθεση του κεφαλαίου στη “νέα εποχή” και που υπαγορεύθηκε από τα σημαντικά προβλήματα στους βασικές καπιταλιστικές χώρες. Η όλη “φιλολογία” για το κόστος της κοινωνικής πολιτικής, το υψηλό εργατικό κόστος κλπ, όλα αυτά, βρίσκονται στην υπηρεσία του κεντρικού στόχου, που είναι, για άλλη μια φορά, η αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το “νέο κύμα” δεν μπορεί να εξαπολυθεί με την ωμότητα, τον κυνισμό και την “αναισθησία” άλλων εποχών, αλλά είναι απαραίτητο μαζί με τους εκβιασμούς να “χρυσωθεί το χάπι” και να παρουσιασθεί σαν εκδήλωση “κοινωνικής ευαισθησίας ή αλληλεγγύης” στη μάχη ενάντια στην ανεργία.

Το κείμενο που παρουσιάσθηκε στη συνοδό κορυφής της ΕΕ στη Φλωρεντία, τον Ιούνιο του ‘96, για συζήτηση, έχει τίτλο “Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Εμπιστοσύνης για την Απασχόληση” και κινείται σε 4 άξονες :

  • Τη σύνταξη νέων οικονομικών προγραμμάτων σύγκλισης
  • Την επιτάχυνση στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς
  • Αλλαγές στην αγορά εργασίας
  • Την υιοθέτηση νέων κατευθύνσεων για τα Διαρθρωτικά Ταμεία με προσανατολισμό δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Στο “Σύμφωνο Εμπιστοσύνης για την Απασχόληση” υπάρχουν προτάσεις που αφορούν θέματα ανταγωνισμού, ενίσχυσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, εκπαίδευση και επανεκπαίδευση των εργαζομένων, αναπροσανατολισμός των Διαρθρωτικών Ταμείων κλπ. Όμως, αυτό που αναμένεται στο εγγύς μέλλον είναι η τελική επίθεση του Διευθυντηρίου της ΕΕ που δεν αφορά μόνο την καταπολέμηση της ανεργίας μέσω της εξάπλωσής της, δηλαδή να μοιραστεί σε περισσότερους εργαζόμενους και να γενικευθεί η υποαπασχόληση και η φτώχεια – με τις κλασικές πια υποσχέσεις για νέες θέσεις εργασίας, αλλά και την κατεδάφιση ολόκληρου του “μεταπολεμικού κοινωνικού οικοδομήματος” που θεωρείται κι ο μεγάλος ένοχος για τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Το “κράτος-πρόνοια” σαν μηχανισμός αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας επικεντρώνει τους στόχους του στη διατήρηση, αναπαραγωγή και ενίσχυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, παρεμβαίνει και ρυθμίζει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, συμβάλλοντας στην άμβλυνση των ταξικών αντιθέσεων. Αποτελεί μία συγκεκριμένη μορφή κράτους μία δεδομένη χρονική περίοδο, που πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 1920 και μορφοποιήθηκε ολοκληρωμένα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ την τελευταία 20ετία αποτελεί αντικείμενο σοβαρών αμφισβητήσεων. Ο ρόλος του “κράτους-πρόνοιας” αμφισβητείται όλο και περισσότερο και ταυτόχρονα υιοθετούνται πολιτικές που απονεκρώνουν τα όποια “επιτεύγματά” του και συρρικνώνονται δραστηριότητές του, με αποτέλεσμα να διευρύνεται η κρίση και στην κοινωνική πολιτική.

Η κοινωνική πολιτική και ειδικότερα η κοινωνική ασφάλιση δεν αποτελούν απλές λειτουργίες του “κράτους-πρόνοιας” αλλά τα συστατικά μέρη του. Η γέννηση του, στις αρχές του 20ου αιώνα, συμπίπτει με τη βιομηχανική επανάσταση. Η ανάγκη εξεύρεσης εργασιών χεριών, αλλά και η αντίσταση των αγροτικών πληθυσμών να προλεταριοποιηθούν, αποτελούσαν εμπόδιο στην αναπαραγωγή και σταθεροποίηση του εργατικού δυναμικού.

Σε κάθε καθεστώς συσσώρευσης αντιστοιχεί ένας ορισμένος τρόπος οργάνωσης της παραγωγής αλλά και ένας συγκεκριμένος τύπος μισθωτής σχέσης. Η ύπαρξη διαφορετικού τύπου μισθωτής σχέσης εκφράζει μία διαφορετική σχέση ανάμεσα στην κοινωνική ασφάλιση, την αναπαραγωγή και τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, που ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής είναι σε κρίση, η μισθωτή σχέση διαφοροποιείται. Η οργάνωση της παραγωγής, η ιεράρχηση των ειδικεύσεων, η κινητικότητα των εργαζομένων, ο τρόπος καθορισμού των μισθών και ο τρόπος χρήσης του μισθού, που αποτελούν τα πέντε συστατικά στοιχεία του τόπου της μισθωτής σχέσης, έχουν υποστεί σημαντικές μεταβολές.

Η ευελιξία – ευλυγισία χαρακτηρίζει το νέο καθεστώς ανάπτυξης και της μισθωτής σχέσης. Η ευλυγισία πλήττει την οργάνωση της εργασίας, επεκτείνει τις μορφές μερικές και εποχιακής απασχόλησης, αυξάνει την ευελιξία των μισθών και αλλάζει τον τρόπο καθορισμού τους. Από συλλογικές συμβάσεις ανάμεσα σε εργαζόμενους, κράτος, εργοδοσία, οδηγούμαστε σε διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο συγκεκριμένο εργοδότη και το συγκεκριμένο εργαζόμενο. Δηλαδή η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και της μισθωτής σχέσης πραγματοποιείται στο επίπεδο της επιχείρησης, όπως και η κοινωνική ασφάλιση σταδιακά συρρικνώνεται προς όφελος της ιδιωτικής.

Η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στη διαμόρφωση μισθωτών πολλαπλών ταχυτήτων, με την κατηγορία των μισθωτών που συνεχώς διευρύνεται να χαρακτηρίζεται από τον ευέλικτο τύπο μισθωτής εργασίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του τόπου μισθωτής εργασίας είναι η μερική απασχόληση, η σύνδεση μισθού με παραγωγικότητα, η ερπετών έλλειψη παροχών κοινωνικής ασφάλισης κλπ. Η διάσπαση αυτή της μισθωτής εργασίας που παρατηρείται σήμερα στην παραγωγική διαδικασία επηρεάζει αρνητικά και την όποια κοινωνική ασφάλιση, ενισχύει ανισότητες που οι πολιτικές αντιμετώπισής τους επικεντρώνονται σε “λύσεις” μερικές και αποσπασματικές.

Σε ότι αφορά την Ελλάδα, το “κράτος-πρόνοια” δεν υπήρξε με την μορφή που συναντάται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μία στοιχειώδης μορφή του παρουσιάσθηκε, πολύ αργότερα, μετά τη μεταπολίτευση. Το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης, η περιορισμένη συγκέντρωση κεφαλαίου, το χαμηλό ποσοστό της μίσθωσης εργασίας, η οικογενειακή αλληλεγγύη εμπόδισαν την ανάπτυξή του. Σε ότι αφορά την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και της μισθωτής σχέσης, οι διαφορές είναι αρκετά σημαντικές σε σχέση με άλλες χώρες. Η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από μεγάλη αστάθεια, οι μισθωτοί αποτελούν μέχρι τις αρχές του ‘80 τη μειοψηφία του εργατικού δυναμικού και οι αμοιβές είναι καθηλωμένες μέχρι το ‘74 και γενικά αποσυνδεδεμένες από το κόστος ζωής και παραγωγικότητας. Στην Ελλάδα κυριαρχεί η μικρομεσαία επιχείρηση και η αυτοαπασχόληση σε σχέση με τη μισθωτή εργασία.

Η κοινωνική ασφάλιση αναπτύσσεται αποσπασματικά και δίχως σχεδιασμό. Αναπτύσσεται πολύ αργά σε σχέση με άλλες χώρες και δεν καλύπτει μέχρι το 1980 το σύνολο των εργαζομένων. Τα αίτια αυτής της καθυστέρησης θα πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας μεταπολεμικά, στις συνθήκες συσσώρευσης του κεφαλαίου και στην έλλειψη του “κράτους-πρόνοιας”.

Οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία αποτελούνται από τα έξοδα των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης για συντάξεις, υγεία και πρόνοια. Οι κύριες πηγές των εσόδων είναι κυρίως οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και εργοδοτών. Σε ότι αφορά τις δαπάνες, το μεγαλύτερο ποσοστό είναι δαπάνες για τη σύνταξη και ακολουθούν οι αντίστοιχες για ασθένεια.

Στα διάφορα προγράμματα σύγκλισης, το ασφαλιστικό έχει ανακηρυχθεί σε πρωταρχικό πρόβλημα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ. Η αύξηση των ελλειμμάτων στον τομέα της ασφάλισης, σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζει στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, θέτει ως στόχο για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) με τη μείωση της κοινωνικής ασφάλισης. Η αυστηρή εφαρμογή της λιτότητας, η επεξεργασία νέων σκληρότερων πολιτικών “δημοσιονομικής πειθαρχίας”, η κατεδάφιση των κοινωνικών κατακτήσεων και εταιρειών δικαιωμάτων αποτελούν τα κύρια θέματα συζήτησης στη Διακυβερνητική Διάσκεψη.

Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ, η μείωση των ελλειμμάτων αποτέλεσαν ένα από τα τρία κριτήρια για την επίτευξη των στόχων της σύγκλισης των χώρων της ΕΕ. Το δημογραφικό πρόβλημα (γήρανση, μετανάστες) προβάλλεται από τους ιθύνοντες σε πρωταρχικό παράγοντα της κρίσης, με αποτέλεσμα η μόνη δυνατή πηγή αύξησης των εσόδων να είναι η αύξηση των ασφαλίστρων και των ορίων συνταξιοδότησης. Η κοινωνική πολιτική θεωρείται κόστος και τροχοπέδη στη δυνατότητα ανταγωνισμού των χώρων της ΕΕ και για αυτό θα πρέπει να μειωθεί μέχρι την πλήρη κατάργησή της.

Στη δεκαετία του ‘80, το “κράτος-πρόνοια” θα εισέλθει σε περίοδο κρίσης. Η έμφαση που δίδεται στα διάφορα προγράμματα σύγκλισης είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού, ενώ η όποια αναφορά σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής απουσιάζει παντελώς από τις αποφάσεις της ΕΕ. Οι φωνές που ακούγονται για τη δημιουργία του ευρωπαϊκού κοινωνικού χώρου και οι συζητήσεις για την ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική στις Διακυβερνητικές συνδιασκέψεις έχουν στο στόχαστρο τις “συντεχνίες” που αρνούνται να δώσουν κάτι από τα ”κεκτημένα”υπέρ των “μη εξασφαλισμένων” και να επιχειρηθεί να παρουσιασθεί το ζήτημα σαν κόντρα “βολεμένων” και ανέργων, κι όλα αυτά με “κοινωνικό διάλογο”, “κοινωνική ευαισθησία”, προσκλήσεις για”νέα κοινωνικά συμβόλαια”.

Η Λευκή Βίβλος, όπως και το “Σύμφωνο Εμπιστοσύνης για την Απασχόληση” δεν αναφέρονται καθόλου σε κοινωνικά ζητήματα, αλλά αποσκοπούν κύρια στην απελευθέρωση των εμποδίων στην αγορά εργασίας. Γιατί, σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατεί, η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται μόνο από το εργατικό κόστος. Η λογική των ιθυνόντων δεν οριοθετεί μόνο τον τρόπο που θα επιτευχθεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά καθορίζει και ένα νέο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Η αύξηση της ανεργίας, η αύξηση του ποσοστού φτώχειας, το τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα επιφέρουν αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, οδηγώντας προς μία “κοινωνία των ⅔”.

Από τα σημαντικότερα προβλήματα της “μεταβιομηχανικής κοινωνίας” είναι τι πρόβλημα της ανεργίας. Οι προοπτικές αντιμετώπισής του για το μέλλον δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες. Τα ποσοστά ανεργίας αυξάνουν συνεχώς, η “πλήρης απασχόληση” όπως αυτή υπήρξε την μεταπολεμική περίοδο συρρικνώνεται, ενώ η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών δεν απαιτεί πλέον ολόκληρη την προσφερόμενη εργασία. Η ζωντανή εργασία αντικαθίστατο από τη νεκρά εργασία και η ανεργία εκτός από μόνιμο πλέον φαινόμενο, αποκτά και διαρθρωτικό χαρακτήρα. Στην τωρινή φάση συσσώρευσης, η χρήση των νέων τεχνολογιών αποτελεί σημαντικό παράγοντα αύξησης της παραγωγικότητας και όχι τόσο το φθηνό εργατικό κόστος. Η επίτευξη των κριτηρίων της ΟΝΕ θα επιφέρει το αμέσως επόμενο διάστημα σημαντικές αλλαγές – ειδικότερα στις νότιες χώρες της ΕΕ, στον τομέα της εργασίας και της κοινωνικής πολιτικής. Γιατί, χώρες σαν την Ελλάδα θα στηρίξουν όλη την προσπάθεια για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας στη μείωση του εργατικού κόστους, υποβαθμίζοντας ακόμα περισσότερο το ήδη χαμηλό επίπεδο των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών.

Η “επίλυση” του προβλήματος της ανεργίας αποτελεί έναν από τους “αόρατους στόχους” της ΟΝΕ, δηλαδή μέσω της επίτευξης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, της ευελιξίας των μισθών και της πλήρους κινητικότητας της παραγωγικής δύναμης. Οι επιπτώσεις από την ΟΝΕ στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα επιδεινωθούν τα επόμενα χρόνια στην πορεία προς τη σύγκλιση των κρατών-μελών. Η ανεργία θα πάρει εκρηκτικές διαστάσεις και θα συμβάλει στο σταδιακό μετασχηματισμό της μορφής και του περιεχομένου των εργασιακών σχέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, έχουν αυξηθεί οι θέσεις μερικής απασχόλησης.

Η επέκταση της μερικής απασχόλησης, μέσα από τη μείωση του αριθμού των εργαζομένων σε συνθήκες “πλήρους απασχόλησης”, δημιουργεί πλέον τις προϋποθέσεις ύπαρξης εργαζόμενων πολλαπλών ταχυτήτων και, ενώ μέχρι σήμερα η φτώχεια συνέπιπτε με την έλλειψη εργασίας, στο άμεσο μέλλον θα συμπίπτει και με την ύπαρξη εργασίας μερικής απασχόλησης.

Η επίτευξη των κριτηρίων σύγκλισης θα επαυξήσει τα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού. Η μακροχρόνια ανεργία, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση θα επιδράσουν αρνητικά και στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η οικοδόμηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού χώρου σαν συμπλήρωμα του οικονομικού, στην πραγματικότητα σημαίνει αναπαραγωγή και συνεχή διεύρυνση της δυαδικής κοινωνίας.

Το “κράτος-πρόνοια” που αναπτύχθηκε σε μία συγκεκριμένη περίοδο ολοκλήρωσε τον κύκλο του. Σήμερα, σε διαφορετικές συνθήκες από αυτές των “30 ενδόξων χρόνων” του κεφαλαίου, διακρίνουμε μία νέα φάση οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών που χαρακτηρίζονται από τη διαμόρφωση νέων συνθηκών ανταγωνισμού μέσα σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο τεχνολογικό πλαίσιο στην παραγωγική διαδικασία.η αύξηση της ανεργίας δεν οδηγεί στην προλεταριοποίηση μόνο ανειδίκευτους εργάτες αλλά και ειδικευμένους, επιστήμονες, ακόμα και στελέχη επιχειρήσεων. Η ανεργία μακράς διάρκειας, μετατρέπεται σε “ανεργία αποκλεισμού”, δηλαδή στην κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο άνεργος περνάει οριστικά στο περιθώριο, οπότε και οι όποιες πολιτικής αδυνατούν να τον επανεντάξουν στην παραγωγή.

Η κοινωνική πρόνοια που διαμορφώθηκε στη βάση της μισθωτής εργασίας, της “πλήρους απασχόλησης” των 8ωρων εργασίας βρίσκεται “υπό διωγμό” και αμφισβήτηση. Στην εποχή μας, που χαρακτηρίζεται από οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές ανακατατάξεις, από την αύξηση της απόλυτης εξαθλίωσης, τη διεύρυνση της μακροχρόνιας ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, οι διαφοροποιήσεις δεν είναι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές. Η αύξηση της ανεργίας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα κάποιων οικονομικών συγκυριών, αλλά κυρίως είναι το παράγωγο αποτέλεσμα του μετασχηματισμού στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και της ίδιας της εργασίας.

Η άποψη που προβάλλεται από Διεθνείς Οργανισμούς και υιοθετείται από εργοδοτικές ενώσεις και συνδικάτα υποταγμένα στο κεφάλαιο είναι το “μοίρασμα της εργασίας” μέσα από τη μείωση των ωρών εργασίας με παράλληλη μείωση των αποδοχών με στόχο την “καταπολέμηση” της ανεργίας μέσα από την εξάπλωσή της. Αποδεικνύεται ολοένα και πιο καθαρά, ότι η νέα ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική στη αυγή του 21ου αιώνα είναι η διεύρυνση της δυαδικής κοινωνίας.

Το κείμενο γράφτηκε το Μάιο του 1997 στη Θεσσαλονίκη