Άρθρα

Η τροπολογία ψηφίστηκε, η υποκρισία περισσεύει. Μόνο ο λαός θα φέρει την ανάσταση.

Με αγανάκτηση και μόνο παρακολουθούν οι συνήγοροι υποστήριξης της κατηγορίας στην δίκη της Χρυσής Αυγής, το αντιφασιστικό κίνημα και η δημοκρατική κοινωνία τις εξελίξεις σχετικά με την τρίτη κατά σειρά τροπολογία ανακοπής της προσπάθειας του ναζιστικού μορφώματος Κασιδιάρη να συμμετάσχει στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές.

Δημοσιεύθηκε σήμερα ο ν. 5043/2023 (ΦΕΚ Α 91/13.4.2023), το άρθρο 35 του οποίου υλοποιεί τη γνωστή τροπολογία.

Η φράση που άλλαξε στην ισχύουσα διάταξη του άρθρου 32 του ΠΔ 26/2012 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 102 του ν. 5019/2023 διάταξη έχει ως εξής (με έμφαση οι αλλαγές) :

«Η συνδρομή των προϋποθέσεων της παρούσας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου, στη σύνθεση του οποίου συμμετέχουν ο Πρόεδρος αυτού και όλα τα μέλη του, το οποίο λαμβάνει ή δύναται να ζητεί σχετική τεκμηρίωση από τις κατά περίπτωση αρμόδιες δικαστικές ή άλλες αρχές.»

Παρά τα όσα είχαμε έγκαιρα επισημάνει τόσο για την πρώτη τροπολογία (άρθρο 92 ν. 4808/2021) όσο κυρίως για τη δεύτερη (άρθρο 102 ν. 5019/2023) σε προηγούμενη αρθρογραφία, η κυβέρνηση αφενός επέλεξε την θέσπιση μιας διάταξης ευρύτερου αποκλεισμού και αφετέρου παρείχε στο Α1΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου την υπερεξουσία να κρίνει αν ένα κόμμα που επιθυμεί να συμμετέχει στις εκλογές εξυπηρετεί ή όχι με την δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, καθώς και ποια είναι η πραγματική του ηγεσία. Αλλά ακόμα και σε αυτόν της τον σχεδιασμό, η κυβέρνηση φάνηκε να λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο, δηλαδή τους δικαστές του Αρείου Πάγου και, όταν το συνειδητοποίησε, επινόησε μια τροπολογία πανικού με την οποία μεταβάλλει τη σύνθεση του σώματος του Α1΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου που θα κρίνει τη νομιμότητα της συμμετοχής των κομμάτων στις προσεχείς εκλογές, προκαλώντας την θυμηδία των κομμάτων της αντιπολίτευσης και του δημοκρατικού κόσμου, την αντίδραση και παραίτηση του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χρήστου Τζανερρίκου και, ακόμα χειρότερα,  τη συσπείρωση και ηρωοποίηση του κόμματος του Κασιδιάρη και του αχυρανθρώπου που ανέλαβε να παραστήσει τον ηγέτη του. Και κατορθώνοντας να τον καταστήσει πρώτο θέμα συζήτησης αποπροσανατολίζοντας την κοινή γνώμη και ενισχύοντας το αφήγημά του περί πολιτικής του δίωξης.

Είμαστε υποχρεωμένοι για την αποκατάσταση των πραγμάτων να θέσουμε υπόψη στο διάλογο αυτόν τα ακόλουθα :

1) Η ψηφισμένη τον Φεβρουάριο 2023 τροπολογία (άρθρο 102 ν. 5019/2023), όπως αναλυτικά έχουμε αναπτύξει, δεν περιορίζεται στον αποκλεισμό από τις εκλογές κομμάτων στα οποία συμμετέχουν υποψήφιοι βουλευτές η ηγετικά στελέχη καταδικασμένοι για κακούργημα με ναζιστικό κίνητρο ακόμα και σε πρώτο βαθμό χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα, όπως τεκμηριωμένα και εμπεριστατωμένα είχαμε προτείνει στην τότε αρθρογραφία μας, αλλά επεκτείνει την απαγόρευση αυτή σε σωρεία καταδίκων για διάφορες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που δεν έχουν καμία σχέση με τη ναζιστική δράση και την απειλή της για το δημοκρατικό πολίτευμα, ανοίγει τον δρόμο για ευρύτερες απαγορεύσεις.

2) Η πολιτική βούληση, που μελλοντικά θα επιχειρηματολογείται ως η «βούληση του νομοθέτη» σε απόπειρες τελολογικής ερμηνείας της διάταξης αυτής επισφραγίζεται με τις συστηματικές δηλώσεις του Υπουργού Εσωτερικών περί της ανάγκης αντιμετώπισης της «αντισυστημικής ψήφου» οι οποίες επιδαψιλεύουν το εύσημο αυτό στους ναζιστές και φασίστες.

Ωστόσο αντισυστημική ψήφος δεν είναι η ψήφος προς τους ναζιστές και φασίστες και γενικά τα ακροδεξιά μορφώματα, γιατί αυτοί δεν είναι αντισυστημικοί, αλλά γεννήματα και υπηρέτες του συστήματος. Και αν καμμία φορά εκτεθούν, το σύστημα εξουσίας τους αντιμετωπίζει  σαν τα παραστρατημένα παιδιά του και όχι σαν τον πραγματικό του εχθρό. Το γνωρίζει πολύ καλά αυτό ο Υπουργός Εσωτερικών από το παρελθόν του, και για αυτό με μεγάλη και αυθεντική άνεση περιγράφει τον πραγματικό του στόχο που είναι οι αντισυστημικές δυνάμεις, δηλαδή η αντικαπιταλιστική αριστερά.

3) Οι αποκαλύψεις από τις επανειλημμένες συνεντεύξεις και δηλώσεις του τελούντος υπό παραίτηση (με την … «διαλυτική αίρεση» της τυχόν εντός τριάντα ημερών από την υποβολή της ανάκλησής της) κ. Χρήστου Τζανερρίκου, είναι πολύ σημαντικές, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία καταγγέλλονται δεν έχουν διαψευστεί επί της ουσίας από οποιονδήποτε και ειδικότερα από τον κατονομαζόμενο Υπουργό Επικράτειας, Γεώργιο Γεραπετρίτη.

Η αξιολόγηση όμως των πραγματικών αυτών περιστατικών αποδίδει σοβαρές ευθύνες και για τους δύο εμπλεκομένους και αμοιβαίες παραβιάσεις τους όσον αφορά την αρχή της διάκρισης των εξουσιών :

Α) Ο κ. Γεώργιος Γεραπετρίτης, καθηγητής Νομικής και Υπουργός Επικράτειας κατόπιν διορισμού του Πρωθυπουργού, χωρίς να είναι βουλευτής και να διακινδυνεύει προσωπικό πολιτικό κόστος (όπως άλλωστε όλο σχεδόν το «επιτελικό κράτος» και το περίπου μισό Υπουργικό Συμβούλιο)  και χωρίς καμία απολύτως θεσμική αρμοδιότητα είτε για το νομοθέτημα, είτε για την τροπολογία, είτε για τον τρόπο λειτουργίας του Αρείου Πάγου, καλεί σε συνάντηση τον Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου και Πρόεδρο του Τμήματος που πρόκειται να εξετάσει τη νομιμότητα των συνδυασμών που συμμετέχουν στις εκλογές. Παρά το γεγονός ότι το πράττει άτυπα τηλεφωνικά, και όχι με έγγραφα, όπως  είθισται και απαιτείται στις θεσμικά αποδεκτές επικοινωνίας μεταξύ των φορέων διαφορετικών εξουσιών, ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου αποδέχεται, αντιλέγοντας μόνο όσον αφορά τον τόπο της συνάντησης, με το επιχείρημα ότι δεν είναι σωστό ένας Υπουργός να επισκέπτεται τον Άρειο Πάγο. Είναι προφανές ότι το επιχείρημα αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι η δημοσιότητα έχει καταγράψει άπειρες επισκέψεις Υπουργών όλων των κυβερνήσεων κατά καιρούς στον Άρειο Πάγο, και ίσως αυτό υπήρξε αμοιβαία επιδίωξη να αποφευχθεί εν προκειμένω, η δημοσιοποίηση της επίσκεψης, που είναι αδύνατο να παραμείνει κρυφή εντός ή ακόμα και εκτός του κτηρίου του Αρείου Πάγου. Έτσι επελέγη ως τόπος επίσκεψης το Μέγαρο Μαξίμου. Και εκεί βέβαια οι επισκέψεις γίνονται αντιληπτές, και αυτό δίνει χώρο στην εκδοχή ότι η συνάντηση έγινε σε γειτονική καφετέρια. Γεγονός είναι πάντως ότι δεν έχει καταγραφεί ιστορικά ένας Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου, εμφανώς τουλάχιστον, να επισκέπτεται Υπουργό στο γραφείο του για θέμα εκτός ημερήσιας διάταξης θεσμικού αντικειμένου.

Β) Η περιγραφή της συνάντησης καταγράφει διαυγέστατα μια πρόθεση βολιδοσκόπησης από την πλευρά του Υπουργού προς τον τέως Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου η οποία δεν απέσπασε την επιθυμητή απάντηση. Και ακόμα, υπήρξε και νέα όχληση από άλλο πρόσωπο, που δεν κατονομάζεται, το οποίο μάλιστα του ζήτησε να βοηθήσει λέγοντας του ότι υπάρχουν και ανεξάρτητες αρχές μετά την αφυπηρέτηση.

Στο σημείο αυτό να επισημανθεί ένα καρκίνωμα το οποίο πλήττει μέχρι τέλους της θητείας τους την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, αφού η προσδοκία διορισμού σε υψηλού κύρους και απολαβών διοικητικά αξιώματα μετά την αφυπηρέτηση τους εξ αντικειμένου τους καθιστά δεκτικούς και ευάλωτους σε πιέσεις τέτοιες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η προοδευτική πλευρά των δικαστών, που κατά την άποψη του γράφοντος εξακολουθεί να παραμένει πλειοψηφική, διά του στόματος του επί σειρά ετών προέδρου της, Χριστόφορου Σεβαστίδη, έχει εκφράσει συχνά την αντίθεση της στην δυνατότητα διορισμού αφυπηρετούντων δικαστικών λειτουργών σε διοικητικά αξιώματα και έχει απαιτήσει την θέσπιση ασυμβιβάστου με νομοθετική παρέμβαση, πράγμα το οποίο φυσικά δεν έχει γίνει δεκτό και αποτελεί κόκκινο πανί για τους ανώτατους δικαστές, οι οποίοι αποβλέπουν, μετά την υποχρεωτική αποχώρηση τους στο 67ο έτος, την εκμετάλλευση τέτοιου είδους ευκαιριών.

Εντούτοις, και παρά το γεγονός ότι όλα αυτά συνέβησαν στις 31.3.2023, έξι ημέρες προτού κατατεθεί η νέα τροπολογία, ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου σιωπά και δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε αποκάλυψη ή καταγγελία είτε θεσμικά, όπως οφείλει, είτε με καταγγελία στα Μ.Μ.Ε, είτε και τα δύο. Και εδώ γεννάται εύλογα το ερώτημα : Θα έμεναν για πάντα στο σκοτάδι οι συναντήσεις, συζητήσεις και προσφορές αυτές, αν τελικά η κυβέρνηση αποφάσιζε να ακολουθήσει διαφορετική τακτική και να μην προχωρήσει στην τροπολογία αυτή ; Και ποια στάση θα τηρούσε ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ;

Γ) Ακολουθεί στις 06.04.2023 η ανακοίνωση της τροπολογίας από την κυβέρνηση και τρεις μέρες μετά ο κ. Τζανερρίκος καταγγέλλει ευθεία παρέμβαση στην εσωτερική λειτουργία του Αρείου Πάγου, χωρίς ακόμα να προβεί στις σχετικές αποκαλύψεις που προαναφέρθηκαν, αλλά περιορίζεται στη νομική του άποψη σχετικά με την εξαγγελθείσα τροπολογία.

Πλέον είναι εκείνος ο οποίος παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, διότι υπό την ενεργή ιδιότητα του ανωτάτου και αρμοδίου ακόμα για δικαστικού λειτουργού (Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου) αμφισβητεί το δικαίωμα της κυβερνητικής εξουσίας να νομοθετεί, παραγνωρίζοντας ότι, καλώς ή κακώς (κατ εμέ κάκιστα), το εκλογικό σώμα εκείνην εξέλεξε και πάντως όχι τον ίδιο, και ότι όσο είναι κατακριτέα η παρέμβαση της κυβερνητικής εξουσίας στην δικαστική, άλλο τόσο είναι κατακριτέα, και ίσως περισσότερο η δική του, δεδομένου ότι η δικαστική εξουσία δεν εκλέγεται από κανέναν ούτε ανακαλείται, ούτε ελέγχεται, ούτε λογοδοτεί, στο έργο της κυβερνητικής εξουσίας και τους νόμους που ψηφίζει. Η ίδια η αντιπαραβολή με τις θεσπισμένες διατάξεις οι οποίες πρόκειται να τροποποιηθούν ρητά η σιωπηρά (Π.Δ. 26/2012, άρθρο 102 ν. 5019/.2023 και άρθρο 27 παρ. 1 ν.  4938/2022) επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό, αφού αφορά διατάξεις νόμων ψηφισμένες από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Δ) Αυτό φυσικά δεν καθιστά ανεπίδεκτες κατακραυγής τις κυβερνητικές σκοπιμότητες και τις φωτογραφικές πράγματι διατάξεις με τις οποίες επιχειρεί να επηρεάσει την δικαστική κρίση στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ωστόσο, ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, εκτός της απαράδεκτης δημοσιοποίησης της αντίθεσης του στην επικείμενη τροπολογία, διατυπώνει και απόψεις οι οποίες αποκαλύπτουν την πραγματική του πεποίθηση σχετικά με την Χρυσή Αυγή και τον Κασιδιάρη, όπως η επισήμανσή του (με πλάγια)_ στον σχολιασμό της δήλωσης Βορίδη, «δεν μπορεί να υπάρχει μια βαθιά αντίθεση, από την μια μεριά το ποινικό τμήμα της Δικαιοσύνης (σημείωση : ξέχασε να πει: «κατωτέρου του Αρείου Πάγου δικαστηρίου» και να καταδικάζει σ.σ. τον Κασιδιάρη ως αρχηγό εγκληματικής οργάνωσης και να έρχεται ένα άλλο τμήμα της Δικαιοσύνης, επίσης το Α1 του Αρείου Πάγου, που να λέει ότι είναι πολιτικός αρχηγός). Δηλαδή ο ΥΠ.ΕΣ., εμμέσως πλην σαφώς, υπέδειξε στους δικαστές του Α1 Τμήματος ποια θα πρέπει να είναι η κρίση τους για το συγκεκριμένο θέμα.

Και εδώ ο κ. Τζανερρίκος σφάλλει. Παρέμβαση στην Δικαιοσύνη δεν συνιστά η δημόσια έκφραση γνώμης από οποιονδήποτε σχετικά με το περιεχόμενο μιας δικαστικής απόφασης, έστω και μιας επικείμενης δίκης, ιδίως όταν αυτό ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο νομοθετικής διάταξης την οποία έχει υποστηρίξει. Η δυσαρέσκεια δικαστών για την έκφραση γνώμης στην υπόθεση που χειρίζονται, έστω και με το πρόσχημα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης συνιστά έκφανση αυταρχικής νοοτροπίας. Και συχνά υποκρύπτει οράματα για κράτος δικαστών που μόνο τα λαϊκιστικά ακροδεξιά μορφώματα υποστηρίζουν ανοιχτά εντός και εκτός των ορίων της χώρας. Παρέμβαση στη δικαιοσύνη λοιπόν δεν είναι η δημόσια έκφραση γνώμης, αλλά οι μυστικές συναντήσεις, οι αθέμιτες επιρροές, οι πιέσεις και οι απειλές, καθώς επίσης και η υπόσχεση ωφελημάτων. Αυτά όλα, σύμφωνα και με πρόσφατη εύστοχη επισήμανση του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, κ. Ξεν. Κοντιάδη, στοιχειοθετούν αδικήματα των άρθρων 167Α και 237 Π.Κ. Το τελευταίο μάλιστα αποτελεί και κακούργημα. Ωστόσο, η επισήμανση του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου ότι το ποινικό τμήμα της Δικαιοσύνης που έκρινε ότι η Χρυσή Αυγή αποτελεί εγκληματική οργάνωση είναι κατώτερο δικαστήριο από τον Άρειο Πάγο, που έρχεται να τονίσει κάτι πασίγνωστο και στον τελευταίο των Ελλήνων ακόμα, δεν αποτυπώνει οτιδήποτε άλλο, παρά την αποδοκιμασία του προς την δικαστική αυτή απόφαση, την οποία μάλιστα μέχρι σήμερα, παρά τις καθημερινές επανειλημμένες δηλώσεις του, δεν έχει διασκευάσει, ανασκευάσει ή διαφοροποιήσει. Επέλεξε λοιπόν, στην πρώτη δημόσια παρέμβαση του, να υποβαθμίσει την σημασία της καταδικαστικής απόφασης για την Χρυσή Αυγή και τον Κασιδιάρη, αγνοώντας ίσως και πάντως παραλείποντας ακόμα και το γεγονός ότι εκτός από την καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, το Α΄ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων, που δικάζει την υπόθεση σήμερα σε δεύτερο βαθμό, με την από 19.12.2022 παρεμπίπτουσα απόφαση του απέρριψε αίτημα του Ηλία Κασιδιάρη για αναστολή της ποινής, παρά το γεγονός ότι στο σκεπτικό της αίτησης του είχε επικαλεστεί και την πρόθεση του να ασκήσει πολιτική δραστηριότητα στα πλαίσια του κόμματος του. Και προφανώς παραβλέπει ότι ο Άρειος Πάγος, τον οποίο ορθά χαρακτηρίζει ανώτερο δικαστήριο από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, στην περίπτωση της προκείμενης λειτουργίας του σχετικά με τη νομιμότητα συμμετοχής εκλογικών συνδυασμών, δεν ασκεί δικαιοδοτική, αλλά διοικητική λειτουργία, ούτε φυσικά ασκεί αναιρετικό έλεγχο στην καταδικαστική απόφαση. Κατά συνέπεια, η επισήμανση της ιεράρχησης της ανωτερότητας του Αρείου Πάγου έναντι του Τριμελούς Εφετείου, εκτός του ότι αποκαλύπτει τις επί της ουσίας προθέσεις του, είναι και θεσμικά άστοχη, δεδομένου ότι συγκρίνονται ανόμοιες λειτουργίες στις οποίες δεν υφίσταται ανωτερότητα ή κατωτερότητα.

4) Παρ’ όλ’ αυτά, μόνο ευγνώμονες μπορούμε να αισθανόμαστε απέναντι στον κ. Τζανερρίκο, γιατί με όσα δημοσιοποίησε αποκάλυψε τον τρόπο με τον οποίο διαπλέκονται και κινούνται οι δήθεν ανεξάρτητες και διακριτές εξουσίες και το πώς επηρεάζει η μία την άλλη. Μάθαμε έτσι πώς επικοινωνούν και συνεννοούνται οι παράγοντες των εξουσιών, έστω και αν η συνεννόηση αυτή στην προκειμένη περίπτωση δεν κατέληξε σε θετικά αποτελέσματα για την διείσδυση της κάθε μίας στο έργο της άλλης. Και εύλογα διερωτώμαστε (έστω και ρητορικά) πόσες άλλες παρόμοιες προσπάθειες στην ιστορία, παλιά και ιδίως πρόσφατη έγιναν χωρίς να αποτύχουν και έμειναν στο σκοτάδι. Η αστική υποκρισία του δήθεν σεβασμού στη διάκριση των εξουσιών, καθώς και η ίδια η διάκριση κατέρρευσαν παταγωδώς με πρωταγωνιστές δύο κορυφαίους εκπροσώπους τους.

Εν τέλει, όλοι αυτοί οι οποίοι αρνούνται στους πολίτες, το αντιφασιστικό κίνημα και το δημοκρατικό λαό το δικαίωμα να απαιτεί την εφαρμογή του νόμου στην περίπτωση της εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή», να διαμαρτύρεται για προκλητικές αποφυλακίσεις, ή για αστυνομικές σκευωρίες που στέλνουν άδικα στο εδώλιο αγωνιστές μα αντίθετη πολιτική ταυτότητα με το επιχείρημα ότι η άσκηση δημόσιας κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις συνιστά παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης είναι εκείνοι που στα κρυφά μεθοδεύουν την παραγωγή του έργου της.  Αυτή είναι η αστική υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο !

5) Η κυβέρνηση, όπως ορθά επισημαίνει ο Θανάσης Καμπαγιάννης σε πρόσφατο άρθρο του («Σπασμοί ενός καθεστώτος που ψυχορραγεί»), «με τις διαρκείς και αλλοπρόσαλλες νομοθετικές της πρωτοβουλίες, προμοτάρουν αντί να απομονώνουν, το ναζιστικό μόρφωμα του Κασιδιάρη». Και ορθά τα κόμματα της αντιπολίτευσης αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν την τροπολογία του κυβερνητικού πανικού. Είναι ακόμα αξιοσημείωτο ότι στην προσπάθεια της η κυβέρνηση να προσδώσει ευρύτερα χαρακτηριστικά στην σκοπιμότητα των σχετικών τροπολογιών της, δεν επικαλείται πουθενά ως στόχο τους καταδικασθέντες για εγκλήματα με  ναζιστικό κίνητρο, αλλά επικαλείται πολύ περισσότερο διευρυμένα κριτήρια, όπως να αποκλείσει από τις εκλογές μαχαιροβγάλτες, εγκληματίες, και ιδίως ο αποκλεισμός της αντισυστημικής ψήφου που κυριαρχεί στο πολιτικό σκεπτικό Βορίδη  στον οποίο ανατέθηκε το μεγαλύτερο βάρος της πολιτικής ευθύνης για την μεθόδευση αυτή. Και το δέχθηκε πρόθυμα, όχι μόνο λόγω παρελθόντος, αλλά και γιατί του ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία άλλη μια φορά να προπαγανδίσει τη θεωρία των δύο άκρων και την εξίσωση των ναζιστών με την αντικαπιταλιστική αριστερά.

6) Μέσα σε όλα αυτά στην αρένα της αντιπαράθεσης τίθεται και η καθυστέρηση της διάρκειας της δίκης της Χ.Α. με σκοπό την αλληλοεπίρριψη ευθυνών και ακούγονται τερατώδεις ερμηνείες που επίσης ωφελούν – και νομικά – την υπεράσπισή της. Ας παραθέσουμε μερικά στοιχεία (δείτε και τα σχετικά γραφήματα) :

Η δίκη της Χρυσής Αυγής ξεκίνησε στις 20.04.2015 και έληξε στις 22.10.2020, αφού προηγουμένως πραγματοποίησε συνολικά 467 συνεδριάσεις. Η κύρια αιτία για την μεγάλη διάρκεια της ήταν ο τεράστιος όγκος των συνενωμένων δικογραφιών και παρεπόμενα ο μεγάλος αριθμός των κατηγορουμένων (68), μαρτύρων (212), συνηγόρων (μετείχαν σε διάφορα χρονικά διαστήματα 13 συνήγοροι πολιτικής αγωγής και πάνω από 100 συνήγοροι υπεράσπισης), μεγάλος όγκος αναγνωστέων εγγράφων.

Παρ’ όλ’ αυτά, οι 467 συνεδριάσεις θα είχαν απαιτήσει λιγότερο χρονικό διάστημα αν δεν είχαν μεσολαβήσει :

Α) Η απαράδεκτη μεθόδευση της κατά το έτος 2015 Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών για εξορία της δίκης στον Κορυδαλλό με την ανοχή του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης, πράγμα το οποίο πλην της αυτονόητης υποβάθμισης και του απαραδέκτου να διεξάγονται δίκες σε χώρο φυλακών και των δίκαιων αντιδράσεων που προκαλούσε στην τοπική κοινωνία, καθιστούσε αδύνατη την από πλευράς συνηγόρων πολιτικής αγωγής διεκδίκηση καθημερινής διεξαγωγής της, αφού αυτό σήμαινε την επαγγελματική τους εξόντωση και ταλαιπωρία, ενώ η εναλλαγή του τόπου διεξαγωγής της δίκης μεταξύ Εφετείου και Κορυδαλλού συνεχίστηκε όλα τα χρόνια μέχρι και τον Οκτώβριο 2019. Από τις 467 συνεδριάσεις διεξήχθησαν 233 συνεδριάσεις στον Κορυδαλλό και 234 στο Εφετείο αν και βασικός τόπος διεξαγωγής δίκη οριζόταν το Εφετείο με την Απόφαση Υπουργού Δικαιοσύνης Υ.Α. 42601/8.6.2016 (ΦΕΚ Β 1622/8.6.2016) που ήταν καρπός των κινητοποιήσεών μας.

Β) Η παράλειψη απαλλαγής όλων των μελών της σύνθεσης τα πρώτα τέσσερα χρόνια της δίκης από άλλες υπηρεσιακές υποχρεώσεις ώστε να έχουν τη δυνατότητα να μετέχουν αποκλειστικά στη σύνθεση του δικαστηρίου αυτού, και έτσι η δίκη να διεξάγεται καθημερινά.

Γ) Αιτίες ανωτέρας βίας οι οποίες προκάλεσαν διακοπή της δίκης για διάφορα χρονικά διαστήματα (εκλογές και δημοψήφισμα 2015, Αποχή Δ.Σ.Α. για ασφαλιστικό Κατρούγκαλου 2016, αυτοδιοικητικές, ευρωεκλογές και βουλευτικές εκλογές 2019, διακοπή λόγω πανδημίας Μάρτης 2020 – Ιούνης 2020), αλλά και ασθένειες, και κωλύματα.

Δ) Συστηματική κωλυσιεργία από την πλευρά ορισμένων κατηγορουμένων της δίκης και κατάχρηση της διαδικασίας κατάθεσης αναγνωστέων εγγράφων, για τα οποία αναλώθηκαν πολλές εβδομάδες.

Μόνοι οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής, σε επανειλημμένα διαβήματα τους στην Διοίκηση του Εφετείου Αθηνών, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και τα Μ.Μ.Ε. ζητούσαμε την αποκλειστική διεξαγωγή της δίκης στο Εφετείο και την απαλλαγή (που και αυτό μόνο τα τελευταία χρόνια κατέστη δυνατό) των δικαστών από άλλες δικαστικές και υπηρεσιακές υποχρεώσεις, Το διάγραμμα που ακολουθεί στο τέλος δείχνει την κατανομή του χρόνου και δίνουν τις απαντήσεις για την διάρκεια της δίκης. Είναι δε γνωστό ότι οι δίκες με συνεξέταση υποθέσεων ναζιστικών εγκληματικών έχουν και σε άλλες χώρες μεγάλη διάρκεια. Στην Γερμανία, η δίκη για την υπόθεση του ναζιστικού μορφώματος «NSU» είχε διάρκεια επτά χρόνια. Συνεπώς με δεδομένα τα παραπάνω η δίκη δεν υπερέβη τα εύλογα όρια της διάρκειάς της.

7) Σήμερα, η δίκη της Χρυσής Αυγής έχει πραγματοποιήσει 42 συνεδριάσεις σε διάστημα δέκα μηνών. Καρπός δικών μας αγώνων υπήρξε η τέλεσή της αποκλειστικά στο Εφετείο Αθηνών (βλ. Απόφαση Υπουργού Δικαιοσύνης 18457/26.4.2022, ΦΕΚ Β/2082 της 27.4.2022, της οποίας το προοίμιο αναφέρεται στο σχετικό υπόμνημα των συνηγόρων πολιτικής αγωγής). Όπως έχουμε επισημάνει επανειλημμένα και στο Δικαστήριο, καθώς και στην Διοίκηση του Εφετείου Αθηνών, εάν συνεχίσει να διεξάγεται με αυτόν τον ρυθμό, έχοντας πραγματοποιήσει δηλαδή περί τις πενήντα δικασίμους κατά τον πρώτο χρόνο διεξαγωγής της, ακόμα και αν αρκέσουν διακόσιες, αντί 467, δικάσιμοι για την ολοκλήρωση της διεξαγωγής της, δεν προβλέπεται να τελειώσει νωρίτερα από τέσσερα χρόνια συνολικά, δηλαδή στις 15.06.2026. Ενώ μέχρι στιγμής στα αιτήματα μας για επιτάχυνση της δίκης δεν υπάρχει η δέουσα ανταπόκριση.

Το επισημαίνουμε και δημόσια με την ευκαιρία.

8) Εκφράζεται από πολλούς μάλλον απερίσκεπτα η άποψη ότι ήταν σφάλμα η συνένωση των δικογραφιών και βασική αιτία της μεγάλης διάρκειας.  Ωστόσο αν και πράγματι ο μεγάλος όγκος υπήρξε βασικός παράγοντας του μεγάλου αριθμού των συνεδριάσεων απονομή ουσιαστικής ποινικής δικαιοσύνης και εκτίμηση για την ποινική αξιολόγηση της δράσης εγκληματικής οργάνωσης δεν θα υπήρχε ποτέ σε περίπτωση χωριστής εκδίκασης. Είναι παγκοίνως γνωστό ότι αν οι επιμέρους υποθέσεις της υπόθεσης δικάζονταν χωριστά, πράγματι θα υπήρχαν πολλές μικρές δίκες που θα είχαν ολοκληρωθεί προ πολλού, αλλά οι ευθύνες θα εξαντλούνταν στα απλά εκτελεστικά όργανα, αφού δεν θα είχε συνεκτιμηθεί η ενότητα των κριτηρίων, του εγκληματικού σκοπού, της ιεραρχίας, οργανωτικής δομής, πειθαρχίας, εκπαίδευσης, στρατιωτικοποίησης, επιλογής στόχων, τρόπου δράσης, προετοιμασίας και εξέλιξης της εγκληματικής οργάνωσης και όλα εκείνα τα συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία εισέφερε η συνεκδίκαση και συνεξέταση όλων αυτών των υποθέσεων και απέληξε στην πλήρη απονομή Δικαιοσύνης μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια της εγκληματικής οργάνωσης.

Στόχος των συνηγόρων πολιτικής αγωγής υπήρξε πάντα και επιτεύχθηκε η συνένωση και συνεκδίκαση για τους παραπάνω λόγους. Αντίθετα στόχος των συνηγόρων υπεράσπισης ήταν πάντα η χωριστή εκδίκαση για ευνόητους λόγους.

Αυτά όλα όσοι με ευκολία κατακρίνουν την συνένωση των δικογραφιών όφειλαν να τα έχουν λάβει υπόψη τους πριν να δημοσιολογούν και κατ αποτέλεσμα να υπηρετούν τις απόψεις και την τακτική της Χρυσής Αυγής. Ζημιά και μόνο προκαλούν θυσιάζοντας στη βορά διαφόρων αντιπαραθέσεων και το ζήτημα της διάρκειας της δίκης, όπως είχε γίνει και με την έντονη αντιπαράθεση την περίοδο Οκτωβρίου 2020 για το αν φταίει ο παλιός η ο νέος Ποινικός Κώδικας για τις χαμηλές ποινές, που είχε ως αποτέλεσμα όντως την επιβολή χαμηλών ποινών, μερικές από τις οποίες έχουν προσβληθεί με εισαγγελική έφεση, πράγμα που επίσης δεν ακούγεται στις δημόσιες συζητήσεις.

Απαίτηση του δημοκρατικού κόσμου, των θυμάτων της Χρυσής Αυγής και των οικογενειών τους, καθώς και του αντιφασιστικού κινήματος είναι να μην επιτραπεί στους καταδικασμένους για εγκληματική οργάνωση με ναζιστικό κίνητρο η κάθοδος τους στις εκλογές. Αυτό αποτελεί την παρεπόμενη αναγκαία θεσμική αποτύπωση της καταδικαστικής απόφασης και μέρος της απαιτούμενης διοικητικής συμμόρφωσης του διοικητικού μηχανισμού της πολιτείας δίπλα στην απαίτηση για αποζημιώσεις στα θύματα της ΧΑ και τις οικογένειές τους και για καμμία ανοχή στη φασιστική, ρατσιστική και ναζιστική εγκληματική δράση και τη νομιμοποίησή της.

Κλείνοντας θα θυμήσουμε ξανά ότι ο φασισμός ως πολιτικοκοινωνικό ρεύμα δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ από τα δικαστήρια. Αυτά είναι αρμόδια αποκλειστικά και μόνο για την αντιμετώπιση της εγκληματικής φασιστικής βίας την οποία απαιτούμε για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ούτε από τους θεσμούς, ούτε από την κυβέρνηση και τις καθεστωτικές δυνάμεις, αλλά από τον οργανωμένο λαό. Αντιμετωπίστηκε και θα αντιμετωπίζεται στην κοινωνία και στον δρόμο. Ο αγώνας συνεχίζεται. Καμμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας. Οχι στη συμμετοχή των καταδικασθέντων για ναζιστικά εγκλήματα στις εκλογές.

Θα είμαστε εκεί, μέσα και έξω από τα δικαστήρια, για να δώσουμε και αυτή τη μάχη. Μαζί και στην πρωτοπορία, θα είναι οι πραγματικές αντισυστημικές δυνάμεις γιατί γνωρίζουν ότι η πάλη ενάντια τον ναζισμό είναι πρωτίστως πάλη ενάντια στο σύστημα που τον γεννά. Και ότι μόνο η δική του πάλη θα τον οδηγήσει στη νίκη.

Τι σημαίνει ότι κάποιο κόμμα είναι αντισυστημικό;

«Ενισχύονται τα αντισυστημικά κόμματα», ακούμε συχνά πυκνά να λένε οι αναλυτές των δημοσκοπήσεων. Τι σημαίνει, όμως, ότι κάποιο κόμμα είναι αντισυστημικό; Σημαίνει πολύ απλά ότι είναι κατά του συστήματος. Και ποιο είναι το σύστημα που υπάρχει; Ο καπιταλισμός (εκτός αν ζούμε σε κομμουνιστική κοινωνία και δεν το γνωρίζουμε). Και ποιους βαφτίζουν αντισυστημικούς; Ανάμεσα σε άλλους και τους ναζί και τους ακροδεξιούς. Άρα πρέπει εμείς να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι οι νεοναζί μάχονται τον καπιταλισμό!

Παρατήρηση 1η: Υπάρχει συσσωρευμένη ιστορική εμπειρία με βάση την οποία οι ναζί στη Γερμανία αυτοχαρακτηρίστηκαν τους ως εθνικοσοσιαλιστές (έκλεψαν, δηλαδή, τον χαρακτηρισμό του σοσιαλιστή από την αριστερά) και χρησιμοποιούσαν δήθεν αντικαπιταλιστικό λόγο. Ωστόσο, ήταν επιλεκτικοί στην κίβδηλη αντικαπιταλιστική ρητορική τους. Δεν καταγγέλλανε το μεγάλο κεφάλαιο γενικά αλλά τους τραπεζίτες που τους συνέδεαν με τους Εβραίους. Η χρηματοδότησή τους και ενίσχυσή τους από το μεγάλο κεφάλαιο και η υλοποίηση των επιθυμιών του που οδήγησε στο σφαγείο του Β΄ παγκόσμιου πολέμου με τις ανείπωτες φρικαλεότητες των ναζί, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το ποιον εξυπηρετούσαν.

Παρατήρηση 2η: Οι εγχώριοι νεοναζί, όταν η Χρυσή Αυγή βρισκόταν στη βουλή, έκαναν συνεχώς ερωτήσεις για το εφοπλιστικό κεφάλαιο με στόχο την υπεράσπισή του. Επίσης, έβαλαν ως στόχο την εκκαθάριση της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης από τους κομμουνιστές συνδικαλιστές και πάλι προς τέρψη του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Αυτοί οι ίδιοι ενισχύθηκαν ποικιλοτρόπως από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Ουδέποτε έθεσαν θέμα εξόδου από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Ουδέποτε μίλησαν για την ανάγκη να αυξηθεί η φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου. Ονομάζονται, λοιπόν, αντισυστημικοί όλοι αυτοί που εκτός των άλλων έχουν χαρακτηρισθεί δικαστικά ως εγκληματική οργάνωση και αποδεδειγμένα δολοφόνησαν και προπηλάκισαν άνανδρα αθώους ανθρώπους. Ή ακόμη άνθρωποι ή πολιτικά μορφώματα (βλέπε Μπογδάνο για παράδειγμα) που αποτελούν τους πιο λυσσασμένους υπερασπιστές του καπιταλισμού και εμφορούνται από αντικομμουνισμό και μάλιστα στην πιο χυδαία του μορφή.

Παρατήρηση 3η: Ερωτώμενοι οι αναλυτές των δημοσκοπήσεων πώς ορίζουν αυτοί την έννοια του αντισυστημικού απαντάνε με έναν απίστευτα αστείο τρόπο: «Υπάρχει (για κάποιον κόσμο) μία περιπεπλεγμένη περιπλοκή συμφερόντων που αλληλοεξυπηρετούνται και που κρατάει το στάτους κβο του συστήματος. Ο κόσμος που επιλέγει τα αντισυστημικά κόμματα σημαίνει ότι θέλει να τα ισοπεδώσει όλα», μας είπε ο αναλυτής Δ. Μαύρος σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο, ενώ σε άλλη του συνέντευξη είπε πως το πιο αντισυστημικό κόμμα είναι η Χρυσή Αυγή. Είτε η απάντηση αυτή είναι προϊόν ανοησίας είτε στημένης απάντησης, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Διαμορφώνεται μία άποψη σε αυτό που συνηθίζουμε να λέμε κοινή γνώμη με βάση την οποία αντισυστημικός μπορεί να είναι και ο νεοναζί. Έτσι ονομάζουμε αντισυστημικό ό,τι μπορεί να νομίζει ο κόσμος ότι είναι (ή ό,τι τον μαθαίνουν να πιστεύει) και όχι χρησιμοποιώντας επιστημονικά εργαλεία ανάλυσης. Εν τέλει συγκροτείται μία επίπλαστη εικόνα για το μακρύ χέρι τους συστήματος και το μακρύ αυτό χέρι πάει να μετατραπεί στον τιμωρό του συστήματος όχι στην πραγματικότητα αλλά στα μάτια των απλών ανθρώπων. Ηθελημένα ή άθελα οι νεοναζί με αυτό τον τρόπο προμοτάρονται. Ειδικά σε μία εποχή κατά την οποία υπάρχει μεγάλη οργή και απαξίωση του συστήματος.

Παρατήρηση 4η: Το αντισυστημικό κόμμα κρίνεται από τέσσερα στοιχεία: α) από το αν καταγγέλλει την αδικία, την εκμετάλλευση, την καταπίεση και ό,τι τα αναπαράγει, β) από το αν αποκαλύπτει τα πραγματικά αίτια των προβλημάτων, γ) από το αν έχει πρόγραμμα που συγκρούεται με το υπάρχον πλαίσιο και στοχεύει σε μία κοινωνία απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση και δ) κυρίως από το αν μάχεται στην πράξη για το δίκιο των καταπιεσμένων. Αντισυστημικό κόμμα δεν μπορεί να είναι αυτό που απλώς αναπαράγει τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές ή ακόμη χειρότερα αυτό που αποτελεί τον τραμπούκο του συστήματος.

Τέλος, ας μην ξεχνάμε κάτι βασικό. Οι περισπούδαστοι δημοσκόποι που αντικειμενικά είναι και διαμορφωτές άποψης και ψυχολογίας, δεν είναι αθώοι αναλυτές. Οι δημοσκοπικές εταιρείες συνδέονται με κόμματα και συμφέροντα. Δεν είναι ευαγή ιδρύματα που μοχθούν για την αποτύπωση των κοινωνικών τάσεων. Συχνά οι ερωτήσεις που θέτουν είναι στημένες και τα αποτελέσματα «πειραγμένα». Ας θυμηθούμε μόνο τι αποτελέσματα προβλέπανε πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος του 2015.

Η κοινωνία, ο πολιτικός κόσμος και το αντιφασιστικό κίνημα απέναντι στο ερώτημα: Κατάδικοι Χ.Α. και εκλογές: “Αποκλεισμός ή ελευθερία συμμετοχής;”

Ό φασισμός και ο ναζισμός ως πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία. Η μαζική, πολύμορφη και ενωτική πάλη όλα τα προηγούμενα χρόνια απέτρεψε τη νομιμοποίησή του σε ευρύτερα κοινωνικά ακροατήρια και υποχρέωσε τις αρμόδιες δυνάμεις της κρατικής εξουσίας να ελέγξουν την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής σε όλα τα κλιμάκια της ιεραρχίας της και όχι μόνο στα εκτελεστικά όργανα.

Η καταδικαστική απόφαση της 7.10.2020 έθεσε τέλος στην ατιμωρησία της φασιστικής βίας στην Ελλάδα για πρώτη φορά στην ιστορία μετά από πολλές δεκαετίες. Ζητούμενο ήταν όχι η απαγόρευση της πολιτικής δράσης, πράγμα που σε κανένα δικαστήριο δεν πρέπει να δίδεται το δικαίωμα να κάνει, αλλά η αποδοκιμασία και τιμωρία της εγκληματικής δράσης των κατηγορουμένων μελών της Χ.Α, που όπως αποδείχθηκε, εκδηλώθηκε με κίνητρο τη ναζιστική της ιδεολογία.

Το ζήτημα του επιτρεπτού της συμμετοχής η μη των καταδικασθέντων για την υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» με την υπ’ αριθμόν 2425/2020 Απόφαση του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ύστερα από μία ιστορική δίκη που διήρκεσε πεντέμισι χρόνια, απασχολεί την επικαιρότητα σήμερα.

Οφείλουμε να επισημάνουμε, καταρχήν, σχετικά με το νομικό πλαίσιο, ότι το Σύνταγμα απαγορεύει ρητά (άρθρο 51 παρ. 2) τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος, εκτός των περιπτώσεων που δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για την ικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων η οποία προβλεπόταν ως παρεπόμενη ποινή από τις διατάξεις του παλαιού Ποινικού Κώδικα προέβλεπε επίσης ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της το αμετάκλητο της καταδίκης και, κατά συνέπεια, η κατάργηση της παρεπόμενης αυτής ποινής από το νέο Ποινικό Κώδικα δεν επέφερε οποιαδήποτε τροποποίηση στο νομικό καθεστώς αντιμετώπισης των καταδικασθέντων με βάση την ποινή τους.

Ωστόσο, οι συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 55 επ.) επιτρέπουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει κωλύματα και ασυμβίβαστα των βουλευτών, όχι με την έννοια της ποινής, αλλά με την έννοια του μέτρου για την εύρυθμη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του πολιτεύματος. Αυτή αντίστοιχα επιβάλλεται και από το άρθρο 29 του Συντάγματος, που προβλέπει την υποχρέωση των πολιτικών κομμάτων να εξυπηρετούν με την οργάνωση και δράση τους (σ.σ.  όχι με την ιδεολογία και τις πεποιθήσεις τους) την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, παρότι το τελευταίο δεν υλοποιείται από συγκεκριμένους εκτελεστικούς νόμους, ούτε προβλέπει κυρώσεις. Κωλύματα και ασυμβίβαστα υποψηφίων βουλευτών προβλέπονται ακόμα και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η κοινωνική συμπεριφορά τους δεν ενέχει ηθική και ποινική απαξία όση αποτυπώνεται στο μέγεθος μιας καταδικαστικής απόφασης, ή και καμία απαξία, και γι’ αυτό δεν έχει και τον χαρακτήρα ποινής.

Έχοντας τις σκέψεις αυτές, κάποιοι συνήγοροι πολιτικής αγωγής ήδη από τον Οκτώβριο 2020 είχαμε διατυπώσει την απαίτηση να αντιμετωπισθεί με ανάλογη τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας το ζήτημα της συμμετοχής των καταδικασμένων για ένταξη και διεύθυνση στην εγκληματική ναζιστική οργάνωση «Χρυσή Αυγή». Δεν υπηρετούσαμε καμμία προεκλογική σκοπιμότητα, το θέσαμε ως συνέπεια της όλης προσπάθειάς μας στη δίκη. Χωρίς να αμφισβητούμε στο παραμικρό το γεγονός ότι ο φασισμός αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία, κρίναμε  ότι η θέσπιση διάταξης αποκλεισμού συνιστά την αναγκαία, ανάλογη και ισόρροπη αποτύπωση της κατάκτησης της άμυνας του κοινωνικού σώματος και του αντιφασιστικού κινήματος και της θεσμικής του απαίτησης για τη θωράκισή της απέναντι στον κίνδυνο μιας νέας ασυλίας, ανοχής και  νομιμοποίησης της ναζιστικής εγκληματικής βίας, όπως είχε συμβεί την περίοδο 2012-2013.

Επισημάναμε ότι για τη την θεσμική υλοποίηση της πρόβλεψης δεν βοηθά η χρήση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που είτε στην εκδοχή του νέου (που έχει καταργήσει από 1.7.2019 την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή), είτε στην εκδοχή του παλιού (που προέβλεπε  την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αλλά απαιτούσε αμετάκλητη απόφαση), παρά μόνο τροποποίηση στην εκλογική νομοθεσία, ώστε να αντιμετωπιστεί ισόρροπα, ανάλογα και οριοθετημένα το ζήτημα της απαγόρευσης συμμετοχής τους στις βουλευτικές εκλογές, αφού η ναζιστική εγκληματική τους δράση συνιστά αυτονόητη απειλή για την δημοκρατία.

Η κυβέρνηση της Ν.Δ. έκλεισε τα μάτια για άλλη μία φορά και σε αυτήν στην δίκαιη απαίτηση του αντιφασιστικού κινήματος και έσπευσε λίγους μήνες μετά, και τότε με την φημολογία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας για πρόωρες εκλογές, να νομοθετήσει το ν. 4804/2021, κύριος στόχος του οποίου όμως δεν ήταν παρά  ήταν η επέκταση του ορίου του 3% που ισχύει στις βουλευτικές εκλογές και στις δημοτικές και περιφερειακές, προκειμένου να υπάρξει δικαίωμα εκλογής συμβούλων από αυτοδιοικητική παράταξη, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι τον κύριο αντίπαλο της αποτελεί η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, που στις αυτοδιοικητικές εκλογές 2019 είχε κατορθώσει να εκπροσωπηθεί σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας και σε εκατοντάδες Δήμους.

Για τις βουλευτικές εκλογές, με το άρθρο 92 του ν. 4804/2021, επιτράπηκε η συμμετοχή σε κόμματα ως υποψηφίων βουλευτών προσώπων τα οποία έχουν καταδικαστεί για ένταξη ή διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, αρκεί να μην είναι νόμιμοι εκπρόσωποι και αρχηγοί των κομμάτων αυτών. Με άλλα λόγια, δηλαδή, η Ν.Δ. “έκλεισε το μάτι” στα καταδικασμένα μέλη της Χρυσής Αυγής και τους υπέδειξε να βαφτίσουν κάποιον άλλον, αχυράνθρωπο ή μη, ως αρχηγό του κόμματος, και ύστερα από αυτό να συμμετάσχουν ελεύθερα στα ψηφοδέλτια. Καταγγείλαμε επανειλημμένα την ρύθμιση αυτή χωρίς να εισακουστούμε.

Μπροστά στη γενική κατακραυγή  σήμερα η Νέα Δημοκρατία, επιδιώκοντας να δημιουργήσει εντυπώσεις αντιπερισπασμού στην ακροδεξιά και ανελέητη κοινωνικο – οικονομική της πολιτική, πολιτική της, την απροκάλυπτη στήριξη των κατασταλτικών εγκλημάτων, την ανοχή των σεξιστικών εγκλημάτων και την υστερία ενάντια στους πρόσφυγες και μετανάστες, το τείχος, τις επαναπροωθήσεις και τα ψέμματα, και όλα όσα άλλα επιβεβαιώνουν την εμμονή της στην πολιτική ατζέντα της ακροδεξιάς και κάνει τους φασίστες να νοιώθουν ισχυροί και δικαιωμένοι, σπεύδει να ζητήσει διαβούλευση από τα άλλα κόμματα με ποιο τρόπο θα νομοθετηθεί ο αποκλεισμός των καταδικασθέντων της Χ.Α. από τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές.

Αλλά και τα στενότερα κίνητρά της Ν.Δ. βέβαια, δεν είναι και τόσο….αντιναζιστικά ! Είναι γνωστό (και πως να μην είναι με την συστηματική πλύσης εγκεφάλου από δημοσκοπήσεις και Μ.Μ.Ε. 😉 ότι οι δημοσκοπικές επιταγές, που εκπορεύονται πάντα από τα ίδια επιτελεία και συμφέροντα που εμπιστεύονται τη Ν.Δ. στη διαχείριση της εξουσίας της χώρας, φαίνονταν μέχρι πρότινος να οδηγούν «σηκωτό» τον Κασιδιάρη στην Βουλή (για τον οποίο μάλιστα φημολογείται ότι είχε και την ευφυή σκέψη να χρίσει αρχηγό του συνδυασμού που πρόκειται να συμμετάσχει στις επικείμενες εκλογές έναν συγγενή του που φέρει ακριβώς το ίδιο όνομα και επώνυμο, γελοιοποιώντας στην πράξη τις διατάξεις του νόμου Βορίδη), οπότε ο κίνδυνος απώλειας ψήφων και  δυσχέρανσης των μετεκλογικών κυβερνητικών της σχεδίων την οδηγεί εσπευσμένα στον προσανατολισμό του αποκλεισμού. Φαίνεται ότι οι τελευταίοι σχεδιασμοί στα επιτελεία της άρχουσας τάξης δεν εκτιμούν σε αυτήν τη φάση ως συμφέρουσα την παραγωγή μιας – παλιά, γνωστή και πολλαχού εκπορευόμενη εκδοχή επίσης – κοινοβουλευτικής “σοβαρής Χ.Α.”.

Η διάταξη την οποία προτείνει η κυβέρνηση είναι πολύ χειρότερη από αυτήν που έχει θεσπίσει ήδη, για τον λόγο ότι διευρύνει ανεπίτρεπτα το εύρος των κομμάτων και προσώπων τα οποία αποκλείει από τις εκλογές και, ακόμα χειρότερα, διότι απεμπολώντας απροκάλυπτα τη νομοθετική της εξουσία, μεταθέτει στην κρίση του Αρείου Πάγου, ενός δικαστικού σώματος δηλαδή που δεν νομιμοποιείται ευθέως από τον λαό, ούτε συγκροτείται από το Σύνταγμα για να νομοθετεί, την κρίση για το αν ένα κόμμα απειλεί ή όχι την δημοκρατία. Δεν ζούμε όμως στις εποχές που οι ιδεολογίες και οι πολιτικές εγκρίνονταν ή απορρίπτονταν από τα δικαστήρια και δεν επιθυμούμε να συμβάλουμε στην επάνοδό της. Και ο Αρειος Πάγος πρέπει να περιορίζεται στον συνταγματικό του ρόλο που είναι ο τυπικός έλεγχος της νομιμότητας των κομμάτων, συνδυασμών και υποψηφίων και όχι ο ουσιαστικός έλεγχος του ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου τους και ο αποκλεισμός τους από τη νομιμότητα.

Συνεπώς, η διάταξη που προτείνει η Ν.Δ. είναι παντελώς απαράδεκτη και μόνο για τον λόγο αυτόν.

Απέναντι στο ζήτημα που ανοίγει το αντιφασιστικό κίνημα εύλογα προβληματίζεται (γίνεται λόγος για προβληματισμό και όχι για δίλημμα γιατί καμμία από τις δύο επιλογές δεν υπερτιμά τη σημασία των θεσμών απέναντι στην κινηματική δράση) ανάμεσα σε δύο επιλογές :

1) Την επιλογή της αντίθεσης σε οποιονδήποτε εκλογικό περιορισμό, ακόμα και για τους ναζιστές με το σκεπτικό ότι είναι ανεπίτρεπτη η παραχώρηση στο κράτος οποιασδήποτε εξουσίας απαγόρευσης λειτουργίας κομμάτων η και συμμετοχής τους στις εκλογές με το σκεπτικό ότι αυτή θα χρησιμοποιηθεί και ενάντια σε οποιονδήποτε άλλον σχηματισμό μη αρεστό στο σύστημα. Το σκεπτικό αυτό απορρέει από βαρειά και μακρόχρονη ιστορική εμπειρία, αφού ολόκληρη η πολιτική ιστορία του τόπου είναι ιστορία διώξεων της αριστεράς, ενώ ο αποκλεισμός από τη νομιμότητα κομμουνιστικών κομμάτων τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός σε δεκάδες  χώρες, καθώς και η διακηρυκτική καταδίκη του κομμουνισμού από όργανα και φορείς της Ε.Ε.

2) Την επιλογή της απαίτησης να αποκλεισθούν από τη νομιμότητα και τις εκλογές αυτοί που έχουν καταδικασθεί για κακουργήματα που αποδεδειγμένα τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο. Το σκεπτικό της επιλογής αυτής είναι το γνωστό “Καμμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας”, σε συνδυασμό με την ανάγκη θεσμικής και νομικής αποτύπωσης και κατοχύρωσης των κατακτήσεων της κοινωνίας, ανάμεσα στις οποίες προφανέστατα σημαντική θέση κατέχει η πολιτική απομόνωση του ναζισμού και η προστασία από τη νομιμοποίηση της εγκληματικής του δράσης. Απέναντι στην ανησυχία της επέκτασης των απαγορεύσεων στην αριστερά, η επιλογή αυτή προβάλλει την απάντηση ότι ο κίνδυνος αυτός αποτρέπεται όσο ο συσχετισμός δυνάμεων επιβάλλει τη νομιμότητα της δράσης της και αποκρούει την απαγόρευσή της.

Το “θεσμικό προσωπικό” του αντιφασιστικού κινήματος έχει την υποχρέωση να αναζητήσει λύση στη δεύτερη επιλογή προκειμένου να δοκιμασθεί αν είναι εφικτή κατά τρόπο που να διαψεύδει τους φόβους μια ρύθμιση αποκλεισμού των εχθρών της ελευθερίας. Και αυτό επιχειρεί το κείμενο που διαβάζετε.

Μόνη ικανή ανεκτή συνταγματικά ρύθμιση είναι εκείνη η οποία θα αποκλείει από τις εκλογές πρόσωπα και κόμματα τα οποία συνδέονται με συγκεκριμένα εγκλήματα κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή των άρθρων187 ή 187Α του Ποινικού Κώδικα τα οποία τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο (εφόσον αυτό προκύπτει από το σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης) και ο αποκλεισμός των κομμάτων και των προσώπων αυτών από το δικαίωμα εκλέγεσθαι σε όλη τη διάρκεια της ποινής που εκτίουν, εφόσον σε αυτήν δεν έχει χορηγηθεί αναστέλλουσα δύναμη ενόψει έφεσης. Και όχι η γενική της εφαρμογή σε καταδικασθέντα για διάφορα ποινικά αδικήματα πρόσωπα η η επέκτασή της σε άλλα κόμματα που να ανοίγει τον δρόμο για τον αποκλεισμό τους στα γνωστά αντιδραστικά πλαίσια εξίσωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό και τη θεωρίας των δυό άκρων.

Χωρίς καμμία θεσμολαγνική αυταπάτη και έχοντας πάντα την επίγνωση ότι ο ναζισμός ως πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά αντιμετωπίζεται στην κοινωνία και στο δρόμο (“Τον φασισμό τσακίζουν αγώνες λαϊκοί”) παρά στους θεσμούς, που δεν στάθηκαν ποτέ ικανοί, στο μέτρο που υποτίθεται ότι θέλησαν, να τον ανακόψουν, ο γράφων θα είχε να προτείνει την ακόλουθη διατύπωση διάταξης :

Κόμματα, των οποίων ο αρχηγός ή ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνος που ασκεί την πραγματική διεύθυνση ή περισσότεροι του ενός πέμπτου των βουλευτών ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέμπτου των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης έχουν καταδικαστεί με  απόφαση  των άρθρων 187 ή 187Α του Ποινικού Κώδικα ή κατά της ζωής ή κατά της σωματικής ακεραιότηταςπου τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο όπως προκύπτει από τη δικαστική απόφαση, καθώς και συνασπισμοί κομμάτων στους οποίους συμμετέχει τέτοιο κόμμα, αποκλείονται από τη συμμετοχή στις εκλογές. Τα καταδικασθέντα πρόσωπα αποκλείονται και ως μεμονωμένοι υποψήφιοι η και ως υποψήφιοι κομμάτων και συνασπισμών που δεν εμπίπτουν στο πρώτο εδάφιο.

Ομοίως αποκλείονται από τις εκλογές κόμματα των οποίων ο αρχηγός ή εκείνος που ασκεί την πραγματική διεύθυνση ή οι υποψήφιοι βουλευτές έχουν καταδικαστεί με απόφαση οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας χωρίς αναστολή ή χωρίς αναστέλλουσα δύναμη της έφεσης για κακουργήματα  των άρθρων 187 ή 187Α του Ποινικού Κώδικα, ή κατά της ζωής ή κατά της σωματικής ακεραιότητας, τα οποία τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο, όπως προκύπτει από τη δικαστική απόφαση.

Η ρύθμιση αυτή ισχύει όσο διαρκεί για τα ως άνω φυσικά πρόσωπα η επιβληθείσα ποινή. Το χρονικό διάστημα αποστέρησης υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή μη της ποινής και η υφ όρον απόλυση δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος.

Η ρύθμιση αυτή θεσπίζεται μεν εκ των υστέρων σε σχέση με το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης για τη Χ.Α, όμως είναι ανεκτή συνταγματικά διότι όπως προαναφέρθηκε δεν αποτελεί ποινή (έστω και παρεπόμενη, που θα προϋπέθετε ποινική πρόβλεψη πριν την τέλεση της πράξης), αλλά μέτρο.

 Τα χαρακτηριστικά της προτεινόμενης από τον γράφοντα παραπάνω ρύθμισης, ότι :

1) Δεν πρόκειται για διάταξη φρονηματική, διότι δεν αποκλείει τους ναζιστές γενικά από τις εκλογές, αλλά αποκλείει μόνο εκείνους οι οποίοι έχουν καταδικαστεί για εγκληματική δράση με ναζιστικό κίνητρο.

2) Δεν θέτει εκτός νόμου κανένα κόμμα με  κριτήριο την ιδεολογία του, ακόμα και τη ναζιστική. Κατά συνέπεια, κρίνει με γνώμονα την πράξη και όχι το φρόνημα.

3) Δεν απολήγει σε πολιτικές διώξεις αντιφρονούντων, όπως συνέβαινε με τα ιδιώνυμα, τους αντιτρομοκρατικούς νόμους κλπ.

4) Δεν προβλέπει μόνιμο αποκλεισμό, αφού η διάρκεια του αποκλεισμού από  δικαίωμα εκλέγεσθαι δεν είναι δια βίου, αλλά μόνο όσο διαρκεί η ποινή που επιβλήθηκε.

5) Δεν αναθέτει σε καμμία κυβερνητική, διοικητική η δικαστική αρχή την υποκειμενική κρίση σχετικά με την επικινδυνότητα των καταδικασθέντων και την τέλεση του αδικήματος από ναζιστικό κίνητρο, αλλά αντλεί στοιχεία μόνο από την ίδια την προηγηθείσα καταδικαστική απόφαση.

6) Συναρτάται με την μη χορήγηση αναστέλλουσας δύναμης στην έφεση, πράγμα που σημαίνει ότι ακολουθεί το σκεπτικό του δικαστηρίου στο μείζον (που είναι η στέρηση της ελευθερίας) και στο έλασσον (που είναι το δικαίωμα εκλέγεσθαι).

Ας σημειωθεί ότι  για τον Η. Κασιδιάρη, εκτός από την απόφαση του Οκτώβρη 2020 που δεν του έδωσε αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση (όπως και σε άλλους 39 καταδικασθέντες), μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί δύο ακόμα απορριπτικές αποφάσεις σε αντίστοιχα αιτήματά του, μία στις 19.12.2022 από το Α΄ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που δικάζει από τις 17.6.2022 την υπόθεση στον δεύτερο βαθμό και άλλη μία στις 16.1.2023 από το Πενταμελές Εφετείο Αναστολών Αθηνών.

7) Επικεντρώνεται στα καταδικασθέντα πρόσωπα και αντλεί από τη συμμετοχή τους τις έννομες συνέπειες για ην απαγόρευση συμμετοχής των αντίστοιχων κομμάτων, χωρίς να την επεκτείνει σε κόμματα ακόμα και ναζιστικής ιδεολογίας,που δεν περιλαμβάνουν καταδικασθέντες με ναζιστικό κίνητρο για τα παραπάνω εγκλήματα.

8) Δεν επεκτείνεται σε περισσότερα αδικήματα από εκείνα με τα οποία εκδηλώνεται συνήθως η ναζιστική βία (που οι διαχειριστές της έννομης τάξης αρνούνται ακόμα να την εντάξουν στο ΠΚ 187Α) ούτε σε εγκλήματα με άλλο πλην ναζιστικού κινήτρου. Και έτσι δεν “παίρνει σβάρνα” άλλα μέρη της κοινωνίας, ιδίως σε εποχές άκρατου ποινικού λαϊκισμού και αυστηροποίησης.

9) Προβλέπεται μόνο για κακουργήματα (σοβαρά και δεκτικά φυλάκισης) αδικήματα και όχι μικρότερης κλίμακας αδικήματα π.χ. πλημμελήμματα.

Αν έλειπε οποιαδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις, θα ήταν χίλιες φορές προτιμότερο να μην ψηφισθεί τίποτα ή ακόμα και να παραμείνει σε ισχύ  ακόμα και η φαιδρή διάταξη του άρθρου 92 ν. 4804/1992.

Συνεπώς η ανησυχία ότι μία ρύθμιση όπως αυτή που προτείνεται είναι δυνατό να ανοίξει τον δρόμο και για μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και κυρίως για την Αριστερά, που εύλογα και σωστά εκφράζεται και αμφισβητεί τις καλές προθέσεις των συστημικών κύκλων, αφού ολόκληρη η πολιτική ιστορία του τόπου είναι ιστορία διώξεων της αριστεράς, δεν επιβεβαιώνεται από τα νομικά δεδομένα των εννόμων συνεπειών της διάταξης αυτής, η οποία περιορίζει τον αποκλεισμό στην εγκληματική δράση με ναζιστικό κίνητρο, χωρίς να τη διευρύνει κατά τρόπο που να είναι δυνατόν να υπαχθούν και άλλοι. Αλλά ούτε και τα πολιτικά δεδομένα της περιόδου καθιστούν ρεαλιστική την πρόβλεψη ότι μία τέτοια διάταξη είναι δυνατό να αποκλείσει την Αριστερά ή να τη θέσει εκτός νόμου. Αφενός διότι η Ελλάδα (ευτυχώς) δεν είναι ……Εσθονία, αλλά και αφετέρου διότι οι ένοπλες αντικαπιταλιστικές οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δεν διακατέχονται από την στόχευση να υποδυθούν το πολιτικό κόμμα και να συμμετάσχουν στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες διατηρώντας την όποια παράνομη δράση τους.

Χωρίς να αμφισβητείται και πάλι στο παραμικρό το γεγονός ότι ο φασισμός αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία, η θέσπιση της παραπάνω διάταξης αποκλεισμού συνιστά την αναγκαία αποτύπωση της άμυνας του κοινωνικού σώματος και του αντιφασιστικού κινήματος και της θεσμικής του απαίτησης για κατάκτηση της θωράκισης της άμυνας αυτής απέναντι στον κίνδυνο μιας νέας ασυλίας και ανοχής και κατ’ ουσίαν νομιμοποίησης της ναζιστικής εγκληματικής βίας, όπως είχε συμβεί την περίοδο 2012-2013. Ανάλογη θεσμική αποτύπωση αποτέλεσε ο ν. 4203/2013 για την αναστολή της χρηματοδότησης της Χ.Α, που μάλιστα κρίθηκε ανεκτός συνταγματικά με δύο αποφάσεις του ΣτΕ, αρχικά με την 83/2014 Συμβ. Αναστολών και οριστικά με την 518/2015 ΟλομΣτΕ, που απέρριψε σχετική αίτηση ακύρωσης της Χ.Α. Το ίδιο και οι αποφάσεις σε Δήμους και Περιφέρειες που έθεσαν σε αργία από τις θέσεις των συμβούλων καταδικασθέντα πρόσωπα (άρθρο 236α ν. 3852/2010). Και δεν μίλησε κανείς για κίνδυνο επέκτασης. Ούτε και υπήρξε.

Αλλιώς θα πρέπει να δεχθούμε τό άτοπο ότι το κίνημα δεν πρέπει να διεκδικεί  τη θεσμική και νομική αποτύπωση και κατοχύρωση των κατακτήσεών του.

Και πέρα από την προτεινόμενη διάταξη σχετικά με τις εκλογές, η δίκη της Χρυσής Αυγής και η αντιμετώπιση της ναζιστικής, ρατσιστικής και φασιστικής εγκληματικής βίας υπάρχουν και άλλες διεκδικήσεις, που βαρύνουν με αντίστοιχες υποχρεώσεις την κυβέρνηση και τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις.

1) Η αποτελεσματική και άμεση αντιμετώπιση κάθε προσπάθειας αναβίωσης τραμπούκικων, φασιστικών και ναζιστικών πρακτικών, που αν και χωρίς την έκταση των Ταγμάτων Εφόδου της Χρυσής Αυγής επιχειρούν κατά καιρούς  την επανεμφάνιση τους και είναι βέβαιο ότι, όσο αντιμετωπίζονται με ανοχή, θα την επαυξάνουν.

2) Η αποζημίωση με νομοθετική πράξη των θυμάτων της Χρυσής Αυγής, των οικογενειών τους και των συνηγόρων πολιτικής αγωγής, που εργάζονται απλήρωτοι επί οχτώ χρόνια στην υπόθεση αυτή, με διάθεση του ποσού της παρακρατημένης κοινοβουλευτικής χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής.

Το κράτος  είναι υπόχρεο, αφού ανέχθηκε, αν όχι υπέθαλψε, τα ναζιστικά αυτά εγκλήματα να αποζημιώσει τα θύματα τους όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες και να απαλλάξει τα θύματα από ατελέσφορους και δαπανηρούς αγώνες στα αστικά δικαστήρια. Το γεγονός ότι οι υπόδικοι της Χρυσής Αυγής οδηγήθηκαν στο ακροατήριο χωρίς την κατηγορία του ΠΚ 187Α (αφού ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και τότε Εισαγγελέας Εφετών, δεν άσκησε ποινική δίωξη και για το αδίκημα αυτό, παρότι βοούσαν τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωνε ακόμα και ο ίδιος) είχε ως έννομη συνέπεια, πέρα απ’ όλα τα άλλα, και την απαλλαγή του κράτους από την παροχή αποζημιώσεων στα θύματα της ως θύματα τρομοκρατίας, όπως γίνεται για κάθε τζάμι που σπάει ύστερα από γκαζάκια ή μολότοφ στα γραφεία οποιουδήποτε πολιτικού ή αναγραφή συνθημάτων κλπ.

Ο αγώνας ενάντια σε κάθε προσπάθεια αναβίωσης του φασισμού, στην ανοχή των ρατσιστικών εγκλημάτων και τη νομιμοποίηση της ναζιστικής εγκληματικής βίας δεν σταματάει, ούτε “εμπιστεύεται” περισσότερο από τις δυνάμεις του τους θεσμούς, που είναι πάντα υπηρέτες της εξουσίας. Αλλά όταν οι αγώνες αποκτούν νίκες και κατακτήσεις, είναι προς όφελός τους να  νομιμοποιούνται.

Καμμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας. Οχι στη συμμετοχή των καταδικασθέντων για ναζιστικά εγκλήματα στις εκλογές. Αποζημιώσεις στα θύματα της ΧΑ και τις οικογένειές τους. Καμμία ανοχή στη φασιστική, ρατσιστική και ναζιστική εγκληματική δράση και τη νομιμοποίησή της.

Συμπεράσματα και καθήκοντα από την καταδίκη της Χρυσής Αυγής

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής είναι ανακούφιση για το λαό και την κοινωνία. Αποτελούσε καθολική δημοκρατική απαίτηση καθώς για 3 δεκαετίες η συγκεκριμένη οργάνωση στοχοποιεί, μαχαιρώνει, χτυπάει και δολοφονεί αντιφασίστες, μετανάστες, μέλη αριστερών οργανώσεων, συνδικαλιστές. Οι περισσότερες από τις 32 δικογραφίες που παρέδωσε ο Δένδιας το 2013 υπήρχαν από πριν, αλλά για δεκαετίες το αστικό πολιτικό σύστημα ανέχτηκε, συνομίλησε ή και υπέθαλψε το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.

2.

Στην απόφαση του δικαστηρίου και στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής φτάσαμε μετά από τη συνάντηση δύο παραγόντων. Από τη μία η κοινωνική αποδοχή της δράσης των Ναζί μέχρι το 2013, μετατράπηκε σε κοινωνική αποστασιοποίηση μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Η συγκεκριμένη ενέργεια έδειξε, ακόμα και σε θετικά διακείμενους ή ψηφοφόρους της ΧΑ, ότι η συγκεκριμένη οργάνωση δεν κυνηγάει μόνο μετανάστες ή κομμουνιστές, αλλά και «παιδιά της διπλανής πόρτας». Η απομόνωση της ΧΑ αποτυπώθηκε και στις περασμένες βουλευτικές εκλογές και γιγαντώθηκε τις τελευταίες μέρες με ένα μαζικό δημοκρατικό ρεύμα καταδίκης. Αυτό το ρεύμα πίεσε τη δικαστική και πολιτική εξουσία για μια καθαρή καταδικαστική απόφαση. Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την απόφαση της ΝΔ το 2013, μετά τη δολοφονία Φύσσα και την επίθεση της ΧΑ εναντίον κυβερνητικών στελεχών στον Μελιγαλά λίγες μέρες νωρίτερα, να κόψει τις σχέσεις και τις συνομιλίες με τη Χρυσή Αυγή. Το 2013 η κυβέρνηση Σαμαρά αντιμετώπιζε αμφισβήτηση λόγω των μνημονιακών πολιτικών, ο ΣΥΡΙΖΑ ερχόταν με τη σιγουριά της επόμενης κυβέρνησης και στο σύστημα υπήρχε έντονη και σοβαρή συζήτηση για μια δεξιά-ακροδεξιά συγκυβέρνηση. Ούτε ο Μπαλτάκος έκανε του κεφαλιού του όταν συνομιλούσε με τον Κασιδιάρη, ούτε ο Παπαδημητρίου εξέφραζε προσωπικές απόψεις όταν μίλαγε για τη σοβαρή Χρυσή Αυγή και το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης. Μετά τη δολοφονία Φύσσα και το γεγονός ότι η νεοναζιστική οργάνωση φερόταν ανεξέλεγκτα, η ΝΔ έπρεπε να διαλέξει. Είτε ανοχή και υπόνοιες συνεργασίας με τους ναζί δολοφόνους (με ό,τι αυτό σημαίνει για ένα ιστορικό κόμμα της αστικής τάξης), είτε προσπάθεια να τους κοντύνει, δημοσκοπικά και πολιτικά. Η ΝΔ επί Σαμαρά, διάλεξε το δεύτερο, για λόγους πολιτικής επιβίωσης.

3.

Σύσσωμο το αστικό πολιτικό σύστημα έχει «παίξει» με το ναζιστικό μόρφωμα εδώ και δεκαετίες. Οι κυβερνήσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ το άφηναν να αλωνίζει στα σώματα ασφαλείας από τη δεκαετία του 90 και έπειτα και να χτυπάει λαϊκές και νεολαιίστικες κινητοποιήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ άφηνε να σέρνεται η δίκη (δεν απάλλαξε τους δικαστές από άλλες δίκες) με την ελπίδα να ροκανιστεί το ποσοστό της ΝΔ από τα δεξιά της. Στην Ελλάδα, το νεοναζιστικό φαινόμενο σχετικοποιήθηκε, εκλογικεύτηκε, διαφημίστηκε ευνοϊκά, χρησιμοποιήθηκε για να χτυπηθεί το λαϊκό κίνημα, εργαλειοποιήθηκε για να φθαρούν συγγενικά κόμματα, αναδείχθηκε για να εδραιωθεί η θεωρία των δύο άκρων και της πολιτικής βίας που ασκείται όχι μόνο από την ακροδεξιά αλλά και από το αριστερό κίνημα. Προφανώς είναι διαφορετικές οι ευθύνες του καθένα, αλλά κανένα αστικό κόμμα δεν κινήθηκε στην κατεύθυνση μιας συνεπούς αντιφασιστικής στάσης όλα αυτά τα χρόνια. Είναι κι αυτό μια ένδειξη για τα χαρακτηριστικά της αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού. Είναι κατάκτηση για το λαϊκό κίνημα ότι όλοι αναγκάστηκαν, κάτω από την κοινωνική απαίτηση για τιμωρία της δολοφονικής συμμορίας, να ζητήσουν την καταδίκη  χωρίς περιστροφές, έστω και την τελευταία στιγμή. Όμως αυτό δε συνιστά δημοκρατικό τείχος. Η αστική τάξη στην Ελλάδα έχει αποδείξει πολλάκις ότι δεν έχει πρόβλημα να πάει και με το διάολο αν αισθανθεί ότι απειλούνται τα συμφέροντά της. Στην πλειοψηφία της συνεργάστηκε το 40 με τους ναζί κατακτητές, ενώ άνοιξε το δρόμο στους χουντικούς δύο δεκαετίες μετά. Η άρχουσα τάξη ορκίζεται στην κοινοβουλευτική δημοκρατία αλλά ο επικεφαλής της ΝΔ Μεϊμαράκης το 2015 δήλωνε ότι αν κινδυνεύσει η θέση της χώρας στο ευρώ, λόγω του αποτελέσματος της λαϊκής ετυμηγορίας, η αστική τάξη της χώρας θα αντιδράσει όπως εκείνη ξέρει.

4.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ετοιμάζεται για τη ρελάνς με βάση την ανιστόρητη και εγκληματική θεωρία των δύο άκρων. Εξισώνει τη φασιστική βία, με το μαζικό κίνημα και τις διάφορες μορφές πάλης του. Τους μαχαιροβγάλτες που δολοφονούν, με τους νέους που κάνουν καταλήψεις. Και φυσικά δεν αφήνει αχρησιμοποίητο κάθε επιζήμιο ή αχρείαστο για το μαζικό κίνημα επεισόδιο βίας, από τα γκαζάκια μέχρι τον κλεφτοπόλεμο με τα ΜΑΤ. Το θεωρητικό σχήμα έχει άλλωστε και ακαδημαϊκό – ιστορικό μανδύα. Πόσους και πόσους δεν έχουμε ακούσει να υποστηρίζουν ότι στην Ελλάδα οι Γερμανοί ναζί δεν ήθελαν να κάνουν τόσες αγριότητες, εξαναγκάστηκαν ωστόσο από τη βία των ανταρτών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι απέναντι στο Ναζισμό δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις και δεν χωρά καμιά σχετικοποίηση του φασιστικού φαινομένου.

5.

Πριν καλά καλά ανακοινωθεί η δικαστική απόφαση, το προαποφασισμένο χτύπημα της αντιφασιστικής συγκέντρωσης έστειλε μήνυμα της κυβέρνησης προς όλες τις κατευθύνσεις: Πρώτον προς το δεξιό ακροατήριο της ΝΔ, διαβεβαιώνοντάς το ότι το συγκυριακό ανέβασμα τόνων Μητσοτάκη απέναντι στην ακροδεξιά, διόλου δεν σημαίνει παραίτηση από τα κοινά θεμέλια της δεξιάς πολυκατοικίας. Δεύτερον προς την κατεύθυνση του κινήματος προειδοποιώντας το ότι δεν θα γίνει ανεκτή καμιά αγωνιστική έκρηξη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη γνωρίζει πλέον ότι ζει την αρχή της φθοράς της και καταλαβαίνει πολύ καλά ότι η οικονομική και υγειονομική κρίση θα έχει θύματα και θα δημιουργήσει αυξημένη δυσαρέσκεια. Αυτή η δυσαρέσκεια δημιουργεί την υλική δύναμη του κοινωνικού θυμού και του αντικυβερνητικού ρεύματος. Ταυτόχρονα όμως, η καταδίκη της ΧΑ επί Μητσοτάκη, η σύλληψή της επί Σαμαρά και η χρονοτριβή της δίκης επί Τσίπρα, καταγράφει τη διείσδυση που επιχειρεί η ΝΔ στον κεντρώο χώρο, προσδοκώντας τη μόνιμη δημοσκοπική καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτή την άποψη η νίκη του αντιφασιστικού κινήματος μεταφράζεται και σε άμεσα πολιτικά κέρδη της ΝΔ.

6.

«Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. H σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό», είχε πει ο Μπέρτχολτ Μπρεχτ. Παραφράζοντας, χαιρόμαστε ιδιαίτερα που η ηγεσία της Χρυσής Αυγής καταδικάστηκε, δυστυχώς όμως το ακροδεξιό συντηρητικό ρεύμα είναι δυνατότερο από ποτέ. Εκφράζεται διεθνώς με την άνοδο της ακροδεξιάς, με την εξάπλωση του κοινωνικού ανορθολογισμού, με την πόλωση σε θέματα δικαιωμάτων ομάδων και μειονοτήτων, με αγριανθρωπισμό και μισαλλοδοξία. Το χωράφι είναι εύφορο, το λίπασμα υπάρχει, η ακροδεξιά λογική δυναμώνει, οι εθνικές ταπεινώσεις προσφέρουν υλικό υπέδαφος, η φτώχεια και η ανισότητα πυροδοτούν. Κοινώς η φασιστική απειλή υπάρχει, όπως και το αντίστοιχο ακροατήριο. Αναζητά πολιτική έκφραση και ηγεσία. Ο Μιχαλολιάκος ήταν υπερβολικά μιλιταριστής και ανεξέλεγκτος δάγκωσε το χέρι που τον συντηρούσε. Ο Βελόπουλος είναι μάλλον γελοίος. Υπάρχουν άλλοι υποψήφιοι μνηστήρες;

7.

Η αντιφασιστική – αντιναζιστική δράση παραμένει αναγκαία. Σήμερα οι συγκυρίες και οι συσχετισμοί οδήγησαν στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Το μόνιμο καθήκον όμως παραμένει η αλλαγή των αρνητικών κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, το να μην αφήσουμε τα μικροαστικά στρώματα βορά στην επόμενη ακροδεξιά, το να δώσουμε λύση στην κοινωνική κρίση και τις εθνικές ταπεινώσεις που έρχονται.

Και μετά τη δίκη τι;

Η άγρια χαρά που νιώσαμε όλοι την Τετάρτη, στα ελάχιστα λεπτά πριν την πνίξει σε δακρυγόνα ο Χρυσοχοΐδης και σε νέφη συναίνεσης το μιντιακό συνονθύλευμα που για πεντέμισι χρόνια είχε πνίξει στη σιωπή την ελληνική Νυρεμβέργη, έχει ήδη δώσει τη θέση της σε περίσκεψη και συνοφρύωση. Οσο κι αν αδικεί τον Μπρεχτ να τον τσιτάρουμε ακατάσχετα κι απλουστευτικά, μου είναι αδύνατο να αποφύγω τη μυριοστή του επανάληψη: «Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. H σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό». Το είπε την κατάλληλη στιγμή, ακριβώς πάνω στην άγρια χαρά της αντιφασιστικής νίκης, στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που ήταν η αρχή του Ψυχρού Πολέμου. Τον άγριο οίστρο της σκύλας τον ένιωσε προσωπικά, περνώντας από τις μακαρθικές διώξεις στις ΗΠΑ, όπου ο τρόμος και η αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ είχαν δώσει τη θέση τους στην υστερία και στη βαρβαρότητα του αντικομμουνισμού.

Επ' ευκαιρία, η μοναδική "χολιγουντιανή" ταινία του Μπέργκαν, παραμένει ό,τι καλύτερο έχει γυριστεί ως μυθοπλασία, ως κοινωνικό ψυχογράφημα του ναζισμού στο λυκαυγές του...

Επ’ ευκαιρία, η μοναδική “χολιγουντιανή” ταινία του Μπέργκαν, παραμένει ό,τι καλύτερο έχει γυριστεί ως μυθοπλασία, ως κοινωνικό ψυχογράφημα του ναζισμού στο λυκαυγές του…

Ο Μπρεχτ μάς συνιστά την επαγρύπνηση, μας καρφώνει στο μυαλό το ερώτημα «και μετά, τι;», καλώντας μας να θυμηθούμε το: «και πριν, πώς;». Τώρα, που «όλοι δικοί μας είμαστε», τώρα που οι χαζοχαρούμενοι συνομιλητές ή παρ’ ολίγον συνεργάτες των νεοναζί επιδίδονται σε χαρακίρια ειλικρίνειας και καλούν «να ξεριζώσουμε τους χρυσαυγίτες που έχουμε μέσα μας» (τι λες τώρα!), τώρα που η κυβερνώσα Δεξιά προσπαθεί να απαλλοτριώσει τη νίκη του αντιφασιστικού κινήματος, τώρα είναι η στιγμή να θυμηθούμε τα στοιχειώδη για να προλάβουμε τα επόμενα τερατώδη. Γιατί όλες οι πρώτες ύλες για μια επανάληψη του φασιστικού φαινομένου, στην απροσδιόριστη και ιστορικά μοναδική εκδοχή που έχει κάθε φορά, είναι ήδη εδώ.

Το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα ένα ποσοστό πολιτών (έως 20%, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Prorata) αισθάνεται οικείες τις «ιδέες» της Χρυσής Αυγής, αν «καθαριστούν» από εγκληματικές δραστηριότητες, είναι η πιο πρόσφατη επιβεβαίωση ότι η σκύλα δεν είναι απλώς σε οίστρο, αλλά είναι ήδη γκαστρωμένη. Ή -για να συνεχίσουμε την κατάχρηση των σχημάτων λόγου που αδικούν το ζωικό βασίλειο- ότι τα αυγά του φιδιού είναι έτοιμα να ξανασκάσουν.

Τι ακριβώς έγινε το 2010, όταν οι «φασίστες που έκρυβαν κάποιοι μέσα τους» βγήκαν έξω κι έγιναν η πρώτη εκλογική έκπληξη στην Αθήνα; Τι μεσολάβησε μέχρι το 2012, στο πρώτο πανελλαδικό εκλογικό άλμα, και μέχρι το 2014, στον φασιστικό θρίαμβο των ευρωεκλογών; Τι γέννησε τα ακροδεξιά και ρατσιστικά μορφώματα που διέτρεξαν την Ευρώπη την προηγούμενη δεκαετία, στις εκδοχές του «φασισμού των πλουσίων» του Βορρά, που πίστεψαν ότι απειλούνται από τους τεμπέληδες του Νότου, και του «φασισμού των φτωχών» του Νότου, που τους έφταιξαν οι ακόμα φτωχότεροι, οι «εισβολείς» της εξαθλιωμένης Αφρικής και της διαλυμένης Μέσης Ασίας;

Για να μην ξεχνιόμαστε: το υλικό υπόστρωμα, ο παγκόσμιος κοινωνικο-οικονομικός καμβάς της ναζιστικής ή φασίζουσας αναγέννησης ήταν η χρηματοπιστωτική κρίση, η κρίση χρέους στην Ευρώπη, η ανοιχτά ρατσιστική διαχείρισή της από το γερμανικό ράιχ στην Ε.Ε., η μετατροπή της Ελλάδας σε ζώνη οικονομικής καραντίνας για την προστασία της ευρωζώνης και των τραπεζών της, η βίαιη επιβολή των μνημονίων, η μαζική φτωχοποίηση του πληθυσμού, η προλεταριοποίηση μικροαστικών στρωμάτων που έπεσαν απότομα από τα σύννεφα της δανεικής ευημερίας τους, η εκτίναξη της ανεργίας, η επιβολή καθεστώτος πολιτικής επιτροπείας στη χώρα, η τοκογλυφική συμπεριφορά των δανειστών, η παντελής αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί την κρίση και η συνακόλουθη χρεοκοπία του, η κονιορτοποίηση και ανασύνθεση του κομματικού συστήματος, τα κρυφά και φανερά φλερτ μέρους της ελληνικής επιχειρηματικής ελίτ με τους νεοναζί, των οποίων η πολιτική εκτίναξη προφανώς δεν συντελέστηκε χωρίς χρηματοδότηση.

Το πώς όλα αυτά μετασχηματίστηκαν σε σκέψη, κουλτούρα και συμπεριφορά των ανοήτων που έγιναν εκτελεστές, πραιτοριανοί, ακόλουθοι, μέλη ή απλοί οπαδοί και ψηφοφόροι των νεοναζί είναι υπόθεση πολλών επιστημών, συμπεριλαμβανομένης της ψυχιατρικής. Ομως, το βέβαιο είναι ότι το φαινόμενο που ως μετά Χριστόν προφήτες όλοι σήμερα αποδοκιμάζουν έχει συνενόχους και χορηγούς: τις ευρωπαϊκές ηγεσίες που διαχειρίστηκαν με κυνισμό και βαρβαρότητα την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, την πολιτική γραφειοκρατία που θεσμοποίησε τη λιτότητα, την τραπεζοκρατία και τη χρεοκρατία, το χρηματοπιστωτικό σύστημα που ενθυλάκωσε τους ποταμούς χρήματος που τύπωναν οι κεντρικές τράπεζες, τους υπερπλούσιους που μετέτρεψαν σε ακόμα περισσότερο πλούτο τα κρατικά χρέη και την εξαθλίωση των ήδη φτωχών. Γι’ αυτούς δικαστήριο δεν έγινε, ούτε προβλέπεται.

Δεν ξέρω αν το αισθάνεστε, αλλά είμαστε ακριβώς στην επανεκκίνηση του φαινομένου, με τους ιστορικά μοναδικούς όρους που δημιουργεί η πανδημία του κορονοϊού. Τα κρατικά χρέη αυξάνονται ξανά – είναι μονόδρομος για τις κυβερνήσεις, έστω κι αν είναι βέβαιο ότι σε ένα-δυο χρόνια από μας θα ζητήσουν τον λογαριασμό. Η ύφεση που προκαλεί η πανδημία καταστρέφει μια ώρα αρχύτερα μεγάλο μέρος της «παλιάς οικονομίας», αλλά απογειώνει τη «νέα», ετοιμάζοντας έναν βαθύτατο, ευρύτατο και παγκόσμιο μετασχηματισμό του καπιταλισμού. Κι ενώ κατά εκατομμύρια εργαζόμενοι και φτωχά μεσαία στρώματα χάνουν εισόδημα, θέσεις εργασίας και τζίρους, οι δισεκατομμυριούχοι του πλανήτη (τα γράφει καθημερινά σ’ αυτή την εφημερίδα ο Μπάμπης Μ.) μπαζώνουν μερικά ακόμα τρισεκατομμύρια στα χαρτοφυλάκιά τους, καθιστώντας την πανδημία μηχανισμό αβυσσαλέας διεύρυνσης των ανισοτήτων. Η αγαπησιάρικη ρητορεία των ελίτ για «την πανδημία που θα μας βοηθήσει να χτίσουμε έναν πιο δίκαιο κόσμο» δίνει και παίρνει, αλλά δουλεύουν ακάματα ακριβώς για το αντίθετο. Οι ανισότητες, η επισφάλεια, η αποξένωση, η εισοδηματική υποβάθμιση, ο ανταγωνισμός της επιβίωσης σε έναν κόσμο που όχι απλά δεν τον ελέγχεις, αλλά δυσκολεύεσαι ακόμη και να τον κατανοήσεις, αποτελούν το υπόστρωμα των εκρήξεων του μέλλοντος. Καλοδεχούμενες, όταν υπάρχει δεξαμενή δημιουργικής εκτόνωσής τους στον δρόμο της ουτοπίας. Ολέθριες, όταν εγκλωβίζονται στην ολοκληρωτική δυστοπία, στον αυταρχισμό, στους «σωτήρες», στον φασισμό. Ο φασισμός δεν είναι απλά ξενιστής στο άσπιλο σώμα του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Είναι η βαρβαρότητα στην οποία προσφεύγει ένα πλέγμα οικονομικής κυριαρχίας όταν το μονοπώλιό του δεν μπορεί πια να προστατευτεί παρά μονάχα με την ανοιχτή βία. Κι είναι και ο εκβαρβαρισμός των ανθρώπων που αδυνατούν να καταλάβουν τι και ποιος φταίει για την εξαθλίωσή τους. Ο Μπρεχτ είχε απόλυτο δίκιο.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Το Πρώτο και τα υπόλοιπα ψέματα για την επάνω πλατεία και τους Αγανακτισμένους

Το έγραψε ο Πρωθυπουργός σε άρθρο του το περασμένο Σαββατοκύριακο. Το αναπαρήγαγαν οι εκπρόσωποι του κόμματος και διάφορα στελέχη, το αναμάσησαν εργολαβικά μέσα από τα χωνιά τους οι πληρωμένες πένες και το τάγμα της τηλεοπτικής και έντυπης ενημέρωσης, για να το επαναφέρει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο μικρόψυχο μήνυμά του μετά την ανακοίνωση της καταδίκης. «Οι πλατείες του μίσους και τα θολά νερά των αντιμνημονίων» έφεραν τους ναζί της Χρυσής Αυγής. Μία ξεκάθαρα φτιαγμένη σε γραφεία επικοινωνία «γραμμή» που εάν το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας είχε την οποιαδήποτε σχέση με την αλήθεια, θα σήμανε τον εξοστρακισμό του ίδιου του Αντώνη Σαμαρά και της δράκας του. Φευ. Στην πραγματικότητα  βρισκόμαστε μπροστά σε μία συκοφαντική και δόλια παραχάραξη της ιστορίας. Και αυτό δεν μπορεί να περάσει έτσι.

Αρχικά, από την περασμένη εβδομάδα, ενόψη και στο άκουσμα της καταδικαστικής απόφασης για την ναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής, έχουμε από την Νέα Δημοκρατία και την ηγεσία της τα εξής:

«Είναι αλήθεια ότι ο πολιτικός κόσμος ολιγώρησε. Αδράνησε μπροστά στον κίνδυνο που αναπτυσσόταν στα θολά νερά των «αντιμνημονίων», στις συνοικίες του μίσους και στις πλατείες των «αγανακτισμένων». Παντού όπου απλώθηκε η πιο χυδαία και αποτρόπαιη έκφραση της δημαγωγίας που είναι ο φασισμός. Κάποιοι, μάλιστα, δεν αρνήθηκαν ακόμη και να αξιοποιήσουν το αντισυστημικό προσωπείο του, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Ακριβώς γι’ αυτό η Δημοκρατία χρειάστηκε καιρό για να νικήσει».
Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην Εφημερίδα των Συντακτών, 3 Οκτωβρίου 2020

«Όμως, την εποχή της ανόδου του νεοναζιστικού μορφώματος, που τρεφόταν από την οργή των πολιτών για την οικονομική κρίση, η αντίδραση των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων απέναντί του, δεν ήταν, δυστυχώς, καθολική. Κάποιοι μοιράζονταν την ίδια πλατεία σε συγκεντρώσεις εκμετάλλευσης του θυμού, αλλά και του πόνου, των πολιτών. Ψάρευαν μαζί “αγανακτισμένες” ψήφους στις συνοικίες που εξέτρεφαν το μίσος. Φορούσαν μαζί το δήθεν αντισυστημικό προσωπείο στα χρόνια της κρίσης».
Κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, 6 Οκτωβρίου 2020

«Γιατί η Νέα Δημοκρατία πολέμησε ανέκαθεν, σταθερά και παντού τον φασισμό. Κατήγγειλε τον λαϊκισμό που τον ανέθρεψε στις πλατείες του τυφλού μίσους και της βίας. Ούτε στιγμή δεν συνέπλευσε με εκπροσώπους του, είτε σε πολιτικές επιλογές είτε σε κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες».
Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μετά την ανακοίνωση της καταδίκης, 7 Οκτωβρίου 2020

«Να μην ξεχάσουμε ποτέ ποιοι βρέθηκαν μαζί με τους νεοναζί στην πλατεία, την περίφημη πλατεία και φώναζαν συνθήματα, όχι και τόσο δημοκρατικά, όπως “να καεί να καεί τη Βουλή”. Να μην ξεχάσουμε ποτέ ποιοι ψήφισαν μαζί με τη Χρυσή Αυγή να πέσει μία κυβέρνηση και άλλες διατάξεις όπως η απλή αναλογική, η οποία έβαζε εμπόδια και έβαλε εμπόδια στην τοπική αυτοδιοίκηση».
Πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ Παύλος Μαρινάκης, 7 Οκτωβρίου στα Παραπολιτικά

«Η προσπάθεια συμψηφισμού που επιχείρησε η Αξιωματική Αντιπολίτευση δεν πιάνει τόπο για τον απλούστατο λόγο ότι οι Έλληνες έχουν και μνήμη και κρίση. Θυμούνται ποιοι ήταν στις ίδιες πλατείες εκμεταλλευόμενοι την αγωνία του κόσμου για την οικονομική κρίση. Ποιοι έριξαν την Κυβέρνηση Σαμαρά συμπράττοντας με τη Χρυσή Αυγή».
Κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, 10 Οκτωβρίου 2020 στο ΣΚΑΪ

Τα παραπάνω, μπορεί κανείς να πει πως συνοψίζονται στο πρωτοσέλιδο του Πρώτου Θέματος:

Είναι προφανές πως μετά το σύνθημα που έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στα αχνάρια του Αντώνη Σαμαρά στο φύλλο της Εφημερίδας των Συντακτών του περασμένου Σαββατοκύριακου, οι δηλώσεις στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που κινούνται στο ίδιο πνεύμα είναι πολλές, όπως το ίδιο συμβαίνει με την αρθρογραφία των διαφόρων λιμπερογραφιάδων, καπιταλαμαράδων και άλλων έγκριτων. Οι πέντε δηλώσεις παραπάνω αρκούν για να δωθεί η γεύση για τον τόνο της συζήτησης, και παρότι βρίθουν ψεμάτων, σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε μόνο με το ψέμα της σύμπλευσης των Αγανακτισμένων του 2011 στην πλατεία Συντάγματος με τους ναζί της Χρυσής Αυγής. Για τα υπόλοιπα, επιφυλασσόμεθα…

«Η Χρυσή Αυγή γεννήθηκε μέσα στο κίνημα των Αγανακτισμένων, μέσα από τη βία της πλατείας Συντάγματος, μέσα από το αντιμνημόνιο και τις κοινωνικές αντιδράσεις στις πολιτικές λιτότητας της πρώτης μνημονιακής περιόδου», αυτό λέει ο πρωθυπουργός και το κόμμα του τις τελευταίες ημέρες με κάθε τρόπο. Μία ιδεολογική εκστρατεία που δεν είναι καθόλου καινούρια, αφού πρώτος μέσα από την εφημερίδα Καθημερινή την είχε κηρύξει ο καθηγητής Μαρατζίδης, που στα «γενέθλια» των Αγανακτισμένων έγραφε πως «Οι εθνικοσοσιαλιστές […] στην “άνω πλατεία”, έγιναν ένα με το πλήθος […] «Η Χρυσή Αυγή γεννήθηκε στον Άγιο Παντελεήμονα, αλλά μεγάλωσε και νομιμοποιήθηκε πολιτικά στην πλατεία Συντάγματος».

Το συνέχισαν τα προηγούμενα χρόνια διάφορα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, όπως ο αντιπρόεδρος του κόμματος, Άδωνις Γεωργιάδης, ο Κωστής Χατζηδάκης, ο παλιός διευθυντής του γραφείου Τύπου και στενός συνεργάτης του Κυριάκου Μητσοτάκη, Μακάριος Λαζαρίδης, αλλά και ο ίδιος ο σημερινός πρωθυπουργός, δειλά ωστόσο κατά την περίοδο της αντιπολίτευσης. Από κοντά και η αρχηγός του όψιμα εξίσου αντιφασιστικού Κινήματος Αλλαγής, Φώφη Γεννηματά. Η διαφορά του Μαΐου του 2012 με τον Οκτώβριο του 2020, εκτός της καταδίκης της ναζιστικής συμμορίας που τότε η Καθημερινή και η πλειοψηφία των συστημικών μέσων ενημέρωσης δεν έβλεπαν να εγκληματεί στον Άγιο Παντελεήμονα, είναι πως πλέον το ψεύδος εκτοξεύεται κεντρικά.

Από τον πρωθυπουργό της χώρας, από το κυβερνόν κόμμα, και κατ’ επέκταση, από την συντριπτική πλειοψηφία της συστημικής ενημέρωσης που στέκεται πιστά στο πλευρό τους. Είτε φοβούνται την πραγματικότητα των γεγονότων που έλαβαν χώρα πριν απο εννέα χρόνια, είτε φοβούνται αυτήν που ελλοχεύει στο εγγύς μέλλον, αυτή διαφωνεί μαζί τους, τους διαψεύδει και δεν μπορεί να παραγραφεί.

Η «μαρτυρία» της Χρυσής Αυγής

Πρώτοι απ’ όλους, τα παραπάνω έχουν διαψεύσει οι ίδιοι οι χρυσαυγίτες, όπως τους έχει καταγράψει σε ανύποπτο χρόνο σε άρθρο του με αφορμή τη σύμπλευση της Νέας Δημοκρατίας με τη Χρυσή Αυγή στις πλατείες του Μακεδονικού, ο δημοσιογράφος της Εφημερίδας των Συντακτών, Δημήτρης Ψαρράς.

Στο άρθρο του «Άλλο “αγανακτισμένοι”, άλλο ναζιστές», μία σειρά από ντοκουμέντα των ίδιων των μελών της ναζιστικής συμμορίας αποδεικνύουν με τον πιο απόλυτο τρόπο, όχι απλά το «άλλοθι» της εγκληματικής οργάνωσης από την παλλαϊκή κινητοποίηση ενάντια στο πρώτο από μία σειρά στραγγαλιστικών μνημονίων. Ντοκουμέντα που αποτυπώνουν το μίσος και την απέχθεια των χρυσαυγιτών για αυτού του είδους τα κοινωνικά αντανακλαστικά, που τότε, έφεραν δεκάδες χιλιάδες πολιτών σε επαφή με τον οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό ζόφο που άπλωνε επάνω από τη χώρα η κυβέρνηση Παπανδρέου, πριν παραδώσει στην κυβέρνηση Παπαδήμου για να ετοιμάσει το έδαφος για την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά. Όλα αυτά δηλαδή που έφεραν την κυβέρνηση Τσίπρα στο τιμόνι της χώρας, πριν την σοκαριστική αλλαγή πλεύσης της «πρώτης φοράς Αριστερά».

Σταχυολογώ μόνο, καθώς τις τελευταίες ημέρες, αρκετά μέρη του εν λόγω άρθρου κυκλοφορούν στα κοινωνικά δίκτυα παντοιοτρόπως. Μερικά από τα σημεία που σημείωνε τον Φεβρουάριο του 2019 ο Δ. Ψαρράς:

  • Αρθρογράφος της εφημερίδας της Χρυσής Αυγής έγραφε στις 15 Ιουνίου του 2011 πως «Πολλοί με ρωτούν για ποιο λόγο η Χρυσή Αυγή δε συμμετέχει επίσημα στις συγκεντρώσεις των “αγανακτισμένων” ή δε στηρίζει με δημοσιεύματα τις ανακοινώσεις τους και τα καλέσματά τους. Ηρθε η ώρα να ηχήσει ξεκάθαρη η απάντησή μας, σχετικά με αυτό το θέμα, έτσι ώστε οι φίλοι του κινήματός μας να μην μπερδεύονται από τον κυκεώνα πληροφοριών και δημοσιευμάτων, καθώς κάποιοι, με “διαβολικά” καλές προθέσεις, προσπαθούν να εμπλέξουν τον Λαϊκό Σύνδεσμο, με το πανηγύρι που λαμβάνει χώρα στην πλατεία Συντάγματος».
    Ο ίδιος επικαλούνταν την… απέχθεια της συμμορίας στην «γκλαμουριά και την κυρίλα», όπως και την «χάβρα του πλήθους των διαδηλωτών», στην οποία εντόπιζαν «Αλβανούς, νοικοκυραίους, λαθρομετανάστες που πουλάνε σημαιάκα, καντίνες με βρώμικα, φοιτητές ετών 29, αναρχικούς, αριστεριστές και αναμφίβολα αρκετούς Έλληνες πατριώτες» παγιδευμένους, όπως έγραφε ο συντάκτης Νίκος Φέρμας, «παγιδευμένοι στα κελεύσματα των Σειρήνων, δημιουργούν έναν εσμό από πολυφωνικές καταστάσεις, θυμίζουν το πανηγύρι που κάποτε γινόταν στη γειτονιά μας. Και όλοι αυτοί έχουν θέση σε αυτή τη διαμαρτυρία».
    «Ε ναι λοιπόν, εμείς δεν γουστάρουμε να συμμετέχουμε στο “επαναστατικό πανηγυράκι”, χτυπώντας κατσαρόλες και χορεύοντας σε ρυθμούς Αφρικής παρέα με αράπηδες λαθρομετανάστες. Εμείς δεν μπαίνουμε σε στεγανά, δεν συμμετέχουμε σε κινήσεις με όσους μας χωρίζουν ιδεολογικά χάσματα, δεν νερώνουμε το κρασί μας, δεν πουλάμε την Ιδέα μας, δεν κυνηγάμε την αγανακτισμένη ψήφο τους» έγραφε ακόμα ο συντάκτης.
  • Στην εφημερίδα της συμμορίας έγραψε και δύο εβδομάδες αργότερα ο Κασιδιάρης, παραμονές της ψήφισης του αιματηρού «Μεσοπρόθεσμου» στο όνομα του οποίου η κυβέρνηση Παπανδρέου και τα ΜΑΤ μετέτραψαν σε πεδίο πολέμου την πλατεία Συντάγματος. «Εχουμε αναφέρει επανειλημμένως πως το “κίνημα των αγανακτισμένων” είναι απόλυτα βολικό για το βρώμικο και ανθελληνικό σύστημα εξουσίας. Είναι η ανώδυνη εκτόνωση για τις πλατιές μάζες – ή τουλάχιστον για το ποσοστό εκείνο των συμπατριωτών μας, που έχει βαρεθεί να αράζει στον καναπέ του. Δεν είναι τυχαίο πως οι μαζικότερες συνάξεις αυτού του ασύνδετου και ασύντακτου πλήθους γίνονται μόνο Κυριακή βράδυ, όταν η βουλή είναι κλειστή και οι εθνοπατέρες την πέφτουν εκ του ασφαλούς στις βιλάρες τους ή τρώνε και πίνουν στην υγειά των κορόιδων».
    Τα παραπάνω επιβεβαιώνει και βίντεο που δημοσίευσε το Omniatv από ομιλία του υπαρχηγού του ναζιστικού μορφώματος τον Νοέμβριο του 2012, όπου το καταδικασμένο πλέον ηγετικό στέλεχος της εγκληματικής οργάνωσης εξηγούσε πως «Επίτηδες η Χρυσή Αυγή δεν κατεβάζει οργανωμένα μπλοκ στις συγκεντρώσεις του Συντάγματος. Επίτηδες, γιατί αν κατέβουμε εμείς οργανωμένα, θα εμφανίσουν ένα ρεμάλι, ξέρουν αυτοί ποιούς, να μας πετάξει μια μολότοφ, θα κάνουμε έναν από αυτούς κομμάτια και μετά θα λένε για μήνες μακριά απ’τη Χρυσή Αυγή…».
  • Αύγουστο του 2011 πλέον, και ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος διατράνωνε την απέχθεια του μορφώματος στις λαϊκές κινητοποιήσεις, κάνοντας λόγο για «εβραϊκό δάκτυλο» πίσω από το κίνημα των πλατειών, για «επανάσταση μαϊμού» όπου «τον ρόλο της ανώδυνης εκτόνωσης παίζουν αφελείς μάζες, καθοδηγούμενες όμως πάντοτε και ελεγχόμενες από δοκιμασμένους αγκιτάτορες της παγκοσμιοποίησης. Εμπνευστής του κινήματος ένας Εβραίος από τη Γαλλία, ο Εσέλ, ο πνευματικός πατέρας των αγανακτισμένων. Μιας πολύ βολικής αντιδράσεως για το παγκόσμιο σύστημα, την οποία κάποιοι με πολύ θράσος αποκαλούν εξέγερση».

Όπως σημειώνει ο Δ. Ψαρράς στο ίδιο άρθρο, μία ήταν η φορά που εμφανίστηκαν ακροδεξιές ομάδες στην πλατεία των Αγανακτισμένων, και αυτό συνέβη στο πλαίσιο των διήμερων απεργιακών κινητοποιήσεων κατά της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου του πρώτου μνημονίου, όταν χρυσαυγίτες και άλλες ναζιστικές γκρούπες κατέβηκαν στον δρόμο στο πλευρό της αστυνομίας. Χαρακτηριστικές οι εικόνες -τότε- ενός «συνδικαλιστή της ΕΘΕΛ» να μαλώνει τα ΜΑΤ, λίγο πριν αυτά του δώσουν «άσυλο» εντός του περιβάλλοντος χώρου του κοινοβουλίου. (Θυμηθείτε μαζί μας)

Το γεγονός πως ακόμα και στην «επάνω πλατεία» -με τις ελληνικές σημαίες, τα συνθήματα κατά της Βουλής και τις διάφορες γραφικές παρουσίες- δεν χωρούσαν οι ναζί της Χρυσής Αυγής, αποτυπώνεται και από τα ίδια τα «όργανα» που ξεπήδησαν τότε. Μπορεί να μην πραγματοποιούνταν εκεί λαϊκές συνελεύσεις όπως αυτές γύρω από το Συντριβάνι της πλατείας Συντάγματος, όμως η ίδρυση οργάνωσης υπό το όνομα «Δημοκρατικη Πατριωτικη Ενοτητα», κάθε άλλο παρά αφήνει χώρο για ναζιστές και παράγωγά τους. Στο κείμενό τους, «Όχι στην πάνω και την κάτω πλατεία», μεταξύ άλλων, περιγράφουν τα χαρακτηριστικά που θα προσδιόριζαν την φυσιογνωμία του -τότε- κινήματος:

1) Οι Αγανακτισμένοι είναι Πατριώτες. Γιατί θεωρούν πως οι διεθνείς τοκογλύφοι στοχεύουν στην κατοχή της πατρίδας τους και τη λεηλασία του εθνικού της πλούτου. Γιατί γνωρίζουν πως η πατρίδα είναι το σπίτι του λαού και χωρίς αυτό ο λαός ξεπέφτει στη δουλεία η οδηγείται στη μετανάστευση.
2) Οι Αγανακτισμένοι είναι Κοινωνικοί Αγωνιστές. Γιατί θεωρούν πως η καπιταλιστική Ελίτ στοχεύει στην κατεδάφιση των εργατικών δικαιωμάτων. Γιατί συμφωνούν ότι την τεχνητή αυτή παγκόσμια κρίση δεν πρέπει να την πληρώσουν τα χαμηλότερα στρωματά.
3) Οι Αγανακτισμένοι είναι Αμεσοδημοκράτες. Θα προσπαθήσουν να πιέσουν για ανάδειξη κυβερνήσεων που θα σεβαστούν αμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά όπως δημοψηφίσματα και θεσμούς που θα ενθαρρύνουν την δραστηριοποίηση των ενεργών πολιτών ακόμη και σε θέματα ελέγχου της πολιτικής διαφθοράς.
4) Οι Αγανακτισμένοι είναι Αντιστασιακοί κατά της χρεοκρατιας που προσπαθεί να σαρώσει πατρίδες και λαούς. Οι Αγανακτισμένοι όχι μόνο θέλουν να απαλλάξουν τη χωρά τους από τις δαγκάνες ενός επαχθούς χρέους αλλά επιθυμούν την αναζωπύρωση ενός πανευρωπαϊκού κινήματος των πλατειών που θα τονίσει πως προτεραιότητα είναι η ζωή των πολιτών και όχι η ικανοποίηση των κερδοσκόπων.
5) Οι Αγανακτισμένοι είναι Αρωγοί για τη δημιουργία ενός διευρυμένου αντιμνημονιακού μετώπου και καταλύτες για την επίτευξη της ενότητας του λαού πέρα από κομματικές και παραταξιακές αγκυλώσεις σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα. Δεν πρέπει να υπάρχουν διχαστικές λογικές αυτή τη στιγμή ούτε κατάλοιπα των εμφυλίων συνδρόμων μίσους, προχωράμε ενωμένοι και προτείνουμε σε λαό, αντιμνημονιακούς φορείς και προσωπικότητες τη συγκρότηση του κοινού μετώπου.

Συνεπώς, με βάση τα τότε γραπτά τους, οι σχέσεις επάνω πλατείας και Χρυσής Αυγής δεν βρίσκονταν επ’ ουδενί σε πλαίσιο σύμπλευσης. Τουλάχιστον τον καιρό που λάμβαναν χώρα οι «Αγανακτισμένοι», αμεσοδημοκρατία και ναζισμός μοιάζει κομματάκι δύσκολο να συμβαδίσουν. Ειδικά εάν λάβει κανείς υπόψη πως μόλις δέκα ημέρες πριν την εμφάνιση του κινήματος στην πλατεία Συντάγματος, οι χρυσαυγίτες είχαν αιματοκυλήσει την Αθήνα με την ανοχή της αστυνομίας, με περισσότερες από 500 επιθέσεις σε αλλοδαπούς, μεταξύ των οποίων και κατά του 21χρονου Αλίμ Αμπντούλ Μάναμ που δολοφονήθηκε με μαχαίρι από δύο άνδρες που τον καταδίωξαν με μηχανή, για τις οποίες επιθέσεις σήμερα η wikipedia γράφει: «Στα επεισόδια πρωτοστάτησαν στελέχη και υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής, μεταξύ των οποίων οι Ηλίας Κασιδιάρης, Ηλίας Παναγιώταρος, Ευστάθιος Μπούκουρας & Παναγιώτης Ηλιόπουλος. Σημειώθηκαν περισσότεροι από 100 τραυματισμοί μεταναστών, επιθέσεις σε μαγαζιά αλλοδαπών και επιθέσεις σε αναρχικές καταλήψεις (κατάληψη Σκαραμαγκά & Βίλα Αμαλίας)». Για τα εγκλήματα αυτά, παρεμπιπτόντως, δεν δικάστηκε κανένας.

Τα γραπτά που μένουν

Γραπτά όμως υπάρχουν και από τον συστημικό Τύπο, που τότε αντιμετώπιζε με βιωματικού τύπου ρεπορτάζ αυτό το «περίεργο φρούτο» που παρέμενε για βδομάδες και μήνες μπροστά από το ελληνικό κοινοβούλιο, και κάθε εβδομάδα κατέβαζε δεκάδες χιλιάδες κόσμου στον δρόμο.

Μεταφέροντας λοιπόν απλώς τα δημοσιεύματα των ημερών εκείνων, διαβάζουμε:

Το protagon.gr και ο Μόδεστος Σιώτος, έγραφαν στις 8 Ιουνίου 2011 στο άρθρο με τίτλο «Η “Άνω” και η “Κάτω” Πλατεία»:

«To πάνω μέρος της Πλατείας Συντάγματος, ο δρόμος μπροστά από τη Βουλή, γεμίζει από κόσμο αποκλειστικά το απόγευμα της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής. Όπως είδαμε και τη τελευταία Κυριακή, ο κόσμος που κατέκλυσε το συγκεκριμένο χώρο ήταν κυρίως οικογενειάρχες, μικροαστοί, πρώην ψηφοφόροι του δικομματισμού. Ηλικιωμένοι που κατέβαιναν με ελληνικές σημαίες ή μικρά παιδιά που τους τις είχαν δώσει οι γονείς τους».

Σε ένα παρόμοιο δημοσίευμα, της εφημερίδας «το Βήμα» αυτή τη φορά, και τρεις ημέρες νωρίτερα, ο αρθρογράφος Δημήτρης Χαραλάμπους θα έγραφε για «Πλατεία… Άνω και Κάτω Συντάγματος»:

«Στα «ορεινά» της πλατείας, μπροστά από το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, ως άλλοι θεματοφύλακες βωμών και εστιών ξεχωρίζουν ξυρισμένα κεφάλια, μπράτσα με γαλανόλευκα τατουάζ, «απολιτίκ» πιτσιρικαρία βγαλμένη από το γήπεδο, και, όταν η συγκέντρωση μεγεθύνεται, ελληνικές σημαίες. Είναι το αποκαλούμενο «πατριωτικό» κομμάτι των αγανακτισμένων, που πλην της Χρυσής Αυγής- η οποία δεν συμμετέχει, καθώς χαρακτήρισε «καρναβάλι προοδευτικών» το Σύνταγμα- περιλαμβάνει καθέναν ο οποίος ακόμη εμπνέεται από συνθήματα τύπου «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» και εκτιμά ότι η παρουσία του ΔΝΤ εμπίπτει σε θεωρίες συνωμοσίας. Η συνθηματολογία… μπερδεύει. Στιχάκια για ασπίδες, «ή ταν ή επί τας», ρυθμικά «Ελλάς Ελλάς» αλλά και… «Σώπα όπου να ΄ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» ή και κάλεσμα για ανυπακοή, τα οποία μόνο σε οπαδούς δεξιότερους της Δεξιάς δεν ταιριάζουν».

Οι αναφορές αυτές στον συστημικό ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο των ημερών είναι δύο μόνο στιγμιότυπα «μαρτυρίας» για τον χαρακτήρα του κόσμου που βρισκόταν στην λεγόμενη επάνω πλατεία, για την οποία η «κάτω» κατηγορείται σήμερα πως ωσμώθηκε τις ημέρες των αντιμνημονίων. Η εικόνα όμως θα μείνει μισή, εάν αφήσουμε εκτός κάδρου την μεγαλύτερη αντιπολιτευτική δύναμη εκείνων των ημερών, την Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά.

Ο πρώτος αντιμνημονιακός (και αγανακτισμένος)

Η σημερινή Νέα Δημοκρατία μπορεί να υπερηφανεύεται πως κατάφερε «με την ψήφο του ελληνικού λαού», να πετάξει έξω από το κοινοβούλιο το ναζιστικό μόρφωμα, προσθέτοντας φυσικά πως είναι αυτή που -επί Σαμαρά- το κυνήγησε. Είπαμε, τα λοιπά ψεύδη θα απαντηθούν εν καιρώ, γι’ αυτό και θα παραμείνει ασχολίαστο το τι ακριβώς πέταξε έξω από τη Βουλή όταν στη θέση τους έβαλε τον δημοσιογράφο Κωνσταντίνο Μπογδάνο της «λυτής μάνας Φύσσα και του ανθρώπινου ράκους Ρουπακιά», τον δημοσιογράφο Μπάμπη Παπαδημητρίου της «σοβαρής Χρυσής Αυγής που θα συνεργαζόταν με μια συντηρητική κυβέρνηση», τον δημοσιογράφο Δημήτρη Μαρκόπουλο που το 2012 ξέπλενε το ναζιστικό μόρφωμα γράφοντας πως «δεν μεταλλάχθηκα σε νεοφασίστα, απλά γνώρισα από κοντά τον Μιχαλολιάκο».

Ήταν 30 Μαΐου του 2011, πέντε ημέρες μετά την πρώτη των Αγανακτισμένων στις πλατείες, όταν ο αντιμνημονιακός -τότε- αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Αντώνης Σαμαράς μιλούσε στην κοινοβουλευτική του ομάδα, μόλις 20 ημέρες μετά το Ζάππειό του και το μόνο «αντιμνημόνιο» που είχε ακουστεί στη χώρα. Το αναίσχυντο Πρώτο Θέμα που σήμερα φιγουράρει με τίτλο «Στη φυλακή η πάνω πλατεία» στα περίπτερα, έγραφε τότε πως «Νέους όρους ρίχνει στο τραπέζι ο Αντώνης Σαμαράς»:

Αναφέρθηκε και στο κίνημα των αγανακτισμένων πολιτών, λέγοντας ότι «αλλαγή πολιτικής και αξιοπρέπειας ζητούν οι πολίτες, που συγκεντρώνονται κάθε μέρα και δεν είναι μόνο αγανακτισμένοι, αλλά απελπισμένοι και πρέπει να τους ακούσουμε, γιατί το κίνημά τους είναι ακομμάτιστο, ειρηνικό, ενωτικό, πανεθνικό».

Το δε αγαπημένο του Antinews αποδελτίωνε ακόμα μεγαλύτερο μέρος της τότε ομιλίας του, καθώς ο Αντ. Σαμαράς δεν είχε σταματήσει εκεί:

«Ξέρετε ποιους εννοώ: Αυτούς που μαζεύονται κάθε μέρα και δηλώνουν «αγανακτισμένοι». Είναι κάτι παραπάνω από αγανακτισμένοι: είναι απελπισμένοι! Αλλά το κίνημα τους είναι ειρηνικό, ακομμάτιστο, ενωτικό και πανεθνικό. Είναι όλοι ενωμένοι. Δεν είναι κομματικά μπλοκ. Κρατάνε ελληνικές σημαίες. Μόνο ελληνικές σημαίες! Όπως πάντα ο λαός στις δύσκολες στιγμές του, πυκνώνει τις τάξεις του γύρω από τη σημαία του που εκφράζει ενότητα και αγώνα. Σε αυτούς οφείλουμε να δώσουμε ελπίδα και προοπτική».

Το… γλυκοκοίταγμα αυτό της Νέας Δημοκρατίας και του Αντώνη Σαμαρά προς την παλλαϊκή κινητοποίηση κατά της λιτότητας και των κυβερνήσεων που χρεωκόπησαν την χώρα δεν ήταν ούτε όψιμο, ούτε παρωδικό, καθώς και πάλι οι δημόσιες δηλώσεις της εποχής αποδεικνύουν το αντίθετο. Μετά τη διήμερη απεργία – ορόσημο της 28ης και 29ης Ιουνίου του 2011, και το όργιο αστυνομικής καταστολής και κτηνωδίας που έφερε στα δικαστήρια δεκάδες αστυνομικούς των ΜΑΤ (για να αθωωθούν όλοι τον Ιούλιο του 2018 από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας), μεταξύ των ανθρώπων που τοποθετήθηκαν δημόσια προς υπεράσπιση των διαδηλωτών ήταν ο ίδιος ο εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, που τότε ήταν ο Γιάννης Μιχελάκης:

«Τα πρωτοφανή επεισόδια που διαδραματίζονται στην περιοχή της Πλατείας Συντάγματος παίρνουν απρόβλεπτες διαστάσεις […] Ο σταθμός του μετρό έχει μεταβληθεί σε θάλαμο αερίων. Αθώοι ειρηνικοί διαδηλωτές έχουν εγκλωβιστεί. Φωτιές εκδηλώνονται σε κτίρια, ενώ τα ασθενοφόρα αδυνατούν να παραλάβουν τραυματίες και συνανθρώπους μας που έχουν ανάγκη βοήθειας […] Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη αποδεικνύεται ότι δεν έχει κανένα σχέδιο αντιμετώπισης των λίγων “γνωστών αγνώστων”. Αντίθετα, καταφεύγει στην αλόγιστη χρήση χημικών, που έχουν μετατρέψει το κέντρο της πρωτεύουσας σε ‘κόλαση’. Οι ευθύνες του κ. Παπουτσή είναι αυταπόδεικτες και τεράστιες» δήλωνε τότε ο επίσημος εκπρόσωπος του κόμματος του Αντώνη Σαμαρά, έναν και πλέον μήνα από την ημέρα που οι Αγανακτισμένοι είχαν καταλάβει την πλατεία Συντάγματος.

Η συμπάθεια της Νέας Δημοκρατίας προς το κίνημα αυτό δεν κάμφθηκε ούτε από το όργιο βίας που έλαβε χώρα έπειτα με τις συχνές αστυνομικές επιθέσεις, ούτε και από την… θερινή ραστώνη, που μετά τα μέσα Αυγούστου είχε αραιώσει τον αριθμό των συμμετεχόντων, πριν επανέλθουν τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Έτσι, βρίσκουμε και τον τότε κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον Κώστα Μαρκόπουλο, να παροτρύνει το κόμμα τους να ταχθεί με τους Αγανακτισμένους της πλατείας.

Όπως έγραφε δημοσίευμα του iefimerida στις 20 Αυγούστου του 2011, «ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ επισημαίνει πως η ΝΔ θα πρέπει να βρίσκεται πάνω στην πλατεία Συντάγματος μαζί με τους Αγανακτισμένους, οι οποίοι αντιστέκονται σε αυτό που έρχεται». Το γεγονός πως τόσο ο Κ. Μαρκόπουλος όσο και ο Γ. Μιχελάκης έχουν σήμερα «αποστάσεις» από το κυβερνόν κόμμα, δεν μοιάζει δυνατό να αλλάξει τις δημόσιες δηλώσεις τους από τα κορυφαία κομματικά αξιώματα που κατείχαν.

Και τέλος, καλό θα είναι να μην αφήνουμε έξω από τον κάδρο τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, που ως σημαίνον στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας τότε, ήταν ο πρώτος που μίλησε δημόσια για την αντισυνταγματικότητα του πρώτου μνημονίου και του αιματηρού Μεσοπρόθεσμου, με δημοσίευμα του «Αδέσμευτου Τύπου» που επικαλούνταν δηλώσεις του να δίνει μπόλια καύσιμα στην αμφισβήτηση της πολιτικής της κυβέρνησης Παπανδρέου, με τον ίδιο να μιλά για «νομοσχέδιο κατασκεύασμα», για «κατάφωρη παραβίαση του άρθρου 79 παράγραφος 8 του Συντάγματος» και για τις ποινικές διώξεις που περιμένουν τους υπουργούς της κυβέρνησης που τότε ψήφιζαν τους μνημονιακούς νόμους.

Προφανώς, η Νέα Δημοκρατία δεν αλληθώριζε τυχαία τότε προς τους Αγανακτισμένους. Όσοι θυμούνται τα τότε γεγονότα, δέκα ημέρες πριν το πρώτο κάλεσμα των αγανακτισμένων, στην επάνω πλατεία είχε τοποθετηθεί ένα πανό που έγραφε «300 Έλληνες». Έπειτα, πράγματι αρκετές ημέρες της εβδομάδας η επάνω πλατεία γέμιζε με κόσμο που οι λαϊκές συνελεύσεις και οι συλλογικότητες δεν ήταν το αγαπημένο του σημείο. Παπάδες, στρατιωτικοί και διάφοροι άλλοι γραφικοί και μη τύποι, με σημαίες, εθνικούς ύμνους αλλά και άλλα άσματα. Σύνθεση που λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω αλλά και τα εκλογικά αποτελέσματα που ακολούθησαν, μάλλον με αυτήν των Ανεξαρτήτων Ελλήνων προσομοιάζει. Οι οποίοι με τη σειρά τους, χρόνια αργότερα, αιμοδότησαν και πάλι τη Νέα Δημοκρατία.

Ως επιστέγασμα συγκάλυψης και επιχείρησης ξαναγραψίματος της ιστορίας όλων των παραπάνω ήρθε σήμερα το χυδαίο ως προς τα κινήματα των ημερών εκείνων, ανιστόρητο και δόλιο πρωτοσέλιδο του Πρώτου Θέματος. Στο άρθρο του «Επιτέλους Ενώθηκαν! Όλοι τους Εναντίον της … Χρυσής Αυγής!» λίγες ώρες πριν την καταδικαστική απόφαση, ο αρχηγός της ναζιστικής συμμορίας χρησιμοποίησε για να επιτεθεί κατά… όλων τα υποστηρικτικά σχόλια των αναγνωστών της φυλλάδας για την «άδικη δίωξή» τους. Απόδειξη του κοινού που ακόμα και σήμερα απευθύνεται η φυλλάδα. Είναι αυτός ο λόγος που για ολόκληρο πρωτοσέλιδο για το «τέλος εποχής για αγανακτισμένους» δεν βρήκε ούτε μία φωτογραφία να βάλει, αλλά χρησιμοποίησε αυτή της εγκληματικής συμμορίας από τη Βουλή;

Πιθανότατα όχι, ο λόγος είναι απλός. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω εάν αυτή η ένταση της «γραμμής» κατά τις κινητοποιήσεις εκείνων των ημερών στοχεύουν τον ίδιο τον Αντ. Σαμαρά που και τότε επιχειρούσε να τζογάρει, κατά το προσφιλές του σπορ. Πάντως, σίγουρα δεν υπάρχει τέτοια φωτογραφία, παρότι η φυλλάδα, η Νέα Δημοκρατία, ο Πρωθυπουργός και αρχηγός της μαζί με πλήθος οικονομικών παραγόντων της χώρας θα ήθελαν πολύ να υπάρχει. Αντί αυτών, υπάρχουν χιλιάδες φωτογραφίες αγνών ανθρώπων, δημοκρατών, αριστερών, αναρχικών και πολλών ακόμα που πριν από εννέα χρόνια κατέβηκαν στον δρόμο για λόγους που η σημερινή συγκυρία θυμίζει όλο και περισσότερο. Και ίσως αυτό το τελευταίο να εξηγεί πολλά για την κατά μέτωπο επίθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη εναντίον της ίδιας της πρόσφατης ιστορίας της χώρας.

Το λαϊκό κίνημα είναι το πραγματικό τείχος υπεράσπισης της δημοκρατίας

Η 7η Οκτώβρη σίγουρα θα καταγραφεί ως μια ιστορική μέρα νίκης στον διαχρονικό αγώνα απέναντι στον φασισμό τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Η πρόταση της εισαγγελέως κατέπεσε και η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης για τον ρόλο της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Απομένει η απονομή των ποινών (που οι προβλεπόμενες με τον νέο Ποινικό Κώδικα Παρασκευόπουλου είναι αισθητά μειωμένες) για την ολοκληρωτική καταδίκη των νεοναζί. Οι δολοφόνοι του Παύλου Φύσσα, του Σαχζάτ Λουκμάν, οι πρωτοστάτες των επιθέσεων σε συνδικαλιστές, αντιφασίστες, πρόσφυγες και μετανάστες δεν είναι αθώοι, ποτέ δεν ήταν, είναι εγκληματική οργάνωση. Πρέπει να οδηγηθούν στη φυλακή χωρίς κανένα ελαφρυντικό, μέχρι να οδηγηθούν εκεί που πραγματικά ανήκουν, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Η μεγαλειώδης συγκέντρωση στην Αθήνα και οι μεγάλες συγκεντρώσεις σε διάφορες πόλεις έδειξαν ότι το πραγματικό τείχος υπεράσπισης της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων μας είναι το ίδιο το εργατικό και λαϊκό κίνημα, το κίνημα της νεολαίας, το πολύπλευρο και πολύμορφο αντιφασιστικό κίνημα, οι δημοκρατικοί άνθρωποι. Είναι οι δυνάμεις της μαχόμενης ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς που μετά από χρόνια εμφανίστηκαν και έδρασαν από κοινού.

Η νίκη και απονομή δικαιοσύνης δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει κτήμα της κυβέρνησης της ΝΔ, της αντιμεταναστευτικής και ακροδεξιάς ρητορικής και  της θεωρίας των δυο άκρων που κάθε φορά που σπείρεται θερίζεται φασισμός.  Δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει κτήμα του ΣΥΡΙΖΑ που έπαιξε καθοριστικό ρόλο τόσο στην καθυστέρηση της ίδιας της δίκης όσο και σε διάφορα «ξεπλύματα» των νεοναζί (στάση στη Βουλή, επίσκεψη με Κασιδιάρη στο Καστελόριζο κλπ.)

Η απόφαση του δικαστηρίου και η ανάσα δικαίωσης και αισιοδοξίας που μας δημιούργησε δεν μπορεί να οδηγήσει σε εφησυχασμό ότι ξεμπερδέψαμε με το φασιστικό φαινόμενο.  Δεν είναι μόνο η αναμονή των ποινών, είναι η ίδια η φύση του σύγχρονου καπιταλισμού που μπροστά στην κρίση και τις αντιφάσεις του επιστρατεύει και αξιοποιεί την ακροδεξιά και τον φασισμό. Ειδικά στην Ελλάδα που οι δεσμοί δεξιάς και ακροδεξιάς, κράτους και παρακράτους είναι χρόνιοι και ισχυροί ξέρουμε καλά ότι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.  Δεν ξεμπερδέψαμε ούτε με τους φασίστες ούτε με όσους τους στήριξαν και τους ανέδειξαν,  έστω και αν τώρα εμφανίζονται με γερές δόσεις όψιμου και ψεύτικου αντιφασισμού. Η ίδια η απρόκλητη καταστολή της μεγαλειώδους διαδήλωσης έξω από το εφετείο με τη χρήση χημικών και αύρας, λίγες στιγμές μόλις μετά την ανακοίνωση της απόφασης και εν μέσω των πανηγυρισμών από τους διαδηλωτές, δείχνει ένα νέο γύρο κλιμάκωσης της επίθεσης στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες. Για αυτό απαιτούμε την εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας και γενικά του κρατικού μηχανισμού από φασιστικά εγκληματικά στοιχεία, για αυτό παλεύουμε για την κατάργηση του πρόσφατου αντιδημοκρατικού νόμου για τις διαδηλώσεις και ζητάμε κατάργηση του Π.Δ.171/1991 που δίνει τη δυνατότητα στην αστυνομία να αυθαιρετεί.

Συνεχίζουμε στο δρόμο του αγώνα απέναντι στον φασισμό και το σύστημα που τον γεννά, για ζωή, ελευθερία και υπεράσπιση των δημοκρατικών μας δικαιωμάτων.

Να καταδικαστεί η Χρυσή Αυγή ως εγκληματική οργάνωση

Να καταδικαστούν οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί όλων των εγκλημάτων της

Την Τετάρτη 7/10 θα εκδοθεί η απόφαση για την πολύκροτη δίκη της Χρυσής Αυγής μετά από 5,5 χρόνια. Είναι κορυφαίας σημασίας ζήτημα η καταδίκη της οργάνωσης ως εγκληματικής και των φυσικών και ηθικών αυτουργών των εγκλημάτων της. Οι φασίστες δεν πρέπει να πέσουν στα μαλακά. Οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί των δολοφόνων του Φύσσα, του Λουκμάν, των επιθέσεων σε συνδικαλιστές, μετανάστες και αγωνιστές του LGBTQ+ κινήματος, δεν πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθεροι, χύνοντας το ρατσιστικό και μισαλλόδοξο δηλητήριό τους.

Το φαινόμενο του φασισμού και των ρατσιστικών ιδεών δεν εξαντλείται φυσικά στην Χρυσή Αυγή. Όμως αυτή ήταν η προμετωπίδα και η πολιτική έκφρασή του στη χώρα μας στα χρόνια της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Οι φασίστες ήταν τα καλύτερα μαντρόσκυλα των αφεντικών, από τους εφοπλιστές μέχρι μικροϊδιοκτήτες που εκμεταλλεύονται απλήρωτη εργασία μεταναστών/τριων. Δεν είναι «λαϊκό» ρεύμα ούτε «αντισυστημική» δύναμη όπως δήθεν διατείνονται. Στρέφονται ευθέως ενάντια στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, την Αριστερά, ακόμα και τις ριζοσπαστικές πολιτιστικές εκφράσεις που δεν τους αρέσουν όπως έδειξε η δολοφονία Φύσσα. Η καταδίκη τους στη λαϊκή συνείδηση είναι αναγκαία για να υπάρξει κοινωνική πρόοδος και τα χαστούκια που έφαγαν από το μαζικό, λαϊκό αντιφασιστικό κίνημα ήταν κομβικά για αυτό. Είναι όμως αναγκαία και η καταδίκη τους στο δικαστήριο, για να πάρουν ένα ακόμα αποφασιστικό χτύπημα που θα τους βάλει ξανά στο περιθώριο.

Ο φασισμός και η ακροδεξιά αποτελούν τέρας της αντιδραστικότητας του καπιταλισμού. Στη σύγχρονη εποχή, η πολιτική και οικονομική κρίση του συστήματος φέρνουν συνεχώς στην επιφάνεια ως εφεδρεία τέτοιες δυνάμεις  σε διεθνές επίπεδο. Σήμερα, που ο υποκινούμενος από την ακροδεξιά ανορθολογισμός ενάντια στην ύπαρξη της πανδημίας και  στη χρήση μάσκας, και οι εξελίξεις με το προσφυγικό και τα ελληνοτουρκικά αξιοποιούνται για μία πιθανή επανεμφάνιση τους, είναι χρέος να μην αφήσουμε περιθώριο και έδαφος για τη δράση τους.

Η φτώχεια και η ανεργία και η ακροδεξιά κυβερνητική και μιντιακή προπαγάνδα ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες τόσο από την ΝΔ όσο και από την προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με την παράλληλη καλλιέργεια μιλιταριστικών και εθνικιστικών αντανακλαστικών, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα που αξιοποιείται από τον φασισμό για την επανεμφάνισή του.

Απαιτείται η ριζοσπαστική δημοκρατική παρέμβαση του λαού σε όλα τα επίπεδα του κρατικού μηχανισμού για την εκρίζωση των φασιστικών και νεοναζιστικών στοιχείων από τα σώματα ασφαλείας, το στρατό και το δικαστικό σώμα. Η εκδίωξή τους από το μαζικό κίνημα, τα συνδικάτα και τις οργανώσεις των εργαζομένων και του λαού. Η αποκάλυψη και η τιμωρία των χορηγών τους από επιχειρηματίες και των υποστηρικτών τους από εκκλησιαστικούς κύκλους.

Να σταθούμε όλοι και όλες, λοιπόν, στο ύψος των περιστάσεων και το σύνθημα «δεν είναι αθώοι, είναι εγκληματική οργάνωση, οι ναζί στη φυλακή» να φτάσει παντού. Χρειάζεται η πάλη και ο αγώνας του λαού για το τσάκισμα του φασισμού σε οποιαδήποτε εκδοχή του.

Όλοι στις 7 Οκτώβρη στο Εφετείο – Προσυγκέντρωση στις 9.30 π.μ. στο ΜΕΤΡΟ Αμπελοκήπων

Συνεχίζουμε στον δρόμο του αγώνα για να στείλουμε τους φασίστες εκεί που ανήκουν, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας!

Το άλλο άκρο στο εδώλιο – Δικαιοσύνη ή ατιμωρησία ξανά;

Φίλες και Φίλοι,

Στοιχειώδης ανάληψη κοινωνικής ευθύνης μετά τις τελευταίες εξελίξεις και τα μέτρα για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του κορονοϊού, οδηγεί όσο εμένα, όσο και τον εκδοτικό οίκο «ΤΟΠΟΣ Α.Ε.» στην απόφαση για τη ματαίωση της εκδήλωσης παρουσίασης του βιβλίου μου «Το άλλο άκρο στο εδώλιο – Δικαιοσύνη ή ατιμωρησία ξανά» (Αγόρευση στην δίκη της Χρυσής Αυγής 20 & 21/1/2020).

Μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων θα εκτιμηθεί εάν και πότε θα προγραμματισθεί εκ νέου η εκδήλωση παρουσίασης.

Οσον αφορά το βιβλίο είναι ήδη διαθέσιμο. Οσοι επιθυμούν να το προμηθευτούν, παρακαλώ να επικοινωνήσουν μαζί μου στα παρακάτω τηλέφωνα.

Κώστας Παπαδάκης δικηγόρος

Κυρ. Λουκάρεως 11 & Λ. Αλεξάνδρας, Αθήνα 11471

Τηλ : 210 3834545 – Φαξ : 210 3300690

Κιν : 6937068612, e – mail : kopapad@otenet.gr

Εισαγωγή: Γιατί η έκδοση αυτού του βιβλίου

Το ξέσπασμα των αντιφασιστικών διαδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα, που ακολούθησε την δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεώσει την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου και τους μηχανισμούς της δικαστικής εξουσίας, που μέχρι τότε για ενάμιση χρόνο μαζί με όλο το πολιτικό σύστημα παρατηρούσαν χωρίς καμία παρέμβαση την καθημερινή, κλιμακούμενη, εγκληματική, βία της ναζιστικής Χρυσής Αυγής και των «Ταγμάτων Εφόδου» της, να προχωρήσει στην ποινική της καταστολή, έστω και κουτσουρεμένα.

Ο τότε Υπουργός Δημόσιας Τάξης Νίκος Δένδιας με επιστολή του στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου ζήτησε να ερευνηθεί ποινικά η δραστηριότητα της Χρυσής Αυγής στο σύνολό της ως εγκληματική οργάνωση. Ανατέθηκε κατεπείγουσα σχετική προκαταρκτική εξέταση στον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπο Βουρλιώτη στις 19/9/2013, ο οποίος στις 28/9/2013 ολοκλήρωσε και διαβίβασε την αναφορά του και την ημέρα εκείνη έγιναν οι πρώτες συλλήψεις ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής, έρευνες κατασχέσεις κλπ.

Η διεξαγωγή κύρια ανάκρισης ανατέθηκε αρχικά σε δύο «ανακριτές διαφθοράς» του Πρωτοδικείου Αθηνών και λίγο αργότερα, ύστερα από σύγκληση της Ολομέλειας Εφετών σε δύο Εφέτες Ανακρίτριες (Ιωάννα Κλάππα και Μαρία Δημητροπούλου) υπό την εποπτεία του Αντιεισαγγελέα Εφετών Ισίδωρου Ντογιάκου. Η ανάκριση ολοκληρώθηκε στις 31/7/2014, οπότε και η δικογραφία διαβιβάστηκε στο εποπτεύοντα εισαγγελέα, ο οποίος στις 15/10/2014 υπέβαλε την σχετική παραπεμπτική πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών.

Η πρότασή του περιελάμβανε διώξεις μόνο για το ΠΚ 187 (εγκληματική οργάνωση), όχι όμως και για το ΠΚ 187Α (τρομοκρατική οργάνωση), ενώ παρά τα πάμπολλα περιστατικά ηθικών αυτουργιών, που δέχεται το παραπεμπτικό βούλευμα (βλ. αναλυτικά στην αγόρευση) τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής παραπέμφθηκαν μόνο για το αδίκημα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης και όχι και για ηθικές αυτουργίες στις επιμέρους πράξεις. Τελικά, στις 4/2/2015 εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 215/2015 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο αποφάσισε κατά πλειοψηφία σύμφωνα με την πρόταση Ντογιάκου με μειοψηφία ενός εφέτη, που έκρινε ότι δεν έπρεπε να υπάρξει παραπομπή για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, επειδή δεν είχε αποδοθεί οικονομικό κίνητρο στην Χρυσή Αυγή. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά από το 2001, που ισχύει το ΠΚ 187, που Έλληνας δικαστής το έκρινε αντισυνταγματικό για οποιονδήποτε λόγο.

Η δίκη της Χ.Α. προσδιορίστηκε στο Α΄ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για τις 20/4/2015, οπότε και ξεκίνησε, ενώ ως τόπος διεξαγωγής της μεθοδεύθηκε από την τότε διοίκηση του Εφετείου Αθηνών και την ανοχή του Υπουργείου Δικαιοσύνης να είναι η αίθουσα γυναικείων φυλακών του Κορυδαλλού αντί της αίθουσας εκδηλώσεων του Εφετείου που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας και είναι πολύ μεγαλύτερη σε χωρητικότητα. Υστερα από μεγάλο αγώνα η δίκη μεταφέρθηκε τμηματικά και μόλις τους τελευταίους μήνες ολικά στο Εφετείο. Δυστυχώς όμως διεξήχθη κάτω από συνθήκες αφόρητης και πολλαπλής υποβάθμισης με ευθύνη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ που συντηρούσε το σχετικό νομικό καθεστώς, όπως έλλειψη ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης, έλλειψη τήρησης ηχογραφημένων πρακτικών της δίκης και διανομής απομαγνητοφωνημένου κειμένου την επόμενη μέρα, σοβαροί περιορισμοί στην κάλυψη της από φωτογράφους και με πλήρη σχεδόν αποχή των περισσότερων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ιδίως κατά τις ημέρες διεξαγωγής στον Κορυδαλλό με εξαίρεση τις καθημερινές εφημερίδες της αριστεράς (ΕφΣυντ, Αυγή, Ριζοσπάστης). Αν δεν υπήρχε η καθημερινή καταγραφή από το παρατηρητήριο «Golden Dawn Watch», το εβδομαδιαίο «βιντεοχρονολόγιο» του «Omnia TV» στους συνεργάτες των οποίων οφείλονται πολλές ευχαριστίες, αλλά και η ακούραστη και συνεπέστατη καθημερινή παρουσία συντακτών από τις εβδομαδιαίες εφημερίδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς όπως, η Εργατική Αλληλεγγύη πάντα με υλικό μιας ολόκληρης σελίδας, Κόντρα με συχνά αποκαλυπτικά άρθρα, ως ένα σημείο και η Νέα Προοπτική, το ΠΡΙΝ και άλλες εφημερίδες), και ελάχιστοι ραδιοφωνικοί σταθμοί (Κόκκινο, ΕΡΤ, 984) και ιστοσελίδες, η δίκη θα βρίσκονταν κυριολεκτικά στο σκοτάδι. Ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι σχετικές ενημερωτικές εκδηλώσεις που οργανώθηκαν σε διάφορες πόλεις από κοινωνικούς και αντιφασιστικούς φορείς.

Οι κατηγορούμενοι στη δίκη είναι 68, από τους οποίους οι 39 αντιμετωπίζουν κυρίως το αδίκημα της ένταξης ή διεύθυνσης (20 + 19) σε εγκληματική οργάνωση, ενώ οι υπόλοιποι βαρύνονται επιπλέον και με άλλα κακουργήματα (συνέργεια στην ανθρωποκτονία Παύλου Φύσσα 18/9/2013, απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά των Αιγυπτίων ψαράδων 12/6/2012 και απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά των συνδικαλιστών μελών του Π.Α.Μ.Ε. 13/9/2013). Όλα τα στελέχη της ηγεσίας παραπέμπονται μόνο ως διευθυντές εγκληματικής οργάνωσης χωρίς να τους αποδίδεται καμμία ηθική αυτουργία για τις πράξεις της !

Οι παραπάνω τρείς αποτελούν τις κύριες υποθέσεις της δίκης ενώ εκτός από τους κατηγορουμένους των υποθέσεων αυτών, στο εδώλιο κάθονται μόνο με την κατηγορία της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση δράστες άλλων εγκληματικών ενεργειών (π.χ. ανθρωποκτονία Σαχτζάτ Λουκμάν, απόπειρα ανθρωποκτονίας στο στέκι Αντίπνοια κ.α.), που έχουν δικαστεί ή εκκρεμοδικούν αυτοτελώς χωρίς όμως στις δίκες εκείνες να έχει αποδοθεί το αδίκημα της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, για το οποίο δικάζονται αποκλειστικά στην παρούσα δίκη.

Στην διάρκεια των συνεδριάσεων αυτών εξετάσθηκαν 153 μάρτυρες κατηγορίας και πολιτικής αγωγής, 61 μάρτυρες υπεράσπισης, ενώ αναγνώσθηκαν εκατοντάδες έγγραφα και προβλήθηκαν, ακροάσθηκαν ή επισκοπήθηκαν χιλιάδες ψηφιακά πειστήρια (ηχητικά, συνομιλίες, βίντεο, φωτογραφίες, SMS κ.α.) προερχόμενα κατά κύριο λόγο από κατασχέσεις υλικών φορέων (Η/Υ, κινητά τηλέφωνα κατηγορουμένων και άλλων μελών της Χρυσής Αυγής).

Αναγνώσθηκαν  επίσης με αίτημα των κατηγορουμένων επί πολλούς μήνες ατέρμονες κοινοβουλευτικές ερωτήσεις βουλευτών της Χρυσής Αυγής, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό ήθελαν να δείξουν το τεράστιο κοινοβουλευτικό τους έργο, προκειμένου να τεκμηριώσουν, ότι διώκονται εξαιτίας του φιλολαϊκού του χαρακτήρα. Και βέβαια απολογήθηκαν σχεδόν όλοι οι κατηγορούμενοι. Για τους περισσότερους η μέρα απολογίας ήταν η μόνη που εμφανίστηκαν στη δίκη, τουλάχιστον εκούσια. Η αποδεικτική διαδικασία ολοκληρώθηκε στις 7/11/2019 με την απολογία Μιχαλολιάκου, ενώ στις 18/12/2019 διατυπώθηκε η πρόταση της εισαγγελέως της έδρας, η οποία εισηγήθηκε όπως είναι γνωστό την αθώωση όλων όσων κατηγορούνται, είτε για ένταξη είτε για διεύθυνση σε εγκληματική οργάνωση με το σκεπτικό, ότι η Χρυσή Αυγή δεν είναι εγκληματική οργάνωση.

Η εικόνα του ακροατηρίου περιελάμβανε σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της δίκης άδεια τα εδώλια των κατηγορουμένων, που εκπροσωπούνται καθημερινά από έναν πυρήνα επιμελών συνηγόρων υπεράσπισης. Αδεια σχεδόν πάντα και γεμάτα λίγες μόνο φορές όταν υπήρχε σχέδιο τραμπουκισμών τα έδρανα των οπαδών των κατηγορουμένων. Το αντιφασιστικό ακροατήριο είχε πιο σταθερή παρουσία αν και όχι αυτή που θα έπρεπε. Αντιφασίστες, μετανάστες θύματα της Χ.Α. και εκπρόσωποι συλλόγων, στελέχη του Κ.Κ.Ε., του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., μέλη οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, της Κ.Ε.Ε.Ρ.Φ.Α., αντιπροσωπείες της Α.Δ.Ε.Δ.Υ, σωματείων αλλά και διεθνών ενώσεων για τα δικαιώματα, βουλευτές κ.α. Ανάμεσα στις συχνές παρουσίες – σίγουρα πολλούς παραλείπω και ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη –  ο Ναίμ Ελγαντούρ και η Αννα Στάμου από τη Μουσουλμανική Κοινότητα, ο πρόεδρος της Πακιστανικής Κοινότητας Τζαβέντ Ασλάμ και ο πατέρας του Σαχτζάτ Λουκμάν, ο παλαίμαχος αγωνιστής και αυτόπτης μάρτυρας στη δολοφονία Λαμπράκη Λεωνίδας Κοντουδάκης. Κορυφαία και σχεδόν καθημερινή παρουσία και όχι μόνο σε όσες συνεδριάσεις αφορούσαν τη δολοφονία του γιού της η συγκλονιστική μορφή της Μάγδας Φύσσα, συμπαραστάτριας, οδηγήτριας και πηγής έμπνευσης για όλους μας. Τίμησε τη μνήμη του Παύλου της και τον παρέδωσε στην ιστορία ως «λευτεριάς λίπασμα».

Ακολούθησαν, μετά την διακοπή των Χριστουγέννων, από 8/1/2020 οι αγορεύσεις των συνηγόρων πολιτικής αγωγής. Αγόρευσαν κατά σειρά οι συνήγοροι Χρύσα Παπαδοπούλου (οικογένεια Φύσσα), Κώστας Σκαρμέας, Θανάσης Καμπαγιάννης και Κώστας Παπαδάκης (Αιγύπτιων ψαράδων), Χάρης Στρατής, Παναγιώτης Σαπουντζάκης, Μάνος Μαλαγάρης, Θόδωρος Θεοδωρόπουλος, Αντώνης Αντανασιώτης και Αγγελος Βρεττός (συνδικαλιστών μελών Π.Α.Μ.Ε). Η δίκη μέχρι την ολοκλήρωση των αγορεύσεων των συνηγόρων πολιτικής αγωγής (13/2/2020) είχε πραγματοποιήσει 416 συνεδριάσεις. Μετά την ολοκλήρωση τους ξεκίνησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Δεν είναι γνωστό πόσοι από όσους έχουν δηλωθεί στην δίκη θα ασκήσουν το δικαίωμα αυτό. Σίγουρα πάντως αρκετές δεκάδες. Οι ολοκλήρωση των αγορεύσεων τους στην δίκη, η οποία πλέον διεξάγεται αποκλειστικά στο Εφετείο, αναμένεται στους επόμενους δύο μήνες και η έκδοση της απόφασης εκτός απροόπτου τους καλοκαιρινούς μήνες 2020. Έως τότε η δίκη θα έχει υπερβεί τα 5 χρόνια από την έναρξη της και ο αριθμός των συνεδριάσεων, που θα πραγματοποιήσει θα πλησιάζει τις 500. Αγνωστο πόσοι μήνες (δεν τολμώ να πω χρόνια) θα περάσουν μέχρι να καθαρογραφούν και να είναι διαθέσιμα τα πρακτικά της δίκης μαζί με το σκεπτικό της απόφασης. Και ας μην μιλήσω για την κατ έφεση δίκη.

Δεν είναι ωστόσο μόνο ο όγκος (αναπόφευκτος λόγω της προφανούς ανάγκης συνεκδίκασης με ενιαία κριτήρια όλων των υποθέσεων για τη συναγωγή των στοιχείων της εγκληματικής οργάνωσης) και η διάρκειά της το στοιχείο, που την καθιστά μοναδική. Είναι αναμφισβήτητη η ελληνική και διεθνής ιστορική της βαρύτητα και η απαίτηση του αντιφασιστικού κινήματος και των θυμάτων της Χρυσής Αυγής για την καταδίκη της ναζιστικής εγκληματικής βίας, ενώ εκδηλώνεται καθημερινά από πολλούς και με κάθε τρόπο η έντονη αγανάκτηση για την εισαγγελική πρόταση, που κινδυνεύει για άλλη μια φορά στην ιστορία να αφήσει τη  φασιστική εγκληματική βία στο απυρόβλητο. Που πιθανότατα θα είναι και τελεσίδικο καθώς η πολιτική αγωγή δεν έχει δικαίωμα να προσβάλει με ένδικα μέσα αθωωτική απόφαση.

Η ελλιπής δημοσιότητα όλα τα χρόνια της διεξαγωγής της δίκης κατέστησε αναγκαία κατά την γνώμη μας την δημοσιοποίηση των αγορεύσεων των συνηγόρων πολιτικής αγωγής, προκειμένου η επιχειρηματολογία, η τεκμηρίωση και τα στοιχεία τους να γίνουν ευρύτερα γνωστές. Εξ άλλου δεν είμαστε δικηγόροι μόνο για τα έδρανα των δικαστηρίων. Είμαστε μέρος του αντιφασιστικού κινήματος που μας ανέθεσε τιμητικά την έκφραση της φωνής του. Από αυτό πηγάζουν οι αρμοδιότητές μας και σε αυτό επιστρέφει και αναφέρεται η αποστολή μας μέσα και έξω από τη δίκη. Χρέος μας να σταθούμε άξιοι για να τιμήσουμε αυτή την αποστολή με βαθειά επίγνωση του μεγέθους της ευθύνης που την περιβάλλει. Το χρωστάμε στα θύματα του φασισμού και του ναζισμού στη χώρα μας και όχι μόνο, το χρωστάμε στη γενιά της αντίστασης, το χρωστάμε στη γενιά του αντιδικτατορικού αγώνα και του Πολυτεχνείου, το χρωστάμε σε όλους όσους αγωνίζονται τις μέρες αυτές για την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και μετανάστες, ενάντια στα υπολείμματα της ρατσιστικού δηλητήριου της Χ.Α, όπου και αν αυτό βρίσκει φιλοξενία. Και φυσικά το χρωστάμε στις επόμενες γενιές για να ζήσουν και εκείνες με τις ελευθερίες που κατέκτησαν και μας προσέφεραν οι προηγούμενες.

Και δεν θα κάνουμε τη χάρη σε κανένα να πνίξουμε την αλήθεια στη σιωπή και στην αστική υποκρισία.

Μάρτιος 2020

Κώστας Παπαδάκης

Εθνικιστικές καταλήψεις

Υπάρχουν δεκάδες λόγοι για να γίνει κατάληψη. Το Μακεδονικό και ο Κατσίφας δεν είναι ένας από αυτούς.

Η οργή είναι μεγάλη. Για το μέλλον που φαίνεται σκοτεινό, για τα αδιέξοδα που έχουν χτίσει γύρω μας, για την απελπισία της γενιάς μας που θα ζήσει χειρότερα από τις προηγούμενες. Ο θυμός για την κατάσταση που έχουν φέρει για εμάς, την οικογένειά μας, την κοινωνία και τη χώρα μας είναι καζάνι που βράζει. Όμως το καζάνι δεν πρέπει να σκάσει στα μούτρα μας.

Οι μαθητές θέλουν να αντιδράσουν και πρέπει να αντιδράσουν. Όμως το να ακολουθούν τους ακροδεξιούς και τους νεοναζί δεν είναι διέξοδος. Είναι καταστροφή. Οι ομάδες των ακροδεξιών που επιχειρούν να επιβάλουν καταλήψεις στα σχολεία την Πέμπτη 29/11 δεν προσφέρουν τίποτα καλό ούτε στους μαθητές, ούτε στην πατρίδα.

Τα συνθήματα μίσους για τους γειτονικούς λαούς κρύβουν την υποτέλεια προς τους ισχυρούς του πλανήτη. Οι κραυγές για το όνομα της Μακεδονίας κουκουλώνουν το ξεπούλημα λιμανιών, αεροδρομίων, δρόμων, εδαφών της Μακεδονίας, αλλά και όλης της Ελλάδας. Η Μακεδονία πουλήθηκε, αλλά όχι στους γείτονες. Η Μακεδονία και η όλη η Ελλάδα πουλήθηκε στους δανειστές της.

Οι εθνικιστικές φωνές κρύβουν την αλήθεια. Και αυτή δεν είναι άλλη από το ότι οι νέοι εξοντώνονται συστηματικά, η κοινωνία ρημάζει και η χώρα τσαλαπατιέται. Όχι όμως από τους διπλανούς μας λαούς. Από τους Γερμανούς, τους Αμερικάνους και τους ντόπιους υποτακτικούς τους.

Ακούσατε τίποτα για αυτά, από όσους καλούν σε μαθητικές καταλήψεις την Πέμπτη;

Το να φωνάζουν οι μαθητές συνθήματα που βρίζουν τους γειτονικούς λαούς δεν κάνει τους Έλληνες πιο δυνατούς. Τους κάνει πιο αδύνατους. Γιατί έτσι ξεχνάμε τη ρίζα του κακού. Την πολιτική που και η σημερινή κυβέρνηση και οι προηγούμενες κυβερνήσεις ακολουθούσαν. Την πολιτική που συμφέρει το κεφάλαιο, την άρχουσα τάξη, τους ξένους δανειστές και δυνάστες της χώρας μας.

Σε αυτή την πολιτική, η ακροδεξιά, οι φανατικοί παπάδες και οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής δεν είναι αντίθετοι. Θέλουν να αλλάξουν το στόχο της οργής μας: Να εκτονώσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και τον θυμό εναντίον των «Σκοπιανών», των Αλβανών και των Τούρκων. Ποιοι όμως φταίνε για την ανεργία που έχει εκτιναχτεί; Για τη φτώχεια που πολλαπλασιάζεται; Για την κοινωνική και εθνική αξιοπρέπεια που τσακίζεται;

Και επειδή αγαπάμε την ιστορία του τόπου μας, ας αναρωτηθούμε: Ποιοι συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς στην Κατοχή όταν ο ελληνικός λαός πέθαινε από την πείνα; Ποιοι αντί να πολεμήσουν τον κατακτητή πολέμησαν το ΕΑΜ που χτυπούσε τον κατακτητή; Ποιοι συμφώνησαν να εκχωρήσουν την ελληνική Μακεδονία στους Βούλγαρους; Και αργότερα, ποιοι πούλησαν την Κύπρο στον τούρκο εισβολέα αφήνοντάς την άοπλη και ανοχύρωτη; Όσοι σήμερα με εθνική μάσκα, αλλά νεοναζιστική και ακροδεξιά ψυχή οργανώνουν τις καταλήψεις.

Γιατί αυτοί που κραυγάζουν ενάντια στην πατρίδα των άλλων, είναι οι πρώτοι που το βάζουν στα πόδια όταν η δική μας πατρίδα κινδυνεύει, πωλείται, εκχωρείται.