Άρθρα

Συμπεράσματα και καθήκοντα από την καταδίκη της Χρυσής Αυγής

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής είναι ανακούφιση για το λαό και την κοινωνία. Αποτελούσε καθολική δημοκρατική απαίτηση καθώς για 3 δεκαετίες η συγκεκριμένη οργάνωση στοχοποιεί, μαχαιρώνει, χτυπάει και δολοφονεί αντιφασίστες, μετανάστες, μέλη αριστερών οργανώσεων, συνδικαλιστές. Οι περισσότερες από τις 32 δικογραφίες που παρέδωσε ο Δένδιας το 2013 υπήρχαν από πριν, αλλά για δεκαετίες το αστικό πολιτικό σύστημα ανέχτηκε, συνομίλησε ή και υπέθαλψε το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.

2.

Στην απόφαση του δικαστηρίου και στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής φτάσαμε μετά από τη συνάντηση δύο παραγόντων. Από τη μία η κοινωνική αποδοχή της δράσης των Ναζί μέχρι το 2013, μετατράπηκε σε κοινωνική αποστασιοποίηση μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Η συγκεκριμένη ενέργεια έδειξε, ακόμα και σε θετικά διακείμενους ή ψηφοφόρους της ΧΑ, ότι η συγκεκριμένη οργάνωση δεν κυνηγάει μόνο μετανάστες ή κομμουνιστές, αλλά και «παιδιά της διπλανής πόρτας». Η απομόνωση της ΧΑ αποτυπώθηκε και στις περασμένες βουλευτικές εκλογές και γιγαντώθηκε τις τελευταίες μέρες με ένα μαζικό δημοκρατικό ρεύμα καταδίκης. Αυτό το ρεύμα πίεσε τη δικαστική και πολιτική εξουσία για μια καθαρή καταδικαστική απόφαση. Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την απόφαση της ΝΔ το 2013, μετά τη δολοφονία Φύσσα και την επίθεση της ΧΑ εναντίον κυβερνητικών στελεχών στον Μελιγαλά λίγες μέρες νωρίτερα, να κόψει τις σχέσεις και τις συνομιλίες με τη Χρυσή Αυγή. Το 2013 η κυβέρνηση Σαμαρά αντιμετώπιζε αμφισβήτηση λόγω των μνημονιακών πολιτικών, ο ΣΥΡΙΖΑ ερχόταν με τη σιγουριά της επόμενης κυβέρνησης και στο σύστημα υπήρχε έντονη και σοβαρή συζήτηση για μια δεξιά-ακροδεξιά συγκυβέρνηση. Ούτε ο Μπαλτάκος έκανε του κεφαλιού του όταν συνομιλούσε με τον Κασιδιάρη, ούτε ο Παπαδημητρίου εξέφραζε προσωπικές απόψεις όταν μίλαγε για τη σοβαρή Χρυσή Αυγή και το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης. Μετά τη δολοφονία Φύσσα και το γεγονός ότι η νεοναζιστική οργάνωση φερόταν ανεξέλεγκτα, η ΝΔ έπρεπε να διαλέξει. Είτε ανοχή και υπόνοιες συνεργασίας με τους ναζί δολοφόνους (με ό,τι αυτό σημαίνει για ένα ιστορικό κόμμα της αστικής τάξης), είτε προσπάθεια να τους κοντύνει, δημοσκοπικά και πολιτικά. Η ΝΔ επί Σαμαρά, διάλεξε το δεύτερο, για λόγους πολιτικής επιβίωσης.

3.

Σύσσωμο το αστικό πολιτικό σύστημα έχει «παίξει» με το ναζιστικό μόρφωμα εδώ και δεκαετίες. Οι κυβερνήσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ το άφηναν να αλωνίζει στα σώματα ασφαλείας από τη δεκαετία του 90 και έπειτα και να χτυπάει λαϊκές και νεολαιίστικες κινητοποιήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ άφηνε να σέρνεται η δίκη (δεν απάλλαξε τους δικαστές από άλλες δίκες) με την ελπίδα να ροκανιστεί το ποσοστό της ΝΔ από τα δεξιά της. Στην Ελλάδα, το νεοναζιστικό φαινόμενο σχετικοποιήθηκε, εκλογικεύτηκε, διαφημίστηκε ευνοϊκά, χρησιμοποιήθηκε για να χτυπηθεί το λαϊκό κίνημα, εργαλειοποιήθηκε για να φθαρούν συγγενικά κόμματα, αναδείχθηκε για να εδραιωθεί η θεωρία των δύο άκρων και της πολιτικής βίας που ασκείται όχι μόνο από την ακροδεξιά αλλά και από το αριστερό κίνημα. Προφανώς είναι διαφορετικές οι ευθύνες του καθένα, αλλά κανένα αστικό κόμμα δεν κινήθηκε στην κατεύθυνση μιας συνεπούς αντιφασιστικής στάσης όλα αυτά τα χρόνια. Είναι κι αυτό μια ένδειξη για τα χαρακτηριστικά της αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού. Είναι κατάκτηση για το λαϊκό κίνημα ότι όλοι αναγκάστηκαν, κάτω από την κοινωνική απαίτηση για τιμωρία της δολοφονικής συμμορίας, να ζητήσουν την καταδίκη  χωρίς περιστροφές, έστω και την τελευταία στιγμή. Όμως αυτό δε συνιστά δημοκρατικό τείχος. Η αστική τάξη στην Ελλάδα έχει αποδείξει πολλάκις ότι δεν έχει πρόβλημα να πάει και με το διάολο αν αισθανθεί ότι απειλούνται τα συμφέροντά της. Στην πλειοψηφία της συνεργάστηκε το 40 με τους ναζί κατακτητές, ενώ άνοιξε το δρόμο στους χουντικούς δύο δεκαετίες μετά. Η άρχουσα τάξη ορκίζεται στην κοινοβουλευτική δημοκρατία αλλά ο επικεφαλής της ΝΔ Μεϊμαράκης το 2015 δήλωνε ότι αν κινδυνεύσει η θέση της χώρας στο ευρώ, λόγω του αποτελέσματος της λαϊκής ετυμηγορίας, η αστική τάξη της χώρας θα αντιδράσει όπως εκείνη ξέρει.

4.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ετοιμάζεται για τη ρελάνς με βάση την ανιστόρητη και εγκληματική θεωρία των δύο άκρων. Εξισώνει τη φασιστική βία, με το μαζικό κίνημα και τις διάφορες μορφές πάλης του. Τους μαχαιροβγάλτες που δολοφονούν, με τους νέους που κάνουν καταλήψεις. Και φυσικά δεν αφήνει αχρησιμοποίητο κάθε επιζήμιο ή αχρείαστο για το μαζικό κίνημα επεισόδιο βίας, από τα γκαζάκια μέχρι τον κλεφτοπόλεμο με τα ΜΑΤ. Το θεωρητικό σχήμα έχει άλλωστε και ακαδημαϊκό – ιστορικό μανδύα. Πόσους και πόσους δεν έχουμε ακούσει να υποστηρίζουν ότι στην Ελλάδα οι Γερμανοί ναζί δεν ήθελαν να κάνουν τόσες αγριότητες, εξαναγκάστηκαν ωστόσο από τη βία των ανταρτών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι απέναντι στο Ναζισμό δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις και δεν χωρά καμιά σχετικοποίηση του φασιστικού φαινομένου.

5.

Πριν καλά καλά ανακοινωθεί η δικαστική απόφαση, το προαποφασισμένο χτύπημα της αντιφασιστικής συγκέντρωσης έστειλε μήνυμα της κυβέρνησης προς όλες τις κατευθύνσεις: Πρώτον προς το δεξιό ακροατήριο της ΝΔ, διαβεβαιώνοντάς το ότι το συγκυριακό ανέβασμα τόνων Μητσοτάκη απέναντι στην ακροδεξιά, διόλου δεν σημαίνει παραίτηση από τα κοινά θεμέλια της δεξιάς πολυκατοικίας. Δεύτερον προς την κατεύθυνση του κινήματος προειδοποιώντας το ότι δεν θα γίνει ανεκτή καμιά αγωνιστική έκρηξη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη γνωρίζει πλέον ότι ζει την αρχή της φθοράς της και καταλαβαίνει πολύ καλά ότι η οικονομική και υγειονομική κρίση θα έχει θύματα και θα δημιουργήσει αυξημένη δυσαρέσκεια. Αυτή η δυσαρέσκεια δημιουργεί την υλική δύναμη του κοινωνικού θυμού και του αντικυβερνητικού ρεύματος. Ταυτόχρονα όμως, η καταδίκη της ΧΑ επί Μητσοτάκη, η σύλληψή της επί Σαμαρά και η χρονοτριβή της δίκης επί Τσίπρα, καταγράφει τη διείσδυση που επιχειρεί η ΝΔ στον κεντρώο χώρο, προσδοκώντας τη μόνιμη δημοσκοπική καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτή την άποψη η νίκη του αντιφασιστικού κινήματος μεταφράζεται και σε άμεσα πολιτικά κέρδη της ΝΔ.

6.

«Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. H σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό», είχε πει ο Μπέρτχολτ Μπρεχτ. Παραφράζοντας, χαιρόμαστε ιδιαίτερα που η ηγεσία της Χρυσής Αυγής καταδικάστηκε, δυστυχώς όμως το ακροδεξιό συντηρητικό ρεύμα είναι δυνατότερο από ποτέ. Εκφράζεται διεθνώς με την άνοδο της ακροδεξιάς, με την εξάπλωση του κοινωνικού ανορθολογισμού, με την πόλωση σε θέματα δικαιωμάτων ομάδων και μειονοτήτων, με αγριανθρωπισμό και μισαλλοδοξία. Το χωράφι είναι εύφορο, το λίπασμα υπάρχει, η ακροδεξιά λογική δυναμώνει, οι εθνικές ταπεινώσεις προσφέρουν υλικό υπέδαφος, η φτώχεια και η ανισότητα πυροδοτούν. Κοινώς η φασιστική απειλή υπάρχει, όπως και το αντίστοιχο ακροατήριο. Αναζητά πολιτική έκφραση και ηγεσία. Ο Μιχαλολιάκος ήταν υπερβολικά μιλιταριστής και ανεξέλεγκτος δάγκωσε το χέρι που τον συντηρούσε. Ο Βελόπουλος είναι μάλλον γελοίος. Υπάρχουν άλλοι υποψήφιοι μνηστήρες;

7.

Η αντιφασιστική – αντιναζιστική δράση παραμένει αναγκαία. Σήμερα οι συγκυρίες και οι συσχετισμοί οδήγησαν στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Το μόνιμο καθήκον όμως παραμένει η αλλαγή των αρνητικών κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, το να μην αφήσουμε τα μικροαστικά στρώματα βορά στην επόμενη ακροδεξιά, το να δώσουμε λύση στην κοινωνική κρίση και τις εθνικές ταπεινώσεις που έρχονται.

Η ελληνική άρχουσα τάξη δεν μπορεί να υπερασπίσει ούτε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, ούτε την ειρήνη στην περιοχή

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Οι τελευταίες εξελίξεις με τις έρευνες του Oruc Reis συνιστούν αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Για την ακρίβεια επιβάλουν ντε φάκτο την άποψη του τουρκικού επεκτατισμού ότι τα ελληνικά νησιά στερούνται εντελώς υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Το ζήτημα δεν είναι ποιες είναι οι ακριβείς συντεταγμένες των NAVTEX της Τουρκίας, αλλά ότι αυτές κάθε φορά μετακινούνται από Νότια του Καστελόριζου προς τη θάλασσα νότιο – ανατολικά της Κρήτης και της Ρόδου. Η Τουρκία ξεκινά την εφαρμογή του τουρκολιβυκού μνημονίου που ορίζει ως τουρκική ΑΟΖ όλη τη θαλάσσια περιοχή νότια και ανατολικά της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Προχωρά ένα ακόμα βήμα προς την απαίτησή της για μοίρασμα του Αιγαίου στην νοητή γραμμή ανάμεσα στην Τουρκία και στην ηπειρωτική Ελλάδα, αγνοώντας ολοκληρωτικά τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και τις Κυκλάδες. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η υποτίμηση των εξελίξεων ως ήσσονος σημασίας είναι αφελής και προοπτικά επικίνδυνη.

Δύο εβδομάδες νωρίτερα, η ελληνική κυβέρνηση, με την υπογραφή της μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου, είχε ήδη αποδεχτεί ότι ακόμα και νησιά σαν την Κρήτη έχουν μειωμένη επήρεια στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρηπίδα. Συνυπέγραψε μάλιστα αυτή την παραδοχή με μια χώρα που θεωρείται σύμμαχη και δεν προβάλει την παραμικρή διεκδίκηση απέναντι στην Ελλάδα και την εθνική της κυριαρχία. Ο κατατεμαχισμός και η αλά καρτ προσέγγιση της οριοθέτησης της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι ρίχνει νερό στο μύλο του τουρκικού επεκτατισμού.

Ο ισχυρισμός της ελληνικής κυβέρνησης ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος, αν και είχε ποντίσει καλώδια στο βυθό, δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε έρευνες λόγω του «θορύβου» που προκαλούνταν από τα περιβάλλοντα πλοία, κάνει τέλειο τον επί δεκαετίες εξευτελισμό της ελληνικής διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής. Επιβεβαιώνει ότι στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό υπάρχει μια επεκτατική πλευρά που διαρκώς προβάλει νέες απαιτήσεις με πράξεις και τετελεσμένα, και μια υποχωρητική πλευρά που διαρκώς αποδέχεται το γκριζάρισμα συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων, γκρινιάζοντας για το διεθνές δίκαιο, εκλιπαρώντας κάθε φορά τους ισχυρούς συμμάχους μήπως και βρει δικαίωση.

Η τελευταία εξέλιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αποτελεί μόνο κλιμάκωση των διαδοχικών επεκτατικών διεκδικήσεων της γειτονικής χώρας αλλά και απόδειξη χρεοκοπίας της εξωτερικής πολιτικής που ασκεί η ελληνική άρχουσα τάξη. Δείχνει ότι οι επί μήνες θριαμβολογίες για δήθεν απομόνωση της Τουρκίας βρίσκονταν αποκλειστικά στη φαντασία του κυβερνητικού μηχανισμού προπαγάνδας. Αποδεικνύει επίσης ότι το «θεωρείστε μας δεδομένους» που δηλώνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ και η πολιτική της διαχρονικής υποτέλειας και ραγιαδισμού, δεν διασφαλίζει στο παραμικρό την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Ειδικά την τελευταία περίοδο, από την υπογραφή του μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης και μετά, η ελληνική εξωτερική πολιτική σέρνεται βεβιασμένα και άτσαλα πίσω από τις τουρκικές πρωτοβουλίες, επιχειρώντας να «απαντήσει» με διμερείς συμφωνίες για την ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Μόνο που οι ίδιες αυτές οι συμφωνίες, αντί να ισχυροποιήσουν, αποδυναμώνουν τις ελληνικές θέσεις, μετατρέποντας τη χώρα σε τερματοφύλακα διαδοχικών επιθετικών ενεργειών, με ιδιαίτερη έφεση στα αυτογκόλ.

Η ελληνική αστική τάξη, με μπόλικη κουτοπονηριά και περίσσευμα χατζηαβατισμού, θεώρησε κατά τα προηγούμενα χρόνια ότι η όξυνση Τουρκίας – ΗΠΑ θα βάλει την Ελλάδα ως μεγάλο συνδαιτημόνα στο τραπέζι των ιμπεριαλιστών. Προχώρησε στη σύμπτυξη του άξονα Ελλάδα – Ισραήλ – Αίγυπτος, υπό αμερικανική καθοδήγηση, θεωρώντας ότι όσο περισσότερο υποτακτική είναι στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, τόσο περισσότερο θα κερδίσει. Έκανε για μια ακόμα φορά λάθος.

Η ολόπλευρη εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ και την ΕΕ και η φανατική προσκόλληση στο ευρωατλαντικό πλαίσιο, αποδεικνύεται ανίκανη να υπερασπίσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. ΗΠΑ και Γερμανία ενδιαφέρονται κυρίως για τον εξευμενισμό της Τουρκίας, πριμοδοτούν ανοικτά τον ελληνοτουρκικό διάλογο για το σύνολο των λογικών και παράλογων διεκδικήσεων της Άγκυρας, στοχεύουν σε βάθος χρόνου στο μοίρασμα, στη συγκυριαρχία και στη συνεκμετάλλευση, γνωρίζοντας πως ό,τι και να κάνουν στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις της θα είναι μονίμως δεδομένες και υποτακτικές. Ειδικά η Ε.Ε. εμφανίζεται λιγότερο ενιαία από ποτέ, καθώς η μεν Γερμανία ιεραρχεί με απόλυτο τρόπο τις εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία και τις συμφωνίες για το προσφυγικό, επιδιώκοντας να κρατά ικανοποιημένη την Άγκυρα, ενώ η αποδυναμωμένη Γαλλία επιχειρεί να δημιουργήσει αντίβαρα στην τουρκική παρουσία στη Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή αλλά και να προωθήσει τα προϊόντα της πολεμικής της βιομηχανίας.

Η στάση της ΕΕ απέναντι στην αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, σε τίποτα δεν θυμίζει διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας ή έστω στήριξη προς χώρα – μέλος της. Από την άλλη, επί δεκαετίες στην Ελλάδα η παραμονή στην Ε.Ε. παρά την παραγωγική αποσάθρωση και το κοινωνικό ολοκαύτωμα που αυτή απαιτούσε, παρουσιάζονταν ως απαραίτητη για να διασφαλιστεί η χώρα από τους γεωπολιτικούς κινδύνους εξ Ανατολών. Η οικονομική κρίση και τα μνημόνια οδήγησαν σε μεγαλύτερη εμβάθυνση της ιδεολογίας της εξάρτησης και της υποτέλειας. Στη λογική του αστικού πολιτικού συστήματος έχει ενσωματωθεί απολύτως η λογική της ψωροκώσταινας.

Η ελληνική άρχουσα τάξη ούτε καν μπορεί να διανοηθεί μια ανεξάρτητη, πολυεπίπεδη, εθνικά και κοινωνικά αξιοπρεπή πολιτική. Συνεχίζει και εκλιπαρεί την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ για μια δήλωση συμπάθειας, αντί να πιέσει με κάθε διπλωματικό μέσο (και βέτο), ενώ στο εσωτερικό από τη μια δημιουργεί θόρυβο για τη στρατιωτική ετοιμότητα της χώρας και από την άλλη επιδίδεται σε γελοίες δηλώσεις για τους ανέμους ή το θόρυβο των πλοίων… Πουλάει πατριωτισμό και εθνική υπερηφάνεια μόνο για εσωτερική κατανάλωση, ενώ προς το εξωτερικό επιδεικνύει το διαχρονικό ραγιάδικο χαρακτήρα της. Ο διαχωρισμός και με τις δύο αυτές όψεις του ίδιου νομίσματος (πατριδοκαπηλεία εντός – ραγιαδισμός εκτός) είναι βασικό αφετηριακό σημείο για κάθε προοδευτική και πραγματικά πατριωτική δύναμη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με αυτή της τη στάση, όχι μόνο ναρκοθετεί την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, αλλά κάνει δυσκολότερη τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή. Η πολιτική του κατευνασμού ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι δεν οδηγεί στην ειρήνη αλλά στον πόλεμο. Τα θερμά επεισόδια δεν απομακρύνονται από τα ρεσιτάλ παθητικότητας ούτε από τις ικεσίες προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Η Τουρκία, κατά τη συνήθη της πρακτική δοκιμάζει βήμα το βήμα τα όρια ανοχής της ελληνικής άρχουσας τάξης. Στόχος δεν είναι οι έρευνες αυτές καθαυτές αλλά η σταδιακή κατοχύρωση των απαιτήσεών της. Τελικός σταθμός είναι η συνδιαχείριση όλων των θαλάσσιων περιοχών σε Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο κερδίζοντας όμως λεόντειο μερτικό που να αντιστοιχεί στο αυξημένο γεωπολιτικό μέγεθός της έναντι της αποδυναμωμένης Ελλάδας και της μικρής Κύπρου. Για αυτό το λόγο και είναι αφέλεια η προσδοκία ότι η ειρήνη διασφαλίζεται με μια μικρή υποχώρηση. Οι διεκδικήσεις θα επανέρχονται και θα κλιμακώνονται από μια ανεξάρτητη, ενιαία και με στρατηγική τουρκική πολιτική που επιδιώκει να γίνει ρυθμιστής στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, και όχι μόνο.

Στην Ελλάδα, η υπεράσπιση της ειρήνης, της εθνικής κυριαρχίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού αναζητά εκφραστή. Η άρχουσα τάξη σε όλες τις εκδοχές της δίνει γη και ύδωρ στον ιμπεριαλισμό και καταλήγει, με τον χυδαίο πραγματισμό του ακόμα πιο αποδυναμωμένου Ραγιά, στην αποδοχή των γκρίζων κυριαρχικών δικαιωμάτων και της συγκυριαρχίας με μειωμένο ρόλο και λόγο. Μοναδικός υπερασπιστής της εθνικής κυριαρχίας αναδεικνύεται ο λαός, μοναδικός δρόμος ο διεθνισμός απέναντι στον ιμπεριαλισμό αλλά και απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Στο βαθμό που καθυστερεί μία ραγδαία και ριζοσπαστική μεταμόρφωση της Ελλάδας σε μία ανεξάρτητη και δημοκρατική χώρα, η εσωτερική σήψη θα τροφοδοτεί και την εξωτερική υποταγή.

Για την πρόσφατη ελληνοτουρκική κρίση

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η πρόθεση εξόδου τουρκικών ερευνητικών και πολεμικών πλοίων στην θαλάσσια περιοχή νότια και ανατολικά του Καστελόριζου αποτελεί συνέχεια και κλιμάκωση του σεναρίου που εξελίσσεται εδώ και χρόνια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι σχέσεις αυτές καθορίζονται από την διαπλοκή τριών παραγόντων: του τουρκικού επεκτατισμού, της ελληνικής υποχωρητικότητας και της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του διαίρει και βασίλευε.

Τελικός στόχος παραμένει η συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου υπό ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Οι εκκρεμότητες για τις ΑΟΖ, οι διαφορές για την υφαλοκρηπίδα, το γκριζάρισμα νησιών, τα «αμφισβητούμενα» νερά, ο αναθεωρητισμός συνθηκών και συνόρων, είναι επιμέρους κομμάτια μιας στρατηγικής που επίμονα και διαχρονικά, ωθεί στη συγκεκριμένη κατάληξη.

Η περιοχή που δεσμεύει η Τουρκία βρίσκεται εντός της ζώνης που ανακηρύχθηκε μονομερώς ως τουρκική ΑΟΖ με το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και το οποίο η ελληνική διπλωματία θεωρούσε ως ανυπόστατο και άκυρο. Η ελληνική ΑΟΖ φυσικά, δεν έχει ανακηρυχθεί ποτέ και πουθενά, παρά μόνο σε άτυπους χάρτες που κυκλοφορούν λαθραία στο διαδίκτυο και δηλώνουν ευσεβείς πόθους, περιλαμβάνοντας τη συγκεκριμένη περιοχή.

Η Τουρκία βήμα το βήμα θα δοκιμάζει τις ανοχές και την ευελιξία της ελληνικής πλευράς, φέρνοντας τις έρευνες όλο και πιο κοντά στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα, επιβάλλοντας στην πράξη την άποψή της ότι κανένα νησί δεν έχει ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδα. Αυτό ακριβώς το σενάριο εξελίχθηκε στην Κύπρο με τελική κατάληξη την πειρατική γεώτρηση σε αδειοδοτημένο οικόπεδο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι κλιμακούμενες διεκδικήσεις της Τουρκίας φτάνουν μέχρι του σημείου να θεωρούν ότι ΑΟΖ δεν διαθέτει ούτε καν η Κρήτη (αυτό αποτυπώνει το μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης), ενώ το πρώτο βήμα της κλιμάκωσης είναι οι τουρκικές έρευνες σε μια πιο αμφισβητούμενη περιοχή 180 χλμ νότια του Καστελόριζου. Γι’ αυτό και το ερώτημα δεν είναι βασικά και κυρίως το Καστελόριζο, για το οποίο η ελληνική εξωτερική πολιτική «επένδυσε» βλακωδώς σε ονειρώξεις ρήξης των ΗΠΑ-Ισραήλ με την Τουρκία, αλλά τα τετελεσμένα που δημιουργεί η διεκδίκηση της Άγκυρας για τουρκική ΑΟΖ που θα φτάνει έως τη Σκύρο.

Και αυτή η εξέλιξη αποδεικνύει στην πράξη ποιος προκαλεί την ελληνοτουρκική όξυνση και ποιος επιβάλει τετελεσμένα οδηγώντας τα πράγματα εκεί που θέλει. Η μία πλευρά επιχειρεί να λύσει το θέμα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας με την ντε φάκτο παρουσία της  σε νερά στα οποία τυχόν χάραξη ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας θα απαιτούσε τουλάχιστον διαπραγμάτευση. Η άλλη πλευρά παρακολουθεί, επιδίδεται σε διπλωματικά κλισέ, επικαλείται το διεθνές δίκαιο και επί της ουσίας εκλιπαρεί τους ισχυρούς συμμάχους (ΕΕ και ΗΠΑ) να επιβάλουν κυρώσεις στην Τουρκία. Στην πράξη, πρόκειται για μια ακόμα οδυνηρή ήττα της υποτελούς και εξαρτημένης από τον ευρω-ατλαντικό άξονα ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Η τουρκική πλευρά δεν αυξάνει την ένταση για να προκαλέσει πόλεμο αλλά για να εξαναγκάσει την ΕΕ σε παραχωρήσεις και την Ελλάδα σε μια ακόμα παραδοχή ελληνοτουρκικής διαφοράς. Η δηλωμένη πρόθεσή της είναι να έχει λόγο και μερτικό σε οτιδήποτε συμβαίνει στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, αντανακλώντας τους γεωστρατηγικούς και πολιτικούς συσχετισμούς και αξιοποιώντας τις όποιες διασταλτικές ερμηνείες και εξαιρέσεις του διεθνούς δικαίου. Στη συγκεκριμένη φάση επιδιώκει να φέρει την Ελλάδα στο τραπέζι του διαλόγου επί όλων των θεμάτων (δηλαδή επί όλων των παλιών και νέων και μελλοντικών) μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων.

Η Ε.Ε. εξισώνοντας τις δύο πλευρές (αυτή που επικαλείται το διεθνές δίκαιο και αυτή που επιβάλει τετελεσμένα) υιοθετεί στην πράξη την τουρκική πολιτική και καλεί σε απευθείας διάλογο των δύο μερών για όλα τα θέματα που εγείρει ο τουρκικός επεκτατισμός. Η πολιτική αυτή οδήγησε στο φιάσκο των πρόσφατων συναντήσεων (Σουρανή – Καλίν) υπό γερμανική εποπτεία όπου και πάλι η Τουρκία έθεσε το σύνολο των αιτημάτων της και την ανάγκη διαλόγου για τις διεκδικήσεις της.

Τόσο η Ε.Ε. όσο και οι ΗΠΑ επιθυμούν μια Τουρκία εντός ευρωατλαντικού πλαισίου, που δεν θα προκαλεί εντάσεις στην περιοχή, που θα ελέγχει αποτελεσματικά τη στρόφιγγα των μεταναστευτικών ροών και φυσικά θα είναι παρούσα σε κάθε οικονομική εκμετάλλευση στην Ανατολική Μεσόγειο, υπό ιμπεριαλιστική σημαία. Για να εξευμενίσουν την τουρκική ηγεσία ώστε να ευθυγραμμιστεί σε αυτή την πορεία, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον δεν διστάζουν να ξεχάσουν τα δικαιώματα της πάντα πρόθυμης, πάντα δεδομένης, πάντα πιστής Ελλάδας.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις δηλώνουν πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως ότι η χώρα είναι εσαεί δεσμευμένη στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των ΗΠΑ και ΕΕ, θεωρώντας ότι ο ραγιαδισμός ανταμοίβεται. Η πραγματικότητα και στο παρελθόν και σήμερα, αποδεικνύει το ανάποδο. Η υποτέλεια και η εκχώρηση της υπεράσπισης κυριαρχικών δικαιωμάτων σε τρίτους αποτελεί τον πιο γρήγορο δρόμο για ήττες και χρεοκοπίες.

Με δεδομένη την τουρκική επιθετικότητα και τη στρατηγική των όλο και περισσότερων διεκδικήσεων και του αναθεωρητισμού συνόρων και συνθηκών, η μόνη λύση για την Ελλάδα είναι η έξοδος από το φαύλο κύκλο της αναμονής από τους «ισχυρούς φίλους και συμμάχους», η ανεξάρτητη, πολυδιάστατη, προσανατολισμένη στην ειρήνη και στη σταθερότητα εξωτερική πολιτική, η ρήξη με το ευρωατλαντικό σύστημα που αναπαράγει τα αδιέξοδα, τις ήττες και τον ραγιαδισμό.

Η επιτυχία από την αποτυχία δεν απέχει πολύ

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ για την πορεία της πανδημίας.

Η πορεία της πανδημίας παγκοσμίως όχι μόνο δεν τιθασεύεται, αλλά αντίθετα καλπάζει, με το νότιο ημισφαίριο να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Το τελευταίο εκατομμύριο κρουσμάτων καταγράφηκε μόλις σε πέντε ημέρες. Την ίδια στιγμή στο βόρειο ημισφαίριο παρατηρούνται αναζωπυρώσεις σε μια σειρά χωρών που μέχρι πρότινος είχαν σχετικά ελέγξει την κατάσταση. Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα της χωρίς όρους «επανεκκίνησης της οικονομίας», σε μια περίοδο που δεν έχουμε σε καμιά περίπτωση ξεμπερδέψει με την πανδημία, καθώς ο κορωνοϊός δεν φαίνεται να κάμπτεται από υψηλές θερμοκρασίες.

Οι εκτιμήσεις και κυρίως οι προβλέψεις για την περαιτέρω εξέλιξη της πανδημίας είναι δύσκολες έως αδύνατες.  Το καλύτερο σενάριο αφορά στο σταδιακό σβήσιμο του ιού εντός διετίας, με σκαμπανεβάσματα εξάρσεων και υφέσεων. Το χειρότερο θεωρεί το πρώτο κύμα απλό προάγγελο μιας μεγαλύτερης σε διάρκεια και ένταση έξαρσης. Το μετριοπαθές αφορά στην εποχική επανεμφάνισή του στα πρότυπα της γρίπης.

Τρία πράγματα είναι ωστόσο σίγουρα.

Πρώτον, χωρίς αποτελεσματικό και ασφαλές εμβόλιο που να μπορεί να παραχθεί μαζικά και δωρεάν δεν μπορεί να εξασφαλιστεί ανοσία του πληθυσμού. Τα αποτελέσματα των πειραματικών μελετών βρίσκονται ακόμα σε πολύ πρόδρομα στάδια με το καλύτερο σενάριο να αφορά την διάθεσή του στο κοινό σε ένα χρόνο από τώρα.  Η επιθετική συμπεριφορά των ΗΠΑ που δέσμευσε το 90% των παγκόσμιων αποθεμάτων του αποτελεσματικού φαρμάκου Remdesivir, δίνει μια πρόγευση του ύφους και του ήθους που θα επικρατήσει στην παραγωγή και διάθεση του εμβολίου.

Δεύτερον, η επιδίωξη άμεσης και χωρίς όρους επίτευξης της ανοσίας της αγέλης, εκτός από δολοφονική και αντικοινωνική, καταρρίφθηκε και ως αποτελεσματική στρατηγική ανοσολογικής θωράκισης. Στη χώρα που επιδίωξε να την εφαρμόσει, στη Σουηδία, οι τίτλοι αντισωμάτων στον πληθυσμό είναι μηδαμινοί.

Τρίτον, το αναμενόμενο για το φθινόπωρο, δεύτερο κύμα  πανδημικής έξαρσης στο βόρειο ημισφαίριο, είναι πλέον εδώ, πολύ νωρίτερα απ’ το αναμενόμενο.

Ο ΠΟΥ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για όσες χώρες βιάστηκαν να «ανοίξουν την οικονομία» χωρίς να έχουν εξασφαλίσει στοιχειώδεις όρους υγειονομικής θωράκισης.

Η χώρα μας, λόγω κυβερνητικής πολιτικής και φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ, βίωνε μια εικονική πραγματικότητα, επαναπαυόμενη στις δάφνες μιας επιτυχίας που έμοιαζε παγκόσμιο παράδειγμα για τη διαχείριση της επιδημίας. Κατά βάση βέβαια, αυτή η επιτυχία ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικών παραμέτρων σε ότι αφορά τη θέση και τα χαρακτηριστικά της χώρας, και όχι ιδιαίτερων πολιτικών επιλογών. Όσοι επισήμαναν αυτό το γεγονός την περίοδο της μεγάλης ευφορίας ακούγονταν αιρετικοί, αλλά δυστυχώς σήμερα, η αυξητική τάση των κρουσμάτων αναγκάζει σε βίαιη προσαρμογή στην αληθινή πραγματικότητα. Το να “παραμείνουμε τυχεροί” δεν συνιστά σοβαρή πολιτική απέναντι σε έναν μεγάλο υγειονομικό κίνδυνο. Η δε κυβερνητική στρατηγική για  “λελογισμένο υγειονομικό ρίσκο, μήπως και σωθεί ο τουρισμός”, αποδεικνύεται ανεύθυνη και επικίνδυνη.

Ας θυμηθούμε ποιες ήταν οι συστάσεις και τα κριτήρια που έθετε πριν μήνες ο ΠΟΥ και άλλοι επιστήμονες για το ασφαλές άνοιγμα της οικονομίας. Τα κριτήρια αυτά δεν τηρήθηκαν σε καμία περίπτωση από το κυβερνητικό επιτελείο, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο σημερινό επίφοβο σημείο:

Η δυνατότητα ανίχνευσης, ιχνηλάτησης, απομόνωσης και καραντίνας υπόπτων και επιβεβαιωμένων κρουσμάτων.

Η μέχρι τώρα πορεία της πανδημίας έχει δείξει ότι οι χώρες που «επένδυσαν» στα μαζικά τεστ στον πληθυσμό, βγήκαν κερδισμένες και χρειάστηκε να πάρουν λιγότερα περιοριστικά οριζόντια μέτρα. Αυτό άλλωστε σύστηνε και ο ΠΟΥ: τεστ, τεστ, τεστ. Η κυβέρνηση εμφανίζει ότι το σχέδιο των ΚΟΜΥ οδηγεί σε κατακόρυφη αύξηση των ελέγχων. Δεν είναι όμως έτσι: Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Υγείας έως τις 22 Ιουνίου, σε διάστημα 50 ημερών λειτουργίας, οι 500 ΚΟΜΥ είχαν διενεργήσει 41.785 τεστ, δηλαδή 835 τεστ ανά μέρα. Αριθμός που αντιστοιχεί σε 1,8 τεστ από κάθε ΚΟΜΥ τη μέρα. Επιπλέον υπάρχουν σοβαρές καταγγελίες από υγειονομικούς πρώτης γραμμής για αδυναμία διενέργειας τεστ, τα οποία σωρεύονται στις καταψύξεις των εργαστηρίων, λόγω έλλειψης αντιδραστηρίων. Η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των σχετικών λιστών, χωρίς να έχει οικοδομήσει σοβαρό μηχανισμό ιχνηλάτησης, απομόνωσης και καραντίνας.

Αντοχή του συστήματος υγείας

Θεωρητικά, η στρατηγική “επιπέδωσης της καμπύλης” αποσκοπούσε στην εξασφάλιση πολύτιμου χρόνου για έρευνα και παραγωγή εμβολίου, και ειδικά, σε ό,τι αφορά τα εθνικά δεδομένα, για να ενισχυθεί το σύστημα υγείας. Μια ραγδαία και άμεση ενίσχυση του ΕΣΥ θα μπορούσε να αντέξει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες ένα ογκώδες κύμα αναγκών νοσηλείας και περίθαλψης. Ο χρόνος αυτός κερδήθηκε με πόνο και αίμα αλλά σπαταλιέται καθημερινά με μεγάλη ανευθυνότητα και αντικοινωνική εμμονή στα νεοφιλελεύθερα δόγματα του περιορισμού της δημόσιας υγείας και της ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα.

Στο επίπεδο του προσωπικού δεν έχει γίνει ούτε μία μόνιμη πρόσληψη, ενώ οι 400 επικουρικοί συμβασιούχοι γιατροί και οι 3500 συμβασιούχοι νοσηλευτές και βοηθητικό προσωπικό είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στις 10.000 κενές οργανικές θέσεις γιατρών και τις 30.000 αντίστοιχες νοσηλευτών. Οι συμβασιούχοι αυτοί σε αρκετά νοσοκομεία δεν καλύπτουν ούτε καν τις απώλειες όσων βγήκαν σε άδεια ειδικού σκοπού ή ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες. Οι περισσότερες κλινικές Covid στελεχώθηκαν με μετακινήσεις γιατρών και νοσηλευτών από άλλα τμήματα τα οποία υπολειτούργησαν επί μήνες, αλλά πλέον επιστρέφουν στα αρχικά τους πόστα. Το σχέδιο για τα νησιά αφορά στην προσωρινή μετακίνηση γιατρών από νοσοκομεία της Αττικής για να καλύψουν τις εκεί ανάγκες, αποδυναμώνοντας τα νοσοκομεία προέλευσης, στα οποία θεωρητικά θα διακομιστούν οι ασθενείς των νησιών.

Στο ζήτημα των ΜΕΘ, η κατάσταση είναι τραγική. Η επικεφαλής της σχετικής επιτροπής Κοτανίδου δηλώνει ότι στόχος είναι να διατηρηθούν οι κλίνες ΜΕΘ που δημιουργήθηκαν μέσα στην επιδημία, δηλαδή οι περίπου 150-200 που προστέθηκαν στις 550 προϋπάρχουσες. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι στόχος είναι να φτάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τις 1200.  Κάτι τέτοιο αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός χωρίς γενναία κρατική χρηματοδότηση και μόνιμες προσλήψεις εξειδικευμένου προσωπικού.

Στο επίπεδο της Πρωτοβάθμιας δεν έχει γίνει κανένα ουσιαστικό βήμα μπροστά, μόνο βήματα προς τα πίσω. Η επιθετική πρόληψη και παρέμβαση μέσα στην κοινότητα και όχι η αναμονή να έρθουν οι ασθενείς για νοσηλεία  στο νοσοκομείο, όντας ήδη επιβαρυμένοι, ήταν ένα από τα βασικά συμπεράσματα του πρώτου κύματος. Αυτό, ούτε καν λαμβάνεται υπόψη από το κυβερνητικό επιτελείο, που στο πρώτο κύμα έκλεισε όλα τα Κέντρα Υγείας και τις ΤΟΜΥ, μετακινώντας προσωπικό στα νοσοκομεία. Παράλληλα, το ΕΣΥ επί της ουσίας έκλεισε για τις υπόλοιπες ασθένειες, με χιλιάδες τακτικά ραντεβού, εξετάσεις και χειρουργεία να ακυρώνονται, αφήνοντας τον πληθυσμό χωρίς ιατρική παρακολούθηση. Είναι σαφές ότι αυτή η τακτική συνιστά άμεσο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

Έλεγχος των εισερχόμενων στη χώρα

Αρχικά η κυβέρνηση δια στόματος Θεοχάρη μίλησε για υγειονομικό διαβατήριο, θέση την οποία γρήγορα εγκατέλειψε λόγω άρνησης της Ε.Ε. Στη συνέχεια κάνει πράξη τους δειγματοληπτικούς ελέγχους βάσει επικινδυνότητας, κρίνοντας τις απαντήσεις σε σχετικό ερωτηματολόγιο που συμπληρώνουν οι ταξιδιώτες 48 ώρες πριν. Επιβάλλει επίσης 36 ώρες καραντίνα, έως ότου βγει δηλαδή το αποτέλεσμα του τεστ. Όμως λόγω απειλών της TUI, παίρνει πίσω την καραντίνα, νομοθετώντας κατ’ εντολή της γερμανικής εταιρείας που ελέγχει την τουριστική αγορά. Λόγω έξαρσης της πανδημίας στις  χώρες των Βαλκανίων και αύξησης των εισαγόμενων κρουσμάτων, αλλάζει τακτική και από 15/7 αυστηροποιεί τα μέτρα, μειώνοντας σε 24 τις ώρες για το ερωτηματολόγιο και θεσμοθετώντας το αρνητικό τεστ PCR 72 ώρες πριν για τους εισερχόμενους μόνο από τον Προμαχώνα, τη στιγμή που το τριήμερο 10-12/7 περνούν από το σημείο αυτό σχεδόν 20.000 κόσμος.  Τα “αυστηρά” αυτά μέτρα αφορούν μόνο τον Προμαχώνα, τη στιγμή που στα αεροδρόμια, λιμάνια και τα υπόλοιπα χερσαία σύνορα γίνονται μόνο δειγματοληπτικοί έλεγχοι, οι οποίοι συνεχίζονται και μετά τις 15/7, οπότε και ανοίγουν τα σύνορα για απευθείας πτήσεις από υψηλού κινδύνου χώρες (Σουηδία, ΗΠΑ, Αγγλία κτλ).

Για ποιο λόγο όλες αυτές οι παλινωδίες; Για ποιο λόγο αυτό το αλαλούμ; Τι θα κόστιζε στην κυβέρνηση μια σοβαρή εξ αρχής στρατηγική για είσοδο στην χώρα μόνο με αρνητικό τεστ PCR, για όλους, και από όλα τα σημεία εισόδου; Και για να μιλήσουμε στη μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει η κυβέρνηση: Θεωρεί κανείς ότι ο τουρισμός θα κερδίσει τη χρονιά αν τα μέτρα ελέγχου ξεχειλώνουν κατ’ απαίτηση των εταιρειών ή των λοιπών χωρών;

Οι συνέπειες των παραπάνω πράξεων και παραλείψεων μπορούν να αποβούν καταστροφικές. Οι ευθύνες μιας τέτοιας διαχείρισης είναι εγκληματικές. Η κυβέρνηση όχι απλά σπατάλησε τον πολύτιμο χρόνο που κερδήθηκε με κόπο και ιδρώτα για να προετοιμαστεί και να οχυρώσει το δημόσιο σύστημα υγείας ενόψει ενός δεύτερου κύματος, αλλά έφερε αυτό το κύμα πολύ νωρίτερα, με το άνευ όρων άνοιγμα των συνόρων και του τουρισμού. Η κυβέρνηση πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων τη δουλειά των υγειονομικών, θυσίασε τους κόπους και την αυτοπειθαρχία μηνών του ελληνικού λαού, σέρνει πρώτη τον χορό της ανευθυνότητας, προσδοκώντας απατηλά να σώσει την οικονομία.

Η επιτυχία από την αποτυχία, το παράδειγμα προς μίμηση από το παράδειγμα προς αποφυγή, δεν απέχουν πολύ, ειδικά όταν η κυβερνητική πολιτική έχει πήλινα πόδια και σαθρές βάσεις. Ακόμα και τώρα, υπάρχουν περιθώρια αντιστροφής. Απαιτείται όμως πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα, απαγκίστρωση από νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες και στρουθοκαμηλισμούς.

Χρειάζεται συγκεκριμένα:

Πρώτον, απόλυτη προτεραιότητα στην ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, (ΜΕΘ, Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Νοσοκομεία), σε προσωπικό, υλικό, μέσα, υποδομή.

Δεύτερον, άμεση αλλαγή πλεύσης στο χαλαρό, ανεπαρκές και αναποτελεσματικό σύστημα υγειονομικών ελέγχων στον πληθυσμό.

Τρίτον, παραίτηση από τις αφελείς προσδοκίες ότι η οικονομία θα σωθεί αν μπουν τα κέρδη του τουρισμού πάνω από την υγεία των ανθρώπων.

Αν αυτά είναι αδιανόητα μέτρα για μια κυβέρνηση που στον καιρό της πιο μεγάλης ανάγκης ενίσχυσης της Δημόσιας Υγείας παρίστανε τον ατζέντη των ιδιωτικών συμφερόντων, θα πρέπει να απαιτηθούν και να επιβληθούν με την ενεργοποίηση του υγειονομικού και λαϊκού κινήματος και την ανασυγκρότηση μιας Αριστεράς που θα μπορεί να θέσει καθαρά την υγεία και την ανθρώπινη ζωή πάνω από τα κέρδη των λίγων και την οικονομία των ακόμα λιγότερων.

Για την εξέγερση στις ΗΠΑ: Διέξοδος η οργάνωση του λαού

Ο αμερικανικός λαός, λαός με αγωνιστική παράδοση, από τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, το μαχητικό εργατικό κίνημα, την Πρωτομαγιά του 1886, τους κορυφαίους απεργιακούς αγώνες, τους δυναμικούς αγώνες για την χειραφέτηση του μαύρου πληθυσμού, μέχρι το μαζικό αντιπολεμικό και νεολαιίστικο κίνημα στα χρόνια του ’60, βρίσκεται και πάλι στους δρόμους.

Αυτή η αγωνιστική παράδοση επί δεκαετίες καταπολεμήθηκε με άγρια κρατική καταστολή, με παρακρατικές ρατσιστικές και φασιστικές συμμορίες, με τη χρησιμοποίηση ακόμα και της μαφίας για την κατάπνιξη του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, με το «κυνήγι μαγισσών» του μακαρθισμού, με τον χαρακτηρισμό ως «τρομοκράτη» οποιουδήποτε αντιστέκεται, αφήνοντας εκατοντάδες δολοφονημένους και φυλακισμένους αγωνιστές σε όλη την ιστορία των ΗΠΑ.

Το κίνημα της κοινωνικής απελευθέρωσης καταπολεμήθηκε από μια επιχείρηση διαμόρφωσης συνειδήσεων που είχε αιχμή το “αμερικάνικο όνειρο”, τον καταναλωτισμό και τον ατομικό δρόμο επιτυχίας που δήθεν έρχεται με “σκληρή δουλειά”.

Το εργατικό κίνημα υποχώρησε προβάλλοντας ως μόνη αξία το (λευκό) άτομο, την οικογένειά του και την περιουσία του και αναγορεύοντας σε ύψιστο δικαίωμά του να τα υπερασπίζεται με το όπλο που κατέχει, με την καλλιέργεια ρατσιστικών και φασιστικών αντιλήψεων, με τη στροφή στη θρησκεία.

Το κίνημα των φτωχών και των αποκλεισμένων καταπολεμήθηκε ακόμα, με την απαξίωση της πολιτικής δράσης και της έννοιας του ενεργού πολίτη. Συμμετοχή στα κοινά θεωρείται η ψηφοφορία για την εκλογή ενός εκ των δύο υποψηφίων προέδρων του κατεστημένου που αντιπαρατίθενται για το ποιος από τους δύο θα διασφαλίσει αποτελεσματικότερα την «τάξη» στη χώρα και ποιος θα «απελευθερώσει» άλλους λαούς από «δικτάτορες» και «τρομοκράτες».

Το κύμα οργής για την ειδεχθή δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ έχει γίνει ποτάμι που φουσκώνει εξαιτίας της διαχρονικής και διακομματικής ασυλίας στην αστυνομική ασυδοσία που δολοφονεί ατιμώρητα. Τροφοδοτείται από χρόνια διακρίσεων, ρατσισμού και καταπίεσης, από την καταδίκη στη φτώχεια και την εξαθλίωση των αμερικανών πολιτών «β’ κατηγορίας», από το ποδοπάτημα των ανθρώπινων αξιών και της ίδιας της ζωής.

Ο αμερικανικός λαός μένοντας στους δρόμους, δείχνει στους λαούς όλου του κόσμου ότι οι ΗΠΑ δεν είναι μόνο οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, οι πόλεμοι και τα πραξικοπήματα που έχουν φέρει δεινά, πόνο και καταστροφή σε άλλους λαούς (και στον ελληνικό λαό). Δεν είναι μόνο οι πολυεθνικές και τα αιματοβαμμένα κέρδη τους. Δεν είναι μόνο ο Τραμπ και οι προκάτοχοί του. Δεν είναι μόνο η λευκή συντηρητική κοινωνία. Είναι και οι αμερικανοί που μπορούν να σκέφτονται ελεύθερα, να αντιδρούν, να αντιστέκονται, να διεκδικούν, να αγωνίζονται για το δίκιο.

Η οργάνωση είναι η μόνη διέξοδος για να μην ξεφουσκώσει αυτό το ποτάμι, για να είναι πιο αποτελεσματική, πιο συγκροτημένη η αντίσταση. Οι εξεγερμένοι στις ΗΠΑ δεν έχουν να χάσουν τίποτα! Το λιγότερο που μπορούν να κερδίσουν είναι την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία, αλλά και την αλληλεγγύη και τη συμπαράσταση όσων αγωνίζονται σε όλες τις γωνιές της γης ενάντια στο ρατσισμό και το φασισμό, ενάντια στην αδικία και την ανισότητα, την καταπίεση και την εκμετάλλευση.

Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι!

Τι θα έπρεπε να είχε ήδη γίνει πριν την άρση των περιοριστικών μέτρων από την κυβέρνηση

Οι αποφάσεις που ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση σήμερα για την άρση των περιοριστικών μέτρων, εμφανίστηκαν ως λογική εξέλιξη της μέχρι τώρα πορείας της επιδημίας στη χώρα μας. Πράγματι, η Ελλάδα εμφανίζει συγκριτικά με τη Δυτική Ευρώπη και τον προηγμένο κόσμο της Δύσης, καλύτερη εικόνα τόσο στους νοσηλευόμενους και τα κρούσματα, όσο και στις ανθρώπινες απώλειες. Ωστόσο η άρση των περιοριστικών μέτρων έχει προϋποθέσεις στις οποίες θα όφειλε η κυβέρνηση και η πολιτεία να είχε ήδη ανταποκριθεί.

Η πανδημία είναι μια πραγματικότητα που δεν έχει ξεπεραστεί και μέχρι να βρεθεί εμβόλιο ή αξιόπιστη θεραπεία, δεν θα ξεπεραστεί. Η εξέλιξή της έχει προκαλέσει μέχρι σήμερα πάνω από 210.000 θανάτους, με την πλειοψηφία αυτών να βρίσκονται στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Είναι προφανές ότι οι κοινωνίες δεν μπορούν να μείνουν σε καραντίνα επ’ άπειρον, αλλά την ίδια στιγμή, η αίσθηση ότι η πανδημία περίπου ξεπεράστηκε μαζί με τις πιέσεις των οικονομικών επιπτώσεων, μπορεί να οδηγήσουν σε επιπλέον καταστροφικά αποτελέσματα από όσα έχουν ήδη υπάρξει.

Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσει και η κοινωνία και οι πολιτικές δυνάμεις είναι με ποια κριτήρια και ποιες ιεραρχήσεις θα καθοδηγηθεί η επόμενη μέρα. Οι πιέσεις των αγορών, η ανυπομονησία των κυβερνήσεων, η στοίχιση των επιστημόνων στις πολιτικές πιέσεις, η κούραση των ίδιων των πολιτών και η ανάγκη των κοινωνιών να αρθούν τα περιοριστικά μέτρα, μπορούν να οδηγήσουν σε λάθος αποτελέσματα. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι με ποιο κριτήριο θα γίνει το άνοιγμα της οικονομίας: Με κριτήριο τις ανάγκες της αγοράς και της οικονομίας, ή με κριτήριο τη δημόσια υγεία.

Είναι κατανοητό ότι καμιά επιλογή δεν είναι εύκολη και αβασάνιστη, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι απάνθρωπες και αντικοινωνικές οι ιαχές που προτρέπουν σε άμεση επανεκκίνηση της καπιταλιστικής αγοράς, θεωρώντας τα επόμενα θύματα της πανδημίας «παράπλευρες απώλειες» των οικονομικών αναγκών. Το γεγονός ότι σε αυτή την εκστρατεία προΐσταται ο πρόεδρος των ΗΠΑ φανερώνει ποια πολιτική επιδιώκει το πάση θυσία άνοιγμα της οικονομίας.

Η συζήτηση στη χώρα μας για τα περιοριστικά μέτρα έγινε υπό το βάρος των υγειονομικών αναγκών. Η συζήτηση για την άρση τους γίνεται κυρίως υπό το βάρος των οικονομικών αναγκών και την κούραση που έχει συσσωρευτεί στην κοινωνία, ενώ οι επιστημονικές συστάσεις των ειδικών επιχειρούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στα υγειονομικά δεδομένα και τις υφιστάμενες πιέσεις. Το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο καθώς πολλά πράγματα για τον ιό και την εξάπλωσή του είναι ακόμα στο πεδίο της διερεύνησης, επομένως ο τόνος των αποφάσεων θα όφειλε να είναι προσεκτικός και διερευνητικός, όχι ανακουφιστικός και πανηγυρικός. Δεν μιλάμε για τις επίσημες αποφάσεις και δηλώσεις ων κυβερνητικών παραγόντων οι οποίες ορθώς συνιστούν προσοχή, αλλά τις εορταστικές εκδηλώσεις έξω από το Μαξίμου και το νικητήριο ύφος των δηλώσεων, που επιχειρώντας να καταγράψουν πολιτικά κέρδη, παράγουν άλλο μήνυμα σε μια κοινωνία που λαχταρά να βγει έξω.

Στη συζήτηση που γίνεται παγκόσμια για την άρση των μέτρων προτείνονται διάφορα κριτήρια.

Ο Π.Ο.Υ. θέτει έξι κριτήρια για το άνοιγμα: α) Η μετάδοση του Covid-19 να έχει ελεγχθεί, β) Επαρκείς δυνατότητες για το σύστημα υγείας και τη δημόσια υγεία για ανίχνευση, έλεγχο (test), απομόνωση, καραντίνα των ύποπτων και επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και των επαφών τους, γ) Περιορισμό κινδύνου ξεσπάσματος σε ευαίσθητες δομές (νοσοκομεία, γηροκομεία κλπ), δ) Μέτρα προφύλαξης στους χώρους εργασίας, ε) Μείωση κινδύνου εισαγόμενων περιπτώσεων, στ) Πλήρης εμπλοκή των κοινοτήτων μέσω εκπαίδευσης.

Η Κομισιόν θέτει ως κριτήρια εξόδου την παρατεταμένη μείωση της εξάπλωσης του ιού, ένα σύστημα υγείας επαρκώς εξοπλισμένο για να αντιμετωπίσει πιθανή αύξηση των κρουσμάτων μετά την άρση των μέτρων, και τέλος επαρκή ικανότητα διεξαγωγής test.

Ο κ. Τσιόδρας στην ενημέρωση της  13.4.20 έθεσε ως κριτήρια τη μείωση Rο (ρυθμός αναπαραγωγής του ιού), την αντοχή του συστήματος υγείας, τον έλεγχο των εστιών αναζωπύρωσης και την ανάπτυξη ανοσίας στον πληθυσμό.

Είναι προφανές ότι και στα παραπάνω αλλά και σε άλλα συστήματα κριτηρίων που τίθενται υπάρχει αλληλοεπικάλυψη, διαφορές και διαφορετικές ιεραρχήσεις που εστιάζονται κυρίως στον έλεγχο των συνόρων και στις μετακινήσεις. Θα επιχειρήσουμε να σχολιάσουμε και να προτείνουμε σε σχέση με την άρση των μέτρων περιορισμού αλλά και τις επόμενες μέρες αφού ο κορωνοϊός θα μας συνοδεύσει για μεγάλο διάστημα.

Θα πάρουμε λοιπόν τα κριτήρια που έθεσε ο κ. Τσιόδρας και κατόπιν θα προσθέσουμε άλλα δύο.

Το πρώτο κριτήριο είναι ότι έχει επιτευχθεί ο έλεγχος της επιδημίας. Το κριτήριο για αυτό είναι ο αριθμός των νέων κρουσμάτων, ο αριθμός των νέων νοσηλευόμενων, ο αριθμός των νέων διασωληνώσεων. Απαιτείται πιο συγκεκριμένα ο ρυθμός αναπαραγωγής να έχει πέσει κάτω από 1. Στη χώρα μας η ιδιομορφία των περιορισμένων διαγνωστικών ελέγχων και η καθυστέρηση συγκρότησης μηχανισμού μαζικής δειγματοληψίας, οδηγούν ακόμα και σήμερα σε πολύ περιορισμένη εικόνα για τα κρούσματα. Η δε εικόνα των νέων νοσηλευομένων και των διασωληνώσεων απεικονίζει την εικόνα των μολύνσεων αρκετές μέρες πριν.

Με αυτά τα δεδομένα, και γνωρίζοντας ότι η διασπορά κατά την περίοδο εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων συνεχίζεται, καθώς έχουμε, έστω και λίγα, νέα κρούσματα κάθε μέρα, η απόφαση για άρση των μέτρων στηρίζεται αναγκαστικά σε επιδημιολογικές εκτιμήσεις. Τα επιδημιολογικά μοντέλα απαιτούν επαρκή δεδομένα, ελλείψει όμως μαζικών δειγματοληψιών, δηλαδή τεστ, δημιουργείται ένα παράθυρο κινδύνου.

Πώς διορθώνεται αυτό; Με την αύξηση των ελέγχων στον πληθυσμό, δηλαδή με την αλλαγή της πολιτικής του ΕΟΔΥ. Αυτό θα επιτρέψει μια πιο πραγματική εικόνα των νέων μολύνσεων, αλλά θα βοηθήσει και στο επόμενο βήμα που απαιτείται, την ιχνηλάτηση, την απομόνωση και την καραντίνα των ύποπτων κρουσμάτων. Όσο ισχύει η παρούσα κατάσταση ελέγχων, αφήνουμε ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό στην τύχη από αυτό που είναι διαχειρίσιμο. Να υπενθυμίσουμε ότι με όλη την αίσθηση των διαφορετικών μεγεθών και επιδημικής κλίμακας, στην Ουχάν η καραντίνα έληξε στις 7/4/20, ενώ από 3/3/20 η πανδημία είχε τεθεί υπό έλεγχο.

Το δεύτερο κριτήριο (το οποίο ο κ. Τσιόρδας όρισε ως έλεγχο των εστιών αναζωπύρωσης) είναι η ικανότητα για ανίχνευση, ιχνηλάτηση, απομόνωση και καραντίνα υπόπτων και επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και επαφών τους. Μέχρι στιγμής αυτό στην Ελλάδα το έκανε η απαγόρευση της άσκοπης κυκλοφορίας, καθώς τα περιοριστικά μέτρα έκαναν πολύ δύσκολη τη μετάδοση. Η άρση των περιοριστικών μέτρων θα κάνει εξαιρετικά κρίσιμη την ικανότητα της ανίχνευσης των πιθανών κρουσμάτων και την απομόνωσή τους.

Αυτό απαιτεί αλλαγή των οδηγιών του ΕΟΔΥ και δυνατότητα διενέργειας τεστ (με ασφάλεια του υγειονομικού προσωπικού) στην πρωτοβάθμια υγεία ή από τις ειδικές ομάδες. Το Υπουργείο Υγείας είχε δηλώσει ότι μετά το Πάσχα οι 500 κινητές ομάδες υγείας θα έπιαναν δουλειά, αλλά μία εβδομάδα απλώς ανακοινώθηκε η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τις 1100 θέσεις που απαιτούνται. Εξακολουθεί να λείπει η εργαστηριακή δυνατότητα να γίνουν τα τεστ (δηλαδή υλικά, προσωπικό, εκπαίδευση, οργάνωση και μέσα ατομικής προστασίας).

Αυτό το κριτήριο, η ικανότητα μαζικής ανίχνευσης, από τον Π.Ο.Υ. τίθεται ως προϋπόθεση για το άνοιγμα, αλλά στην Ελλάδα η δυνατότητα και οι επιχειρησιακές ικανότητες ενός τέτοιου μηχανισμού δεν έχουν καν δοκιμαστεί. Θα έπρεπε πρώτα να στηθεί αυτός ο μηχανισμός και να δοκιμαστεί στην ανίχνευση, ιχνηλάτηση, απομόνωση και καραντίνα και μετά να παρθούν οι αποφάσεις άρσης των περιοριστικών μέτρων.

Το τρίτο κριτήριο (ή δεύτερο κατά κ. Τσιόρδα) είναι η αντοχή του συστήματος Υγείας. Η κυβέρνηση κέρδισε χρόνο για να ενισχύσει το σύστημα Υγείας. Ακριβής εικόνα δεν υπάρχει πέρα από τις 870 κλίνες ΜΕΘ που ανακοινώθηκαν κάποια στιγμή και τις δηλώσεις Κικίλια για 1000 κρεβάτια ΜΕΘ εντός Απριλίου. Ακόμα όμως και αν βρέθηκαν τόσοι αναπνευστήρες, αυτό δεν συνεπάγεται και αντίστοιχο αριθμό κρεβατιών ΜΕΘ. Απαιτούνται εξειδικευμένοι γιατροί, εξειδικευμένο νοσηλευτικό προσωπικό. Αυτό σημαίνει και γιατρούς, και νοσηλευτές, και εκπαίδευση.

Ακόμα και σήμερα, και χωρίς να πιεστεί σοβαρά το σύστημα υγείας σε Νοσοκομεία Αναφοράς όπως ο Ευαγγελισμός και το Σωτηρία έγινε επίταξη ειδικευόμενων άλλης ειδικότητας για να λειτουργήσουν οι κλινικές κορωνοϊού. Η επιμονή στελέχωσης των νοσοκομείων από εποχιακό (επικουρικούς) και όχι από μόνιμο προσωπικό, αποθαρρύνει τους γιατρούς να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για τις προκηρύξεις επικουρικών, με αποτέλεσμα οι θέσεις αυτές να παραμένουν κενές.

Οι μόνιμες ελλείψεις του Ε.Σ.Υ. υπολογίζονται σε 10.000 γιατρούς και 30.000 νοσηλευτές και λοιπό προσωπικό. Ελάχιστα έχουν γίνει για την κάλυψη των μόνιμων κενών και των αναγκών που προκύπτουν από την όποια αύξηση των κρεβατιών ΜΕΘ. Η κυβέρνηση κυρίως διαφημίζει τις ιδιωτικές δωρεές για να διατηρήσει ζωντανή την πολιτική των συμπράξεων δημόσιου – ιδιωτικού τομέα και της κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου στο χώρο της υγείας.

Η δε πρωτοβάθμια υγεία χτυπήθηκε αντί να ενισχυθεί από την κυβέρνηση, αφού  μεταφέρθηκαν γιατροί  στα Νοσοκομεία για να καλύψουν κενά. Η δε ακύρωση τακτικών Ιατρείων και χειρουργείων έχει αυξήσει την ανάγκη για την αντιμετώπιση της λοιπής νοσηρότητας. Η επιστολή της ΟΕΝΓΕ προς τον πρωθυπουργό είναι ενδεικτική.

Με βάση αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση όφειλε, πριν την άρση των μέτρων, να έχει όντως ενισχύσει το σύστημα Υγείας, πέρα από το επίπεδο που λειτουργεί σήμερα, καθώς η διασπορά του ιού περιορίστηκε από τα μέτρα. Δυστυχώς οι πολιτικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις της κυβέρνησης την κάνουν να ρισκάρει με την πιθανότητα ενός δεύτερου κύματος όταν τα μέτρα χαλαρώσουν, χωρίς να έχει ενίσχυθεί το ΕΣΥ στο βαθμό που απαιτείται. Επιδίδεται σε μια πολύ επιθετική επικοινωνιακή πολιτική με τη στήριξη των ΜΜΕ, δίνοντας μια στρεβλή εικόνα των πραγματικών συνθηκών στο ΕΣΥ. Μπορεί να επικαλείται ότι το κάνει για την αποφυγή πανικού, ωστόσο οι ουσιαστικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του ΕΣΥ δεν εχουν ακόμα γίνει.

Το τέταρτο κριτήριο, δηλαδή η ανοσία, αποτελεί ένα μεγάλο ερωτηματικό για την παγκόσμια ιατρική κοινότητα, όσον αφορά το αν και τι είδους ανοσία αφήνει ο κορωνοϊός. Το βέβαιο είναι ότι η ανοσία στη χώρα μας είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα και το συντριπτικό ποσοστό του πληθυσμού δεν έχει εκτεθεί ακόμα στον ιό.

Να προσθέσουμε επίσης ότι κατά τον Π.Ο.Υ. το εμβόλιο θα χρειαστεί 12 μήνες ακόμα τουλάχιστον, ενώ φάρμακα που είναι ακόμα σε επίπεδο δοκιμής, επίσης προς το παρόν, δεν φαίνονται αποτελέσματα που θα επηρεάσουν δραματικά την εικόνα της πανδημίας.

Το κριτήριο που δεν ανέφερε ο κ. Τσιόδρας, αλλά το ανέφερε ο κ. Μόσιαλος και ο Π.Ο.Υ. είναι ο έλεγχος των εισαγόμενων περιπτώσεων. Και εδώ βρίσκεται ένα μεγάλο αγκάθι, δεδομένου ότι:

Α) Καμιά σοβαρή επιτήρηση των εισαγόμενων περιπτώσεων δεν υπήρξε μέχρι και αργά στην πορεία του Covid-19 στην χώρα, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, ανεξάρτητα από την επικοινωνιακή διαχείριση.

Β) Μιλώντας για άνοιγμα της οικονομίας, στις μέρες μας, όλοι σκέφτονται τον τουρισμό και τη συμβολή του στο ΑΕΠ, καθώς η χώρα καταδικάστηκε από την άρχουσα τάξη της να είναι το γκαρσόνι της Ευρώπης και να εξαρτά την επιβίωσή της από τα τουριστικά κύματα.

Γ) Η κύρια μάζα των τουριστών στη χώρα μας προέρχεται από χώρες που έχουν πληγεί σε σημαντικό βαθμό από το Covid-19 και υπάρχει (και θα υπάρχει) σημαντική διασπορά εντός πληθυσμού. Ακόμα και αν η κυβέρνηση τηρήσει τις προϋποθέσεις των δύο πρώτων κριτηρίων και ελεγχθεί η εντόπια διασπορά, το άνοιγμα των συνόρων θα βάλει σε κίνδυνο όλη τη χώρα για ένα δεύτερο κύμα. Και μάλιστα σε περιοχές με όχι ιδιαίτερα ισχυρό ή και σχεδόν ανύπαρκτο σύστημα υγείας (πολλά νησιά με μοναδική υποδομή υγείας τα αγροτικά ιατρεία) και δυσκολίες διακομιδών.

Ο έλεγχος της πιθανής διασποράς από εισερχόμενα κρούσματα σημαίνει τη δημιουργία  ενός μηχανισμού πρωτόγνωρων διαστάσεων για τα δεδομένα της χώρας μας. Σημαίνει την άδεια εισόδου στην χώρα μόνο όσων είναι εφοδιασμένοι με μια υγειονομική βίζα – διαβατήριο. Γνωρίζοντας όλες τις επιστημονικές ενστάσεις για την ανοσία και την πιστοποίησή της και όλα τα ερωτηματικά για την χρήση των τεστ αντισωμάτων, υποστηρίζουμε ότι ο αυστηρός έλεγχος για την είσοδο στη χώρα, είναι η μόνη πρακτική λύση. Κάθε άλλη πολιτική εγκυμονεί κινδύνους για εστίες μετάδοσης, σε περιοχές μάλιστα που δεν έχουν δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης ενώ είναι πολύ εύκολο να υπάρξει τεράστια διασπορά.

Η απόφαση αυτή βέβαια θέτει ζήτημα για τον ελληνικό τουρισμό, απαιτεί άλλες διαστάσεις κρατικής οργάνωσης, αλλά και αντίσταση στις οδηγίες της Κομισιόν που καίγεται να ανοίξουν τα σύνορα στην ΕΕ χωρίς περαιτέρω περιορισμούς  και ελέγχους. Είναι όμως η μόνη ασφαλής για τη χώρα μας, εκτός και αν το …καλοκαίρι σκοτώνει τον ιό, πράγμα που δεν έχει αποδειχθεί ακόμα. Διαφορετικά, θα αποδεχτούμε τον κίνδυνο σημαντικών ξεσπασμάτων με όποια επίπτωση για να μη χαθεί η μεγάλη μάζα του τουριστικού ρεύματος.

Τα λοιπά μέτρα του Π.Ο.Υ. (μείωση κινδύνου για ευάλωτες ομάδες, προληπτικά μέτρα για χώρους εργασίας, εμπλοκή κοινότητας) δεν αναφέρονται αναλυτικά, είναι όμως δεδομένο ότι θα πρέπει να γίνουν πράξη. Ειδικά τα μέτρα προστασίας σε χώρους εργασίας δεν πρέπει να μπουν υπό το πρίσμα των εργοδοτικών κερδών και αναγκών. Ήδη η συστηματική παραβίαση των πρωτοκόλλων ασφαλείας σε ιδιωτική δομή υγείας έχει προκαλέσει 5 θανάτους.

Συμπερασματικά, η σταδιακή άρση των μέτρων απαιτεί:

Α) Αύξηση των ελέγχων και πιο πραγματική εικόνα.

Β) Εκ των προτέρων δημιουργία και λειτουργία ενός επαρκούς μηχανισμού ανίχνευσης, ιχνηλάτησης, απομόνωσης και καραντίνας. Οι σημερινές οδηγίες και πρακτική του ΕΟΔΥ δεν ανταποκρίνονται σε αυτή την ανάγκη.

Γ) Στελέχωση και εξοπλισμός του Δημόσιου Συστήματος Υγείας, τόσο στο επίπεδο πρωτοβάθμιας υγείας, όσο και στο επίπεδο νοσηλείας και ΜΕΘ για την αντιμετώπιση πιθανής αύξησης κρουσμάτων. Τα μέχρι τώρα μέτρα απέχουν από το απαιτούμενο.

Δ) Έλεγχος των εισερχομένων στη χώρα. Είσοδος μόνο με πιστοποιητικό ανοσίας από αναγνωρισμένη αρχή.

Ε) Σταδιακή άρση των μέτρων με μεσοδιάστημα 2 εβδομάδων μεταξύ τους.

Τι έκανε και τι δεν εκανε ο ΣΥΡΙΖΑ για τη δημοσια υγεία

Η πανδημία, πέρα από την πρωτοφανή υγειονομική κρίση που προκαλεί, δοκιμάζει και γκρεμίζει  ιδεολογήματα και πολιτικές, κλυδωνίζει συστήματα υγείας και ολόκληρα κοινωνικά μοντέλα, υποχρεώνει όλους σε ξεκάθαρες τοποθετήσεις και απαντήσεις, σε αναμέτρηση με το παρελθόν και αναστοχασμό για το μέλλον.

Η χώρα μας, με ένα δημόσιο υγειονομικό σύστημα, που σε καμία περίπτωση δεν ήταν θωρακισμένο, «βρίσκεται στη δίνη της κρίσης». Υποστελεχωμένο και γερασμένο, οικονομικά στραγγαλισμένο, με τους νέους γιατρούς εκπατρισμένους κατά χιλιάδες, με τις μεγαλύτερες πανευρωπαϊκά ιδιωτικές δαπάνες των νοικοκυριών για την υγεία. Με ένα κρατικοδίαιτο ιδιωτικό κεφάλαιο στο χώρο της υγείας που κερδίζει πόντους από κάθε πόντο ξηλώματος του ΕΣΥ. Κι όμως αυτό το συστηματικά και συνειδητά υποβαθμισμένο και λοιδωρημένο δημόσιο σύστημα, αποδεικνύεται στην πράξη η μοναδική ασπίδα του λαού απέναντι στην πανδημία.

Η σκόπιμη υποστελέχωση της Δημόσιας Υγείας, ώστε η ταλαιπωρία των ασθενών να οδηγεί στην απαξίωση του ΕΣΥ και στην προσφυγή στην ιδιωτική υγεία ως «αναπόφευκτη» κατάληξη, ήταν ένα διαχρονικό σχέδιο. Εκτελέστηκε αυτό το σχέδιο με πάθος και επιμονή από όσους βρέθηκαν σε θέσεις ευθύνης για τη δημόσια υγεία, λειτουργώντας ως εκπρόσωποι του ιδιωτικού κεφαλαίου στο χώρο της υγείας. Υπηρετήθηκε και από όσους υπάκουαν πειθήνια στις απαιτήσεις των δανειστών και της Ε.Ε. για διαδοχικές απανωτές μειώσεις των δημοσίων δαπανών στην υγεία, ώστε να εκτοξεύονται οι ιδιωτικές δαπάνες και να απελευθερώνεται χώρος κερδοφορίας για την ιδιωτική υγεία.

Το πρώτο επίσημο κρούσμα κορωνοϊού στην Ελλάδα στις 28 Φεβρουαρίου βρήκε το δημόσιο σύστημα υγείας σε μια κατάσταση που δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Οι ευθύνες για την προ-κορωνοϊού κατάσταση βαραίνουν ασφαλώς τη ΝΔ (και παλιότερα και το ΠΑΣΟΚ) που μεροληπτεί προκλητικά εναντίον του ΕΣΥ επί χρόνια. Αφορούν όμως και τον  ΣΥΡΙΖΑ, που επί τεσσεράμιση χρόνια, είτε έκανε αλλαγές που επιδείνωσαν την κατάσταση που παρέλαβε από τους προκατόχους του, είτε δεν έκανε αλλαγές που θα μπορούσαν να φέρουν το ΕΣΥ σε καλύτερη θέση μπροστά στην πανδημία.

Η αντιπαράθεση στον βασικό αντίπαλο της Δημόσιας Υγείας που είναι η κυβέρνηση της ΝΔ και τα σχέδιά της για έμμεση ή άμεση ιδιωτικοποίηση των συστημάτων υγείας και ασφάλισης, δεν πρέπει να κρύψει την κριτική για την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που κινήθηκε σε όμοιες ράγες με αυτές του καθαρού νεοφιλελευθερισμού.

Έργα και Ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ στην Υγεία

1. Επί ΣΥΡΙΖΑ η δημόσια δαπάνη για την υγεία συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο φτάνοντας στο ιστορικό χαμηλό 5% του ΑΕΠ το 2019, από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ. Το Μνημόνιο διαρκείας που υπέγραψε με τα σφιχτά πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον μέχρι το 2022, δεσμεύει εσαεί τη χώρα σ’ αυτά τα επίπεδα. Η πανδημία όμως, αποδεικνύει ότι βασική προϋπόθεση για να λειτουργεί ένα δημόσιο σύστημα υγείας και να προσφέρει υπηρεσίες σε έκτακτες καταστάσεις, είναι η επαρκής κρατική χρηματοδότηση που εξασφαλίζει τη στελέχωση και τον εξοπλισμό του, αλλά και τη δυνατότητα ταχείας μεγέθυνσης για να καλύψει τις έκτακτες υγειονομικές ανάγκες. Τι έκαναν οι «φανατικοί οπαδοί της δημόσιας υγείας» στον τομέα αυτό επί 4,5 χρόνια; Πώς θωράκισαν χθες το ΕΣΥ για να κάνουν σήμερα εύκολη και εκ του ασφαλούς αντιπολίτευση; Μια απλή αναζήτηση των στοιχείων της πρόσφατης έκθεσης ΟΟΣΑ και Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρκεί για να διαπιστώσει κανείς σε ποιες θέσεις κατρακύλησε η χώρα μας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στους σχετικούς δείκτες χρηματοδότητης.

Στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, από το οποίο η χώρα εξήλθε τον Αύγουστο του 2018, τέθηκαν σε εφαρμογή πολιτικές για τη συγκράτηση του κόστους και τη μείωση της σπατάλης. Η κυβέρνηση διατήρησε το ανώτατο όριο των δημόσιων δαπανών για την υγεία στο 6% του ΑΕΠ και επέβαλε περικοπές δαπανών σε ολόκληρο τον τομέα της υγείας. Ως εκ τούτου, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία κατ’ άτομο μειώθηκαν σημαντικά. Πιο πρόσφατα, η μετέπειτα ανάπτυξη περιορίστηκε και ο κρατικός προϋπολογισμός για την υγεία το 2019 έφτασε στα 9,1 δισ. ΕΥΡΩ ή λίγο κάτω από το 5% του ΑΕΠ. Οι υποχρεώσεις που συνεχίζει να έχει η Ελλάδα μετά την έξοδό της από το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής απαιτούν τη διατήρηση του πλεονάσματος του προϋπολογισμού στο 3,5% τουλάχιστον έως το 2022. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των δημόσιων δαπανών για την υγεία θα συνεχίσει πιθανότατα να δεσμεύεται από δημοσιονομικούς περιορισμούς. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι είναι απίθανο να μειωθούν βραχυπρόθεσμα οι δαπάνες σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές. 

Έχοντας ψηφίσει το τρίτο Μνημόνιο, μαζί με το διαρκές Μνημόνιο υποτέλειας των πρωτογενών πλεονασμάτων, παίρνει συγχαρητήρια και εύσημα από τους θεσμούς. Οι «καλές προθέσεις» και η ιεράρχηση της Δημόσιας Υγείας σε «ύψιστη κυβερνητική προτεραιότητα» εξαερώθηκαν μπροστά στους κόφτες της τρόικα.

Για ποιο λόγο κατηγορεί λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ τη ΝΔ;

Απλώς και μόνο επειδή αυτή λαχταρά να γίνει πιο γρήγορα αυτό που θα γινόταν, αν συνέχιζε την «αριστερή» διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων ο ΣΥΡΙΖΑ;

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι απλά δεν φρόντισε να θωρακίσει το ΕΣΥ ενόψει της «επέλασης των νεοφιλελεύθερων βαρβάρων της ΝΔ», αλλά τους έστρωσε το δρόμο με ροδοπέταλα. Έχει ευθύνες, έβαλε κι αυτός το «προοδευτικό» λιθαράκι του για το αθωράκιστο και ανοχύρωτο απέναντι στην πανδημία ΕΣΥ.

Ιδεολογικά, με τη λογική του μικρότερου κακού, με το «τι να κάνουμε, αυτά έχουμε, σ’ αυτά θα προσαρμοστούμε», με τη νομιμοποίηση του ευρωμνημονιακού βρόγχου που σφίγγει έως ασφυξίας τα δημόσια κοινωνικά αγαθά. Θεσμικά-νομοθετικά με δεκάδες υπουργικές αποφάσεις, προεδρικά διατάγματα και νομοσχέδια που βήμα-βήμα εφάρμοζαν όλες τις μνημονιακές δεσμεύσεις και την ουσία του νεοφιλευθερισμού για την υγεία.

2. Επί ΣΥΡΙΖΑ οι μεικτές δαπάνες υγείας έφτασαν να σημειώνουν αθροιστική πτώση στο 30% σε σύγκριση με την προ-μνημονιακή περίοδο, κατατάσσοντας τη χώρα στην 21ηθέση της σχετικής λίστας. Πάνω από το ένα τρίτο των δαπανών υγείας προέρχεται από τα νοικοκυριά, το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ, με τις άτυπες πληρωμές (φακελάκι) να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των άμεσων ιδιωτικών δαπανών.

Συνολικά, στην Ελλάδα μόνο το 61% των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη προέρχεται από δημόσιες πηγές, ενώ το 35% χρηματοδοτείται απευθείας από τα νοικοκυριά. Το ποσοστό αυτό κυμάνθηκε ανάμεσα στο 28% το 2010, που ήταν το χαμηλότερο σημείο, έως το 37% το 2014, που ήταν το υψηλότερο σημείο. Τα υψηλά ποσοστά οφείλονται κυρίως στις συμμετοχές των ασφαλισμένων για τα φάρμακα και στις άμεσες πληρωμές για υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στη δέσμη παροχών, επισκέψεις σε ειδικούς ιατρούς, νοσηλευτική περίθαλψη, καθώς και οδοντιατρική περίθαλψη.

Ποια ακριβώς μέτρα πάρθηκαν από την «κυβέρνηση της Αριστεράς» για να σταματήσουν να επιβαρύνονται οι ασθενείς από την τσέπη τους;

Με πόση υποκρισία κατηγορούν τη ΝΔ ότι «μεροληπτεί υπέρ της ιδιωτικής υγείας» εν μέσω πανδημίας, όταν και οι ίδιοι εφάρμοσαν όμοια πολιτική;

3. Ο ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσε την αντικοινωνική και επικίνδυνη λογική «κόστος-οφέλος» στην Υγεία. Η ΕΣΑΝ ΑΕ που επιβλέπει και επιβάλλει τη λογική των «ματωμένων εξιτηρίων» –που ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταργούσε–  συνέχισε να λειτουργεί κανονικότατα.  Μάλιστα, πήγε ένα βήμα παραπέρα, με τη θέσπιση των DRG’s πιλοτικά σε 18 νοσοκομεία, μετεξέλιξη των –γερμανικής έμπνευσης– ΚΕΝ (Κλειστά Ενοποιημένα Νοσήλεια), που η κυβέρνηση της ΝΔ σχεδιάζει να επεκτείνει σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας. Τα DRG’s προβλέπουν συγκεκριμένη κοστολόγηση κάθε ιατρικής πράξης, συγκεκριμένο χρόνο νοσηλείας για κάθε πάθηση επιβάλλοντας κυρώσεις σε όποιον γιατρό ή νοσκομείο τον υπερβαίνει, με τη λογική ελέγχου και μείωσης δαπανών και κόστους για ασφαλιστικά ταμεία και κράτος.

Επίσης φτιάχνει ένα ενιαίο σύστημα «κοστολόγησης της νοσηλείας-περίθαλψης» πάνω στο οποίο μπορούν να βασιστούν, να λειτουργήσουν και να χρεώνουν τους ασθενείς οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες στις οποίες μελλοντικά θα παραχωρηθούν κλίνες δημόσιων νοσοκομείων για τη νοσηλεία των πελατών τους.

Σε τι διαφέρουν τα παραπάνω απ’ τις προτάσεις του ΠΙΣ για βελτίωση της «αποδοτικότητας των Δημοσίων Νοσοκομείων που αποτελεί σήμερα απαγορευμένη έννοια»;

4. Ο ΣΥΡΙΖΑ έστρωσε το δρόμο ίδρυσης ιδιωτικών νοσοκομείων, μέσω δωρεών και χορηγιών, τον δρόμο των ΣΔΙΤ. Γιατί οι «δωρεές» από τους ιδιώτες ακούγονται ωραίες και συγκινητικές, αλλά δεν γίνονται χωρίς ανταλλάγματα και -κυρίως- χωρίς σκοπιμότητες. Το παιδιατρικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, δωρεά του ιδρύματος Νιάρχος, η ίδρυση του περίφημου νοσοκομείου Σαντορίνης που ανήκει στην ΑΕΜΥ Α.Ε – Ανώνυμη Εταιρεία Μονάδων Υγείας ΑΕ, και πολυδιαφημίστηκαν, είναι ή όχι πρότυπες κρατικοδίαιτες ιδιωτικές μονάδες υγείας υπό την «εποπτεία του Υπουργείου Υγείας»; “Το σύνολο των Δημοσίων Νοσοκομείων θα πρέπει να υπάγονται απευθείας σε ένα νέο εξειδικευμένο Δημόσιο Οργανισμό, το «ΕΣΥ ΝΠΔΔ», ο οποίος θα αναλάβει την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία όλης της προσφοράς Δημοσίων Υπηρεσιών Υγείας στη χώρα, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Το «ΕΣΥ ΝΠΔΔ» θα αποτελεί τον μητρικό φορέα…”

Σε τι διαφέρει το μοντέλο «δημόσιας» υγείας του ΣΥΡΙΖΑ απ’ το μοντέλο που πρότεινε ο ΠΙΣ και διακαώς θέλει να εφαρμόσει η ΝΔ;

Σε τι διαφέρουν τα παραπάνω νοσοκομεία από το καταγγελόμενο ως δήθεν «πρώτο ιδιωτικό νοσοκομείο της χώρας», νοσοκομείο Κομοτηνής, που ίδρυσε η ΝΔ;

Οι πρώην κυβερνητικοί κατηγορούν τους σημερινούς κυβερνητικούς που μίλησαν ευθαρσώς για ΣΔΙΤ, που ενισχύουν απρόκλητα -εν μέσω πανδημίας- με εκατομμύρια ευρώ τον ιδιωτικό τομέα, που διπλασιάζουν τα ενοίκια των ιδιωτικών ΜΕΘ κτλ.

Ποια μέτρα πήραν άραγε οι ίδιοι για τη θωράκιση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας που να μην επιτρέπουν ούτε τώρα ούτε σε καμιά επόμενη κυβέρνηση στο μέλλον, την πριμοδότηση του ιδιωτικού κεφαλαίου;

Με ποια μέτρα εκφράστηκε στην πράξη η περίφημη «μεροληψία υπέρ του δημοσίου»; Κι αν τη Μνημονιακή περίοδο «ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν» γιατί στη «μετα»Μνημονική περίοδο δεν ξεδίπλωσαν το σχέδιό τους;

5. Η πολυδιαφημισμένη καθολική υγειονομική κάλυψη και πρόσβαση των ανασφάλιστων δεν είναι τελικά και τόσο καθολική. Η Ελλάδα επί ΣΥΡΙΖΑ είχε το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο μη καλυπτόμενων αναγκών  ιατρικής περίθαλψης –κυρίως λόγω κόστους στην ΕΕ (μετά την Εσθονία), με το ποσοστό να διπλασιάζεται για τα φτωχότερα νοικοκυριά.

Παρά το θετικό και πολυδιαφημισμένο μέτρο της καθολικής πρόσβασης των ανασφάλιστων στα νοσοκομεία, δεν υπήρξε η αντίστοιχη κρατική χρηματοδότηση και στελέχωση των νοσοκομείων για να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες ανάγκες.

O κ. Ξανθός, παραδέχτηκε, ότι η πρόσθετη δαπάνη για την περίθαλψη των ανασφάλιστων ανέρχεται μόλις στα 250 εκ., που αντιστοιχεί σε 100 ευρώ, δηλαδή ένα εμβόλιο πνευμονιόκοκκου και ένα για τη γρίπη για κάθε ανασφάλιστο τον χρόνο!

H ίδια η Ε.Ε υπογραμμίζει ότι η νομοθεσία του 2016 αποτέλεσε σημαντικό βήμα. Εξακολουθεί, ωστόσο, να υπάρχει διαφορά ως προς τα επίπεδα πρόσβασης: όσοι καλύπτονται από τη νομοθεσία μπορούν να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης μόνο στις δημόσιες δομές, ενώ υπηρεσίες όπως οι διαγνωστικές εξετάσεις παρέχονται σε μεγάλο βαθμό από ιδιωτικούς παρόχους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ και είναι διαθέσιμες για τον ασφαλισμένο πληθυσμό σε βάση επιμερισμού του κόστους.

6. Επί ΣΥΡΙΖΑ συνεχίστηκαν και διευρύνθηκαν οι ανισότητες πρόσβασης στο δημόσιο σύστημα υγείας. Σύμφωνα, πάλι με την ΕΕ ένα στα δέκα νοικοκυριά δεν είχε δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας όταν τις χρειαζόταν. Μη καλυπτόμενες ανάγκες αναφέρθηκαν επίσης από σχεδόν ένα στα πέντε νοικοκυριά στο φτωχότερο πεμπτημόριο εισοδήματος, αλλά μόλις από το 3% των πλουσιότερων νοικοκυριών, γεγονός που αποκαλύπτει το μεγαλύτερο χάσμα όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα. Τα στοιχεία αναφέρονται σε μη καλυπτόμενες ανάγκες για ιατρική εξέταση ή αγωγή λόγω κόστους, απόστασης που πρέπει να διανυθεί ή χρόνου αναμονής. Το κόστος αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση στην περίθαλψη, ιδίως για τα άτομα με χαμηλό εισόδημα.

7. Η μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Υγεία, με τις ΤΟΜΥ και τον θεσμό του οικογενειακού γιατρού είχε σαν στόχο τη μείωση της πρόσβασης των ασθενών σε ειδικούς γιατρούς, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη, με κριτήριο την περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών.Το καλοκαίρι του 2019 περισσότερες από τις μισές (127) από τις 239 σχεδιαζόμενες τοπικές μονάδες υγείας είχαν ιδρυθεί σε όλη τη χώρα, καλύπτοντας 2 εκατομμύρια κατοίκους. Η βασική πηγή χρηματοδότησης είναι τα προγράμματα ΕΣΠΑ που έχουν ημερομηνία λήξης και θεωρητικά υπάρχει η κρατική υποχρέωση στη συνέχεια για ανάληψη της χρηματοδότησης από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Το προσωπικό τον ΤΟΜΥ είναι επικουρικοί-συμβασιούχοι, επίσης με ημερομηνία λήξης.

Όλο το εγχείρημα σε σύντομο χρονικό διάστημα θα βρεθεί κυριολεκτικά στον αέρα. Αυτό είναι το πολυδιαφημισμένο στρατηγικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για την Πρωτοβάθμια. Με προσωρινό προσωπικό, με αβέβαιη τη χρηματοδότηση, με φιλοσοφία τη μνημονιακή δέσμευση του gatekeeping. Πλάι σ’αυτά, η αποδυνάμωση των Κέντρων Υγείας των μητροπόλεων και της περιφέρειας, με μετακινήσεις προσωπικού στα νοσοκομεία για κάλυψη των εκεί αναγκών, χωρίς ακτινολογικά ή μκροβιολογικά εργαστήρια, σε ακατάλληλα κτίρια, λόγω υποχρηματοδότησης.

8. Επί ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε ο αριθμός κλινών ΜΕΘ να παραμένει στα χαμηλότερα επίπεδα της Ευρώπης, με το 25% αυτών να παραμένει διαρκώς κλειστό και εκτός λειτουργίας. «Το 2015 παραλάβαμε 438 κρεβάτια ΜΕΘ. Τον Ιούλιο 2019 παραδώσαμε 568 κρεβάτια» ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Το Δεκέμβριο του 2019 επί ΝΔ, τα επισήμως καταγραμμένα κρεβάτια μειώθηκαν στα 555, λόγω έλλειψης προσωπικού. Ακόμα κι έτσι, η χώρα συνέχισε να υπολείπεται κατά πολύ από τις 2.000 αναγκαίες κλίνες ΜΕΘ και τις 1.500 κλίνες ΜΑΦ που είναι ο στόχος για να πλησιάσει έστω τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έφτασε καν τις κλίνες ΜΕΘ στο σημείο που ήταν το 2010. Αποτελούν ακραία υποκρισία και πολιτικαντισμό οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για εδώ και τώρα διπλασιασμό των ΜΕΘ. Αντίστοιχη πορεία ακολούθησε επί ΣΥΡΙΖΑ ο αριθμός των κοινών κλινών νοσηλείας, κολλημένος στις 400 κλίνες ανά 100.000 κατοίκους, από 500 που ήταν προ κρίσης.

Τέλος, επί ΣΥΡΙΖΑ δεν επαναλειτούργησε ούτε ένα κλεισμένο ή συγχωνευμένο νοσοκομείο απ’ αυτά που οι Σαμαράς, Βενιζέλος, Γεωργιάδης, Βορίδης και Λοβέρδος είχαν κλείσει. Τα δάκρυα για τα κλειστά νοσοκομεία θα ήταν κατανοητά, αν δεν μεσολαβούσαν τεσσεράμισι χρόνια κυβερνητικής θητείας κατά την οποία δεν άνοιξε ούτε ένα από αυτά.

9. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσέλαβε ελάχιστους μόνιμους γιατρούς και νοσηλευτές, κατά πολύ λιγότερους απ’ όσους συνταξιοδοτήθηκαν και εγκατέλειψαν το ΕΣΥ. Τα οργανικά κενά του ΕΣΥ (Νοσοκομεία – Κέντρα Υγείας – ΕΚΑΒ), προ covid, σε νοσηλευτικό και παραϊτρικό βοηθητικό προσωπικό ξεπερνούσαν τις 30.000, ενώ των ειδικευμένων γιατρών τις 10.000, με βάση στοιχεία από τις ομοσπονδίες, που δεν αμφισβητεί κανένα κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ καυχιέται –διά στόματος Πολάκη– ότι επί θητείας του προσλήφθηκαν «με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο» περίπου 20.000 εργαζόμενοι στο ΕΣΥ. Η αλήθεια είναι ότι η πλειοψηφία των «προσλήψεων» αυτών είναι συμβασιούχοι με ημερομηνία λήξης, με διετείς συμβάσεις, ΕΣΠΑ, κοινωφελή προγράμματα ΟΑΕΔ, που αρκετές φορές διπλο/τριπλο-μετρώνται στις προσλήψεις εργαζόμενοι που έληξε η σύμβασή τους και την ανανέωσαν ή την επέκτειναν για λίγους μήνες.

Οι προσλήψεις μόνιμων γιατρών τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια ήταν κάτω από 1.000, τη στιγμή που οι συνταξιοδοτήσεις την αντίστοιχη περίοδο ήταν περίπου 2.500. «Η κυβέρνησή σας πάγωσε τις 4.000 μόνιμες προσλήψεις γιατρών και λοιπού προσωπικού, που η δική μας είχε προκηρύξει για φέτος. Τώρα πρέπει να τις προχωρήσει, γιατί τώρα είναι η ώρα της επένδυσης στο ΕΣΥ και στη Δημόσια Υγεία» , ανέφερε ο κ. Τσίπρας, «κατακεραυνώνοντας» τη ΝΔ.

Διερωτώμαστε για ποιο λόγο ο κ. Τσίπρας δεν προχώρησε ο ίδιος σε αυτή την «επένδυση» επί 4,5 ολόκληρα χρόνια ή έστω μετά την «έξοδο από τα Μνημόνια» τον Αύγουστο του 2018, που άρθηκε ο κανόνας 1:5 και έγινε 1:1;

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ευτελούς δικομματικού επικοινωνιακού παιχνιδιού και εμπαιγμού υγειονομικών και κοινωνίας: προκηρύσσω 950 μόνιμες θέσεις γιατρών, λίγα 24ωρα πριν τις εκλογές, γνωρίζοντας ότι η ΝΔ θα τις παγώσει ή θα τις καθυστερήσει, για να έχω τη δυνατότητα πλασαρίσματος την επόμενη μέρα ως αντιπολίτευση της «Δεξιάς που παγώνει τις προσλήψεις που θα κάναμε, αν μας ψηφίζατε».

10. Επί ΣΥΡΙΖΑ η αναλογία συμβασιούχων γιατρών / μόνιμων γιατρών έφτασε στο υψηλότερο σημείο 2:5. Ο κ. Πολάκης καμαρώνει ότι παρέλαβε 800 επικουρικούς γιατρούς και παρέδωσε 3.500, ξεχνώντας ότι το κόμμα του είχε προεκλογικά υποσχεθεί την κατάργηση αυτού του «απαράδεκτου και ντροπιαστικού θεσμού ομηρίας» και την αντικατάστασή του από μόνιμο προσωπικό.

Όμως, στα πλαίσια της μνημονιακής προσαρμογής αυτά ξεχάστηκαν, για να ξανατολμήσει προχθές ο κ. Τσίπρας να καταγγείλει την ΝΔ ότι είναι απαράδεκτο να δίνουμε αυτή τη μάχη με προσλήψεις συμβασιούχων «μιας χρήσης», διατηρώντας τις ίδιες ιδεοληψίες για «λιγότερο κράτος» στην Υγεία.

Να γιατί ισχυριζόμαστε ότι οι πολιτικές είναι όμοιες, ότι η κατεύθυνση είναι κοινή, ότι ο ένας έστρωσε το δρόμο για τον άλλον.

Και τα δύο κόμματα, δήλωσαν με αυτόν τον τρόπο προς τους νέους γιατρούς, ότι αν μείνουν στην Ελλάδα, το μέλλον τους στη Δημόσια Υγεία είναι, μετά από χρόνια ταλαιπωρίας, το πολύ να βρουν θέση ως επικουρικοί. Με την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα για το εργασιακό τους μέλλον και τον βιοπορισμό των οικογενειών τους να κρέμεται ως σπάθη πάνω από το κεφάλι τους.

11. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε κανένα μέτρο για το φρενάρισμα του brain drain. Αντιθέτως συνέχισε την ίδια πολιτική που διώχνει ακόμα περισσότερους νέους επιστήμονες στο εξωτερικό. Την τελευταία δεκαετία υπολογίζεται ότι έχουν φύγει συνολικά πάνω από 20.000 έλληνες γιατροί, κυρίως για χώρες της Β. Ευρώπης. Μια αποστέρηση, που γίνεται περισσότερο αισθητή σήμερα εν μέσω εθνικής υγειονομικής κρίσης. Εκατοντάδες θέσεις ειδικευόμενων –ακόμα και σε μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας– είναι κενές. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία, τα νοσοκομεία θα έχουν αποψιλωθεί πλήρως από ειδικευόμενους και νέους επιμελητές.

Η εικόνα των 60άρηδων γιατρών, που ανήκουν στις «ευπαθείς ομάδες» και καλούνται να δουλεύουν σε πτέρυγες covid, τα σχέδια για επίταξη συνταξιούχων 70άρηδων, είναι δραματικές εικόνες που συνθέτουν το παζλ μιας ρημαγμένης υγειονομικά και επιστημονικά χώρας.

Ένα βιολογικά γερασμένο ΕΣΥ, χωρίς «ενδιάμεση»  γενιά, είναι λειτουργικά γερασμένο και καταδικασμένο σε κατάρρευση όταν η παλιά γενιά αποστρατευθεί.

Ενδεικτικά, ο Ιατρικός Σύλλογος Αθήνας, από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Δεκέμβριο του 2019, εξέδωσε συνολικά 6.270 πιστοποιητικά για εύρεση εργασίας στο εξωτερικό, εξ αυτών 4.522 για ειδικευμένους και 1.748 για ανειδίκευτους γιατρούς. Σε τι διαφέρει η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ απ’ αυτή της ΝΔ;

Μετατρέπουν τις Ιατρικές Σχολές των ελληνικών Πανεπιστημίων σε γραφεία διασύνδεσης και ευρέσεως εργασίας για την Δύση, και τα Υπουργεία Υγείας σε γκισέδες σφραγίσματος διαβατηρίων.

Χαρίζουν τσάμπα στις πλούσιες χώρες του Βορρά το πληρωμένο ακριβά από το ελληνικό κράτος και τις ελληνικές οικογένειες, εξειδικευμένο και υψηλής ποιότητας επιστημονικό δυναμικό.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ούτε ο κ. Μητσοτάκης ούτε ο κ. Τσίπρας δεν αφιέρωσαν ούτε ένα λεπτό απ’ τις ομιλίες τους στο κάλεσμα για επαναπατρισμό των ελλήνων γιατρών του εξωτερικού, με δέσμη ισχυρών κινήτρων.

Έστω για τα μάτια του κόσμου.

12. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεσμοθέτησε νομικά την πλήρη απαξίωση των ελάχιστων νέων επιστημόνων που έμειναν στην χώρα για να βοηθήσουν. Παγίωσε την εικόνα του αναλώσιμου και υπερεκμεταλλευόμενου επικουρικού-συμβασιούχου γιατρού με διετή σύμβαση εργασίας, που περιφέρεται από νοσοκομείο σε νοσοκομείο μπαλώνοντας κενά, που καλύπτει «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» αλλά έχει μερικά μισθολογικά και επαγγελματικά δικαιώματα και πετιέται σαν στυμένη λεμονόκουπα μετά τη λήξη της σύμβασης.

Οι μηδαμινές μόνιμες θέσεις επιμελητών Β’ που προκηρύχθηκαν, τα μισθολογικά αντικίνητρα, τα απαγορευτικά φορολογικά και ασφαλιστικά πλαίσια για έναρξη ελεύθερου επαγγέλματος που εντάθηκαν με το νόμο Κατρούγκαλου, έκαναν ακόμα πιο ασφυκτικό το πλαίσιο για το επιστημονικό και επαγγελματικό μέλλον ενός νέου γιατρού.

Επίπρόσθετα, οι αλχημείες του ΚΕΣΥ για τους ειδικευόμενους που δεν θα διορίζονται σε ένα συγκεκριμένο νοσοκομείο αλλά σε μια ολόκληρη περιφέρεια, η νομιμοποίηση του rotation και της περιφοράς τους από πόλη σε πόλη για να καλύπτουν τρύπες ανάλογα με τα κενά του συστήματος, το απαράδεκτο logbook (βιβλιάριο προσόντων), ο εξαναγκασμός τους στο κυνήγι συνεδρίων και η πλήρης εξάρτηση από τις φαρμακευτικές εταιρίες για να μαζέψουν μόρια είναι μερικά μόνο από τα κατορθώματα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Και ακόμα παραπέρα, η αξιολόγηση (με βάση της υλικοτεχνικές δυνατότητες και τη στελέχωση που είναι γνωστό ότι υστερούν) και κατάταξη των νοσοκομείων σε κατηγορίας Α και Β, που καταργεί τη δυνατότητα κάποιων μικρότερων νοσοκομείων να παρέχουν αναγνωρισμένη εκπαίδευση ειδικότητας, οδηγώντας τα στο κλείσιμο, έκανε τους «άριστους» της ΝΔ να ζηλέψουν το μεταρρυθμιστικό ζήλο του ΣΥΡΙΖΑ.

13. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εφάρμοσε την δεσμευτική για την πολιτεία απόφαση του ΣτΕ για επαναφορά του ιατρικού μισθολογίου στα προ-Μνημονίων επίπεδα, παραπέμποντάς την στη δεύτερη-φορά-αριστερά. Η απόφαση του ΣτΕ που εκδόθηκε στις 27/02/18, παρότι δικαίωνε αναδρομικά μόνο όσους γιατρούς είχαν προσφύγει ατομικά ή ομαδικά, έκρινε ως άδικη και αντισυνταγματική την μισθολογική περικοπή στο ειδικό ιατρικό μισθολόγιο (που έφτανε έως και 50%) του μνημονιακού νόμου 4093/12, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση –με βάση το Σύνταγμα– να επαναφέρει από 28/02/18 τους μισθούς των γιατρών στα προ- Μημονίων επίπεδα, αποκαθιστώντας τις απώλειες.

Με πολιτική απόφαση του κ. Τσίπρα, για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους και εν μέσω προεκλογικής περιόδου, δόθηκαν τα αναδρομικά 25 μηνών σε όσους γιατρούς δούλευαν στο ΕΣΥ την περίοδο 13/11/2014 ως 31/12/2016, ως αντιστάθμισμα για την μη συμμόρφωση της κυβέρνησης με την κατηγορηματική απόφαση του ΣτΕ και το επιτακτικό αίτημα της ΟΕΝΓΕ για άρση της μισθολογικής περικοπής του ν. 4093/12 στους σημερινούς μισθούς.

Άρα κ. Τσίπρα μας δουλεύετε κατάμουτρα όταν κατηγορείτε τη σημερινή κυβέρνηση ότι «δεν έχει ούτε στο ελάχιστο εφαρμόσει όσα οι άνθρωποι με τις πράσινες και λευκές μπλούζες ζητούν με αγωνία». Μήπως δεν είχαμε απαιτήσει αγωνιωδώς την αυτονόητη υποχρέωσή σας να συμμορφωθείτε με τις αποφάσεις του ΣτΕ;

14. Νομιμοποίησε την «αμυντική ιατρική» και έδωσε το πράσινο φως για βιομηχανία ανυπόστατων δικαστικών διώξεων απέναντι στους γιατρούς με την κατάργηση του τεκμηρίου αθωότητας. Με υπουργική απόφαση Πολάκη (ΦΕΚ (1373/22-4-2019 τΒ΄), υποχρέωσε τον ΠΙΣ σε αυτόματη αναστολή της άδειας άσκησης ιατρικού επαγγέλματος εάν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του γιατρού και μέχρι να εκδοθεί τελική δικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως αν είναι αθωωτική ή καταδικαστική!

Καταργείται δηλαδή αυτόματα το τεκμήριο αθωότητας των γιατρών της χώρας, αντιβαίνοντας ακόμα στην πάγια αρχή του ευρωπαϊκού πολιτισμού και την ενσωμάτωσή του στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Πρόκειται για απαράδεκτη προσπάθεια στοχοποίησης και διαπόμπευσης του ιατρικού κόσμου και καταστροφής της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, χωρίς επαρκή δικαστική τεκμηρίωση.

Καθιστά τον μαχόμενο γιατρό ανυπεράσπιστο θύμα σε πιθανές πολιτικές ή προσωπικές σκοπιμότητες, σε ανυπόστατη προσβολή της προσωπικότητας και της επαγγελματικής του φήμης. Γιατί τέτοια απαξίωση απέναντι στους «ήρωες με τις πράσινες και άσπρες μπλούζες»;

15. Ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε την εγκύκλιο Χουλιαράκη, ευνοώντας προκλητικά τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες εις βάρος των μαχόμενων γιατρών και της δημόσιας περίθαλψης. Αυτές οι διατάξεις αφορούν τον καταλογισμό σε «αμελείς υπαλλήλους» αποζημιώσεων που καταβάλλει σε πολίτες το δημόσιο και οργανισμοί του δημοσίου και μάλιστα αναδρομικά για ιατρικές επιπλοκές που έχουν ήδη επισυμβεί και αποζημιώσεις που έχουν ήδη καταβληθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Ήταν ανενεργές πέντε χρόνια μέχρι που ο κ. Χουλιαράκης τις ενεργοποίησε.

Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι δύο μήνες νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 2017, συγκεκριμένες ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες είχαν αρχίσει να βομβαρδίζουν τους νοσοκομειακούς γιατρούς με διαφημιστικές προσφορές για ιδιωτικά ασφαλιστήρια συμβόλαια αστικής ευθύνης και αποζημιώσεων.

Ο μαζικός εξαναγκασμός των νοσοκομειακών γιατρών να κάνουν ιδιωτική ασφάλεια αστικής ευθύνης για ιατρικές επιπλοκές (το ύψος των ασφαλίστρων αναμένεται να εκτοξευθεί αμέσως τουλάχιστον στα 10 χιλιάδες ευρώ ετησίως) οδηγεί άμεσα είτε στην ομαδική παραίτηση είτε στη λευκή απεργία, στην άρνηση δηλαδή εκτέλεσης ιατρικών πράξεων με διάφορα προσχήματα, με αποτέλεσμα την κατάργηση παροχής δωρεάν περίθαλψης στον πληθυσμό. Ας φανταστούμε τις συνέπειες μιας τέτοιας εγκυκλίου στις σημερινές συνθήκες, αν ένας ασθενής δικδικήσει αποζημίωση από την ιατρική ομάδα που θα θεωρηθεί υπεύθυνη για την μη νοσηλεία του σε κλίνη ΜΕΘ.

16. Ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε από κοινού με τη ΝΔ, με τη δικαιολογία της επιβολής προστίμου από την ΕΕ, τον εκτρωματικό νόμο 4498/2017 για το ωράριο που κάνει λάστιχο τους γιατρούς και διαλύει τη λειτουργία νοσοκομείων και Κ.Υ. Ο νόμος καθιερώνει την «ατομική δήλωση συναίνεσης» (opt out) από τον γιατρό για την παραβίαση του ανώτατου εβδομαδιαίου ορίου ωρών εργασίας. Η δήλωση αυτή θα ζητείται όπου οι ώρες εργασίας είναι άνω των 48 και ως τις 60 εβδομαδιαίως. Μάλιστα αναφέρεται ανερυθρίαστα πως αυτό θα ισχύει για τρία χρόνια μέχρι να γίνουν οι αναγκαίες προσλήψεις. Συμπερασματικά, νομιμοποίηση του καταναγκασμού σε υπερεργασία που ούτως ή άλλως γίνεται σήμερα σε πολλά τμήματα λόγω της υποστελέχωσης.

Κάτω από την πίεση των κινητοποιήσεων της Ομοσπονδίας των νοσοκομειακών γιατρών και των Ενώσεών τους, ο νόμος ανεστάλη προσωρινά  με απόφαση του Γ.Γραμματέα του Υπουργείου.  Η τριετής αναστολή του νόμου αυτού λήγει στις 18/11/2020, συμπίπτοντας με την κυβερνητική θητεία της ΝΔ, που θα έχει πεδίο δόξης λαμπρό να ενεργοποιήσει το νόμο του ΣΥΡΙΖΑ και να τον εφαρμόσει μέχρι κεραίας και μετά χαράς διαλύοντας ό,τι θα έχει μείνει όρθιο.

Για ποιον λόγο δεν κατήργησε τελείως αυτόν τον εκτρωματικό νόμο ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να τον αναστείλει προσωρινά;

Η ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση του δημόσιου συστήματος Υγείας είναι διακομματική και διαχρονική. ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ έβαλαν και συνεχίζουν να βάζουν, ο καθένας το δικό του λιθαράκι στο συνεχιζόμενο έγκλημα της διάλυσης. 

Η αντιστροφή της κατάστασης προϋποθέτει συγκρούσεις και ρήξεις. Κανείς δεν μπορεί να υπηρετεί δύο αφέντες. Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο: Ή με την δημόσια υγεία και την υπεράσπιση του λαού ή με τα συμφέροντα των υπερεθνικών οργανισμών και των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων.

Γιατί πρέπει να διαλυθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση

Μετά και την τελευταία συνοδο του Γιούρογκρουπ –όπου κυριάρχησαν τα «γαλλικά» και οι λογομαχίες μεταξύ υπουργών οικονομικών και κυβερνώντων– κατανοείται όλο και περισσότερο από τη συντριπτική πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων σε όλο τον γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης, ότι η πολυδιασπασμένη ΕΕ έχει ήδη χρεοκοπήσει, όχι μόνο ηθικά αλλά και πολιτικά. Μπορεί ο χθεσινός συμβιβασμός να μην την οδήγησε σε μια ακόμα διάσπαση, αλλά δεν την κατέστησε ικανή –τουναντίον αυξησε τους όρους– να αποφύγει τη διάλυση. Γιατί τι άλλο από πορεία προς τη διάλυση αποτελεί η γνωστή δημόσια ρήση του Κόντε «η ΕΕ να πάει να γ..»; Το επόμενο ερώτημα βεβαίως θα είναι με ποιους όρους και με ποιο ταξικό πρόσημο θα γίνει η όποια νέα διάσπαση ή η ολοκληρωτική διάλυση.

Γιατί όμως η ΕΕ πρέπει να διαλυθεί;

1) Γιατί για πολλοστή φορά καταγράφτηκε η ΕΕ των πολλών ταχυτήτων, των πολλών συμφερόντων και των πολλών αντίθετων πόλων. Στο χθεσινό επαναληπτικό Γιούρογκρουπ η ΕΕ εμφανίστηκε με τρεις πόλους: πρώτος ο άγριος πόλος του βορρά με τις ισχυρές οικονομίες και τη σκληρή γραμμή για ισχυρό ευρώ, δεύτερος ο πόλος των νοτίων, καθημαγμένων από την κρίση και το ξεζούμισμα των «βορείων», και τρίτος ο «ημιπόλος» των «ειρηνοποιών» πέριξ της Γαλλίας που πασχίζει να εκφράζει τους νότιους αλλά πάντα στο τέλος ακολουθεί τους Γερμανούς. Δεν αποτελούν αντιθετικό πόλο χώρες σαν την Ελλάδα των Τσίπρα-Μητσοτάκη γιατί και δεδομένες είναι, και προβλέψιμες, και χρόνια υποταγμένες στο δόγμα της «ευρωπαϊκής οικογένειας», έχοντας το σύνδρομο της ψωροκώσταινας. Η ΕΕ δεν μπόρεσε όχι μόνο να ομοσπονδιοποιηθεί (κάτι σαν το αλήστου μνήμης σύνθημα-αυταπάτη της «Ευρώπης των λαών») λόγω ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά δεν μπόρεσε καν να αντιμετωπίσει από κοινού μια πανδημία. Απέτυχε σαν ενιαία, σαν Ευρώπη της αλληλεγγύης, του διαφωτισμού και του πολιτισμού, όταν μάλιστα υπήρξαν παραδείγματα από τους οικονομικούς «νάνους» Κούβα και Βενεζουέλα.

2) Γιατί στα οικονομικά μέτρα που πήραν χθες, για άλλη μια φορά δεν υπάρχει ΚΑΜΙΑ αμοιβαιοποίηση του χρέους (ο καθένας μόνος του ξανά) μιας και οι Σόιμπλε-Μέρκελ εκβίαζαν δηλώνοντας ότι κάτι τέτοιο δεν περναει από το κοινοβούλιό τους και δεν το δέχεται και η κεντρική τους τράπεζα. Τα χθεσινά μέτρα των 240 δις που αφορούν τον ESM σημαίνουν δάνεια αποκλειστικά για τα υγειονομικά συστήματα, μέχρι 2% του ΑΕΠ ανά κράτος, χωρίς μνημόνια, αλλά με όρους μακροοικονομικής προσαρμογής σε δεύτερη φάση, μετά την υποχώρηση της πανδημίας. Τα υπόλοιπα οικονομικά μέτρα κατευθύνονται κυρίως στην επιχειρηματικότητα και όχι στην εργασία, με τους γνωστούς όρους των ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Στη χθεσινή απόφαση δεν τους απασχόλησε καθόλου η χρόνια και συστηματική διάλυση των δημόσιων συστημάτων υγείας που άφησαν την Ευρώπη υγειονομικά ανοχύρωτη. Δεν διευκρινίζεται επίσης ούτε ο προσανατολισμός ούτε ο χαρακτήρας των συστημάτων υγείας της επόμενης μέρας, ώστε να μπορεί η πανδημία να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και η υγεία να είναι κοινωνικό αγαθό και όχι χώρος κερδοφορίας για το ιδιωτικό κεφάλαιο.

3) Γιατί η επόμενη μέρα απαιτεί μεγάλη ρευστότητα, πολύ και ζεστό χρήμα, τεράστιες κρατικοοικονομικές  παρεμβάσεις, με στόχο την ανάταξη της οικονομίας, την αποτροπή περαιτέρω υποβάθμισης των μικροαστικών στρωμάτων και μικροεπιχειρήσεων, την αναστροφή της μεγένθυσης της ανεργίας, της οικονομικής διάλυσης και της ακόμα περισσότερης φτωχοποίησης των εργαζομένων. Όλο αυτό σημαίνει και ελλείματα, και αυξηση χρέους, πράγματα απαγορευμένα απο τα θεμέλια, την μορφή και τη δομή του ευρώ και της ΕΕ. Όλες οι συνθήκες, ξεκινώντας απο το Μάαστριχτ  έχουν δημιουργήσει το πλαίσιο που σήμερα είναι απαγορευτικό ακόμα και για απλές κευνσιανού τύπου πολιτικές. Τα κράτη μέλη σήμερα παρεμβαίνουν μερικώς και ελλιπώς για να αμβλύνουν την ύφεση. Όμως η δομή του ευρώ και τα σύμφωνα της ΕΕ εγγυώνται ότι την επόμενη μέρα, οι παρεμβάσεις αυτές θα πληρωθούν με λιτότητα, επέκταση μερικής απασχόλησης, μείωση μισθών και συντάξεων.

4) Γιατί  επιπλέον  αποδείχτηκε, και στην υγειονομική κρίση, πως χρειάζονται άλλοι προσανατολισμοί στην παραγωγική βάση και στον χαρακτήρα της κάθε οικονομίας, πράγμα που σημαίνει άλλη αρχιτεκτονική και αντιστροφή των ειδικεύσεων και της μονοκαλλιέργειας των οικονομιών, που έχει επιβληθεί από την ΕΕ. Στην Ελλάδα που η οικονομία της αποδιαρθρώθηκε και αποσυγκροτήθηκε παραγωγικά, ζούμε ακόμα τις σκληρές συνέπειες απο τις άγριες πολιτικές των «μεταρρυθμίσεων» που επέβαλλε η συμμορία του ευρω και της ΕΕ και εφάρμοσαν και εφαρμόζουν  πειθήνια οι κυβερνήσεις ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ. Η οικονομική κρίση ως συνέπεια της υγειονομικής κρίσης αποδεικνύει για μια φορά ακόμα πως καμία χώρα δεν μπορεί να σταθεί ως μία οικονομία υπηρεσιών ούτε να αναπαράγει την ανοησία για τον τουρισμό ως βαριά βιομηχανία. Στην Ελλάδα συνεχίζεται η ειδίκευση και ο προσανατολισμός της οικονομίας σε χώρα υπηρεσιών και τουρισμού, που προϋπέθετε τη διάλυση του αγροτικού και βιομηχανικού τομέα της. Χώρα τουρισμού που διαλύει η πανδημία του ιού και την οδηγεί σε χώρα παρία και επαίτη των δήθεν εταίρων της. Η επόμενη μέρα δυστυχώς θα βρει την Ελλάδα σε ακόμα χειρότερη θέση. Είναι γνωστοί οι υπεύθυνοι…

5) Γιατί έχει ήδη χρεωκοπήσει πολλαπλώς η έννοια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Της αλληλεγγύης, που στην πανδημία πήρε την μορφή της αεροπειρατείας από ορισμένες χώρες (πχ Γερμανία) μασκών και αναπνευστήρων, ή της κατάσχεσης ιατρικού υλικού που προοριζόταν για συγκεκριμένες χώρες της ΕΕ (Ιταλία). Είναι η ίδια ποιότητα αλληλεγγύης που επέδειξαν στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, ακόμα και στην Ιταλία τη δεκαετία της κρίσης. Που φόρτωσε τη χώρα μας (με εκτελεστές τους κοινοβουλευτικούς προθύμους της παράταξης του ευρώ), με μνημόνια και ακόμα μεγαλύτερο χρέος, που «μετέφερε» ανέξοδα χιλιάδες επιστήμονές μας (γιατρούς, βιολόγους, μηχανικούς κ.ά.) σε Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο. Είναι εκείνη η «αλληλεγγύη» που συνεχώς φρόντιζε να χαθεί και η ελάχιστη ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία προς όφελος του γερμανικού άξονα.

6) Γιατί ήταν και είναι τουλάχιστον υποκριτική η ανησυχία που επέδειξαν επικοινωνιακά οι υπουργοί οικονομικών και οι κυβερνώντες για να πάρουν «μέτρα κατά της πανδημίας» την επόμενη μέρα. Αυτό που κυρίως και πρωτίστως απασχολεί την «ατμομηχανή της ΕΕ» (τον άξονα των βορείων Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Δανία…) είναι να μην βρεθούν περισσότερο υποβαθμισμένοι στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό που θα γίνει ακόμα οξύτερος και πιο άγριος την επομένη μέρα της πανδημίας. Γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι όλος ο κόσμος θα είναι διαφορετικός με τις ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις, τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, τις εθνικιστικές αντιπαραθέσεις να εντείνονται. Γνωρίζουν ότι σ’ αυτόν τον θαυμαστό κόσμο του καπιταλισμού ο ανταγωνισμός για την ηγεμονία είναι η πρώτη και ίσως η μοναδική προτεραιότητα. Δυστυχώς για τους λαούς το καλύτερο πλασάρισμα σε αυτούς τους ανταγωνισμούς γίνεται με τον γνωστό δίδυμο τρόπο της εκμετάλλευσης και καταπίεσης του κόσμου της εργασίας, αλλά και με την εκμετάλλευση και την καταπίεση λαών και εθνών. Αυτός είναι ο ιμπεριαλισμός, και  δεν είναι καθόλου ξύλινη έννοια και λέξη, αλλά πραγματικότητα μέσα στην ΕΕ.

7) Γιατί έχει χρεωκοπήσει πολλαπλώς η «ιδέα» της ενιαίας Ευρώπης σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα. Δεν ήταν και δεν είναι ενιαία οικονομικά, δεν ήταν ενιαία ούτε στην πρόληψη, ούτε στην αντιμετώπιση της πανδημίας, δεν ήταν ενιαία στην οικονομική κρίση του 2008, δεν βγήκαμε όλοι το ίδιο από την κρίση, γιατί η Γερμανία ωφελήθηκε ενώ οι νότιες χώρες υποβαθμίστηκαν και υποτιμήθηκαν ακόμα περισσότερο, δεν ήταν και δεν είναι ενιαία απέναντι στο μετανευστικό και το προσφυγικό, δεν ήταν ενιαία απέναντι στους υπερατλαντικούς σταυροφόρους ιμπεριαλιστές όταν επέβαλλαν κυρώσεις σε χώρες ή όταν εξαπέλυαν πολεμικές συγκρούσεις. Μια ΕΕ που είτε θα εμφανιζόταν αμερικανικότερη των ΗΠΑ, είτε θα κουκουλωνόταν από το σύγχρονο οικονομικό γερμανικό Ράιχ. Στο μόνο που ήταν ενιαία εδώ και δεκαετίες ήταν στην προστασία των τραπεζών, στην προώθηση της λιτότητας, στη συρρίκνωση των πάλαι ποτέ κρατών πρόνοιας, στην επίθεση στην εργατική τάξη. Αυτή είναι η «Ευρώπη των λαών»; Στα αλήθεια υπήρξε ποτέ Ευρώπη των λαών;

8) Γιατί η διάλυση της ΕΕ θα ανοίξει το δρόμο και θα δώσει χώρο σε μια πραγματική προσπάθεια για μια Ευρώπη της συνεργασίας και της πραγματικής αλληλεγγύης που θα εγγυάται τον πολιτισμό, την υγεία, την προκοπή και την αξιοπρέπεια των λαών της. Γιατί όσο κι αν φαίνεται ουτοπία τόσο εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο και σε περισσσότερους σαν ανάγκη. Γιατί δεν υπάρχει κανένα ρεύμα υποστήριξης της ΕΕ σε καμια χώρα και από κανέναν λαό. Γιατί οι “ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ αλλά είμαστε και κολαούζοι των Αμερικανών”, τρομαγμένοι μπροστά στο θάνατο –έστω και προσωρινά– κατάλαβαν και ορισμένοι ομολόγησαν τη χρεοκοπία της ΕΕ και των ΗΠΑ, τη χρεοκοπία των δογμάτων που εμφανίστηκαν σαν μονόδρομοι της «αγοράς που όλα τα ρυθμίζει», του δόγματος «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα», του κοσμοπολίτη ατόμου-ανθρώπου και του αντίστοιχου τρόπου ζωής και πολιτισμού. Αυτή την Ευρώπη τους την χαρίζουμε. Αυτή  η ΕΕ ήταν πολύ άσχημη και είναι ήδη νεκρή. Το ζήτημα είναι οι λαοί και οι εργαζόμενοι σε μια νέα διεθνή γραμμή να απαιτήσουν και να επιβάλουν τη διάλυσή της. Οι νέες μορφές συνεργασίας, διεθνισμού απέναντι σε εθνικιστικούς παροξυσμούς, και αλληλεγγύης, θα προκύψουν στην κοινή πάλη των λαών για διάλυση αυτής της Ένωσης και για την αποδέσμευση κάθε χώρας ξεχωριστά.

Θα σταματήσουν ποτέ οι ελληνικές κυβερνήσεις να είναι κότες;

Πρώτο σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ για τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ.

Ιταλία και Ισπανία απείλησαν με βέτο τη γερμανική Ε.Ε. που κουφή και τυφλή στη δραματική υγειονομική και οικονομική κρίση που προκάλεσε και προκαλεί η πανδημία, δεν κουνά ρούπι από το δόγμα «μνημόνια, μνημόνια και πάλι μνημόνια». Το μόνο που δέχεται ως συζήτηση στο αίτημα των χωρών του Νότου να ενεργοποιηθούν τα ευρωο-ομόλογα, δηλαδή να μπορεί να δανειστεί κάθε χώρα με ίδια επιτόκια είναι η ενεργοποίηση του ESM, δηλαδή χρηματοδότηση έναντι σκληρών ανταλλαγμάτων, δηλαδή μνημονιακών υποχρεώσεων.

Ακόμα και την ώρα που οι χώρες του Νότου πληρώνουν βαρύ φόρο αίματος με εκατοντάδες νεκρούς καθημερινά και την οικονομία σε ελεύθερη πτώση, η Γερμανία επιμένει να σκέφτεται πώς θα εξασθενήσει τους εταίρους και πώς θα ισχυροποιηθεί η ίδια απέναντί τους. Το μόνο κριτήριο που καθοδηγεί το κέντρο λήψης αποφάσεων στην ΕΕ, δηλαδή το Βερολίνο, είναι η απόλυτη κυριαρχία μέσα στην ΕΕ, ώστε με καλύτερους όρους να διατάξει δυνάμεις στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Το ευρω-ομόλογο είναι η παλιά πρόταση να εκδοθούν κοινά ομόλογα σε όλη την ΕΕ με ίδιο επιτόκιο, αντί για εθνικά ομόλογα που για τις αδύναμες χώρες σημαίνουν ακριβό χρήμα. Οι χώρες του Βορρά με προεξάρχουσα τη Γερμανία έχουν αποφασιστικά αντιταχθεί στην «αμοιβαιοποίηση» του χρέους θεωρώντας ότι δεν μπορούν να μοιράζονται το κόστος με τους νότιους.

Η λεοντόκαρδη και αποφασιστική κυβέρνηση Μητσοτάκη που όπως ενημερωνόμαστε 24 ώρες το 24ωρο θα κάνει whatever it takes για την ελληνική Δημόσια Υγεία και οικονομία, αφού συνυπέγραψε το αίτημα 9 χωρών για έκδοση ευρω-ομολόγου (μαζί με Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο κοκ), στη Σύνοδο Κορυφής επανήλθε στο γνωστό ρόλο που παίζουν οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια: τον ρόλο της κότας.

Βέτο φέρεται να άσκησαν Ιταλία και Ισπανία, αλλά η επίσης οικονομικά πληττόμενη Ελλάδα, με το μικρότερο πακέτο στήριξης πανευρωπαϊκά και τα πιο άτολμα μέτρα στήριξης της κοινωνίας, κακάριζε κοινοτοπίες. Όπως πάλι μας ενημέρωσαν τα ΜΜΕ που δοξολογούν τον «πιο αποφασιστικό ηγέτη» της Ευρώπης, ο Μητσοτάκης «υπογράμμισε την αναντιστοιχία ανάμεσα στους όρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή αυτής της κρίσης και στα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι στιγμής». Πρόκειται όντως για υπόδειγμα αποφασιστικότητας.

Αλλαγές στις διατυπώσεις (θα εξεταστούν «προτάσεις» αντί για μία και μόνο «πρόταση») επέτρεψαν την έκδοση κοινού ανακοινωθέντος, αλλά το ερώτημα για το τι τελικά θα γίνει, παραμένει.

Αυτό που έχει σημασία είναι η σύγκριση ανάμεσα στα εθνικά πακέτα στήριξης που έχουν αποφασίσει οι εθνικές κυβερνήσεις από τη στιγμή που ενεργοποιήθηκε η ρήτρα εξαίρεσης από το Σύμφωνο Σταθερότητας. Όχι απλά σε απόλυτα νούμερα, αλλά σε ποσοστά: Στη Γερμανία έφτασε στα 756 δισ. ευρώ, δηλαδή το 22% του γερμανικού ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα τα 2 δισ. ευρώ, δηλαδή το 1,2% του ελληνικού ΑΕΠ. Whatever it takes, αλλά όχι και σαν τους Γερμανούς.

Η διαφορά γίνεται πιο χαώδης αν αναλογιστούμε το σημείο εκκίνησης για κάθε χώρα: Η Γερμανία ξεκινά με εγχώρια παραγωγή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού, απαγορεύοντας μάλιστα τις εξαγωγές, η Ελλάδα δεν παράγει πλέον ούτε την απλή χειρουργική μάσκα, αφού η παραγωγή ξεπατώθηκε με τις ευρωπαϊκές οδηγίες. Η Γερμανία ξεκινά με 28 κλίνες ΜΕΘ ανά 100.000 κατοίκους, η Ελλάδα με το 1/5, κάτω από 6. Αλλά η Γερμανία κρίνει ότι το πακέτο στήριξης της οικονομίας της από εθνικούς πόρους πρέπει να φτάσει στο 22% του ΑΕΠ, ενώ η Ελλάδα στο 1,2%.

Η λέξη βέτο, αν και έχει τέσσερα μόλις γράμματα, είναι άγνωστη στις ελληνικές κυβερνήσεις. Τόσο για την κυβέρνηση Τσίπρα- Δραγασάκη, που όποτε βαρούσαν τα νταούλια οι Σόιμπλε – Μέρκελ χόρευαν …τσιφτετέλι και εξευτέλιζαν τη λαϊκή βούληση κάνοντας το Όχι, Ναι, όσο και για την κυβέρνηση Μητσοτάκη που δεν τολμά να συμπαραταχθεί αποφασιστικά με την παράταξη του «βέτο» των πληττόμενων χωρών.

Όταν έχεις μια κοινωνία που επί δέκα χρόνια αφαιμάχθηκε και ένα σύστημα δημόσιας υγείας που διαλύθηκε από τα μνημόνια, είναι υπερβολή να απαιτείς κερδίζοντας, και όχι απλά να προτείνεις υποχωρώντας, την απαραίτητη χρηματοδότηση;

Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται ότι είναι.

 

Για να νικήσει η ζωή πρέπει να καταργηθούν οι μνημονιακές πολιτικές της ΕΕ, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ

Να θωρακιστεί η υγεία – Να προστατευθούν οι εργαζόμενοι

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η πανδημία του ιού Covid-19 υπογραμμίζει με δραματικό τρόπο τις εγκληματικές ευθύνες όσων επιτέθηκαν στη Δημόσια Υγεία και στο κοινωνικό κράτος. Δέκα χρόνια μνημονιακών πολιτικών και νεοφιλελεύθερης επίθεσης δημιούργησαν τεράστια κενά στελέχωσης και εξοπλισμού των νοσοκομείων. Η επιδημική κρίση σήμερα, όχι μόνο δεν ξεπλένει τις ευθύνες των μνημονιακών κυβερνήσεων, αλλά τις καθιστά υπόλογες απέναντι στην κοινωνία.

Η προκλητική στήριξη του ιδιωτικού κεφαλαίου, η πολιτική των ΣΔΙΤ στα νοσοκομεία, η εμπορευματοποίηση της υγείας, η εγκατάλειψη και δυσφήμιση του δημόσιου τομέα, έχουν την υπογραφή όλων των πολιτικών δυνάμεων που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια.

Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, όλοι παραδέχονται ότι η ελπίδα της υγείας του λαού βρίσκεται σε ένα επαρκώς στελεχωμένο δημόσιο σύστημα υγείας. Οι πανάκριβες ιδιωτικές υπηρεσίες ούτε μπορούν, ούτε θέλουν να αναλάβουν αυτό το καθήκον. Κερδοσκοπούν σε βάρος των ασθενών, με τη σκανδαλώδη εύνοια που τους προσφέρουν οι πολιτικές των κυβερνήσεων και της Ε.Ε.

Η έξαρση του ιού με εκατοντάδες χιλιάδες κρούσματα και χιλιάδες θανάτους, αναδεικνύει επίσης ότι το ευαγγέλιο του νεοφιλελευθερισμού, το «δεν υπάρχουν κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα», είναι καταστροφικό για την ανθρωπότητα.

Σήμερα είναι φανερό ότι απαιτείται κοινωνική ευθύνη, συλλογική στάση, αλληλεγγύη, ενσυναίσθηση. Αξίες τις οποίες ποδοπατά με θράσος και αδιαφορία για τον άνθρωπο ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός. Χρειάζεται η πιο αυστηρή πειθαρχία στα μέτρα πρόληψης και η πιο συλλογική απειθαρχία στις πολιτικές που διέλυσαν την κοινωνική συνοχή.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρεώνει στην ατομική ευθύνη των πολιτών την προσδοκία του περιορισμού της επιδημίας. Η ατομική ευθύνη είναι απαραίτητη. Αρκεί να μην επιχειρεί να κρύψει τις πολιτικές ευθύνες για τις δραματικές ελλείψεις σε προσωπικό, εξοπλισμό, κλίνες ΜΕΘ. Η προστασία της Δημόσιας Υγείας δεν είναι απλώς ατομική ευθύνη, είναι πρώτα και κύρια ευθύνη και υποχρέωση του κράτους.

Τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Υπουργός Υγείας δεν καλύπτουν καν τις ανάγκες προ της επιδημικής κρίσης. Σήμερα, απαιτείται ολοκληρωτική ανατροπή των πολιτικών λιτότητας, των αιματηρών πρωτογενών πλεονασμάτων, του περιορισμού του δημόσιου τομέα υγείας. Απαιτούνται πολιτικές που ιεραρχούν την ανθρώπινη ζωή υψηλότερα από τα κέρδη του ιδιωτικού κεφαλαίου και τις απαιτήσεις της Ε.Ε. και των δανειστών. Το πρωτογενές πλεόνασμα των 7 δις δεν μπορεί να διατίθεται για την αποπληρωμή του φόρου αίματος στους δανειστές και την ΕΕ την ώρα που κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές.

  • Άμεση γενναία αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης του Υπουργείου Υγείας για την επαρκή στελέχωση και εξοπλισμό του ΕΣΥ, για την προμήθεια αναπνευστήρων, διαγνωστικών τεστ και αναλώσιμων. Να εξαιρεθεί σήμερα και για πάντα η Υγεία από τον κορσέ των ασφυκτικών πρωτογενών πλεονασμάτων. Να ακυρωθούν οι μνημονιακές δεσμεύσεις και οι συμφωνίες λιτότητας με την ΕΕ.
  • Άμεση πρόσληψη 1.000 μόνιμων γιατρών και 2.000 μόνιμων νοσηλευτών ώστε να ανοίξουν και να λειτουργήσουν τα 100 κλειστά κρεβάτια ΜΕΘ, να ενισχυθούν κατά προτεραιότητα τα νοσοκομεία αναφοράς, τα ΤΕΠ και οι υπάρχουσες ΜΕΘ. Ανανέωση της σύμβασης όλου του επικουρικού προσωπικού και άμεση πρόσληψη όσων εργαζόμενων βρίσκονται στις σχετικές λίστες.
  • Ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, των Κέντρων Υγείας υπαίθρου και αστικού τύπου ώστε να μην επιβαρύνονται τα νοσοκομεία. Αποκεντρωμένη, δωρεάν και άμεση ιατρική εξέταση διάγνωσης του ιού Covid-19 χωρίς γραφειοκρατικές καθυστερήσεις, κίνδυνο για το υγειονομικό προσωπικό ή προσφυγή στις πανάκριβες διαγνωστικές εξετάσεις των ιδιωτικών κέντρων. Σύναψη συμβάσεων του ΕΟΠΥΥ με τους ιδιώτες παθολόγους, πνευμονολόγους, γενικούς γιατρούς για επισκέψεις κατ’ οίκον ώστε να αποσυμφορηθούν τα νοσοκομεία.
  • Διασφάλιση πρόσθετων αδειών, με πλήρεις αποδοχές για όσους εργαζόμενους δημόσιου και ιδιωτικού τομέα νοσούν, αναγκάζονται να απέχουν από την εργασία τους, αναλαμβάνουν την φροντίδα αρρώστου από την οικογένεια ή καλούνται να παραμείνουν με τα παιδιά τους στο σπίτι.
  • Να μην πληρώσουν εργαζόμενοι – αυτοαπασχολούμενοι – οικογενειακές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις την επερχόμενη κρίση. Κρατική προστασία στους κλάδους που καταρρέουν οικονομικά και στους εργαζόμενους που χάνουν μισθούς και θέσεις δουλειάς. Πάγωμα της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών για το διάστημα της επιδημικής κρίσης.

Η κοινωνία δοκιμάζεται και θα δοκιμαστεί ακόμα σκληρότερα από την πανδημία και τις υγειονομικές και οικονομικές της επιπτώσεις. Σήμερα, μαζί με τη διεκδίκηση για άμεση και κατεπείγουσα θωράκιση του συστήματος υγείας, για προστασία των ευάλωτων ομάδων, για στήριξη των εργαζομένων, απαιτείται η κοινωνική οργάνωση και αλληλεγγύη. Η συνοχή και η αλληλοστήριξη. Η τοπική αυτοδιοίκηση, οι φορείς και τα κινήματα έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν.

Να μείνουμε σπίτια μας, αλλά να μην μείνει κανένας μόνος του μπροστά στο φόβο της πανδημίας και της κρίσης.