Άρθρα

Η έσχατη προσπάθεια άσκησης έφεσης του Julian Assange

Ο Τζούλιαν Ασάνζ θα ασκήσει αυτή την εβδομάδα την τελευταία του έφεση στα βρετανικά δικαστήρια για να αποφύγει την έκδοσή του. Αν εκδοθεί, αυτό θα σημάνει τον θάνατο των ερευνών του Τύπου για την εσωτερική λειτουργία της εξουσίας

ΛΟΝΔΙΝΟ – Εάν ο Τζούλιαν Ασάνζ δεν λάβει άδεια να ασκήσει έφεση κατά της έκδοσής του στις Ηνωμένες Πολιτείες ενώπιον μιας ομάδας δύο δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου αυτή την εβδομάδα, δεν θα έχει καμία άλλη δυνατότητα προσφυγής στο βρετανικό νομικό σύστημα. Οι δικηγόροι του μπορούν να ζητήσουν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) αναστολή της εκτέλεσης βάσει του Κανονισμού 39, το οποίο δίνεται σε «εξαιρετικές περιστάσεις» και «μόνο όταν υπάρχει άμεσος κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης». Αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το βρετανικό δικαστήριο θα συμφωνήσει. Μπορεί να διατάξει την άμεση έκδοση του Τζούλιαν πριν από την έκδοση απόφασης βάσει του Κανονισμού 39 ή μπορεί να αποφασίσει να αγνοήσει [ενδεχόμενο] αίτημα του ΕΔΑΔ να επιτραπεί στον Τζούλιαν να εκδικαστεί η υπόθεσή του από το δικαστήριο.

Η σχεδόν 15ετής δίωξη του Julian, η οποία έχει επιβαρύνει σε μεγάλο βαθμό τη σωματική και ψυχολογική του υγεία, γίνεται στο όνομα της έκδοσής του στις ΗΠΑ, όπου θα δικαστεί για την υποτιθέμενη παραβίαση 17 κατηγοριών του Νόμου περί Κατασκοπείας του 1917, με ενδεχόμενη ποινή κάθειρξης 170 ετών.

Το ‘έγκλημα’ του Τζούλιαν είναι ότι δημοσίευσε απόρρητα έγγραφα, εσωτερικά μηνύματα, εκθέσεις και βίντεο της αμερικανικής κυβέρνησης και του αμερικανικού στρατού το 2010, τα οποία δόθηκαν από την whistleblower του αμερικανικού στρατού Τσέλσι Μάνινγκ. Αυτός ο τεράστιος όγκος υλικού αποκάλυψε σφαγές αμάχων, βασανιστήρια, δολοφονίες, τον κατάλογο των κρατουμένων που κρατούνταν στο Γκουαντάναμο και τις συνθήκες στις οποίες υποβάλλονταν, καθώς και τους κανόνες εμπλοκής στο Ιράκ. Αυτοί που διέπραξαν αυτά τα εγκλήματα—συμπεριλαμβανομένων των πιλότων ελικοπτέρων των ΗΠΑ που δολοφόνησαν δύο δημοσιογράφους του Reuters και άλλους 10 πολίτες και τραυμάτισαν σοβαρά δύο παιδιά, γεγονότα που καταγράφηκαν εξ ολοκλήρου στο βίντεο Collateral Murder—δεν διώχθηκαν ποτέ ποινικά.

Ο Τζούλιαν αποκάλυψε αυτό που η αμερικανική αυτοκρατορία προσπαθεί να σβήσει από την Ιστορία.

Η δίωξη του Julian είναι ένα δυσοίωνο μήνυμα για τους υπόλοιπους από εμάς. Αψηφήστε το αμερικανικό imperium, αποκαλύψτε τα εγκλήματά του, και όποιος κι αν είστε, από όποια χώρα κι αν έρχεστε, όπου κι αν ζείτε, θα σας κυνηγήσουν και θα σας φέρουν στις ΗΠΑ για να περάσετε το υπόλοιπο της ζωής σας σε ένα από τα πιο σκληρά συστήματα φυλακών στη γη. Αν ο Τζούλιαν κριθεί ένοχος, αυτό θα σημάνει τον θάνατο της ερευνητικής δημοσιογραφίας για τις εσωτερικές λειτουργίες της κρατικής εξουσίας. Η κατοχή, και πολύ περισσότερο η δημοσίευση, διαβαθμισμένου υλικού—όπως έκανα εγώ όταν ήμουν δημοσιογράφος στους New York Times—θα ποινικοποιηθεί. Και αυτό είναι το ζητούμενο, το οποίο κατανοούν οι New York Times, Der Spiegel, Le Monde, El País και The Guardian, οι οποίες εξέδωσαν κοινή επιστολή με την οποία καλούν τις ΗΠΑ να αποσύρουν τις κατηγορίες εναντίον του.

Ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Άντονι Αλμπανέζε και άλλοι ομοσπονδιακοί νομοθέτες ψήφισαν την Πέμπτη να σταματήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία τον εγκλεισμό του Τζούλιαν, σημειώνοντας ότι αυτός προέκυψε από το ότι «έκανε τη δουλειά του ως δημοσιογράφος» για να αποκαλύψει «στοιχεία για παραπτώματα των ΗΠΑ».

Η νομική υπόθεση εναντίον του Τζούλιαν, την οποία κάλυψα από την αρχή και θα καλύψω ξανά στο Λονδίνο αυτή την εβδομάδα, έχει μια παράξενη ποιότητα του είδους του βιβλίου “Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων“, όπου δικαστές και δικηγόροι μιλούν με σοβαρό ύφος για το νόμο και τη δικαιοσύνη, ενώ ταυτόχρονα γελοιοποιούν τις πιο βασικές αρχές των πολιτικών ελευθεριών και της νομολογίας.

Πώς μπορούν να προχωρούν οι ακροάσεις όταν η ισπανική εταιρεία ασφαλείας της πρεσβείας του Ισημερινού, η UC Global, όπου ο Τζούλιαν αναζήτησε καταφύγιο για επτά χρόνια, παρείχε στη CIA βιντεοσκοπημένη παρακολούθηση των συναντήσεων μεταξύ του Τζούλιαν και των δικηγόρων του, παραβιάζοντας το απόρρητο δικηγόρου-πελάτη; Αυτό και μόνο θα έπρεπε να είχε οδηγήσει στην απόρριψη της υπόθεσης από το δικαστήριο.

Πώς μπορεί η κυβέρνηση του Ισημερινού υπό τον Λένιν Μορένο να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο ανακαλώντας το καθεστώς ασύλου του Τζούλιαν και επιτρέποντας στη Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου να εισέλθει στην πρεσβεία του Ισημερινού—κυρίαρχο έδαφος του Ισημερινού—για να μεταφέρει τον Τζούλιαν σε ένα αστυνομικό φορτηγάκι που τον περίμενε;

Γιατί τα δικαστήρια αποδέχθηκαν την εισαγγελική θέση ότι ο Τζούλιαν δεν είναι νόμιμος δημοσιογράφος;

Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία αγνόησαν το άρθρο 4 της Συνθήκης Έκδοσής τους που απαγορεύει την έκδοση για πολιτικά αδικήματα;

Πώς επιτρέπεται να συνεχιστεί η υπόθεση κατά του Julian αφού ο βασικός μάρτυρας των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Sigurdur Thordarson—ένας καταδικασμένος απατεώνας και παιδόφιλος—παραδέχτηκε ότι κατασκεύασε τις κατηγορίες που διατύπωσε κατά του Julian;

Πώς μπορεί ο Τζούλιαν, ένας Αυστραλός πολίτης, να κατηγορηθεί βάσει του νόμου περί κατασκοπείας των ΗΠΑ, όταν δεν συμμετείχε σε κατασκοπεία και δεν είχε την έδρα του στις ΗΠΑ όταν έλαβε τα έγγραφα που διέρρευσαν;

Γιατί τα βρετανικά δικαστήρια επιτρέπουν την έκδοση του Τζούλιαν στις ΗΠΑ, όταν η CIA—εκτός από το να θέσει τον Τζούλιαν υπό 24ωρη βιντεοσκοπημένη και ψηφιακή παρακολούθηση όσο βρισκόταν στην πρεσβεία του Ισημερινού—εξέταζε το ενδεχόμενο απαγωγής και δολοφονίας του, σχέδια που περιλάμβαναν μια πιθανή ανταλλαγή πυροβολισμών στους δρόμους του Λονδίνου με τη συμμετοχή της Μητροπολιτικής Αστυνομίας;

Πώς μπορεί να καταδικαστεί ο Τζούλιαν ως εκδότης όταν δεν απέκτησε και δεν διέρρευσε τα απόρρητα έγγραφα που δημοσίευσε, όπως έκανε ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ;

Γιατί η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν κατηγορεί τον εκδότη των New York Times ή του Guardian για κατασκοπεία αφού και αυτές δημοσίευσαν το ίδιο υλικό που είχε διαρρεύσει σε συνεργασία με το WikiLeaks;

Γιατί ο Τζούλιαν κρατείται σε απομόνωση σε φυλακή υψίστης ασφαλείας χωρίς δίκη για σχεδόν πέντε χρόνια, όταν η μόνη τεχνική παράβαση του νόμου είναι η παραβίαση των όρων εγγύησης όταν ζήτησε άσυλο στην πρεσβεία του Ισημερινού; Κανονικά αυτό θα συνεπαγόταν πρόστιμο.

Γιατί του αρνήθηκαν την εγγύηση αφού τον έστειλαν στις φυλακές Belmarsh;

Αν ο Julian εκδοθεί, το δικαστικό του λιντσάρισμα θα γίνει χειρότερο. Η υπεράσπισή του θα εμποδιστεί από τους αντιτρομοκρατικούς νόμους των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του Νόμου περί Κατασκοπείας και των Ειδικών Διοικητικών Μέτρων (Special Administrative MeasuresSAMs). Θα συνεχίσει να εμποδίζεται να μιλάει στο κοινό—εκτός από σπάνιες περιπτώσεις—και να αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση. Θα δικαστεί από το Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ για την Ανατολική Περιφέρεια της Βιρτζίνια, όπου οι περισσότερες υποθέσεις κατασκοπείας έχουν κερδηθεί από την αμερικανική κυβέρνηση. Το γεγονός ότι οι ένορκοι προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από άτομα που εργάζονται ή έχουν φίλους και συγγενείς που εργάζονται για τη CIA και άλλες υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας που έχουν την έδρα τους όχι μακριά από το δικαστήριο, αναμφίβολα συμβάλλει σε αυτή τη σειρά δικαστικών αποφάσεων.

Τα βρετανικά δικαστήρια, από την πρώτη στιγμή, έκαναν την υπόθεση διαβόητα δύσκολη στην κάλυψη, περιορίζοντας σημαντικά τις θέσεις στην αίθουσα του δικαστηρίου, παρέχοντας συνδέσεις βίντεο που ήταν ελαττωματικές, και στην περίπτωση της ακρόασης αυτής της εβδομάδας, απαγορεύοντας σε οποιονδήποτε εκτός Αγγλίας και Ουαλίας, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων που είχαν καλύψει στο παρελθόν τις ακροάσεις, να έχει πρόσβαση σε σύνδεσμο για τις υποτιθέμενες δημόσιες διαδικασίες.

Ως συνήθως, δεν ενημερωνόμαστε για τα χρονοδιαγράμματα ή τα ωράρια. Το δικαστήριο θα εκδώσει απόφαση στο τέλος της διήμερης ακροαματικής διαδικασίας στις 20 και 21 Φεβρουαρίου; Ή θα περιμένει εβδομάδες, ακόμη και μήνες, για να εκδώσει μια απόφαση, όπως έχει κάνει στο παρελθόν; Θα επιτρέψει στο ΕΔΑΔ να εκδικάσει την υπόθεση ή θα μεταφέρει αμέσως τον Τζούλιαν στις ΗΠΑ; Έχω τις αμφιβολίες μου για το αν το Ανώτατο Δικαστήριο θα περάσει την υπόθεση στο ΕΔΑΔ, δεδομένου ότι ο κοινοβουλευτικός βραχίονας του Συμβουλίου της Ευρώπης, που δημιούργησε το ΕΔΑΔ, μαζί με τον Επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του, αντιτίθενται στην «κράτηση, έκδοση και δίωξη του Julian», επειδή αποτελεί «επικίνδυνο προηγούμενο για τους δημοσιογράφους». Θα ικανοποιήσει το δικαστήριο το αίτημα του Τζούλιαν να είναι παρών στην ακροαματική διαδικασία ή θα αναγκαστεί να παραμείνει στις φυλακές υψηλής ασφαλείας Belmarsh της Βρετανικής Αστυνομίας στο Thamesmead του νοτιοανατολικού Λονδίνου, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν; Κανείς δεν είναι σε θέση να μας πει.

Ο Τζούλιαν σώθηκε από την έκδοση τον Ιανουάριο του 2021, όταν η περιφερειακή δικαστής Vanessa Baraitser στο δικαστήριο του Westminster αρνήθηκε να εγκρίνει το αίτημα έκδοσης. Στην 132 σελίδων απόφασή της, διαπίστωσε ότι υπήρχε «σημαντικός κίνδυνος» ο Julian να αυτοκτονήσει λόγω της σκληρότητας των συνθηκών που θα υφίστατο κρατούμενος από το σωφρονιστικό σύστημα των ΗΠΑ. Αλλά αυτό ήταν μια λεπτή κλωστή. Η δικαστής αποδέχθηκε ότι όλες τις κατηγορίες που απαγγέλθηκαν από τις ΗΠΑ εναντίον του Τζούλιαν ήταν καλόπιστες. Απέρριψε τα επιχειρήματα ότι η υπόθεσή του είχε πολιτικά κίνητρα, ότι δεν θα είχε δίκαιη δίκη στις ΗΠΑ και ότι η δίωξή του αποτελεί επίθεση στην ελευθερία του Τύπου.

Η απόφαση της Baraitser ανατράπηκε αφού η κυβέρνηση των ΗΠΑ άσκησε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου. Παρόλο που το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε τα συμπεράσματα της Baraitser σχετικά με τον «σημαντικό κίνδυνο» αυτοκτονίας του Julian εάν υποστεί ορισμένες συνθήκες εντός μιας αμερικανικής φυλακής, δέχθηκε επίσης τέσσερις διαβεβαιώσεις που περιέχονταν στο αμερικανικό διπλωματικό σημείωμα αριθ. 74, που δόθηκε στο δικαστήριο τον Φεβρουάριο του 2021, το οποίο υποσχόταν ότι ο Julian θα τύχει καλής μεταχείρισης.

Η αμερικανική κυβέρνηση υποστήριξε στο διπλωματικό σημείωμα ότι οι διαβεβαιώσεις της «απαντούν πλήρως στις ανησυχίες που έκαναν τη δικαστή [στο κατώτερο δικαστήριο] να αποδεσμεύσει τον κ. Ασάνζ». Οι ‘διαβεβαιώσεις’ αναφέρουν ότι ο Τζούλιαν δεν θα υποβληθεί σε SAMs. Υπόσχονται ότι ο Τζούλιαν, Αυστραλός πολίτης, μπορεί να εκτίσει την ποινή του στην Αυστραλία, εάν η αυστραλιανή κυβέρνηση ζητήσει την έκδοσή του. Υπόσχονται ότι θα λάβει επαρκή κλινική και ψυχολογική φροντίδα. Υπόσχονται ότι, πριν και μετά τη δίκη, ο Τζούλιαν δεν θα κρατηθεί στο Διοικητικό Κατάστημα Μέγιστης Ασφάλειας (ADX) στη Florence του Κολοράντο.

Αυτά ακούγονται καθησυχαστικά. Αλλά είναι μέρος της κυνικής δικαστικής παντομίμας που χαρακτηρίζει τη δίωξη του Τζούλιαν.

Κανείς δεν κρατείται προδικαστικά στην ADX Florence. Η ADX Florence δεν είναι επίσης η μόνη φυλακή υψίστης ασφαλείας στις ΗΠΑ όπου μπορεί να φυλακιστεί ο Τζούλιαν. Θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε μία από τις άλλες εγκαταστάσεις μας που μοιάζουν με το Γκουαντάναμο, σε μία Μονάδα Διαχείρισης Επικοινωνιών (CMU). Οι CMU είναι εξαιρετικά περιοριστικές μονάδες που αναπαράγουν τη σχεδόν πλήρη απομόνωση που επιβάλλουν οι SAM. Οι ‘διαβεβαιώσεις’ δεν είναι νομικά δεσμευτικές. Όλες συνοδεύονται από ρήτρες διαφυγής.

Εάν ο Julian κάνει «κάτι μετά την προσφορά αυτών των διαβεβαιώσεων που πληροί τις προϋποθέσεις για την επιβολή SAMs ή την αποστολή σε ADX», θα υπόκειται, όπως παραδέχθηκε το δικαστήριο, σε αυτές τις σκληρότερες μορφές ελέγχου. Εάν η Αυστραλία δεν ζητήσει μεταφορά, αυτό «δεν μπορεί να αποτελέσει αιτία για κριτική προς τις ΗΠΑ ή λόγο για να θεωρηθούν οι διαβεβαιώσεις ανεπαρκείς όσον αφορά την ικανοποίηση των ανησυχιών της δικαστού», αναφέρεται στην απόφαση. Και ακόμη και αν δεν συνέβαινε αυτό, ο Τζούλιαν θα χρειαζόταν 10-15 χρόνια για να ασκήσει έφεση κατά της ποινής του μέχρι [την οριστική εκδίκαση από]το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, χρόνος που θα ήταν υπεραρκετός για να τον καταστρέψει ψυχολογικά και σωματικά. Η Διεθνής Αμνηστία δήλωσε ότι οι «διαβεβαιώσεις δεν αξίζουν το χαρτί στο οποίο είναι γραμμένες».

Οι δικηγόροι του Τζούλιαν θα προσπαθήσουν να πείσουν δύο δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου να του δώσουν άδεια να ασκήσει έφεση στην οποία θα προβάλλει ορισμένα από τα επιχειρήματα κατά της έκδοσης, τα οποία η δικαστής Baraitser απέρριψε τον Ιανουάριο του 2021. Οι δικηγόροι του, αν η άσκηση έφεσης γίνει δεκτή, θα υποστηρίξουν ότι η δίωξη του Julian για τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα συνιστά «σοβαρή παραβίαση» του δικαιώματός του στην ελευθερία του λόγου, ότι ο Julian διώκεται για τις πολιτικές του απόψεις, κάτι που δεν επιτρέπει η συνθήκη έκδοσης μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ, ότι ο Julian κατηγορείται για «καθαρά πολιτικά αδικήματα» και η συνθήκη μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ απαγορεύει την έκδοση υπό τέτοιες συνθήκες, ότι ο Τζούλιαν δεν πρέπει να εκδοθεί για να αντιμετωπίσει δίωξη όπου ο Νόμος περί Κατασκοπείας «επεκτείνεται με πρωτοφανή και απρόβλεπτο τρόπο», ότι οι κατηγορίες θα μπορούσαν να τροποποιηθούν με αποτέλεσμα ο Τζούλιαν να αντιμετωπίσει τη θανατική ποινή και ότι ο Τζούλιαν δεν θα τύχει δίκαιης δίκης στις ΗΠΑ.

Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο χορηγήσει στον Τζούλιαν την άδεια να ασκήσει έφεση, θα οριστεί νέα ακροαματική διαδικασία κατά την οποία θα υποστηρίξει τους λόγους της έφεσής του. Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο αρνηθεί να χορηγήσει στον Τζούλιαν άδεια έφεσης, η μόνη επιλογή που απομένει είναι να προσφύγει στο ΕΔΑΔ. Εάν δεν μπορέσει να πάει την υπόθεσή του στο ΕΔΑΔ [για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν], θα εκδοθεί στις ΗΠΑ.

Η απόφαση να ζητηθεί η έκδοση του Τζούλιαν, η οποία σχεδιάστηκε από την κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, προωθήθηκε από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ μετά τη δημοσίευση από το WikiLeaks των εγγράφων που είναι γνωστά ως Vault 7, τα οποία αποκάλυψαν τα προγράμματα κυβερνοπολέμου της CIA, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν σχεδιαστεί για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των αυτοκινήτων, των έξυπνων τηλεοράσεων, των web browsers και των λειτουργικών συστημάτων των περισσότερων έξυπνων τηλεφώνων.

Η ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος έγινε εξίσου αιμοδιψής με τους Ρεπουμπλικάνους μετά τη δημοσίευση από το WikiLeaks δεκάδων χιλιάδων ηλεκτρονικών μηνυμάτων που ανήκαν στην Εθνική Επιτροπή του Δημοκρατικού Κόμματος (DNC) και σε ανώτερα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του John Podesta, προέδρου της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2016.

Τα ηλεκτρονικά μηνύματα Podesta αποκάλυψαν ότι η Κλίντον και άλλα μέλη της διοίκησης Ομπάμα γνώριζαν ότι η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ—που είχαν και οι δύο δωρίσει εκατομμύρια δολάρια στο Ίδρυμα Κλίντον—ήταν μεγάλοι χρηματοδότες του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στη Συρία. Αποκάλυψαν απομαγνητοφωνήσεις τριών ιδιωτικών συνομιλιών που έδωσε η Κλίντον στην Goldman Sachs— για τις οποίες πληρώθηκε 675.000 δολάρια—ένα ποσό τόσο μεγάλο που μόνο ως δωροδοκία μπορεί να θεωρηθεί. Η Κλίντον εμφανίζεται στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου να λέει στις οικονομικές ελίτ ότι θέλει «ανοιχτό εμπόριο και ανοιχτά σύνορα» και πιστεύει ότι τα στελέχη της Wall Street είναι σε καλύτερη θέση για να διαχειριστούν την οικονομία, δήλωση που έρχεται σε αντίθεση με τις προεκλογικές της υποσχέσεις για οικονομική μεταρρύθμιση. Αποκάλυψαν τη στρατηγική της εκστρατείας της Κλίντον, που η ίδια περιέγραψε ως «Pied Piper», η οποία χρησιμοποιούσε τις επαφές της στον Τύπο για να επηρεάσει τις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων προβάλλοντας αυτούς που αποκαλούσε «πιο ακραίους υποψηφίους», για να εξασφαλίσει ότι ο Τραμπ ή ο Τεντ Κρουζ θα κερδίσουν το χρίσμα του κόμματός τους. Αποκάλυψαν ότι η Κλίντον γνώριζε εκ των προτέρων τις ερωτήσεις σε ένα προκριματικό ντιμπέιτ. Τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εξέθεσαν επίσης την Κλίντον ως έναν από τους αρχιτέκτονες του πολέμου και της καταστροφής της Λιβύης, ενός πολέμου που πίστευε ότι θα έδινε λάμψη στα διαπιστευτήριά της ως υποψήφια πρόεδρος.

[Κάποιοι] δημοσιογράφοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι οι πληροφορίες αυτές, όπως και τα αρχεία καταγραφής του πολέμου, θα έπρεπε να παραμείνουν μυστικές. Αλλά αν το κάνουν, δεν μπορούν να αποκαλούνται δημοσιογράφοι.

Η ηγεσία των Δημοκρατικών, η οποία προσπάθησε να κατηγορήσει τη Ρωσία για την εκλογική της ήττα από τον Τραμπ – σε αυτό που έγινε γνωστό ως Russiagate – κατηγόρησε ότι τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου Podesta και οι διαρροές του DNC αποκτήθηκαν από χάκερ της ρωσικής κυβέρνησης, αν και μια έρευνα υπό τον Robert Mueller, τον πρώην διευθυντή του FBI, «δεν συγκέντρωσε επαρκή παραδεκτά στοιχεία ότι το WikiLeaks γνώριζε—ή ακόμη και ότι εθελοτυφλούσε» για οποιοδήποτε υποτιθέμενο χακάρισμα από το ρωσικό κράτος.

Ο Τζούλιαν διώκεται επειδή παρέδωσε στο κοινό τις σημαντικότερες, από την εποχή της δημοσίευσης των Pentagon Papers, πληροφορίες για τα εγκλήματα και την ψευδολογία της αμερικανικής κυβέρνησης. Όπως όλοι οι μεγάλοι δημοσιογράφοι, ήταν αμερόληπτος. Ο στόχος του ήταν η εξουσία.

Δημοσιοποίησε τη δολοφονία σχεδόν 700 αμάχων που είχαν πλησιάσει πολύ κοντά σε αμερικανικές φάλαγγες και σημεία ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων εγκύων γυναικών, τυφλών και κωφών και τουλάχιστον 30 παιδιών.

Δημοσιοποίησε τους περισσότερους από 15.000 αδήλωτους θανάτους ιρακινών πολιτών και τα βασανιστήρια και την κακοποίηση περίπου 800 ανδρών και αγοριών, ηλικίας 14 έως 89 ετών, στο στρατόπεδο κράτησης του Γκουαντάναμο.

Μας έδειξε ότι η Χίλαρι Κλίντον διέταξε το 2009 Αμερικανούς διπλωμάτες να κατασκοπεύουν τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν και άλλους εκπροσώπους του ΟΗΕ από την Κίνα, τη Γαλλία, τη Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο, κατασκοπεία που περιελάμβανε τη λήψη DNA, σαρώσεων ίριδας, δακτυλικών αποτυπωμάτων και προσωπικών κωδικών πρόσβασης.

Αποκάλυψε ότι ο Ομπάμα, η Χίλαρι Κλίντον και η CIA υποστήριξαν το στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουνίου 2009 στην Ονδούρα, το οποίο ανέτρεψε τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο Μανουέλ Ζελάγια, αντικαθιστώντας τον με ένα δολοφονικό και διεφθαρμένο στρατιωτικό καθεστώς.

Αποκάλυψε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαπέλυσαν μυστικά επιθέσεις με πυραύλους, βόμβες και μη επανδρωμένα αεροσκάφη στην Υεμένη, σκοτώνοντας πλήθη από αμάχους.

Κανένας άλλος σύγχρονος δημοσιογράφος δεν έχει καν πλησιάσει τη σημασία των δικών του αποκαλύψεων.

Ο Τζούλιαν είναι ο πρώτος. Εμείς είμαστε οι επόμενοι.

Πηγή: The Chris Hedges Report

Μετάφραση: Κ. Μηλολιδάκης

Να μην περάσει η ποινικοποίηση των κινητοποιήσεων σε Νοσοκομεία και Σχολεία

Κατατέθηκε στις 9.2.2024 το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».

Ύστερα από διαβούλευση δύο μηνών στους οποίους συγκέντρωσε την ομόθυμη κατακραυγή του νομικού και όχι μόνο κόσμου, ακόμη και των νομικών που πρόσκεινται ιδεολογικοπολιτικά στον χώρο της νέας Δημοκρατίας, η κυβέρνηση επιμένει στην ψήφιση του νόμου αυτού, το κείμενο του σχεδίου του οποίου ελάχιστες αλλαγές παρουσιάζει σε σχέση με το προηγούμενο και αυτές περισσότερο αρνητικές, παρά θετικές.

Εχουν προηγηθεί δύο σημειώματά  μου σχετικά με το νομοσχέδιο («Βοήθεια, οι μεταρρυθμιστές….» στις 29.11.2023 με αφορμή την πρώτη δημόσια εξαγγελία του νομοσχεδίου και «Ποινικοί Κώδικες : Κομμάτια και θρύψαλα…..» στις 09.12.2023, με αφορμή το σχέδιο νόμου που δόθηκε στη διαβούλευση τις μέρες εκείνες, ανηρτημένα και τα δύο σε πληθώρα ιστοσελίδων), επισημαίνω σε πρώτη ανάγνωση τις πιο ενδιαφέρουσες αλλαγές που εμφανίζονται στο κείμενο του νέου νομοσχεδίου :

Με το νομοσχέδιο του Δεκεμβρίου 2023 (το είχα επισημάνει στο παραπάνω κείμενό μου) προβλέπονταν η θέσπιση ενός νέου αδικήματος, που ποινικοποιεί τις κινητοποιήσεις στα νοσοκομεία. Πρόκειται για την παρακάτω διάταξη :

Άρθρο 25 Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας νοσηλευτικών ιδρυμάτων – Προσθήκη παρ. 4 στο  άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα. Στο άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
 
«4. Όποιος εισέρχεται σε χώρο υγειονομικής περίθαλψης και με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως με φωνασκίες, θόρυβο, ύβρεις ή απειλές κατά του υγειονομικού προσωπικού, υπαλλήλων ή ασθενών διαταράσσει τη λειτουργία του, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή και αν η πράξη συνδέεται με πρόκληση βιαιοπραγίας με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή.». 

Όταν αναφέρεται ελάχιστο όριο ποινής φυλάκισης, τότε σημαίνει ότι το εύρος της απειλούμενης ποινής κυμαίνεται ανάμεσα στο αναφερόμενο ελάχιστο όριο και το εκ του νόμου μέγιστο, που για την ποινή φυλάκισης είναι 5 χρόνια. Αρα οι απειλούμενες ποινές σημαίνουν 1 έως 5 χρόνια στην πρώτη περίπτωση και 2 έως 5 χρόνια στη δεύτερη. Και οι ποινές άνω του ενός έτους με το νέο ν/σ δεν παίρνουν αναστολή, αλλά εκτίονται τουλάχιστον εν μέρει.

Η φημολογούμενη δικαιολογία ότι η διάταξη αυτή αποσκοπεί να προστατεύει το προσωπικό των νοσοκομείων από τσαμπουκάδες συγγενών ασθενών κατά του προσωπικού (γιατρών, νοσοκόμων κλπ) δεν πείθει. Ακόμα και αν έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα από Π.Ι.Σ. γίνεται προσχηματική χρήση του αιτήματος για να καταστείλει τις κινητοποιήσεις.

Κριτήρια για αυτό είναι :

1) Η αοριστία του «χώρου υγειονομικής περίθαλψης», που μπορεί να περιλαμβάνει και τα προαύλια και τους διαδρόμους και άλλους χώρους μέσα στα νοσοκομεία.

2) Η έμφαση στον θόρυβο και τις φωνασκίες. Μόνο για συνθήματα και ντουντούκες δεν λέει.

3) Η γενική διατύπωση «κατά των υπαλλήλων». Τέτοιοι θεωρούνται από το νόμο και οι διοικητές των δημόσιων νοσοκομείων.

4) Η ευρύτατη διατύπωση «με οποιονδήποτε τρόπο… διαταράσσει τη λειτουργία του..», δηλαδή όχι μόνο με πράξεις κατά του προσωπικού κλπ (όλα όσα είναι από….. «ιδίως…………» έως «…………ασθενών»).

5) Η αοριστία της διατύπωσης «διαταράσσει τη λειτουργία»

6) Η αοριστία της διατύπωσης «αν η πράξη συνδέεται με πρόκληση βιαιοπραγίας» : Προσέξτε, δεν λέει με την τέλεση βιαιοπραγίας, αλλά με την πρόκληση βιαιοπραγίας. Πρόκληση σημαίνει τέλεση από άλλο πρόσωπο η ακόμα και μη τέλεση, άρα η πρόκληση είναι πολύ ευρύτερη έννοια από την τέλεση.

7) Η υπάρχουσα ποινική νομοθεσία αντιμετωπίζει τις αξιόποινες συμπεριφορές τόσο με τις γενικές διατάξεις των αδικημάτων εξύβρισης, απειλής και σωματικής βλάβης (Π.Κ. 361, 333, 308 – 311), όσο και με ειδικές διατάξεις που ισχύουν όταν ο παθών είναι «υπάλληλος» (π.χ. αυτεπάγγελτη δίωξη και επιβαρυντική περίπτωση για σωματικές βλάβες Π.Κ. 308 παρ. 2 και 315Α), ιδιότητα που έχει (τουλάχιστον το μόνιμο) το προσωπικό (γιατροί, νοσοκόμοι, διοικητικοί, τεχνικοί κλπ) των δημοσίων νοσοκομείων. Αρα δεν χρειάζεται ιδιαίτερη και αυξημένη προστασία.

8) Το γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια οι συγκεντρώσεις και οι ντουντούκες ενόχλησαν τόσο πολύ, ώστε ομολογήθηκαν από Υπουργούς και οδήγησαν σε εκδικητικές μεταχειρίσεις (Καταραχιάς, Ερωτοκρίτου κλπ).

Μετά από τη δίμηνη διαβούλευση στο σχέδιο νόμου που δημοσιοποιήθηκε στις 9/1/2024, η παραπάνω διάταξη όχι μόνο δεν εξαλείφθηκε αλλά εμπλουτίστηκε, έτσι ώστε :

Α) Αφενός να περιλάβει στο πεδίο εκδήλωσης της αξιόποινης πράξης όλους τους χώρους των δομών παροχής υπηρεσιών υγείας και όχι μόνο τους χώρους υγειονομικής περίθαλψης, άρα να διευρύνει ακόμα περισσότερο το πεδίο εφαρμογής του και

Β) Αφετέρου να επεκτείνει το πεδίο εκδήλωσης της αξιόποινης πράξης και στους εκπαιδευτικούς χώρους.

Η νέα διάταξη έχει ως εξής :

ΆΡΘΡΟ 33 νσ :

Στο άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα προστίθενται παρ. 4 και 5 ως εξής :

4) Όποιος εισέρχεται σε δομές παροχής υπηρεσιών υγείας, συμπεριλαμβανομένων των κινητών μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας ή προσεγγίζει κινητές μονάδες παροχής υγειονομικών υπηρεσιών άμεσης βοήθειας και με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως με φωνασκίες, θόρυβο, ύβρεις ή απειλές κατά του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, εργαζομένων, υπαλλήλων ή ασθενών διαταράσσει τη λειτουργία τους, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 1 (ενός) έτους και χρηματική ποινή και αν η πράξη συνδέεται με πρόκληση βιαιοπραγίας, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) και χρηματική ποινή.

5) Με τις ποινές της παρ. 4 τιμωρείται όποιος εισέρχεται σε χώρο πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως με φωνασκίες, θόρυβο, ύβρεις ή απειλές κατά του εκπαιδευτικού προσωπικού, εργαζομένων, υπαλλήλων ή μαθητών διαταράσσει την λειτουργία του.

Οσα σχόλια προηγήθηκαν για τη διάταξη που περιείχε το ν/σ του Δεκέμβρη 2023 ισχύουν στο ακέραιο και για την τωρινή διάταξη. Για αυτό και επισημαίνονται με έμφαση τα σχολιαζόμενα σημεία.

Τα ίδια ακριβώς σχόλια ισχύσουν και για την προστεθείσα παράγραφο για τα σχολεία.

Και βέβαια το ότι επεκτείνεται και σε άλλους χώρους δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να καταστείλει τις κινητοποιήσεις και στα νοσοκομεία και στα σχολεία και όχι οι δικαιολογίες που δεν πείθουν κανέναν

Και ποιος ξέρει και που αλλού αν δεν υποχρεωθεί να το αποσύρει.

Για τις νέες ταυτότητες: το δέντρο του θρησκευτικού ανορθολογισμού και το δάσος του βιομετρικού αυταρχισμού

Περίληψη: Πέραν από δεισιδαιμονίες για το “χάραγμα του αντιχρίστου”, η έκδοση νέων ψηφιακών ταυτοτήτων συνοδεύεται από την επανεισαγωγή της υποχρεωτικής δακτυλοσκόπησης του συνόλου του πληθυσμού, που μόλις το 2000 είχε καταργηθεί ως προσβολή των προσωπικών δεδομένων και της αξίας του ανθρώπου. Τα περαιτέρω σχέδια διασύνδεσης της ταυτότητας με το “ψηφιακό πορτοφόλι” θα σημάνουν την επέκταση του ελέγχου της προσωπικής ζωής του κάθε πολίτη από το κράτος, δίπλα στον έλεγχο που ήδη διαθέτουν οι εταιρείες που εμπορεύονται τα δεδομένα των κινητών τηλεφώνων και του διαδικτύου. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης διολισθαίνουν όλο και περισσότερο στο “κινέζικο μοντέλο”, το οποίο κατά τα λοιπά καταγγέλλουν ως “ολοκληρωτικό”.

Η συζήτηση για την έκδοση των νέων δελτίων αστυνομικής ταυτότητας κυριαρχείται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης από τις “ουρές στα αστυνομικά τμήματα” όσων σπεύδουν να εκδώσουν παλιού τύπου ταυτότητα “γιατί δεν θέλουν το ηλεκτρονικό τσιπάκι”. Όπως και σε άλλα ζητήματα, η κυβέρνηση, με τη βοήθεια των φιλικών της ΜΜΕ, επιλέγει τον βολικό αντίπαλο στον χώρο του ανορθολογισμού για να εμφανιστεί ως “μετριοπαθής” και “κεντρώα” και να μην απαντήσει στα πραγματικά ζητήματα που εγείρονται από τις αποφάσεις της.

Καταρχάς, η υποκρισία της Νέας Δημοκρατίας δεν περιγράφεται: οι μεγάλες ουρές που σχηματίζονται σήμερα στα αστυνομικά τμήματα οφείλονται σε απόφαση της ίδιας της κυβερνητικής πλειοψηφίας που διά φετινής τροπολογίας (ΚΥΑ υπ’ αρίθμ. 8200/0-109568/17.2.2023, ΦΕΚ Β’ 824, άρθρο 1, παρ. 8) κατοχύρωσε την ισχύ των παλαιού τύπου δελτίων ταυτότητας που θα εκδοθούν πριν τον Σεπτέμβριο για μια επιπλέον δεκαετία, σε αντίθεση με την υπουργική απόφαση του 2018 (ΚΥΑ υπ’ αρίθμ. 8200/0-297647/27.04.2018, ΦΕΚ Β’ 1476, άρθρο 9) που προέβλεπε την υποχρεωτική αντικατάσταση των παλαιού τύπου δελτίων ταυτότητας σε ένα έως πέντε έτη ανάλογα με το αρχικό γράμμα του επωνύμου. Για να το πούμε απλά: η Νέα Δημοκρατία έκλεισε προεκλογικά το μάτι σε (δυνάμει δικό της) εκλογικό ακροατήριο νομοθετώντας τη δυνατότητα αποφυγής έκδοσης νέου τύπου ταυτότητας για μια ακόμα δεκαετία, με άμεση συνέπεια τις “ουρές” στα αστυνομικά τμήματα. Όπως φάνηκε εξάλλου και από την πρόσφατη συνάντηση του πρώην Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Νότη Μηταράκη, με τον μητροπολίτη Πειραιώς με θέμα τις νέες ταυτότητες (!), η τακτική του κατευνασμού του θρησκευτικού ανορθολογισμού είναι στο dna της ελληνικής δεξιάς. Ας μην υποκρίνονται λοιπόν ότι δήθεν τον πολεμάνε.

Πέραν, όμως, από τα ενδο-οικογενειακά ζητήματα της δεξιάς πολυκατοικίας, το μείζον ζήτημα αναφορικά με τις νέες ταυτότητες είναι η (επαν)εισαγωγή της υποχρεωτικής δακτυλοσκόπησης για την έκδοσή τους (σσ: προσπερνάμε για λόγους χώρου τον λυσσαλέο εταιρικό ανταγωνισμό για την ανάληψη του έργου των νέου τύπου ταυτοτήτων, που συνδέθηκε και με το σκάνδαλο των υποκλοπών). Όπως θυμούνται οι μεγαλύτεροι, το δακτυλικό αποτύπωμα προβλεπόταν παλιότερα στην έκδοση της ταυτότητας, αποτυπωνόταν μάλιστα και στο ίδιο το δελτίο κάτω από τη φωτογραφία του κατόχου (ν.δ. 127/1969 (Α’ 29) σε συνδ. με ΥΑ υπ’ αριθμ. 8200/0-6/6.7.1981, ΦΕΚ Β’ 392). Η υποχρέωση αυτή καταργήθηκε στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των ταυτοτήτων το 2000 (ΚΥΑ υπ’ αρίθμ. 8200/0-441210/17.7.2000, ΦΕΚ Β’ 879), με την περιβόητη συζήτηση για την υποχρεωτική ή μη αναγραφή του θρησκεύματος. Κρίθηκε τότε, και σωστά, ότι το δακτυλικό αποτύπωμα είναι προσωπικό δεδομένο που ο πολίτης δεν οφείλει να προσκομίσει, παρά μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που σχετίζονται με την τέλεση αξιόποινης πράξης (Π.Δ. 342/1977, άρθρα 27-29). Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η με αριθμό 510/17/15-05-2000 γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα υπό τον πρόεδρό της Κ. Δαφέρμο: “κατά την κοινή αντίληψη, το αποτύπωμα (η “σήμανση”) συνδέεται με την υποψία ή διαπίστωση εγκληματικής δραστηριότητας (“σεσημασμένοι”), η απόδοση της οποίας έστω και εν δυνάμει στο σύνολο του ελληνικού λαού, υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο και προσβάλλει την προστατευόμενη από το Σύνταγμα αξία του ανθρώπου”.

Σήμερα, όμως, η επιστροφή στην υποχρεωτική δακτυλοσκόπηση δεν έρχεται ως κατάλοιπο του μετεμφυλιακού παρελθόντος, αλλά ως απαίτηση του… ευρωπαϊκού μέλλοντος.

Με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/1157 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου “για την ενίσχυση της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας των πολιτών της Ένωσης και των εγγράφων διαμονής που εκδίδονται για πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας”, προβλέπεται ότι: “Τα δελτία ταυτότητας περιλαμβάνουν μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφάλειας, το οποίο περιέχει βιομετρικά δεδομένα που συνίστανται σε εικόνα του προσώπου του κατόχου του δελτίου και δύο δακτυλικά αποτυπώματα σε ψηφιακούς μορφοτύπους”. Είναι ενδιαφέρον ότι, όπως ρητά αναφέρεται, η πρόβλεψη αυτή ήδη υπάρχει “για τα βιομετρικά διαβατήρια και τις βιομετρικές άδειες διαμονής για τους υπηκόους τρίτων χωρών”: πρόκειται δηλαδή για μεταφορά της τεχνογνωσίας που απέκτησε η Ευρωπαϊκή Ένωση πάνω στα σώματα των προσφύγων και των μεταναστών στα σύνορα και που τώρα θα εφαρμοστεί καθολικά στους πολίτες της ΕΕ, με τρόπο που η δακτυλοσκόπηση καθίσταται προϋπόθεση της “άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας”! Από την υποχρέωση εξαιρούνται μόνο τα παιδιά κάτω των 6 ετών, δυνητικά τα παιδιά 6-12 ετών και τα πρόσωπα που αδυνατούν να δακτυλοσκοπηθούν για σωματικούς λόγους. Να σημειωθεί ότι η υποχρέωση δακτυλοσκόπησης για την έκδοση των νέου τύπου ταυτοτήτων δεν περιλαμβανόταν στην ως άνω υπουργική απόφαση του 2018, αλλά νομοθετήθηκε με τροπολογία το 2019 (ΚΥΑ υπ’ αρίθμ. 8200/0-181621/14.05.2019, ΦΕΚ Β’ 1671), με ρητή επίκληση του ευρωπαϊκού Κανονισμού σε σχετική ανακοίνωση.

Ως δικαιολογητική βάση της ηλεκτρονικής αποθήκευσης βιομετρικών δεδομένων (εικόνα προσώπου και δύο δακτυλικά αποτυπώματα) του κατόχου της ταυτότητας προβάλλεται η “αξιόπιστη εξακρίβωση και επαλήθευση της γνησιότητας της ταυτότητας με μειωμένο κίνδυνο απάτης, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της ενίσχυσης της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας και διαμονής”. Η υποχρέωση δακτυλοσκόπησης ως προϋπόθεση ελεύθερης μετακίνησης εντός της ΕΕ, με επίκληση λόγων ασφαλείας και γνησίου των ταξιδιωτικών εγγράφων, είναι ένα μέτρο εξαιρετικά επαχθές. Ακόμα όμως και αν θεωρηθεί ότι λόγοι ασφάλειας επιτάσσουν τη δακτυλοσκόπηση για την πραγματοποίηση ενός ταξιδιού στο εξωτερικό (ήδη στα νέα διαβατήρια προβλέπονται βιομετρικά δεδομένα), η δακτυλοσκόπηση του ΣΥΝΟΛΟΥ του πληθυσμού ως προϋπόθεση για την έκδοση ταυτότητας (δηλαδή εγγράφου που είναι υποχρεωτικό, σε αντίθεση με την έκδοση διαβατηρίου που σχετίζεται με τη μετάβαση στο εξωτερικό και είναι εν τέλει προαιρετική) είναι μέτρο απολύτως δυσανάλογο με τον προβαλλόμενο σκοπό. Το 2021, πολίτης γερμανικής υπηκοότητας που, επικαλούμενος την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών του δεδομένων, αρνήθηκε τη δακτυλοσκόπηση στο πλαίσιο έκδοσης νέας ταυτότητας, προσέφυγε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο του Wiesbaden, το οποίο διατήρησε αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος του κανονισμού 2019/1157 και απευθύνθηκε με προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Δημοσιεύματα επικαλούνται την πρόταση της Γενικής Εισαγγελέα, που είναι θετική για τη λήψη βιομετρικών δεδομένων (ανακοινωθέν τύπου 112/29-6-2023, υπόθεση C-61/22), ωστόσο η απόφαση δεν έχει ακόμα εκδοθεί. Πάντως, στην Ελλάδα, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (2388/2019 ΣΤΕ, Δ’ Τμήμα) έκρινε νόμιμη τη συλλογή και αποθήκευση βιομετρικών δεδομένων (και των δακτυλικών αποτυπωμάτων) σε ηλεκτρονικό μέσο, επικαλούμενη τον νόμο για τα διαβατήρια, τη δε σκοπιμότητα επιλογής του συγκεκριμένου τύπου αστυνομικής ταυτότητας έκρινε “ακυρωτικώς ανέλεγκτη”.

Ωστόσο, η ίδια απόφαση ακύρωσε την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση όσον αφορά την αποθήκευση στο ενσωματωμένο ηλεκτρονικό μέσο του δελτίου ταυτότητας (RFID chip) των “στοιχείων που απαιτούνται για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης”. Με την πρόβλεψη αυτή (η οποία ουδέποτε εξαλείφθηκε σε συμμόρφωση της απόφασης του ΣτΕ), η κυβέρνηση προετοιμάζει την επόμενη φάση χρήσης των ψηφιακών ταυτοτήτων, π.χ. τη σύνδεσή τους με το ΑΦΜ, το “ψηφιακό πορτοφόλι”, την πληρωμή οφειλών στην Εφορία, κλπ. Σε μια εποχή που τα κινητά μας τηλέφωνα ήδη καταγράφουν το ψηφιακό αποτύπωμα του κάθε κατόχου και στη συνέχεια οι εταιρείες πωλούν τα στοιχεία αυτά για λόγους διαφήμισης και εμπορίου, η ψηφιακή διασύνδεση της ταυτότητας με το πορτοφόλι σημαίνει ότι το κράτος θα διαθέτει πρωτογενώς έναν ασύλληπτο όγκο δεδομένων για τους υπηκόους του, τα οποία θα μπορούν να αξιοποιηθούν με τρόπο πιθανά ασύδοτο. Οι αστικές δημοκρατίες της Δύσης επιτίθενται συχνά σε κράτη, όπως πχ αυτό της Κίνας, για τη χρήση ολοκληρωτικών μεθόδων ηλεκτρονικής παρακολούθησης των πολιτών τους, όπως είναι η αναγνώριση προσώπου από κάμερες. Στην πραγματικότητα, όμως, η Δύση κινείται προς την ίδια κατεύθυνση χρήσης ολοκληρωτικών μεθόδων ελέγχου κατά παράβαση κάθε έννοιας προστασίας προσωπικών δεδομένων, επικαλούμενη απλώς ότι “αυτά δεν γίνονται στη δημοκρατία”…

Ας σκεφτούμε τελικά: το 2000, εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα σήμαινε την απάλειψη του θρησκεύματος και του δακτυλικού αποτυπώματος από τις ταυτότητες ως μέσο προστασίας των προσωπικών δεδομένων και υπεράσπισης της αξίας του ανθρώπου. Είκοσι χρόνια μετά, εν μέσω ενός τοπικά περιορισμένου αλλά πάντως θερμού παγκόσμιου πολέμου δι’ αντιπροσώπων, “εκσυγχρονισμός” σημαίνει την υποχρεωτική αποδοχή σήμανσης του συνόλου του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο και μόνο για να λάβει ένας πολίτης δελτίο ταυτότητας. Η πολιτικοποίηση αυτονόητων ενεργειών, όπως είναι η έκδοση ταυτότητας ή ο εμβολιασμός, και η σύνδεσή τους – ως προϋπόθεση – με την άσκηση στοιχειωδών δικαιωμάτων (όπως η ελεύθερη μετακίνηση, η εργασία, οι συναλλαγές με το κράτος, κ.ο.κ.) δεν τσακίζει απλώς δημοκρατικές κατακτήσεις και δικαιώματα: αποξενώνει ένα διευρυνόμενο κομμάτι πολιτών από το πολιτικό σύστημα και δημιουργεί τη δεξαμενή από την οποία ψαρεύει ο ανορθολογισμός και ο φασισμός, που νομιμοποιούνται και θεριεύουν μέσα από τις πολιτικές φτωχοποίησης, ρατσισμού και εθνικισμού τις οποίες ασκούν τα ίδια τα – κατά τα άλλα “ορθολογικά” – κράτη.

Απ’ αυτή την άποψη, είναι σημαντικό να βλέπουμε, όχι μόνο το δέντρο του θρησκευτικού ανορθολογισμού που δικαίως μας ανησυχεί, αλλά το δάσος του βιομετρικού αυταρχισμού και του κρατικού ολοκληρωτισμού που δημιουργεί το πεδίο για όλα τα επιμέρους νοσηρά φαινόμενα.

Πηγή: Σύνταγμα Watch

Η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους Γλύξμπουργκ. Κινδυνεύει από τους Μητσοτάκη – Ντογιάκο.

Η μόνιμη επωδός όσων εισηγούνται μεγαλοψυχία, λήθη, δημοσία δαπάνη κηδεία του τέως βασιλιά και απόδοση τιμών αρχηγού κράτους είναι ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους Γλύξμπουργκ. 

Πράγματι, η δημοκρατία στη χώρα δεν κινδυνεύει από τους μπουφόνους της βασιλείας, Ούτως ή άλλως η ελλαδική εκδοχή γαλαζοαίματων υπήρξε ανίκανη και γκροτέσκο, σχεδόν όσο υπήρξε επιζήμια και καταστροφική. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσουμε την ιστορία. Απαιτεί όμως να μην κλείνουμε τα μάτια στο παρόν συζητώντας για το παρελθόν. 

Ο έκπτωτος μονάρχης πεθαίνει μία μέρα μετά την πρωτοφανή γνωμάτευση Ντογιάκου, που λειτουργώντας ως εκτελεστικό όργανο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, απαγορεύει στην ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) την περαιτέρω διερεύνηση του μέγα σκανδάλου των υποκλοπών, απειλώντας μάλιστα σκαιότατα τα μέλη της με απαγγελία κατηγοριών. 

Βεβαίως ο κ. Ντογιάκος πατά πάνω στον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο 5022/2022 της κυβέρνησης Μητσοτάκη για να απειλήσει την ΑΔΑΕ. Δεν ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι ένας νόμος μπορεί να ερμηνεύεται μόνο σε συμφωνία με το Σύνταγμα και όχι εναντίον του, αλλά αυτό είναι θέμα που θα το εξηγήσουν καλύτερα οι νομικοί και οι συνταγματολόγοι, όσοι τουλάχιστον δεν είναι εξωνημένοι των ποικίλων εξουσιών.

Ο αποκαλούμενος και “ψηλός” ή και “Παναθηναϊκάκιας”, νυν Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αποφάσισε να ερμηνεύσει τον νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη προστατεύοντας την κυβέρνηση από τυχόν επόμενες αποκαλύψεις για το εύρος και το είδος των υποκλοπών που οργανώθηκαν από την ΕΥΠ, όντας αυτή υπό την άμεση διοικητική και πολιτική ευθύνη του κ. Μητσοτάκη. 

Όλη η ιστορία των υποκλοπών μοιάζει πια να βγήκε από ένα ενιαίο κέντρο (ή καλύτερα παράκεντρο) εξουσίας: ο Μητσοτάκης αναλαμβάνει προσωπικά την ΕΥΠ από την πρώτη μέρα της θητείας του, η ΕΥΠ οργανώνει παρακολουθήσεις και υποκλοπές συνομιλιών πολιτικών προσώπων, υπουργών, στρατιωτικών, η κυβέρνηση κάνει νόμο με τον οποίο θωρακίζει τις υποκλοπές, και μόλις ξεσπά το σκάνδαλο και απειλείται το περαιτέρω ξεσκέπασμα των παρακολουθήσεων από την ΑΔΑΕ, η κυβέρνηση κάνει νέο νόμο με τον οποίο “περιορίζει” την ΑΔΑΕ, ενώ ο εισαγγελέας ερμηνεύει τον νόμο προληπτικά (!) και απειλεί ανοικτά την Αρχή. 

Όμορφος, αγγελικός κόσμος, και προπαντός δημοκρατικός… 

Αν η γνωμάτευση Ντογιάκου παρθεί τοις μετρητοίς, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ κινδυνεύει με σύλληψη στο βαθμό που αντέξει την πρωτοφανή πίεση την οποία υφίσταται και συνεχίσει να ασκεί τις από το Σύνταγμα προβλεπόμενες αρμοδιότητές του. Το ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πρωτοφανές για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που αρέσκεται να δηλώνει κράτος Δικαίου, δεν φαίνεται να ενοχλεί τους ιεροφάντες του “συνταγματικού πατριωτισμού” που θυμούνται το Σύνταγμα και τους νόμους μόνο στο βαθμό που βολεύει την άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό με πρώτο από όλο τη φαμίλια Μητσοτάκη. 

Αυτός είναι ο κίνδυνος για τη δημοκρατία στην Ελλάδα του 2023, και όχι οι έκπτωτοι, αναξιόπιστοι, φαιδροί και ολίγιστοι Γλύξμπουργκ, μισόν αιώνα σχεδόν μετά από την αποπομπή τους. 

Τη βασιλεία την έκρινε ήδη η ιστορία – κι ας μην αρέσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη – και αποφάνθηκε για τον ιστορικό της ρόλο ο ελληνικός λαός, όχι απλώς με το δημοψήφισμα του ‘74, αλλά με τους αγώνες και το αίμα του. 

Το πώς θα αντιμετωπιστεί ο σημερινός κίνδυνος των πολλαπλών αντισυνταγματικών εκτροπών που εκπορεύονται από την ίδια την κυβέρνηση και συνηγορούνται από τον ανώτατο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αυτή είναι η πρόκληση για τη δημοκρατία.

Η παραίτηση του πρωθυπουργού είναι μονόδρομος

Το antapocrisis αναδημοσιεύει την παρέμβαση του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γ. Σωτηρέλλη για τους παρακάτω λόγους:

α. Σε αντίθεση με τον θλιβερό στρατό του ακραίου κέντρου που δεν βρίσκει ατιμωτικό για μια δημοκρατική κοινωνία να παρακολουθείται ο υποψήφιος αρχηγός ενός κοινοβουλευτικού κόμματος, ο καθηγητής θεωρεί ότι αυτή η πράξη συνιστά ευθεία παραβίαση του Συντάγματος, ενέχοντας ποινικές και πειθαρχικές ευθύνες για τον διοικητή της ΕΥΠ και την εποπτεύουσα εισαγγελέα.

β. Αμφισβητεί ευθέως – και εξαιρετικά πειστικά – την αποστροφή του πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση ήταν “νόμιμη”. Λόγοι εθνικής ασφάλειας της χώρας δεν είναι οι εθνικές επιδιώξεις άλλων κρατών, όπως γελοιωδώς ισχυρίστηκαν κυβερνητικοί κύκλοι. Ένας βουλευτής, ευρωβουλευτής ή πολύ περισσότερο αρχηγός κόμματος δεν μπορεί να παρακολουθείται υπό την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας εκτός και αν ενέχεται σε κατασκοπία ενάντια στη χώρα του. Στην προκειμένη πρόκειται δηλαδή για αντισυνταγματικές και παράνομες υποκλοπές.

γ. Ο πρωθυπουργός έχει την αντικειμενική πολιτική ευθύνη καθώς επέλεξε την άμεση υπαγωγή της ΕΥΠ στο γραφείο του και στον ίδιο προσωπικά, επέβαλε με ελάχιστα θεσμικό τρόπο τα πρόσωπα που αποφάσισαν και ενέκριναν την παρακολούθηση Ανδρουλάκη (τον διοικητή της ΕΥΠ και την εποπτεύουσα εισαγγελέα), ψήφισε την απαγόρευση της γνωστοποίησης εκ μέρους της ΑΑΔΕ παρακολουθήσεων και υποκλοπών ακόμα και όταν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτές, έχουν εκλείψει. Όλα τα παραπάνω συντείνουν στο ότι οι υποκλοπές υπάγονταν σε εκ των προτέρων σχεδιασμό στο ανώτερο δυνατό επίπεδο (πρωθυπουργός), και σε κάθε περίπτωση η ευθύνη Μητσοτάκη για το μέγα αυτό σκάνδαλο είναι μη μεταβιβάσιμη.

δ. Ευθαρσώς θεωρεί ότι η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης πρέπει να οδηγήσει σε παραίτηση Μητσοτάκη. Αυτό δεν συνιστά απλώς εκλογές. Σημαίνει την ατιμωτική απόταξη από την πολιτική ζωή ενός πορφυρογέννητου γόνου της αστικής εξουσίας που θεωρεί ότι η χώρα ανήκει στην τάξη του και ότι μπορεί να τσαλαπατά κατά το κέφι του το Σύνταγμα, τους νόμους και τον πυρήνα των δημοκρατικών αρχών.

Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού για το σκάνδαλο των υποκλοπών κλείνουν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο τον πρώτο κύκλο μιας πρωτοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα υπόθεσης, η οποία, δυστυχώς, όχι μόνον υπονομεύει την συνταγματική λειτουργία του πολιτεύματος αλλά και θέτει ευθέως ζήτημα Δημοκρατίας.

Τα δεδομένα της υπόθεσης είναι γνωστά, τουλάχιστον καθ’ό μέρος αφορούν την ομολογημένη επίσημα, πλέον, παρακολούθηση ενός ευρωβουλευτή και υποψήφιου αρχηγού κόμματος από την ΕΥΠ. Τίποτα δεν αποκλείει βέβαια να αποδειχθεί ότι η κυβέρνηση είναι αναμεμιγμένη και με την παρακολούθηση του ίδιου (και ενός δημοσιογράφου, ενδεχομένως δε και άλλων) μέσω κακόβουλων λογισμικών που βρίσκονται στα χέρια ιδιωτικών κέντρων εξουσίας (predator, Pegasus κ.α.τ.). Ωστόσο αυτό είναι μεν αντικείμενο δημοσιογραφικής και δικαστικής διερεύνησης αλλά τίποτε δεν έχει αποδειχθεί και άρα δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε, προς το παρόν, μια τέτοια κατηγορία. Θα αρκεσθώ λοιπόν μόνο στην «νόμιμη» –όπως χαρακτηρίσθηκε καταχρηστικά από την κυβέρνηση– παρακολούθηση μέσω της ΕΥΠ, εστιάζοντας σε δύο ιδίως σημεία: πρώτον ότι η παρακολούθηση αυτή δεν ήταν νόμιμη αλλά απλώς μια νομιμοφανής παραβίαση του Συντάγματος και δεύτερον ότι η σχετική ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά και μόνον τον πρωθυπουργό, παρά την εναγώνια προσπάθειά του να μας πείσει για το αντίθετο.

Α. Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο σημείο. Το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει τα εξής:

«1. Tο απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Nόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.

**2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1».

Με βάση λοιπόν αυτές τις διατάξεις ερωτάται:

Συνέτρεχε περίπτωση είτε «διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων» είτε «λόγων εθνικής ασφάλειας»; Από τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του κ. Κοντολέοντος αλλά και από τον τρόπο που τοποθετήθηκε ο πρωθυπουργός τόσο στο «Βήμα της Κυριακής» και στην σημερινή δήλωσή του, είναι νομίζω προφανές ότι δεν συνέτρεχε καμία τέτοια περίπτωση. Πολλώ δε μάλλον με δεδομένη και την ασυλία που έχει ο Νίκος Ανδρουλάκης, ως Ευρωβουλευτής, η οποία επιβάλλει εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση. Άρα τόσο ο –τέως πλέον– διοικητής της ΕΥΠ όσο και η αρμόδια εισαγγελέας είναι υπόλογοι για εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος και υπέχουν τόσο ποινική όσο και πειθαρχική ευθύνη. Αυτό σημαίνει –πέραν των άλλων– ότι η εισαγγελέας της υπόθεσης δεν μπορεί να συνεχίσει να υπηρετεί στον δικαστικό κλάδο, επικαλούμενη την δήθεν ανεξάρτητη δικαστική κρίση της.

Διότι στην μεν περίπτωση της «διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος» δεν λέχθηκε το παραμικρό –πέρα από κάτι άθλιες διαρροές, εκβιαστικού χαρακτήρα– στην δε περίπτωση της «εθνικής ασφάλειας», το ότι πρόκειται για αόριστη νομική έννοια δεν σημαίνει ότι μπορεί να αντιμετωπισθεί κατά το δοκούν ή/και αυθαίρετα. Αντίθετα, η υπαγωγή σε «λόγο εθνικής ασφάλειας» πρέπει να υπακούει σε συγκεκριμένα ερμηνευτικά κριτήρια, που έχουν προ πολλού διαπλασθεί από την θεωρία και την νομολογία και αποκλείουν τόσο την ταύτιση της εθνικής ασφάλειας με την δημόσια τάξη (που είναι κατά πολύ ευρύτερη έννοια) όσο και την υποκατάστασή της από τις εθνικές επιδιώξεις άλλων κρατών, όπως αυτές υποτίθεται ότι εκφράστηκαν μέσω των πρεσβειών τους(αναφέρομαι στα αστεία σχετικά δημοσιεύματα, που είδαν ξαφνικά το φως της δημοσιότητας, μέσω κυβερνητικών διαρροών, για να διαψευσθούν όμως κατηγορηματικά στη συνέχεια από τις κατονομαζόμενες χώρες…). Με άλλα λόγια, η μόνη «εθνική ασφάλεια» της οποίας μπορεί να γίνει επίκληση είναι αυτή της χώρας μας (και όχι άλλης χώρας…) και ο μόνος σχετικός λόγος που θα δικαιολογούσε παρακολούθηση, για να το πούμε καθαρά, θα ήταν η κατασκοπεία…

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι δύο βασικοί υπεύθυνοι για τις αντισυνταγματικές αυτές υποκλοπές πρέπει κατά την άποψή μου να κληθούν στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, που πρόκειται να (ξανα)συγκληθεί, και να δώσουν συγκεκριμένες εξηγήσεις για την στάση τους, και μάλιστα ενώπιον του κ. Ανδρουλάκη…

Β. Με δεδομένο λοιπόν ότι οι συγκεκριμένες παρακολουθήσεις συνιστούν αναμφισβήτητη συνταγματική εκτροπή, ανακύπτει το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα. Τις πταίει; Ποιος έχει, συγκεκριμένα, την πολιτική ευθύνη για το σκάνδαλο αυτό της παρακολούθησης προβεβλημένου πολιτικού προσώπου και τι συνεπάγεται η ανάληψη αυτής της ευθύνης;

Όπως έγινε σαφές από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού η προσπάθειά του κινείται σε δύο κατευθύνσεις. Αφ’ενός μεν να μας πείσει ότι δεν γνώριζε τίποτε για τις παρακολουθήσεις αφ’ετέρου δε ότι κινείται απολύτως θεσμικά, τόσο σε σχέση με τον καταλογισμό των ευθυνών (παραίτηση Κοντολέοντος και Δημητριάδη) όσο και σε σχέση με την διαλεύκανση της υπόθεσης (αποδοχή της εκ νέου σύγκλησης της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και της σύστασης Εξεταστικής Επιτροπής). Ωστόσο, πίσω από τους θεσμικούς βερμπαλισμούς και τα μεγάλα λόγια η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, σε όλα τα πεδία. Ας δούμε γιατί:

α. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο πρωθυπουργός λέει αλήθεια για το ότι δεν γνώριζε για τις παρακολουθήσεις –κάτι που προσωπικά θα ευχόμουν να ισχύει αλλά το θεωρώ μάλλον απίθανο–αυτό διόλου δεν τον απαλλάσσει από τον καταλογισμό της πολιτικής ευθύνης. Και τούτο διότι η πολιτική ευθύνη σχετικά με την άσκηση μιας αρμοδιότητας δεν είναι υποκειμενική αλλά αντικειμενική. Στην συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση η ευθύνη αυτή είναι και αποκλειστική, αν αναλογισθούμε ότι:

Πρώτον, είναι ο ίδιος που επέλεξε την υπαγωγή της ΕΥΠ στο γραφείο του πρωθυπουργού, στο πλαίσιο του κατ’ευφημισμόν «επιτελικού κράτους» (που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συγκεντρωτικό υπερπρωθυπουργείο). Βοηθός δε εκπληρώσεως, σε αυτήν την μεταφερθείσα αρμοδιότητα, δηλαδή στην εποπτεία της ΕΥΠ, ανέλαβε ο γενικός του γραμματέας και ανιψιός του, δηλαδή το πλέον έμπιστο πρόσωπο, που λειτουργούσε σε όλα τα ζητήματα σαν «αντ’αυτού». Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η αρμοδιότητα και κατ’επέκτασιν η πολιτική ευθύνη για την λειτουργία της ΕΥΠ έπαυσαν να ανήκουν αποκλειστικά και εις ολόκληρον στον πρωθυπουργό. Το μόνο που μπορεί να υποθέσει κανείς, ως προς την διαχειριστική εμπλοκή του κ. Δημητριάδη, είναι το ότι θα ήταν αδιανόητο να γίνονται παρακολουθήσεις αυτού του είδους και αυτής της σπουδαιότητας ερήμην του. Αυτός άλλωστε ήταν και ο βασικός λόγος της παραίτησής του, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να επιμερισθεί η πολιτική ευθύνη σε αυτόν και στον διοικητή της ΕΥΠ και να απαλλαγεί έτσι ο πραγματικά -και σε κάθε περίπτωση αντικειμενικά- υπεύθυνος, δηλαδή ο πρωθυπουργός…

Δεύτερο επιβαρυντικό στοιχείο, που επιτείνει την αποκλειστικότητα της πολιτικής ευθύνης του πρωθυπουργού, είναι ότι αυτός όχι μόνον επέλεξε αλλά και επέβαλετα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, δηλαδή τόσο τον διοικητή της ΕΥΠ κ. Κοντολέοντα όσο και την εισαγγελέα κα Βλάχου. Το έπραξε δε με ελάχιστα θεσμικό τρόπο και εν πλήρει γνώσει περί του ότι επρόκειτο για δύο αμφιλεγόμενα, ως προς τα προσόντα τους, πρόσωπα. Έτσι, για μεν τον διοικητή της ΕΥΠ επέλεξε να ψηφισθεί μια φωτογραφική διάταξη, για να καλυφθεί η έλλειψη των τυπικών προσόντων του, για δε την εισαγγελέα επέμεινε στην τοποθέτησή της παρά τις αντιδράσεις από την ηγεσία του Αρείου Πάγου και την οριακή πλειοψηφία (6-5) με την οποία ψηφίσθηκε από το αρμόδιο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (με μειοψηφήσαντες, μάλιστα, τόσο τον Πρόεδρο όσο και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου…).

Τρίτο επιβαρυντικό στοιχείο είναι η ψήφιση του άρθρου 87 του νόμου 4790/2021 με την οποία τροποποιήθηκε η παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 [«Άρση του Απορρήτου (ΦΕΚ Α 121)] ως προς τους λόγους εθνικής ασφάλειας και καταργήθηκε ρητά και σε κάθε περίπτωσηη αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί την λήψη του μέτρου της άρσης, μετά την λήξη αυτής, ακόμη και αν δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε (άρθρο 3 του ν.2225/1994) και μάλιστα και για σχετικές άρσεις του απορρήτου που έχουν γίνει στο παρελθόν… Δεν είναι δε διόλου συμπτωματικό το ότι η συγκεκριμένη κατάργηση της ενημέρωσης –την οποία επέκριναν έντονα και εμπεριστατωμένα ο Πρόεδρος και δύο μέλη της Αρχής Διασφαλίσεως του Απορρήτου των Επικοινωνιών (βλ. Χρ. Ράμμου/Σ. Γρίτζαλη/Αι. Παπανικολάου, Αντίθεση του άρθρου 87 Ν. 4790/2021 προς τις εγγυήσεις της ΕΣΔΑ για διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών, Constitutionalism.gr, 7.4.2021)– έγινε σε μια περίοδο κατακόρυφης αύξησης των παρακολουθήσεων, η οποία και από μόνη της συνιστά διαρκή καταστρατήγηση του Συντάγματος, όπως επισήμαναν πρόσφατα αρκετοί συνάδελφοι.

Συμπερασματικά, ο πρωθυπουργός δεν πρέπει να συγχέει τον ρόλο του με τον ρόλο του «ανεύθυνου» ανώτατου άρχοντα (που και εκείνος ακόμη μπορεί να διωχθεί ποινικά για εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος…). Σε κάθε δε περίπτωση, έχει ο ίδιος την πλήρη και αποκλειστική πολιτική ευθύνη για μια ΕΥΠ την οποία αφού υπήγαγε ο ίδιος στις αρμοδιότητες του, εν συνεχεία την στελέχωσε με αμφιλεγόμενα πρόσωπα και με μικροπολιτικά κριτήρια, την δραστηριοποίησε υπέρμετρα και χωρίς να τηρούνται οι συνταγματικές εγγυήσεις και εν τέλει την απάλλαξε από τις ευθύνες (επί της ουσίας) παράνομων παρακολουθήσεων.

Πολλώ δε μάλλον έχει μη μεταβιβάσιμη αντικειμενική ευθύνη για το ότι η συγκεκριμένη αυτή ΕΥΠ έφτασε στο σημείο να παρακολουθεί ευρωβουλευτή και υποψήφιο αρχηγό πολιτικού κόμματος, ακόμη και αν δεχθούμε σαν αληθή τον ισχυρισμό του ότι δεν γνώριζε τίποτα… Έναν ισχυρισμό, βέβαια, ο οποίος σε κάθε περίπτωση μοιάζει σαν επίκληση «μειωμένου καταλογισμού» και ως εκ τούτου δεν τον τιμά ιδιαίτερα ως προς την πολιτική του επάρκεια…

Γ. Με βάση τα όσα προηγήθηκαν, ο πρωθυπουργός δεν έχει αναλάβει ακόμη την πολιτική ευθύνη για όσα έγιναν. Διότι ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, για μια τόσο σοβαρή υπόθεση, δεν είναι η καρατόμηση του εκλεκτού του στην ΕΥΠ και του ανιψιού του (ο οποίος μάλιστα ερευνάται και για εμπλοκή του στην χρήση κακόβουλων λογισμικών). Ούτε βεβαίως μπορεί να κρύψει την πολιτική του ευθύνη πίσω από τον δικαστικό έλεγχο -ο οποίος αφορά τις ποινικές ευθύνες- ή πίσω από την σύσταση μιας εξεταστικής επιτροπής, στην οποία το κόμμα του θα έχει την πλειοψηφία…

Τα παραπάνω ασφαλώς και πρέπει να δρομολογηθούν. Αυτό όμως πρέπει να γίνει αφού αναληφθεί ακέραιη η πολιτική ευθύνη που βαρύνει τον πρωθυπουργό. Κα μια τέτοια ανάληψη της πολιτικής ευθύνης δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο εκτός από την παραίτησή του, όπως συνέβη επανειλημμένα σε ανάλογες περιπτώσεις ανάληψης αντικειμενικής ευθύνης για πράξεις ή παραλείψεις εποπτευόμενων από πολιτικά πρόσωπα κρατικών υπηρεσιών. Μια αναδρομή στην σύγχρονη ιστορία μας -αλλά και στην ιστορία άλλων χωρών…- αποδεικνύει νομίζω εύγλωττα το τι συνεπάγεται η πραγματική ανάληψη αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην -εμβληματική- υπόθεση του Watergate…

Στο σημείο όμως αυτό ανακύπτει εύλογα το ερώτημα: δηλαδή ανάληψη της πολιτικής ευθύνης σημαίνει εκλογές; Η απάντηση είναι απλή: όχι απαραίτητα. Το ποιες θα είναι εν συνεχεία οι εξελίξεις, θα εξαρτηθεί από το τι είδους παραίτηση θα έχουμε. Αν παραιτηθεί ολόκληρη η κυβέρνηση, τότε προφανώς θα έχουμε εκλογές, διότι πρόκειται για κυβέρνηση που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, οπότε δεν θα υπάρξουν διερευνητικές εντολές αλλά αναλογική εφαρμογή της παρ. 3γτου άρθρου 37, δηλαδή διαβούλευση της Προέδρου με τα κόμματα και αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κοινοβουλευτικής κυβέρνησης προκήρυξη εκλογών που θα διεξαχθούν από διακομματική ή από υπηρεσιακή εκλογική κυβέρνηση.

Ωστόσο, αν ο πρωθυπουργός επιλέξει να αναλάβει προσωπικά την πολιτική ευθύνη, όπως είναι και το ορθό, τότε το αν θα πάμε σε εκλογές εξαρτάται αποκλειστικά από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Διότι, όταν παραιτείται ατομικά ο πρωθυπουργός κόμματος απόλυτης πλειοψηφίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει υποχρεωτικά πρωθυπουργό το πρόσωπο που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα αυτού του κόμματος. Τίποτα δεν εμποδίζει λοιπόν την Νέα Δημοκρατία να παραμείνει στην κυβέρνηση και να δρομολογήσει η ίδια, ή ένα σχήμα ευρύτερης αποδοχής που θα στηριχθεί από αυτήν, θεσμικές και πολιτικές λύσεις που θα κριθούν πρόσφορες για την υπέρβαση της κρίσης (παράλληλα βέβαια με την διαχείριση των τρεχόντων κρίσιμων κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων).

Δ. Στις λύσεις αυτές, βέβαια, εντάσσεται κατ’αρχήν και η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής. Υπό δύο όμως προϋποθέσεις:

α. Ότι η επιτροπή αυτή θα ασχοληθεί επί τούτω με το ζήτημα της συγκεκριμένης παρακολούθησης και όχι γενικά με το ζήτημα των παρακολουθήσεων των τελευταίων ετών, όπως ακούσθηκε, διότι αυτό θα παρεξέτρεπε και θα καθυστερούσε υπερβολικά την διερεύνηση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Τίποτε δεν αποκλείει, βέβαια, να αποφασισθεί στην συνέχεια και η σύσταση δεύτερης Εξεταστικής Επιτροπής, με διευρυμένο περιεχόμενο και με ιδιαίτερη έμφαση στην εν γένει προστασία του απορρήτου των ανταποκρίσεων και στους κινδύνους από την χρησιμοποίηση -τόσο από κρατικές όσο και από ιδιωτικές εξουσίας- κακόβουλων λογισμικών, από τότε που ανέκυψαν τέτοιες παρακολουθήσεις (δηλαδή από χρονικό σημείο που πρέπει να προσδιορισθεί με κάποια κριτήρια).

β. Ότι θα συμφωνηθεί από τα κόμματα να ανατεθεί σε εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα ευρύτατης αποδοχής (όπως γίνεται σε άλλες χώρες) η σύνταξη ενός προκαταρκτικού πορίσματος, με βάση τα στοιχεία που θα συλλεγούν, ώστε να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις ενός ενιαίου τελικού πορίσματος της Επιτροπής, από όλους τους συμμετέχοντες εκπροσώπους των κοινοβουλευτικών ομάδων. Μόνον έτσι θα παρακαμφθούν οι μικροκομματικές σκοπιμότητες, που οδηγούν στην σύνταξη ξεχωριστών πορισμάτων, με επικράτηση, τελικά, του πορίσματος της πλειοψηφίας και με αγνόηση των θέσεων των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών ομάδων.

Κατά την άποψή μου μια τέτοια ενίσχυση του ελεγκτικού ρόλου των Εξεταστικών Επιτροπών –προκειμένου να αποκτήσουν μείζονα θεσμική αξιοπιστία–μπορεί να γίνει και χωρίς αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής, εφόσον συμφωνηθεί από όλες τις κοινοβουλευτικές ομάδες. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μια σχετική πρόβλεψη είναι πολύ εύκολο να προστεθεί στον Κανονισμό της Βουλής, όπως έγινε, τηρουμένων των αναλογιών, με την δυνατότητα προσφυγής σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο, πριν αποφασισθεί η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την Βουλή για την παραπομπή υπουργού σε δίκη (άρθρα 153 επ. ΚαΒ).

Ε. Κλείνοντας, δεν αντέχω στον πειρασμό να επισημάνω, για μια ακόμη φορά, την μονομέρεια και την αγωνιώδη προσπάθεια υποβάθμισης του θέματος από τα «καθεστωτικά» μέσα της κατ’ευφημισμόν ενημέρωσης (δηλαδή από τα μέσα που υπηρετούν με συνέπεια τις επιλογές και τα συμφέροντα του -πολλαπλά διαπλεκόμενου- οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου). Στην αρχή έθαψαν το ζήτημα, στην συνέχεια προσπάθησαν να εμφανίσουν τον Νίκο Ανδρουλάκη σαν γραφικό, λόγω της πείσμονος εμμονής του στην προσπάθεια αποκάλυψης του σκανδάλου και μόνον όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια –χάρη στην Ανεξάρτητη Αρχή Διασφαλίσεως του Απορρήτου των Επικοινωνιών– άρχισαν να ψελλίζουν κάτι μισόλογα και να προσπαθούν να τηρούν κάπως τα προσχήματα. Επιβεβαιώθηκε έτσι, για μια ακόμη φορά, το ότι το μιντιακό μας σύστημα (και ιδίως το ραδιοτηλεοπτικό), συνιστά –με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις– μια από τις πλέον κρίσιμες παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος, επιτείνοντας και αυτό, με την σειρά του το μείζον πρόβλημα Δημοκρατίας που θέτει επί τάπητος η υπόθεση των ομολογημένων παρακολουθήσεων (και το οποίο δυστυχώς μπορεί να κακοφορμίσει, αν αποκαλυφθούν και εντελώς εξωθεσμικές παρακολουθήσεις, με κακόβουλο λογισμικό…).

Και μια τελευταία λέξη για τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Απέναντι στην αλαζονική ανευθυνότητα της κυβέρνησης αυτά καλούνται να επιδείξουν θεσμική στάση και νηφαλιότητα. Όσο και αν δικαιολογούνται σήμερα έντονες πολιτικές αντιδράσεις τους, πρέπει σε κάθε περίπτωση να συνυπολογίσουν με υπευθυνότητα την κρισιμότητα των στιγμών και να αναζητήσουν διαύλους εθνικής συνεννόησης, για την επόμενη μέρα. Διότι μόνον έτσι, και όχι με οιμωγές και λαϊκά δικαστήρια, θα καταστεί δυνατόν αφ’ενός μεν να αντιμετωπισθούν, με πολιτική γενναιότητα και αποφασιστικότητα, τα τρέχοντα προβλήματα αφ’ετέρου δε να θωρακισθούν, με συγκεκριμένες εγγυήσεις, οι συνταγματικές ελευθερίες και ο πλουραλισμός, ώστε να αποτραπεί στο μέλλον κάθε παρεκτροπή που θα μπορούσε να τραυματίσει τους θεσμούς και να υπονομεύσει περαιτέρω το δημοκρατικό μας πολίτευμα…

Πηγή: ieidiseis.gr

Από το #Έρχεται_πoύτσα στο #ΝΔ_παιδεραστές: Μιλήστε μας λίγο εκεί στη Βουλή για την ποιότητα του πολιτικού διαλόγου

Ο νυν πρωθυπουργός και αρχηγός του κόμματος που ήρθε στην εξουσία έχοντας ως ένα από τα βασικά hashtags των εκλογών του 2019 το #Έρχεται_πoύτσα (απευθυνόμενο προς τον απερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ), διαμαρτύρεται σήμερα για την ποιότητα του διαλόγου στα Κοινωνικά Δίκτυα.

Τον έπιασε ο πόνος τον Κ. Μητσοτάκη για τη χαμηλή ποιότητα που ξάφνου χαρακτηρίζει τα ελληνικά social media και κυρίως το Twitter που εδώ και χρόνια είναι ο απόπατος της πολιτικής διαπάλης του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Εκατοντάδες μισθωμένοι (κυρίως), αλλά και άμισθοι χουλιγκάνοι τουιτάρουν με τη μεγαλύτερη ευκολία τις μεγαλύτερες χυδαιότητες και νομίζουν ότι αυτό είναι πολιτική.

Με αφορμή την υπόθεση Λιγνάδη ο ΣΥΡΙΖΑ σπίναρε το #ΝΔ_παιδεραστές. Τη γραμμή εκλαΐκευσε περαιτέρω ο Βαξεβάνης και την αναβάθμισαν οι Τράγκας, Χίος, Καραχάλιος κοκ. Δεν εννοούσαν απλώς ότι η υπόθεση Λιγνάδη έχει πολιτικές προεκτάσεις που ακουμπούν τον ίδιο τον Μητσοτάκη. Εννοούσαν (ή αναρωτιούνταν «αθώα») για το αν ο Μητσοτάκης έχει στήσει κύκλωμα εκμετάλλευσης ανήλικων προσφυγόπουλων αναλαμβάνοντας τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα απευθείας στο πρωθυπουργικό του γραφείο.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη σειρά του εξανέστη, διότι το επίπεδο του διαλόγου έπεσε χαμηλά με το #ΝΔ_παιδεραστές, καθώς το κόμμα του μας είχε συνηθίσει σε κομψότατα μηνύματα, όπως αυτό του #Έρχεται _πoύτσα. Το οποίο ειρήσθω εν παρόδω τρεντάρει συχνά πυκνά από τη ΝΔ κάθε φορά που τα ΜΑΤ δέρνουν φοιτητές ή τώρα που κινδυνεύει η ζωή του Κουφοντίνα.

Τα ΜΜΕ επίσης ανατρίχιασαν με τη διαστρέβλωση της αλήθειας και αποφάσισαν ότι τίθεται ζήτημα δημοκρατίας. Το αποφάσισε ο Παπαχρήστος που μέχρι πρότινος ισχυριζόταν ότι ο Τσίπρας ανακαίνισε τη βίλα του στο Σούνιο με πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ, το ΣΤΑΡ που μας είπε ότι ο Λιγνάδης «κατηγορείται για το τίποτα» και ο ΣΚΑΙ που αναρωτιέται αν οι βιασθέντες ανήλικοι “είχαν γονείς να τους μαζέψουν”. Όλοι οι παραπάνω μαχητές της αλήθειας, θέτουν ζήτημα ποιότητας της δημοκρατίας.

Στην πραγματικότητα επιχειρούν να αθωώσουν την κυβέρνηση μετατρέποντας για ακόμα μια φορά ένα δικό τους σκάνδαλο σε μια σκευωρία του αντιπάλου.

Όποιος ισχυριστεί ότι ο Μητσοτάκης δεν είχε γνώση του #Έρχεται_πούτσα, ή ο Τσίπρας δεν είχε γνώση του #ΝΔ_παιδεραστές, κοροϊδεύει. Γνώση για τις τάσεις των hashtags που κυριαρχούν στον “πολιτικό διάλογο” έχει και ο τελευταίος τυχαίος σχολιαστής. Τα πολιτικά επιτελεία με δεκάδες στελέχη και δημοσιογράφους να δίνουν τη μάχη των trends, δεν έχουν απλώς γνώση, έχουν ισχυρότατο μερίδιο στη διαμόρφωσή τους. Και θα μπορούσαν με μία και μόνο εντολή ή δήλωση να περιορίσουν τον οχετό.

Η συζήτηση λοιπόν για την ποιότητα του πολιτικού διαλόγου που προκαλεί αύριο η κυβέρνηση στη Βουλή είναι βαθιά υποκριτική. Μοιάζει με το να διαμαρτύρεται ο Τάκης ο Τσουκαλάς για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το αγνό φίλαθλο πνεύμα στα ελληνικά γήπεδα. Η ποιότητα του πολιτικού διαλόγου είναι λίγο πιο κάτω από τον υπόνομο, αλλά τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση έχουν πλήρη συνείδηση, γνώση και ευθύνη επ’ αυτού.

Και είναι αστείο να ισχυριστεί κανείς ότι η ΝΔ και τα χυδαία ΜΜΕ θέλουν ειλικρινά να θέσουν το θέμα του πολιτικού χουλιγκανισμού, της κομματικής εκμετάλλευσης ή της διαστρέβλωσης της θέσης του αντιπάλου.

Η φωλιά τους είναι λερωμένη. Επιπλέον είναι και βαθιά υποκριτές.

Γιατί όσο είναι χυδαίο να ισχυρίζεται κανείς ότι ο Μητσοτάκης πάσαρε ανήλικους στον Λιγνάδη, άλλο τόσο χυδαίοι είναι για παράδειγμα οι ισχυρισμοί της ίδιας της κυβέρνησης αλλά και του συνόλου σχεδόν των ΜΜΕ ότι όσοι υποστηρίζουν να μην πεθάνει ο Κουφοντίνας, υποστηρίζουν ταυτόχρονα την τρομοκρατία.

Γιατί πρέπει να καταδικαστεί δηλαδή ο Τράγκας και ο Χίος (που πρέπει), αλλά δεν πρέπει να καταδικαστούν σχεδόν όλοι οι βουλευτές της ΝΔ που θεωρούν υποστηρικτές της τρομοκρατίας όσους επιμένουν να εφαρμοστεί ο νόμος και στην περίπτωση του Κουφοντίνα;

Υπάρχει χυδαιολογία που βοηθά την ποιότητα της δημοκρατίας και χυδαιολογία που δεν τη βοηθά;

Όσο για την αξιωματική αντιπολίτευση;

Ας αναρωτηθεί αν βοήθησε το #ΝΔ_παιδεραστές στην ανάδειξη της πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης για το σκάνδαλο Λιγνάδη.

Αλλά και αν διευκολύνει ή δυσχεραίνει την απόπειρα Μητσοτάκη να αντιστρέψει μια πορεία φθοράς που επιταχύνθηκε απότομα από την αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας, από το σάλο της Ικαρίας, από την βαθιά οικονομική κρίση.

Το πρόβλημα με το επίπεδο του διαλόγου στη δημόσια σφαίρα της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν είναι οι κακές λέξεις ή τα αήθη υπονοούμενα.

Όσοι τα ακούμε, θα επιβιώσουμε.

Το πρόβλημα είναι ότι οι επιφανειακές χουλιγκάνικου τύπου συγκρούσεις κρύβουν ή αποπροσανατολίζουν τις βαθύτερες και ουσιαστικότερες ανατροπές που θα μπορούσαν να τεθούν, να ζυμωθούν, να προετοιμαστούν.

Ανασταλτική δύναμη της έφεσης στην δίκη της Χρυσής Αυγής: Ζητήματα αναστολής

Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών εξέδωσε χθες την απόφαση του στην δίκη της Χρυσής Αυγής. Το δικαστήριο με Πρόεδρο την κ. Λεπενιώτη στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και προέβη σε μια απόφαση ιστορική.

Το βασικό ζήτημα που απασχόλησε το δικαστήριο ήταν το αν η έφεση των καταδικασμένων θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.  Τελικώς, δεν χορηγήθηκε αναστολή σε κανέναν από τους κατηγορουμένους πλην 12, πράγμα που σημαίνει ότι το διευθυντήριο της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής θα εκτίσει άμεσα τις ποινές κάθειρξης που τους έχουν επιβληθεί για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 παρ. 2 ΠΚ). Συνεπώς, οι Ν. Μιχαλολιάκος, Η. Κασιδιάρης, Ι. Λαγός, Η. Παναγιώταρος, Α. Ματθαιόπουλος, Γ. Γερμενής και Χ. Παππάς θα οδηγηθούν στην φυλακή. Το Τριμελές Εφετείο δεν υιοθέτησε την πρόταση της κ. Εισαγγελέως Αδαμαντίας Οικονόμου, η οποία πρότεινε η έφεση να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα για όλους, εκτός από τον Ρουπακιά. Πρότεινε ουσιαστικά να αφεθούν ελεύθεροι οι καταδικασθέντες μέχρι την έκδοση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων). Δικονομικά και δικαιοπολιτικά το δικαστήριο προχώρησε σε μια άκρως ορθή απόφαση. Διότι η πρόταση της κ. Εισαγγελέως ήταν δικονομικά εσφαλμένη.

Καταρχάς, η άρνηση χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος για τον φυσικό αυτουργό της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα Γιώργο Ρουπακιά είναι ορθή καθώς σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 3904/2010 « Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις», όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιβάλλει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης (το Τριμελές Εφετείο), το μόνο δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφανθεί για την αναστολής είναι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο. Επομένως, από τον ίδιο τον νόμο προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να αποφανθεί για την αναστολή του Ρουπακιά και άρα σωστά έκρινε να μην ανασταλεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης.

Τα σφάλματα της πρότασης της κ. Εισαγγελέως αφορούν την χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος σε όλους τους υπόλοιπους κατηγορουμένους και ειδικά αυτούς που απαρτίζουν την διεύθυνση της εγκληματικής (13 χρόνια κάθειρξη) και την Τοπική Οργάνωση Νίκαιας (τάγμα εφόδου Νίκαιας) που ήταν υπεύθυνο για την προσχεδιασμένη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 497 παρ. 8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας θέτει τα κριτήρια για την χορήγηση ή μη του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης, μεταξύ των οποίων και ο κίνδυνος ο καταδικασθείς να είναι υπότροπος, δηλαδή αν αφεθεί ελεύθερος να είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης του, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.

Εδώ πρέπει να σταθούμε και να δούμε τι σημαίνει ή αναφορά του ποινικού νομοθέτη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης ως κριτήριο μη χορήγησης τους ανασταλτικού αποτελέσματος. Το νόημα της έκφρασης «συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης» στο βαθμό που αποτυπώνει την συνδρομή αρνητικών στοιχείων που είναι ικανά να αποκλείσουν το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης, θα πρέπει τα στοιχεία αυτά να είναι, κατ’ αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορα για την τέλεση και άλλων αξιόποινων πράξεων. Η αληθινή, αιτιολογία εδώ για την μη χορήγηση ανασταλτικού θα πρέπει να υπολογίζει τα συγκεκριμένα αρνητικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, τα οποία λογικά και αιτιακά συνθέτουν και προοικονομούν κρίσιμους όρους μια αντικειμενικά δρομολογημένης εγκληματικής δραστηριότητας[1]. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που δεν δόθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση των χρυσαγιτών: αν αφεθούν ελεύθεροι οι ηγέτες της εγκληματικής οργάνωσης είναι πολύ πιθανό να υποπέσουν και πάλι σε τέλεση εγκλημάτων, καθώς παραμένουν στην δίνη μιας αποδεδειγμένα δρομολογημένης συνέχισης της εγκληματικής δραστηριότητας.

Για την ενίσχυση της παραπάνω ορθής δικονομικής άποψης θα πρέπει αναγκαστικά να ληφθεί υπόψη η δράση της Χρυσής Αυγής ως μια ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης.

Η αξιόποινη δράση της Χρυσής Αυγής εκδηλωνόταν με μια διαρκή βιαιότητα, σκληρότητα με βασικό μοτίβο τις προσχεδιασμένες και οργανωμένες αιματηρές και δολοφονικές επιθέσεις. Στα πλαίσια αυτής της εγκληματικής δραστηριότητας της η Χρυσή Αυγή έχει διαπράξει βαρύτατες πράξεις, όπως ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, απόπειρα ανθρωποκτονίας και επικίνδυνες σωματικές βλάβες. Επιθέσεις σε μαγαζιά αλλοδαπών,  ρατσιστικό πογκρόμ και δολοφονία του Αλίμ Αμντούλ Μανάν το 2011. Μαχαίρωμα Αφγανού πρόσφυγα το 2011 στον Αγ. Παντελεήμονα. Επίθεση σε δύο αλλοδαπές γυναίκες το 2011 στο Μεταξουργείο και επικίνδυνη σωματική βλάβη. Επικίνδυνη σωματική βλάβη στους Αιγύπτιους αλιεργάτες στο Πέραμα το 2012. Επίθεση σε αλλοδαπούς μικροπωλητές στην Ραφήνα το 2012. Ενέδρα 50 χρυσαυγιτών με λοστούς σε 30 μέλη του ΠΑΜΕ το 2013, πέντε ημέρες πριν την δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Δολοφονία Σαχζάτ Λουκμάν και φυσικά η δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Οι αναφορές είναι ενδεικτικές καθώς ο κατάλογος των επιθέσεων δεν έχει τελειωμό.

Είναι προφανές χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία, με βάση το πλαίσιο του άρθρου 497 παρ. 8 ΚΠΔ και με δεδομένα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εγκληματικής δραστηριότητας της Χρυσής Αυγής ότι ο κίνδυνος υποτροπής όσων καταδικάστηκαν για διεύθυνση ήταν πέρα για πέρα υπαρκτός. Διότι όχι απλά παραμένουν στην δίνη μια αποδεδειγμένα δρομολογημένης συνέχισης εγκληματικών πράξεων, αλλά οι ίδιες οι παραπάνω πράξεις τους αποτελούν οργανικό χαρακτηριστικό-αναπόσταστο κομμάτι μιας ναζιστικής οργάνωσης. Χωρίς τις ανθρωποκτονίες, τις απόπειρες ανθρωποκτονίας και τις επικίνδυνες σωματικές βλάβες σε συμπολίτες μας δεν μπορεί να υπάρξει και να συγκροτηθεί μια ναζιστική οργάνωση και το αντίστροφο.

Εκτός από τον κίνδυνο της υποτροπής προκύπτει και ακόμα ένα στοιχείο που αποδεικνύει πόσο λάθος ήταν η πρόταση της Εισαγγελέως. Η περίπτωση του Χρήστου Παππά, καταδικασθέντος για διεύθυνση. Η Εισαγγελέας στην αγόρευσή της για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης ισχυρίστηκε πως κανένας δεν είναι ύποπτος φυγής. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ ο Χρήστος Παππάς καταζητείται από την 1η Οκτωβρίου, δηλαδή δύο εβδομάδες ήδη πριν προτείνει η κ. Οικονόμου για το ανασταλτικό. Είναι δυνατόν η Εισαγγελέας να μην γνώριζε ότι ο Χρήστος Παππάς καταζητούνταν από την αστυνομία; Γιατί ισχυρίστηκε ότι κανένας δεν είναι ύποπτος φυγής την στιγμή που ο Χ. Παππάς ήδη όπως φαίνεται είχε διαφύγει; Γιατί υποστήριξε ότι κανένας κατά το παρελθόν δεν προσπάθησε να διαφύγει την σύλληψη του ενώ ο ίδιος ο Χρήστος Παππάς το 2013 μετά την δολοφονία Φύσσα κρυβόταν για να αποφύγει την σύλληψη; Η πρόταση της Εισαγγελέως την εκθέτει, είναι λάθος, δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα. Όποιος, επίσης, την υπερασπίζεται εκτίθεται και αυτός νομικά.

Το δικαστήριο με την μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος και την επιβολή άμεσης έκτισης της ποινής στους ηγέτες και στα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής έπραξε το νομικά και δικαιοπολιτικά ορθό. Από την άλλη, η κριτική που γίνεται στην κ. Εισαγγελέα από συναδέλφους και συμπολίτες μας φανερώνει βαθύτατα δημοκρατικά αντανακλαστικά. Η κριτική και η έκφραση γνώμης είναι συνταγματικό δικαίωμα και όχι λαϊκό δικαστήριο όπως ειρωνικά σχολιάζουν κάποιοι συνάδελφοι. Η κριτική στην κ. Εισαγγελέα είναι αυτό που έχει ανάγκη κάθε κοινωνικό κράτος δικαίου: μια δημοκρατία με την ενεργή συμμετοχή του λαού.

[1] Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, σελ. 668, Σάκκουλας

Το λαϊκό κίνημα είναι το πραγματικό τείχος υπεράσπισης της δημοκρατίας

Η 7η Οκτώβρη σίγουρα θα καταγραφεί ως μια ιστορική μέρα νίκης στον διαχρονικό αγώνα απέναντι στον φασισμό τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Η πρόταση της εισαγγελέως κατέπεσε και η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης για τον ρόλο της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Απομένει η απονομή των ποινών (που οι προβλεπόμενες με τον νέο Ποινικό Κώδικα Παρασκευόπουλου είναι αισθητά μειωμένες) για την ολοκληρωτική καταδίκη των νεοναζί. Οι δολοφόνοι του Παύλου Φύσσα, του Σαχζάτ Λουκμάν, οι πρωτοστάτες των επιθέσεων σε συνδικαλιστές, αντιφασίστες, πρόσφυγες και μετανάστες δεν είναι αθώοι, ποτέ δεν ήταν, είναι εγκληματική οργάνωση. Πρέπει να οδηγηθούν στη φυλακή χωρίς κανένα ελαφρυντικό, μέχρι να οδηγηθούν εκεί που πραγματικά ανήκουν, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Η μεγαλειώδης συγκέντρωση στην Αθήνα και οι μεγάλες συγκεντρώσεις σε διάφορες πόλεις έδειξαν ότι το πραγματικό τείχος υπεράσπισης της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων μας είναι το ίδιο το εργατικό και λαϊκό κίνημα, το κίνημα της νεολαίας, το πολύπλευρο και πολύμορφο αντιφασιστικό κίνημα, οι δημοκρατικοί άνθρωποι. Είναι οι δυνάμεις της μαχόμενης ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς που μετά από χρόνια εμφανίστηκαν και έδρασαν από κοινού.

Η νίκη και απονομή δικαιοσύνης δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει κτήμα της κυβέρνησης της ΝΔ, της αντιμεταναστευτικής και ακροδεξιάς ρητορικής και  της θεωρίας των δυο άκρων που κάθε φορά που σπείρεται θερίζεται φασισμός.  Δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει κτήμα του ΣΥΡΙΖΑ που έπαιξε καθοριστικό ρόλο τόσο στην καθυστέρηση της ίδιας της δίκης όσο και σε διάφορα «ξεπλύματα» των νεοναζί (στάση στη Βουλή, επίσκεψη με Κασιδιάρη στο Καστελόριζο κλπ.)

Η απόφαση του δικαστηρίου και η ανάσα δικαίωσης και αισιοδοξίας που μας δημιούργησε δεν μπορεί να οδηγήσει σε εφησυχασμό ότι ξεμπερδέψαμε με το φασιστικό φαινόμενο.  Δεν είναι μόνο η αναμονή των ποινών, είναι η ίδια η φύση του σύγχρονου καπιταλισμού που μπροστά στην κρίση και τις αντιφάσεις του επιστρατεύει και αξιοποιεί την ακροδεξιά και τον φασισμό. Ειδικά στην Ελλάδα που οι δεσμοί δεξιάς και ακροδεξιάς, κράτους και παρακράτους είναι χρόνιοι και ισχυροί ξέρουμε καλά ότι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.  Δεν ξεμπερδέψαμε ούτε με τους φασίστες ούτε με όσους τους στήριξαν και τους ανέδειξαν,  έστω και αν τώρα εμφανίζονται με γερές δόσεις όψιμου και ψεύτικου αντιφασισμού. Η ίδια η απρόκλητη καταστολή της μεγαλειώδους διαδήλωσης έξω από το εφετείο με τη χρήση χημικών και αύρας, λίγες στιγμές μόλις μετά την ανακοίνωση της απόφασης και εν μέσω των πανηγυρισμών από τους διαδηλωτές, δείχνει ένα νέο γύρο κλιμάκωσης της επίθεσης στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες. Για αυτό απαιτούμε την εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας και γενικά του κρατικού μηχανισμού από φασιστικά εγκληματικά στοιχεία, για αυτό παλεύουμε για την κατάργηση του πρόσφατου αντιδημοκρατικού νόμου για τις διαδηλώσεις και ζητάμε κατάργηση του Π.Δ.171/1991 που δίνει τη δυνατότητα στην αστυνομία να αυθαιρετεί.

Συνεχίζουμε στο δρόμο του αγώνα απέναντι στον φασισμό και το σύστημα που τον γεννά, για ζωή, ελευθερία και υπεράσπιση των δημοκρατικών μας δικαιωμάτων.

“Αυτό είναι διαφορετικό”: διαδηλώσεις στο Μινσκ και πογκρόμ στο Παρίσι

Ο Εμμανουέλ Μακρόν όρθωσε τη φωνή του απέναντι στην καταπάτηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στη Δημοκρατία της Λευκορωσίας. «Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να συνεχίσει την κινητοποίηση δίπλα στους εκατοντάδες χιλιάδες Λευκορώσους, οι οποίοι διαδηλώνουν ειρηνικά για την τήρηση των δικαιωμάτων, της ελευθερίας και της κυριαρχίας τους» έγραψε στο λογαριασμό του στο tweeter ο πρόεδρος της Γαλλίας. Μολονότι ένα παρόμοιο κάλεσμα είναι καθαυτό παρέμβαση σε ξένες εσωτερικές υποθέσεις.

Το ζήτημα όμως δεν αφορά αυτό μονάχα. Οι λέξεις του Μακρόν είναι η πεμπτουσία της υποκρισίας, η οποία αποτυπώνει την ουσία της σύγχρονης πολιτικής των ηγετικών κρατών του κόσμου. Ακριβώς επειδή η ίδια του η κυβέρνηση με τον πιο βίαιο τρόπο καταστέλλει τις ογκώδεις διαδηλώσεις των Γάλλων, οι οποίοι διαδήλωσαν ειρηνικά για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τους. Το γεγονός αυτό ωστόσο δεν προκάλεσε αντιδράσεις από την πλευρά της ευρωπαϊκής ηγετικής ελίτ.

Η διάλυση των γαλλικών διαδηλώσεων παραδοσιακά διακρίνεται από τη βιαιότητα της. Εγώ ο ίδιος υπήρξα μάρτυρας της κατά τη διάρκεια της πορείας της Πρωτομαγιάς στο Παρίσι, η οποία συνέπιπτε με την πεντηκοστή επέτειο του Κόκκινου Μάη. Οι αστυνομικοί μπλόκαραν την πορεία χιλιάδων ανθρώπων, στην οποία υπερίσχυαν οι εκπρόσωποι των συνδικάτων, έπνιξαν τους ανθρώπους με ασφυξιογόνα αέρια, πυροβόλησαν με λαστιχένιες σφαίρες και χτύπησαν ωμά με γκλομπ τη νεολαία, κυνηγώντας την στις αλέες του τουριστικού περίπατου Mouffetard. Η ηγεσία της αστυνομίας κατηγόρησε για το γεγονός αυτό τους αναρχικούς φοιτητές, όμως είδαμε ότι οι αστυνομικοί τους χτύπησαν όλους δίχως διακρίσεις ενώ μεταξύ των θυμάτων υπήρξαν εξ’ ολοκλήρου φιλειρηνικοί άνθρωποι – τυχαίοι μικροαστοί, τουρίστες και δημοσιογράφοι.

Υπό την πίεση της κοινής γνώμης οι αρχές εκκίνησαν υπηρεσιακές ανακρίσεις έναντι εκείνων που επέτρεψαν τη βιαιότητα των αστυνομικών. Ωστόσο η διαδικασία αυτή δεν ενείχε γι’ αυτούς σοβαρές συνέπειες. Μόλις λίγους μήνες μετά η γαλλική αστυνομία συνέτριψε βίαια τις διαδηλώσεις των «Κίτρινων Γιλέκων» μολονότι τα μέλη των συναντήσεων αυτών εξαρχής ζητούσαν απλά να ακυρώσουν την άμεση αύξηση των τιμών για τη βενζίνη ενώ οι διαδηλώσεις τους είχαν αποκλειστικά ειρηνικό χαρακτήρα δίχως να παραβαίνουν τα όρια τους ισχυόντων νόμων. Σε τελική ανάλυση, ακόμη και κίτρινα ανακλαστικά γιλέκα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε αυτούς τους ανθρώπους κατόπιν αιτήματος της τροχαίας – και μόνο τότε έγιναν ένα διακριτό πολιτικό σύμβολο.

Η κυβέρνηση Μακρόν αποφάσισε να δώσει στους εξεγερμένους ένα παραδειγματικό μάθημα δημοκρατίας κατά το ευρωπαϊκό παράδειγμα. Μόνο τους πρώτους μήνες των διαδηλώσεων στο Παρίσι συνελήφθησαν 5.600 άνθρωποι και στους περισσότερους από αυτούς αποδόθηκαν πρόχειρες δικαστικές καταδίκες. Με βάση τα δεδομένα του υπουργείου Εσωτερικών της Γαλλίας του Christophe Castaner κατά τη διάρκεια της διάλυσης των διαδηλώσεων σκοτώθηκαν 11 άνθρωποι ενώ σε 2.500 διαδηλωτές προκλήθηκαν τραυματισμοί κάθε είδους. Όντας παρόντες στην παρισινή συνάντηση των «Κίτρινων Γιλέκων» είδαμε εκεί ένα άτομο με ειδικές ανάγκες του οποίο το μάτι το είχε χτυπήσει μια πλαστική σφαίρα της αστυνομίας, αν και δεν είχε διαπράξει απολύτως καμία παράβαση του νόμου.

Και μάλιστα υπήρξαν πολλά αντίστοιχα θύματα. «18 άνθρωποι έχασαν τα μάτια τους από την αρχή των διαδηλώσεων των ‘Κίτρινων Γιλέκων’. Ακόμη 5 έχασαν τις άκρες των χεριών τους ως αποτέλεσμα της χρήσης οβίδων. Κι όχι οβίδες δακρυγόνου αλλά εκρηκτικές, με φορτίο η καθεμία τους 25 γραμμαρίων δυναμίτη – αυτός ακριβώς εξασφαλίζει τον εκκωφαντικά δυνατό κρότο» έγραψε ο κοινωνιολόγος Fabien Jobard. Ωστόσο η αστυνομική άσκηση βίας εναντίον των διαδηλωτών στην ίδια την καρδιά της Ευρώπης δεν ξεσήκωσε τον οίκτο της φιλελεύθερης διανόησης του Κιέβου και της Μόσχας ενώ οι εκπρόσωποι της αρκετές φορές εξέφρασαν την ευθεία τους στήριξη στον πρόεδρο Μακρόν, καλώντας τον να σώσει τη Γαλλία από τους πογκρομιστές.

Φυσικά το παράδειγμα αυτό δεν είναι και το μοναδικό. Η διεθνής πολιτική ιθύνουσα τάξη και η μετασοβιετική της πελατεία διαχωρίζουν ξεκάθαρα τις μαζικές κινητοποιήσεις σε δίκαιες και άδικες διαδηλώσεις. Το πραξικόπημα στη Βολιβία, όπου οι δεξιοί πραξικοπηματίες ανέτρεψαν έννομα τον εκλεγμένο πρόεδρο Έβο Μοράλες, βρήκε τη θερμή ανταπόκριση της «διεθνούς κοινότητας» παρά το γεγονός ότι στην εξουσία ήρθαν φανεροί εχθροί της δημοκρατίας, οι οποίοι ανέβαλαν τις εκλογές στη χώρα για να μην επιτρέψουν την εκλογική ρεβάνς των σοσιαλιστών. Οι δράσεις αντίθεσης ωστόσο έναντι του προέδρου του Εκουαδόρ Λένιν Μορένο δεν προκάλεσαν κανέναν ενθουσιασμό στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ακριβώς επειδή αυτός ο «καπνιστής Λένιν» προώθησε μια πολιτική προς το συμφέρον των εταιρειών της Δύσης. Αν και οι εκουαδοριανοί στρατιώτες σκότωσαν ευθέως διαδηλωτές μπροστά στα μάτια αντικειμενικών τηλεοπτικών συνεργείων.

Αυτή λοιπόν η υποκρισία λαμβάνει σήμερα οργουελικό χαρακτήρα. Οι εκπρόσωποι της αμερικανικής κυβέρνησης υποστήριξαν ένθερμα τις φιλελεύθερες διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ και το ίδιο αποφασιστικά καταδίκασαν τις μαζικές δράσεις εναντίον της αστυνομικής βίας και του ρατσισμού που ξέσπασαν σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ. Οι κινητοποιήσεις για την ανεξαρτησία της Καταλονίας , στις οποίες συμμετείχε μεγάλο μέρος των κατοίκων της περιοχής, δεν συνάντησαν καθόλου οίκτο από τις Βρυξέλλες και κανένας δεν απαίτησε να επιβληθούν κυρώσεις στις Ισπανούς υπουργούς που τις κατέστειλαν. Ενώ οι ταραχές που προκάλεσε η αγγλική νεολαία δεν κίνησαν συνολικά την προσοχή των εκεί ΜΜΕ.

Η τρομοκρατία εκ μέρους των αρχών της Βραζιλίας και της Κολομβίας, οι οποίες συστηματικά σκοτώνουν ακτιβιστές των κοινωνικών κινημάτων, δεν οδήγησαν στην καταδίκη των προέδρων Μπολσονάρου και Ντούκε, ακριβώς επειδή τα κράτη αυτά τα αποκαλούνται ειρωνικά «αγαπημένες σύζυγοι των ΗΠΑ». Ωστόσο η κυβέρνηση της Βενεζουέλας αποτελεί το αντικείμενο διαρκούς πίεσης και αδιατάρακτης προπαγανδιστικής επίθεσης.

Το ίδιο βέβαια συνέβη και στην περίπτωση της Χιλής. Εκεί στις παραμονές της καραντίνας μαινόταν εξέγερση εθνικής εμβέλειας εναντίον του δεξιού καθεστώτος του προέδρου Πινιέρα. Στους δρόμους του Σαντιάγο βγήκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, εκ των οποίων πλήθος μαθητών και φοιτητών. Οι διαδηλωτές έθεσαν υπό τον έλεγχο τους μια από τις κεντρικές πλατείες της πόλης, αποκρούοντας τις επιθέσεις της αστυνομίας, η οποία δρούσε εναντίον τους με θηριώδη βία. Αυτό όμως το γεγονός δεν ήταν ένα σωστό, κοινωνικό «Μαϊντάν» και οι μετασοβιετικοί σχολιαστές το ενθυμούνταν μόνο για χάρη αυτού, δηλαδή για να κατακρίνουν την ορμητική νεολαία, θρηνώντας με το πρόσχημα των διαλυμένων βιτρινών των τραπεζών και των καταστημάτων. Τώρα όμως οι ίδιοι άνθρωποι ενθουσιάζονται με τους «πολιτισμένες» και «καλλιεργημένες» διαδηλώσεις των Λευκορώσων, αντιπαραβάλλοντας τες με τις «θηριώδεις» διαδηλώσεις των Χιλιανών και των Αφροαμερικανών.

«Μια Ρωσίδα συνάδελφος έγραψε σήμερα ότι εδώ, στη Χιλή, διαδήλωναν τα λούμπεν στοιχεία με εγκληματικές ροπές και βάρβαροι που χτυπούσαν τζαμαρίες, έσπαγαν φανάρια και δεν άφηναν τους φυσιολογικούς ανθρώπους να δουλέψουν, στον αντίποδα των λευκορωσικών φασματικών διαδηλώσεων, που δεν διασχίζουν το δρόμο όταν το φανάρι είναι κόκκινο και βγάζουν τα παπούτσια τους για να ανέβουν πάνω στα παγκάκια. Η πάλη των Χιλιανών αντιπαρατέθηκε στην πάλη των Λευκορώσων, καθώς αυτοί μάχονται εναντίον εκείνου του οποίοι σήμερα οι Λευκορώσοι επιθυμούν να πετύχουν. Οι Χιλιανοί ήδη βρίσκονται στην επιδιωκόμενη πλευρά κι όμως κινούνται αντίθετα. Από την οπτική γωνία της παραδοσιακής δυτικής δημοκρατίας στη Χιλή όλα είναι εντάξει. Εδώ κανείς δεν παραχαράσσει τα αποτελέσματα των εκλογών, η εκλογή είναι συνήθως προκαθορισμένη από τον τύπο και την παιδεία. Οι Χιλιανοί δεν εξεγέρθηκαν για μια αφηρημένη δημοκρατία του τύπου εναλλαγής μερικών προσωπείων έναντι κάποιων άλλων αλλά για ένα συγκεκριμένο εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης, της περίθαλψης και της συνταξιοδοτικής ασφάλειας. Για μια εκπαίδευση δημόσια, ποιοτική, δωρεάν και κρατική, που κάποτε θα μας δώσει τη δυνατότητα για μια αληθινή δημοκρατία.

Οι άνθρωποι αυτοί δεν κατέχουν τους κοσμικούς τρόπους των Λευκορώσων δημοκρατών με την υψηλής ποιότητας, δωρεάν εκπαίδευση – προς απάντηση των σφαιρών και του νερού με θειικό οξύ , που εξαπολυόταν από τους εκτοξευτήρες νερού, αυτοί όντας απεγνωσμένοι χτύπησαν βιτρίνες και προκειμένου να ακινητοποιήσουν την αστυνομία, η οποία επιτίθετο σε ειρηνικούς διαδηλωτές, σπάνε φανάρια και σταθμούς λεωφορείων για να φτιάξουν οδοφράγματα. Χιλιάδες από αυτούς εδώ και μήνες βρίσκονται στις χιλιανές φυλακές ενώ οι διεθνείς οργανώσεις για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων δεν παλεύουν για την υπεράσπιση τους και κανείς δεν ανακοινώνει κυρώσεις εναντίον της Χιλής για τη δολοφονία ή τις σφαίρες στα μάτια των βαρβάρων» γράφει σχετικά από το Σαντιάγο ο δημοσιογράφος Όλιεγκ Γιασίνσκι.

Φυσικά, όλο αυτό σε καμία περίπτωση δεν δικαιώνει την πολιτική του Λουκασένκο και τη βιαιότητα των λευκορωσικών ΜΑΤ. Για άλλο πράγμα γίνεται λόγος. Οι ηγετικές κυβερνήσεις του κόσμου έχουν καταρτίσει διπλά πρότυπα που απονομιμοποιούν την πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα. Αγνοώντας τη βία της Ασφάλειας ή τα αιματηρά εγκλήματα των δορυφόρων τους, κυνικά χρησιμοποιούν τις διαδηλώσεις για αποσταθεροποίηση των «μη δημοκρατικών» κρατών, με τα οποία σχετίζονται οι ανταγωνιστές της κατά παράδοσιν Δύσης. Τις σημερινές διαμαρτυρίες βάσης με κοινωνικά συνθήματα και προς υπεράσπιση των συμφερόντων της εθνικής πλειοψηφίας τις αποσιωπούν και τις καταστέλλουν αλύπητα. Τα φιλελεύθερα-εθνικιστικά πραξικοπήματα όμως, που έχουν οργανωθεί με τα συνθήματα αντικοινωνικών μεταρρυθμίσεων, πάντα λαμβάνουν στήριξη μεγάλης κλίμακας από την πλευρά όλων των media, των Ευρωπαίων πολιτικών και των ανθρώπων με τα καλά πρόσωπα.

Κι έπειτα κάπως έτσι αυτοί σιωπούν φιλικά, όταν δηλαδή η νέα εξουσία καταπιέζει τους διαφωνούντες, ρίχνει στις φυλακές δημοσιογράφους και bloggers καθώς και όταν βομβαρδίζει αντιπολιτευόμενες πόλεις. Απαντώντας στα πάντα με την κυνική και κοινή φράση: «Αυτό είναι διαφορετικό».

Πού στοχεύει το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις;

Tο νομοσχέδιο του υπουργείου Δημόσιας Τάξης για τις «Δημόσιες Υπαίθριες Συναθροίσεις», δηλαδή τις πορείες και τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας βρισκόταν στην προεκλογική ατζέντα της Κυβέρνηση και υπέρ αυτού τάχθηκαν οι βουλευτές της ΝΔ, κατά οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25, ενώ επιφυλάχθηκαν οι βουλευτές του Κινήματος Αλλαγής και της Ελληνικής Λύσης. Το νομοσχέδιο προγραμματίζεται να εισαχθεί για συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής την Τετάρτη 8 Ιουλίου, και να τεθεί προς ψήφιση την Πέμπτη 9 Ιουλίου. Διακηρυγμένοι σκοποί του νομοσχεδίου είναι δύο: ο πρώτος είναι ο περιορισμός της «όχλησης» που προκαλούν οι μικρές σε συμμετοχή συγκεντρώσεις, καθώς «δεν μπορεί να κλείνει ο δρόμος για 50 άτομα» (βλ. σχετικές δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Υπουργικό Συμβούλιο της 23-12-2019). Δεύτερος διακηρυγμένος σκοπός του νομοσχεδίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση) είναι να εκμεταλλευτεί η Κυβέρνηση την «ειδική επιφύλαξη του νόμου» που υπάρχει στο άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού από το Σύνταγμα καταλείπονται στον κοινό νομοθέτη στενά περιθώρια για ρύθμιση της άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος και για τον περιορισμό του. Επιχειρείται, λοιπόν, να περισταλεί το δικαίωμα του συνέρχεσθαι που προβλέπεται στο άρθρο 11 του Συντάγματος.

Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι «αόπλως και ησύχως» είναι ένα από τα αρχαιότερα δικαιώματα συλλογικής δράσης που αναγνωρίζει η συνταγματική τάξη (ήδη από το 1864), καθώς και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 11). Τα δικαιώματα συλλογικής δράσης που αναγνωρίζει το Σύνταγμά μας (δικαίωμα στην απεργία, συνδικαλιστική ελευθερία κ.ά.) έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι η άσκηση και η δυναμική τους στηρίζονται στη σύμπραξη περισσότερων ατόμων -και από κοινού με τα κοινωνικά δικαιώματα- απευθύνονται «όχι στον απογυμνωμένο από κάθε κοινωνικό προσδιορισμό, αλλά και στον άνθρωπο όπως υπάρχει και ζει στην κοινωνική πραγματικότητα, μαζί με άλλους ανθρώπους, ενταγμένος σε κοινωνικές ομάδες» (βλ. Α. Μανιτάκης, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων, 1981, σελ. 245-246). Αναγνωρίζεται επίσης από τους αστούς θεωρητικούς του συνταγματικού δικαίου ότι η άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι «μεταφράζεται σε δημόσια συμμετοχή στις διαδικασίες σχηματισμού της πολιτικής βούλησης της εξουσίας» (Κ Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδοση 2006, σελίδα 480) και συνιστά έτσι «ένα κομμάτι αυθεντικής, μη τυποποιημένης άμεσης δημοκρατίας που είναι κατάλληλο για να αποτρέψει την αποστέωση της πολιτικής ζωής μέσα σε μία διαχειριστική ρουτίνα» (βλ. K. Hesse, Grundzuge des Verfassungsrechts der BRD, 1991, σελ. 166-167). Με λίγα λόγια, ακόμη και το Σύνταγμα του αστικού κράτους, αναγνωρίζει ρητά ότι δημοκρατία δεν είναι μόνο οι εκλογές, ο κοινοβουλευτισμός και οι τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις. Ο ρόλος του λαού δεν είναι απλώς να εκλέγει αντιπροσώπους, αλλά και να διαφωνεί με αυτούς όταν το κρίνει, να ελέγχει τη δράση τους, να εμποδίζει αντιλαϊκά μέτρα με τα οποία συμφωνεί η όποια κοινοβουλευτική πλειοψηφία χωρίς πολλές φορές να τα έχει καν διαβάσει (πχ μνημόνια).

Αν και με βάση την αφήγηση της ΝΔ, η απαγόρευση συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Συντάγματος, να είναι νόμιμη μόνο εάν δεν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής ή σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι πορείες των λίγων ατόμων που προκαλούν ολιγόλεπτο μποτιλιάρισμα στο κέντρο δεν δύνανται να θεωρηθούν ως σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Άλλωστε, όπως δέχεται η συνταγματική θεωρία, «η ενόχληση, σε ορισμένο μέτρο, του γενικού πληθυσμού εντάσσεται στην ίδια την ratio (:αιτία) της συνάθροισης προκειμένου να γίνει αισθητή η ύπαρξη ενός κοινωνικού, πολιτικού θέματος που απασχολεί τους συναθροισμένους» (βλ. Κ Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδοση 2006, σελίδα 486).

Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι η απαγόρευση των διαδηλώσεων γίνεται «όπως νόμος ορίζει», απαιτείται δηλαδή σχετικός νόμος που να εξειδικεύει την από την φύση της ελλειπτική συνταγματική διάταξη. Στην χώρα μας ισχύει μέχρι και σήμερα το χουντικό ν.δ. 794/1971, το οποίο δεν έχει μεν καταργηθεί στο σύνολό του, ωστόσο έχει εν πολλοίς παραμεριστεί στην πράξη και μεγάλο μέρος των ρυθμίσεών του έχουν κριθεί αντισυναγματικές βάσει του άρθρου 111 του Συντάγματος. Από μία απλή ανάγνωση του χουντικού νομοθετήματος αντιλαμβάνεται κανείς ότι το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης Μητσοτάκη επί της ουσίας επαναφέρει -μεταφρασμένες στη δημοτική- τις χουντικές ρυθμίσεις, ενώ σε αρκετά σημεία τις αυστηροποιεί κιόλας. Οποίος… εκσυγχρονισμός. Πέρα από τους ιστορικούς παραλληλισμούς, το σχέδιο νόμου δεν εξειδικεύει τη συνταγματική διάταξη στην κατεύθυνση της κατοχύρωσης και προστασίας του δικαιώματος, όπως απαιτεί το Σύνταγμα, αντιθέτως την «ξεχειλώνει», εισάγοντας ακόμη περισσότερες αόριστες νομικές έννοιες που δύνανται να δικαιολογήσουν περιορισμούς και απαγορεύσεις και καταλείποντας ευρύτατη διακριτική ευχέρεια στα όργανα της αστυνομίας, ενώ μέχρι πρότινος για την απαγόρευση διαδήλωσης απαιτούνταν και η σύμπραξη εισαγγελικής αρχής.

Τι συγκεκριμένα προβλέπεται στο νέο Νομοσχέδιο;

Πέρα από τη δυνατότητα που δίνεται στο άρθρο 7 παρ. 4 να απαγορεύονται από την αστυνομία συναθροίσεις χωρίς η απαγόρευση αυτή να βασίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια, γεγονός που δίνει πάτημα στην αστυνομική αυθαιρεσία, το σχέδιο Νόμου προβλέπει στο άρθρο 3 την υποχρέωση έγγραφης ή ηλεκτρονικής γνωστοποίησης της πρόθεσης συμμετοχής σε δημόσια συνάθροιση. Επιπλέον, προβλέπει (όπως και το χουντικό διάταγμα) το θεσμό του οργανωτή, ο οποίος κατά το άρθρο 4 του σχεδίου νόμου «υποχρεούται να μεριμνά για την ομαλή διεξαγωγή της (ενν. συνάθροισης) λαμβάνοντας κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο. Ο οργανωτής της συνάθροισης υποχρεούται ιδίως να α) συνεργάζεται άμεσα με την αρμόδια αστυνομική αρχή (…), β) ενημερώνει τους μετέχοντες για την υποχρέωσή τους να μη φέρουν αντικείμενα πρόσφορα για την άσκηση βίας (…) γ) ορίζει επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης». Ο οργανωτής αυτός, κατά το άρθρο 14 παρ.4 «ευθύνεται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση. Από την ευθύνη αυτή απαλλάσσεται, εάν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη διεξαγωγή της συνάθροισης και αποδεικνύει ότι είχε λάβει όλα τα πρόσφορα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου».

Η μη τήρηση της υποχρέωσης προγενέστερης γνωστοποίησης του άρθρου 3, δίνει κατά το νομοσχέδιο (άρθρο 9 περ.ε’) τη δυνατότητα να διαλυθεί η συνάθροιση. Το ζήτημα της συνταγματικότητας του παρόντος άρθρου είναι προφανές καθώς «το δικαίωμα στη συνάθροιση δεν υπόκειται σε καθεστώς άδειας, αναγγελίας, ή προληπτικού ελέγχου από τις αστυνομικές αρχές, όπως γινόταν σε ανώμαλες περιόδους παλαιότερα» (βλ. Κατ’ άρθρο Ερμηνεία του Συντάγματος στο συλλογικό έργο των Φ. Σπυρόπουλου, Ξ. Κοντιάδη, Χ. Ανθόπουλου, Γ. Γεραπετρίτη, Εκδόσεις Σάκκουλα 2017, σελ. 259). «Το Σύνταγμα εξάλλου προστατεύει και τις αυθόρμητες συναθροίσεις, εφόσον το 11 Σ δεν διακρίνει» (βλ. όπως προηγουμένως, σελ. 260). Το σχέδιο νόμου, ωστόσο, στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 έχει αρνητική αφετηρία ως προς το δικαίωμα του συνέρχεσθαι καθώς δίνει τη δυνατότητα «να επιτραπεί από την αστυνομική αρχή δημόσια υπαίθρια συνάθροιση που δε γνωστοποιήθηκε». Έχουμε δηλαδή μία αντιστροφή του δικαιώματος: Αντί η απαγόρευση να αποτελεί την εξαίρεση και η άσκησή του τον κανόνα, η αστυνομία μπορεί κατά τη διακριτική της ευχέρεια «να επιτρέψει» τη διαδήλωση που δεν γνωστοποιήθηκε.

Ως προς την υποχρέωση μέριμνας του διοργανωτή για την ομαλή διεξαγωγή της συνάθροισης, φαίνεται να μετακυλίεται η ευθύνη τήρησης της τάξης στον οργανωτή αντί για τις αστυνομικές δυνάμεις ενώ ως προς την υποχρέωση άμεσης συνεργασίας του διοργανωτή με την αστυνομία απορία προκαλεί πώς ενώ συνήθως η ratio μιας δημόσιας συνάθροισης είναι η αντίθεση στην εξουσία ή την κυβερνητική πολιτική απαιτείται η άμεση κιόλας συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως εντοπίζεται στο άρθρο 14 του σχεδίου, που προβλέπει ποινικές κυρώσεις στους συμμετέχοντες σε συνάθροιση που έχει απαγορευθεί νόμιμα. Η διάταξη αυτή είναι αυστηρότερη ακόμη και από την αντίστοιχη της Χούντας, που περιόριζε την ποινική ευθύνη μόνο στον «διοργανωτή» κι όχι σε κάθε συμμετέχοντα. Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται και η αστική ευθύνη του οργανωτή για τη βλάβη προσώπων και περιουσιών που προκαλούνται από μία πορεία. Ο κανόνας είναι η ευθύνη του οργανωτή ενώ η εξαίρεση της απαλλαγής του κατά την παρ.4εδ.β’ του ίδιου άρθρου επέρχεται μόνο σε περίπτωση προηγούμενη ενημέρωσης για τη διεξαγωγή της συνάθροισης και απόδειξης ότι έλαβε τα πρόσφορα και αναγκαία μέτρα του προαναφερθέντος άρθρου 4. Ευθύνεται, λοιπόν, βάσει του σχεδίου νόμου για την αποκατάσταση των ζημιών εκτός αν καταφέρει και αποδείξει πλήρως ότι συνεργάστηκε σωστά με την αστυνομία, ενημέρωσε τους μετέχοντες για τη μη χρήση αντικειμένων πρόσφορων για την άσκηση βίας και όρισε επαρκή αριθμό ατόμων για περιφρούρηση. Με τέτοιες προβλέψεις σίγουρο είναι ότι όλοι οι πολιτικά δραστήριοι χώροι θα εξοντωθούν οικονομικά αφού οι απαιτήσεις του νόμου μετακυλίουν όλο το βάρος στους οργανωτές και ως εκ τούτου το δικαίωμα του συνέρχεσθαι θα μείνει άνευ περιεχομένου.

Ποιους αφορά πραγματικά το νομοσχέδιο;

Το σχέδιο νόμου δεν αφορά τις «μικρές διαδηλώσεις», όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, αλλά όλες τις διαδηλώσεις, με πολλές από τις διατάξεις του να οδηγούν εύκολα στο συμπέρασμα ότι είναι ακριβώς το μεγάλο μέγεθος μίας διαδήλωσης αυτό που πρέπει να λάβει υπόψιν της η αστυνομία για να την απαγορεύσει (άρθρο 7 παρ. 4 ΣχΝ). Η εξέλιξη αυτή δεν έρχεται σε μία τυχαία περίοδο: βρισκόμαστε ενόψει μίας νέας και πρωτοφανούς σε βάθος και ένταση οικονομικής κρίσης. Οι μνήμες των Αγανακτισμένων είναι ακόμη νωπές στο μυαλό της άρχουσας τάξης της χώρας. Άλλωστε, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, ξεπήδησαν τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία, ενώ σήμερα στην καρδιά του δυτικού καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, εκτιλίσσεται ένα δυναμικό κίνημα κατά της αστυνομικής βίας που υφίστανται οι μαύροι. Όσο κι αν οι διάφοροι φιλοκυβερνητικοί δημοσιογράφοι επιχειρούν να μας πείσουν ότι οι πορείες και οι διαδηλώσεις είναι «κάτι που ανήκει στο παρελθόν» και αποτελούν «εμμονή της ελληνικής αριστεράς», η ίδια η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Ο Μητσοτάκης σπεύδει, λοιπόν, να ενισχύσει το νομικό οπλοστάσιο που θα τον βοηθήσει να καταστείλει πιθανά κινήματα και αντιδράσεις των εργαζομένων, των νέων, των ανέργων κ.λ.π. στη δύσκολη νέα κατάσταση. Έχει άλλωστε ήδη ενισχύει το «πραγματικό» οπλοστάσιο, με νέες προσλήψεις στα σώματα ασφαλείας και μαζικές αγορές εξοπλισμού καταστολής.

Εάν, άλλωστε, το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι οι πορείες των «50 ατόμων», υπάρχει ήδη και το Π.Δ. 120/2013 (Διάταγμα Δένδια) που θέτει περιορισμούς ως προς το χώρο που «καταλαμβάνουν» οι «ιδιαίτερα μικρές συγκεντρώσεις». Εξάλλου, οι διαδηλώσεις κατά κανόνα αυτοπεριορίζονται ανάλογα με το μέγεθος της δυναμικής τους και δεν κλείνουν οι δρόμοι για διαδηλώσεις τέτοιου μεγέθους. Πρόσφατα παραδείγματα αποτελούν οι διαδηλώσεις των εκπαιδευτικών, οι οποίες είχαν πολύ μεγαλύτερο μέγεθος και στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, ήταν κλειστό το μισό ρεύμα της Εγνατίας οδού ενώ το  ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα που διαδηλώσεις που δεν ξεπερνούν τα 100-200 άτομα παραμένουν στην πλατεία και όχι στο δρόμο πχ μπροστά στη Βουλή. Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος που καθιστά «αναγκαίο» και «εκσυγχρονιστικό» το νέο νόμο, ενώ ήδη υπάρχει πλαίσιο για τις «ιδιαίτερα μικρές συναθροίσεις»;

Πέρα από τις προφανείς σκοπιμότητες, το νομοσχέδιο έχει και μία έντονα ιδεολογική διάσταση: προσπαθεί να καλλιεργήσει  ένα κλίμα στοχοποίησης των «κακών διαδηλωτών» που δυσκολεύουν (από βίτσιο;) τους συμπολίτες τους. Αυτοί οι κακοί διαδηλωτές που ανερυθρίαστα αναδεικνύουν τα προβλήματα της κοινωνίας, την φτωχοποίηση του λαού, την ανεργία, το ρατσισμό, στοχοποιούν τα νομοσχέδια που απολύουν εκπαιδευτικούς, που καταστρέφουν το περιβάλλον, που κλείνουν βιομηχανίες κ.λ.π. ενοχλούν την κυβέρνηση όχι γιατί προκαλούν … μποτιλιάρισμα, αλλά γιατί διαφωνεί ιδεολογικά με την ίδια τους την ύπαρξη. Ο νεοφιλελευθερισμός που καταργεί τις κοινωνίες και αποθεώνει αυτόν ακριβώς τον «απογυμνωμένο άνθρωπο» που αναφέραμε παραπάνω δεν τα πάει καθόλου καλά με τις συλλογικές κοινωνικές διεκδικήσεις από θέση αρχής. Προτιμά τον κοινωνικό αυτοματισμό και την αλληλοσφαγή των υποτελών, προκειμένου να περνά άνευ αντίδρασης κάθε αντικοινωνικό μέτρο.

Κάπως έτσι στοχεύει η Κυβέρνηση να λειτουργούν όλα στον αυτόματο που η ίδια ορίζει. Χωρίς έλεγχο, χωρίς πίεση από  τους υποτελείς προς την εξουσία (:κράτος, ΜΜΕ, πολυεθνικές), χωρίς έκφραση αντιθέσεων, χωρίς πραγματική δημοκρατία. Με πρόσχημα το να πηγαίνει ο συμπολίτης ανενόχλητος στη δουλειά του οδηγούμαστε στο να μην μπορεί να διαμαρτυρηθεί επειδή δεν έχει δουλειά. Θα αφαιρεθεί στην πράξη η δυνατότητα των υγειονομικών να διαμαρτυρηθούν για τις συνθήκες που επικρατούν στα Νοσοκομεία, των οικολόγων για την οικολογική καταστροφή, των  καλλιτεχνών για την σημασία της Τέχνης στην εκπαίδευση, των εκπαιδευτικών που επιθυμούν να μην παρακολουθούνται με κάμερες κλπ. Το νομοσχέδιο δεν αφορά στην αφαίρεση δικαιωμάτων από κάποιους αριστερούς και τις οργανώσεις τους  αλλά στην αφαίρεση του δικαιώματος να συναθροιστείς και να εκφραστείς συλλογικά και δημοκρατικά, όταν υπάρχει η συλλογική κοινωνική πεποίθηση (ή τουλάχιστον η πεποίθηση κάποιας ομάδας) ότι κάτι δεν πάει καλά. Το νομοσχέδιο μας αφορά όλους και όλες.

Σωτήρης Αδαμίδης, δικηγόρος ΔΣΘ
Ειρήνη Τσαλουχίδη, ασκούμενη δικηγόρος
Μέλη της Κίνησης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων