Άρθρα

Ένας παπάρας* για Υπουργός Αναπτύξεως

* Παπάρας (σύμφωνα με το λεξικό): άνθρωπος που λἐει λόγια κενά περιεχομένου, κενολόγος, ανόητος

Το ότι ο Άδωνης Γεωργιάδης είναι άνθρωπος αμετροεπής και μπουρδολόγος, αλλά ταυτόχρονα σίγουρος για τις γνώσεις και τις ικανότητές του, είναι λίγο ή πολύ κοινός τόπος για όσους δεν χαρτζηλικώνονται από την εξουσία.

Αυτές τις μέρες όμως, με αφορμή το “καλάθι του νοικοκυριού” που εξελίσσεται σε μπλοκμπάστερ (“καλάθι του Άη Βασίλη”, “εορταστικό καλάθι” κοκ), δίνει παράσταση τερατώδους άγνοιας, κτηνώδους ψέματος και αδιανόητης διαστρέβλωσης. 

Αφήνουμε κατά μέρος το αν το “καλάθι του νοικοκυριού” λειτουργεί πραγματικά, όπως ισχυρίζεται ο κ. Γεωργιάδης, ή αν δεν πρόσφερε τίποτα στην τσέπη των καταναλωτών, σύμφωνα με το ΙΝΚΑ. Αυτό ας το κρίνουν όσοι πάνε σούπερ μάρκετ και όχι όσοι βρήκαν ένα τεχνητό τρόπο να καταγράψουν μειωμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή με βάση το κόλπο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στο καλάθι.

Αφήνουμε επίσης κατά μέρος το ίδιο το καλάθι, στο οποίο οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ φόρτωσαν τα φθηνότερα (και συχνά λιγότερο ποιοτικά) προϊόντα τους (αδιάφορο αν είναι ιδιωτικής ετικέτας ή όχι), για να δείξουν ότι μπορεί τάχα κάποιος να επιβιώσει. 

Ας επιμείνουμε όμως στο γιατί ο Υπουργός Αναπτύξεως είναι παπάρας, δηλαδή επιδεικνύει τερατώδη άγνοια, λέει κτηνώδη ψέματα και επιδίδεται σε αδιανόητες διαστρεβλώσεις. 

Σε διαδοχικές συνεντεύξεις του σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα τα τρία τελευταία εικοσιτετράωρα, ο κ. Γεωργιάδης έχει ισχυριστεί επί λέξη τα εξής:

  • “Aν συνυπολογιστεί ότι αυτό το μήνα είχαμε και 10% πληθωρισμό, κανονικά θα έπρεπε τα 128 ευρώ που στοίχιζε το καλάθι την πρώτη εβδομάδα, να έχουν γίνει σήμερα 140 ευρώ, ενώ τώρα έπεσε στα 100 ευρώ”.
  • “Πετύχαμε αυτή τη μείωση από τα 128€ στα 100€, 28% σε ένα μόνο μήνα”.
  • “Αν κάποιος αγοράζει τα προϊόντα του καλαθιού σε ετήσια βάση κερδίζει 1,5 μισθό. Μιλάμε για τεράστιο νούμερο.”

Αν στην Ελλάδα τα Μέσα Ενημέρωσης δεν ήταν φερέφωνα της εξουσίας και παραρτήματα της ΝΔ, αυτός ο υπουργός, την επόμενη μέρα έπρεπε να ψάχνει θέση ταξιθέτη στο Δελφινάριο. 

Πρώτον, επειδή, αν και Υπουργός “Αναπτύξεως” δεν μπορεί να υπολογίσει ένα ποσοστό. Μαθητής Β Λυκείου θα κοβόταν στα μαθηματικά αν ισχυριζόταν ότι η μείωση από τα 128 στα 100 ευρώ είναι 28%. Η μείωση είναι 21.8% (28/128*100), αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για μια κυβέρνηση πανάκριβων γόνων που αγόρασαν πανάκριβα πτυχία αλλά παραμένουν λειτουργικά αναλφάβητοι όσο δεν έχουν από πίσω τους στρατιές συμβούλων. 

Αυτός ο άνθρωπος, που δεν μπορεί να υπολογίσει σωστά ένα ποσοστό, πάει και διαπραγματεύεται με την Google και τη Huawei για τις επενδύσεις που θα κάνουν στην Ελλάδα… Επιτυχώς πάντα, σύμφωνα με τον ίδιον.

Δεύτερον, επειδή ο κ. υπουργός δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να ισχυρίζεται θρασύτατα ότι με το καλάθι του νοικοκυριού εξοικονομείται ενάμισης μισθός. Σύμφωνα με τον ΕΦΚΑ, ο μέσος μισθός διαμορφώθηκε στα 1227€, επομένως ο καθαρός μέσος μισθός ανέρχεται στα 970 ευρώ. Μπορεί κάποιος πραγματικός και όχι επιλεγμένος από τον ΣΚΑΙ καταναλωτής, να ισχυριστεί ότι ψωνίζοντας προϊόντα μέσα από το καλάθι, αντί για προϊόντα ίδιας ποιότητας έξω από αυτό, εξοικονομεί 1455€ τον χρόνο, δηλαδή 121€ κάθε μήνα; 

Τρίτον και σημαντικότερο: Ο Υπουργός αποδεικνύει φαρδιά πλατιά είτε ότι δεν έχει ιδέα τι είναι πληθωρισμός, είτε ότι είναι παπατζής . Ο ισχυρισμός ότι με 10% πληθωρισμό, το καλάθι που κόστιζε αρχές Οκτώβρη 128€, θα έπρεπε να κοστίζει αρχές Νοέμβρη 140€, φανερώνει τρομακτική άγνοια ή  ανατριχιαστική εξαπάτηση. Ο πληθωρισμός είναι ετήσιος, και ο ετήσιος πληθωρισμός (που διαμορφώνεται πχ στο 10% τον Νοέμβριο), δεν ανεβάζει κατά 10% το κόστος του καλαθιού σε ένα μήνα. Αναλογικά ανεβάζει το κόστος του καλαθιού κατά το 1/12 της ετήσιας αύξησης, δηλαδή 1.06 ευρώ ακριβώς. Το καλάθι που κόστιζε 128€ στις αρχές Οκτώβρη, με 10% πληθωρισμό, θα κόστιζε 129.06€ αρχές Νοέμβρη και όχι 140€ που ισχυρίζεται ο τερατολόγος κ. υπουργός.

Αν τα πράγματα ήταν έτσι όπως ισχυρίζεται ο κ. παπάρας, το καλάθι που σήμερα κοστίζει 128€, με 10% πληθωρισμό τον μήνα, θα έπρεπε να κοστίζει σε ένα χρόνο 377€, δηλαδή ο ετήσιος πληθωρισμός θα ήταν 213%, δηλαδή η Ελλάδα της Κατοχής θα ήταν παράδεισος οικονομικής σταθερότητας και ελεγχόμενου πληθωρισμού.

Τέταρτον, η τιμή του καλαθιού δεν ακολουθεί κυρίως την πορεία του Γενικού Δείκτη, όσο την πορεία του Δείκτη Τροφίμων και Ποτών. Αυτός ο δείκτης, σύμφωνα με τη Eurostat μέσα στον Νοέμβριο αυξήθηκε, ενώ ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών (πληθωρισμός) μειώθηκε. Συγκεκριμένα ο γενικός δείκτης πέφτει από το 9.5% του Οκτωβρίου στο 9% του Νοεμβρίου, αλλά ο δείκτης τροφίμων (που παίζει τον βασικό ρόλο στο καλάθι) ανεβαίνει από το 12.3% στο 12.8%. 

Ακόμα περισσότερο, η επιβράδυνση του πληθωρισμού στην Ελλάδα αφορά αποκλειστικά τις τιμές της ενέργειας οι οποίες το προηγούμενο διάστημα είχαν ανέβει κατακόρυφα και σήμερα αποκλιμακώνονται. Και δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι τιμές ενέργειας πέφτουν εξαιτίας του καλαθιού του νοικοκυριοιύ. Ουδόλως επομένως αφορά τον τιτανοτεράστιο κ. παπάρα που εφηύρε νέα μέθοδο υπολογισμού του πληθωρισμού και καμώνεται πως δίνει μάχες ενάντια στην ακρίβεια. Το ανάποδο: ο δείκτης που αφορά τα τρόφιμα ανεβαίνει.

Όλα τα παραπάνω θα είχαν ελάχιστη σημασία αν ταυτόχρονα με τις παπαρολογίες, τερατολογίες, ψέματα, απάτες και κοτσάνες που πετάει ο στόμας του κ. υπουργού, τα νοικοκυριά δεν ζούσαν μια τραγική κατάσταση με μισθούς που είναι στάσιμοι εδώ και μια δεκαετία και τιμές που διαρκώς ανεβαίνουν. Και είναι εξοργιστικό μια ντουζίνα δημοσιογράφων να ακούνε τις παπάρες του κ. παπάρα και να μη βρίσκεται ουδείς να τον διορθώσει ή έστω να διαμαρτυρηθεί. 

Απαξίωση της εργασίας, εκτός αν καταστρέψουμε το παιχνίδι τους

Το κέρδος, μια επιθυμία χωρίς κορεσμό

Η άνοδος των επιτοκίων που ήδη εκκίνησε, και η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί κατά τα επόμενα έτη, είναι η φωτιά στον κάμπο με τα ξερά χόρτα. Τα υψηλά επιτόκια έχουν για τις επιχειρήσεις τον ρόλο του «εναλλακτικού οφέλους», της εναλλακτικής τοποθέτησης κεφαλαίου που αποφέρει υψηλότερη κερδοφορία από όσο η επένδυση στην δική σου επιχείρηση. Το ίδιο ισχύει και για τους ιδιοκτήτες ακινήτων που τα ενοικιάζουν και για κάθε άλλον που επενδύει τα χρήματά του για κέρδος, τόκο ή πρόσοδο. Έτσι, όταν αυξάνονται τα επιτόκια, όπως συμβαίνει τώρα και όπως προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί κατά τα επόμενα έτη με πολύ μεγαλύτερη ένταση, οι ιδιοκτήτες ακινήτων λαμβάνουν το μήνυμα (τέτοιοι είναι οι δέκτες τους) ότι πρέπει να αυξήσουν το ενοίκιο διότι στο εξής το κεφάλαιο εν γένει, σε όλες τις μορφές του, θα αμείβεται περισσότερο. Το ίδιο μήνυμα παίρνουν και οι άλλοι κάτοχοι κεφαλαίου, που έχουν επενδύσει τα χρήματά τους σε κάποιον άλλο κλάδο, όσο υψηλά και αν είναι τα κέρδη τους.

Τα επιτόκια, λοιπόν, υποδεικνύουν στο σύνολο των επενδυτών το ύψος της κερδοφορίας που θα έπρεπε όλοι οι κάτοχοι κεφαλαίου να επιδιώκουν ως στόχο. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι παράγοντες που προσδιορίζουν το ύψος της απόδοσης κεφαλαίου, αυτό όμως δεν αναιρεί την σχέση αιτιότητας μεταξύ των επιτοκίων και των αποδόσεων κεφαλαίου που είναι επενδεδυμένο σε άλλους κλάδους, εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Έχουν το κίνητρο, έχουν και την ευκαιρία

Αυτά περιγράφουν μια σχέση επιτοκίων και κέρδους γενικώς, αλλά δεν μας εξηγούν για ποιον λόγο υπάρχει αυτή η σχέση, τι είναι αυτό που την εγκαθιδρύει, που την θέτει σε ισχύ.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο εκλαμβάνει την αύξηση των επιτοκίων ως ένδειξη ότι πρέπει να αυξήσει την απόδοσή του (την κερδοφορία του) είναι η απληστία του[i]: Επιδιώκει την μεγιστοποίηση του κέρδους, στην οποία προβαίνει όποτε έχει την ευκαιρία˙ με δυο λόγια, έχει πάντοτε το κίνητρο (του πλουτισμού και της κατίσχυσης επί των ανταγωνιστών του), αρκεί να έχει και τα μέσα.

Λένε πολλοί πως υπάρχει και ένας δεύτερος λόγος για τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τις τιμές τους: η αύξηση των επιτοκίων αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης των δανειακών κεφαλαίων τους (τόσο περισσότερο όσο υψηλότερος είναι ο δανεισμός τους). Για να διατηρήσουν, λοιπόν, τα κέρδη τους, οι επιχειρήσεις, όσο υψηλά και αν είναι αυτά ήδη, θα έπρεπε να αυξήσουν τις τιμές τους. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις αυξάνουν τις τιμές τους όταν αυξάνονται τα επιτόκια βρέξει-χιονίσει, είτε έχουν πολλά δάνεια είτε λίγα, είτε αυξήθηκαν οι μισθοί είτε όχι, αρκεί να έχουν την ευκαιρία (και με δεδομένο ότι πάντα θέλουν, είναι στην φύση τους αυτό).

Έχουν όμως οι επιχειρήσεις πάντοτε την ευκαιρία να προβούν σε ανατιμήσεις; Υπάρχουν δύο περιπτώσεις, ανάλογα εάν οι επιχειρήσεις έχουν αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό (μπορούν δηλαδή να αυξήσουν τον όγκο της παραγωγός τους ή όχι χωρίς νέα επένδυση σε πάγιο κεφάλαιο).

Περίπτωση πρώτη: Εάν χρησιμοποιούν πλήρως την παραγωγική ικανότητά τους, δηλαδή δεν τους περισσεύει παραγωγικό δυναμικό για να αυξήσουν την παραγωγή πέραν του σημερινού επιπέδου της, θα αυξήσουν τις τιμές τους διότι καθεμιά από αυτές υπολογίζει ότι δεν θα χάσει μερίδιο αγοράς από τους ανταγωνιστές της (αφού ούτε και αυτοί δεν μπορούν να αυξήσουν την παραγωγή τους ή μπορούν να την αυξήσουν λίγο και εν πάση περιπτώσει ζήτηση υπάρχει για όλους, δεν θα ανταγωνιστούν τώρα γι’ αυτό).

Περίπτωση δεύτερη: Εάν περισσεύει στις επιχειρήσεις παραγωγικό δυναμικό για να αυξήσουν την παραγωγή, η επιχείρηση θα το σκεφτεί καλά να αυξήσει τις τιμές της, εξαιτίας του φόβου ότι θα χάσει μερίδιο αγοράς από τους ανταγωνιστές εάν αυτοί κρατήσουν ίδιες τις τιμές ή τις αυξήσουν σε μικρότερο βαθμό από όσο αυτή η ίδια. Σε τέτοια περίπτωση, οι επιχειρήσεις δεν έχουν την ευκαιρία να αυξήσουν τις τιμές τους εκτός εάν μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε συντεταγμένες κινήσεις (κάτι που συμβαίνει σχετικά εύκολα σε μεγάλες επιχειρήσεις όταν είναι λίγες στον κλάδο, και συμβαίνει επίσης πολύ εύκολα σε μικρούς κλειστούς τόπους). Συμβαίνει επίσης να μη λειτουργεί ο ανταγωνισμός όταν υπάρχει μια επιχείρηση που έχει δεσπόζουσα θέση στον κλάδο και οι υπόλοιπες την ακολουθούν, ή ακόμη εάν προεξοφλήσουν όλοι, χάρη σε ένα είδος ταξικής κεφαλαιοκρατικής ενσυναίσθησης, πως οι ανταγωνιστές τους θα αυξήσουν και αυτοί τις τιμές τους. Εάν πάντως δεν μπορούν να τις αυξήσουν, θα αυξήσουν την πίεση επί των ονομαστικών μισθών για να τους μειώσουν – εάν μπορούν. Σήμερα, βέβαια, με πολλά εργατικά συνδικάτα αποδυναμωμένα ή ενσωματωμένα ή πουλημένα ή χαζοχαρούμενα, οι επιχειρήσεις έχουν μια ευκολία να μειώσουν τους μισθούς.

Μονά-ζυγά δικά τους…

Σε ποια από τις δύο ανωτέρω περιπτώσεις βρισκόμαστε σήμερα;

Με την μεγάλη άνοδο της ζήτησης κατά το 2021 και το 2022, το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει μειωθεί εξαιρετικά και απέχει μιαν ανάσα από την πλήρη χρησιμοποίηση. Για τους περισσότερους κλάδους, λοιπόν, η αύξηση των τιμών σήμερα είναι η πιο λογική αντίδραση για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, με δεδομένη την απληστία που αποτελεί την αρχή της λειτουργίας τους και τον τρόπο ύπαρξής τους. Ωστόσο, με τις αυξήσεις των τιμών περιστέλλεται η ιδιωτική κατανάλωση, διότι το εισόδημα των νοικοκυριών διατίθεται τώρα για την αγορά λιγότερων εμπορευμάτων αφού οι τιμές τους είναι υψηλότερες. Από κοντά ακολουθεί η συνολική ζήτηση, που περιστέλλεται, για τον απλό λόγο ότι η κατανάλωση αποτελεί κάτι σαν τα 3/4 της συνολικής ζήτησης. Επιπλέον, τα υψηλότερα επιτόκια αποθαρρύνουν τον δανεισμό για κατανάλωση και επιβραδύνουν την συσσώρευση παγίου κεφαλαίου μειώνοντας τις επενδύσεις.

Με αυτά, λοιπόν, θα μειωθεί η συνολική ζήτηση εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων κατά τα επόμενα έτη, και η οικονομία θα επιβραδυνθεί ή θα βυθιστεί στην ύφεση (με την βοήθεια και άλλων παραγόντων, και με την συμβολή κλασικών φαύλων κύκλων που θα αναπτυχθούν στην πορεία και θα πολλαπλασιάσουν τα αρνητικά αποτελέσματα της αύξησης των επιτοκίων). Η δε ύφεση θα αυξήσει την ανεργία, θα μειώσει περαιτέρω την ήδη ισχνή διαπραγματευτική δύναμη των μισθωτών και θα συμβάλει στην περαιτέρω μείωση των μισθών. Αυτά δεν είναι μοιραία, αυτή είναι η δυναμική του συστήματος, η φύση του και η ροπή του, εκεί οδηγείται το πράγμα, εκτός εάν κάποια εξωτερική δύναμη αναχαιτίσει την πορεία του.

Εάν δηλαδή αφήσουμε ήσυχο το σύστημα να πορεύεται με βάση τις ορέξεις του, βαίνουμε σε μια διαδρομή με δύο φάσεις: Στην πρώτη φάση, βραχυπρόθεσμα (σε ορίζοντα ενός έτους) οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται καθότι η αύξηση των επιτοκίων θα έχει δώσει το γενικό σύνθημα για υψηλότερη κερδοφορία, και κάπως αργότερα, σε δεύτερη φάση, η αύξηση των τιμών θα επιβραδυνθεί (δηλαδή ο πληθωρισμός θα μειωθεί) επειδή η μείωση της ζήτησης κάτω από ένα κατώφλι θα αυξήσει το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό και θα οξύνει τον ανταγωνισμό. Στην πρώτη φάση θα υποτιμηθεί η αγοραστική δύναμη του μισθού εξαιτίας του πληθωρισμού (και ήδη αυτό γίνεται). Στην δεύτερη φάση, της ύφεσης και της ανεργίας, πάλι θα υποτιμηθεί η αγοραστική δύναμη του μισθού, αυτήν την φορά λόγω της μείωσης του ονομαστικού μισθού (του χρηματικού μισθού) ή της αύξησής του λιγότερο από τον πληθωρισμό (παρόλο που αυτός θα είναι πλέον μειωμένος). Αυτά θα συμβούν˙ εκτός εάν καταστρέψουμε το παιχνίδι τους.

…εκτός εάν καταστρέψουμε το παιχνίδι τους

Αυτό είναι το παιχνίδι της απαξίωσης της εργασίας στο οποίο θα επιδοθεί ο καπιταλισμός κατά τα επόμενα έτη: παλιότερα το λέγαμε μονά-ζυγά δικά του. Εκτός εάν καταστρέψουμε το παιχνίδι του˙ άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε γερά, ανθεκτικά, ανταγωνιστικά εργατικά συνδικάτα, χρειαζόμαστε και κόμμα ή πολιτικές οργανώσεις που φέρνουν αποτελέσματα -και δεν τα χρειαζόμαστε αύριο, τα χρειαζόμαστε τώρα!

[i] Η απληστία δεν είναι επιθυμία από την οποία θα μπορούσε να απαλλαγεί κάθε ξεχωριστό, ιδιαίτερο, κεφάλαιο, διότι αυτή ανήκει στην φύση του, διότι αυτή έχει ως υλική βάση την αδήριτη ανάγκη εκάστου κεφαλαίου να κατισχύσει των ανταγωνιστών του (αν μη τι άλλο στην μακροχρόνια διάρκεια).

 

Πηγή: Commune

Η ακρίβεια δεν αντιμετωπίζεται με λόγια του αέρα.

Η ακρίβεια σε βασικά είδη διατροφής, στο ηλεκτρικό ρεύμα, στο φυσικό αέριο και στα καύσιμα αυξάνει αλματωδώς τους τελευταίους μήνες, συρρικνώνοντας τα λαϊκά εισοδήματα και δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα στις φτωχές λαϊκές οικογένειες, που κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς τρόφιμα, ηλεκτρικό ρεύμα και θέρμανση τις κρύες ημέρες του χειμώνα.

Η κυβέρνηση εξαπατά και κοροϊδεύει το λαό ισχυριζόμενη ότι «η ακρίβεια είναι παροδική», ότι «σε λίγους μήνες θα έχουν εξομαλυνθεί οι τιμές» και εξαγγέλλοντας μέτρα – κοροϊδία για δήθεν οικονομική ανακούφιση των λαϊκών νοικοκυριών και αντιμετώπιση της ακρίβειας.

Συγκεκριμένα, τα 14 -18 ευρώ το μήνα, που η κυβέρνηση εξάγγειλε ως επιδότηση στα λαϊκά νοικοκυριά για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στην ανατίμηση του ηλεκτρικού ρεύματος, και η πολύ μικρή μείωση στην τιμή του φυσικού αερίου, καθώς και ο κατώτατος μισθός που θα …«αυξηθεί» μόλις κατά 52 λεπτά τη μέρα (!!!) από την 1-1- 2022, δεν καλύπτουν ούτε στο ελάχιστο το ύψος των ανατιμήσεων και τις κοινωνικές ανάγκες των λαϊκών οικογενειών για αξιοπρεπή διαβίωση. Μοιάζουν κυριολεκτικά με «σταγόνα στον ωκεανό» των δυσκολιών, που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά στρώματα εν μέσω της τριπλής κρίσης (υγειονομικής, οικονομικής, οικολογικής) και της απαράδεκτης κυβερνητικής πρακτικής να αξιοποιεί αυτή την κρίση για να περάσει χωρίς αντιστάσεις την αντιλαϊκή και αντικοινωνική πολιτική της.

Είμαστε, βέβαια, συνηθισμένοι με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να λέει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε ή να κάνει μόνο ευχολόγια και παρακάλια στις επιχειρήσεις, όταν πρόκειται για την ακρίβεια ή άλλα λαϊκά προβλήματα, επικαλούμενη ότι αυτά είναι δισεπίλυτα ευρωπαϊκά ή παγκόσμια προβλήματα, ενώ, όταν είναι να περικόψει μισθούς, συντάξεις, εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα και να επιβάλλει νέους φόρους, τότε να λειτουργεί ως επιτελικό αποτελεσματικό κράτος, αλλά δεν πρέπει να μείνουμε και με τα χέρια σταυρωμένα.

Και, δυστυχώς, οι ανατιμήσεις προϊόντων και υπηρεσιών, δεν έπεσαν από τον ουρανό και δεν αποτελούν παροδικό φαινόμενο, όπως ισχυρίζεται ψευδώς η κυβέρνηση και τα φιλικά της – καλοταϊσμένα από αυτή – Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Είναι η ασύδοτη δίψα και το αδίστακτο κυνήγι για κέρδη των δυνάμεων του κεφαλαίου, που συνεχώς κλιμακώνεται, με την ανοχή και τη στήριξη της κυβέρνησης και των προηγούμενων κυβερνήσεων. Είναι επίσης η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, η οποία οδηγεί στην αύξηση των τιμών, γιατί οι νέοι ιδιοκτήτες των δημόσιων επιχειρήσεων και υποδομών τις άρπαξαν «αντί πινακίου φακής» για να επιτυγχάνουν γρήγορα, εγγυημένα και εύκολα κέρδη. Επομένως, υπάρχουν ξεκάθαρες πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης για την εκτίναξη της ακρίβειας.

Τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα και η νεολαία δεν έχουν τίποτε να περιμένουν από την κυβέρνηση της ΝΔ. Μόνο, μόνοι τους μπορούν σωθούν, αναπτύσσοντας και κλιμακώνοντας ενωτικούς κοινωνικούς αγώνες και διεκδικώντας μαχητικά ουσιαστικά μέτρα περιορισμού της ακρίβειας και στήριξης των εισοδημάτων τους, όπως:

– Δραστική μείωση των ληστρικών έμμεσων φόρων, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, θέσεις εργασίας σταθερής και πλήρους απασχόλησης με αξιοπρεπείς μισθούς, αύξηση των δημοσίων κοινωνικών δαπανών για παιδεία, υγεία, πρόνοια.

– Ενέργεια, που να είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα και, επομένως, αποτροπή και ανατροπή της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, γιατί μόνο μία δημόσια και κοινωνική ΔΕΗ μπορεί να παρέχει φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα στο λαό. Κατάργηση των χρηματιστηρίων ενέργειας και του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και άμεση μείωση του ΦΠΑ στο 4%. Επαναφορά του νόμου 4320/19-3-2015, που προέβλεπε 1200 κιλοβατώρες δωρεάν το τετράμηνο για όσους ήταν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Σταμάτημα των αποκοπών συνδέσεων ηλεκτρικού ρεύματος, νερού και τηλεπικοινωνιών σε φτωχά και υπερχρεωμένα λαϊκά νοικοκυριά.

– Μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης και του ΦΠΑ στο φυσικό αέριο στο αγροτικό πετρέλαιο, στο πετρέλαιο θέρμανσης για τα νοικοκυριά, στο πετρέλαιο κίνησης και στη βενζίνη. Επέκταση επιδομάτων θέρμανσης και σε άλλα λαϊκά νοικοκυριά, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, λόγω του πιο κρύου και μεγαλύτερου σε διάρκεια χειμώνα. Επιδότηση και όσων επιλέγουν να θερμανθούν με εναλλακτικές και περιβαλλοντικά ασφαλείς μορφές θερμότητας, όπως η γεωθερμία.

Ιδού λοιπόν «πεδίο δόξης λαμπρό» για τις δυνάμεις της Αριστεράς και το λαϊκό κίνημα εάν θέλουν να είναι πραγματικά χρήσιμοι στο λαό αυτή τη δύσκολη περίοδο.