Άρθρα

Ο Τσίπρας στη συμφωνία της γραβάτας

Η συμφωνία της γραβάτας

Για να εκτιμήσουμε τη σημασία της  συμφωνίας του Γιούρογκρουπ του Ιουνίου του 2018 είναι απαραίτητο να πάμε δυο χρόνια πίσω και να αναφερθούμε πρώτα στη συμφωνία του Μαΐου του 2016. Τότε τέθηκε το πλαίσιο για το ελληνικό χρέος μέσα στο Τρίτο Μνημόνιο που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η πρόσφατη συμφωνία του Αλέξη Τσίπρα – αυτή της γραβάτας – είναι απόρροια της προηγούμενης και στην πράξη ακόμη χειρότερη, όπως θα δούμε παρακάτω.

Το Γιούρογκρουπ του Μαΐου 2016

Η συμφωνία του Μαΐου 2016 περιλάμβανε βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Συγκεκριμένα:

  1. Να βελτιωθεί τεχνικά η σειρά των αποπληρωμών για το χρέος προς το EFSF,
  2. Να γίνουν τεχνικές αλλαγές στη χρηματοδότηση του EFSF/ESM ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος από πιθανή άνοδο των επιτοκίων και,
  3. Να μην πληρωθούν τόκοι για το 2017 στο ποσό που είχε χρησιμοποιηθεί για επαναγορά χρέους κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Μνημονίου (ένα μικρό ποσό, λίγο πάνω από 11 δις).

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, επιφανειακά.

Ταυτόχρονα το Γιούρογκρουπ προέβλεψε και μεσοπρόθεσμα μέτρα, τα οποία θα εφαρμόζονταν εάν και όταν το Τρίτο Μνημόνιο ολοκληρωνόταν με επιτυχία. Συγκεκριμένα:

1.Την πλήρη κατάργηση των τόκων για το ποσό που είχε χρησιμοποιηθεί για επαναγορά χρέους στη διάρκεια του Δευτέρου Μνημονίου.

2.Την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα της ΕΚΤ και του ESM.

3.Τη χρήση τυχόν αδιάθετων κονδυλίων του Τρίτου Μνημονίου για να αποπληρωθούν παλαιότερα χρέη κι έτσι να γίνει ελάφρυνση των συνολικών τόκων.

4.Επιμήκυνση και αλλαγές στις πληρωμές των τόκων του χρέους προς το EFSF (που είναι περίπου το ένα τρίτο του συνολικού χρέους της Ελλάδας), ώστε να υπάρξει ελάφρυνση.

Και πάλι ήταν φανερό ότι τα μέτρα αυτά δεν πρόσφεραν καμιά ουσιαστική βελτίωση στο θέμα του χρέους. Επιπλέον, για να τα κάνει πράξη το Γιούρογκρουπ απαιτούσε από την Ελλάδα να συμμορφωθεί πιστά με το πρόγραμμα. Δηλαδή να εφαρμόσει θηριώδη λιτότητα, γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας, και απορρύθμιση των αγορών.

Η πολιτική διαχείριση 2016-2018

Η πολιτική διαχείριση μιας τέτοιας συμφωνίας ήταν εξαιρετικά απαιτητική για τον ΣΥΡΙΖΑ και χρειάστηκε να επιστρατευτεί όλη η μαεστρία της ηγετικής ομάδας στην ‘επικοινωνία’. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς, το ‘παράλληλο πρόγραμμα’, τα ‘αντίμετρα’, ή τον πόνο ψυχής καθώς η κυβέρνηση επέβαλε καταιγίδα φόρων στο πλαίσιο της μνημονιακής λιτότητας; Κυρίως όμως έκλεινε το μάτι στον ελληνικό λαό λέγοντας ότι, αν κάνουμε όλα όσα μας ζητάνε, τελικά θα έχουμε μια γενναιόδωρη ρύθμιση για το χρέος. Δε μπορεί, μας το είχαν υποσχεθεί ήδη από το 2012, όταν το χρέος μας ήταν αναλογικά πολύ μικρότερο. Τώρα που έφτασε σχεδόν το 180% του ΑΕΠ, οι φίλοι και ‘εταίροι’ μας θα φανούν γενναιόδωροι και θα μας ανταμείψουν.

Έτσι πορεύτηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τα επόμενα δύο χρόνια και αναδείχθηκε στην πλέον πειθήνια μνημονιακή κυβέρνηση που γνώρισε η Ελλάδα. Για την ακρίβεια βασιλικότερη του βασιλέως πετυχαίνοντας πλεονάσματα λιτότητας πολύ μεγαλύτερα από αυτά που απαιτούσε το Γιούρογκρουπ. Το 2017 ξεπέρασε το 4%, πολύ πάνω από το 1,75% που προέβλεπε το Τρίτο Μνημόνια. Όχι απλώς καλοί μαθητές, αλλά αριστούχοι, υποδείγματα.

Το Γιούρογκρουπ του Ιουνίου 2018

Πέρασε λοιπόν ο καιρός, ακολουθήθηκε πιστά το Τρίτο Μνημόνιο, εφαρμόστηκαν και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, και φτάσαμε στην ώρα της ρύθμισης του χρέους, της τελικής πράξης της μνημονιακής περιόδου. Τι αποφάσισε το Γιούρογκρουπ;

Πρώτο, την κατάργηση της πληρωμής τόκων για το περίφημο ποσό που είχε χρησιμοποιηθεί για να γίνει η επαναγορά χρέους με το Δεύτερο Μνημόνιο.

Δεύτερο, την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα της ΕΚΤ και του ESM.

Τρίτο, για το χρέος προς το EFSF, την επέκταση της περιόδου χάριτος κατά δέκα χρόνια (δηλαδή μέχρι το 2032) και την επιμήκυνση της μέσης ωρίμανσης επίσης κατά δέκα χρόνια.

Αυτά.

Το Γιούρογκρουπ δεν υιοθέτησε ούτε καν όσα μεσοπρόθεσμα μέτρα είχαν προταθεί στη συμφωνία του Μαΐου του 2016. Δεν υπήρξε δηλαδή συμφωνία να χρησιμοποιηθεί ένα σοβαρό ποσό από τα αδιάθετα κονδύλια του Τρίτου Μνημονίου για να γίνει αποπληρωμή άλλων, ακριβότερων χρεών ώστε να υπάρξει συνολική ελάφρυνση.

Συμφωνήθηκε όμως να πάρει η Ελλάδα την πέμπτη και τελευταία δόση του προγράμματος, ύψους 15 δις, από τα οποία τα 5,5 δις θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για διευκόλυνση της εξυπηρέτησης του χρέους (ίσως για αποπληρωμή ενός μέρους του χρέους προς το ΔΝΤ) και τα 9,5 δις για να σχηματιστεί το περιβόητο ‘μαξιλάρι’, που πλέον θα ξεπεράσει τα 24 δις, ώστε να βγει η χώρα στις αγορές. Όλα αυτά υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι η χώρα θα έχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022 και 2,2% κατά μέσο όρο μέχρι το 2060! Και φυσικά θα υπάρξει ‘ενισχυμένη εποπτεία’ με τέσσερις επισκέψεις το χρόνο, καθώς και σταδιακή επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα της ΕΚΤ και του ESM – με αιρεσιμότητα – ώστε να τηρείται το πλαίσιο.

Για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση Τσίπρα ηττήθηκε στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Για μια ακόμη φορά οι ‘εταίροι’ μας φάνηκαν αμείλικτοι, δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους και στη ουσία έδειξαν ότι το κεφάλαιο Ελλάδα έχει κλείσει γι’ αυτούς. Η μακροπρόθεσμη πρόβλεψη που έκαναν για το χρέος είναι ότι, όταν με το καλό έρθει το 2032, θα το ξανασκεφτούν …

Τι θα ακολουθήσει;

Η συμφωνία αυτή είναι η τελική. Δεν υπάρχουν άλλες διαπραγματεύσεις, τα μνημόνια τελειώνουν επισήμως τον Αύγουστο του 2018 και η Ελλάδα θα ζήσει με αυτούς τους όρους. Τι σημαίνει αυτό;

Μέχρι το 2022 η χώρα θα είναι υποχρεωμένη να κινηθεί σε καθεστώς εξαιρετικά  σκληρής λιτότητας με πρωτοφανή πλεονάσματα που σημαίνουν συνεχή φορολογική πίεση και ελάχιστο δημοσιονομικό χώρο για παροχές και ελαφρύνσεις προς τα στρώματα που έχουν χτυπηθεί ανελέητα. Θα πρέπει επίσης να εφαρμόσει τα μέτρα περικοπής των συντάξεων το 2019 και κατόπιν τα μέτρα μείωσης του αφορολόγητου. Θα πρέπει τέλος να συνεχίσει να εφαρμόζει σειρά δομικών νεοφιλεύθερων αλλαγών υπό την εποπτεία των δανειστών. Με τόσο μεγάλη πίεση στην ενεργό ζήτηση η ετήσια ανάπτυξη όλο αυτό το διάστημα πολύ δύσκολα θα ξεπεράσει το 2%.

Παράλληλα η χώρα θα δοκιμάσει να δανείζεται τακτικά από τις ανοιχτές αγορές. Για τα πρώτα δύο περίπου χρόνια το ‘μαξιλάρι’ προσφέρει μια κάλυψη, αλλά τα επιτόκια παγκοσμίως είναι στην ανοδική φάση του κύκλου, ο δανεισμός των αναπτυσσομένων χωρών είναι και πάλι τεράστιος και τα χρηματιστήρια είναι σε έξαρση. Για μια χώρα με την αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας και με χρέος περίπου 180% του ΑΕΠ, η έξοδος στις συνθήκες αυτές είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη. Ανά πάσα στιγμή τα επιτόκια μπορεί να γίνουν απαγορευτικά και ο δανεισμός να καταστεί ανέφικτος.

Μακροπρόθεσμα, τέλος, η εικόνα είναι τελείως απογοητευτική. Το πολυθρύλητο ‘ολιστικό σχέδιο ανάπτυξης’ ήταν μια άσκηση επί χάρτου για να πειστούν οι δανειστές ότι η κυβέρνηση θα είναι πολύ αυστηρή στα δημοσιονομικά με την ελπίδα ότι κάτι θα μας δώσουν στο χρέος, ώστε να υπάρξει κάποια μακροπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξης. Δεν έγινε απολύτως τίποτε και η προοπτική που εμφανίζεται είναι τραγική. Η Ελλάδα έχει αρνητική καθαρή αποταμίευση και ένα τραπεζικό σύστημα που μειώνει τις πιστώσεις κάθε χρόνο. Οι επενδύσεις δεν έχουν καμία δυναμική, ενώ η ελπίδα ότι θα έρθουν ξένες επενδύσεις που θα αλλάξουν τα πράγματα είναι απλώς ευχολόγιο. Πάνω απ’ όλα, η χώρα χάνει συνεχώς το καλύτερα εκπαιδευμένο κομμάτι του εργατικού της δυναμικού, ιδίως τη νεολαία. Η Ελλάδα μετατρέπεται σταθερά σε χώρα γερόντων, με τεράστιο χρέος και εξαιρετικά αντιαναπτυξιακές πολιτικές που πηγάζουν από την εξυπηρέτηση του χρέους.

Ο Αλέξης Τσίπρας ανέβηκε στην εξουσία καταγγέλοντας τα μνημόνια και το χρέος. Όταν όμως βρέθηκε αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, αποδέχθηκε και τα μνημόνια και το χρέος για να παραμείνει στην εξουσία. Σε τρία χρόνια ολοκλήρωσε το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων και έφτιαξε μια μνημονιακή πραγματικότητα για τη χώρα. Μετά έβαλε γραβάτα για να πανηγυρίσει. Ας μην έχει ψευδαισθήσεις για το τι θα πει η ιστορία.

Πηγή: http://costaslapavitsas.blogspot.com

Συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ

Γιατί να μην χειροκροτήσουμε τον Τσίπρα για τη συμφωνία;

Μια ευρέως διαδεδομένη άποψη στην Αριστερά είναι ότι η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ μπορεί να έρχεται υπό την πίεση του ΝΑΤΟ και τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των ΗΠΑ, αλλά στο βαθμό που βάζει τέρμα σε μια επιζήμια διαμάχη και σε ανόητους εθνικισμούς, δεν μπορούμε παρά να τη δούμε θετικά. Βεβαίως η κυβέρνηση Τσίπρα είναι αντιλαϊκή και φιλοΝατοϊκή και τα λοιπά, αλλά, άλλο αυτό, και άλλο η συμφωνία με τη Β. Μακεδονία.

Το θέμα με αυτές τις απόψεις όμως είναι ότι δεν φτάνουν μέχρι τέλους, στο λογικό συμπέρασμα. Το έντιμο θα ήταν να χαιρετιστεί η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ ως νίκη της Αριστεράς και της αριστερής πολιτικής, ως θετικό βήμα για τους λαούς και να αποδοθούν τα εύσημα στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί δεν κάνουν κάτι τέτοιο ευθέως όσοι μιλούν για συμφωνία με θετικά σημεία; Γιατί δεν έχουν την τόλμη να φτάσουν μέχρι την απόληξη της άποψής τους και να στηρίξουν – στο συγκεκριμένο ζήτημα – ανοικτά και καθαρά τον Τσίπρα, διατηρώντας τη διαφωνία τους με τις άλλες πλευρές της πολιτικής του; Στην πολιτική όπως και στη ζωή δεν υπάρχει το «ολίγον έγκυος». Είτε η συμφωνία είναι θετική και πρέπει να τη χαιρετίσουμε (με όλες τις συνεπαγωγές για την κυβέρνηση που την έφερε), είτε όχι.

Στην ουσία: Σύμφωνα με αρκετούς σχολιαστές, στελέχη και προσωπικότητες της Αριστεράς, θα πρέπει να πάρουμε τη συμφωνία λέξη λέξη και στο βαθμό που περιέχει σωστά πράγματα (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, μέτρα εναντίον του αλυτρωτισμού, αποκλιμάκωση της έντασης, χρήση έναντι πάντων, βελτίωση σχέσεων και κλίμα εμπιστοσύνης), οφείλουμε να ταχθούμε υπέρ της. Η αποσπασματικότητα όμως με την οποία διαβάζεται η συμφωνία για το ονοματολογικό είναι -όπως θα έλεγε ο Ταλεϋράνδος- κάτι περισσότερο από έγκλημα, πρόκειται για λάθος.

Πού συνίσταται το λάθος;

Να δούμε το όλον

Πρώτον στο ότι η μέθοδος «λέξη λέξη» συχνά κρύβει το νόημα. Κάθε συμφωνία εμπεριέχει στο γενετικό της υλικό, ίχνη από το περιβάλλον της και τον συσχετισμό δύναμης, τις απώτερες σκοπιμότητες και τις ευρύτερες στρατηγικές. Μια ορισμένη ιστορική αντίληψη στην Αριστερά μας δίδαξε ότι δεν υπάρχουν ουδετερότητες και καθαρότητες πουθενά, ειδικά στο πεδίο της πολιτικής. Η Αριστερά σήμερα, πολύ περισσότερο από το να παριστάνει τον διεθνολόγο, οφείλει να εκτιμήσει τη συνολική εικόνα, να συνδέσει τις αποσπασματικές προτάσεις σε μια ενιαία αφήγηση με κοινό νόημα, να δει την ευρύτερη πορεία των πραγμάτων. Τώρα τελευταία έγινε και πάλι εύκολο να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Η πικρή εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ θα όφειλε να μας διδάξει ότι δεν αρκεί να βλέπεις το επιμέρους «θετικό» που θες απεγνωσμένα να δεις, αλλά πρέπει να κοιτάς τη μεγάλη εικόνα.

Ποιο είναι το δάσος στην προκειμένη περίπτωση; Στο ότι η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ είναι οργανικά συνδεδεμένη με την ολοκληρωτική προέλαση των ΗΠΑ στα Δυτικά Βαλκάνια. Για να αρθεί το βέτο της ένταξης της Βόρειας (πλέον) Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, λύθηκε σε ελάχιστο χρόνο το Μακεδονικό. Αυτό είναι κακό; Από μόνο του όχι. Η διένεξη με την ΠΓΔΜ όφειλε να είχε λυθεί εδώ και χρόνια, στη βάση της κοινής παραδοχής για σύνθετη ονομασία, αναγνώριση του απαραβίαστου των συνόρων, εγγύηση της εθνικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητας, τσάκισμα των αλυτρωτισμών, ανάπτυξη της φιλίας και της συνεργασίας.

Όμως στην πολιτική δεν υπάρχουν πράγματα «από μόνα τους». Δεν υπάρχουν συμφωνίες αποστειρωμένες από το περιβάλλον τους, από τον ισχύοντα συσχετισμό και από το «μεγάλο αφεντικό» που τις επιβάλει, τις εγγυάται, τις διερμηνεύει και τις καθοδηγεί. Και η αμέσως επόμενη ερώτηση είναι: Το «μεγάλο αφεντικό» (δηλαδή στην περίπτωσή μας το ΝΑΤΟ) τι σχέση έχει με έννοιες όπως εθνική κυριαρχία, απαραβίαστο συνόρων, φιλία και συνεργασία;

Να σκεφτούμε πολιτικά

Το δεύτερο λάθος έχει να κάνει με τον εξοβελισμό της πολιτικής από την εκτίμηση της συμφωνίας. Το ποιος κερδίζει, ποιος χάνει και ποιος επιδιώκει τι, διαμορφώνει τον συσχετισμό δύναμης και ο συσχετισμός δύναμης διαμορφώνει τις κοινωνίες και επηρεάζει την ταξική πάλη. Αυτή η «λεπτομέρεια» διαφεύγει από τις αναλύσεις των ημερών. Εκτός και αν το ζήτημα του ονόματος δεν είναι πολιτικό, αλλά ιστορικό, φιλοσοφικό ή κοινωνιολογικό. Πολιτικά, αυτοί που κερδίζουν από τη συμφωνία είναι σε πρώτη φάση ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και συνακόλουθα οι αστικές τάξεις σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ που κατά συντριπτική πλειοψηφία θέλησαν και εργάστηκαν για τη συμφωνία.

Από την άλλη, οι εθνικιστικές και σοβινιστικές πλευρές, ενώ φαίνεται να υποχωρούν, αναδεικνύονται στην πραγματικότητα στον μοναδικό αντίπαλο στον κοσμοπολίτικο, αντιεθνικιστικό Νατοϊσμό. Σε βάθος χρόνου η ακροδεξιά θα μετρήσει κέρδη καθώς ενώ «έχασε το όνομα της Μακεδονίας» και τα μετερίζια της πατριδοκαπηλείας στα οποία αρεσκόταν, αναδείχθηκε σε αντίπαλο δέος. Αν λοιπόν θέλουμε να μετρήσουμε τη συμφωνία πολιτικά, πρέπει να απαντήσουμε στο αν τετραγωνίζεται ο κύκλος, αν δηλαδή κερδίζει ταυτόχρονα και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, και οι αστικές τάξεις και οι λαοί. Διαφορετικά, κάποιοι πανηγυρίζουν κατά λάθος. Και αυτοί μάλλον δεν είναι ούτε οι ιμπεριαλιστές, ούτε οι αστοί.

Να είμαστε πραγματικοί

Το τρίτο λάθος έχει να κάνει με την εκτίμηση της εποχής και των χαρακτηριστικών της. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, οι αριστεροί που καλοβλέπουν τη συμφωνία διαβεβαιώνουν ότι η αστική τάξη εξαπολύει τον εθνικιστικό παροξυσμό της και αυτός είναι ο βασικός αντίπαλος στον οποίο πρέπει να αντιταχθούμε. Οι συγκεκριμένοι σύντροφοι είναι και οι μόνοι που βλέπουν ότι ο εθνικισμός είναι σήμερα η επικρατούσα πολιτική της αστικής τάξης. Όλοι οι άλλοι βλέπουν αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει. Ότι δηλαδή ο εθνικισμός υπήρξε το βασικό καταφύγιο της ελληνικής αστικής τάξης στο μακρινό 1990, στην εποχή της κατάρρευσης και των αβεβαιοτήτων. Έκτοτε, στο συγκεκριμένο ζήτημα, και βασικά από την ενδιάμεση συμφωνία και μετά, έχει επικρατήσει ο απόλυτος ρεαλισμός και η εθνική γραμμή της σύνθετης ονομασίας, η οποία προσέκρουε στην αδιάλλακτη ηγεσία του Γκρούεφσκι. Όταν επικράτησαν και στη γειτονική χώρα οι δυνάμεις του αστικού εκσυγχρονισμού, το χάσμα γεφυρώθηκε και εγένετο συμφωνία.

Τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ στηρίζουν λυσσωδώς τα ιμπεριαλιστικά κέντρα του ευρωατλαντικού άξονα και οι αστικές τάξεις εκατέρωθεν των συνόρων. Στην Ελλάδα, μέχρι και η λαλίστατη Εκκλησία σιώπησε. Απέμεινε μια ΝΔ, διαρκώς έκθετη στα μάτια της ελληνικής άρχουσας τάξης και των ξένων πατρώνων της, που από τη μια επιχειρούσε να διατηρήσει τις γέφυρες με το δεξιό ακροατήριό της και από την άλλη δεν ήξερε πώς να κρύψει την επί της ουσίας συμφωνία της στη γραμμή Τσίπρα – Ζάεφ, αναγνωρίζοντας ότι αυτό είναι που θέλει η άρχουσα τάξη. Ας μην αμφιβάλει κανείς, ότι λίγο ακόμα να ζορίσουν οι Γερμανοί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ζητήσει δημοσίως συγνώμη για τον συγκυριακό εθνολαϊκισμό του. Πώς ακριβώς, σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί κανείς στα σοβαρά να ισχυριστεί ότι ο εθνικισμός είναι η κύρια πλευρά της αστικής πολιτικής; Και άρα ο εθνικισμός είναι που πρέπει να ηττηθεί σήμερα, εδώ και τώρα, μέσω αυτής της συμφωνίας;

Ο εθνικισμός και ο σωβινισμός είναι πλευρές της αστικής πολιτικής και χθες ή αύριο μπορεί να γίνουν κυρίαρχες. Αλλά όχι σήμερα. Η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης δείχνει ότι στο τιμόνι, σήμερα, δεν είναι τα ακροδεξιά παραληρήματα των αρχών του 90. Είναι ο ακραιφνής φιλοΝατοϊκός, φιλοδυτικός κοσμοπολιτισμός. Με μπόλικο αντιεθνικισμό, εκσυγχρονισμό, ευρωπαϊκό πνεύμα κοκ. Και αν ως Αριστερά καλά κάνουμε και είμαστε ενάντια στον εθνικισμό και στην πατριδοκαπηλεία, μήπως πρέπει να αποδώσουμε τη σημασία που πρέπει και στο Νατοϊσμό που ντύνεται με προβιά δημοκρατίας, αντιεθνικισμού και δικαιωμάτων;

Γιατί αυτή είναι η πλευρά που κυριαρχεί σήμερα στο ζήτημα της Μακεδονίας και συνολικά στην εξωτερική πολιτική: Δόγμα ακραίας προσχώρησης στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου, ένταξη στην αντιρωσική υστερία, προσμονή ανταλλαγμάτων από αυτή τη γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδας, καθώς, αν και πάντα ανήκε στο στρατόπεδο της Δύσης, ποτέ δεν ήταν τόσο βασιλικότερη του βασιλέως, όσο είναι σήμερα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η ελληνική αστική τάξη έχοντας σχετικά υποβαθμιστεί από τη μνημονιακή περίοδο, νομίζει ότι θα αντισταθμίσει τις ζημιές με τα προσδοκώμενα ανταλλάγματα αυτής της γεωπολιτικής μετατόπισης. Ο Τσίπρας πιστώνεται την επιτυχία αυτής της αστικής πολιτικής, αναδεικνύεται στον καλύτερο εκφραστή της, και εγγυάται και στο εσωτερικό κατεστημένο και στους ξένους δανειστές, ότι είναι ο ικανότερος να φέρει σε πέρας τη δουλειά.

Το ερώτημα είναι τι σχέση έχουμε εμείς με όλα αυτά και γιατί πρέπει να πανηγυρίζουμε την επιτυχία τους.

Η Δούρου μηνύει τον εαυτό της. Ο Τσίπρας δεν γνωρίζει τη λέξη συγνώμη.

Το θράσος δεν έχει όρια όταν χάνεται η ντροπή και το φιλότιμο. Η κυρία Δούρου, αποφάσισε να καταθέσει μήνυση κατ’ αγνώστων για τις πλημμύρες στη Δυτική Αττική. Η «λεπτομέρεια» είναι ότι η ίδια προΐσταται της Περιφέρειας Αττικής η οποία είναι και η αρμόδια αρχή για τα αντιπλημμυρικά έργα. Η κυβέρνηση μάλιστα που ασκεί την εξουσία, καταρτίζει προϋπολογισμούς, εκτελεί δημόσια έργα και συγκροτεί την Πολιτική Προστασία, είναι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα.

Δεν φταίει μόνο η Δούρου και ο Τσίπρας, φταίνε – και μάλιστα περισσότερο – και οι προκάτοχοί τους, αλλά όσοι είναι συνυπεύθυνοι δεν μπορούν να παριστάνουν τους τιμητές. Δεν γίνεται οι συνυπεύθυνοι για την καταστροφή αντί να απολογούνται ή τουλάχιστον να σκύβουν το κεφάλι και να ζητάνε συγνώμη να μεταμφιέζονται σε εισαγγελείς με ύφος χιλίων καρδιναλίων για να αποσείσουν τις ευθύνες από πάνω τους. Το γεγονός της μήνυσης θα ήταν ρεσιτάλ αυτογελοιοποίησης αν δεν υπήρχαν 16 νεκροί. Με αυτό το δεδομένο, η κυρία Δούρου δεν επιτρέπεται να μηνύει «αγνώστους», να ντύνεται αρμοδίως σε κάθε καταστροφή -στις φωτιές μπαρουτοκαπνισμένη και στις πλημμύρες τεθλιμμένη- με μοναδικό της στόχο την καριέρα της στη μετά Τσίπρα εποχή.Αν παρόλα αυτά η Δούρου και ο Τσίπρας επιμένουν να βρουν τους «άγνωστους» ενόχους για την πρωτοφανή αυτή τραγωδία, δεν έχουν παρά να μαζέψουν τους προκατόχους τους και -όλοι μαζί- να κοιταχτούν στον καθρέπτη. Στις 6/11 η Περιφέρεια Δυτικής Ατικής δήλωνε έτοιμη για την αντιπλημμυρική περίοδο. Στις 15/11 είχαμε 16 τουλάχιστον νεκρούς, ακριβώς στην ίδια περιοχή. Οι επιφανειακές κινήσεις εντυπωσιασμού εκ των υστέρων (πχ κλείσιμο σχολείων δύο μέρες μετά) είναι στάχτη στα μάτια για να δείξουν ότι υπάρχουν …αντανακλαστικά.

Η έντεχνη προσπάθεια να διαχυθούν οι ευθύνες προς τα κάτω, στους κατοίκους που χτίζουν και τους ιδιοκτήτες που μπαζώνουν, δεν είναι τίποτα άλλο από απόπειρα παραγραφής των εγκληματικών ευθυνών των από πάνω. Γιατί όσο και να επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποδώσει το έγκλημα στα «έργα των ανθρώπων» ή -ακόμα χειρότερα- στη «μανία του θεού», υπάρχουν και τα «έργα του κράτους», οι «παραλείψεις και καθυστερήσεις της Περιφέρειας», οι ευθύνες των κυβερνήσεων, των δημόσιων υπηρεσιών, των υπεύθυνων αρχών. Αν ο πολίτης που παρανόμησε ευθύνεται μία φορά, το συντεταγμένο κράτος που κάλυψε, νομιμοποίησε και διατήρησε την μικρή ατομική παρανομία επιτρέποντας και διευρύνοντας ένα μαζικό μεγάλο έκτρωμα ενάντια στη φύση, ευθύνεται εκατό φορές. Αν η μισή σπουδή από το να διευθετηθούν τα γήπεδα των επιχειρηματιών είχε επιδειχθεί στο αντιπλημμυρικό της Μάντρας, ίσως να μην είχαμε αυτά τα αποτελέσματα.

Σε κάθε περίπτωση, μετά από μια ανείπωτη καταστροφή και 16 νεκρούς, το ερώτημα είναι: ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ; Κανείς δεν νιώθει ότι έχει κάποιο – μικρό ίσως – μερίδιο ευθύνης για αυτό το αποτέλεσμα; Φταίει μόνο ο θεός και η θεομηνία του; Φταίνε μόνο οι από κάτω; Κανένας υπεύθυνος από την αυτοδιοίκηση, την περιφέρεια, την κυβέρνηση;

Μητροπολιτικό πάρκο Γουδή – Ιλισίων: Η ιστορία ενός αγώνα που συνεχίζεται

Ο πρωθυπουργός πολεοδομεί

17 Μαρτίου κι ενώ η διαπραγμάτευση βρισκόταν στα βράχια ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε (βλέπε αναλυτικό δισέλιδο ρεπορτάζ Αυγής) τα πολεοδομικά του σχέδια για την Αθήνα στο δήμαρχο Αθηναίων κ. Καμίνη. Ερήμην Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας, αρμόδιων υπηρεσιών, του ίδιου του δήμου – ο οποίος είχε εκπονήσει αναλυτική μελέτη για το Μητροπολιτικό Πάρκο Γουδή/ Ιλισίων – της Περιφέρειας Αττικής και πολύ περισσότερο των κατακτημένων ρυθμίσεων με πολύχρονους αγώνες κοινωνικών και οικολογικών κινημάτων, το Γραφείο Πρωθυπουργού σχεδιάζει για την πρωτεύουσα και δημοσιοποιεί τις τελεσίδικες αποφάσεις του. Θα μπορούσε εύλογα να σκεφτεί κανείς ότι, εν όψει του 4ου μνημονίου και των νέων μέτρων απομείωσης των ήδη δραματικά συρρικνωμένων λαϊκών εισοδημάτων, ανακαλύπτεται το «παράλληλο πρόγραμμα» ως επικοινωνιακός αντιπερισπασμός στην κοινωνική αγανάκτηση. Από αυτού του τύπου τις εξαγγελίες ελάχιστες προτάσεις προχωρούν και συνήθως δεν αποκλίνουν από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, απεδείχθη ότι υπάρχει πολιτική βούληση η οποία εδράζεται στη γενικότερη κυβερνητική επιθυμία να ικανοποιήσει τους μεγαλοεπιχειρηματίες των ΠΑΕ, προσφέροντας σοβαρά ανταλλάγματα ώστε να τους προσεταιριστεί πολιτικά καθώς θεωρεί ότι διαθέτουν τεράστια ισχύ ελέγχοντας τους οπαδούς των ομάδων. Πρόσφατα εξάλλου η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει ότι η ανάπτυξη προχωρά στην Ελλάδα, ονομάζοντας επενδύσεις τον ΟΠΑΠ, το γήπεδο της ΑΕΚ – γενικά τα γήπεδα – και τα βελτιωμένα τσιγάρα Παπαστράτος. Δεν μας εξήγησε βέβαια ο πρωθυπουργός που θα βρεθούν τα χρήματα για τη νέα «αναπτυξιακή» επένδυση του γηπέδου του Παναθηναϊκού, τα οποία δήλωσε ότι έχουν εξασφαλιστεί. Προφανώς θα υφαρπαγούν από τους πόρους των δημοσίων επενδύσεων, του ΕΣΠΑ και συναφείς πηγές ζωτικής σημασίας για τις τεράστιες ανάγκες των υποβαθμισμένων περιοχών της Αττικής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μετακόμισε, με Λουδοβίκεια αντίληψη της εξουσίας του, το γήπεδο στον πυρήνα του Μητροπολιτικού Πάρκου Γουδή και συγκεκριμένα στον πυρήνα των 900 στρεμμάτων που αποτελεί περιοχή προστασίας στην οποία απαγορεύεται η δόμηση.

Δέκα χρόνια πριν…

Ας γυρίσουμε δέκα περίπου χρόνια πριν. Το οικολογικό κίνημα, τα δημοτικά σχήματα στα οποία μετείχε η ριζοσπαστική αριστερά και τα κινήματα πόλης διεκδικούσαν 3 Μητροπολιτικά Πάρκα ως βασική προϋπόθεση για την αναβάθμιση της Αττικής: στο Ελληνικό, στο Γουδή και στον Ελαιώνα. Από αυτά οριστικοποιήθηκε θεσμικά με το Π.Δ. Προστασίας Υμηττού 2011 (ΦΕΚ 187/Δ /2011 αρ. 4) από τον Οργανισμό Αθήνας – με βάση ερευνητικό πρόγραμμα που εκπονήθηκε από επιστήμονες των Αρχιτεκτονικών Σχολών Αθήνας και Ξάνθης – μόνο το Μητροπολιτικό Πάρκο Γουδή/Ιλισίων, χάρη στους αγώνες της ομώνυμης Επιτροπής, των Συλλόγων Άνω και Κέντρου Αμπελοκήπων, της Ανοιχτής Πόλης και πολλών άλλων κινήσεων από τους παρακείμενους δήμους και τον Υμηττό που συνέβαλαν επίσης. Στην αναλυτική απογραφή των επιμέρους ιδιοκτησιών υπήρξε εξονυχιστική μελέτη από την αρμόδια υπηρεσία του δήμου Αθηναίων. Το πάρκο είχε θεσμοθετηθεί ήδη με τον Ν.732/1977, βάσει του οποίου παραχωρήθηκε μέρος του στους δήμους Ζωγράφου, Αθηναίων και Χολαργού. Εντάχθηκε από το 1979 στην περιοχή προστασίας του Υμηττού και στο «Δίκτυο υπερτοπικών πόλων πρασίνου, ήπιας αναψυχής, πολιτισμού και αθλητισμού» του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας 1985.

Βεβαίως, η υλοποίηση επί του εδάφους του Μητροπολιτικού Πάρκου Γουδή-Ιλισίων, συνολικής έκτασης 4.000 στρεμμάτων, είχε ήδη σοβαρά εμπόδια λόγω του πολυσύνθετου καθεστώτος ιδιοκτησίας και χρήσεων και των αυθαίρετων μεγαθηρίων που πρέπει ν’ απομακρυνθούν (μπάντμιντον, κτίριο Αστυνομίας). Σε κάθε περίπτωση υπήρξαν προτάσεις άμεσων παρεμβάσεων, πχ απαγόρευση κυκλοφορίας αυτοκινήτων εντός του πάρκου, που αν είχαν προχωρήσει, όπως και η συνεννόηση μεταξύ των φορέων ιδιοκτησίας , σήμερα το πάρκο θα ήταν εν μέρει πραγματικότητα.

Όσον αφορά τα δύο άλλα Μητροπολιτικά Πάρκα – Ελληνικού και Ελαιώνα – ο αγώνας συνεχίζεται. Στο Ελληνικό για ν’ αποτραπεί η απολύτως καταστροφική οικονομικά, κοινωνικά και οικολογικά για το Λεκανοπέδιο «επένδυση», δηλαδή η δημιουργία μιας ιδιωτικής πόλης έκτασης έως 3.600.000 τμ. και πληθυσμού 27.000 κατοίκων.

Η περίπτωση του Ελαιώνα είναι πολύ πιο σύνθετη και δύσκολη, καθώς δεν πρόκειται ακριβώς για καθορισμένη έκταση που διεκδικείται ως Μητροπολιτικό Πάρκο, αλλά για την εφαρμογή του διατάγματος 1995, που ορίζει περίπου 33% πράσινο στη συνολική έκταση της περιοχής. Όμως οι πράξεις εφαρμογής έχουν σταματήσει, ο Ελαιώνας δομείται καθημερινά, οι αξίες γης ανεβαίνουν και η προοπτική διασφάλισης του αδόμητου χώρου, με εισφορές και απαλλοτριώσεις, απομακρύνεται. Η Επιτροπή για τη Σωτηρία του Ελαιώνα έδωσε ένα δύσκολο αγώνα στο Βοτανικό για την αποτροπή οικοδόμησης του Mall ιδιοκτησίας Βωβού 72.000 τμ και των εγκαταστάσεων του δήμου Αθηναίων 42.500 τμ, που είχαν χωροθετηθεί μαζί με το γήπεδο του Παναθηναϊκού στη μοναδική συγκεντρωμένη αδόμητη γη της περιοχής. Ο αγώνας απέκτησε ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, αποδεικνύοντας ότι, όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις, η προστασία του περιβάλλοντος περνά μέσα από συγκρούσεις με μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα και τις πολιτικές που τα στηρίζουν. Η απόφαση του ΣτΕ έδωσε τη λύση, περιορίζοντας τη δόμηση στην απαραίτητη για τις ανάγκες του γηπέδου έκταση.

Παρ’ όλα αυτά η απομάκρυνση του γηπέδου από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας δεν προχώρησε αν και η σημερινή χωροθέτηση στον ασφυκτικά δομημένο αστικό ιστό της περιοχής των Αμπελοκήπων είναι απολύτως ασύμβατη με τη λειτουργία της πόλης. Αντίθετα, το γήπεδο προικοδοτήθηκε με επιπλέον συντελεστή, θέση στην οποία συνηγόρησαν και ορισμένοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν στην αντιπολίτευση, ψηφίζοντας λευκό στη σχετική τροπολογία. Η απομάκρυνση του γηπέδου συνδέεται με μια ευρύτερη ανάπλαση από τα Κουντουριώτικα στο χώρο του γηπέδου της Αλεξάνδρας, που θα εκκενωθεί, μέχρι τις προσφυγικές κατοικίες οι οποίες έχουν διασωθεί και χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία. Όλα αυτά τα επανέφερε ο πρωθυπουργός για να διανθίσει την καταστροφική μετακόμιση του γηπέδου στο Γουδή με αναπλάσεις που εκκρεμούν χρόνια. Να σημειώσουμε ότι στα σχέδια εκκένωσης του χώρου στην Αλεξάνδρας και μεταφοράς στο Βοτανικό, στο κενό οικόπεδο είχαν σχεδιάσει ένα τεράστιο υπόγειο πάρκινγκ !

Πρέπει, πάντως, να σημειώσουμε ότι στην περίπτωση της μετακόμισης του Παναθηναϊκού στο Βοτανικό η ΠΑΕ δεν επρόκειτο να επενδύσει δικά της χρήματα. Γιατί ήδη, με ευθύνη της δημοτικής αρχής Κακλαμάνη, είχε υπάρξει, με βάση τα φαραωνικά σχέδια που ανέκοψε το ΣτΕ, μια λεόντειος συμφωνία μεταξύ δήμου και Παναθηναϊκού σύμφωνα με την οποία ο δήμος θα χρηματοδοτούσε το γήπεδο. Αυτό είναι απαράδεκτο σε κάθε περίπτωση χωροθέτησης – οι επιχειρηματίες του ποδοσφαίρου δεν μπορεί να χρηματοδοτούνται με δημόσιο χρήμα. Το σχέδιο του Βοτανικού δεν προχώρησε ελλείψει επενδυτών.

Τα σημερινά δεδομένα

Δεδομένης αυτής της προϊστορίας του θέματος, είναι απολύτως εύλογη η κοινή τοποθέτηση των επιστημονικών φορέων και περιβαλλοντικών οργανώσεων: Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων (ΣΕΠΟΧ), Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας ΕΜΠ, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Επιστημονική Εταιρεία Δικαίου, Πολεοδομίας, Χωροταξίας, WWFΕλλάς, Σύλλογος Αρχιτεκτόνων/Τμήμα Αττικής, που σε κοινή ανακοίνωσή τους διαφωνούν ριζικά με τη χωροθέτηση από τον πρωθυπουργό του γηπέδου Παναθηναϊκού στον πυρήνα του Μητροπολιτικού Πάρκου και επαναφέρουν τη λύση του Βοτανικού, σύμφωνα και με την απόφαση του ΣτΕ. Στην κοινή ανακοίνωσή τους καταλήγουν «Η χωροθέτηση μιας μεγάλης αθλητικής μονάδας, με συνοδευτικές χρήσεις εμπορίου και αναψυχής, όπως και με τις τεράστιες απαιτήσεις κίνησης και στάθμευσης αυτοκινήτων, δεν μπορεί παρά να έρθει σε αντίθεση τόσο με τον χαρακτήρα του πάρκου ως τόπου υψηλού πρασίνου όσο και με τα τέσσερα νοσοκομεία της περιμετρικής ζώνης του. Επιπλέον επιβαρύνει περιβαλλοντικά και κυκλοφοριακά τις όμορες περιοχές κατοικίας Παπάγου, Χολαργού και Ζωγράφου».

Να σημειώσουμε ότι οι σχεδιασμοί του ΥΠΕΝ επί υπουργίας κ. Σκουρλέτη ήταν απόλυτα συμβατοί με τη θεσμοθέτηση του Μητροπολιτικού Πάρκου Γουδή-Ιλισίων και είχε δηλωθεί στην Επιτροπή Αγώνα η αποφασιστικότητα του υπουργείου να προχωρήσει στην προστασία της βασικής έκτασης των 900 στρ., που αποτελούν και τον πυρήνα του πάρκου, στην έγκριση του Γενικού Σχεδίου και στη συγκρότηση διαχειριστικού φορέα.

Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς πρέπει να γνωρίζουν ότι ο Παναθηναϊκός δεν θεμελιώνει ιδιοκτησιακό δικαίωμα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Δεν του ανήκει δηλαδή ο χώρος ιδιοκτησιακά. Στο Masterplanτον σχεδίων για τον Βοτανικό που ανακόπηκαν, στην παράγραφο με τίτλο «Η εγκατάσταση στη Λεωφόρο», περιγράφεται με σαφήνεια ότι ο Παναθηναϊκός εγκαθίσταται στο χώρο του Δήμου Περιβόλα, τον οποίο και διαμορφώνει σε γήπεδο, το 1920. Δεν αγοράζει τον χώρο και δεν υπάρχει παραχωρητήριο, όπως είχε άλλωστε ομολογήσει ο τότε δήμαρχος Αθηναίων κ. Κακλαμάνης σε μια στιγμή έκρηξης λόγω ασυμφωνίας με τον ερασιτέχνη Παναθηναϊκό.

Ας επανέλθουμε στα πολεοδομικά σχέδια του πρωθυπουργού. Στο ρεπορτάζ της Αυγής (17/3/2017) αναφέρονται σχετικά με τη συνάντηση του Ερασιτέχνη Παναθηναϊκού με κυβερνητικά στελέχη. Σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας διαπιστώθηκε καλή διάθεση συνεργασίας και οι παράγοντες του Ερασιτέχνη Παναθηναϊκού ζήτησαν από τα κυβερνητικά στελέχη: «α) να αναγνωριστούν και να διατηρηθούν τα δικαιώματα του Ερασιτέχνη όπως έχουν παγιωθεί στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, β) το ποδοσφαιρικό γήπεδα να ανήκει στον Ερασιτέχνη, γ) να προβλεφθούν χώροι για όλα τα τμήματα του συλλόγου, δ) να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα και τη συντήρηση των εγκαταστάσεων, ε) το “Απόστολος Νικολαΐδης” να γκρεμιστεί μόνο όταν κατασκευαστούν και λειτουργήσουν όλες οι εγκαταστάσεις στο Γουδή». Απ’ ότι φαίνεται όμως δεν είναι όλοι σύμφωνοι στην οικογένεια του Παναθηναϊκού. Σύμφωνα με την Αυγή, διαφωνεί «η “πράσινη” ΚΑΕ με την κατασκευή του ποδοσφαιρικού γηπέδου στο Γουδή και αντιπροτείνει να στεγαστούν όλα τα τμήματα του συλλόγου στο ΟΑΚΑ για τα επόμενα 99 χρόνια ! Είναι χαρακτηριστικό ότι το site newsbomb.gr, συμφερόντων Δημήτρη Γιαννακόπουλου, είχε τίτλο “Προεκλογικά παιχνίδια στην πλάτη του κόσμου του Παναθηναϊκού από Παππά και Μπαλτάκο».

Η λύση ΟΑΚΑ θα ήταν η προσφορότερη για όλες τις άστεγες ποδοσφαιρικές ομάδες γι’ αυτό και πρέπει να συζητηθεί σοβαρά. Πρόκειται για χρησιμοποίηση υποδομών που χρυσοπληρώσαμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, διάσωση ελεύθερων χώρων, προστασία των κατοικημένων περιοχών από ασύμβατες χρήσεις κ.λπ. Το με ποιους όρους και ποιές διαδικασίες είναι προφανώς ανοιχτό θέμα προς συζήτηση.

Περί της ουτοπίας…

Πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας για την έννοια της ουτοπίας και τη βαρύτητά της στην πολιτική. Δεν είναι η πρώτη φορά που η έννοια ανασύρεται από τη λήθη και παίρνει τη θέση της στον πολιτικό λόγο και από εκεί στο πολιτικό σκηνικό.

Σχεδόν κάθε φορά που οι υποθέσεις της ζωής, της κοινωνίας και της πολιτικής περιπλέκονται η έννοια εμφανίζεται από το πουθενά για να διαχωρίσει το εφικτό από το ανέφικτο, το λογικό από το παράλογο, το προσλήψιμο από το αδιανόητο και τελικά, ίσως εδώ βρίσκεται η ουσία, το επιτρεπτό από το ανεπίτρεπτο.Όπως συμβαίνει με την κάθε έννοια της γλώσσας και της γραμματείας, η πραγματική σημασία της έννοιας, ο τρόπος που γίνεται κατανοητή, εξαρτάται συνήθως από τη θέση στην οποία βρίσκεται εκείνος που την προσλαμβάνει. Τη θέση του μέσα στο πραγματικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλέγμα που ορίζει τη ζωή του.

Η ίδια λέξη μπορεί να έχει χαρακτήρα απαξιωτικό, να μηδενίζει, να εξατμίζει την ουσία όσων η έννοια θα περιλάβει. Η ίδια όμως μπορεί να έχει χαρακτήρα απελευθερωτικό, να είναι το πρώτο στοιχείο ενός μεγαλόπνοου σχεδίου, μια σπίθα από όπου ξεκινά το φως που θα σκορπίσει τα σκοτάδια.

Ο καπιταλισμός χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί, ώς την κατάχρηση, την αμφίσημη αυτή έννοια. Πόσες ταινίες του Χόλιγουντ δεν εξυμνούν «τον άνθρωπο και το όνειρό του».

Πόσα σενάρια δεν έχουν γραφτεί –και μεταφερθεί σε οθόνες– πάνω στο μοτίβο του ταπεινού που ασπάζεται ένα όραμα, που περνά μέσα από δοκιμασίες και μαρτύρια, από θυσίες κάθε μορφής και είδους, για να κάνει πραγματικότητα αυτό που όλοι οι γύρω του θεωρούσαν μια φαντασίωση, μια εμμονή, μια ουτοπία.

Δεν είναι μάλλον τυχαίο που, στην περίπτωση του Χόλιγουντ, η ουτοπία αυτή έχει συνήθως υπόστρωμα την «επιχειρηματική» –την καπιταλιστική δηλαδή– ιδέα, είτε ως επαγγελματική επιτυχία είτε ως προσωπική δικαίωση απέναντι στους δυστροπούντες, σε όσους δηλαδή αρνούνται να δουν και να αδράξουν τις άφθονες «ευκαιρίες» που ο καπιταλισμός προσφέρει στους ανθρώπους.

Από την άλλη πλευρά, στον ίδιο τον καπιταλιστικό κόσμο και στο πνεύμα του, η ουτοπία έχει τη σκοτεινή, την αρνητική της πλευρά. Η τελευταία συλλήβδην περιλαμβάνει όλα τα όνειρα, όλες τις ιδέες, όλα τα σχέδια, όλες τις θέσεις, προτάσεις, αποφάσεις που αντιβαίνουν τον ορισμό τής εντός του καπιταλισμού επιτυχίας.

Περιλαμβάνει δηλαδή όσα δεν αφορούν «τον ΕΝΑΝ άνθρωπο και το όνειρό του», αλλά αφορούν τον πόθο πολλών, πάρα πολλών, κοινωνικών ομάδων, τάξεων, εθνών, ανθρώπων να ζήσουν σε έναν κόσμο που θα ενδιαφέρεται γι’ αυτούς, που θα φροντίζει γι’ αυτούς, που θα υπάρχει γι’ αυτούς, που θα λειτουργεί γι’ αυτούς, για τις ανάγκες τους, για τα παιδιά τους.

Στον καπιταλισμό υπάρχει, βλέπετε, θέση μόνο για τον έναν: τον «πετυχημένο». Για να υπάρξει αυτός, για να ανθήσει η θετική ουτοπία του, πρέπει να αποτύχουν όλοι οι άλλοι. Πάνω στη δική τους αποτυχία θα στηριχθεί η επιτυχία του, θα θεμελιωθεί το «όνειρό» του.

Είναι γνωστά αυτά, πολλοί τα έχουν πει, εμείς απλά τα ξαναλέμε. Είναι αυτά τα τόσο απλά που με τον τηλεοπτικό του τρόπο μάς αναλύει η με τον τίτλο «Survivor» ιδεολογικά πολιτική παραγωγή γνωστού καναλιού. Διά της αέναης επαναλήψεως μπορεί και να τα εμπεδώσουμε… Ας είναι.

Το ενθαρρυντικό έρχεται από αλλού. Ερχεται από μια ωμή παραδοχή αδυναμίας και ήττας. Από τον πρωθυπουργό της χώρας προέρχεται και ως εκ τούτου ουδείς μπορεί να την προσπεράσει ως επουσιώδη ως προς το πολιτικό βάρος και τη σημασία της.

Η άνοδος του εν λόγω πρωθυπουργού στην εξουσία θα μπορούσε να γίνει ταινία του Χόλιγουντ, χωρίς κανένα ιδεολογικό ή πολιτικό πρόβλημα. Ενα παιδί με ένα όνειρο: να κυβερνήσει τη χώρα. Το όνειρο έγινε πραγματικότητα χάρη στον πιο αμοραλιστικό πολιτικό ρεαλισμό που γνώρισε ώς τώρα ο πολιτικός βίος ετούτου του τόπου.

Ο ανερχόμενος πρόδωσε, ξεγέλασε, εξαπάτησε, κορόιδεψε, πούλησε εχθρούς, φίλους, ιδέες, αρχές. Κατέκτησε κορυφές απάτητες στο ψεύδος και στην ατιμία. Και φυσικά πέτυχε –ομόλογες του καπιταλισμού οι «αξίες» του– και έγινε πρωθυπουργός. Για το καλό το δικό του και για τη συμφορά των πολλών.

Ετούτες τις ημέρες όμως, στον δεύτερο χρόνο πλέον της επιτυχίας του, αποφάσισε να κάνει κάτι που ο ίδιος μάλλον το αποτίμησε ως νέο σκαλοπάτι «επιτυχίας» – δηλαδή εξαπάτησης.

Αποφάσισε λοιπόν να εκμεταλλευτεί τη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη. Να «τιμήσει» έναν υπέρμαχο της ουτοπίας με την έννοια που οι κυρίαρχοι, οι καπιταλιστές, την απεχθάνονται, την ουτοπία ως όνειρο των πολλών, ως σχέδιο για την ανατροπή του κόσμου της αδικίας και της εκμετάλλευσης.

Οποία ταπείνωση! Ο πρωταγωνιστής του Survivor της πολιτικής και της καπιταλιστικής περί «επιτυχίας» αφήγησης, προσκυνητής στον υπέρμαχο της ουτοπίας των πολλών, σε εκείνον που πέθανε ώστε να μη χρειάζονται πλέον ουτοπίες!

Αλήθεια, πιστεύει ο κ. Τσίπρας ότι οδηγεί κάπου ο συνδυασμός ύβρεως και δικής του ταπείνωσης;


Ο Γ. Μαργαρίτης είναι καθηγητής σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θα υπογράφει τα πάντα για πάντα;

Πόσοι έπεσαν από τα σύννεφα για ακόμη μια φορά μαθαίνοντας ότι (ακόμη μια φορά) η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υπογράφει τα πάντα; Και πόσοι παραμυθιάζονται ότι αν στη θέση του Τσίπρα ήταν ο Μητσοτάκης θα γινόταν έστω και κάτι ελάχιστα διαφορετικό, πέρα από δηλώσεις και κάλπικους δεκάρικους; Και πόσοι ακόμα νομίζουν ότι με τον Τσίπρα (ή τον Μητσοτάκη), θα είναι καλύτερα (ή χειρότερα) όταν είναι σαφές ότι η πολιτική στην Ελλάδα καθορίζεται από τις ανάγκες του γερμανικού ευρώ και της ΕΕ;

Η νέα εξευτελιστική εξέλιξη μιας κυβέρνησης που πουλά αντίσταση και «διαπραγμάτευση» μέχρι να σφίξουν τα πράγματα και μετά υπογράφει τη μάνα της και τον πατέρα της αρκεί να μείνει η ίδια στην εξουσία και η Ελλάδα στη θηλιά του ευρώ, είναι πολλαπλά διδακτική.

Πονάει μόνο η πρώτη φορά

Όπως για κάθε γενίτσαρο, μόνο η πρώτη φορά είναι δύσκολη. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει σημείο επιστροφής. Όποιος γενίτσαρος διαβεί τον Ρουβίκωνα και αρχίζει να σφάζει τη μέχρι πρότινος οικογένειά του, δεν έχει γυρισμό. Κάθε φορά θα γίνεται πιο φανατικός, βασιλικότερος του βασιλέως. Ξέρει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να επανέλθει στο στρατόπεδο που πρόδωσε την πρώτη φορά. Απομένει να αποδείξει στα νέα του αφεντικά ότι ο νεοφώτιστος είναι ικανότερος από τους γηγενείς.

Πραγματικά, η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ είναι μικρότερη από ότι θα ήταν η αντίστοιχη φθορά της ΝΔ, αν αυτή πέρναγε τα ίδια μέτρα και εφάρμοζε τις ίδιες πολιτικές. Για αυτό, και παρά τα κατά καιρούς τσαλιμάκια, τόσο οι δανειστές όσο και η εγχώρια αστική τάξη στηρίζουν Τσίπρα. Περνά τα πάντα και συμφέρει. Και αν κάποια στιγμή σκάσει το λάστιχο, υπάρχει και ο Μητσοτάκης. Αποδεκτός, αγαπημένος, δικό τους παιδί, γηγενής και όχι γενίτσαρος, λιγότερο όμως ικανός να εφαρμόζει τις εντολές των δανειστών χωρίς κοινωνικές αναταραχές.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ το μοναδικό σοκ ήταν η πρώτη φορά. Από εκεί και πέρα, κάνει τα πάντα. Δεν έχει όριο, ντροπή, φιλότιμο ή κόκκινη γραμμή. Η πορεία αυτή δεν έχει γυρισμό. Δεν έχει άλλωστε και εναλλακτική.

Θα είχε, αν οι εποχές ήταν διαφορετικές. Αν επιτρεπόταν μια κάποια «σοσιαλδημοκρατική» διαχείριση της κρίσης. Αλλά κι αυτή ακόμη είναι εκτός ορίων νομιμότητας. Ή θα είσαι τελειωμένος και ακραίος νεοφιλελεύθερος ή θα είσαι (τουλάχιστον) κομμουνιστής. Όταν η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνική ανατροπή είναι όση και η σχέση της Μιράντας Ξαφά με το σοσιαλισμό, η κατάληξη είναι προδιαγεγραμμένη.

Οι δηλώσεις του Φλαμπουράρη ή τα παραμύθια της Χαλιμάς

Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διαλαλεί την έξοδο από την κρίση και την «ανάπτυξη για την οποία θα τρίβουμε τα μάτια μας», απευθύνεται αποκλειστικά στους «εντελώς ηλίθιους» και στους υστερόβουλους. Γιατί όλοι θυμόμαστε τους όρκους για το εμπροσθοβαρές μνημόνιο του 2015 που άπαξ και ψηφιζόταν, μετά ο ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε «παράλληλο πρόγραμμα» και οι στρατιές των έμμισθων θα παρίσταναν τους κοινωνικά αλληλέγγυους.

Τελικά το μνημόνιο Τσίπρα δεν ήταν εμπροσθοβαρές, αλλά διαρκείας. Και όλοι σήμερα καταλαβαίνουμε ότι παρά τις «προβλέψεις» του Αλέκου Φλαμπουράρη, η επιστροφή σε κανονικούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν απαιτεί διετία ή τριετία, αλλά εικοσαετία ή τριακονταετία. Η ΕΕ και οι δανειστές θα διατηρούν καθηλωμένη την ελληνική οικονομία σε ρυθμούς που απλά θα αιμοδοτούν το χρέος κρατώντας τον αιμοδότη κλινήρη και ημιαναίσθητο.

Με βάση τις υποσχέσεις της κυβέρνησης μέχρι σήμερα, αρχές του 2017, θα είχαν όχι απλά κλείσει θετικά και χωρίς μέτρα οι διαρκείς αξιολογήσεις για την απελευθέρωση των χρηματοδοτικών δόσεων, αλλά θα είχε περίπου καταληχθεί και η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Είμαστε σε τέτοιο σημείο που η συζήτηση για το ελληνικό χρέος, όχι απλά δεν έχει ξεκινήσει, αλλά δεν είναι καν αποδεκτό το να ξεκινήσει.

Ενώ η κυβέρνηση αποδέχεται και νέες μειώσεις συντάξεων, και μείωση του αφορολόγητου, και ξεπούλημα του ΑΔΜΗΕ κοκ, τα ανταλλάγματα είναι μηδέν εις το πηλίκον. Όχι απλά δέσμευση για το χρέος δεν υπάρχει, αλλά για πολύ απλούστερα πράγματα που θα ήταν δεδομένα προϊόντα της νέας «διαπραγμάτευσης» Τσίπρα: Συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα με χρηματοδότηση, εξασφάλιση δηλαδή της πληρωμής των τοκοχρεολυσίων του 2017, και συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Τα μεν πρώτα δεν συμφωνήθηκαν από τους δανειστές, το τελευταίο, έτσι κι αλλιώς οι Γερμανοί φαίνεται να το τελειώνουν.

Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι οι υποσχέσεις για «τελευταία μέτρα» πριν τον παράδεισο της ανάκαμψης είναι παραμύθια. Και αυτό δεν είναι δυνατόν να μην το ξέρουν οι εγκέφαλοι του κυβερνώντος κόμματος.

Υπήρχε άλλος δρόμος;

Το μοναδικό διαφορετικό ενδεχόμενο για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν όχι βέβαια η ρήξη αλλά η παραίτηση. Η απόσυρση δηλαδή από την κυβέρνηση με πρόωρες εκλογές και δεκάρικους λόγους για αντίσταση στην τρόικα, ιδροκοπώντας να αποδείξουν ότι είναι διαφορετικοί από τη ΝΔ. Αυτή η επιλογή θα ήταν μια πολιτικά ψύχραιμη στάση υπολογίζοντας ότι η τρόικα και ειδικά ο Σόιμπλε, είτε έχει απέναντί του τον Σαμαρά, είτε έχει τον Τσίπρα, είτε έχει τον Μητσοτάκη, απαιτεί ένα και μόνο πράγμα: τυφλή υπακοή.

Επομένως το πολιτικό κόστος θα έφθειρε αναγκαστικά την επόμενη κυβέρνηση (με κορμό τη ΝΔ) με εξίσου γρήγορους ρυθμούς. Αρκούσε να επανέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια κάποια ρητορική της «αντιμνημονιακής αντίστασης» για να κουνήσει καθρεφτάκια στα μάτια των ιθαγενών και να επανακάμψει στο μέλλον εδραιωνόμενος ως ο δεύτερος «προοδευτικός» πόλος του ενιαίου πολιτικού συστήματος. Θα έπρεπε όμως να μείνει εκτός εξουσίας και να μην προσχωρήσει στο σενάριο Βενιζέλου (και στρατηγικό αίτημα της αστικής τάξης) για «οικουμενική κυβέρνηση μετά τις εκλογές, με αρχηγό τον Μητσοτάκη και μέσα τον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ».

Φυσικά, ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα είχε κανένα λόγο να βγάλει με τα χεράκια του τα ματάκια του. Όπως δεν συναινεί τώρα ο Μητσοτάκης, έτσι δεν θα συναινέσει και αύριο ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον αν τα κουκιά μιας επόμενης κυβέρνησης βγαίνουν χωρίς τη συνδρομή των γενίτσαρων.

Γιατί όμως δεν επιλέγεται ένα τέτοιο σενάριο; Ένα σενάριο διάσωσης του «αντιστασιακού προφίλ» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα προσωπικά; Αν η αφήγηση της γρήγορης εξόδου στις αγορές είναι παραμύθι, αν οι δυσκολίες είναι όλες μπροστά, γιατί δεν επιλέγεται μια μακροπρόθεσμη στρατηγική παρά η κοντόθωρη απαίτηση παραμονής στην εξουσία και για αύριο «έχει ο Θεός»;

Κάλλιο πέντε και στο χέρι;

Η επιλογή –σε αυτή τη φάση- της παραμονής στην εξουσία, αφορά σχεδόν αποκλειστικά τη νομή ατομικών και πρόσκαιρων προνομίων εκ μέρους του κομματικού μηχανισμού. «Λίγο ακόμα» να τη βγάλουμε κι φέτος είναι η σκέψη του σιτιζόμενου στρατού της εξουσίας. Και δεν έχει κανένα λόγο να σκεφτεί μακροπρόθεσμα. Η ατομική επαγγελματική (και άρα οικονομική) διάσωση (τα πέντε και στο χέρι) υπερτερεί της πολιτικής (τα δέκα και καρτέρει στο μέλλον).

Το μότο του Φλαμπουράρη λοιπόν δεν αφορά τους «εντελώς ηλίθιους», αν και πιθανά αυτοί υπάρχουν. Αφορά το φύλλο συκής που θα χρησιμοποιούν όλοι όσοι έχουν ατομικό συμφέρον από την παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, με εφαρμογή όμως μέτρων που διαδοχικά θα χειροτερεύουν την κατάσταση και θα απομακρύνουν περισσότερο την προοπτική ανάκαμψης.

Οι μηχανισμοί των κομμάτων εξουσίας έχουν δείξει άλλωστε κατά το παρελθόν ότι αδυνατούν να απομακρυνθούν από το κουρμπέτι. Απαιτούν παρά και ενάντια στη μακροπρόθεσμη πολιτική τους επιβίωση την εδώ και τώρα σίτισή τους. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Θα υπογράφει τα πάντα για πάντα, με ανατριχιαστική ευκολία. Και οι λόγοι δεν θα αφορούν το ζωτικό ψεύδος ότι τάχα η πολιτική του κάπου διαφέρει από αυτή της ΝΔ ή ότι μετά από λίγα (ακόμα) χρόνια υπομονής, θα ασκηθεί πολιτική κοινωνικής δικαιοσύνης.

Τα κίνητρα της υπογραφής των πάντων για πάντα, είναι εντελώς ποταπά.