Πρέπει να πολιτικοποιηθεί το σκάνδαλο Λιγνάδη;
Απερίφραστα ναι.
Πρώτον γιατί δεν πρόκειται για έναν τυχαίο παιδοβιαστή, έναν από αυτούς που υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που επί 30 χρόνια φέρεται ότι βίαζε, κακοποιούσε, εκβίαζε και χειραγωγούσε, παρά τους υπαρκτούς ψιθύρους και τις έμμεσες δημόσιες παραδοχές των «παθών» του.
Και όχι μόνο: Ανήλθε σε έναν κλειστό κύκλο εξουσίας, ανέλαβε (ή και του ανέθεσαν) πολιτικό ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας, και για αυτό έγινε ο αγαπημένος των σαλονιών της εξουσίας και των διαπλεκόμενων ΜΜΕ.
Έχουν αναφερθεί πολλά, ας θυμίσουμε ένα ακόμα: Ήταν ένας εκ των ομιλητών στην εκδήλωση για …τα θύματα της τρομοκρατίας, στις 20/1/2020, μαζί με τον Μητσοτάκη, τον Χρυσοχοΐδη, τον Βενιζέλο, τον Πρετεντέρη, τον Μανδραβέλη, τον Τσίμα κλπ. Δεν ήταν απλώς «συνομιλητής» της εξουσίας, ήταν κομμάτι της, ή καλύτερα ένας εκ των επί του πολιτισμού εκπροσώπων της.
Το γεγονός ότι δεν ένιωθε φόβο, (το ανάποδο, ξαναδιαβάζοντας σήμερα συνεντεύξεις και αναρτήσεις του, φαίνεται ότι υπερηφανευόταν για τη δράση του), είχε ή δεν είχε να κάνει με το ότι ήταν μέλος ενός κλαμπ εξουσίας, με ειδική αποστολή την «αλλαγή ιδεολογίας» στο χώρο του θεάτρου και του πολιτισμού;
Ανεξάρτητα με το αν ο συγκεκριμένος, ιδιαίτερα ισχυρός και ταυτόχρονα ευρύς και διακομματικός κύκλος εξουσίας υποψιαζόταν ή όχι, είχε ακούσει ψιθύρους ή είχε μαύρα μεσάνυχτα για τη δράση του Λιγνάδη, το γεγονός ότι ο πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ήταν εκλεκτός συναγελαζόμενός του, καθιστά την υπόθεση Λιγνάδη κατεξοχήν πολιτική.
Δεύτερον. Η υπόθεση Λιγνάδη πρέπει να πολιτικοποιηθεί γιατί ο ίδιος ο Λιγνάδης πολιτικοποίησε την παρουσία του στο καλλιτεχνικό στερέωμα της χώρας και για αυτό άλλωστε επιλέχθηκε – με απευθείας ανάθεση και εντολή Μητσοτάκη – στην καθοριστική και ευαίσθητη θέση του.
Ο Λιγνάδης επιτέθηκε στην ηγεμονία της Αριστεράς, μιλώντας για τις «ψευδοαριστερές συνειδήσεις». Αποκατέστησε πλαγίως τον δωσιλογισμό με την ονοματοδοσία αίθουσας του Εθνικού ως αίθουσα Ελένης Παπαδάκη. Επικαλέστηκε την καλλιτεχνική αξία της για να εξυμνηθεί κατά βάση η πολιτική της ένταξη και παρουσία κατά τη φασιστική Κατοχή.
Γνώριζε άλλωστε ο Λιγνάδης, αλλά και όλο το πολιτιστικό – πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης, ότι η Αριστερά στην Ελλάδα αντλεί την «ηγεμονία» και το «ηθικό της πλεονέκτημα» από την Εθνική Αντίσταση, όταν και έδωσε εκατόμβες μαρτύρων για την ελευθερία του λαού μας. Η σχετικοποίηση, ο υποβιβασμός, η υποτίμηση και η συκοφάντηση του εαμικού κινήματος ήταν ο απώτερος στόχος της επιμονής του Λιγνάδη η οποία άλλωστε χαιρετίστηκε με ξέφρενο ενθουσιασμό από τα ΜΜΕ της άρχουσας τάξης.
Ο Λιγνάδης επιχείρησε με την παρουσία του στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου να κάνει το αρχαίο δράμα εφαλτήριο ενός νέου γύρου προγονοπληξίας και αρχαιολατρίας, με τις κιτσάτες υποκλίσεις στο ομοίωμα του Παρθενώνα, βγαλμένες από την αισθητική της επταετίας. Πήρε όλα τα κλισέ της αντίδρασης, τα έντυσε με περίβλημα εικοστού πρώτου αιώνα και τα ξανασέρβιρε βάζοντας ως κερασάκι το ταλέντο του ή τη θεατρική του ευφυία.
Πόσο μπορεί να διαχωριστεί η ασυλία που είχε (ή ένιωθε ότι είχε) στην προσωπική του ζωή, από την πολιτική αποστολή που ανέλαβε ή του ανέθεσαν;
Όχι, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δεξιοί ανέχονται τους παιδοβιαστές, ούτε ότι οι παιδοβιαστές είναι δεξιοί.
Σημαίνει όμως ότι ο περί πολλού πολιτικός ρόλος δεν μπορεί να προσφέρει (φανταστική ή πραγματική) ασυλία για εγκλήματα.
Σημαίνει επίσης ότι είναι άλλο να έχει κάποιος ακούσει ψιθύρους και μην μπορώντας να τους αποδείξει, απλώς να σιωπά, και άλλο οι ψίθυροι να αγνοούνται επειδή ο συγκεκριμένος προορίζεται να παίξει πολιτικό ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα.
Αυτό από μόνο του δεν είναι απλά λόγος παραίτησης υπουργού, είναι λόγος βαθιάς πολιτικής κρίσης.
Τρίτον. Η υπόθεση Λιγνάδη πρέπει να πολιτικοποιηθεί γιατί η σεξουαλική κακοποίηση μπορεί να μην έχει κόμμα, αλλά έχει ιδεολογία. Τη φασιστική, διαστροφική ιδεολογία της επιβολής, της ατίμωσης του συνανθρώπου, της εκμετάλλευσης του ανίσχυρου, της ασυδοσίας του ισχυρού, της ικανοποίησης των εγωιστικών αναγκών ή επιθυμιών σε βάρος του άλλου.
Η ιδεολογία αυτή δεν είναι άμεσα πολιτική με την έννοια ότι κανένα κόμμα δεν την αναγνωρίζει για σημαία του. Όμως σε τελικό επίπεδο κάθε ιδεολογία επιτελεί ρόλο πολιτικό, γιατί η μία ή η άλλη κοσμοθεωρία και στάση ζωής παράγει αποτελέσματα στο οργανωμένο κοινωνικό σύνολο. Ακόμα και αν πρόκειται για βιασμούς παιδιών που διαπράττονται εν κρυπτώ και παραβύστω.
Ένας βιαστής ή παιδοβιαστής μπορεί εξίσου καλά να είναι είτε δεξιός, είτε αριστερός, είτε φιλελεύθερος, είτε αναρχικός. Γιατί είναι ένα πράγμα η ιδεολογία που κάποιος επικαλείται και ένα άλλο πράγμα η ιδεολογία που τον καθορίζει.
Η πολιτικοποίηση όμως των υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης – άρα και του Λιγνάδη – δεν αφορά το ποδοσφαιρικό σκορ των αριστερών ή δεξιών κακοποιητών, παρενοχλούντων ή παιδοβιαστών. Δεν αφορά κανένα ισοζύγιο πολιτικού κόστους ή κέρδους.
Αφορά κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο: την αποκάλυψη, την καταγγελία, την πλειοψηφική πλέον αποστροφή προς ιδεολογίες και αντιλήψεις που τρέφουν το φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης. Γιατί μπορεί η έκφραση του φαινομένου να γίνεται σε ατομική βάση, στο σπίτι ή στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, αλλά το φαινόμενο είναι κοινωνικό, έχει ρίζες σε κοινωνικές αντιλήψεις και συσχετισμούς.
Η κοινωνική κατακραυγή για αυτή τη φασιστική ιδεολογία της επιβολής, είναι μια βαθιά απελευθερωτική πρακτική.
Η τυχόν παραίτηση Μενδώνη, από τη μια επιβεβαιώνει ότι υπάρχει πολιτική ευθύνη στην υπόθεση, από την άλλη δεν αντιστοιχεί στο βάθος και στην έκταση του σκανδάλου.
Και μια διευκρίνηση: Η πολιτικοποίηση του σκανδάλου Λιγνάδη, δεν αφορά τον πόλεμο ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ, τα hashtags που παίζουν μισθωμένα τρολ στα κοινωνικά δίκτυα ή την κοντόθωρη μικροκομματική εκμετάλλευση. Βέβαια από ένα κόμμα που βούτηξε τα χέρια του σε απανθρακωμένα πτώματα για να βγάλει κέρδη, ή ένα κόμμα που μέτραγε τις ανθρώπινες ζωές με όρους «στραβής στη βάρδια», δεν ξέρουμε τι καλύτερο μπορούμε να περιμένουμε.
Το κύμα των καταγγελιών όπως ξεκίνησε από τη μαρτυρία της Σοφίας Μπεκατώρου είναι βαθιά πολιτικό. Γιατί μπορεί να απομονώσει, να απαξιώσει, να αποκαθηλώσει ιδεολογίες και στάσεις ζωής εξουσιαστικές, καταπιεστικές, ηθικά και ποινικά κολάσιμες.

Αρθρογραφεί στο antapocrisis για θέματα πολιτικής επικαιρότητας και Αριστεράς.