Άρθρα

Ένα, δύο, τρία, πολλά Μουσικά Κουτιά

Ο λόγος για την μουσική εκπομπή της ΕΡΤ που παρουσιάζουν οι μουσικοί Νίκος Πορτοκάλογλου και Ρένα Μόρφη. Μια εκπομπή που συζητιέται όλο και περισσότερο, που εκπομπές της αναπαράγονται σε social media και σχολιάζονται σε παρέες. Που έχει απασχολήσει και έχει σχολιαστεί από δημοσιογράφους.

Η εμφάνιση του Eric Burton, η συγκίνηση των μουσικών στο «Πριν το Τέλος» με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου αλλά και πάρα πολλές άλλες στιγμές της μουσικής αυτής εκπομπής έχουν δημιουργήσει ήδη ένα μικρό «κίνημα» φανατικών υπερασπιστών και προπαγανδιστών της συγκεκριμένης εκπομπής. Και όχι απλά τηλεθεατών.

Το να επιχειρηματολογήσουμε για τη μαζική πολιτιστική αποχαύνωση που παράγει, εδώ και πολλά χρόνια, η τηλεόραση θα είναι σαν να κλέβουμε εκκλησία. Πριν 30 χρόνια η δημιουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης παρουσιάστηκε σα διέξοδο απέναντι στην μονόπλευρη και κυβερνητικά ελεγχόμενη ΕΡΤ. Με τα γνωστά, νεοφιλελεύθερης κοπής, επιχειρήματα ότι ο ανταγωνισμός θα φέρει άνοδο της ποιότητας. Τριάντα χρόνια μετά, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η ποιότητα – και στην ενημέρωση και στο πολιτιστικό προϊόν που παράγεται – έχει πέσει υπό το μηδέν.  Ο όρος τηλεσκουπίδια μάλλον αδικεί τα σκουπίδια.

Για να μη μιλήσουμε για τον «πλουραλισμό» που έφερε ο «ελεύθερος ανταγωνισμός» των πολλών καναλιών. Οι ενημερωτικές εκπομπές το πρωί λιβανίζουν την κυβερνητική πολιτική, μετά τα lifestyle και gossip πρωινάδικα και τα μεσημεριανάδικα προωθούν και καλλιεργούν τις χειρότερες πλευρές της υπερκαταναλωτικής, ματαιόδοξης και εγωιστικής, σεξιστικής και πατριαρχικής λογικής του συστήματος, αργότερα τηλεπαιχνίδια, εκπομπές μόδας ή μαγειρικής και το βράδυ ο απόπατος των reality. Κάπου ενδιάμεσα θα βρουν θέση και κάποιες ελληνικές σειρές, καλύτερες ή χειρότερες για τις οποίες ο γράφων δεν έχει άποψη.

Το Μουσικό Κουτί είναι όντως μια όαση μέσα σε αυτήν την πολιτιστική έρημο. Και φαίνεται να έχει διαμορφώσει και ένα φανατικό κοινό. Αυτός ο «φανατισμός» ή το πείσμα, με πιο political correct ορολογία, είναι απαραίτητο στοιχείο για να υπάρξει μια στοιχειώδης αντίσταση στην πολιτιστική αποχαύνωση που προωθεί η σύγχρονη τηλεόραση.

Δεν πρέπει όμως να κοιτάμε την εικόνα μας στο timeline των social media και να την μπερδεύουμε με την πραγματικότητα. Δεν έχουμε κάποια «εκδίκηση του έντεχνου», όπως γράφτηκε. Το κοινό αυτό με το μεγάλο πείσμα παραμένει μειοψηφικό και μικρό. Προχθές στο Μουσικό Κουτί ήταν καλεσμένοι ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και η Μαρία Φαραντούρη. Την ώρα εκείνη τα νούμερα τηλεθέασης στο δυναμικό κοινό ήταν:

  • Survivor: 26% (reality με παράγοντες του star system κοκ)
  • Η Γη της Ελιάς: 18,8% (σειρά – ερωτικό δράμα)
  • Άσε μας ρε μαμά: 13,4% (κωμική ελληνική σειρά)
  • Η Φάρμα: 12% (reality με παράγοντες του star system κοκ)
  • Για Πάντα (Α΄ Προβολή): 10,9% (ελληνική αισθηματική ταινία του σκηνοθέτη του Bachelor)
  • Χαιρέτα μου τον πλάτανο: 5,2% (κωμική ελληνική σειρά)
  • Μουσικό Κουτί: 4,4%

Απ’ ότι λένε όσοι παρακολουθούν αυτούς τους δείκτες, οι συγκεκριμένες επιδόσεις για εκπομπή της ΕΡΤ είναι και υψηλές.

Ο όρος «δυναμικό κοινό» επίσης έχει σημασία. Προσπάθειες σαν το Μουσικό Κουτί αποτελούν όντως πολιτιστικές νησίδες αντίστασης ή αποτελούν κυρίως ένα απάγκιο και μια νοσταλγία που αφορούν κάποιες μεγαλύτερες ηλικίες και πολλές φορές και με συγκεκριμένη πολιτικοποίηση;

Ο πρόσφατος θάνατος του Μ. Θεοδωράκη ανέδειξε έντονα και αυτήν την πλευρά. Μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας δε θέλει να ξεχάσει τι παρήγαγαν στον πολιτισμό οι αγώνες του 20ου αιώνα και να πολτοποιηθεί στις μυλόπετρες του σημερινού πολιτισμού-εμπόρευμα. Όμως αυτά δεν αφορούν τόσο το σήμερα, ούτε κυρίως τη νεολαία.

Με αφορμή πάλι τη συγκεκριμένη εκπομπή, πέρα από την τηλεθέαση, σημασία έχει τι δείχνει η κίνηση στα social media. Η εκπομπή με το θρύλο των Animals, Eric Burdon είχε υποπολλαπλάσια επίδραση στο youtube σε σχέση με τις αντίστοιχες εκπομπές με τους… Χατζηφραγκέτα, την Ιουλία Καραπατάκη, τη Μποφίλιου ή τους… Locomondo.

Τα τελευταία χρόνια απασχολεί τη δημόσια συζήτηση ο κοινωνικός φασισμός και το ρεύμα του σκοταδισμού – ανορθολογισμού που απλώνεται στις κοινωνίες σαν καρκίνωμα. Στα παραπάνω λειτουργεί ως λίπασμα η πολιτιστική αποχαύνωση (το ότι μια σειρά αστέρες των μεγάλων πιστών είναι (ήταν) υποστηρικτές της ΧΑ, μακεδονομάχοι ή φανατικοί αντιεμβολιαστές, μόνο τυχαίο δεν είναι).

Επομένως η αντίσταση στην πολιτιστική αποχαύνωση είναι κρίσιμη. Δεν αρκεί η νοσταλγία, ούτε φυσικά αρκεί κάποια «εκδίκηση του έντεχνου και της ποιότητας». Χρειάζεται να απασχολεί διαρκώς το θέμα της νεολαίας, να αναπτύσσεται παρέμβαση εκεί που αυτή υπάρχει (social media, τεχνολογία), να πολλαπλασιάζονται τέτοιες παρεμβάσεις.

Αυτές οι παρεμβάσεις υπάρχουν, ανεξαρτήτως των πολιτικών πεποιθήσεων ή σκοπιμοτήτων των δημιουργών τους. Γιατί ακόμα και αν ο Πορτοκάλογλου έχει τη χειρότερη άποψη για την Αριστερά ή είναι σαφείς οι πολιτικές του προτιμήσεις, επιμένει να κρατά ένα επίπεδο, κόντρα στη λάσπη. Και η Ρουβάδικη αισθητική της οικογένειας Μητσοτάκη, παρόλο που είναι πολύ πιο μαζική και πλειοψηφική, δεν συναντιέται εύκολα με τη Φαραντούρη ή τον Παπακωνσταντίνου.

Το Μουσικό Κουτί πιθανόν θα κάνει κάποια στιγμή τον κύκλο του. Από μόνο του δεν αρκεί. Το σίγουρο είναι ότι έχει δημιουργήσει μια θετική έκπληξη και την ίδια στιγμή ότι χρειάζονται 1,2,3, πολλά Μουσικά Κουτιά.

Η βαρβαρότητα και η ελληνική τηλεόραση

Πριν λίγες μέρες η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση έπιασε κυριολεκτικά πάτο μετά από μπαράζ ρατσιστικών και σεξιστικών δηλώσεων. Η Σταματίνα Τσιμτσιλή στην πρωινή εκπομπή του σταθμού Alpha δήλωσε: «…βλέπεις τους μετανάστες που είναι με την κοιλιά στο στόμα και μπαίνουν μες στην βάρκα και δεν τους νοιάζει» ως αιχμή για τις γυναίκες-πρόσφυγες. Ο Τάσος Αρνιακός, στο δελτίο καιρού του Ant1 συμπλήρωνε το ίδιο διάστημα: «Στο έλεος των νοτιάδων θα συνεχίσει να βρίσκεται η χώρα μας και τις επόμενες ημέρες, γεγονός που συνεπάγεται συννεφιές, υγρασία, βροχές, καταιγίδες και υψηλές -για την εποχή- θερμοκρασίες, κυρίως στα δυτικά. Σε επαναλαμβανόμενα κύματα, όπως ακριβώς τα κύματα των προσφύγων που δεχόμαστε από τα ανατολικά. Μεταξύ δύο πυρών δηλαδή». Την όλη εικόνα συμπλήρωσε ο εμπαιγμός της ασέλγειας εναντίον φοιτήτριας στη βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, όπως ξεδιπλώθηκε στο πάνελ του Ant1 ξανά, αυτή τη φορά από το Γιώργο Λιάγκα και τους συνδαιτημόνες του.

Κι επειδή όλοι μας ακριβώς «γνωρίζουμε» και «δεν γνωρίζουμε» το τι εστί ελληνική ιδιωτική τηλεόραση, ιδίως τα τελευταία χρόνια, αξίζει να επισημανθούν ορισμένα στοιχεία.

Σημείο πρώτο

Ο «πολιτισμός» της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης, που δεν απέχει αρκετά από τον αντίστοιχο «πολιτισμό» της διεθνούς μικρής οθόνης, είναι στην πραγματικότητα ο πολιτισμός και η ποπ κουλτούρα του παγκοσμιοποιημένου συστήματος που ορίζει πολλαπλές πτυχές της ζωής μας σήμερα. Το μιξάζ ανθρωποφαγίας, συγκαλυμμένου/ξεκάθαρου ρατσισμού και σεξισμού, πασπαλισμένο με χρυσόσκονη και νεοπλουτίλα είναι πρακτικά η πολιτιστική πρόταση του σύγχρονου καπιταλισμού. Κι όσο ο καπιταλισμός σαπίζει άλλο τόσο το πολιτισμικό του προϊόν θα γίνεται ολοένα και πιο μισάνθρωπο, ολοένα και πιο σιχαμένο. Κι αυτό γιατί η φτηνή εμπορευματοποίηση των πάντων οδηγεί αναπόφευκτα στην υποτίμηση του αναγκαίου έναντι του άχρηστου και την εξαφάνιση του ουσιαστικού απέναντι στο αισχρό και το γελοίο. Αυτή είναι λοιπόν η πολιτισμική πρόταση ενός συστήματος, το οποίο ιδίως τα τελευταία τριάντα χρόνια φαίνεται να πετά απ’ το παράθυρο τις πνευματικές κατακτήσεις των πρόσφατων αιώνων για να μας κάνει στην καλύτερη παθητικούς δέκτες και στη χειρότερη αγρίμια κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του. Και για να το θέσουμε και λίγο πιο επιστημονικά, όταν αυτό το σύστημα έχει στον πυρήνα του (βάση) την ανθρωποφαγία, δεν μπορεί παρά να την αναπαράξει και στην πολιτισμική του έκφανση (εποικοδόμημα).

Σημείο δεύτερο

Ο μέσος νους μπορεί να θεωρεί ότι «δημοκρατία» είναι η εκλογή της κυβέρνησης με βάση την καθολική κι ελεύθερη ψήφο ανά τέσσερα χρόνια. Κι όμως δεν είναι μόνο αυτό. Στην εποχή όπου η πληροφορία μεταδίδεται με αστραπιαίες ταχύτητες και τα ψηφιακά μέσα μπορούν και πρέπει να εξανθρωπίζουν τη συλλογική συνείδηση και αντίληψη, τα ιδιωτικά κανάλια είναι τσιφλίκια του κάθε επιχειρηματία που ορίζει την ποιότητα και το περιεχόμενο όσων πρέπει να δουν και να πληροφορηθούν οι μάζες. 30 χρόνια μετά την απελευθέρωση των ΜΜΕ τηλεοπτικό πρωϊνό θα πει ήπιο κουτσομπολιό με στρασίλα, μεσημεριανό (θα πει) πιο σκληρή εκδοχή του πρώτου για να περάσουμε αργότερα σε μια απογευματινή ζώνη κανιβαλισμού μεταξύ μαγείρων, μοντέλων και τραγουδιστών με κατάληξη την βραδινή πλύση εγκεφάλου για το πόσο καλή είναι η κυβέρνηση στις ειδήσεις ή την γνωστή γκάμα ταινιών του Χόλυγουντ και ελληνικών σειρών. Η αλυσίδα των παραστάσεων είναι τέτοια που σαφέστατα εθίζει το τηλεοπτικό κοινό όχι μόνο στο φτηνό θέαμα αλλά την ίδια ώρα το καθιστά και παιχνίδι στα χέρια του κάθε καναλάρχη, που έχει δεδομένα συμφέροντα απέναντι σ’ εκείνα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αλήθεια πως μπορούν να ελέγχουν τις συλλογικές παραστάσεις και τη συλλογική κουλτούρα άνθρωποι και φορείς που δεν λογοδοτούν πουθενά παρά μόνο στην τσέπη τους; Θα ήταν άραγε αντιδημοκρατικό μια φιλολαϊκή κυβέρνηση, κι όχι δήθεν φιλολαϊκή όπως εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, να τους αφαιρούσε αυτό το δικαίωμα;

Σημείο τρίτο

Η αντίληψη που θέλει την άμεση επέμβαση του ΕΣΡ απέναντι σε κάθε παραφωνία της τηλεόρασης είναι εν μέρει κι όχι απόλυτα σωστή. Με άλλα λόγια είναι ημίμετρο. Κι αυτό γιατί το ΕΣΡ μπορεί να θίξει την χ εκπομπή ή τον ψ παρουσιαστή με την επιβολή προστίμων χωρίς όμως να χτυπά το πρόβλημα στην ουσία του, χωρίς να συγκρούεται με τον πυρήνα της παραφωνίας. Όσα πρόστιμα ή επιπλήξεις κι αν επιβληθούν σε τηλεμαϊντανούς τύπου Λιάγκα, Τσιμτσιλή και τα ρέστα, η τηλεοπτική υποκουλτούρα θα παραμείνει η ίδια, με τους ίδιους ακριβώς καναλάρχες να ορίζουν το παιχνίδι του θεάματος, του περιεχομένου του και των ιδεών που διασπείρει στη συλλογική συνείδηση. Η αντίθεση απέναντι στην πολιτική του τηλεοπτικού εκβαρβαρισμού και της μηντιακής ανθρωποφαγίας δεν είναι λοιπόν θέμα προσώπων αλλά θέμα πολιτικής και πολιτισμικής αντίθεσης. Κι αυτό γιατί τα πρόσωπα μπορούν να αλλάξουν, το περιεχόμενο όμως αυτής της τηλεόρασης θα παραμείνει εμφαντικά το ίδιο.

Σημείο τέταρτο

Απέναντι στη σαπίλα της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης λύση δεν μπορεί να είναι ούτε η φυγή στο Netflix ούτε ο «αναχωρητισμός» στα κανάλια των Youtubers και vloggers που τα λένε «καλά». Ο ατομικός δρόμος του αναχωρητισμού ή της διακοπής επαφών με αυτή την τηλεόραση δεν αναιρεί το πρόβλημα και δεν οδηγεί σε καμία βελτίωση της συνολικής εικόνας. Όσο κι αν ο καθένας κι η καθεμιά από εμάς παύει να συνδέεται ως κοινό με αυτό το τηλεοπτικό προϊόν, η κουλτούρα του κανιβαλισμού και της ανθρωποφαγίας, ως μηχανισμοί του τηλεοπτικού εκβαρβαρισμού, θα είναι πάντα εκεί να διαμορφώνουν το συλλογικό συνειδητό κι ασυνείδητο στην τροχιά του φτηνότερου και του απάνθρωπου. Κι επειδή ακριβώς τα ημίμετρα ποτέ δεν διορθώνουν ριζικά οποιαδήποτε προβληματική κατάσταση, απαιτείται συλλογική πάλη με όρους και συνθήματα που θα θέτουν πρωτίστως στο στόχαστρο την υπάρχουσα τηλεοπτική κουλτούρα και τους αβανταδόρους της. Γιατί αν δεν αφαιρεθούν οι τηλεοπτικές άδειες από τους γνωστούς καπιταλιστές-καναλάρχες αυτή η τηλεοπτική πραγματικότητα θα εξακολουθήσει να ανθεί παρότι βαθιά σάπια. Ιδού η Ρόδος λοιπόν.

τηλεόραση

Σύντομο ζάπινγκ

1) Ζευγάρια στην τηλεόραση που τρέχουν με κουτάλια στο στόμα φορώντας ψηλοτάκουνα. Στόχος το χρηματικό έπαθλο.

2) Μαντρωμένοι σε τροπικά νησιά, που αν δεν κλωτσοπηδάνε φράχτες και σκάμματα, ρουφιανεύουν αλλήλους στην κάμερα. Στόχος το χρηματικό έπαθλο.

3) Wannabe μοντέλες, πού ενώ μια ζωή τις έπειθαν ότι πρέπει να γίνουν τρανσφόρμερ στον πάγκο του πλαστικού, τώρα τις καταγγέλλουν που δεν είναι “φυσικές”. Στόχος το χρηματικό έπαθλο/δουλειά στο χώρο.

4) Πάμε στοίχημα Ελληνικό Πρωτάθλημα, Πάμε στοίχημα Champions League, Πάμε Στοίχημα στημένα …. Στόχος το χρηματικό έπαθλο/δε γαμιέται που δε σου φτάνει ο μισθός/δε γαμιέται που είσαι άνεργος/η.

Δύο σταθερά μηνύματα, εξίσου άμεσα και υποσυνείδητα:

-Ρεζιλέψου και πούλα το τομάρι σου για τα λεφτά.

-Στόχος των πάντων είναι τα λεφτά.

Περίπου 2.000 χρόνια πριν, πάνω κάτω, θέαμα και διασκέδαση ήταν να «γλεντάει» το κοινό καθώς ζώα κατασπάραζαν άοπλους ανθρώπους ή καθώς μονομάχοι έσφαζαν ο ένας τον άλλο.

2.000 χρόνια μετά, το «Κολοσσαίο» γίνεται εσωτερική υπόθεση.

Μαθαίνουμε σιγά σιγά να ξεσκίζουμε μέσα μας ό,τι ανθρώπινο έχει μείνει κι ό,τι αξιοπρεπές, με την αόριστη υπόσχεση κάποιου χρηματικού ποσού.

Τότε «αγκίστρι» ήταν το κατώτερο ένστικτο, που τσιτωνόταν με τη μυρωδιά του αίματος.

Σήμερα επίχρυσο «αγκίστρι» είναι το εύκολο χρήμα, η άμεση προβολή και η «αιώνια νεότητα».

Μόνο που κανένα ψάρι δε γλίτωσε από αγκίστρι.

Όποιο και να’ ταν αυτό.