Άρθρα

Υπάρχουν ακόμα περιθώρια καταστολής της ελευθερίας λόγου στην Ουκρανία;

Η Ουκρανία ετοιμάζει νόμο για τον πλήρη έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, καθώς τα τελευταία απομεινάρια της ελευθερίας του Τύπου εξαφανίζονται στο Κίεβο – Ένα νομοσχέδιο που εγκρίθηκε από την Verkhovna Rada θα αποτελειώσει οριστικά την ελευθερία του λόγου στην Ουκρανία

Ακτιβιστής με ζωγραφισμένο το πρόσωπό του συμμετέχει σε διαμαρτυρία
κατά της λογοκρισίας στο κέντρο του Κιέβου.
© GENYA SAVILOV / AFP

Ενώ οι σφοδρές μάχες συνεχίζουν να μαίνονται μεταξύ του ουκρανικού και του ρωσικού στρατού στο Ντονμπάς, στην περιοχή της Χερσώνας και στη Ζαπορόζιε, το καθεστώς του Κιέβου είναι απασχολημένο με την εξάλειψη των τελευταίων απομειναριών της ελευθερίας του λόγου στη χώρα.

Στις 30 Αυγούστου, το κοινοβούλιο της Ουκρανίας, το Κοινοβούλιο της Βερκόβνα Ράντα, ψήφισε σε πρώτη ανάγνωση ένα νομοσχέδιο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Παρά τις πολυάριθμες αλλαγές που έχει υποστεί το έγγραφο των 300 σελίδων από τότε που η ομάδα του προέδρου Βλαντίμιρ Ζελένσκι το επεξεργάστηκε και το υπέβαλε πριν από μερικά χρόνια, η ουσία του παραμένει αμετάβλητη. Εάν γίνει νόμος, η εξουσία των αρχών επί σχεδόν όλων των μέσων ενημέρωσης θα είναι ουσιαστικά απεριόριστη.

Ο κύριος κίνδυνος που παρουσιάζει αυτό το νομοσχέδιο είναι ότι παρέχει στις κυβερνητικές υπηρεσίες την εξουσία να μπλοκάρουν πόρους του διαδικτύου χωρίς καμία δικαστική διαδικασία και να ανακαλέσουν άδειες από ραδιοτηλεοπτικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης αποκλειστικά και μόνο βάσει καταγγελιών. Αυτή η τεράστια εξουσία θα ανατεθεί στο Εθνικό Συμβούλιο Τηλεόρασης και Ραδιοφωνίας.

Δεν υπάρχει χώρος στην ΕΕ

Οι Ουκρανοί δημοσιογράφοι έχουν επικρίνει το νομοσχέδιο αυτό από την πρώτη εκδοχή του που εμφανίστηκε το 2018, υποστηρίζοντας ότι καταργεί τόσο την ελευθερία του λόγου όσο και την ελευθερία του Τύπου. Ο εκπρόσωπος του ΟΑΣΕ για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης Harlem Desir χαρακτήρισε εκείνη την εκδοχή του νόμου “κατάφωρη παραβίαση της ελευθερίας του λόγου”, δηλώνοντας ότι η υιοθέτησή του “θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τον πλουραλισμό στην αγορά των μέσων ενημέρωσης, να επιβάλει πρόσθετο κόστος στα μέσα ενημέρωσης και να επηρεάσει αρνητικά την αποτύπωση μιας ποικιλίας ιδεών και απόψεων”.

Η κριτική που ασκήθηκε στο νομοσχέδιο τόσο από τον ΟΑΣΕ όσο και από Ουκρανούς δημοσιογράφους είχε αποτέλεσμα. Το 2020 εστάλη για αναθεώρηση, αλλά οι αλλαγές περιλαμβάνουν μόνο κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με την ισότητα των φύλων και την κάλυψη των σεξουαλικών προσανατολισμών.

Παράλληλα, εξακολουθεί να περιέχει την απαγόρευση δημοσίευσης οποιουδήποτε μηνύματος που έρχεται σε αντίθεση με την επίσημη κυβερνητική γραμμή σε στρατιωτικά θέματα. Ομοίως απαγορεύεται η κάλυψη ομιλιών που γίνονται από αξιωματούχους της “επιτιθέμενης χώρας” [εννοεί τη Ρωσία] ή που προβάλλουν θετικά πρώην κομματικούς λειτουργούς της ΕΣΣΔ. Για παράδειγμα, συμπεριλαμβανομένου του προερχόμενου από την Ουκρανία Λεονίντ Μπρέζνιεφ.

Ο νόμος θα καθιστά επίσης τα ξένα μέσα ενημέρωσης υπεύθυνα για οποιοδήποτε οπτικοακουστικό περιεχόμενό τους είναι διαθέσιμο στην Ουκρανία. Επιπλέον, τα κοινωνικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των ξένων, θα είναι υποχρεωμένα να αφαιρούν οποιοδήποτε υλικό το Εθνικό Συμβούλιο θεωρεί ανεπιθύμητο. Οι προθεσμίες για την αφαίρεση του “εσφαλμένου” περιεχομένου ή την αντικατάστασή του με “σωστό” υλικό έχουν επίσης αυστηροποιηθεί. Μεταξύ των “αδικημάτων” που μπορεί να οδηγήσουν σε απαγόρευση ενός μέσου ενημέρωσης είναι η προβολή προγραμμάτων στα οποία οποιοσδήποτε από τους συμμετέχοντες περιλαμβάνεται στον “κατάλογο των προσώπων που αποτελούν απειλή για τον εθνικό χώρο των μέσων ενημέρωσης της Ουκρανίας”. Αυτός καταρτίζεται από το ίδιο το Εθνικό Συμβούλιο και δεν απαιτεί τη συγκατάθεση κανενός.

Ουκρανοί δημοσιογράφοι κρατούν πλακάτ που γράφουν (από αριστερά προς τα δεξιά)
“Όχι λογοκρισία”, “Ο Αζάροφ (αναφέρεται στον πρωθυπουργό Μίκολα Αζάροφ) είναι εχθρός του Τύπου!”
κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας τους μπροστά από το υπουργικό συμβούλιο στο Κίεβο.
© SERGEI SUPINSKY / AFP

Διαφορετικά, διατηρείται η ουσία και το πνεύμα του νομοσχεδίου, συμπεριλαμβανομένης της αυστηρής λογοκρισίας των “ενοχλητικών” μέσων ενημέρωσης. Η Αμερικανική Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ) δεν κάλεσε την Verkhovna Rada να απορρίψει το νομοσχέδιο αριθ. 2693-D “Για τα ΜΜΕ” χωρίς λόγο.

Η Maya Sever, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, δήλωσε ευθέως ότι το σχέδιο αυτό σημαίνει υποχρεωτική ρύθμιση των μέσων ενημέρωσης “πλήρως ελεγχόμενη από την κυβέρνηση, αντάξια των χειρότερων αυταρχικών καθεστώτων”. Η ίδια είναι πεπεισμένη ότι “ένα κράτος που θα εφάρμοζε τέτοιες διατάξεις απλά δεν έχει θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση”.

Από τον Gongadze στον Shariy

Ο πόλεμος του Κιέβου κατά των δημοσιογράφων δεν άρχισε σήμερα. Το 2000, υπήρξε η απαγωγή και ο θάνατος του Georgiy Gongadze, του δημιουργού της ιστοσελίδας “Ουκρανική Αλήθεια”, ο οποίος άσκησε σκληρή κριτική για τη διαφθορά στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας της χώρας. Μια σειρά από υψηλόβαθμους αξιωματούχους κατηγορήθηκαν ότι εμπλέκονται στη δολοφονία του δημοσιογράφου, τον οποίο ο τότε πρόεδρος Λεονίντ Κούτσμα θεωρούσε ως αντιπαθητικό, αλλά η έρευνα αποκάλυψε την εμπλοκή μόνο τεσσάρων δραστών. Ένας από αυτούς ήταν ο επικεφαλής της κύριας υπηρεσίας ποινικών ερευνών του ουκρανικού υπουργείου Εσωτερικών, ο στρατηγός Pukach, ο οποίος φέρεται να έδωσε την εντολή για την εξόντωση του Gongadze.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν πολλές γκρίζες ζώνες στην υπόθεση. Ήταν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη και χρησιμοποιήθηκε ως ένα από τα προσχήματα για την απαίτηση αλλαγής της εξουσίας κατά τις ημέρες της Πορτοκαλί Επανάστασης.

Ο Anatoly Shariy, ο οποίος ασχολήθηκε με ερευνητική δημοσιογραφία υψηλού προφίλ για μια σειρά ουκρανικών εκδόσεων από το 2008 έως το 2011, σχεδόν μοιράστηκε τη μοίρα του Gongadze. Το 2011, ένας μη μόνιμος υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών προσπάθησε να εκφοβίσει τον δημοσιογράφο και ένα μήνα αργότερα έγινε απόπειρα δολοφονίας του. Ωστόσο, στη συνέχεια, η ουκρανική αστυνομία δήλωσε ότι ευθύνεται ο ίδιος ο Σαρίι.

Ως αποτέλεσμα, φοβούμενος για τη ζωή του, ο Shariy αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και καταγράφηκε επίσημα στην ΕΕ ως πολιτικός πρόσφυγας. Η έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για το 2011 ανέφερε την περίπτωσή του ως απόδειξη ότι η κατάσταση για τους δημοσιογράφους επιδεινώνεται στην Ουκρανία.

Όμως η δίωξη του Shariy δεν τελείωσε εκεί. Το 2013 και το 2015, η Ουκρανία προσπάθησε να ανακληθεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα και να εκδοθεί στην πατρίδα του μέσω της Ιντερπόλ και απευθείας προσφυγών στις Κάτω Χώρες και τη Λιθουανία – αυτή τη φορά λόγω των απόψεων που δημοσίευσε για τον πόλεμο στο Ντονμπάς. Οι ουκρανικές αρχές, συμπεριλαμβανομένου του πρώην προέδρου Πιοτρ Ποροσένκο, έχουν επίσης επανειλημμένα προσπαθήσει να κλείσουν τους λογαριασμούς του Σαρίι στα κοινωνικά δίκτυα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το όνομα του Shariy έχει επίσης αναφερθεί στις τρέχουσες συζητήσεις για το σκανδαλώδες νομοσχέδιο για τα μέσα ενημέρωσης. Για να δικαιολογήσει την υποστήριξή της προς τη νομοθεσία, η επικεφαλής του ΔΣ της Εθνικής Ένωσης Ουκρανικών ΜΜΕ, Τατιάνα Κοτυυζίνσκαγια, ανέφερε την επιθυμία των αρχών να περιορίσουν την επιρροή του Shariy και άλλων μπλόγκερ στην ινφόσφαιρα της Ουκρανίας.

Anatoly Shariy ©  Wikipedia

Πιθανόν, μεταξύ άλλων, ο λόγος που οι δραστηριότητες του μπλόγκερ έτυχαν τέτοιας αποδοκιμασίας να ήταν η δημοσίευση στιγμιότυπων από μηνύματα που έστειλε ο πρόξενος της Ουκρανίας στο Αμβούργο, Βασίλι Μαρούσινετς, τα οποία περιείχαν εκκλήσεις για “θάνατο στους αντιφασίστες”, σχόλια όπως “είναι τιμητικό να είσαι φασίστας” και δηλώσεις στο πνεύμα του “οι Εβραίοι κήρυξαν πόλεμο στη Γερμανία τον Μάρτιο του 1934”. Μόνο μετά από αυτό οι ναζιστικές απόψεις που ενδημούν στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ουκρανίας έγιναν ευρέως γνωστές στο κοινό.

Απειλές, κυρώσεις, συλλήψεις, επιθέσεις και δολοφονίες

Αν και τα ουκρανικά μέσα ενημέρωσης έπρεπε πάντα να αγωνίζονται κατά των προσπαθειών των αρχών να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους, ήταν το υποστηριζόμενο από τη Δύση Euromaidan του 2014 που πυροδότησε τη συστηματική δίωξη της ελευθερίας του Τύπου γενικά και μεμονωμένων δημοσιογράφων ειδικότερα.

Λιγότερο από ένα μήνα μετά το πραξικόπημα, η νέα κυβέρνηση προσπάθησε να κλείσει μία από τις δύο πιο πολυδιαβασμένες ουκρανικές εβδομαδιαίες εφημερίδες που ειδικεύονταν στην ανάλυση ειδήσεων, την “2000”, η οποία είχε αρνητική άποψη για τις πολιτικές δυνάμεις που είχαν καταλάβει βίαια την εξουσία. Τα γραφεία σύνταξης της εφημερίδας λεηλατήθηκαν και πολλά αριστερά μέσα έκλεισαν. Συγκεκριμένα, σε αυτά περιλαμβάνονταν η Borotba, καθώς και η Rabochaya Gazeta, της οποίας ο αρχισυντάκτης κατέληξε στα μπουντρούμια της μυστικής αστυνομίας της Ουκρανίας, της SBU.

Την ίδια χρονιά, ο Konstantin Dolgov, αρχισυντάκτης του “Glagol”, μιας διαδικτυακής έκδοσης με έδρα το Χάρκοβο, και ο Andrey Borodavka, δημοσιογράφος, συνελήφθησαν και διώχθηκαν από τις νέες αρχές. Η Olga Kievskaya, αρχισυντάκτρια της ιστοσελίδας “Anti-Orange”, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει λόγω απειλών να της κάψουν το πρόσωπο με θειικό οξύ. Εν τω μεταξύ, οι δημοσιογράφοι της Borotba, Andrey Manchuk και Evgeny Golyshkin, δέχθηκαν επίθεση από ακτιβιστές του Μαϊντάν, ενώ ένας άλλος δημοσιογράφος, ο Sergei Rulev, συνελήφθη και βασανίστηκε στο Κίεβο τον Μάρτιο.

Ο δημοσιογράφος του Κιέβου Alexander Chalenko, ο γνωστός αναλυτής Rostislav Ishchenko και οι ορθόδοξοι δημοσιογράφοι Dmitry Zhukov και Igor Druz αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ουκρανία αμέσως μετά το Euromaidan λόγω απειλών κατά της ζωής τους. Ο Konstantin Kevorkian, διευθυντής της εταιρείας First Capital TV του Χάρκοβο, διαγράφηκε από την Εθνική Ένωση Δημοσιογράφων λόγω διαφωνίας και συνελήφθη, ενώ ο Valery Kaurov, αρχισυντάκτης της Orthodox Telegraph, μιας εκκλησιαστικής εφημερίδας της Οδησσού, διέφυγε στο εξωτερικό λόγω των ποινικών κατηγοριών για “αυτονομισμό” που έχουν γίνει συνήθεις στη σημερινή Ουκρανία.

Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των περιπτώσεων δεν καλύφθηκε από τα ουκρανικά μέσα ενημέρωσης επειδή οι άνθρωποι αυτοί χαρακτηρίστηκαν αμέσως “ανατρεπτικά στοιχεία” βάσει του λεγόμενου “μορατόριουμ για την κριτική των αρχών”, το οποίο οι ίδιες οι αρχές ανακοίνωσαν τον Μάρτιο του 2014, πολύ πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών στο Ντονμπάς.

Το 2018, ο Igor Guzhva, επικεφαλής του ιστότοπου “strana.ua”, αναγκάστηκε να διαφύγει στην Αυστρία, όπου έλαβε πολιτικό άσυλο. Οι προσπάθειες των αρχών να τον διώξουν άρχισαν μετά τις έρευνές του για τις σκανδαλώδεις εμπορικές δραστηριότητες του Πιοτρ Ποροσένκο. Αργότερα, υπό τον Ζελένσκι, η Ουκρανία επέβαλε προσωπικές κυρώσεις στον Γκούζβα και η ιστοσελίδα του μπλοκαρίστηκε εξωδικαστικά, ενώ ο ίδιος, μαζί με μια από τις δημοσιογράφους του, τη Σβετλάνα Κριούκοβα, καταχωρήθηκαν στο “Μητρώο Κρατικών Προδοτών”. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Ένωσης Δημοσιογράφων της Ουκρανίας, Σεργκέι Τομιλένκο, οι κυρώσεις αυτές είναι πολιτικές, ενώ η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία καταδικάζει τις ενέργειες αυτές ως “απειλή για τον Τύπο, την ελευθερία και τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης στη χώρα”.

Δημοσιογράφοι παίρνουν συνεντεύξεις από στρατιώτες της ουκρανικής κυβέρνησης. © Scott Peterson / Getty Images

Αλλά δεν κατάφεραν όλοι οι Ουκρανοί δημοσιογράφοι να μεταναστεύσουν, ακόμη και έχοντας επιβιώσει από τη φυλακή. Τον Απρίλιο του 2015, ο διάσημος Ουκρανός συγγραφέας-ιστορικός και δημοσιογράφος Oles Buzina πέθανε στα χέρια των “Πατριωτών της Ουκρανίας”, αφού δέχθηκε απειλές και επιθέσεις λόγω των απόψεών του. Παρά τις εκκλήσεις του ΟΗΕ, οι αρχές παρεμπόδισαν την έρευνα με κάθε δυνατό τρόπο και οι ύποπτοι για τη δολοφονία εξακολουθούν να κυκλοφορούν ελεύθεροι, παρά τα στοιχεία. Τον Ιούλιο του 2016, ένας άλλος δημοσιογράφος, ο Pavel Sheremet, δολοφονήθηκε από συμμετέχοντες στην “Αντιτρομοκρατική Επιχείρηση” (ATO) του Κιέβου και υποστηρικτές της “καθαρότητας της λευκής φυλής”.

“Οι επικριτές της κυβέρνησης, οι δημοσιογράφοι και οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις δέχονται όλο και μεγαλύτερη πίεση από τις αρχές και τις ακροδεξιές ομάδες, οι οποίες έχουν ξεκινήσει την πορεία παραβίασης της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της ρωσικής επιθετικότητας”, ανέφερε η Διεθνής Αμνηστία σε έκθεσή της το 2017.

Δεν υπάρχει χώρος για αλλοδαπούς

Από το πρώτο εξάμηνο του 2014, ακόμη και η έκκληση για ειρηνική διευθέτηση της σύγκρουσης στα ανατολικά της χώρας θεωρείται έγκλημα στην Ουκρανία. Συγκεκριμένα, ο Ruslan Kotsaba, ένας δημοσιογράφος που αρνήθηκε να επιστρατευτεί λόγω των συνεπειών ενός εγκεφαλικού επεισοδίου, φυλακίστηκε για τον λόγο αυτό. Για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να σημειωθεί ότι αθωώθηκε από το Εφετείο μετά από ενάμιση χρόνο φυλάκισης.

Λίγα χρόνια πριν από την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης της Ρωσίας, οι δημοσιογράφοι των οποίων το υλικό δημοσιεύτηκε στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης υπέστησαν ποινική δίωξη. Έτσι, την 1η Αυγούστου 2017, ένας δημοσιογράφος του Zhytomyr, ο Vasily Muravitsky, συνελήφθη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και πέρασε σχεδόν ένα χρόνο στη φυλακή. Το αδίκημά του ήταν ότι έγραφε για τις κοινωνικές διεργασίες στην Ουκρανία και τις δραστηριότητες της μαφίας του Κεχριμπαριού, οι πάτρωνες της οποίας κατοικούν στα υψηλότερα κλιμάκια της ουκρανικής κυβέρνησης. Το δικαστήριο θεώρησε ότι η ύπαρξη συμβολαίων με ρωσικά πρακτορεία ειδήσεων αποτελεί “απόδειξη εσχάτης προδοσίας”.

Ο δημοσιογράφος Vasil Muravitsky βρίσκεται στο περιφερειακό δικαστήριο Korolevsky στο Zhitomir με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας για τις αναφορές του στα μέσα ενημέρωσης. © Sputnik / Stringer

Η πολιτική δίωξη του δημοσιογράφου έχει επισημανθεί από πολλές διεθνείς οργανώσεις, όπως η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (ΗΠΑ), οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, το Δίκτυο Αλληλεγγύης της Διεθνούς Οργάνωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Διεθνής Αμνηστία, το Τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και η Ειδική Αποστολή Παρακολούθησης του ΟΑΣΕ.

Η δίωξη των δημοσιογράφων έχει επηρεάσει ακόμη και Αμερικανούς πολίτες. Τον Αύγουστο του 2014, η Alina Yepremyan, δημοσιογράφος του πρακτορείου βίντεο Ruptly, συνελήφθη και απελάθηκε από τη χώρα αφού Ουκρανοί συνάδελφοί της την κατήγγειλαν στην Υπηρεσία Ασφαλείας της Ουκρανίας. Το παράπτωμά της ήταν τα γυρίσματα ενός ρεπορτάζ για τις διαδηλώσεις για την επιστράτευση στην περιοχή Transcarpathian.

Ο ΟΑΣΕ είναι ενήμερος, αλλά οι αρχές της Ουκρανίας δεν ενδιαφέρονται

Το 2018 δημοσιεύθηκε έκθεση του εκπροσώπου του ΟΑΣΕ για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης Harlem Desir, στην οποία ισχυρίζεται ότι παρέδωσε στις ουκρανικές αρχές περισσότερες από 20 δηλώσεις και εκκλήσεις που συγκεντρώθηκαν από τις 6 Ιουλίου έως τις 21 Νοεμβρίου 2018, σχετικά με την ελευθερία του λόγου και τα δικαιώματα των δημοσιογράφων στην Ουκρανία. Οι “λιγότερο σοβαρές” από αυτές περιλάμβαναν την υποκλοπή των τηλεφώνων της Natalia Sedletskaya, δημοσιογράφου του προγράμματος “Skhema”, και της Kristina Berdinsky, ανταποκρίτριας της Novoye Vremya, καθώς και μια εκστρατεία παρενόχλησης που στρεφόταν κατά της Oksana Romanyuk, επικεφαλής του Ινστιτούτου Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, λόγω κάποιων γλωσσικών ολισθήσεων.

Μια πολύ πιο σοβαρή παραβίαση ήταν η κράτηση του Yusuf Inan, ενός Τούρκου δημοσιογράφου της αντιπολίτευσης με άδεια παραμονής στην Ουκρανία, ο οποίος απελάθηκε πίσω στην Τουρκία από την SBU. Τον Αύγουστο του 2018, ο φωτογράφος του Associated Press Efrem Lukatsky έπεσε θύμα αστυνομικής επίθεσης με τη χρήση αερίου. Ο Desir επέστησε επίσης την προσοχή των αρχών στον εμπρησμό του σπιτιού του Artur Zhurbenko, ενός δημοσιογράφου που ασχολείται με έρευνες κατά της διαφθοράς. Στη συνέχεια σημείωσε πώς η δημοσιογράφος του ICTV Yulia Gunko δέχθηκε επίθεση κατά τη διάρκεια κινηματογράφησης, πώς η δημοσιογράφος του “Stop Corruption” Kristina Krishiha παρεμποδίστηκε στις βιντεοσκοπημένες αναφορές της και πώς νεοναζί επιτέθηκαν στην ανταποκρίτρια του Newsone Darina Biler σε ζωντανή μετάδοση. Η έκθεση επεσήμανε επίσης ότι οι αρχές δεν ερευνούσαν την απόπειρα δολοφονίας ενός άλλου δημοσιογράφου, του Grigory Kozma.

Κλείνοντας, η έκθεση αναφέρει την τύχη του Kirill Vyshinsky, του αρχισυντάκτη του ουκρανικού παραρτήματος του RIA Novosti, ο οποίος κατηγορήθηκε για “εσχάτη προδοσία” επειδή εργαζόταν για “επιθετικά” μέσα ενημέρωσης. Ο Vyshinsky πέρασε ένα χρόνο και τρεις μήνες στη φυλακή πριν τελικά ανταλλαγεί με Ουκρανούς αιχμαλώτους πολέμου. Καμία έρευνα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ για τη δολοφονία της ακτιβίστριας κατά της διαφθοράς Ekaterina Gadziuk από ακτιβιστές της “ATO”.

Ο επικεφαλής της ειδησεογραφικής πύλης RIA Novosti Ukraine Kirill Vyshinsky
αντιδρά στην αίθουσα του δικαστηρίου στο Κίεβο, Ουκρανία.
© Sputnik / Stringer

Η έκθεση του Desir υπογραμμίζει επίσης τον ρόλο της Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ουκρανίας στην άσκηση πίεσης και δίωξης δημοσιογράφων. Συγκεκριμένα, πράκτορες της ουκρανικής αντικατασκοπείας ανάγκασαν τον Vyacheslav Seleznev, δημοσιογράφο της ηλεκτρονικής εφημερίδας Strana.ua, να καταδώσει τον ήδη αναφερθέντα αρχισυντάκτη της έκδοσης, Guzhva.

Ο Desir επέστησε επίσης την προσοχή σε μια απόφαση που έλαβε το περιφερειακό συμβούλιο του Lviv να απαγορεύσει οποιοδήποτε περιεχόμενο στη ρωσική γλώσσα. Ακριβώς τα ίδια μέτρα έχουν ήδη ληφθεί στις περιφέρειες Ternopil και Zhytomyr. Ο εκπρόσωπος του ΟΑΣΕ εξέφρασε την αγανάκτησή του για την επιβολή κυρώσεων στα τηλεοπτικά κανάλια NewsOne και 112 Ukraine και εξέφρασε επίσης την ανησυχία του για το γεγονός ότι η αναλογική μετάδοση του τηλεοπτικού καναλιού UA:First έχει τερματιστεί σε ορισμένες περιοχές, γεγονός που, κατά τη γνώμη του, θα μπορούσε να περιορίσει σημαντικά την πρόσβαση των πληθυσμών των περιοχών αυτών στην ενημέρωση.

Κανένα περιθώριο για την ελευθερία του λόγου στην Ουκρανία

Επιλέξαμε συγκεκριμένα την έκθεση του εκπροσώπου του ΟΑΣΕ για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από αρκετό καιρό, για να καταδείξουμε ότι η στάση των ουκρανικών αρχών απέναντι στην ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα των δημοσιογράφων να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους έχει μακρόχρονες ρίζες και η δίωξή τους είναι συστηματική. Οποιαδήποτε παρόμοια έκθεση που θα κάλυπτε οποιαδήποτε περίοδο από το 2014 έως σήμερα θα περιείχε όχι λιγότερες περιπτώσεις παραβιάσεων αυτών των δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ολόκληρος ο κατάλογος θα απαιτούσε ένα βιβλίο αξιοπρεπούς μεγέθους για να καταγραφεί.

Ειδικότερα, η δίωξη του ουκρανικού τηλεοπτικού καναλιού Inter, το οποίο υποστήριξε πολύ ενεργά το Euromaidan και την “ATO”, αλλά ξαφνικά έγινε ανεπιθύμητο για τις ουκρανικές αρχές και τους νεοναζί, δεν χωράει στο χρονικό πλαίσιο της έκθεσης του Desir. Το δεύτερο εξάμηνο του 2016, οι εγκαταστάσεις του τηλεοπτικού καναλιού υπέστησαν δύο φορές λεηλασίες και εμπρησμούς, ενώ το κανάλι μπλοκαρίστηκε για δύο ημέρες όταν οι επιτιθέμενοι έφεραν σε αυτό μια αντιαρματική νάρκη. Παρ’ όλα αυτά, η αστυνομία δεν έκανε τίποτα. Έξι κρατούμενοι [για την επίθεση] αφέθηκαν αμέσως ελεύθεροι αφού προσκόμισαν έγγραφα που πιστοποιούσαν τη συμμετοχή τους στις επιχειρήσεις της “ATO” [Antiterrorist Operation Zone] στην ανατολική Ουκρανία. Αν και κινήθηκε ποινική διαδικασία, κανένας από τους δράστες δεν συνελήφθη ποτέ και η επίθεση δεν διερευνήθηκε ποτέ, παρά την καταδίκη από τον ΟΑΣΕ.

Το γεγονός ότι η Verkhovna Rada της Ουκρανίας υποστήριξε το νομοσχέδιο “Για τα μέσα ενημέρωσης” προκαλεί φόβους ότι η κατάσταση για τους δημοσιογράφους της χώρας θα γίνει ακόμη χειρότερη. Για άλλη μια φορά, το καθεστώς Ζελένσκι επιβεβαίωσε ότι δεν οικοδομεί ένα δημοκρατικό, αλλά ένα αυταρχικό ή και ολοκληρωτικό κράτος, το οποίο δεν έχει χώρο για έννοιες όπως η ελευθερία του λόγου και του Τύπου.

Πηγή: RT

Μετάφραση: Κωστής Μηλολιδάκης

Νομοσχέδιο για το δικαίωμα στην διαδήλωση: επιστροφή στο 1971

1. Το ως τώρα καθεστώς

Το δικαίωμα στην διαδήλωση (συνέρχεσθαι) προβλέπεται και ρυθμίζεται συνταγματικά κατά το άρθρο 11 του ισχύοντος Συντάγματος. Κατά την παράγραφο 1 αυτού, «οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα». Αυτό είναι το πεδίο προστασίας μέσα στο οποίο ασκείται το δικαίωμα. Το «ήσυχα» παραπέμπει στην αποφυγή βιαιοπραγιών. Το δικαίωμα είναι ατομικό, συλλογικά ασκούμενο και, επίσης, θεωρείται και πολιτικό δικαίωμα, δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής. Η πρώτη μορφή του δικαιώματος αυτού εμφανίζεται στο Σύνταγμα του 1864 (Σύνταγμα βασιλευόμενης δημοκρατίας) και έχει την ίδια δομή μέχρι και σήμερα («Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ησύχως και αόπλως.. (άρθρο 10)». Όσον αφορά τους μη Έλληνες, αυτοί προστατεύονται στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι όχι βάσει του άρθρου 11 του Συντάγματος αλλά βάσει του άρθρου 11 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που αναφέρεται σε «παν πρόσωπο» και έχει υπερνομοθετική ισχύ.

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα συνταγματικά δικαιώματα, ο νομοθέτης μπορεί να εισαγάγει κατά την ρύθμισή τους περιορισμούς στην άσκηση για την προάσπιση άλλων αγαθών, όχι όμως να οδηγήσει στην στέρηση ή αδυναμία άσκησης του δικαιώματος. Οι περιορισμοί πρέπει να ανάγονται σε τυπικό νόμο. Η παράγραφος 2 της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 11 ορίζει τα ακόλουθα:

Μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία (εννοεί εξ αντιδιαστολής: δεν μπορεί να παρίσταται σε αυτές που γίνονται σε κλειστό χώρο). Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής γενικά, αν εξαιτίας τους αν εξαιτίας τους προκύπτει σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».

Η διάκριση του «γενικά» και του «ειδικά» σημαίνει ότι η πρώτη περίπτωση (κίνδυνος για δημόσια ασφάλεια) δεν αφορά μια ιδιαίτερη περιοχή. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να σημαίνει, κατά την σχετική νομολογία, ότι μπορεί η απαγόρευση να αφορά κάθε συνάθροιση σε μια περιφέρεια της χώρας και μάλιστα για αόριστο χρονικό διάστημα ( βλ. σε Κ. Χρυσόγονο «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα», Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σελ. 456 υποσημ. 36 όπου και νομολογία του ΣτΕ). Επίσης, η ύπαρξη κινδύνου για την δημόσια ασφάλεια ή διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής πρέπει να αιτιολογείται ειδικά στην απόφαση απαγόρευσης της αστυνομικής αρχής. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι επειδή το δικτατορικό ν.δ. 794/1971 (αναλυτικά παρακάτω) δεν προέβλεπε απαγόρευση για διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, πρακτικά ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος για την περίπτωση αυτήν (πράγμα που εγείρει και ζητήματα νομιμότητας σχετικών απαγορεύσεων χωρίς εκτελεστικό νόμο που να τις προβλέπει).

Ένα βασικό πρόβλημα στην άσκηση αλλά και στον περιορισμό του δικαιώματος στην (υπαίθρια) δημόσια συνάθροιση σχετίζεται με το θέμα του εκτελεστικού του νόμου, τον οποίον η συνταγματική διάταξη προβλέπει («όπως νόμος ορίζει») , και ο οποίος ποτέ δεν ψηφίσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος 1975. Τυπικά, εξακολούθησε να ισχύει για την διακύβευση της δημόσιας ασφάλειας και τάξης ως μη καταργηθέν ρητά το νομοθέτημα της δικτατορίας ν.δ. (νομοθετικό διάταγμα) 794/1971 ( ν.δ. ήταν μια ειδική κατηγορία νομοθετήματος και νομοθέτησης κατά το Σύνταγμα του 1952). Είναι απορίας άξιο το γιατί καμία κοινοβουλευτική πλειοψηφία μετά το 1975 δεν έθεσε έναν εκτελεστικό νόμο, ο οποίος, όντως, να στηρίζει την άσκηση του δικαιώματος και να μην κατατείνει (όπως σαφώς το ν.δ. 794/1971) στην περιστολή και τον τελικά δυσανάλογο περιορισμό του. Το ν.δ. 794/1971 προβλέπει τις εξής μορφές περιορισμού:

-στο άρθρο 6 την απαγόρευση με απόφαση της αστυνομικής αρχής για λόγους που σχετίζονται με κίνδυνο (όχι «σοβαρό» όπως η συνταγματική διάταξη) για την δημόσια τάξη και ασφάλεια ή την υπό συγκεκριμένους όρους διεξαγωγή της. Εδώ προβλέπεται και η έκδοση βασιλικού διατάγματος για την μη πραγματοποίηση συναθροίσεων σε ορισμένες περιοχές ή έξω από ορισμένα δημόσια κτίρια (υπήρχε ήδη το σχετικό β.δ. του 1968, το οποίο όχι μόνο δεν καταργήθηκε και αυτό, αλλά έχει εφαρμοστεί και πρόσφατα κατά τις επισκέψεις ξένων ηγετών).

– στο άρθρο 7 την διάλυση δημόσιας συνάθροισης από την αστυνομία, η οποία δεν έχει αναγκαστικά απαγορευθεί αλλά όπου αρχίζουν να συμβαίνουν βίαιες ενέργειες («εξελίσσεται σε βίαια»).

-στο άρθρο 3 την προηγούμενη γνωστοποίηση προ οριζομένου χρονικού διαστήματος της δημόσιας συνάθροισης από τον πρόεδρο ή οργανωτή αυτής, που μπορεί να είναι και νομικό πρόσωπο καθώς και τον υποχρεωτικό καθορισμό προέδρου/οργανωτή.

-στο άρθρο 4 μια σειρά από ειδικότερους περιορισμούς, όπως να μην ανήκουν σε απαγορευμένα κόμματα (τότε το ΚΚΕ βάσει του α. ν. 509/47), να μην φέρουν σημαίες και σήματα αυτών κλπ.

-στο άρθρο 9 την ειδική (αντικειμενική) ποινική ευθύνη των οργανωτών, προέδρων, νομίμων εκπροσώπων αυτών κλπ.

Το ότι ο εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος 1975 για τις δημόσιες συναθροίσεις είναι ένα χουντικό νομοθέτημα έχει προκαλέσει κατά καιρούς στην νομική θεωρία μια έντονη συζήτηση αν το νδ 794/1971 είναι σε ισχύ μετά την έναρξη του Συντάγματος 1975. Ο αείμνηστος καθηγητής Γιάννης Μανωλεδάκης στο έργο του «Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας άρθρα 167-182 του Ποινικού Κώδικα» (Θεσσαλονίκη 1988, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ.160-163) αναφέρει ότι τυπικά μεν το ν.δ. 794 /1971 εξακολουθεί να ισχύει ως μη καταργηθέν και να είναι ο εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος για τις δημόσιες συναθροίσεις. Πλην, όμως, θεωρεί ότι το νομοθέτημα αυτό είναι σε τέτοια και τόση έκταση αντικείμενο στην (μεταγενέστερη αυτού) συνταγματική διάταξη, ώστε βάσει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 112 παρ. 1 Συντάγματος να μην ισχύει. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι νόμοι και κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες έχουν τεθεί προ της έναρξης ισχύος του Συντάγματος, εξακολουθούν να ισχύουν ωσότου τεθεί νεότερος νόμος, με την σαφή όμως εξαίρεση «των αντικειμένων εις τας διατάξεις του Συντάγματος». Ο Μανωλεδάκης εντοπίζει τις εξής αντισυνταγματικότητες του ν.δ. 794/1971:

-Δεν είναι νόμος ψηφισμένος από την Βουλή, κατά την ισχύουσα μετά το 1975 συνταγματική διαδικασία, και δεν νοείται περιορισμός συνταγματικού δικαιώματος που δεν ανάγεται σε τυπικό νόμο.

-Αναφέρεται σε απαγορευμένα και καταργημένα κόμματα, όπως αυτό ίσχυε επί δικτατορίας.

-Υποχρεώνει σε προηγούμενη γνωστοποίηση και σε ορισμό οργανωτή, κάτι που θεωρείται σαφώς αντισυνταγματικό (όπως ακριβώς και το παρόν νομοσχέδιο).

-Προβλέπει αντικειμενική ποινική ευθύνη του προέδρου-οργανωτή, κάτι που ο Μανωλεδάκης αξιολογεί ως αντισυνταγματικό , καθώς στο φιλελεύθερο και δημοκρατικό ποινικό δίκαιο κατά κανόνα και πλην ορισμένων εξαιρέσεων ( πχ αγορανομικό δίκαιο, δική μας παρατήρηση ) δεν επιτρέπεται ποινική ευθύνη μη υποκειμενική, μη σχετιζόμενη δηλαδή με υπαιτιότητα και καταλογισμό στον δράστη.

Στην πράξη, το νδ 794/71 δεν εφαρμόσθηκε παρά μόνο στο τμήμα αυτού που ήταν συμβατό με την συνταγματική διάταξη και με σαφή προτεραιότητα της συνταγματικής διάταξης στην ερμηνεία αυτού (απαγόρευση με απόφαση αστυνομικής αρχής, διάλυση συναθροίσεων). Ιδίως οι διατάξεις για την προγενέστερη γνωστοποίηση, τον ορισμό οργανωτή/προέδρου και την αντικειμενική ευθύνη αυτού, αν και τυπικά μη καταργηθείσες, ήταν απολύτως ανενεργές από το 1975 και εξής.

Ο λόγος που και από τον καθηγητή Μανωλεδάκη αλλά και ευρύτερα το νδ 794/71 εθεωρείτο αντισυνταγματικό κατά την Μεταπολίτευση σχετίζεται με την τυποποίηση του συνταγματικού δικαιώματος στην ίδια την ισχύουσα συνταγματική διάταξη. Το Σύνταγμα (και συνεπώς, και οι βάσει αυτού εκτελεστικοί νόμοι) προβλέπει πριν από την πραγματοποίηση της δημόσιας συνάθροισης αποκλειστικά την δυνατότητα αστυνομικής απαγόρευσης για τους λόγους που αναφέρονται στην διάταξη και με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, όπως νόμος ορίζει. Δεν προβλέπει, σε καμία περίπτωση, προγενέστερη άδεια ή σύστημα προληπτικού ελέγχου της αστυνομίας ή κάποιου άλλου κρατικού οργάνου (Χρυσόγονος οπ.π. σελ. 455, και απόφαση 13005/1976 Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, Το Σύνταγμα 1977, σελ. 178). Η διαδικασία ,όμως, προγενέστερης υποχρεωτικής γνωστοποίησης και ορισμού οργανωτή συνιστά, κατά την γνώμη μας, ή πάντως συνιστά δυνάμει σύστημα προληπτικού ελέγχου της άσκησης του δικαιώματος και ειδικότερα άδειας.

2. Το εισαγόμενο νομοσχέδιο

Το βασικότερο πρόβλημα, αλλά όχι το μόνο, του νομοσχεδίου που εισάγεται τώρα είναι ότι καθιστά πλήρως ισχύον δίκαιο εκείνες τις διαστάσεις του ν.δ.794/1971 που εθεωρούντο από την θεωρία αντισυνταγματικές και μη προσαρμόσιμες στο Σύνταγμα του 1975 και που στην πράξη τα αστυνομικά και διοικητικά όργανα δεν τις εφάρμοζαν, θεωρώντας τις ανενεργές και πρακτικά ανίσχυρες.

Κατά το άρθρο 3 του νομοσχεδίου (παρ. 1 και 2) «επαναφέρεται» η υποχρέωση γνωστοποίησης της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης από τον οργανωτή αυτής του νδ. 794/1971. «Οργανωτής» είναι το φυσικό πρόσωπο ή ο νόμιμος εκπρόσωπος νομικού προσώπου ή ένωσης προσώπων που απευθύνει πρόσκληση προς το ευρύ κοινό για συμμετοχή σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση ή ο οριζόμενος ως οργανωτής στο πλαίσιο της υποχρέωσης γνωστοποίησης του άρθρου 3 (άρθρο 2 του νομοσχεδίου, ορισμοί). Η υποχρέωση γνωστοποίησης αφορά την πρόθεσή του οργανωτή να καλέσει το ευρύ κοινό ή ορισμένες κατηγορίες προσώπων ή αριθμό συγκεκριμένων ατόμων να συμμετάσχουν σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η γνωστοποίηση γίνεται ηλεκτρονικά ή στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της Ελληνικής Αστυνομίας (να και κάτι που το δικτατορικό νομοθέτημα δεν το είχε προβλέψει!). Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το άρθρο είναι το τρίτο του νομοσχεδίου και ανταποκρίνεται βασικά στο τρίτο άρθρο του νδ 794/1971. Δεν έχουν αλλάξει ούτε καν τον αριθμό.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η υποχρέωση γνωστοποίησης έχει τυπικό μόνο χαρακτήρα και δεν αποτελεί «προγενέστερη άδεια», αφού κάθε «γνωστοποίηση» θα γίνεται δεκτή. Όμως αυτό δεν είναι βάσιμο. Το Σύνταγμα δεν ανέχεται άλλους περιορισμούς ή εγκρίσεις πέραν της ρητά αναφερόμενης προγενέστερης αστυνομικής απαγόρευσης και πρακτικά και της διάλυσης βίαιων συγκεντρώσεων «εν τω πράττεσθαι». Επιπλέον, το γεγονός ότι κατ’ αρχάς κάθε «ήσυχη και άοπλη» διαδήλωση είναι νόμιμη, εκτός αν απαγορευθεί κατά τα ανωτέρω, εδώ δεν ισχύει. Εδώ το τεκμήριο αντιστρέφεται έτσι ώστε η συνάθροιση που δεν γνωστοποιήθηκε να επιτρέπεται κατά το άρθρο 3 «εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Στην περίπτωση αυτή η αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή καλεί τους συμμετέχοντες να ορίσουν οργανωτή, εφόσον οι υφιστάμενες συνθήκες το επιτρέπουν, ενώ δύναται να επιβάλει περιορισμούς σύμφωνα με το άρθρο 8. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με αυτούς, καθώς και με την υποχρέωση ορισμού οργανωτή, η αστυνομική ή λιμενική αρχή δύναται να προβεί στη διάλυση της ανωτέρω συνάθροισης». Συνεπώς, η «υποχρέωση γνωστοποίησης» συν ο «ορισμός οργανωτή» συνιστούν σύστημα προγενέστερου ελέγχου της άσκησης και πρακτικά προγενέστερης έγκρισης ή άδειας. Επιπλέον, η πρακτική «άδεια» για την πραγματοποίηση της «αυθόρμητης διαδήλωσης» μπορεί να συνοδεύεται από ειδικούς περιορισμούς και όρους, πράγμα που επίσης παραπέμπει στο ν.δ. 794/1971 (άρθρο 6).

Επιπλέον, ο οργανωτής, που θα είναι η πολιτική ή κοινωνική οργάνωση που καλεί στην διαδήλωση και ο εκπρόσωπός της (φυσικό πρόσωπο, άτομο) που αυτή θα γνωστοποιεί θα έχει και καθήκοντα τήρησης της δημόσιας τάξης, θα είναι de facto κρατικό και αστυνομικό όργανο. Στο άρθρο 4 με τον τίτλο «υποχρεώσεις οργανωτή» ορίζονται τα ακόλουθα:

«Ο οργανωτής της συνάθροισης υποχρεούται να μεριμνά για την ομαλή διεξαγωγή της λαμβάνοντας κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο. Ιδίως, ο οργανωτής της συνάθροισης: α) συνεργάζεται άμεσα με την αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή και ιδίως με τον Αστυνομικό ή Λιμενικό Διαμεσολαβητή και συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους παρέχοντας τη συνδρομή του στην προσπάθεια για την τήρηση της τάξης και την ομαλή πραγματοποίηση της συνάθροισης, β) ενημερώνει τους μετέχοντες στη συνάθροιση για την υποχρέωσή τους να μην φέρουν αντικείμενα πρόσφορα για την άσκηση βίας και ζητά την παρέμβαση της αρμόδιας αστυνομικής ή λιμενικής αρχής για την απομάκρυνση ατόμων που φέρουν τέτοια αντικείμενα, γ) ορίζει επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης». Στην πραγματικότητα, το νομοσχέδιο μετατρέπει τον οργανωτή της διαδήλωσης σε ένα είδος ΤΕΑ (Ταγμάτων Εθνοφυλακής) του μετεμφυλιακού κράτους ή παρααστυνομικού οργάνου. Ένα είδος «αστυνόμου του εαυτού του», που θα έλεγε ο φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ.

Στην πράξη, η ρύθμιση του κατατεθέντος νομοσχεδίου μετατρέπει τον συλλογικό φορέα του συνταγματικού δικαιώματος σε συνεπίκουρο και αρωγό της προστασίας της δημόσιας τάξης. Πρόκειται για συνάρθρωση ρόλων όχι μεν πάντοτε ανταγωνιστικών αλλά πάντως απολύτως διακριτών, καθώς αυτή η συλλογικότητα που πραγματοποιεί την συνάθροιση δεν είναι αστυνομικό όργανο ούτε πληροφοριοδότης ή επικουρικό όργανο της αστυνομίας αλλά φορέας άσκησης συλλογικού συνταγματικού δικαιώματος . Το άρθρο 4 του νομοσχεδίου, επίσης, αντιγράφει, σε βασικές γραμμές τα καθήκοντα-υποχρεώσεις του «οργανωτή-προέδρου» κατά το δικτατορικό νομοθέτημα 794/1971 (άρθρο 4 παρ. 5 ν.δ. 794/1971).

Όμως, όπως υπάρχει ο «καλός οργανωτής», δηλαδή αυτός που συνεπικουρεί αποτελεσματικά την αστυνομία, υπάρχει αντεστραμμένα και ο «κακός οργανωτής» ή άνευ αμελείας ή δόλου «αποτυχημένος οργανωτής». Κατά το άρθρο 13 παρ. 4 του νομοσχεδίου, ο οργανωτής διαδήλωσης που εξετράπη σε βίαιη και προκάλεσε καταστροφές, τραυματισμούς και άλλες ζημίες «..ευθύνεται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση. Από την ευθύνη αυτή απαλλάσσεται, εάν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη διεξαγωγή της συνάθροισης και αποδεικνύει ότι είχε λάβει όλα τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 4.5. Η διάταξη της παρ. 4 εφαρμόζεται αναλογικά και για τον οργανωτή της παρ. 3 του άρθρου 3». Η διαφορά με το άρθρο 9 του ν.δ.794/1971 είναι ότι εκεί προβλεπόταν ιδιώνυμη ποινική ευθύνη του οργανωτή, ενώ εδώ προβλέπεται αστική ευθύνη (δηλ. υποχρέωση αποζημίωσης).

Η λογική αυτής της ρύθμισης είναι η συλλογική ευθύνη και η αντικειμενική ευθύνη. Αφού δεν μπόρεσες να περιφρουρήσεις την διαδήλωση της οποίας είχες την ευθύνη, αποζημιώνεις τους παθόντες κατά την διάρκεια αυτής. Ουσιαστικά, η συλλογικότητα και ιδίως ο εκπρόσωπος που αυτή ορίζει τιμωρείται αστικά διότι παρέλειψε να ασκήσει με επιτυχία καθήκοντα προστασίας της δημόσιας τάξης, παραστυνομικού χαρακτήρα και συνεπικουρικά των οργάνων της δημόσιας τάξης. Πρακτικά, στις μικρές οργανώσεις και κόμματα , η εφαρμογή αυτής της διάταξης θα οδηγήσει στον παροπλισμό ή και την διάλυσή τους, αν καλούνται κάθε λίγο να καταβάλουν αστρονομικά χρηματικά ποσά στους παθόντες βάσει πολιτικών-αστικών δικαστικών αποφάσεων μετά την άσκηση σχετικής αγωγής. Επίσης, είναι ερευνητέο αν η αστική ευθύνη θα αφορά την οργάνωση ή το άτομο που αυτή θα διορίζει ( ένα είδος «αυτοφωράκια» των διαδηλώσεων) ή και τους δύο εις ολόκληρον. Υπό αυτήν την έννοια, πρόκειται και για έντονο περιορισμό του δικαιώματος στον συνεταιρισμό ( άρθρο 12 του Συντάγματος) και στην πολιτική οργάνωση ή την συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα (άρθρο 29 του Συντάγματος).

Στο φιλελεύθερο και δημοκρατικό ποινικό δίκαιο, κατά κανόνα η αντικειμενική ποινική ευθύνη είναι ασύμβατη με τον χαρακτήρα του και απορριπτέα. Η πράξη προϋποθέτει υπαιτιότητα του δράστη και καταλογισμό σε αυτόν. Ανάλογα ισχύουν και για την αντικειμενική ευθύνη στο αστικό δίκαιο. Η συλλογική-αντικειμενική ευθύνη είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα δικτατορικών και απολυταρχικών καθεστώτων (όπως ακριβώς η δικτατορία του 1967-1974).

Παρ΄όλα αυτά, η αντικειμενική ευθύνη (ποινική κυρίως και δευτερευόντως αστική) έχει υπάρξει –πάλι κατά τρόπο απαράδεκτο- στο ποινικό δίκαιο των διαδηλώσεων ορισμένων δυτικών δημοκρατιών. Ο νόμος για τις διαδηλώσεις στην Δυτική Γερμανία το 1953 προέβλεπε ακριβώς την ύπαρξη «οργανωτή» και «υπευθύνου» των διαδηλώσεων, ως νομικό πρόσωπο και ως το φυσικό πρόσωπο που τον εκπροσωπεί και έχει ορισθεί έναντι της αρχής για αυτόν τον σκοπό. Καθώς και ειδική ποινική του ευθύνη. Επίσης, ο «νόμος κατά των ταραχών» (lois anticasseurs) της 8-5-1970, που εισήχθη από τον Πομπιντού για την αντιμετώπιση των ακροαριστερών οργανώσεων και διαδηλώσεων μετά τον Μάη του 68, προέβλεπε και αυτός αντικειμενική ποινική ευθύνη των διοργανωτών (– βλ. σε Λουίτζι Φεραγιόλι «Υπάρχει αντιπροσωπευτική δημοκρατία;» στον τόμο «Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό- Εργατική Πρωτοπορία : για το κράτος, το σχολείο, το γυναικείο κίνημα το κόμμα», Αθήνα 1979 , Στοχαστής , σελ. 39 επ. σελ. 92 και υποσημ. 57).

Καταλήγοντας:

Το νομοσχέδιο έχει και πολλά άλλα ζητήματα και θα χρειαστεί να επανέλθουμε. Η γενική εικόνα είναι αυτή ενός σχεδίου νόμου, το οποίο θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την άσκηση του δικαιώματος στην διαδήλωση παρά αποσκοπεί στην δημοκρατική και σύμφωνη με το Σύνταγμα άσκησή και ρύθμισή του. Επίσης, θέτει σε κίνδυνο και το δικαίωμα στην πολιτική συμμετοχή και στην πολιτική οργάνωση των πολιτών. Ακόμη, πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που δίνει «παράταση ζωής» , ενεργή θετική νομιμότητα και πολιτική νομιμοποίηση στις ανενεργές και απολύτως αντισυνταγματικές διαστάσεις και όψεις του χουντικού νομοθετήματος ν.δ.794/1971. Δεν γιορτάζουμε τα επικείμενα 200 χρόνια από το 1821, σύμφωνα με αυτό το νομοθέτημα. Γιορτάζουμε τα επικείμενα 50 χρόνια από την θέσπιση του χουντικού «νόμου» για τις διαδηλώσεις.

Πηγή: kommon.gr

Πού στοχεύει το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις;

Tο νομοσχέδιο του υπουργείου Δημόσιας Τάξης για τις «Δημόσιες Υπαίθριες Συναθροίσεις», δηλαδή τις πορείες και τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας βρισκόταν στην προεκλογική ατζέντα της Κυβέρνηση και υπέρ αυτού τάχθηκαν οι βουλευτές της ΝΔ, κατά οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25, ενώ επιφυλάχθηκαν οι βουλευτές του Κινήματος Αλλαγής και της Ελληνικής Λύσης. Το νομοσχέδιο προγραμματίζεται να εισαχθεί για συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής την Τετάρτη 8 Ιουλίου, και να τεθεί προς ψήφιση την Πέμπτη 9 Ιουλίου. Διακηρυγμένοι σκοποί του νομοσχεδίου είναι δύο: ο πρώτος είναι ο περιορισμός της «όχλησης» που προκαλούν οι μικρές σε συμμετοχή συγκεντρώσεις, καθώς «δεν μπορεί να κλείνει ο δρόμος για 50 άτομα» (βλ. σχετικές δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Υπουργικό Συμβούλιο της 23-12-2019). Δεύτερος διακηρυγμένος σκοπός του νομοσχεδίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση) είναι να εκμεταλλευτεί η Κυβέρνηση την «ειδική επιφύλαξη του νόμου» που υπάρχει στο άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού από το Σύνταγμα καταλείπονται στον κοινό νομοθέτη στενά περιθώρια για ρύθμιση της άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος και για τον περιορισμό του. Επιχειρείται, λοιπόν, να περισταλεί το δικαίωμα του συνέρχεσθαι που προβλέπεται στο άρθρο 11 του Συντάγματος.

Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι «αόπλως και ησύχως» είναι ένα από τα αρχαιότερα δικαιώματα συλλογικής δράσης που αναγνωρίζει η συνταγματική τάξη (ήδη από το 1864), καθώς και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 11). Τα δικαιώματα συλλογικής δράσης που αναγνωρίζει το Σύνταγμά μας (δικαίωμα στην απεργία, συνδικαλιστική ελευθερία κ.ά.) έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι η άσκηση και η δυναμική τους στηρίζονται στη σύμπραξη περισσότερων ατόμων -και από κοινού με τα κοινωνικά δικαιώματα- απευθύνονται «όχι στον απογυμνωμένο από κάθε κοινωνικό προσδιορισμό, αλλά και στον άνθρωπο όπως υπάρχει και ζει στην κοινωνική πραγματικότητα, μαζί με άλλους ανθρώπους, ενταγμένος σε κοινωνικές ομάδες» (βλ. Α. Μανιτάκης, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων, 1981, σελ. 245-246). Αναγνωρίζεται επίσης από τους αστούς θεωρητικούς του συνταγματικού δικαίου ότι η άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι «μεταφράζεται σε δημόσια συμμετοχή στις διαδικασίες σχηματισμού της πολιτικής βούλησης της εξουσίας» (Κ Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδοση 2006, σελίδα 480) και συνιστά έτσι «ένα κομμάτι αυθεντικής, μη τυποποιημένης άμεσης δημοκρατίας που είναι κατάλληλο για να αποτρέψει την αποστέωση της πολιτικής ζωής μέσα σε μία διαχειριστική ρουτίνα» (βλ. K. Hesse, Grundzuge des Verfassungsrechts der BRD, 1991, σελ. 166-167). Με λίγα λόγια, ακόμη και το Σύνταγμα του αστικού κράτους, αναγνωρίζει ρητά ότι δημοκρατία δεν είναι μόνο οι εκλογές, ο κοινοβουλευτισμός και οι τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις. Ο ρόλος του λαού δεν είναι απλώς να εκλέγει αντιπροσώπους, αλλά και να διαφωνεί με αυτούς όταν το κρίνει, να ελέγχει τη δράση τους, να εμποδίζει αντιλαϊκά μέτρα με τα οποία συμφωνεί η όποια κοινοβουλευτική πλειοψηφία χωρίς πολλές φορές να τα έχει καν διαβάσει (πχ μνημόνια).

Αν και με βάση την αφήγηση της ΝΔ, η απαγόρευση συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Συντάγματος, να είναι νόμιμη μόνο εάν δεν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής ή σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι πορείες των λίγων ατόμων που προκαλούν ολιγόλεπτο μποτιλιάρισμα στο κέντρο δεν δύνανται να θεωρηθούν ως σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Άλλωστε, όπως δέχεται η συνταγματική θεωρία, «η ενόχληση, σε ορισμένο μέτρο, του γενικού πληθυσμού εντάσσεται στην ίδια την ratio (:αιτία) της συνάθροισης προκειμένου να γίνει αισθητή η ύπαρξη ενός κοινωνικού, πολιτικού θέματος που απασχολεί τους συναθροισμένους» (βλ. Κ Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδοση 2006, σελίδα 486).

Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι η απαγόρευση των διαδηλώσεων γίνεται «όπως νόμος ορίζει», απαιτείται δηλαδή σχετικός νόμος που να εξειδικεύει την από την φύση της ελλειπτική συνταγματική διάταξη. Στην χώρα μας ισχύει μέχρι και σήμερα το χουντικό ν.δ. 794/1971, το οποίο δεν έχει μεν καταργηθεί στο σύνολό του, ωστόσο έχει εν πολλοίς παραμεριστεί στην πράξη και μεγάλο μέρος των ρυθμίσεών του έχουν κριθεί αντισυναγματικές βάσει του άρθρου 111 του Συντάγματος. Από μία απλή ανάγνωση του χουντικού νομοθετήματος αντιλαμβάνεται κανείς ότι το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης Μητσοτάκη επί της ουσίας επαναφέρει -μεταφρασμένες στη δημοτική- τις χουντικές ρυθμίσεις, ενώ σε αρκετά σημεία τις αυστηροποιεί κιόλας. Οποίος… εκσυγχρονισμός. Πέρα από τους ιστορικούς παραλληλισμούς, το σχέδιο νόμου δεν εξειδικεύει τη συνταγματική διάταξη στην κατεύθυνση της κατοχύρωσης και προστασίας του δικαιώματος, όπως απαιτεί το Σύνταγμα, αντιθέτως την «ξεχειλώνει», εισάγοντας ακόμη περισσότερες αόριστες νομικές έννοιες που δύνανται να δικαιολογήσουν περιορισμούς και απαγορεύσεις και καταλείποντας ευρύτατη διακριτική ευχέρεια στα όργανα της αστυνομίας, ενώ μέχρι πρότινος για την απαγόρευση διαδήλωσης απαιτούνταν και η σύμπραξη εισαγγελικής αρχής.

Τι συγκεκριμένα προβλέπεται στο νέο Νομοσχέδιο;

Πέρα από τη δυνατότητα που δίνεται στο άρθρο 7 παρ. 4 να απαγορεύονται από την αστυνομία συναθροίσεις χωρίς η απαγόρευση αυτή να βασίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια, γεγονός που δίνει πάτημα στην αστυνομική αυθαιρεσία, το σχέδιο Νόμου προβλέπει στο άρθρο 3 την υποχρέωση έγγραφης ή ηλεκτρονικής γνωστοποίησης της πρόθεσης συμμετοχής σε δημόσια συνάθροιση. Επιπλέον, προβλέπει (όπως και το χουντικό διάταγμα) το θεσμό του οργανωτή, ο οποίος κατά το άρθρο 4 του σχεδίου νόμου «υποχρεούται να μεριμνά για την ομαλή διεξαγωγή της (ενν. συνάθροισης) λαμβάνοντας κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο. Ο οργανωτής της συνάθροισης υποχρεούται ιδίως να α) συνεργάζεται άμεσα με την αρμόδια αστυνομική αρχή (…), β) ενημερώνει τους μετέχοντες για την υποχρέωσή τους να μη φέρουν αντικείμενα πρόσφορα για την άσκηση βίας (…) γ) ορίζει επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης». Ο οργανωτής αυτός, κατά το άρθρο 14 παρ.4 «ευθύνεται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση. Από την ευθύνη αυτή απαλλάσσεται, εάν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη διεξαγωγή της συνάθροισης και αποδεικνύει ότι είχε λάβει όλα τα πρόσφορα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου».

Η μη τήρηση της υποχρέωσης προγενέστερης γνωστοποίησης του άρθρου 3, δίνει κατά το νομοσχέδιο (άρθρο 9 περ.ε’) τη δυνατότητα να διαλυθεί η συνάθροιση. Το ζήτημα της συνταγματικότητας του παρόντος άρθρου είναι προφανές καθώς «το δικαίωμα στη συνάθροιση δεν υπόκειται σε καθεστώς άδειας, αναγγελίας, ή προληπτικού ελέγχου από τις αστυνομικές αρχές, όπως γινόταν σε ανώμαλες περιόδους παλαιότερα» (βλ. Κατ’ άρθρο Ερμηνεία του Συντάγματος στο συλλογικό έργο των Φ. Σπυρόπουλου, Ξ. Κοντιάδη, Χ. Ανθόπουλου, Γ. Γεραπετρίτη, Εκδόσεις Σάκκουλα 2017, σελ. 259). «Το Σύνταγμα εξάλλου προστατεύει και τις αυθόρμητες συναθροίσεις, εφόσον το 11 Σ δεν διακρίνει» (βλ. όπως προηγουμένως, σελ. 260). Το σχέδιο νόμου, ωστόσο, στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 έχει αρνητική αφετηρία ως προς το δικαίωμα του συνέρχεσθαι καθώς δίνει τη δυνατότητα «να επιτραπεί από την αστυνομική αρχή δημόσια υπαίθρια συνάθροιση που δε γνωστοποιήθηκε». Έχουμε δηλαδή μία αντιστροφή του δικαιώματος: Αντί η απαγόρευση να αποτελεί την εξαίρεση και η άσκησή του τον κανόνα, η αστυνομία μπορεί κατά τη διακριτική της ευχέρεια «να επιτρέψει» τη διαδήλωση που δεν γνωστοποιήθηκε.

Ως προς την υποχρέωση μέριμνας του διοργανωτή για την ομαλή διεξαγωγή της συνάθροισης, φαίνεται να μετακυλίεται η ευθύνη τήρησης της τάξης στον οργανωτή αντί για τις αστυνομικές δυνάμεις ενώ ως προς την υποχρέωση άμεσης συνεργασίας του διοργανωτή με την αστυνομία απορία προκαλεί πώς ενώ συνήθως η ratio μιας δημόσιας συνάθροισης είναι η αντίθεση στην εξουσία ή την κυβερνητική πολιτική απαιτείται η άμεση κιόλας συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως εντοπίζεται στο άρθρο 14 του σχεδίου, που προβλέπει ποινικές κυρώσεις στους συμμετέχοντες σε συνάθροιση που έχει απαγορευθεί νόμιμα. Η διάταξη αυτή είναι αυστηρότερη ακόμη και από την αντίστοιχη της Χούντας, που περιόριζε την ποινική ευθύνη μόνο στον «διοργανωτή» κι όχι σε κάθε συμμετέχοντα. Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται και η αστική ευθύνη του οργανωτή για τη βλάβη προσώπων και περιουσιών που προκαλούνται από μία πορεία. Ο κανόνας είναι η ευθύνη του οργανωτή ενώ η εξαίρεση της απαλλαγής του κατά την παρ.4εδ.β’ του ίδιου άρθρου επέρχεται μόνο σε περίπτωση προηγούμενη ενημέρωσης για τη διεξαγωγή της συνάθροισης και απόδειξης ότι έλαβε τα πρόσφορα και αναγκαία μέτρα του προαναφερθέντος άρθρου 4. Ευθύνεται, λοιπόν, βάσει του σχεδίου νόμου για την αποκατάσταση των ζημιών εκτός αν καταφέρει και αποδείξει πλήρως ότι συνεργάστηκε σωστά με την αστυνομία, ενημέρωσε τους μετέχοντες για τη μη χρήση αντικειμένων πρόσφορων για την άσκηση βίας και όρισε επαρκή αριθμό ατόμων για περιφρούρηση. Με τέτοιες προβλέψεις σίγουρο είναι ότι όλοι οι πολιτικά δραστήριοι χώροι θα εξοντωθούν οικονομικά αφού οι απαιτήσεις του νόμου μετακυλίουν όλο το βάρος στους οργανωτές και ως εκ τούτου το δικαίωμα του συνέρχεσθαι θα μείνει άνευ περιεχομένου.

Ποιους αφορά πραγματικά το νομοσχέδιο;

Το σχέδιο νόμου δεν αφορά τις «μικρές διαδηλώσεις», όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, αλλά όλες τις διαδηλώσεις, με πολλές από τις διατάξεις του να οδηγούν εύκολα στο συμπέρασμα ότι είναι ακριβώς το μεγάλο μέγεθος μίας διαδήλωσης αυτό που πρέπει να λάβει υπόψιν της η αστυνομία για να την απαγορεύσει (άρθρο 7 παρ. 4 ΣχΝ). Η εξέλιξη αυτή δεν έρχεται σε μία τυχαία περίοδο: βρισκόμαστε ενόψει μίας νέας και πρωτοφανούς σε βάθος και ένταση οικονομικής κρίσης. Οι μνήμες των Αγανακτισμένων είναι ακόμη νωπές στο μυαλό της άρχουσας τάξης της χώρας. Άλλωστε, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, ξεπήδησαν τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία, ενώ σήμερα στην καρδιά του δυτικού καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, εκτιλίσσεται ένα δυναμικό κίνημα κατά της αστυνομικής βίας που υφίστανται οι μαύροι. Όσο κι αν οι διάφοροι φιλοκυβερνητικοί δημοσιογράφοι επιχειρούν να μας πείσουν ότι οι πορείες και οι διαδηλώσεις είναι «κάτι που ανήκει στο παρελθόν» και αποτελούν «εμμονή της ελληνικής αριστεράς», η ίδια η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Ο Μητσοτάκης σπεύδει, λοιπόν, να ενισχύσει το νομικό οπλοστάσιο που θα τον βοηθήσει να καταστείλει πιθανά κινήματα και αντιδράσεις των εργαζομένων, των νέων, των ανέργων κ.λ.π. στη δύσκολη νέα κατάσταση. Έχει άλλωστε ήδη ενισχύει το «πραγματικό» οπλοστάσιο, με νέες προσλήψεις στα σώματα ασφαλείας και μαζικές αγορές εξοπλισμού καταστολής.

Εάν, άλλωστε, το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι οι πορείες των «50 ατόμων», υπάρχει ήδη και το Π.Δ. 120/2013 (Διάταγμα Δένδια) που θέτει περιορισμούς ως προς το χώρο που «καταλαμβάνουν» οι «ιδιαίτερα μικρές συγκεντρώσεις». Εξάλλου, οι διαδηλώσεις κατά κανόνα αυτοπεριορίζονται ανάλογα με το μέγεθος της δυναμικής τους και δεν κλείνουν οι δρόμοι για διαδηλώσεις τέτοιου μεγέθους. Πρόσφατα παραδείγματα αποτελούν οι διαδηλώσεις των εκπαιδευτικών, οι οποίες είχαν πολύ μεγαλύτερο μέγεθος και στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, ήταν κλειστό το μισό ρεύμα της Εγνατίας οδού ενώ το  ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα που διαδηλώσεις που δεν ξεπερνούν τα 100-200 άτομα παραμένουν στην πλατεία και όχι στο δρόμο πχ μπροστά στη Βουλή. Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος που καθιστά «αναγκαίο» και «εκσυγχρονιστικό» το νέο νόμο, ενώ ήδη υπάρχει πλαίσιο για τις «ιδιαίτερα μικρές συναθροίσεις»;

Πέρα από τις προφανείς σκοπιμότητες, το νομοσχέδιο έχει και μία έντονα ιδεολογική διάσταση: προσπαθεί να καλλιεργήσει  ένα κλίμα στοχοποίησης των «κακών διαδηλωτών» που δυσκολεύουν (από βίτσιο;) τους συμπολίτες τους. Αυτοί οι κακοί διαδηλωτές που ανερυθρίαστα αναδεικνύουν τα προβλήματα της κοινωνίας, την φτωχοποίηση του λαού, την ανεργία, το ρατσισμό, στοχοποιούν τα νομοσχέδια που απολύουν εκπαιδευτικούς, που καταστρέφουν το περιβάλλον, που κλείνουν βιομηχανίες κ.λ.π. ενοχλούν την κυβέρνηση όχι γιατί προκαλούν … μποτιλιάρισμα, αλλά γιατί διαφωνεί ιδεολογικά με την ίδια τους την ύπαρξη. Ο νεοφιλελευθερισμός που καταργεί τις κοινωνίες και αποθεώνει αυτόν ακριβώς τον «απογυμνωμένο άνθρωπο» που αναφέραμε παραπάνω δεν τα πάει καθόλου καλά με τις συλλογικές κοινωνικές διεκδικήσεις από θέση αρχής. Προτιμά τον κοινωνικό αυτοματισμό και την αλληλοσφαγή των υποτελών, προκειμένου να περνά άνευ αντίδρασης κάθε αντικοινωνικό μέτρο.

Κάπως έτσι στοχεύει η Κυβέρνηση να λειτουργούν όλα στον αυτόματο που η ίδια ορίζει. Χωρίς έλεγχο, χωρίς πίεση από  τους υποτελείς προς την εξουσία (:κράτος, ΜΜΕ, πολυεθνικές), χωρίς έκφραση αντιθέσεων, χωρίς πραγματική δημοκρατία. Με πρόσχημα το να πηγαίνει ο συμπολίτης ανενόχλητος στη δουλειά του οδηγούμαστε στο να μην μπορεί να διαμαρτυρηθεί επειδή δεν έχει δουλειά. Θα αφαιρεθεί στην πράξη η δυνατότητα των υγειονομικών να διαμαρτυρηθούν για τις συνθήκες που επικρατούν στα Νοσοκομεία, των οικολόγων για την οικολογική καταστροφή, των  καλλιτεχνών για την σημασία της Τέχνης στην εκπαίδευση, των εκπαιδευτικών που επιθυμούν να μην παρακολουθούνται με κάμερες κλπ. Το νομοσχέδιο δεν αφορά στην αφαίρεση δικαιωμάτων από κάποιους αριστερούς και τις οργανώσεις τους  αλλά στην αφαίρεση του δικαιώματος να συναθροιστείς και να εκφραστείς συλλογικά και δημοκρατικά, όταν υπάρχει η συλλογική κοινωνική πεποίθηση (ή τουλάχιστον η πεποίθηση κάποιας ομάδας) ότι κάτι δεν πάει καλά. Το νομοσχέδιο μας αφορά όλους και όλες.

Σωτήρης Αδαμίδης, δικηγόρος ΔΣΘ
Ειρήνη Τσαλουχίδη, ασκούμενη δικηγόρος
Μέλη της Κίνησης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων

Η ελευθερία της έκφρασης και του διαδικτύου στο χειρουργικό τραπέζι του Ευρωκοινοβουλίου

Μπορεί το παρόν Ευρωκοινοβούλιο να πρόκειται να διαλυθεί σε μόλις δύο μήνες, όμως την προσεχή εβδομάδα οι ευρωβουλευτές θα κληθούν να ψηφίσουν μία οδηγία που θα αλλάξει για πάντα το διαδίκτυο, γράφοντας το πιο μαύρο κεφάλαιο στην ιστορία του ίντερνετ. Η οδηγία για τα πνευματικά δικαιώματα, και ειδικά δύο συγκεκριμένα άρθρα της, θα καταστήσουν τις μεγαλύτερες εταιρείες και δημοσιογραφικούς οργανισμούς δυνάστες της ελεύθερης έκφρασης στο διαδίκτυο, στρώνοντας το έδαφος για μία πολύ ευρωπαϊκή, κοινοτική επιβολή λογοκρισίας, για να περάσουν από επάνω τα οχήματα των πλέον ισχυρών του πλανήτη. Αλλά δεν έχουν τελειώσει όλα.

Στις αρχές της δεκαετίας, ειδήσεις για την προώθηση του ελέγχου του περιεχομένου του διαδικτύου με νομοθεσίες όπως η SOPA και η PIPA από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού συγκλόνισαν την ευρωπαϊκή μπλογκόσφαιρα. Λίγα χρόνια αργότερα, η ACTA, με τις υπογραφές πλήθους χωρών, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβανομένων, ενεργοποιούσε τα αντανακλαστικά των Ευρωπαίων πολιτών, οδηγώντας στη ματαίωσή της.

Σήμερα, μετά από δύο ψηφοφορίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2018, τον περσινό Σεπτέμβριο εγκρίθηκε ένα συμβιβαστικό κείμενο για την «Οδηγία για την Πνευματική Ιδιοκτησία», το οποίο έλαβε και την έγκριση της Κομισιόν στα τέλη του περασμένου Φεβρουαρίου. Την Τρίτη, 26 Μαρτίου, θα εισαχθεί στην ολομέλεια του ευρωκοινοβουλίου για να λάβει την ψήφο των ευρωβουλευτών. Εάν εγκριθεί, εντός των επόμενων 24 μηνών θα πρέπει να έχει υιοθετηθεί στις νομοθεσίες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πριν δούμε αναλυτικά «τι το κακό έχει» μία ευρωπαϊκή οδηγία που θα βγάλει στους δρόμους τον κόσμο σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις το προσεχές Σάββατο, να πούμε κάτι που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Παρότι η εν λόγω οδηγία συνάντησε μέχρι σήμερα σθεναρές αντιδράσεις από πλήθος μικρών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων τεχνολογίας, κολοσσών της ευρωπαϊκής βιομηχανίας της ψυχαγωγίας, ομάδων καλλιτεχνών, τεχνικών εμπειρογνωμώνων και εμπειρογνωμόνων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από τον τρίλογο, τη συζήτηση μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προέκυψε η χειρότερη εκδοχή των προτάσεων αυτών.

Στην εκδοχή αυτή, όπως και στις προηγούμενες, δεσπόζουν δύο άρθρα που αποσυναρμολογούν το διαδίκτυο όπως το γνωρίζαμε, περιορίζοντας σημαντικά θεμελιώδη δικαιώματα όπως το κράτος δικαίου και η δικαιοσύνη, ενισχύουν τους ισχυρούς και δημιουργώντας νομικό χάος. Η αλλαγή της τελευταίας στιγμής στην αρίθμηση των άρθρων, μπορεί να μετέτρεψε το άρθρο 11 σε άρθρο 15  και το άρθρο 13 σε άρθρο 17, αλλά συνεχίζει να στοχεύει ευθέως στην ελευθερία και την ουδετερότητα του διαδικτύου.

Φίλτρα στην ελεύθερη έκφραση

Το άρθρο 17 λοιπόν καθιστά τους παρόχους περιεχομένου υπεύθυνους για το περιεχόμενο που ανεβάζει κάποιος χρήστης, παραδίδοντάς τους την ευθύνη να αστυνομεύουν τις αναρτήσεις περιεχομένου και να παρεμβαίνουν «όταν πρέπει».

Σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 17, κάθε διαδικτυακή κοινότητα, πλατφόρμα ή υπηρεσία που υπάρχει για παραπάνω από τρία χρόνια ή έχει έσοδα περισσότερα από 10.000.000 ευρώ ανά έτος, υποχρεούται να διασφαλίζει πως κανένας χρήστης δεν θα δημοσιεύει τίποτα που να παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα, έστω και στιγμιαία. Με απλά λόγια, η οδηγία προβλέπει πως εάν κάποιος χρησιμοποιεί το περιεχόμενο κάποιου άλλου χωρίς την άδειά του και κερδοσκοπεί σε βάρος του, δεν ελέγχεται εκείνος αλλά η ευθύνη πέφτει στην πλατφόρμα που τον φιλοξενεί. Σε περίπτωση δε που δεν φιλτράρει «αποτελεσματικά», η νομική ευθύνη βαραίνει την πλατφόρμα. Σαν να καθίσταται υπεύθυνη μία τηλεφωνική εταιρεία για ένα έγκλημα που σχεδιάζεται κατά τη διάρκεια ενός τηλεφωνήματος πελάτη της.

Για να καταλάβουμε -αρχικά- για τι όγκο πληροφοριών μιλάμε, αρκεί να λάβει κανείς υπόψη του πως κάθε λεπτό της ημέρας ανεβαίνουν κατά μέσο όρο περισσότερες από 300 ώρες βίντεο στο Youtube, πάνω από 200.000 φωτογραφίες στο Facebook και περί τις 350.000 αναρτήσεις στο Twitter. Εκτός του ότι ένας τέτοιος «επιτυχημένος» έλεγχος είναι πρακτικά αδύνατο να επιτευχθεί, το πλησιέστερο που μπορεί να ικανοποιήσει μία υπηρεσία την οδηγία αυτή, απαιτεί τη δαπάνη εκατομμυρίων για την ανάπτυξη αυτοματοποιημένων φίλτρων πνευματικών δικαιωμάτων. Το σημερινό φίλτρο Content ID που χρησιμοποιεί το Youtube, κόστισε στην «μαμά» του, Google, περί τα 100 εκατ. δολάρια, ποσό που προφανώς ελάχιστοι μπορούν και θα μπορούν να διαθέσουν στο μέλλον.

Εκατομμύρια βίντεο, φωτογραφίες, εικόνες, τραγούδια και κάθε είδους περιεχόμενο, καθημερινά θα υπόκειται στις «καλύτερες προσπάθειες» συγκεκριμένων εταιρειών, οι οποίες υποχρεώνονται να αποτρέψουν το ανέβασμα οποιουδήποτε υλικού που έχει αποτελέσει αντικείμενο «επαρκώς τεκμηριωμένης ειδοποίησης», από ανθρώπους ή εταιρείες που υποστηρίζουν πως έχουν δικαιώματα στο υλικό. Εάν δεν μπορούν να το εγγυηθούν, το περιεχόμενο δεν μπορεί να ανέβει στο διαδίκτυο.

Επιπροσθέτως, ακόμα και η πιο έξυπνη μηχανή φιλτραρίσματος, δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει εάν ένα υλικό έργο αποτελεί κριτική για μία ταινία, ένα meme, μία διασκευή ή μια παρωδία είναι νόμιμη ή παραβιάζει τους κανόνες. Αντιδικίες που σήμερα φτάνουν έως το δικαστήριο και πολλές φορές σε μακρές δίκες, οι εταιρείες θα πρέπει να τις λύνουν εκατομμύρια φορές την ημέρα, και μάλιστα αυτόματα. Από τη στιγμή που οι πλατφόρμες θα είναι υπεύθυνες για τον νόμο για την «προστασία» των δικαιωμάτων που θίγονται, είναι προφανές πως θα θεσπίσουν όσο πιο αυστηρά φίλτρα γίνεται ώστε να είναι καλυμμένες έναντι αξιώσεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους χρήστες και τους δημιουργούς που θα προσπαθούν να περάσουν μέσα από αυτά

Η χαρά του μεσάζοντα

Ένα βήμα παρακάτω, όπως εξηγεί ο ακτιβιστής Τζο ΜακΝαμί, ένας οποιοσδήποτε δημιουργός περιεχομένου θα βρίσκεται αντιμέτωπος με τρία «τείχη προστασίας» των πνευματικών δικαιωμάτων.

Από τη μία, οι -σχεδόν μονοπωλιακές- πλατφόρμες στις οποίες θα περιορίζεται και θα μοιράζεται ένα έργο, οι οποίες και θα έχουν το δικαίωμα να το μπλοκάρουν, να αφαιρέσουν υλικό με βάση ψευδείς ισχυρισμούς. Από την άλλη, οι επίσης ελάχιστες εταιρείες που είναι σε θέση να παρέχουν την απαραίτητη τεχνολογία για το φιλτράρισμα των μεταφορτώσεων, το οποίο ενέχει τους κινδύνους που περιγράφονται παραπάνω.

Ο τρίτος παράγοντας που θα εμπλέκεται πλέον μεταξύ του δημιουργού και του κοινού, είναι και ο μόνος τρόπος διεκδίκησης των όποιων δικαιωμάτων τους. Εταιρείες συλλογικής διαχείρισης που θα χορηγούν άδειες, θα προσδιορίζουν και θα αναφέρουν για λογαριασμό του δημιουργού, και φυσικά θα λαμβάνουν μέρος των εσόδων. Σε διαφορετική περίπτωση, ο καθένας είναι μόνος του απέναντι σε εταιρείες όπως η Google ή το Facebook, και θα είναι αναγκασμένος να διαπραγματεύεται με αυτές για τα έσοδα, να ενημερώνει τη βάση δεδομένων αποκλεισμού της, να προσπαθεί να αποτρέψει τη μεταφόρτωση περιεχομένου του, να καταπολεμήσει μία ψευδή δήλωση ιδιοκτησίας της εργασίας του, ή να ανατρέψει μία αδικαιολόγητη κατάργησή της.

Όπως προκύπτει, με τη θέσπιση του άρθρου 17 (πρώην άρθρο 13), ένας δημιουργός θα είναι υποχρεωμένος να αδειοδοτήσει σε μία εταιρεία συλλογικής διαχείρισης τα δικαιώματά του, με την εποχή που ο ίδιος μπορούσε να συνδεθεί απευθείας με το κοινό του με τους δικούς του όρους να αποτελεί παρελθόν. Ένας καλλιτέχνης θα είναι αναγκασμένος να εκχωρήσει τα δικαιώματά του σε έναν πολύ μικρό αριθμό αμερικανικών πλατφόρμων, οι οποίες και θα έχουν το πάνω χέρι στον καθορισμό των όρων της συμφωνίας, αφού σε διαφορετική περίπτωση, απειλούν με απαγόρευση της διαθεσιμότητας του περιεχομένου.

«Παραβιάζετε τη Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων»

Με τα λόγια 57 οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όλο τον κόσμο μέσω της κοινής ανοικτής επιστολής σε όλους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, το άρθρο 17 εξαναγκάζει τις εταιρείες αυτές να παρακολουθούν ενεργά το περιεχόμενο των χρηστών τους, γεγονός που έρχεται σε αντίφαση με τη «μη γενική υποχρέωση ελέγχου» των κανόνων της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Όπως αναφέρουν, η απαίτηση εγκατάστασης συστήματος φιλτραρίσματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει απορριφθεί δύο φορές από το δικαστήριο, στις περιπτώσεις Scarlet Extended (C 70/10) και Netlog / Sabam (C 360/10).

Μάλιστα, οι ίδιες οργανώσεις συμπληρώνουν πως το εν λόγω άρθρο αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες και τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ. Στην επιστολή αναφέρουν πως το εν λόγω άρθρο «περιλαμβάνει υποχρεώσεις για τις εταιρείες ίντερνετ που θα ήταν αδύνατον να τηρηθούν χωρίς την επιβολή υπερβολικών περιορισμών στα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών». Επίσης, υπενθυμίζουν πως η οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο (2000/31/ΕΚ) ρυθμίζει ήδη την ευθύνη για τις εταιρείες διαδικτύου που φιλοξενούν περιεχόμενο για λογαριασμό των χρηστών τους. Κατά την ισχύουσα οδηγία, υπάρχει υποχρέωση να αφαιρεθεί οποιοδήποτε περιεχόμενο παραβιάζει  τους κανόνες περί πνευματικών δικαιωμάτων, μόλις αυτό γνωστοποιηθεί στον πάροχο.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως επικαλούμενοι την οδηγία για τη διατήρηση δεδομένων (Data Retention Directive – 2006/24/ΕΚ) που κηρύχθηκε άκυρη το 2014 από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προειδοποιούν πως μία διάταξη που θα απαιτεί την εγκατάσταση συστήματος φιλτραρίσματος «είναι σχεδόν βέβαιο πως θα απορριφθεί από το δικαστήριο, διότι θα παραβίαζε την απαίτηση να υπάρχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας αφενός, και της ελευθερίας να ασκούν τις δραστηριότητές τους και το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, όπως η λήψη ή διάδοση πληροφοριών, αφετέρου».

Με τις φωνές των πολέμιων του άρθρου 17 (αλλά και του 15 που ακολουθεί) έχουν ενώσει και τις δικές τους 70 από τα μεγαλύτερα ονόματα του διαδικτύου, μεταξύ των οποίων ο εκ των δημιουργών του παγκόσμιου ιστού (World Wide Web), Τιμ Μπέρνερς-Λι και ο ιδρυτής της Wikipedia, Τζίμι Γουέηλς. Με μια φωνή καταγγέλλουν πως πρόκειται για «ένα πρωτοφανές βήμα προς την κατεύθυνση της μετατροπής του Διαδικτύου, από μια ανοιχτή πλατφόρμα ανταλλαγής και καινοτομίας σε ένα εργαλείο για την αυτοματοποιημένη επιτήρηση και τον έλεγχο των χρηστών του».

Ακόμη, τις σοβαρές ανησυχίες του έχει εκφράσει ο Ειδικός Εισηγητής του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για την Ελευθερία της Έκφρασης και της Πληροφόρησης, Ντέιβιντ Κάιε, που έχει επισημάνει τον φόβο πως «θα καθιερώσει ένα καθεστώς ενεργού ελέγχου και προληπτικής λογοκρισίας».

Η δημοκρατία στο χειρουργείο

Το άρθρο 15 (πρώην άρθρο 11) επιβάλλει να υπάρχει σχετική άδεια για την αναπαραγωγή μίας είδησης, με παραπάνω από μία λέξη ή μια πολύ σύντομη περιγραφή. Περιορίζει την ελεύθερη ροή της πληροφορίας και της ενημέρωσης, βασικά αγαθά μίας δημοκρατικής κοινωνίας.

Σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 15, οι εκδότες Τύπου, τα μεγάλα δημοσιογραφικά Μέσα θα αποφασίζουν ποιος μπορεί να «συνδεθεί» με τις ειδησεις τους και θα χρεώνουν την άδεια για να το κάνουν. Όπως αναφέρεται στο κείμενο της οδηγίας, κάθε σύνδεση που περιέχει περισσότερες από «μεμονωμένες λέξεις ή πολύ σύντομα αποσπάσματα» μιας είδησης, θα πρέπει να αδειοδοτηθούν και μάλιστα χωρίς εξαιρέσεις για μη εμπορικούς χρήστες, μη κερδοσκοπικά projects, ή ακόμα και blogs με διαφημίσεις ή άλλες πηγές εισοδήματος, ανεξαρτήτως μεγέθους.

Υποτίθεται πως βαθύτερος στόχος του εν λόγω άρθρου, είναι να αναγκαστούν υπηρεσίες όπως η Google News να πληρώσουν στα ειδησιογραφικά Μέσα, καθώς η πλατφόρμα πουλάει ουσιαστικά τις ειδήσεις τους. Ωστόσο, τα παραδείγματα της Γερμανίας και της Ισπανίας που εφαρμόζουν ήδη παρόμοια νομοθεσία είναι αποκαλυπτικά. Στη Γερμανία, η Google προσέφερε στους εκδότες την επιλογή να της παραχωρήσουν δωρεάν το περιεχόμενό τους ή να μην εμφανίζονται καν στις λίστες της, με τους πρώτους να δίνουν τις άδειες εν λευκώ. Στη δε Ισπανία, όταν οι εκδότες απαίτησαν την πληρωμή των δικαιωμάτων τους, η Google απλώς έκλεισε την υπηρεσία του Google News στην ιβηρική χώρα.

Ουσιαστικά πρόκειται για τη δημιουργία ενός νέου δικαιώματος για τα κυρίαρχα ΜΜΕ, που όχι μόνο δεν βοηθάει τη δημοσιογραφία, αλλά απειλεί σοβαρά να βλάψει τους δημιουργούς περιεχομένου, τους μικρότερους εκδότες, τους απλούς πολίτες. Σε κοινή τους επιστολή διαμαρτυρίας, 169 Ευρωπαίοι ακαδημαϊκοί που εργάζονται στα πεδία της πνευματικής ιδιοκτησίας, του δικαίου του διαδικτύου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στις δημοσιογραφικές μελέτες από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια έχουν προειδοποιήσει πως πρόκειται για «κακή νομοθεσία».

«Αυτή η νομοθεσία έχει καλά νέα για τη βιομηχανία ειδήσεων και για τους δημιουργούς σε ορισμένους τομείς, αλλά αποτελεί εμπαιγμό των δικαιωμάτων των συντακτών δημοσιογράφων, προωθώντας την εξαγορά και τον εκφοβισμό τους, αναγκάζοντάς τους να απεμπολήσουν τα δικαιώματά τους, και δίνει στους εκδότες το ελεύθερο να κερδίζουν ακόμα περισσότερα, ενώ οι δημοσιογράφοι δεν κερδίζουν τίποτα. Είναι κακό για τη δημοσιογραφία και κακό για την Ευρώπη. Συμφωνώντας με αυτό, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα είτε ήταν αφελή, είτε έχουν κυνικά προδώσει τις αξίες της δικαιοσύνης και της και της κοινωνικής δικαιοσύνης για την οποία η Ευρώπη υποτίθεται πως αγωνίζεται», ήταν τα λόγια του γενικού γραμματέα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (IFJ), Άντονι Μπέλαγκερ.

Το γεγονός πως στο άρθρο δεν εξαιρούνται ούτε οι περιπτώσεις που δεν αφορούν εμπορικές ή κερδοσκοπικές δραστηριότητες, διαγράφει ένα ζοφερό μέλλον για την επικοινωνία των ανθρώπων μέσω του διαδικτύου.

Αμερικανικό σημαιάκι

Την ώρα που η Ευρώπη θα θεσπίζει μία νομοθεσία που θα βάζει στραγγαλιστικά όρια στις εταιρείες και τις υπηρεσίες της, όπως παρατηρεί η Electronic Frontier Foundation (EFF), οι αμερικανικές τρίβουν τα χέρια τους. Όπως έχει ήδη γίνει αρκετά κατανοητό, το κόστος της κατασκευής και της συντήρησης αυτών των ηγεμονικών φίλτρων μπορούν να το επωμιστούν μόνο οι μεγαλύτεροι τεχνολογικοί κολοσσοί, που είναι αμερικανικοί. Για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, ο μόνος τρόπος να αποφύγουν να αναπτύξουν τα επίμαχα φίλτρα, είναι να παραμείνουν τα έσοδά τους κάτω από τα δέκα εκατ. ευρώ ετησίως, ή να κλείσουν μέσα σε τρία χρόνια.

Οι αμερικανικές εταιρείες δεν έχουν κανέναν λόγο να εγκαταστήσουν αντίστοιχα φίλτρα. Αντιθέτως, θα έχουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναπτυχθούν περαιτέρω, χωρίς να έχουν να αντιμετωπίσουν τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Μάλιστα, αμερικανικές εταιρείες κατηγορούνται για κρυφό λόμπινγκ στις Βρυξέλλες, ειδικά για τα φίλτρα.

Και ΤΙΝΑ κάνουμε;

Εκτός ψηφιακού κόσμου, ένας δημιουργός μπορεί να παράξει και να παρουσιάσει ένα έργο και να είναι καλυμμένος για τα δικαιώματά του. Σε περίπτωση που κάποιος το χρησιμοποιήσει χωρίς άδεια ή αντίτιμο, υπάρχει η δυνατότητα νομικής διεκδίκησης αποζημίωσης. Ωστόσο, η όποια προστασία πνευματικών δικαιωμάτων περιέχει σημαντικά «παραθυράκια», όπως τα «επτά μέτρα» στη μουσική, που αναγνωρίζουν στον νέο δημιουργό την έμπνευση από ένα ήδη υπάρχον έργο. Στον ψηφιακό κόσμο από την άλλη, όπως φαίνεται, όχι μόνο δεν υπάρχει ο βαθμός ελευθερίας του φυσικού, αλλά στρώνεται ο δρόμος για κανονική προληπτική λογοκρισία, εμφυσώντας στους χρήστες και τους δημιουργούς περιεχομένου την αυτολογοκρισία, υπό τον φόβο παράβασης των κανόνων.

Η οδηγία που ψηφίζεται σε λίγες ημέρες δεν είναι μία οδηγία που επιχειρεί να λύσει καθορισμένα ζητήματα στη νομοθεσία της πνευματικής ιδιοκτησίας με τη χρήση των «καλών πρακτικών», αλλά εξυπηρετεί συγκεκριμένα ισχυρά συμφέροντα, με ανυπολόγιστο και πολυεπίπεδο κόστος.

Όσο και εάν το μότο της «ΤΙΝΑ» έχει εμποτισθεί στην ελληνική δημόσια σφαίρα τα τελευταία χρόνια, τα πράγματα μπορεί και να είναι πιο απλά. Παρότι τα ελληνικά ΜΜΕ -ακολουθώντας πιστά τα πρότυπα των μεγαλύτερων διεθνών ομολόγων τους- τηρούν μέχρι σήμερα σιγή ιχθύος, υπάρχει τρόπος για ευρωβουλευτές και κόμματα να αντιληφθούν το πολιτικό κόστος και να δεσμευτούν να καταψηφίσουν τα άρθρα που αποδομούν το διαδίκτυο και το ξαναφτιάχνουν στα μέτρα των ολιγοπωλίων.

Την προσεχή Τρίτη, οι ευρωβουλευτές καλούνται να λάβουν μία απόφαση που θα περιορίσει την ελεύθερη έκφραση και θα βλάψει τα δικαιώματα των πολλών για χρόνια. Με τις ευρωεκλογές να έπονται σε λιγότερους από δύο μήνες, οργανώσεις, ακτιβιστές και κινήματα φροντίζουν να τους δώσουν να καταλάβουν πως ο κόσμος τους βλέπει, καλώντας τους πολίτες από όλη την Ευρώπη να κάνουν το ίδιο με τους ευρωβουλευτές τους. Στην Ελλάδα, οι μόνοι ευρωβουλευτές που έχουν ξεκαθαρίσει πως θα καταψηφίσουν στην ψηφοφορία της ερχόμενης εβδομάδας, είναι η ανεξάρτητη Σοφία Σακοράφα και ο ευρωβουλευτής της Λαϊκής Ενότητας Νίκος Χουντής, ενώ κυβερνητικοί και αντιπολιτευόμενοι ευρωβουλευτές τηρούν σιγήν ιχθύος.

Πλατφόρμες όπως το #SaveYourInternet  και το Plegde2019.eu δίνουν τη δυνατότητα στους πολίτες από την κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έρθουν σε επικοινωνία με τους ευρωβουλευτές τους και να τους ζητήσουν να καταψηφίσουν τα άρθρα 11 και 13. Περισσότεροι από 5 εκατομμύρια πολίτες έχουν υπογράψει το σχετικό διαδικτυακό ψήφισμα. Με τηλεφωνήματα στα γραφεία τους, βομβαρδίζοντας τους με email ή με αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα με αναφορά στο όνομά τους, οι τρεις αυτές επιλογές έχουν αποδείξει και στο παρελθόν πως είναι ικανές να μεταφέρουν ένα τέτοιο μήνυμα. Επίσης, το Σάββατο 23 Μαρτίου, σε δεκάδες πόλεις της Ευρώπης θα λάβουν χώρα κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας πολιτών.

«Το μόνο που χρειάζεται είναι να μιλήσεις» λένε τα καλέσματα. Μίλα.

Πηγή: The Press Project