Άρθρα

Από ήττα σε ήττα μέχρι την τελική νίκη;

Είναι γεγονός ότι η συζήτηση για το αν και πως θα υπάρξει μαζική αντισυστημική αριστερά στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια ή αν θα ακολουθήσουμε την πορεία άλλων αριστερών κινημάτων της Ευρώπης (πχ Ιταλία, Γαλλία κ.α.), έχει ξεκινήσει. Στη συζήτηση αυτή το ΚΚΕ δεν παρεμβαίνει, καθώς δεν θεωρεί ότι υπάρχει κάποιο θέμα περί αριστερού κινήματος που έχει ηττηθεί. Το ζήτημα είναι να “αντέχει το κόμμα”. Μια βαθιά συστημική λογική, έξω από κάθε θεωρία, ηθική, ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος.

Το πρόβλημα στην υπόλοιπη “γκρίζα ζώνη” της αριστεράς, κομμουνιστικογενούς και μη, είναι ότι στη συζήτηση εξακολουθούν και διεκδικούν χώρο οι πάσης φύσεως μικροπολιτικές σκοπιμότητες και υποκειμενισμοί. Προτάσεις εκλογικών συνεργασιών πάνε και έρχονται μαζί με προσχηματικές προτάσεις ενότητας. Απόψεις για επιβεβαιώσεις και «επιβεβαιώσεις» για κάθε μια αριστερά που έχει ο καθένας στο μυαλό του. Που για κάποιον έχασε γιατί δεν ήταν αρκετά αντιρατσιστική, για κάποιον άλλον γιατί δεν ήταν αρκετά ταξική, για κάποιον τρίτο γιατί δεν ήταν αρκετά κινηματική, για κάποιον τέταρτο γιατί δεν ήταν αρκετά πατριωτική. Άλλοι θεωρούν ότι το μοναδικό όχημα για να υπάρξει μια κάποια αριστερά στην Ελλάδα είναι ο Βαρουφάκης. Και άλλοι θεωρούν ότι η επανάληψη ενός συνδυασμού κινηματισμού-απεργιών και καταγγελίας του καπιταλισμού είναι η μόνη τίμια στάση. Η σύγχυση περισσεύει και το από που να ξεκινήσουμε, είναι σημαντικό ερώτημα. Ωστόσο μια καλή αρχή πάντα ήταν η πραγματικότητα.

Πρώτο στοιχείο. Γιατί χάσαμε; Ή δε χάσαμε όλοι μαζί; Κάποιος θα πει ότι κάποιοι άντεξαν (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και κάποιοι έχασαν (ΛΑΕ). Πέρα από το ψευδές και το φαιδρό αυτής της εκτίμησης, για αυτήν την άποψη δεν τίθεται θέμα αν χάσαμε, καθώς το “κόμμα άντεξε”. Μια λογική μικρού ΚΚΕ δηλαδή. Αν έχασε όμως το αριστερό κίνημα, με την έννοια ότι αριστεροί αγωνιστές έχουν αποστρατευτεί, το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση και το «δεν υπάρχει εναλλακτική» έχει εμπεδωθεί σε ευρύτερα στρώματα και επιπλέον εκλογικά έχουμε συρρικνωθεί, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι χάσαμε γιατί δεν είχαμε μια γραμμή και πρακτική που ήθελε να εμποδίσει την ήττα.

Πιο συγκεκριμένα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο δεν έβαλε ως στόχο τη συγκράτηση και τη συγκρότηση ενός μαζικού αγωνιστικού αριστερού δυναμικού, μετά το 2015 – για να μην πούμε από το 2012 όταν και διαφαινόταν μια τεραστίων διαστάσεων ήττα για το λαϊκό κίνημα. Στην ουσία επένδυσε σε μια πολιτική “καμένης γης”, στη ρευστοποίηση δηλαδή ενός μαζικού αριστερού ριζοσπαστικού χώρου στην Ελλάδα – πέραν του ΚΚΕ.

Η δε ηγεσία της ΛΑΕ – και ειδικά του ΑΡ – δεν έβλεπε την ήττα. Θεωρούσε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα πέσει το πρώτο εξάμηνο, άντε τον πρώτο χρόνο. Μέχρι προχθές θεωρούσε ότι έχει ρεύμα ισχυρό και ότι αυτό που την έφαγε είναι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων. Η ηγετική ομάδα διαρκώς έκλεινε το παιχνίδι σε ένα στενό πυρήνα – τόσο στενό που έως και παραδοσιακά στελέχη αυτού του χώρου έμεναν εκτός. Η βασική πολιτική πρακτική και ιδεολογία που έχει διαμορφώσει, ο κοινοβουλευτισμός, την είχε οδηγήσει σε μια πολιτική (επικοινωνιακή παλαιοκομματικού τύπου- αποκρουστική για πολύ κόσμο και ειδικά της νεολαίας) διαρκούς ικεσίας για να μπει η ΛΑΕ στο κοινοβούλιο. Στην ουσία όλες οι βασικές εκτιμήσεις, η γραμμή, η μορφή και επικοινωνία, ήταν εκτός πραγματικότητας. Είναι και αυτό ένα πρόβλημα στην πολιτική και μάλιστα από τα βασικά. Να μην έχεις επαφή με την πραγματικότητα. Βασικό πρόβλημα όλων των μικρών ομάδων και οργανώσεων. Όσον αφορά όμως τη συντριβή της ΛΑΕ, διακατέχονται από υποκειμενισμό και όσοι διαβάζουν το πρόβλημα στο “θολό στίγμα” της ΛΑΕ, που δεν ήταν έντονα ταξικό αλλά μπερδεύτηκε με τα “εθνικά” στο Μακεδονικό. Γιατί όμως η Ζωή Κωνσταντοπούλου πήρε τριπλάσιο ποσοστό, χωρίς κανένα μηχανισμό και οργάνωση; Και ανάποδα, η Ανταρσυα που δε θόλωσε το στίγμα με τα “εθνικά” γιατί δεν πήρε παραπάνω; Ή το ΚΚΕ; Γιατί αυτή η άποψη παραγνωρίζει ότι τα φλερτ του Λαφαζάνη με τα μακεδονικά ήρθαν μετά από την ουσιαστική απονέκρωση και παράλυση της ΛΑΕ – καθώς δημοσκοπικά οριακά ήταν ανιχνεύσιμη στο 1% ήδη από το 2017;

Ή έχουμε την αίσθηση ότι ο Βαρουφάκης είχε την καταγραφή που είχε γιατί δεν “θόλωσε” το στίγμα του απευθυνόμενος σε εθνικό και όχι “ταξικό” ακροατήριο; Το ανάποδο, ο Βαρουφάκης απευθύνεται και σε εργατικά και σε μεσοαστικά στρώματα. Η «ανάλυση» ότι έλειψε η απεύθυνση στον «κόσμο της εργασίας», παραγνωρίζει ότι δεν συγκροτήθηκε κίνημα, έστω διαμαρτυρίας, αυτού του «κόσμου» εδώ και 6 χρόνια τουλάχιστον – και άρα και τάση να εκφραστει εκλογικά. Παραγνωρίζει ότι τα τελευταία κινήματα ήταν των αγροτών και των μηχανικών και δικηγόρων πριν 3 χρόνια, για το ασφαλιστικό. Παραγνωρίζει ότι το ασταθές στοιχείο σε κάθε τελευταίες εκλογές είναι τα λεγόμενα «μεσαία στρώματα» – κατά ΣΥΡΙΖΑ είναι όσοι ανήκουν εισοδηματικά στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο μιας κοινωνίας. Δηλαδή – πάντα κατά ΣΥΡΙΖΑ – ένα ζευγάρι εργατών των 800 € έκαστος αλλά και μια οικογένεια με 4.000 μηνιαίο εισόδημα, ανήκουν στα «μεσαία στρώματα». Για την μαρξιστική αριστερά, μπορεί αυτές οι έννοιες να είναι θολές, αλλά όλη αυτή η φιλολογία και η επιβαλλόμενη πραγματικότητα φτιάχνει και μια αντίστοιχη ψυχολογία για το που ανήκει ο καθένας. Παραγνωρίζει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μεγάλωσε κι άλλο τους φόρους σε αυτά τα στρώματα. Παραγνωρίζει ότι ο στόχος της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στην Ε.Ε. και την επιτροπεία, αφορά ένα ακροατήριο ευρύτερο από τον «κόσμο της εργασίας», ένα ακροατήριο που συχνά περιγράφεται ως «οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης».

Ο υποκειμενισμός δεν είναι καλός οδηγός. Είναι άλλο πράγμα ότι η απεύθυνση της ΛΑΕ και ειδικά της iskra στον κόσμο των μακεδονικών συλλαλητηρίων γινόταν με αποκρουστικούς όρους κοινοβουλευτικής ικεσίας, και άλλο πράγμα ότι μια ΛΑΕ εξίσου “ταξική” και λίγο πιο μετωπική από την Ανταρσυα θα είχε καλύτερη τύχη… Δε θα είχε.

Δεν είναι ανάγκη να αναζητούμε αυστηρές μαρξιστικές κατηγορίες για να περιγράψουμε το πασιφανές. Η ΛΑΕ, παρά τους έντιμους αγώνες της, ήταν εκτός πραγματικότητας. Εκεί ήταν το πρόβλημα και όχι ότι «λέρωσε» το ταξικό με το εθνικό. Η ανασυγκρότηση της αριστεράς δε θα γίνει με ένα «καθαρό» ταξικό κίνημα και αυτό είναι ένα βασικό συμπέρασμα της δεκαετίας της κρίσης. Το ερώτημα πως μπορεί να σταθεί ένα έθνος-κράτος σε ρήξη με την παγκοσμιοποιημένη αγορά και τον ιμπεριαλισμό, θα είναι το βασικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί.

Δεύτερο στοιχείο, το μέτωπο. Πολλοί λένε ότι αν γινόταν μέτωπο ΛΑΕ με Ανταρσυα κάτι καλύτερο θα γινόταν, ή αν γινόταν μέτωπο ΛΑΕ με Πλεύση. Ίσως να είχαμε ποσοστά άνω του 1% και εκλογικά θα ήταν μια ψήφος αντίστασης στην αποστράτευση. Θα ήταν μια στάση άμυνας απέναντι στην εμπέδωση του «δεν υπάρχει εναλλακτική» μετά το 2015.

Στάση άμυνας όμως, όχι προοπτικής. Το μέτωπο απέναντι σε μνημόνια, τρόικες, χρέος, ευρώ ήταν μια πρόταση που έδινε διέξοδο και προσανατολισμό το 2010-2011. Το 2012 η πρόταση αυτή ηττήθηκε πρώτη φορά όταν πήρε την ηγεμονία σε αυτό το ερώτημα το θολό αντιμνημονιακό μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Για την ακρίβεια βέβαια αυτή η πρόταση δεν ηττήθηκε γιατί δεν υιοθετήθηκε – δοκιμάστηκε ποτέ. Μετά το καλοκαίρι του 2015, όταν και δημιουργήθηκε η ΛΑΕ, το ΟΧΙ είχε ηττηθεί, ο δρόμος της ρήξης με τα μνημόνια, το χρέος, το ευρώ είχε φύγει προσωρινά από το τραπέζι. Ο εναλλακτικός δρόμος για τη χώρα, με σύγκρουση με το ευρωσύστημα, είχε φύγει από το λαϊκό προβληματισμό και τη δημόσια συζήτηση. Σίγουρα χρειάζεται ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, όμως πρέπει να προσδιοριστεί ο στόχος και το τι εννοούμε. Εκλογικό μέτωπο; Συνάντηση των μικρών οργανώσεων της αριστεράς σε μια ομόσπονδη κομματική δομή; Με στόχο ένα γενικό αντικαπιταλισμό; Την αντίσταση στη λιτότητα και την οργάνωση της αντίστασης στους χώρους εργασίας και στις γειτονιές; Την αποτροπή του «διαμελισμού της χώρας» όπως λένε άλλοι που έχουν χαιρετήσει εδώ και χρόνια την αριστερή πολιτική; Η κίνηση με τις αδράνειες του παρελθόντος και τα «κεκτημένα» του κάθε χώρου, δε θα μπορούν να δώσουν κάποια προοπτική.

Το αντικαπιταλιστικό μέτωπο, η ενότητα της αριστεράς, το αριστερό αντιμνημονιακό μέτωπο, είναι προτάσεις που συγκροτήθηκαν σε άλλες συνθήκες. Και επιπλέον υπάρχει και μια – κυρίως αρνητική – εμπειρία. Σήμερα δεν αρκεί να αθροίζεις δυνάμεις, πρέπει αυτές να μπορούν στοιχειωδώς να έχουν κάποιες κοινές εκτιμήσεις και μια κοινή λογική. Είναι εύκολο το ανάθεμα στις κινήσεις του Βαρουφάκη, με βάση και τα πεπραγμένα του το 2015 με την τότε καταστροφική διαπραγμάτευση. Δεν είναι στην αριστερά ακριβώς, είναι ένας σοσιαλδημοκράτης με τα γνωστά κουσούρια του ναρκισισμού κοκ. Όμως έθεσε ένα στόχο – τη χρεοδουλοπαροικία όμως την ονομάζει αυτός – και κάλεσε σε μέτωπο γι’ αυτό, έξω από τη λογική της αναπαραγωγής των ίδιων φθαρμένων προσώπων και της βαβέλ που θα δημιουργούσε ένα μέτωπο των αριστερών ή αντιμνημονιακών κινήσεων και οργανώσεων. Μέτωπο οργανώσεων που μέσα στη δεκαετία 2009-2019 απέδειξε ότι είναι περισσότερο παραλυτικό, παρά όχημα μετωπικής-κομματικής συγκρότησης του αγωνιστικού δυναμικού. Μια τέτοια λογική πρώτον ύπαρξης ξεκάθαρου στόχου με κύριο πρόβλημα την επιβαλλόμενη λιτότητα από το ευρωσύστημα, δεύτερον ανοίγματος έξω από φθαρμένα πρόσωπα και κινήσεις, είχε διατυπωθεί το 2016 στη ΛΑΕ. Ειδικά το δεύτερο όχι απλά δεν εισακούστηκε, αλλά έγινε ακριβώς το ανάποδο. Μόνιμη έκκληση σε Ανταρσυα και Πλεύση, αναπαραγωγή των ίδιων σχημάτων και προσώπων, με αποκορύφωμα την ίδια τη δημόσια εικόνα της ΛΑΕ.

Σήμερα επανέρχεται από διάφορες μεριές η πρόταση ενός μετώπου. Καταρχήν ως παιχνιδάκι μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Όλοι ξέρουν ότι ένα εκλογικό μέτωπο ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε θα γίνει για ακόμη μια φορά. Σε αυτό το έδαφος οι προτάσεις για ένα μέτωπο της μαχόμενης αριστεράς που έχει απομείνει είναι μια καρικατούρα των προτάσεων προ δεκαπενταετίας περί ενότητας των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Ένα τέτοιο αριστερό μέτωπο μόνο νέες ήττες και νέα λάθη θα φέρει.

Τρίτη πλευρά της σύγχυσης. Το πρόγραμμα. Το μεταβατικό πρόγραμμα για την ακρίβεια. Το οποίο είναι το ίδιο το 2010 όταν έρχονταν τα μνημόνια, το 2011 όταν η πολιτική κρίση σοβούσε και οι μάζες ήταν στο δρόμο, το 2012 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν ρήξη με τα μνημόνια χωρίς ρήξη με τους δανειστές, το 2015 όταν το ΟΧΙ ηττήθηκε, το 2019 όταν η αριστερά πλέον αντιμετωπίζει πρόβλημα ύπαρξης και κινηματικά υπάρχει η μεγαλύτερη συναίνεση μεταπολιτευτικά. Το ίδιο πρόγραμμα – με τις ίδιες αιχμές – ανεξαρτήτως συνθηκών και συσχετισμού.

Μάλιστα στη ΛΑΕ έως πρόσφατα θεωρούσαν ότι το ισχυρό τους ατού είναι το πρόγραμμα, καθώς υπήρχε μια αρκετά τεκμηριωμένη επεξεργασία για τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, τη διαγραφή των χρεών, την εθνικοποίηση των τραπεζών κ.α.. Σωστές και κρίσιμες επεξεργασίες που όμως ήταν έξω από τη μέση συνείδηση ή πολλά βήματα μπροστά από αυτήν, για να παραφράσουμε τους κλασικούς. Και ένα αριστερό λαϊκό πρόγραμμα που δεν κινητοποιεί τους εργαζόμενους και τα στρώματα που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, δεν είναι ούτε μεταβατικό, ούτε πρόγραμμα, ούτε αριστερό.

Το 2016 η Α’ συνδιάσκεψη της ΛΑΕ ξεκινούσε την επομένη της νίκης του Brexit. Τότε βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε ήταν το «να που η ρήξη είναι εφικτή». Σήμερα τα πράγματα δεν έχουν επιβεβαιωθεί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο και το πως (και αν) θα γίνει το Brexit γεννάει πολλά ερωτηματικά. Λίγους μήνες μετά ο Μελανσόν στη Γαλλία καταγράφει μια θεαματική πορεία. Στις πρόσφατες ευρωεκλογές, δυό χρόνια μετά, η πορεία αυτή δεν επιβεβαιώθηκε. Στην Ιταλία έχουμε μια μόνιμη πολιτική κρίση με αντικείμενο αν «αντέχει» η ιταλική οικονομία να οξύνει την αντιπαράθεση με το Βερολίνο. Ταυτόχρονα τόνους προπαγάνδας δέχεται ο λαός για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Όπου περίπου όποιος αντιστέκεται στις ΗΠΑ  (Βενεζουέλα, Κούβα) είναι καταδικασμένος. Την ίδια στιγμή που δε λέγεται κουβέντα βέβαια για τα αποτυχημένα νεοφιλελεύθερα πειράματα σε Αργεντινή, Βραζιλία κοκ. Ποιο είναι το «μήνυμα» όμως που δέχεται η λαϊκή συνείδηση; Τι είναι αυτό που καταγράφεται;

Το «δεν υπάρχει εναλλακτική» μπορεί να ειπώθηκε 30 χρόνια πριν από τη Θάτσερ και η «ιστορία τελείωσε» σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα, όμως αμφισβητήθηκε έκτοτε αρκετές φορές και από κινήματα και από τα πειράματα των αριστερών κυβερνήσεων στη Λ. Αμερική. Λειψά, δειλά, αλλά αμφισβητήθηκε. Η «άμπωτη» όλων των παραπάνω έχει δημιουργήσει ένα νέο τοπίο. Μαζί με την προσωρινή, νικηφόρα για την παγκοσμιοποιητική αστική τάξη, κατάληξη της κρίσης στην ευρωζώνη – με εμβληματική την συνθηκολόγηση Τσίπρα – το «δεν υπάρχει εναλλακτική» απέκτησε περαιτέρω νομιμοποίηση και αποδοχή.

Οι πρόσφατες εκλογές απλά κατέγραψαν αυτές τις τάσεις και δυναμικές. Και στην Ευρώπη και στο πειραματόζωο Ελλάδα. Αν ισχύουν αυτά και ισχύει και η συντηρητικοποίηση, δεν μπορεί να μιλάμε με αυτάρκεια για το «μεταβατικό πρόγραμμα» που κατέκτησε ένα μέρος της αριστεράς το 2009.

Χρειάζεται να συζητήσουμε ξανά για το ποιο μπορεί να είναι ένα λαϊκό αριστερό πρόγραμμα σήμερα. Μεταβατικών διεκδικήσεων, ώριμων αιτημάτων, κεντρικών στόχων. Στις συνθήκες του «δεν υπάρχει εναλλακτικό πρόγραμμα». Ένα τέτοιο πρόγραμμα σίγουρα δεν είναι μια παράθεση συνθημάτων και συνδικαλιστικών αιτημάτων, αλλά δεν είναι και μια έκθεση ιδεών για έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό.

Αν ο υποκειμενισμός είναι ένα βασικό πρόβλημα η αδράνεια είναι ένα άλλο άσχημο κουσούρι. Αυτά ξέρουμε – αυτά κάνουμε. Που στην τωρινή συγκυρία σημαίνει μια ανούσια εμπλοκή με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Μια μάχη που δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην αριστερά από κάθε άποψη. Πέρα από περισσότερη αποστράτευση, περισσότερο υποκειμενισμό και μεγαλύτερη απογείωση από την πραγματικότητα. Ο Βαρουφάκης θα διεκδικήσει την ηγεμονία στον ρεφορμιστικό αριστερό χώρο, το ΚΚΕ την «αντοχή του» και οι υπόλοιποι θα διεκδικήσουν άλλη μια ήττα. Μέχρι την τελική νίκη.

Ωστόσο είναι δύσκολο να πει κάποιος ότι έχει τη λύση. Όμως χοντρικά οι δυνάμεις που αντιλαμβάνονται με ένα κοινό τρόπο την πραγματικότητα και έχουν τη διάθεση να την αλλάξουν, μπορούν και πρέπει να συναντηθούν. Σε μια πρώτη φάση θα πρέπει να είναι καθαρό ότι δε θα υπάρχουν  το πιθανότερο προτάσεις μαζικών ακροατηρίων. Μια πιο «στενή» συσσώρευση δυνάμεων είναι απαραίτητη για να μπορούμε να παρέμβουμε σε μια επόμενη φάση και στο πεδίο της πολιτικής, με μια αξιόπιστη και μαζική πολιτική πρόταση «για το κόμμα των φτωχών». Αυτό που έλειψε διαχρονικά από τη μεταπολίτευση ως τώρα.

Και ο γιαλός είναι στραβός, και στραβά αρμενίζουμε

Και ο γιαλός είναι στραβός και στραβά αρμενίζουμε…

Είναι σαφές ότι μετά το 2015 το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση και η αξιοπιστία της Αριστεράς στα τάρταρα. Μακάρι το πρόβλημα να ήταν μόνο οι ψευδαισθήσεις που προκάλεσε σε ισχυρή μερίδα αριστερών ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή την περίπτωση η διατυμπανιζόμενη «επιβεβαίωση» του ΚΚΕ θα άνοιγε ένα νέο κύκλο αγωνιστικής ανάτασης. Όμως το μόνο που άνοιξε είναι η εκλογική τακτική του Περισσού που υποδέχεται πλέον κάθε μετανοήσαντα αμαρτωλό προς άγραν ψήφων. Το πρόβλημα δεν ήταν –σκέτα- οι αυταπάτες. Ήταν η συνολική και δομική αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει διαφορετικό λόγο, σχέδιο, πρακτική από τον ΣΥΡΙΖΑ. Που είχε ως κατάληξη είτε το πολιτικό μοναστήρι, είτε τις σειρήνες του κυβερνητισμού. Και σε αυτή την αδυναμία βασικό ρόλο έπαιξε το ΚΚΕ (που σήμερα παριστάνει την αναμάρτητη και αμόλυντη δύναμη) αλλά και όλες οι δυνάμεις που έχουν αναφορά στην κομμουνιστική Αριστερά.

Η εποχή της εθνικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα το 2010 δεν απαιτούσε πολιτική απόσυρση και business as usual. Δεν απαιτούσε παθητική αναμονή της διαφαινόμενης από νωρίς ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ, με την απατηλή προσδοκία να αλλάξει την επόμενη μέρα, θετικά, ο συσχετισμός δύναμης. Δεν απαιτούσε προσχώρηση στη λογική «το μοναστήρι να είναι καλά».

Σήμερα εμπεδώνεται σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας ο μονόδρομος του «δεν υπάρχει εναλλακτική» και εθίζεται η εργαζόμενη κοινωνία στις χαμηλότερες δυνατές προσδοκίες. Συρρικνώνονται διαρκώς οι όροι μιας ιδεολογικής, πολιτικής και κινηματικής σύγκρουσης με το σύστημα.

Όσοι σήμερα δεν προσχωρούν στον ατιμωτικό κουτσογιωργακισμό του 21ου αιώνα «Ψηφίστε ΣΥΡΙΖΑ να μην έρθει ο Κούλης», βρίσκονται σε αμηχανία.

Ένα μέρος επιλέγει την εύκολη λύση της εκλογικής στήριξης στο ΚΚΕ. Συνήθως πρόκειται για ανθρώπους που το 2015 κατηγορούσαν –αν δεν κατήγγειλαν ή χλεύαζαν- όλους όσους δεν στηρίζαμε ΣΥΡΙΖΑ. Με το ίδιο πάθος που μας έλεγαν τότε ότι «όλο το παιχνίδι παίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ», ότι «είναι ανοικτό το διακύβευμα», ότι «δεν πρόκειται ο Τσίπρας να υποχωρήσει», σήμερα, ανανήψαντες, βλέπουν το φως το αληθινό. Με το ίδιο πάθος που τότε στήριζαν ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα ψηφίζουν ΚΚΕ. Και τότε έκαναν λάθος, και σήμερα κάνουν λάθος. Και θα κάνουν λάθος και αύριο γιατί εθίζονται στις εύκολες λύσεις και στην ανάθεση. Το 2015 εύκολη λύση ήταν οι ζητωκραυγές για τον ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας το ρεύμα, αναθεματίζοντας μια άλλη, δύσκολη πορεία συγκρότησης ενός μετώπου διεξόδου από το ευρωατλαντικό πλαίσιο. Σήμερα εύκολη λύση είναι το εκλογικό απάγκιο στο ΚΚΕ, αναθεματίζοντας όσους δεν καταλαβαίνουν ότι «ο Περισσός τα έλεγε» και «τουλάχιστον δεν πρόδωσε». Αύριο θα είναι κάτι άλλο. Με την ίδια βεβαιότητα, κατηγορηματικότητα, αφέλεια, ευκολία. Δυστυχώς όμως, και για αυτούς και για όλους μας, εύκολες λύσεις, δεν υπάρχουν.

Ένα άλλο μέρος επιλέγει την παθητική αναμονή. Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο κομμάτι του αγωνιστικού δυναμικού που δεν προσχωρεί στη νεοφιλελεύθερη Αριστερά. Δεν συγκινείται – δικαίως- από κανέναν. Θα δώσει μια ψήφο ανοχής, οίκτου ή ελεημοσύνης στην υπαρκτή Αριστερά (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) ή ακόμα και σε σχήματα όπως του Βαρουφάκη ή της Κωνσταντοπούλου, χωρίς την παραμικρή όμως ελπίδα ότι κάτι θετικό μπορεί να προκύψει. Διαδικασίες ενότητας ή μετωπικής συγκρότησης αυτού του χώρου, δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα. Προσκρούουν στη γενική αναξιοπιστία, στις επανειλημμένες εκκλήσεις χωρίς αποτέλεσμα, στις προσχηματικές προτάσεις. Τόσο, που ακούγονται φαιδρές οι πρωτοβουλίες ένθεν κακείθεν για διάλογο και ενότητα. Θεωρητικά, την επόμενη μέρα των κακών εκλογικών αποτελεσμάτων, θα μπορούσε να ανοίξει με άλλους, θετικούς όρους, η συζήτηση. Είναι όμως πιθανό, ακόμη και τότε, το φτύσιμο να εκληφθεί ως βροχή.

Η κατάσταση θυμίζει τον Μπέκετ: Περιμένουμε κάποιον ή κάτι που θα έρθει να μας σώσει, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Σαν τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν προσμένουμε τον άγνωστο σωτήρα, αυτός όμως δεν εμφανίζεται. Ακόμα και όταν η αυλαία πέφτει, παραμένουμε στις θέσεις μας γιατί δεν αποφασίζουμε καν να φύγουμε. Περιμένουμε τον Γκοντό.

Η κοινή λογική θα έλεγε ότι σε ένα τέτοιο τοπίο μεταξύ παραίτησης, απογοήτευσης και χαμηλών προσδοκιών η Αριστερά θα άνοιγε τη διαδικασία για το ποια πολιτική είναι αυτή που μπορεί να κάνει πράξη το «ούτε ΣΥΡΙΖΑ – ούτε ΝΔ». Επειδή όμως η σχέση του χώρου με την κοινή λογική δεν είναι και η καλύτερη, συμβαίνει το ακριβώς ανάποδο: Δηλητηριώδης τακτική περαιτέρω αποδιάρθρωσης με ζητούμενο την εκλογική καταγραφή εκάστου καταστήματος.

Ξεκινάμε από τις προσχηματικές προτάσεις για τις ευρωεκλογές.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάνει πρόταση για τις ευρωεκλογές προς χώρους που αποσκίρτησαν το 2015 από το ΣΥΡΙΖΑ. Ως εδώ καλά. Περιλαμβάνει βέβαια στους αποδέκτες της πρότασής της δυνάμεις που δεν έχουν την καλύτερη σχέση με την πολιτική γραμμή της αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ευρώ (Δικτύωση, Δίκτυο, ΟΝΡΑ, ΑΡΚ κλπ), και που επιπλέον δεν έχουν αποσαφηνίσει κατηγορηματικά και χωρίς αμφιβολία τη σχέση τους με έναν μετεκλογικά αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα όμως με αυτή την τολμηρότατη για τα δεδομένα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απεύθυνση, αποκλείεται η ΛΑΕ. Η οποία, ότι και να της καταλογίσει κανείς, ούτε βλέπει θετικά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ούτε αφήνει περιθώρια συμμαχιών με τον αυριανό ΣΥΡΙΖΑ. Οι σκοπιμότητες της συγκεκριμένης πρότασης βγάζουν μάτι.

Η ΛΑΕ από την άλλη, αφού ανακοίνωσε ψηφοδέλτιο, εκλογική διακήρυξη, υποψήφιους ευρωβουλευτές, κατέθεσε δημόσια μια ακόμα πρόταση για μέτωπο. Με την ευρηματική μάλιστα διατύπωση του Π. Λαφαζάνη ότι «βάζει την υπογραφή του σε λευκό χαρτί». Εδώ η λογική σηκώνει τα χέρια ψηλά. Θεωρητικά, εάν σε ενδιαφέρει οποιαδήποτε μορφή μετωπικής συμπόρευσης, εξαντλείς κάθε τέτοια δυνατότητα, ανοικτά, δημόσια, πιέζοντας, δίνοντας χώρο, υποστέλλοντας κομματικά λάβαρα και προσωπικές φιλοδοξίες και ενεργοποιώντας διαδικασίες. Όχι αφού έχεις ανακοινώσει ψηφοδέλτια και εκλογικά κατεβάσματα, αλλά πολύ νωρίτερα, έξω και πέρα από εκλογικές σκοπιμότητες που επίσης βγάζουν μάτι.

Στις δε αυτοδιοικητικές, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Εκεί η μεν ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιλέγει όχι απλά τη μοναχική πορεία και κάθοδο αλλά και τη διάσπαση του εαυτού της, καθώς σε σειρά κεντρικών δήμων, δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατεβαίνουν τουλάχιστον σε δύο ανταγωνιστικά ψηφοδέλτια (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα).  Δίπλα σε αυτά συγκροτούνται και άλλα δημοτικά σχήματα από τη ΛΑΕ ή και άλλους σχηματισμούς. Ο λόγος; Ηγεμονισμοί και αλληλοαποκλεισμοί δυνάμεων που κατά τ’  άλλα κλίνουν σε όλους τους τόνους την έρμη την εργατική δημοκρατία. Αποκορύφωμα της τελευταίας η διάλυση συνεδρίασης περιφερειακού σχήματος που αποφάσιζε κατά πλειοψηφία συμπόρευση με άλλες δυνάμεις. Και όλα αυτά όταν τα αυτοδιοικητικά σχήματα αυτής της Αριστεράς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, λειτουργούν λίγο πριν τις εκλογές και πέφτουν σε χειμερία νάρκη αμέσως μετά. Καμία αντίληψη για κινήματα γειτονιάς, όλα για την εκλογική καταγραφή, πάντα όμως στο όνομα των κινημάτων και της επίκλησης της «επαναστατικής» αριστεράς κόντρα στο ρεφορμισμό.

Καπέλα, εκβιασμοί, αποκλεισμοί, σεντόνια αναλύσεων με μόνο στόχο την κατά μόνας εκλογική καταγραφή. Κυριολεκτικά, πρόκειται για την αποθέωση του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Η γενική γραμμή είναι «κατεβαίνω στις εκλογές μόνος μου και άρα υπάρχω ως οργάνωση/σχήμα/μέτωπο». Η πεμπτουσία της αστικής πολιτικής γίνεται πρακτική αυτού του χώρου, τροφοδοτώντας κι άλλο την αναξιοπιστία. Κάνοντας πρακτικά τους τροχονόμους της παραίτησης, είτε προς ΣΥΡΙΖΑ, είτε προς ΚΚΕ.

Γίνεται όλο και πιο σαφές, αν και είναι πικρό: Αυτός ο χώρος, παρά τους αξιόλογους συντρόφους και αγωνιστές, ως πολιτικός χώρος και πολιτική πρακτική δεν μπορεί να συμβάλλει θετικά. Αποτελεί πολιτικο-ιδεολογικά ένα μικρό ΚΚΕ.

Για την δύσκολη κατάσταση και τον στραβό γιαλό ίσως να μην μπορούμε να κάνουμε πολλά. Το να μην αρμενίζουμε όμως στραβά είναι απολύτως υποκειμενική επιλογή και απόφαση. Έχει κόστος, απαιτεί ρήξεις, ξεβολέματα και ανατροπές, αλλά κάθε μέρα που περνά προσθέτει επιπλέον αρνητικό φορτίο.