Άρθρα

Μικρή ανασκόπηση ενός αιώνα

«Μονό ή διπλό τάφο πήρατε;». «Διπλό». «Ωραία, είναι 180 ευρώ».

Αυτές οι λίγες λέξεις μιας σύντομης συναλλαγής στο δημοτικό κατάστημα δήμου της Αιτωλοακαρνανίας (είχαν προηγηθεί τα συλλυπητήρια, στους μικρούς τόπους τα νέα διαδίδονται αστραπιαία) είναι ο τυπικός επίλογος μιας ζωής σχεδόν ενός αιώνα. Είχαν προηγηθεί το σύντομο πέρασμα από το κρεβάτι του νοσοκομείου, η ληξιαρχική πράξη θανάτου, η κηδεία, η ταφή, ο καφές στο καφενείο του χωριού, το τραπέζι της παρηγοριάς σε συγγενείς και φίλους, ό,τι εν πάση περιπτώσει απαιτεί το κλείσιμο των λογαριασμών ενός ανθρώπου στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου.

 Ολοι είχαν έναν καλό λόγο να πουν για τον εκλιπόντα, που έφυγε «πλήρης ημερών», αν και δεν ξέρω πώς μετριέται η «πληρότητα». Θεωρητικά ο Γ. που πέθανε στα 96 του χρόνια ξεγέλασε στατιστικές, προσδόκιμα επιβίωσης, συνταξιοδοτικά συστήματα. Το ισοζύγιο ζωής – θανάτου του πρέπει να θεωρηθεί πλεονασματικό. Εξ ου και το κλισέ: «Τα χρόνια του να πάρετε. Και την υγεία του». Ακριβές το δεύτερο. Ο Γ. δεν επιβάρυνε παρά ελάχιστα το σύστημα υγείας. Ενα ολιγοήμερο πέρασμα από το νοσοκομείο, το πρώτο και τελευταίο της ζωής του, μερικά χάπια πίεσης, μια εγχείρηση καταρράκτη και κάποιες επισκέψεις στον γιατρό για τα βασικά.

«Τα χρόνια του να πάρουμε». Ως ποσότητα ήταν πράγματι χορταστικά. Αλλά ως ποιότητα; Εχει αναλογιστεί κανείς τι ακριβώς έχει ζήσει ένας άνθρωπος που γεννήθηκε το 1928 και πέθανε στα τέλη του 2023; Τι σοκ, τι δοκιμασίες ατομικές και συλλογικές, τι κρίσεις, τι απώλειες, τι ανατροπές επιφύλασσε κάθε χρονιά στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, του Μεγάλου Πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, της μετεμφυλιακής ανωμαλίας, της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, της χούντας, της μεταπολίτευσης, του ευρωπαϊσμού, του εκσυγχρονισμού, της αναπτυξιακής φενάκης, της κρατικής χρεοκοπίας, των μνημονίων, της πανδημίας και των νέων κρίσεων; Πώς εξατομικεύτηκε και συμπυκνώθηκε η ταραγμένη εκατονταετία στη ζωή του ίδιου και των δικών του;

Καθώς είχα την τύχη να γίνω κομμάτι της ζωής του σχεδόν αιωνόβιου Γ. (ως σώγαμπρος, κατά το κλισέ), μπορώ να πω ότι από τα σπαράγματα των γλαφυρών αφηγήσεων που, με τη βαριά και χωρίς πολλά φωνήεντα ντοπιολαλιά, μου διέθεσε κάπως μπορώ να ανασυνθέσω στιγμιότυπα από τη σύντομη ιστορία του αιώνα που έζησε. Οι ιστορίες των εκατομμυρίων αφανών είναι η αφανής ιστορία της χώρας.

Ο Γ. γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό της ορεινής Ευρυτανίας. Κτηνοτρόφοι κι αγρότες η οικογένεια κι όλο του το σόι. Γίδια, πρόβατα, άλογα, χωράφια για κριθάρια, στάρια, όσπρια η περιουσία τους. Σκληροί και παγεροί οι χειμώνες τους, με πολλή δουλειά τα καλοκαίρια τους, τα σπίτια τους πέτρινα, στενόχωρα αλλά πάντα φιλόξενα για κάθε περαστικό, συγγενή ή φίλο. Λίγα γράμματα κατάφερε να μάθει στις λίγες τάξεις του Δημοτικού που πήγε. Υστερα τον άρπαξε η ανάγκη της ζωής και των ζώων. Είχε ταλέντο στη βοσκή και στη φροντίδα τους, οι τέσσερις πρώτες δεκαετίες της ζωής του ήταν αφιερωμένες στα κοπάδια του που τάιζαν τον ίδιο κι όλη την οικογένεια, την παλιά της παιδικής και εφηβικής ηλικίας και την καινούργια, της ενήλικης. Παρά τις στερήσεις και τις ελλείψεις που επιφύλασσε η ξεχασμένη από το κράτος ορεινή Ευρυτανία, θα ήταν μάλλον ευτυχισμένος αν έκλεινε τον κύκλο της ζωής του εκεί ως κτηνοτρόφος, έστω κι αν χρειαζόταν δέκα ώρες δρόμος με τα μουλάρια ή τα πόδια για να βρεθεί στο πλησιέστερο νοσοκομείο, στο Αγρίνιο, αν παρίστατο ανάγκη. Στον Εμφύλιο επιστρατεύτηκε, τρία χρόνια πέρασε είτε μαγειρεύοντας για τους συστρατιώτες του, είτε ακολουθώντας αποσπάσματα που έψαχναν να ξετρυπώσουν από τις κρύπτες τους τούς τελευταίους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Ακολούθησε μια δεκαετία σχετικά ήρεμης, αν και στερημένης βουκολικής ζωής, πάντρεψε αδερφές και αδερφούς, παντρεύτηκε κι ο ίδιος, τα δυο πρώτα του παιδιά η γυναίκα του τα γέννησε στο σπίτι ή στο χωράφι, αδιανόητη η μεταφορά σε μαιευτήριο.

Υστερα, ήρθε το σοκ της ανάπτυξης. Τα υδροηλεκτρικά έργα, το φράξιμο των νερών του Αχελώου, κάτω από τα οποία χρειάστηκε να πνιγούν ολόκληρα χωριά, περιουσίες, σπίτια, χωράφια και ζωές. Ο Γ. μάς αφηγούνταν συχνά απίστευτες ιστορίες βίας που συνόδευσαν τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις όχι μόνο των ιδιοκτησιών, αλλά ολόκληρων των ζωών των κτηνοτροφικών οικογενειών που ξαφνικά έπρεπε να τα παρατήσουν όλα, να ξεριζωθούν από τον τόπο τους, να γίνουν μετανάστες στην ίδια την πατρίδα τους, να αλλάξουν επαγγέλματα και τρόπους επιβίωσης. Ο εξηλεκτρισμός και ο παραγωγικός εκσυγχρονισμός, για τον οποίο επαίρονται οι ηγεσίες της μεταπολεμικής Ελλάδας, είναι μια ιστορία ασύλληπτης οικονομικής και κοινωνικής βίας, την οποία προφανώς αγνοεί ο χρυσοπληρωμένος πρόεδρος της ιδιωτικής σήμερα ΔΕΗ.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο Γ., η οικογένειά του και εκατοντάδες φιλικές και συγγενικές οικογένειες μετανάστευσαν κοντά στο Αγρίνιο. Οι αποζημιώσεις για τα απαλλοτριωμένα κτήματα και για τα ξεπαστρεμένα κοπάδια ασήμαντες. Τους παραχώρησαν κάτι απομακρυσμένα ρυζοχώραφα και οικόπεδα, υποτίθεται για να χτίσουν τα νέα σπίτια τους. Αλλά κι αυτό ακόμη απαγορευόταν. Νύχτα προσπαθούσαν να στήσουν με τσιμεντόλιθους και τσίγκινες στέγες πρόχειρα παραπήγματα, γιατί τη μέρα έρχονταν Πολεοδομία και Αστυνομία και τα γκρέμιζαν. Πού θα ζούσαν, πώς θα ζούσαν, ζευγάρι με τρία μικρά παιδιά; Λεπτομέρεια άνευ σημασίας για το αναπτυξιακό έπος.

Κι έτσι, ο βοσκός Γ. αναγκάστηκε στα 40 και κάτι να γίνει εργάτης στα οδικά έργα και καπνοκαλλιεργητής. Να μάθει τι σημαίνουν τα κλεμμένα ένσημα, τα πετσοκομμένα από τους εργολάβους μεροκάματα, να ανακαλύψει τι σημαίνει εργατικό ατύχημα μέσα στην αποπνικτική γαλαρία, τι σημαίνει απεργία και συνδικάτο. Να μάθει ακόμη τι σημαίνει παζάρι με τον καπνέμπορα που ψάχνει ευκαιρία να κλέψει στο ζύγι ή στην τιμή, να δει τα ανήλικα παιδιά του να δουλεύουν στα καπνά, να ανταγωνίζονται ποιο θα αρμαθιάσει πιο γρήγορα τα καπνόφυλλα, να ζει με την αγωνία της καλής σοδειάς ή μιας καταστροφής από τις αναποδιές του καιρού. Να μάθει τι σημαίνει στεγαστικό δάνειο, δόσεις, αποταμίευση, χρέη, φευγιό των παιδιών στην Αθήνα, περικοπές στη σύνταξη έπειτα από 45 χρόνια δουλειάς, επιβίωση με φτωχοεπιδόματα, αιματηρή οικονομία για χαρτζιλικώματα των εγγονιών. Να συνηθίσει τις πρόωρες απώλειες, τους θανάτους συγγενών και φίλων που μεταμόρφωσαν τη ρούγα των «ξενομεριτών» από τα πλημμυρισμένα χωριά της Ευρυτανίας σε έναν σχεδόν έρημο πια από ανθρώπους δρόμο…

Τα χρόνια του να πάρουμε. Αλλά χωρίς τα βάσανά του, γίνεται; Μάλλον δεν γίνεται.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών, αναδημοσίευση από kibi-blog

Από τον Αισχύλο ως τον Μίκη και από τον Μαραθώνα ως τον Δεκέμβρη του 44

Σε ένα από τα κορυφαία ποιήματά του ο Καβάφης συζητά με τον πιο διαλεκτικό τρόπο τι έχει τελικά σημασία στη ζωή ενός δημιουργού: Τα δημιουργήματά του, ή οι συνθήκες οι οποίες τα γέννησαν; Οι «νέοι της Σιδώνος» ερμηνεύονται είτε έτσι, είτε αλλιώς, ακόμα και από τους αφοσιωμένους μελετητές του Καβάφη.

Γράφει λοιπόν ο ποιητής:

Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.

Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κι είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον», το «Mαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·

«Α δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες
Δώσε – κηρύττω – στο έργον σου όλην την δύναμή σου
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό –
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας – και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.»

Ο αρωματισμένος νέος, ο φανατικός για γράμματα, 850 χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου ποιητή, διαμαρτύρεται για την επιλογή του να βάλει για μνήμη του μόνο ότι μαζί με τον «σωρό» των υπολοίπων πολέμησε κι αυτός στον Μαραθώνα.

Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά τον θάνατο του Αισχύλου, ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη έφερε στην επικαιρότητα την παλιότερη δήλωσή του «Στον τάφο μου να γραφεί: Πολέμησε το Δεκέμβρη». Στους «δρόμους του Αρχάγγελου», περιγράφοντας τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο, χρησιμοποιεί την ίδια – φαινομενικά υποτιμητική λέξη: «Ήμουν ένας από τον σωρό», αναφερόμενος στους χιλιάδες συντρόφους του.

Τα έργα του Αισχύλου τα γνωρίζουν πολύ περισσότεροι από όσους γνωρίζουν ότι ο τραγωδός ήταν Μαραθωνομάχος. Καθόρισαν το θέατρο για τις επόμενες χιλιετίες, εδραίωσαν ως κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού το δίκαιο, την ηθική, το χρέος, ακόμα και την αντίσταση στον άδικο νόμο. Και αντί ο Αισχύλος να μνημονεύσει στο μνήμα του τους Πέρσες, τους Επτά επί Θήβας, τον Προμηθέα Δεσμώτη, διάλεξε τη μνεία του Μαραθωνομάχου.

Τα έργα του Θεοδωράκη επίσης τα γνωρίζουν πολύ περισσότεροι από όσους γνωρίζουν ότι πολέμησε 19 χρονών ως διμοιρίτης του ΕΛΑΣ στη μάχη του Δεκέμβρη του 44. Από τον Επιτάφιο, το Άξιον Εστί, το Κάντο Χενεράλ, το Μαουτχάουζεν, επιλέγει ο ίδιος ο Μίκης να μνημονεύεται ως μαχητής του Δεκέμβρη και να πεθάνει ως κομμουνιστής.

Ο νέος της Σιδώνας μπορεί να είναι σε θέση να εκτιμήσει φιλολογικά το έργο του αρχαίου τραγωδού, αλλά έχει χάσει την ιστορία. Έχει χάσει δηλαδή τις συνθήκες που έκαναν τον Αισχύλο να γράψει όσα έγραψε και να πει όσα είπε.

Η ελληνική άρχουσα τάξη και τα συστημικά ΜΜΕ, στα αφιερώματα και τις εθιμοτυπικές δηλώσεις τους, έχουν επίσης χάσει την ιστορία. Έχουν αφαιρέσει τις συνθήκες που γέννησαν τον Μίκη και το έργο του: τη φοβερή δεκαετία του 40, τον αγώνα και τις θυσίες των κομμουνιστών. Αυτή ήταν η μήτρα των δημιουργιών του Θεοδωράκη. Αυτή η μήτρα, στον συστημικό επικήδειο λόγο για τον Μίκη, σβήνεται συνειδητά.

Κι αν ο επιτύμβιος στίχος του Αισχύλου «δικαιολογείται», καθώς η μάχη του Μαραθώνα έγινε ορόσημο για τον δυτικό κόσμο και τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, η επιθανάτια αναφορά του Μίκη είναι αιτία πολέμου για την άρχουσα τάξη.

Για αυτό και αφρίζουν και ξερνούν χολή για την πολιτική του διαθήκη να πεθάνει σαν κομμουνιστής και -ακόμα περισσότερο- για την επιτύμβια παραγγελία «πολέμησε τον Δεκέμβρη». Γιατί ένας κομμουνιστής μπορεί ίσως να συγχωρεθεί, ακόμα και να αγκαλιαστεί από την άρχουσα τάξη και να επιδεικνύεται ως ατραξιόν σε τσίρκο, αν προπαγανδίζει ότι πήρε τη ζωή του λάθος και «ευτυχώς που δεν νίκησε».

Δεν μπορεί όμως να συγχωρεθεί αν στη δύση της ζωής του επιμένει να λέει ότι τα ομορφότερα χρόνια, οι ωραιότερες στιγμές και οι καλύτεροι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, βρέθηκαν κάτω από την κόκκινη σημαία του κομμουνιστικού κινήματος.

Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να συγχωρεθεί αν επιλέγει ως ορόσημο την αναφορά στον Δεκέμβρη. Γιατί ο φοβερός Δεκέμβρης του 44 ήταν η απόδειξη ότι ο δρόμος που τράβηξε μεταπολεμικά η Ελλάδα δεν ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των πολιτών της αλλά συνέπεια στυγνού πολιτικοστρατιωτικού εκβιασμού. Με τα όπλα και τις κανονιοφόρους των Άγγλων, με τη δικαίωση (αντί για την τιμωρία) των ταγματασφαλιτών και των γερμανοτσολιάδων, και την ολοκληρωτική και ρεβανσιστική επαναφορά μιας αστικής τάξης η οποία την ώρα που ο λαός πέθαινε από την πείνα στην Ελλάδα, αυτή στρογγυλοκάθονταν και καλοπερνούσε στο Κάιρο. Την ώρα που οι κομμουνιστές έσωζαν την τιμή και την αξιοπρέπεια της Ελλάδας οργανώνοντας την Αντίσταση, η άρχουσα τάξη -αν δεν συνεργάζονταν με τον ναζί κατακτητή- απουσίαζε και μηχανορραφούσε για την επαναφορά της από απόσταση ασφαλείας.

Ο Δεκέμβρης είναι η ζωντανή απόδειξη ότι στην Ελλάδα, η αστική τάξη επιβίωσε μόνο χάρη στην ξένη επέμβαση. Και όσο κι αν ελεεινολογείται πανταχόθεν, η Αντίσταση, ο Δεκέμβρης, ο Εμφύλιος είναι διαρκής και ιστορική υπενθύμιση για την χαμηλή ποιότητα των νικητών και την άφθαστη ανωτερότητα των ηττημένων.

Ο λαός, πένθησε τον Μίκη, όχι γιατί απαραίτητα ταυτίστηκε με κάθε του επιλογή. Αρκετές από αυτές άλλωστε χειροκροτήθηκαν από την άρχουσα τάξη. Ο λαός πένθησε τον Μίκη γιατί το έργο του έκφρασε την απόπειρα να υπάρξει ένας άλλος δρόμος για τη χώρα. Ακόμα και αν αυτή η απόπειρα στέφθηκε από ήττες, αποτυχίες, και στο τέλος, συνθηκολογήσεις και ελεεινότητες.

Ο Θεοδωράκης και το έργο του, μας θύμισαν ότι ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίστηκε από τον μεγάλο διχασμό ανάμεσα σε όσους πάσχισαν για την κοινωνική ανατροπή και όσους τελικά επικράτησαν ανεμίζοντας τη σημαία της αντεπανάστασης και της κοινωνικής οπισθοδρόμησης.

Και ο Θεοδωράκης, κρατώντας τα «μεγάλα μεγέθη», ζήτησε να ταφεί ως το σημαντικότερο: Μαχητής του Δεκέμβρη και κομμουνιστής. Όχι απλώς και μόνο ως παγκόσμιας αναγνώρισης, κορυφαίος, δημιουργός.

Κι αν αυτός ο διχασμός ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση βρει ξανά ορίζουσες και διαμορφώσει στρατόπεδα, η επιτύμβια επιθυμία του Μίκη Θεοδωράκη θα είναι δικό μας χρέος να μνημονεύεται.

Homo Universalis

Μπορεί να θεωρηθεί άκομψο, περιττό κι ανεπιθύμητο λέκιασμα ένα μυριοστό κείμενο αναφοράς στον Μίκη στις οικονομικές σελίδες μιας εφημερίδας, ανάμεσα σε αναφορές για μακρο- και μικρο-, φόρους και μεγέθη, τιμές και στατιστικές, κέρδη και ζημιές, αυξήσεις και μειώσεις, πλούτο και φτώχεια. Μπορεί και να ’χει δίκιο όποιος έχει τη σχετική επιφύλαξη. Αλλά αν είσαι καμιά εξηνταριά ετών, αν έχεις γεννηθεί στη φλογερή και ζοφερή δεκαετία του ’60, αν άρχισες να καταλαβαίνεις τον εαυτό σου στην εκρηκτική δεκαετία του ’70, αν έχεις ζήσει τη γοητεία της παράνομης ακρόασης του απαγορευμένου Μίκη από μικρά, βραχνά φορητά πικάπ και κασετόφωνα, αν έχεις ποδοκροτήσει και χειροκροτήσει στις επικές συναυλίες της μεταπολιτευτικής νομιμότητας, αν έχεις συμπορευτεί με τον sui generis κομμουνιστή, αν έχεις θυμώσει με τον πολιτικό τυχοδιώκτη των μεγάλων αλμάτων από αριστερά προς δεξιά και αντιστρόφως, αν έχεις ενοχληθεί από τα εθνικιστικά του διολισθήματα κι αν έχεις απογειωθεί με τα διεθνιστικά του αριστουργήματα, αν έχεις θαυμάσει την ιδιοφυΐα του και έχεις απορήσει με την αφέλειά του, αν έχεις χορέψει τα συρτάκια του κι έχεις δυσκολευτεί με τα συμφωνικά του, αν έχεις κλάψει με τα λυρικά του κι έχεις αναταθεί με τα επικά του, αν η αναρχική του περιδίνηση σε έχει ενθουσιάσει και σε έχει τσατίσει, αν με λίγα λόγια αυτός ο ψηλός τύπος με το βάρος του ταραγμένου αιώνα που παίρνει μαζί του είναι στοιχείο της ταυτότητάς σου, πώς μπορείς να το αποφύγεις αυτό; Απλά δεν μπορείς.

Εμείς του ’60 οι εκδρομείς κι οι λίγο παλιότεροι είχαμε να ξεπεράσουμε κι εκείνο το παράδοξο μουσικο-πολιτικό δίλημμα που προέκυψε προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, αρχές του ’80: Μίκης ή Μάνος; Προϊόντα της ίδιας εποχής, χαρακτηρίζονταν από ανάλογης κλίμακας μουσική ιδιοφυΐα και πολιτική οξυδέρκεια. Αλλά του Μάνου το δεύτερο τάλαντο, το πολιτικό, το ανακαλύψαμε με αρκετή καθυστέρηση, όταν στο Τρίτο έβγαζε με αναρχικό σουρεαλισμό τη γλώσσα του σε κάθε όριο και φραγμό λογοκρισίας της Δεξιάς και του καθωσπρέπει καραμανλισμού. Τότε ακριβώς από το τρομερό δίλημμα μας έβγαλε ο ίδιος ο Μάνος, όταν ανέθεσε στον Μίκη να απαγγείλει-τραγουδήσει την «Ελλαδογραφία» του Γκάτσου, από τα περίφημα «Παράλογά» του. Κι έτσι ο Μάνος, με τη μεγαλειώδη ταπεινότητα που τον διέκρινε, ανακήρυξε τον Μίκη «καθολικό Ελληνα» του 20ού αιώνα, παγκόσμιο μπραντ νέιμ της χώρας και της ταραγμένης Ιστορίας της από τον Μεσοπόλεμο και εντεύθεν: «Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;/ Πότε θα ’ρθούνε καινούργιοι ανθρώποι/ να συνοδεύσουνε τη βλακεία/ στην τελευταία της κατοικία;».
Ο Μίκης ήταν ένας από εκείνους τους καινούργιους ανθρώπους που θα μπορούσαν να έχουν θάψει τη βλακεία, μαζί με την απανθρωπιά, τη σκληρότητα, την εκμετάλλευση, την ανισότητα, την εξαθλίωση, τη φτώχεια, την αμορφωσιά, τον φασισμό, τον αυταρχισμό, τον σκοταδισμό, τη σκλαβιά, τη εθελοδουλία, την ανελευθερία, τη λογοκρισία, τη φίμωση, την καταπίεση, τη στρατοκρατία, την αστυνομοκρατία, τον διχασμό, την πολεμοκαπηλία, την πατριδοκαπηλία, την προδοσία, το ψέμα, την ασχήμια. Ηταν στον αφρό μιας γενιάς καινούργιων ανθρώπων που έγιναν πρόθυμα παρανάλωμα της Ιστορίας, στην τρομακτική αναμέτρηση των ονείρων με τους εφιάλτες του 20ού αιώνα. Δυστυχώς, οι δεύτεροι επικράτησαν συντριπτικά και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης.
Κανείς δεν ξέρει ποια διασταύρωση φύσης και βούλησης, τύχης και αναγκαιότητας δίνει σε κάποιους ανθρώπους το ιστορικό προβάδισμα που ξεπερνά τις δεξιότητες και αδεξιότητές τους, τις καλές ή κακές προθέσεις τους, τις μικρότητες και τα μεγαλεία τους, τις κακότητες και τις αγαθότητές τους, τις επιτυχίες και τα λάθη τους, τα αριστουργήματα και τα ανοσιουργήματά τους, τις αλήθειες και τα ψεύδη τους, τα φωτεινά και μελανά ίχνη τους κι όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις της πραγματικότητας, που ποτέ δεν είναι μαύρο – άσπρο. Πάντως, συμβαίνει. Κι αφού η κρησάρα της συλλογικής μνήμης φιλτράρει καλά γεγονότα και κουτσομπολιά, τεκμήρια και αστικούς μύθους, βγάζει στον αφρό τον ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία, που δεν καταργεί την πάλη των τάξεων, των γενεών, των εθνών, των συστημάτων και των πολιτισμών, αλλά συντονίζεται μ’ αυτήν και αποδίδει μια συνεκδοχή: ο αιώνας του Μίκη ή εποχή Μίκη. Δεν έχει σημασία αν στην επόμενη γενιά αυτή η συνεκδοχή της Ιστορίας μπορεί και να χαθεί. Τώρα, πάντως, κυριαρχεί, όπως προδίδει η καταιγίδα κοινοτοπιών και κλισέ με τα οποία ραίνουν τον τάφο του Μίκη οι πάντες.

Αν κι είναι μάλλον ακατόρθωτο να πεις κάτι που να ξεχωρίζει από τον χείμαρρο της κοινοτοπίας, η ταπεινότητά μου θα απέδιδε στον μεγάλο απόντα το χαρακτηριστικό που έπειτα από πέντε αιώνες επιβίωσης η σκληρή, νεοφιλελεύθερη εποχή εξαφανίζει βίαια: ο Μίκης είναι ένας από τους τελευταίους «Οικουμενικούς Ανθρώπους», μια ασθμαίνουσα, ετεροχρονισμένη ενσάρκωση του αναγεννησιακού Hominis Universalis (ονομαστική: Homo Universalis) που πάει κόντρα στον απόλυτο καταμερισμό εργασίας, αναιρεί τον κατακερματισμό του ανθρώπου και των ικανοτήτων του, υπερβαίνει τις διαιρέσεις της ανθρωπότητας και πασχίζει να αποκαταστήσει τη φυσική συνοχή κι ενότητά της. Μουσική και πολιτική, συγγραφή και οικονομία, τέχνη και κοινωνία, λόγος και έργο, σκέψη και δράση, θεωρία και πράξη, πατριωτισμός και διεθνισμός, σύγκρουση και συμφιλίωση, παράδοση και πρωτοπορία, αντίθεση και σύνθεση, καινοτομία και λαϊκότητα, ατομικότητα και συλλογικότητα, μια ακατάπαυστη κίνηση από το ένα στο άλλο. Οι άνθρωποι που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα σύνορα ανάμεσα σ’ αυτές τις κατηγορίες γίνονται μια προβολή ενός λαμπερού ανθρώπινου μέλλοντος. Και υποθέτω ότι αυτό εννοούσε ο Μίκης κρατώντας από τα «Μεγάλα Μεγέθη» της ζωής του την επιθυμία «να φύγει σαν κομμουνιστής». Το είχε ξαναγράψει άλλωστε ο ίδιος, το 1968, οδυνηρά και αυτοσαρκαστικά: «Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά./ Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις./ Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος./ Η εκπόρθηση να φτάσει ώς τις ρίζες των βουνών».

Ζούμε στην εποχή της ριζικής εκπόρθησης και του τέλειου εξευτελισμού. Ελπίζουμε πως το μέλλον ανήκει στους Homines Universales.

Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών

Αναδημοσίευση από kibi-blog.blogspot.com

Πώς μια ταινία αναπτέρωσε τον φασισμό στην Αμερική και βοήθησε στην εκλογή του Τραμπ

Το antapocrisis αναδημοσιεύει το παρακάτω άρθρο γιατί ανεξάρτητα από την εκτίμηση για την καλλιτεχνική και φιλοσοφική αξία μιας ταινίας, επιχειρεί να ερμηνεύσει την υλική βάση του Τραμπισμού πολύ ευρύτερα και μάλλον ουσιαστικότερα από την περιοριστική εικόνα του αμόρφωτου Αμερικανού του καθυστερημένου Νότου. Ως τέτοιο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εξηγεί το βάθος και την έκταση του φαινομένου καθώς και τις ρίζες του στο “τέλος της ιστορίας”.

Τι θα απαντούσατε στο ερώτημα για το ποια ταινία είχε την μεγαλύτερη επιρροή στον 21ο αιώνα μέχρι τώρα; Και μιλώ για πραγματική, απτή επιρροή. Επιρροή που βιώνουμε κάθε μέρα. Η ταινία στην οποία αναφέρομαι, κυκλοφόρησε το 1999. Αφηγείται την ιστορία ενός άνδρα που κουράζεται από το κενό νόημα του κόσμου. Μιλώ φυσικά για το Fight Club.

Κατά το γράψιμο αυτού του άρθρου, το Fight Club κατατάσσεται στην 11η θέση στις αγαπημένες ταινίες όλων των εποχών στη λίστα του IMDB. Όταν κυκλοφόρησε, οι κριτικοί ήταν πολύ διχασμένοι και η ταινία απέτυχε να ενθουσιάσει το κοινό της. Από τότε όμως, έχει γίνει αντικείμενο λατρείας, κυρίως από νεαρούς λευκούς άντρες που αναζητούν σκοπό στη ζωή τους.

Για μένα, η ταινία έμοιαζε πάντα σαν φασιστικός ψευδο-πνευματισμός τυλιγμένος σε περιττή βία. Ο Ρότζερ Έμπερτ καταλάβαινε καλύτερα τη ματαιοδοξία της ταινίας, όταν έγραψε ότι το Fight Club είναι «ένας συναρπαστικός περίπατος μεταμφιεσμένος σε φιλοσοφία» και μία από τις «πιο ειλικρινείς και χαρούμενες φασιστικές ταινίες μεγάλων αστέρων». Οι υποστηρικτές της ταινίας ισχυρίζονται ότι είναι μια κριτική του φασισμού, του καταναλωτισμού και της τοξικής αρρενωπότητας. Λένε ότι ο Aφηγητής, σκοτώνοντας τον Τάιλερ, αποδεικνύει την ειρωνική του πρόθεση. Είναι ο τρόπος του να πει «ήταν απλώς μια φάρσα». Διαφωνώ εντελώς.

Το Fight Club δεν είναι κριτική. Είναι μια αδιάκοπη απολογία. Ο Aφηγητής, που σκοτώνει τον Τάιλερ, δεν απαλλάσσεται από αυτό που έχει κάνει. Δεν αποδεικνύει επίσης ότι έχει μάθει κάτι ή ότι έχει γίνει καλύτερο άτομο. Ενώ κάποιοι βλέπουν λύτρωση στη δολοφονία-αυτοκτονία, εγώ βλέπω αποδοχή. Ο Aφηγητής δεν χρειάζεται πια ένα alter ego. Έχει πλέον εσωτερικεύσει αυτό που αρχικά πρόβαλε στον Tyler. Η τελική σκηνή, στην οποία κοιτάζει ασταμάτητα και δίχως συναισθήματα να ξετυλίγεται η τρομοκρατική συνωμοσία, είναι περαιτέρω απόδειξη ότι έχει γίνει πλέον Tyler.

Αυτή η συζήτηση θα είχε μικρή σημασία εάν περιοριζόταν στη συζήτηση της καλλιτεχνικής και φιλοσοφικής αξίας μιας ταινίας. Ωστόσο, το ζήτημα είναι ότι το Fight Club και η «φιλοσοφία» που υποστηρίζει, έχουν φτάσει πολύ πέρα ​​από τα σαλόνια των κριτικών της ταινίας. Η ταινία συνέβαλε στην ψυχολογική μιζέρια μιας ολόκληρης γενιάς και αναζωογόνησα πολλές τοξικά και επικίνδυνα ρεύματα που τελικά οδήγησαν στην εναλλακτική ακραία δεξιά (alt-right) και εξέλεξαν τον Ντόναλντ Τραμπ.

Για εκείνους που είναι αρκετά μεγάλοι για να θυμούνται, η δεκαετία του ’90 ήταν μια χαμένη δεκαετία που ορίστηκε από το παράξενο συναίσθημα ότι είχαμε φτάσει στο «τέλος της ιστορίας», αυτό που οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν ιστορικό κενό. Ο 20ος αιώνας είχε τελειώσει τον Δεκέμβριο του 1991 με τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Ο 21ος αιώνας ξεκίνησε την Τρίτη, 11 Σεπτεμβρίου 2001. Δέκα χρόνια έμειναν ξεκρέμαστα ανάμεσα σε δύο αιώνες, χάθηκαν ανάμεσα σε δύο χιλιετίες, περιπλανώμενα στο χρόνο.

Ο Γάλλος φιλόσοφος Αντρέ Κομπτ-Σπονβίλ, σε ένα δοκίμιο του 2004, υποστήριξε ότι η πτώση του κομμουνιστικού ανατολικού μπλοκ άφησε την καπιταλιστική Δύση χωρίς σαφή συνείδηση του εαυτού της. Από τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, εμείς στον «πρώτο κόσμο» ορίσαμε τον εαυτό μας βάζοντάς τον σε αντίθεση με τον δεύτερο και τον τρίτο κόσμο. Οι εθνικές μας επιστημολογίες και οι μεταφυσικές βασίστηκαν σε αντίθεση και σύγκριση με τους Άλλους. Όταν ο Μεγάλος Άλλος εξαφανίστηκε, δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε πια ποιοι είμαστε.

Ταινίες από τη δεκαετία του ’90 περικλείουν αυτό το αίσθημα απελπισίας, εγκατάλειψης, έλλειψης σκοπών. Μόνο το 1999 μας έδωσε το Matrix, το Office Space, το Fight Club, το American Beauty και το Eyes Wide Shut. Οι πρωταγωνιστές όλων αυτών των ταινιών είναι λευκοί άντρες που αισθάνονται ότι η ζωή τους (προσωπική, επαγγελματική, σεξουαλική) βρίσκεται σε αδιέξοδο και προσπαθούν να δημιουργήσουν νόημα σε ένα παράλογο κόσμο μέσα από την εξέγερση, τη βία και το σεξ.

Όταν τελικά ήρθε ο 21ος αιώνας, ξεκίνησε μέσα στη βία και στο χάος. Μας υποσχέθηκαν ιπτάμενα αυτοκίνητα και έναν καλύτερο, ειρηνικό κόσμο. Το μόνο που πήραμε ήταν συντριβή αεροπλάνων στους Δίδυμους Πύργους, φόβο και άνοδο του αυταρχισμού. Ως κοινωνία, χρειαζόμαστε έναν Μεγάλο Άλλο για να μας κάνει να νιώθουμε σαν να είμαστε εμείς οι καλοί. Τον βρήκαμε πολύ εύκολα. Οι ισλαμιστές έγιναν οι νέοι κομμουνιστές. Το μεγάλο χάσμα μετακινήθηκε από τις κοινωνικοοικονομικές πολιτικές σε μια πολύ πιο απλοϊκή διχοτόμηση ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς. Είμαστε Εμείς και απέναντι ο άξονας του Κακού. Ο Ντικ Τσένι χαρακτήρισε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας ως «υπαρξιακή σύγκρουση».

Η μελαγχολία της δεκαετίας του ’90 μετατράπηκε σε υπαρξιακό φόβο κατά τη δεκαετία του 2000. Με την αρρενωπότητα και τις παραδοσιακές δυτικές αξίες να δέχονται επίθεση, τα χειρότερα πνευματικά κινήματα επανεμφανίστηκαν σε ένα εξαιρετικά εύφορο έδαφος, ενισχυμένα από νέα παγκόσμια εργαλεία επικοινωνίας: το Διαδίκτυο και, σύντομα, τα κοινωνικά δίκτυα. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι όλες αυτές οι κινήσεις θα βρίσκουν στο Fight Club, την τέλεια έκφραση των βασικών αρχών τους. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι άνθρωποι που προσηλυτίστηκαν σε αυτά τα ρεύματα, θα λατρέψουν αυτήν την ταινία και θα την κρατήσουν ως Ευαγγέλιο.

Το Fight Club δοξάζει τον ανδρισμό, τον μηδενισμό, την έλλειψη πίστης και τον φασισμό. Εξυψώνει τον λευκό νεαρό άνδρα που βρίσκει νόημα στην επιβολή της ανδρικότητάς του, μεταχειρίζεται τις γυναίκες σαν θηράματα προς κυνήγι, απορρίπτοντας κοινωνικούς κανόνες, αρνούμενος τις παραδοσιακές αξίες, φλερτάροντας με το μηδέν.

Είναι συναρπαστικό να βλέπουμε πώς το Fight Club έχει γίνει μια φιλοσοφική αναφορά και, σε κάποιο βαθμό, μια εξιδανικευμένη εκδοχή της ζωής, για τους ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ανδρών, για όσους θεωρούν ότι το σεξ με τις γυναίκες είναι αποτέλεσμα επιστημονικού σχεδιασμού (pick-up artists), για όσους δεν βρίσκουν γυναίκα παρόλο που το επιδιώκουν (incels), για τους νέους άθεϊστές, για τις ομάδες πολιτοφυλακών όπως το Fraternal Order of Alt-Knights ή τους Proud Boys, για τον Steve Bannon και το Breitbart, και για μισογυνιστές όπως ο Jordan Peterson.

Όλες αυτές οι ομάδες και οι άνθρωποι ζουν σε έναν κόσμο όπου οι λευκοί άντρες είναι καταπιεσμένοι:

Από τις γυναίκες που τους αρνούνται το σεξ που τάχα τους οφείλουν, αναγκάζοντάς τους να μην έχουν σεξουαλική ζωή, παρά το ότι την επιδιώκουν.

Από κάποιον άλλο άνδρα που επιτυγχάνει σεξουαλικά με τις γυναίκες, κλέβοντάς τες από τους «καλούς» στους οποίους υποτίθεται ότι ανήκουν οι ίδιοι.

Από την κοινότητα LGBTQ+, από ακτιβιστές κοινωνικών δικαιωμάτων, και από αυτό που αποκαλούν «ιδεολογία της αφύπνισης», σύμφωνα με την οποία όλοι οι άλλοι συνωμοτούν για να μειώσουν τα δικαιώματα των λευκών ανδρών για να αυξήσουν τα δικά τους.

Από αλλοδαπούς φυσικά, στη διαδικασία που αποκαλούν Μεγάλη Αντικατάσταση.

Και, φυσικά, όλες αυτές οι ομάδες έχουν συγκεντρωθεί σε αυτό που είναι τώρα γνωστό ως alt-right (Εναλλακτική Δεξιά). Αρτίστες του σεξουαλικού πεσίματος, νέοι αθεϊστές, σκεπτικιστές, ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ανδρών, αποτελούν πλέον τον πυρήνα αυτής της νέας ακροδεξιάς, φασιστικής ιδεολογίας της οποίας ηγέτης είναι ο Ντόναλντ Τραμπ και Βίβλος είναι το Fight Club.

Με πολλούς τρόπους, ο Τραμπ προσωποποιεί όλα αυτά που εκτιμούν αυτοί οι άντρες στον Τάιλερ του Fight Club. Ο Τραμπ είναι απροκάλυπτα μισογύνης, αγκαλιάζει με υπερηφάνεια τις απόψεις της Λευκής Ανωτερότητας, είναι εντελώς ρατσιστής, δεν δείχνει σεβασμό στις κλασικές αξίες ή στο πρωτόκολλο, είναι ομοφοβικός που επαινεί την τοξική αρρενωπότητα. Είναι ανοιχτά αυτό που ελπίζουν οι ίδιοι να είναι κρυφά.

Το Fight Club βοήθησε στη γέννηση μιας νέας φυλής φασισμού στην Αμερική. Αποκρυσταλλώνει τον φόβο των νέων λευκών αντρών και τους έδωσε έναν χάρτη πορείας για να βρουν νόημα στην λύπηση προς τον εαυτό τους και στο μίσος προς τους άλλους. Μας έδωσε την ακροδεξιά και τον Ντόναλντ Τραμπ.

Το Fight Club είναι πιθανώς η πιο καταστροφική ταινία που έγινε ποτέ.

Πηγή: Medium

Μετάφραση: antapocrisis

Η Εποχή των Ακρών – ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 -1991 | Η άνοδος του φασισμού στο μεσοπόλεμο

Η ιστοσελίδα μας αρχίζει να δημοσιεύει σε τέσσερις συνέχειες, αποσπάσματα για την άνοδο του φασισμού στον μεσοπόλεμο, από το βιβλίο του Έρικ Χόμπσμπαουμ «Η Εποχή των Ακρών – ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 -1991». Οι σκέψεις για εκείνη την εποχή, παρά τις μεγάλες ιστορικές διαφορές με τη σημερινή, είναι ιδιαίτερα επιβοηθητικές στην προσπάθεια κατανόησης του φαινομένου και επιστροφής του φασισμού, που ακραία έκφρασή του υφίσταται στην Ελλάδα.

1. Φασίστες, Επαναστάτες της Αντεπανάστασης

«Παραμένουν τα κινήματα τα οποία μπορούν αληθινά να αποκληθούν φασιστικά. Πρώτο ήταν το ιταλικό κίνημα που έδωσε στο φαινόμενο και το όνομά του, δημιούργημα ενός αποστάτη σοσιαλιστή δημοσιογράφου, του Μπενίτο Μουσολίνι, που το μικρό του όνομα Μπενίτο – φόρος τιμής στον Μεξικανό αντί-κληρικό πρόεδρο BenitoJuarez– συμβόλιζε τον παθιασμένο αντιπαπισμό της γενέτειράς του, της πόλης Romagna. Ο ίδιος ο Χίτλερ αναγνώρισε το χρέος του προς το ιταλικό κίνημα και έδειξε το σεβασμό του προς τον Μουσσολίνι ακόμα κι όταν ο ίδιος ο Μουσσολίνι και η φασιστική Ιταλία έδειξαν πόσο ανίσχυροι και ανίκανοι ήταν στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Σ’ αντάλλαγμα, ο Μουσσολίνι πήρε από τον Χίτλερ, μάλλον κάπως αργά, τον αντισημιτισμό που απουσίαζε ολότελα από το κίνημά του πριν το 1938 και στην πραγματικότητα από την ιστορία της Ιταλίας αφότου ενοποιήθηκε. Ωστόσο, από μόνος του ο ιταλικός φασισμός δεν είχε μεγάλη διεθνή απήχηση, μολονότι ο ίδιος προσπάθησε να εμπνεύσει και να χρηματοδοτήσει παρόμοια κινήματα αλλού και έδειξε ότι είχε κάποια επιρροή εκεί όπου κανείς δε θα περίμενε, όπως στον VladimirJabotinsky, τον ιδρυτή του Σιωνιστικού «Αναθεωρητισμού», που ανέδειξε ως πρωθυπουργό στο Ισραήλ τον MenachemBeginστη δεκαετία του ΄70.

Χωρίς το θρίαμβο του Χίτλερ στη Γερμανία στις αρχές του 1933, ο φασισμός δε θα μπορούσε να πάρει διαστάσεις γενικού κινήματος. Πράγματι, όλα τα φασιστικά κινήματα εκτός Ιταλίας που είχαν κάποια σημασία, ιδρύθηκαν μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ιδιαίτερα το ουγγρικό ArrowCross που κέρδισε το 25% των ψήφων στις πρώτες εκλογές που έγιναν με μυστική ψηφοφορία στην Ουγγαρία (1939) και το ρουμανικό IronGuard, που είχε ακόμα μεγαλύτερη υποστήριξη. Ενώ, ακόμα και κινήματα που ουσιαστικά χρηματοδοτήθηκαν μόνο από τον Μουσσολίνι, όπως το κροατικό των Ustashi τρομοκρατών του AntePavelitch, δεν κέρδισαν έδαφος και δε φασιστοποιήθηκαν ιδεολογικά παρά στη δεκαετία του ’30, όταν μέρος του κινήματος στράφηκε για έμπνευση και χρηματοδότηση προς τη Γερμανία. Και επιπλέον, χωρίς το θρίαμβο του Χίτλερ στη Γερμανία, η ιδέα του φασισμού ως καθολικό φαινόμενο – ένα είδος δεξιού αντίστοιχου του διεθνούς κομμουνισμού με κέντρο το Βερολίνο σαν τη Μόσχα του – δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί. Δεν αναπτύχθηκε βέβαια σοβαρό κίνημα αλλά μόνο, κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, κίνημα συνεργατών με τους Γερμανούς στην κατεχόμενη Ευρώπη στη βάση των ιδεολογικών κινήτρων. Αλλά ως προς αυτό, ιδιαίτερα δε στη Γαλλία, πολλοί από τους παραδοσιακούς ακραίους Δεξιούς, όσο ακραίοι αντιδραστικοί κι αν ήσαν, αρνήθηκαν να ακολουθήσουν : ήταν εθνικιστικές ή δεν ήταν τίποτε άλλο, ενώ μερικοί από αυτούς προσχώρησαν ακόμα και στην Αντίσταση. Επιπλέον, χωρίς τη διεθνή θέση της Γερμανίας σαν μιας προφανώς επιτυχημένης και ανερχόμενης παγκόσμιας δύναμης, ο φασισμός δε θα είχε κανένα σοβαρό αντίκτυπο εκτός Ευρώπης, ούτε, πράγματι, οι μη φασίστες αντιδραστικοί κυβερνήτες θα έμπαιναν στον κόπο να εμφανιστούν ότι συμπαθούσαν το φασισμό, όπως συνέβη όταν ο Salazar της Πορτογαλίας ισχυρίστηκε, το 1940, ότι με τον Χίτλερ «τον συνέδεε η ίδια ιδεολογία» (Delzell,1970, σ.348).

Δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε τα κοινά σημεία που είχαν μεταξύ τους τα διάφορα είδη φασισμού εκτός – μετά το 1933- από μια γενική αίσθηση γερμανικής ηγεμονίας. Η θεωρία δεν αποτέλεσε το ισχυρό σημείο των κινημάτων αυτών, που τόνιζαν τις ανεπάρκειες της λογικής και του ορθολογισμού και την ανωτερότητα του ενστίκτου και της βούλησης. Προσέλκυσαν κάθε είδους αντιδραστικών θεωρητικών σε χώρες με ενεργό συντηρητική πνευματική ζωή – προφανές παράδειγμα η Γερμανία -, αλλά αυτά αποτέλεσαν διακοσμητικά μάλλον παρά δομικά στοιχεία του φασισμού. Ο Μουσσολίνι δεν θα μπορούσε άνετα να κάνει χωρίς το φιλόσοφό του GiovanniGentile, ενώ ο Χίτλερ πιθανότατα ούτε γνώριζε ούτε τον ενδιέφερε να μάθει ότι είχε την υποστήριξη του φιλόσοφου HeideggerΟ φασισμός δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με μια ιδιαίτερη μορφή κρατικής οργάνωσης, όπως το συντεχνιακό κράτος – η Ναζιστική Γερμανία έχασε ταχύτατα το ενδιαφέρον της για τέτοιες ιδέες, πόσο μάλλον εφόσον οι ιδέες αυτές έρχονταν σε σύγκρουση με την ιδέα της ενιαίας, αδιαίρετης και ολικής Volksgemeinschaft ή Λαϊκής Κοινότητας. Ακόμα και ο ρατσισμός, που προφανώς ήταν κεντρικό στοιχείο του, απουσίασε αρχικά από τον ιταλικό φασισμό. Αντίθετα, όπως είδαμε, ο φασισμός είχε κοινά σημεία με άλλα μη φασιστικά στοιχεία της Δεξιάς, όπως τον εθνικισμό, τον αντικομουνισμό, τον αντιφιλελευθερισμό, κλπ. Αρκετά απ’ αυτά τα δεξιά στοιχεία, ιδιαίτερα μεταξύ των μη φασιστικών γαλλικών αντιδραστικών ομάδων, είχαν ως κοινό σημείο την προτίμηση για μια πολιτική βίας στους δρόμους.

Η κυριότερη διαφορά μεταξύ της φασιστικής και μη φασιστικής Δεξιάς ήταν ότι ο φασισμός υπήρχε με την κινητοποίηση των μαζών από τα κάτω. Ανήκε στην ουσία στην εποχή της δημοκρατικής και λαϊκής πολιτικής όπου οι παραδοσιακοί αντιδραστικοί περιφρονούσαν και οι υπέρμαχοι του «οργανικού κράτους» προσπάθησαν να υπερκεράσουν. Ο φασισμός εκλαμπρυνόταν στην κινητοποίηση των μαχών που τη διατηρούσε συμβολικά με θεατρικές λαικές μορφές – στις συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης, αλλά και στις μάζες του συγκεντρώνονταν στην PiazzaVenezia για να παρακολουθήσουν τις χειρονομίες του Μουσσολίνι απ’ το μπαλκόνι – ακόμα κι όταν ανήλθε στην εξουσία, όπως άλλωστε έκαναν και τα κομμουνιστικά κινήματα. Οι φασίστες ήταν οι επαναστάτες της αντεπανάστασης : στη ρητορεία τους, στην απήχησή τους σ’ εκείνους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως θύματα της κοινωνίας, στο κάλεσμά τους για ολοκληρωτική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, ακόμα και στη σκόπιμη προσαρμογή των συμβόλων και των ονομάτων κοινωνικών επαναστατών, που τόσο προφανής είναι στο «Εθνικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα» του Χίτλερ με την (αλλαγμένη) κόκκινη σημαία του και με την καθιέρωση της Κόκκινής Πρωτομαγιάς ως επίσημης αργίας το 1933.»

2. Φασίστες κι εμποράκοι

“Παρόμοια, αν και ο φασισμός εξειδικεύτηκε στη ρητορεία της επιστροφής στο παραδοσιακό παρελθόν και απέκτησε μεγάλη υποστήριξη από λαϊκές μάζες που στην ουσία θα προτιμούσαν να εξαλείψουν τον περασμένο αιώνα εάν μπορούσαν, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν ένα παραδοσιακό κίνημα, όπως π.χ. οι Καρλιστές της Ναβάρρα που σχημάτισαν ένα από τα κύρια σώματα στήριξης του Φράνκο στον Εμφύλιο πόλεμο, ή όπως οι εκστρατείες του Γκάντι για επιστροφή στους χειροκίνητους αργαλειούς και τα ιδανικά του χωριού. Ο φασισμός τόνιζε κυρίως τις παραδοσιακές αξίες, πράγμα που είναι ένα άλλο θέμα. Οι φασίστες κατήγγειλαν τη φιλελεύθερη χειραφέτηση – οι γυναίκες πρέπει να μένουν στο σπίτι και να κάνουν πολλά παιδιά – και δυσπιστούσαν απέναντι στη διαβρωτική επίδραση της σύγχρονης κουλτούρας, ιδιαίτερα δε της μοντέρνας τέχνης, που οι γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές χαρακτήρισαν ως «πολιτιστικό μπολσεβικισμό» και εκφυλισμό. Όμως, τα κεντρικά φασιστικά κινήματα – το ιταλικό και το γερμανικό – δεν είχαν απήχηση στους ιστορικούς φύλακες της συντηρητικής τάξης πραγμάτων, την Εκκλησία και το Βασιλέα, αλλά αντίθετα επεδίωξαν να τους αντικαταστήσουν με μια εντελώς μη παραδοσιακή ηγετική αρχή ενσαρκωμένη στους αυτοδημιούργητους άνδρες οι οποίοι νομιμοποιούνται από τη μαζική υποστήριξη που απολαμβάνουν και από εκκοσμικευμένες ιδεολογίες που ορισμένες φορές έπαιρναν τη μορφή θρησκευτικής λατρείας.

Το παρελθόν στο οποίο απευθύνονταν ήταν κατασκεύασμα, οι παραδόσεις που επικαλούντο εφεύρημα. Ακόμα και ο ρατσισμός του Χίτλερ δεν ήταν το περήφανο κτήμα μιας αδιάκοπης και ανόθευτης γραμμής συγγενικής καταγωγής (και οι Αμερικάνοι πληρώνουν σήμερα αδρά γενεαλόγους ελπίζοντας να ανακαλύψουν ότι κατάγονται από κάποιο ευγενή γαιοκτήμονα του Suffolk, αναζητώντας έτσι τις ρίζες τους), αλλά ένα μετα-δαρβινικό συνονθύλευμα στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Υπάρχει εδώ ο ισχυρισμός (και, αλίμονο, στη Γερμανία συχνά η αποδοχή του) ότι το συνονθύλευμα αυτό έχει τη στήριξη της νέας επιστήμης της γενετικής ή, για την ακρίβεια, του κλάδου της εφαρμοσμένης γενετικής της «ευγονικής» που ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια ανθρώπινη υπερφυλή με επιλεκτική αναπαραγωγή και αφανισμό των ακατάλληλων. Η φυλή που διαμέσου του Χίτλερ προοριζόταν να κυριαρχήσει στον κόσμο δεν είχε καν όνομα μέχρι το 1898, όταν κάποιος ανθρωπολόγος εφεύρε τον όρο «Νορδικός» (Nordic). Ο φασισμός, εχθρικός καθώς ήταν για λόγους αρχής απέναντι στην κληρονομιά του δέκατου όγδοου αιώνα, του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, δεν μπορούσε τυπικά να πιστεύει στη νεωτερικότητα και την πρόοδο, αλλά δεν είχε καμία δυσκολία να συνδυάσει μια παράφρονα σειρά πεποιθήσεων με την τεχνολογική νεωτερικότητα σε πρακτικά θέματα, εκτός από εκεί όπου ακρωτηρίασε ο ίδιος την επιστημονική έρευνα για ιδεολογικούς λόγους (βλ. κεφ.18). Ο φασισμός ήταν θριαμβευτικά αντιφιλελεύθερος, ενώ απέδειξε ότι οι άνθρωποι μπορούν, χωρίς καμιά δυσκολία, να συνδυάζουν παράφρονες πεποιθήσεις για τον κόσμο με μια συνειδητή γνώση και χρήση της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας. Στα τέλη του εικοστού αιώνα, οι φονταμενταλιστικές αιρέσεις που χρησιμοποιούν τα όπλα της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή για να συλλέγουν χρήματα, μας έχουν περισσότερο εξοικειώσει με το φαινόμενο αυτό.

Παρ’ όλα αυτά πρέπει να εξηγήσουμε το συνδυασμό συντηρητικών αξίων, των τεχνικών της μαζικής δημοκρατίας και την καινοφανή ιδεολογία ανορθολογικής αγριότητας με ουσιαστικό επίκεντρο τον εθνικισμό. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, τέτοια μη παραδοσιακά κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς είχαν εμφανιστεί ως αντίδραση απέναντι και στο φιλελευθερισμό( δηλαδή στον επιταχυνόμενο καπιταλιστικό μετασχηματισμό των κοινωνιών) και στην άνοδο των σοσιαλιστικών εργατικών κινημάτων και, γενικότερα, ενάντια στο κύμα των ξένων που σάρωνε τον κόσμο στη μεγαλύτερη μαζική μετανάστευση που σημειώθηκε στην ιστορία μέχρι σήμερα. Άνδρες και γυναίκες μετανάστευαν όχι μόνο διασχίζοντας ωκεανούς και διεθνή σύνορα, αλλά και από την ύπαιθρο στις πόλεις, από την μια περιοχή του ίδιου κράτους σε μια άλλη – συνοπτικά από το «σπίτι» τους στη γη ξένων, σαν ξένοι στο σπίτι άλλων για να δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος. Δεκαπέντε περίπου στους εκατό Πολωνούς εγκατέλειψαν τη χώρα τους για πάντα, ενώ μισό εκατομμύριο μετανάστευαν κάθε χρόνο ως εποχιακοί μετανάστες. Οι μετανάστες αυτοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία προσχωρούσαν στις γραμμές της εργατικής τάξης των χωρών υποδοχής τους. Προαγγέλλοντας τα φαινόμενα που παρουσιάστηκαν στα τέλη του εικοστού αιώνα, στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα εμφανίστηκε μια μαζική ξενοφοβία που κοινή της έκφραση υπήρξε ο ρατσισμός – η προστασία των καθαρόαιμων γηγενών από το μίασμα ή ακόμα από την καταβύθιση (το πνίξιμο) από τις εισβάλλουσες υπανθρώπινες ορδές. Η δύναμη αυτή της ξενοφοβίας μπορεί να μετρηθεί όχι μόνο από το φόβο της πολιτικής μετανάστευσης που οδήγησε το μεγάλο γερμανό φιλελεύθερο κοινωνιολόγο MaxWeber να δώσει, έστω προσωρινά, την υποστήριξή του στην οργάνωση PangermanLeague(Πανγερμανική Ένωση), αλλά και από την όλο και περισσότερο πυρετώδη εκστρατεία εναντίον της μαζικής μετανάστευσης στις ΗΠΑ, η οποία στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αλλά και μετά, οδήγησε τη χώρα που έχει το Άγαλμα της Ελευθερίας ως σύμβολο, να κλείσει τα σύνορά της σ’ εκείνους για τους οποίους είχε στηθεί το Άγαλμα ακριβώς για να τους καλωσορίσει.

Το τσιμέντο που ένωνε αυτά τα κινήματα ήταν η απογοήτευση και η πικρία που ένιωθαν οι μικροί άνθρωποι μέσα σε μια κοινωνία όπου συνθλίβονταν μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων απ’ τη μια μεριά και των ανερχόμενων μαζικών εργατικών κινημάτων απ’ την άλλη. Μια κοινωνία που τους αποστερούσε από την αξιοσέβαστη θέση που κατείχαν στην κοινωνική κλίμακα και που πίστευαν ότι τους ανήκε δικαιωματικά ή από την κοινωνική θέση μέσα σε μια δυναμική κοινωνία στην οποία αισθάνονταν ότι είχαν δικαίωμα να προσβλέπουν. Τα αισθήματα αυτά βρήκαν τη χαρακτηριστική τους έκφραση στον αντισημιτισμό, που άρχισε να αναπτύσσει συγκεκριμένα πολιτικά κινήματα βασισμένα στην εχθρότητα απέναντι στους Εβραίους κατά το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα σε αρκετές χώρες. Οι Εβραίοι ήταν σχεδόν πανταχού παρόντες και μπορούσαν εύκολα να συμβολίζουν όλα αυτά που ήταν μισητά μέσα σ’ έναν κόσμο άδικο. Εκτός απ’ αυτά ήταν και προσκολλημένοι στα ιδανικά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης που τους είχε χειραφετήσει και κατά συνέπεια αποτελούσαν πιο ορατό στόχο. Μπορούσαν να θεωρηθούν σύμβολα του μισητού καπιταλιστή/χρηματομεσίτη, του επαναστάτη προπαγανδιστή, της διαβρωτικής επιρροής των «χωρίς ρίζες διανοουμένων» και των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας, του ανταγωνισμού- πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά παρά «άδικος»; – που τους έδινε δυσανάλογο μερίδιο θέσεων σ’ ορισμένα επαγγέλματα τα οποία απαιτούσαν μόρφωση. Σύμβολα επίσης του ξένου και του παρείσακτου. Για να μην αναφερθούμε στην άποψη που επικρατούσε μεταξύ των παλαιομοδίτικων Χριστιανών ότι είχαν σκοτώσει τον Ιησού Χριστό”.

3. Φασίστες, εθνικιστές και μικροαστοί

“Η αντιπάθεια απέναντι στους Εβραίους διαπότιζε πράγματι το δυτικό κόσμο. Η θέση τους στην κοινωνία του δέκατου ένατου αιώνα ήταν αληθινά αμφιλεγόμενη. Όμως το γεγονός ότι απεργοί εργάτες ήταν ικανοί, ακόμα όντας μέλη μη ρατσιστικών εργατικών κινημάτων, να επιτίθενται εναντίον εβραίων καταστηματαρχών και να νομίζουν ότι οι εργοδότες τους ήταν όλοι τους Εβραίοι (πράγμα που ίσχυε βέβαια σε μεγάλο βαθμό για ευρύτατες ζώνες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης), δε θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αποτέλεσαν το πρωτόπλασμα των εθνικοσοσιαλιστών. Όπως, για να δώσω ένα άλλο παράδειγμα, ο δεδομένος αντισημιτισμός των φιλελεύθερων βρετανών διανοουμένων της εποχής του Εδουάρδου, σαν την Ομάδα του Bloomsbury, δεν τους έκανε να συμπαθούν τους πολιτικούς αντισημίτες της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Ο αντισημιτισμός των αγροτών στην Ανατολικοκεντρική Ευρώπη, όπου για πρακτικούς λόγους οι Εβραίοι αποτελούσαν το σημείο επαφής μεταξύ των χωρικών και της έξω οικονομίας από την οποία ήταν εξαρτημένοι, ασφαλώς ήταν πιο διαρκής και εκρηκτικός, ενδυναμώθηκε, δε, καθώς οι αγροτικές κοινωνίες των Σλάβων, Μαγιάρων και Ρουμάνων άρχισαν να εκτίθενται όλο και περισσότερο στις δονήσεις των ακατανόητων σ’ αυτούς σεισμών του σύγχρονου κόσμου. Αυτά τα καθυστερημένα στρώματα μπορούσαν ακόμα να πιστεύουν σε ιστορίες Εβραίων που θυσίαζαν παιδιά Χριστιανών.

Συνθήκες κοινωνικής έκρηξης οδηγούσαν σε πογκρόμ, τα οποία ενθάρρυναν αντιδραστικοί στην Τσαρική αυτοκρατορία, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Τσάρου Αλεξάνδρου II το 1881 από κοινωνικούς επαναστάτες. Εδώ ο δρόμος οδηγεί ευθέως από το γνήσιο αντισημιτισμό της βάσης στην εξολόθρευση του εβραϊκού στοιχείου κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ασφαλώς, ο αντισημιτισμός της βάσης επέτρεψε σε φασιστικά κινήματα της Ανατολικής Ευρώπης – ιδιαίτερα το ρουμανικό IronGuard και το ουγγρικό ArrowCross – να αποκτήσουν μαζική υποστήριξη. Οπωσδήποτε όμως, στα πρώην εδάφη των Αψβούργων και των Ρομανώφ η σχέση αυτή ήταν ακόμα πιο σαφής σε σχέση με το Τρίτο Ράιχ, όπου ο αγροτικός και επαρχιώτικος αντισημιτισμός στη βάση – μολονότι ισχυρός και βαθιά ριζωμένος – ήταν λιγότερο βίαιος : θα μπορούσαμε δε να πούμε και πιο ανεκτικός.

Οι Εβραίοι που διέφυγαν από την Βιέννη, την οποία οι Γερμανοί μόλις την είχαν θέσε υπό την κατοχής τους, για να πάνε στο Βερόλινο το 1938, εξεπλάγησαν διότι δε συνάντησαν αντισημιτική βία στους δρόμους. Εδώ η βία εγκαινιάστηκε με διάταγμα εκ τω άνω, όπως το Νοέμβριο του 1938(Kershaw, 1983). Βέβαια δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ της ευκαιριακής και σποραδικής αγριότητας των πογκρόμ κι εκείνου που επρόκειτο να συμβεί μετά από μια γενιά. Οι λιγοστοί νεκροί του 1881, τα σαράντα με πενήντα θύματα του πογκρόμ του Kishinev του 1903, δικαίως εξόργισαν όλο τον κόσμο, διότι εκείνη την εποχή, πριν την έλευση της βαρβαρότητας, τέτοιος αριθμός θυμάτων δεν ήταν ανεκτός για ένα κόσμο που περίμενε την πρόοδο του πολιτισμού. Ακόμα και τα πιο μεγάλα πογκρόμ που συνόδευσαν τις μαζικές εξεγέρσεις των αγροτών στη Ρωσική επανάσταση του 1905 είχαν, με τα κατοπινά κριτήρια, περιορισμένο αριθμό θυμάτων, κάπου οκτακόσιους νεκρούς. Μπορούμε να συγκρίνουμε τον αριθμό αυτό με τους 3.800 Εβραίους που φόνευσαν οι Λιθουανοί στη Βίλνα το 1941 μέσα σε τρεις ημέρες, καθώς οι Γερμανοί εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ καi πριν αρχίσει η συστηματική εξόντωση των Εβραίων.

Τα νέα κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς που απευθύνθηκαν σ’ αυτές τις παλαιές παραδόσεις μη ανεκτικότητας , αλλά και τις οποίες μετασχημάτισαν θεμελιακά, είχαν απήχηση κυρίως στα κατώτερα και μεσαία στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ενώ διαμορφώθηκαν ως ρητορεία και θεωρία από εθνικιστές διανοούμενους που εμφανίστηκαν σαν ρεύμα στη δεκαετία του 1890. ο ίδιος ο όρος «εθνικισμός» εμφανίστηκε στη δεκαετία αυτή για να περιγράψει επακριβώς τους νέους αυτούς εκπροσώπους της αντίδρασης. Η μαχητικότητα των μεσαίων και κατώτερων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων στράφηκε προς τη ριζοσπαστική Δεξιά, κυρίως στις χώρες όπου οι ιδεολογίες της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού δεν ήταν κυρίαρχες ή σε κοινωνικές τάξεις που δεν ταυτίζονταν με τις ιδεολογίες αυτές, δηλαδή κυρίως σε χώρες που δεν είχαν γνωρίσει την Γαλλική επανάσταση ή κάτι ανάλογο. Πράγματι, στον πυρήνα των χωρών του Δυτικού Φιλελευθερισμού – στη Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ – η γενική ηγεμονία της επαναστατικής παράδοσης εμπόδισε την ανάδυση οποιουδήποτε σημαντικού μαζικού φασιστικού κινήματος. Είναι λάθος να συγχέουμε το ρατσισμό των αμερικανών Λαϊκιστών ή το σωβινισμό των γάλλων Ρεπουμπλικάνων με τον πρώτο – φασισμό : πρόκειται για κινήματα της Αριστεράς.

Αυτό δε σημαίνει ότι από τη στιγμή που η ηγεμονία της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφοσύνης δεν ορθώνεται πλέον σαν εμπόδιο, παλαιά ένστικτα δε θα μπορούσαν να προσδεθούν σε νέα πολιτικά συνθήματα. Ελάχιστη αμφιβολία υπάρχει ότι οι ακτιβιστές της Σβάστικα στις Αυστριακές Άλπεις στρατολογήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το είδος εκείνο των επαγγελματιών της επαρχίας – χειρουργοί μικρών ζώων, επιθεωρητές και παρόμοιοι – που κάποτε αποτελούσαν τον κορμό των τοπικών φιλελευθέρων, μια μορφωμένη και χειραφετημένη μειοψηφία σ’ ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε ο αγροτικός κληρικαλισμός. Όπως ακριβώς, στα τέλη του εικοστού αιώνα, η αποσύνθεση των κλασικών προλεταριακών εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων άφησε το πεδίο ελεύθερο για τον ενστικτώδη σωβινισμό και ρατσισμό μεταξύ των χειρώνακτων εργατών. Μέχρι τότε, ασφαλώς και δεν ήταν απρόσβλητοι από τέτοια αισθήματα, αλλά δίσταζαν να τα εκφράσουν δημόσια διότι ήταν πιστοί σε κόμματα που διακρίνονταν για την παθιασμένη τους εχθρότητα απέναντι σε τέτοια μισαλλοδοξία. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, η δυτική ξενοφοβία και ο πολιτικός ρατσισμός εντοπίζεται κυρίως στα στρώματα των χειρώνακτων εργατών. Ωστόσο, στις δεκαετίες εκκόλαψης του φασισμού αυτά ανήκαν σ’ εκείνους που δε λέρωναν τα χέρια τους στη δουλειά.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανόδου του φασισμού, τα μεσαία και κατώτερα μεσαία κοινωνικά στρώματα παρέμειναν η σπονδυλική στήλη τέτοιων κινημάτων. Κανείς δεν το αμφισβητεί σοβαρά, ακόμα και εκείνοι οι ιστορικοί που επιδιώκουν να αναθεωρήσουν τη συναίνεση που υπάρχει πάνω σε αυτό το σημείο σε κάθε, «κυριολεκτικά», ανάλυση η οποία αναφέρεται στην υποστήριξη των Ναζιστών στην περίοδο 1930-1980 (Childers,1983, και 1991,σ.8, 14-15). Ας πάρουμε μία μόνο περίπτωση μεταξύ πολλών ερευνών που έγιναν για τα μέλη των κινημάτων αυτών και της υποστήριξης που είχαν στην Αυστρία του Μεσοπολέμου. Από τους εθνικοσοσιαλιστές που εκλέχτηκαν ως περιφερειακοί σύμβουλοι στη Βιέννη το 1932, 18% ήταν αυτοαπασχολούμενοι, 56% διοικητικά στελέχη, υπάλληλοι γραφείων και δημόσιοι υπάλληλοι και 14% εργάτες. Το ίδιο έτος, από τους Ναζί που εκλέχτηκαν σε πέντε αυστριακά περιφερειακά συμβούλια εκτός Βιέννης, 16% ήταν αυτοαπασχολούμενοι και αγροκτήμονες, 51% υπάλληλοι γραφείων κτλ και 10% εργάτες (Larsen, κ.α., 1980, σ.766-767)».

4. Φασίστες και εργατική φτωχολογιά

«Αυτό δε σημαίνει ότι τα φασιστικά κινήματα δεν μπορούσαν αν αποκτήσουν μαζική υποστήριξη μεταξύ των φτωχών ανθρώπων του μόχθου. Όποια και να ήταν η σύνθεση των στελεχών τους, η υποστήριξη της ρουμανική οργάνωσης IronGuard προερχόταν από τη φτωχή αγροτιά και το εκλογικό σώμα της ουγγρικής οργάνωσης ArrowCross αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό εργάτες (το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν παράνομο, ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, πάντα μικρό, πλήρωσε το τίμημα για την ανοχή που είχε δείξει στο καθεστώς Horthy). Μετά την ήττα της αυστριακής Σοσιαλδημοκρατίας το 1934, υπήρξε μια αξιοσημείωτη μετατόπιση προς το Ναζιστικό Κόμμα, ιδιαίτερα δε στις αυστριακές επαρχίες. Επιπλέον, από τη στιγμή που εγκαταστάθηκαν φασιστικές κυβερνήσεις με δημόσια νομιμοποίηση, όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία, πολύ περισσότεροι πρώην σοσιαλιστές και κομμουνιστές εργάτες απ’ όσους αρέσκεται να υπολογίζει η αριστερή παράδοση, προσχώρησαν στα νέα καθεστώτα. Παρ’ όλα αυτά, και εφόσον τα φασιστικά κινήματα δυσκολεύονταν να βρουν απήχηση στα αυθεντικά παραδοσιακά στοιχεία της αγροτικής κοινωνίας (εκτός κι αν ενισχύονταν από άλλες οργανώσεις, όπως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, πράγμα που έγινε στην Κροατία) και αποτελούσαν τους ορκισμένους εχθρούς ιδεολογιών και κομμάτων που ταυτίζονταν με τις οργανωμένες εργατικές τάξεις, ο πυρήνας της πελατείας τους φυσιολογικά εντοπίζεται στα μεσαία κοινωνικά στρώματα.

Πιο ανοιχτό παραμένει το ερώτημα του βαθμού επέκτασης της αρχικής απήχησης του φασισμού στη μεσαία τάξη. Βέβαια, ισχυρή ήταν η απήχησή του στους νέους των μεσαίων τάξεων, ιδιαίτερα στους φοιτητές πανεπιστημίων της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι οποίοι στο Μεσοπόλεμο έγινα διαβόητοι για την ακροδεξιά τους τοποθέτηση. Επίσης, 13% των μελών του Ιταλικού Φασιστικού Κινήματος το 1921 (δηλαδή πριν την Πορεία προς τη Ρώμη) ήταν φοιτητές. Στη Γερμανία, το 5% με 10% των φοιτητών ήταν κομματικά μέλη ήδη από το 1930, όταν η μεγάλη πλειοψηφία των μελλοντικών Ναζί δεν είχε ακόμα αρχίσει να δείχνει ενδιαφέρον για τον Χίτλερ(Kater, 1985, σ. 467.Noelle– Neumann, 1967, σ.196). Όπως θα δούμε, ισχυρή αντιπροσώπευση είχε το στοιχείο των πρώην αξιωματικών που προέρχονταν από τη μεσαία τάξη: ήταν εκείνοι για τους οποίους ο Μεγάλος Πόλεμος, μ’ όλες του τις φρικαλεότητες, σήμαινε το κορυφαίο προσωπικό τους επίτευγμα, θέση από την οποία κοίταζαν με μεγάλη απογοήτευση την πεζότητα της μελλοντικής τους πολιτικής ζωής. Υπήρχαν, φυσικά, τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ιδιαίτερα δεκτικά στην πρόσκληση για δράση. Από μια ευρύτερη άποψη, όσο ισχυρότερη ήταν η απήχηση της ριζοσπαστικής Δεξιάς τόσο μεγαλύτερη ήταν η απειλή για τα μόνιμα, πραγματικά ή συμβατικά αναμενόμενα επαγγέλματα που ασκούσαν οι μεσαίες τάξεις, καθώς το πλαίσιο που υποτίθεται ότι κρατούσε την κοινωνική τους θέση άθικτη, λύγισε και έσπασε. Στη Γερμανία, το διπλό πλήγμα του Μεγάλου Πληθωρισμού που εκμηδένισε κυριολεκτικά την αξία του χρήματος και η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε, ριζοσπαστικοποίησαν ακόμα και στρώματα της μεσαίας τάξης, όπως μεσαίους και ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους που η θέση τους φαινόταν διασφαλισμένη. Κι αυτά τα στρώματα θα ήταν πρόθυμα, κάτω από λιγότερο τραυματικές περιστάσεις, σαν παλαιάς νοοτροπίας, συντηρητικοί πατριώτες, που νοσταλγούσαν τον Κάιζερ Williamνα συνεχίσουν να πράττουν το καθήκον τους προς τη Δημοκρατία που είχε πρόεδρο το Στρατάρχη Hindenburg, εάν δεν κατέρρεε φανερά μπροστά στα πόδια τους. Στο Μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι Γερμανοί που δεν είχαν καμία σχέση με την πολιτική, νοσταλγούσαν την αυτοκρατορία του William. Στη δεκαετία του ’60, όταν οι περισσότεροι Γερμανοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα καλύτερα χρόνια στη γερμανική ιστορία ήταν τώρα(πράγμα απόλυτα κατανοητό), το 42% ηλικίας άνω των 60 ετών εξακολουθούσε να πιστεύει ότι τα χρόνια πριν το 1914 ήταν καλύτερα από τα τωρινά, έναντι 32% που είχε μεταστραφεί από το Wirtschaftswunder (Noelle – Neumann, 1967, σ. 1967). Στην περίοδο 1930-1932, οι ψηφοφόροι του αστικού Κέντρου και της Δεξιάς αποστάτησαν μαζικά στο Ναζιστικό Κόμμα. Κι όμως, δεν ήσαν αυτοί οι οικοδόμοι του φασισμού.

Φυσικά, τέτοιες συντηρητικές μεσαίες τάξεις ήταν δυνάμει υποστηρικτές ή ακόμη και προσήλυτοι του φασισμού, λόγου του τρόπου με τον οποίο χαράχτηκαν οι γραμμές της απολιτικής αντιπαράθεσης στο Μεσοπόλεμο. Η απειλή για τη φιλελεύθερη κοινωνία και όλες τις αξίες της φάνηκε να προέρχεται αποκλειστικά από τη Δεξιά, ενώ η απειλή για το κοινωνικό καθεστώς από την Αριστερά. Όσοι άνηκαν στη μεσαία τάξη έκαναν τις πολιτικές τους επιλογές ανάλογα με το φόβο τους. Οι παραδοσιακοί συντηρητικοί συνήθως συμπαθούσαν τους δημαγωγούς του φασισμού και ήσαν διατεθειμένοι να συμμαχήσουν μαζί τους εναντίον του μεγαλύτερου εχθρού. Ο ιταλικός φασισμός έγινε μάλλον ευνοϊκά δεκτός από τον Τύπο στη δεκαετία του ’20, ακόμα δε και στη δεκαετία του ’30, εκτός από το φιλελευθερισμό και άλλων πολιτικών δυνάμεων αριστερότερα του πολιτικού φάσματος. Ο JohnBuchan, διαπρεπής βρετανός συντηρητικός και συγγραφέας ιστοριών τρόμου, έγραφε: «Εάν δεν υπήρχε το τολμηρό πείραμα του φασισμού, η δεκαετία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε καρποφόρος από άποψη εποικοδομητικής διακυβέρνησης». (Βλέπουμε ότι το γούστο του για συγγραφή ιστοριών τρόμου, δυστυχώς ουδέποτε συμβάδισε με αριστερές πεποιθήσεις) (Graves– Hodge,1941, σ.248).

Ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία σε συνασπισμό με την παραδοσιακή Δεξιά, την οποία μετέπειτα απορρόφησε. Ο Στρατηγός Φράνκο περιέλαβε την ισπανική Φάλαγγα (Falange), που τότε δεν ήταν σημαντική, στο εθνικό του μέτωπο, διότι εκπροσωπούσε την ενότητα ολόκληρης της Δεξιάς ενάντια στα φαντάσματα του 1789 και 1917, μεταξύ των οποίων δεν μπορούσε να κάνει καμία λεπτή διάκριση. Ήταν αρκετά τυχερός να μη συμμετάσχει στο πλευρό του Χίτλερ στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έστειλε, ωστόσο, σώμα εθελοντών – τη «Γαλάζια Μεραρχία» – για να πολεμήσει τους άθεους κομμουνιστές στη Ρωσία στο πλευρό των Γερμανών. Ο Στρατάρχης Πεταίν σίγουρα δε συμπαθούσε ούτε το φασισμό ούτε το ναζισμό. Ένας από τους λόγους που ήταν τόσο δύσκολο μετά τον πόλεμο να διακρίνει κανείς μεταξύ ένθερμων γάλλων φασιστών και φιλογερμανών συνεργατών από τη μια πλευρά και το κύριο σώμα υποστήριξης προς το καθεστώς του Βισύ του Στρατάρχη Πεταίν από την άλλη, ήταν ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε σαφής διαχωριστική γραμμή. Αυτοί των οποίων οι πατεράδες είχαν μισήσει τον Ντρέυφους, τους Εβραίους και τη σκύλα – Δημοκρατία – ορισμένοι δε αξιωματούχοι του Βισύ ήταν σε ηλικία να το έχουν κάνει οι ίδιοι -, αναίσθητα μεταβλήθηκαν σε ζηλωτές της χιτλερικής Ευρώπης.

Συνοπτικά, η «φυσική» συμμαχία της Δεξιάς στο Μεσοπόλεμο περνούσε από τους παραδοσιακούς συντηρητικούς μέσω των αντιδραστικών παλαιού στυλ, φθάνοντας μέχρι τις εξώτερες παρυφές της φασιστικής παθολογίας. Οι παραδοσιακές δυνάμεις του συντηρητισμού και της αντεπανάστασης ήταν ισχυρές αλλά συχνά αδρανείς. Ο φασισμός τους έδωσε και δυναμισμό και, πράγμα ίσως πιο σημαντικό, το παράδειγμα της νίκης επί των δυνάμεων της αταξίας (αυτό άλλωστε δεν ήταν το παροιμιώδες επιχείρημα υπέρ της φασιστικής Ιταλίας, ότι δηλαδή «ο Μουσσολίνι έκανε τα τραίνα να κινούνται στην ώρα τους»;). Ακριβώς όπως ο δυναμισμός των κομμουνιστών ασκούσε έλξη πάνω στους απροσανατόλιστους και ανερμάτιστους της Αριστεράς μετά το 1933, έτσι και οι επιτυχίες του φασισμού, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Γερμανίας από τους εθνικοσοσιαλιστές, τον έκαναν να μοιάζει σαν το κύμα του μέλλοντος. Το ίδιο το γεγονός ότι εκείνη την εποχή ο φασισμός εισέβαλε θεαματικά, αν και για σύντομο χρονικό διάστημα, στην πολιτική σκηνή της συντηρητικής Μεγάλης Βρετανίας, δείχνει τη δύναμη αυτής της «επίδρασης από την επίδειξη». Το γεγονός ότι πήρε με το μέρος του μία από τις πιο εξέχουσες πολιτικές φυσιογνωμίες της χώρας και κέρδισε την υποστήριξη ενός από τους μεγιστάνες του Τύπου, είναι πιο σημαντικό από το γεγονός ότι το κίνημα του SirOswaldMosley σύντομα το εγκατέλειψαν πολιτικοί που έχαιραν σεβασμού και από το γεγονός ότι η εφημερίδα DailyMail του Λόρδου Rothermere σύντομα απέσυρε την υποστήριξή της προς τη Βρετανική Ένωση Φασιστών. Διότι η Βρετανία θεωρείτο απ’ όλους, και ορθώς, ως πρότυπο πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας.»

Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο των εκδόσεων Θεμέλιο «Η Εποχή των Άκρων» σε μετάφραση Βασίλη Καπετανγιάννη.

Αναδημοσίευση από το Σχέδιο Β.