Άρθρα

Ο κορωνοϊός ξεσκεπάζει κυβέρνηση και αντιπολίτευση και αποκαλύπτει την χρησιμότητα του δημοσίου συστήματος υγείας

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η επιδημία του νέου κορωνοϊού που χτύπησε την πόρτα της χώρας μας αναδεικνύει μέσα σε λίγα 24ωρα όχι μόνο την ανικανότητα διαχείρισης τέτοιων κρίσεων απ’ τον κρατικό μηχανισμό και το πολιτικό προσωπικό αλλά και την χρεοκοπία του νεοφιλελεύθερου δόγματος ιδιωτικοποίησης της Υγείας και των δημόσιων αγαθών. Η ευθυγράμμιση του ΣΥΡΙΖΑ και η υιοθέτηση της «υπεύθυνης αντιπολίτευσης την δύσκολη ώρα της κρίσης», αποκαλύπτει ξεκάθαρα την συνενοχή και συνυπευθυνότητά του για το σημερινό χάλι της Δημόσιας Υγείας.

Εδώ και οχτώ μήνες, ο Υπ.Υγείας, ο ίδιος ο πρωθυπουργός και πλειάδα κυβερνητικών στελεχών και φανατικών οπαδών του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, έχοντας στρωμένο το έδαφος από τους προηγούμενους που “μεροληπτούσαν υπέρ της Δημόσιας Υγείας”, είχαν βαλθεί να μας πείσουν για την ανωτερότητα της ιδιωτικής υγείας απέναντι στη δημόσια και την ανάγκη ταχείας ιδιωτικοποίησης της τελευταίας. Μάλιστα, επιστράτευσαν ακόμα και τον ΣΕΒ, ιδιώτες κλινικάρχες, ξεπουλημένα ΜΜΕ και “ειδικούς” πανεπιστημιακούς να απαξιώνουν και να λοιδορούν με πληρωμένα άρθρα και μελέτες το Δημόσιο Σύστημα Υγείας και τους εργαζόμενούς του, ως διαλυμένο,σπάταλο, ξεχαρβαλωμένο και απαρχαιωμένο, προτάσσοντας την ανάγκη άμεσου ξεπουλήματός του στους «υγιείς» ιδιώτες επενδυτές, μέσω ΣΔΙΤ και μέσω μετατροπής τους από ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ.

Ξαφνικά θυμήθηκαν ότι το διαλυμένο ΕΣΥ είναι θωρακισμένο και έτοιμο για όλα, ότι αντέχει ακόμα και 10.000 κρούσματα. Τις διαβεβαιώσεις ακολούθησε ο πανικός των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, της ακύρωσης των καρναβαλιών και της ρατσιστικής, αντι-επιστημονικής, φτηνής εκμετάλλευσης της επιδημίας εις βάρος των προσφύγων. Ξαφνικά το ΕΣΥ από υπερτροφικό και κοστοβόρο, γίνεται το μοναδικό αποκούμπι για την επερχόμενη επιδημία. Το ΕΣΥ των 10.000 οργανικών κενών σε γιατρούς και των 25.000 σε νοσηλευτές. Το ΕΣΥ με την χαμηλότερη κρατική χρηματοδότηση στην Ε.Ε και τον ΟΟΣΑ, με τους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων να εξαντλούνται σε 10 αντί σε 12 μήνες. Το ΕΣΥ με την ανύπαρκτη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, τον χαμηλότερο αριθμό οικογενειακών γιατρών, τη μηδενική χρηματοδότηση για πρόληψη, την ανυπαρξία αυτόνομων τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών. Το ΕΣΥ με τα ελάχιστα διαθέσιμα κρεβάτια ΜΕΘ που είναι ήδη κορεσμένα λόγω της γρίπης.

Όταν πρόκειται για τους κερδοφόρους τομείς της Υγείας (διαγνωστικός, εργαστηριακός κτλ) που αποφέρουν άμεσο και εύκολο χρήμα χωρίς κανένα ρίσκο, το κράτος αποσύρεται δίνοντας χώρο στα αρπακτικά να εκμεταλλευτούν και να πλουτίσουν από τον ανθρώπινο πόνο και την αρρώστια. Όταν πρόκειται για τους κοστοβόρους τομείς, όπως η πρόληψη, η Πρωτοβάθμια Υγεία, η εξειδικευμένη αντιμετώπιση και νοσηλεία, οι ΜΕΘ, η έρευνα για μαζική παραγωγή νέων φραμάκων και εμβολίων, οι ιδιώτες σφυρίζουν αδιάφορα και το «σοβιετικό κατάλοιπο του κράτος»  αναλαμβάνει τη βρόμικη δουλειά. Αντικρατισμός  α λα καρτ και παρασιτική κρατικοδίαιτη αεριτζίδικη ιδιωτκή κερδοσκοπία.

Ο νεοφιλελευθερισμός, είναι περισσότερο επικίνδυνος  για την δημόσια Υγεία απ’ ό, τι ο ίδιος ο κορωνοϊός. Αυτό δείχνει η μέχρι τώρα εμπειρία. Όποια χώρα έχει ένα στοιχειώδες δημόσιο σύστημα υγείας με καθολική πρόσβαση του πληθυσμού, μπορεί να ανταπεξέλθει με επιτυχία. Η Δημόσια και Δωρεάν Υγεία ή θα είναι αποκλειστικά κρατική ή δεν θα είναι Δημόσια και Δωρέαν. Η Δημόσια και Δωρεάν Υγεία απαιτεί κρατική χρηματοδότηση, επαρκή στελέχωση και εξοπλισμό. Αποτελεί προφανώς «κόστος» για το κράτος, αν η υγεία, η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη και ζωή κοστολογούνται με όρους αγοράς.

Όποιος ισχυρίζεται ότι η χώρα είναι θωρακισμένη, λέει ψέματα και είναι επικίνδυνος. Η θωράκιση απαιτεί πρώτα και κύρια επαρκή στελέχωση, εξοπλισμό και χρηματοδότηση όλων των δημόσιων μονάδων υγείας.

Μητσοτάκης-Κικίλιας αντί να κρύβουν το πρόβλημα κάτω απ’ το χαλί, ας κάνουν άμεσα τα στοιχειώδη που απαιτούνται.

  • Έκτακτη κατεπείγουσα κρατική χρηματοδότηση της Δημόσιας Υγείας για να ανταπεξέλθει στην επιδημία
  • Άμεση πρόσληψη μόνιμου ιατρικού, νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού στο ΕΣΥ, με προτεραιότητα στα νοσοκομεία αναφοράς, στα ΤΕΠ, τις ΜΕΘ και τα Κέντρα Υγείας σε όλη τη χώρα .Άμεσο άνοιγμα των 100 κλειστών κρεβατιών ΜΕΘ σε όλη την Ελλάδα
  • Να εξασφαλιστεί η προμήθεια σε φάρμακα, υγειονομικό υλικό, είδη υγιεινής όλων των δημόσιων μονάδων υγείας
  • Να εξασφαλιστεί η ιατρική παρακολούθηση, η επαρκής υγιεινή και διατροφή σε προνοιακά ιδρύματα, βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς, στα σχολεία και τις σχολές, στις στρατιωτικές μονάδες.Ειδική μέριμνα για τους πρόσφυγες – μετανάστες και τις οικογένειές τους, για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας

Δίκαιος ο ξεσηκωμός των νησιωτών!

Ακύρωση και ανυπακοή στη Συνθήκη Δουβλίνο ΙΙ και στη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας

Ο ξεσηκωμός των νησιωτών σε Χίο και Λέσβο είναι μια δίκαιη αντίδραση στην εδώ και χρόνια εγκατάλειψη και εμπαιγμό των κατοίκων αυτών των νησιών με βάση το μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα.

Η σημερινή κυβέρνηση διαχειρίζεται το πρόβλημα σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, δημιουργεί απάνθρωπες συνθήκες για όσους ξεριζώνονται από τη φτώχεια και τον πόλεμο, ώστε να αποθαρρυνθούν να χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως πέρασμα. Κάνει πως δεν καταλαβαίνει ότι κανένα τείχος, απαγόρευση, φυλακή δεν σταμάτησε ποτέ την μετανάστευση –ειδικά του απελπισμένου. Δεύτερον, με πρωτοφανή αυταρχισμό απέναντι στους κατοίκους των νησιών που δίκαια έχουν ξεσηκωθεί. Οι εικόνες απόβασης των ΜΑΤ ξεπερνούν και τη πιο νοσηρή ακροδεξιά φαντασία. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι ο βασικός στόχος των ΜΑΤ δεν είναι «η ανομία των Εξαρχείων», αλλά η καταστολή του «εχθρού λαού», όταν αυτός ξεσηκώνεται.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιούται να ομιλεί και να ψαρεύει στα θολά νερά του «αντιαυταρχισμού», καθώς αυτός υπέγραψε τη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας για το μεταναστευτικό-προσφυγικό, η οποία μετατρέπει τα ελληνικά ακριτικά νησιά σε φυλακές των μεταναστών-προσφύγων. Είτε «ανοικτές» με καθεστώς εξαθλίωσης για τους πρόσφυγες-μετανάστες και εγκατάλειψης για τους ντόπιους (Μόρια), είτε τις κλειστές που σχεδιάζει η ΝΔ.

Ο εγκλωβισμός προσφύγων και μεταναστών στα νησιά οφείλεται στη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας καθώς και στη συνθήκη Δουβλίνο ΙΙ. Σύμφωνα με αυτές τις συμφωνίες, κάθε πρόσφυγας και μετανάστης που περνά από την Ελλάδα δεν μπορεί παρά να εγκλωβιστεί στην Ελλάδα, μετατρέποντάς τη σε χωματερή ανθρώπινων ψυχών.

Αν δεν ανατραπούν οι διεθνείς αυτές συμφωνίες ώστε να απεγκλωβιστούν πρόσφυγες και μετανάστες από την Ελλάδα, το πρόβλημα δεν θα λυθεί. Τα νησιά θα μετατρέπονται σε φυλακές, τα ΜΑΤ θα γίνονται στρατός κατοχής, οι νησιώτες θα αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, οι πρόσφυγες και μετανάστες θα στοιβάζονται επί χιλιάδες σε σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το έδαφος θα στρώνεται για την ενδυνάμωση της ακροδεξιάς!

Απαιτούμε η χώρα μας, που επί δεκαετίες αντιμετωπίζεται από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο ως χώρα δεύτερης διαλογής, καρπαζοεισπράκτορας, υποτακτικός και εσχάτως και ως αποθήκη ψυχών, να απειθαρχήσει με όλους τους δυνατούς τρόπους. Με βέτο στα όργανα της Ε.Ε., με παροχή ταξιδιωτικών εγγράφων ακόμα και ελληνικής υπηκοότητας σε όσους μετανάστες-πρόσφυγες θέλουν να φύγουν.

Αντιστεκόμαστε σε κάθε ρατσιστική φωνή και πολιτική που στοχοποιεί τον αδύναμο αθωώνοντας τον δυνατό. Όχι σε κλειστά κέντρα κράτησης, όχι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξαθλίωσης τύπου Μόριας, άμεση μεταφορά τους στην υπόλοιπη χώρα, αναλογικά, με δικαιώματα και ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης.

Η αμερικανική επιθετικότητα θα ενταθεί – έξω οι βάσεις -καμία διευκόλυνση της Ελλάδας στις ΗΠΑ

Τα ξημερώματα της Παρασκευής αμερικανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη επιτέθηκαν στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης, στην οποία σκοτώθηκε ο επικεφαλής της «Δύναμης Κουντς» των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν, Κασέμ Σουλεϊμανί. Η ενέργεια αυτή βάζει κυριολεκτικά μπουρλότο στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Μεσόγειο.

Οι ΗΠΑ, μέσω δηλώσεων του Τραμπ, ισχυρίζονται ότι προχώρησαν σε αυτήν την ενέργεια για να αναχαιτίσουν την διευρυνόμενη ιρανική επιρροή στο Ιράκ, μέσω φιλοϊρανικών οργανώσεων (Καταΐμπ Χεζμπολάχ, Λαϊκές Δυνάμεις Κινητοποίησης). Το «δικαίωμα» των ΗΠΑ να δολοφονούν αξιωματούχους άλλης χώρας σε ξένο έδαφος, συνιστά τον ορισμό του κράτους – τρομοκράτη, εξευτελίζει κάθε έννοια «δικαίου», ξεσκεπάζει την υποκρισία του ΟΗΕ, επιβάλλει ως μοναδική λογική και ηθική την ωμή δύναμη του παγκόσμιου προβοκάτορα, των ΗΠΑ. Αυτό το νέο πλαίσιο «διεθνούς δικαίου», το έχει αποδεχτεί και η Ε.Ε. – η οποία συνέστησε… αυτοσυγκράτηση από όλες τις πλευρές- και βέβαια υπερθεμάτισε ο άλλος περιφερειακός τρομοκράτης και κρατικός δολοφόνος, το Ισραήλ!

Ο αντιπερισπασμός από τις αντιπαραθέσεις εντός του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος είναι υπαρκτός αλλά δεν είναι το κύριο στοιχείο. Οι ΗΠΑ έχουν μια ενιαία στρατηγική (ο Τραμπ την εκφράζει με τη δική του λογική και τακτική) και αφορά τη διαρκή επιβεβαίωση ότι δεν αμφισβητείται η παγκόσμια ηγεμονία τους. Στην οικονομία και στην τεχνολογία η ηγεμονία αυτή κλονίζεται από την Κίνα. Προσπάθειες ανατροπών μη αρεστών καθεστώτων (Βενεζουέλα, Συρία) αποτυγχάνουν. Το γόητρο της Ρωσίας στη Μ. Ανατολή διευρύνεται σταθερά και συστηματικά. Κάθε προσπάθεια εγκαθίδρυσης φιλοαμερικανικών καθεστώτων στη Μ. Ανατολή βρίσκει εμπόδια στον άξονα της Αντίστασης και σε φιλοιρανικές δυνάμεις (Συρία, Ιράκ, Υεμένη). Οι ΗΠΑ απέναντι σε αυτήν την κατάσταση γίνονται πιο επιθετικές. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Είναι εντυπωσιακή η αφωνία της ελληνικής κυβέρνησης όσον αφορά μια τέτοια ωμή παραβίαση κάθε έννοιας δικαίου. Όπως και εντυπωσιακά υποκριτικοί οι ψίθυροι καταδίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Και η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η κυβέρνηση Τσίπρα αναδείχθηκαν στους πιστότερους συμμάχους των ΗΠΑ, έχοντας κάνει τη χώρα χυδαίο παρακολούθημα των αμερικανικών σχεδιασμών. Αμφότεροι πανηγύριζαν το μεσημέρι της ίδιας μέρας, μαζί με το Ισραήλ για τον αγωγό EastMed, μια επιλογή που καμία πρακτική αξία δεν έχει, πέρα από την εμπλοκή μας σε γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς που μας βάζουν κι εμάς – και ειδικά τις περιοχές που στρατοπεδεύουν αμερικανικές δυνάμεις όπως τα Χανιά, η Λάρισα, ο Άραξος – στο μάτι του κυκλώνα των «ασσύμετρων απειλών».

Το επιχείρημα ότι οι παραπάνω βάσεις και εκδουλεύσεις είναι απαραίτητες για να μας βλέπουν οι ΗΠΑ με καλό μάτι, όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, έχει καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος. Οι ΗΠΑ έχουν δηλώσει ξεκάθαρα ότι δε θα αναμειχθούν σε τυχόν επεισόδιο. Το μόνο που φέρνουν αυτές οι εκδουλεύσεις είναι να βρεθούμε μπλεγμένοι σε αντιπαραθέσεις μεταξύ Ισραήλ-Τουρκίας-Ιράν και άλλων περιφερειακών ανταγωνισμών, μέσα στο γενικό φόντο της έντασης της αμερικανικής επιθετικότητας.

Κάθε προοδευτικός, κάθε λογικός άνθρωπος πρέπει να απαιτήσει εδώ και τώρα:

  • Να κλείσουν οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα
  • Κανένα αεροπλανοφόρο, κανέναν αεροπλάνο, καμία διευκόλυνση για στρωτιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή και εναντίον του Ιράν!

Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

1. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαχρονικά όπως και η σημερινή όξυνση με αφορμή το «μνημόνιο Τουρκίας Λιβύης» καθορίζονται από την ιμπεριαλιστική εμπλοκή, τον τουρκικό επεκτατισμό και αναθεωρητισμό, τον ελληνικό υποχωρητισμό. Αυτά, στο σύνολό τους, συγκροτούν το πλαίσιο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Η όξυνση στις σχέσεις των δύο χωρών καθορίζεται από αυτό το πλαίσιο και δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο σε σύγκρουση με αυτό.

2. Η ιμπεριαλιστική πολιτική, κυρίαρχα των ΗΠΑ και δευτερευόντως της ΕΕ, χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» ρίχνοντας το βάρος χρησιμοποιώντας πότε τη μία και πότε την άλλη πλευρά. Η κυρίαρχη παρουσία των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αναπαράγει χαμηλής έντασης συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις και επιτρέπει στρατιωτικά επεισόδια με κορυφαίο στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, την εισβολή, κατοχή και εποικισμό της μισής σχεδόν Κύπρου από την Τουρκία. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός επιδιαιτητεύει, μοιράζει ρόλους, διατηρεί εστίες έντασης, τις ενεργοποιεί κατά περίσταση, υιοθετεί κράτη και καθεστώτα, «συνετίζει» άλλα. Παρά τη σημερινή κρίση ισχύος και προσανατολισμού, οι ΗΠΑ καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, και βεβαίως και στα ελληνοτουρκικά. Υπό τις επιδιώξεις, τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστών εξελίσσονται οι κρίσεις, τα επεισόδια, οι εντάσεις και οι συμφωνίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η σημερινή όξυνση στο θέμα του καθορισμού των ΑΟΖ γίνεται μετά την ορμητική εισβολή των πολυεθνικών της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο για να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων, αλλά και την αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης για το σχεδιασμό των νέων αγωγών ενέργειας που θα ανεξαρτητοποιήσουν τη ροή ενέργειας στην Ευρώπη από τη ρωσική πολιτική.

3. Η Τουρκία αποτελεί μια αναθεωρητική, επεκτατική δύναμη στην περιοχή, καθώς αμφισβητεί συνθήκες και σύνορα. Κάθε λίγα χρόνια προβάλει νέες απαιτήσεις, επιχειρώντας να αντιστοιχίσει μια ανερχόμενη πληθυσμιακά και γεωπολιτικά Τουρκία στον νέο της ρόλο. Αυτές οι νέες απαιτήσεις ξεκινούν στα όρια ή εκτός του διεθνούς δικαίου, επιβάλλονται όμως στην πράξη, καθώς δεν αναιρούνται, δεν αποσύρονται, δημιουργούν εκ των πραγμάτων νέα δεδομένα. Η Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο τόσο για τους τουρκογενείς πληθυσμούς εκτός συνόρων, όσο και ευρύτερα για τους μουσουλμάνους. Με κάθε ευκαιρία διατρανώνει την πρόθεσή της να αναθεωρήσει τα καθιερωμένα σύνορα και τις αποδεκτές διευθετήσεις, ενώ δεν έχει πρόβλημα να εισβάλει σε άλλα κράτη (από την Κύπρο το 1974 ως Αττίλας, μέχρι τη Συρία πιο πρόσφατα και πιο εκλεπτυσμένα), υπό τις ευλογίες ή την ανοχή του ιμπεριαλισμού. Τα τελευταία χρόνια η ηγεσία Ερντογάν –χωρίς καμιά αντιπαράθεση από τους κεμαλιστές αλλά και με την αφωνία της τούρκικης αριστεράς– έχει επιταχύνει αυτή την τάση του τουρκικού κατεστημένου, παρά τα εσωτερικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Η ηγεσία της Τουρκίας με τη θεωρία της γαλάζιας πατρίδας, επιχειρεί να ανακτήσει έναν ευρύτερο «ζωτικό χώρο» και να αναδειχθεί ως η σημαντικότερη περιφερειακή δύναμη. Αυτό το δόγμα επιβάλει διαρκώς νέες προκλήσεις, απαιτήσεις, αναθεωρήσεις και κάνει τις πολιτικές κατευνασμού αναποτελεσματικές και αδιέξοδες.

4. Η Ελλάδα παθητικά αναμένει να ελεηθεί από τις ΗΠΑ και την ΕΕ επειδή παριστάνει την αταλάντευτη δυτικόφιλη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή. Ο συγκεκριμένος ρόλος της ελληνικής άρχουσας τάξης δεν είναι συγκυριακός. Προκύπτει διαχρονικά από τον εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού και οξύνθηκε με τη σχετική υποβάθμισή του την τελευταία δεκαετία. Η παθητική αναμονή του ελληνικού αστισμού να ελεηθεί από τις ΗΠΑ και την ΕΕ στα εθνικά ζητήματα επειδή είναι πειθήνιος στις ιμπεριαλιστικές πολιτικές, έχει ως αποτέλεσμα τη στρατηγική του κατευνασμού, των διαρκών υποχωρήσεων σε διαδοχικές καινούριες απαιτήσεις της Τουρκίας, την επίκληση του διεθνούς δικαίου, τη διπλωματία των ατελέσφορων ψηφισμάτων στους διεθνείς οργανισμούς. Η συμφωνία του Ελσίνκι που πανηγυρίστηκε ως μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης Σημίτη ήταν έκφραση αυτής της στρατηγικής: Ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, έστω και αν τελεί σχεδόν το μισό τμήμα της υπό κατοχή, υποψηφιότητα της Τουρκίας με τις φρούδες ελπίδες να τη «συνετίσει» η ΕΕ, αποδοχή ενός συνόλου «συνοριακών διαφορών» Ελλάδας – Τουρκίας που ολοένα αυξάνονται. Από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο και μετά, μετράμε την διαφορά για την υφαλοκρηπίδα κατά τη δεκαετία του ’70, την αμφισβήτηση των χωρικών υδάτων κατά τη δεκαετία του ’80, το γκριζάρισμα του Αιγαίου και των βραχονησίδων τη δεκαετία του ’90 και σήμερα την ανακήρυξη τουρκικής ΑΟΖ που περνά πάνω από την Κρήτη. Κάθε φορά οι τουρκικές διεκδικήσεις αυξάνονται και η ελληνική απάντηση είναι οι αφελείς προσδοκίες ότι θα «καθαρίσουν» η ΕΕ ή οι ΗΠΑ, ενώ στην πραγματικότητα γίνεται ντε φάκτο αποδοχή νέων, επιπλέον «συνοριακών διαφορών». Ως κατάληξη της συγκεκριμένης στρατηγικής διαμορφώνεται η προσφυγή στη Χάγη, αλλά πλέον, κάθε νέα δεκαετία, το περιεχόμενο της προσφυγής στα Διεθνή Δικαστήρια δεν είναι μόνο ο ορισμός της υφαλοκρηπίδας (όπως ήταν η αρχική ελληνική θέση), αλλά το σύνολο των τουρκικών αμφισβητήσεων. Και όσο κι αν η Ελλάδα επικαλείται διαρκώς το διεθνές δίκαιο θεωρώντας ότι είναι με το μέρος της, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων δεν είναι ποτέ πλήρης δικαίωση για κάποιον από τους προσφεύγοντες. Η πίτα θα μοιραστεί, τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού απαιτούν συνεκμετάλλευση και η συνεκμετάλλευση σημαίνει συγκυριαρχία. Επειδή το κόστος μιας τέτοιας κατάληξης θα ήταν ακριβό, ο ελληνικός αστισμός συχνά επέλεγε τη στρατηγική της μη λύσης, της διαιώνισης στον χρόνο, της αναβολής, της κληροδότησης των χειρότερων στους επόμενους. Αυτή ήταν και είναι η μόνη αντιπαράθεση ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις και στις κατά καιρούς κυβερνήσεις Σημίτη, Καραμανλή, Παπανδρέου, Σαμαρά, Τσίπρα, Μητσοτάκη. Σε κάθε περίπτωση όμως, το πλαίσιο ήταν και παραμένει κοινά αποδεκτό.

5. Η ανατροπή αυτού του πλαισίου, δηλαδή, και της ιμπεριαλιστικής εμπλοκής, και του τουρκικού αναθεωρητισμού, και της ελληνικής υποχωρητικότητας και ανάθεσης σε ΕΕ και ΗΠΑ, είναι όρος για την ειρηνική, ομαλή, αμοιβαία επωφελή συνύπαρξη των λαών της περιοχής, της Ελλάδας και της Τουρκίας.. Δεν υπάρχει διαφορετικός δρόμος πέρα από την συνολική ανατροπή πολιτικών και γεωστρατηγικών συσχετισμών, που θα ανοίξουν τον δρόμο στην ειρήνη και στη συνεργασία των λαών, χωρίς κινδύνους θερμών επεισοδίων και πολεμικών αναμετρήσεων. Οι επιμέρους «προτάσεις» και στρατηγικές της ελληνικής πολιτικής τάξης, όσο παραμένουν σε αυτό το πλαίσιο και όσο δεν αναμετρώνται με κάθε μία παράμετρό του, θα αποτελούν ανακύκλωση των αδιεξόδων. Ο ελληνικός αστισμός στο σύνολό του, επανέρχεται στην από χρόνια εκφρασμένη λογική της συνεκμετάλλευσης και επομένως της συγκυριαρχίας. Είναι η ιστορική συνέχεια της φράσης «η Κύπρος είναι μακριά» και κάθε φωνής που ισορροπούσε τις εθνικιστικές υστερίες στο εσωτερικό προς όφελος του χυδαίου αστικού πραγματισμού. Η ελληνική άρχουσα τάξη τροφοδότησε συχνά στο παρελθόν εθνικιστικές ρητορείες που όμως ποτέ δεν συγκρότησαν εξωτερική πολιτική και εθνική στρατηγική. Ήταν απλά προς εσωτερική κατανάλωση. Η συμφωνημένη στρατηγική του ελληνικού αστισμού ήταν ο κατευνασμός, η υποχώρηση, η αναμονή από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τις «ισχυρές συμμαχίες» της χώρας. Επιμέρους έκφραση αυτής της καθολικά αποδεκτής αστικής στρατηγικής είναι η εξ αριστερών κοσμοπολίτικη τοποθέτηση ενάντια στους εθνικισμούς εκατέρωθεν του Αιγαίου, που μεταφράζει σε πολιτική στρατηγική τις πατριδοκάπηλες ρητορείες της ελληνικής αστικής τάξης και δεν βλέπει καθόλου τις αναθεωρητικές απαιτήσεις της Άγκυρας. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν υπάρχει απλώς ένας ισοβαρής ανταγωνισμός αστικών τάξεων. Πρώτον, δεν είναι ισοβαρής και δεύτερον –και ίσως σημαντικότερο– δεν έχει απολύτως κανένα νόημα αν αποκοπεί από το ευρύτερο ευρωατλαντικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσονται κρίσεις, εντάσεις και συμφωνίες.

6. Η επαναφορά του ελληνικού αστισμού στη λογική της συνεκμετάλλευσης και συγκυριαρχίας σε όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών διαφορών, έρχεται μετά την κατάρρευση των αφελέστατων προσδοκιών ότι θα είναι συνδαιτημόνας σε ένα πλούσιο τραπέζι κερδών από το οποίο θα έχει αποκλειστεί η Τουρκία. Την τελευταία δεκαετία, η κρίση στα ανατολικά της Τουρκίας (επέμβαση και πόλεμος στη Συρία, Κουρδικό κλπ) και η προσωρινή όξυνση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ δημιούργησαν την αυταπάτη και ότι η γειτονική χώρα είναι υπό διάλυση, βρίσκεται στη μέγγενη των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και επομένως η «σοφότερη» επιλογή για την Ελλάδα είναι να προσδεθεί ασφυκτικότερα από ποτέ στον ευρωατλαντικό άξονα. Η ελληνική αστική τάξη στα χρόνια των μνημονίων θεώρησε ότι τόσο η γεωπολιτική θέση της χώρας, όσο και η συγκυρία στην Ανατολική Μεσόγειο, επιβάλει την κατάργηση οποιουδήποτε ίχνους πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Έγινε δόγμα η πρόσδεση της χώρας σε κάθε τριμερή και κάθε άξονα που δουλεύει για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, με την αφελή προσδοκία ότι την ώρα του λογαριασμού, η Ελλάδα θα προσμετρήσει κέρδη. Η υπόθεση ήταν ότι η Τουρκία που όρθωσε το ανάστημά της στις ΗΠΑ και λοξοκοίταξε και προς τη Ρωσία θα πλήρωνε ακριβά, ενώ η Ελλάδα θα ευνοούνταν, τόσο μέσω γεωπολιτικής αναβάθμισης απέναντι στο «κενό» (που νόμιζαν ότι) θα άφηνε η Τουρκία στην περιοχή, όσο και μέσω των πολυπόθητων επενδύσεων για την εκκίνηση της ελληνικής οικονομίας ή ακόμα και με χάρες για τα δάνεια του ΔΝΤ. Οι ευσεβείς πόθοι για μια πληθωρική ελληνική ΑΟΖ που συνορεύει με Κύπρο και Αίγυπτο και αποκλείει την Τουρκία, ήταν απότοκο αυτής της προσδοκίας. Φυσικά αξίζει να σημειωθεί ότι η διαφορά στην πολιτική των δύο χωρών και το γεγονός ότι δεν πρόκειται για ανταγωνισμό δύο ισοβαρών αστικών τάξεων, αποκρυσταλλώνεται και στο γεγονός ότι η ΑΟΖ Ελλάδας – Κύπρου ή και η ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου, δεν ανακηρύχθηκε ποτέ, υπό το φόβο της τουρκικής αντίδρασης. Δεν δημοσιοποιήθηκαν καν συντεταγμένες. Σε αντίθεση με την ΑΟΖ Τουρκίας – Λιβύης η οποία ανακηρύχθηκε και κατατέθηκε στον ΟΗΕ και περνά κυριολεκτικά πάνω από τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη.

7. Η ιστορία εκτυλίχτηκε διαφορετικά από τα αφελή σχήματα μιας εξαρτημένης από τον ιμπεριαλισμό αστικής τάξης. Οι ΗΠΑ βγήκαν σχετικά αποδυναμωμένες από την εμπλοκή τους στη Συρία, έχοντας ισχυρά εσωτερικά προβλήματα στο σύστημα εξουσίας τους. Η Τουρκία στην κρίση της Συρίας έπαιξε σε πολλά ταμπλό, δεν θεωρήθηκε «δεδομένη» και «βολική», φτάνοντας συχνά σε οριακό σημείο με τις ΗΠΑ και την ιδιότυπη ηγεσία τους. Η Ελλάδα από την άλλη, κατέληξε να έχει διαρρήξει δεσμούς και σχέσεις με οποιονδήποτε στην περιοχή δεν είναι πιστός υποτελής στους Αμερικανούς. Η ολοσχερής, τυφλή, μονομερής πρόσδεση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ δεν άφησε και δεν αφήνει κανένα περιθώριο πολυδιάστατης και ανεξάρτητης πολιτικής σε όφελος της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Σε αντίθεση με τη γειτονική χώρα που τελικά αντάλλαξε ακριβά την (σίγουρη) παραμονή της στο νατοϊκό στρατόπεδο με πλήθος διεκδικήσεων σε όλες τις κατευθύνσεις, η Ελλάδα θεωρείται (και είναι) απολύτως δεδομένη, πάντα υπάκουη, πάντα ασφυκτικά δεμένη στον ευρωατλαντικό άξονα, χωρίς καν υποψία διαφωνίας ή διαμαρτυρίας σε όφελος των δικών της κυριαρχικών δικαιωμάτων. Στην πολιτική αυτή της ελληνικής άρχουσας τάξης, ομονόησαν όλες οι κυβερνήσεις των μνημονίων με εξέχουσα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Α. Τσίπρα που έκανε την Ελλάδα περισσότερο από ποτέ πειθήνιο όργανο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Από τη Συμφωνία των Πρεσπών, μέχρι το κάλεσμα να γεμίσει η Ελλάδα αμερικανικές βάσεις, η ελληνική αστική πολιτική, και με αυτήν, και με την προηγούμενη κυβέρνηση, είναι μονοσήμαντα, τυφλά και άκριτα προσκολλημένη στην εξυπηρέτηση των ευρωατλαντικών συμφερόντων. Η σημερινή κατάληξη με την συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, οι πανικόβλητες αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης, η προσφυγή στην ΕΕ ως βρεγμένη γάτα, οι επικλήσεις στο διεθνές δίκαιο και η ολική επαναφορά της γραμμής Σημίτη – Μπακογιάννη για συνεκμετάλλευση και συγκυριαρχία, με συνεπικουρία του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύει απλώς ότι το να γίνεις Χατζηαβάτης του ιμπεριαλισμού δεν διασφαλίζει τίποτα πέρα από τον αυτοεξευτελισμό σου.

8. Επί της ουσίας, η ανακήρυξη ΑΟΖ εκ μέρους της Τουρκίας και της Λιβύης που αγνοεί όχι απλά το Καστελόριζο, αλλά την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, είναι πράξη επιθετική και επεκτατική, υπονομευτική κάθε απόπειρας ομαλής και ειρηνικής εξέλιξης. Από την άλλη, είναι προφανές ότι η ελληνική πρόθεση αναγνώρισης πλήρους επήρειας του Καστελόριζου στη διαμόρφωση των ΑΟΖ καθώς και ο περιορισμός της Τουρκίας, ήταν ανεδαφικές ονειρώξεις που δεν θα έστεκαν στα διεθνή δικαστήρια. Η διαχείριση που επιλέγει σήμερα η ελληνική αστική τάξη ενόψει των τουρκικών απαιτήσεων, είναι να επισείσει τον φόβο του πολέμου, των θερμών επεισοδίων και της στρατιωτικής εμπλοκής για να προχωρήσει κατά δόσεις σε «συνεκμετάλλευση» του Αιγαίου. Η ζύμωση, οι διεργασίες, η προετοιμασία της κοινής γνώμης, η επανεμφάνιση Σημίτη, η συναίνεση που διαμορφώνεται ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις, δείχνουν «Χάγη» και επομένως μοίρασμα και συγκυριαρχία. Είτε με προηγούμενη επανέναρξη συνομιλιών, είτε με απευθείας προσφυγή, είτε με εκ των προτέρων αναγνώριση ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο, είτε με αποδοχή των αποφάσεων του διεθνούς δικαστηρίου, η κοινή συνισταμένη του αστικού πολιτικού συστήματος είναι η συγκυριαρχία και η συνεκμετάλλευση υπό την επιστασία (και κερδοφορία) των αμερικανικών και ευρωπαϊκών πολυεθνικών. Το πρόβλημα σε αυτή τη στρατηγική είναι ότι η συγκυριαρχία, πέρα από τα προφανή προβλήματα, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου και τροφοδοτεί την όρεξη για μια ευρύτερη ρευστοποίηση και διαδοχικές αναθεωρήσεις. Τα σύνορα, η εθνική ακεραιότητα, τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν είναι ιδεολογική κατασκευή. Αποτελούν ιστορική δημιουργία. Ορίζουν συσχετισμούς, διαμορφώνουν πραγματικότητες, παράγουν υλικά αποτελέσματα. Το να παριστάνει κανείς τη στρουθοκάμηλο λέγοντας ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν είναι λύση. Δεν είναι λύση επίσης η προσφυγή σε πολεμοκάπηλες και επικίνδυνες για τους λαούς και τη νεολαία πολιτικές. Ενίοτε οι οξύνσεις οδηγούν σε πολεμικά επεισόδια και μάλιστα ακριβά σε φόρο αίματος. Δεν είναι λύση τέλος, η υπέρβαση των διλημμάτων από περιβαλλοντική και ενεργειακά εναλλακτική σκοπιά, καθώς –αν και το ζήτημα των περιβαλλοντικών κινδύνων είναι σημαντικότατο– οι ελληνοτουρκικές σχέσεις οξύνονται με αφορμή και όχι μοναδική αιτία την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Η γραμμή της μη εκμετάλλευσης μετατοπίζει απλώς την καυτή πατάτα, παρόλο που σήμερα, υπό αυτούς τους συσχετισμούς, κανείς λαός της περιοχής δεν έχει συμφέρον από το να μετατραπεί η Ανατολική Μεσόγειος σε πεδίο εξορύξεων.

9. Το συμφέρον του ελληνικού λαού και των λαών της περιοχής, άρα και το καθήκον της Αριστεράς, είναι να αποτραπεί κάθε πολεμική περιπέτεια και στρατιωτική εμπλοκή, να μην ρευστοποιηθεί η εθνική κυριαρχία, να μην επιτραπεί η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, να μην δικαιωθεί ο αναθεωρητισμός, να μην τροφοδοτηθούν νέες διεκδικήσεις και επιθετικές ενέργειες, να μην βαθύνει η ιμπεριαλιστική κυριαρχία και εκμετάλλευση. Η παραπάνω εξίσωση όμως δεν έχει λύση στο παρόν πλαίσιο. Το πλαίσιο που ορίζεται από την ιμπεριαλιστική εμπλοκή, τον αναθεωρητισμό σε σύνορα και κυριαρχικά δικαιώματα, την υποτέλεια στις ΗΠΑ και την ΕΕ, δεν επιτρέπει τη μόνιμη, ομαλή και ειρηνική λύση του προβλήματος. Η έξοδος από αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο είναι η μοναδική λύση. Απαιτεί όμως κοινωνικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς, φιλολαϊκές ανατροπές, αντιμπεριαλιστικό και διεθνιστικό αγώνα. Πράγματα δηλαδή που προκαλούν αναφυλαξία στην αστική πολιτική τάξη. Και κατευθύνσεις που οφείλουν να συγκροτήσουν μια αδύναμη σήμερα, αναξιόπιστη και σε σύγχυση (και για αυτό το θέμα) Αριστερά. Δεν γίνεται η Ελλάδα να είναι ο πρόθυμος αυτόχειρας με συμφωνίες για πλεονάσματα και λιτότητα για 40 χρόνια, για τα συμφέροντα των δανειστών. Να είναι πρόθυμη αποθήκη ψυχών της Ευρώπης στη διαχείριση του μεταναστευτικού, ο διαμεσολαβητής για την ένταξη των δυτικών Βαλκανίων στο ΝΑΤΟ, ο καλύτερος πελάτης των εμπόρων όπλων των ευρωατλαντικών συμφερόντων. Και ενώ είναι όλα αυτά, Μέρκελ, Πάιατ και λοιποί «σύμμαχοι» δηλώνουν “no comment” στο πρόσφατο μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης. Ποια μεγαλύτερη απόδειξη ότι η εμμονή στον ευρωατλαντισμό συσσωρεύει νέα αδιέξοδα; Το λαϊκό κίνημα πρέπει να απαιτήσει «να σταματήσουμε να είμαστε το οικόπεδο ΗΠΑ-ΕΕ», «κυρίαρχη πολιτική – βέτο σε όργανα ΕΕ και ΝΑΤΟ», «καμία αναμονή από τους ψεύτικούς φίλους μας», «καμία εμπιστοσύνη στις πολυεθνικές εξορύξεων και στους ιμπερια-ληστές – έξω τώρα από τις ελληνικές θάλασσες»», «καταγγελία του μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης», «εφαρμογή δικαιώματος για ανακήρυξη ΑΟΖ, με βάση το διεθνές δίκαιο».

Χωρίς κόμματα, μέτωπα και κινήματα αντιιμπεριαλιστικά και υπέρ της φιλίας των λαών και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, δεν μπορεί να υπάρξει και να κυριαρχήσει μια ανεξάρτητη πολυδιαστατη και φιλειρηνική πολιτική.

Και έχει αποδειχθεί στην ιστορία του 20ου αιώνα ότι τέτοια κινήματα μπορούν να οργανωθούν μόνο από το κίνημα που αμφισβητεί το σύστημα στο σύνολό του, αναγνωρίζει τον ιμπεριαλισμό ως τον βασικό εχθρό των λαών, κάνει συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης γύρω από τα εθνικά ζητήματα

Με αφορμή το εθνικό σχέδιο για το προσφυγικό

Με αφορμή το εθνικό σχέδιο για το προσφυγικό

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

1. Το προσφυγικό- μεταναστευτικό ζήτημα παραμένει στο προσκήνιο, τόσο με βάση τη συνέχιση και αύξηση των προσφυγικών ροών κυρίως προς τα νησιά του Αιγαίου όσο και με βάση τα πρόσφατα μέτρα της κυβέρνησης της ΝΔ, με το νέο νόμο για τη χορήγηση ασύλου που ψηφίστηκε στις αρχές Νοέμβρη και το «εθνικό σχέδιο για το προσφυγικό» που παρουσίασε στις 20/11. Σύμφωνα με τα όσα προβλέπουν, η πολιτική της κυβέρνησης αποσκοπεί άμεσα στην αποσυμφόρηση της κατάστασης στα νησιά του Αιγαίου μέσω της μετεγκατάστασης στην ηπειρωτική χώρα περίπου 20.000 ανθρώπων και ταυτόχρονα στη σκλήρυνση του πλαισίου διαχείρισης του προσφυγικού- μεταναστευτικού, ως προς τους όρους υποδοχής- παραμονής των προσφύγων και μεταναστών και τη διαδικασία απονομής ασύλου με ουσιαστικό στόχο το νέο πλαίσιο να λειτουργεί αποτρεπτικά για έναν πρόσφυγα- μετανάστη ως προς το να καταφύγει στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια πολιτική σκληρής διαχείρισης με στόχο να αντισταθμιστεί έτσι ο συνεχιζόμενος εγκλωβισμός στο πλαίσιο της Συμφωνίας Ε.Ε- Τουρκίας (Μάρτιος 2016 επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που με βάση το κλείσιμο των συνόρων των χωρών του λεγόμενου «βαλκανικού διαδρόμου» μετατρέπει την Ελλάδα σε αποθήκη ψυχών), που δεν αμφισβητείται ουσιαστικά από την κυβέρνηση της ΝΔ ανεξάρτητα από κάποιες επικοινωνιακού τύπου επικλήσεις και μομφές για την αλληλεγγύη που θα έπρεπε να δείξει η Ε.Ε (βλ. δηλώσεις Μητσοτάκη το τελευταίο διάστημα).

Συγκεκριμένα, η πολιτική της κυβέρνησης περιλαμβάνει: α) τη διαμόρφωση κλειστών προαναχωρησιακών κέντρων, δηλαδή στην πράξη κέντρων κράτησης- φυλακών τύπου Αμυγδαλέζας, στα οποία εξαρχής θα εγκλωβίζει πρόσφυγες και μετανάστες. Στα νησιά του Αιγαίου προβλέπεται  το κλείσιμο των υπαρχουσών δομών σε Μόρια (Μυτιλήνη), ΒΙΑΛ (Χίος), Βαθύ (Σάμος), Κω, Λέρο και η μετατροπή τους σε τέτοια κέντρα ενώ κλειστά κέντρα στα οποία θα μεταφέρονται πρόσφυγες- μετανάστες θα δημιουργηθούν και στην ηπειρωτική χώρα (β) ως προς τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, τη διάκριση του προφίλ προσφύγων και μεταναστών (!) βάσει του οποίου θα γίνεται άμεσα διαχωρισμός και οι δεύτεροι θα επαναπροωθούνται, τη συρρίκνωση των προθεσμιών για το σύνολο της διαδικασίας και κυρίως την ουσιαστική αποδυνάμωση της δυνατότητας εξέτασης σε δεύτερο βαθμό των αιτήσεων ασύλου εφόσον απορριφθούν (προβλέπεται πλέον η κατάθεση πλήρους δικογράφου με λόγους ενώ μέχρι τώρα συμπληρωνόταν μόνο ένα έντυπο προσφυγής) και ταυτόχρονα ενεργοποίησης της δυνατότητας επαναπροώθησης για όσους δεν προσφύγουν σε δεύτερο βαθμό (γ) τη δημιουργία Ενιαίου Φορέα Επιτήρησης Συνόρων, τις προσλήψεις συνοριοφυλάκων κλπ. με στόχο μια πιο «δυναμική» πολιτική φύλαξης- αποτροπής.

2. Το προσφυγικό- μεταναστευτικό, αποτελεί το βασικό πρόβλημα της κυβέρνησης της ΝΔ, το βασικό πεδίο στο οποίο φθείρεται σε πολλαπλά επίπεδα. Τόσο σε σχέση με την πολιτική της συνοχή, στην οποία δημιουργούνται προβλήματα κυρίως μέσω της πίεσης για πιο «δυναμικές»- ρατσιστικές πολιτικές αντιμετώπισης που ασκεί το πιο ακροδεξιό κομμάτι της ΝΔ (βλ. δηλώσεις Μπογδάνου για εκτοπισμό μεταναστών σε ξερονήσια, παρέμβαση Σαμαρά σε συνέδριο ΝΔ για «λαθρομεταναστευτικό» και «εποικισμό από λαθρομετανάστες» κλπ.) και τις αποστάσεις που παίρνουν πιο «φιλελεύθερες» φωνές (βλ. αποστασιοποίηση Ντ. Μπακογιάννη από δηλώσεις βουλευτών ΝΔ για ρατσιστικό μπάρμπεκιου). Όσο και σε σχέση με τις αντιδράσεις που υπάρχουν σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών, στα νησιά αλλά και στην ηπειρωτική χώρα ενόψει της μετεγκατάστασης προσφύγων- μεταναστών (βλ. πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη με περιφερειάρχες και «τράβηγμα του αυτιού» ότι θα πρέπει να δείξουν αλληλεγγύη και να βοηθήσουν την κυβερνητική πολιτική). Η σκλήρυνση της πολιτικής αντιμετώπισης αποσκοπεί στην άμβλυνση των αντιδράσεων, την ίδια στιγμή που μετατοπίζει τη συζήτηση και πρακτική πάνω στο προσφυγικό σε ακόμη πιο ακροδεξιά μονοπάτια.

3. Ωστόσο το βασικό πρόβλημα με τη διαχείριση του προσφυγικού είναι η νομιμοποίηση των ακροδεξιών αντιλήψεων στην κοινωνία. Αυτό που φαινόταν το 2013 γραμμή της Χρυσής Αυγής (στρατόπεδα σε ξερονήσια), σήμερα προβάλλεται μαζικά από ΜΜΕ αλλά και από μια «κοινή γνώμη» που ζητάει αποτέλεσμα. Η κατάσταση όξυνσης του προσφυγικού- μεταναστευτικού και η πολιτική αντιμετώπισής του, είναι πρόσφορες για την ενίσχυση ρατσιστικών φωνών και πρακτικών. Τέτοιες πλευρές είναι υπαρκτές σε ορισμένες αντιδράσεις κατοίκων σε περιοχές. Όμως ταυτόχρονα, χρειάζεται αντίληψη ότι το σύνολο όσων αντιδρούν δεν είναι ακροδεξιοί και ρατσιστές και δεν αντιδρούν από τέτοια σκοπιά. Η κατάσταση γεννά πραγματικά προβλήματα τόσο σε μικροκλίμακα (π.χ πως διαμορφώνεται η κατάσταση όταν μια δομή κάποιων χιλιάδων προσφύγων- μεταναστών εγκαθίσταται δίπλα σε ένα χωριό ή μια κωμόπολη) όσο και συνολικά σε σχέση με το ποιες είναι οι δυνατότητες απορρόφησης και εξασφάλισης αξιοπρεπούς διαβίωσης και για πόσους ανθρώπους, μιας χώρας τσακισμένης από την κρίση. Από αυτή την άποψη, δεν προσφέρουν τίποτα τοποθετήσεις που τσουβαλιάζουν και καταγγέλλουν συλλήβδην σαν ρατσιστές τους πάντες.

3. Απάντηση σε αυτή τη διαχείριση δεν αποτελεί ένας γενικά ανθρωπιστικός λόγος, ο οποίος είναι αναγκαίος αλλά δεν αρκεί. Το μεταναστευτικό είναι ένα διεθνές ζήτημα που στην Ευρώπη με τη διαχείριση της Ε.Ε. γίνεται ένα ελληνικό – και δευτερευόντως ιταλικό. Όσο δε διεθνοποιείται και δε λύνεται σε αυτά τα πλαίσια, θα βρισκόμαστε διαρκώς μπροστά στην αντίφαση ότι μια πιο «ανθρώπινη υποδοχή» των ξεριξωμένων, θα κλείνει το μάτι στους δουλέμπορους και θα αυξάνει τις μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα, οξύνοντας ακόμα περισσότερο την εικόνα μας χώρας «αποθήκης ψυχών». Αυτό εξάλλου είναι και το βασικό επιχείρημα της πολιτικής του συστήματος, που νομιμοποιεί σε πλατιά ακροατήρια τις πολιτικές της «αποτροπής» ώστε να μην διαλέξουν ως πέρασμα οι μετανάστες την Ελλάδα. Χρειάζεται διαχωρισμός και εντός αριστεράς από τοποθετήσεις που προσεγγίζουν το θέμα με μια «ανθρωπιστικού» τύπου γενικόλογη συνθηματολογία («να ανοίξουν τα σύνορα» κλπ.) οι οποίες δεν αντιλαμβάνονται το προσφυγικό- μεταναστευτικό σαν πραγματικό πρόβλημα που χρειάζεται συγκεκριμένες λύσεις αλλά μόνο σαν ένα πεδίο αντιπαράθεσης «ρατσισμού- αντιρατσισμού».

4. Η τοποθέτηση πάνω στο προσφυγικό- μεταναστευτικό, ιδιαίτερα απέναντι στο κοινωνικό ακροατήριο και όχι εντός αριστεράς, είναι δύσκολη, κυρίως γιατί σε μια συνθήκη όξυνσης των ροών και τραγικών εικόνων στα νησιά, ο κόσμος ζητάει «αποτελεσματικότητα» και όχι μια άποψη. Χρειάζεται ωστόσο, επιμονή σε μια τοποθέτηση που να έχει και να βάζει κριτήρια και να προπαγανδίζει μια κατεύθυνση. Καταγγελία του ιμπεριαλισμού, της παγκοσμιοποίησης, των πολέμων που γεννούν το προσφυγικό- μεταναστευτικό, της Ε.Ε που πρωτοστατεί μαζί με τις ΗΠΑ και ταυτόχρονα αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν απέναντι στα θύματα των πολιτικών της. Καταγγελία της ρατσιστικής πολιτικής της κυβέρνησης που αποδεχόμενη το πλαίσιο της Συμφωνίας Ε.Ε- Τουρκίας, προσπαθεί να «μειώσει τις συνέπειες» στη χώρα μέσα από την απάνθρωπη αντιμετώπιση των θυμάτων αυτής της κατάστασης. Να κλείσουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης για πρόσφυγες και μετανάστες. Προπαγάνδιση της πολιτικής που θα μπορούσε να ακολουθήσει μια κυβέρνηση που ασκεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας και δεν είναι έρμαιο της πολιτικής της Ε.Ε. και του ευρωατλαντισμού. Άσκηση βέτο στα όργανα της Ε.Ε σε σχέση με την πολιτική διαχείρισης του προσφυγικού- μεταναστευτικού, παροχή ασύλου και ταξιδιωτικών εγγράφων σε πρόσφυγες- μετανάστες που θέλουν να πάνε σε άλλες χώρες της Ε.Ε, αμφισβήτηση της συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ. Επιμερισμός των προσφύγων και μεταναστών σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Όχι στην τουρκική εισβολή – Όχι σε ένα ακόμα ιμπεριαλιστικό αιματοκύλισμα

Η εισβολή του τουρκικού στρατού στη βορειοανατολική Συρία με διακηρυγμένο στόχο την εξόντωση των ενόπλων δυνάμεων των Κούρδων και ουσιαστικά την εκκαθάριση της περιοχής από το κουρδικό στοιχείο, αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο ανάφλεξης στον πόλεμο της Συρίας. Προηγήθηκε το πράσινο φως που έδωσαν οι ΗΠΑ, με την εξαγγελία της απόσυρσης της στρατιωτικής δύναμης που διατηρούσαν στην περιοχή, παραδίδοντας τους μέχρι χθες συμμάχους τους, Κούρδους, στις διώξεις Ερντογάν. Η εκεχειρία των 120 ωρών ολοκληρώθηκε με την ντε φάκτο αποδυνάμωση των κουρδικών θέσεων, την ανάδειξη ακόμα περισσότερο της Ρωσίας σε ρυθμιστική δύναμη και τον τουρκικό έλεγχο σε ζώνη εντός του συριακού εδάφους.

Η πραγματικότητα των γεγονότων και της αλληλουχίας τους, αναδεικνύει ξεκάθαρα τα εξής:

1.

Ο κυνισμός με τον οποίο οι Αμερικάνοι «πούλησαν» τους Κούρδους, αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι ο  ιμπεριαλισμός κοιτάει μόνο τα συμφέροντά του και στο όνομα αυτών δεν διστάζει να ανατινάξει χώρες, να αιματοκυλίσει λαούς, να τους αντιμετωπίσει ως αναλώσιμους και να ξεπουλήσει εθνότητες που κατά καιρούς «υιοθετεί» ως συμμάχους. Αυτή είναι η ιστορία του πολέμου στη Συρία από την αρχή του έως τώρα. Οι ΗΠΑ και από κοντά η ΕΕ, αρχικά επένδυσαν στην ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και στο διαμελισμό της Συρίας, στο πλαίσιο του σχεδίου για μια κατακερματισμένη και ελεγχόμενη Μέση Ανατολή, όπου θα ανατραπούν ή θα αποδυναμωθούν οι «ενοχλητικές» χώρες- δυνάμεις του Ιράν, της Συρίας κ.ά. Ενίσχυσαν τις πιο σκοταδιστικές, φονταμενταλιστικές δυνάμεις από τις οποίες αναδύθηκε το τέρας του ISIS, προτού αναγκαστούν να συμβάλουν στην αντιμετώπισή του, αφού αυτό έγινε ανεξέλεγκτο. Αυτός ο βασικός σχεδιασμός έχει πλέον ηττηθεί. Η πολιτική των ΗΠΑ για απόσυρση από τη Συρία και εγκατάλειψη των Κούρδων, γίνεται στο έδαφος της ήττας του βασικού τους σχεδίου αλλά και ως κίνηση επαναπροσέγγισης με την Τουρκία, που παρά τις όποιες αντιπαραθέσεις και τις πολιτικές φθοράς της, κυρίως οικονομικής, προκειμένου να «συνετιστεί», παραμένει πολύ σημαντική για να χαριστεί στην επιρροή της Ρωσίας. Οι αμερικανικές εξαγγελίες για κυρώσεις, που περισσότερο σχετίζονται με αντιφάσεις εντός του συστήματος εξουσίας των ΗΠΑ, δεν αναιρούν το γεγονός ότι η τουρκική στρατιωτική εισβολή αποτελεί μια ακόμη «ευγενική χορηγία» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή μας.

Ο προσανατολισμός στα γεγονότα με κριτήριο τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τα γεωπολιτικά συμφέροντα και αντιπαραθέσεις δεν αποτελεί «εμμονή» αλλά πολιτικό ζήτημα ουσίας. Τοποθετήσεις που αγνοούν ή παραβλέπουν το ρόλο και τις επιδιώξεις του ιμπεριαλισμού είναι –στην καλύτερη περίπτωση– αποπροσανατολιστικές. Έτσι, φαίνεται πόσο περιοριστική ήταν η πολιτική οπτική που επέλεγε να βλέπει μόνο ένα εγχείρημα χειραφέτησης των Κούρδων και αγνοούσε τον αυτοκτονικό εναγκαλισμό τους με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τα σχέδιά του στη Συρία.

2.

Αναδεικνύεται για άλλη μια φορά, με επώδυνο τρόπο για τον κουρδικό λαό, ότι οι λαοί δεν έχουν ανάγκη και δεν πρέπει να επιδιώκουν να έχουν «προστάτες». Η επιλογή της ηγεσίας του κουρδικού κινήματος –με παράδοση πατριωτική και αντιιμπεριαλιστική, του οποίου η ηρωική αντίσταση απέναντι στους τζιχαντιστές, πριν ακόμα ενταχθεί στο συνασπισμό δυνάμεων υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ, θα πρέπει να αναγνωρίζεται– να «συμμαχήσει» με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και να συνταχθεί με το σχέδιο διαμελισμού της Συρίας, προσδοκώντας ότι θα μπορέσει να προωθήσει τους δικούς του στόχους για αυτοδιάθεση, διαψεύδεται οικτρά καθώς ο θεωρούμενος ως προστάτης τους, τους αφήνει βορά στην τουρκική στρατιωτική εισβολή.

Το μήνυμα ωστόσο αφορά –ή θα έπρεπε να αφορά– όλους όσους εντάσσονται στα στρατηγικά σχέδια των ΗΠΑ στην περιοχή μας, σε Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή, στο όνομα της ασφάλειας που «εγγυάται» η πρόσδεση στο άρμα του μεγάλου συμμάχου. Ο ελληνικός αστικός πολιτικός κόσμος, που τόσο επί ΣΥΡΙΖΑ όσο και επί ΝΔ πορεύεται με το αφήγημα της «στριμωγμένης» και παραπαίουσας Τουρκίας και της ευκαιρίας να αναδειχτεί η Ελλάδα σε «προνομιακό εταίρο» για ΗΠΑ και ΝΑΤΟ στην περιοχή, και ως εκ τούτου μετατρέπει τη χώρα ακόμη περισσότερο σε μια μεγάλη αμερικανονατοϊκή βάση, θα έπρεπε να αισθάνεται τεράστια αμηχανία μπροστά στις εξελίξεις, αν δεν ήταν άνευ όρων εξαρτημένος σε ΗΠΑ και ΕΕ. Για το λαό και τη χώρα όμως, τίθεται όλο και πιο επιτακτικά ως ζητούμενο μια εξωτερική πολιτική, ανεξάρτητη και πολυδιάστατη, σαν η πιο ουσιαστική εγγύηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Είναι πλέον σαφές και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι μια τέτοια ανεξάρτητη  αντιμπεριαλιστική πατριωτική πολιτική μπορεί να την εγγυηθεί μόνο ο λαός και οι εργαζόμενοι της χώρας.

3.

Η Τουρκία έχει τη φιλοδοξία και τη στρατηγική να λειτουργήσει στην ευρύτερη περιοχή σαν μεγάλη ηγεμονική περιφερειακή δύναμη, εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες και την γεωπολιτική θέση που έχει. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσεται και ο τουρκικός επεκτατισμός που μετά την επί 45 χρόνια κατοχή στην Κύπρο, εκδηλώνεται έμπρακτα με τη στρατιωτική εισβολή στη Συρία. Η επεκτατική και αναθεωρητική για τα σύνορα πολιτική δεν περιορίζεται μόνο στα νότια της Τουρκίας. Είναι υπαρκτή και στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Κύπρου και του Αιγαίου. Η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, «το γκριζάρισμα» περιοχών της ελληνικής επικράτειας, η υφαλοκρηπίδα, τα δώδεκα μίλια, οι σχεδόν καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, είναι εκδηλώσεις και αποτέλεσμα του τούρκικου επεκτατισμού. Η ολόπλευρη εξάρτηση της χώρας, ο ραγιαδισμός και η τυχοδιωκτική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, με την ακόμη μεγαλύτερη πρόσδεση σε ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, τον άξονα με Κύπρο-Ισραήλ-Αίγυπτο, την προσδοκία ότι η εμπλοκή ξένων πολυεθνικών στις εξορύξεις υδρογονανθράκων θα σημάνει και εμπλοκή των αντίστοιχων χωρών στις εξελίξεις σε Κύπρο και Αιγαίο, όχι μόνο δεν μπορεί να διαφυλάξει τα εθνικά συμφέροντα και να ανακόψει  τον τούρκικο επεκτατισμό, αλλά εγκυμονεί ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους και δεινά. Μόνο η ανάπτυξη ισχυρού αντιιμπεριαλιστικού, αντιπολεμικού κινήματος στην Ελλάδα, την Τουρκία, σε όλη τη Μ. Ανατολή μπορεί να ανακόψει τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και να διαφυλάξει την ειρήνη, την αλληλεγγύη και τη φιλία των λαών.

4.

Η εκεχειρία των 120 ωρών ολοκληρώθηκε με την καταρχήν επιτυχία της επιδίωξης Ερντογάν να δημιουργήσει μια ελεγχόμενη ζώνη ασφαλείας εντός συριακού εδάφους. Η Ρωσία κερδίζει έδαφος καθώς απομακρύνει ακόμα περισσότερο τη δημιουργία ενός φιλοαμερικανικού κουρδικού κρατιδίου που θα μπαίνει σφήνα στον άξονα Ιράν – Ιράκ – Συρία – Χεσμπολάχ. Η κυβέρνηση της Συρίας κάνει ένα ακόμα βήμα στην αποκατάσταση της ακεραιότητας της χώρας της ακόμα και αν «μοιράζεται» τμήμα της εδαφικής της κυριαρχίας με την Τουρκία. Οι ΗΠΑ αποχώρησαν και από το βορειοανατολικό τμήμα της Συρίας εγκαταλείποντας τους οριστικά τους Κούρδους, σφραγίζοντας με αυτόν τον τρόπο, τόσο τις εγγενείς αντιφάσεις και εσωτερικές αντιπαραθέσεις της Ουάσινγκτον όσο και την ήττα των επιδιώξεών τους στο συριακό μέτωπο. Από κάθε άποψη οι χαμένοι των τελευταίων εξελίξεων είναι οι Κούρδοι.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και μετά τη συμφωνία της εκεχειρίας, η κατάσταση στη Συρία παραμένει εύφλεκτη, καθώς το υλικό των επόμενων αναφλέξεων και συγκρούσεων παραμένει ενεργό. Οι ισχύουσες διευθετήσεις δεν λύνουν με δίκαιο τρόπο τις αντιθέσεις στην περιοχή, ενώ ο τουρκικός έλεγχος επί συριακών εδαφών αποτελεί θρυαλλίδα για ένα νέο κύκλο αιματοκυλίσματος.

Η τουρκική εισβολή στη Συρία και η κατοχή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τμήματος των συριακών εδαφών είναι παράνομη και πρέπει να σταματήσει.

Ο αγώνας των Κούρδων ενάντια σε πολιτικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις εξόντωσής τους είναι δίκαιος.

Το δικαίωμα του συριακού κράτους να υπερασπιστεί την εδαφική του ακεραιότητα είναι απαραβίαστο.

Έξω οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις από τη Συρία και τη Μ. Ανατολή – Οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες.

Κέρδισαν όλοι. Έχασε ο λαός.

Εκλογές 2019: Κέρδισαν όλοι. Έχασε ο λαός.

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Οι εθνικές εκλογές επιβεβαιώνουν και ενισχύουν το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών και αυτοδιοικητικών εκλογών. Υπογραμμίζουν σε όλους τους τόνους ότι έχει κλείσει εδώ και χρόνια η εποχή πολιτικής αστάθειας που προκλήθηκε από τη χρεοκοπία της χώρας. Δύο κόμματα – πόλοι (η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ) εναλλάσσονται στην εξουσία, υλοποιώντας όμοιες πολιτικές, έστω και αν οι τόνοι ανάμεσά τους παραμένουν υψηλοί.

Δεν έκλεισαν δύο εικοσιτετράωρα από την ορκωμοσία του νέου πρωθυπουργού και είχαμε ήδη δείγματα γραφής: Χαριεντισμοί και αστικές ευγένειες ανάμεσα στους πρώην και στους νυν, ανοικτή αποδοχή της Συμφωνίας των Πρεσπών από την νέα κυβέρνηση, άρνηση της Μέρκελ στη χαλάρωση του προγράμματος που διαφήμιζε η ΝΔ ως μπόνους των εταίρων στον σοβαρό Μητσοτάκη, νέοι υπουργοί να αναγνωρίζουν ότι δεν θα μηδενίσουν το έργο των προκατόχων τους. Το ουσιαστικό στοιχείο είναι η συνέχεια στις ίδιες ράγες. Φυσικά υπάρχουν και οι επιδεικτικές κινήσεις προς τα κομματικά ακροατήρια (πχ η επιχείρηση νόμος και τάξη ή η ένταξη του προσφυγικού στον τομέα της καταστολής) που δεν αναιρούν την ουσία μιας βαθύτερης συμφωνίας ανάμεσα στους πρώην και στους νυν.

Είναι τόση και τέτοια η ομαλότητα της μετάβασης και η συνέχεια (παρά τις ψεύτικες κραυγές και τις στημένες οιμωγές) πριν και μετά τις εκλογές, ώστε όλοι (ή σχεδόν όλοι) δηλώνουν κερδισμένοι.

Η ΝΔ κέρδισε γιατί αναδεικνύεται αυτοδύναμη κυβέρνηση (η πρώτη μετά το ξέσπασμα της κρίσης). Έρχεται στην εξουσία με φανατική πίστη στην επιβολή του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, καθώς ο δρόμος έχει ήδη στρωθεί από την απερχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια οικονομία ήδη δεσμευμένη μέχρι το 2060 με αιματηρά πρωτογενή πλεονάσματα, σε μια κοινωνία ήδη τσακισμένη από την αφαίμαξη εισοδημάτων, σε μια χώρα ήδη υποθηκευμένη στους δανειστές και με ιδιωτικοποιημένα λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμους και βασικές υποδομές, η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει με μεγαλύτερη ορμή το έργο που εξελίσσεται την τελευταία δεκαετία. Βασικό έργο της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα είναι η πολιτική και ιδεολογική νομιμοποίηση του πιο άγριου και κυνικού καπιταλισμού. Δεν θα εξοντώνει το κοινωνικό κράτος επειδή δεν μπορεί αλλιώς (όπως οι προηγούμενοι) αλλά επειδή έτσι πρέπει. Θα ενσταλάζει διαρκώς στο κοινωνικό σώμα ακόμα πιο συντηρητικές, ακόμα πιο αντιδραστικές ιδεολογίες και συμπεριφορές.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε γιατί εδραιώνεται μόνιμα στον χώρο της κεντροαριστεράς, κερδίζοντας οριστικά την πρωτοκαθεδρία του χώρου από το ΚΙΝΑΛ, αποφεύγοντας τη στρατηγική ήττα. Αν και προεκλογικά έπαιζε το χαρτί της «καταστροφής που θα φέρει ο Μητσοτάκης», μετεκλογικά ομνύει στην ομαλή δικομματική εναλλαγή. Το κόμμα Τσίπρα επιδιώκει ανοικτά να πάρει τη θέση του παλιού ΠΑΣΟΚ, χωρίς ουσιαστικές διαφορές στην κοινωνική και οικονομική πολιτική ή στην εξωτερική πολιτική και στην αμερικανονατοϊκή εξάρτηση, συγκριτικά με τη ΝΔ. Θα επιδιώξει να χαράξει τις γνωστές κάλπικες διαχωριστικές που συνήθως στήνονται ανάμεσα σε διαφορετικούς διαχειριστές όμοιων πολιτικών.

Το ΚΙΝΑΛ κέρδισε γιατί ανέβηκε σε ψήφους και ποσοστά από τις ευρωεκλογές, υπό συνθήκες ανόδου και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Εκφράζει έναν υπαρκτό και αναπαραγόμενο μηχανισμό εξουσίας που τρέφεται από την αυτοδιοίκηση και τον συνδικαλισμό και κατέχει θέσεις στην κρατική μηχανή.

Το ΜΕΡΑ 25 κέρδισε γιατί με μηδενική συγκρότηση στις τοπικές κοινωνίες και με μόνο προσόν τον αρχηγό του πέτυχε την είσοδό του στη Βουλή. Αποτελεί απόδειξη (για όσους θέλουν να σκέφτονται) ότι αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρχε χώρος και δυνατότητες. Πλέον όμως ο χώρος καλύπτεται από μια σοσιαλδημοκρατικότερη και προσωποκεντρική εκδοχή του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, με τις ίδιες ακριβώς αυταπάτες και προσδοκίες για την ΕΕ και την παγκοσμιοποίηση.

Το ΚΚΕ «κέρδισε» γιατί ως συνήθως «άντεξε μια ακόμα φορά», καταγράφοντας το γνωστό του ποσοστό. Η στασιμότητα και σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης και σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, και σε συνθήκες πολιτικής σταθεροποίησης και σε συνθήκες ρευστότητας, και σε συνθήκες ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ και σε συνθήκες πτώσης του, περίπου καταχωρεί το κόμμα αυτό έξω από τις πολιτικές μεταβολές της ιστορίας, έξω από μετασχηματισμούς, ευκαιρίες, δυνατότητες αλλαγών και ανατροπών.

Τα μετωπικά σχήματα ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ, αλλά και όλα τα άλλα μικρότερα αριστερά ψηφοδέλτια, επίσης «κέρδισαν» χάνοντας. Ως συνήθως, θα ισχυριστούν ότι «έδωσαν μια δύσκολη μάχη, σε δύσκολες συνθήκες» σημειώνοντας για πολλοστή φορά μείωση των δυνάμεών τους. Κατά πάσα πιθανότητα θα διαβεβαιώσουν τον ελληνικό λαό ότι την επόμενη μέρα θα είναι στα ίδια μετερίζια, με τις ίδιες θέσεις, με τα ίδια επιτελεία, με τις ίδιες πολιτικές και τα ίδια αποτελέσματα.

Ο ελληνικός λαός χάνει γιατί μετά από μια δεκαετία άγριας μνημονιακής λεηλασίας και μια τετραετία σκληρών μαθημάτων προσαρμογής, ρεαλισμού, υποταγής στους μονόδρομους, επιλέγει «αυτόν που ξέρει τη δουλειά». Οι απερχόμενοι κυβερνητικοί μπορεί να χλευάζουν τον λαό διακωμωδώντας το παράδοξο να «αποδοκιμάζεται η δεξιά πολιτική του Τσίπρα υπερψηφίζοντας Μητσοτάκη». Στην πραγματικότητα ούτε ο Τσίπρας αποδοκιμάζεται, ούτε ο Μητσοτάκης επιδοκιμάζεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωσε την κοινωνία στο ότι «δεν μπορεί να γίνει τίποτα διαφορετικό» και το εκλογικό αποτέλεσμα επιβεβαιώνει την ισχύ του συγκεκριμένου ισχυρισμού.

Η εργαζόμενη κοινωνία χάνει γιατί ανεξάρτητα από αναλύσεις και «αναλύσεις» για την επόμενη μέρα και την προσδοκώμενη κινηματική ανάταση, η ήττα αφορά την παγίωση ενός συνολικά χειρότερου συσχετισμού που χτίζεται πάνω στο έδαφος ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αγώνες μπορεί να υπάρξουν, αλλά αυτό που αναζητείται είναι η συλλογική πίστη ότι υπάρχει εναλλακτική. Αυτή η πίστη έχει τσακιστεί για αυτό και παράγονται τα συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Για τους αριστερούς που επιμένουν ότι η Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι με τον κοινωνικό μετασχηματισμό και όχι με την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, το εκλογικό αποτέλεσμα οφείλει να σφραγίσει το τέλος μιας ολόκληρης εποχής ανημπόριας, αδυναμίας, ανικανότητας παρέμβασης, οικοδόμησης, ανατροπής. Τα κόμματα και τα σχήματα που αναφέρονται στην κομμουνιστική, επαναστατική ή ριζοσπαστική Αριστερά έχουν κλείσει τον κύκλο τους.

Ένας νέος κύκλος πρέπει να ξεκινήσει.

Ούτε ΣΥΡΙΖΑ ούτε ΝΔ

Τοποθέτηση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Όταν μοιάζεις πολύ με τον αντίπαλό σου, αλλά θέλεις οπωσδήποτε να ξεχωρίσεις, οξύνεις ανούσιες και δευτερεύουσες διαφορές. Αυτή είναι με δυο λόγια η πολιτική κατάσταση την τελευταία περίοδο και ειδικά ενόψει των εκλογών της 7ης Ιουλίου. Πόλωση, όξυνση, υψηλοί τόνοι, ακραίοι χαρακτηρισμοί, έντονα διλήμματα ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Τα διλήμματα όμως δεν μπορούν να κρύψουν τις μεγάλες ομοιότητες στην πολιτική τους.

  1. Τα δύο κόμματα μοιράζονται παρόμοια διαδρομή προς την εξουσία. Όπως ο Σαμαράς ήρθε στην εξουσία με τις υποσχέσεις του Ζαππείου και την «επαναδιαπραγμάτευση με σκοπό την έξοδο από τα μνημόνια», έτσι και ο Τσίπρας ήρθε στην εξουσία με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και το «σκίσιμο σε μια μέρα των μνημονίων». Και ο ένας και ο άλλος, ως πρωθυπουργοί, άσκησαν την πολιτική που κατήγγειλαν ως αντιπολιτευόμενοι δικαιώνοντας με την πολιτική τους τους εκάστοτε προηγούμενους, ακολουθώντας τους «μονόδρομους» που επέβαλαν οι δανειστές και κατακρεουργώντας την εθνική και κοινωνική αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού. Αυτή η απλή, βασική αλήθεια κρύβεται και διαστρεβλώνεται από όσους ανακαλύπτουν «αξεπέραστες διαφορές» ανάμεσα σε αυτά τα κόμματα.
  2. Τσίπρας και Μητσοτάκης, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ παρά τις φραστικές τεχνητές οξύνσεις, ακολουθούν την ίδια -στον πυρήνα της- πολιτική. Από εκεί που οι άνθρωποι ήταν “πάνω από τα κέρδη” στον προκυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα, μέτρο και κριτήριο πάντων είναι η αγορά. Το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι η αγορά είναι η θεά του, δεν κρύβει το γεγονός ότι και ο Τσίπρας λογοδοτεί (και υπηρετεί) τις αγορές. Εκχώρησε τη δημόσια περιουσία, ξεπούλησε λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια, ενέργεια και φυσικό πλούτο, υποθήκευσε τα πάντα στο Υπερταμείο, γιατί έτσι διέταξαν οι δανειστές και επιβάλει η αγορά. Γερμανοί, Κινέζοι, Ρώσοι, Αμερικάνοι αγοράζουν μισοτιμής μια χώρα με υποτιμημένες αξίες και ο Τσίπρας είναι ο εκποιητής. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην δηλώνει λάτρης της ελεύθερης αγοράς, αλλά εφαρμόζει πιστά, άκαμπτα και σκληρά όλα τα δόγματά της. Από τα ματωμένα κοινωνικά πλεονάσματα που προϋποθέτουν κατάργηση του κράτους πρόνοιας, μέχρι τις γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις και τον περιορισμό του δημόσιου. Σε μια αποστροφή του ο Μητσοτάκης αναγνώρισε την αλήθεια: «Εμείς θα κάνουμε (τα ίδια) γιατί τα πιστεύουμε. Εσείς τα κάνετε αλλά δεν τα πιστεύετε». Τι νόημα όμως έχει η διαφορά στη θεωρία όταν η πράξη είναι παρόμοια;
  3. Τσίπρας και Μητσοτάκης, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι πρόσωπα και κόμματα χρήσιμα και αγαπητά από τους υπερατλαντικούς προστάτες και τους ηγέτες της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Για τέσσερα χρόνια μάλιστα, ο Τσίπρας συγκέντρωσε ρητά και κατηγορηματικά την εύνοια των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Σε αντάλλαγμα και της αφοσίωσής του, αλλά και του μεγέθους της κωλοτούμπας και της μακράς διαδρομής που διένυσε για να γίνει ο «ευνοούμενος» των ισχυρών, έλαβε μικρά «δωράκια», όπως η αναβολή της περικοπής των συντάξεων, που όμως δεν αλλάζουν ούτε το πλαίσιο ούτε το πρόσημο της ασκούμενης πολιτικής. Ο Τσίπρας, για τις αγορές, το ΔΝΤ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ήταν περισσότερο χρήσιμος και προτιμητέος από τον Μητσοτάκη. Όχι απλά υπάκουος και πειθήνιος («προσόντα» που διακρίνουν και με το παραπάνω τον αρχηγό της ΝΔ), αλλά και ικανός να κρατά τις κοινωνικές αντιδράσεις σε ύπνωση. Η διακυβέρνηση Τσίπρα συνιστά μια ζωντανή υπενθύμιση στο λαό ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα από το μονόδρομο που επιβάλλει ο καπιταλισμός. Αυτός είναι ο λόγος που οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες πριμοδοτούν ανοιχτά τον ΣΥΡΙΖΑ έναντι του ΚΙΝΑΛ. Αυτός είναι ο λόγος που οι προσβλητικές δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων για τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του κατά τους πρώτους μήνες του 2015, μετατράπηκαν σήμερα σε ύμνους και διθυράμβους. Βεβαίως τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και οι αγορές δεν έχουν σε τίποτα να ανησυχούν από τη διαφαινόμενη έλευση Μητσοτάκη. Γνωρίζουν ότι θα είναι και ο Μητσοτάκης δεδομένος στις πολιτικές λιτότητας για την εξυπηρέτηση του χρέους. Γνωρίζουν ότι οι προεκλογικές υποσχέσεις και των δύο περί μείωσης των φόρων και εισφορών ύψους 5 δισ, θα τελούν υπό αμφισβήτηση και υπό τον έλεγχο των δανειστών, όπως υπενθύμισε πρόσφατα η έκθεση της Κομισιόν.
  4. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ, από τη μία ισχυρίζονται ότι ξεπεράστηκαν οι διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος, από την άλλη όμως πλειοδοτούν σε τεχνητούς διαχωρισμούς. Ο Τσίπρας, μετά το διαζύγιο με τον Καμμένο, υιοθέτησε την αντιδεξιά γραμμή σερβίροντας την ξαναζεσταμένη από τη δεκαετία του ’80 σούπα της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης, ενώ τα κορυφαία στελέχη της ΝΔ συχνά καταφεύγουν σε αντιαριστερή, αντικομμουνιστική, αντιδραστική ρητορική. Οι εκατέρωθεν ρητορείες -με βουτιές στο παρελθόν- κρύβουν την αλήθεια της -σημερινής- πολιτικής σύγκλισης των δύο κομμάτων. Επιχειρούν να κουκουλώσουν το γεγονός ότι η Αριστερά από τη Δεξιά χωρίζονται με ανυπέρβλητο χάσμα, όχι γιατί βρίζονται μεταξύ τους, αλλά γιατί εκφράζουν ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα. Το τελευταίο δεν ισχύει στην περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Τα κοινωνικά συμφέροντα που εκφράζουν, σε τελική ανάλυση, είναι ίδια. Μετά τις εκλογές δε, ομνύουν κάλπικα και οι δύο στην υπεράσπιση των στρωμάτων που τσάκισαν από κοινού με τις μνημονιακές τους πολιτικές, των λεγόμενων «μεσαίων στρωμάτων». Η κυβέρνηση Τσίπρα υιοθέτησε ως “κυβέρνηση της Αριστεράς” όλη την πολιτική της Δεξιάς. Αλλά όχι μόνο. Πρότεινε τον Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Συγκυβέρνησε επί τέσσερα χρόνια με τον Καμμένο. Ενσωμάτωσε ως κυβερνητικά στελέχη πολλούς παράγοντες, πολιτευτές, βουλευτές, πρώην υπουργούς των κυβερνήσεων Καραμανλή και Σαμαρά. Ο Τσίπρας παρέδωσε την έννοια της Αριστεράς στη χλεύη και στον περίγελο της Δεξιάς. Όμως, η Αριστερά όπως άλλωστε και η Δεξιά δεν είναι «ιδιοκτησία» κομμάτων ή προσώπων. Είναι οι πολιτικές εκφράσεις διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων, ανταγωνιστικών προτάσεων, αντίπαλων ιδεολογιών. Ο Τσίπρας κατάφερε να σβήσει τις διαφορές Δεξιάς – Αριστεράς, τόσο με την πολιτική του, όσο και με τις μεταγραφές στελεχών της ΝΔ. Αυτό που πραγματικά πέτυχε είναι να καταγράψει τον εαυτό του και το κόμμα του στο στρατόπεδο της Δεξιάς.
  5. Ακόμα και το κατεξοχήν προνομιακό πεδίο της Δεξιάς, που ήταν η ασφυκτική πρόσδεση με τις ΗΠΑ, έγινε πλέον προνομιακό πεδίο του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση Τσίπρα αναγνωρίζεται ανοιχτά ως η πιο φιλοαμερικανική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης που με προοδευτικό και «αντιεθνικιστικό» πρόσημο προωθεί όλα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Έλυσε το Μακεδονικό με εντολή των Αμερικάνων για να επιταχυνθεί η επέλαση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Εντάχθηκε στον αντιδραστικό άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου. Στήριξε τη σιωνιστική κατοχή στην Παλαιστίνη και το κράτος-απαρτχάιντ του Ισραήλ. Συμμαχεί με κάθε αντιδραστικό καθεστώς στον αραβικό κόσμο, αρκεί να αποτελεί ενεργούμενο των ΗΠΑ. Μετατρέπει τη χώρα σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ, στον βασικό πληρεξούσιο της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Σήμερα, οι εκατέρωθεν κινήσεις στις ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, βάζουν και την Ελλάδα και την Κύπρο στην Προκρούστεια κλίνη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των πολυεθνικών, καταργώντας κάθε έννοια εθνικής αξιοπρέπειας. Το «στρατηγέ μου ιδού ο στρατός σας» του Κανελλόπουλου στον Βαν Φλητ, αντικαταστάθηκε από το «πρέσβη μου ιδού η χώρα σας» του Τσίπρα στον Πάιατ. Όμως, παρά τις ασχήμιες του ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερά ήταν, είναι και θα παραμείνει εκείνη η πολιτική και κοινωνική δύναμη που στέκεται αλληλέγγυα στους λαούς, παλεύει για να μην έχουν οι χώρες προστάτες και αγωνίζεται ενάντια στους φονιάδες των λαών και στις πολεμικές τους μηχανές.
  6. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, Τσίπρας και Μητσοτάκης αποδέχονται χωρίς αμφισβήτηση το σύνολο των μνημονίων που επιβλήθηκαν από το 2010 μέχρι σήμερα, όπως και τον μνημονιακό γύψο που έχει επιβάλει η Ευρωζώνη για τις επόμενες δεκαετίες. Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να τροφοδοτούν την αποπληρωμή των δανείων, υψηλή φορολογία στα φυσικά πρόσωπα των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, μείωση των συντάξεων, συρρίκνωση των δημόσιων δαπανών, ελάφρυνση επιχειρήσεων, διευκόλυνση «επενδύσεων», επιδότηση εργοδοτικών εισφορών. Και αν δημοσιονομικά ή στην διεθνή οικονομία πάει κάτι στραβά τα επόμενα 40 χρόνια, η πολιτική ανεξαρτησία της ΑΑΔΕ και το υπερταμείο υπενθυμίζουν ότι οι δανειστές θα είναι οι μόνοι που θα ωφεληθούν σε βάρος του λαού και της χώρας, με υπογραφή και του Τσίπρα και του Μητσοτάκη. Αυτός είναι ο μεταμνημονιακός γύψος που συμφωνήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ και αυτό το πρόγραμμα όχι απλά δεν αμφισβητείται, αλλά είναι αποδεκτό με ενθουσιασμό από τη ΝΔ.
  7. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ δεν συγκρούονται με τον πυρήνα του αντιδραστικού κράτους στην Ελλάδα. Κανείς τους δεν συγκρούεται με την εκκλησία και τη χρόνια προστασία που της παρέχει το κράτος, τόσο για την σκοταδιστική προπαγάνδα της (Θρησκευτικά στο σχολείο), όσο και για τη σκανδαλώδη επιχειρηματική της δράση. Κανείς τους δε συγκρούεται με την “ανεξάρτητη” δικαιοσύνη που βάζει καθαρίστριες στη φυλακή για 10 χρόνια, αλλά για απάτες με πολλαπλάσια ζημιά για το δημόσιο ή εγκλήματα του κοινού ποινικού κώδικα με δράστες επιχειρηματίες ή πολιτικούς, η ποινή είναι πάντα “με αναστολή”. Κανείς τους δεν ακουμπάει το βαθύ αντιδραστικό χαρακτήρα της αστυνομίας ως σώμα καταστολής των λαϊκών αγώνων και φυτώριο ακροδεξιών πρακτικών και φωνών με θύματα πάντα τους νεολαίους, τους εργαζόμενους, τους μετανάστες, κάθε καταπιεσμένο. Στο μεταναστευτικό, στα πλαίσια της υποταγής του Τσίπρα στις απαιτήσεις Μέρκελ, ο ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε όχι μία αλλά πολλές «Αμυγδαλέζες», στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών που ζουν σε άθλιες συνθήκες. Η ανάδειξη από τον ΣΥΡΙΖΑ της (όλο και μειούμενης) διαφοράς με τη ΝΔ στο ζήτημα των ατομικών δικαιωμάτων, στην ουσία επιβεβαιώνει τη βαθιά τους συμφωνία στο χτύπημα των συλλογικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
  8. Η ουσία είναι ότι οι πλούσιοι συνεχίζουν και γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Και παρά τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ περί ελίτ, οι εφοπλιστές, οι μεγαλοεργολάβοι, ο βαθύς πυρήνας της μεγαλοαστικής τάξης δεν έχει θιγεί ούτε επί ΝΔ, ούτε επί ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα έχει αυξήσει τα κέρδη της. Οι καταγγελίες, οι κριτικές, η αντιπαράθεση, οι οξείς τόνοι ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αφορούν αποκλειστικά δευτερεύοντα στοιχεία, τους ρυθμούς, το περιτύλιγμα, το πλασάρισμα, αλλά όχι τον πυρήνα της κοινής μεταμνημονιακής πολιτικής. Συχνά μάλιστα αφορούν όχι απλά δευτερεύοντα ζητήματα της πολιτικής, αλλά αποπροσανατολιστικό κουρνιαχτό για το ποιος είναι πιο έντιμος, καθαρός, αμόλυντος ή ικανός να ασκήσει την ίδια πολιτική, στο ίδιο πλαίσιο. Η λιτότητα, η φτώχεια και η ανεργία παραμένουν κοινός τόπος και των μεν και των δε. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαγγέλλει μια ήπια εφαρμογή, η ΝΔ εξαγγέλλει μια άγρια εφαρμογή. Πριν τις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ πάσχιζε να παρουσιάσει ως μέτρα κοινωνικής προστασίας τις μικροπαραχωρήσεις που επιτρέπουν οι δανειστές ως αντίδωρο για τον όγκο του έργου που έχει εκτελέσει. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να αποδείξει τη διαφορετικότητά του από τη ΝΔ. Στην πραγματικότητα όμως η αντιλαϊκή τομή από το 2010 μέχρι σήμερα, έχει τέτοιο μέγεθος που τα νεοφιλελεύθερης κοπής επιδόματα κοινωνικής προστασίας και η πολιτική των φιλοδωρημάτων μοιάζουν με ασπιρίνες απέναντι στον καρκίνο. Τώρα και οι δύο αναφέρονται στη «μεσαία τάξη» και στη μείωση φόρων και εισφορών, γιατί ποντάρουν να συσπειρώσουν αυτά τα στρώματα για τις εκλογές της 7ης Ιούλη. Ο Τσίπρας ακύρωσε -υποτίθεται- τη μείωση του αφορολόγητου, αλλά μετά το τράβηγμα του αυτιού από τους δανειστές, τα επιτελεία Τσίπρα-Μητσοτάκη ήδη μηχανεύονται νέους φορολογικούς συντελεστές, για να συνεχιστεί η αφαίμαξη της κοινωνίας προς όφελος των δανειστών.
  9. Ο Μητσοτάκης εμφανίζεται ακόμα πιο επιθετικός και άγριος απέναντι στην εργαζόμενη κοινωνία, καθώς αποτελεί σάρκα από τη σάρκα του αστικού πολιτικού προσωπικού, λειτουργώντας στα λαϊκά στρώματα ως φόβητρο για τα «χειρότερα». Αυτή η εικόνα βολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ για να εμφανίζεται ως διαφορετικός από τη ΝΔ, βολεύει και τη ΝΔ γιατί κερδίζει την εμπιστοσύνη της άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστών. Όμως εν πολλοίς η εικόνα αυτή είναι επικοινωνιακή. Πολλά από αυτά που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, αν τα έκανε η ΝΔ, πολλοί θα ανατρίχιαζαν: Η θέσπιση του υπερταμείου για 99 χρόνια. Η πώληση του Ελληνικού στο Λάτση για τιμή λιγότερο των 100 €/τμ. Ο νόμος Κατρούγκαλου που μειώνει τις συντάξεις έως και 30% στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Η αύξηση των ορίων ηλικίας στα 67. Οι χιλιάδες πλειστηριασμοί –μερικές εκατοντάδες από αυτούς σε πρώτη κατοικία– από τράπεζες και κεδροσκοπικά funds. Η νομοθέτηση του διαχωρισμού της ΔΕΗ με σκοπό την μελλοντική ιδιωτικοποίηση. Οι ιδιωτικοποιήσεις σχεδόν όλων των υποδομών της χώρας (αεροδρόμια, λιμάνια, τρένα). Η μείωση του αφορολόγητου και οι 17 νέοι φόροι λεηλασίας του λαϊκού εισοδήματος. Το χτύπημα των απεργιών για τα πρωτοβάθμια σωματεία. Ο περιορισμός της κυριακάτικης αργίας στο εμπόριο. Η νομοθέτηση του μητρώου εργοδοτών που επιτρέπει στους εργοδότες να εκβιάζουν με επιχειρησιακές συμβάσεις, πολλές από αυτές 7 ημερών για τις οποίες φωνασκεί υποκριτικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μη τήρηση του μνημονιακού 5 αποχωρήσεις – 1 πρόσληψη ούτε καν στο χώρο της υγείας και της παιδείας. Η θεσμοθέτηση νέου συστήματος διορισμού στην παιδεία βασισμένο στη νεοφιλελεύθερη λογική των «ατομικών προσόντων». Η μετατροπή της Γ’ λυκείου σε φροντιστηριακό έτος, με απόσυρση των μαθημάτων γενικής παιδείας αλλά διατήρηση των θρησκευτικών. Το άνοιγμα δεκάδων στρατοπέδων συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών τύπου Μόριας. Η μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Τα δωράκια προς Μελισανίδη, Σαββίδη, COSCO, Νιάρχο μέσω κυρίως χρηματοδοτικών εργαλείων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Και βεβαίως τα τυχοδιωκτικά παιχνίδια στην εξωτερική πολιτική, όπου η χώρα γίνεται πρακτορείο των ΗΠΑ, ξεπερνώντας στην υποταγή στις ΗΠΑ ακόμα και τον Γ. Παπανδρέου, τον Σημίτη και τον πατέρα Μητσοτάκη. Αν όλα αυτά τα έφερνε η ΝΔ θα χαρακτηρίζονταν ακραία δεξιά, αντιλαϊκή και νεοφιλελεύθερη πολιτική. Τώρα τι είναι; Γνωρίζουμε ότι η ΝΔ θα φέρει ακόμα πιο αντιλαϊκά μέτρα. Όμως το έδαφος είναι στρωμένο. Εν πολλοίς και ήδη νομοθετημένο από τον «αντίπαλο» ΣΥΡΙΖΑ.
  10. Αρκούν οι διαφορές στους ρυθμούς και στο περιτύλιγμα της κοινής τους πολιτικής για να προτιμήσει κανείς τον ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ; Με όλο το σεβασμό στην ανάγκη της λαϊκής οικογένειας να γλυτώσει δέκα, είκοσι, τριάντα ευρώ το μήνα, ή να «αποτρέψει τα χειρότερα», πρέπει να θυμηθούμε ότι η λογική του μικρότερου κακού ανοίγει πάντα και διάπλατα το δρόμο σε ολόκληρο το κακό. Επί δεκαετίες το ζήσαμε με το ΠΑΣΟΚ. Κάθε φορά που ο λαός επέλεγε το «λιγότερο χειρότερο» ερχόταν το ακόμα χειρότερο. Και βήμα το βήμα, κάθε φορά που επιλέγαμε την ήπια και όχι την άγρια διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού, ο νεοφιλελευθερισμός απαιτούσε όλο και περισσότερο αίμα από την εργαζόμενη κοινωνία. Επιβράβευση του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ακόμα πιο άγρια ΝΔ, ακόμα πιο κυνικό ΣΥΡΙΖΑ και ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται. Όσο εμπεδώνεται ότι η «αριστερά» είναι «μία από τα ίδια» και υπηρετεί τους «μονόδρομους» του συστήματος, τόσο ένας κόσμος που αναζητά «αντισυστημικές» λύσεις θα στρέφεται στην ακροδεξιά.

Ούτε ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ΝΔ.

Οι δύο διεκδικητές της εξουσίας δεν είναι ίδιοι. Υπάρχουν διαφορές. Είναι όμως όμοιοι και η βασική τους πολιτική είναι ταυτόσημη.

Οι διαφορές όχι μόνο δεν αναιρούν, αλλά αντίθετα κάνουν πιο επιτακτική την ανάγκη συγκρότησης και ύπαρξης μιας αντισυστημικής αριστερής πολιτικής και προγράμματος για την έκφραση των συμφερόντων των εργαζομένων σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών και των πλουσίων. Το ότι αυτή η δύναμη δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί, δεν σημαίνει υποχώρηση από αυτό το καθήκον. Πολύ περισσότερο δεν σημαίνει την ενίσχυση του δηλητηρίου «δεν υπάρχει εναλλακτική». Δεν σημαίνει την κουτοπονηριά ότι «αφού δεν υπάρχει στον εφικτό ορίζοντα η ανατροπή, ας επιλέξουμε το μικρότερο κακό». Η αναστροφή της καταστροφής των τελευταίων ετών, η ανάταξη της κοινωνίας, η ανάκτηση της χαμένης κοινωνικής και εθνικής αξιοπρέπειας, απαιτεί να ηττηθούν και οι δύο. Και ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ.

Γνωρίζουμε καλά ότι στις εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν υπάρχει καμιά εκλογική πρόταση που να αποτελεί μια θετική διέξοδο. Με συντριπτική ευθύνη της υπαρκτής Αριστεράς δεν διαμορφώθηκε καμιά προοπτική για την αντίσταση του λαού στη λαίλαπα της επόμενης μέρας. Δεν συγκροτήθηκε πολιτική δύναμη που θα μπορεί να εκφράζει τα συμφέροντα της εργαζόμενης κοινωνίας.

Στο καθήκον της επανίδρυσης, της ανασύνθεσης, της κατεδάφισης και επανοικοδόμησης της Αριστεράς στη χώρα μας, οι εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν μπορούν να παίξουν θετικό ρόλο. Η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη, με βασικό, αλλά επίπονο και μακροχρόνιο καθήκον την αντιστροφή αυτής της κατάστασης προς όφελος του λαού και της χώρας.

Τέλος εποχής

Ένα πρώτο σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Τα αποτελέσματα σηματοδοτούν με εκκωφαντικό τρόπο το τέλος εποχής που υπήρξε το 2015. Μόνο που αυτό το τέλος εποχής δεν γίνεται εύκολα παραδεκτό από την Αριστερά και τους αριστερούς. Η Ελλάδα μπήκε μετά το δημοψήφισμα σε μια νέα, πιο σκληρή και συντηρητική πραγματικότητα, με δύο όμοια κόμματα να ασκούν όμοια πολιτική, με την Αριστερά να μετρά (αλλά να μην κλείνει) τις πληγές της και με την ακροδεξιά να σηκώνει κεφάλι με ποικίλες εκφράσεις και μορφές. Ο ΣΥΡΙΖΑ τσάκισε το αγωνιστικό λαϊκό φρόνημα της αντιμνημονιακής περιόδου και αποδεικνύει ότι είναι ο χειρότερος νεκροθάφτης της Αριστεράς, του αξιακού της φορτίου, της διαφορετικότητάς της. Η συντηρητική στροφή είναι ισχυρή, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη.

Η συντριπτική διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι όταν η κοινωνία εκπαιδεύεται διαρκώς στη λογική του «λιγότερο χειρότερου», μαθηματικά και αντικειμενικά θα έρθει το χειρότερο. Έχει αποδειχθεί χιλιάδες φορές στο παρελθόν, αποδείχθηκε και σήμερα. Ο καλύτερος λαγός του Μητσοτάκη ήταν ο Τσίπρας. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που ξέπλυνε το μνημονιακό παρελθόν της ΝΔ και η εμπέδωση του δόγματος ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, άνοιξε διάπλατα τον δρόμο σε μια «ακραία» νεοφιλελεύθερη ΝΔ. Οι σπασμωδικές, αγοραίες, επιδοματικού τύπου πολιτικές των τελευταίων εβδομάδων δεν συνιστούν αλλαγή πορείας, δεν είναι «άλλο μοντέλο», δεν είναι «άλλος κόσμος», όπως εναγωνίως προσπαθούσε να μας πείσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αποτελούν τον φερετζέ της κυρίαρχης και επιβαλλόμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής.Το ευρωατλαντικό πλαίσιο είναι κοινά αποδεκτό από τους δύο πόλους του πολιτικού συστήματος και επιβάλλεται από τους δανειστές και τον πραγματικό επικυρίαρχο της χώρας, την ΕΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε με ένα πρόγραμμα στην εξουσία, προσχώρησε στο στρατόπεδο του αντιπάλου και εφάρμοσε τα αντίθετα. Δεν αλλάζει αυτή η γενική εικόνα με την προσομοίωση της 13ης σύνταξης και μάλιστα με προκλητικά προεκλογικό τρόπο.

Έρχεται πλέον μια καλπάζουσα φανατισμένη δεξιά-κεντροδεξιά, με απελευθερωμένες  όλες τις  νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Όσο απέτυχε η απόπειρα να ανακοπεί ο θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού με προσχώρηση στον νεοφιλελευθερισμό, άλλο τόσο θα αποτύχει η αντίσταση στην επερχόμενη λαίλαπα με τα χθεσινά στραπατσαρισμένα όπλα. Για να υπάρχει μια μικρή ελπίδα ανάταξης ενός ανταγωνιστικού λαϊκού κινήματος χρειάζεται ολική κατεδάφιση και ανοικοδόμηση με νέα υλικά.

Η Αριστερά με την πολιτική και τη μορφή που έχει, είναι ανυπόληπτη και αναξιόπιστη εδώ και καιρό στα μάτια του λαού αλλά και των αριστερών. Από την τεράστια φθορά του ΣΥΡΙΖΑ ο πολυδιαφημιζόμενος και πολυαναμενόμενος κερδισμένος, το ΚΚΕ, τελικά όχι μόνο δεν κερδίζει, αλλά και χάνει σε σχέση με τις αντίστοιχες προηγούμενες εκλογές. Δεν βοήθησαν οι δηλώσεις «ανάνηψης» πολλών πρώην, που με όσο πάθος στήριζαν ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και κουνούσαν το δάχτυλο σε όσους βρέθηκαν κόντρα στο ρεύμα, με άλλη τόση βεβαιότητα θεωρούσαν ότι το ΚΚΕ θα μαζέψει όλη την αριστερή δυσαρέσκεια. Το ΚΚΕ, ακίνδυνο έως χρήσιμο για το ντόπιο και ευρωπαϊκό σύστημα, μιας και απείχε από τα άμεσα καθήκοντα και λαϊκά αιτήματα προπαγανδίζοντας απλώς την «επουράνια» λαϊκή εξουσία, για μια ακόμα φορά «άντεξε». Αφού «άντεξε» στη μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση του 2010-2015 και εκτινάχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, τώρα «αντέχει» και στα απόνερά της και κερδίζει η ΝΔ. Συγχαρητήρια για την αντοχή, αλλά το ερώτημα είναι αν και πότε το ΚΚΕ θα σταματήσει απλά να «αντέχει» και θα βάλει τον εαυτό του και τις δυνάμεις του όχι απλά στην υπηρεσία του κόμματος και του εκλογικού ποσοστού, αλλά στην υπηρεσία της ανάταξης του λαϊκού κινήματος. Θα είναι  μάλιστα δύσκολο για το ΚΚΕ το στοίχημα αν σε τριάντα ημέρες μπορέσει να αντέξει το δίλημμα του διπολισμού, ή αν χάσει κι άλλο από το ποσοστό του.

Ο μόνος από τα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ που κερδίζει, είναι ο Βαρουφάκης, και αυτό ήταν αναμενόμενο και έχει λογική ερμηνεία. Δεν ήταν μια αποκρουστική, αυτοαναφορική επιλογή όπως άλλες, μίλησε με ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα σοσιαλδημοκρατικού τύπου, υπενθύμισε τη χαμένη αξιοπρέπεια της αντίστασης του ελληνικού λαού κατά το δημοψήφισμα, δεν μπλέχτηκε ιδιαίτερα με τα «πίτουρα» της εσωτερικής ελληνικής πολιτικής σκηνής. Είναι δύσκολο να κρατήσει το ίδιο ποσοστό στις βουλευτικές, συνιστά όμως μια ζωντανή υπενθύμιση ότι στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε χώρος και δυνατότητες αν τα πράγματα ήταν αλλιώς.

ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ φέρνουν ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα. Γνωρίζαμε ότι το ακέραιο μέρος του ποσοστού θα ήταν το μηδέν και από εκεί και πέρα το μόνο (θλιβερό) ενδιαφέρον ήταν το δεκαδικό και η κατάταξη. Ειδικά η ΛΑΕ καταβαραθρώνεται καταγράφοντας και στην κάλπη αυτό που καταλάβαινε όλος ο κόσμος πέρα από το επιτελείο της, ότι δηλαδή δεν πείθει ούτε στο ελάχιστο. Η ανάληψη ευθύνης από τον Λαφαζάνη όφειλε να είχε γίνει το 2015 όταν και έγινε φανερό ότι το συγκεκριμένο πολιτικό δυναμικό δεν μπορεί να οδηγήσει μια νέα προσπάθεια. Όφειλε επίσης να είχε συνοδευτεί με την ολοκληρωτική ανατροπή στη φυσιογνωμία και στον προσανατολισμό του σχήματος και το πλήρες διαζύγιο με τις γραφικότητες για το «σύστημα που τρέμει τη ΛΑΕ και την θάβει στις δημοσκοπήσεις». Το να μην τσακιστεί ο κόσμος που οργανωμένα μετά το 2015 διαχωρίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, να μην γυρίσει με την ουρά στα σκέλια στον Τσίπρα, να μην προσχωρήσει παραδίδοντας λευκή πετσέτα στη μοναστηριακή λογική του ΚΚΕ, να μην ιδιωτεύσει, είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο στοίχημα αλλά και καθήκον όσων καταλαβαίνουν το μέγεθος της ήττας. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση, αλλά το συγκεκριμένο επιτελείο της βλέποντας «την κατσίκα του γείτονα» θα επιχειρήσει να χρυσώσει το χάπι. Η διαστροφή της πραγματικότητας θα είναι μια μικρή εκδοχή τού “αντέξαμε” με προσφυγή στις έδρες (λόγω απλής αναλογικής και όχι στα ποσοστά ή στις ψήφους) των αυτοδιοικητικών σχημάτων. Υποκριτικά θα παραβλεφθεί και η φαιδρότητα δύο αντίπαλων ψηφοδελτίων του συγκεκριμένου “μετωπικού σχήματος” στους κεντρικούς δήμους (όπου μετά τη …”νίκη” της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επί της ΛΑΕ θα συζητηθεί η …”νίκη” του ΣΕΚ επί του ΝΑΡ).

Το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα σημαίνει ότι οι δυνάμεις που σήμερα είναι εντός ή εκτός της υπαρκτής Αριστεράς και που αντιλαμβάνονται το μέγεθος της ήττας και της δουλειάς που πρέπει να γίνει για να αντιστραφεί, παίρνουν διαζύγιο με τη συνήθεια. Δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες που τους κρατούν δέσμιους σε πρόσωπα, σχήματα και καταστάσεις που διατηρούν την Αριστερά βουλιαγμένη, ακίνδυνη, αυτοαναφορική, μόνιμα ικανοποιημένη με τον εαυτό της και μόνιμα αναξιόπιστη στην κοινωνία και στον εργαζόμενο λαό.

Η Μακεδονία είναι αμερικανική

Η Μακεδονία είναι αμερικανική

Η αντιπαράθεση που διεξάγεται αυτές τις μέρες για τη Συμφωνία των Πρεσπών είναι λάθος. Τα δύο βασικά στρατόπεδα ορίζονται το ένα από τον εθνικισμό και το άλλο από τον αντιεθνικισμό. Πρόκειται όμως για ένα βολικό σχήμα που βολεύει και το ένα στρατόπεδο και το άλλο.

Ο εθνικισμός και ο αντιεθνικισμός φαίνονται ανειρήνευτοι αντίπαλοι, συχνά όμως αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό συμβαίνει όταν μια δευτερεύουσα αντίθεση έρχεται να συσκοτίσει την βασική. Η βασική αντίθεση είναι ο κινητήριος μοχλός της συγκεκριμένης εξέλιξης, και στην περίπτωσή μας είναι ο ιμπεριαλισμός από τη μια και οι λαοί και τα έθνη της περιοχής από την άλλη. Το ότι το πρώτο στρατόπεδο φαίνεται παντοδύναμο ενώ το δεύτερο είναι διαλυμένο και αποσυγκροτημένο, δεν σημαίνει ότι αυτή η βασική αντίθεση δεν υπάρχει.

Δεν χρειάζεται να εντρυφήσουμε στο έργο του Μάο Τσε Τουνγκ ή στον λενινισμό για να κατανοήσουμε τις αντιθέσεις, το ποιες είναι δεσπόζουσες, τις πλευρές των αντιθέσεων και την ειδική μορφή που αυτές παίρνουν. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι παιδί του αμερικανο-νατοϊκού σωλήνα, γέννημα θρέμμα των απαιτήσεων των ΗΠΑ, γραμμένη από τις υπηρεσίες των δύο χωρών, αλλά καθοδηγημένη, εμπνευσμένη, και κατά γράμμα επικυρωμένη από την αμερικανική πρεσβεία. Στόχος της είναι η απρόσκοπτη εδραίωση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Βαλκανική, και η περαιτέρω σύσφιξη του κλοιού γύρω από τα τελευταία απομεινάρια της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια (Σερβία).

Αν αυτή η βασική πλευρά, που οδήγησε και δημιούργησε τη συμφωνία των Πρεσπών αφαιρεθεί, έχουμε μείνει με τα κουβαδάκια μας σε μια παραλία να παίζουμε τους πατριώτες ή τους διεθνιστές.

Η συζήτηση για τη Συμφωνία των Πρεσπών είναι λάθος γιατί η συγκεκριμένη Συμφωνία δεν είναι καλή ή κακή ως προς το ένα ή το άλλο ζήτημα που επιλύει. Είναι απορριπτέα στο σύνολό της γιατί με την υπογραφή τους οι δύο χώρες βάζουν δραγάτη στο σπιτικό τους το μεγάλο αφεντικό της περιοχής.

Και όσοι ισχυρίζονται ότι ακόμα και έτσι, υπό την καθοδήγηση του μεγάλου αφεντικού της περιοχής, λύνεται τουλάχιστον ένα πρόβλημα που απειλεί την ειρήνη και τις σχέσεις καλής γειτονίας, θα πρέπει να το σκεφτούν καλύτερα. Γιατί το μεγάλο αφεντικό της περιοχής έχει αποδείξει πλειστάκις στο παρελθόν ότι δεν έχει πρόβλημα ούτε με τον ξεχειλωμένο αντιεθνικισμό και την κατάργηση των συνόρων, ούτε με το εθνικιστικό μίσος, την πατριδοκαπηλία, τα θερμά επεισόδια ή τους περιφερειακούς πολέμους. Αρκεί, είτε στη μία, είτε στην άλλη περίπτωση να υπηρετείται ο σχεδιασμός της Ουάσιγκτον.

Με χαρακτηριστική ευκολία ο αντιεθνικισμός και το «κάτω τα σύνορα» μετατρέπεται σε ρευστοποίηση συνόρων και εθνικής κυριαρχίας και αναθεωρητισμό. Αρκεί να είναι αμερικανόπνευστος. Έχει γίνει στο παρελθόν στα Βαλκάνια, σήμερα στη Μέση Ανατολή, αύριο οπουδήποτε.

Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι κακή γιατί παραχωρεί ελληνικό έδαφος. Δεν παραχωρεί. Ούτε είναι κακή γιατί παραδίδει το όνομα. Η σύνθετη ονομασία είναι μια λογική λύση έτσι όπως ένθεν κακείθεν των συνόρων διαμορφώθηκαν οι εθνικές συνειδήσεις και οι ευαισθησίες. Ούτε είναι κακή γιατί πριμοδοτεί τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων. Τουλάχιστον όχι περισσότερο από τον ασυγκράτητο αλυτρωτισμό που επί Γκρούεφσκι ήταν επίσημη κρατική πολιτική.

Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι κακή γιατί μέχρι και στο τελευταίο της γράμμα είναι αμερικανόπνευστη και για αυτό επισφαλής, αμφισβητήσιμη, υποβολιμαία, βλαπτική για τους λαούς και την ανεξαρτησία τους.

Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι δηλητηριώδης γιατί με τον τρόπο που μαγειρεύτηκε, συμφωνήθηκε και σήμερα εγκρίνεται, ενσταλάζει τη ραγιάδικη ιδεολογία, αν δεν σπρώχνει κοινωνικά στρώματα στο συντηρητισμό και στην ακροδεξιά. Όλη η διαδικασία που προηγήθηκε, εγκλωβίζει την κοινωνία στο να αποδεχθεί την ανικανότητά της, να θεωρεί φυσιολογική την ξένη «προστασία» ή να ρέπει σε έναν κακόμοιρο εθνικισμό που πηγαίνει μόνο μέχρι εκεί που του επιτρέπουν οι προστάτες.

Είναι προφανές ότι στο έδαφος της διάλυσης, της αποστράτευσης και της μεγάλης σύγχυσης θα επικρατούν οι πιο διαλυμένες, αποστρατευμένες, σε πλήρη σύγχυση στάσεις και πολιτικές. Και σε αυτές ανήκουν και όσοι προσέτρεξαν στη διαδήλωση και όσοι μάχονται με πάθος ενάντιά της, οργανώνοντας αντισυγκεντρώσεις ή αναπαράγοντας τα κυβερνητικά μιμίδια. Γιατί το βασικό σήμερα δεν είναι ούτε να ενωθούμε, ούτε να καταγγείλουμε το πλήθος που θα ακούει Κρις Σπύρου και Πατούλη κουνώντας ελληνικές σημαίες. Ούτε να ειρωνευτούμε τις γραφικές φιγούρες του Συντάγματος, ούτε να κλείσουμε τα αυτιά στις εθνικιστικές μπούρδες των μεγαφώνων.

Και ένα τελευταίο σχόλιο για το αίτημα για δημοψήφισμα: Το να εκφραστεί ο λαός είναι πάντα ένα αίτημα δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας. Αλλά όπως κάθε τι στην πολιτική, δεν είναι διαδικασία σε κενό αέρος. Είναι προφανές ότι δημοψήφισμα δεν πρόκειται να γίνει, γιατί τα ζητήματα που επιβάλλονται από τους ιμπεριαλιστές δεν μπαίνουν στη βάσανο του να κριθούν από το λαό. Εάν αυτό, παρ’ ελπίδα συμβεί (δες 2015) οι κωλοτούμπες για όσους θέλουν να παραμείνουν στην υπηρεσία του κατεστημένου, οφείλουν να είναι εντυπωσιακές.

Πάντα όμως, για την Αριστερά, ένα δημοψήφισμα έχει να κάνει με συσχετισμούς, προτεραιότητες, δυνάμεις που θα ταχθούν στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο, ιεραρχήσεις και προσδοκώμενα αποτελέσματα. Σήμερα, κανένα αίτημα δημοψηφίσματος δεν πρόκειται να λειτουργήσει προωθητικά και συγκροτητικά για ό,τι έχει απομείνει ως λαϊκό κίνημα.

Η διαλυμένη και χιλιοτσακισμένη Αριστερά στην Ελλάδα του 2019, και ειδικά η κομμουνιστική Αριστερά, θα ανασυγκροτηθεί μέσα από τις μάχες που θα επιλέξει η ίδια να δώσει. Όχι μέσα από τις δευτερεύουσες αντιπαραθέσεις στις οποίες την σέρνουν από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ και η αμερικανική πρεσβεία και από την άλλη ο κακοχωνεμένος πατριωτισμός ανάμεικτος με εθνικιστική μισαλλοδοξία.

Η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι έχουμε μια Αριστερά που έχει σημαία της το «δεν γίνεται τίποτα», που αντιλαμβάνεται το γεγονός και όχι τη διαδικασία, που απαντά στο φαινόμενο αδιαφορώντας για το νόμο, που ενδιαφέρεται για τη συγκυρία και όχι για το μέλλον.

Η Αριστερά στο σύνολό της, περιλαμβάνοντας το ΚΚΕ, αποδέχεται την αδυναμία και το συσχετισμό δύναμης, δεν βλέπει ότι παρά και ενάντια σε αυτό τον συσχετισμό, θα υπήρχαν οι όροι για πρωτοβουλίες που μπορούν να τον ανατρέψουν. Παρά τους κατά καιρούς βερμπαλισμούς και συνθήματα το ευρωατλαντικό πλαίσιο είναι μη αμφισβητήσιμο και για αυτό και σε γενικές γραμμές αποδεκτό. Ποτέ άλλωστε δεν έχει τεθεί στα σοβαρά μια διαφορετική κατεύθυνση που να προβάλει την ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, σε συνδυασμό με την κοινωνική και λαϊκή διεκδίκηση. Η λογική «είμαστε μικροί και λίγοι και δεν μπορούμε» είναι κυρίαρχη.

Αν η Συμφωνία των Πρεσπών επικύρωσε το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι «η Μακεδονία (και όχι μόνο) είναι αμερικανική», η κομμουνιστική Αριστερά πρέπει στα σοβαρά να σκεφτεί και να αποφασίσει αν οι λαοί μπορούν να κάνουν χωρίς προστάτες.