Άρθρα

Η προετοιμασία για το δεύτερο κύμα της πανδημίας ήθελε άλλες προτεραιότητες. Η κυβέρνηση δεν τις είχε.

Τα σημερινά (20/9) νούμερα σε θανάτους και διασωληνώσεις και οι μέσοι όροι των τελευταίων δύο εβδομάδων, επιβεβαιώνουν ότι η χώρα μπαίνει με άσχημο τρόπο στη δεύτερη φάση της πανδημίας. Τα μέτρα που σταδιακά ανακοινώθηκαν, από τις 4/8 μέχρι και τις 18/9 δεν είχαν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Το χειρότερο από όλα είναι ότι από πολύ νωρίς φαίνεται να εξαντλείται η χωρητικότητα του συστήματος υγείας και ειδικά οι κλίνες ΜΕΘ. Διαψεύδεται πιο γρήγορα από το αναμενόμενο η κυβερνητική προπαγάνδα για διπλασιασμό ή και τριπλασιασμό των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας. Δυστυχώς αυτή η διάψευση θα έχει τραγικές συνέπειες για τη ζωή και την υγεία των πολιτών.

Τι έκανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη στο τετράμηνο που κερδήθηκε από την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων κατά το πρώτο κύμα της επιδημίας;

Απολύτως τίποτα.

Για την ακρίβεια, αποδυνάμωσε αντί να ενισχύσει το ΕΣΥ. Και αυτή τη φορά δεν ήταν πρόβλημα χρόνου, καθώς χρόνο είχε αλλά τον σπατάλησε. Ήταν πρόβλημα προτεραιοτήτων.

Έντρομη η ελληνική κοινωνία μαθαίνει ότι η χωρητικότητα σε κλίνες ΜΕΘ είναι ήδη πολύ μικρή, ενώ το δεύτερο κύμα της πανδημίας μόλις ξεκίνησε. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεώρησε ότι η καλή τύχη της χώρας κατά τον Μάρτιο – Απρίλιο αρκεί. Ότι δεν απαιτείται πολλαπλασιασμός των πενιχρών υγειονομικών δαπανών, κάλυψη των χιλιάδων κενών, πραγματική και όχι εικονική αύξηση των ΜΕΘ, πραγματική και όχι εικονική αύξηση των κλινών στο ΕΣΥ. Η επίπλαστη εικόνα που εμφάνιζαν τα ΜΜΕ για την κυβέρνηση της ΝΔ θρυμματίζεται καθημερινά κάτω από το βάρος της πραγματικότητας.

Η προετοιμασία μιας κυβέρνησης που έχει συνείδηση του καθήκοντος να σώσει ζωές και να υπερασπίσει τη δημόσια υγεία, απαιτούσε άλλες προτεραιότητες από αυτές που υπηρέτησε η ΝΔ και ο Κ. Μητσοτάκης.

Το ότι η κυβέρνηση της ΝΔ αποδυνάμωσε αντί να ενισχύσει το Σύστημα Υγείας αποκαλύπτεται από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Υγείας που κατατέθηκε πριν δέκα μέρες. Προέβλεπε συνολική μείωση 26 εκατομμυρίων ευρώ, με τα κονδύλια για τη μισθοδοσία των εργαζόμενων και την αγορά αγαθών και υπηρεσιών από τους ασφαλισμένους να καταβαραθρώνονται για άλλη μια χρονιά.

Τρία πράγματα μπορούμε να συμπεράνουμε:

  1. Η τραγική  υποστελέχωση του δημόσιου συστήματος (συμβασιούχων και μόνιμων) παγιώθηκε, παρά την επικοινωνιακή καμπάνια κυβέρνησης και πληρωμένων ΜΜΕ. Ήδη, σε σύγκριση με το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών οι εργαζόμενοι στην υγεία είναι κατά 5.000 λιγότεροι.
  2. Οι πολίτες θα συνεχίσουν να βάζουν το χέρι στην τσέπη για να εξασφαλίσουν πρόσβαση στην Υγεία. Η Ελλάδα θα παραμείνει η πρώτη χώρα της Ε.Ε σε ιδιωτικές δαπάνες για την Υγεία και απ’ τις τελευταίες σε δημόσιες δαπάνες.
  3. Η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης του ΕΣΥ συνεχίζει να είναι -παγίως και υπερκομματικά- ο βασικός μοχλός πίεσης για την επιτάχυνση ιδιωτικοποίησης του. Όσο περισσότερο αποσύρεται το κράτος από την υποχρέωση για στήριξη του ΕΣΥ, τόσο περισσότερο ενισχύεται άμεσα και έμμεσα ο κρατικοδίαιτος κερδοσκοπικός ιδιωτικός τομέας.
  4. Η κάλυψη των κοινά αποδεκτών και καταγεγραμμένων έκτακτων χρηματοδοτικών αναγκών του ΕΣΥ για την αντιμετώπιση της πανδημίας, θα συνεχίσει να επαφίεται στον πατριωτισμό ιδιωτών, χορηγών και δωρητών.

Τα βασικά διδάγματα απ’ όλες τις χώρες του κόσμου στο πρώτο κύμα της πανδημίας ήταν σαφή:

Μόνο οι χώρες με δυνατό δημόσιο σύστημα υγείας μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν επιτυχώς στις υγειονομικές ανάγκες. Μόνο το δημόσιο σύστημα μπόρεσε να εγγυηθεί την υπεράσπιση της υγείας των πολιτών, τη στιγμή που ο ιδιωτικός τομέας αποδείχθηκε κυριολεκτικά άχρηστος και παρασιτικός.

Χωρίς εξασφάλιση και μαζική κινητοποίηση πόρων προς το δημόσιο σύστημα είναι αδύνατη η αντιμετώπιση και ανάσχεση της πανδημίας.

Η κυβέρνηση της ΝΔ έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της αυτά τα διδάγματα. Λόγω συγκυριών και τύχης καταφέραμε να ανταπεξέλθουμε στο πρώτο κύμα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρέωσε την επιτυχία στον εαυτό της, εμφάνισε την περίπτωσή της ως θετικό υπόδειγμα παγκοσμίου βεληνεκούς, και επιχείρησε να πείσει (και να πειστεί) ότι και στο δεύτερο κύμα η καλή μας τύχη θα μας σώσει.

Το δεύτερο κύμα όμως είναι ήδη εδώ, με ανησυχητικούς ρυθμούς μετάδοσης, και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με νεοφιλελεύθερες τσιγγουνιές, μνημονιακούς κορσέδες και αναίσχυντη εύνοια προς τους φίλιους ιδιωτικούς ομίλους.

Το υγειονομικό και λαϊκό κίνημα οφείλουν να ανατρέψουν αυτή την αθλιότητα.

Ο παρακάτω πίνακας δαπανών υγείας είναι ενδεικτικός για τις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη εν μέσω μάλιστα της μεγαλύτερης πρόκλησης που αντιμετωπίζει η Δημόσια Υγεία στη χώρα μας, τουλάχιστον τον τελευταίο αιώνα.

Μείζονα κατηγορία Ονομασία 2020 2019 Διαφορά
21 Παροχές σε εργαζόμενους 2.193.116.000 2.215.756.000 -22.640.000
23 Μεταβιβάσεις 1.588.320.000 1.588.319.500 +500
24 Αγορές αγαθών και υπηρεσιών 5.472.000 8.475.490 -3.003.490
29 Πιστώσεις υπό κατανομή 10.838.000 10.855.000 -17.000
31 Αγορές παγίων περουσιακών στοιχείων 914.000 906.010 +7.990

 

ΣΥΝΟΛΟ   3.798.660.000 3.824.312.000 -25.652.000

 

Είναι ο ευρωατλαντισμός, ηλίθιε

Η πρώτη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, του πρωθυπουργού που διαρρήγνυε τα ιμάτιά του ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, με τον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ θα αποτελούσε ιστορικό γεγονός και σημείο κριτικής για την συνέπεια λόγων και έργων σε οποιαδήποτε σοβαρή με χώρα με σχετικώς σοβαρά ΜΜΕ. Στην Ελλάδα των καλοταϊσμένων ΜΜΕ και της ανυπαρξίας αξιόπιστης αντιπολίτευσης ήταν απλώς Τρίτη.

Η κωλοτούμπα Μητσοτάκη είναι αντίστοιχης σημασίας προς αυτήν του Τσίπρα το 2015, τουλάχιστον στα μάτια του δεξιού πολιτικού ακροατηρίου, που έχει εθιστεί από το ’90 και μετά στο αφήγημα του «αλυτρωτισμού των Σκοπίων» και της «κλοπής του ονόματος». Δεν είναι όμως καθόλου ανεξήγητη αν λάβουμε υπόψιν ότι το ζήτημα δεν ήταν ποτέ το όνομα ή ο αλυτρωτισμός, αλλά η επιθυμία του ευρωατλαντικού άξονα για επέκταση του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. στα δυτικά Βαλκάνια και περιορισμό κάθε ρωσικής επιρροής. Ο Τσίπρας γνώριζε πολύ καλά ότι αυτό το σχέδιο εξυπηρετούσε όταν υπέγραφε την αμερικανόπνευστη συμφωνία και ο Μητσοτάκης γνώριζε ακόμη καλύτερα ότι αυτήν την συμφωνία θα εφαρμόσει περιχαρής μόλις εκλεγεί, γιατί αυτό αυτό επιβάλλουν τα συμφέροντα ΗΠΑ και Γερμανίας.

Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα σε οποιαδήποτε εκδοχή του παίζει ένα ρόλο διακοσμητικό, τουλάχιστον σε όσα ζητήματα έχουν μια κάποια βαρύτητα για τους πολίτες της χώρας. Αυτό δεν είναι καθόλου αστείο για να αναλωνόμαστε απλώς σε μία συζήτηση σύγκρισης των κυβιστήσεων και της πολιτικής ανεντιμότητας της μίας ή της άλλης πλευράς, επειδή έχει τραγικά αποτελέσματα για το λαό της χώρας. Το 2015 επιβλήθηκε το τρίτο μνημόνιο που τσάκισε ότι είχε μείνει όρθιο σε επίπεδο εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων. Το 2020 ξεκινάει από το Μητσοτάκη η εφαρμογή μίας συμφωνίας που θα ενισχύσει τον ευρωατλαντικό άξονα, δηλαδή το βασικό υπεύθυνο για την επανειλημμένη ανατίναξη της ειρήνης στην περιοχή και τη μετατροπή ολόκληρων χωρών σε στρατιωτικές βάσεις και πεδία περιφερειακών συγκρούσεων.

Ταυτόχρονα, λουζόμαστε τα πολιτικά αποτελέσματα αυτής της συμφωνίας σε εγχώριο επίπεδο, καθώς υπήρξε το εναρκτήριο λάκτισμα για την ανασυγκρότηση της ακροδεξιάς και του ναζισμού στη χώρα, με άμεση συνέπεια την διάχυση του κοινωνικού κανιβαλισμού και του ανορθολογισμού. Πριν λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη ο συρφετός των υπόδικων ναζί, των κάθε λογής παρακρατικών και παραθρησκευτικών οργανώσεων διαδήλωνε στο Λευκό Πύργο υπό τον τίτλο «Ελεύθεροι Μακεδόνες» ενάντια στη χρήση της μάσκας, το 5G και τα τσιπάκια. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ δεν δίστασαν να ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου για να εξυπηρετήσουν τα ευρωατλαντικά συμφέροντα. Σήμερα, με αφορμή την επίσκεψη Ζάεφ, μπορεί να διασταυρώνουν τα ξίφη τους για τα ΜΜΕ ή την «ηθική» της στάσης τους, όμως το πρόβλημα της Συμφωνίας και της πολιτικής τους παραμένει άλλο.

Ειδικά για την ελληνική δεξιά που κατά βάση εκφράζεται από τη Νέα Δημοκρατία η στάση αυτή δεν είναι καινούργια: σε πρώτη φάση εθνικιστικές κορώνες, πατριδοκαπιλία και πόρωση του εθνικού ακροατηρίου, σε δεύτερη φάση πλήρης υποταγή στους σχεδιασμούς των πατρώνων της περιοχής, δηλαδή των ΗΠΑ και της Ε.Ε. Το έργο το έχουμε ξαναδεί στην Κύπρο και στα Ίμια, με την πλήρη αποδοχή και στήριξη τόσο των σχεδίων διχοτόμησης όσο και του γκριζαρίσματος του Αιγαίου. Δεν θα ήταν υπερβολικό να προβλέψουμε μία αντίστοιχη στάση σε ενδεχόμενο «θερμό επεισόδιο» στο Αιγαίο. Πρώτα πολεμικές ιαχές και σπαρτιατικές περικεφαλαίες, μετά παρέμβαση των «σωτήρων» ΗΠΑ και Ε.Ε. για «αμοιβαίες υποχωρήσεις» Ελλάδας και Τουρκίας. Άλλωστε, η στάση ΗΠΑ και Γερμανίας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο αυτόν τον σχεδιασμό υποδεικνύει.

Τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση αυτής της χώρας φαίνονται παντελώς ανίκανες να υπερασπίσουν την κυριαρχία και τα συμφέροντα του λαού της. Για την ακρίβεια φαίνονται ανίκανες να υπερασπίσουν οποιαδήποτε επιλογή υπερβαίνει τους σχεδιασμούς του ευρωατλαντικού διευθυντηρίου. Σε μία εποχή επικίνδυνη, με μεγάλες περιφερειακές συγκρούσεις, αναθεώρηση συνόρων και βαθιάς οικονομικής ύφεσης, η ενεργοποίηση και η οργάνωση του λαού είναι η μόνη που μπορεί να επιβάλλει βιώσιμες και δίκαιες λύσεις. Η αναμονή θετικών αποτελεσμάτων είτε από τη ΝΔ είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι στην πραγματικότητα η πιο ουτοπική λύση. Έχουν αποδείξει ξανά και ξανά ότι μοιράζονται την ίδια περιφρόνηση για το λαό και την ίδια πίστη στα «ιδανικά» των ΗΠΑ και της Ε.Ε.

Το φιάσκο της μάσκας και το κενό αντιπολίτευσης

Ας ξεκινήσουμε ανάποδα. Ο Μητσοτάκης προωθεί την πολιτική του ανενόχλητος. Και στα 4 μέτωπα – κρίσεις που αντιμετωπίζει (ελληνοτουρκικά, πανδημία, οικονομία, προσφυγικό). Οι αντιστάσεις ή η αμφισβήτηση που δέχεται είναι από το εσωτερικό του και από τα δεξιά του. Σίγουρα υπολογίζει τους συνωμοσιολόγους. Ενώ οι «ειδικοί» εισηγήθηκαν τη χρήση της μάσκας και σε ανοιχτούς χώρους στην Αττική, ο Μητσοτάκης αποφεύγει να οξύνει το μέτωπο με το συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα ανορθολογισμού, στο οποίο ανήκει και ένα υπολογίσιμο μέρος του εκλογικού σώματος της Δεξιάς. Στα ελληνοτουρκικά επίσης φοβάται κυρίως το εσωτερικό του. Αυτό φανερώνουν οι διαρροές για τα κείμενα – μασάζ που πηγαινοέρχονται μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας σε διάφορες συνομιλίες στο Βερολίνο ή στην Αμερικανική πρεσβεία.

Από το εργατικό κίνημα δεν νιώθει καμία πίεση, ενώ και από τα κόμματα της, ας πούμε, «προοδευτικής» αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25) επίσης. Ακόμα και το πρόσφορο έδαφος για μέτρα ενίσχυσης της δημόσιας υγείας, που αναπτύχθηκε στην καραντίνα, δεν έγινε εφικτό να αξιοποιηθεί. Τα νοσοκομεία μας παραμένουν στο κόκκινο όσον αφορά τις ελλείψεις του προσωπικού, υπάρχει πρόβλημα με τα υλικά, οι έλεγχοι και τα τεστ εξακολουθούν να υπολείπονται των αναγκών.

Κι όμως προβλήματα βοούν. Οι μικρές καθημερινές ιστορίες στα δημόσια νοσοκομεία ή στα δημόσια σχολεία θυμίζουν όχι απλά ανοργανωσιά, αλλά κυρίως τριτοκοσμική εικόνα λόγω έλλειψης πόρων. Σε βαθμολογικό κέντρο του Πειραιά βρέθηκε θετικό κρούσμα. Το αίτημα να γίνει ιχνηλάτιση και τεστ στους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς πριν πάνε τη Δευτέρα στα σχολεία τους να συναντηθούν με τους μαθητές τους, δεν απαντήθηκε από κανέναν. Ουδείς (Διεύθυνση Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας, ΕΙΟΔΥ) δεν αισθάνεται αρμόδιος. Κανένας μηχανισμός και κανένα πρωτόκολλο δεν ενεργοποιείται. Εκπαιδευτικοί και γονείς νιώθουν να βρίσκονται στον αέρα. Συνδικαλιστικά όργανα και αυτοδιοίκηση παρακαλούν για κάποια «χορηγία» για να μπορούν να διεξάγουν ελέγχους. Σε άλλα σχολεία δεν υπάρχουν εκπαιδευτικοί, σε άλλα δεν υπάρχουν αίθουσες να σπάσουν τα 28άρια τμήματα, ενώ αλλού στήνουν εργαστήρια σε μεταλλικά (!) κοντέινερ. Και βεβαίως υπάρχει το τεράστιο πρόβλημα στον ιδιωτικό τομέα με τα κλεισίματα, την ανεργία, την έλλειψη μισθού για μήνες. Κι όμως, αντιπολίτευση δεν υπάρχει. Γιατί;

Μπορεί το φιάσκο με τις μάσκες και η κοροϊδία με τα παγουρίνο να λένε πολλά για την ποιότητα των «αρίστων». Για το ότι μετρούν το μπόι των ικανοτήτων τους με τη σκιά του δειλινού και χρίζουν εαυτόν αξιότερους όλων. Όμως δεν προσφέρεται για κάτι πέρα από μιμίδια στα social media και ίσως κάποιο χαβαλέ από τους stand up comedians. Στο περιβάλλον μιας δύσκολης τετραπλής («εθνικά», οικονομία, υγεία, προσφυγικό) κρίσης, που δημιουργεί φόβο και υπαρξιακά ερωτήματα στους πολίτες, το να υπάρχει αφωνία (μάλλον συμφωνία) στα σοβαρά θέματα, αλλά να γίνεται σημαία η μάσκα και τα παγουρίνο και να ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ παραιτήσεις γι’ αυτά, δείχνει κενό αντιπολίτευσης και όχι αντιπολίτευση.

Όταν, χθες μόλις, ο επικεφαλής του ESM Ρέσλινγκ ζητάει 10 δις εξοικονόμηση για το 2021, για να έχουμε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, έτσι ώστε από το 2022 να γυρίσουμε στα πρωτογενή πλεονάσματα, και στη συνάντηση μαζί του ο Τσίπρας ζητάει λίγο χρόνο ακόμα δημοσιονομική χαλαρότητα, τι αντιπολίτευση να γίνει;

Όταν συντήρησαν το αίσχος της Μόριας, ή όταν έδωσαν τα πάντα στις ΗΠΑ, για «προστασία» στα ελληνοτουρκικά, σήμερα τι είδους αξιόπιστο λόγο να ορθώσουν; Το πρώτο πρόβλημα στο έλλειμμα αντιπολίτευσης είναι η αποδοχή του πλαισίου, η αναγνώριση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Ουσιαστικά λοιπόν, δεν υπάρχει αντικείμενο της πολιτικής διαπάλης πέρα από τριτεύοντα θέματα και ζητήματα διαχείρισης, αισθητικής, ύφους άσκησης της εξουσίας.

Από το ΣΥΡΙΖΑ ίσως να μην περιμένει κανείς να κάνει αντιπολίτευση. Όμως το εναπομείναν αριστερό και εργατικό κίνημα γιατί δε μπορεί;

Οι μεγαλύτερες ομοσπονδίες εργαζομένων της χώρας, η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ, δεν κατάφεραν να οργανώσουν μια σοβαρή κινητοποίηση για το αυτονόητο. Ότι εν μέσω πανδημίας έπρεπε στα σχολεία να μειωθεί ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα για να μειωθεί και ο συνωστισμός. Δέσμιες οι πλειοψηφίες τους στην αποδοχή του πλαισίου λιτότητας, της λογικής ότι δεν είναι εφικτό να βρεθούν πόροι για αίθουσες και εκπαιδευτικούς. Το ΚΚΕ σαμποτάρισε τη δυνατότητα να βρεθούν κοινές ημερομηνίες κινητοποιήσεων δηλώνοντας ανερυθρίαστα ότι δε θέλουν να ξαναοικοδομηθεί «αντιδεξιό κίνημα» με αφορμή τα προβλήματα στην εκπαίδευση. Κι έτσι, αφού δεν υπάρχει μαζική κινητοποίηση για το βασικό (λιγότεροι μαθητές ανά τμήμα, μαζικά τεστ), συνηθίζουμε στη μιζέρια και αστειευόμαστε με τα τραγελαφικά της μάσκας – αλεξίπτωτο. Και ο ΣΥΡΙΖΑ που περιμένει απλά τη φθορά του Μητσοτάκη και τις χοντράδες των υπουργών του, αλλά όχι την ανατροπή της κοινής και όμοιας δημοσιονομικής ή εξωτερικής πολιτικής, αγκαλιάζει και υιοθετεί αυτού του είδους την «αντιπολίτευση».

Καμιά φορά μπορεί να μην είναι εύκολη η διέξοδος από μια δύσκολη κατάσταση. Όμως για το χώρο της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς, είτε δε βλέπει ότι είμαστε σε μια δύσκολη κατάσταση, είτε θεωρεί ότι είναι το κέντρο του κόσμου, είτε φυλλάσει το κόμμα του, είτε νομίζει ότι με το να κάνει αντιπολίτευση στα ζητήματα των δικαιωμάτων, τροποποιεί το συσχετισμό δύναμης. Θετικός ο ξεσηκωμός των δημοκρατών Χανιωτών – και ειδικά των νεολαίων – για την κατάληψη Rosa Nera, αλλά είναι στην ίδια πόλη που πηγαινοέρχονται τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα που μας φέρνουν όλο και πιο κοντά είτε στο πολεμικό επεισόδιο με την Τουρκία είτε στην παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας είτε και στα δύο μαζί. Και γι’ αυτό δεν έχει γίνει το παραμικρό.

Η υπεράσπιση μιας κατάληψης που βοηθάει άστεγους, πρόσφυγες, αδύναμους φαίνεται κάτι το οποίο αξίζει και μπορεί να παλευτεί. Το να τα βάλουμε με τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας φαίνεται ανέφικτο κι άρα αναποτελεσματικό. Αυτή είναι η μήτρα αυτού του ιδιότυπου ΤΙΝΑ εντός του κινήματος.

Επίσης πολλές φορές δεν είναι εύκολο απέναντι σε μια δύσκολη κατάσταση να κάνεις το σωστό. Έχει σημασία όμως να μην κάνεις τα ίδια χοντρά λάθη.  Πως να κάνει αντιπολίτευση ένας χώρος που ευαισθητοποιείται για τα τραγικά προβλήματα των μεταναστών στα στρατόπεδα – κολαστήρια αλλά αδιαφορεί και βρίζει την πλειοψηφία των νησιωτών νοικοκυραίους και φασίστες; Πως να παρέμβει για τα ελληνοτουρκικά όταν εγκλωβίζεται στο δίλλημμα της κυβέρνησης εξοπλισμοί ή συντάξεις, και απαντάει λεφτά για παιδεία, υγεία και όχι για εξοπλισμούς; Όταν είναι δεδομένο ότι μετά από 4 μνημόνια ούτε υγεία έχουμε ούτε παιδεία έχουμε, αλλά μάλλον ούτε και αξιόπιστους εξοπλισμούς. Αυτός που τα βάζει αντιπαραθετικά είναι η κυβέρνηση γιατί έχει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά κυρίως ένα συγκεκριμένο πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής. Αυτό που πρέπει να στοχοποιηθεί δεν είναι οι απλώς οι εξοπλισμοί αλλά το καθεστώς εξάρτησης από τον ευρωατλαντισμό. Να αναδείξει ότι για παράδειγμα την κατοχή της Β. Κύπρου δε θα την αποφεύγαμε όσα όπλα και να είχαμε γιατί ακριβώς τα στρατιωτικά και πολιτικά όρια τα έβαλαν αυτοί που μας πουλούσαν τα όπλα (ΗΠΑ).

Φταίνε όμως μόνο οι οργανώσεις, τα κόμματα, τα σωματεία; Ο λαός δε φταίει; Φταίει. Με την έννοια ότι έχει εκχωρήσει την πολιτική σε άλλους, ότι δεν πιστεύει σε αυτήν ως μέσο για να αλλάζει τη ζωή του προς το καλύτερο. Όμως για να τροποποιηθεί αυτή η δύσκολη σχέση λαού και πολιτικής πρέπει να αναζητηθεί η κοινή λογική και να αλλάξουν συνήθειες, σύστημα σκέψης, αποτυχημένες συνταγές τα πολιτικά και συνδικαλιστικά υποκείμενα. Ή όσα από αυτά θέλουν.

Ξεμείναμε από γιατρούς και τεστ. Κατά τα άλλα “ήμασταν έτοιμοι”.

Μητσοτάκης τον Ιούνιο: Είμαστε έτοιμοι για τυχόν δεύτερο κύμα

Δύο έγγραφα που κυκλοφόρησαν χθες, 1η Σεπτεμβρίου, αποδεικνύουν ότι οι διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι “είμαστε έτοιμοι για το δεύτερο κύμα της πανδημίας” ήταν απλώς αέρας κοπανιστός.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη σπατάλησε ανεύθυνα και εγκληματικά τον χρόνο που κερδήθηκε την άνοιξη προχωρώντας σε πρόχειρο και ασύδοτο άνοιγμα του τουρισμού, χωρίς ταυτόχρονα να έχει μεριμνήσει για τις άμυνες του υγειονομικού συστήματος της χώρας.

Ενδιαφέρθηκε αποκλειστικά για να δρέψει τις δάφνες από την επιτυχημένη διαχείριση της πρώτης φάσης του κορωνοϊού και η βασική της προτεραιότητα εξαντλήθηκε στη χρηματοδότηση των ΜΜΕ ώστε να οργανώνουν αποτελεσματικά την κυβερνητική προπαγάνδα.

Τα μεγάλα και διαχρονικά κενά του Εθνικού Συστήματος Υγείας έμειναν ακάλυπτα. Οι προμήθειες αντιδραστηρίων για μαζικούς και καθολικούς ελέγχους δεν προχώρησαν. Η συζήτηση σκόπιμα και εκ του πονηρού περιστράφηκε και πάλι στην ατομική ευθύνη και στην ενοχοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Η δε υγειονομική άμυνα της χώρας περιορίστηκε – με τη χρήσιμη βοήθεια των ΜΜΕ – αποκλειστικά και μόνο στη χρήση μάσκας.

Εφημερίες χωρίς πλαφόν στο Σωτηρία

Το πρώτο έγγραφο έρχεται από το νοσοκομείο Σωτηρία, το βασικό νοσοκομείο αναφοράς για τον κορωνοϊό που νοσηλεύει και τα περισσότερα περιστατικά. Ο διοικητής του νοσοκομείου καλεί τους ειδικευμένους και ειδικευόμενους γιατρούς να κάνουν εφημερίες ανεξαρτήτως πλαφόν, καθώς το πρόγραμμα δεν βγαίνει.

Πιο συγκεκριμένα, το Σεπτέμβριο, 4 πνευμονολογικες κλινικές δεν μπόρεσαν να καλύψουν το πρόγραμμα εφημεριών με το υπάρχον προσωπικό τους. Δόθηκε βοήθεια από ειδικευόμενους παθολογίας αλλά ακόμα 2 κλινικές δεν έχουν καταθέσει πρόγραμμα. Επιπλέον, με αφορμή ότι έχουν τελειώσει τα αντιδραστήρια στο ΕΚΕΑ για pcr, οι γιατροί χρησιμοποιούν πλέον το rapid test του νοσοκομείου το οποίο έως τώρα ήταν για πιο επείγοντα ή ύποπτα. Αφορά δηλαδή έκτακτες ανάγκες και υπάρχει πεπερασμένος αριθμός τεστ, τα οποία θα τελειώσουν κι αυτά σύντομα. Η δε διοίκηση θεωρεί ότι το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν επαρκεί το προσωπικό, αλλά ότι το προσωπικό δεν δουλεύει.

Σημειωτέον, εχθές για πρώτη φορά μετά το καλοκαίρι μπήκαν 12 θετικά περιστατικά μέσα σε ένα βράδυ.

Λείπουν αντιδραστήρια επειδή …έγινε αλόγιστη χρήση τους

Το δεύτερο έγγραφο έρχεται από το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας και τον πρόεδρό του. Ανακοινώνει προς όλες τις ΥΠΕ (όλα τα νοσοκομεία της χώρας) ότι τα τεστ μοριακού ελέγχου σταματούν γιατί “ξεπεράστηκε το όριο της δυνατότητας προμήθειας αντιδραστηρίων από το ΕΚΕΑ”.

Το προκλητικό και προσβλητικό του συγκεκριμένου εγγράφου (που θα όφειλε να οδηγήσει στην άμεση παραίτηση του μεσσήνιου πολιτευτή της ΝΔ και προέδρου του ΕΚΕΑ), είναι ότι καταλογίζει “αλόγιστη χρήση εξετάσεων”.

Εδώ πρέπει να σταθούμε: Ο πρόεδρος του ΕΚΕΑ, του βασικού εργαστηριακού κέντρου για τον έλεγχο των δειγμάτων, κατηγορεί τους γιατρούς και τα νοσοκομεία του ΕΣΥ ότι κάνουν “αλόγιστα τεστ”. Εν μέσω του δεύτερου κύματος πανδημίας, εν αναμονή της υγειονομικής επιβάρυνσης που φυσιολογικά έρχεται κάθε φθινόπωρο, μετά από μπαράζ κυβερνητικής προπαγάνδας ότι “η χώρα είναι έτοιμη”, το ΕΚΕΑ εμφανίζεται ανίκανο να ανταπεξέλθει στις ανάγκες αυξημένων διαγνωστικών ελέγχων.

Από εκεί που θα έπρεπε η κυβέρνηση να έχει μερινήσει για τη δυνατότητα μαζικών έως και καθολικών ελέγχων στον γενικό πληθυσμό, ανάγκη που οι διεθνείς οργανισμοί αλλά και οι υγειονομικοί τη χώρας υπογραμμίζουν από τον …Μάρτιο, φτάσαμε στο σημείο να μην μπορούν να διεξαχθούν διαγνωστικές εξετάσεις και μάλιστα να κατηγορούνται οι γιατροί και τα νοσοκομεία ότι …υπερέβαλαν.

Να σημειώσουμε επιπλέον ότι υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις στις απαντήσεις των ελέγχων που στέλνουν τα μεγάλα νοσοκομεία, με αποτέλεσμα να καθυστερούν με τη σειρά τους εισαγωγές για χειρουργεία κλπ.

Τόσο το έγγραφο του διοικητή του Σωτηρία, όσο και το έγγραφο του προέδρου του ΕΚΕΑ, αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση άφησε τα νοσοκομεία γυμνά από προσωπικό (γιατρούς και νοσηλευτές) και αδιαφόρησε για την έγκαιρη προμήθεια των αντιδραστηρίων για τα τεστ.

Η επιτάχυνση του δεύτερου κύματος της επιδημίας μέσα στον Αύγουστο, με το περίφημο “καλωσήρθατε στο ελληνικό καλοκαίρι”, έχει την υπογραφή Μητσοτάκη.

Την υπογραφή Μητσοτάκη έχει και η διαφαινόμενη κατάρρευση του υγειονομικού συστήματος της χώρας, με τις τραγικές ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, υλικό και εξοπλισμό, την ώρα που το ΕΣΥ θα όφειλε να είναι πανέτοιμο.

Αφού η επιτυχία οφείλεται στον Μητσοτάκη, η αποτυχία θα οφείλεται στην κοινωνία

Στο τελευταίο του διάγγελμα ο πρωθυπουργός ενοχοποίησε και πάλι την κοινωνία για να αποκρύψει τις δικές του ευθύνες. Ως συνηθίζει, αποποιήθηκε των ευθυνών του συντεταγμένου κράτους και του ρόλου που έπαιξαν οι κυβερνητικές αποφάσεις και τα φόρτωσε όλα στον εφησυχασμό που έδειξαν οι πολίτες. Η αλήθεια είναι ότι από τα μόλις 2 (!) νέα κρούσματα της 1ης Ιουνίου, μέχρι τα 153 χθεσινά κρούσματα της 6ης Αυγούστου μεσολάβησε μια πρωτοφανής κυβερνητική ανευθυνότητα. Δεν επρόκειτο καν για εφησυχασμό. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη «προσκάλεσε» το δεύτερο κύμα της πανδημίας πολύ γρηγορότερα από ότι έπρεπε και μπορούσε να γίνει. Η ενοχοποίηση των πολιτών και η επαναλαμβανόμενη αναφορά στην «ατομική ευθύνη» δεν μπορεί να καλύψει το φιάσκο της κυβερνητικής διαχείρισης.

Ο κ. Μητσοτάκης, αντί να επικαλείται το εθνικό φιλότιμο, θα όφειλε να θυμηθεί τι δήλωνε με φόντο το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης. Θα όφειλε επίσης να σκεφτεί τι συνέπειες είχαν οι πανηγυρισμοί ότι η Ελλάδα (υπό την ηγεσία του φυσικά) «νίκησε» την πανδημία. Ή τα αποτελέσματα που προκαλούσαν οι εικόνες του ίδιου ως άλλου Καίσαρα ή και των κυβερνητικών στελεχών να συνωστίζονται χωρίς μέτρα προστασίας και φυσικής αποστασιοποίησης σε φιέστες, εγκαίνια, θέατρα. Γιατί μπορεί τα ΜΜΕ όταν τρώνε να μην μιλάνε, αλλά όλοι οι υπόλοιποι δεν λοβοτομηθήκαμε ξαφνικά.

Νέα κρούσματα ανά ημέρα

Η αυγουστιάτικη έξαρση των κρουσμάτων έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που η στήλη υποστήριξε από την πρώτη στιγμή: Η θετική πορεία της νόσου στην Ελλάδα οφείλεται κατά βάση στα αντικειμενικά δεδομένα της χώρας που συνέπιπταν με αυτά της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Η βασική κυβερνητική επιτυχία συνίσταται στο ότι ακολούθησε τις στοιχειώδεις συστάσεις των ειδικών. Δεν ήταν κάποιο σπουδαίο κατόρθωμα, άσχετα αν εμφανίστηκε προπαγανδιστικά ως μοναδική επιτυχία παγκόσμιας εμβέλειας. Η δε θετική εικόνα της Ελλάδας στην εξέλιξη κρουσμάτων και απωλειών πιστώνεται κυρίως στην αυτοπειθαρχία της κοινωνίας, που γνωρίζοντας τη διάλυση που έχει επέλθει στα συστήματα της Δημόσιας Υγείας, έκανε ενστικτωδώς τη σύγκριση με τις εκατόμβες νεκρών της γειτονικής Ιταλίας και ακολουθούσε υποδειγματικά τα μέτρα περιορισμού της νόσου.

Αυτό που με κόπους και θυσίες κερδήθηκε από τον ελληνικό λαό και το υγειονομικό δυναμικό της χώρας, η κυβέρνηση το σπατάλησε εν ριπή οφθαλμού: «Η Ελλάδα τα κατάφερε εντυπωσιακά να αντιμετωπίσει την πανδημία του κορωνοϊού. Κυρίες και κύριοι σας καλωσορίζουμε στο ελληνικό καλοκαίρι», μας ανήγγειλε η κυβέρνηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να δηλώνει ότι «δε νιώθουμε ότι υπάρχει κάποιος ιδιαίτερο κίνδυνος». Ενάμισι μήνα μετά τις πόζες Μητσοτάκη στην Καλντέρα, τα ημερήσια κρούσματα είναι σε τριψήφιο νούμερο και προαναγγέλλονται πλέον τοπικά λοκ ντάουν σε τουριστικούς προορισμούς.

Για το δεύτερο κύμα στην Ελλάδα φέρνει ακέραια την ευθύνη η κυβέρνηση. Δεν είναι μια αναπόφευκτη εξέλιξη. Από το σημείο που πρακτικά είχαν μηδενιστεί τα εγχώρια κρούσματα μέχρι σήμερα, μεσολάβησε το άνοιγμα του τουρισμού και η χαλάρωση στην αποφυγή του κοινωνικού συγχρωτισμού. Και οι δύο παράγοντες έχουν την υπογραφή του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Ο μεν τουρισμός άνοιξε υπό τις ιαχές της ελληνικής «νίκης» επί της πανδημίας. Ανεύθυνα και ελαφρόμυαλα η κυβέρνηση επιχείρησε να εξαργυρώσει την καλή πορεία της πανδημίας κατά την πρώτη φάση σε τουριστικά έσοδα. Θεώρησε ότι η χώρα είναι κυρίως τουριστικός προορισμός ξένων και δευτερευόντως τόπος που ζουν οι πολίτες της. Και όλα αυτά, ενώ κάθε πρόβλεψη έβλεπε μειωμένη τουριστική κίνηση της τάξης του 80-90%. Πράγματι, ο Ιούλιος έκλεισε με 1,3 εκατομμύρια τουρίστες, 15% συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό νούμερο. Η γκροτέσκο ταξιδιωτική οδηγία του Στέητ Ντιπάρτμεντ που συμβουλεύει τους Αμερικανούς να μην έρθουν στην Ελλάδα γιατί είναι πλέον υγειονομικά επικίνδυνη, ολοκληρώνει την εικόνα. Πόσο άξιζε το ρίσκο για μια κίνηση που ήταν καταδικασμένη όσον αφορά το οικονομικό αποτέλεσμα;

Η δε χαλάρωση σε μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης προκλήθηκε από τους πανηγυρικούς τόνους και τις κυβερνητικές ιαχές για «νίκη» επί της πανδημίας και συναντήθηκε φυσικά με την κοινωνική κούραση της απομόνωσης και της καραντίνας. Το να βλέπει κανείς μόνο το δεύτερο σκέλος και να κρύβει το πρώτο δεν είναι τίποτε άλλο από φθηνή φιλοκυβερνητική προπαγάνδα. Που γίνεται ακόμα φθηνότερη αν σκεφτούμε ότι η μεν κοινωνική κούραση είναι δικαιολογημένη και εν πολλοίς διαχειρίσιμη, οι δε πανηγυρικοί τόνοι αποσκοπούσαν απλώς στη συσσώρευση πολιτικών κερδών της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Μπορούσε να αποφευχθεί η καταστροφή της τουριστικής σεζόν διατηρώντας ταυτόχρονα τον έλεγχο επί των κρουσμάτων;

Την απάντηση την έδωσε ο κ. Τσιόδρας στην ενημέρωση της 4/8/2020: «Αν ελέγχαμε για παράδειγμα το ένα εκατομμύριο τουριστών που μπήκαν τον Ιούλιο θα έπρεπε να πληρώσουμε κάποιες δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για να ελέγχουμε τους πάντες». Ο επικεφαλής της επιτροπής εμπειρογνωμόνων παραδέχτηκε εμμέσως ότι η έκρηξη των νέων κρουσμάτων οφείλεται στο ότι η κυβέρνηση προτίμησε να μπουκώσει τα ΜΜΕ με δεκάδες εκατομμύρια για να δοξολογούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη αντί να προτιμήσει, με το ίδιο περίπου ποσό, να στήσει δομές και μηχανισμό ώστε να ελέγχονται οι πάντες σε όλες τις πύλες εισόδου της χώρας.

Θα είχαν παραμείνει τα κρούσματα σε σχεδόν μηδενικό επίπεδο αν γίνονταν καθολικοί έλεγχοι στις εισόδους της χώρας; Πιθανότατα όχι. Κάτι θα ξέφευγε. Όμως δεν θα είχαμε τις τελευταίες ημέρες αυτό το ρεκόρ ημερησίων κρουσμάτων. Δεν συζητάμε καν το να ακολουθούνταν ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο με επιδότηση του εσωτερικού τουρισμού και αυστηρό περιορισμό στις εισόδους. Σε κάθε περίπτωση όμως οι προτεραιότητες της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν και είναι προφανείς: Τα ποσά που θα απαιτούνταν για καθολικά τεστ στους εισερχόμενους και για υποτυπώδη ενίσχυση των δομών και μηχανισμών υγειονομικού ελέγχου είναι λιγότερα από όσα δόθηκαν για τα ΜΜΕ της λίστας Πέτσα και το σκάνδαλο του σκόιλ ελικίκου.

Καθένας έχει τις προτεραιότητές του και η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει τις δικές της.

Οι δε απέλπιδες προσπάθειες κυβέρνησης και προπαγανδιστικού μηχανισμού των ΜΜΕ να μην ενοχοποιηθούν τα εισαγόμενα κρούσματα είναι κυριολεκτικά για γέλια. Το ερώτημα δεν είναι αν σήμερα, αρχές Αυγούστου, υπάρχει εσωτερική αναζωπύρωση (προφανώς και υπάρχει), αλλά αν η σχεδόν μηδενική εγχώρια διάδοση του ιού στις αρχές Ιουνίου, γιγαντώθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες λόγω εισαγόμενων κρουσμάτων κυρίως από τη Βαλκανική και όχι μόνο. Από εκεί και πέρα, και τα σύνορα να κλείσουν, το κακό έχει ήδη γίνει. Με μηδαμινή μετάδοση στις αρχές του καλοκαιριού, μετά το άνοιγμα των συνόρων και το «καλώς ήρθε το δολάριο», τα «εγχώρια» κρούσματα είναι αποτέλεσμα των εισαγόμενων, όσο και αν αυτό δεν βολεύει το κυβερνητικό αφήγημα.

Το παραπάνω λογικό επιχείρημα το επιβεβαιώνουν οι αριθμοί που δίνει ο ΕΟΔΥ. Το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου το ποσοστό των κρουσμάτων στις πύλες εισόδου είναι 60% των συνολικών κρουσμάτων. Το δεύτερο δεκαήμερο πέφτει στο 30% και το τρίτο δεκαήμερο στο 20%. Η ζημιά όμως έχει ήδη γίνει στην αρχή και όχι στο τέλος.

Ποσοστό εισαγόμενων κρουσμάτων επί του συνόλου

Επιπλέον, με τους δειγματοληπτικούς ελέγχους στο 12% των εισερχομένων και συνολικά 388 κρούσματα στις πύλες εισόδου (από 3/7 που ξεκίνησε η καταγραφή μέχρι και 6/8), μια απλή αναγωγή δείχνει κοντά στα 3400 κρούσματα που πέρασαν χωρίς να καταγραφούν. Ο δε αλγόριθμος που μετά πολλών διθυράμβων εφαρμόζεται στις πύλες εισόδου δεν φαίνεται (σύμφωνα με όσους έχουν έρθει στη χώρα) να είναι τίποτα άλλο από ένα απλό ερωτηματολόγιο. Έδινε ισχυρό συντελεστή βαρύτητας σε συγκεκριμένες σεσημασμένες χώρες (πχ. Μ. Βρετανία, Σουηδία), ενώ από την Κεντρική Ευρώπη (και στην αρχή και από τα Βαλκάνια) έριχνε τους ελέγχους σε μονοψήφιο ποσοστό.

Σε κάθε περίπτωση, η μαζική εξάπλωση της νόσου που αποτράπηκε αρχές Μαρτίου, επιτράπηκε (με πλήρη ευθύνη Μητσοτάκη) στις αρχές Ιουλίου.

Ακόμα περισσότερο, βρισκόμαστε μπροστά στο κλείσιμο τοπικών τουριστικών προορισμών που πλέον αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα κρουσμάτων. Ούτε τα έσοδα του τουριστικού προϊόντος σώθηκαν, έστω και στο ελάχιστο, ούτε η πανδημία περιορίστηκε. Η λαϊκή έκφραση «και κερατάς και δαρμένος» βρίσκει στην περίπτωσή μας την απόλυτη εφαρμογή.

Κατόπιν αυτών, οι εκκλήσεις Μητσοτάκη στο «εθνικό μας εμβόλιο», το φιλότιμο, είναι πιο γραφικές και από τις πόζες του στη Σαντορίνη, αλλά πολύ πιο επικίνδυνες.

Το οριζόντιο λοκ ντάουν και τα μέτρα καραντίνας του γενικού πληθυσμού δεν νίκησαν τον κορωνοϊό, ούτε ήταν αυτός ο σκοπός τους. Έδωσαν απλώς πολύτιμο χρόνο. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη με εγκληματική ανευθυνότητα όχι απλά τον κατασπατάλησε αφήνοντας στην ίδια απολύτως κατάσταση το σύστημα υγείας, τα νοσοκομεία, την πρωτοβάθμια φροντίδα, τις δομές πρόνοιας, αλλά υπέσκαψε την υγειονομική άμυνα της χώρας προκαλώντας με τις αποφάσεις, τις παραλείψεις και τους πανηγυρισμούς της, μια δεύτερη έξαρση της πανδημίας μόλις στις αρχές Αυγούστου.

Φυσικά, σε μια χώρα που οι επιτυχίες εμφανίζονται ως αποτέλεσμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ οι αποτυχίες ως ανευθυνότητα των πολιτών, όλα τα παραπάνω είναι στείρα αντιπολίτευση και υπερβολικές απαιτήσεις…

Έλεος πια με την ατομική ευθύνη

Σχόλιο του antapocrisis.

Η ευθύνη για το δεύτερο κύμα της πανδημίας στη χώρα μας είναι αποκλειστικά κρατική και κυβερνητική.

Τις τελευταίες μέρες ζούμε το χρονικό μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας. Το δεύτερο κύμα της πανδημίας μάλλον ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από το αναμενόμενο.

Πληρώνουμε το τίμημα της άνευ όρων επανεκκίνησης της οικονομίας και του “λελογισμένου ρίσκου ανοίγματος της βαριάς μας βιομηχανίας”, του τουρισμού. Έχουμε δηλαδή μια εξευγενισμένη εκδοχή της εφαρμογής μιας άνευ όρων ανοσίας της αγέλης. Το ενδεχόμενο ανεξέλεγκτης έξαρσης της πανδημίας στη χώρα μας, με ανυπολόγιστες υγειονομικές και ανθρωπιστικές συνέπειες είναι ορατό.

Η ευθύνη είναι αποκλειστικά κυβερνητική γιατί:

1. Άνοιξε ανεξέλεγκτα τα σύνορα χωρίς να έχει διασφαλίσει τη δυνατότητα μαζικών τεστ σε όλους όσοι εισέρχονται. Αποτέλεσμα ήταν η μαζική και ανεξέλεγκτη μετάδοση του ιού στην κοινότητα.

2. Δεν διασφάλισε κανέναν σοβαρό και αξιόπιστο μηχανισμό επiδημιολογικής επιτήρησης μέσα στην κοινότητα που να μπορεί έγκαιρα και έγκυρα να ιχνηλατήσει, να απομονώσει και να θέσει σε καραντίνα ύποπτα και επιβεβαιωμένα περιστατικά.

3. Καλλιέργησε για μικροπολιτικούς και μικροκομματικούς λόγους κλίμα εφησυχασμού και επανάπαυσης στον κόσμο γιατί δήθεν η χώρα μας ήταν παγκόσμιο πρότυπο επιτυχούς διαχείρισης κατά το πρώτο κύμα.

4. Δημιούργησε η ίδια κλίμα σύγχυσης και χάους με τις αλλοπρόσαλλες και αντικρουόμενες οδηγίες για τη χρήση μάσκας και την τήρηση αποστάσεων, βασισμένες σε καθαρά οικονομικά κριτήρια για το αν αντέχει η αγορά εκτεταμένη ζήτηση Μέσων Ατομικής Προστασίας και όχι σε επιστημονικά κριτήρια για το τι είναι απαραίτητο και αναγκαίο για τον περιορισμό της μετάδοσης.

5. Βάζει πολύ χαμηλά τον πήχη κάνοντας κουτοπόνηρες συγκρίσεις και συμψηφισμούς με χώρες που αποδεδειγμένα έχουν αποτύχει στη διαχείριση της πανδημίας, μετρώντας χιλιάδες απώλειες, αντί να συγκριθεί με χώρες που είναι αληθινά πρότυπα.

6.Έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της τις εκκλήσεις του Π.Ο.Υ. για προσεκτική και με όρους άρση του λοκνταουν και άνοιγμα των συνόρων. Και αν η άρση του λοκ ντάουν δεν δημιούργησε πρόβλημα γιατί πρακτικά η μετάδοση είχε “μηδενιστεί” εγχώρια, το άνοιγμα των συνόρων, η συμμόρφωση στις απαιτήσεις των μεγαθηρίων του τουρισμού και η γραμμή “καλώς να έρθει το δολάριο” έριξε ξανά τη χώρα στη δίνη της πανδημίας.

7. Έβαλε τα κέρδη των λίγων και ειδικά τις ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες περί “ελευθερίας διακίνησης” πάνω από τις ανάγκες των πολλών εκατομμυρίων συνανθρώπων μας, βάζοντας τη χώρα στο χάρτη του προβλήματος, ενώ είχε όλες τις δυνατότητες να διατηρήσει μια σχετική υγειονομική ασφάλεια.

8. Αγνόησε και εξοβέλισε σοβαρούς και αξιόπιστους επιστήμονες που είχαν προειδοποιήσει για τις συνέπειες αυτής της στρατηγικής. Προτίμησε να λιβανίζεται από τον προπαγανδιστικό μηχανισμό που ταΐζει το Μαξίμου αντί να καταστρώσει σχέδιο υγειονομικής πρόληψης και άμυνας.

9. Ακόμη και τώρα που υπάρχει απόλυτη ανάγκη, δεν διασφαλίζει δωρεάν μάσκες στον πληθυσμό, όπως είναι υποχρεωμένη, αλλά αντιθέτως απειλεί με πρόστιμα. Ενώ η ίδια η κυβέρνηση δεν κάνει αυτό που πρέπει, υπονοεί με τα μέτρα και τις εξαγγελίες της ότι για το δεύτερο κύμα της έξαρσης φταίνε αποκλειστικά οι ανεύθυνοι πολίτες και όχι οι ανεύθυνες πολιτικές. Αυτοί που πρώτοι συνωστίζονταν σε κυβερνητικές φιέστες χωρίς το παραμικρό μέτρο προστασίας, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να κουνάνε το δάκτυλο.

10. Σπατάλησε εγκληματικά τον πολύτιμο χρόνο που κερδήθηκε στο πρώτο κύμα για πραγματική ενίσχυση και θωράκιση του ΕΣΥ με έμψυχο και άψυχο δυναμικό. Αντί για γενναία αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, εξασφάλιση Μέσων Ατομικής Προστασίας, χιλιάδες μόνιμες προσλήψεις υγειονομικών, διπλασιασμό των ΜΕΘ, ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, εξακολουθεί να εμμένει στις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες των ΣΔΙΤ, της ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα, και του “λιγότερου κράτους”.

Ο ελληνικός λαός με κόπους και θυσίες έδωσε πολύτιμο χρόνο στην κυβέρνηση ώστε να προετοιμαστεί για το δεύτερο κύμα.

Η κυβέρνηση όχι απλά τον σπατάλησε, αλλά με την ανευθυνότητα και την ελαφρύτητα που τη χαρακτηρίζει, φέρνει το δεύτερο κύμα μια ώρα αρχύτερα.

Δεν έχει κανένα δικαίωμα να ενοχοποιεί την κοινωνία για να βγει η ίδια λάδι.

Ας αναλάβει επιτέλους τις δικές της ευθύνες.

Η επιτυχία από την αποτυχία δεν απέχει πολύ

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ για την πορεία της πανδημίας.

Η πορεία της πανδημίας παγκοσμίως όχι μόνο δεν τιθασεύεται, αλλά αντίθετα καλπάζει, με το νότιο ημισφαίριο να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Το τελευταίο εκατομμύριο κρουσμάτων καταγράφηκε μόλις σε πέντε ημέρες. Την ίδια στιγμή στο βόρειο ημισφαίριο παρατηρούνται αναζωπυρώσεις σε μια σειρά χωρών που μέχρι πρότινος είχαν σχετικά ελέγξει την κατάσταση. Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα της χωρίς όρους «επανεκκίνησης της οικονομίας», σε μια περίοδο που δεν έχουμε σε καμιά περίπτωση ξεμπερδέψει με την πανδημία, καθώς ο κορωνοϊός δεν φαίνεται να κάμπτεται από υψηλές θερμοκρασίες.

Οι εκτιμήσεις και κυρίως οι προβλέψεις για την περαιτέρω εξέλιξη της πανδημίας είναι δύσκολες έως αδύνατες.  Το καλύτερο σενάριο αφορά στο σταδιακό σβήσιμο του ιού εντός διετίας, με σκαμπανεβάσματα εξάρσεων και υφέσεων. Το χειρότερο θεωρεί το πρώτο κύμα απλό προάγγελο μιας μεγαλύτερης σε διάρκεια και ένταση έξαρσης. Το μετριοπαθές αφορά στην εποχική επανεμφάνισή του στα πρότυπα της γρίπης.

Τρία πράγματα είναι ωστόσο σίγουρα.

Πρώτον, χωρίς αποτελεσματικό και ασφαλές εμβόλιο που να μπορεί να παραχθεί μαζικά και δωρεάν δεν μπορεί να εξασφαλιστεί ανοσία του πληθυσμού. Τα αποτελέσματα των πειραματικών μελετών βρίσκονται ακόμα σε πολύ πρόδρομα στάδια με το καλύτερο σενάριο να αφορά την διάθεσή του στο κοινό σε ένα χρόνο από τώρα.  Η επιθετική συμπεριφορά των ΗΠΑ που δέσμευσε το 90% των παγκόσμιων αποθεμάτων του αποτελεσματικού φαρμάκου Remdesivir, δίνει μια πρόγευση του ύφους και του ήθους που θα επικρατήσει στην παραγωγή και διάθεση του εμβολίου.

Δεύτερον, η επιδίωξη άμεσης και χωρίς όρους επίτευξης της ανοσίας της αγέλης, εκτός από δολοφονική και αντικοινωνική, καταρρίφθηκε και ως αποτελεσματική στρατηγική ανοσολογικής θωράκισης. Στη χώρα που επιδίωξε να την εφαρμόσει, στη Σουηδία, οι τίτλοι αντισωμάτων στον πληθυσμό είναι μηδαμινοί.

Τρίτον, το αναμενόμενο για το φθινόπωρο, δεύτερο κύμα  πανδημικής έξαρσης στο βόρειο ημισφαίριο, είναι πλέον εδώ, πολύ νωρίτερα απ’ το αναμενόμενο.

Ο ΠΟΥ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για όσες χώρες βιάστηκαν να «ανοίξουν την οικονομία» χωρίς να έχουν εξασφαλίσει στοιχειώδεις όρους υγειονομικής θωράκισης.

Η χώρα μας, λόγω κυβερνητικής πολιτικής και φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ, βίωνε μια εικονική πραγματικότητα, επαναπαυόμενη στις δάφνες μιας επιτυχίας που έμοιαζε παγκόσμιο παράδειγμα για τη διαχείριση της επιδημίας. Κατά βάση βέβαια, αυτή η επιτυχία ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικών παραμέτρων σε ότι αφορά τη θέση και τα χαρακτηριστικά της χώρας, και όχι ιδιαίτερων πολιτικών επιλογών. Όσοι επισήμαναν αυτό το γεγονός την περίοδο της μεγάλης ευφορίας ακούγονταν αιρετικοί, αλλά δυστυχώς σήμερα, η αυξητική τάση των κρουσμάτων αναγκάζει σε βίαιη προσαρμογή στην αληθινή πραγματικότητα. Το να “παραμείνουμε τυχεροί” δεν συνιστά σοβαρή πολιτική απέναντι σε έναν μεγάλο υγειονομικό κίνδυνο. Η δε κυβερνητική στρατηγική για  “λελογισμένο υγειονομικό ρίσκο, μήπως και σωθεί ο τουρισμός”, αποδεικνύεται ανεύθυνη και επικίνδυνη.

Ας θυμηθούμε ποιες ήταν οι συστάσεις και τα κριτήρια που έθετε πριν μήνες ο ΠΟΥ και άλλοι επιστήμονες για το ασφαλές άνοιγμα της οικονομίας. Τα κριτήρια αυτά δεν τηρήθηκαν σε καμία περίπτωση από το κυβερνητικό επιτελείο, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο σημερινό επίφοβο σημείο:

Η δυνατότητα ανίχνευσης, ιχνηλάτησης, απομόνωσης και καραντίνας υπόπτων και επιβεβαιωμένων κρουσμάτων.

Η μέχρι τώρα πορεία της πανδημίας έχει δείξει ότι οι χώρες που «επένδυσαν» στα μαζικά τεστ στον πληθυσμό, βγήκαν κερδισμένες και χρειάστηκε να πάρουν λιγότερα περιοριστικά οριζόντια μέτρα. Αυτό άλλωστε σύστηνε και ο ΠΟΥ: τεστ, τεστ, τεστ. Η κυβέρνηση εμφανίζει ότι το σχέδιο των ΚΟΜΥ οδηγεί σε κατακόρυφη αύξηση των ελέγχων. Δεν είναι όμως έτσι: Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Υγείας έως τις 22 Ιουνίου, σε διάστημα 50 ημερών λειτουργίας, οι 500 ΚΟΜΥ είχαν διενεργήσει 41.785 τεστ, δηλαδή 835 τεστ ανά μέρα. Αριθμός που αντιστοιχεί σε 1,8 τεστ από κάθε ΚΟΜΥ τη μέρα. Επιπλέον υπάρχουν σοβαρές καταγγελίες από υγειονομικούς πρώτης γραμμής για αδυναμία διενέργειας τεστ, τα οποία σωρεύονται στις καταψύξεις των εργαστηρίων, λόγω έλλειψης αντιδραστηρίων. Η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των σχετικών λιστών, χωρίς να έχει οικοδομήσει σοβαρό μηχανισμό ιχνηλάτησης, απομόνωσης και καραντίνας.

Αντοχή του συστήματος υγείας

Θεωρητικά, η στρατηγική “επιπέδωσης της καμπύλης” αποσκοπούσε στην εξασφάλιση πολύτιμου χρόνου για έρευνα και παραγωγή εμβολίου, και ειδικά, σε ό,τι αφορά τα εθνικά δεδομένα, για να ενισχυθεί το σύστημα υγείας. Μια ραγδαία και άμεση ενίσχυση του ΕΣΥ θα μπορούσε να αντέξει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες ένα ογκώδες κύμα αναγκών νοσηλείας και περίθαλψης. Ο χρόνος αυτός κερδήθηκε με πόνο και αίμα αλλά σπαταλιέται καθημερινά με μεγάλη ανευθυνότητα και αντικοινωνική εμμονή στα νεοφιλελεύθερα δόγματα του περιορισμού της δημόσιας υγείας και της ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα.

Στο επίπεδο του προσωπικού δεν έχει γίνει ούτε μία μόνιμη πρόσληψη, ενώ οι 400 επικουρικοί συμβασιούχοι γιατροί και οι 3500 συμβασιούχοι νοσηλευτές και βοηθητικό προσωπικό είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στις 10.000 κενές οργανικές θέσεις γιατρών και τις 30.000 αντίστοιχες νοσηλευτών. Οι συμβασιούχοι αυτοί σε αρκετά νοσοκομεία δεν καλύπτουν ούτε καν τις απώλειες όσων βγήκαν σε άδεια ειδικού σκοπού ή ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες. Οι περισσότερες κλινικές Covid στελεχώθηκαν με μετακινήσεις γιατρών και νοσηλευτών από άλλα τμήματα τα οποία υπολειτούργησαν επί μήνες, αλλά πλέον επιστρέφουν στα αρχικά τους πόστα. Το σχέδιο για τα νησιά αφορά στην προσωρινή μετακίνηση γιατρών από νοσοκομεία της Αττικής για να καλύψουν τις εκεί ανάγκες, αποδυναμώνοντας τα νοσοκομεία προέλευσης, στα οποία θεωρητικά θα διακομιστούν οι ασθενείς των νησιών.

Στο ζήτημα των ΜΕΘ, η κατάσταση είναι τραγική. Η επικεφαλής της σχετικής επιτροπής Κοτανίδου δηλώνει ότι στόχος είναι να διατηρηθούν οι κλίνες ΜΕΘ που δημιουργήθηκαν μέσα στην επιδημία, δηλαδή οι περίπου 150-200 που προστέθηκαν στις 550 προϋπάρχουσες. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι στόχος είναι να φτάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τις 1200.  Κάτι τέτοιο αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός χωρίς γενναία κρατική χρηματοδότηση και μόνιμες προσλήψεις εξειδικευμένου προσωπικού.

Στο επίπεδο της Πρωτοβάθμιας δεν έχει γίνει κανένα ουσιαστικό βήμα μπροστά, μόνο βήματα προς τα πίσω. Η επιθετική πρόληψη και παρέμβαση μέσα στην κοινότητα και όχι η αναμονή να έρθουν οι ασθενείς για νοσηλεία  στο νοσοκομείο, όντας ήδη επιβαρυμένοι, ήταν ένα από τα βασικά συμπεράσματα του πρώτου κύματος. Αυτό, ούτε καν λαμβάνεται υπόψη από το κυβερνητικό επιτελείο, που στο πρώτο κύμα έκλεισε όλα τα Κέντρα Υγείας και τις ΤΟΜΥ, μετακινώντας προσωπικό στα νοσοκομεία. Παράλληλα, το ΕΣΥ επί της ουσίας έκλεισε για τις υπόλοιπες ασθένειες, με χιλιάδες τακτικά ραντεβού, εξετάσεις και χειρουργεία να ακυρώνονται, αφήνοντας τον πληθυσμό χωρίς ιατρική παρακολούθηση. Είναι σαφές ότι αυτή η τακτική συνιστά άμεσο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

Έλεγχος των εισερχόμενων στη χώρα

Αρχικά η κυβέρνηση δια στόματος Θεοχάρη μίλησε για υγειονομικό διαβατήριο, θέση την οποία γρήγορα εγκατέλειψε λόγω άρνησης της Ε.Ε. Στη συνέχεια κάνει πράξη τους δειγματοληπτικούς ελέγχους βάσει επικινδυνότητας, κρίνοντας τις απαντήσεις σε σχετικό ερωτηματολόγιο που συμπληρώνουν οι ταξιδιώτες 48 ώρες πριν. Επιβάλλει επίσης 36 ώρες καραντίνα, έως ότου βγει δηλαδή το αποτέλεσμα του τεστ. Όμως λόγω απειλών της TUI, παίρνει πίσω την καραντίνα, νομοθετώντας κατ’ εντολή της γερμανικής εταιρείας που ελέγχει την τουριστική αγορά. Λόγω έξαρσης της πανδημίας στις  χώρες των Βαλκανίων και αύξησης των εισαγόμενων κρουσμάτων, αλλάζει τακτική και από 15/7 αυστηροποιεί τα μέτρα, μειώνοντας σε 24 τις ώρες για το ερωτηματολόγιο και θεσμοθετώντας το αρνητικό τεστ PCR 72 ώρες πριν για τους εισερχόμενους μόνο από τον Προμαχώνα, τη στιγμή που το τριήμερο 10-12/7 περνούν από το σημείο αυτό σχεδόν 20.000 κόσμος.  Τα “αυστηρά” αυτά μέτρα αφορούν μόνο τον Προμαχώνα, τη στιγμή που στα αεροδρόμια, λιμάνια και τα υπόλοιπα χερσαία σύνορα γίνονται μόνο δειγματοληπτικοί έλεγχοι, οι οποίοι συνεχίζονται και μετά τις 15/7, οπότε και ανοίγουν τα σύνορα για απευθείας πτήσεις από υψηλού κινδύνου χώρες (Σουηδία, ΗΠΑ, Αγγλία κτλ).

Για ποιο λόγο όλες αυτές οι παλινωδίες; Για ποιο λόγο αυτό το αλαλούμ; Τι θα κόστιζε στην κυβέρνηση μια σοβαρή εξ αρχής στρατηγική για είσοδο στην χώρα μόνο με αρνητικό τεστ PCR, για όλους, και από όλα τα σημεία εισόδου; Και για να μιλήσουμε στη μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει η κυβέρνηση: Θεωρεί κανείς ότι ο τουρισμός θα κερδίσει τη χρονιά αν τα μέτρα ελέγχου ξεχειλώνουν κατ’ απαίτηση των εταιρειών ή των λοιπών χωρών;

Οι συνέπειες των παραπάνω πράξεων και παραλείψεων μπορούν να αποβούν καταστροφικές. Οι ευθύνες μιας τέτοιας διαχείρισης είναι εγκληματικές. Η κυβέρνηση όχι απλά σπατάλησε τον πολύτιμο χρόνο που κερδήθηκε με κόπο και ιδρώτα για να προετοιμαστεί και να οχυρώσει το δημόσιο σύστημα υγείας ενόψει ενός δεύτερου κύματος, αλλά έφερε αυτό το κύμα πολύ νωρίτερα, με το άνευ όρων άνοιγμα των συνόρων και του τουρισμού. Η κυβέρνηση πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων τη δουλειά των υγειονομικών, θυσίασε τους κόπους και την αυτοπειθαρχία μηνών του ελληνικού λαού, σέρνει πρώτη τον χορό της ανευθυνότητας, προσδοκώντας απατηλά να σώσει την οικονομία.

Η επιτυχία από την αποτυχία, το παράδειγμα προς μίμηση από το παράδειγμα προς αποφυγή, δεν απέχουν πολύ, ειδικά όταν η κυβερνητική πολιτική έχει πήλινα πόδια και σαθρές βάσεις. Ακόμα και τώρα, υπάρχουν περιθώρια αντιστροφής. Απαιτείται όμως πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα, απαγκίστρωση από νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες και στρουθοκαμηλισμούς.

Χρειάζεται συγκεκριμένα:

Πρώτον, απόλυτη προτεραιότητα στην ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, (ΜΕΘ, Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Νοσοκομεία), σε προσωπικό, υλικό, μέσα, υποδομή.

Δεύτερον, άμεση αλλαγή πλεύσης στο χαλαρό, ανεπαρκές και αναποτελεσματικό σύστημα υγειονομικών ελέγχων στον πληθυσμό.

Τρίτον, παραίτηση από τις αφελείς προσδοκίες ότι η οικονομία θα σωθεί αν μπουν τα κέρδη του τουρισμού πάνω από την υγεία των ανθρώπων.

Αν αυτά είναι αδιανόητα μέτρα για μια κυβέρνηση που στον καιρό της πιο μεγάλης ανάγκης ενίσχυσης της Δημόσιας Υγείας παρίστανε τον ατζέντη των ιδιωτικών συμφερόντων, θα πρέπει να απαιτηθούν και να επιβληθούν με την ενεργοποίηση του υγειονομικού και λαϊκού κινήματος και την ανασυγκρότηση μιας Αριστεράς που θα μπορεί να θέσει καθαρά την υγεία και την ανθρώπινη ζωή πάνω από τα κέρδη των λίγων και την οικονομία των ακόμα λιγότερων.

Τι σημαίνει η κυβερνητική πολιτική στις πλατείες και τι χρειαζόμαστε ως Αριστερά

Η  όξυνση της καταστολής  από την αστυνομία και τα ΜΑΤ τις τελευταίες εβδομάδες και μέρες στην Πλατεία Κυψέλης και στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης δεν αποτελεί κάτι καινούργιο. Όργιο καταστολής από την αστυνομία υπάρχει από την αρχή της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Είναι μια συνειδητή και πάγια τακτική της ΝΔ και απευθύνεται σε ένα ακροατήριο που απαιτούσε και απαιτεί συγκεκριμένα αποτελέσματα στο ζήτημα «τάξη και ασφάλεια». Γι΄ αυτό και η πολιορκία χώρων στα Εξάρχεια, οι εκκενώσεις καταλήψεων, το άγριο ξυλοκόπημα της οικογένειας Ινδαρέ, η καταστολή στην ΑΣΟΕΕ, η εισβολή σε κινηματογράφο επειδή ανήλικοι έβλεπαν τον Τζόκερ κλπ. Αυτά είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Η αστυνομία που είχε την ανοχή και το ελεύθερο από την κυβέρνηση για να ξεσαλώσει χτυπώντας τον λαό όλο το διάστημα πριν τον κορονοϊό, την ίδια ανοχή και στήριξη έχει και τώρα, με αφορμή φαινόμενα συνωστισμού στις πλατείες. Το μέγεθος της υποκρισίας είναι εμφανές. Φάνηκε από το φάουλ του Μπακογιάννη στην Ομόνοια, όπου μαζεύτηκε πλήθος κόσμου και έτρεχε μετά να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά εξέθεσαν την ΝΔ.

Γιατί επιλέγουν να χτυπήσουν τις πλατείες; Η κυβέρνηση στην μαζική συνείδηση βγαίνει κερδισμένη από την εικόνα ότι η Ελλάδα τα κατάφερε με τον κορονοϊό και είχε λίγους θανάτους. Ο Μητσοτάκης σ’ αυτό μετράει αποτελέσματα αυτή τη στιγμή.

Με τις επιθέσεις της αστυνομίας αλλά και των ΜΜΕ στις πλατείες, εξελίσσεται το κυβερνητικό σχέδιο σε πολλά επίπεδα:

Πρώτον συνεχίζεται να χτίζεται το αφήγημα της υπεύθυνης κυβέρνησης έναντι κάποιων αντιπολιτευόμενων ανεύθυνων. Ο Μπακογιάννης ως πορφυρογέννητος γόνος της δυναστείας εξαιρείται των κανόνων και είναι εξορισμού «υπεύθυνος».

Δεύτερον, η ανάδειξη της πλατείας ως μέγιστου προβλήματος, αποπροσανατολίζει από τις αεροπορικές εταιρείες με τις οποίες συμφωνούνται σημεία και τέρατα όσον αφορά την υγειονομική ασφάλεια γιατί οικονομικά δεν βγαίνουν. Αποπροσανατολίζει από την πολιτική ανοικτών θυρών στον τουρισμό και τη γραμμής «καλώς ήρθε το δολάριο» με υποσχέσεις μηδενικών ελέγχων των ξένων τουριστών. Αποπροσανατολίζει από το χαμένο χρόνο για τη θωράκιση του ΕΣΥ, τους μαζικούς διαγνωστικούς ελέγχους, τη στενή «επιτήρηση» στον ιό.

Τρίτον, οι πλατείες είναι ο εύκολος αποδιοπομπαίος τράγος σε περίπτωση που τα πράγματα στραβώσουν. Δεν θα κατηγορηθεί ο κρατικός μηχανισμός για τους λιγοστούς ελέγχους, θα κατηγορηθούν όμως οι ανεύθυνοι που μαζεύονται στις πλατείες. Αυτοί θα φταίνε, το εμπεδώσαμε από τώρα.

Και φυσικά υπάρχει πάντα το πολιτικάντικο παιχνίδι του Χρυσοχοΐδη για να κρατηθεί στον αφρό της επικαιρότητας τώρα που ο Χαρδαλιάς του κλέβει την δόξα. Αρχικά, με το περιβόητο «άνοιγμα του φακέλου» της ΜΑΡΦΙΝ μετά από 10 ολόκληρα χρόνια και ενώ είχε διατελέσει Υπουργός και επί ΜΑΡΦΙΝ και άλλη μια φορά όλο αυτό το διάστημα, και τώρα με τις επιθέσεις στις πλατείες. Ο εσωτερικός διαγκωνισμός των υπουργών της ΝΔ είναι μια σημαντική παράμετρος.

Η συνεχής καταστολή όμως δεν είναι μονάχα επικοινωνιακό παιχνίδι. Σε πλατύ κοινωνικό επίπεδο η ΝΔ καταλαβαίνει ότι κερδίζει στο θέμα «τάξη και ασφάλεια». Μετρούσε νίκες στο πεδίο της «πάταξης της ανομίας» και συνεχίζει στο ίδιο τέμπο, με το έδαφος να είναι εύφορο από το λίπασμα του αγριανθρωπισμού και του κοινωνικού αυτοματισμού. Γιατί η πλειοψηφία της κοινωνίας, τσακισμένη μετά από μια δεκαετία μνημονίων, μετά από τραγικές διαψεύσεις και προδοσίες, χωρίς ελπίδα και προοπτική, απογοητευμένη και στην ιδιώτευση, τσιμπάει στο ζήτημα «ασφάλεια». Η κυβέρνηση καταστέλλει γιατί μπορεί, γιατί με την βοήθεια των ΜΜΕ εξασφαλίζει συναίνεση και αποδοχή σε πλατύ κόσμο. Εμπεδώνει και χτίζει στην πλατιά συνείδηση ότι η καταστολή όσων ξεφεύγουν από το πλαίσιο που η ίδια θέτει, ακόμη και αν αυτό είναι υποκριτικό και εμφανώς παράλογο, είναι μια «κανονικότητα».

Οι δυνάμεις του κινήματος τσίμπησαν και αυτές με τις επιθέσεις στις πλατείες. Γιατί όσο πρέπει να καταγγελθεί το όργιο υποκρισίας των αστυνομικών επιθέσεων στις πλατείες, άλλο τόσο το δίπολο  καταστολή-αντικαταστολή λειτουργεί σαφώς υπέρ του πρώτου. Ο ήδη αποσυγκροτημένος χώρος της εναπομείνασας αριστεράς μπαίνει σε ένα παιχνίδι που συμφέρει τον αντίπαλο. Είναι μια λογική λανθασμένη και σχετίζεται με το ερώτημα «για ποιο πράγμα πρέπει κυρίως να κριθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη;». Η κυβέρνηση κρίνεται, αυτή τη στιγμή, γιατί ενώ υπάρχει υγειονομική κρίση που θα έρθει ξανά ως απειλή το φθινόπωρο, δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα για την μόνιμη ενίσχυση των νοσοκομείων. Κρίνεται γιατί την μεγάλη οικονομική κρίση που έρχεται, θα την πληρώσουμε πάλι εμείς με εκτόξευση της ανεργίας και μερική απασχόληση. Κρίνεται για το εκ νέου χτύπημα στην δημόσια και δωρεάν παιδεία και τον αντιπεριβαλλοντικό νόμο-φιλέτο για το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Τα ΜΑΤ δεν θα σταματήσουν να μας χτυπάνε, με το να τα καταγγέλλουμε πόσο βάρβαρα είναι, όσο απαραίτητη και αν είναι αυτή η καταγγελία. Ούτε με το να απαντάμε στο όργιο καταστολής με κινητοποιήσεις χωρίς τήρηση υγειονομικών μέτρων, βούτυρο στο ψωμί της κυβέρνησης και των ΜΜΕ.

Από αυτή την άποψη, χρειάζονται ιεραρχήσεις και προτεραιότητες. Στην πολιτική μπορεί να αμυνόμαστε οπουδήποτε δεχόμαστε επίθεση, αλλά η νίκη, (έστω και με την έννοια του να βγούμε από μια δύσκολη κατάσταση), κρίνεται από το αν θα επιλέξουμε τον χώρο της μάχης. Να συγκεντρώσουμε προσοχή και δυνάμεις στα ζητήματα που αποτελούν ή μπορούν να αποτελέσουν τον αδύναμο κρίκο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Εκεί που μπορεί να διαρραγεί η κοινωνική ανοχή στην κυβέρνηση.

Αυτό σημαίνει να στοχεύσουμε στα υλικά προβλήματα και στην οικονομική και κοινωνική επιβίωση. Αυτά αφορούν τρία πεδία το επόμενο διάστημα: α) την προστασία της δημόσιας υγείας με την άμεση κρατική ενίσχυση σε προσωπικό και εξοπλισμό των νοσοκομείων, που παραμένουν απογυμνωμένα με ευθύνη της κυβέρνησης, ενόψει του κορονοϊου και της ενδεχόμενης έξαρσής του, β) την αναζήτηση και διαμόρφωση εκείνων των αιτημάτων για την στήριξη και ανακούφιση των εργαζομένων και των ανέργων και γ) την υπεράσπιση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας μπροστά στη νέα επίθεση Κεραμέως στην εκπαιδευτική κοινότητα.

Σε αυτά τα μέτωπα μπορούν να συγκεντρωθούν δυνάμεις και να απειληθεί η ηγεμονία Μητσοτάκη. Και είναι καταστροφικό, την ώρα που υπάρχει ο μεγάλος ελέφαντας της επερχόμενης οικονομικής κρίσης στο δωμάτιο, δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά να υιοθετούν την ατζέντα «κλέφτες και αστυνόμοι». Έτσι, θα συνεχίσουμε, δυστυχώς, να παίζουμε το παιχνίδι του αντιπάλου. Παραδίδοντας τα όπλα στα μεγάλα πεδία που δημιουργεί η πανδημία και η διαχείρισή της.

Ας πάμε αλλιώς, αυτή τη φορά.

Η κοινωνία δεν έδωσε λευκή επιταγή σε κανέναν, για κανέναν πραξικοπηματισμό

Η επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να καταθέσει εν μέσω πανδημίας και απαγόρευσης κυκλοφορίας δύο νομοσχέδια που φέρνουν ριζικές αλλαγές στην εκπαίδευση και στην περιβαλλοντική νομοθεσία αποτελεί νέο ρεκόρ αντιδημοκρατικής μεθόδευσης. Έχουμε δει και στο παρελθόν, ιδίως κατά τη δεκαετία της μνημονιακής λαίλαπας, τις σοβαρές επιπτώσεις που έχει στο δημοκρατικό διάλογο και τον κοινοβουλευτισμό η μανία του νεοφιλελευθερισμού: από τα «κατεπείγοντα» μνημόνια, που δεν διαβάζονταν ούτε από τους ίδιους τους βουλευτές μέχρι τα ανοιγμένα κεφάλια των διαδηλωτών, τα πάντα δικαιολογούνταν προκειμένου να ξεπουληθεί φτηνά αυτή η χώρα και να πληγούν τα εργασιακά δικαιώματα. Όμως η σημερινή επιλογή της κυβέρνησης εγκαινιάζει μία νέα φάση στην αντιδημοκρατική κατρακύλα. Αυτή τη φορά η υγεινομική κρίση έχει περιορίσει το δικαίωμα στη συνάθροιση, τη διαμαρτυρία, την απεργία. Και η κυβέρνηση είναι έκθετη γιατί επιλέγει σε μια περίοδο περιορισμού αυτών των δικαιωμάτων να φέρνει προς ψήφιση αυτά τα δύο νομοσχέδια που προκαλούν αντιδράσεις και απαιτούν –τουλάχιστον σε μια δημοκρατική χώρα- ομαλούς όρους διεξαγωγής του διαλόγου και της αντιπαράθεσης.

Για την ουσία των δύο νομοθετημάτων μπορεί κανείς να τοποθετηθεί αναλυτικότερα. Στεκόμαστε όμως στο σοβαρό ζήτημα δημοκρατικής νομιμότητας και πολιτικής ηθικής. Ας μας απαντήσει ο κ. Μητσοτάκης και οι υπουργοί του, γιατί καταθέτουν νομοσχέδιο για την παιδεία και την περιβαλλοντική αδειοδότηση, αφού όπως λένε, «έχουμε πόλεμο»; Ποιές συγκεκριμένες ανάγκες του πολέμου αυτού έρχεται να καλύψει η ψήφιση αυτών των νομοσχεδίων; Υπάρχει άραγε προηγούμενο κυβέρνησης που εν μέσω «πολέμου» νομοθετούσε για το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή για τις αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων; Ποια ανάγκη φέρνει τα νομοσχέδια αυτά σήμερα και όχι μετά από ένα μήνα; Ή μήπως η επιτακτική ανάγκη σήμερα είναι να αλλάξει (για μια ακόμα φορά) το εξεταστικό σύστημα στο Λύκειο, αντί να αλλάξει επιτέλους η κατάσταση υποστελέχωσης των νοσοκομείων και των πρωτοβάθμιων μονάδων υγείας;

Η απάντηση είναι προφανής. Η κυβέρνηση επιθυμεί να εκμεταλλευτεί την κοινωνική συναίνεση γύρω από τα υγειονομικά μέτρα για να περάσει νομοσχέδια που υπό κανονικές συνθήκες θα αντιμετώπιζαν αντιστάσεις. Μικρές ή μεγάλες, αποτελεσματικές ή όχι δεν έχει σημασία. Θα μπορούσε όμως να ορθωθεί αντίλογος. Στην απόπειρά της αυτή, η κυβέρνηση έχει σύμμαχο και τα συστημικά ΜΜΕ που αποσιωπούν τις αντίθετες φωνές και δίνουν βήμα αποκλειστικά στις κυβερνητικές εξαγγελίες. Έπιασαν τόπο τα 11 εκατομμύρια, δεν υπάρχει αμφιβολία.

Το κυβερνητικό επιχείρημα ότι «με αυτό το πρόγραμμα μας εξέλεξε ο λαός» είναι εντελώς κούφιο και παραπλανητικό. Τα σχέδιά της για την παιδεία αποδοκιμάζονται από μεγάλο μέρος της εκπαιδευτικής κοινότητας, το δε νομοθετικό τερατούργημα για το περιβάλλον έχει ήδη ξεσηκώσει αντιδράσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων, κομμάτων, εργαζομένων. Γνώριζαν από το φθινόπωρο, όταν είχαν γίνει γνωστές οι προθέσεις τις κυβέρνησης, πως η επαναφορά των ρυθμίσεων του Αρβανιτόπουλου, όπως η τράπεζα θεμάτων και η αξιολόγηση, βρίσκει απέναντι μαθητές και εκπαιδευτικούς. Γνωρίζουν πολύ καλά τις διαμαρτυρίες των περιβαλλοντικών οργανώσεων για τον ευτελισμό της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, την μετατροπή της χώρας σε απέραντο πεδίο εξορύξεων πετρελαίου, αλλά και τις ενστάσεις των εργαζομένων στην ενέργεια για τη βίαιη απολιγνητοποίηση.

Εκτός από τις κοινωνικές αντιδράσεις που δεν εκφράζονται λόγω των περιοριστικών μέτρων, δεν λειτουργεί ούτε ο κοινοβουλευτικός διάλογος. Καταθέτουν νομοσχέδια σε μία Βουλή που λειτουργεί με λιγότερους από 50 βουλευτές, ενώ εμπαίζουν ανοιχτά τους ενδιαφερόμενους κοινωνικούς φορείς, που καλούνται να τοποθετηθούν μέσω skype. Χαρακτηριστικά, το νομοσχέδιο που κατατέθηκε προς ψήφιση  για το περιβάλλον περιέχει 130 άρθρα, ενώ η πρόταση διαβούλευσης προς δημόσιους φορείς περιείχε 66. Αυτό σημαίνει ότι 64 άρθρα δεν είδαν ποτέ το φώς της δημόσιας διαβούλευσης και συζήτησης. Η δημοσιότητα, όμως, ενός νομοσχεδίου κατά το στάδιο της διαβούλευσης του, δεν αποτελεί κάποια «τεχνική» λεπτομέρεια: αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου. Πού είναι οι λαλίστατοι συνταγματολόγοι να μιλήσουν για αυτή την ωμή παραβίαση;

Δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η δημόσια διαβούλευση συνιστά κοινωνικό έλεγχο. Ο κοινωνικός έλεγχος μπορεί να γίνει μόνο από ενεργά κινήματα και συμμετοχή των κοινωνικών στρωμάτων που επηρεάζονται από τις νομοθετικές ρυθμίσεις μιας κυβέρνησης. Ωστόσο ακόμα και το γεγονός ότι η θεσμοθετημένη διαβούλευση περικόπτεται, είναι ενδεικτική των κυβερνητικών φιλοδοξιών.

Ο έλεγχος απαιτεί γνώση, και η γνώση απαιτεί δημοσιότητα και χρόνο να διαμορφωθούν προτάσεις. Το ότι αυτά εξαφανίζονται δεν αποτελεί ευλογία: αποτελεί σταδιακό ρίζωμα ενός αντικοινοβουλευτικού πραξικοπηματισμού στην πολιτική ζωή, που έκανε την εντυπωσιακή εμφάνισή του στα μνημονιακά κοινοβούλια που ψήφιζαν συμφωνίες και προγράμματα χωρίς καν να τα διαβάζουν και συνεχίζεται και σήμερα.

Αν αυτή είναι η κανονικότητά σας, είναι βαθιά αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική.

Κατά μία δε καθόλου παράδοξη ειρωνεία, τα δύο νομοσχέδια ενσωματώνουν στις ρυθμίσεις τους την ίδια ακριβώς αντιδημοκρατική λογική και εμπεδώνουν σε απτές μορφές αυτήν την πραξικοπηματική διάθεση.

Το νομοσχέδιο για την παιδεία εισάγει ενιαίο ψηφοδέλτιο και ηλεκτρονική ψηφοφορία για την εκλογή των Πρυτάνεων.

Το νομοσχέδιο για τον «εκσυγχρονισμό» της περιβαλλοντικής νομοθεσίας αφαιρεί από Δημόσιο, δημοτικά συμβούλια και ΟΤΑ κάθε προηγούμενη αρμοδιότητα αδειοδότησης εξορύξεων σε εδάφη ιδιοκτησίας τους. Εξαφανίζει πρακτικά την οποιαδήποτε ελεγκτική και αδειοδοτική δραστηριότητα των αρμόδιων τεχνικών υπηρεσιών, θέτοντας σε κίνδυνο την ζωή των εργαζομένων από τις επισφαλείς και άρπα-κόλλα εγκαταστάσεις. Εκχωρεί σε ιδιωτικές εταιρίες και επιχειρήσεις την εκπόνηση μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει δηλαδή.

Η υποκρισία περισσεύει: η υγειονομική απειλή του ιού πράγματι ανέδειξε ότι είναι απαραίτητα κάποια βασικά αντανακλαστικά. Αντανακλαστικά που αφορούν τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, του εθνικού πλούτου, τον χειρισμό των δημόσιων πραγμάτων.

Η κυβέρνηση με χυδαίο τρόπο επιχειρεί να «καβαλήσει το άρμα» της συναίνεσης που προέκυψε από την καλή πορεία της επιδημίας στη χώρα, για να υλοποιήσει σειρά πολιτικών που δεν έχουν ουδεμία σχέση με τις ανάγκες που αναδείχτηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο.

Όλοι μαζί, σημαίνει πως όλοι συμμετέχουμε στο δημόσιο διάλογο. Προστασία της ζωής δεν σημαίνει χωρίς όρους αποκλεισμό στο σπίτι, αλλά και εξασφάλιση του κοινωνικού ελέγχου σε μία αλόγιστη οικονομική δραστηριότητα που εξελίσσεται χωρίς φραγμό σε άνθρωπο και περιβάλλον.

Η «εθνική ενότητα» δεν συγκροτείται πάνω στα «καθήκοντα» του ξεπουλήματος της χώρας σε αρπακτικά ιδιώτες, της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και της διάλυσης της δημόσιας εκπαίδευσης και κάθε δημοσίου αγαθού. Αντιμετώπιση της υγειονομικής απειλής δεν σημαίνει κατασπατάληση του Δημοσίου χρήματος σε ολόκληρο τον εσμό των διαπλεκόμενων καναλαρχών, ιδιωτών υγείας, ΚΕΚ, ενώ οι εργαζόμενοι και οι επαγγελματίες μένουν υπό την απειλή της ανεργίας και της κατακόρυφης μείωσης μισθών και εισοδημάτων.

Αν ένα πράγμα απέδειξε η πανδημία, είναι ότι ένας λαός αμέτοχος στα δημόσια πράγματα, χωρίς εξουσίες και λόγο, έχει άμεσες υγειονομικές επιπτώσεις. Το να διαλύεται ο δημόσιος τομέας και εκχωρούνται όλα στους ιδιώτες έχει άμεσες υγειονομικές επιπτώσεις.

Μία κοινωνία με σωστά αντανακλαστικά, ενεργή και υπεύθυνη, αντιμετώπισε την απειλή της πανδημίας. Μπορεί οι επικοινωνιολόγοι του Μαξίμου να χτίζουν τις δικές τους παραστάσεις, αλλά αυτή η κοινωνία δεν έδωσε λευκή επιταγή σε κανέναν για κανέναν πραξικοπηματισμό.

Μπορεί σήμερα να «μένει σπίτι» για να αντέξει στην πίεση το σύστημα υγείας, όμως κανείς δεν πρέπει να την υποτιμά. Πολύ περισσότερο, να την προκαλεί.

Οι νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες διάλυσης του Δημοσίου και εκχώρησης των πάντων στο Ιδιωτικό κεφάλαιο, κατέρρευσαν μέσα σε μερικές εβδομάδες: Η πανδημία δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί παρά μόνο με το σύστημα Δημόσιας Υγείας.

Αυτό δεν ήταν απλά μονόδρομος και παρα φύση επιλογές για την κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και προανάκρουσμα μίας ενεργής κοινωνίας που δεν θα υπόκειται πλέον άδολα σε πάσης φύσεως μεθοδεύσεις. Δεν ήρθαμε «όλοι πιο κοντά», όπως ισχυρίστηκε στο προχθεσινό του διάγγελμα ο Μητσοτάκης. Αντιθέτως, έγινε πιο κατανοητό το τεράστιο χάσμα που μας χωρίζει.

Ειρήνη Τσαλουχίδη, Δημήτρης Πλιακογιάννης

Πολιτική πατώντας σε πτώματα

Η ανάρτηση μέλους του ΣΥΡΙΖΑ που μετρά τους νεκρούς περιμένοντας να «ισοφαριστούν» οι απώλειες από το Μάτι για να αρχίσει να αποκαλεί «δολοφόνο» τον Μητσοτάκη, είναι τοξική και λερώνει. Ας μην μας διαφεύγει όμως ότι η πολιτική που πατά στον αριθμό των πτωμάτων, ούτε ξένη είναι, ούτε πρωτόγνωρη, για όσους δεν ιεραρχούν ως πρώτη πολιτική προτεραιότητα τον άνθρωπο και τη ζωή, και όχι τα κέρδη και τα μνημόνια. Και αυτό αφορά και τις δύο πλευρές.

Όσο κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμως αποστασιοποιήθηκε, με την επίσημη γραμμή του κόμματος μέσα από τις τοποθετήσεις Τσίπρα και Ξανθού να αναδύουν άρωμα συναίνεσης, η τοξικότητα τέτοιων τοποθετήσεων είναι μαζικό φαινόμενο. Η αντιπολίτευση περιμένει από την κυβέρνηση να αποτύχει. Και το ανάποδο. Δεν αφορά φυσικά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντίστοιχες τοξικές τοποθετήσεις υπήρχαν από οπαδούς και μέλη της ΝΔ στο Μάτι. Συμψηφισμοί και συγκρίσεις ήταν τόσο διαδεδομένοι ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ που δημοσιογράφοι μετρούσαν φέρετρο το φέρετρο, για να πανηγυρίσουν την «νίκη» των δικών τους ή την «ήττα» των αντιπάλων.

Ποια αξία νομιμοποιεί το να χαίρεσαι από τον θάνατο; Και μάλιστα από τον θάνατο απλών άγνωστων συνανθρώπων σου, όχι εχθρών, τυράννων ή βασανιστών;

Δεν είναι μόνο ο τυφλός κομματισμός ή η προσδοκία κομματικών κερδών πάνω σε ερείπια και τάφους. Είναι και η αίσθηση ότι σε μια κοινωνία που πολιτικά υποτάσσεται χωρίς δεύτερη κουβέντα στις ορέξεις της αγοράς, η πολιτική στράτευση, σε τελική ανάλυση, δεν αφορά την υπεράσπιση κάποιων ιδεών, αλλά την εναλλαγή ενός πολιτικού δυναμικού σε θέσεις εξουσίας. Πράγματι, αν λίγο ή πολύ, όσοι κυβέρνησαν ακολούθησαν παρόμοια πολιτική, σε τι να διαφοροποιηθούν από τον εχθρό, αν όχι στην θλιβερή καταμέτρηση απωλειών;

Πολιτική πάνω σε πτώματα δεν κάνουν μόνο οι θλιβεροί της αντιπολίτευσης που μετρούν τους νεκρούς περιμένοντας «ισοφάριση». Κάνουν και οι θλιβεροί της κυβέρνησης που βρήκαν ώρα να «κεφαλαιοποιήσουν» την υπεροχή Μητσοτάκη, θεωρώντας ότι τα ανθρώπινα κέρδη από τις χαμηλές απώλειες πρέπει να γίνουν πολιτικά κέρδη για την παράταξή τους. Βγήκαν λοιπόν συντεταγμένα και με άνωθεν σχεδιασμό, (ας μην γελιόμαστε για την ομοβροντία δημοσιευμάτων), να ρίξουν την ιδέα για πρόωρες εκλογές. Στο σενάριο της καλής εξέλιξης της επιδημίας, οι πρόωρες εκλογές προφανώς θα τελειώσουν τον Τσίπρα.

Το επιχείρημα είναι εξίσου χυδαίο, με αυτό των πωρωμένων οπαδών εκατέρωθεν: Αφού το δημοσκοπικό προβάδισμα εκτοξεύεται όσο ο αριθμός των νεκρών παραμένει χαμηλός, ας χρησιμοποιήσουμε την πανδημία προς κομματικό όφελος. Θανατοπολιτική από την ανάποδη, σε μια συγκυρία μάλιστα που ουδείς γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί η υγειονομική μάχη στον κόσμο και στη χώρα, τουλάχιστον στη δεύτερή της φάση, μετά το φθινόπωρο. Που δεν έχει ίχνος της τόσο διαφημιζόμενης εθνικά υπεύθυνης, ωφέλιμης, ενωτικής, εμπνευσμένης, αποφασιστικής, θαρραλέας, σοφής, μελετημένης, περίπου θεϊκής ηγεσίας που αποδίδεται στον Μητσοτάκη από τα αδέκαστα ΜΜΕ.

Η παράταξη Μητσοτάκη, ευνοούμενη εμμέσως από την μέχρι τώρα (και μακάρι και στο μέλλον) θετική εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα, σκέφτεται να το εξαργυρώσει μικροκομματικά. Η παράταξη Τσίπρα, απεύχεται τη συγκεκριμένη εξαργύρωση, ενώ οι πελταστές της, είτε αναμένουν η επιδημία να ξεφύγει, είτε προσδοκούν γραμμή άμυνας στην κατακραυγή από το πρωτοφανές εργασιακό και οικονομικό σφαγείο που θα ακολουθήσει.

Πόσο όμοιοι είναι στα αλήθεια οι επίσημοι κομματικοί σχεδιασμοί και οι καθωσπρέπει υπολογισμοί, με τις ασχήμιες των οπαδών τους!

Και πόσο διαφορετική είναι η πολιτική που βάζει σε πρώτη θέση, ανεξαρτήτως σκοπιμοτήτων, προσωρινών ή απώτερων κερδών και συσχετισμών, την κοινωνία, τον άνθρωπο, τη Δημόσια Υγεία.

Γιατί η πραγματική διαχωριστική γραμμή δεν είναι μέσα στις νοσηρές αντεγκλήσεις του διαδικτύου με το τοξικό και σάπιο κλίμα των κομματικών αψιμαχιών. Η διαχωριστική γραμμή ορίζεται από την πολιτική που θεωρεί ότι για να σωθούν οι ανθρώπινες ζωές, χρειάζεται πρόληψη (άρα κλείσιμο της αγοράς και περιοριστικά μέτρα), αλλά και αντιμετώπιση (άρα στήριξη του ΕΣΥ). Και ζητά να λογαριαστεί με την διακομματική πολιτική που αποδυνάμωσε απελπιστικά το δημόσιο σύστημα υγείας. Γιατί μόνο ο θάνατος αυτής της πολιτικής μπορεί να εξασφαλίσει την ζωή και την υγεία της κοινωνίας. Στόχος πολύ σημαντικότερος από το ονοματεπώνυμο του ενοίκου του Μαξίμου.