Άρθρα

Η ομίχλη του πολέμου

Η παρακολούθηση της εμπλοκής του ευρωπαϊκού συστήματος στη βαρβαρότητα του πολέμου –για πρώτη φορά μετά τον βομβαρδισμό του ΝΑΤΟ στο Βελιγράδι το 1999– χρειάζεται κάτι περισσότερο από ψυχολογικές εκτιμήσεις. Τι έκανε τη Ρωσία και τη «Δύση» να εμπλακούν σε έναν αδυσώπητο αγώνα πάλης στην άκρη της αβύσσου, με τις δύο πλευρές να πέφτουν τελικά από τον γκρεμό; Καθώς ζούμε αυτή την τερατώδη εποχή, καταλαβαίνουμε καλύτερα από ποτέ τι πρέπει να εννοούσε ο Γκράμσι με τον όρο μεσοβασιλεία: μια κατάσταση «στην οποία το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί», μια κατάσταση στην οποία «εμφανίζεται μια μεγάλη ποικιλία νοσηρών συμπτωμάτων», όπου ισχυρές χώρες αναζητούν το μέλλον τους στις αβεβαιότητες του πεδίου της μάχης, συννεφιασμένο από την ομίχλη του πολέμου.

Κανείς δεν γνωρίζει τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές πώς θα τελειώσει ο πόλεμος για την Ουκρανία και μετά από πόση αιματοχυσία. Αυτό που μπορούμε να προσπαθήσουμε να υποθέσουμε σε αυτό το σημείο, είναι ποιοι μπορεί να ήταν οι λόγοι – και οι ανθρώπινες πράξεις έχουν πάντα αιτίες, όσο αψυχολόγητες κι αν φαίνονται σε τρίτους – για την ριψοκίνδυνη πολιτική τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας. Τι φοβερή σκηνή: Κλιμακούμενη σύγκρουση, ραγδαία μείωση των δυνατοτήτων και των δύο πλευρών να σώσουν την αίγλη τους χωρίς την ολοκληρωτική νίκη, που τελειώνει με τη φονική επίθεση της Ρωσίας σε μια γειτονική χώρα με την οποία κάποτε συμβίωνε σε ένα κοινό κράτος.

Εδώ βρίσκουμε αξιοσημείωτους παραλληλισμούς, καθώς και προφανείς ασυμμετρίες, αφού τόσο η Ρωσία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν εδώ και καιρό την υφέρπουσα αποσύνθεση τόσο της εσωτερικής κοινωνικής τους τάξης όσο και της διεθνούς τους θέσης. Προφανώς αυτό τους κάνει να αισθάνονται ότι πρέπει να σταματήσουν την αποσύνθεση τώρα, διαφορετικά αυτή θα συνεχίζεται για πάντα. Στη ρωσική περίπτωση, αυτό που βλέπει κανείς είναι ένα καθεστώς, κρατικό αλλά και ολιγαρχικό, που αντιμετωπίζει αυξανόμενη αναταραχή μεταξύ των πολιτών του, πλούσιο σε πετρέλαιο και διαφθορά, ανίκανο να βελτιώσει τη ζωή των απλών ανθρώπων του, ενώ οι ολιγάρχες του πλουτίζουν απροσμέτρητα, ένα καθεστώς που χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο το βαρύ αντιδημοκρατικό του χέρι ενάντια σε κάθε οργανωμένη διαμαρτυρία. Για να εγκαθιδρύσει κανείς μια κατάσταση που βασίζεται στις ξιφολόγχες, απαιτείται εσωτερική σταθερότητα, που προέρχεται από την οικονομική ευημερία και την κοινωνική πρόοδο, που με τη σειρά της εξαρτάται από την παγκόσμια ζήτηση για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που πρέπει να πουλήσει η Ρωσία. Για αυτό, ωστόσο, χρειάζεται πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές και την προηγμένη τεχνολογία, πρόσβαση που οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να περιορίζουν εδώ και καιρό.

Το ίδιο γίνεται με την εξωτερική ασφάλεια, όπου οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν διεισδύσει για σχεδόν δύο δεκαετίες τώρα πολιτικά και στρατιωτικά σε αυτό που η Ρωσία (πολύ εξοικειωμένη με τις ξένες εισβολές), ισχυρίζεται ότι είναι η ζώνη ασφαλείας της. Οι προσπάθειες της Μόσχας να διαπραγματευτεί επ’ αυτού οδήγησαν τη μετα-σοβιετική Ρωσία να αντιμετωπίζεται από την Ουάσιγκτον με τον ίδιο τρόπο όπως η προκάτοχός της, η Σοβιετική Ένωση, με απώτερο σκοπό των ΗΠΑ την αλλαγή καθεστώτος. Όλες οι προσπάθειες για τον τερματισμό της καταπάτησης δεν οδήγησαν πουθενά. Το ΝΑΤΟ πλησιάζει όλο και πιο κοντά, τοποθετώντας πρόσφατα πυραύλους μέσου βεληνεκούς στην Πολωνία και στη Ρουμανία, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερο την Ουκρανία ως έδαφος που τους ανήκει – ας θυμηθούμε τα κηρύγματα της υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Βικτόριας Νιούλαντ σχετικά με το ποιος πρέπει να ηγηθεί της κυβέρνησης στο Κίεβο.

Στην πορεία, το ρωσικό καθεστώς προφανώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η υφέρπουσα διάβρωση, εσωτερική αλλά και εξωτερική, θα συνεχιζόταν αμείωτη, εκτός και αν αναλαμβανόταν δραματική δράση για να σταματήσει η παρακμή. Αυτό που ακολούθησε ήταν η στρατιωτική συγκέντρωση δυνάμεων γύρω από την Ουκρανία από την άνοιξη του 2021, συνοδευόμενη από το αίτημα για επίσημη δέσμευση από την Ουάσιγκτον να σέβεται εφεξής τα ρωσικά συμφέροντα ασφαλείας. Επιδιώκοντας έτσι μια ανοιχτή σύγκρουση αντί για μια υφέρπουσα, ίσως με την ελπίδα να κινητοποιηθεί το πνεύμα του ρωσικού πατριωτισμού που κάποτε είχε νικήσει τους Γερμανούς.

Στρεφόμενοι προς την αμερικανική πλευρά, θα ανακαλύψει κανείς μια μνησικακία που πηγαίνει πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ο Μπόρις Γέλτσιν, ο μετασοβιετικός υπάλληλος της Αμερικής, παρέδωσε το μαγαζί στον Βλαντιμίρ Πούτιν, στον απόηχο της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής που προκλήθηκε από τη «θεραπεία σοκ» που εισηγήθηκαν οι Αμερικανοί. Η αρχική προσπάθεια του Πούτιν να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ υπό την αιγίδα της Νέας Παγκόσμιας Τάξης, απορρίφθηκε, παρόλες τις προσπάθειές του να βοηθήσει την Ουάσιγκτον στην εισβολή της στο Αφγανιστάν. Οι ρωσικές αντιρρήσεις για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ το 2004 –που απειλούν τώρα τα βορειοδυτικά σύνορά του– αντιμετωπίστηκαν με την πολιτική των Μπους και Μπλερ για μια Νατοϊκή πολιτική «ανοιχτών θυρών» για τη Γεωργία και την Ουκρανία, στη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008.

Το αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο, υπό την ηγεσία της πτέρυγας της Χίλαρι Κλίντον στο Δημοκρατικό Κόμμα, άρχισε να αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως ένα κράτος αδίστακτο, όπως εκείνη η άλλη χώρα που είχε ξεφύγει από τον αμερικανικό έλεγχο, το Ιράν. Εκεί που στο παρελθόν παραφύλαγε ένας Κόκκινος κάτω από κάθε αμερικάνικο κρεβάτι, τώρα ο αυτόκλητος επισκέπτης ήταν ένας Ρώσος – μια διάκριση που πολλοί Αμερικανοί δεν είχαν μάθει ποτέ πραγματικά να κάνουν. Ακόμη και η εκλογή του Τραμπ το 2016 αποδόθηκε από το ηττημένο κόμμα των Δημοκρατικών σε μυστικές ρωσικές μηχανορραφίες, οι οποίες και εξόντωσαν πολιτικά τις αρχικές προσπάθειες του Τραμπ να αναζητήσει κάποιου είδους συμφωνία με τη Ρωσία. (Θυμάστε την αθώα ερώτησή του για το γιατί υπήρχε ακόμα το ΝΑΤΟ, τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του κομμουνισμού;) Μέχρι το τέλος της θητείας του, προκειμένου να διορθώσει τη ρήξη με το αμερικανικό βαθύ κράτος και τους ψηφοφόρους, είχε επιστρέψει στην κλασική δοκιμασμένη αντιρωσική στάση.

Για τον διάδοχο του Τραμπ, τον Μπάιντεν, όπως και για τους Ομπάμα – Κλίντον, η Ρωσία παρουσιάστηκε ως ένας βολικός εχθρός, εγχώρια και διεθνώς: μικρός οικονομικά, αλλά εύκολο να παρουσιαστεί ως μεγάλος λόγω των πυρηνικών όπλων της. Μετά την επικοινωνιακή καταστροφή  της αποχώρησης του Μπάιντεν από το Αφγανιστάν, η επίδειξη δύναμης έναντι της Ρωσίας φαινόταν ένας ασφαλής τρόπος για να αναδειχθεί η αμερικανική δύναμη, αναγκάζοντας τους Ρεπουμπλικάνους, κατά τη διάρκεια των κρίσιμων ενδιάμεσων εκλογών, να στοιχηθούν πίσω από τον Μπάιντεν ως ηγέτη ενός αναστημένου “ελεύθερου κόσμου”. Η Ουάσιγκτον στράφηκε δεόντως στη διπλωματία πυγμής και εντυπωσιασμού, και αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε διαπραγμάτευση για την επέκταση του ΝΑΤΟ. Για τον Πούτιν, έχοντας προχωρήσει όσο πιο μακριά μπορούσε, η επιλογή τέθηκε ξεκάθαρα μεταξύ της κλιμάκωσης και της συνθηκολόγησης. Ήταν σε αυτό το σημείο που η μέθοδος μετατράπηκε σε τρέλα, και ξεκίνησε η φονική, καταστροφική από στρατηγικής άποψης, ρωσική χερσαία εισβολή στην Ουκρανία.

Για τις ΗΠΑ, η άρνηση των ρωσικών απαιτήσεων για εγγυήσεις ασφαλείας ήταν ένας βολικός τρόπος για να υποστηρίξουν την άνευ όρων πρόσδεση των ευρωπαϊκών χωρών στο ΝΑΤΟ, μια συμμαχία που είχε γίνει ασταθής τα τελευταία χρόνια. Αυτό αφορούσε ιδιαίτερα τη Γαλλία, της οποίας ο πρόεδρος πριν από λίγο καιρό είχε χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό», αλλά και τη Γερμανία με τη νέα κυβέρνησή της, της οποίας το ηγετικό κόμμα, το SPD (σοσιαλδημοκράτες), θεωρούνταν πολύ φιλικό προς τη Ρωσία. Εκκρεμούσαν επίσης ημιτελή έργα σχετικά με τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2. Η Μέρκελ, μαζί με τον Σρέντερ, είχε ζητήσει από τη Ρωσία να τον κατασκευάσει, ελπίζοντας να καλύψει το κενό στον ενεργειακό εφοδιασμό της Γερμανίας. Οι ενεργειακές ελλείψεις αναμένεται να προκύψουν από το μετασχηματισμό της Γερμανίας σε χώρα χωρίς άνθρακα και πυρηνικά. Οι ΗΠΑ αντιτάχθηκαν στο σχέδιο, όπως και πολλοί άλλοι στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών Πρασίνων. Μεταξύ των λόγων ήταν οι φόβοι ότι ο αγωγός θα έκανε τη Δυτική Ευρώπη πιο εξαρτημένη από τη Ρωσία και ότι θα ήταν πλέον αδύνατο για την Ουκρανία και την Πολωνία να διακόψουν τις παραδόσεις ρωσικού φυσικού αερίου σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η Μόσχα δεν συμπεριφέρεται σωστά.

Η αντιπαράθεση για την Ουκρανία, με την αποκατάσταση της ευρωπαϊκής εμπιστοσύνης στην αμερικανική ηγεσία, έλυσε αυτό το πρόβλημα σε χρόνο μηδέν. Μετά τη διαρροή των αποχαρακτηρισμένων εγγράφων της CIA, ο λεγόμενος «ποιοτικός τύπος» της Δυτικής Ευρώπης, για να μην αναφέρουμε τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά συστήματα, παρουσίασε τη ραγδαία επιδεινούμενη κατάσταση ως μια μανιχαϊστική πάλη μεταξύ καλού και κακού, των ΗΠΑ υπό τον Μπάιντεν, εναντίον της Ρωσίας υπό τον Πούτιν. Τις τελευταίες εβδομάδες της Μέρκελ, η κυβέρνηση Μπάιντεν συζητούσε με τη Γερουσία των ΗΠΑ πιθανές κυρώσεις στη Γερμανία και στους φορείς εκμετάλλευσης του Nord Stream 2, με αντάλλαγμα την απόσπαση της γερμανικής συναίνεσης στο να συμπεριληφθεί ο αγωγός σε ένα πιθανό μελλοντικό πακέτο κυρώσεων προς τη Ρωσία. Μετά τη ρωσική αναγνώριση των δύο αποσχισμένων επαρχιών της Ανατολικής Ουκρανίας, το Βερολίνο ανέβαλε επισήμως τη θεσμική ρύθμιση του αγωγού – κάτι που, ωστόσο, δεν ήταν αρκετό. Με τον νέο γερμανό καγκελάριο να στέκεται δίπλα του σε συνέντευξη Τύπου στην Ουάσιγκτον, ο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι, αν χρειαστεί, ο αγωγός θα περιλαμβανόταν σε πιθανές κυρώσεις, με τον Σολτς να μένει σιωπηλός. Λίγες μέρες αργότερα, ο Μπάιντεν ενέκρινε το σχέδιο της Γερουσίας στο οποίο είχε αντιταχθεί νωρίτερα. Στη συνέχεια, στις 24 Φεβρουαρίου, η ρωσική εισβολή ώθησε το Βερολίνο να κάνει μόνο του, ό,τι σε διαφορετική περίπτωση θα είχε κάνει η Ουάσιγκτον για λογαριασμό της Γερμανίας και της Δύσης: να βάλει στο ράφι τον αγωγό, μια για πάντα.

Έτσι, η δυτική ενότητα επέστρεψε, χαιρετίστηκε από το ενθουσιώδες χειροκρότημα των εγχώριων σχολιαστών, ευγνώμονες πλέον για την επιστροφή των υπερατλαντικών βεβαιοτήτων του Ψυχρού Πολέμου. Η προοπτική να μπουν οι Ευρωπαίοι στη μάχη, σε συμμαχία με τον πιο τρομερό στρατό στην παγκόσμια ιστορία, εξαφάνισε αμέσως τις μνήμες μερικών μηνών πριν, όταν οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν με ελάχιστη προειδοποίηση όχι μόνο το Αφγανιστάν αλλά και τα βοηθητικά στρατεύματα που παρείχαν οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ για να υποστηρίξουν τα αμερικανικά, ευνοώντας έτσι την κατεύθυνση της «οικοδόμησης του έθνους». Δεν έχει σημασία επίσης η ιδιοποίηση από τον Μπάιντεν του μεγαλύτερου μέρους των αποθεματικών της αφγανικής κεντρικής τράπεζας, ύψους 7,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, για να μοιραστούν σε όσους επλήγησαν από την 11η Σεπτεμβρίου (και στους δικηγόρους τους), ενώ το Αφγανιστάν υπάρχει πείνα σε όλο το έθνος. Ξεχασμένα είναι επίσης τα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους οι πρόσφατες αμερικανικές επεμβάσεις στη Σομαλία, το Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη – η απόλυτη καταστροφή, ακολουθούμενη από βιαστική εγκατάλειψη, ολόκληρων χωρών και περιοχών.

Τώρα είναι πάλι η «Δύση», είναι η Μέση Γη που πολεμά τη Μόρντορ, για να υπερασπιστεί μια γενναία μικρή χώρα που θέλει μόνο «να γίνει σαν εμάς» και για τον σκοπό αυτό δεν επιθυμεί παρά να της επιτραπεί να περάσει από τις ανοιχτές πόρτες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Οι κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης κατέπνιξαν ευσυνείδητα όλες τις εναπομείνασες αναμνήσεις της βαθιά ριζωμένης απερισκεψίας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Απερισκεψία που προκλήθηκε από το τεράστιο μέγεθος των Ηνωμένων Πολιτειών και τη θέση τους σε μια νησιωτική ήπειρο, την Αμερική, όπου κανείς δεν μπορεί να φτάσει σε αυτή, ανεξάρτητα από το χάος που δημιουργείται όταν οι στρατιωτικές τους περιπέτειες πηγαίνουν στραβά. Με εκπληκτικό τρόπο η Ευρώπη έδωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες -μια μακρινή μη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία σε παρακμή με διαφορετικά συμφέροντα και διαφορετικά προβλήματα από τα δικά της- πλήρες πληρεξούσιο για τη διαχείριση της Ρωσίας και το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Τι γίνεται με την ΕΕ; Εν ολίγοις, καθώς η Δυτική Ευρώπη επιστρέφει στη «Δύση», η ΕΕ περιορίζεται στο ρόλο ενός γεωοικονομικού εργαλείου για το ΝΑΤΟ, δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα γεγονότα γύρω από την Ουκρανία καθιστούν πιο σαφές από ποτέ ότι για τις ΗΠΑ, η ΕΕ είναι ουσιαστικά μια πηγή οικονομικών και πολιτικών ρυθμίσεων για τα κράτη που χρειάζονται για να βοηθήσουν τη «Δύση» να περικυκλώσει τη Ρωσία από τη δυτική της πλευρά. Η διατήρηση φιλοαμερικανικών κυβερνήσεων στην εξουσία στα πρώην σοβιετικά δορυφορικά κράτη, είναι δαπανηρή, οπότε δημιουργείται έναν ελκυστικός επιμερισμός των βαρών σύμφωνα με τον οποίο η «Ευρώπη» πληρώνει για το ψωμί, ενώ οι ΗΠΑ παρέχουν τη δύναμη πυρός – πραγματικά ή φανταστικά. Αυτό καθιστά την ΕΕ στην πραγματικότητα οικονομικό στήριγμα του ΝΑΤΟ. Εν τω μεταξύ, οι κυβερνήσεις της Ανατολικής Ευρώπης προτιμούν να εμπιστεύονται στην Ουάσιγκτον την άμυνά τους, συγκριτικά με το Παρίσι και το Βερολίνο, δεδομένης της αποδεδειγμένα ασφαλούς μακρινής έδρας της. Σε αντάλλαγμα για την προστασία των ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ και την υποστήριξη της Ουάσιγκτον στη σχέση τους με την ΕΕ, χώρες όπως η Πολωνία και η Ρουμανία φιλοξενούν αμερικανικούς πυραύλους που υποτίθεται ότι υπερασπίζονται την Ευρώπη ενάντια στο Ιράν, ενώ δυστυχώς η Ρωσία βρίσκεται ακριβώς στο δρόμο από τον οποίο θα πρέπει να περάσουν.

Το υπονοούμενο για τη φον ντερ Λάιεν και την ομάδα της είναι να επιβεβαιώσουν την υποταγή τους. Η επέκταση της ΕΕ στην Ουκρανία και τα Δυτικά Βαλκάνια, ακόμη και στη Γεωργία και την Αρμενία, θεωρείται από τις ΗΠΑ ως ζήτημα που αποφασίζεται από την Ουάσιγκτον. Η Γαλλία ειδικότερα μπορεί να εξακολουθεί να έχει αντίρρηση για περαιτέρω διεύρυνση, αλλά το πόσο μπορεί να αντέξει, ειδικά εάν η Γερμανία αναγκάζεται να καλύψει το λογαριασμό, είναι ζητούμενο. (Αν και δεν έχουν ξεκινήσει επίσημες διαδικασίες ένταξης στην ΕΕ για την Ουκρανία, η φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε: «Τους θέλουμε να μπουν»). Επιπλέον, επειδή η Πολωνία είναι αυστηρά αντι-ρωσική και φιλοΝΑΤΟϊκή, θα είναι πλέον δύσκολο να την τιμωρήσει με περικοπές στην οικονομική στήριξη της ΕΕ για αυτό που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί ως ελλείψεις στο «κράτος δικαίου». Το ίδιο ισχύει και για την Ουγγαρία, της οποίας ο δύστροπος ηγέτης, Όρμπαν, γίνεται ολοένα και πιο αντιρωσικός. Με την επιστροφή των Αμερικανών, η εξουσία πειθάρχησης των κρατών μελών της ΕΕ έχει μεταναστεύσει από τις Βρυξέλλες στην Ουάσιγκτον.

Ένα πράγμα που μαθαίνουν επί του παρόντος οι Ευρωπαίοι – ειδικά οι Πράσινοι-  είναι ότι εάν επιτρέψετε στις ΗΠΑ να σας προστατεύουν, η γεωπολιτική θα υπερισχύσει όλων των άλλων πολιτικών, και ότι η γεωπολιτική ορίζεται μόνο από την Ουάσιγκτον. Έτσι λειτουργεί μια αυτοκρατορία. Η Ουκρανία, μια χώρα διαιρεμένη σε ολιγάρχες, θα αρχίσει σύντομα να λαμβάνει ενισχυμένη οικονομική υποστήριξη από την «Ευρώπη». Αυτό, ωστόσο, δεν θα είναι παρά ένα κλάσμα των όσων καταθέτουν τακτικά οι Ουκρανοί ολιγάρχες σε ελβετικές, βρετανικές ή, υποθέτουμε, αμερικανικές τράπεζες. Όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν ότι, σε σύγκριση με την Ουκρανία, η Πολωνία, ή ακόμη και η Ουγγαρία, είναι καθαρές λες και βγήκαν από πλυντήριο. (Ποιος θα μπορούσε να ξεχάσει τον μισθό που απολάμβανε ο Χάντερ Μπάιντεν ως μη εκτελεστικός διευθυντής μιας ουκρανικής εταιρείας φυσικού αερίου της οποίας ο κύριος ιδιοκτήτης αντιμετώπιζε τότε έρευνα της δικαιοσύνης για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος;)

Αυτό που παραμένει μυστήριο, προφανώς όχι το μοναδικό σε αυτό το πλαίσιο, είναι γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ήταν ως επί το πλείστον ευχαριστημένοι απορρίπτοντας την πιθανότητα η Ρωσία να απαντά στις συνεχιζόμενες πιέσεις για αλλαγή καθεστώτος – με τη μορφή μιας «δυτικού τύπου» άρνησης μιας ζώνης ασφαλείας – οδηγώντας τη στην εμβάθυνση μιας συμμαχίας με την Κίνα. Είναι αλήθεια ότι ιστορικά, η Ρωσία πάντα ήθελε να είναι μέρος της Ευρώπης, και κάτι σαν φοβία για την Ασία είναι βαθιά ριζωμένη στην εθνική της ταυτότητα. Η Μόσχα είναι για τους Ρώσους η Τρίτη Ρώμη, όχι το Δεύτερο Πεκίνο. Μέχρι το 1969, η Ρωσία και η Κίνα, και οι δύο κομμουνιστικές τότε, συγκρούστηκαν για τα αμοιβαία σύνορά τους στον ποταμό Ουσούρι. Τώρα, με τη Ρωσία αποκομμένη από τη Δύση στο απροσδιόριστο μέλλον, η Κίνα, χωρίς πρώτες ύλες, μπορεί να παρέμβει και να προσφέρει στη Ρωσία τη δική της σύγχρονη τεχνολογία. Καθώς το ΝΑΤΟ διαιρεί την ευρασιατική ήπειρο σε «Ευρώπη», συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας, εναντίον της Ρωσίας, ως μη-ευρωπαϊκού εχθρού της Ευρώπης, ο ρωσικός εθνικισμός μπορεί, ενάντια στο ιστορικό του φορτίο, να αισθανθεί αναγκασμένος να συμμαχήσει με την Κίνα, όπως προμηνύεται από αυτή την παράξενη εικόνα του Σι και του Πούτιν να στέκονται δίπλα-δίπλα στα εγκαίνια των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου.

Θα ήταν μια συμμαχία μεταξύ Κίνας και Ρωσίας ένα ακούσιο αποτέλεσμα της αμερικανικής ανικανότητας, ή αντίθετα, ένα επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της αμερικανικής παγκόσμιας στρατηγικής; Εάν η Μόσχα συνεργαζόταν με το Πεκίνο, δεν θα υπάρχει πλέον προοπτική για μια ρωσο-ευρωπαϊκή διευθέτηση α λα γαλλικά. Η Δυτική Ευρώπη, σε οποιαδήποτε πολιτική μορφή, θα λειτουργούσε περισσότερο από ποτέ ως η υπερατλαντική πτέρυγα των Ηνωμένων Πολιτειών σε έναν νέο ψυχρό ή, ίσως, θερμό πόλεμο μεταξύ των δύο παγκόσμιων μπλοκ ισχύος, με το ένα παρακμάζει, ελπίζοντας να αντιστρέψει την παλίρροια, και το άλλο να ελπίζει να ανέβει.

Μόνο μια Ευρώπη σε ειρήνη με τη Ρωσία, μια Ευρώπη που σέβεται τις ρωσικές ανάγκες ασφαλείας, θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα απελευθερωθεί από την αμερικανική αγκαλιά, η οποία τόσο αποτελεσματικά ξανάνιωσε κατά τη διάρκεια της ουκρανικής κρίσης. Αυτός, υποθέτει κανείς, είναι ο λόγος για τον οποίο ο Μακρόν επέμενε τόσο καιρό στη Ρωσία να είναι μέρος της Ευρώπης και στην ανάγκη της «Ευρώπης», όπως φυσικά εκπροσωπείται από τον ίδιο και τη Γαλλία, να διασφαλίσει την ειρήνη στην ανατολική της πλευρά. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει θέσει για πολύ καιρό, αν όχι για πάντα, ένα τέλος σε αυτό το έργο. Αλλά τότε, δεν ήταν ποτέ πολλά υποσχόμενο το να ξεκινήσουμε, δεδομένης της αισθητής εξάρτησης της Γερμανίας από την αμερικανική πυρηνική προστασία, και σε συνδυασμό με τις γερμανικές αμφιβολίες για τις υπερβολικά φαντασιόπληκτες γαλλικές παγκόσμιες φιλοδοξίες, που επαναπροσδιορίστηκαν ως ευρωπαϊκές φιλοδοξίες για να χρηματοδοτηθούν από τη γερμανική οικονομική δύναμη. Και η Ρωσία μπορεί, έχοντας υπαρκτούς λόγους, να αμφισβήτησε εάν, υπό αυτές τις συνθήκες, η Γαλλία θα μπορούσε να απωθήσει τις ΗΠΑ από τη θέση του οδηγού της Ευρώπης.

Οπότε ο νικητής είναι …οι Ηνωμένες Πολιτείες; Όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος, λόγω της επιτυχούς αντίστασης των Ουκρανών και του στρατού τους, τόσο περισσότερο θα παρατηρούμε ότι ο ηγέτης της «Δύσης», που μιλούσε για «Ευρώπη» όσο ο πόλεμος ετοιμαζόταν, δεν θα επεμβαίνει στρατιωτικά για λογαριασμό της Ουκρανίας. Οι ΗΠΑ απουσιάζουν, δίνοντας στους εαυτούς τους ειδική άδεια, όπως ξεκαθάρισε από την αρχή ο Μπάιντεν. Κοιτάζοντας την ιστορία των ΗΠΑ, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο: όταν η αποστολή τους γίνεται ανεξέλεγκτη, αποσύρονται στο μακρινό τους νησί. Ωστόσο, καθώς οι Γερμανοί θα αναρωτιούνται πού βρίσκονται οι ΗΠΑ, μπορεί να αρχίσουν να αισθάνονται κάποιες αμφιβολίες για την αμερικανική δέσμευση να προστρέξουν για την πυρηνική ομπρέλα προστασίας τους. Αυτή η δέσμευση, σε τελική ανάλυση, βασίζεται στη γερμανική ένταξη στο ΝΑΤΟ, τη γερμανική προσχώρηση στη συνθήκη μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων και την εγκατάσταση 30.000 περίπου αμερικανικών στρατευμάτων σε γερμανικό έδαφος.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο ειδικός προϋπολογισμός των 100 δισ. ευρώ, που ανακοινώθηκε λίγες μέρες μετά τον πόλεμο από την κυβέρνηση Σολτς και αφιερώθηκε στο να εκπληρώσει την υπόσχεση, από το 2001, να ξοδεύεται το 2% του γερμανικού ΑΕΠ σε όπλα, μοιάζει με τελετουργική θυσία κατευνασμού ενός θυμωμένου Θεού, για τον οποίο φοβούνται ότι μπορεί να εγκαταλείψει όσους δεν πιστεύουν και πολύ σε αυτόν. Κανείς δεν σκέφτεται ότι αν η Γερμανία ανταποκρινόταν στην απαίτηση του 2% του ΝΑΤΟ, η Ρωσία θα είχε αποτραπεί από την εισβολή στην Ουκρανία ή ότι η Γερμανία θα μπορούσε και θα ήθελε να την βοηθήσει. Σε κάθε περίπτωση θα χρειαστούν χρόνια για να διατεθεί στα στρατεύματα το νέο υλικό, φυσικά το πιο πρόσφατο σε προσφορά. Θα είναι επίσης υλικό ακριβώς του ίδιου είδους, που έχουν ήδη σε αφθονία οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Επιπλέον, ολόκληρος ο γερμανικός στρατός βρίσκεται υπό τη διοίκηση του ΝΑΤΟ, δηλαδή του Πενταγώνου, επομένως τα νέα όπλα θα προστεθούν στη δύναμη πυρός του ΝΑΤΟ και όχι στη Γερμανία. Τεχνολογικά, θα σχεδιαστούν για ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο, σε «αποστολές» όπως στο Αφγανιστάν – ή, πιθανότατα, στα περίχωρα της Κίνας, για να βοηθήσουν τις ΗΠΑ στην αναδυόμενη αντιπαράθεσή τους στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Δεν υπήρξε καθόλου συζήτηση στην Γερμανική Βουλή σχετικά με το ποιες ακριβώς νέες «ικανότητες» θα χρειαστούν ή για ποιο σκοπό θα χρησιμοποιηθούν. Όπως και στο παρελθόν, επί Μέρκελ, αυτό αφέθηκε στους «συμμάχους» να καθοριστεί. Ένα στοιχείο θα μπορούσε να είναι το Future Combat Air System (FCAS), αγαπημένο στους Γάλλους, το οποίο συνδυάζει μαχητικά βομβαρδιστικά, drones και δορυφόρους για επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο. Υπάρχει μια ελάχιστη ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει μια στρατηγική συζήτηση στη Γερμανία σχετικά με το τι σημαίνει να υπερασπίζεσαι το δικό σου έδαφος, αντί να επιτίθεσαι στο έδαφος άλλων. Μπορεί η ουκρανική εμπειρία να βοηθήσει στην έναρξη αυτής της συζήτησης; Απίθανο.

Μετάφραση: antapocrisis

Πηγή: New Left Review

Πούτιν και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο;

Τα παρακάτω είναι όλα σωστά: 

  • Κάθε πολεμική αναμέτρηση φέρνει όλεθρο και καταστροφή στους λαούς και επομένως είμαστε με την ειρήνη.
  • Η ρωσική ηγεσία έχει αντικομμουνιστικό και αντιδραστικό χαρακτήρα και δεν έχει την παραμικρή σχέση με τα προτάγματα της κοινωνικής προόδου και του κομμουνισμού.
  • Όταν παραβιάζουν την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας σου, η αντίσταση στον εισβολέα είναι δίκαιη. 
  • Κάθε χώρα έχει δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. 
  • Είναι κίνδυνος για την παγκόσμια ειρήνη να θέτει μια υπερδύναμη τις πυρηνικές της δυνάμεις σε ετοιμότητα.

Πράγματι, τον πόλεμο τον ξεκίνησε η Ρωσία, ο Πούτιν δεν έχει την παραμικρή σχέση με το σοβιετικό παρελθόν, η Ρωσία παραβίασε την εδαφική κυριαρχία της Ουκρανίας, η Ουκρανία (δια της κυβέρνησής της) ζήτησε να μπει στο ΝΑΤΟ, ενώ η ρωσική ηγεσία έθεσε τα πυρηνικά της όπλα σε κατάσταση συναγερμού. 

Αλλά και τα παρακάτω είναι όλα σωστά:

  • Μια χώρα οφείλει να σέβεται τη ζωή, την περιουσία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό όλων των πολιτών της.
  • Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να διεξάγει πογκρόμ ενάντια σε αντιφρονούντες, να οργανώνει τάγματα θανάτου ενάντια σε πολιτικούς αντιπάλους, να εξαπολύει εθνοκαθαρτικές διώξεις ενάντια σε μειονότητες.
  • Μια χώρα που υπογράφει μια διεθνή συνθήκη δεν μπορεί να την κουρελιάζει, ειδικά όταν αυτή η συνθήκη συνιστά οδικό χάρτη εξόδου από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. 
  • Μια κυβέρνηση που εκλέχτηκε σε συνθήκες κατατρομοκράτησης αντιπάλων, απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, αποκλεισμού μειονοτήτων, δεν μπορεί να επικαλείται τη δημοκρατική της νομιμοποίηση.
  • Τέλος, μια χώρα που γειτονεύει με τη δεύτερη μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη του κόσμου, δεν μπορεί να μην παίρνει υπόψη της τις δικαιολογημένες ανησυχίες για την ασφάλεια και την περικύκλωσή της, από την πρώτη πυρηνική δύναμη του κόσμου. 

Πράγματι, η Ουκρανία από το 2014 δεν σεβάστηκε τη ζωή, την περιουσία και τη γλώσσα όλων των πολιτών της. Η κυβέρνηση του Κιέβου οργάνωσε αιματηρά πογκρόμ ενάντια στη ρωσική μειονότητα και στους αντιφρονούντες, τα τάγματα θανάτου που εξαπέλυσε σε Οδησσό και Ντονμπάς επιδόθηκαν σε πρωτοφανείς αγριότητες (βιασμούς, δολοφονίες, εμπρησμούς κοκ), ενώ οι εκλογές του 2019 που έφεραν στην εξουσία τον Ζελένσκι, διεξήχθησαν σε περιβάλλον αγριοτήτων ενάντια σε πολιτικούς αντιπάλους.

Αν ισχύουν και τα μεν και τα δε, πώς ορίζεται μια προοδευτική στάση στο ζήτημα του πολέμου της Ουκρανίας; 

Η εύκολη λύση που επιλέγεται από πλευρές της Αριστεράς στη χώρα μας είναι η παραλλαγή του παλιού συνθήματος στη νέα του εκδοχή: Πούτιν και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο. Λέμε στη χώρα μας, γιατί στη μεν Δύση η Αριστερά ανεμίζει Ουκρανικές σημαίες και βουλιάζει μέχρι το μεδούλι στην αντιρωσική υστερία, δίνοντας διαπιστευτήρια στην αστική τάξη, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο, χώρες και κινήματα που έχουν υποστεί την ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα, δεν τηρούν πολιτική ίσων αποστάσεων. 

Οι ίσες αποστάσεις στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι λάθος θέση. 

Ο κίνδυνος για την Αριστερά, τουλάχιστον στη χώρα μας, δεν είναι να ταυτιστεί με τον Πούτιν, αλλά να αφήσει περιθώριο στον κύριο και πιο επικίνδυνο αντίπαλο, στο ΝΑΤΟ και στους επιθετικούς του σχεδιασμούς. Άλλωστε, η “ειρήνη” μετασχηματίστηκε ήδη σε στρατιωτική εμπλοκή της ΕΕ και της χώρας μας στον πόλεμο. 

Η θεολογικού τύπου “σωστή” και “αμόλυντη” πολιτική των ίσων αποστάσεων, φαντασιώνονται ορισμένοι, ότι είναι συνεπής με τον μπολσεβικισμό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. 

Το εντελώς ανάποδο. 

Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε από το κόμμα και το κίνημα που πριν από 100 χρόνια έσπασε τον πάγο και χάραξε το δρόμο για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, είναι η πολιτική επιμονή στο πώς ο αντίπαλος μπορεί να ηττηθεί. Είναι η απόλυτη προτεραιότητα στο πού και πώς κατευθύνονται τα χτυπήματα. Είναι η αποφασιστική επίλυση του κρίσιμου κάθε φορά κρίκου. Είναι η αυστηρή ιεράρχηση, πολλές φορές με απόλυτο τρόπο, των καθηκόντων. Είναι η κυριαρχία της επαναστατικής βούλησης έναντι των θεωρητικών σχημάτων. Είναι τέλος η απόφαση να λερώνεις τα χέρια, έχοντας καθαρό μυαλό και αδιαπραγμάτευτη στρατηγική.

Η στάση του λενινισμού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν προκύπτει από τη θεωρητική λατρεία των ορισμών του ιμπεριαλισμού, ούτε από το μαθηματικό τυπολόγιο της σωστής μαρξιστικής στάσης απέναντι στους διαφόρους πολέμους. Προκύπτει από την επαναστατική πεποίθηση ότι πρέπει να γίνει αυτό ακριβώς που θα δώσει χώρο στην ανάδυση ενός νέου υποκειμένου. Στην πορεία άλλωστε, ο ένας ιμπεριαλισμός χρησιμοποιήθηκε εναντίον του άλλου, οι αντιθέσεις χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον για να εδραιωθεί η νέα εξουσία, συνθήκες “προδοτικές” υπογράφηκαν γιατί οι προτεραιότητες το απαιτούσαν, επίπονες και με κόστος αποφάσεις πάρθηκαν, κόντρα στην “επαναστατική καθαρότητα”.

Σήμερα δεν έχουμε ούτε Λένιν, ούτε λενινισμό. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε κομμουνιστικό κίνημα, παρά τις σημαίες και τα σύμβολα. Άρα η επαναφορά τσιτάτων είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση δεν βοηθά. Βοηθά όμως η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και η όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμη εκτίμηση για το πώς θα είναι η επόμενη μέρα κάτω από κάθε ενδεχόμενο. 

Πώς θα ήταν για παράδειγμα η επόμενη ημέρα αν η Δύση επιβεβαίωνε ότι μπορεί να οργανώνει πραξικοπήματα, να εξολοθρεύει αντιπάλους στο εσωτερικό χωρών, να εκκαθαρίζει διαφωνούντες, να οργανώνει διωγμούς με στοιχεία εθνοκάθαρσης και να μεταστρέφει τον προσανατολισμό κρατών ολόκληρων, με δόλια μέσα;

Πώς θα είναι η επόμενη μέρα αν το ΝΑΤΟ βγει νικητής στον πόλεμο της Ουκρανίας; Πράγμα στρατιωτικά δύσκολο στο βαθμό που δεν εμπλέκεται με δικό του στρατό, αλλά πολιτικά όχι, καθώς η αντιρωσική υστερία διαμορφώνει τη συνείδηση των λαών της Ευρώπης και η οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση φτάνει σε πρωτοφανή επίπεδα. 

Ποιος λαός και ποιο κίνημα θα τολμήσει να αντισταθεί σε δυτικά πραξικοπήματα αν τους περιμένει η μοίρα των δολοφονημένων της Οδησσού και των ξεριζωμένων του Ντονμπάς;

Ποια χώρα θα τολμήσει να σηκώσει ανάστημα στον οδοστρωτήρα της Νατοϊκής πολεμικής μηχανής αν η Ρωσία (δεύτερη στρατιωτική και πυρηνική δύναμη στον κόσμο) δεν καταφέρει να αποτρέψει μια υπαρκτή απειλή στα σύνορά της;

Ή δεν μας ενδιαφέρει τι αποτέλεσμα θα έχει ο πόλεμος στην Ουκρανία στην αμερικανική επιθετικότητα απέναντι στην Κούβα, στη Βενεζουέλα, ή σε οποιαδήποτε χώρα διανοηθεί να αμφισβητήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ;

Υπάρχουν στιγμές και εποχές που η σωστή θέση δεν είναι δημοφιλής. 

Στον αντιρωσικό παροξυσμό των ημερών, στην πρωτοφανή επιθετικότητα της Δύσης και του ΝΑΤΟ, στην υστερία που κυριαρχεί στο ελληνικό πολιτικό τοπίο, η μη τήρηση ίσων αποστάσεων είναι αναμφισβήτητα δύσκολη άσκηση πολιτικής. Την κάνει δυσκολότερη η φύση της Ρωσίας, της ηγεσίας Πούτιν, ή ακόμα και οι ντόπιοι ακροδεξιοί, παραθρησκευτικοί και συνωμοσιολόγοι θαυμαστές του. 

Όμως η στάση της Αριστεράς πρέπει να εξακολουθήσει να καθορίζεται από την επιμονή να βρεθεί ο δρόμος να αποδυναμωθεί ο αντίπαλος, να αποτραπεί η καταθλιπτική κυριαρχία του ευρωατλαντικού μονόδρομου, να μη βαρύνει περισσότερο η ταφόπλακα που βαραίνει πάνω από το κίνημα της κοινωνικής ανατροπής.

Αυτό το κίνημα δεν έχει τίποτα κοινό με τη Ρωσία και την αντιδραστική ηγεσία της, αλλά έχει πολλά να χάσει από μια ακόμα φαντασμαγορική νίκη του “ελεύθερου κόσμου” έναντι της “αυτοκρατορίας του κακού”.

8 θέσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία

Η ρωσική επίθεση της 24ης Φεβρουαρίου προκαλεί δικαιολογημένα σύγχυση και ερωτηματικά, όχι φυσικά για τον όλεθρο του πολέμου ή για την αξία της ειρήνης, αλλά για τη στάση που πρέπει να κρατήσει η Αριστερά, το προοδευτικό και δημοκρατικό κίνημα στη χώρα μας και διεθνώς. Σε αυτήν την προσπάθεια, έχει τεράστια αξία η επιμονή σε ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια που οφείλει κανείς να έχει, αν τοποθετείται από την πλευρά του κινήματος ανατροπής, και όχι απλώς συναισθηματικά, αφηρημένα ή στρογγυλεμένα.

Θέση πρώτη: Δεν μπορούν σήμερα να μιλούν για ειρήνη όσοι άργησαν επτά χρόνια να καταλάβουν ότι γίνεται πόλεμος.

Η ρωσική επίθεση είναι ένας αναβαθμισμένος κρίκος στην αλυσίδα συγκρούσεων και αναταραχών που ξεκινά τουλάχιστον από το 2014 με την ανατροπή της φιλορωσικής κυβέρνησης του Γιανουκόβιτς και συνεχίζεται ως σήμερα. Από τότε, 14.000 περίπου άνθρωποι (άμαχοι και όχι στρατιώτες), έχασαν τη ζωή τους, δεκάδες χιλιάδες εκτοπίστηκαν ή ξεσπιτώθηκαν, εκατοντάδες γυναίκες βιάστηκαν, αντιφασίστες δολοφονήθηκαν, συνδικαλιστές κάηκαν ζωντανοί. Μόλις τρεις μέρες πριν, περιοχές της Ουκρανίας βομβαρδίζονταν από το ουκρανικό κράτος.

Τα θύματα της προηγούμενης περιόδου, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τους ρωσόφωνους πληθυσμούς της ανατολικής Ουκρανίας, με θύτες το καθεστώς του Κιέβου, αλλά και τις ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες που έχουν σήμα τη σβάστικα και ανεμίζουν τη νατοϊκή σημαία. Η παρατεταμένη και διαρκής επίθεση σε τμήμα του ουκρανικού λαού είχε εθνικό (στοιχεία εθνοκάθαρσης) αλλά και πολιτικό – ιδεολογικό (ακροδεξιό, φιλοναζιστικό) χαρακτήρα. Η διαδικασία που θα μπορούσε να αποσοβήσει την περαιτέρω όξυνση της κρίσης (Συμφωνία του Μινσκ) τινάχτηκε στον αέρα, πρώτα και κύρια από την ίδια την ουκρανική κυβέρνηση.

Τα παραπάνω δεν συνιστούν φιλορωσική ανάγνωση της πρόσφατης ουκρανικής ιστορίας αλλά μάλλον κοινός τόπος για όσους θέλουν να είναι στοιχειωδώς ειλικρινείς με τον εαυτό τους. Σήμερα, κατόπιν εορτής, ακόμα και οι πλέον φιλοδυτικοί θα παραδεχτούν ότι “το Κίεβο το παράκανε”.

Επομένως η ρωσική επίθεση δεν διεξάγεται σε κενό ιστορίας, αποτελεί έναν αναβαθμισμένο στρατιωτικά κρίκο, σε μια ήδη υπάρχουσα αλυσίδα συγκρούσεων. Οι θάνατοι, ο ξεριζωμός πληθυσμών, οι βομβαρδισμοί περιοχών, ο όλεθρος και η καταστροφή δεν εμφανίστηκαν στην Ουκρανία το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Για σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της είναι καθημερινό καθεστώς, και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη τάξη μεγέθους, τα τελευταία επτά χρόνια.

Θέση δεύτερη: Η διαρκής επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά, ήταν αντικειμενικά μια επιθετική πράξη εναντίον της Ρωσίας.

Το διακύβευμα της ουκρανικής κρίσης δεν είναι μόνο, ή κυρίως, η εσωτερική σύγκρουση. Δεν εισέβαλε η Ρωσία στην Ουκρανία απλώς για να προστατεύσει τους ρωσόφωνους πληθυσμούς, ούτε για να τιμωρήσει τους ακροδεξιούς που αιματοκύλισαν την Οδησσό. Το κρίσιμο στοιχείο είναι η Νατοϊκή περικύκλωση της Ρωσίας.

Τη δεκαετία του 90 η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης έφερε αναπόφευκτα τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, με ρητό αντάλλαγμα τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Πριν περάσουν δέκα χρόνια, από το 1999, το ΝΑΤΟ άλλαξε στρατηγική, αποφασίζοντας τη διεύρυνσή του στο μέγιστο δυνατό βαθμό, με ειδική προτίμηση την ενσωμάτωση πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, περικυκλώνοντας τη Ρωσία. Βαλτικές δημοκρατίες, Πολωνία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, έγιναν μια περίκλειστη ζώνη με τις βάσεις και τους πυραύλους των ΗΠΑ να σφίγγουν απειλητικά τον κλοιό.

Αυτή η ασύδοτη επέκταση, πέρα από κάθε καταστατικό λόγο ύπαρξης του ίδιου του ΝΑΤΟ, αλλά και ενάντια στις συμφωνίες της προηγούμενης δεκαετίας (μέχρι το 2000 συζητούνταν και η ένταξη της ίδιας της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ), δεν ήταν αρκετή. Ο κλοιός έπρεπε να σφίξει περισσότερο. Η ίδια η εκλογή Μπάιντεν σηματοδότησε ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ θα ρίξει το βάρος της εναντίον της Ρωσίας. Έκλεισε η περίοδος Τραμπ που πριμοδότησε την αντιπαλότητα με την Κίνα στο πλαίσιο της υπεράσπισης των εγχώριων οικονομικών συμφερόντων των ΗΠΑ.

Η μετασοβιετική Ρωσία παρέμενε επί δεκαετίες ως η διάδοχη “αυτοκρατορία του κακού” για τις ΗΠΑ και τη δυτική προπαγάνδα, βλέποντας τη βορειοατλαντική συμμαχία όχι απλώς να την αναγάγει στον νούμερο ένα εχθρό της, αλλά να παίρνει θέσεις, να στήνει βάσεις, αντιαεροπορικά συστήματα, πυραυλικές εγκαταστάσεις γύρω από τα σύνορά της, ενσωματώνοντας σιγά σιγά τη μία χώρα μετά την άλλη, με κορυφαίο πετράδι στο στέμμα της εξάπλωσης του ΝΑΤΟ την Ουκρανία.

Ωστόσο η Ρωσία του 2020 δεν είναι η Ρωσία του 1998. Η καπιταλιστική της τάξη έχει ανασυγκροτηθεί, το πολιτικό της προσωπικό δεν θυμίζει πλέον τσίρκο (με μόνιμα μεθυσμένο τσιρκολάνο), οι ενεργειακές ροές προς την Ευρώπη την ισχυροποίησαν, ενώ σε κάθε περίπτωση παραμένει μια στρατιωτική υπερδύναμη με πυρηνικό οπλοστάσιο. Η σχετική υποχώρηση των ΗΠΑ, οι εσωτερικές αντιφάσεις της αμερικανικής υπερδύναμης, η ανάδυση της Κίνας, η κρίση της Ε.Ε., δίνουν χώρο και αυξάνουν την αυτοπεποίθηση στη Ρωσία. Από την κρίση του 2014 και μετά, θωρακίζεται ξέροντας ότι οι κυρώσεις εναντίον της θα είναι στην ημερήσια διάταξη του ευρωατλαντικού άξονα.

Θέση τρίτη: Το ΝΑΤΟ είναι ο εμπρηστής του πολέμου.

Κάθε δράση φέρνει αντίδραση. Πώς περιμένει κανείς να αντιδράσει η Ρωσία όταν ξετυλίγεται μια ακόμα πράξη της Νατοϊκής επέκτασης; Τι εκτιμά κανείς ότι θα γίνει ανάμεσα σε μια Ρωσία που είναι διατεθειμένη να πληρώσει βαρύ τίμημα για να σταματήσει η ασφυκτική της περικύκλωση, και στις ΗΠΑ, που επιθυμούν μεν την περικύκλωσή της, βάζοντας όμως ξένο κεφάλι στον ντορβά; Η οργάνωση του Μεϊντάν από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. ήταν η πρώτη πράξη της σύγκρουσης, τα πογκρόμ στην Ανατολική Ουκρανία ήταν η κλιμάκωση, και η ένταξη στο ΝΑΤΟ με τον εξοπλισμό μιας -ανοιχτά εχθρικής πλέον προς τη Ρωσία- Ουκρανίας, η κορύφωση.

Όταν μια στρατιωτική υπερδύναμη απειλείται από μια άλλη, θα αντιδράσει. Όταν βγάλει το πιστόλι στο τραπέζι, έχει αποφασίσει ότι θα το χρησιμοποιήσει. Έχοντας προετοιμαστεί για αυτό επί χρόνια. Η Ρωσία αποφάσισε ότι ήταν σε θέση να πληρώσει υψηλό τίμημα για να αποτρέψει την ολοκληρωτική περικύκλωσή της από το ΝΑΤΟ και την οριστική ένταξη της Ουκρανίας στο αντιρωσικό στρατόπεδο. Τίμημα πολύ μεγαλύτερο από τις κυρώσεις, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα είναι σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές, αν και αυτό μένει να κριθεί τους επόμενους μήνες.

Εάν τα πράγματα έχουν έτσι, φταίει η Ρωσία που αντιδρά αλλά όχι το ΝΑΤΟ που περικυκλώνει; Φταίει η Ρωσία που επεμβαίνει στρατιωτικά αλλά όχι η ευρωατλαντικού (και ακροδεξιού) προσανατολισμού ηγεσία του Κιέβου που προκάλεσε εκατόμβες με πολλαπλάσιο αριθμό δολοφονημένων, εκτοπισμένων, βασανισμένων και τρομοκρατημένων αμάχων; Φταίνε και οι δύο; Και αν ναι, δεν υπάρχει καμιά διαφορά;

Όσοι θέτουν εκ του ασφαλούς το ερώτημα αν έχει ή όχι δικαίωμα η Ουκρανία να μπει στο ΝΑΤΟ και να διαλέγει τους συμμάχους της, έχουν καταπιεί αμάσητο το ερώτημα αν είναι λογικό να υπάρχει το ΝΑΤΟ, όταν έχουν εκλείψει οι λόγοι ύπαρξής του. Ακόμα περισσότερο δεν απαντούν αν είναι θεμιτό, ηθικό, λελογισμένο και σε ειρηνική κατεύθυνση να περικυκλώνεται ασφυκτικά μια πυρηνική υπερδύναμη, η οποία μάλιστα έχει δαιμονοποιηθεί με κάθε πιθανό τρόπο.

Θέση τέταρτη: Η ουκρανική κυβέρνηση αποδείχθηκε ο χρήσιμος ηλίθιος, δείχνοντας τι σημαίνει να είσαι δεδομένος και πάντα πρόθυμος

Η στάση της Δύσης μετά τη ρωσική επίθεση αφήνει την ουκρανική κυβέρνηση ξεκρέμαστη. Τη χρησιμοποίησε για την Νατοϊκή περικύκλωση της Ρωσίας, της έδωσε διαβεβαιώσεις, χάιδεψε τα ναζιστικά παραστρατιωτικά τάγματα, γέλασε κάτω από τα μουστάκια της με τα πογκρόμ ενάντια στους αντιφασίστες και τους αντιφρονούντες, χάρηκε βλέποντας τη Συμφωνία του Μινσκ να καταρρέει, ενίσχυσε στρατιωτικά την Ουκρανία για να εκκαθαρίσει τις ανατολικές ρωσόφωνες περιοχές της, τη διαβεβαίωσε ότι θα σταθεί δίπλα της, αρκεί το Κίεβο να μείνει πιστό στις επιδιώξεις του ευρωατλαντικού άξονα.

Και όταν η Ρωσία επιτέθηκε, έκανε δηλώσεις συμπαράστασης, ξεκίνησε μαραθώνιο αναζήτησης “κυρώσεων” (αμφίβολης αποτελεσματικότητας μιας και η Μόσχα από το 2014 και μετά επιχείρησε να προετοιμαστεί απέναντι σε ένα τέτοιο εξαιρετικά αναμενόμενο μέτρο της Δύσης), και διαβεβαίωσε ότι …το ΝΑΤΟ δεν θα στείλει στρατό στην Ουκρανία. Το καθεστώς του Κιέβου έβγαλε τη βρώμικη δουλειά με τη συναίνεση, συμπαράσταση και καθοδήγηση της Δύσης αλλά όταν ήρθαν τα δύσκολα, έμεινε μόνο του. Άλλωστε ακόμα και αν η Ρωσία ρίσκαρε πυρηνικό επεισόδιο για να εξασφαλίσει τον “ζωτικό της χώρο” ή έστω ζώνη ασφαλείας, η Δύση δεν θα ρίσκαρε κάτι αντίστοιχο για να της τα στερήσει.

Το παράδειγμα της Ουκρανίας έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί η Ελλάδα μπορεί να έχει μεγαλύτερη αποτρεπτική δύναμη από την Ουκρανία και η Τουρκία πολύ μικρότερη από τη Ρωσία, αλλά οι διαβεβαιώσεις των ευρωατλαντιστών στη χώρα μας ότι οι ΗΠΑ θα μας προστατεύσουν απέναντι στον Ερντογάν και στις επιδιώξεις του, γιατί είμαστε οι πιο πιστοί, δεδομένοι και πρόθυμοι σύμμαχοί τους, είναι θεωρία που χρεοκόπησε σε ζωντανή μετάδοση σε όλο τον κόσμο.

Θέση πέμπτη: Οι ίσες αποστάσεις δεν είναι ποτέ ίσες. Ευνοούν αυτόν που σήμερα είναι δυνατότερος.

Αν συμφωνήσουμε ότι η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει μόνο ως πρόσχημα την ασφάλεια των ρωσόφωνων ή την αποκατάσταση της δικαιοσύνης για τα εγκλήματα του Κιέβου στο Ντονμπάς και στην Οδησσό, θα αναγνωρίσουμε ως πραγματική αιτία της εισβολής την αποφυγή της περικύκλωσής της από το ΝΑΤΟ. Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία προφανώς δεν είναι ανθρωπιστική επέμβαση. Ούτε εμπίπτει στην λενινιστική κατηγορία των “δίκαιων πολέμων”, έστω και αν η εκκαθάριση ρωσόφωνων πληθυσμών της Ουκρανίας, δίνει άφθονα επιχειρήματα στη Ρωσία. Το να διατηρεί όμως μια ιμπεριαλιστική δύναμη όπως η Ρωσία, με ένα αντιδραστικό καθεστώς όπως αυτό του Πούτιν, ένα ζωτικό χώρο ασφάλειας γύρω από τα σύνορά της (με όλο το αποκρουστικό ιστορικό φορτίο του όρου), δεν συνιστά ηθική δικαιολογία για πόλεμο, ούτε μπορεί να συγκινήσει τους προοδευτικούς ανθρώπους και το αριστερό κίνημα.

Η Ουκρανία μπορεί να είναι το θέατρο των επιχειρήσεων της αντιπαράθεσης, η σύγκρουση όμως περιλαμβάνει πολύ περισσότερα.

Αν από τη μια έχουμε τη Ρωσία που αποφεύγει την περικύκλωσή της και δημιουργεί ζωτικό χώρο γύρω από τα σύνορά της, από την άλλη, δεν έχουμε απλώς τον ακροδεξιό γελωτοποιό του Κιέβου και τις παραστρατιωτικές συμμορίες των Ουκρανών ναζί. Έχουμε το σχέδιο της Δύσης να κυριαρχήσει καθολικά, να στριμώξει τον πυρηνικό ανταγωνιστή της, να καταστήσει το ΝΑΤΟ μια απέραντη στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ, να επιβάλει δηλαδή έναν καταθλιπτικό μονόδρομο χωρίς εναλλακτική. Αυτή η απαίτηση, η φιλοδοξία, ή το σχέδιο “καθολικής κυριαρχίας” εξελίσσεται μάλιστα σε μια εποχή που αναδύονται αντικειμενικά περισσότεροι πόλοι παγκόσμιας ηγεμονίας και όχι μόνο ένας.

Η απαίτηση καθολικής κυριαρχίας και ασύδοτης επέκτασης του ΝΑΤΟ προχώρησε και επιβλήθηκε και όχι μόνο “ειρηνικά”, με πολιτικές αλλαγές, με διαδηλώσεις (ή πραξικοπήματα) και με εκλογές. Προχώρησε και με διώξεις, και με πογκρόμ, και με σφαγές. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν τα “τετελεσμένα” της Νατοϊκής επέκτασης είναι λογικό (ή ακόμα και δίκαιο) να “παγιώνονται” με μια ματωμένη ειρήνη εις το διηνεκές. Σαν κι αυτή που υπήρχε πριν τη ρωσική επίθεση. Το δίλημμα είναι κυνικό, αλλά είναι πραγματικό δίλημμα: Ματωμένη ειρήνη με πολλαπλάσια θύματα, παγιώνοντας τα αμερικανικά συμφέροντα, ή ρωσικός πόλεμος;

Έτσι ερχόμαστε στο πρόβλημα των ίσων αποστάσεων. Οι ίσες αποστάσεις ποτέ δεν είναι ίσες, γιατί η σύγκρουση δεν αφορά απλώς δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που συγκρούονται η μία με την άλλη. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα σε μια ιμπεριαλιστική συμμαχία που έχει φτάσει έξω από τα σύνορα μιας υποδεέστερης οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά δεύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης, με τη δεύτερη να αναζητά συνθήκες ασφαλείας και ζώνες ζωτικού χώρου. Η καταδίκη της ρωσικής επέμβασης σημαίνει αποδοχή των τετελεσμένων που έφερε το ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη. Θέση λογική για την ελληνική αστική τάξη, αλλά καθόλου λογική για την ελληνική Αριστερά.

Ίσες αποστάσεις στην πραγματική ζωή σπάνια υπάρχουν. Η σύγκρουση Δύσης – Ρωσίας δεν έχει πολλά κοινά με τη σύγκρουση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου για να αντιγράφουμε τα τσιτάτα του 1915. Είναι ένα πράγμα να μην προσχωρείς σε κανένα ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο (θέση που ισχύει με απόλυτο τρόπο και τότε και σήμερα), και άλλο πράγμα να αξιολογείς με τον ίδιο τρόπο, την απάντηση του στριμωγμένου ρωσικού ιμπεριαλισμού, με την ασυδοσία και την επίθεση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ίδια ιεράρχηση και ίσες αποστάσεις ευνοούν αυτόν που έχει το πάνω χέρι στη σύγκρουση. Και αυτός, εδώ και τριάντα χρόνια τουλάχιστον, είναι σαφώς η Δύση. Ας μην κάνουμε επίκληση ούτε στον αριθμό και τις θέσεις των αμερικανικών βάσεων στον πλανήτη, ούτε στην εγκληματική ιστορία του ΝΑΤΟ. Ούτε ζητάμε να φανταστούμε τι θα γινόταν αν η Ρωσία ή η Κίνα έστηνε βάσεις στη μεξικανική μεθόριο με τις ΗΠΑ. Κάνουμε απλώς επίκληση στην κοινή λογική.

Θέση έκτη: Να ηττηθεί το σχέδιο του πιο επικίνδυνου εχθρού της ειρήνης. Έστω κι αν ηττηθεί από κάποιον που δεν είναι φίλος μας.

Η ρωσική επίθεση, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι η πρώτη φορά που μπλοκάρει τη Νατοϊκή ασυδοσία, μετά από τριάντα χρόνια. Μπορεί να μην μας αρέσει αυτός που το κάνει, αλλά η πραγματικότητα δεν κινείται με βάση τις επιθυμίες μας. Δεν υπάρχει σοσιαλιστικό στρατόπεδο να σταματήσει τον ιμπεριαλιστικό όλεθρο και ταυτόχρονα να ανοίξει δρόμο στο κίνημα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Η τοποθέτησή μας γίνεται με βάση την πραγματικότητα.

Αν το ΝΑΤΟ είναι ο πιο επικίνδυνος εχθρός της ειρήνης, αν είναι μακράν η πιο φονική μηχανή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν έχει καταστρατηγήσει κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, αν έχει διαμελίσει χώρες, ανατρέψει κυβερνήσεις, βομβαρδίσει αμάχους, στήσει χούντες και διαλύσει κοινωνίες, δεν είναι θετικό να υποστεί μια ήττα;

Καταλαβαίνουμε να δυσανασχετούν με το πρόσκαιρο έστω μπλοκάρισμα της Νατοϊκής μηχανής όσοι υπηρέτησαν και υπηρετούν τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας, από δεξιά ή αριστερή σκοπιά. Δεν καταλαβαίνουμε όμως γιατί πρέπει να δυσανασχετούν με αυτό το ενδεχόμενο, όσοι, επί χρόνια, επί δεκαετίες, θεωρούσαν το ΝΑΤΟ τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ειρήνη, τη μεγαλύτερη απειλή για τους λαούς και τα απελευθερωτικά τους κινήματα.

Με τη ρωσική επίθεση μπήκε φρένο σε μια επιλογή (διεύρυνση στην Ανατολική Ευρώπη και περικύκλωση της Ρωσίας), που πίσω της στοιχήθηκε η ευρωατλαντική ηγεσία. Και ένα σύνολο χωρών βλέπει ότι οι αμερικανοΝατοϊκοί σχεδιασμοί δεν είναι αήττητοι, ούτε οι επιδιώξεις της Ουάσιγκτον αναπόφευκτες. Φυσικά αυτό είναι απλώς αναγκαία και καθόλου ικανή συνθήκη για την ανάταξη του αντίπαλου δέους στον καπιταλισμό.

Δεν είναι σημαντικό, τουλάχιστον για δυνάμεις που αναφέρονται στο μαρξισμό (και ακόμα περισσότερο στο λενινισμό) να αξιολογήσουν ως σημαντική την υποχώρηση του πιο επικίνδυνου εχθρού των λαών, της ελευθερίας τους και της ανεξαρτησίας τους, του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού; Δεν έχει σημασία να φάει χαστούκι η μηχανή παραγωγής ακροδεξιών, νεοναζιστικών μορφωμάτων στην Ανατολική Ευρώπη που ανεμίζουν τις σημαίες της Ε.Ε. και ζητούν την ένταξη των χωρών τους στο ΝΑΤΟ;

Δεν είναι βαθιά πολιτικό και εντελώς λενινιστικό να επιδιώκεις να αποδυναμώνεται ο κάθε φορά ισχυρότερος αντίπαλος των λαών και των εργαζόμενων τάξεων, ακόμα και αν αυτή η αποδυνάμωση δεν προέρχεται από εσένα;

Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένα σημαντικό επεισόδιο στην πορεία μετασχηματισμού του κόσμου του εικοστού αιώνα που κληρονόμησε ο εικοστός πρώτος: Από έναν πλανήτη με έναν και μοναδικό κυρίαρχο, τις ΗΠΑ, σε μια πολυπολική κατάσταση, όπου αναδύονται και άλλοι ισχυροί παίκτες σε παγκόσμιο επίπεδο και σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις, με αυξημένες αντιθέσεις και διαφορετικά συμφέροντα.

Οι λαοί όλου του κόσμου και οι εργαζόμενες τάξεις έχουν να κερδίσουν περισσότερα από έναν μονοπολικό κόσμο όπου κυριαρχεί ο μονόδρομος, ή από έναν πολυπολικό κόσμο, έστω και με αντιτιθέμενες αντιδραστικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπου μπορούν όμως οι αντιθέσεις τους να δώσουν χώρο και ανάσες στο κίνημα της κοινωνικής απελευθέρωσης;

Η σύγχυση στην Αριστερά περισσεύει κι ο καθένας να ανασύρει από τους κλασσικούς αυτό που τον βολεύει, αλλά ο μαρξισμός δεν έχει καμιά σχέση με το να κρατάς απολύτως ίσες αποστάσεις από τα ξένα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, λες και κάνεις ασκήσεις στο χαρτί. Το εντελώς ανάποδο. Προτιμά την αποδυνάμωση του πιο επικίνδυνου κάθε φορά για τους λαούς και τις εργαζόμενες τάξεις αντιπάλου, έστω και αν αυτή η αποδυνάμωση δεν γίνεται από μια δύναμη κομμουνιστική ή προοδευτική, αλλά από μια δύναμη αντιδραστική και ιμπεριαλιστική. Οι λαμπρότερες σελίδες στην ιστορία του κινήματος γράφτηκαν όταν οι κομμουνιστές αποφάσισαν ότι δεν θα βγάζουν μεζούρα να μετρούν ίσες αποστάσεις στις ανακοινώσεις τους, αλλά να εκμεταλλευτούν κάθε ρωγμή στο αντίπαλο στρατόπεδο αποδυναμώνοντας τον πιο επικίνδυνο κάθε φορά αντίπαλο. Αυτό απέχει παρασάγγας από την ευκολία “ούτε με το ΝΑΤΟ ούτε με τον Πούτιν” και φυσικά δεν οδηγεί σε στράτευση υπό το Κρεμλίνο.

Αν αυτά είναι ψιλά γράμματα στρατηγικής, αξίζει να πάμε ένα βήμα παραπάνω: Πώς φαντάζεται κανείς ότι θα διαλυθεί το ΝΑΤΟ (θέση ελπίζουμε ακόμα κοινή – και όχι υπό αναίρεση) στην κομμουνιστική Αριστερά; Πώς μπορεί να διαλυθεί ως δια μαγείας (και μόνο υπό τα χτυπήματα του κομμουνιστικού κινήματος), χωρίς ήττες και γρατσουνιές, χωρίς κρίσεις και υποχωρήσεις στον ανταγωνισμό του με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις; Το ΝΑΤΟ θα διαλυθεί μόνο μετά από την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση, ή είναι πολιτικός στόχος με αξία στο σήμερα και στο αύριο;

Θέση έβδομη: Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη – ή αλλιώς: η ιστορία διαμορφώνεται από τους συσχετισμούς δύναμης.

Η ειρήνη είναι αξία ανεκτίμητη αλλά υπάρχει η ειρήνη που σταματά τους πολεμοκάπηλους, τους εμπρηστές, τους επικίνδυνους για τη ζωή και τον ανθρώπινο πολιτισμό και η ειρήνη που παγιώνει τετελεσμένα και συσχετισμούς που επιβλήθηκαν με το πιστόλι στο κρόταφο. Η ιστορία του αριστερού κινήματος ταυτίστηκε με τον φιλειρηνισμό και την αποπυρηνικοποίηση κατά τον 20ο αιώνα, όταν οι Αμερικάνοι έστηναν παντού επεμβάσεις ενάντια σε εθνικοαπελευθερωτικά και προοδευτικά κινήματα και απειλούσαν με την πυρηνική τους υπεροπλία. Τότε, οι αγωνιστές της ειρήνης ήταν ταυτόχρονα “πράκτορες της Μόσχας” για το δυτικό μηχανισμό προπαγάνδας.

Με πλήρη γνώση ότι δεν θα γίνουμε δημοφιλείς, οφείλουμε να θυμίσουμε ότι υπάρχει και η άδικη ειρήνη, η ειρήνη που υπογράφεται μετά από μια επιθετική επέμβαση, η ειρήνη που κατοχυρώνει έναν άδικο συσχετισμό, η ειρήνη που υπάρχει μόνο για να προκαλέσει έναν μεγαλύτερο πόλεμο, η ειρήνη που έχει περισσότερα θύματα, νεκρούς και ξεριζωμένους από έναν “κανονικό” πόλεμο. Ο εικοστός αιώνας είναι γεμάτος από τέτοια παραδείγματα.

Όσοι σήμερα φωνάζουν υπέρ της ειρήνης στην Ουκρανία, το 1963 στην κρίση της Κούβας θα φώναζαν υπέρ της ειρήνης; Θα κατηγορούσαν τον Κένεντι ως παράφρονα που απειλεί με πυρηνικό πόλεμο γιατί η Κούβα – μια ανεξάρτητη χώρα – αποφάσισε να εξοπλιστεί με σοβιετικούς πυραύλους; Ή μήπως θα δικαιολογούσαν την πυρηνική απειλή των ΗΠΑ λέγοντας ότι δεν μπορεί να υπάρχουν πυρηνικές κεφαλές των σοβιετικών σε απόσταση αναπνοής από αμερικανικό έδαφος; Φυσικά, ισχύει και το ανάποδο.

Το αίτημα της ειρήνης εκφράζει πάντα έναν συμβιβασμό ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις. Ο πασιφισμός, με την έννοια της επίκλησης της αξίας της ειρήνης σε ένα κόσμο που σφαδάζεται από συγκρούσεις και ανταγωνισμούς, παραβλέπει ότι οποιαδήποτε ειρήνη αποτυπώνει ένα συσχετισμό δύναμης. Ας ασχοληθούμε λοιπόν με αυτόν ακριβώς το συσχετισμό δύναμης και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να βελτιωθεί για τους λαούς και τις εργαζόμενες τάξεις.

Θέση όγδοη: Είναι ζήτημα επιβίωσης να συγκροτήσουν οι λαοί το δικό τους στρατόπεδο

Από τη σύγκρουση στην Ουκρανία απουσιάζει η ανεξάρτητη και αυτοτελής φωνή των λαών και των συμφερόντων τους. Αλλά όχι μόνο από τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Ο κόσμος, από το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα και μετά, καθορίζεται αρνητικά από την εκκωφαντική απουσία του κομμουνιστικού κινήματος. Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός δεν νιώθουν καμιά απειλή για την ύπαρξή τους, παρά μόνο εγγενείς αντιφάσεις, ενδογενείς κρίσεις και εσωτερικούς ανταγωνισμούς. Ο αντιπολεμικός και αντιμπεριαλιστικός χώρος σήμερα έχει σημασία να συγκροτηθεί ως αποτρεπτικό πολιτικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο και τις πολιτικές που τον προκαλούν. Αυτή είναι η μόνη εγγύηση ότι η φωνή των λαών θα βρει την αυτοτελή της έκφραση και θα βαδίσει στο δρόμο της κοινωνικής ανατροπής.

Η ιστορία, σε τελική ανάλυση και στη μεγάλη της κλίμακα, εξακολουθεί να γράφεται από την ταξική πάλη σε όλη την πολυπλοκότητα των εκφράσεών της. Η υποχώρησή της δημιουργεί όρια, σύγχυση, αποπροσανατολισμό. Γεννά απολίτικες συμπεριφορές, αναζήτηση καθαρών λύσεων, απόσυρση από το πεδίο της καθημερινής πάλης για την αλλαγή του συσχετισμού εθνικά, ευρωπαϊκά και παγκόσμια. Η κομμουνιστική Αριστερά παραμένει αποσυγκροτημένη και σε αδυναμία, παλινδρομεί ανάμεσα στο φιλελευθερισμό των ατομικών δικαιωμάτων και την επαναστατική φλυαρία, αδυνατεί να λερώσει τα χέρια της και να καθαρίσει την οπτική της.

Η συγκρότηση της αυτοτελούς φωνής του λαϊκού στρατοπέδου, είναι προϋπόθεση για την επιβίωση, ανεξάρτητα από τις στροφές στις διεθνείς εξελίξεις και στο συσχετισμό δύναμης που αφορούν τους αντικειμενικούς όρους της ταξικής πάλης. Ανεξάρτητα από το αν η ρωσική επίθεση καθυστερήσει, μπλοκάρει, (ή ανάποδα επιταχύνει), τα Νατοϊκά σχέδια, η ήττα του ιμπεριαλισμού είναι υπόθεση του ανεξάρτητου κινήματος των λαών που στις σημαίες του θα γράφει το αίτημα της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Γιατί ΔΕΝ θα διαδηλώσουμε έξω από τη ρωσική πρεσβεία την Παρασκευή

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Το ΚΚΕ κάλεσε σε συγκέντρωση στη ρωσική πρεσβεία και πορεία προς την αμερικανική, εκδηλώνοντας με τον πιο ηχηρό τρόπο την πολιτική των ίσων αποστάσεων στην ουκρανική κρίση. Δεν είναι μόνο ο Περισσός. Οι περισσότερες εκφράσεις της Αριστεράς υψώνουν τη σημαία της ειρήνης χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν ποιος έφερε τον πόλεμο. Χωρίς να ασχολούνται με το πώς αυτός θα σταματήσει (γιατί ο πόλεμος υπάρχει από το 2014 – κι ας μην εκπλαγούμε αν η ρωσική επίθεση αποδειχτεί η λήξη και όχι η έναρξή του). Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα χειρότερα (αλλά μάλλον αναμενόμενα), συντάσσεται έμμεσα με τις αμερικανικές επιδιώξεις στοχοποιώντας μονομερώς τη Ρωσία. Ο Ν.Φίλης έφτασε να ανασύρει από την ιστορία την Πράγα και το Αφγανιστάν για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.

Επί της ουσίας: Το διακύβευμα της ουκρανικής κρίσης ήταν και παραμένει η ασφυκτική περικύκλωση της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ. Ούτε οι αγωγοί της ενέργειας, ούτε το φυσικό αέριο, ούτε οι ενδοιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί γενικώς και αορίστως. Η επιθετική κίνηση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία ήταν φυγή προς τα μπρος για μια πληγωμένη Αμερική, που δεν μπορεί να παραδεχτεί ότι ο κόσμος πλέον δεν στοιχίζεται μονοπολικά πίσω από έναν αδιαμφισβήτητο ηγεμόνα όπως τριάντα χρόνια πριν. Η ίδια η εκλογή Μπάιντεν είχε σηματοδοτήσει την επιλογή σύγκρουσης με τη Ρωσία.

Αν το ΝΑΤΟ είναι ο νούμερο ένα εχθρός της παγκόσμιας ειρήνης, αν η ευρωατλαντική συμμαχία είναι ο εμπρηστής του διεθνούς δικαίου, αν οι ΗΠΑ είναι αυτοί που έχουν εξαπολύσει δεκάδες πολέμους τις τελευταίες δεκαετίες από άκρη σε άκρη σε όλο τον πλανήτη, δεν έχει αλήθεια, καμιά σημασία, να ηττηθεί το σχέδιό τους;

Δεν ηττήθηκε στη Συρία, δεν ηττήθηκε στο Ιράκ, δεν ηττήθηκε στη Λιβύη, δεν ηττήθηκε στην Γιουγκοσλαβία. Οι εκεί χώρες και λαοί διαλύθηκαν γιατί οι αντίστοιχοι «κακοί» Μιλόσεβιτς, Σαντάμ, Άσαντ, Καντάφι, δεν μπόρεσαν να βάλουν φρένο στον νούμερο ένα παγκόσμιο τρομοκράτη.

Δεν έχει σημασία να μπλοκαριστεί έστω μία φορά η επί τριάντα χρόνια ασύδοτη επέκταση του ΝΑΤΟ;

Ή μήπως το ΝΑΤΟ δεν είναι τελικά «εβδομήντα χρόνια χούντες, πολέμοι και τρομοκρατία» και είναι λίγο πολύ ίδιο με τη Ρωσία;

Δεν έχει σημασία για δυνάμεις που αναφέρονται στον μαρξισμό να αξιολογούν ως σημαντική την ήττα ή την υποχώρηση του πιο επικίνδυνου εχθρού των λαών, του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού;

Δεν έχει σημασία να φάει χαστούκι η μηχανή παραγωγής ακροδεξιών, νεοναζιστικών μορφωμάτων στην Ανατολική Ευρώπη που ανεμίζουν τις σημαίες της Ε.Ε. και ζητούν την ένταξη των χωρών τους στο ΝΑΤΟ;

Δεν έχει σημασία να σκοντάψει η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, που θεωρητικά, και με βάση τις συμφωνίες μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, δεν θα επεκτεινόταν άλλο προς Ανατολάς;

Ο μαρξισμός δεν έχει θέση αρχής να κρατάς ίσες αποστάσεις από τα ξένα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Το εντελώς ανάποδο. Προτρέπει σε εκείνη τη στάση που αποδυναμώνει τον πιο επικίνδυνο κάθε φορά για τους λαούς και τις εργαζόμενες τάξεις αντίπαλο, έστω και αν αυτή η αποδυνάμωση δεν γίνεται από μια δύναμη κομμουνιστική ή προοδευτική, αλλά από μια δύναμη αντιδραστική και ιμπεριαλιστική.

Ο μαρξισμός δεν έχει θέση αρχής να αδιαφορείς για τις ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Είναι άλλο πράγμα να μην συντάσσεσαι σε στρατόπεδα όταν ιμπεριαλιστές τσακώνονται για τα συμφέροντά τους, και άλλο να κρατάς ίσες αποστάσεις ανάμεσα σε μια δύναμη που διαρκώς επιτίθεται, περικυκλώνει, επεμβαίνει, στήνει βάσεις και στρατό παντού και σε μια δύναμη που περικυκλώνεται και επιχειρεί να στήσει ζώνη ασφαλείας γύρω της.

Ας αναρωτηθούν όμως όσοι πάνε αύριο έξω από τη ρωσική πρεσβεία (καταλήγοντας στην αμερικάνικη) μήπως οι λαοί του κόσμου ανασάνουν πιο ελεύθερα αν το ΝΑΤΟ φρενάρει τη διαρκή επέκτασή του.

Ή το γεγονός αυτό μας αφήνει αδιάφορους;

Ας αναρωτηθούν αν οι λαοί του κόσμου θα μπορούσαν να βρεθούν σε καλύτερη θέση να συγκροτήσουν ένα προοδευτικό κίνημα απελευθέρωσης σε έναν μονοπολικό κόσμο όπου όλα τα σκιάζει η φοβέρα και ο μονόδρομος του ευρωατλαντισμού, ή σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπου ακόμα και αν το αντίπαλο δέος δεν είναι προοδευτικό, δημιουργεί αναπόφευκτα ρωγμές και αντιθέσεις που μπορεί δυνητικά το κομμουνιστικό κίνημα να εκμεταλλευτεί.

Επιθυμητό θα ήταν να μπει φραγμός στη Νατοϊκή ασυδοσία από το διεθνές φιλειρηνικό αντινατοϊκό κίνημα και όχι από μια αντίπαλη ιμπεριαλιστική δύναμη. Επιθυμητό θα ήταν να έχουμε αντιπολεμικά κινήματα που θα ξηλώνουν τις νατοϊκές βάσεις που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια σε όλο τον κόσμο. Όμως αυτά τα κινήματα δεν υπάρχουν. Πρέπει να τα συγκροτήσουμε. Αυτό δεν θα γίνει αν στοιχηθούμε πίσω από ένα ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, όμως ακόμα πιο σίγουρο είναι ότι θα βρισκόμαστε σε όλο και χειρότερες θέσεις αν ο νούμερο ένα τρομοκράτης, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν βρίσκουν ποτέ και πουθενά αντίσταση στο σχεδιασμό τους.

Ας αναρωτηθούν επίσης όσοι σκέφτονται να διαδηλώσουν έξω από τη ρωσική πρεσβεία αν η πολιτική των απολύτως ίσων αποστάσεων εξυπηρετεί σήμερα τον επιτιθέμενο και τον ισχυρότερο, παγιώνοντας και αναγνωρίζοντας τον υπαρκτό συσχετισμό που συμφέρει τον βορειοατλαντικό ιμπεριαλισμό.

Ας αναρωτηθούμε όλοι τελικά μήπως δεν πρέπει να διαδηλώσουμε αύριο έξω από τη ρωσική πρεσβεία.

Για να νικήσει η ειρήνη πρέπει να ηττηθούν όσοι προκάλεσαν τον πόλεμο

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι η αρχή του πολέμου. Η αρχή έγινε το 2014, όταν η φιλοευρωπαϊκή και φιλοατλαντική ακροδεξιά του Κιέβου ξεκίνησε το πογκρόμ ενάντια σε αντιφρονούντες και ρωσόφωνους.

Το αποτέλεσμα ήταν 14.000 νεκροί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία θύματα των παραστρατιωτικών ακροδεξιών ομάδων αλλά και των βομβαρδισμών της ουκρανικής ηγεσίας εναντίον εδαφών και πόλεων του ίδιου της του κράτους, στο πλαίσιο της εθνοκάθαρσης που επιχειρήθηκε.

Πριν λίγες μέρες βομβαρδίστηκαν οι ημιαυτόνομες περιοχές του Ντομπας από τον ουκρανικό στρατό. Σήμερα η Ρωσία βομβαρδίζει ουκρανικούς στόχους και εισβάλει με στρατεύματα. Προς το παρόν οι στόχοι είναι περιορισμένοι σε υποδομές στρατιωτικής σημασίας, η αντίσταση του ουκρανικού στρατού φαίνεται μηδαμινή, και οι αναφορές των ΜΜΕ μιλούν για μονοψήφιο αριθμό νεκρών, αρκετές ώρες μετά την εισβολή.

Από το 2014, η συμφωνία του Μινσκ κουρελιάστηκε από την ουκρανική ηγεσία που κατέλαβε το 2014 τη διακυβέρνηση της χώρας, υπό την ώθηση του ΝΑΤΟ που πάσχιζε να μετατρέψει την Ουκρανία σε στρατιωτικό προπύργιο των Αμερικανών.

Η ακροδεξιά του Κιέβου λειτούργησε ως κοινός προβοκάτορας, πιστεύοντας ότι η Δύση θα εγγυηθεί τους λεονταρισμούς της απέναντι σε μια πυρηνική δύναμη που νιώθει ότι απειλείται και περικυκλώνεται κάθε χρόνο όλο και περισσότερο.

Σήμερα αποδεικνύεται ότι πόνταρε λάθος. Έπαιξε και έχασε, όχι απλά την εδαφική ακεραιότητα της χώρας αλλά την ασφάλεια των ανθρώπων της.

Ένας πόλεμος είναι γεγονός τραγικό. Και κανείς δεν μπορεί ελαφρά τη καρδία, και υπό την ασφάλεια χιλιάδων χιλιομέτρων μακριά να μην τον αξιολογεί ως τέτοιον.

Αλλά να θυμόμαστε ποιοι τον ξεκίνησαν, ποιοι τον προκάλεσαν, ποιοι υποδαύλισαν την ένταση, ποιοι οδήγησαν σε αυτόν. Η ακροδεξιά του Κιέβου, τα επεκτατικά σχέδια του ΝΑΤΟ, το αμερικανικό σχέδιο περικύκλωσης της Ρωσίας.

Για να νικήσει η ειρήνη πρέπει να ηττηθούν όσοι φέρνουν τον πόλεμο. Όχι μόνο σήμερα, αλλά κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο, εδώ και δεκαετίες.

Η ελληνική κυβέρνηση ήδη συντάσσεται με τη ρητορική της Δύσης. Να μην τολμήσει να εμπλέξει τη χώρα και τις ένοπλες δυνάμεις της σε τυχόν Νατοϊκά αντίποινα ή αντιδράσεις.