Άρθρα

Τι συνδέει τον πατέρα Αντώνιο με τον Μίχο, τον Λιγνάδη και την Πισπιρίγκου;

Τους συνδέουν η καπιταλιστική ιδεολογία και το νεοφιλελεύθερο κράτος. 

Η σύνδεση φαίνεται παράτολμη αλλά είναι καθόλα υπαρκτή.

Η καπιταλιστική ιδεολογία συμπυκνώνεται στην ιδεολογία της δύναμης: Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίσοι. Οι ισχυροί επιβιώνουν. Όσοι δεν προσαρμόζονται πεθαίνουν. Ο άνεργος φταίει για την ανεργία του – ας δομήσει ένα καλύτερο βιογραφικό. Ο φτωχός φταίει για τη φτώχεια του – δεν εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που δίνει η ελεύθερη αγορά. 

Όλα τα παραπάνω δεν τα έχουν εκστομίσει θαυμαστές της ναζιστικής ευγονικής. Τα έχουν υποστηρίξει στελέχη της κυβερνώσας παράταξης με πρώτον και καλύτερο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν είπαν φυσικά τίποτα το πρωτότυπο. Αναπαράγουν την καπιταλιστική ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία, ο σοσιαλισμός, που κατά την περιορισμένη αντίληψή τους συνιστά “κοινωνικό εξισωτισμό”, είναι ασύμβατος με την ανθρώπινη φύση. 

Όλοι θα μπορούσαν να γίνουν πλούσιοι αν ήταν ικανοί, αυτή είναι η κυρίαρχη πολιτική. Σε αυτήν την πολιτική, έχει αντικατασταθεί η λέξη δικαιώματα με τη λέξη ευκαιρίες. Το δικαίωμα μυρίζει σοσιαλισμό, κράτος πρόνοιας, λαϊκούς αγώνες. Ενώ την ευκαιρία μπορεί να την έχουν όλοι. Φυσικά θα την εκμεταλλευτούν μόνο οι άριστοι και οι ικανοί. Σχεδόν αποκλειστικά αυτοί είναι οι γόνοι της άρχουσας τάξης, αλλά αυτό θα είναι τυχαίο. Ο φτωχός, ο άνεργος, ο αποκλεισμένος, όποιος “εξαρτάται από τον μισθό του”, είναι ο αδύναμος. Φταίει ο ίδιος. Δεν πρέπει να ενοχοποιεί τον πλούτο και την επιχειρηματικότητα. Σε αυτή την κοινωνία ζούμε: ο δυνατός θα εκμεταλλεύεται τον αδύνατο, και αυτό είναι “φυσικός νόμος”. Αυτό μας λέει ο καπιταλισμός.   

Η πιο ελαφριά καταγγελία για τον πατέρα Αντώνιο ήταν ότι είχε μετατρέψει τους νεαρούς της Κιβωτού του Κόσμου σε προσωπικούς του υπηρέτες (να του βγάζουν και να του βάζουν τα …παπούτσια και τις κάλτσες). Ο ίδιος πίστευε βαθιά ότι αξίζει να τον υπηρετούν, ενώ τα παιδιά που περιμάζεψε στον οργανισμό του, δεν αξίζουν παραπάνω από το να είναι δούλοι. 

Από τον Μίχο και τον Λιγνάδη, μέχρι την Πισπιρίγκου και τον πατέρα Αντώνιο, η ιδεολογία που οπλίζει τις κακοποιητικές τους συμπεριφορές είναι η ιδεολογία του homo homini lupus, του ανθρώπου – λύκου για τον συνάνθρωπο, που επειδή είναι σε ισχυρή θέση απέναντι στον έφηβο, στο κορίτσι, στο βρέφος, στο παιδί το ξένο ή ακόμα και το δικό του, θα ασκήσει την εξουσία του. Αυτή είναι η ιδεολογία της κακοποιητικής συμπεριφοράς, και αυτή η ιδεολογία έχει πρόσημο. Είναι το πρόσημο του καπιταλισμού στην πιο ακραία του εκδοχή. 

Το νεοφιλελεύθερο κράτος συμπυκνώνεται στη συρρίκνωση του δημόσιου και στην υποκατάσταση της κρατικής ευθύνης από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το κοινωνικό κράτος κοστίζει. Ας καταργηθεί λοιπόν. Θα αναλάβουν το έργο της κοινωνικής πρόνοιας και της φιλανθρωπίας ο πατέρας Αντώνιος, ο Μίχος, η Εκκλησία, οι ΜΚΟ, οι εφοπλιστές και τα κατοικίδιά τους που τα ταΐζουν μπόλικη τηλεοπτική δόξα και λίγο χρήμα.

Αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδειχνε για την προστασία των παιδιών και τις κρατικές δομές της, το ένα δέκατο της έγνοιας που έδειξε για την Πανεπιστημιακή Αστυνομία και τον χυδαίο εργαλειακό ηθικό πανικό που έστησε με την “ανομία στα ΑΕΙ”, ίσως κάποια παιδιά σήμερα δεν θα είχαν πέσει θύμα κακοποίησης ή και βιασμού. 

Αλλά ένα κράτος και μια κυβέρνηση που φορτώνει το δημόσιο με Μπαλούρδους, αντί για ψυχολόγους, εκπαιδευτικούς, κοινωνικούς λειτουργούς, δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να εκχωρήσει την ευθύνη για την παιδική προστασία σε κάθε Χαμόγελο του Παιδιού και Κιβωτό του Κόσμου. 

Όχι μόνο επειδή έτσι θα οικονομήσει κάποια εκατομμύρια ευρώ που θα γίνουν δωράκια και αναθέσεις στους κολλητούς. 

Αλλά κυρίως επειδή έτσι θα εκθειάζει την ιδιωτική κοινωνία, την κοινωνία των ατόμων – πολιτών που υποκαθιστούν τη συλλογική βούληση και δράση της πολιτείας. Και μέσω αυτής, θα αναδεικνύει το θατσερικό μότο ότι “δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα”.

Το κράτος αποσύρθηκε από την παιδική πρόνοια. Και αντί οι ιθύνοντες (σημερινοί και χθεσινοί) να σκύψουν το κεφάλι από ντροπή, επαίρονται για το αν έθεσαν πλαίσιο ελέγχου στις δομές που υποκατέστησαν το κράτος. Το πρόβλημα δεν είναι να ελεγχθούν οι δομές. Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι δομές υπάρχουν.

Μην ψάχνουμε άλλο σύννεφο να πέσουμε. Το να μεγαλώνουν οι παπάδες και η Εκκλησία ανήλικους είναι ήδη σκάνδαλο. Από μόνο του. Δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ούτε κακοποίηση, ούτε ξυλοδαρμοί, ούτε εκβιασμοί, ούτε θωπείες και βιασμούς. Αυτά αφορούν τις ποινικές προεκτάσεις του σκανδάλου. Αλλά το σκάνδαλο είναι ήδη υπαρκτό, πριν τις καταγγελίες. 

Ουδείς μπορεί να γνωρίζει αν κάποια από τα παιδιά της Πισπιρίγκου θα ζούσε αν υπήρχε κοινωνική πρόνοια. Μόνο που μια τέτοια κοινωνική πρόνοια, που θα προλάμβανε εγκλήματα, θα επενέβαινε στην οικογένεια, θα απέτρεπε κακοποιήσεις, γυναοκοκτονίες και παιδοκτονίες, απαιτεί κονδύλια, προσωπικό, τεχνογνωσία και υποστήριξη δέκα φορές καλύτερη και όχι χίλιες φορές χειρότερη από τα κονδύλια, το προσωπικό, την τεχνογνωσία και την υποστήριξη που έχουν οι παιδοβούβαλοι με το εθνόσημο στο κράνος και το γκλομπ προέκταση του χεριού τους. 

Σίγουρα όμως, αν υπήρχε κοινωνική πρόνοια, δεν θα ξεφύτρωναν ΜΚΟ και δομές σαν μανιτάρια, που με το αζημίωτο για τους εμπνευστές τους, υποκαθιστούν το κράτος και τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις του. 

Τη σημερινή παγκόσμια ημέρα κατά της παιδικής κακοποίησης, την Ελλάδα τη συνταράζει ένα ακόμα σκάνδαλο παιδικής κακοποίησης. Αντί να κάνουμε ευχές και να δηλώνουμε τον αποτροπιασμό και την έκπληξή μας, ας ασχοληθούμε με εκείνη την ιδεολογία, εκείνη την πολιτική και εκείνη την κοινωνική οργάνωση, που ρίχνει λίπασμα στην παιδική κακοποίηση.

Γιατί μιλάμε για εμφυλη βία

Γράφει η Μαρίνα Παπαδοπούλου και η Ειρήνη Τσαλουχίδη

Η δημόσια αναφορά της Σοφίας Μπεκατώρου σχετικά με το βιασμό που υπέστη άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, με τις καταγγελίες για δημόσια πρόσωπα να διαδέχονται η μία την άλλη. Με αφορμή αυτήν την καταγγελία, ξεκίνησε μια παράλληλη και συνδεόμενη συζήτηση για τη βία στους χώρους εργασίας. Το ρεύμα που δημιουργήθηκε ήταν τόσο ισχυρό, ώστε να φτάσουν να αποκαλύπτονται σοβαρές εγκληματικές συμπεριφορές ανθρώπων που αποτελούσαν «προσωπικές επιλογές του πρωθυπουργού» σε βάρος ανηλίκων και μη. Η συζήτηση που διεξάγεται ευρύτατα αυτή τη στιγμή στα social media, τα ΜΜΕ, τις παρέες των ανθρώπων είναι πλούσια και χαώδης, ενώ εκτείνεται και σε επιμέρους παραμέτρους του προβλήματος της έμφυλης βίας, όπως το νομικό πλαίσιο, η στάση της δικαιοσύνης, η ψυχολογία των θυμάτων, ο ρόλος της οικογένειας, οι πολιτικές ευθύνες κ.ά. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να εισάγει ορισμένους προβληματισμούς στη συζήτηση, με στόχο αυτή να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα.

Υπάρχει πρόβλημα έμφυλης βίας στην Ελλάδα;

Ναι. Υπάρχει και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο, με διαφορετική ένταση και έκταση. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η ανισότητα μεταξύ των φύλων αποτελεί παρελθόν ή απλό κατάλοιπο προηγούμενων εποχών που με τον καιρό και την δήθεν γραμμική κοινωνική εξέλιξη θα ξεπεραστεί. Τα στοιχεία τους διαψεύδουν. Σύμφωνα με έρευνα που διενέργησε το 2012 το FRA[1] σε 42.000 γυναίκες από όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. το 33% των γυναικών από 15 ετών και άνω έχουν πέσει θύματα σωματικής ή/και σεξουαλικής κακοποίησης τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους.  Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, 1 στις 20 γυναίκες στην Ε.Ε. έχει πέσει θύμα βιασμού. Το ποσοστό που αφορά την Ελλάδα είναι μικρότερο, με τα θύματα σεξουαλικής ή/και σωματικής βίας να ανέρχονται στο 19% των ερωτηθεισών. Χαμηλότερα είναι και τα ποσοστά των βιασμών. Ενδιαφέρον στοιχείο στην έρευνα είναι σταθερά τα υψηλότερα ποσοστά σωματικής και σεξουαλικής βίας αναφέρονται στις θεωρητικά «προηγμένες» σκανδιναβικές χώρες, με την έρευνα να θέτει πάντως υπόψιν του αναγνώστη ότι αυτό πιθανώς οφείλεται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι υπάρχει καλύτερη αντίληψη σε σχέση με το τι συνιστά παρενόχληση και σεξουαλική βία.

Ειδικά για την Ελλάδα, ενδιαφέρον έχει το στοιχείο ότι ενώ μόνο το 17% δηλώνει ότι ανησυχεί ότι θα πέσει θύμα κακοποίησης (με την πλειοψηφία μάλιστα να θεωρεί πιθανότερο το ενδεχόμενο να κακοποιηθεί από κάποιον άγνωστο παρά τα σαφή στοιχεία που δείχνουν ότι η κακοποίηση από οικεία πρόσωπα είναι πολύ συχνότερη), το 68% των γυναικών (ένα από τα υψηλότερα ποσοστά πανευρωπαϊκά) δηλώνουν ότι αποφεύγουν συνειδητά την μετακίνησή τους σε ορισμένους χώρους, ιδιωτικούς ή δημόσιους, που αναγνωρίζουν ως «επικίνδυνους». Τα παραπάνω φαίνονται λογικά επακόλουθα της ευρέως διαδεδομένης αντίληψης που θέλει το θύμα να ευθύνεται επειδή «προκάλεσε» ή «ήταν απρόσεκτο», αλλά και της λογικής που θέλει τις γυναίκες κυρίως να φοβούνται την κακοποίηση και όχι να είναι καλά ενημερωμένες σε σχέση με αυτήν. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα βρίσκεται τρίτη από το τέλος, όσον αφορά το ποσοστό καταγγελίας στην αστυνομία του πιο σοβαρού περιστατικού σωματικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης που έχει δεχθεί μία γυναίκα.

Τι γεννά την καταπίεση και τη βία;

Η καταπίεση αφορά μια ανισότητα ισχύος και την επιβολή του ισχυρού στον αδύναμο, κύριο χαρακτηριστικό των εκμεταλλευτικών συστημάτων. Μια τέτοια ανισότητα είναι φανερή ανάμεσα στα δύο φύλα και έχει προκύψει ιστορικά από την κυριαρχία της πατριαρχίας ως τρόπου οργάνωσης της οικογένειας και της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με τον Ένγκελς [2] στην ανάλυσή του για την καταγωγή της οικογένειας, η υποδούλωση των γυναικών στους άνδρες αποτέλεσε την πρώτη ταξική σχέση υποδούλωσης.

Η γυναικεία εκμετάλλευση προέκυψε από το ζήτημα καταμερισμού της εργασίας και της κληροδότησης της ιδιοκτησίας, αλλά σύντομα εγκαθιδρύθηκε στην ιδεολογία, τα κοινωνικά στερεότυπα και την ηθική, με διαφοροποιήσεις σε κάθε εποχή, διαμορφώνοντας τους κοινωνικούς ρόλους του φύλου που εξυπηρετούν τον καταμερισμό της εργασίας σε κάθε ιστορική περίοδο. Η σχέση μεταξύ ταξικού και έμφυλου ζητήματος έχει υπογραμμιστεί ήδη από τη δεκαετία του ’60 από το μαρξιστικό φεμινισμό, αναδεικνύοντας το ζήτημα του φύλου ως μια σημαντική αντίθεση για το καπιταλιστικό σύστημα. Αναγνωρίζει την καταπίεση των γυναικών, ή καλύτερα την κυριαρχία των ανδρών, ως δομικό στοιχείο του συστήματος, μέσω της διπλής εκμετάλλευσης των γυναικών στον τομέα της παραγωγής και της αναπαραγωγής.

Έτσι, η σχέση μεταξύ των φύλων διαμορφώνεται ως μια σχέση εξουσίας συχνά μέσω της επιβολής αυτής, είτε λόγω των κοινωνικών νορμών που επιζητούν τη συμμόρφωση, είτε με χρήση βίας. Πρέπει να γίνει απολύτως αντιληπτό ότι ο βιασμός και οι παρενοχλητικές συμπεριφορές δεν σχετίζονται με την σεξουαλικότητα και δεν αποτελούν πιο «επιθετικές» μορφές έκφρασης της επιθυμίας ή της αγάπης. Σχετίζονται κατά βάση με την εξουσίαση του άλλου, που νοείται την δεδομένη στιγμή και βάσει των κυρίαρχων κοινωνικών αντιλήψεων ως αδύναμος. Το πρόβλημα δηλαδή ανάγεται στο σύστημα που παράγει θύτες και θύματα και στις αξίες που αυτό καλλιεργεί στην κοινωνία, προκειμένου να νομιμοποιήσει την οικονομική και κοινωνική ανισότητα που παράγει. Λεκτική, σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική, η έμφυλη βία διαχωρίζεται ως έννοια  από άλλα είδη βίας λόγω της κατεύθυνσής της  (προς τη γυναίκα) και του σκοπού της (την επιβολή του ισχυρού φύλου). Οι κοινωνικές νόρμες για τη σχέση και αλληλεπίδραση μεταξύ των φύλων, οι οποίες κανονικοποιούν την ανδρική επιθετικότητα έχουν δημιουργήσει μια κουλτούρα αποσιώπησης για περιστατικά έμφυλων κακοποιητικών συμπεριφορών στο σπίτι, την εργασία ή το δημόσιο χώρο. Και για αυτό, η εμφάνιση τέτοιων καταγγελιών στο δημόσιο λόγο αποκτά χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας: η μία ακολουθεί την άλλη γιατί λαμβάνουν δύναμη από το άνοιγμα του διαλόγου στη δημόσια σφαίρα, από την πρόκληση που αυτό δημιουργεί ενάντια στο status quo που κανονικοποιεί την παραβιαστική συμπεριφορά με το επιχείρημα «έτσι είναι η φύση τους».

Αυτές οι κοινωνικές νόρμες συνδέονται με το φαινόμενο της «κουλτούρας του βιασμού». Πρόκειται για μια κοινωνιολογική έννοια που αναφέρεται σε κοινωνικά πλαίσια στα οποία μέσω των κοινωνικών στάσεων για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ο βιασμός κανονικοποιείται, ενισχύεται η έμφυλη βία και η ενοχοποίηση του θύματος. Η κυρίαρχη αναπαράσταση για το βιασμό αφορά μια επίθεση ενός «τρελού» σε ένα σκοτεινό σοκάκι, όπου η εμφάνιση μιας κοπέλας τον έκανε να μη μπορεί να συγκρατήσει τη γενετήσια ορμή του. Αυτό αναπαράγει το μύθο της ευθύνης του θύματος ως πόλου σεξουαλικής έλξης. Ταυτόχρονα, θεωρεί αναπόδραστη τη σεξουαλική διέγερση κάθε άνδρα, αλλά η ‘διαταραχή’ του βιαστή έγκειται στο ότι ο συγκεκριμένος δρα επί αυτής της σεξουαλικής ορμής. Η «πρόληψη» λοιπόν του βιασμού έγκειται στις επιλογές της γυναίκας ώστε να μη φαίνεται σεξουαλική διαθέσιμη, και από πολύ νεαρή ηλικία η γυναίκα εκπαιδεύεται σε μεθόδους πρόληψης: να είσαι με παρέα, να συνοδεύεσαι από άνδρα, να γυρνάς νωρίς, να μη φοράς αποκαλυπτικά ρούχα, να διαλέγεις την πιο φωτισμένη διαδρομή, να κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι, να μιλάς στο τηλέφωνο ή έστω να παριστάνεις πως μιλάς στο τηλέφωνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο θύτης παρουσιάζεται ως ανώμαλος, ως πιθανό ‘ψυχιατρικό περιστατικό’, αλλά το θύμα δε γλυτώνει από τις κατηγορίες ότι δεν πρόσεχε αρκετά, ότι έχει κάποιου είδους ευθύνη στο γιατί συνέβη σε εκείνη.. Πολύ συχνότερα βέβαια είναι τα περιστατικά βιασμού από οικεία πρόσωπα. Σε αυτά τα περιστατικά επικρατεί η δυσπιστία των Αρχών και του κοινωνικού περιγύρου, που είτε κατηγορούν το θύμα για ψευδή καταγγελία, είτε ξεχειλώνουν την έννοια της συναίνεσης. Η ευθύνη βαραίνει και πάλι το θύμα που δεν προέβαλε αρκετή αντίσταση, δεν έκανε σαφή την άρνηση ή απλά θεωρείται ότι μετάνιωσε μια συναινετική πράξη και τώρα θέλει να εκδικηθεί και να συκοφαντήσει.

Το θύμα πέρα από το τραύμα για το αυτό το οποίο πέρασε, εσωτερικεύει το βάρος της «ατομικής της ευθύνης» κατηγορώντας τον εαυτό της ότι θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι παραπάνω Θα μπορούσε να είχε φωνάξει περισσότερο, να χτυπήσει δυνατότερα, να πει περισσότερες φορές «όχι», να εμπιστευτεί λιγότερο τα λόγια «Καλέ είναι δυνατόν να με φοβάσαι; Ένα ποτό θα πιούμε». Φυσιολογικές αντιδράσεις του σοκ, όπως το πάγωμα, χρησιμοποιούνται ενάντια στο θύμα. Η απώθηση του συμβάντος και η δυσκολία παραδοχής του ως βιασμό είναι συχνό ψυχολογικό φαινόμενο και παίζει σημαντικό ρόλο στην καθυστέρηση της καταγγελίας, ενώ ταυτόχρονα οι κοινωνικές επιπτώσεις που υφίστανται τα θύματα που καταγγέλλουν αποτελούν επιπλέον αποτρεπτικό παράγοντα.

Έμφυλη ή ταξική βία;

Πολλές από τις καταγγελίες που δημοσιοποιούνται αφορούν τους εργασιακούς χώρους και αυτό έχει ανοίξει μια παράλληλη συζήτηση για τη βία στην εργασία. Η συζήτηση αυτή είναι αναγκαία. Δε χρειάζεται όμως να υπονομεύει την ιδιαιτερότητα της γυναικείας εργασίας, θέτοντας ως αλληλοαποκλειόμενα το ταξικό και το έμφυλο. Φυσικά και υπάρχει το φαινόμενο βίας προς τους εργαζομένους και προς τα δύο φύλα. Οφείλουμε όμως να κατανοήσουμε πως η καταπίεση, ο εξευτελισμός και η βία του εργοδότη δημιουργεί μια εντονότερη καταπίεση όταν κατευθύνεται σε γυναίκα εργαζόμενη, γιατί κατά κανόνα εκμεταλλεύεται την ασθενέστερη θέση της εξαιτίας του ότι είναι γυναίκα: είτε γιατί σωματικά δεν μπορεί να αντιδράσει, είτε γιατί έχει λιγότερες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας (άρα μεγαλύτερες πιθανότητες να σιωπήσει), είτε γιατί η κοινωνική κατακραυγή μπορεί να κατευθυνθεί στο θύμα αντί για το θύτη, είτε σεξουαλικοποιώντας το σώμα της κοκ.

Επίσης, δεν αρνείται κανείς το γεγονός πως το γυναικείο και εργατικό κίνημα πέτυχαν μεγάλες νίκες τις παρελθούσες δεκαετίες γύρω από ζωτικής σημασίας αιτήματα όπως το ωράριο, οι δομές του κοινωνικού κράτους, τα ασφαλιστικά συστήματα, η προστασία της μητρότητας κ.ά. Οι σημαντικές αυτές νίκες έχουν ωστόσο αναιρεθεί σε μεγάλο βαθμό μετά από 40 χρόνια νεοφιλελεύθερου παροξυσμού. Η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η όλο και πιο έντονη ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας (συχνά μάλιστα στο όνομα της δυνατότητας των γυναικών να μεγαλώνουν τα παιδιά τους), η αμφισβήτηση του 8ώρου και η ολομέτωπη επίθεση στο συνδικαλισμό μας έχουν οδηγήσει πολλά βήματα πίσω. Ο νεοφιλελευθερισμός επιχειρεί την επιστροφή της γυναίκας στους παραδοσιακούς ρόλους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, διατηρουμένης φυσικά της ιδιότητάς της ως εργαζόμενης, με σχέσεις ωστόσο μερικούς απασχόλης, τηλεργασίας ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι που πρέπει να ενισχυθεί η φωνή των γυναικών στους χώρους εργασίας και η διεκδίκηση παραδοσιακά «γυναικείων» αιτημάτων, που στην πραγματικότητα όμως συντελούν στην βελτίωση της θέσης του συνόλου των εργαζομένων.

Το γυναικείο ζήτημα ήταν και παραμένει επίκαιρο και χρειάζεται να υπάρχει στην ατζέντα όσων διεκδικούν ένα δίκαιο κόσμο, μακριά από τν καταπίεση και την εκμετάλλευση. Η εξέλιξη το Me Too στην Ελλάδα αποτελεί αφορμή να βγει στο προσκήνιο μια πλευρά της γυναικείας εμπειρίας, ένα συλλογικό βίωμα γύρω από την έμφυλη διάσταση της βίας και της καταπίεσης, σε μια εποχή που υπάρχουν περισσότερα ανοικτά αυτιά. Αυτή η συνθήκη θα βοηθήσει να κάνουμε το πρώτο βήμα, να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα στην πραγματική του διάσταση, ώστε να αρχίσουμε να ψηλαφουμε απαντήσεις.

[1] European Agency for Fundamental Rights: Βία κατά των γυναικών – Πανευρωπαϊκή έρευνα . Η έρευνα αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα έρευνα που έχει διενεργηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ περιλαμβάνει αναλυτικά στοιχεία και για την ψυχολογική βία, την σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, τη διαδικτυακή παρενόχληση, το stalking κ.ά. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι διακρίνει αυστηρά τα κριτήρια ανάμεσα στις διαφορετικές μορφές βίας.

[2] Ένγκελς, Φ. Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους

Σεξουαλικά αδικήματα: Να εξαλείψουμε τις κοινωνικές και θεσμικές εστίες αναπαραγωγής τους.

Το καθήκον της κοινωνίας που αναδεικνύεται από την πλημμυρίδα των καθημερινών αποκαλύψεων και καταγγελιών βιασμών και άλλων σεξουαλικών αδικημάτων και παρενοχλήσεων είναι να διαμορφωθούν οι καλύτεροι δυνατοί όροι ενθάρρυνσης των θυμάτων τους, ώστε να καταγγέλλουν άμεσα, άφοβα και χωρίς ντροπή τις πράξεις αυτές και να βρίσκουν την συμπαράσταση και την συνδρομή που έχουν ανάγκη από τους αρμόδιους θεσμικούς και κοινωνικούς φορείς.

Το παράδειγμα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, που σε έναν μήνα περίπου έχει συγκεντρώσει 1.000 και πλέον καταγγελίες μελών του για περιστατικά σεξουαλικών παρενοχλήσεων και βιασμών, πρέπει να μιμηθούν όλα τα εργατικά σωματεία και οι Ομοσπονδίες τους και να γίνουν αρωγός και μέσο έκφρασης και  πραγματικής διεκδίκησης των δικαιωμάτων των μελών τους, καθώς σε πολύ μεγάλο βαθμό τα περιστατικά αυτά πηγάζουν από σχέση εργασιακής εξάρτησης και την ανάγκη αυτού ή αυτής που παρενοχλήθηκε να αποκτήσει ή να διατηρήσει την θέση εργασίας του.

Όπως, μάλιστα, δημοσιεύθηκε ήδη σε αρκετές ιστοσελίδες, παρόμοια πρωτοβουλία έχει λάβει και η Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων Αθήνας, επιτροπή της οποίας συνέταξε ένα ανώνυμο και χωρίς προσωπικά δεδομένα θύματος και δραστών ερωτηματολόγιο, με σκοπό να καταγράψει κατ αρχήν αν έχουν εκδηλωθεί και στον νομικό χώρο κρούσματα σεξουαλικής παρενόχληση την τελευταία πενταετία στο χώρο εργασίας τους. Μέχρι τώρα έχουν επιστραφεί τουλάχιστον 500 «θετικές» απαντήσεις ασκούμενων και νέων δικηγόρων, γυναικών στην συντριπτική τους πλειοψηφία, από τις οποίες προκύπτει ότι υπήρξαν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης από εργοδότη ή υποψήφιο εργοδότη τους δικηγόρο την τελευταία πενταετία. Ευχής έργο είναι όταν ολοκληρωθεί η παραλαβή των απαντήσεων, να επιληφθούν τα αρμόδια όργανα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, προκειμένου να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα ενθάρρυνσης των μελών του για να καταγγείλουν επώνυμα πλέον τέτοιου είδους συμπεριφορές για να τιμωρηθούν και να προληφθούν παρόμοιες στο μέλλον.

Η ενθάρρυνση των θυμάτων όμως προϋποθέτει σε επίπεδο κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων μέτρα γενναία και σημαντικές δαπάνες για να μετατρέπουν τη συμπαράσταση και την συνδρομή από ευχή σε πράξη : Δομές φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών και παιδιών, των οποίων οι γονείς εμπλέκονται σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, οργανωμένη και συστηματική σωματική προστασία, υποστήριξη νέας διαμονής, ψυχολογική και οικονομική στήριξη και νομική βοήθεια με έξοδα του κράτους μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας της δίκης και φυσικά προστασία της προσωπικότητας των θυμάτων από ερωτήσεις τύπου «τι φορούσες ;», «γιατί κυκλοφορούσες μόνη σου την νύχτα ;» και άλλα παρόμοια.

Η αντιστροφή των ρόλων, η θυματοποίηση των δραστών και η ενοχοποίηση των θυμάτων και ιδίως η συλλογική απαξίωση κοινωνικών κατηγοριών προσώπων με χαρακτηριστικό των σεξουαλικό προσανατολισμό, την κοινωνική τους συμπεριφορά, τον τρόπο ζωής τους, τα στοιχεία εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας ή την πολιτιστική τους συγκρότηση, συμβάλλουν στην στήριξη των βιαστών και όχι των θυμάτων. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και δηλώσεις σεξισμού, ρατσισμού και ομοφοβίας, που είναι ανεπίτρεπτο να εκφέρονται από οποιονδήποτε, πολύ δε περισσότερο από χείλη δικηγόρων, οι οποίοι μετέχουν σε τέτοιες υποθέσεις. Γιατί οι δηλώσεις αυτές στοχοποιούν και περιθωριοποιούν τα θύματα, ενεργοποιούν και επιτείνουν την ταξική τους διαφοροποίηση από τους θύτες και ασκούν δημόσια ψυχολογική βία, προσβολή, απειλή και συκοφαντία, που έχει ως στόχο και αποτέλεσμα την αποθάρρυνση τους και την αποτροπή της αποκάλυψης καταγγελιών.

Τέτοιες δηλώσεις φιλοξενήθηκαν απλόχερα τις ημέρες αυτές στους τηλεοπτικούς σταθμούς μεγάλης εμβέλειας με πολύωρες προσωπικές συνεντεύξεις και είναι απορίας άξιο γιατί ο Δ.Σ.Α., πέρα από την λειτουργία των πειθαρχικών του οργάνων, η οποία πράγματι εκδηλώθηκε αστραπιαία, δεν έχει εκδώσει οποιαδήποτε δημόσια ανακοίνωση αποδοκιμασίας. Και τούτο διότι ο Δ.Σ.Α. δεν αποτελεί μόνο μυστική πειθαρχική υπηρεσία, αλλά αποτελεί φορέα με σκοπό και αρμοδιότητα μεταξύ άλλων την δημόσια διατύπωση κρίσεων και προτάσεων για την βελτίωση της λειτουργίας και της απονομής της δικαιοσύνης, την φροντίδα και μέριμνα για την συνδρομή των προϋποθέσεων για την αξιοπρεπή άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, την άσκηση παρεμβάσεων για κάθε θέμα κοινωνικού, πολιτιστικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου, που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, όπως και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος (άρθρο 90 ν. 2194/2013 «Κώδικας Περί Δικηγόρων»). Και βέβαια την υπεράσπιση των αρχών και των κανόνων του κράτους δικαίου σε μία δημοκρατική πολιτεία, που επιβάλλουν τον σεβασμό της προσωπικότητας όσων καταφεύγουν στην έννομη και δικαστική προστασία και όχι την καθύβριση και απαξίωση τους.

Αν τα παραπάνω παριστούν ορισμένες από τις κοινωνικές και ιδεολογικές μήτρες ανοχής και αναπαραγωγής των σεξουαλικών αδικημάτων, που παρεμπιμπόντως η κοινωνία της εκμετάλλευσης και όχι οποιαδήποτε προαιώνια και αταξική πατριαρχία ή έμφυλη αντίθεση είναι εκείνη που τα γεννάει, δεν λείπει δυστυχώς από τον Ποινικό Κώδικα και η θεσμική εστία συγκάλυψης και αναπαραγωγής τους.

Πρόκειται για το άρθρο 344 Π.Κ., το οποίο περιορίζει την υποχρέωση αυτεπάγγελτης δίωξης των αδικημάτων του βιασμού (ΠΚ 336), αλλά και της κατάχρησης σε γενετήσια πράξη (ΠΚ 343). Σύμφωνα με αυτό, στις περιπτώσεις των άρθρων 336 και 343 στοιχείο γ΄ η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, αλλά αν ο παθών δηλώνει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη ή αν αυτή έχει εισαχθεί την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη. Αν δε ο παθών είναι ανήλικος το δικαίωμα αυτό (της δήλωσης για να μπεί η υπόθεση στο αρχείο) το έχουν οι γονείς του.

Είναι η μοναδική διάταξη σε όλον τον Ποινικό Κώδικα, η οποία σχετικοποιεί την αυτεπάγγελτη δίωξη βίαιων κακουργημάτων, ορισμένα από τα οποία τιμωρούνται με την εσχάτη των ποινών (ομαδικός βιασμός). Αντικείμενο της ρυθμιστέας ύλης του είναι :

1. Τα αδικήματα του άρθρου του 336 Π.Κ., δηλαδή

α) το αδίκημα του βιασμού (εξαναγκασμός άλλου σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας) που τιμωρείται με κάθειρξη 10-15 ετών),

β) το αδίκημα του ομαδικού βιασμού από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούν από κοινού ή που είχε ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος, που τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη 10-15 ετών,

γ) την επιχείρηση γενετήσιας πράξης χωρίς την συναίνεση του παθόντος, αλλά και χωρίς άσκηση απειλής ή σωματικής βίας, που τιμωρείται με κάθειρξη 5-10 ετών και

2. Ακόμη (άρθρο 343 Π.Κ.) για μεν τις περιπτώσεις α΄ και β΄ υποχρέωση άλλου σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης με κατάχρησης σχέσης εργασιακής εξάρτησης ή με εκμετάλλευση της άμεσης ανάγκης του να εργαστεί, που αποτελεί πλημμέλημα που τιμωρείται με φυλάκιση 2 – 5 ετών και χρηματική ποινή, διώκεται μόνο μετά από έγκληση του θύματος (δικαίωμα το οποίο παραγράφεται μετά την πάροδο τριμήνου από την τέλεση της πράξης), για δε την περίπτωση γ΄ (υποχρέωση προσώπου σε γενετήσια πράξη από πρόσωπο επιφορτισμένο με την φροντίδα του θύματος), που τιμωρείται με επίσης φυλάκιση 2-5 ετών και χρηματική ποινή, υπόκειται και αυτή στην ρύθμιση του άρθρου 344.

Η διάταξη του άρθρου 344 Π.Κ., που δυστυχώς παρέμεινε έτσι και με την θέσπιση του νέου Ποινικού Κώδικα, έχει ως δικαιολογητική της βάση την προστασία του ψυχικού κόσμου και της κοινωνικής υπόληψης του θύματος και την αποτροπή βλάβης της ψυχικής του υγείας από την αφήγηση και αναπαράσταση του βιασμού στο ακροατήριο.

Η αντίληψη αυτή είναι προφανώς εσφαλμένη, διότι ακόμα και αν θεωρηθεί ότι αυτή η διάταξη υπηρετεί το συμφέρον, το οποίο προβάλλει, εσφαλμένα το θέτει υπεράνω σημαντικότερων συμφερόντων, όπως είναι η προστασία υποψηφίων θυμάτων του ίδιου δράστη και απολήγει να  προκαλεί ενθάρρυνση του δράστη με την προοπτική της ατιμωρησίας του ακόμα και για βίαιες κακουργηματικές πράξεις.

Η διάταξη αυτή στην ιδεολογική της σήμανση είναι η υποβάθμιση του βιασμού, η θεσμοποίηση της ντροπής, η απεμπόληση των ευθυνών της εισαγγελικής και δικαστικής εξουσίας και η μετάθεσή τους στο θύμα, η επίσημη παραδοχή ότι το θύμα πρέπει να ντρέπεται για την αναπαράσταση του βιασμού του και φυσικά αποτελεί εστία συναλλαγής και συγκάλυψης. Είναι ένα κλείσιμο ματιού στους δράστες που έχουν την ικανότητα να τα βρίσκουν με το θύμα, φυσικά αυτούς που υπερέχουν οικονομικά και κοινωνικά, και να οδηγούν την υπόθεση τους στο αρχείο και την ατιμωρησία. Και στην πράξη λειτουργείς ως πηγή εύνοιας των οικονομικά ισχυρών δραστών,

Σε μία περίοδο που το καθήκον που απορρέει από όσα αποκαλύπτονται και καταγγέλλονται είναι η ενθάρρυνση κάθε διαδικασίας αποκάλυψης, ο Ποινικός Κώδικας διατηρεί άσβεστη μία όχι απλώς ξεπερασμένη αλλά αντιδραστική πλέον διάταξη, η οποία αντιπαλεύει την αποκάλυψη και συγκατατίθεται στην συγκάλυψη. Και είναι εντυπωσιακό, ότι ακόμα και σήμερα που πέρα από την πάντοτε ισχύουσα πρόβλεψη χωρίς δημοσιότητα (δίκη κεκλεισμένων των θυρών, ΚΠΔ 330), εισχωρούν στο δικονομικό δίκαιο πρακτικές διεξαγωγής ανακριτικών και δικαστικών πράξεων εξ αποστάσεως (π.χ. ΚΠΔ 227, διαδικασία κατάθεσης μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος) να ταυτίζεται η προστασία του ψυχικού κόσμου του θύματος απόλυτα με την ατιμωρησία του δράστη, χωρίς αναζήτηση εναλλακτικής λύσης που να μετριάζει το άλγος του θύματος και να αποτρέπει την ατιμωρησία του δράστη.

Η άμεση κατάργηση του άρθρου 344 Π.Κ. και η καθιέρωση της αυτεπάγγελτης δίωξης χωρίς κάμψεις και εξαιρέσεις, τόσο για τα (καθόλου ευκαταφρόνητα και με σοβαρή κριτική για το ότι δεν αναβαθμίζονται σε κακουργήματα) πλημμελήματα του άρθρου 343 Π.Κ., όσο κυρίως και για τα κακουργήματα του άρθρου 336 Π.Κ. είτε για ανήλικους είτε για ενήλικους παθόντος, προβάλλει επιτακτικά αναγκαία ως η μόνη επιβεβλημένη μεταρρύθμιση του Ποινικού Κώδικα για την εξυπηρέτηση του σκοπού της αποκάλυψης των σεξουαλικών εγκλημάτων και τελικά της απονομής δικαιοσύνης και της προστασίας των θυμάτων.

Και αν ακόμα αυτό προκαλεί την οποιαδήποτε ψυχική αναστάτωση στο θύμα (λες και δεν υπάρχει κακούργημα, του οποίου η αναπαράσταση να μην προκαλεί ψυχικό άλγος στο θύμα του), αυτή εξισορροπείται από το γεγονός της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, που είναι η αποθάρρυνση και η αποτροπή του δράστη από την τέλεση νέων πράξεων και άρα η αποτροπή δημιουργίας πολλαπλάσιων θυμάτων και όχι το αντίθετο.

Δυστυχώς, το στοιχείο αυτό δεν έχει τεθεί ακόμα στον δημόσιο λόγο. Αντίθετα, κυριαρχούν προσεγγίσεις άστοχες, οι οποίες θεωρούν ως μείζον θέμα μεταρρύθμισης την επιμήκυνση των χρονικών ορίων παραγραφής ή και την αυστηροποίηση των ποινών. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν βρίσκεται εκεί. Οι μεν ποινές, τουλάχιστον όσον αφορά τα αδικήματα του Π.Κ. 336, έχουν διαμορφωθεί στο ανώτατο ικανό επίπεδο αναλογικά με την απαξία των πράξεων που προβλέπουν, η δε παραγραφή σύμφωνα με τα ισχύοντα (Π.Κ. 111, 112, 113) εκτείνεται στα 15+5 χρόνια από την τέλεση, όταν αυτή τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη και στα 20+5 χρόνια, εάν πρόκειται για πράξη που τιμωρείται με ισόβια, ενώ όταν πρόκειται για ανήλικα θύματα οι προθεσμίες αυτές ξεκινούν από την ενηλικίωση τους, άρα προστίθεται και το χρονικό διάστημα των ετών που μεσολαβούν από την τέλεση της πράξης κατά ανηλίκου μέχρι τα ην ενηλικίωση του.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί, πράγμα γνωστό στον νομικό κόσμο, ότι ο θεσμός της παραγραφής, ο οποίος κακολογείται συχνά σε δημόσιες ομιλίες μη νομικών, δεν αποτελεί μέτρο επιείκειας υπέρ του δράστη, ούτε έπαθλο για επιμελείς δράστες οι οποίοι κατορθώνουν να μην αποκαλυφθούν. Είναι  θεσμός που έχει καθιερωθεί για λόγους δημόσιας τάξης και υπηρετεί την ασφάλεια του δικαίου, δεδομένου ότι είναι προφανής η αποδυνάμωση των αποδεικτικών στοιχείων και του κινδύνου εσφαλμένων αποφάσεων από την εξαφάνιση ή εξασθένιση των αποδείξεων μετά από μακρόχρονα διαστήματα, ενώ συνήθως εκλείπει και η δυνατότητα γενικής και ειδικής πρόληψης.

Συνεπώς είναι επισφαλής η οποιαδήποτε επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής πέραν του ήδη μεγάλου αυτού χρονικού διαστήματος, ενώ η αύξηση των χρονικών ορίων της δεν εξυπηρετεί ούτε από άποψη σκοπιμότητας την ανάγκη αποκάλυψης των εγκλημάτων αυτών. Σημασία έχει να αποκαλύπτονται άμεσα και όσο το δυνατόν πιο κοντά στον χρόνο τέλεσής τους και όχι μετά από 15, 20 και 25 χρόνια, όταν ο δράστης ενθαρρυμένος από την σιωπή του θύματος θα έχει τελέσει δεκάδες άλλα παρόμοια αδικήματα.

Η εξάλειψη, συνεπώς, τόσο των κοινωνικών όσο και των θεσμικών εστιών ανοχής και κατ αποτέλεσμα αναπαραγωγής  των σεξουαλικών εγκλημάτων και η συστηματική συμπαράσταση με κάθε τρόπο στα θύματα και την ανάγκη αποκάλυψης τους, αποτελεί το καθήκον της κοινωνίας και του προοδευτικού νομικού κόσμου σήμερα.

Πρέπει να πολιτικοποιηθεί το σκάνδαλο Λιγνάδη;

Απερίφραστα ναι.

Πρώτον γιατί δεν πρόκειται για έναν τυχαίο παιδοβιαστή, έναν από αυτούς που υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που επί 30 χρόνια φέρεται ότι βίαζε, κακοποιούσε, εκβίαζε και χειραγωγούσε, παρά τους υπαρκτούς ψιθύρους και τις έμμεσες δημόσιες παραδοχές των «παθών» του.

Και όχι μόνο: Ανήλθε σε έναν κλειστό κύκλο εξουσίας, ανέλαβε (ή και του ανέθεσαν) πολιτικό ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας, και για αυτό έγινε ο αγαπημένος των σαλονιών της εξουσίας και των διαπλεκόμενων ΜΜΕ.

Έχουν αναφερθεί πολλά, ας θυμίσουμε ένα ακόμα: Ήταν ένας εκ των ομιλητών στην εκδήλωση για …τα θύματα της τρομοκρατίας, στις 20/1/2020, μαζί με τον Μητσοτάκη, τον Χρυσοχοΐδη, τον Βενιζέλο, τον Πρετεντέρη, τον Μανδραβέλη, τον Τσίμα κλπ. Δεν ήταν απλώς «συνομιλητής» της εξουσίας, ήταν κομμάτι της, ή καλύτερα ένας εκ των επί του πολιτισμού εκπροσώπων της.

Το γεγονός ότι δεν ένιωθε φόβο, (το ανάποδο, ξαναδιαβάζοντας σήμερα συνεντεύξεις και αναρτήσεις του, φαίνεται ότι υπερηφανευόταν για τη δράση του), είχε ή δεν είχε να κάνει με το ότι ήταν μέλος ενός κλαμπ εξουσίας, με ειδική αποστολή την «αλλαγή ιδεολογίας» στο χώρο του θεάτρου και του πολιτισμού;

Ανεξάρτητα με το αν ο συγκεκριμένος, ιδιαίτερα ισχυρός και ταυτόχρονα ευρύς και διακομματικός κύκλος εξουσίας υποψιαζόταν ή όχι, είχε ακούσει ψιθύρους ή είχε μαύρα μεσάνυχτα για τη δράση του Λιγνάδη, το γεγονός ότι ο πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ήταν εκλεκτός συναγελαζόμενός του, καθιστά την υπόθεση Λιγνάδη κατεξοχήν πολιτική.

Δεύτερον. Η υπόθεση Λιγνάδη πρέπει να πολιτικοποιηθεί γιατί ο ίδιος ο Λιγνάδης πολιτικοποίησε την παρουσία του στο καλλιτεχνικό στερέωμα της χώρας και για αυτό άλλωστε επιλέχθηκε – με απευθείας ανάθεση και εντολή Μητσοτάκη – στην καθοριστική και ευαίσθητη θέση του.

Ο Λιγνάδης επιτέθηκε στην ηγεμονία της Αριστεράς, μιλώντας για τις «ψευδοαριστερές συνειδήσεις». Αποκατέστησε πλαγίως τον δωσιλογισμό με την ονοματοδοσία αίθουσας του Εθνικού ως αίθουσα Ελένης Παπαδάκη. Επικαλέστηκε την καλλιτεχνική αξία της για να εξυμνηθεί κατά βάση η πολιτική της ένταξη και παρουσία κατά τη φασιστική Κατοχή.

Γνώριζε άλλωστε ο Λιγνάδης, αλλά και όλο το πολιτιστικό – πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης, ότι η Αριστερά στην Ελλάδα αντλεί την «ηγεμονία» και το «ηθικό της πλεονέκτημα» από την Εθνική Αντίσταση, όταν και έδωσε εκατόμβες μαρτύρων για την ελευθερία του λαού μας. Η σχετικοποίηση, ο υποβιβασμός, η υποτίμηση και η συκοφάντηση του εαμικού κινήματος ήταν ο απώτερος στόχος της επιμονής του Λιγνάδη η οποία άλλωστε χαιρετίστηκε με ξέφρενο ενθουσιασμό από τα ΜΜΕ της άρχουσας τάξης.

Ο Λιγνάδης επιχείρησε με την παρουσία του στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου να κάνει το αρχαίο δράμα εφαλτήριο ενός νέου γύρου προγονοπληξίας και αρχαιολατρίας, με τις κιτσάτες υποκλίσεις στο ομοίωμα του Παρθενώνα, βγαλμένες από την αισθητική της επταετίας. Πήρε όλα τα κλισέ της αντίδρασης, τα έντυσε με περίβλημα εικοστού πρώτου αιώνα και τα ξανασέρβιρε βάζοντας ως κερασάκι το ταλέντο του ή τη θεατρική του ευφυία.

Πόσο μπορεί να διαχωριστεί η ασυλία που είχε (ή ένιωθε ότι είχε) στην προσωπική του ζωή, από την πολιτική αποστολή που ανέλαβε ή του ανέθεσαν;

Όχι, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δεξιοί ανέχονται τους παιδοβιαστές, ούτε ότι οι παιδοβιαστές είναι δεξιοί.

Σημαίνει όμως ότι ο περί πολλού πολιτικός ρόλος δεν μπορεί να προσφέρει (φανταστική ή πραγματική) ασυλία για εγκλήματα.

Σημαίνει επίσης ότι είναι άλλο να έχει κάποιος ακούσει ψιθύρους και μην μπορώντας να τους αποδείξει, απλώς να σιωπά, και άλλο οι ψίθυροι να αγνοούνται επειδή ο συγκεκριμένος προορίζεται να παίξει πολιτικό ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα.

Αυτό από μόνο του δεν είναι απλά λόγος παραίτησης υπουργού, είναι λόγος βαθιάς πολιτικής κρίσης.

Τρίτον. Η υπόθεση Λιγνάδη πρέπει να πολιτικοποιηθεί γιατί η σεξουαλική κακοποίηση μπορεί να μην έχει κόμμα, αλλά έχει ιδεολογία. Τη φασιστική, διαστροφική ιδεολογία της επιβολής, της ατίμωσης του συνανθρώπου, της εκμετάλλευσης του ανίσχυρου, της ασυδοσίας του ισχυρού, της ικανοποίησης των εγωιστικών αναγκών ή επιθυμιών σε βάρος του άλλου.

Η ιδεολογία αυτή δεν είναι άμεσα πολιτική με την έννοια ότι κανένα κόμμα δεν την αναγνωρίζει για σημαία του. Όμως σε τελικό επίπεδο κάθε ιδεολογία επιτελεί ρόλο πολιτικό, γιατί η μία ή η άλλη κοσμοθεωρία και στάση ζωής παράγει αποτελέσματα στο οργανωμένο κοινωνικό σύνολο. Ακόμα και αν πρόκειται για βιασμούς παιδιών που διαπράττονται εν κρυπτώ και παραβύστω.

Ένας βιαστής ή παιδοβιαστής μπορεί εξίσου καλά να είναι είτε δεξιός, είτε αριστερός, είτε φιλελεύθερος, είτε αναρχικός. Γιατί είναι ένα πράγμα η ιδεολογία που κάποιος επικαλείται και ένα άλλο πράγμα η ιδεολογία που τον καθορίζει.

Η πολιτικοποίηση όμως των υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης – άρα και του Λιγνάδη – δεν αφορά το ποδοσφαιρικό σκορ των αριστερών ή δεξιών κακοποιητών, παρενοχλούντων ή παιδοβιαστών. Δεν αφορά κανένα ισοζύγιο πολιτικού κόστους ή κέρδους.

Αφορά κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο: την αποκάλυψη, την καταγγελία, την πλειοψηφική πλέον αποστροφή προς ιδεολογίες και αντιλήψεις που τρέφουν το φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης. Γιατί μπορεί η έκφραση του φαινομένου να γίνεται σε ατομική βάση, στο σπίτι ή στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, αλλά το φαινόμενο είναι κοινωνικό, έχει ρίζες σε κοινωνικές αντιλήψεις και συσχετισμούς.

Η κοινωνική κατακραυγή για αυτή τη φασιστική ιδεολογία της επιβολής, είναι μια βαθιά απελευθερωτική πρακτική.

Η τυχόν παραίτηση Μενδώνη, από τη μια επιβεβαιώνει ότι υπάρχει πολιτική ευθύνη στην υπόθεση, από την άλλη δεν αντιστοιχεί στο βάθος και στην έκταση του σκανδάλου.

Και μια διευκρίνηση: Η πολιτικοποίηση του σκανδάλου Λιγνάδη, δεν αφορά τον πόλεμο ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ, τα hashtags που παίζουν μισθωμένα τρολ στα κοινωνικά δίκτυα ή την κοντόθωρη μικροκομματική εκμετάλλευση. Βέβαια από ένα κόμμα που βούτηξε τα χέρια του σε απανθρακωμένα πτώματα για να βγάλει κέρδη, ή ένα κόμμα που μέτραγε τις ανθρώπινες ζωές με όρους «στραβής στη βάρδια», δεν ξέρουμε τι καλύτερο μπορούμε να περιμένουμε.

Το κύμα των καταγγελιών όπως ξεκίνησε από τη μαρτυρία της Σοφίας Μπεκατώρου είναι βαθιά πολιτικό. Γιατί μπορεί να απομονώσει, να απαξιώσει, να αποκαθηλώσει ιδεολογίες και στάσεις ζωής εξουσιαστικές, καταπιεστικές, ηθικά και ποινικά κολάσιμες.

Η επιχείρηση συγκάλυψης του Λιγνάδη δεν πέτυχε. Σειρά έχει η επιχείρηση αποποίησης ευθυνών.

Δύο ολόκληρες εβδομάδες πέρασαν από την παραίτηση Λιγνάδη για να αποφασίσει η κυβέρνηση ότι δεν τον ξέρει τον κύριο. Πριν την πρώτη μαρτυρία του Νίκου Σ. για βιασμό (5/2/2021),  η κυβέρνηση αρνούνταν κατηγορηματικά ότι υπάρχει θέμα. Το χειρότερο, αμέσως μετά (6/2/2021), η Υπουργός Πολιτισμού, υιοθετούσε αυτολεξεί τις διατυπώσεις Λιγνάδη για το «τοξικό κλίμα» εναντίον του, δηλώνοντας ότι μάλιστα ότι «ο άνθρωπος έχει τις αντοχές του». Όχι, δεν εννοούσε το θύμα, εννοούσε τον θύτη. Οι κατηγορίες πλήθυναν, κατατέθηκαν μηνύσεις, υπήρξε και δεύτερη επώνυμη μαρτυρία. Και μόνο όταν έγινε πλέον εμφανές ότι η υπόθεση δεν συγκαλύπτεται καθώς έγινε μία ακόμα μήνυση που αυτή τη φορά φέρεται να αφορά βιασμό ανηλίκου 14 ετών, η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε συντεταγμένα να επιχειρήσει να απαγκιστρωθεί από το νυν βαρίδι αλλά μέχρι πρότινος στολίδι της παράταξης.

Καθώς οι σχέσεις του Λιγνάδη με τον κύκλο Μητσοτάκη αποκαλύπτονταν όλο και περισσότερο, η αδιαφορία, η καλυμμένη συγκάλυψη, το «δεν υπάρχουν επώνυμες καταγγελίες» και το παλιό γνωστό «όποιος έχει στοιχεία να τα πάει στο εισαγγελέα», έδωσαν τη θέση τους στην αποστασιοποίηση. Με προκλητική βέβαια καθυστέρηση δύο εβδομάδων.

Η μεν Μενδώνη δήλωσε ότι την ξεγέλασε ο κακούργος με την υποκριτική του τέχνη, ο δε Μητσοτάκης επιχείρησε να διασκεδάσει τις σχέσεις με τον φερόμενο ως δάσκαλο ορθοφωνίας του και προσωπική του επιλογή για τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, μιλώντας για το θέμα στην εξ επί τούτου συνάντησή του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Χωρίς να έχουμε στατιστικά στοιχεία στα χέρια μας, μας φαίνεται εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού είναι το δεύτερο πρόσωπο στο περιβάλλον του Κυριάκου Μητσοτάκη που κατηγορείται για σεξουαλική κακοποίηση και παιδεραστία. Μπορεί γενικά το συγκεκριμένο έγκλημα να μην γνωρίζει ταξικούς φραγμούς και να παρεπιδημεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά φαίνεται να βρίσκει ιδιαίτερα εύφορο έδαφος στους κύκλους της εξουσίας. Γιατί μπορεί οι βιαστές και οι κακοποιητές να μην έχουν (συνήθως) συγκεκριμένη κομματική προτίμηση, εμφορούνται όμως από συγκεκριμένη ιδεολογία. Την ιδεολογία της επιβίωσης του ισχυρότερου, της επιβολής της στυγνής δύναμης, την ιδεολογία της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης.

Και αυτή την ιδεολογία δεν τη μοιραζόμαστε όλοι.

Στις καταγγελίες στο χώρο του θεάτρου η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδειξε μέχρι σήμερα, τελείως διαφορετικό πρόσωπο από ό,τι στις καταγγελίες στο χώρο του αθλητισμού.

Η διαφορά βέβαια δεν βρίσκεται σε αυτόν που καταγγέλλει. Ο Νίκος Σ. ή ο Βασίλης Κ. έχουν κι αυτοί επώνυμα, ακριβώς όπως η Σοφία Μπεκατώρου.

Η διαφορά βρίσκεται στο ποιος καταγγέλλεται. Ο Λιγνάδης δεν ήταν ένα καμένο χαρτί, ένας παρακμιακός αθλητικός παράγοντας, ή ένα χαμηλόβαθμο στέλεχος της ΝΔ. Ήταν ο άνθρωπος που εμβληματικά και με βαθιά πολιτική χροιά τοποθέτησε η κυβέρνηση στην διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου.

Από την ανοικτή αποκατάσταση του δωσιλογισμού, μέχρι την υπόκλιση με τις κιτσάτες απομιμήσεις του Παρθενώνα, και από τον αντιαριστερό οχετό μέχρι την κλασική δεξιά αρχαιοπληξία, ο Λιγνάδης ήταν κρυστάλλινη απεικόνιση των χαρακτηριστικών της μητσοτακικής Νέας Δημοκρατίας. Μνησικακία και εκδικητικότητα προς την Αριστερά και την ιστορία της, κούφια αριστεία, ψευδεπίγραφη αξιοκρατία, έπαρση και καβαλημένο καλάμι της δεξιάς «ολικής επαναφοράς» μετά το φιάσκο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Λιγνάδης ενσάρκωσε σε υπερθετικό βαθμό το προφίλ της μητσοτακικής Δεξιάς που έχασε για λίγο τον έλεγχο της διαχείρισης, φρύαξε από το κακό της και επανήλθε καβάλα στο άτι για να ξεμπερδέψει μια για πάντα με την Αριστερά, την ιστορία της, το πολιτικό και πολιτιστικό της φορτίο και το ηθικό της πλεονέκτημα.

Επειδή ακριβώς ο Λιγνάδης κουβάλησε στους ώμους του μεγαλύτερο φορτίο από αυτό ενός «απλού» Καλλιτεχνικού Διευθυντή, η απαγκίστρωση της κυβέρνησης από αυτόν, έγινε όχι στο παρά πέντε, αλλά στο και πέντε. Μπορεί φυσικά να έπαιξαν ρόλο και οι προσωπικές σχέσεις με τον Μητσοτάκη. Ποιος από τα ΜΜΕ θα μπορούσε να τον αγγίξει; Τουλάχιστον μέχρι να δοθεί το ελεύθερο από το Μαξίμου…

Το ελληνικό #metoo με τη θαρραλέα (και κάθε μέρα αποδεικνυόμενη όλο και σημαντικότερη) αποκάλυψη της Μπεκατώρου, στην αρχή αγκαλιάστηκε από την κυβέρνηση, την Προεδρία της Δημοκρατίας και σύσσωμο το πολιτικό σύστημα. Στην πορεία όμως είχε απρόβλεπτη εξέλιξη. Όταν ακούμπησε τον πρωθυπουργικό κύκλο, άρχισαν οι πρώτες απόπειρες συγκάλυψης: κουτσομπολιό οι καταγγελίες, δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, είχαμε συναίνεση ενηλίκων, μην ποινικοποιήσουμε το σεξ, τα 15 είναι νόμιμη ηλικία σεξουαλικής συνεύρεσης, κοκ. Με δύο λόγια, όπως μας είπαν, είχαμε «πολλή φασαρία για το τίποτα». Το κουτί των αποκαλύψεων όμως άνοιξε για τα καλά και δεν μπόρεσε να ξανακλείσει.

Εξ ου και η σημερινή απόπειρα Μητσοτάκη – Μενδώνη.

Αυτή η εξέλιξη του ελληνικού #metoo απέτρεψε την εντελώς εργαλειακή χρήση που του προόριζε η κυβέρνηση της ΝΔ: Να κοπιάρει (επιτυχημένα ή αποτυχημένα θα έδειχνε η ιστορία) τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ προβάλλοντας το προφίλ του φιλελεύθερου δικαιωματισμού. Η περίπτωση Λιγνάδη τίναξε την κυβερνητική υστεροβουλία στον αέρα.

Γιατί αν δεν θέλουμε να συμφιλιωθούμε με το τέρας, οφείλουμε να είμαστε εναντίον κάθε κακοποιητικής συμπεριφοράς, πατριαρχικής αυθαιρεσίας, εργοδοτικής τρομοκρατίας, προσβλητικών πράξεων ή δηλώσεων, αλλά και να καταλαβαίνουμε ταυτόχρονα ότι ο βιασμός, η κακοποίηση, η παιδεραστία, δεν μπορεί να σχετικοποιείται.

Στο χώρο του θεάτρου η πορεία των καταγγελιών από την εργοδοτική τρομοκράτηση στη σεξουαλική παρενόχληση και από εκεί στην προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και τέλος στους βιασμούς, διανύθηκε πολύ γρήγορα.

Ο Μητσοτάκης σήμερα μίλησε για αυτό που πραγματικά τον καίει: Το θέμα, μας είπε, δεν προσφέρεται για κομματική εκμετάλλευση.

Για κομματική εκμετάλλευση ίσως να μην προσφέρεται, προσφέρεται όμως για πολιτικά συμπεράσματα. Γιατί πέρα από μια σάπια και στην πραγματικότητα φασιστική ιδεολογία της δύναμης, της επιβολής, της ατιμωρησίας του ισχυρού, που χαρακτηρίζει βιαστές και κακοποιητές (και υιοθετείται σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο από συγκεκριμένους χώρους), εδώ είχαμε καραμπινάτη προσπάθεια άμβλυνσης, αθώωσης, συγκάλυψης. Η προσπάθεια δεν πέτυχε και μετεξελίσσεται σε επιχείρηση απεμπλοκής και απόσεισης ευθυνών.

Ο γράφων δεν τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Βαρουφάκη, αλλά τι σχέση είχε αλήθεια η αντίδραση του ΜΕΡΑ 25 στην καταγγελία προς τον Δ.Μούτση για απόπειρα βιασμού, με τη στάση που επί δύο εβδομάδες κράτησε η κυβέρνηση στην καταγγελία προς τον Δ.Λιγνάδη, όχι για απόπειρα, αλλά για πολλαπλούς βιασμούς και μάλιστα βιασμούς ανηλίκων;

Τούτων δοθέντων, τυχόν σημερινή παραίτηση Μενδώνη θα ήταν κάτι πολύ λίγο μπροστά στην κλίμακα και στο βάθος της δυσωδίας. Οι ευθύνες βρίσκονται πιο ψηλά από μια ανεπαρκέστατη υπουργό που είναι επί δύο δεκαετίες υψηλά ιστάμενη στο χώρο του πολιτισμού, αλλά ούτε είδε, ούτε άκουσε τίποτα.