Άρθρα

Τύφλα να έχει η Στάζι: Ο υπαρκτός σοσιαλισμός και ο υπαρκτός καπιταλισμός

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις σχετικά με τις παρακολουθήσεις του περιβάλλοντος Μητσοτάκη σε εχθρούς, φίλους, δημοσιογράφους, πολιτικούς, επιχειρηματίες μετά των συζύγων τους, προκαλεί δικαίως οργή και αγανάκτηση σε σημαντικό μέρος του δημοκρατικού κόσμου. 

Μια μεγάλη μερίδα πολιτών όμως αντιμετωπίζει τις συγκεκριμένες αποκαλύψεις με το γνωστό “έλα τώρα που δεν ξέραμε ότι όλοι παρακολουθούν όλους;”. 

Περισσότερο από τις ίδιες τις αποκαλύψεις είναι αυτός ο εθισμός, η αποδοχή της εκτροπής και της βαρβαρότητας, η οποία σοκάρει. Είναι η “λαϊκή σοφία” και η διαδεδομένη γνώση ότι η αστική δημοκρατία και οι λεγόμενοι “θεσμοί” είναι σάπιοι μέχρι το μεδούλι και ότι οι λεγόμενες δημοκρατικές ευαισθησίες είναι εντελώς υποκριτικές.

Πριν 16 χρόνια έκανε θραύση η ταινία “Οι ζωές των άλλων”. Δικαίως, καθώς με έναν κινηματογραφικά ξεχωριστό τρόπο, περιγραφόταν ένα εκτεταμένο, σχεδόν εφιαλτικό σύστημα παρακολουθήσεων στην Ανατολική Γερμανία επί υπαρκτού σοσιαλισμού. Η Στάζι, παντοδύναμη, ανεξέλεγκτη, έστηνε μηχανισμούς παρακολούθησης αντιφρονούντων, υπόπτων, ακόμα και φίλα προσκείμενων στο καθεστώς Χόνεκερ. 

Το καθεστώς Μητσοτάκη όμως, τι διαφορετικό κάνει;

Έχει φτιάξει, όχι απλά ένα αντίστοιχο, αλλά ένα πολύ χειρότερο και εξίσου εκτεταμένο σύστημα παρακολουθήσεων, όπως αποκαλύπτεται μέσω του λογισμικού predator – και όχι μόνο που κάνει τον υπαρκτό καπιταλισμό της Ελλάδας να μη διαφέρει από τον υπαρκτό σοσιαλισμό της Στάζι. 

15.000 περίπου είναι οι “νόμιμες” παρακολουθήσεις ετησίως. Φανταστείτε οι μη νόμιμες… Οι παρακολουθήσεις βεβαίως δεν αφορούν μόνο την -υπό στενό πρωθυπουργικό έλεγχο- ΕΥΠ. Ας θυμηθούμε τις σχετικές καταγγελίες ότι οι Αμερικανοί παρακολουθούν για παράδειγμα σχεδόν όλη την γερμανική κυβέρνηση, ή ότι -στην Ελλάδα- εκτεταμένες παρακολουθήσεις έκανε και η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. 

Το αποκορύφωμα είναι οι αποκαλύψεις του καθόλα συστημικού δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου, ότι οι παρακολουθήσεις στη μνημονιακή Ελλάδα είναι πλέον εκτεταμένες, και στο κράτος, και στο παρακράτος, με τα κυκλώματα διεφθαρμένων αστυνομικών που έχουν αναλάβει την ηγεσία του εγκλήματος να παρακολουθούν τους ανταγωνιστές τους, εμπλέκοντας και την ΕΛΑΣ, και την ΕΥΠ και τη Δικαιοσύνη. 

Αυτό είναι κάτι, που το καθεστώς Μητσοτάκη αποδεικνύεται κατά πολύ ανώτερο του καθεστώτος της Στάζι στην Ανατολική Γερμανία. 

Δεν έχουμε απλά παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων, συμμάχων, υφισταμένων και φίλα προσκείμενων του πρωθυπουργού, αλλά παρακολουθήσεις ενός εσμού κρατικών και παρακρατικών παραγόντων. 

Το καθεστώς Μητσοτάκη μπορεί να παρακολουθούσε τον Ανδρουλάκη ή τον Σπίρτζη για πολιτικούς λόγους, αλλά επέτρεψε, αν δεν οργάνωσε, με τη χρήση των λογισμικών τύπου Predator και Pegasus, τις παρακολουθήσεις επιχειρηματιών και παραγόντων της δημόσιας ζωής. Οι παρακολουθήσεις είτε οργανώνονταν από το στενό κέντρο εξουσίας του Μαξίμου (Δημητριάδης), είτε από αυτονομημένα κρατικά κέντρα που ήθελαν να ελέγξουν παρακρατικά το οργανωμένο έγκλημα.

Μιλάμε για τη βρώμα και τη δυσωδία.

Η Στάζι μπροστά στον Μητσοτάκη ωχριά. 

Όχι γιατί παρακολουθούσε λιγότερους. 

Αλλά γιατί επί υπαρκτού σοσιαλισμού υπήρχε, έως ένα βαθμό, η σύγκρουση δύο μπλοκ, του δυτικού με το ανατολικό. Ο φόβος του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας  ήταν η κατασκοπεία, οι δολιοφθορές, τα σαμποτάζ, οι εκβιασμοί από την πλευρά της Δυτικής Γερμανίας και του ΝΑΤΟ, με στόχο την άνευ όρων και τυπική παραδοση του υπαρκτού σοσιαλισμού στον τότε καπιταλισμό. 

Όσο κι αν διαχωρίζεται κανείς από τον υπαρκτό σοσιαλισμό, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το διακύβευμα ήταν μεγάλο. Και αυτό φάνηκε και μετά την πτώση του Τείχους οπου το πλιάτσικο των ιδιωτικοποιήσεων που έγινε πάνω στις υποδομές της Ανατολικής Ευρώπης δεν είχε προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία. 

Το διακύβευμα για τις εκτεταμένες παρακολουθήσεις του Μητσοτάκη και της ελεγχόμενης από τον ίδιον ΕΥΠ ποιο είναι; 

Υποτίθεται ότι το 1989-1991 με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού μπήκε ταφόπλακα στο σοσιαλιστικό όραμα και αναγγέλθηκε το τέλος της ιστορίας. Ανακαλύφθηκε ότι ο καπιταλισμός είναι το καλύτερο δυνατό σύστημα. Μετά από αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα άλλο. 

Γιατί; Όχι γιατί οι στόχοι του σοσιαλισμού θεωρήθηκαν ξεπερασμένοι, αλλά γιατί, όπως ισχυρίστηκαν οι νικητές, δεν υπάρχει καλύτερο οικονομικό σύστημα από την ελεύθερη αγορά, δεν υπάρχει καλύτερη δημοκρατία από την αστική φιλελεύθερη δημοκρατία. 

Σήμερα πολλές από τις τότε εμβληματικές εικόνες που τάχα αποδείκνυαν την χρεοκοπία του σοσιαλισμού, εμφανίζονται πολλαπλάσιες στον υπαρκτό καπιταλισμό. 

Οι παρακολουθήσεις είναι το ίδιο ή περισσότερο εκτεταμένες, τμήμα τους δε είναι και “ιδιωτικοποιημένο”, όχι προφανώς για κάποιο διακύβευμα σοβαρό ή για λόγους εθνικής ασφάλειας, αλλά για εκβιασμούς, πιέσεις, μεθοδεύσεις, συμμαχίες, καρέκλες, εξουσία. 

Το κατάπτυστο και καταγέλαστο “κουπόνι” με το οποίο οι πολίτες της ΕΣΣΔ έπαιρναν τρόφιμα ή αγαθά, πλέον είναι καθεστώς στην “προηγμένη”, “πολιτισμένη” Δύση, σαράντα χρόνια μετά. 

Η ενέργεια, τα τρόφιμα, οι διακοπές, εκχωρούνται πλέον με “κουπόνι”. Και σε αντίθεση επιπλέον με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, πολλά άλλα βασικά αγαθά, όπως η στέγη, η παιδεία, η υγεία, δεν είναι εξασφαλισμένα για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας.

Η ανισότητα και η συνύπαρξη της ακραίας φτώχειας από τη μια πλευρά και του ακραίου πλούτου από την άλλη, δεν υπήρξε επί Χόνεκερ, Τσαουσέσκου ή Μπρέζνιεφ, υπάρχει όμως επί Μητσοτάκη.

Ο Σόιμπλε απειλεί ότι θα παγώσουν οι Ευρωπαίοι, απειλή που δε θυμόμαστε να την είχε κάνει ποτέ κάποιος ηγέτης του υπαρκτού. 

Τα ΜΜΕ και η ενημέρωση είναι όσο ποτέ άλλοτε πλήρως ελεγχόμενα από την εξουσία. Γιατί η κρατική τηλεόραση ήταν κακή επί Χόνεκερ και Γιαρουζέλσκι αλλά η πλήρως και ασφυκτικά ελεγχόμενη ιδιωτική και κρατική τηλεόραση είναι καλή επί Μητσοτάκη;

Οι τελευταίες αποκαλύψεις γύρω από τις παρακολουθήσεις πιθανά να τροφοδοτήσουν πολιτικές εξελίξεις. Πιθανά και όχι. 

Υπάρχει όμως και κάτι που δε συζητιέται και πρέπει να συζητηθεί. Είναι όντως ο καπιταλισμός, η αστική δημοκρατία, η ελεύθερη αγορά, ο καλύτερος δυνατός κόσμος;

Δώστε μου Ελευθερία – Όχι, δώστε μου καλύτερα Θάνατο.

Ο κόσμος είναι τώρα περίεργος και βρίσκεται σε αρκετή σύγχυση αυτή τη στιγμή. Αλλά αν είστε αρκετά μεγάλοι για να θυμάστε την εποχή Μπους, μπορεί οι μέρες αυτές να σας λένε κάτι.

Αν δεν έχετε προσχωρήσει στο στρατόπεδο των κατ’ επάγγελμα Δημοκρατικών που επιδιώκουν την επιστροφή του πρώην Προέδρου Τζορτζ Μπους, ίσως να αποκτήσετε μια μορφή ψυχικής διαταραχής παρακολουθώντας τους συντηρητικούς να απαιτούν μαζικά και επιτακτικά να αποκτήσουν οι Αμερικανοί την ελευθερία να αρρωστήσουν, τόσο οι ίδιοι, όσο και όλοι οι υπόλοιποι γύρω τους. Η ιστοσελίδα The Federalist το ανέλυσε καλύτερα στα τέλη του περασμένου μήνα:

Φαίνεται σκληρό να αναρωτηθούμε αν μπορεί να είναι καλύτερο για το έθνος να αφήσουμε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να πεθάνουν. Πιθανώς για αυτόν τον λόγο, λίγοι ήταν πρόθυμοι να το δηλώσουν αυτό δημόσια μέχρι τώρα. Ωστόσο, η ειλικρινής αντιμετώπιση της πραγματικότητας δεν είναι παράλογη και η άρνηση να εξετάσει κανείς εάν η παρούσα απάντηση αποτελεί ακόμη μεγαλύτερο κακό από αυτό που θεωρητικά σκοπεύει να αντιμετωπίσει, θα ήταν δειλή.

Δυστυχώς, αυτή η τερατώδης λογική υιοθετήθηκε από μια ευρεία γκάμα της Δεξιάς, από οικονομολόγους και παρουσιαστές ειδήσεων μέχρι και  τον ίδιον τον Τραμπ. Πρόκειται για το εντελώς αντίστροφο για τους ανθρώπους που πέρασαν ολόκληρο τον 21ο αιώνα επιμένοντας ότι δεν πρέπει να λογαριάσουμε καμιά δαπάνη, ούτε να διστάσουμε την κατάργηση των πολιτικών ελευθεριών, αν είναι να σωθεί έστω και μια ζωή Αμερικανού από βομβιστή αυτοκτονίας.

Μπορεί να είναι δύσκολο να το θυμηθούμε μετά τα τελευταία τέσσερα χρόνια τρέλας, αλλά κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε ετών που οδήγησαν στην εκλογή του Τραμπ, οι Αμερικανοί συντηρητικοί ηγήθηκαν μιας επιτυχημένης εκστρατείας για τον αναπροσανατολισμό της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ γύρω από τη διεξαγωγή ενός «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2011 που άφησαν 2.753 νεκρούς – έναν τρομακτικό αριθμό που τώρα όμως αντιπροσωπεύει μόλις το 3,5% του αριθμού των θανάτων της πανδημίας του κορωνοϊού (μέχρι στιγμής), και δεν είναι πολύ περισσότερος από τον αριθμό των Αμερικανών που πεθαίνουν καθημερινά από τον ιό – η αμερικανική Δεξιά προχώρησε  στο να σπαταλήσει παράλογα χρηματικά ποσά αλλά και ανθρώπινες ζωές σε αντιπαραγωγικούς πολέμους και άλλες πρωτοβουλίες που αποσκοπούσαν στην αποτροπή οποιουδήποτε παρόμοιου γεγονότος  από το να ξανασυμβεί,  ντροπιάζοντας και συκοφαντώντας όποιον διαφωνούσε, χαρακτηρίζοντας τον ως δειλό ή ακόμη και προδότη.

Καθώς τα χρόνια περνούσαν, και περισσότεροι Αμερικανοί πέθαιναν από ατυχήματα στην μπανιέρα τους, παρά από τρομοκρατικές πράξεις, η Δεξιά παρέμεινε αδιάφορη. Μέχρι τώρα, είχε ήδη δημιουργήσει μια εκτεταμένη κρατική υποδομή για παγκόσμια κατασκοπεία που περισσότερο παραβίαζε συστηματικά την ιδιωτική ζωή των νομιμοφρόνων Αμερικανών, από ό, τι στην πραγματικότητα συλλάμβανε επικίνδυνους τρομοκράτες. Παρόλα αυτά, υποστήριζαν, πως εάν το σταμάτημα της κατασκοπείας θα κοστίσει έστω και μία ζωή, το τίμημα δεν αξίζει τον κόπο.

«Όχι πολύ χειρότερα από τη γρίπη»

Γι’ αυτό είναι εκπληκτικό, αλλά εν τέλει δεν μας εκπλήσσει και τόσο, το γεγονός ότι οι συντηρητικοί παίρνουν την αντίθετη πολική θέση τώρα που η απειλή είναι μια πανδημία που σκότωσε 24 φορές περισσότερους Αμερικανούς σε δύο μήνες από ό, τι σκότωσαν οι τρομοκράτες μέσα σε δυο δεκαετίες.

Η Wall Street Journal ήταν ένας από τους πρώτους  που μπήκαν σε αυτήν την λογική, προειδοποιώντας ότι «ενώ αυτό δεν πρέπει να γίνει μια συζήτηση ανάμεσα στο πόσες ζωές θα θυσιαστούν και πόσες χαμένες θέσεις εργασίας μπορούμε να ανεχτούμε», η ουσία είναι ότι «καμία κοινωνία δεν μπορεί διαφυλάσσει τη δημόσια υγεία της για μεγάλο χρονικό διάστημα με κόστος την συνολική οικονομική της υγεία». Με άλλα λόγια, η εφημερίδα έμπαινε ακριβώς στη λογική που έλεγε ότι δεν πρέπει να μπούμε.

Πριν από περισσότερο από μια δεκαετία ωστόσο, η εφημερίδα ήταν μια αξιόπιστη υποστηρικτική φωνή όταν επρόκειτο για την καταπάτηση των πολιτικών ελευθεριών στο όνομα της τρομοκρατίας. Όταν οι φιλελεύθεροι επέκριναν τον ισχυρισμό της κυβέρνησης Μπους για το δικαίωμα να κρατούν επ’ αόριστον έναν πολίτη των ΗΠΑ χωρίς δίκη – συγκεκριμένα τον κατηγορούμενο τρομοκράτη Jose Padilla – η εφημερίδα παραπονέθηκε ότι «απουσιάζει από τη δημόσια συζήτηση για τα δικαιώματα ενός και μόνο ανθρώπου η συζήτηση για τα δικαιώματα όλων των υπολοίπων – δηλαδή, το δικαίωμα προστασίας από την επίθεση του εχθρού». Άλλες φορές, η εφημερίδα χλεύαζε τους φιλελεύθερους κριτικούς του Μπους ως υστερικούς παρανοϊκούς που «πιστεύουν ότι η Στάζι «έχει αναγεννηθεί στη Δυτική Πτέρυγα του Λευκού Οίκου» ή «η KGB ξεσαλώνει στο κέντρο της πόλης» και αμφισβητούσε την προσαγωγή των τρομοκρατών σε στρατιωτικά δικαστήρια λόγω «θεμάτων ασφαλείας».

«Από την 11η Σεπτεμβρίου και μετά, σχεδόν κάθε πρόταση για  μια πιο αποτελεσματική χρήση των μυστικών υπηρεσιών καταγγέλθηκε από την Αριστερά και τη φιλελεύθερη Δεξιά ως επίθεση στην «προστασία της ιδιωτικής ζωής», διαμαρτύρονταν η συντηρητική αρθρογράφος Heather MacDonald στις σελίδες της εφημερίδας, σε ένα άρθρο με τίτλο «Η τζιχάντ της ιδιωτικής ζωής». «Σπρώχνουν τις υπηρεσίες πληροφοριών πίσω, σε μια νοοτροπία πριν από τις 9/11, όταν η απλή πιθανότητα μιας παραβίασης της ιδιωτικής ζωής ή των πολιτικών ελευθεριών ξεπερνούσε κατά πολύ τις ανησυχίες για την ασφάλεια».

Προς απολύτως καμιά έκπληξη, η MacDonald καταγγέλλει αυτές τις μέρες την «μαζική υπερβολική αντίδραση» και την «παράνοια» για την πανδημία που είναι «εντελώς παράλογη», κατηγορώντας ψευδώς ότι ο κορωνοϊός δεν είναι «πολύ χειρότερος από τη γρίπη».

Και δεν είναι η μόνη. Ο αναλυτής του ABC, Matthew Dowd, ζήτησε την εξεύρεση «ισορροπίας μεταξύ της προστασίας της υγείας των πολιτών και της προστασίας της οικονομίας μας». Όταν ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του Ρεπουμπλικανικό, ο Dowd ήταν στρατηγικός αναλυτής  για τον Μπους, προβάλλοντας διαφημίσεις που κατηγορούσαν τον Δημοκρατικό του αντίπαλο ότι «έπαιζε παιχνίδια πολιτικής με την εθνική ασφάλεια», επειδή επέκρινε τον νόμο Patriot Act[1]. Ήταν «μια άλλη ευκαιρία για εμάς να πούμε ότι ο γερουσιαστής Kerry ξεφεύγει απόλυτα στις απόψεις του σχετικά με τον Patriot Act», είχε πει ο Dowd εκείνη την εποχή.

Αυτό δεν περιορίζεται μόνο στους προπαγανδιστές των Ρεπουμπλικάνων. Ο ίδιος ο γερουσιαστής του Ουισκόνσιν Ρον Τζόνσον είπε ότι «πρέπει να αξιολογήσουμε το συνολικό κοινωνικό κόστος αυτής της απαίσιας ασθένειας και να προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια προοπτική», επειδή «κάθε πρόωρος θάνατος είναι τραγωδία, αλλά ο θάνατος είναι αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής». Ο Τζόνσον δεν ήταν και τόσο διατεθειμένος να στηρίξει φιλοσοφικά την αξία της ζωής πριν από τέσσερα χρόνια, όταν επέκρινε τον δημοκρατικό αντίπαλο του, τον πρώην γερουσιαστή του Ουισκόνσιν, Ρους Φέινγκολντ, επειδή ήταν η μόνη αρνητική ψήφος για την αρχική έκδοση του Patriot Act «Ο κόσμος είναι πολύ επικίνδυνο μέρος για μια τέτοια συμπεριφορά», δήλωνε σε μια από τις διαφημίσεις του.

Για χρόνια, ο αντιπρόσωπος Pat Toomey (Ρεπουμπλικάνος, Πενσυλβάνια) ήταν ένας σταθερός υποστηρικτής μιας ποικιλίας μέτρων τεμαχισμού των πολιτικών ελευθεριών – αντιτρομοκρατικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένου του νόμου Patriot Act, των στρατιωτικών δικαστηρίων και του νόμου εθνικής άμυνας του 2011[2], που έδωσε στον πρόεδρο την εξουσία να φυλακίσει τους ανθρώπους για όσο διάστημα ήθελε και να επιβάλει τον στρατιωτικό νόμο στο έδαφος των ΗΠΑ. «Δεν μπορώ να κάθομαι και να μην δίνω στο FBI, στη CIA, στην NSA και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τα εργαλεία που χρειάζονται», είπε πριν ψηφίσει τον αρχικό Patriot Act. Τώρα είναι ένας από τους νομοθέτες που πιέζει τον Τραμπ να βιαστεί και να στείλει τους ανθρώπους πίσω στη δουλειά εν μέσω της πανδημίας.

Πριν από τέσσερα χρόνια ο πρώην κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϋ και ο άνθρωπος που στήριξε τον Τραμπ, Κρις Κρίστι, παρουσίαζε (με λάθος στοιχεία) τον εαυτό του σαν έναν σκληρό διώκτη της τρομοκρατίας. «Δεν μπορείτε να απολαύσετε τις πολιτικές σας ελευθερίες εάν βρίσκεστε σε φέρετρο», έλεγε, ενώ κατηγόρησε έναν αντίπαλο φιλελεύθερο πολιτικό ότι έκανε τις ΗΠΑ «πιο αδύναμες και πιο ευάλωτες» σε μια τρομοκρατική επίθεση επειδή αντιτασσόταν στις κυβερνητικές δυνάμεις επιτήρησης. «Για μένα, είναι μια καθημερινότητα να βλέπω στα μάτια τους ανθρώπους που έχασαν τους συζύγους και τις συζύγους τους, τους πατέρες και τις μητέρες τους, τις αδελφές και τους αδελφούς τους, τους γιους και τις κόρες τους», είπε στο Συμβούλιο Εξωτερικών Πολιτικής. Ποια είναι λοιπόν η στάση του Κρίστι τώρα;

«Φυσικά, όλοι θέλουν να σώσουν κάθε ζωή που μπορούν, αλλά το ερώτημα είναι: μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να φτάσουμε, τελικά;»         Ο Κρίστι μίλησε πρόσφατα για την ανάγκη να ξανανοίξει η αγορά, επιμένοντας ότι οι Αμερικανοί απλά «θα πρέπει» να δεχτούν τρεις χιλιάδες θανάτους την ημέρα. Σαφώς, το γεγονός  ότι κοιτάζει στα μάτια λιγότερους ανθρώπους τώρα, που δεν βρίσκεται σε δημόσιο αξίωμα, έχει επηρεάσει τον Κρίστι.

Το ίδιο ισχύει και για τον Αντιπρόεδρο Μάικ Πενς, ο οποίος ψήφισε ξανά και ξανά για να διατηρήσει εν ισχύ τις αμφιλεγόμενες διατάξεις του Patriot Act και υποστήριξε το μυστικό (και πολύ παράνομο) πρόγραμμα του Μπους για τη συλλογή εκατομμυρίων τηλεφωνικών αρχείων Αμερικανών πολιτών. Η «επιθυμία των τρομοκρατών να επιβάλουν τέτοια βία στην πατρίδα μας αλλά και στους συμμάχους μας είναι πραγματική», δήλωσε ο Πενς, ο οποίος αργότερα αντιτάχθηκε στο να επιτρέψει στους Σύριους πρόσφυγες να εγκατασταθούν στην Ιντιάνα με πρόσχημα την «ασφάλεια και προστασία». Ο Πενς φυσικά, υποστηρίζει πιστά τώρα την πρόθεση του Τραμπ να ανοίξει ξανά τη χώρα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έτσι ώστε «η θεραπεία να μην είναι χειρότερη από την ασθένεια».

Είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικό να βλέπεις το κανάλι Fox να γίνεται η μήτρα των αρνητών του κορωνοϊού, δεδομένου ότι το δίκτυο ήταν κάποτε το πρώτο που υποβάθμιζε τα ακραία μέτρα που έπαιρνε ο Μπους στο όνομα της καταπολέμησης της «τρομοκρατίας» και της προστασίας της «πατρίδας». Όταν η φιλελεύθερη ρεπόρτερ του Fox, Άλαν Κολμς, παραπονέθηκε το 2007 ότι τα μέτρα του Μπους επηρέαζαν τις πολιτικές ελευθερίες των Αμερικανών, η Λόρα Ίγκραχαμ απάντησε ότι «πρέπει να προστατεύσουμε πρώτα αυτή τη χώρα», και ότι «αν, θεός φυλάξει, έχουμε ακόμα μια τρομοκρατική επίθεση σε αυτήν την χώρα, τα επιχειρήματά σας θα απογυμνωθούν ως εντελώς ακαδημαϊκά». Φυσικά, η Λόρα Ίγκραχαμ είναι σήμερα μια από τις κορυφαίες φωνές που απαιτούν πρόωρο «άνοιγμα» της οικονομίας των ΗΠΑ, γιατί «δεν μπορούμε να πλέον αρνηθούμε στο λαό μας τις βασικές του ελευθερίες».

Αλλά κανένας δεν φτάνει τον ρεπόρτερ του  Fox, Μπιλ Ο’Ράιλι, ο οποίος έχει μείνει στην αφάνεια από τότε που εκδιώχθηκε από το δίκτυο λόγω  σεξουαλικής παρενόχλησης που έκανε στο χώρο εργασίας του. Στις αρχές του περασμένου μήνα, ο Ο’Ράιλι προέβλεπε με αυτοπεποίθηση τον αριθμό των θανάτων στις ΗΠΑ, που (μέχρι σήμερα) θα ήταν κάπου στις δέκα χιλιάδες, (νούμερο που δεν προσεγγίζει καν τον πραγματικό αριθμό που είναι έξι φορές πάνω), και ότι «οι πολλοί άνθρωποι που πεθαίνουν, τόσο εδώ όσο και σε όλο τον κόσμο, ήταν στα τελευταία τους ούτως ή άλλως».

Αυτό που κάνει εντύπωση είναι ότι για το μεγαλύτερο μέρος των είκοσι προηγούμενων ετών, ο Ο’Ράιλι χρησιμοποιούσε το προβεβλημένο βήμα που είχε στο Fox για να φωνάζει ατελείωτα για την απειλή της τρομοκρατίας και το πόσο επικίνδυνη και ανεύθυνη –  και πιθανώς ανατρεπτική– είναι η οποιαδήποτε κριτική στην κυβέρνηση Μπους και στις αντιτρομοκρατικές της προσπάθειες. Κάποτε είπε ότι «πιστεύει ακράδαντα ότι το ACLU (Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες) θέλει να υπονομεύσει τη στρατιωτική προσπάθεια στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και ότι ήταν «η πιο επικίνδυνη οργάνωση της χώρας». Τόνισε ότι «καμία χώρα δεν μπορεί να κερδίσει μια σύγκρουση με τον τρόπο που οι ΗΠΑ πολεμούν τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, όταν υπάρχει τόση διαφωνία για τις πολιτικές του Μπους.

Αυτή ήταν η αντίδραση του Ο’Ράιλι στο άκουσμα της είδησης για τους αντιπολεμικούς διαδηλωτές που κατέφθασαν στη Νέα Υόρκη για το Εθνικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικανικών το 2004:

Αντί να απλώς να καταστέλλονται με τη βία οι βίαιοι διαδηλωτές που προκαλούν ζημιές, πρέπει να τους καταδικαστούν σε φυλάκιση σε ομοσπονδιακή φυλακή. Οι περισσότεροι Αμερικανοί αναγνωρίζουν το δικαίωμα στη διαμαρτυρία. Εννοείται την αναγνωρίζω κι εγώ. Αλλά μαχόμαστε σε έναν πόλεμο εδώ. Και κάθε πράξη που θέτει τη χώρα σε κίνδυνο αποτελεί σαμποτάζ. Και εδώ μιλάμε ξανά για μια τρομοκρατική πράξη.

Οι παρακάτω ήταν οι δηλώσεις του το 2008, για την αντίθεση του τότε εκλεγμένου Προέδρου Ομπάμα στα βασανιστήρια:

Η ακροαριστερά, οι τύποι του ACLU, δεν θέλουν καθόλου ανάκριση υπόπτων τρομοκρατίας. Τίποτα εκτός από τα δικαιώματα  Miranda[3] και τους συνηγόρους υπεράσπισης. Οι περισσότεροι Αμερικανοί καταλαβαίνουν μια τέτοια πολιτική θα ήταν πολύ επικίνδυνη.

Εδώ ήταν δύο χρόνια πριν από το παραπάνω, αναφερόμενος στη φιλελεύθερη αντίδραση στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας από τη διακυβέρνηση Μπους:

Στο τέλος καταλήγουμε σε αυτό: Πιστεύω ότι θα υπάρξει περισσότερο αίμα στους αμερικάνικους δρόμους εάν η κυβέρνηση χαλαρώσει το κυνήγι των τρομοκρατών.

Με τα πιο πρόσφατα σχόλιά τους έγινε πλέον σαφές ότι για κάποιον λόγο ο Ο’Ράιλι και οι δεξιοί συμπατριώτες του προφανώς σταμάτησαν να ανησυχούν, αντίθετα καλοδέχονται το σενάριο για «περισσότερο αίμα στους αμερικάνικους δρόμους».

Δικομματική υποκρισία

Δεν αποτελεί  νέα ανακάλυψη ότι οι Δεξιοί είναι αισχροί υποκριτές. Θα πουν ό,τι χρειάζεται για να επιτύχουν τους πολιτικούς τους στόχους.

Κατά την εποχή του Μπους, οργάνωναν τη σπατάλη χρημάτων σε στρατιωτικούς εργολάβους, την οικοδόμηση ενός κράτους ασφαλείας για να αποτρέψει οποιοδήποτε μελλοντικό προοδευτικό πολιτικό κίνημα. Συκοφάντησαν Δημοκρατικούς και φιλελεύθερους ως αδύναμους και επικίνδυνους, γιατί η ασφάλεια και η διασφάλιση της ανθρώπινης ζωής ΕΙΝΑΙ το θέμα. Τώρα, ο στόχος άλλαξε για να διατηρήσουν γεμάτα τα πορτοφόλια των πλούσιων βιομηχάνων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αποτρέπουν την κριτική σε μια επί δεκαετίες νεοφιλελεύθερη οικονομική ανοησία, επιτιθέμενοι ξανά σε Δημοκρατικούς και φιλελεύθερους, αυτή τη φορά χαρακτηρίζοντάς τους τυραννικούς και επικίνδυνους, ζητώντας εν τέλει ελευθερία ανεξαρτήτως τιμήματος.

Το πρόβλημα είναι ότι το στενό πολιτικό φάσμα της Αμερικής κυριαρχείται από δύο πλευρές που στην ουσία δεν πιστεύουν τίποτα από αυτά  που λένε και καταβάλλουν ελάχιστη προσπάθεια να πείσουν για το αντίθετο. Η μία πλευρά πέρασε οκτώ χρόνια ως κόμμα της συγκεντρωτικής κυβερνητικής εξουσίας για χάρη της ασφάλειας, πριν περάσει άλλα οκτώ χρόνια ενοχλούμενη από την κυβερνητική τυραννία, ενώ τώρα υποστηρίζει μέτρα για τη σιωπηρή δολοφονία δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων.

Η άλλη πλευρά πέρασε οκτώ χρόνια προειδοποιώντας για τον επικείμενο, αντιδημοκρατικό κίνδυνο ενός συγκεντρωτικού κράτους εθνικής ασφάλειας, προτού υιοθετήσει και διευρύνει περισσότερο το ίδιο κράτος εθνικής ασφάλειας για άλλα οκτώ χρόνια.

Είναι δύσκολο να προβλέψουμε πού ακριβώς καταλήγει ένα πολιτικό σύστημα όταν κυριαρχείται από κυνικούς παράγοντες σαν αυτούς.

Ωστόσο, η ιστορία δείχνει ότι όταν υπάρχει ένα αυξανόμενο στρατόπεδο ανθρώπων απογοητευμένων και δύσπιστων προς την υπάρχουσα πολιτική τάξη, αυτό, σπάνια είναι καλός οιωνός για αυτήν.

Πηγή: Jacobin

Μετάφραση: antapocrisis

[1]  Πέρασε μόλις  45 ημέρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, ο νόμος Patriot Act και ήταν η πρώτη από τις πολλές αλλαγές στους νόμους επιτήρησης που διευκόλυναν την κυβέρνηση να κατασκοπεύει τους Αμερικανούς πολίτες επεκτείνοντας την εξουσία της για να παρακολουθεί τις επικοινωνίες μέσω τηλεφώνου και email καθώς και να συλλέγει αρχεία τραπεζικών και πιστωτικών λογαριασμών.

[2] Το νομοσχέδιο πέρασε από το Σώμα των ΗΠΑ στις 14 Δεκεμβρίου 2011, τη Γερουσία των ΗΠΑ στις 15 Δεκεμβρίου 2011 και υπογράφηκε στον νομοθετικό σώμα των Ηνωμένων Πολιτειών στις 31 Δεκεμβρίου 2011 από τον Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Ο νόμος επιτρέπει χρηματοδότηση 662 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μεταξύ άλλων “για την υπεράσπιση των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμφερόντων τους στο εξωτερικό”.

[3] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η προειδοποίηση Miranda είναι ένας τύπος ειδοποίησης που δίνεται συνήθως από την αστυνομία σε εγκληματίες υπόπτους που βρίσκονται υπό κράτηση (ή σε ανακρίσεις) που τους συμβουλεύουν για το δικαίωμά τους να σιωπήσουν. Δηλαδή, το δικαίωμά τους να αρνηθούν να απαντήσουν σε ερωτήσεις ή να παρέχουν πληροφορίες στην επιβολή του νόμου.

Αν Δημόσιο Ίδρυμα έκανε τα αίσχη του Σκοιλ Ελικικου θα ζητούσαν μέχρι και την απόλυση της καθαρίστριας

Ο Βρούτσης το είπε καθαρά. Τι φωνάζετε για το Σκοιλ Ελικικου; Έτσι λειτουργεί η αγορά και η ελεύθερη οικονομία. Μοιράζει το κράτος το δημόσιο χρήμα (και τα ΕΣΠΑ τέτοιο είναι με την έννοια ότι το αποπληρώνει ο λαός μας πολλαπλάσιο), διαπλέκεται το πολιτικό σύστημα με την ολιγαρχία για τα μεγάλα διακομματικά σκάνδαλα, ή με τους φίλους και κουμπάρους για τα μικρά σκανδαλάκια σαν κι αυτά με τα vouchers της κατάρτισης των επιστημόνων. Κάπως έτσι …έρχεται η ανάπτυξη.

Πριν μερικές βδομάδες μερικοί χολερικοί δημοσιογράφοι ζητούσαν τα κεφάλια των εκπαιδευτικών επί πίνακι, γιατί διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν είναι εκπαιδευμένοι να κάνουν ουσιαστική εξ αποστάσεως εκπαίδευση ή γιατί δε μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους καθώς οι πλατφόρμες του Υπουργείου κατέρρεαν.

Είναι οι ίδιοι που θα αφιερώσουν ολοσέλιδα αφιερώματα όταν κάποιος δημόσιος υπάλληλος δεν θα κάνει καλά τη δουλειά του. Όταν θα γίνει κάτι στραβό σε κάποιο δημόσιο σχολείο. Το δε αγαπημένο τους θέμα είναι να γίνει κάτι στραβό σε κάποιο τριτοβάθμιο ίδρυμα. Εκεί ζητούν την επέμβαση των ΜΑΤ, αξιολόγηση, περικοπές μισθών και απολύσεις.

Σε αυτό το αίσχος του Σκοιλ Ελικικου έχουν πάθει αφωνία. Αλήθεια φαντάζεστε να μην υπήρχε ο σχετικός νόμος του 2011, που επιτρέπει τέτοιου είδους καταρτίσεις να τις κάνουν οι άριστοι κολλητοί αετονύχηδες; Φαντάζεστε να περνούσε η κατάρτιση μέσω vouchers από κάποιο τριτοβάθμιο δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα και να γινόταν τέτοιο ρεζιλίκι; Πεζοδρόμια θα ξήλωναν.

Εάν το τελευταίο δημόσιο ίδρυμα της χώρας έκανε το ένα δέκατο από τα τερατώδη λάθη, τις ανήκουστες προχειρότερες, τις προκλητικές αρπαχτές, με το ένα εκατοστό της μνημειώδους άγνοιας και αγραμματοσύνης από αυτή που έδειξαν οι αετονύχηδες στις πλατφόρμες κατάρτισης, τι θα γινόταν;

Το αστικό πολιτικό σύστημα και τα ΜΜΕ θα ζητούσαν απολύσεις εδώ και τώρα. Θα βυσσοδομούσαν ενάντια στο δημόσιο. Θα μας έπαιρναν τα αυτιά με την υπεροχή του ιδιωτικού. Θα μας έπλεναν τον εγκέφαλο 25 ώρες το 24ωρο για τον τεμπέλη εκπαιδευτικό, τον ασυνείδητο δάσκαλο, τον φυγόπονο δημόσιο υπάλληλο.

Σήμερα είναι απλώς η επόμενη μέρα του Πάσχα.

Η στρατηγική ιδιωτικοποίησης των πάντων, που έλεγε και ο Ζ. Σαραμάγκου, ήταν πάνω κάτω ίδια σε όλες τις χώρες, σε όλες τις περιπτώσεις. Στην αρχή υποχρηματοδοτούμε και υποβαθμίζουμε μια δημόσια υπηρεσία/λειτουργία. Μετά τα ΜΜΕ ανακαλύπτουν τα προβλήματα και ουρλιάζουν. Μετά έρχεται το κράτος και βάζει «τεχνοκρατικά» όρους ανταγωνιστικότητας στη λειτουργία, όπως αυτοχρηματοδότηση και αξιολόγηση από τον «πελάτη». Και μετά η ιδιωτικοποίηση μπορεί να προχωρήσει πλήρως.

Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι όλα στο δημόσιο λειτουργούν καλά. Πολλά προβλήματα είναι λόγω οργάνωσης, άλλα και λόγω κακής δημοσιουπαλληλίστικης νοοτροπίας. Όμως το 90% των προβλημάτων οφείλεται στην υποστελέχωση, στην κακή οργάνωση, στην πελατειακή λειτουργία των κομμάτων (που κατά τ’ άλλα ζητάνε συρρίκνωση του δημοσίου), στη στοχευμένη υποβάθμιση προς όφελος του ιδιωτικού.

Αλλά ακόμα και με αυτά τα προβλήματα, το δημόσιο είναι εκεί όταν η κοινωνία είναι σε δοκιμασία. Ο γιατρός και ο νοσηλευτής που πήγε να αντιμετωπίσει τον κορωνοϊό χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό, ο εργαζόμενος στην καθαριότητα, ο εκπαιδευτικός που έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο επαφής με τους μαθητές του, έξω από το επικοινωνιακό παραμύθι αλλά ταυτόχρονα και λειτουργικό Βατερλό με τα καταρρέοντα συστήματα του Υπουργείου.

Δε μπορούμε να πούμε το ίδιο για τον θαυμαστό ιδιωτικό τομέα. Ο οποίος υπάρχει και ζει γιατί έχει μόνιμα το χέρι απλωμένο στην κουτάλα του κράτους που κατά τ’ άλλα βρίζει.

Η αγορά, σε αντίθεση με το δημόσιο που έδωσε ό,τι καλύτερο είχε και μπορούσε, κινήθηκε ΚΑΙ σε αυτήν τη δοκιμασία με τη λογική του μαυραγορίτη, της αρπαχτής, της άγριας εκμετάλλευσης.

Τα παραδείγματα πολλά.

Το Σκοιλ Ελικικου είναι το πιο γελοίο.

Η κερδοσκοπία με τα μέσα προστασίας και τα αντισηπτικά ήταν το πρώτο δείγμα του πώς θα συμπεριφερθεί η ελεύθερη αγορά σε μια εθνική υγειονομική κρίση.

Αλλά να ξεχάσουμε την ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας που αντί για λίγες χιλιάδες ευρώ, κοστολογήθηκε 72.000;

Να ξεχάσουμε τις διπλάσιες αποζημιώσεις στις κλινικές;

Να ξεχάσουμε ότι ο πρόεδρος  του ΣΕΒ και μεγαλομέτοχος της ACS ζητά (και το πετυχαίνει) να μπει η εταιρεία του στις διατάξεις των «πληττόμενων επιχειρήσεων», την περίοδο που μια εταιρεία courier εκτοξεύει τον τζίρο της;

Τα παραδείγματα πολλά.

Στην αρχή της υγειονομικής κρίσης γκρεμίστηκε ένας μύθος πολλών ετών. Ότι το δημόσιο σύστημα υγείας είναι το άντρο των κηφήνων του δημοσίου και πως αν θες να βρεις την υγειά σου πρέπει να πας σε ιδιωτικό νοσοκομείο.

Το συμπέρασμα από την κρίση είναι εντελώς ανάποδο: Αν θέλουμε δημόσια υγεία πρέπει να επενδύσουμε στο ΕΣΥ.

Ο δεύτερος μύθος του «λιγότερου κράτους» επίσης καταρρίφθηκε. Χωρίς την κρατική παρέμβαση σε υγεία και οικονομία η κατάρρευση θα ήταν εκκωφαντική. Ας ρίξουν μια ματιά στη χώρα των μεγάλων ευκαιριών να δουν τι γίνεται. Εκεί που καταγράφονται 22 εκατομμύρια άνεργοι σε λιγότερο από ένα μήνα και 41 χιλιάδες θάνατοι.

Ο τρίτος μύθος είναι ότι δεν υπάρχει λεφτόδεντρο για τα κοινωνικά αιτήματα και ότι η αγορά θέλει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και πλεονάσματα για να επενδύσει.

Ποια αγορά;

Σαν το κοράκι η αγορά περιμένει το λεφτόδεντρο του κράτους και τα ελλείμματα που θα προκληθούν για να κερδοσκοπήσει πάνω σε αυτά. Το λεφτόδεντρο δεν υπάρχει για το λαό. Για τα αρπαχτικά όμως γίνονται εξαιρέσεις.

Ο τέταρτος μύθος είναι της υπεροχής, συντριπτικής μάλιστα, του ιδιωτικού τομέα έναντι του δημοσίου. Θα μπορούσαμε να καλέσουμε κάποιον από όσους καθυβρίζουν μέρα νύχτα το δημόσιο να παραγγείλει κάτι μέσω διαδικτύου για να δει πόσο καλά -και έγκαιρα- λειτουργεί ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης και η αυτορυθμιζόμενη αγορά.

Ή απλά να του πούμε Σκοιλ Ελικικου.

ΥΓ: Όταν λέμε ότι το σκάνδαλο διαπλοκής δημόσιου χρήματος/ολιγαρχίας είναι διακομματικό, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα 44 δισ της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών επί ΣΥΡΙΖΑ. Ή ότι ο Λάτσης που πήρε 85 € το τετραγωνικό μέτρο στο Ελληνικό επί Σαμαρά, μπόρεσε και πήρε δάνειο 1,2 δισ από αυτά τα 44 δισ της ανακεφαλαιοποίησης για την μεγάλη «επένδυση του Ελληνικού», επί Τσίπρα. Γιατί υπάρχουν τα σκανδαλάκια αλλά υπάρχουν και τα σκάνδαλα. Και η λίστα είναι μεγάλη. Αεροδρόμια, Λαυρεντιάδης, Siemens, Novartis και όλοι όσοι έτρωγαν και τρώνε το δημόσιο χρήμα αποθεώνοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία.

«Είμαστε όλοι κρατιστές!» ή …o τρόμος και η αθλιότητα του μπουρδο-φιλελευθερισμού…

Τελικά, οφείλουμε κάτι σημαντικό σ’ αυτό το μικροσκοπικό κι αόρατο πραγματάκι που δεν ξέρουμε ακόμη πώς τρύπωσε μέσα μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, κι απειλεί να κατακλύσει –αλλά όχι απαραίτητα να καταλύσει– τα σώματα του 60-70% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οφείλουμε στον Covid-19 –που ίσως του αξίζει ένα καλύτερο όνομα, είναι κρίμα να προκαλείς τόσο παγκόσμιο σαματά και να σε βαφτίζουν με πέντε αρχικά και δύο νούμερα–, του οφείλουμε λοιπόν το ξεβράκωμα και τον εξευτελισμό οικονομικών δογματισμών που κυριάρχησαν στον κόσμο για τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες, αλλάζοντας τα φώτα στον πλανήτη και στην ανθρωπότητα.

Οφείλουμε στον κορονοϊούλη 
μας την αποκάλυψη της γύμνιας του νεοφιλελευθερισμού και της απάτης του μονεταρισμού, που έπειτα από μισό αιώνα ιδεολογικού και πολιτικού μονοπωλίου σκάνε σαν τσιχλόφουσκα στα μούτρα των εμπνευστών τους (όσων ακόμη ζουν) και των ζηλωτών τους (που δυστυχώς ζουν και βασιλεύουν). Οφείλουμε στην επιδημία, που έγινε πανδημία και μπορεί να εξελιχθεί στη χειρότερη κρίση του νέου αιώνα, την αποκάλυψη του τρόμου και της αθλιότητας του μπουρδο-φιλελευθερισμού, γιατί σε αυτό συντίθενται τελικά τα δύο ρεύματα οικονομικής «σκέψης» (απερισκεψίας ή ολικής άνοιας, θα έλεγα εγώ, εξ ου και το «μπουρδο-φιλελευθερισμός» – δικής μου επινόησης, μην ψάχνετε σε λεξικά και βικιπέντιες) που κατέκλυσαν κάθε αρμό εξουσίας από τη Δύση στην Ανατολή, από τον Βορρά στον Νότο, σε κάθε κυβέρνηση, κάθε κόμμα εξουσίας, κάθε κεντρική τράπεζα, κάθε διεθνή οργανισμό, κάθε μηχανισμό και θεσμό της αγοράς και της οικονομίας.

Περιδεείς –κανονικά χεσμένοι δηλαδή–
, άβουλοι, χαμένοι, μπερδεμένοι οι ρέκτες του μπουρδο-φιλελευθερισμού –μπάμπηδες, μπογδανόπουλα, μακρόνηδες, τζιμερόπληκτοι, αδωνοϊοί, στουρνάρια, για να μιλήσουμε μόνο για μερικές εγχώριες, γραφικές εκδοχές του είδους που αποτελεί τη χειρότερη ιδεολογική πανδημία που έχει πλήξει την ανθρωπότητα–, όλοι οι μπουρδο-φιλελεύθεροι, λοιπόν, είτε γλείφουν ό,τι έφτυναν εδώ και χρόνια είτε απλώς αποδέχονται σιωπηλά, σαν βάλσαμο, τις τεράστιες δόσεις «κρατισμού» κατά της πανδημίας.

Τώρα, είμαστε όλοι κρατιστές, έτσι κουφαλίτσες; Πού είναι οι αποτελεσματικές και πάνσοφες αγορές σας, λεβέντες; Πού έχει λουφάξει η «επινοητική» επιχειρηματικότητα που «η μόνη κοινωνική της ευθύνη είναι να δημιουργεί κέρδη για τους μετόχους της» (Φρίντμαν); Πού εξαφανίστηκαν οι φιλελεύθερες βεβαιότητες ότι «όσο περισσότερο το κράτος σχεδιάζει, τόσο περισσότερο δυσκολεύει τα άτομα να σχεδιάσουν» (Χάγεκ); «Πού είναι το κράτος;!», κραυγάζουν τώρα αγωνιωδώς οι αντικρατιστές που ήθελαν να το συρρικνώσουν, να το εξαφανίσουν, να ξεπουλήσουν κάθε παραγωγικό του βραχίονα, να ακρωτηριάσουν κάθε δημιουργικό του αρμό, να αποδυναμώσουν κάθε κοινωνικά αναντικατάστατη υπηρεσία του – και το έχουν κάνει ήδη, δυστυχώς, σε βαθμό καταστροφικό, επιτρέποντας στον κορονοϊούλη να παραλύσει συστήματα υγείας και προστασίας του πληθυσμού από την επιδημία.

«Είμαστε όλοι κρατιστές» τώρα, με τρόπο που δεν ήμασταν ούτε καν στην κρίση του 2008, θεωρητικώς τη χειρότερη από το 1929. Αγορές, μέτοχοι, κεντροτραπεζίτες, τραπεζίτες, golden boys and girls, πολυεθνικές, επιχειρηματικά λόμπι, οργανισμοί της καπιταλιστικής διεθνούς, νεοφιλελεύθεροι, «μεταρρυθμιστές», αντικρατιστές, ακροδεξιοί, κεντροδεξιοί, κεντροαριστεροί, δισεκατομμυριούχοι, κερδοσκόποι, ραντιέρηδες, πλούσιοι, νεόπλουτοι, μικρομεσαίοι, ελίτ, τάξεις και στρώματα που είχαν αποκτήσει αλλεργία σε κάθε τι κρατικό, γραφειοκράτες και τεχνοκράτες που φιλοτέχνησαν και υπηρέτησαν με τόσο ζήλο τα δόγματα της δημοσιονομικής λιτότητας και του απεχθούς πληθωρισμού, εκλιπαρούν τώρα για μεγάλες, θηριώδεις δόσεις κράτους. Τεράστιες δόσεις δημόσιων δαπανών και χρήματος. Αφθονου, φτηνού χρήματος, ακόμη και πληθωριστικού. Χρήματος σκορπισμένου από το ελικόπτερο, κατατεθειμένου στους λογαριασμούς των επιχειρήσεων, ει δυνατόν παραδοτέου με ντιλίβερι στα σπίτια των νοικοκυριών.

Το συνονθύλευμα τ
ου μπουρδο-φιλελευθερισμού θέλει από το κράτος τα πάντα και τα θέλει τώρα. Οι κεντρικές τράπεζες να τυπώσουν και να μοιράσουν άφθονο χρήμα, σε κάθε εκδοχή. Οι εμπορικές τράπεζες να απαλλαγούν από την υποχρέωση να κυνηγήσουν ανελέητα τους «κόκκινους» δανειολήπτες και οι εποπτικοί μηχανισμοί να ξεχάσουν τους υπερφίαλους σχεδιασμούς για δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι κυβερνήσεις να αυξήσουν χωρίς φειδώ τις δημόσιες δαπάνες τους, να κάνουν κάθε επένδυση που περνάει απ’ το μυαλό τους – τρύπες στα οδοστρώματα και ταυτόχρονη βούλωμά τους, κατά το κλασικό ρουζβελτιανό παράδειγμα. Στάχτη και μπούλμπερη τα μηδενικά και τα χαμηλά ελλείμματα, στον διάβολο το Σύμφωνο Σταθερότητας, όχι ευελιξία, εξάρθρωση ει δυνατό να υποστεί. Πλεονάσματα; Τι είναι αυτό; Ποιος διεστραμμένος νους τα σκέφτηκε;

Οι κυβερνήσεις πρέπει να γίνουν τρυφερές, τα κράτη γενναιόδωρα. Να πληρώσουν αδρά τις έρευνες για το εμβόλιο και τις θεραπείες. Να ενισχύσουν τα συστήματα υγείας – τα ιδιωτικοποιούμε αργότερα, βρε αδερφέ. Να καλύψουν τις ζημιές των επιχειρήσεων, να τους παγώσουν τα χρέη, να τους πληρώσουν τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις, να επιδοτήσουν την τόνωση του τζίρου τους. Και, ει δυνατό, τα κράτη το βράδυ να στέκονται στο προσκέφαλο των τρομαγμένων οικονομικών ελίτ και να τις νανουρίζουν γλυκά: «Κοιμηθείτε, αγγελούδια μου, κρίση είναι, θα περάσει, η μαμά είναι εδώ να σας πάρει τον πυρετό, να αντιμετωπίσει τον κορονοϊό, να σας διώξει τους εφιάλτες, θα ξυπνήσετε ένα πρωί κι όλα θα είναι στη θέση τους, ο καπιταλισμός κραταιός, οι ισολογισμοί σας καθαροί, οι μετοχές σας στα ύψη, η μαμά είναι εδώ και θα σας σώσει ακόμη κι αν χρειαστεί να ξεπουλήσει το τελευταίο της προικιό. Η μαμά είναι εδώ, στο πλάι σας, και για ό,τι είπατε σε βάρος της, για το βρισίδι που της ρίξατε, δεν σας κρατάει κακία, νερό κι αλάτι».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών