Άρθρα

Όχι μόνο η ιδιωτικοποίηση. Και η αξιολόγησή τους σκοτώνει.

Η λογική είναι απλή και δοκιμασμένη, εδώ και δεκαετίες, σε πολλές μεριές του πλανήτη και σχεδόν σε κάθε κρίση ή καταστροφή. Κάνε την κρίση ευκαιρία. Είναι σεισμός; Είναι πλημμύρα; Είναι χρεοκοπία; Είναι ευκαιρία για επιτάχυνση των πολιτικών ιδιωτικοποίησης, διάλυσης, κερδοφορίας εις βάρος της κοινωνίας.

Αυτό θα δοκιμάσει και η κυβέρνηση, με αφορμή το έγκλημα στα Τέμπη και όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές. Να μετατραπεί από θύτης σε θύμα. Δε φταίει η ίδια, ούτε οι ιδιωτικοποιήσεις, ούτε οι περικοπές, ούτε το δικό τους πελατειακό κράτος, ούτε το δικό τους επιτελικό κράτος. Φταίνε οι συνδικαλιστές (αν και δε γίνεται να σβήσει τις προειδοποιήσεις τους η κυβέρνηση όσο κι αν προσπαθήσει), το δημόσιο γενικά, η αριστερή αντίσταση απέναντι στις «μεταρρυθμίσεις», τα όποια εργασιακά δικαιώματα της μεταπολίτευσης.

Αφού απέτυχε το αφήγημα του «προσωπικού λάθους», η κυβέρνηση προχώρησε στη διάχυση ευθυνών. «Όλοι φταίμε». Αφού και αυτό δεν έπεισε, ο Μητσοτάκης πέταξε στο υπουργικό συμβούλιο πριν μια βδομάδα το νέο σύνθημα. «Φταίει η έλλειψη αξιολόγησης». Και όλοι οι παπαγάλοι, σαν έτοιμοι από καιρό, το υιοθέτησαν. «Αν ο σταθμάρχης είχε αξιολογηθεί, δε θα είχαν χαθεί τόσες ανθρώπινες ζωές τσάμπα». Είναι σαφές ότι η ΝΔ θα επιχειρήσει να πάει με αυτή τη στρατηγική προς τις εκλογές. Και όπως είπε και ο Άδωνις Γεωργιάδης, «αν πρέπει να κάνουμε αυτοκριτική αυτή αφορά το ότι δεν ήμασταν πιο αποφασιστικοί στην εφαρμογή της αξιολόγησης, στο χτύπημα του κρατισμού και του συνδικαλισμού». Για όποιον δεν κατάλαβε η αυτοκριτική τους θα αφορά το γιατί δεν ήταν πιο νεοφιλελεύθεροι. Και αυτό θα πιέζει και το ΣΥΡΙΖΑ γιατί θα αναγκάζεται να τοποθετείται στην ατζέντα που θα ορίζει η ΝΔ. Θα απολογείται για το αν είναι με την αξιολόγηση στο δημόσιο και όχι αν το επιτελικό κράτος του 112 και της ατομικής ευθύνης, δεν εγγυάται την ασφάλεια του λαού.

Η ΝΔ κάνει τη δουλειά της. Πες πες κάτι θα μείνει. Και επίσης είναι γνωστό οι παπαγάλοι δεν έχουν και ιδιαίτερα καλή σχέση με την αλήθεια και τα γεγονότα. Τι ισχύει όμως, γύρω από το θέμα της αξιολόγησης στο δημόσιο;

Πρώτον από το 2016 υπάρχει νόμος για την αξιολόγηση στο δημόσιο. Τον έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια αξιολόγηση 10 κριτηρίων, από δύο προϊσταμένους. Πριν λίγες βδομάδες ο Βορίδης έκανε κάποιες τροποποιήσεις για να προωθήσει ουσιαστικά το ατομικό μισθολόγιο και τη λογική των μπόνους (ένας από τους πραγματικούς στόχους της αξιολόγησης, η εξατομίκευση μισθού και δικαιωμάτων). Σε καμία περίπτωση όμως δεν ξήλωσε το νόμο της Γεροβασίλη ως ελλιπή, αναποτελεσματικό, αριστερό, κομματικό. Πάνω σε αυτόν πάτησε και έκανε τις όποιες αλλαγές.  Με αυτόν τον νόμο αξιολογείται και ο Σταθμάρχης και ο Επιθεωρητής του και όλοι στο δημόσιο. Το παραμύθι ότι το δημόσιο είναι αναποτελεσματικό ή και επικίνδυνο γιατί δεν υπάρχει αξιολόγηση, μπορεί να ήταν πιστευτό ως προπαγάνδα πριν το 2016, όχι όμως εδώ και 7 χρόνια. Με αυτήν την αξιολόγηση που ζητούσε χρόνια το σύστημα εξουσίας και ψήφισαν ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ αξιολογούνται σταθμάρχες που δε μπορούν να βάλουν σωστά δύο τρένα σε δύο ράγες. Όσον αφορά το νέο δημόσιο που έστησαν τα μνημόνια, δε σκοτώνει μόνο η ιδιωτικοποίηση. Για την οποία οι κουτοπονηροί της ΝΔ κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν ότι μια βασική πολιτική της ιδιωτικοποίησης είναι η κοινωνικοποίηση των ζημιών (κρατικός ΟΣΕ) και η ιδιωτικοποίηση των κερδών (Ιταλική Hellenic Train). Σκοτώνει και η αξιολόγηση! Εφτά χρόνια αυτό το δημόσιο με αυτή λειτουργεί. Το αν θα μπορούσε να υπάρξει άλλη πιο αξιόπιστη ας μας το πουν αυτοί που πίνουν νερό στο όνομά της. Όμως όχι, ούτε ο Βορίδης δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο για τον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ.

Δεύτερον οι πιο διαβασμένοι παπαγάλοι ισχυρίζονται ότι δε μπορεί το κομματικό κράτος να αξιολογήσει τα παιδιά του. Ο Υπουργός θα βάλει τους κολλητούς του προέδρους των δημόσιων οργανισμών. Αυτοί θα βάλουν τα γαλάζια παιδιά της πρώην ΔΑΠ προϊσταμένους των διαφόρων τμημάτων. Βεβαίως βεβαίως αξιοκρατικά, αφού όλοι αυτοί έχουν μια βαλίτσα μεταπτυχιακά και σπουδές στα ακριβά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αυτοί με τη σειρά τους θα αξιολογούν θετικά τους «δικούς τους» είτε κομματικά είτε γιατί τους βγάζουν τη δουλειά που θέλουν (πχ να διευκολύνουν ποικίλες συμβάσεις στις προμήθειες ενός νοσοκομείου, να τραβάνε χορηγίες για ένα σχολείο-και άρα να εμφανίζονται μειωμένες απαιτήσεις στη χρηματοδότησή του κοκ). Και τα παραδείγματα πολλά. Εν μέρει έχουν δίκιο. Οι εκπαιδευτικοί πέταξαν τους επιθεωρητές έξω από την τάξη πριν 41 χρόνια και η πλατεία Κλαυθμώνος έχει αυτό το όνομα γιατί οι πιο μαύρες σελίδες του ελληνικού δημοσίου είχαν να κάνουν με το τι όριζε ο α ή β κομματάρχης.

Έτσι οι συγκεκριμένοι ισχυρίζονται ότι αν αναλάβουν ανεξάρτητες αρχές, ιδιωτικές εταιρείες, συμβουλευτικοί διεθνείς οργανισμοί την αξιολόγηση, τότε αυτή θα έχει αποτέλεσμα. Κι όμως, το σύγχρονο δημόσιο, πλέον, δουλεύει σε μεγάλο βαθμό πάνω σε αυτά τα ιδιωτικοποιημένα πρότυπα.

To 2014 η Eurocert, η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ελέγχων και Πιστοποιήσεων, πιστοποιεί ότι «η εταιρεία: ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΟΣΕ ΑΕ εφαρμόζει το Σύστημα Διαχείρισης Ποιότητας σύμφωνα με το πρότυπο: ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 9001:2015 για το ακόλουθο πεδίο εφαρμογής: ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΔΟΜΗΣ (ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΔΙΚΤΥΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ Η/Μ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ)». Το πιστοποιητικό επανεκδίδεται το 2020!

Ο ΟΣΕ λοιπόν είχε και ISO «για τη διαχείριση της κυκλοφορίας». Όχι από κάποιον κομματάρχη, αλλά κατευθείαν από τα πρότυπα της αγοράς. Με τον πλέον έγκυρο τρόπο. Πότε; Όλα αυτά τα χρόνια που δεν είχε καν σύστημα τηλεματικής και είχε σταθμάρχες με ελλιπέστατη εκπαίδευση!!!

Πάλι για τον ΟΣΕ, το Επιχειρησιακό Σχέδιο για τα έτη 2022-2025 προχώρησε με την υποβοήθηση εξειδικευμένης ιδιωτικής εταιρείας συμβούλων.

Όλοι αυτοί οι αξιολογητές με όρους αγοράς και αριστείας ήταν εντάξει ότι δε λειτουργούσε η τηλεματική, ότι το φαγοπότι και ο ανταγωνισμός με τις συμβάσεις των SIEMENS/ALSTROM καθυστερούσε το έργο, ότι ενώ η τεχνολογία, οι ταχύτητες, τα ζητήματα ασφάλειας άλλαζαν ραγδαία, μπορούσες να προσληφθείς ως σταθμάρχης με απολυτήριο Γυμνασίου.

Η προπαγάνδα τους πρέπει να πέσει στο κενό. Όχι η αξιολόγηση δεν είναι η λύση. Αυτή η αξιολόγηση θα φέρει ένα ακόμα χειρότερο δημόσιο, πιο ακριβό, πιο μακριά από τις ανάγκες του λαού, πιο επικίνδυνο για την ασφάλεια του στις μεταφορές, την υγεία, τα σχολεία.

Γιατί το ερώτημα στην αξιολόγηση είναι ποιος αξιολογεί και με τι κριτήρια κρίνει κάτι άξιο ή όχι. Τα επιχειρησιακά σχέδια, οι εταιρείες συμβούλων, οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί, τα ISO αλλά και τα γαλάζια – ή όποια μπουν στη θέση τους – παιδιά κρίνουν το άξιο με βάση το κόστος-όφελος και τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας. Σε μια μελέτη, προφανώς κατά παραγγελία, από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 2007 (Καθαράκη, Πραχαλιάς, Κιουλάφας), ο ΟΣΕ είχε σκορ 29,41%. Στο σενάριο αύξησης των εργαζομένων κατά 50% ο δείκτης πήγαινε στο 20%. Στο σενάριο μείωσης των εργαζομένων κατά 50% πήγαινε στο 51,56%. Για αυτή την αξιολόγηση μιλάμε. Είναι η ίδια αξιολόγηση που στα σχολεία θα αξιολογεί τους εκπαιδευτικούς αν μπορούν να βρίσκουν χορηγούς και να κάνουν οικονομία στα λειτουργικά έξοδα.

Η αξιολόγηση που προτείνει η άρχουσα τάξη και οι παπαγάλοι τους δεν αφορά την επίλυση των προβλημάτων που συναντάει ο λαός στο δημόσιο. Της γραφειοκρατίας – ίσα ίσα η αξιολόγηση είναι και αυτή μια γραφειοκρατική διαδικασία που πχ στα σχολεία στις ΗΠΑ οι εκπαιδευτικοί δεν κάνουν μάθημα αλλά συμπληρώνουν χαρτιά, των ράντζων στα νοσοκομεία, το ότι η δημόσια παιδεία δεν είναι καθόλου δωρεάν γιατί όλο το εκπαιδευτικό σύστημα είναι χτισμένο πάνω στο κυνήγι των εξετάσεων, του κράτους – λάφυρο μιας παρέας που μασουλάει ΕΣΠΑ και συμβάσεις (όλα με αυστηρά πρωτόκολλα αξιολόγησης) και ένα σωρό άλλα.

Αφορά την ιδιωτικοποίηση-εμπορευματοποίηση κι άλλων λειτουργιών του δημοσίου.

Αφορά το χτύπημα των όποιων εργασιακών δικαιωμάτων και το δικαίωμα στο συνδικαλισμό.  (Πάλι στο νόμο για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, όποιος εκπαιδευτικός δουλεύει τσάμπα εθελοντικά υπερωριακά θα παίρνει περισσότερα μόρια).

Κυρίως αφορά την προσπάθεια συντηρητικοποίησης της κοινωνίας με την προώθηση του κοινωνικού κανιβαλισμού και αυτοματισμού. Όπως για την προώθηση του μνημονίου ο θυμός έπρεπε να φύγει από το πολιτικό σύστημα και να πάει στον εργαζόμενο στη ΔΕΗ, στον τυροπιτά που δεν έκοψε απόδειξη κοκ.

Η κυβέρνηση βρήκε ευκαιρία με τον επικίνδυνο σταθμάρχη για να κάνει μια ιδεολογική αντεπίθεση υπέρ του ιδιωτικού, της αλητείας-αριστείας, του κόσμου του κέρδους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει το ανάστημα να απαντήσει. Αυτός ιδιωτικοποίησε τον ΟΣΕ, αυτός έφερε την αξιολόγηση, που ζήταγε η ΝΔ, στο δημόσιο.

Το ζήτημα όμως της υπεράσπισης των κοινωνικών αγαθών, όπως το ρεύμα, οι μεταφορές, η παιδεία, το νερό, ως δημόσιων και δωρεάν είναι ζήτημα βασικό για την λαϊκή πλειοψηφία. Για την υγεία της, για τη μόρφωση των παιδιών της, για την ασφάλειά της. Το σημείο εκκίνησης για ένα σύγχρονο δημόσιο είναι ότι δεν αποτελούν εμπόρευμα. Και μετά να δούμε ποιες θα είναι το άξιο και το μη άξιο ενός τέτοιου δημοσίου και τα πλαίσια λειτουργίας του, πάντα προς όφελος του πολίτη.

ΥΓ1: Θυμάται κανείς, μετά τις τραγικές δολοφονικές επιλογές των αποδεδειγμένα ακατάλληλων ένστολών σε δύο καταδιώξεις Ρομά, η ΝΔ να ζητάει αξιολόγηση εδώ και τώρα από πάνω μέχρι κάτω; Η αξιολόγηση έχει σαφή στόχο.

ΥΓ2. Ο γράφων πιστεύει ότι το πνεύμα του ωχαδερφισμού και της αδιαφορίας για την κοινωνία/πολίτη στο δημόσιο (σε κάποιους εργαζόμενους) ξεκινάει ως συμπεριφορά από τις κορυφές της άρχουσας τάξης. Ο τρόπος που μιλούσαν μεταξύ τους οι εν λόγω σταθμάρχες είναι αγγελικός σε σχέση με τις συνομιλίες υπουργών και πρωθυπουργών, όχι για σουβλάκια, αλλά για μαφίες, αγοράκια, δικαστικούς. Δεύτερον οι προοδευτικοί υγειονομικοί, εκπαιδευτικοί κρατάνε τα σχολεία και τα νοσοκομεία όρθια, με το φιλότιμό τους. Δικά τους παιδιά είναι οι μεγαλοκαθηγητές «φακελάκηδες» στα νοσοκομεία ή τα λαμόγια που λαδώνονται σε διάφορες υπηρεσίες. Οι ίδιοι οι αξιολογητές είναι το πρόβλημα, όχι οι αξιολογούμενοι.

Θα ζητήσουν συγνώμη από τον συνδικαλισμό οι αγύρτες της Αριστείας και τα λαμόγια των ιδιωτικοποιήσεων;

Στις 2 Νοεμβρίου 2022 η Πανελλήνια Ομοσπονδία Προσωπικού Έλξης έστειλε εξώδικο στο οποίο ανέφερε:

“Διαπιστώνουμε διαρκώς την κακή κατάσταση της σιδηροδρομικής υποδομής, την έλλειψη συντήρησής της (που αποδεικνύεται από τις βραδυπορίες που καθημερινά δίνονται στους μηχανοδηγούς), τη μη λειτουργία φωτοσημάτων και τηλεδιοίκησης εδώ και πολλά έτη, τη μη λειτουργία του συστήματος ETCS (European Traffic Control System– του οποίου η θέση σε λειτουργία προστατεύει έναντι στο ανθρώπινο λάθος) η οποία δεν λειτούργησε ποτέ παρά το γεγονός ότι έχει εγκατασταθεί στις μηχανές!”.

Στις 7 Φεβρουαρίου 2023 η Δημοκρατική Ενωτική Συνδικαλιστική Κίνηση Σιδηροδρομικών (ΔΕΣΚ) ανέφερε:

“Όπως οι προηγούμενες κυβερνήσεις έτσι και η σημερινή έχει άλλες προτεραιότητες και όχι την ασφαλή μετακίνηση των πολιτών. Αντιλαμβάνονται την ασφάλεια ως κόστος. Το υπουργείο βρίσκει λεφτά για τις διάφορες εργολαβίες, αλλά για να ολοκληρωθούν επιτέλους οι σιδηροδρομικές υποδομές και τα συστήματα ασφαλούς κυκλοφορίας  ΟΧΙ! …Δεν θα περιμένουμε το δυστύχημα που έρχεται, για να τους δούμε να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα κάνοντας διαπιστώσεις”.

Οι αμόρφωτοι ντενεκέδες της Αριστείας, των πανάκριβων Κολλεγίων και των Ivy League Πανεπιστημίων τι είπαν;

Ο Κώστας Καραμανλής, ο δεύτερος ανιψιός του Εθνάρχη, (που δεν ήξερε πώς γράφεται ο Αχελώος) απαντούσε σε κοινοβουλευτική ερώτηση για την ασφάλεια των τρένων:

“Μία υπεύθυνη Πολιτεία δεν μπορεί να παίζει με την ασφάλεια των επιβατών… Είναι ντροπή -και ντρέπομαι- που θέτετε θέματα ασφαλείας και θα ήθελα να ανακαλέσετε αμέσως. Είναι ντροπή όταν σας εξήγησα -και το ξαναλέω- ότι το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν οι ΥΔΥ (σ.σ. Υποχρέωση Δημόσιας Υπηρεσίας), διασφαλίζουμε την ασφάλεια”.

Τι έχουμε λοιπόν εδώ;

Οι συνδικαλιστές οι οποίοι κατηγορούνται, συκοφαντούνται, απαξιώνονται, προσβάλλονται, χυδαιολογούνται, καθυβρίζονται από τους πορφυρογέννητους γόνους της αριστείας και τα λαμόγια των ιδιωτικοποιήσεων, έλεγαν την αλήθεια. 

Προειδοποιούσαν για τις ελλείψεις. Έκαναν απεργίες για τα συστήματα ασφαλείας που δεν λειτουργούσαν. Ζητούσαν να μην θεωρείται η ασφάλεια των επιβατών ως “κόστος” για την εταιρεία και για το δημόσιο. Κατήγγειλαν το πάρτυ εργολαβιών και την έλλειψη συντήρησης. 

Και τι έκαναν οι απατεώνες της αριστείας;

Τους πήγαιναν στα δικαστήρια κάθε, μα κάθε φορά, που έκαναν απεργία. Και ακόμα χειρότερα, πέταγαν στον κάλαθο των αχρήστων τα εξώδικα και τις διαμαρτυρίες τους. 

Και τι έκανε η ντροπή της δημοσιογραφίας;

Εμφάνιζε τον συνδικαλισμό ως τη μήτρα των δεινών του νεοελληνικού κράτους. 

Μέχρι που ήρθαν οι 57 νεκροί, τα απανθρακωμένα πτώματα, οι σακούλες με κομμένα χέρια πόδια και κεφάλια, το μακράν χειρότερο σιδηροδρομικό δυστύχημα στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους. 

Και απέδειξε (για όποιον δεν είναι πληρωμένο παράσιτο της εξουσίας) ότι η κληρονομική ολιγαρχία που κυβερνά τον τόπο υπό το πρόσχημα της αριστείας, πρέπει να ξηλωθεί από την κορυφή ως τα νύχια. 

Όχι δεν έχουν όλοι οι συνδικαλιστές δίκιο, ναι υπάρχουν και συνδικαλιστές λαμόγια. Συνήθως όμως είναι αυτοί που δεν κάνουν απεργίες, δεν στέλνουν εξώδικα, δεν καταγγέλλουν, τα έχουν καλά με τους πολιτικούς τους προϊσταμένους και λειτουργούν ως το μακρύ χέρι της εξουσίας.

Στο έγκλημα των Τεμπών, πολλά αποδείχθηκαν. Ότι το επιτελικό κράτος Μητσοτάκη είναι μηντιακό κατασκεύασμα, ότι τα ΜΜΕ είναι σε διατεταγμένη υπηρεσία, ότι η κυβέρνηση έβγαλε πόρισμα απαλλάσσοντας τον εαυτό της, ότι η ιδιωτικοποίηση σκοτώνει γιατί πρέπει το κόστος να μειώνεται, οι συμβάσεις να σέρνονται, οι προμήθειες να πέφτουν. 

Αποδείχθηκε όμως επίσης ότι ο συνδικαλισμός είχε δίκιο και οι ντενεκέδες που παριστάνουν τους άριστους πρέπει γονυπετείς να ζητήσουν συγνώμη. 

Μετά την απεργία της 9ης Νοεμβρίου, τι;

Είναι γεγονός οτι η απεργία της 9ης Νοέμβρη ήταν μαζική. Όμως επίσης γεγονός αποτέλεσε ότι οι πολιτικοί και κοινωνικοί – συνδικαλιστικοι φορείς που αναφέρονται στους εργαζόμενους έκαναν από τίποτα μέχρι ελάχιστα για την πραγματική επιτυχία της. Όπως με το να προηγηθούν γεγονότα πλατιάς προπαγάνδισης της. Να εκδηλωθούν δράσεις αλληλεγγύης σε εργασιακούς χώρους που πλήττονται. Να συννενοηθούν – ενωθούν χώροι και δυνάμεις. Η κυβέρνηση, ελλείψει πολιτικής αντιπολίτευσης, κατάφερε να κινητοποιήσει σχεδόν μόνη της τον κόσμο. Με την ακρίβεια και τον πληθωρισμό, που εξαερώνει το λαϊκό εισόδημα. Με τα επιδόματα-κοροϊδία, που μας κάνουν να ζούμε σαν ζητιάνοι. Με το πανάκριβο ρεύμα, την ίδια στιγμή που η μαφία του χρηματιστηρίου ενέργειας κερδοσκοπεί ανεξέλεγκτη. Με τα πανάκριβα ενοίκια, που κοστίζουν περίπου όσο ένας μισθός. Με τα εργατικά «ατυχήματα», που οι εργάτες αντιμετωπίζονται σαν αναλώσιμο υλικό. Με τους μισθούς πείνας, που τελειώνουν στα μέσα του μήνα. Με τις προκλητικές απολύσεις σε επιχειρήσεις και εργοστάσια. Με την επίθεση στα εναπομείναντα εργατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα. Με την αστυνομική καταστολή, που έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας.

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις (όχι με τον ίδιο τρόπο και όχι όλες) εδώ και χρόνια, απέχουν. Έχουν αποδεχτεί την ήττα, αν δεν έχουν περάσει στη πλευρά του αντιπάλου, ιδεολογικά και πολιτικά. Βγαίνουν δημόσια, να κατηγορήσουν τους εργαζόμενους «που δεν τραβάνε», για τη μη συμμετοχή τους σε απεργίες. Άραγε σε τι διαφέρει αυτό από αυτό που κάνει η κυβέρνηση με τη διάχυση της ατομικής ευθύνης; Χωρίς καμιά ντροπή, χωρίς κανένα ίχνος αυτοκριτικής. Για την χρόνια γραφειοκρατικοποίηση – απαξίωση του συνδικαλισμού. Για την παντελή απουσία από τους χώρους δουλειάς. Για το «δώσε – πάρε» με κυβερνήσεις και εργοδότες, κάτω και πάνω από το τραπέζι. Για το ρόλο τους σαν «κοινωνικός εταίρος», ενίοτε πυροσβεστικός. Για την εξαφάνιση των «ατυχημάτων» και θανάτων στους χώρους δουλειάς. Για τις απεργίες – πιστολιές στον αέρα, που παράγουν το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό. Για το ψηφοθηρικό σκεπτικό πίσω από κάθε κίνημα και «κίνημα».

Αυτή η απεργία, αν και μαζική, δεν αποτέλεσε ένα πολιτικό γεγονός. Παρήγαγε όμως, μετά από καιρό, εκείνη τη ζεστασιά και την αισιοδοξία του συλλογικού αγώνα. Μια σύντομη ανάπαυλα στον παγωμένο εργασιακό νεοφιλελεύθερο μονόδρομο. Μπορεί να γίνει η αρχή μιας πορείας; H αρχή μιας διαδικασίας οργάνωσης και εκπαίδευσης  των εργαζομένων; Να αποτελέσει την κοινωνική αντιπολίτευση ενάντια σε κυβέρνηση και νεοφιλελευθερισμό; Το επόμενο διάστημα χρειάζεται να παρθούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες σε αυτή τη κατεύθυνση.

Το αργό τέλος της μεταπολίτευσης και το ΑΠΘ

Το 2017, από το βήμα της ΔΕΘ, ο Μητσοτάκης δεσμεύεται ότι θα καταργήσει τις φοιτητικές παρατάξεις, ότι οι φοιτητικές εκλογές θα γίνονται με ενιαίο ψηφοδέλτιο και ό,τι θα συγκροτηθεί ένα εθνικό συμβούλιο φοιτητών πέρα και έξω από κόμματα και παρατάξεις.

Η πανδημία δεν επέτρεψε για δύο χρονιές να γίνουν φοιτητικές εκλογές και στις πρώτες επόμενες φοιτητικές εκλογές η ΔΑΠ έχασε την πρωτιά από την ΠΚΣ (ΚΝΕ). Και αυτό δείχνει φυσικά μια δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση, όμως όσοι δεν βλέπουν τη συσχέτιση με το, από δεκαετία, σχέδιο της ΟΝΝΕΔ και της ΝΔ για κατάργηση του φοιτητικού συνδικαλισμού – και άρα και τη σταδιακή απαξίωση από τη ΔΑΠ, μάλλον κάνουν την επιθυμία τους πραγματικότητα.

Τα δεδομένα δείχνουν το εξής. Το 2008 είχαν ψηφίσει 150.000 φοιτητές. Το 2022 ψήφισαν 50.000 φοιτητές. Δεν υπάρχει καμία άνοδος της αριστεράς, του φοιτητικού κινήματος κοκ.

Κάτι άλλο υπάρχει.

Το 2017 η ΝΔ ήθελε να προωθήσει μια ολοκληρωτική δεξιά παλινόρθωση, μετά την “αριστερή” παρένθεση του ΣΥΡΙΖΑ. Η Καθημερινή και ο Α. Παπαχελάς έγραφαν ότι τώρα είναι η ευκαιρία, τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ ξεφτίλισε τις σημαίες της μεταπολίτευσης και της αριστερής “ηγεμονίας”, τον αντιιμπεριαλισμό-αντιαμερικανισμό, το συνδικαλισμό ως διεκδίκηση δικαιωμάτων, την αντίσταση στις ιδιωτικοποιήσεις και την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών.

Επειδή λοιπόν θεώρησαν ότι “τώρα είναι η ώρα”, το βαθύ κράτος εντός της ΝΔ θέλησε να κηρύξει τον πόλεμο στα Εξάρχεια, στα αριστερά ή αντιεξουσιαστικά στέκια, στις αριστερές φοιτητικές παρατάξεις, νομίζοντας ότι θα βάλει έτσι εύκολα την πανεπιστημιακή αστυνομία μέσα στα τριτοβάθμια ιδρύματα. Όχι γιατί φοβάται το κίνημα ή την Αριστερά.

Ήδη η εμπορευματοποίηση και η ιδιωτικοποίηση στο ελληνικό πανεπιστήμιο έχουν κάνει άλματα, σε σχέση με 15-20 χρόνια πριν, και οι αντιστάσεις είναι μικρές. Πλέον, όλοι οι φοιτητές κάνουν μεταπτυχιακό και πλέον όλα τα μεταπτυχιακά έχουν δίδακτρα. Πλέον τα ιδρύματα είναι ένα μεγάλο πάρτι εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης.

Αφενός, στα πλαίσια του ρεβανσισμού και θέλοντας να ικανοποιήσει το πιο αντιδραστικό της ακροατήριο, θέλει να “τελειώνει” με ότι θυμίζει αντίσταση και αμφισβήτηση.

Αφετέρου γιατί ακόμα και τα, συνδικαλιστικά, πιο αποστειρωμένα πανεπιστήμια της Μ. Βρετανίας ή των ΗΠΑ δείχνουν ότι πάντα μπορεί να υπάρξει αντίσταση σε δίδακτρα ή περαιτέρω εμπορευματοποίηση. Αντιστάσεις επομένως θα υπάρξουν. Γιατί να μη δράσει προληπτικά το κράτος;

Το να απαντηθεί η δεξιά παλινόρθωση προφανώς περνάει μέσα από την αντίσταση, αυτές τις μέρες, ενάντια στην παρουσία της αστυνομίας στο ΑΠΘ και σε όλα τα ιδρύματα.

Όπως και η απόπειρα κατάργησης των φοιτητικών παρατάξεων πρέπει να βρει τοίχο από όλες τις υπόλοιπες παρατάξεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ.

Όμως το ζήτημα του συνδικαλισμού και της οργανωσης του λαού πρέπει να το συζητήσουμε στην πραγματική του βάση.

Ο συνδικαλισμός ως διαμεσολάβηση δεν είναι πλέον αναγκαίος στο κράτος. Το παλιό τελειώνει σταδιακά – ή και γρήγορα.

Στον ιδιωτικό τομέα είναι ήδη υπό εξαφάνιση και αυτοί οι λίγοι τολμηροί που θα επιμένουν να παλεύουν συλλογικά, θα είναι υπό αυστηρή οριοθέτηση. Η τελευταία απεργία στην Cosco δείχνει τι θέλει να αποτρέψει το κράτος.

Στο δημόσιο δε θα διαμεσολαβεί ο κυβερνητικός συνδικαλισμός για τις θέσεις, τα επιδόματα, τα στελέχη. Θα διαμεσολαβεί απευθείας η επίσης κυβερνητική διοίκηση. Γιατί να βάζει στη μέση συνδικαλιστές;

Στους φοιτητές, που έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει ΕΦΕΕ και “διαμεσολάβηση” εδώ και 25 χρόνια, αντί για πολιτική, κόμματα και αντιπαραθέσεις, γιατί να μην γίνονται εκλογές – πασαρέλα παραγόντων;

ΓΣΕΕ δεν υπάρχει εδώ και χρόνια. Οι δημόσιοι υπάλληλοι χάνουν ένα μηνιάτικο το χρόνο από τον πληθωρισμό και η ΑΔΕΔΥ δε μπορεί να κάνει ούτε συνέντευξη τύπου.

Αυτές τις μέρες γίνονται εκλογές για την ΟΛΜΕ των καθηγητών και ο βασικός νικητής είναι η αποχή. Θα ψηφίσουν αρκετά λιγότεροι, από την τελευταία φορά, ίσως (και) επειδή, η παλιά συνδικαλιστική άδεια για τη μέρα των εκλογών έχει καταργηθεί. Η παλιά “συνεννόηση” ή και ανοχή μεταξύ διοίκησης και συνδικαλιστών δεν υπάρχει.

Ο νόμος Χατζηδάκη για το συνδικαλισμό, στην ουσία ορίζει ότι ένα σωματείο θα είναι απόλυτα ελεγχόμενο από το κράτος και αν ποτέ οι συνδικαλιστές σκεφτούν να οργανώσουν κάποια αντίσταση, θα βρεθούν αντιμέτωποι με πρόστιμα, χρέη, απολύσεις, καταστροφή της προσωπικής τους ζωής.

Άρα μαζική απαξίωση μέσω της αποχής και της νίκης της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας του ατομισμού. Αλήθεια πόσοι αριστεροί άνθρωποι πιστεύουν πλέον ότι θα βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση μέσω της συνδικαλιστικής συλλογικής διεκδίκησης; Ταυτόχρονα, καταστολή και αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου για όσους επιμένουν.

Αντικειμενικά πλέον τίθεται ποια θα είναι η νέα βάση της οργάνωσης του συνδικαλισμού. Δεν τίθεται από μας, αλλά από το κράτος. Από μας θα έπρεπε να τεθεί στη βάση ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος από την αντίσταση, για να μπει φρένο στην κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων και κοινωνικών αγαθών.

Πως θα στηθούν και μαζικοποιηθούν οι φοιτητικοί σύλλογοι αν δεν σκύψουν στο καθημερινό πρόβλημα του φοιτητή και αν δεν συγκροτήσουν ένα σύγχρονο (και όχι με ότι έλεγαν πριν 15 χρόνια από όπου πλέον τα περισσότερα έχουν περάσει), διεκδικητικό πρόγραμμα;

Τα σωματεία ποιο χαρακτήρα θα έχουν, τώρα που το κράτος αρνείται τη “συνεννόηση” μαζί τουςκαι τελειώνει ο ρόλος τους στη συνδιοίκηση και στις συναποφάσεις; Θα παλεύουν για την “εξαίρεση των συναδέλφων” ή χρειάζεται μια περισσότερο ενιαία βάση; Όσα έχουν αριστερή πλειοψηφία, θα συνεχίζουν να είναι παραγωγοί ανακοινώσεων επί παντός ή θα οργανώνουν στην πράξη τον κόσμο πολιτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά;

Πολλά τα ερωτήματα. Οι απαντήσεις δε μπορεί να είναι “δεν θα περάσει”.

Ήδη έχει περάσει.

Ποιοι βιάζουν τη δημοκρατία;

Οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης τάξης – και οι δημοσιογράφοι τους – συνηθίζουν να κουνάνε το χέρι στην Αριστερά για τα ζητήματα δημοκρατίας. Η ίδια η προτροπή για ανατροπή του αστικού καθεστώτος είναι, κατ’ αυτούς, απόδειξη αυτής της “αντιδημοκρατικότητας”. Συχνά πυκνά φτάνουν στο σημείο να νοσταλγούν απαγορεύσεις πολιτικής δραστηριότητας, ειδικά όταν αυτές ανακαλούν μνήμες ενός αγωνιστικού παρελθόντος το οποίο θα ήθελαν να θάψουν όσο βαθύτερα γίνεται. Η πρόσφατη επαναφορά της θεωρίας των δύο άκρων, με αφορμή τις συγκρούσεις έξω από τα ΕΠΑΛ της Δ. Θεσσαλονίκης είχε στόχο να παρομοιάσει τις ενοχλητικές για την εξουσία αλλά πάντως πολιτικές δράσεις της Αριστεράς (πχ παρεμβάσεις σε σχολεία και σχολές) με τις ποινικές και εγκληματικές δράσεις της Ακροδεξιάς (επιθέσεις, μαχαιρώματα, δολοφονίες). 

Παρά το γεγονός ότι η άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα εμφανίζονται τιμητές της δημοκρατίας και κατήγοροι της αντιδημοκρατικής τάχα Αριστεράς, γεγονός ιστορικό και αδιαμφισβήτητο είναι ότι στην Ελλάδα τις νοθείες, τους εκβιασμούς, τις διαπλοκές και τα πραξικοπήματα δεν τα έχει κάνει η Αριστερά. Η Δεξιά τα έχει διαπράξει πολλάκις. Και συνεχίζει, καθώς για την κυρίαρχη τάξη η δημοκρατία σταματάει εκεί που ξεκινούν να αμφισβητούνται τα συμφέροντά της.

Δεν χρειάζεται να πάμε 50 χρόνια πίσω, στη Χούντα ή στη μεταπολίτευση. Μπορούμε να θυμηθούμε τη μνημονιακή περίοδο με το συνεχές τσαλαπάτημα συνταγματικών επιταγών προς χάρη των δανειστών και του ευρωπαϊκού οράματος της άρχουσας τάξης. 

Και φυσικά νοθείες της λαϊκής ή κοινωνικής βούλησης διαπράττονται κάθε μέρα από όσους καμώνονται ότι έχουν τη δημοκρατία στη σημαία τους. 

Μια τέτοια καραμπινάτη νοθεία έγινε στην ΟΛΜΕ. 

Αφού η ΝΔ δεν κατάφερε να κάμψει το φρόνημα των εκπαιδευτικών με δικαστήρια, ανέλαβαν δουλειά οι συνδικαλιστές της.

Το Σάββατο είχαν συνέλευση οι πρόεδροι των τοπικών ΕΛΜΕ της χώρας.

Ο καθένας πήγαινε με εξουσιοδότηση να μεταφέρει την απόφαση της τοπικής του συνέλευσης ή του αντίστοιχου Διοικητικού Συμβουλίου.

Είτε ήταν ΚΚΕ, είτε ΝΔ, καταστατικά και θεσμικά ήταν υποχρεωμένοι να μεταφέρουν όχι την άποψη τους, αλλά την άποψη της τοπικής τους ΕΛΜΕ.

Το επίδικο ήταν αν θα συνεχιστεί η απεργία αποχή ενάντια στην αξιολόγηση της σχολικής μονάδας.

Ένας αγώνας που έχει καταφέρει ως τώρα να θέσει, σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας,  τα πραγματικά προβλήματα των σχολείων.

Αυτό που έκαναν 6 πρόεδροι που κομματικά ανήκουν στη ΝΔ και 1 που ανήκει στο ΣΥΡΙΖΑ είναι να μη μεταφέρουν τελικά την άποψη της τοπικής ΕΛΜΕ  – που έλεγε να συνεχιστεί η απεργία – αποχή, αλλά τη δική τους κομματική άποψη – που έλεγε να σταματήσει η απεργία αποχή.

Γιατί;

Γιατί έτσι. Αντικαταστατικά, αντιδημοκρατικά, διέπραξαν ολοφάνερη νοθεία!

Για αυτές τις ψήφους δε βγήκε τελικά νέα απόφαση. 

Αν έσπαγε κάνας αριστερός φοιτητές ένα τζάμι σε καμία σχολή αύριο θα ήταν πρωτοσέλιδο η “ανομία της Αριστεράς”.

Τώρα που έγινε νοθεία – με κυβερνητική εντολή – στη μεγαλύτερη ομοσπονδία, 75.000 εργαζομένων, δεν τρέχει τίποτα.

Το γεγονός ότι την παραπάνω νοθεία οργάνωσε το προεδρείο της διαδικασίας ΝΔ-ΚΙΝΑΛ-ΣΥΡΙΖΑ, όπως και ότι στο τέλος μαζί έδιναν στο τέλος συγχαρητήρια για την οργάνωση της νοθείας, δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι απλά έχει ξεκόψει από την Αριστερά, αλλά ότι συμμετέχει στις χειρότερες παραδόσεις της Δεξιάς.

Και μια τελευταία σημείωση: Ο χθεσινός βιασμός της δημοκρατικά εκφρασμένης βούλησης τοπικών ΕΛΜΕ και ΔΣ, μας υπενθυμίζει την υποκριτική και αντιδημοκρατική φύση της κυβέρνησης της ΝΔ. 

Πριν λίγους μήνες, ψηφίστηκε ο αντεργατικός και αντισυνδικαλιστικός νόμος Χατζηδάκη που προέβλεπε περιορισμό της απεργίας, απαιτούσε μεγάλα ποσοστά συμμετοχής, ηλεκτρονική ψηφοφορία κλπ. Πρόσχημα ήταν η μειωμένη συμμετοχή στις απεργιακές αποφάσεις και η υποκατάσταση της πλειοψηφίας των εργαζομένων από τους συνδικαλιστές εκπροσώπους της.

Τι έγινε στην ΟΛΜΕ και στη ΔΟΕ;

Συντριπτικά ποσοστά αποφάσεων συλλόγων καθηγητών και δασκάλων εναντίον της εσωτερικής αξιολόγησης. 

Συντριπτικά ποσοστά αποφάσεων ΕΛΜΕ και Συλλόγων Πρωτοβάθμιας για αποχή – απεργία. 

Συντριπτικά ποσοστά, όχι μόνο στη λήψη της απόφασης της απεργίας, αλλά και στη συμμετοχή της, με σχεδόν όλα τα σχολεία στην Ελλάδα να είναι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια κλειστά. 

Η συμμετοχή στο συγκεκριμένο συνδικαλιστικό αγώνα ήταν σχεδόν καθολική. 

Γελοιοποίησε τις αιτιάσεις των κυβερνητικών φερεφώνων ότι οι αγώνες των εργαζομένων διεξάγονται με πραξικοπηματικές αποφάσεις των συνδικαλιστικών τους εκπροσώπων. 

Και ποια ήταν η απάντηση της κυβέρνησης;

Αγωγές, δικαστήρια με προειλημμένες αποφάσεις, εφέσεις που εκδικάστηκαν κατά τη βούληση της πολιτικής ηγεσίας, πέρα και έξω από κάθε δικονομικό κανόνα και πλαίσιο κράτους δικαίου.

Και από πάνω, μια ανεκδιήγητη Κεραμέως που νομίζοντας ότι είναι υπουργός του Λουδοβίκου και της Μαρίας Αντουανέττας, ζητά οι απεργίες που στρέφονται εναντίον κυβερνητικών πολιτικών και νόμων του κράτους να βγαίνουν παράνομες και καταχρηστικές. 

Αυτοί που σκούζουν για τη δημοκρατία είναι αυτοί που τη βιάζουν.

Με τέτοιους φίλους τι να τους κάνεις τους εχθρούς;

Η ΓΣΕΕ ήταν εξ’ αρχής γνωστό ότι δεν θα καλέσει σε απεργία στις 03 Ιουνίου. Τελικά συνεδρίασε μόλις τρεις μέρες πριν, στις 31/05, για να ανακοινώσει απεργία στις 10 Ιουνίου και μάλιστα όχι συνολικά ενάντια στο ν/σ Χατζηδάκη, αλλά σε ορισμένες επίμαχες διατάξεις του νομοσχεδίου. Η Εκτελεστική Επιτροπή της ΑΔΕΔΥ (με συμφωνία των παρατάξεων που πρόσκεινται σε ΠΑΜΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ), γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων της την απόφαση για απεργία στις 03/06, σύρθηκε πίσω από την, ξεπουλημένη στο ΣΕΒ, ΓΣΕΕ για αναβολή της απεργίας στις 10 του μήνα. Το Εργατικό Κέντρο Αθήνας το ίδιο.

Την επόμενη φορά που θα αναρωτιόμαστε γιατί ο συνδικαλισμός αφορά όλο και λιγότερους εργαζόμενους, ας μην ψάξουμε πολύ μακριά. Η κύρια ευθύνη βρίσκεται στο «εσωτερικό» και αφορά τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Ας κάνουμε τον κόπο να σκεφτούμε έναν εργαζόμενο που ανακοίνωσε στον εργοδότη του ότι θα απεργήσει, και σήμερα θα έπρεπε να του ανακοινώσει το αντίθετο. Ας σκεφτούμε έναν εργαζόμενο που συζήτησε με έναν συνάδελφο να απεργήσουν μαζί την ερχόμενη Πέμπτη και σήμερα θα έπρεπε να του πει ότι η απεργία αυτή αναβάλλεται για την επόμενη εβδομάδα. Είναι σίγουρο ότι οι «επαγγελματίες συνδικαλιστές» της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά από αυτές τις καταστάσεις.

Η ΓΣΕΕ είναι γνωστό ότι υπηρετεί τις ορέξεις του ΣΕΒ και της εκάστοτε κυβέρνησης. Πιέστηκε από την ύπαρξη απεργίας στις 03 Ιουνίου και ήθελε να μην χάσει την πρωτοκαθεδρία της απεργίας.  Ήθελε ουσιαστικά να «σπάσει» την απεργία της τρίτης του Ιουνίου. Και τα κατάφερε.

Όσο, όμως και να επιμένουν αρκετοί ότι είναι πολύ σημαντικό ότι ΑΔΕΔΥ και ΓΣΕΕ «ενώνουν τις δυνάμεις τους για μια γενική απεργία ιδιωτικού και δημοσίου τομέα», αυτό δεν αναιρεί την πραγματικότητα. Η ΑΔΕΔΥ, το ΕΚΑ και το ΠΑΜΕ θα μπορούσαν να επιμείνουν στην απεργία στις 03/06, η οποία έχει ήδη δουλευτεί μέσα στους χώρους δουλειάς και αν υπήρχε μια ορισμένη συμμετοχή και αγωνιστικό κλίμα, να καλεστεί νέα απεργία στις 10/06 μαζί με τη ΓΣΕΕ. Το ν/σ αφορά την κατάργηση του 8ώρου και την ευθεία επίθεση στον συνδικαλισμό όπως τον γνωρίζουμε. Το ν/σ ορίζει τον πήχη και όχι οι γνωστοί συσχετισμοί και τα παιχνίδια των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Το θέμα λοιπόν δεν απλά είναι το πόσες απεργίες θα γίνουν και σε ποια μέρα.

Όσο και να λένε διάφοροι ότι είναι θέμα δυνατότητας το να γίνει μια απεργία χωρίς την ΓΣΕΕ, να θυμίσουμε ότι έχουν γίνει άλλες δύο απεργίες φέτος μία στις 26 Νοεμβρίου και μία για τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς στις 6 Μαίου. Άρα, όχι, δεν είναι θέμα δυνατότητας. Είναι θέμα επιλογής. Η ΑΔΕΔΥ και το Εργατικό Κέντρο Αθήνας σύρθηκαν πίσω από την απόφαση της ΓΣΕΕ.

Το ΠΑΜΕ γιατί;

Τελικά το ΠΑΜΕ που διαχωρίζεται με τη ΓΣΕΕ; Μόνο στα λόγια και στις διαφορετικές συγκεντρώσεις και στην ουσία όχι; Σήμερα που κρίνεται, όχι ένα «απλό» νομοσχέδιο που αφορά τον τάδε κλάδο, αλλά ένα νομοσχέδιο που αφορά όλους τους εργαζόμενους και όλη την κοινωνία, τελικά πού είναι ο πήχης; Είναι στις κομματικές συγκεντρώσεις του ΚΚΕ στις κεντρικές πλατείες κάθε πόλης; Τελικά, για άλλη μια φορά το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ μετρήθηκαν και βρίσκονται λίγοι. Αυτό να το θυμόμαστε την επόμενη φορά που θα δούμε συνδικαλιστές και κομματικά στελέχη του ΚΚΕ να βαράνε υπουργικά τραπέζια με πυγμή, ή τις σημαίες να ανεμίζουν στην πλατεία Συντάγματος κάνοντας επίδειξη δύναμης και οργάνωσης. Γιατί η δύναμη, η οργάνωση και η πειθαρχία δεν είναι αυτοσκοπός αλλά εργαλεία χρήσιμα για το κίνημα. Το κόμμα της εργατικής τάξης δεν είναι αυτοσκοπός αλλά εργαλείο των εργαζομένων για την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης.

Ο σοφός λαός λέει «σκυλί που γαυγίζει δεν δαγκώνει». Το ΚΚΕ έχει αποδείξει πολλάκις ότι θα γαυγίσει πολύ όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες αλλά δεν θα κάνει το αποφασιστικό βήμα όταν αυτό είναι ανάγκη.

Οι κινητοποιήσεις ενάντια στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη αποκτούν μεγαλύτερη σημασία. Η μαζική συμμετοχή κόσμου μπορεί να συμβάλλει στο να δημιουργηθεί ένας αγωνιστικός πόλος των εργαζόμενων. Απέναντί μας δεν έχουμε μόνο την κυβέρνηση αλλά και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Ο δρόμος είναι μακρύς αλλά ο μόνος τρόπος να βγούμε από τον βούρκο είναι να δημιουργηθεί ένα αγωνιστικό ρεύμα αντίστασης και διεκδίκησης των εργαζομένων. Και σε αυτό κανείς δεν περισσεύει.

Μπροστά στο νόμο Χατζηδάκη

Των Δημήτρη Μητρόπουλου – Λάμπρου Παπαθανασίου

Τι θα γινόταν αν η ΓΣΕΕ δεν είχε ξεπουληθεί χρόνια τώρα στις ορέξεις του ΣΕΒ και του πολιτικού προσωπικού που τους υπηρετεί; Αν ο Παναγόπουλος ήταν για μια φορά μέσα στα προβλήματα των εργαζομένων και όχι σε κάποιο θέρετρο για λουκούλλεια γεύματα; Αν δεν κορόιδευε την εργατική τάξη της χώρας ζητώντας την επαναφορά του βασικού μισθού κατόπιν εορτής και αφού αυτή έχει ήδη παραπεμφθεί για του χρόνου (και αν); Αν υπήρχε μια ΓΣΕΕ που θα σήκωνε τον αγώνα ενάντια στο έκτρωμα Χατζηδάκη, αντί για μια ΓΣΕΕ που συναινεί; Η ηγεσία της ΓΣΕΕ όπως υπηρέτησε για 10 και πλέον χρόνια τη μνημονιακή καταστροφή της χώρας και των εργαζομένων, σήμερα συνεχίζει στην ίδια ρότα.

Αν για τους γραφειοκράτες της ΓΣΕΕ τα πράγματα είναι λίγο πολύ δεδομένα, τι ισχύει για την υπόλοιπη αντιπολίτευση; Και εδώ δε μιλάμε για το ΣΥΡΙΖΑ που επί 4,5 χρόνια εφάρμοζε το μνημονιακό νόμο του 2011 περί διευθέτησης ή ψήφισε μέτρα περιορισμού των απεργιών.

Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη είναι συγκεκριμένη και ακίνδυνη. Απανωτές κομματικές συγκεντρώσεις με στελέχη του κόμματος σε κάθε πόλη της χώρας. Το μόνο που ενδιαφέρει το «κόμμα της εργατικής τάξης» είναι η συγκρότηση των μελών του και της επιρροής του  εν’ όψει του αναβληθέντος 21ου συνεδρίου. Οι κομματικές συγκεντρώσεις του ΚΚΕ περισσότερο θυμίζουν προεκλογικές συγκεντρώσεις ή προσυνεδριακές εκδηλώσεις παρά ανυποχώρητο αγώνα για την προστασία των συνδικάτων, του 8ώρου, των μισθών και των εργατικών διεκδικήσεων.

Το ΚΚΕ σπέρνει τώρα για να μπορεί μετά να θερίσει λέγοντας «εμείς τα λέγαμε, ψηφίστε μας». Αυτή είναι η λογική που υπηρετήθηκε μέσα στην κρίση και αποδείχτηκε ακίνδυνη για το σύστημα, αδιέξοδη για το εργατικό κίνημα, αλλά «έσωσε» το ΚΚΕ. Και αυτό είναι το μόνο που φαίνεται να ενδιαφέρει τον Περισσό.

Σε άλλη περίπτωση το ΚΚΕ θα μπορούσε να σηκώσει την αντιπαράθεση. Να κάνει ένα γενικό κάλεσμα σε συνδικάτα, φορείς, σωματεία, εργατικά σχήματα, συνδικαλιστές για ανυποχώρητο παρατεταμένο αγώνα ενάντια στο αντεργατικό έκτρωμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Να στηθεί ένα μέτωπο υπεράσπισης της λειτουργίας των σωματείων, των συνδικαλιστών, της 8ωρης εργασίας. Αντ’ αυτού το μόνο που έκανε το ΚΚΕ είναι να βάλει σωματεία που «ελέγχει» να υπογράψουν την πρόταση νόμου που κατέθεσε στη βουλή. Ακόμα και τώρα αντιμετωπίζει ταξικούς συνδικαλιστές και δυνάμεις, που δεν ανήκουν στο ΚΚΕ ως αντιπάλους παίζοντας ανόητα παιχνίδια γύρω από ημερομηνίες και πλατείες.

Το ΚΚΕ κάνει την κομματική «ανάγκη» θεωρία και γραμμή και σε αυτό τον αγώνα. Δεν υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα και διαφορετικές τακτικές μεταξύ κόμματος και συνδικάτου. Η παρέμβαση στα συνδικάτα δεν αφορά την ευρύτατη δυνατή συσπείρωση των εργαζομένων πάνω στα άμεσα συμφέροντα του – ώστε μέσα από αυτό το «σχολείο», ο εργαζόμενος να τροποποιήσει την ταξική του συνείδηση και να συνειδητοποιήσει και τα ιστορικά του συμφέροντα. Το συνδικάτο είναι εκλογικός χώρος για το κόμμα. Τα σωματεία υπογράφουν –μέσω του ΚΚΕ – πρόταση νόμου σε ένα απώτατο στάδιο κοινοβουλευτικού κρετινισμού.

Το ΚΚΕ έρχεται – απέναντι σε ένα νομοσχέδιο τομή για την ύπαρξη και δράση του εργατικού κινήματος – να επιβεβαιώσει αυτό που γίνεται εδώ δεκαετίες. Θα κάνει κάποιες ακίνδυνες διαμαρτυρίες και ως εκεί. Άλλωστε, σε κανένα μεγάλο και συγκρουσιακό αγώνα των εργαζομένων και του λαού τις τελευταίες δεκαετίες το κόμμα αυτό δεν αποτέλεσε την πρωτοπορία. Αντίθετα, ήταν πάντα ουραγός και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και απέναντι από μεγάλους αγώνες ή ξεσηκωμούς (ασφαλιστικό Γιαννίτση, αγώνες νεολαίας για άρθρο 16, Δεκέμβρης 2008, με αποκορύφωμα τους αντιμνημονιακούς αγώνες). Αυτή είναι μια αδήριτη πραγματικότητα που θα έπρεπε να προβληματίσει όσους ακόμα το σκέπτονται ως μοναδική διέξοδο για την ανασυγκρότηση των κομμουνιστικών ή επαναστατικών δυνάμεων.

Την ίδια στιγμή οι πρόσφατες κινητοποιήσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αναδεικνύουν ένα χρόνιο και δομικό πρόβλημα. Αναμένουμε ένα νομοσχέδιο από την τάδε κυβέρνηση, για να καλεστούν κάποιες κινητοποιήσεις πίσω από μεγάλα λόγια για «πόλεμο», «δε θα περάσει» κοκ . Εξαγγέλλονται 48ωρες απεργίες και κινητοποιήσεις και «συντονισμοί σωματείων», από ένα χώρο που έχει προφανές πρόβλημα γείωσης και μαζικοποίησης μιας έστω και απλής διαμαρτυρίας.

Στην πλειοψηφία του ο χώρος αυτός έχει τη λογική ενός μικρού αντικαπιταλιστικού ΠΑΜΕ. Έτσι όμως συνεχίζει σε μια αδιέξοδη γραμμή – εδώ και 30 χρόνια – που δεν έχει να δείξει και πολλά αποτελέσματα πέρα από έναν μονοψήφιο αριθμό «ταξικών» συνδικάτων.  Αντικειμενικά συμπεριφέρεται σαν ένα είδος «τερματοφύλακα» στην αστική πολιτική, όπου σε κάθε αντιλαϊκό νομοσχέδιο εξαγγέλλει ή οργανώνει κινητοποιήσεις, συνήθως με μεγάλα λόγια που δεν αντιστοιχούν στη γείωσή του με τους εργασιακούς χώρος. Έχει την «δυνατότητα» να κατεβάσει μερικές εκατοντάδες αγωνιστές στο δρόμο, αλλά οργανώνει απεργίες με αποτέλεσμα ελάχιστα ποσοστά συμμετοχής σε σωματεία, με λίγους εργαζόμενους, ή λίγα σωματεία του δημοσίου.

Η υποχώρηση του εργατικού κινήματος έχει πολλές αιτίες και δε θα ξεπεραστεί εύκολα. Ούτε ο γράφων διαθέτει μια συνολική στρατηγική για την υπέρβαση της ήττας. Το ότι δε διαθέτουμε μια συνολική στρατηγική για την υπέρβαση της ήττας δε σημαίνει ότι μπορούμε να συνεχίζουμε με βασικά λάθη, όπως η ταύτιση κόμματος/κινήματος, στρατηγικής/τακτικής, αντίληψης του συσχετισμού δύναμης, αυτογνωσίας της σχέσης που έχουν οι μάζες με τις «πρωτοπορίες» – πολύ περισσότερο με την αυταπάτη ότι κάποιοι είναι πρωτοπορίες… Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με πορείες των 500 χωρίς προετοιμασία στο άδειο κέντρο της Αθήνας. Με ελάχιστη προπαγάνδα από όσους αγωνιστές ή ομάδες επιμένουν να προσπαθούν. Με σχέδιο που μυρίζει από μακριά «τουφεκιά στον αέρα», 2-3 πορείες μέχρι να ψηφιστεί το νομοσχέδιο και μετά πάλι πίσω στην «κανονικότητα».

Θα μπορούσαν να γίνουν προπαγανδιστικές κινητοποιήσεις στις γειτονιές της Αθήνας; Να ακουστούν 5  συνθήματα από τον κόσμο που μένει ή δουλεύει στην τάδε περιοχή και όχι στα ντουβάρια έξω από το σύνταγμα; Πριν 3 μήνες οι γειτονιές «έκαιγαν», δεν γίνεται αυτό να μην προβληματίζει κανέναν. Θα μπορούσε να έχει προηγηθεί ένα κοινό κάλεσμα, μία ανακοίνωση, μία αφίσα, ένα δελτίο τύπου από όσες συνδικαλιστικές και πολιτικές δυνάμεις αγωνίζονται για να μην περάσει αυτός ο νόμος και όλο το μνημονιακό νομοθετικό οπλοστάσιο, και να διακινηθεί σε όλους τους εργασιακούς χώρους; Θα μπορούσε να σχεδιαστεί προσεκτικά μια κεντρική κινητοποίηση λαμβάνοντας υπόψη την μέρα, την ώρα και τις διαθέσεις του κόσμου και να μην γίνονται τουφεκιές μεσοβδόμαδα σε ώρα που οι περισσότεροι εργαζόμενοι ακόμα δεν έχουν τελειώσει τη δουλειά τους; Θα μπορούσε να υπάρχει ένα μόνιμο και διαρκές κάλεσμα από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά στο ΚΚΕ για ένα ενιαίο μέτωπο αντίστασης και πολιτικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση; Τα ερωτήματα πώς θα κάνουμε αγωνιστικό μέτωπο, πώς θα απευθυνθούμε αποτελεσματικά σε όσο το δυνατόν περισσότερους εργαζόμενους δεν απασχόλησαν. Κυρίως απασχόλησε η «συσπείρωση των δικών μας» και το να γίνουν οι συγκεκριμένες διαδηλώσεις και απεργίες (που πρέπει να γίνουν αλλά αυτό δεν αποτελεί σχέδιο).

Η κυβέρνηση μοιάζει να μην πιέζεται. Το νομοσχέδιο όλοι το γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι θα ψηφιστεί. Τι θα γινόταν εάν υπήρχε εργατικό κίνημα; Τι θα γινόταν εάν υπήρχε κομμουνιστικό κόμμα; Τι θα γινόταν αν υπήρχε έστω η μια ορισμένη εξωκοινοβουλευτική αριστερά με στοιχεία κοινής λογικής; Πιθανά πάλι δε θα έσπαγε η κυβερνητική πλειοψηφία, όμως θα είχε δημιουργηθεί ένας καλύτερος συσχετισμός, η φθορά της κυβέρνησης θα ήταν μεγαλύτερη και πιο ουσιαστική, θα είχε διαμορφωθεί ένα αγωνιστικό ρεύμα για τις επόμενες κινητοποιήσεις.

Είναι εκκωφαντική η απουσία του εργατικού κινήματος και της «ηγεσίας» του, του κομμουνιστικού κινήματος και του κόμματος, της αριστεράς. Αν για τη ΓΣΕΕ ορθά λέγεται ότι είναι η συνομοσπονδία των εργοδοτών, το ΚΚΕ θα έπρεπε το λιγότερο να μετονομαστεί σε «Κ»ΚΕ.

Η απουσία αυτή μπορεί για κάποιον να φαίνεται παραλυτική. Αλλά από αυτήν ακριβώς την απουσία πρέπει να ξεκινήσουμε. Να ξεκαθαρίσουμε ότι το κουβάρι θα αρχίσει να ξετυλίγεται όσο προσπαθούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ζητούμενο. Χρειαζόμαστε ένα κομμουνιστικό φορέα με κοινή λογική. Που αντί για πυροτεχνήματα των δύο εβδομάδων θα έχει σχέδιο παρατεταμένου αγώνα. Που θα έχει ως ιδεολογική αρχή ότι το κόμμα είναι εργαλείο για το κίνημα και την τάξη και όχι το ανάποδο. Που θα γνωρίζει ότι ακόμα και χαθεί μια μάχη, αυτό που έχει σημασία είναι το τι μένει για μετά, αν θα έχει προκύψει ένα σωματείο, αν θα έχει ανέβει έστω μερικώς η αγωνιστική διάθεση του λαού, αν θα έχει διαμορφωθεί ένας διαφορετικός αγωνιστικός πόλος απέναντι στην επίθεση του συστήματος και της κυβέρνησης. Διαφορετικά όσο ο λαός μετράει ήττες, τόσο η αντιστροφή αυτής της πορείας θα γίνεται πιο δύσκολη.

Δεν έχουμε τη συνταγή για την επιτυχή έκβαση της ταξικής πάλης και των αγώνων. Έχουμε όμως τη συνταγή για την αποτυχία τους. Ας εγκαταλείψουμε αυτή τη συνταγή, τη λογική της, την ιδεολογία της, τους φορείς της.

ΥΓ: η απεργία στις 3 Ιουνίου πρέπει να έχει επιτυχία και συμμετοχή. Ακόμα και μια αυθόρμητη εξέλιξη μπορεί να χαλάσει τα σχέδια της κυβέρνησης. Όμως εδώ συζητάμε για το τι πρέπει να (μην) κάνουν οι «πρωτοπορίες»…

100 χρόνια ΓΣΕΕ

Για το εργατικό κίνημα | Με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυση της ΓΣΕΕ

Το antapocrisis δημοσιεύει ένα μικρό βίντεο – σύντομο ιστορικό, με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυση της ΓΣΕΕ.

Η “επέτειος” αυτή συνδυάζεται με μια ιστορική σήψη και ανυποληψία του τριτοβάθμιου αυτού συνδικαλιστικού οργάνου. Η ηγεσία της ΓΣΕΕ σήμερα είναι μια δοτή και διορισμένη ηγεσία από τα αστικά δικαστήρια όπου συγκυβερνούν ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ που έκανε φασαρία όταν κινδύνεψε να βρεθεί ριγμένο. Οι καταγγελίες για νοθείες, για εργοδότες που παρουσιάζονται ως συνδικαλιστές, για εργοδοτικά σωματεία, για σωματεία μαϊμού, για διαχείριση εκατομμυρίων από ευρωπαϊκά προγράμματα από τους για δεκαετίες ακλόνητους από τη θέση τους “συνδικαλιστές”, περιγράφουν το μέγεθος του προβλήματος. Το οποίο όμως δεν είναι ένα σκέτα συνδικαλιστικό πρόβλημα.

Η ιστορία της ΓΣΕΕ και του ελληνικού εργατικού κινήματος έχει άμεση σχέση με την ιστορία της Αριστεράς στην Ελλάδα (και ειδικά της Κομμουνιστικής Αριστεράς). Αλλά και με την πολιτική ζωή του τόπου πιο γενικά, τη στάση που τηρεί κάθε κυβέρνηση απέναντί του. Συνδικαλισμός και πολιτική δε χωρίζονται με σινικά τείχη, αντίθετα συναντιούνται και διαπλέκονται. Η πολιτική καθορίζει το στίγμα, τον προσανατολισμό, την ευρύτητα, τη μαζικότητα, το κύρος, το πλαίσιο, τα περιθώρια κινήσεων, την αποτελεσματικότητα του συνδικαλισμού. Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν είναι και δε μπορεί να είναι μια δομή – διαδικασία ουδέτερη. Ανάλογα με την ιστορική και πολιτική στιγμή, αλλά και το συσχετισμό δύναμης, η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική εναλλάσσει το χτύπημα (εξορίες, εκτελέσεις, διαγραφές, διορισμό διοικήσεων) με την ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος. Σήμερα η σήψη, η ενσωμάτωση και η αναποτελεσματικότητα στο συνδικαλιστικό κίνημα, συνδυάζεται με μια αντίστοιχη εικόνα ανυποληψίας και ενσωμάτωσης της Αριστεράς στην οποία βασικό ρόλο έπαιξε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι μόνο.

Τα παραπάνω δε θα είχαν μεγάλη σημασία αν δεν συνοδεύονταν από μια άνευ προηγουμένου επίθεση στα εργατικά δικαιώματα. Ωράριο, μισθός, χτύπημα συλλογικών συμβάσεων, διεύρυνση μερικής απασχόλησης και ανεργίας, μείωση συντάξεων, αύξηση ορίων ηλικίας, εμπορευματοποίηση υγείας, παιδείας, κατοικίας, ψυχαγωγίας. Το σύστημα δεν έχει αντίπαλο και ξηλώνει ό,τι κατέκτησε η εργατική τάξη τον 20ο αιώνα. Το αν θα συνεχιστεί το ξήλωμα των εργατικών κατακτήσεων και η επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων ή θα δούμε μετά από δεκαετίες ξανά νικηφόρους αγώνες, είναι ένα ζήτημα που εξαρτάται καθαρά από το αν θα γίνει εφικτό να ανασυγκροτηθεί το εργατικό κίνημα και να αποκτήσει υπόσταση η συλλογική διεκδίκηση. Από το αν θα γίνουν βήματα προς τη συγκρότηση ενός σύγχρονου Κομμουνιστικού Φορέα. Από το αν θα υπάρξουν επιτυχείς πρωτοβουλίες προς τη διαμόρφωση κοινωνικού και πολιτικού μετώπου υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων και των συμμάχων τους.

Απεργία

Περί απεργιών: όταν χάνεται η κοινή λογική

Από τις αρχές του μήνα παρακολουθούμε ένα παιχνίδι εντυπώσεων μεταξύ σωματείων, συνδικαλιστικών ενώσεων, εργατικών παρατάξεων για την προκήρυξη (και βασικά για την ημερομηνία προκήρυξης) πανελλαδικής απεργίας. Η κατάσταση που διαμορφώνεται στο εργατικό κίνημα θα ήταν για γέλια, συνυπολογίζοντας όμως το τοπίο τα τελευταία χρόνια και την ανυποληψία στην οποία έχει περιέλθει ο συνδικαλισμός, δεν υπάρχει χώρος για γέλια παρά μόνο για κλάματα.

Στα τέλη του Σεπτέμβρη με πρωτοβουλία του ΠΑΜΕ ανακοινώνεται «πανελλαδική απεργία» για τις 8 Νοέμβρη που στηρίζεται από όσα σωματεία, ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα ελέγχονται από το ΠΑΜΕ. Στις αρχές Οκτώβρη η πρωτοβουλία πρωτοβάθμιων σωματείων για συντονισμό ανακοινώνει «απεργία πρωτοβάθμιων σωματείων» την 1η Νοέμβρη. Στις 15/10 το Γενικό Συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ αποφάσισε «24ωρη απεργιακή κινητοποίηση» για τις 14 Νοέμβρη. Προφανώς δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση για το ποιος κάλεσε πρώτος, δεύτερος κοκ, απλά τα παραπάνω αναφέρονται για την ιστορία. Το πρόβλημα είναι ο υπαρκτός κίνδυνος σε μια τέτοια περίοδο αποσυγκρότησης έως και διάλυσης του κινήματος να βρεθούμε με 3 (!) ανακοινωμένες απεργίες σε διάστημα δύο εβδομάδων (1,8,14/11). Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά ενός τέτοιου τραγέλαφου, αλλά δεν μπορεί τα επαναλαμβανόμενα καταστροφικά σφάλματα να μην προκαλούν αγανάκτηση και ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση σε όσους επιμένουν να προβληματίζονται και να σκέφτονται, με τα πόδια στο έδαφος, για την ανασυγκρότηση του κινήματος.

Το θέμα με τις ημερομηνίες δεν είναι το κύριο, αν και θα ακουστούν, και ήδη ακούγονται, επιχειρήματα ένθεν κακείθεν για το ποια είναι η καταλληλότερη. Το πρόβλημα είναι πιο συνολικό, πιο βαθύ για τον προσανατολισμό και τη δράση του εργατικού κινήματος (εξ’ άλλου πόσους εργαζόμενους αφορούν πλέον αυτού του τύπου οι διαγκωνισμοί); Το «παιχνιδάκι» των ημερομηνιών είναι γνωστό στις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες που προφανώς δεν θέλουν να γίνει τίποτα και υπονομεύουν ανοιχτά τις εργατικές διεκδικήσεις. Η απάντηση όμως των δυνάμεων που θέλουν να εκφράσουν τα εργατικά συμφέροντα ποια είναι; Να μπουν στο «παιχνίδι» και να καταλήξουμε με 3 απεργίες. Ακόμα και από τακτικής άποψης να δεις το θέμα, θα έπρεπε να επιλεγεί μια ημερομηνία και εκεί να πέσουν όλες οι δυνάμεις, αλλά εκεί χάνεται η κοινή λογική… Βασιλεύει η δύναμη της συνήθειας, η αδράνεια, ο μαγαζακισμός.

Η αναγνώριση της πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί στη χώρα είναι απαραίτητος όρος για να ανοίξουμε την συζήτηση για την κατεύθυνση των εργατικών ταξικών δυνάμεων. Η πολιτική κρίση που παρατηρήθηκε με την είσοδο της χώρας στο μνημόνιο φαίνεται πως εξομαλύνεται (έστω και προσωρινά) με την αναζήτηση της αναγκαίας ισορροπίας και το στήσιμο ενός νέου (μικρότερου) δικομματισμού (ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ). Η αναφορά στα γενικά πολιτικά αιτήματα ήταν ανάγκη μιας προηγούμενης περιόδου που είχε το έντονο άρωμα της κεντρικής αντιπαράθεσης. Σήμερα η στόχευση πρέπει να είναι σε ώριμα αιτήματα, στην αύξηση του εισοδήματος και των μισθών των εργαζομένων, στην ανάκτηση των απωλειών, στην ανατροπή των φορομπηχτικών μέτρων και της λιτότητας. Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για την έξοδο από το μνημόνιο, με το τέλος του προγράμματος, στρώνουν το έδαφος μιας νέας «μεταμνημονιακής» πραγματικότητας, που αφήνει περιθώρια για τέτοιους αγώνες. Παραδείγματα το τελευταίο διάστημα υπήρξαν, όχι πολλά, αλλά υπήρξαν. Το πεδίο στο οποίο θα κριθούμε όλοι είναι αν και κατά πόσο μπορούμε να αμφισβητήσουμε αυτή την πραγματικότητα.

Οφείλουμε επιπλέον να αναγνωρίσουμε τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης. Τα 8 χρόνια μνημονίου, μειώσεων, περικοπών, λιτότητας έχουν αφήσει τα σημάδια τους στο εργατικό κίνημα. Σαφώς και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι συμβιβασμένες και ξεφτιλισμένες, αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος της κάμψης των εργατικών αγώνων. Το πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικό-ιδεολογικό και λιγότερο οργανωτικό (ποιος ελέγχει τη ΓΣΕΕ, ποιοι κυριαρχούν στα σωματεία κλπ). Οι διαψεύσεις των προσδοκιών με την συνθηκολόγηση της κυβέρνησης έσπειραν την απογοήτευση, το δηλητήριο του «δεν υπάρχει εναλλακτική» στους εργαζομένους, στη νεολαία, στο λαό και ο εγκλωβισμός στο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ (αφού δεν βλέπουν άλλη εναλλακτική), δεν απαντώνται με άλματα στο κενό, με απεργίες κάποιων πρωτοβάθμιων σωματείων. Τέτοιες άστοχες κινήσεις δεν στερούνται μόνο αποτελεσματικότητας αλλά και σοβαρότητας, συμβάλλοντας στην απογοήτευση του κόσμου. Αναγνώριση του αρνητικού συσχετισμού δύναμης σημαίνει αναγνώριση της φάσης του κινήματος, επομένως ώριμα αιτήματα, κλαδικοί αγώνες – εστίες αντίστασης στους χώρους δουλειάς και ζύμωση για πανεργατικό αγώνα πάνω σε 2-3 ζητήματα που μπορούν να συσπειρώσουν τους πάντες (συνταξιούχους, εργαζομένους, ανέργους) όπως πχ αύξηση κατώτατου μισθού, αφορολόγητο, κλαδικές συμβάσεις. Οι διαχωρισμοί για το «πλαίσιο», την πλατεία, την ημερομηνία έρχονται σε αντιπαράθεση για ακόμη μία φορά με την κοινή λογική.

Η κοινή λογική λέει ότι όλες οι δυνάμεις που βρίσκονται σε αντικυβερνητική, αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση οφείλουν να κινηθούν από κοινού, μετωπικά, μαχητικά. Τη μεγαλύτερη ευθύνη για το ότι αυτή η κοινή λογική δεν επικρατεί, την έχει το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ. Όχι όμως την αποκλειστική. Το παιχνίδι της μετατροπής των εργατικών διεκδικήσεων σε στοιχήσεις πίσω από τους πολιτικούς φορείς της Αριστεράς, παίζεται δυστυχώς σε όλους τους χώρους.

Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται για την ανάγκη δημιουργίας άλλου αγωνιστικού κέντρου πέρα και έξω από τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι σωστός και δίκαιος. Η ανάγκη να αναζωογονηθεί ο συνδικαλισμός και να συσπειρώνει τους εργαζομένους, τα σωματεία να αποκτήσουν ζωή και να μην είναι σφραγίδες σε κομματικές επιδιώξεις, να εκφραστεί όλος ο κόσμος που είναι εκτός επίσημου εργασιακού φάσματος (επισφαλείς, άνεργοι, μερικώς απασχολήσιμοι) κλπ είναι υπαρκτά ζητήματα αλλά το πρόβλημα δεν είναι οργανωτικό, ούτε καν σκέτα συνδικαλιστικό. Στην Ελλάδα το συνδικαλιστικό κίνημα σχετίζεται πάντα με τις πολιτικές διεργασίες και έχει μια διαφορετική πορεία και ιστορία από ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία). Το να ξεκινήσουν διεργασίες στην αριστερά για ένα νέο ρεύμα και μια νέα πολιτική κίνηση που να απαντάει στην πραγματικότητα, στο νέο δικομματισμό, στο δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, να σπάει το δόγμα του «ΤΙΝΑ» θα είναι βοηθητικό για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Σε συνδυασμό με αυτές τις διεργασίες μπορεί να αυξηθεί η διεκδικητικότητα των εργαζομένων, να δημιουργηθούν νέα σωματεία, να υπάρξουν τροποποιήσεις στους συσχετισμούς στο συνδικαλιστικό κίνημα και όχι με απεργίες μερικών εκατοντάδων μελών των αριστερών οργανώσεων.

Τι έχουν τα έρμα και ψοφούν;

Την προηγούμενη Παρασκευή (2/3/2018) έγινε μια δυναμική και μαζική κινητοποίηση των ελαστικά εργαζόμενων εκπαιδευτικών. Μετά από χρόνια και ενώ εδώ και οκτώ χρόνια οι διορισμοί είναι στο μηδέν. Η κινητοποίηση έγινε με το απόλυτα δίκαιο αίτημα του διορισμού μονίμων εκπαιδευτικών, αφού οι ίδιοι 20.000-25.000 συνάδελφοι αναπληρώνουν εδώ και 10-15 χρόνια τον εαυτό τους. Η κινητοποίηση οργανώθηκε από τα συντονιστικά αναπληρωτών, τις Παρεμβάσεις, το ΠΑΜΕ, το ΜΕΤΑ και άλλες μικρότερες αγωνιστικές και αριστερές δυνάμεις. Υπήρξε δηλαδή ένα ενιαίο μέτωπο στην πράξη. Οι μνημονιακές συνδικαλιστικές ηγεσίες στάθηκαν εχθρικά απέναντι στην κινητοποίηση και τη σαμποτάρισαν.

Η συνέχεια θα έπρεπε να ήταν κλιμάκωση. Που σημαίνει -με βάση την κοινή λογική- ενιαίο μέτωπο-κοινή δράση των Παρεμβάσεων, του ΜΕΤΑ και του ΠΑΜΕ με τους αναπληρωτές για τη συνέχεια των κινητοποιήσεων.Αντί αυτού, και με βάση τη λογική του ΚΚΕ ότι ο μεγαλύτερος εχθρός είναι ο άλλος αριστερός, το ΠΑΜΕ βρήκε να διαχωριστεί από τις Παρεμβάσεις… στην ημερομηνία. Έτσι είχαμε δύο κινητοποιήσεις αντί για μία που ευνοούσε τη συγκέντρωση δύναμης. Η πρώτη έγινε την περασμένη Παρασκευή 9/3 στην οποία δεν συμμετείχαν πρακτικά οι ΔΟΕ, ΟΛΜΕ και ΠΑΜΕ και η δεύτερη την ερχόμενη Παρασκευή στις 16/3. Βέβαια, για τις 9 Μαρτίου πήρε απόφαση μια συνέλευση 800 αναπληρωτών και μονίμων στο υπό κατάληψη Υπουργείο Παιδείας. Το ΠΑΜΕ ισχυρίζεται ότι η απόφαση ήταν βιαστική και εν θερμώ, ουσιαστικά όμως η αγνόηση μιας απόφασης που πήρε μια τέτοια συνέλευση – καθώς και η συμμαχία και το κρύψιμο πίσω από τη συνδικαλιστική ηγεσία της ΔΟΕ ρίχνει νερό στο μύλο της διάσπασης του αγώνα και του μετώπου. Κανένα επιχείρημα περί βιαστικής απόφασης δεν δικαιολογεί τη διάσπαση του ενιαίου μετώπου αναπληρωτών και Αριστεράς.

Το ΚΚΕ στην υπηρεσία του κόμματος λοιπόν και όχι του κινήματος. Τι δυναμώνει το κόμμα; Η αποδυνάμωση των άλλων, άρα ας αποκλιμακωθεί το κίνημα για να μη φουσκώσουν οι …Παρεμβάσεις. Και μιλάμε για πραγματικό κίνημα χιλιάδων ελαστικά εργαζόμενων εκπαιδευτικών, όχι για εικονικό κίνημα με τσαμπουκάδες επαγγελματικών στελεχών στα σκαλάκια της Βουλής και στα γραφεία της Αχτσιόγλου.

Τα παραπάνω αφιερώνονται σε φίλους που έχουν κοντή μνήμη και μπροστά στην ήττα, δυστοκία και διάλυση της Αριστεράς, θαμπώνονται τελευταία με το εικονικό κίνημα του ΚΚΕ. Όμως το ΚΚΕ δεν αλλάζει -ειδικά με τη γραμμή της τελευταίας δεκαπενταετίας. Στη νηνεμία θα φωνάζει και στη φουρτούνα θα λουφάζει. Το πραγματικό κίνημα θα το σαμποτάρει γιατί του χαλάει το μονοπώλιο στο μαγαζί. Και ένα κόμμα-μαγαζί, παρά τα σύμβολα, δεν είναι αγωνιστικό κομμουνιστικό κόμμα.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια διασπασμένη κινητοποίηση. Υπό άλλες συνθήκες, θα είχε τους όρους αν όχι να πετύχει τους στόχους της, τουλάχιστον να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά και να δείξει ότι κάτι μπορεί να κινηθεί. Το τελικό δια ταύτα; Με τον ήλιο τα μπάζουμε, με τον ήλιο τα βγάζουμε, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν…