Άρθρα

Όψιμος θρήνος για το ελληνικό καλοκαίρι

Όλη η Ελλάδα θρηνεί για το καλοκαίρι της (με εξαίρεση ίσως κάποιους που πλούτισαν ή έσπασαν ρεκόρ αφίξεων). Παρακολουθώ με ενδιαφέρον και προβληματισμό τον όψιμο πανικό της Καθημερινής και άλλων κυρίαρχων μέσων, της διανόησης των «καλών κύκλων» και γενικότερα τμημάτων των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων που δεν συνήθιζαν τα τελευταία χρόνια να δείχνουν τόσο έντονη δυσαρέσκεια σε τέτοιες «αναπτυξιακές δυναμικές».

Είναι σαφές ότι η ανεξέλεγκτη τουριστική ανάπτυξη έχει φέρει κάποιους μετασχηματισμούς που έχουν «χτυπήσει» κάποια στρώματα που «ήλπιζαν να τη βολέψουν», και για αυτό ο προβληματισμός για το μέλλον του «ελληνικού καλοκαιριού» έχει πάψει να είναι περιθωριακός.

Κάνω μια προσπάθεια να αφήσω απέξω την οπτική, τη «θέση» από την οποία μιλά ο καθένας και η καθεμία, θέση εμφανώς προνομιούχα και στο παρελθόν και σήμερα σε σχέση με τα τμήματα της εργατικής τάξης που είτε βλέπουν μόνο σε ταινίες τις Κυκλάδες, είτε τυραννιούνται στα τουριστικά κάτεργά τους. Και αφήνω απέξω την νοσταλγική παρουσίαση του πρόσφατου παρελθόντος που συχνά ξεχνά χωρικούς και κοινωνικούς διαχωρισμούς.

Η πρώτη μου (καλοπροαίρετη) σκέψη είναι ότι πρόκειται για έναν ειλικρινή φόβο που μοιράζεται πλέον το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Με όποια οπτική και από όποια διαδρομή και αν έρχεται κανείς/καμία, η κατανόηση των επιπτώσεων στην κοινωνία, το περιβάλλον, το τοπίο και την τοπική και εθνική οικονομία από την μονοκαλλιέργεια του τουρισμού σε ολόκληρες περιφέρειες της χώρας, είναι θετική. Αποτελεί μια βάση για βαθύτερη συζήτηση για την αναζήτηση εναλλακτικών, την τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη, την δημοκρατία κ.α. που καθόλου δεδομένη δεν ήταν.

Η δεύτερη (κακοπροαίρετη) σκέψη είναι ότι κάτι προσπαθούν να αρθρώσουν ορισμένοι κύκλοι του ελληνικού κατεστημένου που δεν το ξέρω ακόμα, αλλά το φοβάμαι. Π.χ. έναν ακόμα μεγαλύτερο «κόφτη» που να φιλτράρει ακόμα περισσότερο την πρόσβαση αποκλείοντας και άλλα τμήματα της κοινωνίας στο βωμό του «ορίου», του «πόσοι χωράνε»; Ή μήπως κάποιες νησίδες ασφαλείας του καλοκαιριού για κάποια τμήματα. Πάντως απολύτως αθώο τίποτα δεν το θεωρώ. Ξαφνικά, «αιρετικές» και σχετικά «ριζοσπαστικές» θέσεις καταλαμβάνουν σελίδες εφημερίδων που μέχρι χθες υμνούσαν την «βαριά βιομηχανία».

Όμως, κυρίως μια τρίτη σκέψη είναι στο μυαλό μου. Η σκέψη ότι, πράγματι, τώρα καταλαβαίνουν ορισμένοι/ες ότι «την πατήσανε». Και επειδή δεν έχω τρομερή εκτίμηση στην οξυδέρκεια και την γνώση των συμβουλατόρων της ελληνικής «ελίτ», αρχίζω να πιστεύω ότι πραγματικά δεν είχαν υπολογίσει τι θα συμβεί. Όταν εκθείαζαν κάθε νομοθετική σταυροφορία ενάντια στην προστασία του περιβάλλοντος και των εργατικών δικαιωμάτων, όταν παρουσίαζαν σαν «εκσυγχρονισμό» και «εξευρωπαϊσμό» της αποικιακού τύπου μεγάλες τουριστικές αναπτύξεις, όταν σαν μαγεμένα μαθητούδια κολάκευαν κάθε απατεώνα «επενδυτή», κάθε διάσημο «ινφλουένσερ» που θα «διαφήμιζε τη χώρα στο εξωτερικό», όταν χοροπηδούσαν στο χορό κάθε διεθνή τουριστικού πράκτορα, όταν επευφημούσαν την μετατροπή υπουργείων, Δήμων και Περιφερειών σε τουριστικά γραφεία, όταν γέμιζαν τις σελίδες τους με ιλουστρασιόν τρισδιάστατα αισθητικής Ντουμπάι, όταν υμνούσαν το μαράζωμα των παραδοσιακών δραστηριοτήτων ως δείγμα προόδου από την υπανάπτυκτη βαλκάνια χώρα τους, δεν το έκαναν μόνο γιατί αυτό επέτασσε η πολιτική και κοινωνική τους θέση.

Το έκαναν γιατί πράγματι ήλπιζαν πως όταν ολοκληρωθεί ο μετασχηματισμός, θα τρώνε παρέα με την Σκάρλετ Γιόχανσον ψαρικά ή με την Σάντρα Μπούλοκ γίδα βραστή. Ότι θα τα λένε το απόγευμα στο όμορφο νησιώτικο μπαλκόνι τους με τη Γαλλίδα συγγραφέα και θα πίνουν κοκτειλάκι με τον προγραμματιστή από την Καλιφόρνια συζητώντας στα άπταιστα αγγλικά που έμαθαν στο μεταπτυχιακό στο Λονδίνο.

Και νόμιζες εσύ χαμηλή μπουρζουαζία από τα Λίντλ, ότι φτάνει το πορτοφόλι σου για αυτό; Δεν μπορούσες να φανταστείς ότι όταν θα «σπάσουν τα σύνορα» για τους επενδυτές και τους πλούσιους (όχι φυσικά για το καημένο το παιδάκι, την Μαρία, που σκοτώθηκε στον Έβρο και ο πρωθυπουργός έβρισε μέχρι και από το βήμα της Βουλής), τότε θα αποκαλυφθεί και η δική σου γύμνια; Ότι τα 2,3,5 χιλιάρικα που κατάφερες να βγάζεις το μήνα πατώντας επί πτωμάτων, είναι στραγάλια για τους διεθνείς πλουτοκράτες; Ότι τα 20 και 30 ευρώ που έδινες για να φας στο ωραίο ταβερνάκι, θα φτάνουν μόνο για τη χωριάτικη, γιατί δίπλα η παρέα των Ευρωπαίων μπορεί να δώσει 70 και 100; Και ας βρίζεις πια την κυρά -Βάσω που αύξησε τις τιμές στο χταπόδι, και ας βγάζεις κορώνες ενάντια στον “πλουτισμό” της τοπικής κοινωνίας. Χαζή είναι νομίζεις κι αυτή, εσύ να πληρώνεσαι αδρά για ξεκούραστα πνευματικά επαγγέλματα και αυτή μια ζωή στην απέξω;

Όταν ήθελες να γίνει η Ελλάδα ο σημαντικότερος «παγκόσμιος τουριστικός προορισμός», πίστευες ότι εσύ θα έχεις θέση καλύτερη από τον ξεναγό, τον φίξερ ή και το ντεκόρ;

Όταν περίμενες ανυπόμονα να «μπει η Αθήνα στον χάρτη των επενδύσεων», περίμενες ότι θα μείνει στο 500άρικο η διαμερισματάρα στο Κολωνάκι;

Αυτά που κατηγορούσες ως δείγματα υπανάπτυξης, ήταν συχνά τα σωσίβια σε μια θεμελιωδώς προβληματική οικονομία. Η φτηνή ιδιοκτησία, τα διευρυμένα οικογενειακά δίκτυα, η άτυπη οικονομία, τομείς και τόποι ανεπαρκώς εκμεταλλευόμενοι.

Να τώρα η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός:

Μας μένουν τα πραγματικά δείγματα οπισθοδρόμησης, η διαφθορά, το πελατειακό κράτος, ο μετεμφυλιακός αντικομμουνισμός, ο σεξισμός, ο τζαμπαμαγκισμός και η εξάρτηση από την ολιγαρχία και χάνουμε και ό,τι μας κρατούσε, τη φτηνή στέγη, το οικογενειακό σπίτι, την παραλία, το καλοκαίρι.

Πηγή: parallaxi

*Ο Θάνος Ανδρίτσος είναι συνιδρυτής της εταιρείας Commonspace Co-op .