Άρθρα

Ευρώπη δεν θέλατε; Φάτε τώρα υποκλοπές και αντιδημοκρατικές εκτροπές.

Τρικυμία στο ακραίο κέντρο επικρατεί μετά τη δημοσιοποίηση εκδήλωσης στην οποία συμμετέχει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, κατεξοχήν πολιτικός και συνταγματικός εκπρόσωπος του μνημονιακού παροξυσμού που κυριάρχησε στη χώρα από το 2010 και μετά. Η εκδήλωση διοργανώνεται από τη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου, με χαιρετισμό του κοσμήτορά της, Δημήτρη Χριστόπουλου (πρώην υποψήφιου του ΣΥΡΙΖΑ), και συμμετοχή των Αλιβιζάτου, Καμτσίδου, Κοντιάδη. 

Η εκδήλωση είναι μια ακόμα απόπειρα γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στον ακραίο μνημονιακό βενιζελισμό που πρωτοστάτησε στο αντι-Σύριζα μέτωπο το 2015 και στον ΣΥΡΙΖΑ του 2023. Άθελά του, αρχιτέκτονας αυτής της γέφυρας είναι ο ίδιος ο Μητσοτάκης που πήρε τοις μετρητοίς τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του αστικού πολιτικού προσωπικού επί της χώρας, θεωρώντας ότι μπορεί να παρακολουθεί δημοσιογράφους και πολιτικούς, να παραβιάζει κάθε λέξη του Συντάγματος και να βάζει κι από πάνω τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να γνωμοδοτεί υπέρ του κρατικού παρακράτους που έχει στήσει.  

Ο τίτλος “Μένουμε Ευρώπη;” (με ερωτηματικό) δεν θέτει σε αμφισβήτηση τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό των διοργανωτών. Το αντίθετο. Θεωρεί -αδίκως- ότι κίνδυνος για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας είναι οι αλλεπάλληλες αντισυνταγματικές πρακτικές του Μητσοτάκη. 

Έχουμε δηλαδή το εξής παράδοξο: Όσοι κατηγορούνταν ότι το καλοκαίρι του 2015 ήθελαν να βγάλουν τη χώρα από την Ευρώπη και να την κάνουν χώρα των Κικόνων και των Λαιστρυγόνων, σήμερα εμφανίζονται ως θεματοφύλακες της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. 

Και από την άλλη, όσοι ανατρίχιαζαν τότε με το ενδεχόμενο να βγει η χώρα από το ευρώ, να γίνει Ανατολική Γερμανία και ο Πολλάκης να αναβιώσει τη Στάζι, σήμερα πρωταγωνιστούν σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της μεταπολίτευσης, όπου το κέντρο εξουσίας γύρω από τον πρωθυπουργό έχει στήσει ένα εκτεταμένο κύκλωμα παρακολουθήσεων, που θα ζήλευε και ο Μάρκους Βολφ.

Είναι αλήθεια ότι οι “μένουμε Ευρώπη” δεν διακρίνονται για τη συνέπεια σε ηθικές αξίες και ιδεολογικές αρχές. Κύριο μέλημά τους είναι η αναπαραγωγή τους, εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, καθώς αυτό τους επιτρέπει να μασούν μετά μανίας επιδοτήσεις, προγράμματα, αναπτυξιακούς νόμους, χρηματοπιστωτική εύνοια και κρατικό χρήμα. 

Στην περίπτωση όμως των υποκλοπών, κατόρθωσαν να ξεπεράσουν σε υποκρισία και καιροσκοπισμό ακόμα και τον εαυτό τους, πράγμα ομολογουμένως δύσκολο. 

Ήταν υποτίθεται οι θεματοφύλακες του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου, των δημοκρατικών θεσμών, της συνταγματικής νομιμότητας. Ήταν βέβαια έτοιμοι να κάνουν πραξικόπημα το 2015 μετά την παταγώδη ήττα τους στο δημοψήφισμα, αν ο Τσίπρας δεν αναλάμβανε ο ίδιος να ανατρέψει τη λαϊκή ετυμηγορία.

Και σήμερα κλείνουν τα μάτια ή υποβιβάζουν το σκάνδαλο των υποκλοπών θεωρώντας ότι το γεγονός της παρακολούθησης ενός πολιτικού αρχηγού, υπουργών, δημοσιογράφων, ακόμα και του ίδιου του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, υπό τη νεφελώδη επίκληση λόγων εθνικής ασφαλείας, είναι ήσσονος σημασίας.

Τάχα “έμεναν Ευρώπη” το 2015 για να διαφυλάξουν το κράτος δικαίου, και σήμερα εξευτέλισαν το κράτος δικαίου και τσαλαπάτησαν κάθε ατομικό και πολιτικό δικαίωμα, για να υποκλέπτουν συνομιλίες και να εκβιάζουν φίλους και αντιπάλους. 

Ήταν έτοιμοι να βγουν στους δρόμους το 2015 για να διαφυλάξουν το Σύνταγμα και σήμερα το Σύνταγμα το χρησιμοποιούν ως χαρτί υγείας, με γνωμοδότηση μάλιστα Ντογιάκου. 

Το ότι τη λαϊκή βούληση και την ετυμηγορία της κοινωνικής πλειοψηφίας την έχουν γραμμένη, φάνηκε από το πώς συμπεριφέρθηκαν πριν και μετά το δημοψήφισμα του 2015. Το ότι το Σύνταγμα και τους νόμους τους έχουν επίσης γραμμένους φαίνεται από το πώς καταπίνουν σήμερα την κάμηλο των υποκλοπών, διυλίζοντας τον κώνωπα του νόμου 5002/2022.

Ήταν άνετοι το 2015 να τσαλαπατήσουν τη λαϊκή βούληση γιατί ο Τσίπρας ήταν κατά τη γνώμη τους τσόγλανος. Ας θυμηθούμε ειρήσθω εν παρόδω τον “εκτσογλανισμό της πολιτικής ζωής επί Τσίπρα”, φράση βενιζελικής έμπνευσης και εκφοράς.   

Είναι επίσης άνετοι το 2023 να τσαλαπατήσουν το Σύνταγμα, γιατί το Σύνταγμα πρέπει να τηρείται μόνον όταν τους ευνοεί. Ας θυμηθούμε πάλι τις αλλεπάλληλες και χυδαίες παραβιάσεις του Συντάγματος επί μνημονίων, υπέρ των οποίων με αμετροέπεια αλλά και φυσικότητα γνωμοδοτούσε ο εθνικός συνταγματολόγος. 

Ωστόσο, σήμερα, και στους μεν και στους δε, και στον ΣΥΡΙΖΑ και στο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, οφείλουμε να θυμίσουμε ότι το “μένουμε Ευρώπη” τους ένωσε. Μείναμε Ευρώπη ως χώρα για να διαιωνίζεται ο απρόσκοπτος πλουτισμός της αστικής τάξης και να χάνει η εργαζόμενη κοινωνία μισθούς και εισοδήματα. 

Προς τι λοιπόν η ένταση και οι τσακωμοί; 

Μήπως άλλωστε το κράτος δικαίου και η συνταγματική τάξη είναι “ευρωπαϊκά κεκτημένα”; Στην Ευρώπη δεν είχαμε διεξαγωγή αλλεπάλληλων δημοψηφισμάτων μέχρις ότου εκμαιευθεί το “σωστό” αποτέλεσμα; Στην Ευρώπη δεν είχαμε σκαιές και βάρβαρες συμπεριφορές του κόσμου του πλούτου προς τον κόσμο της εργασίας; Στην Ευρώπη δεν είχαμε μίζες και δωροδοκίες; Στην Ευρώπη δεν είχαμε παραβιάσεις εθνικών συνταγμάτων προς όφελος της υπερεθνικής ελίτ και των τραπεζών; Στην Ευρώπη δεν έχουμε μια μη εκλεγμένη γραφειοκρατία που πλουτίζει η ίδια, κηρύσσοντας τη λιτότητα για τους άλλους;

Ας μην ανησυχούν οι ανησυχούντες. 

Επειδή μείναμε Ευρώπη, και επειδή και οι πρώην ευρωσκεπτικιστές του ΣΥΡΙΖΑ προσχώρησαν πρώτοι και καλύτεροι στο ευρωπαϊκό μέτωπο, σήμερα ο Μητσοτάκης ξεσαλώνει ως εθνικός ωτακουστής και κάνει το Σύνταγμα κουρελόχαρτο.

Επειδή μείναμε Ευρώπη, ήρθε η πιο μισαλλόδοξη, επιθετική, χολερική απέναντι σε δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά κυβέρνηση για να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα και να παρακολουθήσει τους πάντες.

Επειδή μείναμε Ευρώπη τα πολιτικά και συνταγματικά δικαιώματα μπήκαν στην κλίνη του Προκρούστη, και το ευρωπαϊκό κεκτημένο είναι ένα πουκάμισο αδειανό που επικαλούνται όσοι κατά καιρούς ομνύουν στο “κράτος δικαίου”.  

Οι υποκλοπές και οι αντισυνταγματικές εκτροπές είναι συνώνυμες με το ”μένουμε Ευρώπη”. Και επειδή “μένουμε Ευρώπη” το μητσοτακικό παρακράτος διαπρέπει στη θεσμική παρακμή.

Η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους Γλύξμπουργκ. Κινδυνεύει από τους Μητσοτάκη – Ντογιάκο.

Η μόνιμη επωδός όσων εισηγούνται μεγαλοψυχία, λήθη, δημοσία δαπάνη κηδεία του τέως βασιλιά και απόδοση τιμών αρχηγού κράτους είναι ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους Γλύξμπουργκ. 

Πράγματι, η δημοκρατία στη χώρα δεν κινδυνεύει από τους μπουφόνους της βασιλείας, Ούτως ή άλλως η ελλαδική εκδοχή γαλαζοαίματων υπήρξε ανίκανη και γκροτέσκο, σχεδόν όσο υπήρξε επιζήμια και καταστροφική. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσουμε την ιστορία. Απαιτεί όμως να μην κλείνουμε τα μάτια στο παρόν συζητώντας για το παρελθόν. 

Ο έκπτωτος μονάρχης πεθαίνει μία μέρα μετά την πρωτοφανή γνωμάτευση Ντογιάκου, που λειτουργώντας ως εκτελεστικό όργανο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, απαγορεύει στην ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) την περαιτέρω διερεύνηση του μέγα σκανδάλου των υποκλοπών, απειλώντας μάλιστα σκαιότατα τα μέλη της με απαγγελία κατηγοριών. 

Βεβαίως ο κ. Ντογιάκος πατά πάνω στον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο 5022/2022 της κυβέρνησης Μητσοτάκη για να απειλήσει την ΑΔΑΕ. Δεν ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι ένας νόμος μπορεί να ερμηνεύεται μόνο σε συμφωνία με το Σύνταγμα και όχι εναντίον του, αλλά αυτό είναι θέμα που θα το εξηγήσουν καλύτερα οι νομικοί και οι συνταγματολόγοι, όσοι τουλάχιστον δεν είναι εξωνημένοι των ποικίλων εξουσιών.

Ο αποκαλούμενος και “ψηλός” ή και “Παναθηναϊκάκιας”, νυν Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αποφάσισε να ερμηνεύσει τον νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη προστατεύοντας την κυβέρνηση από τυχόν επόμενες αποκαλύψεις για το εύρος και το είδος των υποκλοπών που οργανώθηκαν από την ΕΥΠ, όντας αυτή υπό την άμεση διοικητική και πολιτική ευθύνη του κ. Μητσοτάκη. 

Όλη η ιστορία των υποκλοπών μοιάζει πια να βγήκε από ένα ενιαίο κέντρο (ή καλύτερα παράκεντρο) εξουσίας: ο Μητσοτάκης αναλαμβάνει προσωπικά την ΕΥΠ από την πρώτη μέρα της θητείας του, η ΕΥΠ οργανώνει παρακολουθήσεις και υποκλοπές συνομιλιών πολιτικών προσώπων, υπουργών, στρατιωτικών, η κυβέρνηση κάνει νόμο με τον οποίο θωρακίζει τις υποκλοπές, και μόλις ξεσπά το σκάνδαλο και απειλείται το περαιτέρω ξεσκέπασμα των παρακολουθήσεων από την ΑΔΑΕ, η κυβέρνηση κάνει νέο νόμο με τον οποίο “περιορίζει” την ΑΔΑΕ, ενώ ο εισαγγελέας ερμηνεύει τον νόμο προληπτικά (!) και απειλεί ανοικτά την Αρχή. 

Όμορφος, αγγελικός κόσμος, και προπαντός δημοκρατικός… 

Αν η γνωμάτευση Ντογιάκου παρθεί τοις μετρητοίς, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ κινδυνεύει με σύλληψη στο βαθμό που αντέξει την πρωτοφανή πίεση την οποία υφίσταται και συνεχίσει να ασκεί τις από το Σύνταγμα προβλεπόμενες αρμοδιότητές του. Το ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πρωτοφανές για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που αρέσκεται να δηλώνει κράτος Δικαίου, δεν φαίνεται να ενοχλεί τους ιεροφάντες του “συνταγματικού πατριωτισμού” που θυμούνται το Σύνταγμα και τους νόμους μόνο στο βαθμό που βολεύει την άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό με πρώτο από όλο τη φαμίλια Μητσοτάκη. 

Αυτός είναι ο κίνδυνος για τη δημοκρατία στην Ελλάδα του 2023, και όχι οι έκπτωτοι, αναξιόπιστοι, φαιδροί και ολίγιστοι Γλύξμπουργκ, μισόν αιώνα σχεδόν μετά από την αποπομπή τους. 

Τη βασιλεία την έκρινε ήδη η ιστορία – κι ας μην αρέσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη – και αποφάνθηκε για τον ιστορικό της ρόλο ο ελληνικός λαός, όχι απλώς με το δημοψήφισμα του ‘74, αλλά με τους αγώνες και το αίμα του. 

Το πώς θα αντιμετωπιστεί ο σημερινός κίνδυνος των πολλαπλών αντισυνταγματικών εκτροπών που εκπορεύονται από την ίδια την κυβέρνηση και συνηγορούνται από τον ανώτατο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αυτή είναι η πρόκληση για τη δημοκρατία.

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, αντί για Θεματοφύλακας της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, αναδεικνύεται σε Εφιάλτη της εκτελεστικής εξουσίας.

Δήλωση του Θ. Καμπαγιάννη.

Η σημερινή γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία επιχειρείται προληπτική καταστολή των προαναγγελθέντων ελέγχων της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) στους ιδιώτες παρόχους, αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών της χώρας. Την ελληνική εισαγγελία την υπηρέτησε και ο Παύλος Δελαπόρτας, αλλά και ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Δεν θέλει πολλή σκέψη τη δόξα ποίων ζήλεψε ο συντάκτης της γνωμοδότησης.

Θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει στη μνημειώδη σύγχυση που διακατέχει τον γνωμοδοτούντα Εισαγγελέα ανάμεσα στις διατάξεις περί γνωστοποίησης σε ιδιώτη νόμιμης επισύνδεσης για λόγους εθνικής ασφάλειας και στις διατάξεις περί ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ, της ανεξάρτητης αρχής που λογοδοτεί στο Κοινοβούλιο. Ωστόσο, το περιεχόμενο της γνωμοδότησης δεν είναι νομικό, αλλά αμιγώς πολιτικό.

Σε μια κρίσιμη στιγμή, που η εκτελεστική εξουσία αποδείχτηκε ότι εργαλειοποίησε τη διαδικασία νόμιμων επισυνδέσεων διά της έκδοσης εισαγγελικών διατάξεων για λόγους “εθνικής ασφάλειας” με την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων, κοκ, ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, αντί να διερευνήσει το σκάνδαλο, απειλεί ευθέως τον Πρόεδρο και τα μέλη της ΑΔΑΕ με ποινικές κυρώσεις: φτάνει μάλιστα στην έσχατη ασχημία να επικαλείται το άρθρο του Ποινικού Κώδικα περί κατασκοπείας. Κατάσκοπος ο Ράμμος που ανταποκρίνεται στο θεσμικό του καθήκον να διερευνήσει τις υποκλοπές και όχι αυτοί που τις διέπραξαν… Τέτοια ντροπή.
Ο κύριος Ντογιάκος μέχρι σήμερα αδρανούσε. Σήμερα συνειδητά μετέτρεψε την ιστάμενη δικαιοσύνη σε ραβδούχο του καθεστώτος Μητσοτάκη. Το όνομά του θα γραφτεί με μελανά γράμματα στα χρονικά της ελληνικής δικαιοσύνης.
Οι στιγμές είναι οριακές. Όσες και όσοι σιωπούσαν ή αμφέβαλλαν, ήρθε πλέον η ώρα να μιλήσουν.

Οι καταιγιστικές εξελίξεις στο σκάνδαλο των υποκλοπών θέτουν πλέον ζήτημα για το δημοκρατικό πολίτευμα στην Ελλάδα

Σύμφωνα με το δημοσίευμα του έγκυρου ειδησεογραφικού Euractiv, μετά από χτεσινό έλεγχο της ΑΔΑΕ στην COSMOTE, αποκαλύφθηκαν νέες “νόμιμες επισυνδέσεις” με εισαγγελικές διατάξεις για λόγους εθνικής ασφάλειας σε βάρος του ευρωβουλευτή Γιώργου Κύρτσου και του δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου. Κατά το δημοσίευμα, τον έλεγχο αποπειράθηκε να εμποδίσει παρανόμως με προφορική γνώμη του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, ωστόσο ο έλεγχος για τα ως άνω πρόσωπα ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τη συνταγματική νομιμότητα που θωρακίζει την ανεξαρτησία της αρμόδιας Αρχής.

Αποκαλύπτεται πλέον ότι η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη δεν ήταν “μεμονωμένη αστοχία”, αλλά κομμάτι της δράσης ενός οργανωμένου εγκληματικού κυκλώματος που έχει δράσει μέσα στην ΕΥΠ και έχει υποκλέψει τις τηλεφωνικές επικοινωνίες αρχηγών αντιπολιτευόμενων κομμάτων, Υπουργών, βουλευτών, ευρωβουλευτών και δημοσιογράφων. Πολιτικός και διοικητικός προϊστάμενος της ΕΥΠ κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα ήταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, με τοποτηρητή τον ανιψιό του, γραμματέα του πρωθυπουργικού γραφείου, Γρηγόρη Δημητριάδη.
Η στοιχειοθέτηση συστήματος υποκλοπών, και μάλιστα μέσω της “νόμιμης” οδού των εισαγγελικών διατάξεων (πέραν δηλαδή των όσων έχουν δει το φως της δημοσιότητας για το σύστημα Predator και τη χρήση του από την ΕΥΠ) θέτει πλέον ζήτημα για την ίδια την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Ελλάδα. Προκύπτουν επαρκέστατες ενδείξεις ότι ένα παρακράτος με κέντρο την ΕΥΠ, με εισαγγελικές προσβάσεις και ανοιχτή γραμμή με το Μέγαρο Μαξίμου, έχει στήσει έναν μηχανισμό υποκλοπών με σκοπό την αναπαραγωγή της πολιτικής κυριαρχίας αυτών που έδωσαν την εντολή της συγκρότησής του.
Κάθε απεύθυνση προς τον Πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, που επί μήνες παρακωλύουν τη διαλεύκανση του σκανδάλου, είναι πλέον περιττή. Αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει και αυτός ο Πρωθυπουργός πρέπει να λογοδοτήσει πολιτικά και ποινικά. Αν, μάλιστα, ισχύει η απόπειρα παρακώλυσης του ελέγχου της Ανεξάρτητης Αρχής από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διαθέτουμε πια και την θλιβερή εξήγηση για τα νωθρά αντανακλαστικά της δικαστικής εξουσίας.
Πλέον το ζήτημα είναι η στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Όπως είχαμε πει μετά την επιβεβαίωση της παρακολούθησης Χατζηδάκη, κάθε συνέχιση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας με όρους τυπικής καθημερινότητας βαρύνει πλέον και τα ίδια. Κάθε συμμόρφωση στην κοινοβουλευτική κανονικότητα μπορεί να θεωρηθεί ως συνενοχή. Αντί να ψηφίζουν τα προεκλογικά επιδόματα των 600 ευρώ για τους ένστολους ψηφοφόρους, τα κόμματα της αντιπολίτευσης πρέπει να αναλάβουν έμπρακτες πρωτοβουλίες που να σημάνουν το “Ως Εδώ”.
Δημοκρατικό πολίτευμα δεν σημαίνει τα ντουβάρια μιας τυπικά λειτουργούσας Βουλής. Σημαίνει ελευθερίες και δικαιώματα, πολίτες που δεν φοβούνται τη σκιά τους, μειοψηφίες που μπορούν να γίνουν πλειοψηφίες μέσα από την ανεμπόδιστη πολιτική δράση. Αυτά πλέον φαίνεται να έχουν καταλυθεί στην Ελλάδα. Γι’ αυτό λέμε ότι είμαστε πια στην Ώρα Μηδέν”.

Τύφλα να έχει η Στάζι: Ο υπαρκτός σοσιαλισμός και ο υπαρκτός καπιταλισμός

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις σχετικά με τις παρακολουθήσεις του περιβάλλοντος Μητσοτάκη σε εχθρούς, φίλους, δημοσιογράφους, πολιτικούς, επιχειρηματίες μετά των συζύγων τους, προκαλεί δικαίως οργή και αγανάκτηση σε σημαντικό μέρος του δημοκρατικού κόσμου. 

Μια μεγάλη μερίδα πολιτών όμως αντιμετωπίζει τις συγκεκριμένες αποκαλύψεις με το γνωστό “έλα τώρα που δεν ξέραμε ότι όλοι παρακολουθούν όλους;”. 

Περισσότερο από τις ίδιες τις αποκαλύψεις είναι αυτός ο εθισμός, η αποδοχή της εκτροπής και της βαρβαρότητας, η οποία σοκάρει. Είναι η “λαϊκή σοφία” και η διαδεδομένη γνώση ότι η αστική δημοκρατία και οι λεγόμενοι “θεσμοί” είναι σάπιοι μέχρι το μεδούλι και ότι οι λεγόμενες δημοκρατικές ευαισθησίες είναι εντελώς υποκριτικές.

Πριν 16 χρόνια έκανε θραύση η ταινία “Οι ζωές των άλλων”. Δικαίως, καθώς με έναν κινηματογραφικά ξεχωριστό τρόπο, περιγραφόταν ένα εκτεταμένο, σχεδόν εφιαλτικό σύστημα παρακολουθήσεων στην Ανατολική Γερμανία επί υπαρκτού σοσιαλισμού. Η Στάζι, παντοδύναμη, ανεξέλεγκτη, έστηνε μηχανισμούς παρακολούθησης αντιφρονούντων, υπόπτων, ακόμα και φίλα προσκείμενων στο καθεστώς Χόνεκερ. 

Το καθεστώς Μητσοτάκη όμως, τι διαφορετικό κάνει;

Έχει φτιάξει, όχι απλά ένα αντίστοιχο, αλλά ένα πολύ χειρότερο και εξίσου εκτεταμένο σύστημα παρακολουθήσεων, όπως αποκαλύπτεται μέσω του λογισμικού predator – και όχι μόνο που κάνει τον υπαρκτό καπιταλισμό της Ελλάδας να μη διαφέρει από τον υπαρκτό σοσιαλισμό της Στάζι. 

15.000 περίπου είναι οι “νόμιμες” παρακολουθήσεις ετησίως. Φανταστείτε οι μη νόμιμες… Οι παρακολουθήσεις βεβαίως δεν αφορούν μόνο την -υπό στενό πρωθυπουργικό έλεγχο- ΕΥΠ. Ας θυμηθούμε τις σχετικές καταγγελίες ότι οι Αμερικανοί παρακολουθούν για παράδειγμα σχεδόν όλη την γερμανική κυβέρνηση, ή ότι -στην Ελλάδα- εκτεταμένες παρακολουθήσεις έκανε και η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. 

Το αποκορύφωμα είναι οι αποκαλύψεις του καθόλα συστημικού δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου, ότι οι παρακολουθήσεις στη μνημονιακή Ελλάδα είναι πλέον εκτεταμένες, και στο κράτος, και στο παρακράτος, με τα κυκλώματα διεφθαρμένων αστυνομικών που έχουν αναλάβει την ηγεσία του εγκλήματος να παρακολουθούν τους ανταγωνιστές τους, εμπλέκοντας και την ΕΛΑΣ, και την ΕΥΠ και τη Δικαιοσύνη. 

Αυτό είναι κάτι, που το καθεστώς Μητσοτάκη αποδεικνύεται κατά πολύ ανώτερο του καθεστώτος της Στάζι στην Ανατολική Γερμανία. 

Δεν έχουμε απλά παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων, συμμάχων, υφισταμένων και φίλα προσκείμενων του πρωθυπουργού, αλλά παρακολουθήσεις ενός εσμού κρατικών και παρακρατικών παραγόντων. 

Το καθεστώς Μητσοτάκη μπορεί να παρακολουθούσε τον Ανδρουλάκη ή τον Σπίρτζη για πολιτικούς λόγους, αλλά επέτρεψε, αν δεν οργάνωσε, με τη χρήση των λογισμικών τύπου Predator και Pegasus, τις παρακολουθήσεις επιχειρηματιών και παραγόντων της δημόσιας ζωής. Οι παρακολουθήσεις είτε οργανώνονταν από το στενό κέντρο εξουσίας του Μαξίμου (Δημητριάδης), είτε από αυτονομημένα κρατικά κέντρα που ήθελαν να ελέγξουν παρακρατικά το οργανωμένο έγκλημα.

Μιλάμε για τη βρώμα και τη δυσωδία.

Η Στάζι μπροστά στον Μητσοτάκη ωχριά. 

Όχι γιατί παρακολουθούσε λιγότερους. 

Αλλά γιατί επί υπαρκτού σοσιαλισμού υπήρχε, έως ένα βαθμό, η σύγκρουση δύο μπλοκ, του δυτικού με το ανατολικό. Ο φόβος του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας  ήταν η κατασκοπεία, οι δολιοφθορές, τα σαμποτάζ, οι εκβιασμοί από την πλευρά της Δυτικής Γερμανίας και του ΝΑΤΟ, με στόχο την άνευ όρων και τυπική παραδοση του υπαρκτού σοσιαλισμού στον τότε καπιταλισμό. 

Όσο κι αν διαχωρίζεται κανείς από τον υπαρκτό σοσιαλισμό, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το διακύβευμα ήταν μεγάλο. Και αυτό φάνηκε και μετά την πτώση του Τείχους οπου το πλιάτσικο των ιδιωτικοποιήσεων που έγινε πάνω στις υποδομές της Ανατολικής Ευρώπης δεν είχε προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία. 

Το διακύβευμα για τις εκτεταμένες παρακολουθήσεις του Μητσοτάκη και της ελεγχόμενης από τον ίδιον ΕΥΠ ποιο είναι; 

Υποτίθεται ότι το 1989-1991 με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού μπήκε ταφόπλακα στο σοσιαλιστικό όραμα και αναγγέλθηκε το τέλος της ιστορίας. Ανακαλύφθηκε ότι ο καπιταλισμός είναι το καλύτερο δυνατό σύστημα. Μετά από αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα άλλο. 

Γιατί; Όχι γιατί οι στόχοι του σοσιαλισμού θεωρήθηκαν ξεπερασμένοι, αλλά γιατί, όπως ισχυρίστηκαν οι νικητές, δεν υπάρχει καλύτερο οικονομικό σύστημα από την ελεύθερη αγορά, δεν υπάρχει καλύτερη δημοκρατία από την αστική φιλελεύθερη δημοκρατία. 

Σήμερα πολλές από τις τότε εμβληματικές εικόνες που τάχα αποδείκνυαν την χρεοκοπία του σοσιαλισμού, εμφανίζονται πολλαπλάσιες στον υπαρκτό καπιταλισμό. 

Οι παρακολουθήσεις είναι το ίδιο ή περισσότερο εκτεταμένες, τμήμα τους δε είναι και “ιδιωτικοποιημένο”, όχι προφανώς για κάποιο διακύβευμα σοβαρό ή για λόγους εθνικής ασφάλειας, αλλά για εκβιασμούς, πιέσεις, μεθοδεύσεις, συμμαχίες, καρέκλες, εξουσία. 

Το κατάπτυστο και καταγέλαστο “κουπόνι” με το οποίο οι πολίτες της ΕΣΣΔ έπαιρναν τρόφιμα ή αγαθά, πλέον είναι καθεστώς στην “προηγμένη”, “πολιτισμένη” Δύση, σαράντα χρόνια μετά. 

Η ενέργεια, τα τρόφιμα, οι διακοπές, εκχωρούνται πλέον με “κουπόνι”. Και σε αντίθεση επιπλέον με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, πολλά άλλα βασικά αγαθά, όπως η στέγη, η παιδεία, η υγεία, δεν είναι εξασφαλισμένα για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας.

Η ανισότητα και η συνύπαρξη της ακραίας φτώχειας από τη μια πλευρά και του ακραίου πλούτου από την άλλη, δεν υπήρξε επί Χόνεκερ, Τσαουσέσκου ή Μπρέζνιεφ, υπάρχει όμως επί Μητσοτάκη.

Ο Σόιμπλε απειλεί ότι θα παγώσουν οι Ευρωπαίοι, απειλή που δε θυμόμαστε να την είχε κάνει ποτέ κάποιος ηγέτης του υπαρκτού. 

Τα ΜΜΕ και η ενημέρωση είναι όσο ποτέ άλλοτε πλήρως ελεγχόμενα από την εξουσία. Γιατί η κρατική τηλεόραση ήταν κακή επί Χόνεκερ και Γιαρουζέλσκι αλλά η πλήρως και ασφυκτικά ελεγχόμενη ιδιωτική και κρατική τηλεόραση είναι καλή επί Μητσοτάκη;

Οι τελευταίες αποκαλύψεις γύρω από τις παρακολουθήσεις πιθανά να τροφοδοτήσουν πολιτικές εξελίξεις. Πιθανά και όχι. 

Υπάρχει όμως και κάτι που δε συζητιέται και πρέπει να συζητηθεί. Είναι όντως ο καπιταλισμός, η αστική δημοκρατία, η ελεύθερη αγορά, ο καλύτερος δυνατός κόσμος;

Το κοινωνικό πρόβλημα δεν λύνεται στην υπάρχουσα πολιτική σκηνή

Σχόλιο του antapocrisis.

Η παρουσία Μητσοτάκη στη ΔΕΘ επιβεβαίωσε ότι η κομματική αντιπαράθεση σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο είναι αναντίστοιχη με το τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα και ο λαός της.

Το τρίπτυχο της κυβερνητικής πολιτικής συνοψίζεται στα εξής: Α. Δεν υπάρχει ακρίβεια, αλλά αν υπάρχει, φταίει ο Πούτιν. Β. Δεν έχουμε τίποτα να προσφέρουμε ως κυβέρνηση, αλλά ο Τσίπρας είναι χειρότερος. Γ. Οι υποκλοπές δεν είναι σκάνδαλο, αλλά η ανάδειξή τους είναι επιχείρηση αποσταθεροποίησης της χώρας από την Τουρκία, τη Ρωσία και τους προδότες του έθνους

Οι υποκλοπές με υπογραφή Μητσοτάκη και προφανή στόχο να ελεγχθούν οι πολιτικές εξελίξεις, είναι δεδομένο ότι τσαλαπατούν το Σύνταγμα, τα δημοκρατικά δικαιώματα  και τον πυρήνα του κράτους δικαίου, που τάχα είναι αδιαμφισβήτητο στις χώρες του “ελεύθερου καπιταλισμού”.

Επιπλέον όμως δημιουργούν σημαντικές πολιτικές συνέπειες. Το ΠΑΣΟΚ διαρρηγνύει τις σχέσεις του με τη ΝΔ, με εξαίρεση φυσικά το τμήμα που είναι Μητσοτακικότερο του Μητσοτάκη (Λοβέρδος, Καϊλή κλπ), κάνοντας το ενδεχόμενο μιας δεύτερης θητείας Μητσοτάκη υπό κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ σχεδόν απίθανο.

Παράλληλα, τμήμα της ΝΔ διαφοροποιείται από τα έργα και τις ημέρες Μητσοτάκη, δηλώνοντας ταυτόχρονα προβληματισμένο από τη μονομερή, τυφλή και τελικά επιζήμια πρόσδεση της χώρας στον αμερικανικό άξονα.

Η ρευστότητα και η αβεβαιότητα σε μια χρονιά εκλογών, οξύνει την πολιτική αντιπαράθεση. H ΝΔ παραμένει πρώτη πολιτική δύναμη καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να μην πείθει. Όμως ο στόχος της αυτοδυναμίας είναι άπιαστος και οι υποκλοπές Μητσοτάκη τίναξαν τα σενάρια συγκυβέρνησης.

Εκεί όμως που δεν υπάρχει αβεβαιότητα είναι η στάση που έχει το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος στο τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα. Η πρωτοφανής ακρίβεια που σημαίνει ένα ακόμα επαχθές αλλά  κρυφό μνημόνιο στην πλάτη της κοινωνίας, δεν αντιμετωπίζεται με επιδοματικές πολιτικές, αλλά με ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας.

Αν η ΝΔ υπόσχεται ακόμα περισσότερο νεοφιλελευθερισμό, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δεσμεύεται για κρατικοποίηση της ΔΕΗ, για κατάργηση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, για επιβολή πλαφόν στα υπερκέρδη;

Γιατί δεν  δεσμεύεται καν, ότι οι παρακολουθήσεις και οι υποκλοπές θα παύσουν οριστικά, ή έστω θα περιοριστούν σε περιπτώσεις εγκληματικής δραστηριότητας και όχι σε 15 χιλιάδες “εχθρούς της εθνικής ασφάλειας”;

Αυτό δεν αφορά απλώς το καθηλωμένο δημοσκοπικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το γεγονός ότι η αίσθηση του μονόδρομου εντείνεται, ότι το αδιέξοδο παγιώνεται, και το πρόβλημα επιβίωσης δεν λύνεται. Ούτε με τη σημερινή κυβέρνηση που δουλεύει για τα υπερκέρδη της άρχουσας τάξης, ούτε όμως με κάποια αυριανή κυβέρνηση που δεν τολμά να αμφισβητήσει σήμερα, από θέση αντιπολίτευσης, τα οικονομικά δόγματα του νοφιλελευθερισμού και τις γεωπολιτικές προτεραιότητες του ευρωατλαντισμού.

Η πολιτική αντιπαράθεση που εξελίσσεται με αφορμή τις υποκλοπές, την ακρίβεια, την ενέργεια, δεν είναι αντιπαράθεση επί της ουσίας, αλλά επί της λεπτομέρειας. Εναλλακτική δεν φαίνεται στον ορίζοντα και η κοινωνική πλειοψηφία επιλέγει, προς το παρόν, την αναμονή και τον ατομικό αγώνα για την οικογενειακή επιβίωση. το πρόβλημα δεν είναι στην κοινωνία, αλλά στην πολιτική.

Η παραίτηση του πρωθυπουργού είναι μονόδρομος

Το antapocrisis αναδημοσιεύει την παρέμβαση του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γ. Σωτηρέλλη για τους παρακάτω λόγους:

α. Σε αντίθεση με τον θλιβερό στρατό του ακραίου κέντρου που δεν βρίσκει ατιμωτικό για μια δημοκρατική κοινωνία να παρακολουθείται ο υποψήφιος αρχηγός ενός κοινοβουλευτικού κόμματος, ο καθηγητής θεωρεί ότι αυτή η πράξη συνιστά ευθεία παραβίαση του Συντάγματος, ενέχοντας ποινικές και πειθαρχικές ευθύνες για τον διοικητή της ΕΥΠ και την εποπτεύουσα εισαγγελέα.

β. Αμφισβητεί ευθέως – και εξαιρετικά πειστικά – την αποστροφή του πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση ήταν “νόμιμη”. Λόγοι εθνικής ασφάλειας της χώρας δεν είναι οι εθνικές επιδιώξεις άλλων κρατών, όπως γελοιωδώς ισχυρίστηκαν κυβερνητικοί κύκλοι. Ένας βουλευτής, ευρωβουλευτής ή πολύ περισσότερο αρχηγός κόμματος δεν μπορεί να παρακολουθείται υπό την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας εκτός και αν ενέχεται σε κατασκοπία ενάντια στη χώρα του. Στην προκειμένη πρόκειται δηλαδή για αντισυνταγματικές και παράνομες υποκλοπές.

γ. Ο πρωθυπουργός έχει την αντικειμενική πολιτική ευθύνη καθώς επέλεξε την άμεση υπαγωγή της ΕΥΠ στο γραφείο του και στον ίδιο προσωπικά, επέβαλε με ελάχιστα θεσμικό τρόπο τα πρόσωπα που αποφάσισαν και ενέκριναν την παρακολούθηση Ανδρουλάκη (τον διοικητή της ΕΥΠ και την εποπτεύουσα εισαγγελέα), ψήφισε την απαγόρευση της γνωστοποίησης εκ μέρους της ΑΑΔΕ παρακολουθήσεων και υποκλοπών ακόμα και όταν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτές, έχουν εκλείψει. Όλα τα παραπάνω συντείνουν στο ότι οι υποκλοπές υπάγονταν σε εκ των προτέρων σχεδιασμό στο ανώτερο δυνατό επίπεδο (πρωθυπουργός), και σε κάθε περίπτωση η ευθύνη Μητσοτάκη για το μέγα αυτό σκάνδαλο είναι μη μεταβιβάσιμη.

δ. Ευθαρσώς θεωρεί ότι η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης πρέπει να οδηγήσει σε παραίτηση Μητσοτάκη. Αυτό δεν συνιστά απλώς εκλογές. Σημαίνει την ατιμωτική απόταξη από την πολιτική ζωή ενός πορφυρογέννητου γόνου της αστικής εξουσίας που θεωρεί ότι η χώρα ανήκει στην τάξη του και ότι μπορεί να τσαλαπατά κατά το κέφι του το Σύνταγμα, τους νόμους και τον πυρήνα των δημοκρατικών αρχών.

Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού για το σκάνδαλο των υποκλοπών κλείνουν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο τον πρώτο κύκλο μιας πρωτοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα υπόθεσης, η οποία, δυστυχώς, όχι μόνον υπονομεύει την συνταγματική λειτουργία του πολιτεύματος αλλά και θέτει ευθέως ζήτημα Δημοκρατίας.

Τα δεδομένα της υπόθεσης είναι γνωστά, τουλάχιστον καθ’ό μέρος αφορούν την ομολογημένη επίσημα, πλέον, παρακολούθηση ενός ευρωβουλευτή και υποψήφιου αρχηγού κόμματος από την ΕΥΠ. Τίποτα δεν αποκλείει βέβαια να αποδειχθεί ότι η κυβέρνηση είναι αναμεμιγμένη και με την παρακολούθηση του ίδιου (και ενός δημοσιογράφου, ενδεχομένως δε και άλλων) μέσω κακόβουλων λογισμικών που βρίσκονται στα χέρια ιδιωτικών κέντρων εξουσίας (predator, Pegasus κ.α.τ.). Ωστόσο αυτό είναι μεν αντικείμενο δημοσιογραφικής και δικαστικής διερεύνησης αλλά τίποτε δεν έχει αποδειχθεί και άρα δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε, προς το παρόν, μια τέτοια κατηγορία. Θα αρκεσθώ λοιπόν μόνο στην «νόμιμη» –όπως χαρακτηρίσθηκε καταχρηστικά από την κυβέρνηση– παρακολούθηση μέσω της ΕΥΠ, εστιάζοντας σε δύο ιδίως σημεία: πρώτον ότι η παρακολούθηση αυτή δεν ήταν νόμιμη αλλά απλώς μια νομιμοφανής παραβίαση του Συντάγματος και δεύτερον ότι η σχετική ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά και μόνον τον πρωθυπουργό, παρά την εναγώνια προσπάθειά του να μας πείσει για το αντίθετο.

Α. Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο σημείο. Το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει τα εξής:

«1. Tο απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Nόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.

**2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1».

Με βάση λοιπόν αυτές τις διατάξεις ερωτάται:

Συνέτρεχε περίπτωση είτε «διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων» είτε «λόγων εθνικής ασφάλειας»; Από τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του κ. Κοντολέοντος αλλά και από τον τρόπο που τοποθετήθηκε ο πρωθυπουργός τόσο στο «Βήμα της Κυριακής» και στην σημερινή δήλωσή του, είναι νομίζω προφανές ότι δεν συνέτρεχε καμία τέτοια περίπτωση. Πολλώ δε μάλλον με δεδομένη και την ασυλία που έχει ο Νίκος Ανδρουλάκης, ως Ευρωβουλευτής, η οποία επιβάλλει εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση. Άρα τόσο ο –τέως πλέον– διοικητής της ΕΥΠ όσο και η αρμόδια εισαγγελέας είναι υπόλογοι για εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος και υπέχουν τόσο ποινική όσο και πειθαρχική ευθύνη. Αυτό σημαίνει –πέραν των άλλων– ότι η εισαγγελέας της υπόθεσης δεν μπορεί να συνεχίσει να υπηρετεί στον δικαστικό κλάδο, επικαλούμενη την δήθεν ανεξάρτητη δικαστική κρίση της.

Διότι στην μεν περίπτωση της «διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος» δεν λέχθηκε το παραμικρό –πέρα από κάτι άθλιες διαρροές, εκβιαστικού χαρακτήρα– στην δε περίπτωση της «εθνικής ασφάλειας», το ότι πρόκειται για αόριστη νομική έννοια δεν σημαίνει ότι μπορεί να αντιμετωπισθεί κατά το δοκούν ή/και αυθαίρετα. Αντίθετα, η υπαγωγή σε «λόγο εθνικής ασφάλειας» πρέπει να υπακούει σε συγκεκριμένα ερμηνευτικά κριτήρια, που έχουν προ πολλού διαπλασθεί από την θεωρία και την νομολογία και αποκλείουν τόσο την ταύτιση της εθνικής ασφάλειας με την δημόσια τάξη (που είναι κατά πολύ ευρύτερη έννοια) όσο και την υποκατάστασή της από τις εθνικές επιδιώξεις άλλων κρατών, όπως αυτές υποτίθεται ότι εκφράστηκαν μέσω των πρεσβειών τους(αναφέρομαι στα αστεία σχετικά δημοσιεύματα, που είδαν ξαφνικά το φως της δημοσιότητας, μέσω κυβερνητικών διαρροών, για να διαψευσθούν όμως κατηγορηματικά στη συνέχεια από τις κατονομαζόμενες χώρες…). Με άλλα λόγια, η μόνη «εθνική ασφάλεια» της οποίας μπορεί να γίνει επίκληση είναι αυτή της χώρας μας (και όχι άλλης χώρας…) και ο μόνος σχετικός λόγος που θα δικαιολογούσε παρακολούθηση, για να το πούμε καθαρά, θα ήταν η κατασκοπεία…

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι δύο βασικοί υπεύθυνοι για τις αντισυνταγματικές αυτές υποκλοπές πρέπει κατά την άποψή μου να κληθούν στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, που πρόκειται να (ξανα)συγκληθεί, και να δώσουν συγκεκριμένες εξηγήσεις για την στάση τους, και μάλιστα ενώπιον του κ. Ανδρουλάκη…

Β. Με δεδομένο λοιπόν ότι οι συγκεκριμένες παρακολουθήσεις συνιστούν αναμφισβήτητη συνταγματική εκτροπή, ανακύπτει το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα. Τις πταίει; Ποιος έχει, συγκεκριμένα, την πολιτική ευθύνη για το σκάνδαλο αυτό της παρακολούθησης προβεβλημένου πολιτικού προσώπου και τι συνεπάγεται η ανάληψη αυτής της ευθύνης;

Όπως έγινε σαφές από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού η προσπάθειά του κινείται σε δύο κατευθύνσεις. Αφ’ενός μεν να μας πείσει ότι δεν γνώριζε τίποτε για τις παρακολουθήσεις αφ’ετέρου δε ότι κινείται απολύτως θεσμικά, τόσο σε σχέση με τον καταλογισμό των ευθυνών (παραίτηση Κοντολέοντος και Δημητριάδη) όσο και σε σχέση με την διαλεύκανση της υπόθεσης (αποδοχή της εκ νέου σύγκλησης της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και της σύστασης Εξεταστικής Επιτροπής). Ωστόσο, πίσω από τους θεσμικούς βερμπαλισμούς και τα μεγάλα λόγια η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, σε όλα τα πεδία. Ας δούμε γιατί:

α. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο πρωθυπουργός λέει αλήθεια για το ότι δεν γνώριζε για τις παρακολουθήσεις –κάτι που προσωπικά θα ευχόμουν να ισχύει αλλά το θεωρώ μάλλον απίθανο–αυτό διόλου δεν τον απαλλάσσει από τον καταλογισμό της πολιτικής ευθύνης. Και τούτο διότι η πολιτική ευθύνη σχετικά με την άσκηση μιας αρμοδιότητας δεν είναι υποκειμενική αλλά αντικειμενική. Στην συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση η ευθύνη αυτή είναι και αποκλειστική, αν αναλογισθούμε ότι:

Πρώτον, είναι ο ίδιος που επέλεξε την υπαγωγή της ΕΥΠ στο γραφείο του πρωθυπουργού, στο πλαίσιο του κατ’ευφημισμόν «επιτελικού κράτους» (που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συγκεντρωτικό υπερπρωθυπουργείο). Βοηθός δε εκπληρώσεως, σε αυτήν την μεταφερθείσα αρμοδιότητα, δηλαδή στην εποπτεία της ΕΥΠ, ανέλαβε ο γενικός του γραμματέας και ανιψιός του, δηλαδή το πλέον έμπιστο πρόσωπο, που λειτουργούσε σε όλα τα ζητήματα σαν «αντ’αυτού». Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η αρμοδιότητα και κατ’επέκτασιν η πολιτική ευθύνη για την λειτουργία της ΕΥΠ έπαυσαν να ανήκουν αποκλειστικά και εις ολόκληρον στον πρωθυπουργό. Το μόνο που μπορεί να υποθέσει κανείς, ως προς την διαχειριστική εμπλοκή του κ. Δημητριάδη, είναι το ότι θα ήταν αδιανόητο να γίνονται παρακολουθήσεις αυτού του είδους και αυτής της σπουδαιότητας ερήμην του. Αυτός άλλωστε ήταν και ο βασικός λόγος της παραίτησής του, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να επιμερισθεί η πολιτική ευθύνη σε αυτόν και στον διοικητή της ΕΥΠ και να απαλλαγεί έτσι ο πραγματικά -και σε κάθε περίπτωση αντικειμενικά- υπεύθυνος, δηλαδή ο πρωθυπουργός…

Δεύτερο επιβαρυντικό στοιχείο, που επιτείνει την αποκλειστικότητα της πολιτικής ευθύνης του πρωθυπουργού, είναι ότι αυτός όχι μόνον επέλεξε αλλά και επέβαλετα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, δηλαδή τόσο τον διοικητή της ΕΥΠ κ. Κοντολέοντα όσο και την εισαγγελέα κα Βλάχου. Το έπραξε δε με ελάχιστα θεσμικό τρόπο και εν πλήρει γνώσει περί του ότι επρόκειτο για δύο αμφιλεγόμενα, ως προς τα προσόντα τους, πρόσωπα. Έτσι, για μεν τον διοικητή της ΕΥΠ επέλεξε να ψηφισθεί μια φωτογραφική διάταξη, για να καλυφθεί η έλλειψη των τυπικών προσόντων του, για δε την εισαγγελέα επέμεινε στην τοποθέτησή της παρά τις αντιδράσεις από την ηγεσία του Αρείου Πάγου και την οριακή πλειοψηφία (6-5) με την οποία ψηφίσθηκε από το αρμόδιο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (με μειοψηφήσαντες, μάλιστα, τόσο τον Πρόεδρο όσο και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου…).

Τρίτο επιβαρυντικό στοιχείο είναι η ψήφιση του άρθρου 87 του νόμου 4790/2021 με την οποία τροποποιήθηκε η παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 [«Άρση του Απορρήτου (ΦΕΚ Α 121)] ως προς τους λόγους εθνικής ασφάλειας και καταργήθηκε ρητά και σε κάθε περίπτωσηη αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί την λήψη του μέτρου της άρσης, μετά την λήξη αυτής, ακόμη και αν δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε (άρθρο 3 του ν.2225/1994) και μάλιστα και για σχετικές άρσεις του απορρήτου που έχουν γίνει στο παρελθόν… Δεν είναι δε διόλου συμπτωματικό το ότι η συγκεκριμένη κατάργηση της ενημέρωσης –την οποία επέκριναν έντονα και εμπεριστατωμένα ο Πρόεδρος και δύο μέλη της Αρχής Διασφαλίσεως του Απορρήτου των Επικοινωνιών (βλ. Χρ. Ράμμου/Σ. Γρίτζαλη/Αι. Παπανικολάου, Αντίθεση του άρθρου 87 Ν. 4790/2021 προς τις εγγυήσεις της ΕΣΔΑ για διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών, Constitutionalism.gr, 7.4.2021)– έγινε σε μια περίοδο κατακόρυφης αύξησης των παρακολουθήσεων, η οποία και από μόνη της συνιστά διαρκή καταστρατήγηση του Συντάγματος, όπως επισήμαναν πρόσφατα αρκετοί συνάδελφοι.

Συμπερασματικά, ο πρωθυπουργός δεν πρέπει να συγχέει τον ρόλο του με τον ρόλο του «ανεύθυνου» ανώτατου άρχοντα (που και εκείνος ακόμη μπορεί να διωχθεί ποινικά για εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος…). Σε κάθε δε περίπτωση, έχει ο ίδιος την πλήρη και αποκλειστική πολιτική ευθύνη για μια ΕΥΠ την οποία αφού υπήγαγε ο ίδιος στις αρμοδιότητες του, εν συνεχεία την στελέχωσε με αμφιλεγόμενα πρόσωπα και με μικροπολιτικά κριτήρια, την δραστηριοποίησε υπέρμετρα και χωρίς να τηρούνται οι συνταγματικές εγγυήσεις και εν τέλει την απάλλαξε από τις ευθύνες (επί της ουσίας) παράνομων παρακολουθήσεων.

Πολλώ δε μάλλον έχει μη μεταβιβάσιμη αντικειμενική ευθύνη για το ότι η συγκεκριμένη αυτή ΕΥΠ έφτασε στο σημείο να παρακολουθεί ευρωβουλευτή και υποψήφιο αρχηγό πολιτικού κόμματος, ακόμη και αν δεχθούμε σαν αληθή τον ισχυρισμό του ότι δεν γνώριζε τίποτα… Έναν ισχυρισμό, βέβαια, ο οποίος σε κάθε περίπτωση μοιάζει σαν επίκληση «μειωμένου καταλογισμού» και ως εκ τούτου δεν τον τιμά ιδιαίτερα ως προς την πολιτική του επάρκεια…

Γ. Με βάση τα όσα προηγήθηκαν, ο πρωθυπουργός δεν έχει αναλάβει ακόμη την πολιτική ευθύνη για όσα έγιναν. Διότι ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, για μια τόσο σοβαρή υπόθεση, δεν είναι η καρατόμηση του εκλεκτού του στην ΕΥΠ και του ανιψιού του (ο οποίος μάλιστα ερευνάται και για εμπλοκή του στην χρήση κακόβουλων λογισμικών). Ούτε βεβαίως μπορεί να κρύψει την πολιτική του ευθύνη πίσω από τον δικαστικό έλεγχο -ο οποίος αφορά τις ποινικές ευθύνες- ή πίσω από την σύσταση μιας εξεταστικής επιτροπής, στην οποία το κόμμα του θα έχει την πλειοψηφία…

Τα παραπάνω ασφαλώς και πρέπει να δρομολογηθούν. Αυτό όμως πρέπει να γίνει αφού αναληφθεί ακέραιη η πολιτική ευθύνη που βαρύνει τον πρωθυπουργό. Κα μια τέτοια ανάληψη της πολιτικής ευθύνης δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο εκτός από την παραίτησή του, όπως συνέβη επανειλημμένα σε ανάλογες περιπτώσεις ανάληψης αντικειμενικής ευθύνης για πράξεις ή παραλείψεις εποπτευόμενων από πολιτικά πρόσωπα κρατικών υπηρεσιών. Μια αναδρομή στην σύγχρονη ιστορία μας -αλλά και στην ιστορία άλλων χωρών…- αποδεικνύει νομίζω εύγλωττα το τι συνεπάγεται η πραγματική ανάληψη αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην -εμβληματική- υπόθεση του Watergate…

Στο σημείο όμως αυτό ανακύπτει εύλογα το ερώτημα: δηλαδή ανάληψη της πολιτικής ευθύνης σημαίνει εκλογές; Η απάντηση είναι απλή: όχι απαραίτητα. Το ποιες θα είναι εν συνεχεία οι εξελίξεις, θα εξαρτηθεί από το τι είδους παραίτηση θα έχουμε. Αν παραιτηθεί ολόκληρη η κυβέρνηση, τότε προφανώς θα έχουμε εκλογές, διότι πρόκειται για κυβέρνηση που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, οπότε δεν θα υπάρξουν διερευνητικές εντολές αλλά αναλογική εφαρμογή της παρ. 3γτου άρθρου 37, δηλαδή διαβούλευση της Προέδρου με τα κόμματα και αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κοινοβουλευτικής κυβέρνησης προκήρυξη εκλογών που θα διεξαχθούν από διακομματική ή από υπηρεσιακή εκλογική κυβέρνηση.

Ωστόσο, αν ο πρωθυπουργός επιλέξει να αναλάβει προσωπικά την πολιτική ευθύνη, όπως είναι και το ορθό, τότε το αν θα πάμε σε εκλογές εξαρτάται αποκλειστικά από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Διότι, όταν παραιτείται ατομικά ο πρωθυπουργός κόμματος απόλυτης πλειοψηφίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει υποχρεωτικά πρωθυπουργό το πρόσωπο που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα αυτού του κόμματος. Τίποτα δεν εμποδίζει λοιπόν την Νέα Δημοκρατία να παραμείνει στην κυβέρνηση και να δρομολογήσει η ίδια, ή ένα σχήμα ευρύτερης αποδοχής που θα στηριχθεί από αυτήν, θεσμικές και πολιτικές λύσεις που θα κριθούν πρόσφορες για την υπέρβαση της κρίσης (παράλληλα βέβαια με την διαχείριση των τρεχόντων κρίσιμων κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων).

Δ. Στις λύσεις αυτές, βέβαια, εντάσσεται κατ’αρχήν και η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής. Υπό δύο όμως προϋποθέσεις:

α. Ότι η επιτροπή αυτή θα ασχοληθεί επί τούτω με το ζήτημα της συγκεκριμένης παρακολούθησης και όχι γενικά με το ζήτημα των παρακολουθήσεων των τελευταίων ετών, όπως ακούσθηκε, διότι αυτό θα παρεξέτρεπε και θα καθυστερούσε υπερβολικά την διερεύνηση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Τίποτε δεν αποκλείει, βέβαια, να αποφασισθεί στην συνέχεια και η σύσταση δεύτερης Εξεταστικής Επιτροπής, με διευρυμένο περιεχόμενο και με ιδιαίτερη έμφαση στην εν γένει προστασία του απορρήτου των ανταποκρίσεων και στους κινδύνους από την χρησιμοποίηση -τόσο από κρατικές όσο και από ιδιωτικές εξουσίας- κακόβουλων λογισμικών, από τότε που ανέκυψαν τέτοιες παρακολουθήσεις (δηλαδή από χρονικό σημείο που πρέπει να προσδιορισθεί με κάποια κριτήρια).

β. Ότι θα συμφωνηθεί από τα κόμματα να ανατεθεί σε εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα ευρύτατης αποδοχής (όπως γίνεται σε άλλες χώρες) η σύνταξη ενός προκαταρκτικού πορίσματος, με βάση τα στοιχεία που θα συλλεγούν, ώστε να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις ενός ενιαίου τελικού πορίσματος της Επιτροπής, από όλους τους συμμετέχοντες εκπροσώπους των κοινοβουλευτικών ομάδων. Μόνον έτσι θα παρακαμφθούν οι μικροκομματικές σκοπιμότητες, που οδηγούν στην σύνταξη ξεχωριστών πορισμάτων, με επικράτηση, τελικά, του πορίσματος της πλειοψηφίας και με αγνόηση των θέσεων των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών ομάδων.

Κατά την άποψή μου μια τέτοια ενίσχυση του ελεγκτικού ρόλου των Εξεταστικών Επιτροπών –προκειμένου να αποκτήσουν μείζονα θεσμική αξιοπιστία–μπορεί να γίνει και χωρίς αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής, εφόσον συμφωνηθεί από όλες τις κοινοβουλευτικές ομάδες. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μια σχετική πρόβλεψη είναι πολύ εύκολο να προστεθεί στον Κανονισμό της Βουλής, όπως έγινε, τηρουμένων των αναλογιών, με την δυνατότητα προσφυγής σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο, πριν αποφασισθεί η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την Βουλή για την παραπομπή υπουργού σε δίκη (άρθρα 153 επ. ΚαΒ).

Ε. Κλείνοντας, δεν αντέχω στον πειρασμό να επισημάνω, για μια ακόμη φορά, την μονομέρεια και την αγωνιώδη προσπάθεια υποβάθμισης του θέματος από τα «καθεστωτικά» μέσα της κατ’ευφημισμόν ενημέρωσης (δηλαδή από τα μέσα που υπηρετούν με συνέπεια τις επιλογές και τα συμφέροντα του -πολλαπλά διαπλεκόμενου- οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου). Στην αρχή έθαψαν το ζήτημα, στην συνέχεια προσπάθησαν να εμφανίσουν τον Νίκο Ανδρουλάκη σαν γραφικό, λόγω της πείσμονος εμμονής του στην προσπάθεια αποκάλυψης του σκανδάλου και μόνον όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια –χάρη στην Ανεξάρτητη Αρχή Διασφαλίσεως του Απορρήτου των Επικοινωνιών– άρχισαν να ψελλίζουν κάτι μισόλογα και να προσπαθούν να τηρούν κάπως τα προσχήματα. Επιβεβαιώθηκε έτσι, για μια ακόμη φορά, το ότι το μιντιακό μας σύστημα (και ιδίως το ραδιοτηλεοπτικό), συνιστά –με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις– μια από τις πλέον κρίσιμες παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος, επιτείνοντας και αυτό, με την σειρά του το μείζον πρόβλημα Δημοκρατίας που θέτει επί τάπητος η υπόθεση των ομολογημένων παρακολουθήσεων (και το οποίο δυστυχώς μπορεί να κακοφορμίσει, αν αποκαλυφθούν και εντελώς εξωθεσμικές παρακολουθήσεις, με κακόβουλο λογισμικό…).

Και μια τελευταία λέξη για τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Απέναντι στην αλαζονική ανευθυνότητα της κυβέρνησης αυτά καλούνται να επιδείξουν θεσμική στάση και νηφαλιότητα. Όσο και αν δικαιολογούνται σήμερα έντονες πολιτικές αντιδράσεις τους, πρέπει σε κάθε περίπτωση να συνυπολογίσουν με υπευθυνότητα την κρισιμότητα των στιγμών και να αναζητήσουν διαύλους εθνικής συνεννόησης, για την επόμενη μέρα. Διότι μόνον έτσι, και όχι με οιμωγές και λαϊκά δικαστήρια, θα καταστεί δυνατόν αφ’ενός μεν να αντιμετωπισθούν, με πολιτική γενναιότητα και αποφασιστικότητα, τα τρέχοντα προβλήματα αφ’ετέρου δε να θωρακισθούν, με συγκεκριμένες εγγυήσεις, οι συνταγματικές ελευθερίες και ο πλουραλισμός, ώστε να αποτραπεί στο μέλλον κάθε παρεκτροπή που θα μπορούσε να τραυματίσει τους θεσμούς και να υπονομεύσει περαιτέρω το δημοκρατικό μας πολίτευμα…

Πηγή: ieidiseis.gr

Είμαστε όλες-οι θύματα παρακολούθησης; Δεν θα το συνηθίσουμε. Δεν το αποδεχόμαστε.

Μόνο το 2021 εκδόθηκαν 13.751 εντολές άρσης απορρήτου επικοινωνιών, με κάθε άρση να μπορεί να αντιστοιχεί σε παραπάνω από ένα τηλέφωνο σύμφωνα με το Reporters United. Η εντολή δόθηκε από την εισαγγελέα Εφετών επιβλέπουσα της ΕΥΠ (Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών), θεσμό που στεγάζεται στο κτίριο της ΕΥΠ στην Κατεχάκη. Προφανώς, όλες αυτές οι εντολές δεν αφορούν ποινικές υποθέσεις. Οι 13.751 αυτές εντολές παρακολούθησης, μαζί και οι προηγούμενες και οι επόμενες που είναι σε ισχύ, δίνονται με επίκληση λόγων «Εθνικής Ασφάλειας».

Η πληροφορία ήρθε στο φως σε συνέχεια της αποκάλυψης της παρακολούθησης του τηλεφώνου του ερευνητή-δημοσιογράφου του CNN Greece, Θανάση Κουκάκη, με το κατασκοπευτικό πρόγραμμα (spyware) Predator, Ο δημοσιογράφος, είναι συνεργάτης του insidestory.gr, το οποίο ασχολείται και με τη δικαστική εξέλιξη των δανείων της Τράπεζας Πειραιώς στον όμιλο Λογοθέτη, τη δικαστική διαμάχη ΔΕΠΑ-ELFE, υποθέσεις υπερτιμολόγησης ΑΠΕ, ξεπλύματος χρημάτων μέσω συνεταιριστικών τραπεζών, υποθέσεις δαπανών των υπουργείων Μετανάστευσης και Ασύλου που χαρακτηρίστηκαν απόρρητες. Με την αποκάλυψη αυτή ξετυλίχτηκε ένα κουβάρι βρώμικων μεθόδων των κρατικών μηχανισμών και της κυβέρνησης, που έρχονται να στηρίξουν μια, επίσης, βρώμικη πολιτική.

Αλήθεια υπάρχουν 13.751 ύποπτοι κατασκοπείας στη χώρα που αποτελούν απειλή για την «εθνική ασφάλεια»; Και ποιοι είναι στο στόχαστρο; Μόνο οι ενοχλητικοί για το κατεστημένο δημοσιογράφοι ή όλοι και όλες εμείς που ασχολούμαστε με το κίνημα, το συνδικαλισμό, τους αγώνες, τη μη αρεστή για το κατεστημένο πολιτική ;

Ποιες αιτίες είναι πίσω από τις παρακολουθήσεις αυτές ; Είναι σαφές ότι οι λόγοι «εθνικής ασφάλειας» ή «ανατροπής του πολιτεύματος» είναι η επίσημη αφήγηση. Πίσω από αυτήν είναι η παρακολούθηση των κινήσεων μελών πολιτικών και κινηματικών οργανώσεων που κρίνονται επικίνδυνες για την πολιτική εξουσία, η επιτήρηση των πολιτικών αντίπαλων και η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ολιγαρχίας. Η επέκταση και εντατικοποίηση των παρακολουθήσεων επιτρέπει στους κυρίαρχους να παίρνουν μέτρα για τη θωράκιση της εξουσίας τους, για πρόληψη των αντιδράσεων ή και για εκβιασμό των αντιπάλων.  

Πόσο δημοκρατικό, όμως, είναι το πολίτευμα μιας χώρας στην οποία η εξουσία παρακολουθεί μαζικά τις επικοινωνίες των κατοίκων της ;

Μετά το σκάνδαλο Τόμπρα και μετά την «αυτοκτονία» Τσαλικίδη, το κράτος και παρακράτος της βίας, τρομοκρατίας και των παρακολουθήσεων συνεχίζει να μεγαλουργεί. Φτάνει μέχρι να βάζει στο συρτάρι ανεξιχνίαστες δολοφονίες, όπως την εκτέλεση του δημοσιογράφου Γ. Καραϊβάζ.

Οι παρακολουθήσεις από τις παλιές μεθόδους του χαφιέ «που μας ακολουθεί», που μπαίνει μέσα στις συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις, έχουν εκσυγχρονιστεί. Η ΕΥΠ παραμένει διαχρονικό εργαλείο για το κατεστημένο και όλες τις κυβερνήσεις του, δεν πειράχτηκε ούτε επί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Το σύστημα εφοδιάζεται με όλο και πιο σύγχρονα λογισμικά, χωρίς να πετά τα παλιά, όπως δείχνει η παρακολούθηση γραφείων οργανώσεων και αγωνιστών με ασφαλίτες με πολιτικά ή και με στολή.

Μετά το λογισμικό παρακολούθησης Pegasus της ισραηλινής εταιρείας «NSO Group» που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα, εμφανίστηκε το Predator. Είναι ένα εργαλείο παρακολούθησης που προσφέρει στον χειριστή του πλήρη και διαρκή πρόσβαση στην κινητή [τηλεφωνική] συσκευή του στόχου. Το «Predator» έχει αναπτυχθεί από την «Cytrox», μια εταιρεία που ιδρύθηκε από πρώην συνεταίρο της «NSO Group» στη Βόρεια Μακεδονία το 2017, με αντικείμενο την παροχή σε κυβερνήσεις «λειτουργικών λύσεων στον κυβερνοχώρο», που περιλαμβάνουν «τη συλλογή πληροφοριών από συσκευές και υπηρεσίες cloud». Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, το Predator επιτρέπει στο χειριστή του να καταγράφει γραπτά μηνύματα που αποστέλλονται ή λαμβάνονται ακόμα και μέσω “κρυπτογραφημένων εφαρμογών”, ή εφαρμογών που επιτρέπουν την εξαφάνιση των μηνυμάτων, όπως είναι το WhatsApp ή το Telegram, καθώς επίσης απλών και VoIP τηλεφωνικών κλήσεων (συμπεριλαμβανομένων τηλεφωνικών συνομιλιών μέσω “κρυπτογραφημένων” εφαρμογών)». Επιτρέπει επίσης, την εξαγωγή μυστικών κωδικών [passwords], αρχείων, φωτογραφιών, ιστορικού περιήγησης στο διαδίκτυο, επαφών και δεδομένων ταυτότητας (όπως πληροφορίες για την κινητή συσκευή). Μπορεί να τραβήξει στιγμιότυπα οθόνης [screen captures], να καταγράφει τις καταχωρήσεις του χρήστη [στο κινητό του], να ενεργοποιεί το μικρόφωνο και την κάμερα της συσκευής. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στους επιτιθέμενους να παρακολουθούν οποιαδήποτε ενέργεια πραγματοποιείται μέσω συσκευής ή κοντά σε αυτήν, όπως τις συνομιλίες που γίνονται μέσα σε ένα δωμάτιο.

Είχε δημοσιευτεί πριν πολλούς μήνες ότι η ΕΥΠ αναζητούσε προμηθευτή σύγχρονων συστημάτων παρακολούθησης «που θα έχει τη δυνατότητα να αντλεί στοιχεία κλήσεων και από διαδικτυακές εφαρμογές», όπως το Viber, το WhatsApp και το Signal. Και να που αποδεικνύεται ότι το είχε δρομολογήσει.  4 εκατομμύρια € μας κόστισε το νέο σύστημα που αντικατέστησε το προηγούμενο γερμανικό, ώστε η ΕΥΠ να έχει τη δυνατότητα παρακολούθησης υπερδιπλάσιου αριθμού στόχων και αναβαθμισμένες λειτουργίες όπως η καταγραφή και απομαγνητοφώνηση συνομιλιών αλλά και η αυτόματη χαρτογράφηση οργανώσεων και των διασυνδέσεων «ύποπτων» ιδιωτών. Ενώ γνωστή έγινε και η εν κρυπτώ συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης με την αμερικανική εταιρεία «εξόρυξης» και επεξεργασίας δεδομένων «Palantir», που ξεκίνησε χρηματοδοτούμενη από τον επενδυτικό βραχίονα της CIA, την «In-Q-Tel».

Μέσα στις αποκαλύψεις είναι ότι η εταιρεία KRIKEL, έχει υπογράψει από το 2020 και έως σήμερα συμβάσεις με το ελληνικό Δημόσιο και στις οποίες βασίζει τον τζίρο της και «δεν έχουν αναρτηθεί διότι εμπίπτουν στις απόρρητες προμήθειες». Οι προμήθειες αυτές αφορούν και το σύστημα «νόμιμης» συνακρόασης με κατασκευάστρια εταιρεία την ιταλική RCS Lab. Πρόκειται για το σύστημα MITO, το οποίο είναι ένα ηλεκτρονικό σύστημα πολυμέσων για την καταγραφή, αποθήκευση, ακρόαση, προβολή και αποκωδικοποίηση υποκλοπών φωνής και πολυμέσων. Ειδικά σχεδιασμένο για χρήση στα δωμάτια ακρόασης των ιταλικών εισαγγελικών αρχών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά από τις ειδικές δυνάμεις και άλλες υπηρεσίες πληροφοριών. Η Krikel με μια δαιδαλώδη διαδρομή συνδέεται μέσω της κυπριακής Eneross Holdings LTD με την Intellexa, την εταιρεία που προωθεί το λογισμικό παρακολούθησης Predator και είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα.

Ο ίδιος ο Μητσοτάκης, λίγες μέρες μετά τις εκλογές του 2019, έθεσε την ΕΥΠ υπό το έλεγχό του και ανέλαβε πολιτικός υπεύθυνος της ΕΥΠ, που συνεχίζει να εισβάλλει στις «Ζωές των άλλων». Ενώ, το Μαξίμου φέρνει το Μάρτιο του 2021 τροπολογία στη Βουλή με την οποία αλλάζει ξαφνικά τον νόμο για τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, αφαιρώντας από την ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) τη δυνατότητα να γνωστοποιεί στους πολίτες ότι βρέθηκαν υπό παρακολούθηση. Αυτό έγινε, μόλις ο δημοσιογράφος Κουκάκης ζήτησε από την ΑΔΑΕ στοιχεία για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του και η ΑΔΑΕ  μετά την επιβεβαίωση της παρακολούθησής του από την Cosmote, υπέβαλλε ερώτημα στην ΕΥΠ  σχετικά με τη δυνατότητα γνωστοποίησης της παρακολούθησης στον δημοσιογράφο. Με τη νέα νομική ρύθμιση, αφαιρείται η δυνατότητα τα θύματα των παρακολουθήσεων να μπορούν να ενημερωθούν και να προστατευθούν. Και δεν μπορεί κανένας και καμιά από όσους παρακολουθούνται να το μάθουν κάποτε επίσημα μετά τη λήξη της παρακολούθησης. Ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος και άλλα δύο μέλη της Αρχής δημοσίευσαν άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό Constitutionalism, υποστηρίζοντας ότι η τροπολογία Μητσοτάκη παραβιάζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Μετά από αυτό εφημερίδες συμφερόντων Μαρινάκη επιχειρούν να πλήξουν το κύρος αυτής της καταγγελίας και με 2 τουλάχιστον άρθρα που αναφέρουν ότι:  σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, τα μέλη της ΑΔΑΕ «ζητούν από την ΕΛΑΣ να ενημερώνει κακοποιούς, κατασκόπους αλλά και τζιχαντιστές ότι έχει αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών τους». Ο «ενημερωτικός» βραχίονας του συστήματος έρχεται να υποστηρίξει την κυβερνητική-κρατική επιλογή των αθέατων μαζικών παρακολουθήσεων με διαστρέβλωση της πραγματικότητας και σπίλωση προσώπων.

Μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου της παρακολούθησης Κουκάκη και τη «διάψευση» του από κυβερνητικούς που επιχείρησαν να μεταθέσουν την παρακολούθηση σε «ιδιώτες», η  Google με σχετικό της έγγραφο αναφέρει ότι το λογισμικό παρακολούθησης Predator, που μολύνει κινητά Android και iphone, έχει πωληθεί σε κρατικούς φορείς σε μία σειρά από χώρες στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα.

 Η εφιαλτική κατάσταση που περιγραφόταν στις αποκαλύψεις του Σνόουντεν για τις παρακολουθήσεις από τις κρατικές υπηρεσίες και εταιρείες των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο, ισχύει και για τη χώρα μας και εφαρμόζεται συστηματικά και από το ελληνικό κράτος και παρακράτος. Κανείς δεν μπορεί να σιωπά και να μην αναγνωρίζει ότι υπάρχει έλλειμα δημοκρατίας, διαφάνειας και παραβίαση στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Χρειάζεται να πάρουμε τα μέτρα μας και όχι μόνο για την προσωπική προστασία του απόρρητου των συνομιλιών μας, αλλά για να πάψει αυτό το ανελεύθερο καθεστώς του «Μεγάλου Αδελφού» και της αντιλαϊκής πολιτικής και της συνεχούς όλο και πιο βαθιάς εμπλοκής της χώρας στους καπιταλιστικούς ανταγωνισμούς.

  • Να διαλυθεί τώρα η ΕΥΠ και κάθε μηχανισμός κρατικής και παρακρατικής παρακολούθησης της πολιτικής δράσης των πολιτών.
  • Να δοθούν όλα τα στοιχεία για τους πολίτες και στους πολίτες που είναι υπό παρακολούθηση.
  • Να σταματήσουν οι παρακολουθήσεις και να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι. Κατάργηση της τροπολογίας που δεν επιτρέπει την παροχή των στοιχείων από την ΑΔΑΕ στους πολίτες.

 Κ.Ε.Δ.Δ.Α. – Κίνηση για τις Ελευθερίες, τα Δημοκρατικά Δικαιώματα, την Αλληλεγγύη

Πηγή: kedda2021.blogspot.com

Μα να παρακολουθούν τον Νίκο Ανδρουλάκη;

Επιβεβαιώνεται πλέον ότι με άδεια εισαγγελέα η ΕΥΠ παρακολουθούσε το κινητό του ευρωβουλευτή και μετέπειτα αρχηγού του ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη. Το γεγονός είναι πολύ χοντρό για να ξεπερνιέται εύκολα, ακόμα και στο καταθλιπτικό μηντιακό τοπίο της σημερινής Ελλάδας. Πολύ περισσότερο, όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη περιφέρεται δεξιά και αριστερά ως υπόδειγμα δημοκρατικής και πεφωτισμένης ηγεσίας.

Η ΕΥΠ αποδεικνύεται εν έτει 2022 διαχρονικό καρκίνωμα που πρέπει να αφαιρεθεί από την ελληνική κοινωνία. Δεν έχει την παραμικρή σχέση με την υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος. Για την ακρίβεια το πολύπαθο “εθνικό συμφέρον” αποτελεί προκάλυμμα καπνού για τα συμφέροντα της άρχουσας ελίτ που καταδυναστεύει τη χώρα και την κοινωνία της. Οι υπηρεσίες πληροφοριών – παραρτήματα των αμερικανικών και ισραηλινών υπηρεσιών – πρέπει να ξηλωθούν ολοκληρωτικά και να αποδοθούν οι ευθύνες σε όλους όσους τέλεσαν εγκληματικές πράξεις, της εποπτεύουσας εισαγγελέως συμπεριλαμβανομένης.

Η άμεση υπαγωγή της ΕΥΠ στον έλεγχο Μητσοτάκη, με έναν από τους πρώτους νόμους που ψήφισε η κυβέρνηση της ΝΔ, δεν έχει να κάνει με τα φληναφήματα περί “επιτελικού” κράτους. Αφορά τη θωράκιση του αστικού κόσμου από τυχόν νέες περιπέτειες τύπου Ιουλίου του 2015. Η δημοκρατία είναι ανεκτή, όταν βολεύει την άρχουσα τάξη. Όταν αμφισβητούνται οι προτεραιότητες και οι στρατηγικές της επιλογές, επιστρατεύονται μέσα και μέθοδοι χουντικού τύπου.  

Χουντικής λογικής -καθαρά και απερίφραστα- είναι η παρακολούθηση κινητού αρχηγού πολιτικού κόμματος. Τα περί Κινέζικών ύποπτων funds, είναι γελοίες δικαιολογίες για να κουκουλώσουν το μέγα σκάνδαλο της υποκλοπής – με υπογραφή εισαγγελέα – που επί μήνες έκανε η ΕΥΠ. Το καθεστώς Μητσοτάκη (γιατί μια εκλεγμένη κυβέρνηση που παρακολουθεί τους πολιτικούς της αντιπάλους, καθεστώς είναι), επιχείρησε να μάθει παρανόμως τις προθέσεις του μέλλοντος (τότε) αρχηγού του ΚΙΝΑΛ, και προχώρησε στην παγίδευση του τηλεφώνου του. Η παρέμβαση στις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ με την αναζήτηση “άπλυτων” του Ανδρουλάκη και την πριμοδότηση του μητσοτακικότερου του Μητσοτάκη, Λοβέρδου είναι μια υπαρκτή αλλά μάλλον δευτερεύουσα πλευρά του σκανδάλου των υποκλοπών. Η κύρια πλευρά είναι ο ασφυκτικός έλεγχος των εξελίξεων ώστε να αποφευχθούν συστημικοί κίνδυνοι και τριγμοί.  

Η παραίτηση του επικεφαλής της ΕΥΠ Κοντολέοντα, και πολύ περισσότερο, η παραίτηση Δημητριάδη (Νο1 άνθρωπος του Μητσοτάκη), δεν αφορούν προσπάθεια διερεύνησης των υποκλοπών, αλλά αναγκαστική πολιτική υποχώρηση μπροστά σε ένα σκάνδαλο μεγατόνων. Θυσιάζονται δύο πρωτοπαλίκαρα του Μητσοτάκη για να διασωθεί ο ίδιος από το όνειδος των υποκλοπών. Το γεγονός όμως ότι η ΕΥΠ τελεί υπό την άμεση εποπτεία του πρωθυπουργού από το 2019, καθιστά τον ίδιο τον Μητσοτάκη ένοχο εγκληματικής δραστηριότητας. Γιατί τίποτα λιγότερο από εγκληματική δραστηριότητα δεν μπορεί να χαρακτηρίσει την “νόμιμη” παρακολούθηση τηλεφώνου αρχηγού πολιτικού κόμματος. 

Αν τα ΜΜΕ στην Ελλάδα λειτουργούσαν με στοιχειώδη αίσθηση πολιτικής ευθύνης, θα είχαμε σε εξέλιξη το ελληνικό Watergate με αντίστοιχες συνέπειες για τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Το Σύνταγμα και η δημοκρατική νομιμότητα εξευτελίζεται ώστε να σιγουρευτεί η ελληνική άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό ότι δεν θα ξαναζήσει την αβεβαιότητα της περιόδου του δημοψηφίσματος. 

Αυτό είναι και το βασικό συμπέρασμα από το μέγα σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων. Το αστικό καθεστώς δεν φοβάται τον Νίκο Ανδρουλάκη – θα ήταν αστείος αυτός ο ισχυρισμός. Φοβάται όρους πολιτικής αστάθειας που μπορεί να επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη τον κίνδυνο αποσκίρτησης της χώρας από τον ευρω-μονόδρομο, ανεξάρτητα με το αν όλο, μα όλο, το πολιτικό προσωπικό ορκίζεται στην ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας. 

Η δημοκρατία είναι δημοκρατία αν βολεύει την αστική τάξη. Αν όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα, οι δημοκρατικές αρχές αντικαθίστανται με ανατριχιαστική ευκολία με σκοτεινές μεθόδους και πρακτικές βγαλμένες από τις δεκαετίες του 60 και του 70. Άλλωστε η κυβερνώσα παράταξη έχει δηλώσει ότι θεωρεί εαυτόν τον “νόμιμο ιδιοκτήτη” της χώρας. Τι πειράζει αν ο ιδιοκτήτης παρακολουθεί την ιδιοκτησία του και τους πολίτες της;