Άρθρα

Αμερικανοτσολιαδισμός και ιστορικός αναθεωρητισμός

ΟΕυάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός σε συγκυβέρνηση, «χτύπησε» ξανά, με ένα, κατά τα συνήθη γραπτά του, εντελώς αδιάφορο γενικώς άρθρο. Όπως όλα τα «φαινόμενα» της άνυδρης ιδεολογικώς περιόδου του εκσυγχρονισμού, διάλεξε τον τίτλο «ψύχραιμη εθνική στρατηγική» και πέτυχε να μη μιλήσει ούτε για ψύχραιμη, ούτε για εθνική, ούτε για στρατηγική. Αυτό δεν είναι βεβαίως περίεργο για δημόσια πρόσωπα της συνομοταξίας του: η στρατηγική τους ερχόταν πάντα από «έξω» και από «πάνω», επομένως πώς να αναπτύξουν ικανότητες διαμόρφωσης εθνικής στρατηγικής; Ως εκ τούτου το άρθρο αυτό τελειώνει με μια έκκληση για «συμπεριληπτική εθνική στρατηγική, που μπορεί να συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική και πολιτική συναίνεση», χωρίς φυσικά κανένα ίχνος περί του τι θα προέβλεπε μια τέτοια στρατηγική.

Κανένα; Όχι ακριβώς. Υπάρχει ένα, μόνο που δεν είναι εθνικό. Στην πραγματικότητα δε, αποτελεί και τον λόγο που γράφτηκε αυτό το άρθρο, δηλαδή την ανάγκη του κ. Βενιζέλου να δηλώσει παρών, ξανά και εμφατικώς, στον αμερικανοτσολιαδισμό που κυριαρχεί στην εποχή μας και στην πατρίδα μας: «Η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ χωρίς αμφιταλαντεύσεις και εξαιρετισμούς». Είναι κατανοητό; Ναι, σε όλα. Πώς ήταν εκείνα τα «ναι σε όλα» στον κ. Σόιμπλε; Τώρα «ναι σε όλα» στον κ. Τσούνη.

Μάλιστα, θα πει κανείς, αλλά η Τουρκία που αμφιταλαντεύεται φαίνεται να κερδίζει σε ισχύ και επιπλέον μας απειλεί. Να μην αγχωνόμαστε μας λέει ο κ. Βενιζέλος και προπαντός ψυχραιμία. Οι ΗΠΑ θα μας σώσουν. Ή όπως έλεγε και ο Ιωαννίδης όταν οι Τούρκοι επιβιβάζονταν στα αποβατικά το ’74: «Άσκηση είναι, μην τους προκαλείτε».

Επιπλέον, επειδή ο κ. Βενιζέλος θέλει να μας πει ότι έτσι ήταν πάντα και επομένως, και αν στραβώσει κάτι με τις συμβουλές του (όπως και συνήθως συμβαίνει), ο ίδιος καμία ευθύνη δεν φέρει, σε μια αποθέωση, δυστυχώς όχι ασυνήθιστη, ανιστόρητου ιστορικού αναθεωρητισμού και γραικυλισμού μας λέει ότι «η Ελλάδα γεννήθηκε ως ανεξάρτητο κράτος πριν από 200 χρόνια, με τη θεωρία ότι μπορεί να συμβάλει, μαζί με την παρακμάζουσα τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην ανακοπή της καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο».

Προσέξτε, δεν μας λέει ότι αυτή ήταν η επιδίωξη των Αγγλογάλλων, εξ ου και αναγκάστηκαν να συρθούν προς μια μετριοπαθή υποστήριξή της, μετά και τις θετικές προς την επανάσταση ρωσικές κινήσεις. Δεν μας λέει ότι ήταν ο πόθος και ο αγώνας των Ελλήνων για απελευθέρωση που εδραίωσαν την επανάσταση, ώστε να μην μπορούν να την παραγνωρίσουν οι ξένοι. Μας λέει ο κ. Βενιζέλος ότι ουσιαστικώς μας έκαναν κράτος οι απέξω και επομένως πρέπει να μείνουμε ταγμένοι στον αντιρωσισμό.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ένας εκλεκτός της αμερικανοκρατίας και της ολιγαρχίας. Πάντα ήταν. Ακόμα και εμείς που αγαπούμε τον Ανδρέα Παπανδρέου και δεν το κρύβουμε, καταλογίζουμε στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ ότι μέσα στις διάφορες αντιφάσεις του, διέπραξε το μέγιστο λάθος να μην πετάξει εκτός ΠΑΣΟΚ και πολιτικής ζωής, τους δεξιούς, όταν μπορούσε και έπρεπε. Τους πληρώσαμε και θα τους πληρώνουμε για πολύ καιρό ακόμα.

Ο κ. Βενιζέλος όμως είναι και κάτι άλλο: είναι ένας από τους βασικούς θεωρητικούς της υποτέλειας (με το αζημίωτο βεβαίως, δηλαδή την ικανοποίηση ή την προσδοκία ικανοποίησης της αρχομανίας του). Ο λόγος του είναι τοξικός, γιατί επικαλείται την επιστημονική αυθεντία, την ψυχραιμία (την οποία παροιμιωδώς δεν επέδειξε ποτέ ως προτέρημα) και την ιστορική θεμελίωση (ενώ είναι καταφανώς ανιστόρητος). Δεν είναι ο μόνος φυσικά. Οι επενδύσεις των γνωστών ξένων πρεσβειών έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους, ώστε να παράγονται γραφίδες ατελείωτες που επαναλαμβάνουν τα παραπάνω. Αυτό άλλωστε είναι και το άγχος του κ. Βενιζέλου. Υπάρχουν τόσοι πολλοί, διαθέσιμοι σε όλο το πολιτικό φάσμα, ώστε σταδιακώς έχει γίνει ένας στο σωρό, εξ ου και το παραπάνω άρθρο. Τι να κάνουμε; Έχει και η υποτέλεια σε υπερπροσφορά τις αντενδείξεις της.

Πηγή: Κοσμοδρόμιο

Τίνος είναι βρε γυναίκα τα νησιά;

Σε συνέντευξη ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ Νεντ Πράις αν και ρωτήθηκε 3 φορές για το ζήτημα της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών που αμφισβητεί η Τουρκία, απάντηση δεν έδωσε. Αυτά για τα περί καθαρής θέσης των «συμμάχων» μας στο ΝΑΤΟ που ναι μεν διαλύουν χώρες, οργανώνουν πραξικοπήματα και προκαλούν πολέμους από πριν γεννηθώ, αλλά τουλάχιστον θα μας σώσουν από τις αναθεωρητικές ορέξεις της Τουρκίας.

Ολόκληρος ο διάλογος:

Δημοσιογράφος: Η Ελλάδα, πρόσφατα ανέπτυξε δεκάδες τεθωρακισμένα οχήματα και άρματα στα νησιά με αποστρατιωτικοποιημένο status, κοντά στην ηπειρωτική Τουρκία. Σας ανησυχεί ή όχι ότι οι εντάσεις που προκαλούνται από την Ελλάδα κλιμακώνονται;

Νεντ Πράις: Η βασική μας έγνοια είναι ότι την ώρα που η Ρωσία έχει και πάλι εισβάλει σε ένα ανεξάρτητο κράτος και η διατλαντική και παγκόσμια κοινότητα στέκεται στο πλευρό του λαού της Ουκρανίας, δεν είναι η ώρα για δηλώσεις ή πράξεις που θα δημιουργήσουν εντάσεις μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ. Συνεχίζουμε να ενθαρρύνουμε τους ΝΑΤΟικούς συμμάχους μας να συνεργαστούν και να διατηρήσουν την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή και να επιλύσουν τις όποιες διαφορές, μπορεί να έχουν, διπλωματικά.

Δημοσιογράφος: Πάνω σε αυτό, μπορείτε να μας πείτε εάν αυτά τα νησιά είναι — εάν ανήκουν στην Ελλάδα ή στην Τουρκία;

Νεντ Πράις: Το ξαναλέω: Ενθαρρύνουμε τους ΝΑΤΟικούς μας συμμάχους να επιλύσουν οποιεσδήποτε διαφορές που μπορεί να έχουν διπλωματικά.

Δημοσιογράφος: Ποια είναι η θέση των ΗΠΑ σε αυτό το θέμα;

Νέντ Πράις: Θεωρούμε ότι πρέπει να μείνουμε επικεντρωμένοι σε αυτό που αποτελεί συλλογική απειλή για όλους μας και αυτή είναι η επίθεση της Ρωσίας.

Μήπως το «ανήκουμε στη Δύση», δίνοντας γη και ύδωρ στα διεθνή αρπακτικά, δεν είναι και τόσο ασφαλής ιδέα τελικά;

** Στα ελληνικά ΜΜΕ δεν είδαμε τον παραπάνω διάλογο παρά μόνο μια διορθωτική απάντηση που έστειλε κατόπιν εορτής το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ που αναφέρει πως η κυριαρχία στα νησιά δεν αμφισβητείται. Πανηγυρισμοί από τους έλληνες δημοσιογράφους και την πολιτική ελίτ για μια διόρθωση… Η ουσία όμως βρίσκεται στην παραπάνω συζήτηση.

Η ελληνική άρχουσα τάξη δεν μπορεί να υπερασπίσει ούτε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, ούτε την ειρήνη στην περιοχή

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Οι τελευταίες εξελίξεις με τις έρευνες του Oruc Reis συνιστούν αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Για την ακρίβεια επιβάλουν ντε φάκτο την άποψη του τουρκικού επεκτατισμού ότι τα ελληνικά νησιά στερούνται εντελώς υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Το ζήτημα δεν είναι ποιες είναι οι ακριβείς συντεταγμένες των NAVTEX της Τουρκίας, αλλά ότι αυτές κάθε φορά μετακινούνται από Νότια του Καστελόριζου προς τη θάλασσα νότιο – ανατολικά της Κρήτης και της Ρόδου. Η Τουρκία ξεκινά την εφαρμογή του τουρκολιβυκού μνημονίου που ορίζει ως τουρκική ΑΟΖ όλη τη θαλάσσια περιοχή νότια και ανατολικά της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Προχωρά ένα ακόμα βήμα προς την απαίτησή της για μοίρασμα του Αιγαίου στην νοητή γραμμή ανάμεσα στην Τουρκία και στην ηπειρωτική Ελλάδα, αγνοώντας ολοκληρωτικά τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και τις Κυκλάδες. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η υποτίμηση των εξελίξεων ως ήσσονος σημασίας είναι αφελής και προοπτικά επικίνδυνη.

Δύο εβδομάδες νωρίτερα, η ελληνική κυβέρνηση, με την υπογραφή της μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου, είχε ήδη αποδεχτεί ότι ακόμα και νησιά σαν την Κρήτη έχουν μειωμένη επήρεια στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρηπίδα. Συνυπέγραψε μάλιστα αυτή την παραδοχή με μια χώρα που θεωρείται σύμμαχη και δεν προβάλει την παραμικρή διεκδίκηση απέναντι στην Ελλάδα και την εθνική της κυριαρχία. Ο κατατεμαχισμός και η αλά καρτ προσέγγιση της οριοθέτησης της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι ρίχνει νερό στο μύλο του τουρκικού επεκτατισμού.

Ο ισχυρισμός της ελληνικής κυβέρνησης ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος, αν και είχε ποντίσει καλώδια στο βυθό, δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε έρευνες λόγω του «θορύβου» που προκαλούνταν από τα περιβάλλοντα πλοία, κάνει τέλειο τον επί δεκαετίες εξευτελισμό της ελληνικής διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής. Επιβεβαιώνει ότι στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό υπάρχει μια επεκτατική πλευρά που διαρκώς προβάλει νέες απαιτήσεις με πράξεις και τετελεσμένα, και μια υποχωρητική πλευρά που διαρκώς αποδέχεται το γκριζάρισμα συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων, γκρινιάζοντας για το διεθνές δίκαιο, εκλιπαρώντας κάθε φορά τους ισχυρούς συμμάχους μήπως και βρει δικαίωση.

Η τελευταία εξέλιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αποτελεί μόνο κλιμάκωση των διαδοχικών επεκτατικών διεκδικήσεων της γειτονικής χώρας αλλά και απόδειξη χρεοκοπίας της εξωτερικής πολιτικής που ασκεί η ελληνική άρχουσα τάξη. Δείχνει ότι οι επί μήνες θριαμβολογίες για δήθεν απομόνωση της Τουρκίας βρίσκονταν αποκλειστικά στη φαντασία του κυβερνητικού μηχανισμού προπαγάνδας. Αποδεικνύει επίσης ότι το «θεωρείστε μας δεδομένους» που δηλώνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ και η πολιτική της διαχρονικής υποτέλειας και ραγιαδισμού, δεν διασφαλίζει στο παραμικρό την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Ειδικά την τελευταία περίοδο, από την υπογραφή του μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης και μετά, η ελληνική εξωτερική πολιτική σέρνεται βεβιασμένα και άτσαλα πίσω από τις τουρκικές πρωτοβουλίες, επιχειρώντας να «απαντήσει» με διμερείς συμφωνίες για την ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Μόνο που οι ίδιες αυτές οι συμφωνίες, αντί να ισχυροποιήσουν, αποδυναμώνουν τις ελληνικές θέσεις, μετατρέποντας τη χώρα σε τερματοφύλακα διαδοχικών επιθετικών ενεργειών, με ιδιαίτερη έφεση στα αυτογκόλ.

Η ελληνική αστική τάξη, με μπόλικη κουτοπονηριά και περίσσευμα χατζηαβατισμού, θεώρησε κατά τα προηγούμενα χρόνια ότι η όξυνση Τουρκίας – ΗΠΑ θα βάλει την Ελλάδα ως μεγάλο συνδαιτημόνα στο τραπέζι των ιμπεριαλιστών. Προχώρησε στη σύμπτυξη του άξονα Ελλάδα – Ισραήλ – Αίγυπτος, υπό αμερικανική καθοδήγηση, θεωρώντας ότι όσο περισσότερο υποτακτική είναι στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, τόσο περισσότερο θα κερδίσει. Έκανε για μια ακόμα φορά λάθος.

Η ολόπλευρη εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ και την ΕΕ και η φανατική προσκόλληση στο ευρωατλαντικό πλαίσιο, αποδεικνύεται ανίκανη να υπερασπίσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. ΗΠΑ και Γερμανία ενδιαφέρονται κυρίως για τον εξευμενισμό της Τουρκίας, πριμοδοτούν ανοικτά τον ελληνοτουρκικό διάλογο για το σύνολο των λογικών και παράλογων διεκδικήσεων της Άγκυρας, στοχεύουν σε βάθος χρόνου στο μοίρασμα, στη συγκυριαρχία και στη συνεκμετάλλευση, γνωρίζοντας πως ό,τι και να κάνουν στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις της θα είναι μονίμως δεδομένες και υποτακτικές. Ειδικά η Ε.Ε. εμφανίζεται λιγότερο ενιαία από ποτέ, καθώς η μεν Γερμανία ιεραρχεί με απόλυτο τρόπο τις εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία και τις συμφωνίες για το προσφυγικό, επιδιώκοντας να κρατά ικανοποιημένη την Άγκυρα, ενώ η αποδυναμωμένη Γαλλία επιχειρεί να δημιουργήσει αντίβαρα στην τουρκική παρουσία στη Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή αλλά και να προωθήσει τα προϊόντα της πολεμικής της βιομηχανίας.

Η στάση της ΕΕ απέναντι στην αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, σε τίποτα δεν θυμίζει διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας ή έστω στήριξη προς χώρα – μέλος της. Από την άλλη, επί δεκαετίες στην Ελλάδα η παραμονή στην Ε.Ε. παρά την παραγωγική αποσάθρωση και το κοινωνικό ολοκαύτωμα που αυτή απαιτούσε, παρουσιάζονταν ως απαραίτητη για να διασφαλιστεί η χώρα από τους γεωπολιτικούς κινδύνους εξ Ανατολών. Η οικονομική κρίση και τα μνημόνια οδήγησαν σε μεγαλύτερη εμβάθυνση της ιδεολογίας της εξάρτησης και της υποτέλειας. Στη λογική του αστικού πολιτικού συστήματος έχει ενσωματωθεί απολύτως η λογική της ψωροκώσταινας.

Η ελληνική άρχουσα τάξη ούτε καν μπορεί να διανοηθεί μια ανεξάρτητη, πολυεπίπεδη, εθνικά και κοινωνικά αξιοπρεπή πολιτική. Συνεχίζει και εκλιπαρεί την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ για μια δήλωση συμπάθειας, αντί να πιέσει με κάθε διπλωματικό μέσο (και βέτο), ενώ στο εσωτερικό από τη μια δημιουργεί θόρυβο για τη στρατιωτική ετοιμότητα της χώρας και από την άλλη επιδίδεται σε γελοίες δηλώσεις για τους ανέμους ή το θόρυβο των πλοίων… Πουλάει πατριωτισμό και εθνική υπερηφάνεια μόνο για εσωτερική κατανάλωση, ενώ προς το εξωτερικό επιδεικνύει το διαχρονικό ραγιάδικο χαρακτήρα της. Ο διαχωρισμός και με τις δύο αυτές όψεις του ίδιου νομίσματος (πατριδοκαπηλεία εντός – ραγιαδισμός εκτός) είναι βασικό αφετηριακό σημείο για κάθε προοδευτική και πραγματικά πατριωτική δύναμη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με αυτή της τη στάση, όχι μόνο ναρκοθετεί την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, αλλά κάνει δυσκολότερη τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή. Η πολιτική του κατευνασμού ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι δεν οδηγεί στην ειρήνη αλλά στον πόλεμο. Τα θερμά επεισόδια δεν απομακρύνονται από τα ρεσιτάλ παθητικότητας ούτε από τις ικεσίες προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Η Τουρκία, κατά τη συνήθη της πρακτική δοκιμάζει βήμα το βήμα τα όρια ανοχής της ελληνικής άρχουσας τάξης. Στόχος δεν είναι οι έρευνες αυτές καθαυτές αλλά η σταδιακή κατοχύρωση των απαιτήσεών της. Τελικός σταθμός είναι η συνδιαχείριση όλων των θαλάσσιων περιοχών σε Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο κερδίζοντας όμως λεόντειο μερτικό που να αντιστοιχεί στο αυξημένο γεωπολιτικό μέγεθός της έναντι της αποδυναμωμένης Ελλάδας και της μικρής Κύπρου. Για αυτό το λόγο και είναι αφέλεια η προσδοκία ότι η ειρήνη διασφαλίζεται με μια μικρή υποχώρηση. Οι διεκδικήσεις θα επανέρχονται και θα κλιμακώνονται από μια ανεξάρτητη, ενιαία και με στρατηγική τουρκική πολιτική που επιδιώκει να γίνει ρυθμιστής στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, και όχι μόνο.

Στην Ελλάδα, η υπεράσπιση της ειρήνης, της εθνικής κυριαρχίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού αναζητά εκφραστή. Η άρχουσα τάξη σε όλες τις εκδοχές της δίνει γη και ύδωρ στον ιμπεριαλισμό και καταλήγει, με τον χυδαίο πραγματισμό του ακόμα πιο αποδυναμωμένου Ραγιά, στην αποδοχή των γκρίζων κυριαρχικών δικαιωμάτων και της συγκυριαρχίας με μειωμένο ρόλο και λόγο. Μοναδικός υπερασπιστής της εθνικής κυριαρχίας αναδεικνύεται ο λαός, μοναδικός δρόμος ο διεθνισμός απέναντι στον ιμπεριαλισμό αλλά και απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Στο βαθμό που καθυστερεί μία ραγδαία και ριζοσπαστική μεταμόρφωση της Ελλάδας σε μία ανεξάρτητη και δημοκρατική χώρα, η εσωτερική σήψη θα τροφοδοτεί και την εξωτερική υποταγή.

Ο ραγιάς θέλει τον Σουλτάνο του

Θα μπορούσαμε να περιγελούμε όλη μέρα την αστική μας τάξη για την τεράστια διάσταση ανάμεσα στις διακυρήξεις και την πρακτική εφαρμογή των. Για την γραφικότητα και την αστειότητα των επιχειρημάτων ή των σχεδιασμών της. Κυρίως, για την ανικανότητα της να διαχειριστεί την οποιαδήποτε κρίση. Θα μπορούσαμε, αν η οποιαδήποτε κρίση και αποτυχία της δεν πέρναγε πάνω από το σώμα του λαού και της εργατικής τάξης της χώρας και της ευρύτερης περιοχής.

Ο εθνικισμός της ελληνικής άρχουσας τάξης, αυτού του κρατικοδίαιτου εσμού επιχειρηματιών και του φαιδρού πολιτικού προσωπικού που διαχειρίζεται την εξουσία της, εκφράζει απόλυτα την αμαρτωλή συγκρότηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Ένας εθνικισμός ραγιάδικος, που συνεχώς μικρομεγαλίζει, στενά εξαρτημένος από τις ξένες πλάτες που τον ανέθρεψαν με στοργή στα πατρικά τους γόνατα. Αυτή, άλλωστε, η αρρωστημένη σχέση εξάρτησης έχει διαμορφώσει ένα ορισμένο κόμπλεξ για κάθε είδους πατρώνα: μόλις κάποιος λίγο μεγαλύτερος εμφανίζεται στο προσκήνιο, η αυθόρμητη τάση αυτού του λιγδιάρικου, ρευστού χυλού είναι η προσκόλληση, ο παρασιτισμός, η υποταγή.

Αυτό που δηλαδή ονομάζεται ραγιαδισμός, εξέφραζε μία γενική εσωτερική τάση ενός σχηματισμού, που απαιτεί και παράγει συνεχώς το αντίθετο του: τους πάσης φύσεως Σουλτάνους, που θα κρατήσουν τους προεστούς και δημογέροντες του στην σχετικά προνομιούχα θέση τους. Κανένας νέο-οθωμανισμός δεν θα είχε στεριώσει και δεν θα αποτελούσε σήμερα εως και κρυφό πόθο ορισμένων στοιχείων της ελληνικής πραγματικότητας, εντελώς αποξενωμένων από τον τόπο και με μόνη σκέψη την προσκόλληση σε νέους πατρώνες, αν δεν είχε ως εσωτερική αναγκαιότητα ύπαρξης τον ραγιαδισμό.

Και αν καταλήγουμε να μιλάμε με εντελώς «οθωμανική» ιστορική φρασεολογία, αυτό απλώς φανερώνει την διάθεση να είμαστε στο πνεύμα και το κλίμα των ημερών. Ωστόσο, οι αλλαγές που συντελούνται στην ευρύτερη περιοχή είναι ιστορικές, φανερώνουν ανατροπές στο μοίρασμα της γεωπολιτικής πίτας, που καταρχήν δεν θα άφηνε ανεπηρέαστους τους αιώνιους πελάτες των ιμπεριαλιστών και των τοποτηρητών τους.

Ο Ερντογάν ολοκληρώνει την διεθνή αφήγηση του: «ο ιμπεριαλισμός μοίρασε την Μ. Ανατολή στα συντρίμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μοιρασιά αυτή άφησε μόνο καταστροφή, φτώχεια και πολέμους στις χώρες αυτές. Σήμερα, κανείς εγγυητής σταθερότητας στην περιοχή δεν υφίσταται, με σοβαρή αυτόνομη οικονομική δυναμική και γεωπολιτική και στρατιωτική επάρκεια. Η Τουρκία μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο ενός ανανεωμένου παίχτη στην αιώνια πληγή της Ανατολικής Μεσογείου, παράγοντας σταθερότητας».

Αυτές οι διακηρύξεις οδηγούν σε αποτελέσματα: Προσεταιρίστηκε τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης. Είναι δίπλα στον τσακισμένο Λίβανο. Έβαλε πόδι στην Συρία, εισβάλλει στο Ιράκ, καθορίζει εξελίξεις στην Λιβύη, αποκτά στενότερη επαφή με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων, μοιράζει την θάλασσα της Κύπρου. Τέλος, μοιράζεται το τελικό του αγκάθι, το Αιγαίο Πέλαγος, ως τρανταχτή και συμβολική κίνηση εισόδου στην θαλάσσια ζωή της Ανατολικής Μεσογείου.

Η Τουρκική άρχουσα τάξη είχε την δυναμική και τα αντανακλαστικά να μπορεί να διαχειρίζεται ακόμα και τις αναποδιές: η σταδιακή απομάκρυνση του σεναρίου εισόδου στην ΕΕ οδήγησε σε ισχυρά ανταποδοτικά οφέλη με αφορμή το προσφυγικό. Από μακάριοι φίλοι των ΗΠΑ και έτοιμοι για στρατιωτική σύρραξη με την Ρωσία, περνάνε αστραπιαία στο ακριβώς απέναντι στρατόπεδο, της προσέγγισης της Ρωσίας στο ζήτημα της Συρίας, που ασχέτως αν δικαίωσε όλους τους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, καθιέρωσε με στόμφο την Τουρκία ως περιφερειακό διαχειριστή των ζητημάτων της Μ. Ανατολής, ενώ σχετικοποίησε και την μέχρι τότε εικόνα του καλού παιδιού. Το ίδιο συμβαίνει και με την τουρκική παρουσία στην Λιβύη, ασχέτως αν τελικά ο Χαφτάρ με τα στρατεύματα του επικρατήσει στην αντιπαράθεση.

Και αν στο επίπεδο της εξωτερικής της ώθησης, η τουρκική άρχουσα τάξη εμφανίζεται πολυσχιδής, δυναμική, γεμάτη ισχύ και αυτοπεποίθηση, στο εσωτερικό της χώρας η κατάσταση εμφανίζει ρωγμές, που, όμως, συνεχώς συγκρατούνται από την τολμηρή εξωτερική πολιτική του. Σαφές είναι, ότι ο εθνικισμός παράγει αποτελέσματα, η επέκταση των μονοπωλίων παράγει ελπίδες «εθνικής μοιρασιάς». Το εσωτερικό αγκάθι, δε, των καταπιεσμένων εθνοτήτων, ήτοι βασικά των Κούρδων, και των δημοκρατικών δικαιωμάτων (με τις σκληρές διώξεις αριστερών και δημοκρατικών πολιτών) αποτελεί ένα χαρτί, το οποίο δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί έξω από την ένταξη του σε ένα διεθνιστικό πολιτικό πλαίσιο. Η εσωτερική ζωή αυτήν την στιγμή κρατείται σε μία ισορροπία εύθραυστη, σε μία μέθη που παράγουν οι αφηγήσεις της εξωτερικής πολιτικής.

Η υπερβολική, βέβαια, εξάρτηση της κατά τα άλλα διαρραγείσας εσωτερικής πολιτικής ζωής της Τουρκίας από τις επιτυχίες ή «επιτυχίες» της εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος, υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο πως η οποιοδήποτε καθυστέρηση αυτής της περιφερειακής αναβάθμισης της Τουρκίας μπορεί να δημιουργήσει εσωτερικές δυναμικές, οι οποίες τελικά θα εξαφανίσουν αυτήν την δυναμική. Αν, άλλωστε, και η ίδια η τουρκική ηγεσία έχει την ελάχιστη αυτοεπίγνωση, οι σταθμίσεις κόστους-οφέλους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ορισμένη αποκλιμάκωση, αν το κάθε βήμα είχε και ένα ορισμένο τίμημα και δεν άξιζε το ρίσκο. Αλλά αυτή η διαπίστωση ενέχει τεράστιο άχθος, σε αυτόν που τίμια θέλει να σταθεί ενώπιον της, ωστόσο, εντελώς διαλεκτικά, και εδώ η ισχύς του φαινομένου αποτελεί την βαθύτερη, τελικά, αδυναμία του. Μία χώρα που θα είχε μπροστά της το ερώτημα της ανεξαρτησίας και της ειρήνης, μοναδική οδό για την συγκεκριμένη αποκλιμάκωση θα είχε την προβολή ορισμένου μεγέθους ισχύος αποτροπής, με αυτές τις επισημάνσεις κατά νου. Αλλά τα θέματα δεν είναι τεχνικά: όλα αυτά είναι γνωστά. Το θέμα είναι η πολιτική βούληση.

Ο Ερντογάν και η πολιτική του είναι απλώς ένα ακόμα επεισόδιο, που υπογραμμίζει την αδυναμία της ελληνικής άρχουσας τάξης να χειριστεί τις υποθέσεις του λαού. Στην θέση του στην εξίσωση θα μπορούσε να μπει η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, η διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού, η διαμόρφωση μίας χώρας εξαρτημένης από την υπερ-τουρισμό κ.ο.κ. Η ισχύς και η δυναμική του Ερντογάν έρχεται να εμπεδώσει στον ελληνικό λαό μίας ακόμα μορφής ανημπόρια, όμοια με αυτήν που υφίσταται σε κάθε μορφής κρίση.

Πλέον, στο τραγικό σημείο στο οποίο έχει περιέλθει η ελληνική αστική τάξη, η γελοιοποίηση της ολοκληρώνει την τραγωδία, όσο προσπαθεί «να κάνει ό,τι πρέπει να κάνει, για να μην κάνει ό,τι πρέπει να κάνει»… Κυνηγάει τάχα το Oruc Reis κάνοντας φασαρία, ενώ το μήνυμα της περιορισμένης κυριαρχίας, που είναι ο βασικός στόχος της κίνησης Ερντογάν, έχει επιτευχθεί. Γελοιοποιήθηκε και η δήθεν ξαφνική και απρόσμενη κίνηση του ορισμού ΑΟΖ με Αιγύπτου τόσο ταχύτατα, που είναι φανερό ότι απλώς σερνόταν πίσω από τις προηγούμενες τουρκικές κινήσεις (τουρκολιβυκό μνημόνιο). Τώρα, καλεί σε έκτακτο συμβούλιο της ΕΕ και παρέμβαση των ΗΠΑ: όλων εκείνων, οι οποίοι θεωρούν την Ελλάδα δεδομένη και ανήμπορη και την Τουρκία μήλο της διεθνούς διπλωματικής έριδος.

Αναμενόμενοι από εχθρούς και «φίλους», ας δούμε και οι ίδιοι το αναμενόμενο τέλος με τα μάτια μας: ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων, που σε κάθε περίπτωση το στατους κβο θα ανατραπεί. Εκχώρηση κυριαρχίας και συνδιαχείριση, την οποία προωθεί το ίδιο το επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας και ίσως και κάποιοι να την καλοβλέπουν, είτε για να μην χαλάσουν σχέσεις με τις ΗΠΑ, είτε γιατί ακόμα και μία νεοθωμανική Τουρκία φαντάζει ένα ενδιαφέρον σώμα προς προσκόλληση.

Η ανάδυση του Σουλτάνου λυρικά φαίνεται να αποτελεί την πλήρωση ενός απαισιόδοξου πεπρωμένου του ελληνικού ραγιαδισμού, που είναι πολύ πιο βαθύ απο τον Ερντογάν: είναι η αναζήτηση του καλύτερου πατρώνα, για να παρατήσουμε τα κλειδιά διαχείρισης μίας χώρας, την οποία ξεζουμίσαμε, ξεπαστρέψαμε παραγωγικά, και τελικά δεν έχουμε άλλως να αντλήσουμε από αυτήν, πέρα από την εκχώρηση της. Ο λαός και η εργατική τάξη είναι απλώς παρακολούθημα στη δοσοληψία, πάντα σε χειρότερο συσχετισμό, πάντα με μειωμένες ικανότητες ενός ανεξάρτητου ορίζεσθαι.

Στον βαθμό που δεν συντελείται μία βίαιη και ραγδαία ανατροπή του τρόπου ύπαρξης της χώρας σερβιτόρου των Ευρωπαίων και καρπαζοεισπράκτορα του ΝΑΤΟ, η δορυφοριοποίηση της Ελλάδας στον επόμενο ισχυρό παίκτη θα αποτελεί απλά ολοκλήρωση της εξέλιξης της άρχουσας τάξης της χώρας, με ολέθριες συνέπειες κυρίως για τον λαό της, τα δημοκρατικά δικαιώματα του, την ήδη τσακισμένη και διαλυμένη έννοια της εθνικής κυριαρχίας. Και ακόμα και οι πιο «τεχνικού χαρακτήρα» επισημάνσεις περί ενός σχεδίου αμυντικής αποτροπής, ανεξάρτητης εθνικής οικονομικής ζωής, διεθνούς περιφερειακού ρόλου και πρωτοβουλιών για την ειρήνη στην περιοχή, ασταμάτητη στηλίτευση της δικτατορίας του Ερντογάν, αταλάντευτη πρωτοβουλία και θάρρος στην άμεση υπεράσπιση της κυριαρχίας σε κάθε στιγμή αμφισβήτησης της, συμπλέκονται αναμφίβολα με αυτά τα ερωτήματα προσανατολισμού. Μοναδική πυξίδα αποτελεί εκείνος ο παράγοντας στην εξίσωση που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα: οι λαοί, η ανάγκη τους για ειρηνική ζωή, η πάλη τους για καλύτερη διαβίωση. Ο ρόλος των αντι-ιμπεριαλιστικών και αντι-πολεμικών δημοκρατικών κινημάτων καθίσταται κεντρικός, και ο ρόλος του λαού και της εργατικής τάξης συνεχίζει να αποτελεί το κλειδί στην λύση της εξίσωσης. Το άμεσο ξεκαθάρισμα της πολεμικής απέναντι στην αποσταθεροποιητική πολιτική του Ερντογάν, η πολιτική υπέρ της ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας, η πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή, μπορεί να αποτελεί τον μίτο της Αριάδνης.

Η χρεωκοπία των φαντασιώσεων της ελληνικής ελίτ

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το Oruc Reis βρίσκεται στην θεωρούμενη από την Ελλάδα ως υφαλοκρηπίδα της και έχει απλώσει καλώδια, δηλαδή εξασκεί κυριαρχικό δικαίωμα επί ελληνικής θαλάσσιας ζώνης. Το αν ο θόρυβος του επιτρέπει να εξάγει αποτέλεσμα από την ενέργειά του αυτή ή όχι είναι αδιάφορο ως προς την άσκηση του κυριαρχικού δικαιώματος. Πρόκειται όχι απλώς για δευτερεύον, αλλά για κωμικό ζήτημα στο βαθμό που χρησιμοποιείται από την ελληνική πλευρά ως δικαιολογία αδράνειας.

Η Τουρκία πραγματοποίησε αυτό που εξήγγειλε: με προστασία του στόλου ενεργεί σεισμικές έρευνες σε περιοχή που διακηρύσσει ως τμήμα της δικής της υφαλοκρηπίδας.

Η διεξαγωγή ερευνών αφορά την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η διασφάλιση ότι μπορείς να πράξεις αυτό που εξαγγέλλεις απέναντι σε έναν επιθετικό γείτονα αφορά τον πυρήνα της κυριαρχίας σου και της υπόστασής σου.

Κάθε ώρα που περνάει στο Αιγαίο, με τα ελληνικά πολεμικά να χρησιμοποιούν το “υπερόπλο”- μεγάφωνο έναντι της τουρκικής παρανομίας ή και επιθετικότητας, η κυριαρχία της χώρας, υπό την έννοια της δυνατότητας της υπεράσπισής της εν γένει και όχι μόνο επί του συγκεκριμένου ζητήματος, πλήττεται καίρια. Τα λάθη που συσσωρεύονται αποδεικνύονται στρατηγικού χαρακτήρα.

Πρώτον, η ελληνική πλευρά διακήρυξε ότι αποτελεί συνταγματική της υποχρέωση και ειλημμένη απόφαση να μην επιτρέψει καμία έρευνα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Την επιτρέπει. Καθίσταται λοιπόν καταφανώς αναξιόπιστη σε φίλους και σε εχθρούς ως μη έχουσα αποτρεπτική ισχύ.

Το μείζον σήμερα δεν είναι αν η Ελλάδα, μη διαθέτουσα προσδιορισμένη ΑΟΖ στην περιοχή του Καστελόριζου δικαιούται ή όχι να αποτρέψει την ολοκλήρωση των ερευνών του Oruc Reis. Το μείζον από άποψης διεθνών σχέσεων είναι αν αφότου διακήρυξε ότι δε θα δεχθεί πόντιση καλωδίων θα αποστεί ή όχι, των όσων δεσμεύτηκε ότι θα πράξει, υπό το φόβο χρήσης βίας από την πλευρά της Τουρκίας, μπαίνοντας σε πορεία δορυφοριοποίησης από την τελευταία. Οι επίσημες δηλώσεις δεν είναι κουβέντες του καφενείου.

Δεύτερον, η Τουρκία στέλνει μήνυμα ότι είναι ο ηγεμόνας της Ανατολικής Μεσογείου από πλευράς περιφερειακών δυνάμεων και επομένως, όποιος θέλει μια συμφωνία με δυνατότητα εφαρμογής πρέπει να την κλείσει μαζί της. Ο πρώτος αποδέκτης της πρότασης – πρόσκλησης είναι η Αίγυπτος.

Τρίτον, η Τουρκία πράττει το πρώτο βήμα έμπρακτης ακύρωσης της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας: θα ακολουθήσουν και τα επόμενα (ακόμα και οι γεωτρήσεις) έως ότου η Ελλάδα δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις. Ο ενδοτισμός απέναντι και στην τωρινή παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, απλώς ενισχύει την τουρκική (αυτο)πεποίθηση ότι η επιλογή του πειθαναγκασμού αποδίδει. Έτσι, η σύγκρουση έρχεται πιο κοντά, ενώ η Ελλάδα τείνει να δορυφοριοποιείται από την Τουρκία.

Τέταρτον, η μοναξιά της Ελλάδας είναι προφανής, μέσα από την εκκωφαντική σιωπή των δήθεν συμμάχων: ΝΑΤΟ, Ε.Ε, Γερμανία, Γαλλία, Ισραήλ, Αραβικά Εμιράτα κτλ., δεν είχαν να πουν το παραμικρό. Οι δε, δηλώσεις των ΗΠΑ για τις οποίες επιχαίρουν γνωστοί δημοσιογράφοι-διαφημιστές γερουσιαστών, μόνο θυμηδία μπορούν να προκαλέσουν ως υποτιθέμενη υποστήριξη προς την Ελλάδα. Το μήνυμα είναι απλό και από τις ΗΠΑ: “μην περιμένετε ούτε καν παρέμβαση τύπου Κλίντον, μην ανοίξετε πυρ” και προς την τουρκική πλευρά “μην μένετε πολύ στην ελληνική υφαλοκρηπίδα αφού πετύχατε εκείνο που θέλατε, πηγαίνετε να τα μοιράσετε”.

Πέμπτο, το πλήγμα στο ηθικό των ενόπλων δυνάμεων θα είναι καίριο. Μετά από όλη αυτήν την κινητοποίηση, το μήνυμα είναι “δεν μπορούμε”. Ποιος το στέλνει; Σίγουρα η πολιτική ηγεσία. Κανείς δεν θα πολεμήσει για σκοπούς που εμφανίζονται ως χαμένοι.

Έκτο, η νέα εθνικοφροσύνη στρώνει το δρόμο όχι μόνο της απώλειας κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και κυριαρχίας. Νέο περιτύλιγμα, παλιές συνήθειες.

Η ελληνική πολιτική ελίτ που εδώ και 25 χρόνια αναγόρευσε σε δόγματα διάφορες φαντασιώσεις (“μας προστατεύει το Ευρώ”, “μας προστατεύει η Ε.Ε.”, “θα παρέμβουν οι ΗΠΑ”), που εκμηδένισε τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ανατολή, που απαξίωσε τις ένοπλες δυνάμεις και που κατήργησε το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου με την Κύπρο, αφού μας πούλησε τον άξονα με το Ισραήλ… για μεταξωτές κορδέλες, σε λίγο θα μας πει “Και τι θέλετε; Να κάνουμε πόλεμο;”.

Πρόκειται για μια μοναξιά και για μια ήττα που εν πολλοίς επιβάλαμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας. Διότι αυτό που διεξάγεται στην ανατολική Μεσόγειο ήδη εδώ και κάποιες ώρες είναι μια βαριά ήττα, χειρότερη εκείνης των Ιμίων.

Η κυβέρνηση, δέσμια της προπαγάνδας της, νόμισε ότι μια καλή στρατιωτική κινητοποίηση ισοδυναμούσε με στρατηγικό πλεονέκτημα. Κατέληξε να παρακαλά τις ΗΠΑ να παρέμβουν για να πείσουν την Τουρκία να αποχωρήσει σχετικά νωρίς. Πρόκειται για εξευτελισμό. Μια αστική τάξη μεταπρατών, που εκπροσωπείται από ένα πολιτικό κόμμα εργολάβων και κηφήνων του δημοσίου χρήματος και από έναν πρωθυπουργό-εκπρόσωπο της πριγκιπικής αντίληψης περί της πολιτικής ζωής, με τη στήριξη των μπουκωμένων με το δημόσιο χρήμα, μέσων ενημέρωσης.

Η κυβέρνηση διαμηνούσε μέχρι πριν λίγες ώρες ότι θα πράξει το συνταγματικό της καθήκον. Ο λαός φάνηκε να στέκεται στο πλευρό της. Είπε ψέματα. Δεν έχει παρά έναν δρόμο αφού δεν θέλει να το πράξει το καθήκον της απέναντι στην πατρίδα: να παραιτηθεί.

Η παράσταση «Εξάρχεια» που παίζεται στον Έβρο είναι επικίνδυνη και για τη χώρα, και για τον ελληνικό λαό, και για τους πρόσφυγες

Σχόλιο του antapocrisis.

Κυβερνητικές πηγές και φιλοκυβερνητικά μέσα κραυγάζουν από χθες ότι η Ελλάδα δέχεται επίθεση. Γκροτέσκο αναπαραγωγές των «ημέτερων δυνάμεων που αμύνονται του πατρίου εδάφους» διαδέχονται τις ρατσιστικές οιμωγές για «ορδές» προσφύγων που θέλουν να καταλάβουν τη χώρα. Διμοιρίες ΜΑΤ προωθούνται στα ελληνοτουρκικά σύνορα και τα τάγματα του στρατού τέθηκαν σε επιφυλακή.

Πέρα από τις φαντασμαγορίες των χημικών και των απωθήσεων, τους πανηγυρισμούς των αφελών δεξιών ότι «επιτέλους φυλάσσεται η χώρα» και τις δοξολογίες των ενταγμένων σε pay rolls δημοσιογράφων προς την κυβέρνηση, τι συμβαίνει στην πραγματικότητα;

Ο Ερντογάν μπλοκαρισμένος από το αδιέξοδο που η ίδια η τουρκική πολιτική δημιούργησε στη Συρία, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, πασχίζει με νύχια και με δόντια να πείσει τον ευρωατλαντικό άξονα να περιορίσει τη ρωσική εμπλοκή στη Συρία. Με τον πιο κυνικό τρόπο ενεργοποιεί σε αυτή την κατεύθυνση την προσφυγική πίεση. Ο ΟΗΕ εκτιμά τον συνολικό αριθμό των σύριων προσφύγων στο έδαφος της Τουρκίας στα 3,7 εκατομμύρια ανθρώπους. Ένα απειροελάχιστο κλάσμα αυτού του μεγέθους (ο ΟΗΕ μιλά για 13 χιλιάδες), το ίδιο το τουρκικό κράτος έσπρωξε προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Στόχος από αυτή την κίνηση τακτικισμού είναι να στηθεί ένα τηλεοπτικό σόου προς τη Δύση ώστε να εκβιάσει τη στήριξη στις τουρκικές επιχειρήσεις στο Ιντλίμπ.

Φυσικά οι προσδοκίες της κυβέρνησης Ερντογάν θα μείνουν ανεκπλήρωτες. Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να εμπλακούν επιχειρησιακά στη Συρία, το ΝΑΤΟ θα καταγγέλλει τη Ρωσία φραστικά αλλά δεν θα επεμβαίνει, η ΕΕ θα συμπαρίσταται στην Τουρκία αλλά δεν θα κηρύξει πόλεμο στον Πούτιν.

Ο Ερντογάν υπερεκτίμησε τις τελευταίες προσδοκίες του ευρωατλαντικού άξονα να αποσταθεροποιήσει το συριακό καθεστώς. Τα απομεινάρια της Αλ Νούσρα που υπό τις προστατευτικές φτερούγες του τουρκικού στρατού δρουν στη Βορειοδυτική Συρία, φαντάζουν μηδαμινό εμπόδιο στην προσπάθεια της συριακής κυβέρνησης να ανακτήσει την εδαφική ακεραιότητας της χώρας υπό την προστασία της Ρωσίας. Η Ουάσιγκτον, μέσα στη δίνη των δικών της εσωτερικών συγκρούσεων δεν πρόκειται να ανοίξει σήμερα μέτωπο ενάντια στη Ρωσία, ειδικά μετά την ατιμωτική υποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων το περασμένο φθινόπωρο. Η στήριξη στην Τουρκία θα μείνει σε επίπεδο δηλώσεων και χρηματοδοτήσεων.

Η ελληνική κυβέρνηση, αφού στήριξε την απόπειρα διάλυσης της Συρίας από τη Δύση, αφού ακόμα και μέχρι προχθές (28/2/2020) δεν έθεσε βέτο στην προκλητική στήριξη του ΝΑΤΟ στις παράνομες και πέρα από κάθε διεθνές δίκαιο τουρκικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Συρία, αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του Ερντογάν μέχρι τέλους.

Τσίμπησε στο τηλεοπτικό σόου που έστησε η Τουρκία στα ελληνοτουρκικά σύνορα και τα κυβερνητικά στελέχη παριστάνουν τον Λεωνίδα που μάχεται στις Θερμοπύλες ενάντια στην εισβολή των βαρβάρων. Θεωρούν μάλιστα ότι αμύνονται επιτυχώς γιατί 15 διμοιρίες ΜΑΤ απώθησαν κάποιες εκατοντάδες άοπλους που θέλησαν να περάσουν τα σύνορα.

Ακόμα και έτσι, τριψήφιος αριθμός προσφύγων πέρασε τα ελληνοτουρκικά σύνορα (οι συλλήψεις την Κυριακή το πρωί είναι 120), ενώ σε μία μόνο νύχτα οι νέες αφίξεις μόνο στη Λέσβο ξεπερνούν τα 220 άτομα. Όχι και πολύ πετυχημένοι Λεωνίδες, έτσι δεν είναι;

Η αλήθεια είναι ότι αν η Τουρκία αποφασίσει να δώσει ελευθέρας στα 3,7 εκατομμύρια πρόσφυγες να περάσουν στην Ευρώπη, δεν θα το κάνει στήνοντας τηλεοπτικού τύπου συγκρούσεις έξω από το τελωνείο. Οι πρόσφυγες δεν είναι τουρίστες. Δεν περνούν τα σύνορα από τα τελωνεία. Εάν η Τουρκία αποφασίσει να στείλει εκατοντάδες βάρκες από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, κανένα ριμέικ της παράστασης «ΜΑΤ – ΑΣΟΕΕ – Ρουβίκωνας» δεν πρόκειται να τις σταματήσει.

Το τηλεοπτικό σόου τύπου Εξαρχείων στον Έβρο το δέχεται και το αναπαράγει η ελληνική κυβέρνηση γιατί η ίδια αποδέχεται για την Ελλάδα ρόλο ανθρώπινης χωματερής. Αυτόν τον ρόλο έχουν διανείμει στη χώρα οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο και οι πάντα πρόθυμοι υποτελείς των Αθηνών τον αναλαμβάνουν αγόγγυστα.

Και όχι μόνο:

Την ώρα που ο Ερντογάν πολιτεύεται έχοντας τη μεγάλη εικόνα της συριακής κρίσης και της (αδιέξοδης αλλά υπαρκτής) τουρκικής εμπλοκής στη Συρία, ο Μητσοτάκης κάνει πολιτική για το εσωκομματικό του ακροατήριο, για τον μέσο καθυστερημένο δεξιό ψηφοφόρο που βλέπει τα επεισόδια στις Καστανιές ως το δεύτερο ημίχρονο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης.

Ο ένας πιέζει τις ΗΠΑ και την ΕΕ για στήριξη και χρηματοδότηση και ο άλλος κάνει την Ελλάδα μαξιλαράκι ασφαλείας μην τύχει και ζοριστούν οι ξενοφοβικές κυβερνήσεις της κεντρικής Ευρώπης.

Ο ένας κάνει πολιτική σύμφωνα με τις γεωπολιτικές και στρατηγικές επιδιώξεις της χώρας του. Ο άλλος κάνει πολιτική για το Πρώτο Θέμα, τον ΣΚΑΙ, την εσωκομματική πίεση του Σαμαρά και την εκλογική του πελατεία.

Ο ένας ενδιαφέρεται να εκβιάσει την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Ο άλλος ενδιαφέρεται να μην τους ενοχλήσει.

Ο ένας κάνει το πρόβλημά του διεθνές ζήτημα και στήνει τηλεοπτικό σόου. Ο άλλος κάνει το διεθνές ζήτημα μονομερές πρόβλημα της χώρας του υιοθετώντας το τηλεοπτικό σόου της Άγκυρας.

Ο ένας χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες για να πετύχει τους σκοπούς της εισβολής, κατοχής και εποικισμού του βόρειου κομματιού της Συρίας. Στη χειρότερη θα κερδίσει άφθονη χρηματοδότηση. Ο άλλος χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες για να αποσυμπιέσει την πίεση του εκλογικού του σώματος, να ξεπλύνει τους χουλιγκάνους που έδρασαν σε Χίο και Μυτιλήνη με το εθνόσημο στο στήθος ως ήρωες – αμυνόμενους υπέρ πατρίδος, να επιβεβαιώσει την υποτέλειά του στα ευρω-ατλαντικά αφεντικά. Στην καλύτερη θα κερδίσει τα συγχαρητήρια του Τζήμερου και του Βελλόπουλου.

Ο ένας δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κυνικά τους πρόσφυγες. Ταυτόχρονα δεν διστάζει να τσαλαπατήσει κάθε διεθνή συμφωνία και υποχρέωση της Τουρκίας. Ο άλλος επίσης δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κυνικά τους πρόσφυγες. Ταυτόχρονα όμως δεν διανοείται καν να αμφισβητήσει διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες που κάνουν την Ελλάδα αποθήκη ψυχών.

Ο ένας είναι ο Ερντογάν.

Ο άλλος είναι ο Μητσοτάκης.

Το ψεύτικο “βέτο” στο ΝΑΤΟ και η αληθινή πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη

Σχόλιο του antapocrisis.

Διέρρευσε από κυβερνητικές πηγές ότι η Ελλάδα άσκησε βέτο στη χθεσινή σύνοδο του ΝΑΤΟ. Χωρίς κάτι τέτοιο να συνιστά ανατροπή της ελληνικής πολιτικής, θα ήταν μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη στη μονότονη υποτέλεια των τελευταίων ετών.

Σήμερα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, μασώντας τις δηλώσεις του, παραδέχτηκε ότι δεν μπήκε βέτο, αλλά εκφράστηκαν διαφωνίες.

Πράγματι, το τι ακριβώς έγινε στη χθεσινή σύνοδο, το εκφράζει ο Γενικός του Γραμματέας, λέγοντας επί λέξει τα παρακάτω:

“Η σημερινή συνάντηση είναι ένα σήμα αλληλεγγύης στην Τουρκία.
Η Τουρκία είναι το μέλος του ΝΑΤΟ που επηρεάζεται περισσότερο από όλους από τη σύγκρουση στη Συρία, που έχει υποφέρει από τρομοκρατικές επιθέσεις και που φιλοξενεί εκατομμύρια πρόσφυγες στο έδαφός της.
Το ΝΑΤΟ συνεχίζει να υποστηρίζει την Τουρκία με σειρά μέτρων”.

Με δυό λόγια:

1. Η Τουρκία κατέχει παρανόμως συριακό έδαφος με στρατιωτικές της δυνάμεις που δρουν στο έδαφός της Συρίας.

2. Το ΝΑΤΟ μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, την νίκη του Άσαντ στον εμφύλιο και την κυριαρχία της Ρωσίας, στηρίζει την τελευταία αντικαθεστωτική ελπίδα που είναι οι ισλαμιστικές συμμορίες στο Ιντλίμπ.

3. Η Τουρκία μετά τη συριακή αντεπίθεση και τους δεκάδες νεκρούς που προκάλεσε, αποφάσισε να μεταφέρει την πίεση σε ΕΕ και ΗΠΑ ώστε να σταματήσουν τη ρωσική προστασία στη συριακή αεροπορία και πυροβολικό.

4. Εργαλείο του Ερντογάν για μια τέτοια πίεση είναι το μεταναστευτικό και το σπρώξιμο κάποιων χιλιάδων προσφύγων στα ελληνοτουρκικά σύνορα.

5. Η Ελλάδα αντί να ζητήσει την άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τη Συρία και την ειρήνευση στην περιοχή, συντάσσεται με το ΝΑΤΟ και κατ΄επέκταση με την τουρκική επιθετικότητα στη βόρεια Συρία.

6. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μετατρέπει το διεθνές πρόβλημα της συριακής κρίσης και του προσφυγικού σε μονομερές πρόβλημα της Ελλάδας (“υπεράσπιση των συνόρων μας”) ή σε διμερή ελληνοτουρκική διαφορά.

7. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν υπερασπίζεται τα ελληνικά σύνορα, αλλά τη δυνατότητα της ΕΕ να μην νιώθει την παραμικρή πίεση από τον εκβιασμό Ερντογάν. Είτε παριστάνοντας το μαντρόσκυλο στον Έβρο, είτε αποδεχόμενη τη μετατροπή της χώρας σε αποθήκη ψυχών.

Δεν είναι ηλιθιότητα χωρίς όριο, είναι υποτέλεια δίχως πάτο

Σχόλιο του antapocrisis.

Όσο κι αν οι ψηφοφόροι του Μητσοτάκη εκστασιάζονται με φαντασμαγορικές σκηνές Εξαρχείων στον Έβρο, η αλήθεια είναι ότι τα 3 και πλέον εκατομμύρια προσφύγων που βρίσκονται στην Τουρκία δεν πρόκειται να σταματήσουν με χημικά και καταστολή.

Ο Ερντογάν επιχειρεί να πιέσει την Ε.Ε. στέλνοντας δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στα ελληνοτουρκικά σύνορα.

Θεωρεί ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μεταφέρει την πίεση στην ΕΕ.

Μάλλον όμως μετρά το μπόι της ελληνικής άρχουσας τάξης από τον ίσκιο της αργά το απόγευμα.

Διότι οι ανθυποδεκανείς του ευρωατλαντισμού που κυβερνούν την Ελλάδα ούτε καν διανοούνται να μεταφέρουν το πρόβλημα στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κάνει το διεθνές πρόβλημα της συριακής κρίσης (και συνεπακόλουθα του τουρκικού εκβιασμού) ζήτημα μονομερούς ανάσχεσης των προσφύγων στον Έβρο και ελληνοτουρκικής διαφοράς.

Η ελληνική άρχουσα τάξη δεν διστάζει να κάνει την Ελλάδα αποθήκη ψυχών (γιατί η εικόνα μαντρόσκυλου στα σύνορα δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ), αρκεί να παραμείνει αρεστή στα υπερατλαντικά και ευρωπαϊκά αφεντικά.

Τη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας ο Ερντογάν την έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων του προκειμένου να πάρει τη στήριξη που θέλει για την τουρκική επέμβαση στη Βόρεια Συρία. Ήδη παίρνει τη στήριξη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Την ίδια αυτή κουρελιασμένη συμφωνία ο Μητσοτάκης δεν τολμά να αμφισβητήσει βάζοντας βέτο παντού, σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, παρέχοντας ταξιδιωτικά έγγραφα κατά παράβαση του Δουβλίνο ΙΙ, ανοίγοντας τα σύνορα προς τις ευρωπαϊκές χώρες.

Ο Μητσοτάκης παριστάνει ότι με τα ΜΑΤ και τον στρατό θα σταματήσουν οι ροές προς τη χώρα και ο Τσίπρας ψελίζει ευχές για ευρωπαϊκή αναδιαπραγμάτευση.

Η Τουρκία διεθνοποιεί το δικό της πρόβλημα, το δικό της αδιέξοδο στη Συρία, εκβιάζοντας στυγνά μέσω του προσφυγικού.

Και η Ελλάδα εθνικοποιεί το διεθνές πρόβλημα της συριακής κρίσης, του μεταναστευτικού προβλήματος και της ιμπεριαλιστικής ανατίναξης της Μέσης Ανατολής, λειτουργώντας αυτοβούλως είτε ως μαντρόσκυλο, είτε ως χωματερή ανθρώπων.

Δεν είναι ηλιθιότητα χωρίς όριο, είναι υποτέλεια χωρίς πάτο.

Νέα στοιχεία στη συμφωνία για τις βάσεις: λευκή επιταγή;

Το Πρωτόκολλο Τροποποίησης της Συμφωνίας για τις βάσεις, που ψηφίζεται αυτή τη βδομάδα στην Ολομέλεια της Βουλής, δεν είναι απλώς μια ακόμη συμφωνία. Συνιστά ένα ποιοτικό βήμα στην κατεύθυνση της απομείωσης της εθνικής μας κυριαρχίας. Έτσι κι αλλιώς η ύπαρξη των βάσεων συνδέθηκε ιστορικά με ποικίλες παρεμβάσεις τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Τα κορυφαία μελανά σημεία υπήρξαν βέβαια η επιβολή της δικτατορίας 1967-1974 και η προδοσία της Κύπρου το 1974, που οδήγησε στην τουρκική εισβολή και στην κατοχή μέχρι σήμερα του 40% του εδάφους της. Σε όλα αυτά ήταν συμμέτοχη με τον ένα ή άλλο τρόπο η άρχουσα τάξη της χώρας μας και οι εκάστοτε πολιτικοί της εκφραστές. Οι τελευταίοι, με αποχρώσεις φυσικά, είτε επέβαλαν την πραγματικότητα των βάσεων και της αμερικανοκρατίας είτε την αποδέχτηκαν, δεν την αμφισβήτησαν ουσιαστικά ποτέ.

Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ο τίτλος της Συμφωνίας ήταν (ήδη στην εκδοχή του ν. 1893/1990) και είναι ψευδεπίγραφος αφού αναφέρεται σε “αμοιβαία αμυντική συνεργασία”. Αντίθετα, πρόκειται για μονομερείς δυνατότητες που παρέχονται στις ΗΠΑ.

Η σημερινή τροποποίηση της Συμφωνίας έχει νέα στοιχεία σε σύγκριση με τη μέχρι τώρα συμφωνία. Πρώτο, εμπλουτίζει τον κατάλογο των βάσεων και των ευκολιών που παρέχει η χώρα μας στις ΗΠΑ. Δεύτερο, ακόμη περισσότερο, παρέχει ευκολίες ακόμη και εντός εγκαταστάσεων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Τρίτο, παρέχει ευκολίες ακόμη και εντός πολιτικών εγκαταστάσεων. Τα τρία αυτά νέα στοιχεία κάθε άλλο παρά αθώα ή άνευ ιδιαίτερης σημασίας είναι.

Το Πρωτόκολλο προχωρά όμως ακόμη παραπέρα. Δίνει ουσιαστικά λευκή επιταγή στις ΗΠΑ. Στο άρθρο 1 παρ. 2 παρέχονται μη συνορεύουσες ευκολίες στις βάσεις στη Σούδα “όπως καθορίζονται σε υφιστάμενες ή μελλοντικές συμφωνίες και διευθετήσεις”. Το “μελλοντικές” σημαίνει ότι παρέχονται με συνεννόηση των μερών, χωρίς νόμο ψηφισμένο από τη Βουλή με πλειοψηφία τουλάχιστον 151 βουλευτών όπως απαιτεί το άρθρο 27 παρ.2 του Συντάγματος.

Το ίδιο, στο άρθρο 1 παρ. 3 ΙΙΙ, αναφέρονται αόριστα “άλλες εγκαταστάσεις”, (πλην των ρητά αναφερόμενων βάσεων της Λάρισας και του Στεφανοβίκειου) των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, όπως κάθε φορά συμφωνούνται από τα μέρη, και στις οποίες παρέχονται ευκολίες στις ΗΠΑ. Πρόκειται και εδώ για μια αντισυνταγματική δυνατότητα που παρέχεται στις ΗΠΑ. Η παροχή εν λευκώ τέτοιων δυνατοτήτων ακόμη και σε ένοπλες δυνάμεις που κάποιος τις θεωρεί σύμμαχες είναι έξω από κάθε έννοια εθνικής κυριαρχίας και εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους. Καμιά χώρα που σέβεται τον εαυτό της δεν παρέχει τέτοια λευκή εξουσιοδότηση, παρά μόνο οι λεγόμενες “μπανανίες”.

Ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στην παρ. 9 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η διοίκηση και ο έλεγχος, τα ζητήματα ασφάλειας των εγκαταστάσεων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων μπορεί να παραχωρηθούν στους αμερικανούς, μέσω μιας αόριστης αναφοράς περί “μελλοντικών διευθετήσεων” των ζητημάτων αυτών.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στο Πρωτόκολλο οι δραστηριότητες των δυνάμεων των ΗΠΑ δεν αναφέρονται συγκεκριμένα αλλά αόριστα: “ασκήσεις”, “κινήσεις”, “διέλευση”. Αυτό, εκτός από τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας, έρχεται σε αντίθεση ακόμη και με την Συμφωνία του 1990. Στην τελευταία, προφανώς λόγω της πίεσης που ασκούσε η ελληνική κοινή γνώμη και το κίνημα ενάντια στις βάσεις, γινόταν κάπως προσπάθεια να οριστούν συγκεκριμένα όλα αυτά, ακόμη και η πτητική δραστηριότητα.

Στο άρθρο 1 παρ. 8 παρέχονται ευκολίες στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Το Πρωτόκολλο δεν περιορίζεται ούτε σε αυτό. Αλλά στην παρ. 8 ΙΙ γενικεύεται, χωρίς σαφή προσδιορισμό, η παροχή ευκολιών σε πολιτικές εγκαταστάσεις αόριστα, οπουδήποτε (“άλλες τοποθεσίες”).

Τέλος, να πρέπει να αναφερθεί ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι φοροαπαλλαγές που προέβλεπε η Συμφωνία του 1990 για το προσωπικό των βάσεων, τους εργολάβους τους, κλπ. Άλλες χώρες ζητούν την καταβολή ενοικίου για τις βάσεις που παρέχουν. Η Ελλάδα αντίθετα, παρέχει  φοροαπαλλαγές. Είναι κι αυτό ενδεικτικό.

Το Πρωτόκολλο επαναφέρει λογικές του 1950. Το άρθρο 1 της Συμφωνίας του 1953 έδινε κι αυτό διευκολύνσεις εν λευκώ: “Η ελληνική κυβέρνηση εξιουσιοδοτεί την κυβέρνηση των ΗΠΑ να χρησιμοποιεί οδούς, σιδηροδρομικές γραμμές και χώρους, να κατασκευάζει, αναπτύσσει, χρησιμοποιεί και θέτει σε λειτουργία στρατιωτικά και βοηθητικά έργα εν Ελλάδι… Οι Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ και τα υπό τον έλεγχό τους υλικά δύνανται να εισέρχονται, εξέρχονται, κυκλοφορούν, υπερίπτανται ελευθέρως εν Ελλάδι και στα χωρικά της ύδατα, υπό την επιφύλαξη οποιασδήποτε τεχνικής συνεννοήσεως”.

Ο ελληνικός αστισμός θα ήταν γελοίος, αν δεν ήταν επικίνδυνος

Ο ελληνικός αστισμός θα ήταν γελοίος, αν δεν ήταν επικίνδυνος

Χθες επιβεβαιώθηκε και επίσημα ότι η Τουρκία έστειλε το γεωτρύπανo Γιαβούζ στο οικόπεδο 8 της κυπριακής ΑΟΖ. Μετά από αποτυχημένες γεωτρήσεις σε άλλα οικόπεδα, η Τουρκία αποφάσισε να τρυπήσει εκεί που υπάρχει ήδη εγνωσμένο κοίτασμα, αδειοδοτημένο στην ιταλική ENI και στην γαλλική TOTAL. Το ιδιαίτερο στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι το οικόπεδο 8 βρίσκεται νότια της Κύπρου, δεν συνορεύει κατά κανένα τρόπο και καμιά ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου με την τουρκική ΑΟΖ, δεν γειτνιάζει καν γεωγραφικά με την κατεχόμενη βορειοανατολική Κύπρο. Η τουρκική γεώτρηση κάνει πράξη τον ισχυρισμό της Τουρκίας ότι κανένα νησί δεν έχει δική του υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, είτε πρόκειται για την Κρήτη, είτε πρόκειται ακόμα και για ανεξάρτητο κράτος, όπως η Κύπρος. Δικαιούται λοιπόν η Τουρκία να τρυπά και να εκμεταλλεύεται τη θάλασσα γύρω από την Κύπρο, αφήνοντας στο κράτος – μέλος της ΕΕ, μια ζώνη χωρικών υδάτων 12 ναυτικών μιλίων.

Η συγκεκριμένη πράξη συνιστά ανοικτή παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Υπό κανονικές συνθήκες, σε Ελλάδα και Κύπρο, οι αντιδράσεις θα όφειλαν να είναι ανάλογες του μεγέθους της παραβίασης. Όμως το αφήγημα για «απομονωμένη» Τουρκία και «θριαμβεύουσα» Ελλάδα δεν πρέπει να διαταραχθεί από τα ΜΜΕ της διαπλοκής και της παραπληροφόρησης. Το χοντροκομμένο ψέμα των ισχυρών συμμάχων που προστατεύουν τα ελληνικά συμφέροντα μπορεί να έχει καταρρεύσει με πάταγο, αλλά εντός Ελλάδας δεν δικαιούμαστε καν να διανοηθούμε τη ρήξη με το ευρωατλαντικό πλαίσιο.

Η Τουρκία δηλώνει ανοικτά ότι ο βασικός της στόχος είναι να συνδιαχειριστεί, ως η μεγαλύτερη περιφερειακή δύναμη, το σύνολο της Ανατολικής Μεσογείου. Ειδικά σε ό,τι αφορά Ελλάδα και Κύπρο, διεκδικεί συγκυριαρχία στα πάντα, θεωρώντας ότι το γεωπολιτικό της μέγεθος δεν επιτρέπει επίλυση των διαφορών στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, αλλά λεόντειο μερτικό. Δικαιούται λοιπόν να παρεμβαίνει οπουδήποτε, λειτουργώντας όχι απλώς στα όρια, αλλά τελείως έξω από κάθε πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου. Η περίπτωση της συγκεκριμένης γεώτρησης του Γιαβούζ, συνιστά ανοικτά πειρατική πράξη, καθώς δεν αφορά καν διαφιλονικούμενη θαλάσσια ζώνη ανάμεσα στην Τουρκία και στην Κύπρο. Παρά μόνο αν δεχτούμε ότι η Κύπρος δεν είναι κράτος. Κι όμως, αυτό δηλώνει αυτές τις μέρες ο Ερντογάν. Και δεν πρόκειται για γεγονός ήσσονος σημασίας που περνά στα ψιλά, ως μία ακόμα πρόκληση από τις πολλές.

Είναι προφανές ότι ο στόχος της Άγκυρας δεν είναι ούτε ο πόλεμος, ούτε η αποκλειστική εκμετάλλευση. Στόχος είναι η ασφυκτική πίεση και η δημιουργία τετελεσμένων ώστε η Τουρκία να γίνει κυρίαρχο ή έστω συστατικό μέρος κάθε είδους σύμβασης και εκμετάλλευσης. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αποκλείεται θερμό επεισόδιο ή περιορισμένη στρατιωτική εμπλοκή. Αυτά τα πράγματα δεν εξελίσσονται πάντα με βάση τους εκ των προτέρων πολιτικούς υπολογισμούς.

Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Ερντογάν, την επόμενη περίοδο, η Τουρκία θα διεξάγει έρευνες δίπλα στην Κρήτη. Όχι νότια από το Καστελόριζο, αλλά ανατολικά και νότια από την Κρήτη. Ο ελληνικός αστισμός και το πολιτικό του σύστημα θα έχουν σε αυτή την περίπτωση να αντιμετωπίσουν μια δύσκολη εξίσωση. Θα πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα σε θερμό επεισόδιο με άγνωστη κατάληξη και σε εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Και οι δύο πλευρές του Αιγαίου γνωρίζουν καλά, ότι τα ελληνοτουρκικά θερμά επεισόδια, από τον μεγάλο Αττίλα του ‘74, μέχρι τα μικρά Ίμια του ’96, καταλήγουν σε ελληνικές υποχωρήσεις και τουρκικές νέες διεκδικήσεις. Ανεξάρτητα όμως από την εξέλιξη των σημερινών διεκδικήσεων της Άγκυρας, αποδεικνύεται μια ακόμα φορά ότι ο ραγιαδισμός, η εξάρτηση και ο χατζηαβατισμός προς ΗΠΑ και ΕΕ δεν διασφαλίζουν απολύτως τίποτα από την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Τι απαντά το αστικό πολιτικό σύστημα στην ωμή παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου και στην απειλή παραβίασης κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας;

Επαναλαμβάνει τα τετριμμένα περί τουρκικών προκλήσεων, ελληνικής ψυχραιμίας και διεθνούς δικαίου, αναμασώντας ανακοινώσεις καρμπόν, ίδιες και απαράλλακτες από την εποχή των Ιμίων.

Και κουνά την επιστολή Πομπέο προς Μητσοτάκη ως απόδειξη στήριξης της Ελλάδας από τις ΗΠΑ. Φυσικά η στήριξη βρίσκεται μόνο στα κεφάλια του αστικού πολιτικού προσωπικού. Ο Πομπέο ευχαριστεί την Ελλάδα, διότι, αν και εισπράττει μόνο καρπαζιές και απαξίωση, επιμένει να δηλώνει προβλέψιμη και δεδομένη, υπογράφοντας μια νέα αμυντική συνεργασία με τις ΗΠΑ, αιμοδοτώντας την αμερικανική πολεμική βιομηχανία, στηρίζοντας την ιμπεριαλιστική πολιτική της Ουάσιγκτον.

Επί του προκειμένου των ελληνοτουρκικών διαφορών ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ επιμένει ότι «αυτοί που έχουν συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να επιδιώξουν λύσεις με ειρηνικά μέσα». Διατυπώνει με λόγια αυτό που ο Ερντογάν διεκδικεί με πράξεις: “Θέλουμε μοιρασιά, ας τα βρούμε…” Και επικαλείται το άρθρο 33 του ΟΗΕ περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Ούτε καν το Διεθνές Δίκαιο ή το Δίκαιο της Θάλασσας, σημαία (κατά τα άλλα) της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Η επιστολή Πομπέο συμπληρώνει τη μακρά αλυσίδα απαξίωσης των ελληνικών ισχυρισμών από την Ουάσιγκτον και τη συνάντηση Μητσοτάκη – Τραμπ, μέχρι το Βερολίνο και τη Λιβύη. Η υποδοχή της από τα ελληνικά ΜΜΕ είναι ένας ακόμα μνημειώδης κρίκος παραπληροφόρησης, εξαπάτησης, χυδαίας προπαγάνδας.

Η ελληνική κυβέρνηση, για να διασκεδάσει την προσβλητική υποδοχή Μητσοτάκη από τον Τραμπ και τον ηχηρό αποκλεισμό της από το Βερολίνο, στήνει παραστάσεις κακής ποιότητας για να περισώσει τη χαμένη της αξιοπρέπεια.

Δηλώνει ο Δένδιας ότι «η Ελλάδα είναι έτοιμη να βοηθήσει την επόμενη ημέρα στη Λιβύη είτε με δυνάμεις για να υπάρξει ανακωχή, είτε με βοήθεια για άρση του εμπάργκο όπλων». Λίγες ώρες μετά το ίδιο το Υπουργείο διορθώνει τον υπουργό του διευκρινίζοντας ότι η δήλωση «αφορά αποκλειστικά σε παρατηρητές στο πλαίσιο ενός ενδεχόμενου διεθνή μηχανισμού επιτήρησης εκεχειρίας». Στο ενδιάμεσο των δύο δηλώσεων, οι σιτιζόμενοι δημοσιογράφοι από τα κονδύλια του Εξωτερικών και Αμύνης αποθέωναν την παρεμβατική πολιτική Μητσοτάκη στο Λιβυκό. Ο δε χιλιοδιαψευσμένος ελληνικός αντικαπιταλισμός χάρηκε που επιβεβαιώθηκε ο μύθος του «ελληνικού ιμπεριαλισμού», έστω και για λίγα λεπτά. Η παρεμβατική εξωτερική πολιτική της χώρας τελικά εξαντλήθηκε στην αμφιλεγόμενης αποτελεσματικότητας φιλοξενία του πολεμάρχου Χαφτάρ.

Το ρεσιτάλ γελοιοποίησης συνεχίζεται με τα αντικρουόμενα δημοσιεύματα για την απόρριψη του αγωγού East Med από τον Ιταλό Υπουργό Εξωτερικών Ντι Μάιο. Δηλώσεις που ο Ντι Μάιο φέρεται να έκανε στο τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Αναντολού τινάζουν στον αέρα το τάχα μεγαλεπήβολο σχέδιο του East Med καθώς η χώρα-προορισμός, η Ιταλία, αμφισβητεί ευθέως τη βιωσιμότητα του αγωγού. Χωρίς την Ιταλία ο αγωγός θα στέλνει το φυσικό αέριο, καταμεσής της …Αδριατικής. Ελληνικά και κυπριακά ΜΜΕ ανέφεραν ότι οι δηλώσεις διαψεύστηκαν αλλά δεν εμφανίζονται οι διαψεύσεις σε κανένα Ιταλικό μέσο ενημέρωσης. Αν τελικά η Ιταλία επιβεβαιώσει την απουσία της από τη φιέστα της τριμερούς Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ για τον East Med και αμφισβητήσει ανοικτά τον αγωγό, η νέα «φαεινή» της ελληνικής διπλωματίας θα έχει χρεοκοπήσει πιο γρήγορα από κάθε προηγούμενη.

Συνισταμένη κάθε φαιδρής και σπασμωδικής πρωτοβουλίας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, είναι η με κάθε τρόπο επιβεβαίωση της φανατικής προσκόλλησης στον αμερικανικό παράγοντα. Η ελληνική άρχουσα τάξη ακόμα και αν βλέπει ότι μια τέτοια πολιτική είναι αδιέξοδη, ακόμα και αν αισθάνεται ότι ο χατζηαβατισμός της δεν έχει αντίκρισμα, ακόμα και αν νιώθει προδομένη και απαξιωμένη, δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Η εξάρτηση είναι στη φύση της. Και ακριβώς επειδή είναι στη φύση της, θα δίνει όσο γίνεται περισσότερα από τη χώρα, την οικονομία της, την κυριαρχία της στους ιμπεριαλιστές προστάτες της. Όσο οι ΗΠΑ και η ΕΕ κλείνουν το μάτι στο δίκαιο του ισχυρού και στον τουρκικό αναθεωρητισμό, η ελληνική αστική τάξη θα γίνεται βασιλικότερη του βασιλέως. Θα προσφέρει γη και ύδωρ, θα αναγνωρίζει και θα χειροκροτεί κάθε παραβίαση του διεθνούς δικαίου (ακόμα και αν έτσι ακυρώνει τα βασικά της επιχειρήματα), θα δηλώνει πρόθυμη να μπει στην πρώτη γραμμή της μάχης για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Θα προσδοκά απατηλά ότι η πίστη της και ο φανατισμός της, επιτέλους θα αναγνωριστούν. Θα διαψευστεί για μία ακόμα φορά.

Ο ελληνικός αστισμός θα ήταν γελοίος αν δεν ήταν τραγικός και επικίνδυνος.