Άρθρα

Εκκλησία

Ουδέτερη αριστερότητα

Η συμφωνία που σχεδιάζουν να υλοποιήσουν Πρωθυπουργός και Αρχιεπίσκοπος δεν έχει καμία σχέση με διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας ούτε, σε συνδυασμό με τις αμφισβητούμενες αλλαγές στο Σύνταγμα, μπορεί να χαρακτηριστεί «εξορθολογισμός των σχέσεων». Ουσιαστικά είναι ένα οικονομικό deal, που προσφέρει τη δυνατότητα πολιτικών ελιγμών, αλλά και δημιουργεί πλήθος ερωτημάτων για τα θολά σημεία, ενώ παράλληλα δεν δίνει απαντήσεις σε ήδη υπάρχοντα. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο ωστόσο, είναι η καλύτερη εφαρμογή του «δόγματος» ΣΥΡΙΖΑ, που διαπνέει τις περισσότερες κινήσεις του Αλέξη Τσίπρα. Να φαίνεται ότι κάτι αλλάζει ουσιαστικά, αλλά στην πράξη να παραμένει ίδιο με πριν.

Μετά την χθεσινή τους συνάντηση, που φαίνεται να ήταν η τελευταία φάση μιας διαπραγμάτευσης πολλών μηνών, ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ανακοίνωσαν μία Συμφωνία 15 σημείων, που στην πραγματικότητα εισάγει να ρυθμίζει δύο ζητήματα:

α) Την μισθοδοσία των περίπου 10.000 κληρικών, η οποίοι πλέον δεν λογίζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά θα πληρώνονται από την κρατική επιδότηση, ακριβώς ίσης αξίας με το σημερινό μισθολογικό τους κόστος
β) Ένα «Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας» (ΤΑΕΠ), στο οποίο θα συμπεριληφθούν οι αμφισβητούμενες περιουσίες και οποιοδήποτε άλλο ακίνητο θα θελήσει να συμπεριλάβει εθελοντικά η Εκκλησία. Το ΤΑΕΠ θα διοικείται από πέντε μέλη, δύο που θα επιλέγει το Δημόσιο, δύο η Εκκλησία και ένα κοινό, ενώ υποχρεώσεις και κέρδη επιμερίζονται 50-50.

Δεδομένου ότι πρόκειται για προτάσεις, που δεν έχουν εγκριθεί ακόμα από την Ιερά Σύνοδο ούτε φυσικά έχουν μεταφραστεί σε νομοθετικές ρυθμίσεις, τα θολά ζητήματα που προκύπτουν είναι πάρα πολλά. Μπορούμε ωστόσο να κάνουμε μια πρώτη ανάλυση, θέτοντας παράλληλα τους προβληματισμούς που δημιουργούνται και θα πρέπει να απαντηθούν δημόσια και με διαφάνεια.

Η υποχώρηση στη μισθοδοσία

Τα δύο πρώτα σημεία της Συμφωνίας γράφουν τα εξής:

1. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.

Έχουμε εδώ μία μεγάλη υποχώρηση του ελληνικού κράτους, που αποδέχεται πάγια εκκλησιαστικά αιτήματα και παράλληλα υπόσχεται ότι αναλαμβάνει την μισθοδοσία των κληρικών στο διηνεκές. Θεωρητικά, το επιχείρημα εδώ της Εκκλησίας είναι ότι εάν διακοπεί η μισθοδοσία των κληρικών, τότε θα διεκδικήσει πίσω την «αμύθητη» περιουσία που απαλλοτρίωσε το ελληνικό κράτος ή μέρος αυτής, σε μια επανάληψη του 1987, όταν ο νόμος Τρίτση που απαλλοτρίωνε μοναστηριακή περιουσία κατέπεσε σε Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Η υποχώρηση αυτή είναι σημαντική, όχι μόνο γιατί δεν υλοποιεί το αριστερό αίτημα για διακοπή της χρηματοδότησης, αλλά και γιατί αυτό το καθεστώς δεν ήταν πάντα έτσι. Το Δημόσιο ανέλαβε εξ ολοκλήρου την μισθοδοσία όχι «πριν από 70 χρόνια», αλλά, βάσει νόμου, μόλις το 2004. Ακολουθεί ένα συνοπτικό ιστορικό:

Το Δημόσιο αναλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της μισθοδοσίας των κληρικών με τον Αναγκαστικό Νόμο 536 του 1945, πράγματι, ως αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε το 1939. Ωστόσο, όπως γράφει σήμερα στην «Καθημερινή» ο καθηγητής Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, Γιάννης Κτιστάκις, αυτό που αποσιωπάται, είναι ότι για να αντισταθμιστεί αυτή η δαπάνη προβλέφθηκε η υποχρεωτική είσπραξη του 25% των τακτικών εσόδων των ενοριακών ναών από το Δημόσιο και η υποχρεωτική ετήσια εισφορά όλων των ορθόδοξων οικογενειών στην ενορία τους.

Η πορεία αυτής της εισφοράς είναι ένα θέμα με το οποίο έχει ασχοληθεί και το TPP, εδώ. Είναι φυσικά αμφίβολο αν η εισφορά αυτή εισπράχθηκε ποτέ και σε τι βαθμό, αλλά γνωρίζουμε τη νομοθετική της εξέλιξη. Όπως αναφέρει ο κ.Κτιστάκις,

«το 1956 η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή επέκτεινε την είσπραξη του 25% επί των πάσης φύσεως εσόδων των ναών (Ν.Δ. 3559/1956). Η εισφορά των πιστών καταργήθηκε το 1962 (Ν.Δ. 4242/1962). Στη συνέχεια, το 1968, το ποσοστό της είσπραξης από το Δημόσιο αυξήθηκε στο 35% (Α.Ν. 469/1968). Το 2004, η κυβέρνηση Σημίτη κατάργησε οριστικώς και αυτό το 35% (άρθρο 15 του Ν. 3220/2004)».

Στο σχετικό, λιτό (και προεκλογικό) άρθρο της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ αναφέρεται ότι «καταργείται η εισφορά που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 536/1945 (ΦΕΚ226Α’)».

Το βασικό συμπέρασμα εδώ επομένως έιναι ότι, ανεξάρτητα από το τι έγινε στην πράξη και αν οι εισφορές αυτές εισπράχθηκαν από το Δημόσιο, οι νομοθετικές ρυθμίσεις για φορολογία της Εκκλησίας ως αντιστάθμισμα της μισθοδοσίας των κληρικών υπήρχαν για περίπου 60 χρόνια. Με τη «συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου» το Δημόσιο αναγνωρίζει όμως άνευ όρων ότι έχει αναλάβει τη μισθοδοσία και δεσμεύεται για ετήσιο ποσό συγκεκριμένου ύψους, 210 εκατ. ευρώ σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα.

Γιατί αντιδρούν οι κληρικοί

Η αντίδραση μερίδας των κληρικών στη Συμφωνία, μέσω του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος, ήταν άμεση και έντονη. Η πιθανή σύνδεση όμως αυτών των αντιδράσεων με το αν η συμφωνία είναι καλή για το Δημόσιο και αν υπάρχει σύγκρουση και μερικός διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας είναι παραπλανητική.

Οι κληρικοί αντιδρούν γιατί αντιμετωπίζουν πλέον ένα πολύ βασικό πρόβλημα. Αν βγάλουμε από την εξίσωση την κρατική επιδότηση, αυτό που μένει είναι ότι οι ιερείες γίνονται… ιδιωτικοί υπάλληλοι, με την έννοια ότι θα πρέπει να διεκδικήσουν από την «εταιρεία» τους τα δικαιώματα που απολάμβαναν από το Δημόσιο. Η σφοδρή τους αντίδραση δείχνει κατά μία έννοια, ότι έχουν πολύ λιγότερη εμπιστοσύνη στα ανώτερα τμήματα της Εκκλησίας από ότι στο κράτος. Επομένως και λόγω του ότι πρόκειται για κρατικά χρήματα αλλά και (ακόμα κι αν δεν ήταν) πρόκειται για εργαζόμενους, το κράτος θα πρέπει να μεριμνήσει ώστε να έχουν εργασιακά δικαιώματα, δηλαδή κλαδικές συμβάσεις και όλα τα σχετικά, με στόχο να μην θυσιαστούν για να αυξήσουν τις απολαβές τους τα «στελέχη». Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος π.χ. έχει δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο ότι «τα 2.300 ευρώ δεν του φτάνουν για να ζήσει».

Υπάρχει επίσης το επιχείρημα ότι η επιδότηση είναι σταθερή και συγκεκριμένη, επομένως είτε αποκλείονται νέες προσλήψεις ιερέων, είτε αυτές θα καλύπτονται από την Εκκλησία. Ωστόσο, οποιαδήποτε υπόθεση μπορεί να είναι και προς το καλύτερο και προς το χειρότερο. Για παράδειγμα:

  • Δεν αποκλείεται σταδιακά, το 2030 όπως εκτιμάει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, η μισθοδοσία των κληρικών να καλύπτεται από τους πόρους του ΤΑΕΠ
  • Δεν αποκλείεται επίσης, σε επόμενο στάδιο η επιχορήγηση αυτή να αυξηθεί

Για κάθε θετικό σενάριο, υπάρχει και το αντίστοιχο αρνητικό. Επομένως είναι άσκοπο να αναλώνεται κανείς σε υποθέσεις, πόσο μάλλον όταν έχει βγει κάποιο τελικό, νομοθετικό κείμενο. Διατηρείται όμως οπωσδήποτε η ίδια ακριβώς ρευστότητα. Η Εκκλησία θα πιέζει για τα συμφέροντα της και το κράτος θα είναι σε ρόλο αμυνόμενου, σε μια αέναη διαπραγμάτευση, όπως συμβαίνει και τώρα.

Ένα «ιστορικό» οικονομικό deal

«Σε συνέχεια της σχετικής πρότασης του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου – η οποία έχει διατυπωθεί και τεθεί υπ’ όψιν της Πολιτείας ήδη από τον Οκτώβριο του 2009- και προς την κατεύθυνση της υλοποίησής της, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και το Ελληνικό Δημόσιο αποφάσισαν να προχωρήσουν άμεσα στην από κοινού σύσταση Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας Α.Ε.”.

Η ανακοίνωση αυτή έγινε από το Γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, τον Ιούλιο του 2013. Η Εταιρεία αυτή συστάθηκε τελικά, ωστόσο δεν λειτούργησε ποτέ. Τώρα επιστρέφει, με μερικές διαφορές:

Στην πρόταση που ψήφισε η κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, προβλεπόταν ότι μέσω αυτής. η Αρχιεπισκοπή Αθηνών θα διαχειρίζεται το σύνολο της ακίνητης περιουσίας της, με την Εταιρεία να ελέγχεται με πλειοψηφία 3-2 από πρόσωπα που θα επιλέγει αυτή. Το 50% επρόκειτο να κατευθυνθεί στο Δημόσιο, για κοινωνικές δαπάνες, ενώ το 50% στην Αρχιεπισκοπή για την «ανάπτυξη του κοινωφελούς της έργου».

«Ποιο είναι αυτό το νομοθετικό πλαίσιο που δυσκολεύει την Εκκλησία; Μήπως είναι περιβαλλοντικοί όροι, αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας, δασικές εκτάσεις, η Βουλιαγμένη, η Πάρνηθα, η Πεντέλη;» αναρωτιόταν τότε στη Βουλή ο νυν πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης, σχολιάζοντας τις αναφορές στην αιτιολογική έκθεση ότι η Αρχιεπισκοπή δυσκολεύεται να αξιοποιήσει την περιουσία της.

Στην πρόταση Τσίπρα – Ιερώνυμου υπάρχει σχεδόν το ίδιο σχέδιο, με κάποιες παραλλαγές. Το Ταμείο Αξιοποίησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα διοικείται από 5 μέλη, με έσοδα και υποχρεώσεις 50-50, αλλά με τη μορφή του 2+2+1 (δηλαδή δύο από κάθε πλευρά και έναν «κοινό»). Η πρώτη διαφορά είναι ότι σύμφωνα με το κοινό ανακοινωθέν, «θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση».

H δεύτερη, που δεν καταγράφεται στο κείμενο αλλά εκφράστηκε ήδη από την κυβέρνηση, είναι τα έσοδα αυτού του Ταμείου για το Δημόσιο να χρησιμοποιηθούν σταδιακά για να καλυφθεί η επιδότηση των κληρικών. Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος ανέφερε το μεσημέρι της Τρίτης ότι «στο ζήτημα της επιδότησης η ελληνική κυβέρνηση φιλοδοξεί ως το 2030 τα έσοδα από το ταμείο αξιοποίησης εκκλησιαστικής περιουσίας να είναι τέτοια που να αρκούν ώστε να καλύπτουν το ποσοστό επιδότησης που θα δίνεται κάθε χρόνο στην εκκλησία». Υποσχέθηκε επίσης 10.000 προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων, που θα αντικαταστήσουν τους κληρικούς, «τα επόμενα χρόνια».

Τι, πως, πόσο και γιατί

Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης, που άσκησε κριτική στη Συμφωνία, έθεσε σωστά ερωτήματα, που πρέπει να απαντηθούν υπεύθυνα και εκτενώς: «Χρειάζεται πολλή δημόσια συζήτηση και νομική διευκρίνιση και όχι γαλαντομίες εκ μέρους του κράτους. Η εκκλησιαστική περιουσία είναι ένα ακανθώδες ζήτημα και δεν αντιλαμβάνομαι γιατί προωθείται μια ρύθμιση τύπου «περαίωση» υπέρ της Εκκλησίας – και μάλιστα προκαταλαμβάνοντας το Κτηματολόγιο, που θα ολοκληρωθεί τα αμέσως επόμενα χρόνια» τόνισε σε συνέντευξή του στο Ποντίκι, ενώ μιλώντας στο News247 ότι «η Εκκλησία διεκδικεί πάνω από ένα εκατομμύριο στρέμματα στη χώρα».

«Δεν είναι διαχωρισμός αυτός. Ωφελείται η Εκκλησία. Η συμφωνία προβλέπει ότι στην εκκλησιαστική περιουσία μπαίνουν οι αμφισβητούμενες ιδιοκτησίες τις οποίες θα αξιοποιεί από κοινού με το κράτος. Δηλαδή θα εισπράττει έσοδα από τις αμφισβητούμενες γαίες ενώ το κτηματολόγιο δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη» υποστήριξε επίσης. Ανεξάρτητα από το αν ο Φίλης είναι η (προσχηματική) «αριστερή αντιπολίτευση» εντός του ΣΥΡΙΖΑ, τα ερωτήματα που θέτει είναι πολύ σοβαρά.

Ανεξάρτητα επίσης με τα επιμέρους ζητήματα, η συζήτηση και η ανακοίνωση του ΤΑΕΠ δεν έχουν να κάνουν ούτε με διαχωρισμό, ούτε με εξορθολογισμό σχέσεων. Είναι ένας οικονομικός συμβιβασμός σε διαμάχες πολλών δεκαετιών. Ένα deal όπου, αντί να περιμένουν να κριθούν τα ζητήματα στα δικαστήρια, Κράτος κι Εκκλησία επιχειρούν να τσουβαλιάσουν αυτές τις υποθέσεις και να μοιραστούν τα κέρδη. Η διαδικασία, σύμφωνα με όσα είπε και ο Τζανακόπουλος, θα είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και παράλληλα, η σύνδεση μεταξύ κερδών από το Ταμείο και επιδότησης των κληρικών που επιδιώκει η κυβέρνηση δεν σχετίζεται με το αίτημα να μην πληρώνονται οι κληρικοί από το Δημόσιο.

  • Πρώτον, είναι σαφές ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν χαρίζει κάτι, απλώς συνδιαχειρίζονται.
  • Δεύτερον, το αίτημα ήταν να μην πληρώνονται οι κληρικοί από το κράτος, με οποιονδήποτε έμμεσο ή άμεσο τρόπο (κάτι για το οποίο υπήρχαν όπως είδαμε οι νομοθετικές ρυθμίσεις στο παρελθόν, μέσω των εισφορών).

Και πέρα από το θέμα του ΤΑΕΠ, το μεγάλο και προκλητικά αναπάντητο ερώτημα είναι: Πόση είναι επιτέλους η εκκλησιαστική περιουσία; Το επιχείρημα που χρησιμοποιείται εδώ είναι ότι το ζήτημα είναι πολύπλοκο, τεράστιο και ότι είναι αδύνατον να ελεγχθούν τα χιλιάδες νομικά πρόσωπα που απαρτίζουν την «Εκκλησία». Αλλά, για ένα τέτοιας σοβαρότητας ζήτημα, θα έπρεπε το Δημόσιο και πάνω απ’όλα οι πολίτες, να γνωρίζουν τα οικονομικά μεγέθη, έστω κατά προσέγγιση. Αυτήν τη στιγμή κυκλοφορούν στο διαδίκτυο υποθέσεις και «έρευνες» που αναφέρουν ότι η εκκλησιαστική περιουσία είναι από μερικές εκατοντάδες εκατ. μέχρι λίγα τρισ. «Όσο δεν έχει γίνει καταγραφή αυτής της περιουσίας, ένας τέτοιος συμψηφισμός δεν είναι δυνατό να γίνει, και μάλιστα τη στιγμή που δεσμεύει εσαεί το ελληνικό δημόσιο να πληρώνει την Εκκλησία για τη μισθοδοσία των κληρικών. Μια τέτοια ρύθμιση ουσιωδώς παραβιάζει την θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους» τονίζει σε ανακοίνωσή της η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Θα έπρεπε να μπορεί το Δημόσιο να απαντήσει, ξεκάθαρα, υπεύθυνα και ανεξάρτητα, σε όλη αυτήν την παραφιλολογία. Στο κάτω κάτω, αν ισχύει το εκκλησιαστικό επιχείρημα ότι τα μεγάλα ποσά που ακούγονται είναι «μύθος», η πραγματική τους αποτύπωση θα αποτελούσε ένα χτύπημα στον «αντικληρικαλισμό». Το βασικό είναι ότι πρόκειται για θέμα διαφάνειας και δημοκρατίας, ειδικά όταν μιλάμε για συμφωνίες Πολιτείας – Εκκλησίας εκατοντάδων εκατομμυρίων. Η αποτίμηση αυτή θα έδινε τις πολυπόθητες απαντήσεις και θεωρητικά ο Κλήρος δεν θα έχει καμία αντίρρηση να αποδεχθεί έλεγχο των οικονομικών του, όσο τερατώδες έργο κι αν φαντάζει αυτό.

Επίσης, ένα ανάλογο ερώτημα, είναι τι συμβαίνει με τα οικονομικά του Αγίου Όρους, που δεν συμπεριλαμβάνεται στην Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά οι Μονές του οποίου διαχειρίζονται και αποκομίζουν κέρδη από ακίνητα και οικόπεδα στην ελληνική επικράτεια.

Τι συμβαίνει με το Σύνταγμα

Στις δηλώσεις του, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ανέφερε κάτι που ο Πρωθυπουργός, μάλλον σκόπιμα, παρέλειψε. To προοίμιο του Συντάγματος, που αναφέρει «Εις τo όνoμα της Aγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς», παραμένει ως έχει. Η συζήτηση για τον «διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας», μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος, έχει ήδη εκφυλιστεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε πρόταση για το άρθρο 3, προσπαθώντας να εισάγει την έννοια της «θρησκευτικής ουδετερότητας», με ερμηνευτική δήλωση για την «επικρατούσα θρησκεία» της Ορθοδοξίας. Το άρθρο 13 όμως, ουσιαστικά λέει το ίδιο πράγμα, αναφερόμενο στη «θρησκευτική ελευθερία». Υπάρχει και το άρθρο 16, που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αγγίζει λόγω της πίεσης της ΝΔ για ιδιωτικά πανεπιστήμια, που κάνει αναφορά σε «θρησκευτική διαπαιδαγώγηση».

Το προίομιο παραμένει, όπως όλα δείχνουν ως έχει, επομένως, το μόνο που προτείνεται να αλλάξει πρακτικά είναι η υιοθέτηση του πολιτικού όρκου για πολιτικούς και ενώπιον δικαστηρίων. Η αλλαγή είναι σημαντική πάντως, γιατί αν εφαρμοστεί, προστατεύει πολίτες από πιθανή μεροληψία εις βάρος τους, που μπορεί να προκύψει από τη σημερινή δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε θρησκευτικό και πολιτικό.

Η διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης όμως, δεν είναι απλή και καλύπτει δύο βουλευτικές θητείες. Για να αναθεωρηθεί ένα άρθρο, χρειάζεται μία υπερψήφιση από απλή και μία από ενισχυμένη πλειοψηφία (151 σε αυτήν τη Βουλή και 180 στην επόμενη ή το αντίστροφο). Δεδομένης της απροθυμίας ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ να συμφωνήσουν σε αναθεωρητέα άρθρα και της πιθανότητας να μην μπορεί να εξασφαλίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις πλειοψηφίες στην επόμενη Βουλή, είναι πολύ πιθανό το σενάριο να μην τελεσφορήσει καμία τέτοια προσπάθεια.

Με βάση αυτά, το σχέδιο συμφωνίας Τσίπρα – Ιερώνυμου μοιάζει πολύ πιο σημαντικό από την απόπειρα αναθεώρησης του Συντάγματος, γιατί θα περάσει (και αν εγκριθεί από την Ιερά Σύνοδο θα περάσει σίγουρα) με μια απλή νομοθετική ρύθμιση. Ανεξάρτητα από το αν κανείς τη βλέπει θετικά ή αρνητικά, η συμφωνία αυτή είναι ιστορική και θα καθορίσει τις οικονομικές σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας για πολλά χρόνια. Παράλληλα, αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να επανέλθει ξανά το θέμα στο τραπέζι (φανταστείτε το σαν να πρόκειται για διαπραγμάτευση μεταξύ κρατών).

Το «δόγμα ΣΥΡΙΖΑ» και τι σημαίνει διαχωρισμός/εξορθολογισμός

Αλλαγές υπάρχουν, νέα ζητήματα μπαίνουν στο τραπέζι, χρόνια ερωτήματα παραμένουν, αλλά στην ουσία, Κράτος και Εκκλησία ούτε διαχωρίζονται, ούτε προβαίνουν σε εξορθολογισμό των σχέσεών τους. Αυτό που συμβαίνει κα θα συμβαίνει είναι ότι οι δύο πλευρές θα αλληλεπιδρούν, θα αλληλεξαρτώνται και θα αλληλοδιαπλέκονται, όπως πριν, αλλά με νέους όρους. Οι υποστηρικτές της χθεσινής συμφωνίας λένε ότι έστω «γίνεται ένα βήμα προς τα εμπρός» αλλά στηνπραγματικότητα, γίνεται ένα βήμα προς τα πλάγια. Για κάθε υπόθεση και ερμηνεία ότι «όλα θα πάνε καλύτερα» υπάρχει μια αντίστοιχη ότι «όλα θα πάνε χειρότερα» και προστίθεται και μια οικονομική συνδιαχείριση περιουσίας.

Ο Πρωθυπουργός όμως και ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ προχωρούν σε μια δοκιμασμένη τακτική: Επουσιώδεις αλλαγές, με επικοινωνιακό στόχο να παρουσιαστούν ως «ριζοσπαστικές τομές», που υποτίθεται αλλάζουν, αλλά στην πραγματικότητα διαιωνίζουν το status quo. Με εξαιρέσεις, όπως η προνομιακή έρευνα για τα σκάνδαλα, νομοθετήματα δικαιωματικού χαρακτήρα ή το Μακεδονικό (υπό τις πιέσεις ΗΠΑ και Ευρώπης εκεί), η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει ταλέντο στο, όπως έγραψε ο Ν.Μπογιόπουλος για τη Συμφωνία, «να βαφτίζει το κρέας ψάρι». Κάπως έτσι, η τρόικα έγινε «θεσμοί», το ΤΑΙΠΕΔ μετονομάστηκε και επεκτάθηκε μέσω του Υπερταμείου, οι ιδιωτικοποιήσεις λέγονται «αξιοποιήσεις δημόσιας περιουσίας», το μνημόνιο έγινε «πρόγραμμα» και πολλά ακόμα, μικρά και μεγάλα. Τώρα, από τον διαχωρισμό πήγαμε στον «εξορθολογισμό των σχέσεων».

Συν τοις άλλοις, η οικονομική διευθέτηση, με οποιονδήποτε τρόπο είναι μόνο ένα μικρό μέρος του συνολικού προβλήματος. Αν θέλουμε να μιλήσουμε ξεκάθαρα για διαχωρισμό ή εξορθολογισμό, θα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες κινήσεις για τη μη εισβολή της Εκκλησίας και κάθε άλλης θρησκείας στη δημόσια ζωή. Θα πρέπει να παρθούν νομοθετικές πρωτοβουλίες για την ονοματοδοσία, την αποτέφρωση νεκρών, τις εικόνες στα δημόσια κτίρια, τον πολιτικό γάμο, την πολιτική κηδεία και, ίσως το σημαντικότερο, την προσευχή. Όλα αυτά, φαίνεται να βασίζονται σε απλές νομοθετικές ρυθμίσεις και παράλληλα, τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια έχουν πολλές φορές γνωμοδοτήσει υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας.

Το σίγουρο είναι ότι όλες αυτές οι κινήσεις απαιτούν βούληση πολιτική, αλλά και κοινωνική. Δεν αρκεί μόνο μια κυβέρνηση πρόθυμη να συγκρουστεί με το status quo, αλλά και μια κοινωνία έτοιμη να αντιμετωπίσει και να αντιταχθεί στις δεδομένες, σφοδρές αντιδράσεις του συντηρητισμού. Στην τελική, οποιαδήποτε ικανοποίηση τέτοιων δίκαιων αιτημάτων δεν θα έρθει από κοινές συναντήσεις ή συμβιβαστική διαπραγμάτευση Πρωθυπουργού – Αρχιεπισκόπου. Θα έρθει αντι να περιμένει «πεφωτισμένες ηγεσίες», όταν η κοινωνία καταλάβει τι ακριβώς θέλει, ανοίξει τη δημόσια συζήτηση εστιάζοντας στα πραγματικά σημαντικά, εξηγήσει ψύχραιμα πώς αυτά τα δικαιώματα δεν παραβιάζουν τη θρησκευτική ελευθερία του διπλανού και τα ζητήσει ξεκάθαρα και άνευ όρων από το πολιτικό σύστημα, ακυρώνοντας την πολιτική επιρροή που χρησιμοποιεί ως επιχείρημα η Εκκλησία, χωρίς να αρκείται σε επικοινωνιακά τρικ που μεταθέτουν τα προβλήματα σε κάποιο μακρινό μέλλον.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, όπως συμβαίνει και σε άλλα ζητήματα, το πιθανότερο είναι ότι το status quo θα παραμένει ίδιο, απλά θα αλλάζει πρόσωπο.

Πηγή: The Press Project