Άρθρα

Η Γαλλία του ακραίου κέντρου

Αναδημοσιεύουμε για λόγους ενημέρωσης το άρθρο της Diana Johnstone για τις γαλλικές εκλογές. Ανεξάρτητα από τις διαφωνίες που μπορεί κανείς να έχει με την φιλική προσέγγιση της Johnstone στο φαινόμενο Λεπέν, έχει ενδιαφέρον η επισήμανση ότι οι πολιτικές που ξεφεύγουν από την ακλόνητη πίστη την Ατλαντική Συμμαχία χαρακτηρίζονται «ακραίες», «φιλοΠουτινικές» και «εκτός δημοκρατικού τόξου», είτε αυτό αφορά τη Δεξιά, είτε την Αριστερά. Η Johnstone είναι πρώην εκπρόσωπος τύπου της Ομάδας των Πρασίνων στο Ευρωκοινοβούλιο, η οποία διαφώνησε κάθετα με τη στάση τους στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας θεωρώντας ότι τόσο οι Πράσινοι όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες, μετατράπηκαν από φιλειρηνικές σε φιλοπόλεμες δυνάμεις. Έκτοτε έχει υιοθετήσει οξύτατες θέσεις ενάντια στην ευρωπαϊκή φιλο-ατλαντική Αριστερά και προτείνει αντιδημοφιλείς συμβιβασμούς και συμμαχίες – ακόμα και με τη Λεπέν- με αντι-νεοφιλελεύθερο και αντι-ατλαντικό πρόσημο. 

Την Κυριακή, ο Εμανουέλ Μακρόν επανεξελέγη για δεύτερη πενταετή θητεία στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας με ποσοστό 58,54% των ψήφων. Όπως και το 2017, η υποψήφια έναντι της οποίας επικράτησε, ήταν η Μαρίν Λεπέν, η οποία έλαβε 41,46%. Μοιάζει και πάλι σαν déjà vu.

Εξωτερικά, αυτό μπορεί να θεωρηθεί είτε ως ένδειξη ότι ο Μακρόν είναι ένας δημοφιλής πρόεδρος ή/και ότι η Γαλλία έχει για άλλη μια φορά σωθεί από τη φασιστική απειλή.  Καμία από αυτές τις εντυπώσεις δεν είναι σωστή.  Το αποτέλεσμα σημαίνει κατά βάση ότι η Γαλλία έχει κολλήσει στο There Is No Alternative (TINA) – τη νεοφιλελεύθερη αντικατάσταση του πολιτικού βολονταρισμού από την τεχνοκρατική διακυβέρνηση.

Ο Μακρόν δεν είναι συντριπτικά δημοφιλής. Στον πρώτο αποκλειστικό γύρο των εκλογών που διεξήχθη στις 10 Απριλίου, πάνω από το 72% των ψηφοφόρων επέλεξαν έναν από τους άλλους 11 υποψηφίους.

Ο Μακρόν προσωποποιεί το Κέντρο

Πριν από περίπου τέσσερις δεκαετίες, όταν ο νεοφιλελευθερισμός μόλις είχε αρχίσει να υπαγορεύει τις οικονομικές του επιταγές, οι γαλλικές πολιτικές επιλογές καθορίζονταν από μια παραδοσιακή εναλλαγή “Αριστεράς-Δεξιάς” στην κυβέρνηση, μεταξύ του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των ονομαστικά (αλλά όχι πραγματικά) “γκωλικών” συντηρητικών, που αργότερα μετονομάστηκαν σε Ρεπουμπλικανούς.  Όμως αυτή η εναλλαγή έχασε το πλεονέκτημά της, διότι όποιο κόμμα και αν ήταν στην εξουσία, ανεξάρτητα από τις προεκλογικές του υποσχέσεις, εφάρμοζε τις ίδιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ευνοούσαν τα κέρδη του κεφαλαίου, έναντι των μισθών και των δημόσιων υπηρεσιών.

Πριν από πέντε χρόνια, με τη διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς να έχει θολώσει από αυτή τη συμμόρφωση, ήρθε η ώρα να δημιουργηθεί ένα κίνημα που δεν ήταν ούτε αριστερό ούτε δεξιό, ή ίσως ήταν και τα δύο, αλλά πάντως ήταν σε απόλυτη συμμόρφωση με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο όμορφος νεαρός τραπεζίτης Εμανουέλ Μακρόν μυήθηκε στη χάραξη κυβερνητικής πολιτικής από άτομα με μεγάλη επιρροή, όπως ο Ζακ Ατταλί, ο οικονομικός και κοινωνικός θεωρητικός, και κέρδισε την υποστήριξη του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος για αυτό το νικηφόρο σχέδιο.  Η προσωπική αύρα του 39χρονου ως σφριγηλού νέου που βιάζεται να κάνει πράξη τις ιδέες του, προσέλκυσε τους ερασιτέχνες πολιτικούς να υποστηρίξουν το κίνημά του “En Marche” (Πάμε). Αυτή η προσωποποίηση του κέρδισε στις εκλογές του 2017.

Αυτό που επιτάχυνε ο Μακρόν ήταν στην πραγματικότητα οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που προωθούσε η ΕΕ. Οι πολιτικές του διευκόλυναν τις ιδιωτικοποιήσεις και την αποβιομηχάνιση, καθώς και τις περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες, όπως τα νοσοκομεία και οι μεταφορές.  Αυτό προκάλεσε τις περισσότερες δυσκολίες στην αγροτική Γαλλία, οδηγώντας στις διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων, οι οποίες καταστέλλονται αυταρχικά από την αστυνομία.

Η πολιτική περιθωριοποιείται ως “ακραία”

Στις 10 Απριλίου του περασμένου έτους, στον πρώτο γύρο των φετινών προεδρικών εκλογών, τα δύο πρώην “κυβερνητικά” κόμματα, οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Σοσιαλιστές, σχεδόν εξαφανίστηκαν.  Η υποψήφια των Ρεπουμπλικανών, Βαλερί Πεκρές, η οποία είχε ξεκινήσει ψηλά στις δημοσκοπήσεις, δεν κατάφερε να συγκεντρώσει το κρίσιμο ποσοστό του 5% των ψήφων, το οποίο εξασφαλίζει στα κόμματα δημόσια χρηματοδότηση.

Η μοίρα του Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν εξίσου ταπεινωτική: η Αν Ινταλγκό, διάσημη ως δήμαρχος του Παρισιού για τις χαοτικές προσπάθειές της να καταργήσει τα αυτοκίνητα υπέρ των ποδηλάτων και των σκούτερ, συγκέντρωσε ένα αξιοθρήνητο 1,75%, ακόμη λιγότερο από τον υποψήφιο του Κομμουνιστικού Κόμματος Φαμπιέν Ρουσέλ, που έλαβε 2,28%.

Οι εκλογές της 10ης Απριλίου παρήγαγαν τρία μεγάλα ψηφοδέλτια, γύρω από τρεις υποψηφίους με αδύναμα κόμματα, αβέβαια προγράμματα, αλλά ισχυρές προσωπικότητες που ο καθένας εκπροσωπεί μια στάση: Εμανουέλ Μακρόν 27,83%, Μαρίν Λεπέν 23,15%, Ζαν Λυκ Μελανσόν του κόμματος La France Insoumise (Ανυπότακτη Γαλλία), 21,95%.

Αν ο Μελανσόν είχε έρθει δεύτερος, απέναντι στον Μακρόν, σίγουρα θα υπήρχε μια εκστρατεία φόβου που θα τον στιγμάτιζε ως επικίνδυνα “ακραίο”, ακόμη και “κομμουνιστή” και “αντιευρωπαίο φίλο του Πούτιν”. Όμως η Μαρίν Λεπέν ήρθε δεύτερη, επομένως η εκστρατεία φόβου τη στιγμάτισε ως “ακροδεξιά”, ακόμη και “φασίστρια” και “αντιευρωπαία φίλη του Πούτιν”.

Η πολιτική έξω από το κομφορμιστικό κέντρο είναι επικίνδυνα “ακραία”.

Ο Μελανσόν ενσαρκώνει την Αριστερά

Το υψηλό ποσοστό του Μελανσόν ήταν ο θρίαμβος μιας ισχυρής προσωπικότητας έναντι των κομμάτων.  Η φλογερή ρητορική του κέρδισε ευρεία δημόσια αναγνώριση όταν ήρθε σε ρήξη με το Σοσιαλιστικό Κόμμα κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος του 2005 για το σχέδιο Συντάγματος της ΕΕ.

Το Σύνταγμα απορρίφθηκε από τους ψηφοφόρους, αλλά σε αντίθεση με τη λαϊκή ψήφο, οι βουλευτές υιοθέτησαν τα ίδια ακριβώς μέτρα στη Συνθήκη της Λισαβόνας, επιβεβαιώνοντας τις νεοφιλελεύθερες παγκοσμιοποιητικές πολιτικές της ΕΕ και την προσήλωσή της στο ΝΑΤΟ.

Το 2016 ο Μελανσόν ίδρυσε το δικό του κόμμα La France Insoumise (Ανυπότακτη Γαλλία), του οποίου το κύριο πλεονέκτημα είναι η προσωπική του σθεναρή ρητορική και η εριστική σχέση με τα μέσα ενημέρωσης και τους αντιπάλους του.  Στην προεδρική κούρσα του 2017, ήρθε τέταρτος με υποσχέσεις για τολμηρές πολιτικές που θα αψηφούσαν τους περιορισμούς της ΕΕ.

Αυτή τη φορά, ο Μελανσόν υιοθέτησε ένα πρόγραμμα που δεν είχε ακριβώς συνοχή, αλλά είχε σαφή στόχο να κερδίσει ψήφους από όλα τα τμήματα της διχασμένης και αποδυναμωμένης Αριστεράς της Γαλλίας.  Τόνισε τα γενναιόδωρα μέτρα για τη βελτίωση της “αγοραστικής δύναμης”: υψηλότερος κατώτατος μισθός, μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 60 έτη, έλεγχος των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης – μέτρα που φαίνονταν μη ρεαλιστικά ακόμη και σε πολλούς αριστερούς.

Τα μέτρα που υιοθέτησε για να προσελκύσει την πράσινη ψήφο έφτασαν από τα δωρεάν σχολικά γεύματα με βιολογικά προϊόντα μέχρι τη σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας έως το 2045 – ενάντια στην αυξανόμενη τάση στη Γαλλία να θεωρεί την πυρηνική βιομηχανία της Γαλλίας απαραίτητη για την ενεργειακή της – και όχι μόνο – επιβίωση.

Αυτό κατάφερε να αφήσει τον υποψήφιο των Πρασίνων Γιανικ Ζαντό, (ο οποίος ονειρευόταν να μιμηθεί την επιτυχία των πολεμοχαρών Γερμανών Πρασίνων), με μόλις 4,63% των ψήφων.

Για τους LGBTQI ψηφοφόρους, ο Mélenchon μίλησε θετικά για την τροποποίηση του Συντάγματος ώστε να διασφαλιστεί το δικαίωμα αλλαγής φύλου (ένα δικαίωμα που υπάρχει ήδη).  Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί λίγο αντιφατικό προς τις προσπάθειές του να κερδίσει την υποστήριξη της μουσουλμανικής κοινότητας.

Παρ’ όλα αυτά, οι μουσουλμάνοι ηγέτες εξέδωσαν δήλωση:

“Εμείς, οι ιμάμηδες και οι ιεροκήρυκες, καλούμε τους Γάλλους πολίτες της μουσουλμανικής πίστης να ψηφίσουν στον πρώτο γύρο τον λιγότερο χειρότερο από τους υποψηφίους σε αυτές τις προεδρικές εκλογές: τον Ζαν Λυκ Μελανσόν”.

Σύμφωνα με τα exit polls, ο Μελανσόν έλαβε σχεδόν το 70% των μουσουλμανικών ψήφων.

Αυτό μπορεί να συμπίπτει κάπως με τα υψηλά ποσοστά του μεταξύ των νέων στις πόλεις και τα εθνοτικώς μικτά προάστια: 38% των ψηφοφόρων κάτω των 25 ετών. Ζήτησε επίσης να μειωθεί η ηλικία ψήφου στα 16 έτη.

Συνολικά, η ψήφος του Μελανσόν αντιστοιχούσε σαφέστερα στην ψήφο γύρω από πολιτικές ταυτότητας που επικεντρώνονται σε κοινωνικά και όχι σε κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα. Τα πήγε καλά με την εργατική τάξη (27% των εργατών και 22% των υπαλλήλων), αλλά η Μαρίν Λεπέν τα πήγε καλύτερα (33% και 36%).

Στην ερώτηση γιατί ψήφισαν τον Μελανσόν, περίπου το 40% απάντησε ότι ήταν μια “χρήσιμη” ψήφος – όχι για να υποστηρίξουν το πρόγραμμά του, αλλά μάλλον επειδή ήταν εκείνος ο υποψήφιος της Αριστεράς που θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στη Μαρίν Λεπέν. Τώρα ονειρεύεται να σαρώσει στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου και να γίνει αρχηγός της αντιπολίτευσης ή ακόμη και πρωθυπουργός.

Η τελευταία λέξη του Μελανσόν προς τους οπαδούς του το βράδυ της 10ης Απριλίου ήταν επιτακτική: “Ούτε μία ψήφος στη Μαρίν Λεπέν!”.

Μαρίν Λεπέν, το αουτσάιντερ

Ένας εχθρός είναι πάντα ένας ενωτικός παράγοντας, και για την κατακερματισμένη γαλλική αριστερά, η Μαρίν Λεπέν είναι ο ενωτικός παράγοντας.  Κληρονόμησε αυτόν τον ρόλο από τον πατέρα της, Ζαν-Μαρί Λεπέν.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ο πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν εγκατέλειψε απότομα το σοσιαλιστικό Κοινό Πρόγραμμα στο οποίο χρωστούσε την εκλογή του, μαζί βέβαια με την ισχυρή υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ιδεολογικά εστίασε στον “αντιρατσισμό”.

Ο αντιρατσισμός μεταλλάχθηκε σταδιακά σε υποστήριξη της μετανάστευσης και ακόμη και των ανοιχτών συνόρων, με το σκεπτικό ότι οι όποιοι περιορισμοί στη μετανάστευση δεν μπορεί παρά να υποκινούνται από “ρατσιστικό μίσος”.

Αυτή δεν ήταν μια παραδοσιακή στάση της Αριστεράς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, και για δεκαετίες μετά, η αντίθεση στη μαζική μετανάστευση αποτελούσε βασική πολιτική της μαρξιστικής Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, το οποίο έβλεπε τη μαζική μετανάστευση ως μια τεχνική του κεφαλαίου για τη διάσπαση της εργατικής αλληλεγγύης και τη μείωση των μισθών.

Η μετανάστευση εξελίχθηκε σε βασικό ζήτημα μόνο από τη στιγμή που η κατεστημένη Αριστερά εγκατέλειψε το οικονομικό της πρόγραμμα για να ακολουθήσει τον νεοφιλελευθερισμό που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση.  Όπως συμβαίνει, τα ανοιχτά σύνορα είναι μια θέση που είναι απολύτως συμβατή με τη νεοφιλελεύθερη οικονομία. Και τα δύο, μπορούν να ευδοκιμήσουν μαζί, τείνοντας προς μια πολιτική που αφορά τις ταυτότητες και όχι τα κοινωνικά συμφέροντα.

Το 1980, ο πιο κοντινός ρατσιστής κακοποιός που μπορούσαν να βρουν οι Σοσιαλιστές ήταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, ο οποίος ήταν αντίθετος στη μετανάστευση μεγάλης κλίμακας κυρίως για λόγους εθνικής ταυτότητας. Το ποικιλόμορφο κόμμα του, το Εθνικό Μέτωπο, περιλάμβανε απομεινάρια θνησιγενών ακροδεξιών ομάδων, αν και ο Ζαν-Μαρί Λεπέν ήταν περισσότερο αστείος παρά φασιστικός. Οι εχθροί του ανέδειξαν την αποστροφή του ότι “οι θάλαμοι αερίων ήταν μια λεπτομέρεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου” ως απόδειξη συνενοχής στο Ολοκαύτωμα. Πιο φανατικοί εχθροί του, ανατίναξαν το διαμέρισμά του, κάνοντας την ανάλογη εντύπωση στην 8χρονη τότε κόρη του Μαρίν.

Η Μαρίν έκανε καριέρα δικηγόρου, έκανε δύο γάμους και απέκτησε τρία παιδιά, προτού στραφεί στην πολιτική και ουσιαστικά κληρονομήσει το πολιτικό κόμμα του πατέρα της, όταν αυτός αποσύρθηκε.  Ο Ζαν-Μαρί απολάμβανε να είναι προκλητικός.  Ο παλιός πεζοναύτης ήθελε να κερδίσει καρδιές και μυαλά.

Η Μαρίν Λεπέν καθάρισε τα πιο εξτρεμιστικά στοιχεία του κόμματος, έβαλε με επιτυχία υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο στην υποβαθμισμένη βόρεια πόλη Henin-Beaumont, άλλαξε το όνομα του κόμματος από Εθνικό Μέτωπο στο πιο χαλαρό Rassemblement National και απομακρύνθηκε όλο και περισσότερο από το ίδιο της το κόμμα.

Προσπάθησε να είναι φιλική προς τις εβραϊκές οργανώσεις. Το πρόγραμμά της ζητούσε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τον έλεγχο της μετανάστευσης, το οποίο, μεταξύ άλλων, θα επέτρεπε στη Γαλλία να απελαύνει αλλοδαπούς που έχουν καταδικαστεί για σοβαρά εγκλήματα. Οι πιο αμφιλεγόμενες (και μάλλον αδύνατες) προτάσεις της αφορούσαν την “εξάλειψη της ισλαμικής εξτρεμιστικής ιδεολογίας” (κάνοντας διάκριση με το συμβατικό Ισλάμ).

Ο Ζαν-Μαρί Λεπέν ήταν σφοδρός πολέμιος του Ντε Γκωλ, όχι μόνο επειδή ο πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ παραχώρησε την ανεξαρτησία στην Αλγερία.  Αυτό είναι αρχαία ιστορία για τη γενιά της κόρης του.

Η Μαρίν Λεπέν ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τον γκωλισμό: πατριωτισμός, εθνική ανεξαρτησία και κοινωνικός συντηρητισμός που σέβεται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.

Έχει ζητήσει να αποχωρήσει η Γαλλία από την κοινή διοίκηση του ΝΑΤΟ, όπως το έπραξε ο Ντε Γκωλ το 1966. (Ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί την επανένταξε το 2009). Έχει επίσης υποστηρίξει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, ομαλοποιώντας τις σχέσεις με τη Ρωσία – μια θέση που επανέλαβε ακόμη και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Εν τω μεταξύ, διάφοροι πόλεμοι, ιδίως η καταστροφή της Λιβύης το 2011, έχουν πολλαπλασιάσει την παράνομη μετανάστευση.

Ενώ η εισαγωγή εγκεφάλων -ιδίως ιατρικού προσωπικού από φτωχές χώρες- είναι πάντα ευπρόσδεκτη, η οικονομία δεν είναι σήμερα σε θέση να απορροφήσει το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, γεγονός που οδηγεί αναπόφευκτα σε κοινωνικά προβλήματα.  Η άρνηση της Αριστεράς να αναγνωρίσει την ύπαρξη τέτοιων προβλημάτων καθιστά εξαιρετικά δύσκολο να τεθεί το θέμα χωρίς να χαρακτηριστεί κανείς “ρατσιστής” Αλλά τα ερωτήματα που τίθενται είναι επίμονα.

Στην πραγματικότητα, η αντίθεση στη μαζική μετανάστευση κυριάρχησε ξαφνικά σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία, καθώς ο πολιτικός συγγραφέας και τηλεοπτικός σχολιαστής Ερίκ Ζεμούρ έβαλε στόχο να κλέψει το θέμα από τη Μαρίν Λεπέν και να το αναδείξει ως κεντρικό στην εκστρατεία του για την προεδρία.

Ο Ζεμούρ είναι ένα είδος αντι-Μπερνάρ Ανρί Λεβί, το ακριβώς αντίθετο του πλούσιου “φιλοσόφου” Μπερνάρ Ανρί Λεβί – και οι δύο είναι αλγερινής εβραϊκής καταγωγής.

Στη δεκαετία του 1980, στα χρόνια του Μιτεράν, ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί κέρδισε φήμη ως κορυφαίος αντικομμουνιστής φιλελεύθερος αριστερός, κατακεραυνώνοντας τη Γαλλία για τον λανθάνοντα φασισμό και τον αντισημιτισμό της. Αν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ τύχει να κάνουν πόλεμο στο Αφγανιστάν, τη Βοσνία, τη Λιβύη ή την Ουκρανία, είναι φανατικά υπέρ.

Ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί είναι μεγάλος και θέλει να είναι λαμπερός.  Ο Ζέμουρ είναι μικρός και αθυρόστομος, αλλά μιλάει πιο λογικά από τον επιδεικτικό Μπερνάρ Ανρί Λεβί.

Σε αντίθεση με τις ηθικές διαλέξεις του Μπερνάρ Ανρί Λεβί προς τους Γάλλους, ο Ζεμούρ έχει αγκαλιάσει τη γαλλική πατρίδα με φλογερή αγάπη και επιθυμεί να την υπερασπιστεί από τους κινδύνους της μαζικής μετανάστευσης και του ισλαμικού εξτρεμισμού. Οι αρχικές του συγκεντρώσεις συγκέντρωσαν ενθουσιώδη πλήθη, προσελκύοντας κυρίως πολλούς μορφωμένους νέους άνδρες.

Ενώ η Μαρίν Λεπέν απευθύνεται στην εργατική τάξη των μικρών πόλεων και των αγροτικών περιοχών, ο Ζεμούρ κέρδισε οπαδούς μεταξύ της μορφωμένης ανώτερης τάξης, ζητώντας την “ανακατάληψη” της Γαλλίας από τη “μεγάλη αντικατάσταση” των Γάλλων από τη μετανάστευση.

Ο Ζεμούρ ήρθε τέταρτος με ποσοστό λίγο πάνω από 7% στον πρώτο γύρο, σε σύγκριση με το 23,15% της Λεπέν.  Φιλοδοξεί να ηγηθεί του σχηματισμού ενός νέου δεξιού κόμματος. Σημείωσε σχετικά καλά αποτελέσματα στα πλούσια δυτικά τμήματα του Παρισιού και ήρθε πρώτος μεταξύ των υπερπόντιων Γάλλων που ζουν στο Ισραήλ και σε άλλες χώρες της περιοχής.

Φαίνεται ότι ο Ζεμούρ τσίμπησε ελαφρώς από την ψήφο των ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων, η οποία τελικά πήγε με αρκετή σταθερότητα στον Μακρόν.  Ο ταξικός διαχωρισμός ήταν σαφής στις τελικές εκλογές – ο Μακρόν πήρε τις ψήφους των ευημερούντων, η Μαρίν ήταν η επιλογή των ξεχασμένων.

Στις τελικές εκλογές, η Μαρίν Λεπέν σάρωσε στα υπερπόντια εδάφη της Γαλλίας στις Δυτικές Ινδίες, συγκεντρώνοντας 70% στη Γουαδελούπη και 60% στη Μαρτινίκα και τη Γαλλική Γουιάνα.  Δεδομένου ότι το 93% του πληθυσμού της Γουαδελούπης είναι αφρικανικής καταγωγής, η ψηφοφορία αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνει πως, ό,τι κι αν λένε ή σκέφτονται άλλοι, οι υποστηρικτές της Μαρίν Λεπέν δεν τη θεωρούν “ρατσίστρια” [Μία από τις πιο αμφιλεγόμενες θέσεις της, την οποία ο Μακρόν ανέδειξε κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, είναι η απαγόρευση στις γυναίκες να καλύπτουν το κεφάλι τους δημοσίως. Ο Μακρόν είπε ότι αυτό θα ξεκινούσε έναν “εμφύλιο πόλεμο”].

Η προσωπικότητα έχει σημασία στην πολιτική.  Ακριβώς όπως η δημοτικότητα του Μελανσόν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον εκρηκτικό χαρακτήρα του, η δημοτικότητα της Μαρίν Λεπέν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δημόσια προσωπικότητά της: μια γυναίκα που εμφανίζεται ζεστή, ευδιάθετη και ανθεκτική.

Σταματήστε τον φασισμό!

Αφού πρώτα έβγαλε την εντολή: “Ούτε μία ψήφος στη Λεπέν!” ο Μελανσόν συνέχισε να προτρέπει τους ψηφοφόρους του πρώτου γύρου να μην απέχουν, υποστηρίζοντας ουσιαστικά τον Μακρόν. Η αντίληψη ήταν ότι η εκλογή της Λεπέν θα έβαζε τέλος στις ελευθερίες μας μια για πάντα.

Πάνω από 350 ΜΚΟ υπέγραψαν δήλωση του Κινήματος κατά του Ρατσισμού και για τη Φιλία μεταξύ των Λαών (MRAP) που προειδοποιούσε ότι η εκλογή της θα “καταργήσει το κράτος δικαίου”.

Μικρές ομάδες αναρχικών φοιτητών κατέλαβαν προσωρινά τη Σορβόννη και μερικά άλλα ελίτ πανεπιστήμια στο Παρίσι και έκαναν άνω κάτω τα πράγματα για να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους, μια προειδοποίηση για το τι θα μπορούσε να συμβεί αργότερα.

Η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών (CGT) δήλωσε ότι: “Η ιστορία δείχνει ότι υπάρχει διαφορά φύσης μεταξύ των δημοκρατικών κομμάτων που κερδίζουν την εξουσία και την παραδίδουν, και της ακροδεξιάς που, μόλις βρεθεί στην εξουσία, την αρπάζει και δεν την παραδίδει πίσω”.

Και πώς θα το έκανε αυτό η Λεπέν; Το κόμμα της δεν είναι πολύ ισχυρό και βασίζεται εξ ολοκλήρου στην εκλογική πολιτική. Δεν υπάρχει πολιτοφυλακή που να είναι οργανωμένη για να χρησιμοποιεί βία για πολιτικούς σκοπούς (όπως στην περίπτωση των πραγματικών ιστορικών φασιστών). Υπάρχουν πολλές αντίρροπες δυνάμεις στη Γαλλία, όπως τα πολιτικά κόμματα, τα εχθρικά μέσα ενημέρωσης, η σε μεγάλο βαθμό αριστερή δικαστική εξουσία, οι ένοπλες δυνάμεις (που συνδέονται με το ΝΑΤΟ), οι μεγάλες επιχειρήσεις και το χρηματοπιστωτικό σύστημα που ποτέ δεν υποστήριξαν τη Λεπέν, η βιομηχανία του θεάματος, κ.λπ., κ.λπ.

Στην πραγματικότητα, ο πραγματικός κίνδυνος της εκλογής της Μαρίν Λεπέν ήταν ακριβώς το αντίθετο: η δυσκολία που θα είχε να κυβερνήσει. Στην προεκλογική της εκστρατεία, κατέστησε σαφές ότι θα ήθελε να μοιραστεί την εξουσία, αλλά με ποιον; Ορισμένες ομάδες υπόσχονταν να κάνουν κόλαση τους δρόμους. Μεγάλο μέρος της προτεινόμενης νομοθεσίας της θα ήταν αδύνατο να τεθεί σε ισχύ ή θα αντιμετώπιζε αντιδράσεις στα δικαστήρια.

Η υπόθεση του συμβιβασμού

Ας φανταστούμε απλώς ένα διαφορετικό σενάριο, όπου η “Αριστερά” δεν ορίζεται πλέον από την “απόλυτη άρνηση να έχουμε οποιαδήποτε σχέση με οποιονδήποτε δεξιό”.

Το πρόγραμμα του Μακρόν για την επόμενη πενταετία επιταχύνει περαιτέρω τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που χρηματοδοτεί η ΕΕ, ιδίως την επιμήκυνση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 έτη που είναι σήμερα, στα 65 έτη.

Ο Μελανσόν ζήτησε μάλιστα να μειωθεί η ηλικία συνταξιοδότησης στα 60 έτη.  Εν τω μεταξύ, η Μαρίν Λεπέν τόνισε την υποστήριξή της στη διατήρηση χαμηλότερης ηλικίας συνταξιοδότησης, με ιδιαίτερη μέριμνα για όλους εκείνους που εργάζονται σε σωματικά απαιτητικές εργασίες από νεαρή ηλικία.  Αυτή η θέση τη βοήθησε να έρθει πρώτη στους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης.

Σε ένα φανταστικά διαφορετικό πλαίσιο, ένας Μελανσόν θα μπορούσε να είχε προτείνει έναν συμβιβασμό με τη Λεπέν, προκειμένου να νικήσει τον Μακρόν και να υλοποιήσει ένα κάπως πιο κοινωνικό πρόγραμμα.

Δεδομένου ότι οι δύο συμφωνούσαν σε μεγάλο βαθμό στο κρίσιμο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής -ιδίως στην αποφυγή πολέμου με τη Ρωσία- θα ήταν ίσως δυνατό να επεξεργαστούν από κοινού ένα είδος “γκωλικής” πολιτικής, που θα έσπαγε τη λαβή του ακραίου κέντρου, με την ακλόνητη πίστη του στην Ατλαντική Συμμαχία.  Αυτό δεν θα οδηγούσε σε “κατάσχεση της εξουσίας”, αλλά θα αναστάτωνε τα πράγματα. Θα επανέφερε την αίσθηση εναλλαγής στην πολιτική ζωή.

Αλλά στην πραγματικότητα, όπως έχουν τα πράγματα, ο Μελανσόν έδωσε τις εκλογές στον Μακρόν. Και τώρα φιλοδοξεί να ηγηθεί της αντιπολίτευσης στον Μακρόν. Αλλά το ίδιο ισχύει και για τη Μαρίν Λεπέν, και για τον Έρικ Ζεμούρ.

Οι εκλογές & ο πόλεμος στην Ουκρανία

Όταν οι ρωσικές δυνάμεις εισήλθαν στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, η πρόβλεψη ήταν ότι αυτό θα εδραίωνε τη θέση του Μακρόν ως αρχηγού κράτους σε μια πολεμική κρίση. Καθώς τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί έσπευσαν να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στην Ουκρανία κατά της Ρωσίας, τόσο η Μαρίν Λεπέν όσο και ο Ζαν Λυκ Μελανσόν καταγγέλθηκαν για τη γνωστή στάση τους απέναντι στη βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία. Μια φωτογραφία της Μαρίν Λεπέν με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, κυκλοφόρησε ευρέως από τους Πράσινους με την προσδοκία ότι αυτό θα κατέστρεφε τις πιθανότητές της.

Δεν συνέβη έτσι.  Στην πραγματικότητα, και οι δύο αυτοί πολιτικοί που “κατανοούν τον Πούτιν” είδαν τα ποσοστά αποδοχής τους να αυξάνονται καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν.

Επιπλέον, ο Φαμπιέν Ρουσέλ, ο μάλλον φρέσκος και νεαρός υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος, όδευε προς μια ήπια επιστροφή του κόμματός του όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, αλλά άρχισε να βυθίζεται αφού υιοθέτησε τη συμβατική δυτική αντιρωσική φιλο-ουκρανική θέση.

Ο υποψήφιος των Πρασίνων Γιανίκ Ζαντό, ο οποίος ήλπιζε να μιμηθεί την επιτυχία των Γερμανών Πρασίνων, και η Βαλερί Πεκρές, υποψήφια των άλλοτε ισχυρών Ρεπουμπλικάνων, ακολούθησαν αμφότεροι την επίσημη γραμμή της Δύσης για τον πόλεμο.  Κανένας δεν έφτασε το 5%.

Στον πρώτο γύρο, λοιπόν, ο πόλεμος δεν αποτέλεσε θέμα – τουλάχιστον όχι ανοιχτό θέμα, αλλά μπορεί να ήταν ένα κρυφό θέμα, γεγονός που δείχνει ότι οι Γάλλοι ψηφοφόροι δεν είναι τόσο ρωσοφοβικοί όσο υποτίθεται ότι τους θεωρούν.

Ωστόσο, στην τρίωρη τηλεοπτική τους συζήτηση στις 20 Απριλίου, ο Μακρόν με ύπουλο και ανήθικο τρόπο επιτέθηκε στη Λεπέν.

Σε αντίθεση με τον Μακρόν, οι εκστρατείες του οποίου μπορούν πάντα να βασίζονται σε γενναιόδωρους δωρητές, η Μαρίν Λεπέν αντιμετωπίζει χρόνιες δυσκολίες χρηματοδότησης. Το 2014, όταν καμία γαλλική τράπεζα δεν της δάνειζε χρήματα για τις επερχόμενες περιφερειακές εκλογές, πήρε δάνειο ύψους 9,4 εκατομμυρίων ευρώ από την Πρώτη Ρωσική Τράπεζα της Τσεχίας (FCRB).  Η τράπεζα έκτοτε χρεοκόπησε και η ίδια συνεχίζει να πληρώνει τους πιστωτές της. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, ο Μακρόν αναφέρθηκε με σκαιότητα σε αυτό το δάνειο, το οποίο είναι γνωστό στη δημοσιότητα, λέγοντας στη Λεπέν ότι “όταν μιλάς στον Πούτιν μιλάς στον τραπεζίτη σου”. Εκείνη αντέδρασε αγανακτισμένη, τονίζοντας ότι ήταν ελεύθερη γυναίκα.

Ο Αλεξέι Ναβάλνι ακολούθησε με μια δήλωση από τη ρωσική φυλακή του, στηρίζοντας τον Μακρόν. Τρεις Ευρωπαίοι πρωθυπουργοί, ο Όλαφ Σολτς της Γερμανίας, ο Πέδρο Σάντσεθ της Ισπανίας και ο Αντόνιο Κόστα της Πορτογαλίας, έγραψαν ανοιχτή επιστολή με την οποία εναντιώνονται στη Μαρίν Λεπέν ως “μια ακροδεξιά υποψήφια που τάσσεται ανοιχτά στο πλευρό εκείνων που επιτίθενται στην ελευθερία και τη δημοκρατία μας, αξίες που βασίζονται στις γαλλικές ιδέες του Διαφωτισμού”. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έσπευσαν φυσικά να συγχαρούν τον Μακρόν για τη νίκη του, θεωρώντας τη θετική δέσμευση για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση.

Η Μαρίν Λεπέν είχε επιμείνει ότι ο σημαντικός πολιτικός διαχωρισμός δεν ήταν πλέον μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, αλλά μεταξύ της διατήρησης του έθνους και της παγκοσμιοποίησης. Ο δραστικός διαχωρισμός του κόσμου που προέκυψε από την κρίση στην Ουκρανία θεωρείται από ορισμένους ως το τέλος του μύθου της παγκοσμιοποίησης και η ανησυχία για την ευημερία του έθνους αναπόφευκτα αυξάνεται.  Ωστόσο, σε αυτές τις εκλογές η παγκοσμιοποίηση κέρδισε την εθνική διατήρηση.

Ο πόλεμος δεν αποτέλεσε μείζον θέμα στη Γαλλία, κυρίως επειδή ο ίδιος ο Μακρόν είναι ίσως ο λιγότερο ρωσοφοβικός μεταξύ των ηγετών των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών.  Οι προσπάθειές του να ενθαρρύνει την Ουκρανία να διαπραγματευτεί τη διευθέτηση του προβλήματος του Ντονμπάς, σύμφωνα με τις συμφωνίες του Μινσκ απέτυχαν, αλλά τουλάχιστον έκανε αυτές τις προσπάθειες, ή φάνηκε να κάνει αυτές τις προσπάθειες.  Φαίνεται να επιθυμεί να διασώσει ό,τι μπορεί από τη θέση του ως δυνητικού διαπραγματευτή, ακόμη και όταν όλες οι προοπτικές για διαπραγματεύσεις μπλοκάρονται από την επιμονή των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν την κρίση στην Ουκρανία για να νικήσουν (και ακόμη και να καταστρέψουν) τη Ρωσία.

Κυβέρνηση από εταιρείες συμβούλων

Στις 17 Μαρτίου, η γαλλική Γερουσία εξέδωσε έκθεση που αποκάλυψε τον βαθιά τεχνοκρατικό χαρακτήρα του καθεστώτος Μακρόν. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η κυβέρνηση Μακρόν πλήρωσε τουλάχιστον 2,43 δισεκατομμύρια ευρώ σε διεθνείς (κυρίως αμερικανικές) εταιρείες συμβούλων για τον σχεδιασμό πολιτικών ή διαδικασιών σε όλους τους τομείς, ιδίως στη δημόσια υγεία. Για παράδειγμα, η εταιρεία συμβούλων McKinsey χρεώνει το Υπουργείο Υγείας με 2.700 ευρώ ημερησίως, ποσό ίσο με το μηνιαίο μισθό ενός υπαλλήλου δημόσιου νοσοκομείου.

Αυτό ισοδυναμεί με μια μορφή πολύ δαπανηρής ιδιωτικοποίησης της κυβέρνησης. Ακόμα πιο σοβαρό, σημαίνει ότι παραδίδεται η πνευματική ικανότητα της γαλλικής κυβέρνησης σε οργανισμούς που είναι ικανοί να διαμορφώνουν την ενιαία δυτική αφήγηση σε όλα τα θέματα. Έτσι η τεχνοκρατική “διακυβέρνηση”, καταστρέφει την πολιτική διακυβέρνηση.

Μετά τη νίκη του, ο Μακρόν πανηγύρισε κάτω από την ευρωπαϊκή σημαία. Η Μαρίν Λεπέν είχε ζητήσει μια γαλλική εξωτερική πολιτική ανεξάρτητη από τον “γαλλογερμανικό άξονα”.  Ο Μακρόν υπόσχεται να διατηρήσει τη στενή εταιρική σχέση με τη Γερμανία – ακόμη και όταν οι τάσεις στις δύο χώρες είναι εμφανώς όλο και πιο αποκλίνουσες. Οι προοπτικές μιας ανεξάρτητης “γκωλικής” γαλλικής εξωτερικής πολιτικής παραμένουν μακρινές.

Πηγή: Consortium News

Μετάφραση: antapocrisis

Κινδυνεύει η ευρωπαϊκή δημοκρατία με τη Λεπέν; Πλάκα κάνετε;

Η Ευρώπη είναι σε βαθιά υπαρξιακή κρίση, το μεταπολεμικό σύστημα πολιτικής αντιπροσώπευσης έχει διαρραγεί, και οι γαλλικές εκλογές το επιβεβαίωσαν για μια ακόμα φορά. Η Γαλλία, όπως και κάθε ευρωπαϊκή χώρα, αλλά ίσως με πιο εκφραστικό τρόπο, δείχνει το θυμό, την απογοήτευση και την οργή της. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. 

Ούτε ο Διαφωτισμός κινδυνεύει, ούτε η Δημοκρατία. Έχουν άλλωστε ήδη εκτελεστεί εν ψυχρώ, από όσους σήμερα παριστάνουν τους ανήσυχους και καλούν σε συσπείρωση γύρω από τον Μακρόν. Η σημερινή Δύση δεν έχει αφήσει τίποτα σώο από την προοδευτική κληρονομιά των περασμένων αιώνων. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο για να το γκρεμίσει η Λεπέν. Η δουλειά έχει γίνει. 

Ανησυχούν μήπως η ακροδεξιά Λεπέν αναιρέσει τις δημοκρατικές κατακτήσεις, αυτοί, που στην Ουκρανία πριμοδότησαν, εξέθρεψαν και νομιμοποίησαν τα ναζιστικά τάγματα της εθνικιστικής καθαρότητας. Μα τι εκλεκτικισμός είναι αυτός;

Πρώτα, εξίσωσαν τον κομμουνισμό με τον ναζισμό. Μετά, αναθεώρησαν την ιστορία. Ενοχοποίησαν ή και απαγόρευσαν κάθε αναφορά στο σοσιαλιστικό παρελθόν. Εξέθρεψαν το νεοναζιστικό φαινόμενο στο όνομα της αποκομμουνιστικοποίησης. Και σήμερα υιοθετούν, χειροκροτούν, χρηματοδοτούν και εξοπλίζουν τα ναζιστικά τάγματα. Για αυτούς, μπροστά στον Πούτιν, ο Χίτλερ είναι πταίσμα. 

Να μας συγχωρείτε λοιπόν, αλλά δεν μοιραζόμαστε τον τρόμο τους. Συγκρινόμενη με τον ουκρανικό ναζισμό, η Λεπέν είναι αρσακειάδα.

Φυσικά, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, η Λεπέν μοιάζει ξένη. Μοιάζει αλλά δεν είναι. Γιατί δίπλα στις ξενοφοβικές και ομοφοβικές πλευρές της ακροδεξιάς, υπάρχουν οι δηλώσεις πίστης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στην ελεύθερη αγορά και στην ευρωατλαντική στρατηγική. Ο αντισυστημισμός της Λεπέν, δεν υπάρχει, παρά μόνο ως ρητορεία.

Ακριβώς είκοσι χρόνια πριν, ο πατέρας Λεπέν ερχόταν δεύτερος πίσω από τον Σιράκ. Το σοκ διαδέχθηκε ένας “δημοκρατικός συναγερμός” από την Αριστερά μέχρι τη Δεξιά, που στοιχιζόταν πίσω από τον Σιράκ “χωρίς επιφυλάξεις”. Η εγχείρηση τότε πέτυχε, αλλά ο ασθενής στην πορεία πέθανε. 

Τα δημοκρατικά αντανακλαστικά του λαού ήρθαν πολύ γρήγορα αντιμέτωπα με μια αντιδημοκρατική και αντιλαϊκή πολιτική, είτε με κεντροδεξιό, είτε με κεντροαριστερό πρόσημο. Η συγκεκριμένη εξέλιξη, κανονικοποίησε την Ακροδεξιά, και άφησε τους πάντες με την απορία τι χειρότερο θα γινόταν αν έλειπε αυτός ο “δημοκρατικός συναγερμός”.

Είκοσι χρόνια μετά, το σοκ είναι πολύ μικρότερο. Μάλλον ανύπαρκτο. Εν μέρει γιατί η Ακροδεξιά λειαίνει όλο και περισσότερο τις αιχμές της. Κυρίως όμως, γιατί η συστημική, πλειοψηφική έκφραση του πολιτικού συστήματος γεννά τόση και τέτοια απογοήτευση, που ακόμα και οι βάρβαροι φαντάζουν “μιά κάποια λύση”. 

Όσο για τους ιεροκήρυκες των ευρωπαϊκών αξιών, του Διαφωτισμού και της Δημοκρατίας, που φρίττουν μπροστά στο ενδεχόμενο της Λεπέν και ηδονίζονται με τον φιλελεύθερο Μακρόν, αρκεί μία και μόνο ερώτηση: 

Τι θα ψηφίζατε, αν στο δεύτερο γύρο περνούσε η Λεπέν με τον Μελανσόν; 

Η απάντηση είναι δεδομένη. 

Αυτή η κινούμενη ντροπή του ακραίου κέντρου, θα ψήφιζε με νύχια και με δόντια Λεπέν μην τυχόν και θιγεί η κερδοφορία των αγορών και η Ευρώπη του κεφαλαίου. 

Η Λεπέν δεν θα ήταν πλέον η ακροδεξιά πράκτορας του Πούτιν, αλλά η Πασιονάρια του νεοφιλελευθερισμού. 

Διότι άμα ο εχθρός εμφανιστεί στις πύλες, οι ναζιστικές ύαινες του Αζόφ γίνονται πατριωτικά λιοντάρια και τα ακροδεξιά όρνεα της Γαλλίας γίνονται φιλελεύθερα αρνάκια. 

Ο Διαφωτισμός και η Δημοκρατία έγιναν κουρέλια από μια ευρωπαϊκή ελίτ που επί δεκαετίες σκόρπισε απλόχερα τη φτώχεια, την ανασφάλεια, την ανεργία. Οι ακροδεξιές δυνάμεις έχουν αιχμή το μεταναστευτικό αλλά βαθύτερη και υποβόσκουσα αιτία της ανόδου τους είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός που έφερε η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός. 

Λένε οι φιλελεύθεροι υποτακτικοί των ΗΠΑ ότι ο Ορμπάν ή η Λεπέν, είναι φίλοι του Πούτιν. Οι πιο ευφάνταστοι από αυτούς θεωρούν, ότι μετά τις αμερικανικές εκλογές που έφεραν τον Τραμπ, ο Πούτιν θα “κλέψει” και τις εκλογές στη Γαλλία. Εδώ ισχύει το ρητό “το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη”. Αυτός που (κατά τη γνώμη τους) σχεδόν κατατροπώθηκε στον πόλεμο με την Ουκρανία, είναι ικανός να διαμορφώνει τη λαϊκή ετυμηγορία στην Αμερική και στη Γαλλία; Θα ήταν ηλίθιοι αν δεν ήταν χυδαίοι. 

Η Ευρώπη βρίσκεται σε παρακμή. Ο πόλεμος στην Ουκρανία την έφερε πολύ πίσω. Την καθιστά ολοκληρωτικά εξαρτώμενη από τον υπερατλαντικό σύμμαχο. Οι ηγέτες της και οι πολιτικές της δυνάμεις προτιμούν να προσχωρήσουν, ίσως και να πρωτοστατήσουν στη Νατοϊκή σταυροφορία, θυσιάζοντας την πολυδιαφημισμένη ευημερία των κοινωνιών τους. 

Όσοι αλλόφρονες φανατικοί καλούσαν τους Ευρωπαίους να πεινάσουν αλλά να μην ενδώσουν στον Πούτιν, τι ακριβώς εκλογικό αποτέλεσμα περίμεναν στη Γαλλία; Και ποιες πολιτικές εξελίξεις εγκυμονεί μια τρομακτική αύξηση στο κόστος ενέργειας, δηλαδή στο κόστος παραγωγής και μεταφοράς, δηλαδή στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκων οικονομιών; 

Ακόμα και αν η Λεπέν χάσει από τον Μακρόν τη μεθεπόμενη Κυριακή, η επόμενη Λεπέν θα κερδίσει τον επόμενο Μακρόν. Γιατί πέρα από τα φληναφήματα του φιλελευθερισμού, υπάρχει και η πραγματική ζωή με τις πραγματικές της συνθήκες.

Ίσως όμως ολόκληρη η Δυση είναι σε παρακμή. Η φθίνουσα πορεία της αντανακλάται στην πρωτόγνωρη αμφισβήτηση της ηγεμονίας της, που πριν είκοσι χρόνια ήταν απολύτως δεδομένη. Δεν αμφισβητείται απλώς από τη Ρωσία. Αμφισβητείται – κυρίως – από την Κίνα, αλλά και από την Ινδία, από το Πακιστάν, από το Ιράν, από τη Βραζιλία.

Και όπως κάθε παρακμάζουσα αυτοκρατορία, η Δύση έχει τους Ούννους και τους Βησιγότθους που της αντιστοιχούν. Τον Τραμπ, τη Λεπέν, τον Ορμπάν και άλλους που θα ξεφυτρώνουν σε μια μακρά πορεία στο μέλλον. Όμως το θέμα είναι η παρακμή. Δεν είναι οι ανεμοδείκτες της. 

Ο επικίνδυνος Μακρόν, λαγός της αυταρχικοποίησης της Ευρώπης

Το κοινοβούλιο της Γαλλίας ψήφισε την Πέμπτη τον περιβόητο νόμο για την “καθολική ασφάλεια”. Ουσιαστικά ένας νόμος πλήρους κάλυψης της αστυνομικής αυθαιρεσίας με την ποινικοποίηση της φωτογράφισης ή βιντεοσκόπησης αστυνομικών εν ώρα καθήκοντος με κακόβουλα κίνητρα. Τα πρόστιμα γι αυτούς που ανεβάζουν βίντεο αστυνομικής βίας θα φτάνουν τις 75.000 ευρώ ενώ οι ποινές μέχρι τα 5 χρόνια φυλάκισης.

Η κυβέρνηση του μεταρρυθμιστή τεχνοκράτη Macron που εκπληρώνει την ατζέντα της Merine Le Pen που πιθανότητα θα είναι η αντίπαλος του στις επόμενες προεδρικές εκλογές, αναφέρει ότι ο νόμος ήταν απαραίτητος για την καλύτερη προστασία της αστυνομίας εν μέσω απειλών και επιθέσεων που δέχεται όλο το τελευταίο διάστημα από το βίαιο περιθώριο αλλά και της αυξανόμενης παρενόχλησης της αστυνομίας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.  Ένα νομοσχέδιο που κακά τα ψέματα είναι τουλάχιστον ειλικρινές. Γιατί φαίνεται να υποψιάζεται τον πραγματικό ρόλο της αστυνομίας αλλά προφανώς να τον αθωώνει και να τον αφήνει ανεξέλεγκτο.

«Οι αστυνομικοί είναι παιδιά της δημοκρατίας και πρέπει να προστατεύονται επειδή μας προστατεύουν καθημερινά», δήλωσε ο υπουργός Εσωτερικών Gerald Darmanin μετά την ψηφοφορία. Σε μια Γαλλία που μόνο τη διετία 2018-19 με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων είχε 11 νεκρούς, δεκάδες περιπτώσεις βασανισμών, διαδηλωτές με βγαλμένα μάτια από τις πλαστικές σφαίρες και κομμένα χέρια από τις χειροβομβίδες κρότου λάμψης.

Αυτοί οι απίστευτοι νόμοι παρεμπιπτόντως περνάνε σε μία περίοδο που η Γαλλία του Macron “θριαμβέυει” στην καταπολέμηση της πανδημίας, ευρισκόμενη στην τρίτη θέση στην Ευρώπη σε θανάτους, έχοντας ξεπεράσει τους 100.000 νεκρούς.

Για να κάνουμε μια αντιστοιχία στα δικά μας, ένας τέτοιος νόμος θα σήμαινε ότι αν πχ είχε συλληφθεί αυτός που έβγαλε το βίντεο από τον ξυλοδαρμό στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, το οποίο απέδειξε περίτρανα την απίστευτη αστυνομική βαρβαρότητα, ή θα πλήρωνε κάποιο δυσθεώρητο πρόστιμο ή θα πήγαινε στη φυλακή. Τα ίδια και στην Κατερίνη με το πρόσφατο περιστατικό έξω από το γήπεδο. Ας σκεφτούμε τι θα γινόταν σε περίπτωση που δεν είχαν βγει ποτέ αυτά τα βίντεο λόγω του φόβου από τέτοια νομοσχέδια πόσο θα είχε παραποιηθεί η αλήθεια,  πόσο περισσότερη διαστρεύβλωση θα υπήρχε από τα ΜΜΕ ,  κουκούλωμα  από την κυβέρνηση και θυματοποίηση του θύτης δηλαδή της αστυνομίας. Οι ένοχοι θα γίνονταν θύματα και τα θύματα ένοχοι όπως έχει γίνει δεκάδες φορές όταν διάφοροι πολίτες έχουν δεχθεί αστυνομική βία, την καταγγέλλουν και μέτα ζούνε οργουελικά σκηνικά.

Αν είχε περάσει επίσης ο ίδιος νόμος στην Ελλάδα ίσως να ήταν και διαφορετική η σύγχρονη ιστορία της που την έχουν καθορίσει στιγμές απίστευτης αστυνομικής βίας. Θα κινδυνεύαμε να μην βλέπανε ποτέ το φως της δημοσιότητας διαφορά βίντεο από άγριους ξυλοδαρμούς ακόμα και δολοφονίες πολιτών από την ΕΛΑΣ. Τα βίντεο για παράδειγμα που βοήθησαν στο να αποκαλυφθούν στην κοινή γνώμη αλλά και στη δικαιοσύνη δολοφονίες σαν αυτές του Ζακ Κωστόπουλου που έδειξαν καθαρά την επίθεση από τους δύο κατηγορούμενους αλλά και την άθλια αντιμετώπιση του από τους άνδρες της ομάδας Δίας.  Η’ αυτό του Αλέξη Γρηγορόπουλου που έδειχνε την ψύχραιμη φυγή των Σαραλιώτη-Κορκονέα μετά το συμβάν και ευτυχώς κατέρρευσε παταγωδώς αμέσως μετά τα απίστευτα μοντάζ των ΜΜΕ περί επεισοδίων στα Εξάρχεια εκείνη την ώρα.

Η αστυνομική αυθαιρεσία πάει πακέτο με τη γενικευμένη κρατική βαρβαρότητα των από πάνω και την οικονομική εξαθλίωση των από κάτω. Στην Ελλάδα που βοά το αδιέξοδο της κυβέρνησης σε σχέση με την αντιμετώπιση της Covid19,  με τις τεράστιες ελλείψεις στα νοσοκομεία αντι να φτιάχνει νέες ΜΕΘ αγοράζει εκατοντάδες νέα οχήματα στην ΕΛΑΣ, αντι να διορίζει υγειονομικούς προσλαμβάνει αστυνομικούς, αντι να προστατεύσει την δημόσια υγεία θωρακίζονται για την επόμενη μέρα της πανδημίας.

Οι νόμοι στη Γαλλία θα είναι προάγγελος αυταρχικών νέων νόμων σε όλη την Ευρώπη.

Η Ευρώπη των περίφημων αξιών, των δημοκρατικών ελευθεριών και της κατ’ επίφασην αστικής δημοκρατίας έχει τελειώσει προ πολλού. Στην πιο δύσκολη αναμέτρηση του αιώνα αποδείχθηκε παντελώς ανίκανη. Από την διαχείριση της πανδημίας μέχρι τον εμβολιασμό. Από τη Γαλλία και την Ισπανία μέχρι την Ελλάδα και την Πολωνία, υψώνεται ένα σκληρό ανελεύθερο και νεοφιλελεύθερο αυταρχικό σύστημα με συνεχώς νέους άδικους για τους λαούς νόμους.  Οι φόβοι και τα αδιέξοδα της αρχουσας τάξης είναι τεράστιοι, είναι καιρός οι λαοί να το καταλάβουν και να αναζητήσουν κάτι νέο.

Συμπεράσματα και σκέψεις από τις Γαλλικές εκλογές

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Η πολιτική κρίση στη Γαλλία και σε όλη την Ε.Ε.
Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των γαλλικών εκλογών επιβεβαίωσε τις τάσεις που κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια. Τα διαδοχικά ανορθόδοξα εκλογικά αποτελέσματα σε όλη την Ευρώπη, δείχνουν ότι δεν έχει αποκατασταθεί κανενός είδους ομαλότητα στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, η πολιτική της άγριας λιτότητας  απλώνεται και βαθαίνει σε ολη την Ευρωζώνη, παρότι είναι εμφανές ότι τροφοδοτεί την ίδια αδιέξοδη μήτρα της οικονομικής κρίσης. Η ιστορική σοσιαλδημοκρατία ακολούθησε με καθυστέρηση τη μοίρα του κεϊνσιανού μοντέλου και του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας και κατέρρευσε και αυτή. Η οικονομική κρίση συρρίκνωσε και φτωχοποίησε τα μεσαία στρώματα με αποτέλεσμα η υλική βάση που γεννούσε προσδοκίες επιστροφής στις καλές ημέρες του καπιταλισμού να έχει εκλείψει. Η σοσιαλδημοκρατία που φλέρταρε με τις γλυκιές και ταυτόχρονα απατηλές μνήμες του κράτους πρόνοιας, ενώ κάθε φορά που βρισκόταν στην εξουσία το κατεδάφιζε, οδεύει προς εξαφάνιση. Η κατολίσθηση του σοσιαλιστή υποψήφιου Αμόν υπογραμμίζει την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά ταυτόχρονα ο αποκλεισμός του Φιγιόν δείχνει την κρίση του παλιού δικομματικού μοντέλου, τη φθορά και αναξιοπιστία της ιστορικής δεξιάς. Ευρύτατα κοινωνικά στρώματα που άλλοτε εκφράζονταν με σχετική ασφάλεια είτε από τη Δεξιά είναι από την Κεντροαριστερά, σήμερα μένουν ορφανά δημιουργώντας τεράστια πολιτικά κενά, αστάθεια, μεγάλους κινδύνους αλλά και υπαρκτές ευκαιρίες. Το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα δεν είναι σταθερό και αυτό είναι το πρώτο μεγάλο συμπέρασμα από την αναμέτρηση ενός τραπεζίτη και μιας ακροδεξιάς στο δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών.

2. Η ανακύκλωση και οι εφεδρείες του συστήματος
Η αστάθεια και η πολιτική κρίση που παράγεται από το σύγχρονο κρισιακό καπιταλισμό είναι απολύτως κατανοητή και για αυτό εμφανίζονται με πολλαπλάσια από το παρελθόν συχνότητα κατασκευασμένα πρόσωπα, τεχνητά κόμματα, επιδέξια φιλοτεχνημένοι ηγέτες έξω από το κλασικό πολιτικό κύκλωμα. Τα ΜΜΕ, οι οικονομικές ελίτ και τα κέντρα εξουσίας (τραπεζίτες, πολυεθνικοί όμιλοι, μεγάλο κεφάλαιο) εμπλέκονται όλο και περισσότερο σε πολιτικές διεργασίες, με μικότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, επιδιώκοντας να καλύψουν αυτό το κενό, να γεννήσουν χρήσιμες εφεδρείες για την αστική πολιτική, να αντικαταστήσουν τις φθαρμένες και αναξιόπιστες πολιτικές εκφράσεις με καινούριες. Ο πολιτικός παρανομαστής είναι κοινός και απαράλλαχτος, αλλά τα πρόσωπα, τα κόμματα, οι σχηματισμοί, η εικόνα και ο λόγος φρεσκάρονται και το κεφάλαιο επιδιώκει να κρατά την κυβερνητική εξουσία υπό τον άμεσο και απόλυτο ελεγχό του, πολύ συχνά με την ανάδειξη άμεσων αντιπροσώπων του. Ο Παπαδήμος και ο Στουρνάρας στην Ελλάδα ή ο Μακρόν στη Γαλλία είναι τέτοιες περιπτώσεις, άσχετα αν στην ελληνική περίπτωση ο επαρχιωτισμός είναι τόσος και τέτοιος που δεν επιτρέπει μεγάλες φιλοδοξίες.
Η ανάδειξη της ακροδεξιάς αποτελεί το άλλο μισό των συστημικών εφεδρειών. Στην ουσία η ακροδεξιά δεν ξεφεύγει από το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο που ορίζει η Ευρωζώνη, παρότι φλερτάρει με φραστικές διαμαρτυρίες. Το βασικό στοιχείο στην ανάδυση ακροδεξιών μορφωμάτων πανευρωπαϊκά, είναι η παρουσία τους ως παράγοντας φόβου και κινδύνου που επιβάλει συντηρητικότερες πολιτικές και ταυτόχρονα στρώνει τον δρόμο στην μοιρολατρική και περίπου αναγκαία αποδοχή του μικρότερου κακού. Το αντιλεπενικό μέτωπο στο οποίο πρωτοστατούν οι κυβερνήσεις, οι αγορές και το ευρωπαϊκό κατεστημένο των Βρυξελλών έχει προφανείς σκοπιμότητες.
Σε τελική ανάλυση, οι δύο υποψήφιοι του δεύτερου γύρου αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία. Η Λεπέν ενισχύεται επειδή ο λαός αποστρέφεται τη χρηματοπιστωτική ελίτ και το ευρωπαϊκό ιερατείο που εκπροσωπεί ο Μακρόν, ενώ ο Μακρόν αναδεικνύεται σε αδιαφιλονίκητο νικητή γιατί η Λεπέν είναι ακροδεξιά. Ο ένας αποτελεί τον χορηγό του άλλου.

3. Η λαϊκή κυριαρχία, η ανεξαρτησία και το λαϊκό ένστικτο
Τα τελευταία χρόνια είναι εμφανής η συρρίκνωση της αστικής δημοκρατίας και της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας σαν απαραίτητος όρος εφαρμογής των υπερεθνικών πολιτικών λιτότητας και φτωχοποίησης. Αυτό που ιστορικά υπήρξε ως θεμέλιος λίθος της αστικής δημοκρατίας σήμερα εξαφανίζεται κάτω από τις απαιτήσεις των αγορών και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η εξουσία περνά (στην ουσία απονέμεται) σε λίγους εκλεκτούς (περίπτωση Μακρόν με τη σκανδαλώδη στήριξη από όλα τα δυναμικά κέντρα) και συχνά σε μη αιρετούς (περίπτωση Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ιερατείου των Βρυξελλών). Η εθνική ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία συρρικνώνεται προς χάρη του κεφαλαίου και της διεθνοποίησής του. Εκλογικά αποτελέσματα και δημοψηφίσματα ανατρέπονται χωρίς αιδώ. Οι γαλλικές εκλογές φανέρωσαν για μια ακόμη φορά τους τελευταίους μήνες (μετά και τα δημοψηφίσματα σε Μ. Βρετανία και Ιταλία) το ταξικό ένστικτο που κατανοεί το δίδυμο έλλειμμα κυριαρχίας και ανεξαρτησίας καθώς και τη σχέση αυτού του ελλείμματος με την αυξανόμενη κοινωνική πόλωση. Η λαϊκή κυριαρχία και η εθνική ανεξαρτησία αποκτούν ταξικό πρόσημο καθώς η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού απαιτεί την κατεδάφισή τους. Όσοι είναι με τη μεριά της κοινωνικής πλειοψηφίας υπερασπίζονται αυτές τις έννοιες, όσοι είναι με τη μεριά των ελίτ και του κεφαλαίου τις χλευάζουν, τις υποτιμούν, τις θεωρούν γραφικές και ξεπερασμένες.

4. Οι δύο κόσμοι: Οι χαμένοι και οι κυρίαρχοι της παγκοσμιοποίησης
Μια ετερόκλητη παράταξη διαμορφώνεται καθημερινά από τα στρώματα που απορρίπτονται από την οικονομία, την εργασία, την κοινωνία και την πολιτική. Οι νέοι χωρίς μέλλον και προσδοκίες, οι μικρομεσαίες κατηγορίες που συντρίβονται, τα στρώματα της ζωντανής και ταυτόχρονα συμπιεσμένης εργασίας αποτελούν ενα κόσμο που δεν εχει σχηματοποιήσει στρατόπεδο αλλα είναι ένα συντριπτικά πλειοψηφικό ρεύμα που στέκεται αντικειμενικά απέναντι στους κυρίαρχους και τους κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης. Το χάσμα ανάμεσα στους χαμένους και τους κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης διαμορφώνει ένα σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα που αναζητά πολιτικές απαντήσεις και γνήσιες εκφράσεις. Αυτή η αναζήτηση αναδεικνύει  το σημερινό πολιτικό πρόβλημα. Οποιαδήποτε απόπειρα να επανανοηματοδοτηθεί η αντίθεση Δεξιάς και Αριστεράς έξω από αυτό το σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα δεν μπορεί να έχει επιτυχία.

5. Λαϊκό πρόγραμμα – ικανή και αξιόπιστη ηγεσία. Το δίδυμο πολιτικό έλλειμμα.
Τόσο η περίπτωση των γαλλικών εκλογών όσο και η κατάληξη της πρόσφατης ελληνικής πολιτικής περιπέτειας αναδεικνύουν ένα διπλό κενό. Από τη μια αυτό ενός λαϊκού προγράμματος άμεσων εφαρμόσιμων αιτημάτων ανακούφισης και ικανοποίησης των χαμένων της παγκοσμιοποίησης και σύγκρουσης με τις συστημικές δυνάμεις και θεσμούς. Στόχος ενός τέτοιου προγράμματος θα ήταν η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης, ενώνοντας όλες τις κοινωνικές δυνάμεις που χτυπιούνται.
Από την άλλη μιας ικανής, αξιόπιστης, ελκτικής και αντισυστημικής ηγεσίας που να επικοινωνεί με την δύναμη κρούσης, τη νεολαία «στρατεύοντας» την σε ένα πρόγραμμα διεξόδου. Η ικανότητα μιας τέτοιας ηγεσίας θα αποδεικνυόταν από τη διείσδυση στα μη παραδοσιακά ακραοατήρια της υπαρκτής αριστεράς. Η ελληνική Αριστερά ταλαιπωρήθηκε από τη φλυαρία για το μεταβατικό πρόγραμμα και τον μικροκομματικό ανταγωνισμό.

6. Η αποφασιστική ταξική αντιπαράθεση και ο διεθνής διχασμός για ευρώ και ΕΕ
Το όριο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην Ευρώπη είναι η Ευρωζώνη. Δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα φιλολαϊκής πολιτικής στο πλαίσιό της, ενώ οι πολιτικές του κεφαλαίου υπηρετούνται, επιταχύνονται και εφαρμόζονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο εντός της. Για αυτό το λόγο το ευρώ αποτελεί το σημείο ενότητας της πολυεθνικής ελίτ, των αστικών τάξεων στην ΕΕ, αλλά και από την ανάποδη αποτελεί «ασυνείδητα» και το σημείο ενότητας των χαμένων της υπερεθνικής ολοκλήρωσης. Το ευρώ εκ των πραγμάτων αναδείχθηκε σε κορυφή του παγόβουνου της κοινωνικής αντιπαράθεσης και αποτέλεσε τον καταλύτη για την ευρύτερη δυσαρέσκεια απέναντι στην ΕΕ. Όλες πλέον οι εκλογικές διαδικασίες θέτουν το ευρώ και την ΕΕ στο κέντρο της ημερήσιας διάταξης, καθώς η παραμονή και υποταγή, ή αντίθετα η σύγκρουση και ρήξη με το ευρωπαϊκό πλαίσιο θα είναι το γεγονός που θα αποφασίσει ποια πολιτική θα εφαρμοστεί και σε τελική ανάλυση ποια τάξη θα νικήσει. Η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ συμπυκνώνει το σύγχρονο μαζικό και πλειοψηφικό αίτημα για δουλειά, δημοκρατία, ανεξαρτησία.

7. Η αναγκαιότητα για ενότητα και μέτωπο
Το ετερόκλητο, ανομοιογενές αλλά τεράστιο ακροατήριο των χαμένων της παγκοσμιοποίησης δημιουργεί και την υλική βάση για μια μετωπική και ενωτική έκφραση αλλά και την απαίτηση για μια διαφορετική απεύθυνση. Ο Μελανσόν απευθύνθηκε στους εργαζόμενους, στους νέους, στα μικρομεσαία στρώματα προσθέτοντας τους όρους της λαϊκής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Το γεγονός αυτό επέτρεψε να τεθεί ο διχασμός Αριστεράς – Δεξιάς σε πραγματική βάση και να νοηματοδοτηθεί με τα πραγματικά και άμεσα αιτήματα. Η εκτίναξη του Μελανσόν, ο διεμβολισμός εργατικών και λαϊκών ακροατηρίων στραμμένων εδώ και χρόνια στην ακροδεξιά, η επανοικοιοποίηση από την Αριστερά της εθνικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας και της λαϊκής κυριαρχίας, το κέρδισμα της νεολαίας, αποδεικνύει ότι τα μέτωπα στήνονται στα άμεσα αιτήματα και όχι στις ιδεολογικές αναφορές. Οι υποψήφιοι της θεωρητικά λεγόμενης άκρας Αριστεράς στάθηκαν σε μια γραμμή αλά ΚΚΕ, χωρίς να αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα του μετώπου και των άμεσων αιτημάτων που τροποποιούν το συσχετισμό δύναμης στη Γαλλία και πανευρωπαϊκά.

8. Τσίπρας, ο προβοκάτορας ενάντια στην Αριστερά στην Ευρώπη
Ο Τσίπρας ανήκει πλέον στο βαρύ οπλοστάσιο του διευθυντηρίου των Βρυξελλών. Γιατί δικαιώνει τον μονόδρομο, το «δεν υπάρχει εναλλακτική», το «όλοι τα ίδια κάνουν» και τελικά τις ίδιες πολιτικές εφαρμόζουν. Ο Τσίπρας είτε το θέλει είτε όχι αντικειμενικά αποπειράται να «τελειώσει» την αντιπαράθεση Δεξιάς – Αριστεράς.
Το ελληνικό ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ αποτελεί το πιο αιχμηρό στοιχείο φθοράς και ευτελισμού της Αριστεράς σε όλο τον κόσμο. Από την άποψη αυτή ο έλληνας πρωθυπουργός αναδεικνύεται σε χρήσιμο και διαρκείας προβοκάτορα της Αριστεράς. Ο δημόσιος και διακηρυγμένος διαχωρισμός από αυτόν είναι αναγκαίος για να σε «ακούσουν» τα αντισυστημικά ακροατήρια των χαμένων και αυτό έπραξε ο Μελανσόν με το «εγώ δεν είμαι Τσίπρας». Επιπλέον η στήριξη ΣΥΡΙΖΑ σε Μακρόν, η πολεμική στον Μελανσόν και η υποστήριξη στον Αμόν κατατάσει οριστικά το κυβερνητικό κόμμα στην ξεφωνημένη και αναξιόπιστη σοσιαλδημοκρατία.

9. Η ήττα των προσδοκιών. Η Αριστερά ξανά στο προσκήνιο;
Ο χρόνος είναι πολιτικό μέγεθος. Οι ρυθμοί με τους οποίουν τρέχουν οι εξελίξεις, αναδεικνύονται ευκαιρίες και προκύπτουν τα κρίσιμα καθήκοντα, διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Η Ελλάδα σήμερα δεν είναι σαν τη Γαλλία. Όπως και η Γαλλία του 2015 δεν ήταν σαν την τότε Ελλάδα.
Στην Ελλάδα σήμερα ο πολιτικός χρόνος γράφει τη φράση «ήττα των προσδοκιών». Στη Γαλλία γραφει «η Αριστερά στο προσκήνιο». Αναγκαστικά τα καθήκοντα και οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές στη μία και στην άλλη χώρα. Το να διδαχθούμε σήμερα απο την Γαλλία σημαίνει να δούμε πώς ανασυγκροτείται επίπονα και βασανιστικά καθώς και το τι οικοδομεί η υπαρκτή Αριστερά στην Ελλάδα.
Από αυτή την άποψη, απαιτούνται επώδυνες αλλαγές και δουλειά πολλή, για να βγει η Αριστερά στο προσκήνιο.

Μεταξύ της νεοφιλελεύθερης Σκύλλας και της φασιστικής Χάρυβδης η Γαλλία

Με την ελπίδα τα πιο απρόβλεπτα σενάρια να μείνουν στα χαρτιά οδεύουν στις κρίσιμες γαλλικές προεδρικές εκλογές της 23ης Απριλίου τα επιτελεία των βασικών υποψηφίων, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν νίκη στη δεύτερη Κυριακή του νεοφιλελεύθερου Εμανουέλ Μακρόν, που εργαζόταν στην τράπεζα Ρότσιλντ και διετέλεσε σύμβουλος και στη συνέχεια υπουργός Οικονομικών του Φρανσουά Ολάντ.

Μέχρι τότε ωστόσο κανείς δεν θα κοιμάται ήσυχος. Οι δημοσκοπήσεις (αν εξακολουθούν να έχουν κάποια σημασία οι μετρήσεις τους) βγάζουν πρώτη την επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου, φασίστρια Μαρίν Λεπέν, στις εκλογές της πρώτης Κυριακής με 26%, ενώ για τη δεύτερη Κυριακή τη δείχνουν σταθερά δεύτερη με το ανώτερο ποσοστό στο 45%. Υπό τον όρο φυσικά ότι η συμμετοχή θα κινηθεί σε φυσιολογικά επίπεδα, γύρω στο 65%, οπότε θεωρείται αδύνατο η Λε Πεν να φτάσει τα 15 εκ. ψήφων που χρειάζεται όταν ποτέ στο παρελθόν δεν έχει ξεπεράσει τα 6 εκ.Ο Μακρόν βλέπει την πλάτη της Λε Πεν την πρώτη Κυριακή με 24%, ενώ τη δεύτερη Κυριακή αναδεικνύεται νικητής με ένα ποσοστό της τάξης του 54%. Μεγαλύτερη ωστόσο σημασία δεν έχουν τα ποσοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων. Έχει για παράδειγμα η μέτρηση που δείχνει την κόρη του Ζαν Μαρί Λε Πεν να διαθέτει το μεγαλύτερο προβάδισμα έναντι του αντιπάλου της, Εμ. Μακρόν, στους νέους ηλικίας 18 ως 24 ετών: 39% έναντι 21%. Ή, η συντριπτική της υπεροχή στους χειρώνακτες εργάτες όπου προηγείται με 49%. Επίσης, στους απόφοιτους λυκείου όπου προπορεύεται με 36% έναντι 15% που κερδίζει ο πρώην τραπεζίτης.

Η μαζική απόρριψη του Μακρόν από τα κοινωνικά στρώματα που πλήρωσαν πρώτα το λογαριασμό της κρίσης εξηγείται (και μπορούσε εύκολα να προβλεφθεί) εξ αιτίας του πρωταγωνιστικού ρόλου που διαδραμάτισε στην εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής του Ολάντ. Το όνομά του, για παράδειγμα, φέρει ο νόμος που διεύρυνε το ωράριο λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων, ενώ είναι ηθικός αυτουργός όλων των μέτρων που φιλελευθεροποίησαν την οικονομία έτσι ώστε το 2016 το 86,4%των συνολικών προσλήψεων να είναι προσωρινές θέσεις κι εξ αυτών το 80% να αφορά συμβάσεις διάρκειας μικρότερης του 1 μήνα! Η θαλπωρή που προσέφερε το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική του τραπεζίτη Μακρόν εξηγεί επιπλέον τις αιτίες της ελεύθερης πτώσης του, όπως δείχνουν τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά, της τάξης του 13,5%, που συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις ο εκλεκτός των Σοσιαλιστών, Μπενουά Αμόν, αδυνατώντας έστω και να προσεγγίσει τον ιστορικό του αντίπαλο της κεντροδεξιάς και πανταχόθεν βαλλόμενο Φρανσουά Φιγιόν που φαίνεται να συσπειρώνει ακόμη και τώρα το 19,5% των ψηφοφόρων. Κι αφού μάλιστα οι αποχωρήσεις πρωτοκλασάτων στελεχών του έχουν λάβει μορφή επιδημίας, μετά τις αποκαλύψεις για τις χαριστικές μισθοδοσίες στα μέλη της οικογένειάς του. Σκάνδαλα που επέτειναν στο έπακρο καθιστώντας μη αντιστρεπτή τη φθορά του παραδοσιακού δικομματικού πολιτικού συστήματος.

Το στοίχημα επομένως που ανέλαβε η αστική τάξη της Γαλλίας δίνοντας το χρίσμα στον Μακρόν είναι πολύ υψηλού ρίσκου, δεδομένου ότι ο πρώην υπάλληλος των Ρότσιλντ στο δεύτερο γύρο εμφανίζει την μικρότερη δυνατή συσπείρωση μεταξύ όσων βρίσκονται στην Αριστερά κι ενδιαφέρονται για τα κοινωνικά – εργατικά δικαιώματα. Πολύ δικαιολογημένα για παράδειγμα το 45% των ψηφοφόρων του Μελανσόν δε θα ψηφίσει τον Μακρόν τη δεύτερη Κυριακή.

Σε αυτό το πλαίσιο, το κενό μιας Αριστεράς που θα αποκαλύπτει και θα αναδεικνύει το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ φαντάζει όχι απλώς αβυσσαλέο, μα και απειλητικό! Γιατί, σε επίπεδο δημαγωγίας το καλύπτει εδώ και τώρα η ρατσιστική άκρα Δεξιά του Εθνικού Μετώπου μόνο και μόνο για να εκφράσει τα συμφέροντα τμημάτων του γαλλικού κεφαλαίου που συνθλίβονται από τη γερμανική μπότα, χωρίς να μπορεί κανείς να αποκλείσει πως ζητούμενο, τελικά, από την αντι-ΕΕ ρητορεία της Λε Πεν δεν είναι μια καλύτερη συμφωνία προς όφελος των γάλλων τραπεζιτών και βιομηχάνων. Κι έτσι, τα εργατικά συμφέροντα μένουν για μια ακόμη φορά χωρίς εκπροσώπηση…

Πηγή: leonidasvatikiotis.wordpress.com